Η μάσκαρα που σκότωνε καλόγερους
Posted by sarant στο 1 Φεβρουαρίου, 2010
Τίτλος πολλαπλά παραπλανητικός, βέβαια. Πιο σωστό θα ήταν «Το ημιμέταλλο που δήθεν πήρε το όνομά του επειδή κάποιοι καλόγεροι λέγεται ότι δηλητηριάστηκαν από δαύτο», αλλά παραείναι μακρύ για τίτλος και μαρτυράει και το θέμα. Διότι, φαντάζομαι, θα καταλάβετε για ποιο πράγμα σας μιλάω.
Πρόκειται για ένα στοιχείο που ανήκει σε μια μεσοβέζικη κατηγορία χημικών στοιχείων, που είναι και δεν είναι μέταλλα ή ίσως πότε είναι και πότε δεν είναι. Πολλοί τα λένε «ημιμέταλλα» και άλλοι επαμφοτερίζοντα. Μερικά από αυτά έχουν αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά τούτο εδώ έχει σίγουρα την πιο συναρπαστική, που ξεκινάει από την αρχαία Αίγυπτο.
Οι Αιγύπτιες της παλιάς εκείνης εποχής (που όταν έχτιζαν πυραμίδες, εμείς κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα) δεν διέφεραν πολύ από τις σημερινές και αγαπούσαν πολύ να βάφουν τα μάτια τους. Στα αιγυπτιακά, αυτή η σκόνη με την οποία βάφονταν, που ήταν σκόνη θειούχου αντιμονίου, ονομαζόταν στιμ, και από εκεί πέρασε στα αρχαία ελληνικά ως στίμμι ή στίβι. Η λέξη έχει αρκετές εμφανίσεις στη γραμματεία· για παράδειγμα, στη μετάφραση των εβδομήκοντα της Βίβλου, στον Εζεκιήλ (23:40) διαβάζουμε για μια γυναίκα η οποία μόλις έβλεπε από μακριά να έρχονται άντρες λουζόταν και έβαφε τα μάτια της· εκεί χρησιμοποιείται το ρήμα στιβίζομαι. Μάλιστα, το στίμμι ή στίβι το είπαν και πλατυόφθαλμον, επειδή κάνει τα μάτια να φαίνονται πιο μεγάλα. Τέλος πάντων, αυτό το στίβι το δανείστηκαν οι Ρωμαίοι ως stibium, και η λατινική ονομασία έδωσε και το σύμβολο του αντιμονίου (Sb). Ήδη η λέξη έχει περάσει από δύο δανεισμούς, αλλά ακολουθούν κι άλλοι. Το λατινικό stibium ή το ελληνικό στίμμι το δανείζονται οι άραβες ως αλ-ιτμίντ –να θυμηθούμε ότι στα αραβικά το αρχικό στ δεν είναι ανεκτό, έτσι η λέξη αλλάζει περισσότερο απ’ όσο θα περιμέναμε. Από εκεί, τέταρτος δανεισμός, ξαναπερνάει στα λατινικά των αλχημιστών ως athimodium, που δεν τους λέει τίποτε, και τελικά γίνεται atimodium, atimonium, antimonium, και από τα ιταλικά, antimonio, πέμπτος πλέον δανεισμός έχουμε το νεοελληνικό αντιμόνιο (αλλά και αντεμόνιον σε μεσαιωνικά αλχημιστικά κείμενα).
Και επειδή δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια η λέξη, κι επειδή αυτό το anti- παραπέμπει αλλού, πιάσαν δουλειά οι παρετυμολόγοι. Έτσι, στα γαλλικά το αντιμόνιο λέγεται antimoine και μια πολύ γνωστή παρετυμολόγηση το θέλει να προέρχεται από το anti και τη λ. moine, δηλ. μοναχός, καλόγερος. Να κάνουμε εδώ μιαν ετυμολογική παρένθεση και να πούμε ότι το γαλλικό moine όπως και το αγγλικό monk (και οι αντίστοιχες ιταλικές, ισπανικές, γερμανικές κτλ. λέξεις) προέρχονται από το ελληνικό μοναχός, μέσω βεβαίως του λατινικού monachus.
Υποτίθεται λοιπόν πως κάποιοι καλόγεροι σ’ ένα μοναστήρι έβαλαν αντιμόνιο κατά λάθος στο κρασί τους ή ίσως χρησιμοποίησαν μεταλλική κανάτα από κάποιο κράμα του αντιμονίου, με αποτέλεσμα να πεθάνουν όλοι, κι έτσι πήρε το όνομά του το μέταλλο ως δήθεν «αντικαλογερικό». Φυσικά η ιστορία είναι φανταστική, αλλά ασφαλώς γουστόζικη. Υπάρχει κι άλλη παρετυμολογία, ότι δήθεν είναι από τα ελληνικά (αντί + μόνος), επειδή τάχα το αντιμόνιο δεν αγαπάει να εμφανίζεται ελεύθερο, μόνο του, αλλά πάντοτε ενωμένο με άλλα στοιχεία.
Στα ρώσικα και σε κάποιες ασιατικές γλώσσες το αντιμόνιο λέγεται σουρμά ή κάπως έτσι, και η λέξη αυτή έχει περάσει (μέσω τουρκικών φυσικά) στα ελληνικά, όπου το μαύρο φυσικό χρώμα για τα βλέφαρα και τα μάτια λέγεται σουρμές· μπορεί και να μην την ξέρετε τη λέξη, αν και βλέπω ότι την έχουν κάποια μεγάλα λεξικά μας. Τα μάτια που είναι βαμμένα με σουρμέ λέγονται σουρμελίδικα, λέξη που μπορεί να την έχετε συναντήσει σε ρεμπέτικα τραγούδια, όπως στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα, που αγαπάει «στου Βύρων τον συνοικισμό μια χήρα είκοσι χρονώ, με μάτια σουρμελίδικα, γλυκά και σεβνταλίδικα».
