Ο Δημόκριτος κι ο αραμπάς (Δημήτρης Σαραντάκος)
Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2012
Για τη σημερινή επίσκεψη δεν θέλω να γράψω, και ευτυχώς η ρουτίνα του ιστολογίου (σήμερα είναι μέρα που βάζω κομμάτια από το βιβλίο του πατέρα μου) με απαλλάσσει από την όποια υποχρέωση. Πάντως, αν θέλετε να δείτε ορισμένα λεξιλογικά του θέματος, έχω ένα παλιό άρθρο.
Tο σημερινό είναι το δέκατο ένατο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Επειδή έχω παραλείψει μερικά ενδιάμεσα, να πω ότι βρισκόμαστε στο σημείο που ο Νίκος Σαραντάκος (ο παππούς μου) παίρνει εντολή από την Οργάνωση να φύγει στην Αγία Παρασκευή, στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού, για να αποφύγει τη σύλληψη. Οπότε, πατέρας και γιος ξεκινάνε, φυσικά με τα πόδια. Πάντοτε καλοκαίρι του 1944.
Όταν μας ειδοποίησε η Οργάνωση, ήμασταν κιόλας έτοιμοι. Η μητέρα μου μας είχε βάλει σ’ ένα είδος σάκου δυο αλλαξιές ασπρόρουχα, ένα παγούρι με νερό και μια καστάνια με λίγο φαΐ. Έτσι, και ελαφροί θα ήμαστε και δε θα κινούσαμε τις υποψίες της γειτονιάς, όπως αν ξεκινούσαμε με βαλίτσα. Ξέραμε πως πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες δεκάδες μάτια παρακολουθούσαν άγρυπνα κάθε κίνηση στο δρομάκο μας.
Ξεκινήσαμε ένα ζεστό σούρουπο του Ιούνη και τραβήξαμε από παράδρομους στη Λαγκάδα, στην έξοδο της πόλης. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε πάει εννέα και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η κυκλοφορία το καλοκαίρι απαγορευόταν από τις 11 τη νύχτα ως τις 7 το πρωί. Είχαμε λοιπόν καιρό να απομακρυνθούμε από την πόλη.
Αφήσαμε πίσω τις Φυλακές και τα Νταμάρια κι ανηφορίσαμε. Στο διάσελο πιάσαμε να κατηφορίζουμε, προς τον Κόλπο. Σε μισή ώρα περπατούσαμε σχεδόν δίπλα στη θάλασσα, από την οποία μάς χώριζαν λίγα χωράφια. Δεν την βλέπαμε, αλλά ακούγαμε τον αδιάκοπο ρόχθο της. Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά, και στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας ξεχώριζε αμυδρά η αχνή ασπράδα της δημοσιάς. Δεν υπήρχε φεγγάρι, αλλά μια εκπληκτική αστροφεγγιά. Στην πόλη δεν έβλεπα τα άστρα τόσο καθαρά όσο εδώ. Ήταν απίστευτο πόσο πολλά ήταν. Το νυχτερινό ουρανό τον διέτρεχε λοξά, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, ένα φωτεινό ποτάμι: ο Γαλαξίας.
«Ο Δημόκριτος ήταν ο πρώτος που κατανόησε τη φύση του Γαλαξία», μου λέει ο πατέρας μου όταν είδε να κοιτάζω τον έναστρο ουρανό.
Παρατήρησα πως τώρα που βρισκόμασταν έξω από τα έσχατα όρια της ζώνης στην οποία τη νύχτα κυκλοφορούσαν περίπολα της χωροφυλακής ή των Γερμανών, είχε πάψει να είναι σφιγμένος και σιωπηλός.
«Σύγκειται εκ πλήθους αστέρων συμφωτιζομένων διά την απόστασιν», απάγγειλε.
«Ο Δημόκριτος και πριν από αυτόν ο Ηράκλειτος και ο Πρωταγόρας, είχαν καταλάβει πολλά από τα μυστικά της Φύσης. Δυστυχώς όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία τους χάθηκαν. Αν είχαν σωθεί, ίσως να είχε διαμορφωθεί διαφορετικά η ανθρώπινη σκέψη. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά τους.»
Ο πατέρας μου συνέχιζε να μου αναπτύσσει τις απόψεις των Αρχαίων Ελλήνων για τον Κόσμο και κατάληξε λέγοντας:
«Οι Έλληνες είναι ίσως ο μοναδικός λαός της Αρχαιότητας που δεν πίστευε πως τον Κόσμο τον έπλασε ο θεός ή οι θεοί.»
Από τότε που ήμουν στην τετάρτη Δημοτικού, ήξερα πως ο πατέρας μου ήταν άθεος. Δε μου είχε κάνει όμως ποτέ του καμμιά συζήτηση για τις πεποιθήσεις του ή τις δικές μου. Είχα βέβαια διαβάσει ένα ποίημα που είχε γράψει πριν πέντε χρόνια στη Σάμο, τη «Γέννηση», και μάλιστα με είχε κάπως σοκάρει το τέλος του,
«Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ, μες στου χειμώνα την καρδιά,
που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδιά
και ρύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία»,
που μου φάνηκε βλάσφημο.
Η απομάκρυνσή μου από τη χριστιανική πίστη, που την είχα αδιαφιλονίκητη ως τα δώδεκά μου χρόνια, έγινε σιγά – σιγά. Για ένα σύντομο διάστημα έγινα οπαδός της αρχαίας θρησκείας του Δωδεκάθεου και ιδίως της θεάς Αθηνάς, που τη θαύμαζα, γιατί συνδύαζε την ομορφιά με τη σοφία. Αυτό μου συνέβη όταν διάβασα το βιβλίο «Αθηνά» των Γκόου και Ρέινεκ, της σειράς των «52 του Ελευθερουδάκη», και μαγεύτηκα από τον πολιτισμό και τη σκέψη της Αρχαίας Ελλάδας.
