Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης

Posted by sarant στο 24 Απριλίου, 2010


Άχθος αρούρης είναι έκφραση ομηρική (Ιλιάδα Σ 104) και θα πει «βάρος της γης», παναπεί άχρηστος άνθρωπος. Είναι και το ψευδώνυμο που διάλεξε ο παππούς μου, ο Νίκος Σαραντάκος (1903-1977).  Μ’ αυτό το εξαιρετικά ευρηματικό ψευδώνυμο δημοσίευε ποιήματά του σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας προπολεμικά. Συλλογή τυπωμένη δεν αξιώθηκε να δει, ετοίμαζε μία όταν τον βρήκε ο καρκίνος και μας τον πήρε, πάνε τώρα τριάντα και πάνω χρόνια. Την τυπώσαμε μεταθανατίως κι έχει ποιήματα «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου.»

Ο πατέρας μου, ο Δημήτρης Σαραντάκος, αξιώθηκε πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια να γράψει τη μυθιστορηματική βιογραφία του παππού, ένα θαυμάσιο (αν και δεν είμαι αμερόληπτος) βιβλίο όπου μεταξύ άλλων συγκέντρωσε πολλά από τα σκόρπια αυτά ποιήματα. Το εξώφυλλο του βιβλίου παρουσιάζει μια νεανική φωτογραφία του ποιητή.

Στις σελίδες μου, πριν ανοίξω το ιστολόγιο (βέβαια συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά σπάνια προσθέτω πια κάτι τι) είχα ανεβάσει πολύ υλικό για τον Άχθο Αρούρη, τόσο από τα δημοσιευμένα στο βιβλίο του πατέρα μου ποιήματα, όσο και από άλλα που αποδελτίωσα από τα περιοδικά Παπαρούνα (του Πωλ Νορ στην Αθήνα) και Τρίβολο (του Στρ. Παπανικόλα, στη Μυτιλήνη). Υπάρχει κι άλλο υλικό που δεν το έχω ακόμα βρει, από τον Δημοκράτη της Μυτιλήνης, αν και εκεί ο παππούς έγραφε με το ψευδώνυμο Βριάρεως (προγενέστερο του Άχθου Αρούρη).

Το υλικό αυτό έγινε γνωστό στο Διαδίκτυο και με καμάρι έχω δει να αναδημοσιεύονται εδώ κι εκεί ποιήματα του Άχθου Αρούρη, και μάλιστα κι ένα γιουτουμπάκι σε απαγγελία του Γιώργου Πήττα. Η φίλη Σοφία Κολοτούρου, που γράφει εξαιρετικά ποιήματα και μελετάει και διαδίδει την ισόμετρη ποίηση, δηλαδή την ποίηση με μέτρο και ρίμα (διατηρεί σε συνεργασία με τον Κ. Κουτσουρέλη το ιστολόγιο Παμπάλαιο νερό, δείτε όμως και το προσωπικό της ιστολόγιο) γνώρισε τα ποιήματα του Άχθου Αρούρη, της άρεσαν πολύ και έγραψε το παρακάτω άρθρο στην εφημερίδα Ο δρόμος της Αριστεράς που δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο (17.4.2010). Αν και το άρθρο υπάρχει ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα της εφημερίδας, είναι σε μορφή που δεν επιδέχεται λινκ (ή εγώ δεν μπορώ να λινκάρω) οπότε μεταφέρω εδώ το κείμενο της Σοφίας, αν και χωρίς τις φωτογραφίες. Σε αντάλλαγμα, έχω προσθέσει λινκ προς τα ποιήματα για τα οποία γίνεται λόγος στο κείμενο. Στο τέλος, προσθέτω μερικά δείγματα «έμμετρης αλληλογραφίας» του παππού μου, μια και ζητήθηκε από καλούς φίλους του ιστολογίου.

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΧΘΟΣ ΑΡΟΥΡΗΣ

Πολλοί από τους ποιητές του περασμένου αιώνα παρέμειναν άγνωστοι στο ευρύ κοινό, καθώς το έργο τους διασκορπίστηκε και χάθηκε μέσα στη δίνη των πολέμων και στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Τέτοια είναι και η περίπτωση του ποιητή Άχθου Αρούρη (ψευδώνυμο του Νίκου Σαραντάκου).