Τελειώσαμε πια με το αντιμόνιο; Ναι και όχι. Δηλαδή για το ίδιο το αντιμόνιο δεν έχω άλλα να πω, αλλά αυτή η σκόνη η αιγυπτιακή για τη βαφή των ματιών πρόκειται να μας ανοίξει κι άλλες ιστορίες και να μας πάει αρκετά μακριά. Εξηγούμαι. Αυτή η σκόνη των ματιών, το αιγυπτιακό στιμ ή ελληνικό στίμμι, στα εβραϊκά λεγόταν καχάλ και κάπως έτσι και στις υπόλοιπες σημιτικές γλώσσες, κι έτσι στα αραβικά al-kuhl ονομάστηκε η λεπτότατη σκόνη του αντιμονίου, που όσο πιο λεπτόκοκκη ήταν τόσο πιο περιζήτητη σαν βαφή. Θα το καταλάβατε ίσως, από εκεί είναι και το αλκοόλ το σημερινό –αλλά πώς φτάσαμε από μια λεπτή καλλυντική σκόνη στα οινοπνευματώδη ποτά; Αν και η απόσταση φαίνεται μεγάλη, γεφυρώθηκε στα εργαστήρια των αλχημιστών. Στα ισπανοαραβικά, al-kuhul είναι ακόμα η λεπτή σκόνη αντιμονίου, κι έτσι περνάει και στα λατινικά των αλχημιστών ως alcohol περί το 1300. Για να καθαρίσουν το αντιμόνιο από ακαθαρσίες και να γίνει λεπτόκοκκη η σκόνη, οι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν την εξάχνωση, που αν θυμάστε τη χημεία του λυκείου είναι όταν ένα στερεό μεταβαίνει απευθείας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια (και αμέσως μετά ψύχεται και αποτίθεται ως στερεό κι έτσι απαλλάσσεται από τις προσμίξεις). Έτσι, σιγά-σιγά alcohol ονομάστηκαν και άλλες λεπτές σκόνες που είχαν παραχθεί με εξάχνωση. Κι επειδή το αντίστοιχο της εξάχνωσης στα υγρά είναι η απόσταξη, ο όρος alcohol πέρασε σε εκλεκτά υγρά (ποτά) που παράγονταν με απόσταξη, κι αυτό το απόσταγμα θεωρήθηκε πως είναι η πεμπτουσία, το πνεύμα του αποσταζόμενου υγρού, κι έτσι ονομάστηκε alcohol vini το πνεύμα του οίνου, το οινόπνευμα και μάλιστα αυτή την επέκταση της σημασίας φαίνεται πως τη χρωστάμε σ’ έναν πασίγνωστο αλχημιστή, τον Παράκελσο, που θα πρέπει να τον σκεφτόμαστε όταν χαιρόμαστε ένα εκλεκτό οινοπνευματώδες.
Όσο για τη σκόνη της εικόνας, αυτή λέγεται kohl και όπως με πληροφορούν είναι πασίγνωστη -και δεν έχει καμιά σχέση, σπεύδω να διευκρινίσω, με τον Χέλμουτ Κολ.
Σκύλος τ. Β.Κ. said
Ο Κολ ήταν Αχλάδης. Λόγω σωματότυπου αλλά και λόγω ονόματος.
Κι αν καταφέρεις να παντρέψεις (μεταξύ τυρού και αχλαδίου) τον Κολ με το αντιμόνιο, θα σε παραδεχθώ!
sarant said
Ο Κολ είναι Λάχανος λόγω ονόματος. Το Αχλάδης ήταν το παρατσούκλι του.
Δύτης των νιπτήρων said
Πώς φαίνεται ο χημικός μηχανικός! Ωραίο ποστ.
Αυτό το ρωσοασιατικό σουρμά, όμως, με προβλημάτισε, γιατί στα τούρκικα sürmek σημαίνει, συν τοις άλλοις, «αλείφω, πασαλείβω»· αντίστοιχα sürme μπορεί να σημαίνει και κάτι σαν «πασάλειμμα». Βλέπω όμως ότι sürme, με διαφορετική ορθογραφία στα οθωμανικά (αν και αυτό δεν έχει πολλή σημασία), είναι και το «κολλύριο, το [«πασίγνωστο»] κολ», περσικής ετυμολογίας. Στο περσικό λεξικό του Steingass, surma, χωρίς περαιτέρω ετυμολόγηση, είναι «A collyrium, with which the eye-brows and lashes are tinged, antimony, lead-ore; name of a village in Persia; a beverage customary in Turkistan». Σύμφωνα με το παλιό (οθωμανικό) λεξικό του Redhouse, πάλι, η περσική λέξη προέρχεται από το τουρκικό sürme που έλεγα στην αρχή· το ίδιο λέει και το λεξικό του Χλωρού (1899). Άραγε τα καλά ρώσικα ετυμολογικά λεξικά θα μπορούσαν να μας φωτίσουν παραπέρα για τις απαρχές της λέξης;
Στο μεταξύ, αντιγράφω δύο υπολήμματα από το λεξικό του Στάινγκας για δύο είδη τέτοιου «κολλύριου»: surma-i hak-bin (κατά λέξη «κολλύριο που βλέπει το έδαφος»), «A collyrium of Khusrau Parwez, which enabled anyone whose eyes were anointed therewith to see to the distance of three feet under the ground». Και surma-i sulaiman, «το κολλύριο του Σουλεϊμάν/Σολομώντα», «A collyrium which makes one see the hidden treasures of the earth». Ωραία ε;
Άντε, άπλωσα το σεντόνι μου και ησύχασα, για να μη λέει ο Μπουκάν ότι γράφω απρόσεκτα. 🙂
Μαρία said
Ωραίο ποστ αλλά με τάραξες μεσημεριάτικα. Τόσα χρόνια βάζω αντιμόνιο στα μάτια μου; Άσε που το έλεγα χολ (khol). Υποθέτω, Δύτη, οτι όπως και στα τούρκικα η λέξη σήμαινε οποιοδήποτε πασαλιψατέρ ματιών κι όχι υποχρεωτικά αυτά που είχαν για βάση το αντιμόνιο. Για το κολ π.χ. σήμερα χρησιμοποιούν ως βάση θειούχο μόλυβδο.