Ξαφνικά ο Χριστιανισμός μού φάνηκε μίζερος, αυστηρός, σκοτεινός, και κατά κάποιον τρόπο ανήθικος. Άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά από όπως σκεφτόμουν ως τότε, ή μάλλον, για να ακριβολογώ, τότε ουσιαστικά άρχισα να σκέφτομαι:
«πώς είναι δυνατό να έπλασε το φως και το σκότος, την ημέρα και τη νύχτα, την πρώτη μέρα της Δημιουργίας και τον ήλιο και τα αστέρια μόλις την τέταρτη;»
«πού βρέθηκε τόσο νερό για να σκεπαστεί όλη η Γη ως τα πιο ψηλά βουνά και πού πήγε αυτό το νερό μετά τον Κατακλυσμό;»
«από πού κι ως πού έπρεπε να νιώθω εγώ ένοχος γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο;»
«γιατί είναι αμαρτία να φάω κρέας την Παρασκευή;»
«δεν πρέπει να κάνω το κακό για να μην τιμωρηθώ ή γιατί δεν είναι σωστό;»
«είναι ηθικό να κάνουμε το καλό, προσδοκώντας να ανταμειφθούμε στον Παράδεισο;»
και πολλές άλλες, που ως τότε δε μου είχαν περάσει από το μυαλό.
Μετά τη διασταύρωση της Γέρας αρχίζαμε να ανηφορίζουμε. Κοντά στο χωριό Λάμπου Μύλοι, πιο γνωστό ως Λάμπες, κάτσαμε σε μια βρύση που έτρεχε συνεχώς και ήπιαμε δροσερό νερό και φάγαμε το φαΐ που μας είχε η μάνα μου στην καστάνια. Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, ξεκινήσαμε. Πριν ξεκινήσουμε, ο πατέρας μου έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του, άναψε ένα σπίρτο κι είδε την ώρα.
«Μπρε!», έκανε έκπληκτος. «Κοντεύει δύο, δηλαδή περπατάμε πέντε ώρες. Κουράστηκες;»
«Μπα όχι, εντάξει είμαι», του λέω και δεν έλεγα ψέματα.
«Θέλουμε άλλες έξι ώρες ως την Αγιά Παρασκευή», με προειδοποίησε «Τι λες, θα τα καταφέρεις;»
«Μη νοιάζεσαι», του λέω, αν και δεν ήμουνα σίγουρος πως θα τα κατάφερνα.
Περπατήσαμε άλλη μιαν ώρα και στην αρχή του Τσαμλικιού συναντήσαμε έναν αραμπά, που τον έσερναν δύο βόδια. Πήγαινε πιο αργά από μας, που κατά τους υπολογισμούς του πατέρα μου καλύπταμε περίπου τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.
«Για πού το βάλατε, πατριώτες;», μας ρώτησε ο αραμπατζής.
«Για την Αγιά Παρασκευή», απάντησε ο πατέρας μου. «Εσείς;»
«Για την Καλλονή.»
«Έχει χώρο να μας πάρεις ως τη διασταύρωση;»
«Έχει, και θα σας πάρω το μισό ναύλο.»
«Εντάξει», είπε ο πατέρας μου.
Η βοϊδάμαξα σταμάτησε κι εμείς ανεβήκαμε. Οι άλλοι επιβάτες μάς έκαναν τόπο και βολευτήκαμε στο πίσω μέρος του αραμπά.
Η βοϊδάμαξα πήγαινε πολύ αργά. Ίσως με λιγότερα από τρία χιλιόμετρα την ώρα.
«Πόσες ώρες κάνεις από τη Μυτιλήνη ως την Καλλονή;», ρώτησε ο πατέρας μου τον αραμπατζή.
«Δε θέλω δώδεκα; Ξεκινήσαμε από τη χώρα στις οχτώ και θα ‘μαστε στην Καλλονή το πρωί κατά τις οχτώ ή εννιά.»
Σε λίγο, το αργό κούνημα του αραμπά, το τρίξιμο των τροχών του και οι κουβέντες των επιβατών με νανούρισαν. Ήταν και η κούραση από την πεντάωρη πεζοπορία, που φάνηκε μόλις κάθισα και νύσταξα αμέσως.
Κουλουριάστηκα σε μια γωνιά και σε λίγο κοιμόμουνα βαθιά.
Γς said
Καλημέρα
Αφήστε τον να περάσει…
spiral architect said
Ελληνες,
Υπενθυμίζω εις υμάς ότι αι Δυνάμεις του Αξονος, καίτοι έχουσαι να αντιμετωπίσουν όλας τας συνεπείας και τας βαρείας υποχρεώσεις του πρωτοφανούς εις έκτασιν πολέμου επέδειξαν εις πάσαν ευκαιρίαν την προς τον ελληνικόν λαόν συμπάθειάν των.
Μη λησμονείτε ότι διά γενναίας χειρονομίας των ηγετών της Γερμανίας και Ιταλίας ο ελληνικός στρατός αφέθη ελεύθερος, μη θεωρηθείς αιχμάλωτος πολέμου.
Μη λησμονείτε ότι ο ελληνικός λαός τελείως εγκαταλελειμμένος και αποκεκλεισμένος πανταχόθεν, θα κατεδικάζετο εις ομαδικόν εξ ασιτίας θάνατον, αν μη, παρ’ όλας τας τρομακτικάς δυσχερείας και παρ’ όλα τα εγκληματικά σαμποτάζ, επεσιτίζετο η χώρα μας, εκ του υστερήματός των, υπό των Δυνάμεων του Αξονος ως και αν δεν διευκόλυνον αύται τη μεταφοράν δι’ ουδετέρων ατμοπλοίων, φορτίων απαραιτήτου διά την Ελλάδα σίτου και άλλων ειδών.
Μη λησμονείτε ότι δεν εδίστασαν αύται και εμπειρογνώμονας ακόμη να στείλουν εις τη χωράν μας, διά να σώσουν τον ελληνικόν λαόν από τον εκφυλισμόν εκ της πείνης, ότε είδον την τρομεράν τραγωδίαν του χειμώνος του 1941.
Ελληνες,
Εις χείρας μας έγκειται η σωτηρία μας. Μη ακούετε την ύπουλον φωνήν των επικινδύνων εχθρών μας, των λύκων οι οποίοι έρχονται εν σχήματι προβάτων.