Ο Νίκος Σαραντάκος γεννήθηκε στη Μάνη το 1903 και απεβίωσε στην Αθήνα το 1977. Τελείωσε το γυμνάσιο στον Πειραιά το 1918 και στη συνέχεια διορίστηκε στην Εμπορική Τράπεζα, όπου δραστηριοποιήθηκε στον πρώτο σύλλογο υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μετατεθεί στη Μυτιλήνη, το 1924, όπου και γνώρισε την Ελένη Μυρογιάννη, μετέπειτα γυναίκα του.

Η λογοτεχνική δραστηριότητα στη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου ήταν έντονη (χαρακτηριστικά η εποχή αναφέρεται συχνά στα φιλολογικά χρονικά ως: Λεσβιακή Άνοιξη). Ο ποιητής δημοσίευε τότε συχνά στη σατιρική εφημερίδα Τρίβολος.

Μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συγκρότησε, μαζί με άλλους, μια αντιστασιακή Οργάνωση κατά των Γερμανών, η οποία τον επόμενο χρόνο ενσωματώθηκε στην οργάνωση Λέσβου του ΕΑΜ. Τον Μάρτιο του 1944 οι Γερμανοί τον συνέλαβαν για την αντιστασιακή του δράση και τον κράτησαν για δύο μήνες έγκλειστο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Αφέθηκε ελεύθερος τον Απρίλιο του 1944 και λίγο καιρό αργότερα μαζί με δύο φίλους του έφτιαξε και λειτούργησε τον ραδιοφωνικό σταθμό του ΕΑΜ Λέσβου.

Στις 8 Μαΐου του 1945 παραδόθηκε άνευ όρων η ναζιστική Γερμανία, αλλά την επόμενη ημέρα άρχισε ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Λέσβο.

Λίγο αργότερα ο Σαραντάκος πιάστηκε και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λαγκάδας. Στη φυλακή οι έγκλειστοι εξέδωσαν μία χειρόγραφη εφημερίδα, με τίτλο: «Αλύγιστος». Από το Γενάρη του 1946 έγραφε μόνος του και μια δεύτερη σατιρική εφημερίδα, τον «Χαφιέ Όργανο των απανταχού δοσιλόγων».

Τον Μάιο του 1946 αποφυλακίστηκε από τη Λαγκάδα και έφυγε στην Αθήνα, όπου από το καλοκαίρι του 1948 άρχισε να εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου. Τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια δημιουργίας και ανασυγκρότησης για τον ποιητή, που έγραφε διαρκώς. Εκτός από τα ποιήματά του, από τα οποία έχουν σήμερα διασωθεί περίπου 200, ασχολήθηκε με μεταφράσεις ποίησης (από γαλλικά, ρωσικά και αρχαία ελληνικά), αλλά και με άλλα είδη του γραπτού λόγου, όπως: χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, μεταφράσεις κεφαλαίων του βιβλίου Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ από τα ρωσικά και αρχαίων ελληνικών κειμένων, όπως του Λουκιανού. Είχε επίσης τη συνήθεια να διατηρεί έμμετρη αλληλογραφία με τους φίλους του.

Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του οι δικοί του εξέδωσαν την ποιητική συλλογή «Της κατοχής και του Στρατόπεδου» την οποία είχε ήδη ετοιμάσει πριν πεθάνει, ενώ το 1995 ο γιος του Δημήτρης Σαραντάκος έγραψε το βιβλίο: «ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ερατώ.

Ο Άχθος Αρούρης αγαπούσε ιδιαίτερα τη σάτιρα, τις παρωδίες και τις απομιμήσεις ύφους, στοιχεία που τα είδαμε ήδη στην πρώιμη φάση της ποίησής του, στον μεσοπόλεμο. Στα υπόλοιπα ποιήματά του αν και διαφαίνονται οι επιδράσεις αριστερών ποιητών – κυρίως του Βάρναλη, τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα – τόσο στη γλώσσα όσο και στη στιχουργική και στη θεματολογία, ωστόσο η ιδιοφωνία του είναι εμφανής.

Δανείζεται μεν στοιχεία από τη γλώσσα του λαού, όπως ο Βάρναλης ή ο Σκαρίμπας, την ίδια όμως στιγμή αγαπά τον Καβάφη (την αξία του οποίου διέκρινε από πολύ νωρίς), και χειρίζεται με άνεση λόγιες και αρχαΐζουσες εκφράσεις. Παραμένει επίσης πιστός στο μέτρο και στη ρίμα ως το τέλος της ζωής του.