Κάποιες Μελίνες είναι κρυφές Σουρμέλες/Σουμέλες, Πόντιες εννοείται όπως και το επώνυμο Σουρμελίδης.
Δύτης των νιπτήρων said
Μαρία, οποιοδήποτε πασαλιψατέρ συν -με τον καιρό, μάλλον- το χημικό στοιχείο. Μάλλον, για την ακρίβεια, αυτό στα περσικά. Οι Τούρκοι λένε το αντιμόνιο sürme taşı, «πέτρα του πασαλιψατέρ», αν το θες (όπως καταλαβαίνεις αυτό το πασαλιψατέρ με καταγοήτευσε!).
sarant said
Δύτη, ευχαριστώ για το σεντονάκι. Για ρώσικα ετυμολογικά, αν φιλοτιμηθεί ο Ηλεφού, αλλά το θεωρώ σίγουρο πως είναι δάνειο στα ρώσικα από τουρκο-πέρσες.
Μαρία, στη Βικιπαίδεια την αγγλική, στο kohl, διάβασα ότι κάποιες τις πείραξε το κολ.
SophiaΟικ said
Enδιαφέρουσα λέξη το πασαλιψατερ,εγώ την ήξερα πασπαλιψατέρ, όταν πρόκειται για πούδρα που την πασπαλίζεις π.χ.
Αγγελος said
Μια φίλη της μητέρας μου έλεγε έτσι (πασαλειψατέρ) οτιδήποτε φαγώσιμο (βούτυρο, μαρμελάδα κλπ.) ήταν να αλειφτεί στο ψωμί. Ως απόδοση του αγγλικού spread (όχι των ομολόγων!) ήταν ό,τι έπρεπε, σαφώς πολύ καλύτερο από το «προϊόν για επάλειψη» που νομίζω ότι μπήκε τελικά στη σχετική κοινοτική οδηγία και που μάλλον σε Vicks και Sloan’s παραπέμπει· αλλά ποιος τολμούσε να το γράψει;
Μαρία said
Αμάν! Τώρα είδα το αγγλικό, μέχρι και για πρώση του ΔΝ μιλάει, ευτυχώς η τελευταία παράγραφος με παρηγόρησε. Το δικό μου είναι μαροκάνικο κι έχω το μπουκαλάκι απ’ το 97-κινδυνεύω;- αλλά η τουνεζιάνικη παραδοσιακή συνταγή:
http://nouralislam92.canalblog.com/archives/2009/05/25/13847255.html
έχει και ολίγη απο νυχτερίδα.
Το πασαλιψατέρ μας το έμαθε ένας θείος μου αναγνώστης του Ποντικιού. Το διάβασε σε θερινό άρθρο για τα αντιηλιακά και το διέδωσε.
sarant said
Μόνο που εγώ όταν ακούω «πασαλειψατέρ» σκέφτομαι πιο πολύ το εργαλείο με το οποίο γίνεται το πασάλειμμα, όχι το πράγμα που αλείβουμε.
Μαρία said
Ότι θες μπορεί να είναι και το εργαλείο και ο άνθρωπος(μασέρ) και το πράγμα(λικέρ). Γαλλοπρεπές να ‘ναι κι ότι να ‘ναι.
aerosol said
Με το πασαλειψατέρ σκέφτομαι κι εγώ το εργαλείο.
Τη λέξη την πρωτοπέτυχα σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση (μέγιστος!).
Μπουκανιέρος said
Για να σας αλλάξω πεδίο, σε μας «η μάσκαρα» σημαίνει «ο μασκαράς» (όχι η βρισιά, αλλά με την έννοια «ο μεταμφιεσμένος» – λόγω καρναβαλιού), ανεξάρτητα απ’ το φύλο του.
Τη μάσκαρα με την έννοια που το λέτε την έμαθα πολύ αργά στη ζωή μου, κι ακόμα και τώρα δεν είμαι πολύ σίγουρος για το τι σημαίνει (πασαλειψατέρ ματιών ή και άλλα είδη πασαλειψατέρ;).
Οπότε, διαβάζοντας τον τίτλο, περίμενα να διαβάσω κάτι επίκαιρο καρναβαλίτικο!
(στο κάτω-κάτω, πού να φανταστώ ένα πασαλειψατέρ που να σκοτώνει καλογέρους; Ενώ ένας δολοφόνος που κρύβεται μεσ’ στο καρναβαλίτικο πλήθος, είναι καθιερωμένο μοτίβο)
Nicolas said
Εξ ου και η Παναγία Σουρμελά, που με τα σουρμελίδικα τα μάτια κόλασε τον αρχάγγελο!
Η Συμέλα από που βγαίνει;
Αυτόν εδώ τον ξέρετε:
http://www.biblioasi.gr/product_info.php?products_id=122224
Είναι καλός ή λέει σαλάμια;(αλλαντάλλων)
Μπουκανιέρος said
Νομίζω ότι είναι από τα ινδάλματα του Κορνήλιου.
Sky said
1 και 2 – Ο Κολ είναι Λάχανος λόγω ονόματος. Το Αχλάδης ήταν το παρατσούκλι του»
Είτε «Λάχανα» είτε «Αχλάδια» στην ελληνική μας θυμίζει πως όλα σ’ αυτόν καταλήγουν.
Sky said
Συγγνώμη για το ετεροχρονισμένο σχόλιο. Επιστρέφω στη «ροή»
@9,10,11,12 Η κατάληξη (έστω και ηχομιμητική έως απλά καταχρηστική, της κατάληξης -ερ (-eur) με έστελνε και εμένα πάντα στο εργαλείο, στο μηχάνημα, στο μέσο. Η λέξη «αλοιφή» περιγράφει θαυμάσια το επαλειφόμενο υλικό, τόσο στην αργκό, όσο και στην καθομιλούμενη.