Ακούσατε την φωνήν μου, φωνήν ειλικρινούς πατριωτισμού, φωνήν τιμίας ελληνικής συνειδήσεως και βοηθήσατε να σώσωμεν όλοι μαζί την Μεγάλην και Αγαπητήν μας Πατρίδα και την Ελληνικήν Φυλήν.
Εν Αθήναις τη 5 Μαΐου 1943.
Ιωάννης Δ. Ράλλης
(πρωθυπουργός της δωσίλογης κυβέρνησης των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων από τις 7 Απριλίου του 1943 μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944)
Σαν να μην πέρασε μια μέρα. 😦
Καλημέρα ( ; ) σε όλους. 😐
tilegrafitis said
Πολύ καλό!
Στὴν Ἑλλάδα, οἱ Ἄθεοι (συνειδητοποιημενοι ἢ ὄχι) δὲν ἀντιμετώπισαν ποτὲ σοβαρό πρόβλημα, ἀκόμα καὶ σὲ σκληρὲς ἐποχές.
Ἐφόσον ὑπῆρχε τὸ μαγικὸ Χ.Ο. στὴν ταυτότητα δὲν ἔδιναν καὶ μεγάλη σημασία στοὺς γραφικοὺς φιλόσοφους καὶ «ὑπαρξιστάς».
Τὰ ζόρικα ξεκίναγαν ὅταν δὲν εἶχες στὴν ταυτότητα τὸ πολυπόθητο Χ.Ο. Ὄχι λόγω ἐπιλογῆς ἀλλὰ λόγω καταγωγῆς.
Γς said
2:
Ένα τμήμα αυτού του διαγγέλματος, οι τελευταίες δύο προτάσεις, είχε κυκλοφορήσει και σε προκηρύξεις. Είχα βρει μια τέτοια πιτσιρικάς και τη θεώρησα αρκούντως πατριωτική μέχρι να αντιληφθώ το ποιος, που, πότε και γιατί.
Μας έφτιαξες όμως την ημέρα.
Απάνω που λέγαμε να ξεχαστούμε σήμερα μεταξύ Μυτιλήνης και Αγίας Παρασκευής κάτω από τον Γαλαξία. Εχεις δει τον Γαλαξία στην εξοχή νύχτα χωρίς φεγγάρι; Μας τα χάλασες. Ανοιξες τον ήλιο, τα μεγάφωνα, την πείνα της Αθήνας του 42 και τους Γερμανούς που ξανάρχονται και ξανάρχονται.
Ράους Σπειραίε ασχημονείν
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
Alexis said
Εξαιρετική η γραφή του πατέρα Σαραντάκου, μας ταξιδεύει όπως πάντα…
Πήγαινε πιο αργά από μας, που κατά τους υπολογισμούς του πατέρα μου καλύπταμε περίπου τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.
Απόλυτα δικαιολογημένη επομένως η έκφραση «πάω με τον αραμπά μου»=πάω με το πάσο μου.
Απορίες:
Για ποιά χρονιά ακριβώς μιλάει;
Τι είναι η καστάνια, γιατί εγώ μόνο σαν εργαλείο την ξέρω.
Οι «ράλληδες» είχαν ονομαστεί έτσι από αυτόν το συγκεκριμένο πρωθυπουργό;
tilegrafitis said
6. Καστάνια, τὸ ταπεράκι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἀλουμινένιο.
sarant said
6: α) Καλοκαίρι 1944.
β) οικιακό σκεύος για μεταφορά φαγητού, από συναρμολογούμενα δοχεία, το λένε και σεφέρτασι.
γ) Ναι, ακριβώς.
spiral architect said
@6: Απορίες:
α. Καστάνια φαγητού
(ούτε κι εγώ το ήξερα, γούγλης έφα)
β. Ναι.
ππαν said
Πολύ ωραίο, Νικοκύρη. Ακόμη μια φορά ευχαριστώ που το μοιράζεσαι μαζί μας.
cronopiusa said
Λατρεύω τον ποιητή
Στέκω με το ‘να πόδι πάνω σου Γη
…Σαν λέλεκας
…Απολογούμενος!
-Πονάς Ω γη, που σε πατώ;Σε κούρασα που με βαστάζεις;
Να πετάξω, δεν μπορώ!
Το άλλο μου πόδι δεν δύναμαι να πάρω!
Όσο ορθός είμαι, έστω έτσι,πάνω σου θα ακουμπώ!
Εκτός αν πέσω ή αν χαθώ,
σαν σκουληκάκι μέσα σου τρυπώσω!
Πάντα, πάντως,
Άχθος Αρούρης!
τον πατέρα που δείχνει τον Γαλαξία στον μικρούλη
και λέει
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν…»
«Angela, weine nicht. Da ist nichts im Schrank, was zu holen ware». («Άγκελα μη κλαις. Στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί».)
Σας αφήνω θα είμαι εν μέσω φλογών και καπνών.
Τα λέμε το βράδυ!
aris-tourgimata said
Περιμένω με ενδιαφέρον την συνέχεια.
Προσγολίτης said
Καλή σας μέρα!
> «από πού κι ως πού έπρεπε να νιώθω εγώ ένοχος γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο;»
Άσε που είναι καθαρά θέμα Αγροφυλακής.