Πάντα αλληλέγγυος με τον λαό περιγράφει όλα τα πολιτικά γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, συνήθως αναφέροντας μια ιστορία από εκείνους που γνώρισε. Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα «Της Κατοχής και του Στρατόπεδου», όπως και το σπαρακτικό εκείνο «Του Πολυτεχνείου». Φαίνεται πως μετέφερε και στο χαρτί με απλότητα και χωρίς καμία στρυφνότητα του στίχου ή των νοημάτων του το φυσικό του ταλέντο να διηγείται ιστορίες. Μερικά από τα ποιήματά του τελειώνουν με φιλοσοφική διάθεση, ενώ άλλα έχουν απροσδόκητα σατιρική κατακλείδα (πολλά από αυτά ονομάστηκαν: «Ψυχρολουσίες». )

Ο Νίκος Σαραντάκος, στενά δεμένος με την γενέθλια, τραχιά μανιάτικη γη, διαλέγοντας (διόλου τυχαία) το ομηρικό ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης, που σημαίνει: «βάρος της γης», διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα μεταβαίνοντας στις τέσσερις άκρες της χώρας μας, συμμετέχοντας σε πολέμους και διώξεις, αγαπώντας το συνάνθρωπο και ριζώνοντας βαθιά στη γη, παλεύοντας για τις δικές του αρχές και τα οράματα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη κάποιες ιστορίες της γης και των απλών ανθρώπων του τόπου. Οι ιστορίες που ο παππούς Νίκος διηγήθηκε στον γιο του και στα εγγόνια του δεν ξεχάστηκαν. Είναι εδώ, χάρις στο πείσμα των απογόνων του, και ίσως έχει φτάσει ο καιρός να τις διαβάσουμε και άλλοι.

Οι πληροφορίες του παρόντος άρθρου προέρχονται από το βιβλίο Ο Άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, του γιου του Δημήτρη Σαραντάκου, εκδόσεις Ερατώ 1995, καθώς και από την ιστοσελίδα: http://www.sarantakos.com/axtos.html του συνονόματου εγγονού του, Νίκου Σαραντάκου.

Προσθέτω λοιπόν μερικά δείγματα έμμετρης αλληλογραφίας:

α) Η αρχή μιας επιστολής προς τον Ασημάκη Πανσέληνο:

Νίκος Ασημάκη, Χαίρειν
έτσι πάσχισα ν’ αρχίσω το παρόν, αλλά που νά’ βρω
κάποια λέξη να ταιριάζει. Λέξη λήγουσα εις -έριν
δίχως νάναι τραβηγμένη κατά τρόπον προφανή
δίχως νάχει χάλι μαύρο
μα και δίχως να θυμίζει Καζαντζάκην ή Σεφέρην.
Νάμουν μπάρεμ απ’ την Κύπρο, να κοτσάριζα το νυ
σ’ όποια λέξη μού βολούσε: το πουγγίν και το κεμέριν,
το κουκίν και το ρεβύθιν, το ψωμίν και το μαχαίριν. ‘Ετσι πάσχιζα ν’ αρχίσω…
Και πασχίζων έχω γράψει τόσους στίχους. Τι να κάμω
τόσους στίχους, να τους σκίσω και να τους πετάξω χάμω;
Στα σκουπίδια τόσοι στίχοι; Τους πετάνε; Δώσε βάση.
Προτιμώ να συνεχίσω.
Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

β) Απόσπασμα επιστολής προς τον Στρατή Αναστασέλλη, όπου τον μαλώνει επειδή έγραψε σε ελεύθερο στίχο (Βλουτίνα Γιαπρακάδινα ήταν ψευδώνυμο του Αναστασέλλη):

«Το δάκρυ μου γαρύφαλλο κνικάτο»
για σένα αρή Βλουτίνα Γιαπρακάδενα,
που αλλοί σου αν βρισκόμουν αφτού κάτω
Βαριά μαγγούρα πάνω σου θα κράδαινα
κι ίσως καμιά γερή να σου βαρούσα
που άφησες την παράδοση στην πάντα
και στη μοντέρνα κόλλησες τη Μούσα
που έχει για το λεφούσι μιαν αβάντα
να γράφονται σε δυο λεφτά
ολάκερα κατεβατά.