Η χρήση της λέξης για να δηλώσει το «τον κουρασμένο, το μεθυσμένο, ή τη ντάγκλα», δεν της στέρησε τη διαδεδομένη κυριολεκτική χρήση.
sarant said
Ναι, η κορφιάτικη μάσκαρα είναι άλλο πράγμα!
Ο Αλεξιάδης μου έδωσε την εντύπωση εμπαθούς στα άρθρα του, αλλά στο λεξικό μπορεί να είναι διαφορετικός. Νομίζω πως δεν ζει πια.
Μάριος Μπλέτας said
Στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλατεία Βάθης, υπάρχει η οδός Σουρμελή, από το όνομα του Αθηναίου αγωνιστή Διονύσιου Σουρμελή, που έγραψε και ιστορία της πόλης (Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα).
Γωνία Αχαρνών και Σουρμελή είναι η Μεγάλη Στοά.
Μαρία said
Μπουκάν, 13, σε μπέρδεψε κι ο Νικοκύρης που δε ξέρει απ’ αυτά 🙂
Το κολ δεν είναι μάσκαρα. Η μάσκαρα που εμείς τη λέγαμε ρίμελ(απ’ τον κύριο Ρίμελ) είναι πασαλοιφή για τις βλεφαρίδες (τώρα βάζουν και ψεύτικες) ενώ το κολ είναι αϊλάινερ, πασαλοιφή για τα βλέφαρα και το περίγραμμα των ματιών.
Βρήκα χτες μια ωραία παρετυμολογία για τη μάσκαρα. Την ονόμασαν, λέει, έτσι οι Γάλλοι όταν κατά την κατάκτηση της Αλγερίας την ανακάλυψαν στην ομώνυμη πόλη.
Μπουκανιέρος said
Α, είχε λοιπόν χειροπιαστά οφέλη εκείνη η εκστρατεία! Χαλάλι τότε το 20-30% του πληθυσμού της χώρας, που εξοντώθηκε, με αποτέλεσμα να μην εκτιμηθεί δεόντως, στη συνέχεια, η mission civilisatrice – και νάχουμε κάποια θλιβερά γεγονότα εκατό-τόσα χρόνια μετά και μερικές ακόμα συνέπειες που συνεχίζονται μέχρι σήμερα…
(μερσί για το μάθημα, θα προσπαθήσω να το θυμάμαι γιατί όλο μπερδεύομαι μ’αυτά)
Ηλεφούφουτος said
Μαρία είπε
«με τάραξες μεσημεριάτικα. Τόσα χρόνια βάζω αντιμόνιο στα μάτια μου;»
E, καλά, μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος; Παρηγορήσου ότι στην Αναγέννηση οι γυναίκες βάζανε στα μάτια τους μπελαντόνα, για να διαστέλλονται οι κόρες, και στραβώνονταν. Για μια στιγμή πήγε το μυαλό μου εκεί με την πληροφορία του Νικοκύρη για το πλατυόφθαλμον αλλά δεν πιστεύω, άλλο το ‘να άλλο τ’ άλλο.
Νικοκύρη, δύο σχολαστικές ερωτήσεις σε όσα λες:
«Το λατινικό stibium ή το ελληνικό στίμμι το δανείζονται οι άραβες ως αλ-ιτμίντ» Γιατί να μην το δανειστούν απευθείας από τα Αιγυπτικά; Ήταν ζωντανή γλώσσα (Κοπτικά) για πολλούς αιώνες μετά την αραβική κατάκτηση. Αν το ελληνικό στίμμι απέδιδε ένα αιγυπτιακό «στ’μ» , λογικό δεν είναι στα Αραβικά να γίνει αλ-ιτμίντ, όπως λες; (να υποθέσω ότι το -ιντ στο τέλος είναι κάποιο αραβικό επίθημα; Αραβολόγος στην αίθουσα;)
«έχουμε το νεοελληνικό αντιμόνιο (αλλά και αντεμόνιον σε μεσαιωνικά αλχημιστικά κείμενα).» Υπάρχουν τέτοια κείμενα σε νεοελληνική γλώσσα;
Το άλλο που λέτε θα το κοιτάξω, ωστόσο αφής στιγμής υπάρχει τουρκ. sürmek «αλείφω, πασαλείβω» τι χρείαν έχομεν κλπ κλπ. ;
Ο Μπουκάν (σχ. 13) καταγγέλλω ότι προβαίνει σε σκόπιμες περιχαρακώσεις («τη εξαιρέσει εμού» που λέει κι ο Μύρης, ο καβαφικός όχι ο χοντρός). Ρώτησα πριν από λίγο συνομήλικό μου Κερκυραίο κι ούτε που ήξερε ότι μάσκαρα σήμαινε οτιδήποτε άλλο εκτός από μάσκαρα!!!
Υπέροχο το πασαλειψατέρ και να σταματήσουν οι σχολαστικισμοί επ’ αυτού (Νικοκύρη εσένα κοιτάω)!
Μαρία said
Ε τι μπέλα ντόνα θα ήταν. Αλλά κι εσύ στον οφθαλμίατρο τις σταγόνες ατροπίνης δε μπορείς να τις γλιτώσεις.
Ο Μπουκάν θέλει να είναι πολύ παλιός που είν’ αλλιώς. Τι να ξέρει ο συνομίληκός σου.
SophiaΟικ said
Η μάσκαρα του Μπουκάν ειναι αυτο που λεμε στας Πάτρας μασκαράτα, που αποτελείται από μασκαράδες (όχι τον μασκαρά, γκρέκο μασκαρά του ασματος).