«Ο Θεός των χριστιανών είναι ένας πατέρας που ενδιαφέρεται περισσότερο για τα μήλα του παρά για τα παιδιά του»
* * *
> «Δεν υπήρχε φεγγάρι, αλλά μια εκπληκτική αστροφεγγιά. Στην πόλη δεν έβλεπα τα άστρα τόσο καθαρά όσο εδώ. Ήταν απίστευτο πόσο πολλά ήταν»
(Ασχετάσχετα – μα… μεταξύ μας):
«Τα μικροπράγματα από πάνω μου θα με είχανε συντρίψει, αν δεν υπήρχαν επίσης από πάνω μου μεγάλοι ουρανοί, μεγάλα αστέρια και η ανάμνηση λίγων λουλουδιών»
«Το πιο όμορφο πάνω στη γη; Ο ουρανός»
Προσγολίτης said
13
(Ασχετάσχετα – μα… μεταξύ μας):
Λάθος μου. αυτό που ήθελα:
(Σχετικάσχετα – μα… μεταξύ μας)
Panavros said
Διαβάζοντας το διήγημα σήμερα έκανα περίεργους συνειρμούς. Ένας πατέρας πήρε το γιό του για να κάνουν το καθήκον τους. Πώς ένιωθε ο πατέρας; Σίγουρα φόβο και σίγουρα πιο πολύ για το γιό του. Πως να ένιωθε άραγε ο γιός; Σίγουρα αρκετά ασφαλής με τον πατέρα δίπλα του ωστε έπεσε για ύπνο. Κάπως έτσι λοιπόν και όλοι εμείς που έχουμε παιδιά φοβόμαστε και κάπως έτσι τα παιδιά μας νιώθωντας ασφάλεια απο την παρουσία μας κοιμούνται ήσυχα, όμως εμείς τελικά κάνουμε το καθήκον μας;
bernardina said
Μια από τις ωραιότερες πεζοπορίες της ζωής μου: Πέτρα-Μόλυβος και πάλι πίσω. Η επιστροφή μέσα στα μεσάνυχτα, αφέγγαρη νύχτα, με μια απόκοσμη μαρμαρυγή, και το ποτάμι του Γαλαξία πάνω από τα κεφάλια μας! Σε ένα κομμάτι της διαδρομής μάς συντρόφευε κι ένα αηδόνι.
(μόνο που εμάς δεν μας κυνηγούσε κανείς…)
ππαν said
Tελικά ήρθε;

tilegrafitis said
Αὐτὴ δὲν εἶναι Γερμανίδα. εἶναι Aravida.
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!
15: Έτσι!
Δημήτρης Μ. said
Και είναι και Λαίδη
Στέλιος said
Πολύ όμορφο κείμενο Νίκο, για μια ακόμη φορά! Σε ευχαριστούμε!
ΥΓ:
Πάντως μια και τελικά βλέπω ασχοληθήκαμε και με την υψηλή μας επισκέτρια, ελπίζω να μου συγχωρέσετε την αυτοπροβολή, μια και είχα έμπνευση σήμερα! 🙂
ππαν said
Αριστούργημα Στέλιο!
Γιάννης said
Αλήθεια γράφει καστάνια ή καστανιά (καμιά σχέση με το δέντρο); Γιατί σε μας (στα Πλωμάρια) το συγκεκριμένο σκεύος είναι (ή μάλλον ήταν) γνωστό με τόνο στη λήγουσα. Αλουμινένια ή εμαγιέ όταν ήμουν μικρός, επέτρεπε να έχουμε μαζί μας το φαγητό στα χωράφια (στα κτήματα), αλλά και στην οικοδομή για καφαλτί (=δεκατιανό). Παλιότερα πρέπει να ήταν σιδερένια(;). Το δύσκολο ήταν να βρεθεί στεγανή καστανιά ώστε να μην τρέχουν τα υγρά (λάδια, ζουμιά) από μέσα της.
Η καστάνια είναι αυτό (συνήθως ένα μοχλός) που δεν επιτρέπει έναν οδοντωτό τροχό να γυρίζει και προς τις δυο κατευθύνσεις, αλλά μόνο προς τη μια, εκτός κι αν το επιλέξει ο χειριστής.
Τσούρης Βασίλειος said
Αυτοί που πήγαιναν στα χωράφια στα μέρη μας έπαιρναν το φαγητό τους στο κλειδό, που ήταν ξύλινο σκεύος με καπάκι επίσης ξύλινο που καπάκωνε σφιχτά στην αρχή αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβαζες π.χ φασολάδα, τραχανά κλπ υπήρχε πρόβλημα.
Κασσάνδρα said
Την καστάνια ο πατέρας μου την έλεργε φαγιάτζα.
Κασσάνδρα said
Συγγνώμη «έλεγε’
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
21: Στέλιο, εξαιρετικό το ποίημα (το είχα δει αλλού, βέβαια!)
23: Καστάνια λέει, στην παραλήγουσα.
Νέο Kid Στο Block said
«Ο Δημόκριτος και πριν από αυτόν ο Ηράκλειτος και ο Πρωταγόρας, είχαν καταλάβει πολλά από τα μυστικά της Φύσης»
Ο Πρωταγόρας ήταν σύγχρονος του Δημόκριτου και σύμφωνα με κάποιες πηγές μαθητής του Δημόκριτου. Ο Αναξαγόρας πάλι είχε καταλάβει (ή πλησίασε έστω στην κατανόηση) πολλά από τα μυστικά της φύσης και ήταν (όπως και ο Ηράκλειτος βέβαια) προγενέστεροι από τον Δημόκριτο.
LandS said
Αληθεύει ότι ο Θείος έβαλε και έκαψαν τα βιβλίο του Δημόκριτου; Αν ναι, γιατί; Και ποιών άλλων;
Μαρία said
29 Αν εννοείς τον Πλάτωνα, υπάρχει η πληροφορία του Αριστόξενου, μαθητή του Αριστοτέλη, που μεταφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος «…Πλάτωνα θελήσαι συμφλέξαι τα Δημοκρίτου συγγράμματα, οπόσα εδυνήθη συναγαγείν.», αλλά τον εμπόδισαν οι πυθαγόρειοι Αμύκλας και Κλεινίας με το επιχείρημα οτι δεν θα κέρδιζε τίποτα, αφού τα βιβλία τα είχαν κι άλλοι.
Αυτή είναι κι η μοναδική πληροφορία που δεν επιβεβαιώνεται απο άλλη πηγή, όπως γράφει ο Θ. Παπαδόπουλος, Δημόκριτος. Η ζωή, το έργο, το φιλοσοφικό του σύστημα, 1974.
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ said
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
Alexis said
#21, Στέλιο συγχαρητήρια για το ποίημα, τώρα το διάβασα.