Μα συ που δεν ανήκεις στο λεφούσι,
συ που συναγελάστηκες τη Μούση
από παιδί (τη Μούση τη γνησία)
πώς έγινε και τώρα την κοπάνησες
κι οι στίχοι σου αράδες έχουν άνισες
κι είν’ δίχως ομοιοκαταληξία;

Συ που’ σαι τόσο μερακλής
στο μέτρο και στη ρίμα
γιατί την τέχνη ν’ αμελείς;
Γιατί τ’ αυτιά σου να τα κλεις
στην Αρμονία; Κρίμα!

(…)

Λοιπόν Στρατή αδερφέ μου υγιαίνω
κι υγείαν δι’ υμάς επιθυμώ.
Στο Παλιό Φάληρο, όπως πάντοτε, διαμένω
στον ίδιο δρόμο, ίδιον αριθμό,
(‘Ηβης 101 δηλονότι).
Είμαι παπούς στον κύβο (τρία εγγόνια),
στα εβδομήντα μπαίνω σε δυο χρόνια
-βρίσκομαι δηλαδή στην τρίτη νιότη.

Συνταξιούχος μεν, τεμπέλης όχι
περί πολλά τυρβάζω,
-δουλεύω, γράφω στίχους και διαβάζω-
κι επιφυλάσσομαι να κάτσω σε μια κώχη
όταν καμμιά φορά γεράσω -συν θεώ-
μ’ αυτό θ’ αργήσει να γενεί. Σε βεβαιώ.

Νοέμβριος 1971.

γ) Το τέλος επιστολής προς τον μυτιληνιό λόγιο Πάνο Ευαγγελινό, 1959:

Να γράψεις συ δεν προσδοκώ
είσαι πολύ τεμπέλης.
Ουχ ήττον αν το θέλεις
απόδειξέ μου περισσώς
πως σ’ έχω κρίνει αδίκως.
Ταύτα και μένω. Πάντα σος
Γεια και χαρά σου
Νίκος

Advertisement

55 Σχόλια προς “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης”

  1. Ὁ παπποῦς σου, Δέσποτα ἐξ ὅσων φαίνεται, μόνο ἄχθος ἀρούρης δὲν ἦταν. Πιστεύω πὼς ἡ ποίσησι μὲ ὁμοιοκαταληξία καὶ μέτρο (ἡ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ συγκινήσῃ εὐρύτερες μᾶζες κι ὄχι μόνο μιὰ κλίκα ναρκισσευόμενων κουλτουριάρηδων -χωρὶς βέβαια νὰ ἀπορρίπτω ἔξοχα δείγματα ποιητικοῦ λόγου σὲ ἐλεύθερο στίχο- πιστεύω λέω πὼς αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ποίησι θὰ πάρῃ τελικὰ τὴν μεγάλη ῥεβάνς.

  2. Βρε Κορνήλιε, αν δεν απορρίπτεις έξοχα δείγματα ποιητικού λόγου σε ελεύθερο στίχο μήπως ταυτίζεσαι με την κλίκα των ναρκισσευόμενων κουλτουριάρηδων; Σοσιαλιστικός ρεαλισμός μου μυρίζει! 🙂
    Ωραίος ο παππούς, πράγματι.

  3. 2,
    Δύτη, αυτό λέγεται «ρεάλ ποετίκ»; 🙂

  4. Ας μας πει ο Κορνήλιος! 🙂

  5. Μισιρλού... said

    Γονυπετής θαυμάζουσα
    κι εδώ -και προ πολλού…
    Με όλα αυτά σπουδάζουσα
    η ιδία : η Μισιρλού !