Η άλλη έιναι υγρό για να χρωματίζει τις βλεφαρίδες, αλλά νόμιζα ότι ρίμμελ ήταν το μολύβι ματιών, όχι η μάσκαρα. Ο ολικος Ριμμελ βλέπω στο γκουγκλ ιδρύθηκε το 1834, τώρα ανήκει την εταιρεία Κοτύ, οίκος ιδρυθείς εν Παρισίοις (την πετυχα τη δοτική;) το 1904, το συμπέρασμα είναι ότι αυτοί οι επιχειρηματικοί κλάδοι εχουν σκαμπανεβάσματα αλλά αντέχουν.
Μαρία said
http://www.rimmellondon.com/US/About.aspx
Σταύρος said
Αρχαιόθεν «πασαλειψατέρ» είναι το εργαλείο. Του «πασαλειψατέΝ» ή του «πασαλειψατέΞ» το απλικατέρ, ένα πράμα!
Ηλεφούφουτος said
Άσχετο από τη σημερινή Ελ/πία http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=127804
«Ο κυρ Βασίλης, με όραμα για την παιδεία, ανέπτυξε εκδοτική δραστηριότητα από το 1960 ώς το 1980. Συνεργάστηκε με κορυφαίους πανεπιστημιακούς: τους Μιστριώτη, Ζηκίδη, Μίσιο, Σκιά, Δρανδάκη, Σκουβαρά,…»
Τον κυρ Βασίλη και το βιβλιοπωλείο του τα θυμάμαι. Λίγες αναμνήσεις μου σε σχέση με τη Φιλοσοφική στάζουν τόση μούχλα (κι από μούχλα άλλο τίποτε ο χώρος!). Δεν έσφυζε από χρώμα και ζωντάνια το μαγαζί, είναι η αλήθεια, αλλά ότι συνεργαζόταν και με βρικόλακες …
Και καλά ο Μιστριώτης, βρικόλακας και εν ζωή ήταν ήδη, με τους άλλους μακαρίτες πώς τα κατάφερνε ο κυρ Βασίλης να τους ξαναφέρνει στη ζωή για να συνεργάζεται;!
sarant said
Ωχ! Και μέντιουμ ο κυρΒασίλης!
Zappa said
Κύριε Σαραντάκο, θερμά συγχαρητήρια για την ιστοσελίδα σας!
Θα ήθελα να θέσω ένα ζήτημα άσχετο με την παρούσα ανάρτηση. Είναι η πρώτη φορά που αφήνω σχόλιο, οπότε συγχωρέστε με αν δεν είναι αυτός ο κατάλληλος τρόπος για να ξεκινήσω ένα νέο θέμα.
Σε πρόσφατη φιλική συζήτηση με άτομα γεννημένα τη δεκαετία του ’30 θυμήθηκα την έκφραση ‘ήρθον, είδον και απήλθον’, για την οποία το google επιστρέφει ελάχιστες χρήσεις. Εγώ τη θυμάμαι στο σχολείο (δεκαετία ογδόντα) ως κάτι που το είχα ακούσει από κάποιους παλιότερους.
Η φράση του Ιούλιου Καίσαρα veni vidi vici σημαίνει στα Λατινικά ‘ήρθα είδα νίκησα/κατέκτησα’. Στη συζήτηση, οι ‘παλιοί’ έπαιρναν όρκο ότι ο Καίσαρας έχει πει και την φράση και με το ‘απήλθον’ αλλά η αναζήτησή μου μέχρι στιγμής δεν έχει βρει καμιά πηγή που να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο.
Αναρωτιέμαι λοιπόν αν πρόκειται για μια κακή μετάφραση από τα λατινικά ή για μια έκφραση που παραπέμπει σε κάτι άλλο.
Ελπίζω εσείς ή κάποιος από τους αναγνώστες να μπορεί να μας διαφωτίσει ή να με παραπέμψει σε κάποια ιστοσελίδα που αναλύεται το συγκεκριμένο θέμα.
Ευχαριστώ.
sarant said
Zappa, καλώς ήρθατε. Δεν πειράζει που βάλατε την απορία σας σε άσχετο θέμα, καλύτερος τρόπος δεν υπάρχει προς το παρόν και ίσως δεν υπάρξει ποτέ.
Με την άδειά σας, αναβαθμίζω την απορία σας σε ξεχωριστό άρθρο, παρόλο που μόλις ανέβασα κι άλλο, ώστε η συζήτηση να συνεχιστεί εκεί.
sarant said
Η συζήτηση για το veni, vidi, vici, εδώ:
https://sarantakos.wordpress.com/2010/02/02/venividivici/
Μπουκανιέρος said
#22
Πού βαδίζουμε κύριοι; Η σημερινή νεολαία μιλάει μόνο με 100 (κερκυραϊκές) λέξεις. 🙂
Στα σοβαρά τώρα, μου κάνει εντύπωση (αν έχει ζήσει στην πόλη) γιατί δεν είναι αρχαία λέξη. Το τελευταίο καρναβάλι που έκανα στην Κέρκυρα ήταν, μμ, πριν καμιά ντουζίνα χρόνια, και το άκουγα. Κι έπειτα το λέμε πάντα, στο ευρύτερο οικογενειακό μου περιβάλλον, και εκτός Κερκύρας.
(Δεν έχει σχέση με το πατρινό που λέει η Σοφία. Σημαίνει ένα άτομο, ένας/μία μεταμφιεσμένος/η)
Λέω όμως, Ηλεφού, να δώσω μια ακόμα ευκαιρία στο φίλο σου, πριν του αφαιρέσω την υπηκοότητα (πρβλ. απόψεις για μετανάστες και ομηρικά ακρογιάλια). Για να μείνουμε στην ίδια σφαίρα, ρώτα τον τι σημαίνει μουζέτο.
Zappa said
Ευχαριστώ πολύ για την ‘αναβάθμιση’ και ανυπομονώ για τα σχόλια.
Μπουκανιέρος said
Ηλεφού, κατ’ εξαίρεση το γκούγκλισα (επειδή σάστισα, όπως είπα στο 32).
Παρά τις δυσκολίες με το ομώνυμο και το παράτονο, βρίσκονται αναφορές.