Θα μπορούσε πάντως να πάθει και χειρότερα ο Σαμαράς, να του ζητήσει π.χ. να κάνουν …αταξίες και ν’ απαντήσει πάλι «ναι»! 😀
Γς said
Η δουλοπρέπεια και η κιτσαρία πήγε σύννεφο σήμερα με τη Φράου. Είδατε κι εκείνη τη βόλτα του Αντώνη με την Αγγελα στο δρομάκι του κήπου του προεδρικού μεγάρου; Πως σας φάνηκαν οι τσολιάδες που είχαν «φυτέψει» κάθε 2 μέτρα αριστερά και δεξιά στις πρασιές;
Γς said
33:
>οι τσολιάδες που είχαν «φυτέψει»
sarant said
Πραγματικά, σαν φυτεμένοι ήταν οι δύστυχοι…
Nestoros said
35 Πολύ άσχημο.
27. Και εγώ καστανιά το ξέρω. Οι εργατικές καστανιές είχαν ένα διαμέρισμα και το καπάκι έκλεινε με τρία μάνταλα. Έκλεινε… τρόπος του λέγειν. Και κλειδοπίνακο, καπανοπίνακο, κατσαρολικό…
Βασίλης said
και ρύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία», =
«Με το μπαμπάκι του Χάρου στο στόμα/ νάσου μια κορασιά που με σιμόνυ/
της τυλίζη ένα σάβανο το σόμα/ που στον αέρα ολόασπρο φουσκόνυ/
κι ενώ φουσκόνυ ομπρόσμου έρχετε η βρόμα/ του λιβανίου που την καρδία πλακόνυ».
Δ. Σολωμου «Λάμπρος»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ said
Μαγευτικά ταξιδέματα, ιδιαίτερα αν ξέρεις και τους ανθρώπους και τα μέρη.
sarant said
37: Βασίλη, ευχαριστώ για το αντίστοιχο.
38: Ναι, τότε έχει παραπάνω αξία -γεια σου Θόδωρε!
gryphon said
Ρε παιδιά απο το αντιχριστιανικό μενος μήν τά βαζουμε και με το καημενο το λιβανι τώρα .
Ουτε ξεκινησε η χρηση του με τον χριστιανισμο ουτε συνδεται ειδικα με τόν θανατο.
Μπορει στον παππου Σαραντακο και τον Σολωμο να μην αρέσει και να θεωρουν το αρωμα του δυσωδια αλλα λαοι εντελως διαφορετικοι μεταξυ τους το χρησιμοποιουν εδω και κατι χιλιαδες χρονια αποδιδοντας του ιδιοτητες ακριβως αντιθετες απο αυτές που περιγραφονται στα παραπανω ποιηματα.Επισης ως γνωστον το απεχθανεται οσο τιποτε αλλο και ο διαβολος.
Michalis Melidonis said
40 αρκεί το λιβάνι να είναι αρωματικό, σε αεριζόμενο χώρο, και σε αναλογία
περισσότερο από το κάρβουνο…
Νικόλαος said
Τη διαδρομή Μυτιλήνη Αγιάσο με τα πόδια την έχω κάνει πάμπολλα καλοκαίρια, τον δεκαπενταύγουστο. Οπότε η αφήγηση της αρχής της διαδρομής, μέχρι τους Λάμπου Μύλους, ξύπνησε αναμνήσεις…
sarant said
Ναι, τον Δεκαπενταύγουστο υπάρχει λόγος 🙂
kalantzianastasia said
Καλημέρα,καλό φθινόπωρο πια και καλές δυνάμεις για τον νέο επερχόμενο νεοκατοχικό χειμώνα μας!!Πολύ με ακούμπησε,έπιασε το μέσα μου όλο,μου σφήνωσε στο μυαλό σαν τις διηγήσεις του αντάρτη παρασημοφορημένου μακαρίτη προ 8ετία πατερούλη μου (έτσι λέγαν+τον Λένιν άλλωστε!χιουμοριστικά και κυριολεκτικά΄το λέω τόσο που έμοιαζε στον Πατέρα Σαραντάκο εδώ!!).Μπορεί να μην ήξερε τοσα πολλά φιλοσοφικά να μου λέει+με τόσες πολλές ιστορικοαρχαιοελληνικές γνώσεις αλλά ήταν μεγάλος πεζοπόρος και φιλόσοφος της ζωής που την άρπαξε τόσο πολύ απτο μαλλι που της έδωσε και κατάλαβε τόσο πολύ που την κατάκτησε και της ρούφηξε το μεδούλι ο μπάρμπα-κώστας ο αρχιμάστορας της αρωστημένης μηχανής αυτοκινήτου ντίζελ και παντός είδους επί πολλές δεκαετίες μετά το πόλεμε και τα δεκεμβριανά που δε συμμετείχε ποτέ,αηδιασμένος απτην ίντριγκα,την έχθρα την αδελφική και το ακατανόητο γιαυτόν μίσος,στον ωραίο βόλο για όσους μας έχουν επισκεφτεί,,,Μου θύμισε μιά παρόμοια αφήγησή του αξέχαστη στα παιδιά του,κι ειδικά για μένα πούταν ο μέντοράς μου και στα εγγόνια του,περνώντας την κι εγώ στα δικά μου εγγόνια,μπόλικα προς το παρόν,επτά ζωή νάχουν και δύναμη!Ηταν λέει,ο πατερούλης μου,τότε που τελειώσαν οι θανατερές μάχες στο αντάρτικο βουνό έξω απτην αθήνα,λίγο προς τη Λαμία,το βουνό δε θυμάμαι,σχωρέστε με,και τα παράτησε,τα παράτησαν όλοι μετά από δυό χρόνια μάχες,επιθέσεις,θανάτους,λαβωματιές,πείνα του θανατά και ψείρα του διαόλου!