    😳

    Νίκο, ευχαριστούμε εκ βαθέων -και πάλι…

  6. Νίκο ευχαριστώ πολύ. Να πω στους φίλους ότι ήθελα να γράψω πολύ περισσότερα, αλλά όπως ο Νίκος ξέρει καλά είχα περιορισμό χώρου (άρθρο εφημερίδας γαρ). Πραγματικά όμως συνιστώ το βιβλίο που έγραψε ο πατέρας του Νίκου, γιατί διαβάζεται μονορούφι, κι ακόμα κι όσοι δεν αγαπούν ιδιαίτερα την ποίηση (ή αυτού του είδους την ποίηση), μαζί με την ιστορία του παππού μαθαίνουν πολλά για την πορεία της Ελλάδας στα χρόνια του παππού, την κατοχή, τον εμφύλιο, τις διώξεις των αριστερών…

    Για την παραδοσιακή ποίηση, τι να σας πω, έτσι γεννήθηκα, αυτό μου αρέσει και το υπερασπίζομαι…χωρίς βέβαια να απαξιώνω την άλλη πλευρά (αν και έχω υποστεί απαξίωση ενίοτε). Ισότητα γυρεύω, παρόμοια με τη φυλετική, να μπορεί ο καθένας να γράφει όπως του αρέσει χωρίς να απαξιώνεται η μορφή του ποιήματος. Τι έχουμε να χωρίσουμε; Ολα ποίηση, κι αυτά κι εκείνα…και κάτι αθόρυβο, μες την καρδιά…

  7. Δύτα Δύτα, τί νὰ κάνω; ὅταν διαβάζω τὸ Μονόγραμμα τοῦ Ἐλύτη ἢ τὴν Ἑλένη τοῦ Σεφέρη νὰ πῶ ὅτι δὲν συγκινοῦμαι; Ψέμματα θὰ πῶ καὶ δὲν τὸ θέλω. Ἀλλὰ ἀν μὲ ῥωτοῦσαν ἔτσι γενικὰ θὰ ἀπαντοῦσα χωρὶς δισταγμὸ ὑπὲρ τῆς ἰσόμετρης ποιήσεως. Ἐγὼ παπποῦ ποιητὴ δὲν εἶχα, εἶχα ὅμως κάτι βιβιλιαράκια μὲ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ καὶ τοῦ Καββαδία, εἶχα καὶ τὰ σχολικά μου, ἔ πολὺ θέλει γιὰ νὰ σοῦ λασκάρῃ ἡ βίδα; Τώρα ναρκισσευόμενος κουλτουριάρης καὶ ἀκροδεξιὸς μᾶλλον σουρ(γ)εὰλ πολιτὶκ θὰ τὸ ἔλεγα! 🙂

  8. Πήγα να γράψω ότι τέτοιες αντιπαραθέσεις δεν γίνονται πια, και μετά θυμήθηκα μια λυσσαλέα επίθεση εναντίον του τρίο Καψάλη-Κοροπούλη-Λάγιου (αυτοί δεν ήταν οι τρεις;) από έναν πατριάρχη του εναλλακτισμού, εκεί γύρω στο ’90…
    Η αλήθεια είναι ότι με τον ελεύθερο στίχο είναι πιο εύκολο να πουλήσεις φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ίσως.

  9. sarant said

    Δύτη, τα είπες όλα 🙂

    Σοφία, εγώ ευχαριστώ!

  10. και σε ελεύθερο στίχο 🙂

  11. Μαρία said

    8 Και με τον παραδοσιακό γίνεσαι πιο εύκολα στιχοπλόκος. Κοντολογίς το θέμα είναι να μη θες να πουλήσεις φύκια.

  12. Μαρία, σωστό κι αυτό.

  13. Ζἦθι καὶ ὑγίαινε
    φιλαίτατέ μου Δύτα
    κι ἂς κράζωσι αἱ ὕαιναι
    πὼς μᾶς προσμένει ἧττα
    τοὺς ποιητὰς θεράποντας
    τῆς Μούσης τοῦ Ἀρούρη,
    ἐκδεχομένους ἄκοντας
    τοῦ ΔΝΤ τ’ ἀγγοῦρι

  14. Μόνο μία λυσσαλέα επίθεση, Δύτη μας; (ναι αυτοί ήταν). Και που να δεις δηλαδή τι έχω ακούσει εγώ από το 1998 που μπαίνω στο ίντερνετ κι έκτοτε…Ευτυχώς όμως, εγώ δεν ακούω τίποτα από αυτά που μου λένε! ;-))

  15. Κορνήλιε κι εμένα τα ίδια μου αρέσανε πάντα…Σεφέρης, μου λέγανε κι εγώ διάβαζα «Τα περίχωρα της Κερύνειας» ας πούμε…τέτοια. Οι αδυναμίες δεν κρύβονται. Μην πω για Καββαδία, Καρυωτάκη, Λαπαθώτη, Νίκο Γκάτσο (όχι την Αμοργό) και όοοολους τους άλλους που σήμερα λένε ελάσσονες (πχ Φιλύρα, Κοτζιούλα…Αχθο Αρούρη! )

  16. Αρχίσαμεεε… το περίμενα.