Π.χ. αυτό (από άρθρο για καρναβαλίτικα έθιμα στο Ριζοσπάστη):
«Στην Κέρκυρα «μάσκαρες» παντού, μέρα και νύχτα, στους δρόμους, στις πλατείες, που πειράζουνε τους περαστικούς, στα νυχτερινά κέντρα, στους χορούς, όπου γίνονται πολλές «μάντσιες», δηλαδή γκάφες, καθώς οι γυναίκες φοράνε «ντόμινο», δε φαίνεται τίποτα απ’ το πρόσωπο και το σώμα τους. Εκεί, κάποιος μπορεί να χορεύει με τη μάνα ή την αδερφή ή τη γυναίκα του και να της λέει ερωτόλογα.»
Η ίδια λέξη με την ίδια ακριβώς σημασία στη Ζάκυνθο («Αμέτρητες οι μάσκαρες – αρσενικές θηλυκές – αλλά και “ανθρώποι με τσου μούτρους που τσούδωκεν ο Θέος” μπαινοβγαίνανε στις ταβέρνες και τα μικρομάγαζα») και, ίσως με ελαφρά διαφορετική, σε Λευκάδα και Κεφαλονιά.
Μαρία (23), διακρίνω κάτι σαν συγκατάβαση ή είναι ιδέα μου;
Μαρία said
Συγκατάβαση προς το νιάτο. Αλλά μετά το 34, προτείνω να τον διαγράψεις απ’ τα κατάστιχα.
Μη μου πεις οτι το μουζέτο είναι το ίδιο όργανο με τη γαλλική musette;
Μπουκανιέρος said
Όχι, μάλλον προς τα ιταλικά πρέπει να κοιτάξεις.
Αλλά γουγλίζεται κιόλας.
Όμως λέω να τεγειώνω το ρούμι μου και να πέσω, ειδεμή θα βγει αληθινό εκείνο με τα κοχλιάρια που λένε στην άλλη κάμαρα.
Μαρία said
Το γούγλισα αλλά μ’ εκείνο το μήπως εννοείτε πλούτισα διπλά το λεξιλόγιό μου.
Δύτης των νιπτήρων said
Πρόσεξες και τις εκκλησιαστικές εκφράσεις στο λήμμα του slang.gr;
Μαρία said
Βέβαια, μετά τις γαλλικές.
Τελικά έχει σχέση με το museau, musone, μουτσούνα. Το -έτο με παραπλάνησε.
sarant said
Ηλεφού σε είχα ξεχάσει, η εικασία σου στο 22 είναι απόλυτα εύλογη. Υπάρχουν κάποια λεξικά που λένε ότι το αραβικό είναι ή μπορεί να είναι δάνειο από το στίμμι.
Το αντεμόνιον υπάρχει σε σύγγραμμα αλχημιστικό με τίτλο Περί της τιμιωτάτης και πολυφήμου χρυσοχοϊκής, αλλά είναι μαζί με άλλα στο TLG κι έτσι δεν δίνει χρονολογία.
Ηλεφούφουτος said
Μερσί, Νικοδεσπότα!
Μπουκάν, η απάντηση του συντοπίτη σου είναι «μάσκα».
Τη σώζει την υπηκοότητα ή απελαύνεται και επαναπροωθείται;
Μπουκανιέρος said
Άντε, τη γλίτωσε.
(αρκεί να μην του έδωσες σκονάκι αποδώ)
Μαρία said
Αν του έκανε την ερώτηση τηλεφωνικά, σίγουρα δεν έκλεψε, αν όμως του την υπέβαλε γραπτά, μπροστά μάλιστα στην απειλή της διαγραφής, δε μπορούμε να ξέρουμε τι έκανε ο νέος.
Ηλεφούφουτος said
Τηλεφωνικά την έκανα την ερώτηση και η απάντηση ήρθε ασκαρδαμυκτί.
gbaloglou said
#14:
Δεν ειναι «Παναγία Σουρμελά» αλλα «Παναγία Σουμελά», οπου «Σουμελά» = «σ(τ)ου Μελά» = «επι του όρους Μελά».
Εχω συγγενεις με επιθετο «Σουρμελής».
sarant said
Κι έχουν μάτια σουρμελίδικα;
Κορνήλιος said
ἡ ἐπίτευξι γαλάζιας βαφῆς στὴν ἀρχαιότητα ἦταν πάρα πολὺ δύσκολη καὶ σπάνια. γινόταν μὲ στίμμι (stibium, Sb) ἤτοι ἀντιμονίτη (τριθειοῦχο ἀντιμόνιο, Sb2S3), μετάλλευμα τοῦ ἀντιμονίου, μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα οἱ γυναῖκες ἐστιμμίζοντο, ἔβαφαν δηλαδὴ βλέφαρα καὶ βλεφαρίδες, ὅπως μαρτυρεῖται στὴν Π. Διαθήκη⁹⁵, κι ὅπως ἀνευρίσκεται σὲ μινωϊκὲς χρωστικὲς παραστάσεις γυναικῶν.
(95) Βίβλος, Ἰε 4, 30˙ Ἰζ 23, 40˙ Δ’ Βα 9, 30. Ἴων, Ὀμφάλη, ἀπόσπ. 25 Nauck. Ἀντιφάνης, Παροιμίαι, ἀπόσπ. 2 Edmonds. Στράβων 11, 4, 17. Διοσκουρίδης 5, 84, 1. Πολυδεύκης 5, 101. Γαληνός, Ὑγιεινὰ 6, 12 (Kϋhn 6, 439). Ἀπολλώνιος, στὸν Εὐσέβιο, Ἐκ. ἱστ. 5, 18, 11. Φώτιος, λ. στίμμι.
ἀντιγράφω ἀπὸ ἐδῶ
http://www.philologus.gr/2008-08-02-10-20-04/35/125-2010-01-24-11-45-53
ἕνα ἐνδιαφέρον ἄρθρο, ἂν καὶ γιὰ τὸ ἄλυκο δίδεται πολὺ διαφορετικὴ ἐξήγησι ἀπὸ αὐτὴν ποὺ δίδεται στὴν σπουδὴ σὲ σκαρλᾶτο.