Απόκαμαν σου λέει όλα τα δυνατά αυτά κορμιά που στίβαν τη πέτρα και της βγάζαν ζουμί μέχρι και κράυγές λευτεριάς που ήρθε άραγε ως τώρα??!!Αρχισε να περπατάει,με την απόφαση να φτάσει σπίτι του επιτέλους μετα από δυό ολόκληρα απουσίας και λαχτάρας απτο παρικό του,τόσο που η μάνα του,η γιαγιά μου αναστασία,θεός σχωρέστην χρόνια πολλά τώρα,θαρρούσαν πως πια ο κωστάκης τους ήταν νεκρός απο κάνα βόλι γερμανού οπως τόσα και τόσα άλλα παλληκάρια της γειτονιάς στον άνω-βόλο πούταν το σπιτάκι με την λουλουδοστόλιστη αυλίτσα.Δρόμο πήρε δρόμο άφησε το λοιπό,μέστη πείνα,στη βρωμιά του άπλητου κορμιού του ούτε και θυμόταν από πότε,με ένα μούσι που θάπαιρνε μέχρι και βραβείο γκίνες σήμερα,με κα΄τι πλευρά σκελετωμένα απτη αφαγιά και τη λιγούρα για καλό σπιτικό μητρικο φαγάκι και ζεστο ζυμβτό καρβελάκι της μανούλας του που τα μετρούσες ένα ένα και σαν να βγάζαν κάτι σα φως από μέσα τους,το φως της εγκράτειας και της πομονής!Περπάταγε να φτασει βόλο από λαμία τρείς μέρες μας έλεγε και τόσα χρόνια μετά που μας τάλεγε αυτά,ακόμα δάκρυζαν τα μάτια του στην άνάμνηση αυτή έιδικά ενώ μας είχε πει και πολλές άλλες ιστορίες της κατοχής και στ’αντάρτικα βουνά…πως έφτασαν τα πόδια του τρεις μέρες νηστικός,με λιγο νερό στο στρατιωτικό πουγκί,αυτό πούχεις επένδυση παραλλαγής απέξω,και με λίγο ξεροκόμματο ψωμί που πρόλαβε και πήρε απτην ομάδα πριν τους χαιρετήσει όλους…κι όμως κατάφερε με κανά δύο τρεις στάσεις κάπου σε κάνα σημείο σκιερό δέντρου κατάχαμα,γιατί ήταν και καλοκαίρι,στο κατακακαίλι..έφτασε,να μη σας τα πολυλογώ γιατί αυτό έκανα απότι βλέπω…βόλο μην πιστεύοντας ότι τα κατάφερε εντέλλει τρεις μέρες πεζοπορία,ταλαιπωρημένος,αξύριστος,γενειοφόρος και ρακένδυτος τελείως σα ζητιάνος του θανατά…φτάνει στη πόρτα του πατρικού του σπιτιού γεμάτος συγκίνηση τι και ποιόν θα αντικρύσει εκεί μετά απο δύο χρόνια αντάρτικης ξενιτιάς και ξεριζωμού,,,και βλέπει τη μάνα του την έρμη,κι οι άλλοι δυό γιοί της είχαν σκοτώθει σε μάχη στο αντάρτικο,που να φανταστεί η γυναικούλα ότι κατάφερε να αφήσει κι ένα της παιδί να ζήσει ΄λίγο παραπάνω τη ζωούλα του?..στην αυλή και κάτι έφτιανε στο φούρνο…δε της μιλάει ακόμα έτσι πούταν έτοιμος να καταρρεύσει και να μη την τρομάξει κιόλας..γυρνάει το κεφάλι η γιαγιά μου αναστασία..τον βλέπει που στέκοταν στην αυλόπορτα έτοιμος να πέσει και να την κοιτάει με κάτι μάτια μα κάτι μάτια..κάπου γνώριμα αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί τόσα που πέρασε η δόλια με τα παιδιά πούχασε κι έκλαψε…»Ποιός είσαι παλληκάρι μου εσύ?»του λέει…και της λέει ο πατερούλης μου (που τον έχασα από καρκίνο στις 3 οκτώβρη του 2004)»Ρε μάνα ,δε με γνωρισες?εγώ είμαι..ο κωστάκης..»(μιλάμε ότι τώρα που το γράφω κι όποτε,μα κκάθε φορα που το λέω στα μεγάλα μου εγγόνια μα και στα μεγάλα μου παιδιά κλαίω ακόμα,,,)…η γιαγιά μου φαντάζεστε τί έγινε άπο κεί και μετά..άρχισε να φωνάζει το παππού μου τον ευριπίδη,ταχυδρόμο τότε..»βριπίδη,βριπίδηηη έλα..έλα έξω..ήρθε ο κωστάκης..ήρθε ο κωστάκης μας…»21χρ.τότε πατερούλης,απτα 19 έφυγε απτο σπίτι κρυφά για τα βουνά…που να τον γνωρίσει η γιαγιά μου με τα μούσια μετά από δύο χρόνια;;αλλά τα μάτια..αυτα τα μάτια που λεν τα πάντα της ψυχής τα γνώριμα μυστικά της λέγαν ότι μπορεί και νάταν το παιδί της πριν της το πει ο πατερούλης μου…ήταν η καλύτερη κι ομορφότερη πεζοπορία της ζωής του μας έλεγε κι έτσι ήταν..ευχαριστώ που με διαβάσατε με τόση υπομονή κι ευχαριστώ πολύ τον κ.Σαραντάκο εγγονό που μούδωσε την ευκάιρία να την ξαναθυμηθώ..αιωνία η μνήμη των πατεράδων μας ηρώων..αιωνία κι η μνήμη του πατερούλη μου του «καπετάν-Κόζιακα» όπως τον λέγαν στην βουνίσια του ομάδα…
sarant said
Καλημέρα, σας ευχαριστώ πολύ!