    Δε λέω πως πλασάρουμε
    τα φύκια για κορδέλες
    μεταξωτές· καθόλου.
    Φύκια πουλάμε, ας το πω
    ανούσιες παπαρδέλες,
    δεν είναι όμως του κώλου:
    φύκι, ναι, πλην -μεταξωτό.

  17. Κι ὰν εἶναι φύκια οἱ στίχοι μας γαρνίρουνε τὸ σούσι,
    τοῦ μέτρου φαῦλοι ἀρνητὲς δὲν ξέρετε νὰ τρῶτε,
    σὲ τοῦτο τὸ ὑπέροχο ποιητικὸ τσιμπούσι
    ἐμεῖς μὲ ῥίμα λεύτεροι κι ἐσεῖς χωρὶς δεσμῶται.

  18. Καλός είν’ κι ο ελεύθερος ο στίχος
    -ας μη γινόμαστε και σνομπ απ’ την ανάποδη-
    αρκεί των λέξεων ο ρυθμός κι ο ήχος
    να δίνουν στο νόημά μας ένα άλλοθι.

    (ποιητική αδεία θου και δου μπερδεύω
    και τα νοήματά μου τείνουν προς σαλάτα·
    είναι που, τέτοιαν ώρα, αντί να σουρτουκεύω,
    ψυχαναγκαστικά πρέπει να γράψω σερενάτα

    στον σύντεχνο Κορνήλιο, που ζηλεύω).

  19. sarant said

    Κι αν κάποτε σ’ ολόκληρο τον βίο του
    εδούλευε ο ποιητής τη συλλογή του -αλί
    ο τωρινός ατσίδας το βιβλίο του
    το ξεπετάει σε δυο βδομάδες το πολύ

    (του παππού μου, ελαφρώς άδικο -και δεν το θυμάμαι 100%, σίγουρα δεν έλεγε ‘ξεπετάει’ αλλά ‘βγάζει’ όμως κουτσαίνει στο μέτρο, ενώ ασφαλώς το δικό του δεν κούτσαινε)

  20. […] Για το βιβλίο αυτό, που είναι μια, τρόπον τινά, βιογραφία του πατέρα μου, Νίκου Σαραντάκου, ο οποίος χρησιμοποιούσε την ομηρική έκφραση “άχθος αρούρης” δηλαδή “βάρος της γης”, σαν ψευδώνυμο, όταν δημοσίευε ποιήματα και άλλα σε εφημερίδες της Μυτιλήνης και της Αθήνας, μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο άρθρο της Σοφίας αλλά και στο ιστολόγιο του Νίκου, “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” […]

  21. Πρέπει βεβαίως να πούμε πως και με στιχάκια
    σαν τούτα που καιρό σκαρώνουμε εδώ πέρα
    ένα τόμο το μήνα τον εβγάζουμε άνετα
    -τι μήνα δηλαδή, μέχρι και την ημέρα-
    (και άσε άλλους να τους τρώνε τα σαράκια)

  22. Δὲν εἶμαι σνὸμπ μὰ μ’ἔπιασε ὁ ὑπερβάλλων ζῆλος
    κι ἡ ἄνοιξι ποὺ φούντωσε μεσοῦντος τοῦ Ἀπρίλη
    γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπάντησα ὀρθῶς καὶ καταλλήλως
    κι ἂς ἦταν ἡ ἀπόκρισι πανέτοιμη στὰ χείλη.

    Μὰ τώρα ποὺ ἡττήθηκε ὁ σκώληκας τὸ λέω
    χωρὶς καμμία ἔπαρσι καὶ κομπορρημοσύνη
    καὶ δὲν νομίζω φοβερὸ πὼς σᾶς κομίζω νέο:
    γιὰ μένα βλέπω στέρεψε -ἀλιά μου- ἡ Ἱπποκρήνη.