Κορνήλιος said
τώρα παρατήρησα ὅτι γράφεις Ἐζεκιήλ. ὑπάρχει ἑλληνικὴ Βίβλος ποὺ γράφει Ἐζεκιὴλ καὶ ὄχι Ἰεζεκιήλ; δὲν τὸ ἔχω ξαναδεῖ ποτέ.
ΣοφίαΟικ said
Εστιμμίζοντο, όπως λέμε νοστιμίζανε με το βάψιμο. Α, ρε πορτοκαλε!
Κορνήλιος said
Σοφία, τὸ ῥῆμα λημματογραφεῖται καὶ στὸ ΛΣ.
sarant said
Κορνήλιε, λάθος μου το Εζεκιήλ. Μεταφορά από το ξένο χωρίς να σκεφτώ.
Μισιρλού... said
Χαίρε Νικοσάρ !
Σας διαβάζω -σχεδόν- ανελλιπώς και σας απολαμβάνω…
Και χαίρομαι περισσότερο που με «σουρμελίδικη» («τραβηχτική») αφορμή σε συναντώ σε αυτή τη δημιουργική γωνιά σου.
***
Συνάντησα, προ καιρού όταν έψαχνα κι εγώ τα περί σουρμελίδικων, σε περιηγητικό κείμενο -του 1828, αναδημοσιευμένο στο Revue Britanique- που περιγράφει λεπτομερώς κάποιον ελληνικό γάμο και αναφέρει εκτενώς περί «σουρμέδων» και του εργαλείου αυτών (που ήταν και βασικό εργαλείο προικοπαράδοσης) το «σουρμεντένι».
Sürmek, όπως αναφέρθηκε ήδη, σημαίνει: επαλείφω, επιχρίω, κηλιδώνω, ρυπαίνω, απλώνω, πασαλείφω, μουτζουρώνω…
Το Sür+ στην τουρκική δηλώνει το «από πάνω».
Διασταύρωσα για περαιτέρω τεκμηρίωση και την καθημερινή χρήση τής λέξης με γερόντισσα 94 ετών από την Πόλη. Ακριβώς αυτή τη λέξη, σουρμέ, χρησιμοποιούσαν για το μεταγενέστερο μολύβι βαφής των βλεφάρων, που παλιότερα μπορεί να ήταν από μια απλή σκόνη χένας έως και ένα μικρό κλωνάρι δάφνης, καμμένο και εμποτισμένο σε λάδι -αυτό ήταν κυρίως για τα φρύδια – σουρμές φρυδιών.
Το ενδιαφέρον είναι πως, η γερόντισσα μου επισήμανε και την έννοια :
σύρω, τραβώ, ακολουθώ τη γραμμή. Και όπως τελικά προκύπτει από την τουρκική, η λέξη έχει και αυτή την έννοια.
(όπως και στα αζέρικα, τουρκμένικα, ουζμπέκικα, τατάρικα).
Τα μάτια τα σουρμελίδικα λοιπόν, δεν θάναι προφανώς μόνο τα καλομπογιατισμένα αλλά, και τα «τραβηγμένα». Εκείνο το πονηρό ερωτηματικό και ερωτικό μισοκλείσιμο των ματιών, καθώς και αυτά με το φυσικό καλοσχηματισμένο αμυγδαλωτό περίγραμμά τους.
ΥΓ
(περί τής λεπτόκοκκης βαφής κα-χ-γιάλ):
Σε περιόδους που μπογιατιζόμουνα-σπατουλαριζόμουνα κι εγώ με διάφορα «απορρυπαντικά», θυμάμαι που χρησιμοποιούσα μολύβι τύπου kohl – kajal (kayal) που ήταν μια καλή απομίμηση μουτζουρώματος της αντίστοιχης ινδικής μπογιάς.
Τι μου θύμισες !!!
🙂
***
Για την ιστορία :
Το τραγούδι Ο ΑΓΑΠΗΣΙΑΡΗΣ, του Παναγιώτη Τούντα («Στου Βύρων το συνοικισμό / μια χήρα είκοσι χρονώ / με μάτια σουρμελίδικα /
γλυκά και σεβνταλίδικα…) είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που ηχογραφήθηκε την ίδια χρονιά, το 1931, σε τρεις εκτελέσεις και από σπουδαίους μάλιστα ερμηνευτές :
Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς)
Κώστας Νούρος
Στέφανος Βέζος
Alfred E. Newman said
#34 Μπουκανιέρος
Βραδυφλεγής απορία.
Γιατί εγώ νόμιζα ότι μάντσια σσημαίνει φάρσα ή κωμική σκηνή;
Εκτός σαν αποτέλεσμα μιας μάντυσιας πρεοκύπτει γκάφα.
Alfred E. Newman said
Συγγνώμη για τα πληκτρολογικά λάθη. Είναι αποκριάτικα.
Νέος Τιπούκειτος said
@52: Μισιρλού, ωραίο σχόλιο — και επίκαιρο! Είστε η Misirlou Oubliez (http://misirlousingstheblues.blogspot.com/) ή πρόκειται για συνωνυμία;
Μισιρλού... said
@55 >> Αγαπητέ Ν.Τ. μην με μπερδεύετε με την μπλογκού…
Είμαι μια άλλη «χαμένη» Μισιρλού (από το 1998, αν θυμάμαι, χρησιμοποιώ αυτό το όνομα, με κάτι ενδιάμεσες μικρές διακοπές σε νικνεϊμικές εκλάμψεις μου…).
Και βασικά, έπρεπε να το καταλάβετε από το «άτονο» του πράγματος (γενικώς) της λεγάμενης !!!
🙂
sarant said
Μισιρλού, καλωσήρθατε και ευχαριστώ πολύ για τα κολακευτικά λόγια!