kalantzianastasia said
Ki από μένα μιά Καλημέρα και καλό ξημέρωμα γιατί με το διάβασμα που πάτησα με τόσα ενδιαφέροντα άρθρα σου κ.Νικο Σαραντάκο,αγαπητέ Νικοκύρη,όπως σε αποκαλούν οι πιο οικείοι σου φίλοι και ιστολόγοι «συνδετημόνες»της μελέτης και ψιλοσχολιασμού των «εφτά καλοκαιριών»,με πήρε ξημέρωμα κι είναι ήδη εξη το πρωί Πέμπτης!Κατ’αρχάς συγνώμη (κι όχι συγγνώμη κατά Αδωνι,θεός φυλάξοι!)για τον ενικό από μέρους μου αλλά είναι παράξενο το γεγονός το ότι σε θεωρώ όχι μόνο σαν έναν πολύ σπουδαίο κι απλό,οι απλοι με την απλή ελληνική γλώσσα είναι οι αληθινά σπουδαίοι κι όχι οι περισπούδαστοι με την ευφάνταστη και βαρύγδουπη φρασεολογία που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν,συγγραφέα,αλλά και μέσα και πάλι απο την αφήγηση του πατέρα σου ,ήρωα για μένα σα το δικό μου,με έκανες να ξαναμεταφερθώ στις δικές του διηγήσεις που τόσο πολύ θάθελα να είχε κι αυτός την δυνατότητα και την ευχέρεια,αλλά και την γραμματοσύνη να συγγράψει και να μείνουν στο απειροβλητο του χρόνου όπως του δικού σου πατέρα.Θα μπορουσα βέβαια να το κάνω εγώ αλλα τώρα μπορεί και να είναι αργά γιατί θα φανεί σαν υποκλοπή πνευματικής ιδέας εφόσον ξέρεις πια ότι θα την έχω εμπνευστεί από το δικό σου μεγάλούργημα,γιατί για μένα έτσι είναι,όχι απλά το βλέπω έτσι,επειδη τυχαίνει να έχω ΄συναισθηματικά΄,οικογενειακά και ψυχικα με το πατέρα μου αλλά γιατί η γραφή σου είναι τόσο αφοπλιστική,απλή,βατή,γλαφυρή και σε παρασέρνει πηγαίνοντάς σε κατευθειαν σε κεινη την εποχή,εκείνη τη στιγμή ακριβώς που περιγράφεις,ότι κι άν είναι αυτό!Και δεν είναι να πεις ότι δεν έχω διαβάσει ουκ ολίγα βιβλία!Μιά ζωή υπήρξα βιβλιοφάγος για να μη πω βιβλιοκαννίβαλος γιατι τα καταδιάβαζα (όπως λέμε καταευχαριστιέμαι!)δύο και τρεις φορές το ίδιο βιβλίο!Τόσο που μερικε φορέ μπέρδευα το φανταστικό μυθιστορηματκό περιβάλλονα με τη δική μου πραγματικότητα..αυτό όμως με έσωσε πολλές φορές απτν ασχήμια της γιατί την έβλεπα με τα δικά μου μάτια,όπως ήθελα εγώ να είναι μέχρι που καταφερνα σιγά σιγά με επιμονή και την έκανα καριβώς όπως την έβλεπα εγώ!Ετσι καταφέρνεις κι εσύ τώρα μέσα απτις τόσο γνωριμες για μένα,για τους άλλους αναγνώστες σου δε ξέρω,αφηγήσεις σου της ζωής και των βιωμάτων του πατέρα σου και με μεταφέρεις με το νου,όχι πως τις έζησα δηλαδή,όχι βέβαια,στις τόσο «ζωντανές»για μένα αφηγήσεις του πατέρα μου και τόσο εφάμιλλες με αυτές του πατέρα σου.Θυμάμαι μιά παρόμοια με αυτή των λαικών δικαστηρίων,λίγο παραπλησια αλλά όχι σε χωριό ή σε νησί,αλλα εδώ στο βόλο που ζω κι εγώ ακομα..Μούχε πει και είναι σα τώρα να τον ακούω..ήταν μετά το πόλεμο και την απελευθέρωση απο το γερμανικο ζυγό,είχαν εξαφανιστεί κι οι σύμμαχοι του άξονα,είχαν παραβοηθήσει κι αυτοί,έλεγε,φτάνει,δε χρειάζοταν άλλο,ότι είχαν να φάν το φάγαν…και μας αφησαν τα ερείπια να τα ξαναχτίσουμε απτα θεμέλια και χωρίς υλικά,χωρί φτυάρια,χωρίς μιά αξίνα,τίποτα…μαρέσει,έλεγε,που ζηταμε κι αποζημίωση απτους κ..φασίστες τους κατακτητές του διαόλου!!Αν μας δώσουν ποτέ αυτοί,έλεγε,ένα φράγκο (αιωνία του η μνήμη κι αυτουνού!)εγώ να ΄σκύψω και να ψηφίσω πρώτη φορά Καραμανλή!Ηταν η εποχή της Χούντας,μούλεγε,περί το 68 με 69,ήμουν τότε εγώ 5 με 6 χρονών,όταν συνέβη αυτό με το «λαϊκό διακαστήριο»των ασφαλιτών της χούντας!Τότε τα γραφεία της Ασφάλειας (Εασάδια,τάλεγε ο πατέρας μου)είχαν εγκατεστειμένα στο πρώτο όροφο της οδού Δημητριάδος,ακριβώς απένταντί μου δηλαδή απτο διαμέρισμα που κάθομαι εγώ τώρα με την κατάκοιτη μάνα μου,που τη γηροκομώ εδώ κι 8 χρόνια που χάσαμε το πατέρα απο καλπάζοντα καρκίνο σε συκώτι και στομάχι αντάμα μέσα σε είκοσι μέρες και τούκλεισα εγώ τα μάτια στο πανεπιστημιακό της Λάρισας,και εκεί λοιπόν στο γραφείο αυτό του σκοτεινού ΄πρώτου ορόφου,γιατί είχε φώς μόνο μέσα στο γραφείο που γίνονταν οι «εξετάσεις»κι οι «ήρεμες συζητήσεις»και με καλή ηχομόνωση σε τόίχο και τζάμια για να μην ακούγεται τίποτα απολύτως προς τα έξω στο δρόμο,γιατί η Δημητριάδος ήταν κι είναι η πιο μεγάλη λεωφόρος του Βόλου..ήταν να δικαστεί κι ο πατέρας μου για μία επίθεση πουχε κάνει,νέος τώρα,κάπου 35 χρονών,τότε είχε το πρώτο του μικρό μαγαζάκι με λάμπες και βίδες,ηλεκτρολόγος έμαθε να είναι απτο στρατό,μετά το αντάρτικο,και περίμενε να τον φωνάξουν να πάει με τη σειρά του πάνω στο γραφείο..είχαν έρθει και τον πήραν το πρωί και τον είχαν και περίμενε όρθιος στο διάδρομο για ώρες..η υπόθεση ήταν ότι μία μέρα περπατούσε στο δρόμο και βλέπει έναν αστυνόμο της χούντας να χτυπάει άσχημα μιά κοπέλα μάλλον μπασμένη σε οργάνωση γιατί είχε στα χέρια της αφίσσες..την βάραγε άσχημα με το γκλομπ κι αιμορραγούσε ήδη απτο κεφάλι..του αρπάζει το μπράτσο ο πατέρας μου και του ρίχνει κάτι ξεγυρισμένες μπουνιές (μπουκέτα,στην αργκό!)χωρις να λογιάσει τίποτα!!Πέφτει κάτω η κοπέλα,Ελένη την λέγαν,μας είχε πει,φανερά άσχημα χτυπημένη και σφάδαζε απτο πόνο στο κεφάλι..έρχονται τότε κι άλλοι αστυνόμοι,τον αρπάζουν τον Κυρ-΄Κώστα,τον πατέρα μου,και είχε να τον δει η μάνα μου μετά απαυτό το συμβάν ένα μήνα περίπου..ήταν στα κελιά της ασφάλειας βόλου με πολύ «περιποιηση»βέβαια..έφτασε η ώρα της δίκης και ρωτάει ο πρόεδρος το πατέρα γιατί επιτέθηκε στον χωροφύλακα,ποιοί οι λόγοι,αν ήταν σε καμμιά οργάνωση κομμουνιστική μαζί με την κοπέλα και αν ήταν κι άλλοι που περίμεναν απέξω να βγει απτη φυλακή και να συνεχιστεί η παρανομη δράση τους…ο πατέρας μου τίποτα δε παραδέχτηκε βέβαια απόλα αυτά,κι ας ήξερε τη κοπέλα από παλιά,απτην Επον,και το αντάρτικο που ήταν μαζί στα βουνά!Ειπε,κι αυτό ήταν που τους έσωσε και τους δύο απτο απόσπασμα,γιατι θα τους τουφέκιζαν κρυφά μιά κυριακή ξημέρωμα όπως έγινε με τον Μπελλογιάνη,στα μουγκά κι ύπουλα,,»όχι κύρ πρόέδρε,ούτε καν που το ξέρω το κορίτσι,,από ιπποτισμο το έκανα,σαν να ήταν αδελφή μου,τίποτα άλλο..είδα ότι κάποιος τη χτυπούσε και έτρεξα να την βοηθήσω γιατί την λυπήθηκα τη καυμένη τη κοπέλα!Δεν εχω καμμιά σχέση με αυτά που μου λέτε,να με πιστέψτε!»..κι έτσι τους τη χαρισε γιατι ακόμα δεν έιχε και φάκελλο ο πατέρας στην ασφάλεια,μετά έκανε έναν ΄τοσο μεγάλο σα τη Θεσσαλία!!Αυτη η Ελένη έγινε μετά η πρώτη του αρραβωνιαστικιά και τον αγάπησε πολύ,με όλη τη καρδιά της..γιατι όταν γνωρισε μετά τη μάνα μου και παράτησε την Ελένη,χωρίς όμως να τη ξεχάσει ποτέ,η Ελένη δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά και δεν ξαναγάπησε κανέναν,απότι μάθαμε κι έμεινε στο ράφι,όπως λέμε..από έναν ιπποτισμό λοιπόν γεννηθήκαμε ο αδελφος μου κι εγώ και μετα τα παιδιά μας και τα επτα εγγονάκια μου,ζωή νάχουν..για να τους διηγούμαι κάποια μέρα που θα καταλαβαίνουν πιο πολλά τόσες και τόσες ιστορίες του προπαππού τους απτο αντάρτικο κι απτην τόση δουλειά που έριξε με το μυαλο του και μόνο για να΄γίνει ο καλύτερος μάστορας μηχανολόγος μαγνήσίας και περιχώρων…Ευχαριστώ πολύ Νικοκυρη αγαπητέ που με φέρνεις σε κείνες τις θύμισες τις τόσες΄αλησμόνητες για μένα..σ ευχαριστώ..καλή σου μέρα και Αμποτε να «ξαναφύγουν και πάλι οι Γερμανοί»!!
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ και πάλι για τις αναμνήσεις!
kalantzianastasia said
Kαλημέρα κι από μένα και πάλι ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες,αν και εύχομαι να μη κούρασα και …πολύ!!Με μεγάλη μου χαρά θα παρακολόυθώ με τα μάτια της ψυχής μου όλην την ένδοξη κι αγωνιστική πορεία του παππού Σαραντινού,αλλά και πατέρα,Για το λεξιλογικο θέμα είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον με πολλές παραπομπές στην παλιά,πολλές φορές στην ορεινή επαρχία ακόμη σε καθημερινη χρήση,τοπικιστική διαλεκτική καθομιλουμένη,την οποία χρησιμοποιεί πολύ συχνά η μητέρα μου έχοντας καταγωγή βλάχικη από το Βελεστίνο Βόλου και έλεγαν πολύ συχνά τη λέξη «αραμπά»,»καστάνια» και πολλές άλλες που αναφέρονται.Είναι πραγματικά υπέροχο να μην ξεχνάμε τίποτα απτην πλούσια και σπάνια γλώσσα μας,όπως κι απτην ιστορία μας,αν κι αμφιβάλλω όλο και περισσότερο γιαυτό βλέποντας την μεγάλη έξαρση των γκρίνκλις,απορώντας αλήθεια τι σωστά ελληνικά θα μιλάνε οι επόμενες γενιές και θα μεταφερουν στα παιδιά τους!Καλό βράδυ και καλή ξεκούραστη κι εμπνευσμένη δημιουργία.
Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said
Βρε Άθεοι, δεν ήρθε από το βυζί της Ήρας ο γαλαξίας; Καλή σας μέρα!