  23. καὶ ἡ 3η στροφή:

    Μὰ ὁ Δύτης ἀνερχόμενος ἀστὴρ τοῦ ἰσοσυλλάβου
    θ’ ἀναδειχθῇ παντάξια -σᾶς τὸ ὑπογράφω- στίχου
    κι ἐγὼ θὰ πνίγω τὸν καημὸ μὲ τσίπουρο Τυρνάβου
    ζητῶντας τρόπους μάταια νὰ μοιάσω τοῦ Ἰαμβλίχου.

  24. χμ, τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι καλύτερα τὸ «Ἰαμβλίχου» νὰ διορθωθῇ σὲ «Φρυνίχου».

  25. Νέος Τιπούκειτος said

    Εμένα να με συμπαθάτε που δεν θα συνεχίσω την έμμετρη λογοδιάρροια (ου γαρ ειμι ποιητικος), αλλά θα το γυρίσω στο φιλολογικό, σαν καλός Τιπούκειτος.

    Αγαπητέ μου Νικοκύρη, οι στίχοι του παππού σου

    Μα συ που δεν ανήκεις στο λεφούσι,
    συ που συναγελάστηκες τη Μούση
    από παιδί (τη Μούση τη γνησία)

    μού θυμίζουν εντόνως Καλλίμαχο. Η απέχθεια για τις στιχοπλοκίες των πολλών είναι μοτίβο κατεξοχήν καλλιμάχειο (ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν, οὐδὲ κελεύθῳ | χαίρω, τίς πολλοὺς ὧδε καὶ ὧδε φέρει). Το ίδιο ισχύει και για την ιδέα ότι τον εκλεκτό ποιητή τον καλοβλέπουν οι Μούσες από παιδί: Μοῦσαι γὰρ ὅσους ἴδον ὄμματι παῖδας | μὴ λοξῷ, πολιούς οὐκ ἀπέθεντο φίλους

    Μήπως ο εγγονός ξέρει να μας πει αν ο παππούς αγαπούσε τον Καλλίμαχο ή τελοσπάντων τους παλιούς Αλεξανδρινούς ποιητές;

  26. sarant said

    Πράγματι υπάρχει μεγάλη ομοιότητα -αλλά αν θυμάμαι καλά, δεν υπάρχει Καλλίμαχος στην… παππώα βιβλιοθήκη, ούτε πολλή αρχαία ποίηση. Τα γούστα του, όσο θυμάμαι, από αρχαίους δεν είχαν κάτι το εξεζητημένο: Διογένης Λαέρτιος, Λουκιανός (που τον μετέφραζε), τέτοια.

  27. Παπούς, γιός, εγγονός..
    Δεν μπορεί! Σίγουρα υπάρχει το γονίδιο της λογοτεχνίας.
    Σαραντάκο, ετοιμάσου για ανάλυση DNA
    🙂

  28. Immortalité said

    Θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα 🙂

  29. sarant said

    Με κάνετε και κοκκινίζω 🙂

  30. Είναι η Μούσα τους ποιητές μας που εμπνέει
    ή κάποια βάση αλυσίδας DNA;

  31. Ορίστε! εμείς φλυαρούσαμε με τον Κορνήλιο (λογοδιάρροια που είπε και ο Τιπού), ο Μιχάλης με ένα δίστιχο μας έβαλε τα γυαλιά.

  32. sarant said

    Αυτό το καλό έχουν οι μικρές φόρμες 🙂

    Καλημέρα!

  33. Νέος Τιπούκειτος said

    @31: Δύτη, ε καλά τώρα, μην το παίρνεις και προσωπικά! Κυρίως στον Κορνήλιο ήθελα να την πω, γιατί τον έχω αφήσει πολύ χαλαρό τώρα τελευταία.

  34. γιατί ὅμως λογοδιάρροια κι ὄχι ἁπλῶς λογόρροια ἢ γραφόρροια ἢ στιχόρροια;

    #30 καλά, αὐτὸ τὸ ἐλεγειακὸ δίστιχο ἦταν ὅλα τὰ λεφτά!

  35. Επειδή καλύτερα τα εις -διάρροια παρά τα εις -όρροια, όσο νάναι. Για καλό το είπε. 🙂

  36. voulagx said

    #30 …κι απαγγέλλουν με φωνή στεντόρεια
    πάσχοντες από ακατάσχετη στιχόρροια! 😛

  37. Νέος Τιπούκειτος said

    @35: «Ώς κι η Βικτώωωωωριααααα είχεεε βλεεεεννόοοοοοορροιααααα….» (Τραγουδιέται πάνω στη μελωδία του God save the Queen.)