Τώρα, για τα σουρμελίδικα μάτια έχετε δίκιο. Πώς αλλιώς τα λέμε; Γραμμένα;
Μαρία said
Γραμμένα λέμε τα καλοσχηματισμένα φρύδια, απο φυσικού τους βέβαια χωρίς μάδημα.
Immortalité said
@ 58 Σωστά!
Μισιρλού... said
ΣΟΥΡΜΕΣ-ΣΟΥΡΜΕΛΙΔΙΚΑ
Σκέφτηκα, πως δε θα μπορούσε ο υπέροχος -και περιγραφικότατος στα ήθη και την κουλτούρα- Theophile Gautier, στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, το 1852, να μην καταπιαστεί και με τα των γυναικών.
Για την εμφάνιση και τον καλλωπισμό τους και γενικά με μοναδικές λιγωτικές περιγραφές, να το απόσπασμα -που περιέχει και ολίγην από σουρμέ…
(…)C’ était une belle fille de dix-sept ou dix-huit ans, robuste, vivace, superbement épanouie, mais de beaucoup inférieure, comme race, à l’ex-odalisque du sérail; elle avait de grands yeux noirs surmontés de larges sourcils, une bouche pourprée, des joues rondes, un éclat de santé un peu rustique sur tout le visage, les bras blancs et charnus, la gorge forte et une opulence de contours que son costume dégagé permettait d’apprécier librement. Elle était coiffée d’un petit bonnet grec dont ses cheveux bruns s’échappaient en deux grosses tresses, et vêtue d’une veste de ce jaune-pistache que nos teinturiers ne peuvent attraper, d’un ton très-clair et très-doux. Cette veste, tailladée sur les côtés et par derrière, de façon à former des espèces de basques comme les pardessus des Parisiennes, avait des manches courtes qui en laissaient échapper d’autres en gaze de soie, et accusait, en marquant la taille, une croupe qui ne devait rien aux mensonges de la crinoline ; de vastes pantalons bouffants en mousseline opaque complétaient cet habillement aussi leste que gracieux.(…)
Με το surmontés [surmonter], εδώ βέβαια να μιλάει για τα φρύδια, διαπιστώνουμε τη χρήση όχι στα περί βαφής, αλλά για αυτό που εννοείται και στην τουρκική >>>
κυρίαρχα, δεσπόζοντα, ανυψωμένα, σηκωμένα, στεφανωμένα,κοντυλογραμμένα, τονισμένα, τραβηγμένα… γενικώς υπερέχοντα. Υπέροχα.
Τώρα, αν το σουρμέ [sürme] έχει λατινογενή διαδρομή (sürmek) και ειδικά από τη γαλλική, μιας κι η κουλτούρα τής Πόλης -ιδιαιτέρως σε παλιότερες εποχές- επιβεβαιώνει τις γαλλικές συνήθειες και νεωτερισμούς… θα σας γελάσω !
ΥΓ:
Προχτές, ομοτράπεζοι «αρχαίοι» Κωνσταντινουπολίτες, μου είπαν πως λέγανε σουρμέ και τον σύρτη της πόρτας.
Επιβεβαιώνονται σαφώς λοιπόν και με αυτή τη χρήση τα περί «τραβήγματος» που προανάφερα.
Ώρα να πάψω όμως, γιατί πολύ σωστά θα μου πείτε πως το …παρασουρμέκιασα !!!
😆
sarant said
Μισιρλού, ευχαριστώ πολύ! Όμως, δεν νομίζω το σουρμέ να έχει σχέση με το surmonter. Πέρσικη αρχή δίνει το Ρεντχάουζ.
Αναστάσιος Ηλιόπουλος said
Αγαπητοί λεξιθήρες,
ευχαριστώ για όλες αυτές τις άγνωστες πληροφορίες του άρθρου και του προκύψαντος διαλόγου. Σας προσφέρω κι εγώ στίχους δημοτικού τραγουδιού από τα Φιδάκια της Ευρυτανίας, όπου αναφέρεται ο σουλμές…
Στα Δέρβινα, στα Γιάννινα και στον ωραίον τόπο,
που κάνουν τα γλυκά κρασιά, τα ‘μορφα παλικάρια.
Δε φταίνε τα γλυκά κρασιά μουιδέ τα παλικάρια,
μον’ φταίν’ οι Δερβινιώτισσες κι οι Δερβινιωτοπούλες.
Βάζουν σουλμέ στο μάγουλο, στα χείλη κοκκινάδι…
Πώς είναι δυνατόν να βάζει μαύρο χρώμα στο μάγουλο;
Πού μπορώ να ρωτήσω για κάποιες άγνωστες λέξεις που συναντώ σε δημοτικά τραγούδια;
π.χ. η λέξη «λέχονταν» στο στίχο: Έχω μια μάνα κι είν’ κακιά κι μια ’δερφή γορσούζα
κι ολό μι μένα λέχονταν.
ππαν said
Μήπως για να φτιάξουν ψεύτικη ελιά; Συνηθιζόταν
sarant said
Καλώς ήρθατε, καλά κάνατε και αναστήσατε το νήμα της συζήτησης. Ο σουλμές δεν ήταν υποχρεωτικά μαύρος, αφού από ένα σημείο και μετά η λέξη πρέπει να πήρε τη σημασία οποιουδήποτε καλλυντικού τύπου μάσκαρα.
Το λέχονταν μου θυμίζει το «λέχτηκα» που θα πει ορέχτηκα, επιθύμησα, αλλά δεν ξέρω αν ταιριάζει στο νόημα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
(Διαβάζοντας παρεμπιπτόντως το παλιό νήμα):
Λέχομαι, στην ανατ. Κρήτη είναι λαχανιάζω,ξεφυσώ, βαριανασαίνω από κάποιο ζόρι, θυμό, έντονο κόπο ή από πυρετό.
«Είδα την αίγα να λέχεται και είπα ή ετοιμάζεται να γεννήσει ή αρρώστησε». Όταν «παίζουν» τα λαγόνια γενικά