  38. Δὲν μᾶς ἔφτανε ἡ ἐγχώρια
    ἦρθε κι ἀγγλικὴ βλενόρροια.

  39. Τιπούκειτε, δικό σου ήταν αυτό; Γιατί σαν να το έχω ξανακούσει κάπου, μου φαίνεται. (Η μελωδία του God save the Queen είναι η ίδια με εκείνη του «Τον βασιλέεεεα μας, σώζον πατέεερα μας»;)

  40. Νέος Τιπούκειτος said

    @39: Δύτη, όχι, κλεμμένο είναι! Το έχει ο Τσίρκας στη Λέσχη ή στην Αριάγνη — το τραγουδούσαν, λέει, οι έλληνες στρατιώτες στη Μέση Ανατολή (μαντρωμένοι σε αγγλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης), για να στέκονται σούζα οι άγγλοι στρατιώτες, και να ξεκαρδίζονται οι δικοί μας.

    Για τη μελωδία: http://www.youtube.com/watch?v=tN9EC3Gy6Nk

  41. Το ίδιο είναι. Το ξέρω από τον πατέρα μου.
    Στην Αριάγνη μάλλον -στη Λέσχη, απ’ό,τι θυμάμαι, δεν έχει ξεκινήσει ακόμα το μάντρωμα στα σύρματα.

  42. Immortalité said

    @ 40 που το θυμήθηκες βρε Τιπούκειτε; 🙂

  43. sarant said

    Το έχει ο Τσίρκας αλλά πρέπει να τραγουδιόταν και στην Αθήνα το 1944-45

  44. καὶ σκόπευα νὰ ξεκινήσω τὴν Λέσχη ἀπὸ βδομάδα.

  45. Να την ξεκινήσεις, γιατί να μην την ξεκινήσεις; Προσωπική μου γνώμη, ο πρώτος τόμος είναι ο καλύτερος της τριλογίας.
    Άντε, κι εγώ θα αρχίσω το αγαπημένο σου, τον Μόμπι Ντικ! 🙂

  46. τὸ ἀγαπημένο μου εἶναι ἡ Λολίτα!

  47. Δεν εκπλήσσομαι που σ’ αρέσουν οι στυλίστες!

  48. Μετά το #30 είναι δύσκολο να προσπαθήσεις αλλά ας μου το επιτρέψετε:

    Για αρετή κληρονομική,
    κι αν δεν με πιστεύετε, ρωτείστε κάναν άλλον
    δεν φταίει μόνο η γεννετική
    μα και το περιβάλλον!

  49. Τελικά οι παρωδίες είναι ύψιστο δείγμα ευφυίας (να δείτε παρωδίες ο παππούς Σαραντάκος, έσκιζε! )
    Ωραία η ιστορία με την Βικτώρια που λέτε.

  50. κατερίνα said

    @37, 40, 41: «Ώς κι η Βικτώωωωωριααααα είχεεε βλεεεεννόοοοοοορροιααααα….»
    Μικρή διόρθωση: ο Τσίρκας το αναφέρει στη «Νυχτερίδα» και συγκεκριμένα στο 17ο (τελευταίο αν εξαιρέσουμε τον Επίλογο) κεφάλαιο. Ακούγεται έξω απο τη Σχολή Δοκίμων που τελούσε υπό αγγλική κατάληψη: «Οι Γραικοί βαστούσαν τα παΐδια τους και οι Εγγλέζοι δεν καταλάβιαναν μπιτ».

  51. […]  Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: Δρόμος της Αριστεράς, το Σάββατο 25/4/2010, στη στήλη: Κόντρα στον καιρό. Επίσης, δείτε στη σελίδα του φίλου Νίκου Σαραντάκου το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περασμένο φύλλο του Δρόμου (17/4) σχετικά με τον ποιητή Αχθο Αρούρη, δηλαδή τον συνονόματο παππού του, εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2010/04/24/axtos-sofia/ […]

  52. I’m sorry. I’m afraid I’ve caught poetry.

    Oh really? Well, don’t worry, sir – I used to suffer from stories.

  53. […] ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” που αποτελεί βιογραφία του πατέρα του, Νίκου […]

  54. […] ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Σαραντάκου «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης» που αποτελεί βιογραφία του πατέρα του, Νίκου […]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: