Αναπληροφόρηση στις Λέξεις που χάνονται
Posted by sarant στο 21 Φεβρουαρίου, 2013
Για να αρχίσουμε από την αρχή, δηλαδή από τον τίτλο, με τον όρο αυτό «αναπληροφόρηση» εννοώ αυτό που λέμε ελληνικά feedback, αλλά με τη μεταφορική του σημασία, όχι την κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανατροφοδότηση) ή την οιονεί κυριολεκτική (οπότε λέγεται ανάδραση) στις θετικές επιστήμες. Εδώ μιλάμε για το φίντμπακ με τη σημασία «γνώμες, παρατηρήσεις, σχόλια», αλλά επειδή οι λέξεις αυτές είναι πολύ γενικές νομίζω ότι δεν ταιριάζουν. (Το θέμα έχει φυσικά συζητηθεί στη Λεξιλογία).
Όπως θα ξέρετε αρκετοί, την Κυριακή που μας πέρασε, η εφημερίδα Βήμα μοίρασε το βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται«, που έτσι κατάφερε να μπει σε δεκάδες χιλιάδες σπίτια και να διαβαστεί ή έστω να ξεφυλλιστεί, γιατί εδώ που τα λέμε δεν είναι βιβλίο που πρέπει να το διαβάσεις από την αρχή ως το τέλος, από χιλιάδες ανθρώπους, κάτι που πολύ με χαροποίησε. Πήρα πάρα πολλά ηλεμηνύματα, κάποια από παλιούς φίλους, αλλά τα περισσότερα από αναγνώστες που δεν τους ήξερα. Πήρα μήνυμα και από έναν πολιτικό, που αναφέρεται μέσα στο βιβλίο (αλλά δεν θα σας πω ποιος είναι, ούτε θα επιβεβαιώσω/διαψεύσω εικασίες:)
Πέρα από τα καλά λόγια, που πολύ με έκαναν να χαρώ και να καμαρώσω, πολλοί αλληλογράφοι σχολίασαν λέξεις του βιβλίου ή ανέφεραν άλλες λέξεις της περιοχής τους, ίσως ενόψει ενός δεύτερου τόμου με Λέξεις που χάνονται (αν και δεν νομίζω ότι θα το κάνω, τουλάχιστον όχι αμέσως). Οπότε, το σημερινό άρθρο έχει ακριβώς την αναπληροφόρηση που αποκόμισα σχετικά με τις Λέξεις που χάνονται. (Παλιότερα έχω ανεβάσει κι άλλα παρόμοια άρθρα).
Παραθέτω με αλφαβητική σειρά, πρώτα τα σχόλια για λέξεις του βιβλίου και μετά τις «νέες» λέξεις, εκτός βιβλίου.
αβοκάτος (ο δικηγόρος): Μια μαντινάδα: Με αβουκάτο και γιατρό παρέα να μη κάμεις / Ο γεις σε θέλει υπόδικο κι ο άλλος να ποθάνεις.
αγγρίζω (ερεθίζω, ενοχλώ): «Στη Χίο χρησιμοποιείται και η λέξη λωλαγγρίζω, με πρώτο συνθετικό το λώλα (τρέλα, παλαβωμάρα), με την ίδια έννοια που αποδώσατε στο αγγρίζω, με τη διαφορά πως η λέξη χρησιμοποιείται και για ανθρώπους».
αλικοντίζω (εμποδίζω, καθυστερώ κάποιον): «Πολλές φορές οι μανάδες και γιαγιάδες μας έδιωχναν μικρούς από τα σπίτι , σε θειάδες, λέγοντας μας : «πάνι μουρέλιμ’ να φέρ’ς απ’ τα’ θειά σ΄ αλικόντ». Το Αλικόντ συνοδευόταν από το Αλέ παρτί , Οι θειάδες μας καθυστερούσαν, δήθεν ψάχνοντας, όση ώρα χρειάζονταν και όταν ήταν να επιστρέψουμε οι θειάδες μας έλεγαν : «Τσι πες στ’ μάνας ότι χρουστά αλέ παρτί»». Ίδια ταχτική εφάρμοζαν οι πανέξυπνες μανάδες στη Χίο, όπως μαθαίνω από άλλον αλληλογράφο, μόνο που εκεί το λέγαν «αλικόντιση«: «Συχνά οι μανάδες, για να απασχολήσουν κάπως τα παιδιά και να κάνουν τη δουλειά τους στο σπίτι, μας έστελναν στη γειτόνισσα να της ζητήσουμε «αλικόντιση». Η γειτόνισσα μας ρωτούσε αν θέλαμε ψιλή ή χοντρή και έτσι επιστρέφαμε στο σπίτι για να ρωτήσουμε τη μάνα τι προτιμούσε. Η αναζήτηση της «αλικόντισης» εξακολουθούσε για διάφορα χαρακτηριστικά της (άσπρη, μαύρη κ.λ.π.). Έτσι η ώρα περνούσε και οι δουλειές στο σπίτι τελείωναν».
αμπασάδα (θέλημα, εξυπηρέτηση· και αμπασαδόρος ο μεσολαβητής, αυτός που εκτελεί παραγγελία άλλου). «Μπορεί να γράφεις ότι στη Σαντορίνη λένε Ο αμπασαδόρος ξυλιές δεν τρώει, αλλά εμείς στην Κρήτη λέμε Ο αμπασαδόρος τρώει τις μισές).
βεργέτα (δαχτυλίδι). «Τη λέμε και στη Μυτιλήνη . Ο Γ. Χατζηβασιλείου πιστεύει ότι ο ποταμός Ευεργέτουλας που εκβάλλει στον Κόλπο της Γέρας, πήρε την ονομασία του από τις βέργες (δαχτυλίδια) που σχηματίζει η πορεία του , αφού με τη λέξη βέργες περιέγραφαν την πορεία του ποταμού οι ντόπιοι». Και άλλος φίλος από τη Χίο: Στη Χίο λέμε «βεριγκέτα».
γκεζεράω (περιφέρομαι, τριγυρνάω): «Το γκεζεράω το είχα πρωτομάθει ως γκιζιρνάω. Ετσι ακούγεται πολύ στον κάμπο της Θεσσαλίας και δη στα καραγκούνικα χωριά».
ζάβαλης (δυστυχισμένος): «Δίνεται ως τουρκικής προέλευσης (από το zavalli) να σημαίνει τον δυστυχή. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο να είναι η λέξη βουλγαρικής-σλαβικής προέλευσης όπου “завали” σημαίνει βροχή. Στην περιοχή της Σιάτιστας υπάρχει επώνυμο “Ζάβαλης”. Το τοπωνύμιο “Σιάτιστα” όπως και πολλά άλλα στην κοντινή αλλά και ευρεία περιοχή είναι σλαβικά. Για παράδειγμα, υπάρχει θέση στη Σιάτιστα που λέγεται “Τσερβένα”, προφανώς από το “червена” που στη βουλγαρική σημαίνει “κόκκινος” λόγω των ερυθρών γαιών της θέση». Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοια λέξη στα βουλγάρικα, αλλά η σύμπτωση των σημασιών σαφώς δείχνει τούρκικη προέλευση -άλλωστε το τουρκογενές «ζάβαλη» πρέπει να το έχουν και στα βουλγάρικα, όπως θυμόμαστε από το «ζάβαλη μάικω» στα σλαβομακεδόνικα του Μυριβήλη.
ζάντζα (ιδιοτροπία, νάζια, ζαβολιές). «Στη Μυτιλήνη λέγεται ζούντζα = ζαβολιά και ζουντζιάρς = ζαβολιάρης».
καρύτζαφλος (το καρύδι του λαιμού). «Στην Κορινθία λέμε καρούτζος με την ίδια σημασία».
κουσέλι (το κουτσομπολιό): «Στη Χίο, κουσελάς και κουσελού όποιος σχολιάζει ασταμάτητα».
λαντουρώ: (ραντίζω, καταβρέχω): «Μια μαντινάδα: Κι απίτης ήψες τη φωθιά ήπιασες το λαήνι / και κάμεις πως τη λαντουράς μ’αυτή δα μπλιο δεν σβήνει»
μαξούλι (συγκομιδή, παραγωγή): «Μια μαντινάδα: Δεντρό απού μπολιάσαμε κι εδά ναι στο μαξούλι / είν’ η φιλιά μας,κοπελιά, και τη ζηλεύγουν ούλοι».
μουζούρι (μέτρο όγκου π.χ. για σιτηρά): «…Κι οι χωριανοί περνούσανε, μπαρμπάδε μας και θειάδες / χίλια μουζούρια, ώρα καλή, καλώς τσι δυο χιλιάδες… (του Μουντάκη, από το Έφτασε ο ζευγαροκαιρός, που είναι πραγματικός διαλεκτόφωνος θησαυρός).
μούλκι (το κτήμα): «Στη Χίο το λέμε μούρκι» Πράγματι, έτσι το έχει και ο θαυμάσιος Μακριδάκης (που είναι Χιώτης) στο Ζουμί του πετεινού.
μπέτης (το στήθος): «Μαντινάδα: Αν μου γυρίσει στη ζωή καμιά φορά το ζάρι / από τον μπέτη σου διπλό θα βγάλω το ζαράρι». Το ζαράρι, που επίσης υπάρχει στο βιβλίο, είναι το κακό, η ζημιά· και «βγάζω το ζαράρι», καλύπτω τη ζημιά, τη χασούρα.
μπουχαρί (η καπνοδόχος): «Στη Λέσβο λέγεται πκαρί = τζάκι και το πανί που βάζουμε πάνω στο πκαρί = πκαρουπαν(i). Την εποχή , του πολέμου της Κορέας είχε ανεβεί σχετικό με τον πόλεμο σκετς. Ένας Μυτιληνιός φαντάρος διάβαζε στον αγράμματο φίλο του το γράμμα που είχε λάβει απ’ το χωριό, το οποίο περιέγραφε μια φωτιά : «Πκαρίς τ’ Γιάνν΄ πήρι γιαγκίν» κι ο ωτακουστής Πειραιώτης μάγκας συμπλήρωνε : « Βρε τα’ κιρατάδις τς τς Μυτιληνιοί πότε μάθαν τα κορεάτικα;».»
πολήμι (κοίλο κτίσμα κάτω από το πατητήρι ή το ελαιοτριβείο): «Δεν ήξερα τι σημαίνει, ώσπου σε παλιά έγγραφα σχολικών επιτροπών των αρχών του 20ού αι. και της Γεωργικής Επιτροπής Γέρας 1918-1922 διάβασα, το «δια πλύσιμο πολυμιών», που από τα συμφραζόμενα πρέπει να σημαίνει –αν δεν κάνω λάθος – πλύσιμο ελαιοδεξαμενών. Το πολυμιών νομίζω ότι το είδα να γράφεται με –υ-«. Γράφεται και με υ. Μόνο αν το πας ετυμολογικά θα το γράψεις «πολήμι» (από υπολήνιον). Αλλος φίλος από Χίο γράφει: «Στη Χίο έχει την έννοια των θεμελίων ενός κτίσματος. Εκφρ.: «Στα πολήμια του σπιτιού βρήκανε αρχαία».»
ρόγκια, τα (χωράφια που έχουν προκύψει από καμένο δάσος). «Το ξέρεις ότι υπάρχει και το επώνυμο Ρογκάκος, γνωστή αριστερή μανιάτικη οικογένεια. Δες εδώ μια ερμηνεία κι ως λατινομαθής που είσαι πρέπει να την ελέγξεις: «εκτός των Λασκαραίων μετανάστευσε στη Λακωνία και η οικογένεια του Παναγιώτη Κουμουντουράκη, ο οποίος όπως προείπαμε, πήρε το επώνυμο Ρόγκος (εκ του Λατινικού Ρόγκο που σημαίνει αρχηγός του πυρός) και αργότερα Ρογκάκος, ο οποίος εγκατεστάθη ανατολικά της Ζαραφώνας του Πάρνωνα, όπου έχτισε πύργο, όταν δε έφτασαν οι Τούρκοι στη Λακωνία, αρνήθηκε την υποταγή». Κανένα λατινικό «ρόγκο» δεν ξέρω να υπάρχει, η οικογένεια είναι πολύ πιθανότερο να πήρε το όνομά της από τοπωνύμιο Ρόγκια -τέτοια τοπωνύμια υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.
σιτζίμι (ο σπάγγος, το σκοινί και μεταφορικά στη Μυτιλήνη για τη βροχή): «Επειδή έχετε μια παραπομπή από το βιβλίο του Κ. Πολίτη Στου Χατζηφράγκου για τον σπάγγο σιτζίμι των χαρταετών, στο δέκατο κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχει το εξής: Παρασκευή, μια κερατένια μπόρα κι η βροχή έπεφτε σιτζίμι«.
τράφος (το χαντάκι, ο χαμηλός λιθόκτιστος τοίχος στα χωράφια): Μια μαντινάδα: Είδα τη και λιγώθηκα και κάθισα στον τράφο / δεν ήρθε η σκύλα να με ιδεί να με ρωτήξει ‘ντα χω. Βέβαια, συνήθως τώρα οι τράφοι έχουν καταντήσει ξεροτρόχαλοι.
τσαΐρι (λιβάδι, βοσκοτόπι): «Η λέξη : τσαΐρι, απαντάται και στην Πελοπόννησο. Στο χωριό μου, Λουτρα Ηραίας, την λέγαμε. Γνωστό σε όλους μας ήταν το : Τσαΐρι του Σολλά, από το όνομα του ιδιοκτήτη του». Αυτή η πληροφορία είναι ενδιαφέρουσα, γιατί δεν είχα βρει τη λ. τσαΐρι στην Παλιά Ελλάδα.
τσιφτές (το δίκαννο): «Μια μαντινάδα: Σαν πάρει ο τσιφτές φωτιά και σπάσει το καψούλι / ο κυνηγός την πέρδικα την έχει στο σακούλι. (Του Μουντόκωστα). Κι άλλη μια: Δυο μπάλες σε μια πέρδικα δεν έπαιξα ποτέ μου / και πρόσεξε να μην βρεθείς στην κάννη του τσιφτέ μου. (Του Μύρωνα Σκουλά)».
φαμέγιος (ο οικότροφος υπηρέτης): «Μια μαντινάδα του Ψαραντώνη: Πάρε με φαμεγιούρη σου να κάμω τη δουλειά σου / να πλέκω κάθε ταχινή, κυρά μου, τα μαλλιά σου». Κι άλλη μια δύσκολη, του Σκουλά: «Ηκαμα εγώ φαμεγικιές σεβντά στη δούλεψή σου / μα καλλιμέντο ούτε θρουλί δεν είδα ‘πονομή σου». Καλλιμέντο είναι το καλό, η προκοπή. Θρουλί το ψίχουλο.
χωρύγι (ο ασβέστης): «Στο χωριό μου, Κορινθία, το λέγαμε : χορίδι. Για την ορθογραφία δεν επιμενω διότι μόνο προφορικά την ξέρω. Ομως με τη λεξη αυτή εννοούσαμε τον κακής ποιότητας ασβέστη. Ασβέστης ο οποίος ή δεν ήταν από καλή πρώτη ύλη ή δεν είχε καλά σβηστεί. Ετσι, όταν τύχαινε κάποιος σοβάς να τριφτεί και να πέσουν κάτω τρίμματα του, λέγανε οι πιό μεγάλοι : χορίδι ήταν, όχι ασβέστης.»
ψακή (το δηλητήριο, και ψακώνομαι: φαρμακώνομαι): «Μια μαντινάδα του Σκουλά: Φαρμάκι άδολο να ιδώ στα χείλη σου θ’αράξω / μακάρι και να ψακωθώ κι ώρα να μη βαστάξω».
Νέες λέξεις, που δεν είναι στο βιβλίο:
γιαλικά = τα του γιαλού, τα θαλασσινά [και σαν τα γιαλικά, ως κ’ εκείνος μοσκοβολάει όσο είναι φρέσκος. (Λασκαράτος, Ίδε ο άνθρωπος, Ο πρωτευουσιάνος)]
γκαφάλι: Αμιγώς τρικαλινή λέξη, ανόητος.
ζητούνα = ζητιανιά, διακονιά, επαιτεία
καλλιμέντο: Το καλό, η προκοπή, το χαΐρι. Μια μαντινάδα: Τρίχα ψαρή στην κεφαλή δεν είχα εδώ κερά μου / μα εδά τα καλλιμέντα σου θώριε τα στα μαλλιά μου..
κουκοσάλι : το χαλάζι. Ίσως απ’ το λατινικό cucutium απ’ όπου και το κουκούτσι (Δυτ. Κρήτη).
κούρβουλα = κορμός φυτού, κυρίως αμπελιού, που έχει ξεραθεί και χρησιμοποιείται για προσάναμμα. (Λέξη του Λασκαράτου)
λιγοδούρητη / πολυδούρητη = διαρκεί λίγο / πολύ καιρό (από το ιταλικό durare: αντέχω στο χρόνο) [ο τσαγκάρης κάνει την ποδεμή λιγοδούρητη, ενώ ο δικηγόρος κάνει τη δίκη πολυδούρητη. (Λασκαράτος, Ίδε ο άνθρωπος, Ο δικηγόρος)]
λιμουχρίζω ή αλιμουχρίζω: αναφέρεται στον τσαπατσούλη που κάνει κάποια δουλειά γρήγορα, βιαστικά, με αποτέλεσμα να τα κάνει χάλια. Τα λιμούχρισε στην κουζίνα πάλι… (Ηλεία)
μουμούδια = η ψίχα των ξηρών καρπών (Λασκαράτος)
πασμαγούδια: οι διάφορες λιχουδιές που τρώει κάποιος πριν το κύριο γεύμα. Λέει η γιαγιά: «φάγατε ένα σωρό πασμαγούδια και τώρα δεν έχετε όρεξη. (Ηλεία)
περάτσουλας : βροχόπτωση συνήθως μεγάλης έντασης αλλά μικρής διάρκειας, περαστική. Η ετυμολογία αρκετά διαφανής. (Δυτ. Κρήτη)
ρεντζελάω ή ρετζελάω: Ειδικά για το λάδι ή τα υγρά. Σκορπάω απρόσεκτα και λερώνω. Πιτσιλάω. «Δεν πρόσεξε και τα ρετζέλισε όλα με το λάδι. Το ακούμε και αυτό στην Ηλεία και το χωριό Αλφειούσα, κοντά στον Αλφειό ποταμό.
ρέφουλας : ορμητικό ρέμα που σχηματίζεται συνήθως μετά από έντονη βροχή, ο χείμαρρος. Ανάγεται στο λατινικό ρήμα refluo,reflugere = αναχέομαι,πλημυρίζω. Προφανώς ανήκει στις λέξεις που κληροδότησαν στην Κρήτη οι Βενετοί μαζί με τα κάστρα και τα καλντερίμια.
σέντσα-φέδες = οι αναξιόπιστοι, οι ψεύτες (από το ιταλικό senza-fede: χωρίς πίστη)
σούγλος: ο κουβάς, συνήθως μεταλλικός, για το νερό. Ακουγόταν από τους πιο παλιούς στον Πύργο Ηλείας.
στούπα: είδος χιονιού με επίπεδο σχήμα που ,σε αντίθεση με το σβωλώδες χιόνι το οποίο κατρακυλάει και πέφτει στο έδαφος, αυτό σωρεύεται αθροιστικά πάνω στα κλαδιά των δέντρων που δεν αντέχουν το βάρος και σπάνε. Η στούπα διαγκωνίζεται με τον δάκο για τη θέση του χειρότερου εφιάλτη των ελαιοπαραγωγών. Αν πέσει στούπα, η επόμενη βεδέμα ίσως αργήσει – μακρυά από μας. Η λέξη συνδέεται είτε με το λατινικό stuppa που με τη σειρά του ανάγεται στο αρχαιοελληνικό στυππεῖον (= στουπί), οπότε πάλι οι Βενετοί θα είναι οι κληροδότες, είτε με το τουρκικό ustubec που ανάγεται στο περσικό istidac (= στουπέτσι, λευκός μόλυβδος κατάλληλος για βαφές), οπότε κληροδότες θα είναι οι Τούρκοι. Κάτι άφησαν κι αυτοί.
Raptakis Dimitrios said
Νίκο, στο γνωστή ρίμα του Κωστή Φραγκούλη από το Λάστρος της Σητείας «Βοσκαρουδάκι αμούστακο» (που τραγουδήθηκε αδευτέρωτα από τον Μουντόκωστα) ακούγεται το δίστιχο:
«Να βρέχει, να κουφοβροντά και ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να ρθείς στην εδική μου αγκάλη»
Και δυο «μανιάτικα»:
– Ο σούγκλος, ο κουβάς λέγεται σίγκλος.
– Οι νιφάδες του χιονιού λέγονται στουπέλες.
Την καλημέρα μου.
Theo said
Καλημέρα, Νικοκύρη.
Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να προμηθευτώ το βιβλίο σου, να δω τι γράφεις.
Βλέπω, όμως, εδώ το «τσαΐρι». Το λέγαμε και στην Έδεσσα για ένα λιβάδι, δίπλα στο ποτάμι, στις παρυφές της πόλης, το «Πασά τσαΐρι», όπου πηγαίναμε να παίξουμε, μικροί. Τώρα έχει ιχθυοτροφεία, γήπεδα τέννις, κλπ.
spiral architect said
Καλημέρα. 🙂
Ενώ από τις παλιές «Λέξεις που χάνονται» ήξερα αρκετές, από τις παρατιθέμενες σημερινές δεν έχω ακούσει καμιά πλην του μουλκίου, που την γνωρίζω σαν περιοχή στη Σαλαμίνα (τώρα λέγεται Αιάντειο, αλλά οι παλιοί Κουλουριώτες το αποκαλούν ακόμα έτσι) και λογικά από κάποιο κτήμα κάποιου Αρβανίτη κτηματία θα ονοματίστηκε.
Ορεσίβιος said
Καλημέρα ακάματε Νικοκύρη και συσχολιαστές.
Στα μέρη μου το χοντρό χαλάζι το λέμε κοκκορόβι και το ψιλό χαλάζι το λέμε κοκκοσάλι.
Ο σπουδαίος λαογράφος (και όχι μόνο) Ντίνος Ψυχογιός στα «Ηλειακά» του δίνει τις εξής ετυμολογίες:
κοκκορόβι (το), = [<κόκκος+ρόβη]= χαλάζι χοντρό, σε μέγεθος καρυδιού και μεγαλύτερο. Η λέξη ρόβη στο δεύτερο συνθετικό, είναι κατ΄ευφημισμόν.
κοκκοσάλι (το), [<κόκκος+άλας] = ψιλό χαλάζι, σε μέγεθος χοντροτριμένου αλατιού του παλιού μονοπωλείου.
ΚΙ εμείς τον καρύτζαφλο τον λέμε καρούτζο. Μάλιστα, τις απόκριες που σφάζουμε το χοιρινό – γίνεται με ξέλαση από 5-6 άντρες από σπίτι σε σπίτι – είναι ο πρώτος μεζές που ψήνεται για να πιούν ένα ποτηράκι οι σφάχτες και να ευχηθούν "καλωφάγωτο".
Σούγλος, συγνώμη, δεν ακουγόταν μόνο από τους παλιούς. Στο χωριό μου έτσι το λένε και σήμερα, νέοι και γέροι. Με το σούγλο βγάζουμε νερό από τα πηγάδια μας.
Τη λάτα, επίσης, που έχεις στις 366 λέξεις, τη λέμε και σήμερα. Το "μεγάλο" κιλό μάλιστα για τη μέτρηση των σιτηρών, είναι δυο λάτες, δηλαδή περίπου 40 κιλά των 1000 γραμμαρίων.
gpointofview said
Σούγλο λένε το χαρανί ;;
sarant said
Eυχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
5: Το χαρανί δεν είναι σκεύος της κουζίνας;
Alexis said
#4, Η λάτα σαφώς και είναι ζωντανή λέξη, λέγεται ευρέως σε όλη τη Δυτική Ελλάδα.
Τη «βεργέτα» εγώ την έχω ακούσει όχι για το δαχτυλίδι ή το σκουλαρίκι αλλά για το βραχιόλι (ειδικά «βεργέτες» λέγονταν εκείνα τα παλιομοδίτικα, συμπαγή, χρυσά συνήθως βραχιόλια που φοριούνταν πολλά μαζί και σε κάθε κίνηση του χεριού βροντάγανε).
Από τις νέες λέξεις έχω ακούσει το κουκοσάλι (υπάρχει και σε στίχο του Γιάννη Χαρούλη).
Λοιπές παρατηρήσεις (μαζεμένες) όταν τελείωσω το βιβλίο-τώρα είμαι ακόμα στο «κ» 😦
spiral architect said
@5, 6: Κατά πως λέει το σλαγκλεξικό, χαρανί είναι ο μεταλλικός (τσίγκινος) κουβάς.
gpointofview said
# 6
Οχι, χαρανί έλεγε η γιαγιά μου τον μικρό μεταλλικό κουβά που ήταν δεμένος στο χείλος της στέρνας και μ’ αυτόν βγάζαμε «ένα χαρανί νερό» και γεμίζαμε τον ανοιχτό γκαζοτενεκέ με την ξύλινη εγκάρσια λαβή που είχαμε για την μεταφορά του νερού
gpointofview said
Αλησμόνητοι μου έχουν μείνει οι ήχοι από το σήκωμα του καπακιού της στέρνας,, ο θόρυβος του έκανε το χαρανί χορεύοντας μέχρι να βυθισθεί στο νερό, οι σταγόνες που έπεφταν στο ανέβασμα. Ολα αυτά ενισχυμένα από τον αντίλαλο του υπογείου όπου βρισκότανε η στέρνα.
Και το βρόχινο νερό με την περίεργη γεύση…
Αχχχ
τυφλόμυγα said
Χαίρομαι που βάλατε ξανά άρθρο με λέξεις. Χτες αργά καθώς διάβαζα το βιβλίο σκέφτηκα να πάρω ένα μολύβι, να κρατάω σημειώσεις στο πλάι. Δεν διάβασα ακόμα όλο το σημερινό κείμενο. Βρήκα ευκαιρία να βάλω εδώ παλιά άρθρα με λέξεις για τους νέους σχολιαστές -τους τελευταίους έξι μήνες ήρθαν αρκετοί. 🙂
Λέξεις από την Αμοργό του Αρκεσινέα:
https://sarantakos.wordpress.com/2012/04/10/amorgolekseis/
https://sarantakos.wordpress.com/2012/05/30/amorgos/
Λέξεις από τη Λίμνη Ευβοίας από σχολιάστρια:
https://sarantakos.wordpress.com/2012/03/30/limniwords/
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
Το χαρανί, όπως φαίνεται, αλλού σημαίνει κουβά και αλλού σημαίνει καζάνι.
http://culture.samos.gr/c/portal_public/layout?p_l_id=1.9&p_p_id=CIV_GUEST&p_p_action=1&p_p_state=maximized&p_p_mode=view&_CIV_GUEST_struts_action=%2Fext%2Fciv%2Fguest%2FloadItem&_CIV_GUEST_itemid=11411
Δεν είναι και πολύ διαφορετικές χρήσεις. Εδώ ένας Λημνιός πιάνει ένα μεγάλο φάσμα δοχείων:
Η κατσαρόλα, ου μην αλλά και τα παρεμφερή της, τγαν’, χαρανί, τσεζβές, μαστραπάς, χαρκότσκα, τζετζερούδ, μπακράτσ’
και έχει την παροιμία
«Το καλό μας χαρανί / βραζ φασούλες και φακή / πρεπ να βρασ’ όμως κριγιάς / για να μπει στ’ θέση τς η ψχη»
http://tragaras.blogspot.gr/2011/06/blog-post_09.html
Ανδρέας Καλογερόπουλος said
Κούρβουλο λένε στη Μεσσηνία και το φυτό του αμπελιού, το κλήμα. Αυτό που εμείς οι γεωπόνοι λέμε επισήμως πρέμνο. Στην Κρήτη άκουσα ότι το λένε κουρμούλα.
Πάνος said
Για να ξέρω μόνο δύο, την τράφο και το μουζούρι, αυτές οι λέξεις πράγματι χάνονται. Σημειώνω κάτι ενδιαφέρον για το μουζούρι : είναι μονάδα «παραγωγής» και στην Κρήτη χρησιμοποιούνταν για να μετριούνται τα ελαιοπερίβολά. Προσέξτε τώρα : ένα μουζούρι έιναι η έκταση του χωραφιού που σου έδινε ένα ντενεκέ λάδι (ή κάποια ποσότητα συγκεκριμένη, δεν ξέρω αν ήταν ντενεκές). Αν τώρα το χωράφι είχε πυκνοφυτεμένες ελιές, ένα μουζούρι μπορούσε να αντιστοιχεί σε μισό στρέμμα, για παράδειγμα. Αν όμως είχε αραιοφυτεμένες, ήταν σε πλαγιά κλπ., το μουζούρι μπορεί να ήταν και δύο στρέμματα !
Η μονάδα «εφευρέθηκε» επί Τουρκοκρατίας, την εποχή που υποχρεωτικά δηλαδή παρακρατούνταν μια ποσότητα απότην παραγωγή…
Ηλεφούφουτος said
Καλά, βρε Νικοκύρη, από τις λέξεις του βιβλίου σου είναι ζήτημα να ήξερα ένα 10% και δεν ξέρεις το χαρανί;!
Πηγάδι στο κτήμα σου στην Αίγινα έχετε, δεν έχετε; Η μαμά σου ή η γιαγιά σου η Αιγινί(ή)τισσα πώς σου έλεγαν τον κουβά του;
Raptakis Dimitrios said
13: Ξεκουρμουλώνω=ξεριζώνω, στην Κρήτη.
physicist said
τράφος (το χαντάκι, ο χαμηλός λιθόκτιστος τοίχος στα χωράφια):
Το χαντάκι το ήξερα να λέγεται τάφρος, ο τράφος είναι παραλλαγή αυτής της λέξης; Κι ακόμα, μπερδεύομαι κάπως από το χαντάκι και τον τοίχο: το ένα έχει αρνητικό ύψος, το άλλο θετικό, η λέξη περιγράφει και τα δύο;
Κατά τ’ άλλα, ήξερα μόνο τον ζάβαλη, το μπουχαρί και τον φαμέγιο. Το πρώτο ως επώνυμο (ξέχωρα από τη ζάβαλη μάικω που δεν ξεχνιέται), το δεύτερο μάλλον από χωρικούς στην Ήπειρο και το τρίτο από κάτι διηγήματα της σειράς Παιδική Λογοτεχνία, νομίζω εκδόσεις Πεχλιβανίδη της δεκαετίας του 1950.
Αναστασία said
Στα «Τετράδια της Ερατώς», ένα βιβλίο με παλιές σμυρναίικες συνταγές, η Ερατώ χρησιμοποιεί τη λέξη χαρανί αντί για κατσαρόλα.
τυφλόμυγα said
Το Βοσκαρουδάκι αμούστακο, στο οποίο αναφέρθηκαν οι #1 και #7γ.
Καλώς το Φυσικό. 🙂 🙂 Έχεις εμφανιστεί κάμποσο καιρό, αλλά δεν έτυχε να βρεθούμε την ίδια ώρα στο ίδιο νήμα. Μη σε ξαναχάσουμε, ε;
gpointofview said
# 12
Νομίζω Νίκο πως τη λέξη κουβάς την χρησιμοποιούμε μόνο για το σχήματος κόλουρου κώνου δοχείο ενώ το χαρανί για οποιοδήποτε μεταλλικό αντικείμενο με το οποίο βγάζανε νερό που πολλές φορές ήταν ένα (ορθό) πρίσμα τενεκεδένιο. Σε περιπτώσεις μεγάλής ένδοιας το ίδιο τενεκεδάκι μπορεί να χρησιμευε και σαν μαγειρικό σκεύος.
physicist said
#19. Χαίρετε και αγγαλιάσθε κι ευχαριστώ πολύ που δεν με ξεχάσατε 🙂 . — Δεν θα με χάσετε εντελώς αλλά θα είμαι λακωνικός, παρεκτός κι αν γίνει κάποιο θαύμα κι αποκτήσω ξαφνικά περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Αλλά πού να γίνουνε θαύματα με αποδέκτες άθρησκους.
Γς said
20:
Κουβάς και τα χρήματα του κουβά, τα κουβανέζικα, που είναι από τα δήθεν ακατάλληλα υλικά που πέταγαν (και πετάνε) στα χειρουργεία.
Αρκεσινεύς said
> Εκτός των Λασκαραίων μετανάστευσε στη Λακωνία και η οικογένεια του Παναγιώτη Κουμουντουράκη, ο οποίος όπως προείπαμε, πήρε το επώνυμο Ρόγκος (εκ του Λατινικού Ρόγκο που σημαίνει αρχηγός του πυρός) και αργότερα Ρογκάκος,
.
ρ. rogo υπάρχει αλλά δεν έχει καμιά σχέση με τα παραπάνω. Υπάρχει η λ. rogus, i που σημαίνει φωτιά. Κάτι άλλο σχετικό στην κλασική Λατινική δε βρίσκω.
Νέο Κid said
Δεν κατέχω το ‘αμιγώς τρικαλινή’ για το γκαφάgλ πώς ακριβώς τεκμηριώνεται. Yπάρχει κάποιο πιστοποιητικό τρικαλοσύνης; 🙂 πάντως λέγεται ευρέως και νοτιότερα στο χωργιόμ και μάλιστα κι από νεότερους. Έχω πει εγώ «γκαφάλια»…έναν ντέλο νοματαίους!
gpointofview said
#22
Εγώ ξέρω «στον κουβά» τις λάθος στοιχηματικές πληροφορίες που σαν αρχή έχουν το φορμαρισμένο άλογο που του δίνουν να πιει ένα κουβά νερό πριν να τρέξει και φυσικά πατώνει, σε ρίξανε στον κουβά, που λένε !
Γς said
Παρακολουθώ τώρα στο κανάλι της Βουλής την συζήτηση για το πρόβλημα της απόσπασης ή μη των βυζαντινών μνημείων στις σήραγγα του μετρό Θεσσαλονίκης.
Ωραίος ο διάλογος μεταξύ Κουράκου και Τζαβάρα αλλά φαίνεται ότι δύσκολα η Θεσσαλονίκη θα έχει την ευτυχία να διατηρήσει τα μνημεία στο φυσικό τους χώρο.
Κρίμα!
Θυμάμαι στην Σόφια την έκπληξη που ένοιωσα που στο κέντρο της σε μια υπόγεια εμπορική στοά βρέθηκα στην αρχαία Σόφια (Σερδίκα) και τα μνημεία της.
Φωτογράφησα μερικά και τα ανέβασα στο Panoramica. Ελληνικές επιγραφές Ε1 και Ε2
Theo said
@12: Τζεσβέ ή τζιζβέ λέμε στην Έδεσσα το μπρίκι.
24: Το «γκαφάλι» το έχω ακούσει από Καρδιτσιώτη.
Theo said
@26: Σερδίκα, η αρχαία Σαρδική.
Αρκεσινεύς said
Στη 146 του βιβλίου στο λ. λάτα στο τέλος: λατάκια λέγονται τα κουτάκια της μπίρας και των αναψυκτικών.
Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι
τυφλόμυγα said
Μπιζιγόντη ή βιζιγόντη χαρακτήρισε ο Απόστολος Κακλαμάνης τον ΥΠ. ΟΙΚ. Γιάννη Στουρνάρα. Τι θα πει αυτό; Δε βρίσκω αποτελέσματα στο γκουγκλ.
#21, Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του. 🙂 Οι δουλειές προέκυψαν πάνω που είχαμε εδώ έντονες πολιτικές αλλαγές. Μας έλειψε η διαφορετική αλλά πάντα ψύχραιμη γνώμη σου. Ελπίζω να μη μας τη στερήσεις στο εξής.
#27, Στην Κρήτη λέμε το μπρίκι τσουσβέ.
gpointofview said
#29
Το έχουμε ξαναπεί, λατάκι από το ελατάκι, μαλακό ξύλο ελάτης που αντέχει και δεν σκίζεται με το συνεχές κάρφωμα, ξεκάρφωμα όπου χρησιοποιείται.
spiral architect said
Το άσμα της ημέρας με αφορμή μια λέξη:
Πότε θα βγω απ το κουβα
να δω τον ουρανό,
να πάψουν όλοι να μου λεν
καλώς τον Κουβανό…
😀
Αρκεσινεύς said
αγγρίζω
Σε κυπριακό λεξιλόγιο βρίσκω πολλές λ.. Καλύτερα θα τα πει κάποιος κουμπάρος.
Άγγρη = δυσαρέσκεια, οργή, θυμός
Αγγρίζω, αγγρίζομαι = οργίζομαι, ερεθίζομαι, θυμώνω, εξαγριώνω, δυσαρεστούμαι
Άγγρισις = διχόνοια, θυμός, οργή
Άγγρισμαν, άγγριν = χόλιασμα, ερεθισμός, δυσαρέσκεια μεταξύ δυό προσώπων
Αγγρίσμιν = η ψυχρότητα στις σχέσεις μεταξύ δυό προσώπων
ΣοφίαΟικ said
Ένας πελαργός
είχε μείνει αργός
και στο μπουχαρί
βγήκε να χαρεί
πιο κάτω δε θυμάμαι, πάντως χάρη στο ανθολόγιο του δημοτικού η λέξη δεν είναι άγνωστη.
Παρεμππτόντως στο χωριό μας ρίχνει κου(ρ)κουσάλι.
Δύτης των νιπτήρων said
Πήγα να πω κι εγώ πως το κοκοσάλι/κουκουσάλι κάθε άλλο παρά λέξη που χάνεται είναι, αλλά βλέπω ουσιαστικά με πρόλαβαν άλλοι.
Γς said
Στο Κανάλι της Βουλής πάλι.
Για την κύρωση Συμφωνίας με Τουρκία για θέματα Ενέργειας.
Κάποιος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, λεει ότι η ανταλλαγή ηλεκτρική ενέργειας σε ώρες αιχμής δεν είναι εφικτή γιατί και οι δυό χώρες βρίσκονται στον ίδιο παράλληλο(!).
Δηλαδή έχουμε περίπου την ίδια στιγμή την μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενεργείας.
Όπως στην ‘ομοπαράλληλη’ Καλιφόρνια λ.χ. που όμως την ίδια στιγμή καταναλίσκει τη λιγότερη ηλεκτρική ενέργεια του εικοσιτετραώρου.
spyroszer said
Καλημέρα, το βιβλίο δεν το ‘χω διαβάσει ακόμα, αλλά διαπιστώνω ότι οι πιο πολλές λέξεις που αναφέρονται εδώ μου είναι άγνωστες.
– Στη Μεσσηνία ο σίκλος – ο κουβάς – είναι πολύ διαδεδομένη λέξη. Και το αλιμουχρίζω το ‘χω ακούσει στα ίδια μέρη.
-Ο τράφος και η λάτα επίσης νομίζω είναι λέξεις ζωντανές, τις έχω ακούσει σε αρκετά μέρη και στην Πελοπόννησο.
-Στη Μεσσηνία δίπλα στο Μανιάκι υπάρχει ένα χωριό που παλιότερα το λέγανε Αλικοντούζι, σήμερα Παλαιό Λουτρό. Δεν ξέρω αν έχει σχέση με το αλικοντίζω.
-Ο Ρούφουλας, που είναι πολύ διαδεδομένη λέξη στην Κέρκυρα, η δίνη, η ρουφήχτρα, αλλά και ο δυνατός αέρας και ο ανεμοστρόβιλος, έχει σχέση με τον Ρέφουλα;
Alexis said
#17, Φυσικέ η τράφος με την ένοια του χαντακιού όχι της λιθιάς, υπάχει και στο ακριτικό τραγούδι του Διγενή Ακρίτα: «όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει/ κι όθε χτυπάει ο Χάροντας το αίμα τράφο κάνει», άρα ο αναγραμματισμός τάφρος/τράφος πρέπει να χρονολογείται από πολύ παλιά.
physicist said
#30(β). Ευχαριστώ και πάλι αλλά, χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη και τέτοια: έχετε ξεφύγει από τα κυβικά μου, καρντάσια. Στη συντριπτική πλειοψηφία των συζητήσεών σας, νομίζω ότι ελάχιστα θα είχα να πω. Απολαμβάνω, λοιπόν, ως απλός αναγνώστης που είναι και πιο ραχατλήδικο.
Alexis said
Μάλλον είναι o τράφος και όχι η τράφος.
#37 -Ο Ρούφουλας, που είναι πολύ διαδεδομένη λέξη στην Κέρκυρα, η δίνη, η ρουφήχτρα, αλλά και ο δυνατός αέρας και ο ανεμοστρόβιλος, έχει σχέση με τον Ρέφουλα;
Ή με τον «ρούφλα»; (στην αργκό των γηπέδων ο τερματοφύλακας που «πνίγει» πολύ εύκολα το γκολ) 😀
physicist said
#38. Ευχαριστώ πολύ, Αλέξη.
odinmac said
Δεν γνώριζα καμία από τις λέξεις εκτός από την (τον) τάφρο που χρησιμοποιείται ακόμα κανονικότατα εδώ στην Κέρκυρα. Την λέμε και οχτιά.
Την λάτα που βγάζουμε νερό από το πηγάδι την λέμε και σίσκλο.
Αναφέρθηκε από έναν σχολιαστή το σκουλαρίκι. Οι παλιοί εδώ τόλεγαν μποκολέτα.
Αντιφασίστας said
Καλημέρα!
Να προσέχεις τον στρατηγό άνεμο, Νικοκύρη. Μπορεί να σε ρίξει σε καμιά γράνα. 😉
http://www.bloggers-tv.gr/2012/06/blog-post_8254.html
Κι ένα τραγουδάκι με μια από τις 366 λέξεις στον τίτλο:
spyroszer said
Ο τράφος πρέπει να είναι αρχαία λέξη. Στο slang.gr δίνει και μια εξήγηση γιατί λέγεται και το χαντάκι και ο φράχτης μ’ αυτή τη λέξη.
http://www.slang.gr/search/category/stratos_somata_asfaleias
Η φόσσα που αναφέρεται εδώ έχει επιβιώσει στην κόντρα φόσα, το μεγάλο κανάλι του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας.
physicist said
#44. Μάλιστα, πολύ διαφωτιστικό. Κι εγώ για χαντάκι το ήξερα στην αναγραμματισμένη του μορφή. Τη σημασία του (χαμηλού) τοίχου τη μαθαίνω από δω.
Άσχετο: η τράφο στα ελληνογερμανικά που κατοικοεδρεύουν αποκλειστικά μέσα στο μυαλό μου είναι ο (μαθηματικός) μετασχηματισμός, όπως λέμε die Fourier-Trafo (σύντμηση του Transformation).
spyroszer said
Απ’ ό,τι είδα ο τράφος ήταν η τάφρος στη δωρική διάλεκτο.
Ο Ρούφουλας υπάρχει στο ΛΚΝ επομένως δεν είναι λέξη που χάνεται. Λέει ότι ίσως προέρχεται απ’ τον ρέφουλα με παρετυμολογία απ’ το ρουφώ
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%86%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B1%CF%82+&dq=
skol said
Στην Κέρκυρα έχει και τη σημασία της ρεματιάς ο τράφος. Όχι δηλαδή τεχνητό κατασκεύασμα, και σίγουρα πιο βαθύ από χαντάκι.
Το ρέμα είναι ξερό συνήθως, αλλά μέσα μπορούν να τρέχουν και διάφορα νερά και απόνερα.
Immortalité said
Κοίτα που τελικά άμα έχεις πίστη τα οράματα βγαίνουν αληθινά!
Μπονζούρ που λέμε κι εδώ χάμω 😀
Τράφος είναι μια ολοζώντανη λέξη και την έχω δει και σε πολλές δικαστικές αποφάσεις, όπως και τον δέτη βεβαίως βεβαίως.
Για το κουκκοσάλι το αγαπημένο βοσκαρουδάκι με κάλυψε πλήρως και αυτό ολοζώντανο.
Και η στούπα χαίρει άκρας υγείας, μεγάλωσα και νόμιζα ότι η νιφάδα ήταν απολύτως συνώνυμη.
Κι ο φαμέγιος, το λαντουρώ το μαξούλι, ο τσιφτές και ο μπέτης είναι και αυτά καλά και σας χαιρετούν 😉
Το ψακί γιατί με ήτα;
Όταν ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει ο στίχος «άσε με να καζαντίσω και θα δεις τη γνώμη μου, στα μετάξια θα σε ντύσω πετροχελιδόνι μου»,
μου λέει: «να τον περιμένει να κάμει καλλιμέντο» και συνεννοηθήκαμε πλήρως.
Το αγγρίζω το λέμε και ξαγγρίζω, «μα μην τον εσυνερίζεσαι, δεν τον εθωρείς πως είναι ξαγγρισμένος;»
Τέλος τα μουζούρια τα είχα πρωτοδεί σ’ ένα συμβόλαιο χειρόγραφο του κάποτε και από τότε ούτε καλημέρα δε λέμε.
Την αμπασάδα δεν την ξέρω. Ξέρω όμως την παραμπασάδα, ή μάλλον τις παραμπασάδες, δηλαδή τις τσαπατσουλιές και τις ατέλειες στο βάψιμο που αφήνει και φαίνονται οι πινελιές ή οι διαφορές στο χρώμα.
«Και σιγά τον μάστορα, ένα δωμάτιο έβαψε όλο παραμπασάδες το ‘καμε». Πριν από τους τοίχους και τα έπιπλα, παραμπασάδες κάνανε και τα φαντά όταν το μαλλί δεν είχε βαφτεί καλά και σε μερικά σημεία έκανε… παραμπασάδες 🙂
Και κάτι από την επικαιρότητα, μόλις χτύπησε το τηλέφωνο και μέσα στην κουβέντα ακούω, «είπατο πως θενα περάσω, μα εδά δε μου παντίδει». Κουζουλαίνομαι! 😀
Για τους αβοκάτους πάλι δεν έχω απολύτως καμία ιδέα! 😀
skol said
47 Είναι δύσκολο να πεις κάτι καινούργιο στου Σαραντάκου!
Theo said
@30: Μπιζιμπόντη χαρακτήρισε ο Απόστολος Κακλαμάνης τον ΥΠ. ΟΙΚ. Έτσι το γράφουν όλες οι ιστοσελίδες. Μπορεί κανείς να μας διαφωτίσει για τη σημασία της λέξης; Είναι λευκαδίτικη;
alexandros_a said
@50 Από ναυτεμπορική: μπιζιμπόντης είναι αυτός που ασχολείται με τα πάντα χωρίς να παράγει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα
http://www.naftemporiki.gr/story/614776
Theo said
Μάλλον είναι εξελληνισμένη η αγγλική busybody: A person who meddles or pries into the affairs of others, όπως το βρίσκω στο thefreedictionary.com
Raptakis Dimitrios said
48: Συνάδελφε μού θύμισες την ωραία μαντινάδα του Γιαλάφτη:
Μπροστά γκρεμός,πίσω φωτιά,ζερβά-δεξά σκοτίδι/κι από ποθές ο δυστυχής να φύγω δε παντίδει!
Theo said
από ένα αγγλοελληνικό λεξικό: πρόσωπο που παρεμβαίνει (ενοχλητικά) σε ξένες υποθέσεις, κν. ανακατωσούρης.
Theo said
το σχ. 54 για το busybody, εννοείται.
Raptakis Dimitrios said
Ο μπιζιπόντης από τον παγαπόντη πόσο διαφέρουν;
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!
Ναι, το μπιζιμπόντης έγινε διάσημο στα καλά καθούμενα -θα έχω μια μικρή αναφορά αύριο, παρεμπιπτόντως.
48: Ιμόρ, είναι «το ψακί» και «η ψακή» Το ουδέτερο ίσως είναι ο παλιότερος τύπος, αλλά εσύ ως Καστρινή περίμενα να ήξερες το θηλυκό, διότι ο Καζαντζάκης λέει κάπου «Θε μου ψακή τόση ποτέ δεν είδα»
15: Κουβά τον λέγαμε τον κουβά. Δες τι λέει ο Τζιπόιντ στο 20, το χαρανί είναι πλατύ, δες και το 18
46: Σπύρο, ο ρούφουλας και το ρεφούλι υπάρχει στο ΛΚΝ, αλλά ο φίλος από την Κρήτη έστειλε λέξη «ρέφουλας» που δεν φαίνεται να έχει εντελώς ίδια σημασία με το ρεφούλι, δεν ξέρω βέβαια.
Immortalité said
@53 Τι καταπληκτική μαντινάδα είν’ τούτη!
Ώστε συνάδελφος! Νίκο σε λίγο μας βλέπω θα κατεβάσουμε συνιστώσα 😉
Αν είναι από το busyboy τότε προφανώς η κατάληξη -πόντης μπήκε για να παραπέμψει στον παγαπόντη γιατί θα μπορούσε να τον πει μπιζιμπόη.
Άρα ο μπιζιπόντης είναι ένας ανακατωσούρας παγαπόντης 😀
Και γω που νόμιζα ότι έχει να κάνει με τον μπισμπιζέ, που λένε και οι φίλοι μου στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς τι σημαίνει.
@57β Άμα σου πω ότι μόνο στον Καζαντζάκη το έχω δει (παρεμπιπτόντως το έχουμε ξανασυζητήσει) και στην καθημερινότητα μόνο ουδέτερο το χω συναντήσει;
Πάντως σε περίπτωση που η διτυπία επιβιώνει, το θηλυκό έχει πολλή υποχωρήσει, σε καμία περίπτωση δεν έχει την αντιστοιχία ρακής/ρακί.
Immortalité said
Και τώρα που το είδα, γιατί βεδέμα η βεντέμα; Έπεσε θύμα του άνδρου ή λέγεται κι έτσι;
Μια φορά ή μάλλον τη μοναδική φορά που θυμάμαι να πέφτει στούπα εδώ χάμω, είχαμε βγει και τινάζαμε τα μουρέλα και τα ξινά να μη σπάσουν…
Raptakis Dimitrios said
58: Σαν τον αέρα απλώθηκε στ’ αόρι το μαντάτο
στου Σαραντάκου βρέθηκε παρέα αβουκάτω,,,
gpointofview said
Το ψακί δεν το ήξερα πλην όμως χαϊδευτικά φωνάζω την γάτα μου φσάκα ή φσακί και τα παιδιά της φσακόπουλα !
Immortalité said
@60 Και καλών μαντιναδολόγων όπως βλέπω 😉
gpointofview said
Πως το είπαμε ;
Α ! ναι !
Με αβοκάτο και γιατρό παρέα να μη κάνεις
ο ένας σε θελ’ υπόδικο κι ο άλλος να πεθάνεις
spyroszer said
Αβοκάτοι πολυτάλαντοι 🙂
gmallos said
Κι ένα αίνιγμα: Τράφο – τράφο πήγαινα κι έτρωγα μια πέρδικα. Τα φτερά της έτρωγα, το κορμί της πέταγα. Τι είναι;
Immortalité said
@63 Υπάρχει κι ένα άλλο, πως το λένε να δεις..
Α! «Η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα».
@64 Όι παίζομε! 🙂
@65 Κλουδάκι;
gmallos said
#66 φρουτάκι
Μαρία said
Τα κούρβουλα γιατί στις λέξεις που χάνονται; Μέχρι και το λεξικό τα έχει.
Νέο Κid said
Το φρούτο που στοιχειώνει τον Μπούστος Ντομέκ-Ομπούρ;
gmallos said
#69 ????????????????
Ηλεφούφουτος said
σχ57 Δεν διαφωνεί ο Τζι 20 με τον κουβά. Ότι κατά τόπους μπορεί να έχει και άλλη σημασία είναι άλλη ιστορία αλλά ότι έτσι τονε λένε τον κουβά του πηγαδιού στην Αίγινα το ξέρω εξ ιδίας πείρας, διότι προ ντουζιερών μετά το μπάνιο στη θάλασσα μας ξέπλεναν με το χαρανί, που έβγαζε απ το πηγάδι νερό δροσερό και πόσιμο (δεν είχε ακόμα δηλητηριαστεί). Τέτοιες αναμνήσεις δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Και ο τράφος μου ‘χει μείνει απ το ακριτικό που λέει ο Αλέξης 38, επειδή το είχαμε στο ανθολόγιο του Δημοτικού, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε και μετά την εξήγηση πάλι δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει να πει ο ποιητής.
Δύτης των νιπτήρων said
Το 69 κάτι σε μένα πήγαινε, αλλά τι, ούτε εγώ κατάλαβα! 😉
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Έχω μπόλικα να αναθιβάλω κι εγώ.
Ας διαλέξω για αρχή τον τράφο που υπέροχα θεμελιώθηκε και ψήλωσε ήδη εδώ.
Ο τράφος: φράχτης και ξερολιθιά, τρόχαλος και ξεροτρόχαλος αλλά και από στοιβαγμένα κλαδιά, πάλι τράφος είναι.
Όμως: όταν το νεαρούδι της οικογένειας αρχίζει να ξεπετιέται, να κοπελολογά, «να βγαίνει στη ρούγα», η μάνα του-της «‘Εχει κι αυτή στον τράφο ρούχα». Υποθέτω, αρχίζει να ετοιμάζει προικιά (τ απλώνανε για αερισμό -κι επίδειξη- στους φράχτες, που έτσι κι αλλιώς χρησίμευαν και για «απλωτοί» .
Μια μαντινάδα τρίπαλια που περιλαμβάνει τον τράφο ως περίφραξη και το μπέτη (στήθος):
Φουντούλα μου πορτακαλιά
αέρα μη φοβάσαι
κι ήβαλα γω το μπέτη μου
κι επεριτράφωσά σε.
Και μια του μπέτη μαζί με το νομπέτι* (σειρά)
Απο τς αδυνατές καρδιές
είχα κι εγώ στο μπέτη
μα ΄δά οι πόνοι κι οι καημοί
την κάνουνε νομπέτι
* π.χ. Ήτονε το νομπέτι μου κύριε Αγρονόμε (η σειρά μου να ποτίσω)
Αντιφασίστας said
Και ο φούφουτος γιατί στις λέξεις πού χάνονται; Η Βουλή είναι γεμάτη από δαύτους, ο πνευματικός κόσμος κάργα επίσης, πρόσφατα τον βρήκαμε και δόκτορα, μιλάμε για πολύ συχνόχρηστη λέξη.
Αντιφασίστας said
Χαριτωμένες ιστορίες για την ψακή ή το ψακί ( βρείτε τα οι Κρητικοί μεταξύ σας 🙂 ):
http://hdermi.blogspot.gr/2012/08/2.html
ΕΦΗ ΕΦΗ said
63.Αν όμως είσαι αβοκάτος:
Με το γιατρό και τον παπά
παρέα να μην κάνεις
ο ένας θέλει να πονείς
κι ο άλλος να ‘ποθάνεις
58.53.παραλλαγή:
Αν πάω μπρος, βρίσκω γκρεμό
κι αν κάμω πίσω, ρέμα
κι ανε σταθώ, τρέχ η πληγή
και με πλαντά το αίμα
Μαρία said
72 Ο ομπούρ. Αλλά τα προηγούμενα;
sarant said
Ευχαριστώ!
68 Το κούρβουλο το έχει το ΛΚΝ, αλλά δεν το έβαλα στις Λέξεις που χάνονται, τώρα απλώς μου το έστειλαν σαν λέξη του Λασκαράτου (και δεν κοίταξα να δω ότι είναι στο λεξικό).
73: Το νομπέτι δεν το ήξερα.
74: Λέω στον πρόλογο ότι είναι και μερικές λέξεις που δεν ανταποκρίνονται στον χαρακτηρισμό του τίτλου. Πάντως, είναι εκτός λεξικών.
skol said
37: Σίσκλο θυμάμαι εγώ τον σίκλο.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
ψακωμένος και ψακής,ψακή,ψακί :
«Το στομα μου ήτονε ψακί (πικρό) από την αγωνία »
Ο ψακής άθρωπος .
Εδικίμασα τς ελιές μα ήτον ακόμη ψακί,σφάκα.(συνώνυμα αλλά για επίταση).
Σφάκα είναι η πικροδάφνη.Ο άγουρος πικρός καρπός είναι «σφάκα», ή «σκέτη σφάκα».
Το ψακωτάρι το μνημονεύσαμε; Είναι ένα κονδυλώδες δηλητηριώδες αγριόχορ το αλλά και γενικά το χόρτο που μπορεί να φαρμακώσει*. Π.χ. για ζώο που ξαφνικά αρρωσταίνει «μπα να ΄φαε κιανένα ψακωτάρι..»
*Ωπ, φαρμακώνω στη ορεινή Αρκαδία είναι τρώω!
gmallos said
Δεν βλέπω ανταπόκριση. Οπότε μιας και θα φύγω, ας δώσω την απάντηση: Το σταφύλι. Που το κλίμα άμα λάχει απλώνεται στον τράφο και γι’ αυτό καθώς πάω το μαζεύω (την πέρδικα), τρώω το απέξω (τα φτερά) και πετάω το απομέσα (το κορμί).
spyroszer said
79. Σίκλο το ‘χω ακούσει εγώ. Μήπως το μπερδεύεις με το σέσκλο – κάποιο ζαρζαβατικό νομίζω είναι;
Αρκεσινεύς said
65. Λέγεται και Βράχο-βράχο πήγαινα, αντι τράφο-τράφο
ΕΦΗ ΕΦΗ said
81.Πήρα τον πατέρα μου και τον ρώτησα διότι κάτι σχετικό θυμόμουν ότι λέγαμε.Το ίδιο μου είπε κι εκείνος, αλλά δε θυμόταν την απάντηση.
Ωραίο που το ανέστησες
Μαρία said
78 Κι εμένα μου ‘κανε εντύπωση η λέξη του Λασκαράτου και επειδή τα θεωρούσα πανελλήνια, τα λέμε κι εμείς, το κοίταξα απο περιέργεια και στο λεξικό.
Κορνήλιος said
71 β
τὸ θυμᾶμαι κι ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἀνθολόγιο τοῦ Δημοτικοῦ, ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶχε φανῆ ἀκατανόητο.
Immortalité said
Συγγνώμη αλλά ανειλημμένες υποχρεώσεις 🙂
@81 Δεν θα πω ότι εδώ το είχα γιατί δεν το είχα, έσπαγα όμως το κεφάλι μου να δω σε ποιο φρούτο τρως τη φλούδα και πετάς τη σάρκα. Γιατί βρε Γιάννη το ό,τι πομένει απ’ το σταφύλι δεν είναι το κορμί μα τα κοκκαλάκια.
Η σάρκα η κρουστή φαώνεται ρόγα τη ρόγα. 🙂
@72 -77 Στις αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ του Μπόρχες αναφέρεται αλλά το σταφύλι δεν μου ρθε.
Έφη ωραίες μαντινάδες!
Κορνήλιος said
σίκλος εἶναι ἀρχαία ἑβραϊκὴ μονάδα μετρήσεως, κἄτι σὰν τὸν μέδιμνο καὶ ἀργότερα καὶ νόμισμα καὶ τὸ σημερινὸ νόμισμα τοῦ Ἰσραὴλ (σέκελ).
skol said
82 Όχι, δεν το μπερδεύω. Λέγεται και έτσι, δηλαδή εγώ μόνο έτσι το ήξερα.
http://www.corfuculture.gr/default.asp?ACT=24&id=0&dir=S2WdDe88eIES&cat=TdQPW9oVaWp2&item=3GjxFd3lE0dm&LangID=Greek_Iso
ΕΦΗ ΕΦΗ said
κουρμούλα κι αλλού κούρβουλα
Πώς έχει μια κουτσουρολιά*
και μια κουρμούλα αμπέλι
ε χάι τόχει η μάνα τζη
να πει πως δε με θέλει
Πως έχεις μια κουτσουρολιά
ξανοίγεις να με κάψεις
ω ουρανέ μην το δεχτείς
και γη μην το βαστάξεις
(το β δεν έχει κουρμούλα αλλά το λεγε ο Ξυλούρης.Εις μνήμην).
Τρυφερή απειλή: » Διάλε τς απολειμάρι σου α δε σε ξεκουρμουλώσω! »
ίσως απολιμάρι. Ο Πιτυκάκης κάτι μπορεί να λέει γιατί είναι συχνό.
*Κουτσουρολιά, γέρικη,μισόξερη ελιά
Αρκεσινεύς said
80.Τη σφάκα εμεις τη λέμε πικροφυλλάδα ή φυλλάδα. Επιστημονική ονομασία Νerium oleander το ελληνικό Νήριον, η γνωστή πικροδάφνη.
spyroszer said
89. Α δεν το ‘χα ακούσει αυτό. Στο ‘πα γιατί εγώ το παθαίνω, μπερδεύω λέξεις που ακούω.
88. Τόσο παλιός είναι ο σίκλος !!
Ηλεφούφουτος said
Μια και μαζεύτηκε τόσο αναπληροφόρηση να ρωτήσω και κάτι που όλο ξεχνάω να ρωτήσω:
Το πυρήνι (δικιά μου εικασία η ορθογραφία) με σημασία «σκελίδα» το έχει ακούσει κανείς;
Αρκεσινεύς said
91. Στο μεγάλο του Πάπυρου που κοιτάζω τώρα γράφει σφάκα: η φασκομηλιά < αρχ. σφάκος με αλλαγή γένους. Σε κατάλογο φυτών βρίσκω Salvia officinalis φασκομηλιά, χαμοσφάκα κλπ.
τυφλόμυγα said
Έχει δίκιο η Ιμμόρ @59. Ξέχασα να το γράψω το πρωί. Βεντέμα λέμε στην Κρήτη, όχι βεδέμα. Βεντέμα έχετε και στο βιβλίο χωρίς διαζευκτικό. 🙂
Μαρία said
93 Σκελίδα σκόρδο εννοείς; Όχι, νι βι νι κονί, που έλεγε και μια γαλλικού.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
91.Επι πλέον το λουλούδι (πολυετές,λίγο θαμνώδες)με τα μελιτζανοπράσινα λογχοειδή φύλλα που μοιάζουν πολύ με της πικροδάφνης ,το λέμε (αναλογικά φαίνεται) σφακάκι. (‘Οχι τη δαφνούλα,άλλο).Θα υπάρχει σε κρητικό λεξικό (που δεν αξιώθηκα να έχω.Του Πιτυκάκη στα προσεχή μου)
Ο κουβάς σ εμάς, γουβάς.Τσίγγινος,σιδερένιος ή πλαστικός γουβάς. Γουβαδάκι,γουβαδιές και γουβαδόχερο (άμα τρύπαγε ο κουβάς το έβγαζαν και το πέρναγαν σε ντενέκες).
Η σίγλα, το καζάνι για το γάλα και τα σφαχτά στους βοσκούς (και στους γάμους).Στα σπίτια, σιγλάκι,σιγλί ή σιδεροτσίκαλο για βράσιμο νερού και τραχανά. Παλιά, μπακιρένια.
Αυτά τα σίγλα, σιγλί ,σίκλο,σίσκλο, σέκλο έχουν το κοινό ότι είναι μεταλλικά σκεύη κουζίνας ή αυλής (ή και τα δυο).
95, 59.Βεντέμα
» Οφέτος είχαμε βεντέμα», ήταν φορτωμένα τα δέντρα.
Όχι απαραίτητα μεγάλη σοδιά διότι:
«Είχαμε βεντέμα, μα ο δάκος τσι ξέκαμε κι εβγάλαμε ίσα-ίσα το λάδι τση χρονιάς» λέμε νοτιώτερα
Μιχάλης Νικολάου said
58,
Αν είναι από το busyboy
…που είναι κοντά στο busboy, το οποίο στα ρεστοράντικα ελληνικά της Αμερικής κλίνεται κανονικά, κατά το σόι:
Το μπασμπόι
…
Τα μπασμπόγια
Των μπασμπογιών
ΕΦΗ ΕΦΗ said
33.Αγγρεί (ή αγγρίζει) ο τράος και βρωμεί ο τόπος, έλεγε η γιαγιά μου τους Ιούλιους στην Κρήτη όταν πηγαίναμε να κοιμηθούμε τις έναστρες,μαγικές νύχτες στο χωμάτινο δώμα (σκεπή) αποθήκης δίπλα στο σπίτι της ,που στην πίσω αυλή είχε τη μουριά με τον τράγο ,φουλ στις ορμόνες του εκείνη την εποχή.
Ούτε φανταζόμουν ότι υπήρχε και σειρά σχετικών λέξεων.
48. ξαγκριγεμένος, εξαγριωμένος.Ξαγκριγεύγω εξαγριώνομαι .
Αλλά και :εξαγκρίγιωσε ή εκακοσύνεψε η πληγή, κακοφόρμισε, επιδεινόθηκε απότομα.
»Να πας στου γιατρού να μην ΄πα και ξαγκριγιέψει»(το τραύμα)
skol said
92: Κανένα πρόβλημα. Καλά έκανες και με ρώτησες. Και εγώ το παθαίνω αυτό 🙂
Να, τις προάλλες είχα μπερδέψει το τσόκαλο με το τσόκολο
gpointofview said
ΠΑΟ καΙ ΟΣΦΠ έσπασαν ένα γήπεδο στον τελικό πριν λίγες μέρες και τους έβαλαν κάτι περισσότερο από 10 000 ευρώ πρόστιμο στον καθένα (και τεσσερις αγωνιστικές κεκλεισμένων των θυρών, οταν εκτός από το μεταξύ τους ματς στο γήπεδο πάνε συγγενείς και φίλοι των παικτών). Στον Γιαννακόπουλο που δήλωσε καθηγητής της αλητείας στους διαιτητές επεβλήθη 5000 πρόστιμο.
Και στον κακοπληρωμένο Καλαμπόκη του Κολοσσού που γράφτηκε στο φύλλο αγώνα για εξύβριση… 7 000 !!!!
Τι να πρωτοθαυμάσεις
Που οι διαιτητές πρώτη φορά άκουσαν παίκτη να βρίζει και το έγραψαν στο φύλλο αγώνα ;
Το πως όλοι είναι ίσοι μπροστά στον αθλητικό δικαστή που μόλις τον είδε γραμμένο έσπευσε να εξαντλήσει την αυστηρότητά του, που είχε βέβαια λησμονήσει όταν είχε μπροστά του παίκτες και παράγοντες των δύο «αιωνίων» ( εχθρών του αθλητισμού ) ;
Την εν γένει ελληνική δικαιοσύνη ;
Ου γαρ έρχεται μόνη της η κρίση….
skol said
100 … καμία σχέση με το στόκολο που έχει ο Νικοκύρης 🙂
j7n said
τσιβουρίζει (ρ.): τσιτσιρίζει (στο τηγάνι)
http://www.mikrovalto.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=85&Itemid=146
το τσιβούρι ‘πέτρινη γούρνα από την οποία έπιναν νερό τα ζώα’
http://academia.lis.upatras.gr/index.php/pwpl/article/view/63/94
τζιβούρι: marble décor
http://tinyurl.com/amtzgq2
τζιβούρι ή τσιβούρι: μουσικό όργανο

Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρα λαλουσε
Εγω ραγιας δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Βαστάει και στα χέρια του μαλαγματένιον ταμπουραν.
Γιογκάρι μου βαρύσκοπο γιά δε βαρεις γιομάτα.
Να κόψω κι ένα λιόφυλλο να παίξω το λιογκάρι.
Ντερβίσης εροβόλαγε στη μέση στο παζάρι
με το μπουζούκι παίζοντας, τον ταμπουρα βαρόντας.
Κι ο Κωνσταντινος διάβαινε, παίζοντας το τζιβούρι.
Για φέρτε μου τον τάμπουρα και το καραντουζένι.
http://www.antistasi.info/showthread.php?t=2610
— Βάστα, Μαριγούλα, εχαιρέτισεν ο ναύκληρος, παραθαρρύνων τον καπετάν-Γιακουμήν, υπό τας μουσικάς χείρας του οποίου εγλυκοστέναζε το χρυσοστόλιστο τσιβούρι, μαλακά ερειδόμενον επάνω εις το στήθος του, τορευτόν, χρυσοκέντητον.
http://www.gutenberg.org/files/37629/37629-h/37629-h.htm
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
93: Ούτε εγώ το ξέρω το πιρίνι.
sarant said
103: Έχει ψωμί το τσιβούρι λοιπόν, να το έχω στο νου μου 🙂
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Το μουζούρι ήταν μέτρο μέτρησης όγκου δημητριακών,σιτηρων κλπ και μετεξελίχθηκε και σε μονάδα μέτρησης της σπαρμένης έκτασης.(Eχει καταγραφεί και αναλυθεί δεόντως).
Ομως «μουζουράκι» είναι το μεταλλικό κανατάκι που εμπεριέχεται σε μεταλλική στρογγυλή κανάτα με καπάκι για το λάδι τη λεγόμενη «κάρτα»* (ένός κιλού περίπου) που είχαμε σπίτι μας κι έχω κι εγώ ακόμη τώρα, για λόγους μνήμης. Μισό μουζουράκι λάδι είναι η συνήθης ποσότητα μαγειρέματος για φαγητό 3-4 ατόμων.Ας πούμε 1,5 φλυτζανάκι του (ελληνικού) καφέ. Αν βρώ φωτό και τα καταφέρω θα τη βάλω γιατί είναι ένα όμορφο αντικείμενο.Φαντάζομαι θα πουλιέται ακόμη σε είδη κιγκαλερίας στο Ηράκλειο,από κανένα μερακλή μάστορα που θ απόμεινε.
Το κάρτο* (παραφθορά του κουάτρο κι αυτό, φαντάζομαι, όπως και το κατρούτσο) είναι άλλο:Μεγαλύτερη κανάτα και ταυτόχρονα το μέτρο για λάδι,κυρίως.Στα ελαιοτριβεία λέγεται ακόμη.
Αλήθεια, το εντελώς άλλο «μουζάρι» έχει γραφτεί; «Επόμεινε μουζάρι», σημαίνει, έμεινε έρημος και μόνος. Αγνοώ κάθε εξήγηση ή άλλη χρήση
MelidonisM said
Ωραίο το αμπασαδόρος για πρέσβη (μέσω ιταλικών: ambassatore, ambasciatore)
συνηχούν τα αμπάσος, βραδυκίνητος, με το πάσο του (a passo lento), και εμπασά, (εμβασιά) πρόσβαση, είσοδος.
Ζάβαλι μέσω τουρκικών από το αραβικό zawāl «θάνατος, καταστροφή»
Ρόγκια (;), τα (χωράφια που έχουν προκύψει από καμένο δάσος) τπτ βαλκανικό κρύβεται εδώ
και ρώγος η εδαφική υγρασία (;) από αρχαίο ρωξ/ρωγμή;
MelidonisM said
(εκ του Λατινικού Ρόγκο που σημαίνει αρχηγός του πυρός)
το βρήκαμε
Italian rogo, pyre, condannare al rogo, mettere al rogo
Romanian rug, pyre
Latin rogus, funeral pile, grave
http://en.wiktionary.org/wiki/rogo#Italian
Νατάσσα said
58: «Και γω που νόμιζα ότι έχει να κάνει με τον μπισμπιζέ, που λένε και οι φίλοι μου στη Θεσσαλονίκη αλλά δεν κατάλαβα ποτέ ακριβώς τι σημαίνει»
Φαντάζομαι στους μπεσεμπεζέδες αναφέρεσαι. BCBG -bon chic, bon genre. Τσινάρια μιας πιο πρόσφατης δεκαετίας, δηλαδή… 🙂
Δύτης των νιπτήρων said
109 biz bize, τουρκ. «εμείς σ’ εμάς», παναπεί μεταξύ μας.
Μαρία said
110 ή entre nous για την Ιμόρ.
Η Νατάσσα μου θύμισε περιστατικό με φίλο που, όταν είπε ταμάμ, τον ρώτησε μια μαθήτρια αν ξέρει γαλλικά.
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ said
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
Immortalité said
Μπράβο ρε Δύτη, μια απορία λιγότερη! 🙂
@109 Μπεσεμπεζέδες ε; Και αυτούς κάπου τους έχω ακούσει, Κύριος οίδε που.
MelidonisM said
φαντάζομαι να λεν και μπιζίμηδες (τους παλαιούς ΠΑΟΚτσήδες που λέγαν μπιζίμ ΠΑΟΚ, δικός μας)
Ηλεφούφουτος said
96, 104 Απ όλες τις λέξεις που έχω συνδέσει με την ιδιόλεκτο της μητέρας μου το πυρήνι (;) για τη σκελίδα σκόρδου παραμένει αδιασταύρωτο, δεν έχω βρει δηλαδή κανέναν άλλον που να το λέει ή να το ξέρει.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
107. Λέγεται και παρ΄ ημίν: αμπάσος,αργοκίνητο καράβι.
Ζάβαλε μου δα! ω διαολέ μου τώρα.(αρνητικά).
ή για επίφαση (αρνητικής χροιάς) μόνο του μέσα σε φράση: Ήρθανε ζάβαλε, ή ακόμη.
Λαντουρίζω και λαντουρώ: Καταβρέχω (και απροσ. λαντουρίζει:ψιλοβρέχει).
λαντουριστό:Το βρεγμένο παξιμάδι,ο ντάκος με λάδι κι αλάτι
Λαντουρίδια: βρεγμένα τριφτούδια αλευριού ή ψιλοσπασμένου σιταριού για τα κλωσσοπούλια.
Λαντουρίδες: οι στάλες αλλά και οι ριχές,άνοστες κουβέντες.
» ‘Οϊ λαντουρίδια!» ΄η ακόμη «μη λες λαντουριδιές»
Λαντουρίδης και λαντουρίδα: ανόητος-η.
Immortalité said
@115 Αναρωτιέμαι μήπως το πυρήνι είναι ξένο δάνειο μετά τον 4ο αι. γιατί βλέπω ο αγαπητός μας ιστοδεσπότης στο 104, το απλόγραψε με συνοπτικές διαδικασίες 😛
Πάντως δεν είναι παράλογο, πυρήνα (θηλυκό) το κουκούτσι της ελιάς και κατ’ επέκταση το υποπροϊόν που παράγεται από την σύνθλιψή της.
Και η σκελίδα ένα μέρος πυρήνα είναι.
τυφλόμυγα said
Σκέψη στη σκέψη το βρήκα. Οι λέξεις είναι γραμμένες από αναγνώστες του βιβλίου Λέξεις που χάνονται (προσφορά εφ. Το Βήμα) και ο Νικοκύρης έκανε απλά αντιγραφή επικόλληση στα κειμενάκια που μας παρουσίασε σήμερα. Φυσικά, δεν είναι δική του επιλογή η λ. βεδέμα. Ουφ, είπα κι εγώ. 🙂 🙂
Ώστε, μπιζιμπόντης είναι το σωστό. Ευχαριστώ, Theo @50 και ΑλέξανδροΑ @51. Όταν το άκουσα δεν το είχαν γράψει οι εφημερίδες ή τα σάιτς ακόμα ούτε ήμουνα συγκεντρωμένη στο ράδιο οπότε παράκουσα. Τόσο μεγάλη κουβέντα που άνοιξε από Αμερική ως Τουρκία βρέθηκε η λύση. Ευχαριστώ!
ΕΦΗ ΕΦΗ said
115. Μόνο πυρινίδι της ελιάς, αλλά είν άσχετο.
Από πού η μητέρα σας;
Immortalité said
Παναπεί πίσω από τη βεδέμα υπάρχει ευπρεπιστικός δάκτυλος! 😀
sarant said
118: Ακριβώς!
τυφλόμυγα said
121, Χαίρομαι. 🙂
Ρουμλ. said
# 73. Το νουμπέτ’ , (από την τουρκ.) σημαίνει στο ρουμλουκιώτικο ιδίωμα το οργανικό, χωρίς λόγια, τραγούδι, παιγμένο από ζουρνάδες
Στο ίδιο ιδίωμα η λ. τράφος παραμένει πάντοτε ζωντανή και σημαίνει το χαντάκι.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
-Ρεφουλιά (ρέφουλας)
«Μού ΄ρθε μια ρεφουλιά να ..», μια κατεβασιά, μια ξαφνική σκέψη, φλασιά!
-κουκοσάλιο ,το χαλάζι για μας(του κούκου το σάλιο, στο μυαλό μου!).Στο γνωστότατο «βοσκαρουδάκι» του Μουντάκη,με ωραία επαναφορά από το λασιθιώτη Χαρούλη, το κουκοσάλι το σκεφτόμουν ως αναγκαίο για να ριμάρει με την αγκάλη.
Από το Μουντόκωστα επίσης:
Την εποχή που είτανε οι Τούρκοι εις την Κρήτη,
-ένας αγάς εγύρευγε φαμέγιο μα δε βρίσκει
-Τσιφτές:
Πέρδικα μη χαμοπετάς στη μπούκα του τσιφτέ μου
γιατί σε ήμερο πουλί δεν ήπαιξα ποτέ μου.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
-φέδε, εμπιστοσύνη
Με τ αγριοπερίστερα
χαιρετισμούς μού πέμπε
των ήμερω περιστεριώ
μην τως ε κάνεις φέδε.
» Κοπέλι είναι, μην του κάνεις φέδε «
eran said
Και στη Λευκάδα σίσκλος ο κουβάς με τον οποίο βγάζουμε νερό από το πηγάδι. Και μπόκολα το σκουλαρίκι, όπως και στην Κέρκυρα. Καμιά ιδέα κανείς για το λαϊπόδι;
(ένα μάτσο αγκάθια που το χρησιμοποιούσαν σαν σκούπα).
ΕΦΗ ΕΦΗ said
126. Αχινοπόδια ! Αγκαθωτοί θάμνοι σαν σπάρτα.
Υπάρχει η αναφορά ότι τα χάνια, παλιά στην Κρήτη, τα σκούπιζαν με ειδικές αυτοσχέδιες σκούπες φτιαγμένες από αχινοπόδια
Ανδρέας «Κουπονιώτης» said
Θυμάμαι την πεθερά μου που ήταν από την Πόλη, να διηγείται πως όταν είχε δουλειά και της ήταν ενοχλητικός o γιός της, τον έστελνε στο μαγαζί του πατέρα του να της φέρει «αλικομπενί», κράτα τον και απασχόλησέ τον παναπεί. Σίγουρα πολίτικη παραλλαγή του «αλικοντίζω».
Ασχετο: Γιατί τόση κακία αυτή η Λεβάντα… Επρεπε να τους το κάνει κι εδώ μέσα στο τηγάνι;
Καλό βράδυ.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Για τη λέξη της ημέρας «μπιζιμπόντης»
Στο veto300.blogspot ,
στις 31 Ιαν. 2010, γράφει
Ο ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο «ΜΠΙΖΙΜΠΟΝΤΗΣ» ΠΑΜΠΟΥΚΗΣ
» Ας προσέξουμε λίγο τη σχέση Πάγκαλου -Παμπούκη. Οι πληροφορίες μας λένε ότι έχει αρχίσει φαγωμάρα μεταξύ τους. Ο αντιπρόεδρος θεωρεί ότι ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργου είναι «μπιζιμπόντης»! Ασχολείται, δηλαδή, με τα πάντα χωρίς να παράγει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα…»
Μαρία said
Και Ψυχάρης 2007
http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=178792
Γνωστός «μπιζιμπόντης», ο γ´ αντιπρόεδρος της Βουλής Γιάννης Τραγάκης είχε αναλάβει (αυτοκλήτως, σύμφωνα με ορισμένους) τον ρόλο του κόουτς στον αγώνα μπάσκετ μεταξύ βουλευτών και υπαλλήλων της Βουλής…
Μπουκανιέρος said
Μερικά σχόλια για τα κερκυραϊκά,
με αναφορά στα σχόλια 14, 42, 44, 47, 79, 82, 89 (αν τα σημείωσα σωστά):
– σίκλος: δεν αμφιβάλλω ότι μπορεί να υπάρχουν παραλλαγές αλλά στο χωριό μου (κάπου στ’ Αγύρου) μόνο έτσι – και μιλάω για κάτι που το ξέρω καλά και το δούλεψα, την εποχή που δεν μπορούσες να φέρεις αλλιώς νερό στο σπίτι.
– τράφος & τραφογεννημένος: τάχω ξαναπεί κι ευτυχώς έβαλε παραπομπή ο Skol στο 49,*
– μουτζούρι: έτσι, με τζ, μονάδα με την οποία μετριέται η αξία (δηλ. η απόδοση σε καρπό) μιας ελιάς. Παναπεί, μια ελιά (ελαιόδεντρο) έχει χ κλαδιά, και κάθε κλαδί έχει ψ μουτζούρια. Όταν υπάρχει λόγος, έρχεται ο εχτιμητής και υπολογίζει τα μουτζούρια. Έχω στα χέρια μου επίσημο συμβόλαιο, της δεκαετίας του 1990, όπου καταγράφεται η λέξη. Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι χάνεται: είναι σχεδόν «γραφειοκρατική»!
– κοντραφόσα: φόσα (παλεϊκή λέξη) σημαίνει ακριβώς «τάφρος». Στο Παλιο Φρούριο, η φόσα είναι η εσωτερική ή, όπως τη γράφουν τώρα στις ταμπέλες, η «ξηρά τάφρος» (παναπεί: χωρίς νερό). Η κοντραφόσα είναι η «εξωτερική τάφρος» (με νερό). Με άλλα λόγια, το «κοντρα-» σημαίνει εδώ «επιπλέον».
* Όλα, ασφαλώς, τα έχω ξαναπεί, και μάλλον περισσότερες από μία φορές. Αλλά πού να ψάχνεις τώρα για παραπομπές…
ΥΓ. Απροπό, μόλις έλαβα μια λάτα λάδι, απ’ τσι εγιές πούχω παχτωμένες.
Μπουκανιέρος said
113 Ιμόρ, οι μπεσεμπεζέδες ήταν μάλλον συνηθισμένη «μοντέρνα» λέξη στη δεκαετία του ’80 και τη γράφανε και σε εφημερίδες και περιοδικά.
Σε ότι αφορά τη γαλλική πατρίδα, χάρι σε μια τυχερή βουτιά στο αρχείο μου, βρήκα τώρα το τχ. 87 του Actuel (Γενάρης 1987), αφιερωμένο στον τότε Δεκέμβρη -Le printemps de decembre- γιατί υπήρξαν πολλοί δεκέμβρηδες και να δεις που θα υπάρξουν κι άλλοι, όπου αναφέρεται, με θαυμασμό ή με απορία, ότι στην εξέγερση πήραν μέρος και BCBG. Βλέπω μάλιστα το σύνθημα «Filles, mecs, beurs, BCBG…».
ΥΓ. Σ’ ευχαριστώ που με θυμήθηκες σε μια στιγμή δύσκολη για μένα.
Κορνήλιος said
ἐμένα ἡ γιαγιά μου ἀκόμη σκουπίζει μὲ δικές της αὐτοσχέδιες σκοῦπες καμωμένες ἀπὸ κἄτι χόρτα ἀποξηραμένα. ἀλλὰ σκοῦπα τὸ λέει.
Κορνήλιος said
ἡ Ἰμμὸρ λόγῳ ἐπαγγελματικῆς διαστροφῆς δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸν μπεζεμπεζέ, ἀλλὰ μὲ τὸν Μπὲ-Γκὲ-Μπέ.
Μαρία said
132 Στα ελληνικά απο σένα την έμαθα. Ήξερα μόνο τους μπεζέδες.
https://sarantakos.wordpress.com/2011/03/17/eeeee/#comment-62456
Μπουκανιέρος said
135 Α, ναι, κι αυτό τόχουμε ξαναπεί.
Ένας ακόμα σοβαρός λόγος για να μη γράφω, αφού, βασικά, μόνο τα ίδια μπορώ να λέω.
Μαρία said
136 Προφάσεις εν αμαρτίαις.
Η φριμέιλ, απροπό, πάλι τρελάθηκε.
Immortalité said
@132 Εμά πετυχεσά να πέσεις πάνω στο συγκεκριμένο τεύχος! 🙂
Είναι όμως μερικές λέξεις από τις οποίες έχω μόνο την ανάμνηση της θύμησής τους. Δεν μπορώ ν’ ανακαλέσω μια πραγματική μνήμη που να τις περιλαμβάνει.
Πάντως και να είχα διαβάσει τότε το σύνθημα δεν θα είχα καν καταλάβει σε τι αναφέρεται…
ΥΓ. Έτυχε να το πω τότε. Πάντα σε θυμάμαι, μην κοιτάς που δεν μιλάω 🙂
@136 Συντάσσομαι με τη Μαρία.
Βιβή said
Αγαπητέ Νίκο,
κάνουμε μια… διαμπλογκική,ας την πω έτσι,προσπάθεια να πιέσουμε για την
μείωση των τιμών των βιβλίων,ειδικά των καινούργιων τίτλων.Σου επισυνάπτω
την ανοιχτή επιστολή που θα αναρτήσουμε, μάλλον το Σάββατο 23/2 ,στα
ιστολόγιά μας και μαζί και δυο συνδέσμους,για να δεις πώς ξεκίνησε αυτό.
Αν είχαμε την βοήθειά σου,την συμμετοχή σου κτλ καλά θα ήταν!
http://vivliocafe.blogspot.gr/2013/02/blog-post_14.html
http://lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr/2013/02/blog-post_15.html
Ευχαριστώ
Βιβή Γεωργαντοπούλου
Στις 20 Φεβρουαρίου 2013 – 9:51 π.μ., ο χρήστης «Οι λέξεις έχουν τη δική
Immortalité said
@134 Τόσο διεστραμμένη δεν είμαι, ο ελληνικός μου φτάνει και μου περισσεύει.
@137β υπάρχει ακόμα αυτό;
Νίκος Παναγιωτόπουλος από Πάτρα said
@126 Καμιά ιδέα κανείς για το λαϊπόδι;
Στην Πάτρα την λέμε αφάνα από τον
θάμνο. Αφάνα λέμε και το χτένισμα
με παρόμοιο σχήμα.
Νώντας Τσίγκας said
γιαλικά. Και τα σπίτια στο γιαλό (Βόσπορο) =»γιαλιά» της Πόλης
Αλήθεια τί θαλεγε ο «ωτακουστή»ς για τη Δυτ. Μακεδονία αν άκουγε την ερωταπόκριση:
-Πού ν’τ’ς;
-Για τ’ς!
(μτφρ Πού ‘ν τοι; Νάτοι!)
Ορεσίβιος said
Καλημέρα.
126 &141. Αφάνα λέγεται ο θάμνος και στα μέρη μου. Την πρόχειρη σκούπα που φτιάχνουμε με αφάνες (για να σκουπίζουμε αυλές, γαλάρια και σταύλους) τη λέμε «λαγανιά».
37. Τον ρέφουλα στην Ηλεία τον λέμε ρούφουλα κι ρουφιά. Οι ντόπιοι τον Αλφειό τον λένε Ρουφιά, επειδή δεν εκβάλει στη θάλασσα όπως κάνουν όλα τα φρόνιμα ποτάμια της Γης, αλλά λίγα μέτρα πριν τον ρουφάει η Γη και χάνεται. Αλλά ξέρουμε γιατί το κάνει. Όπως λένε οι ψαράδες που έχουν τις καλύβες τους εκεί: «Είναι γκομενιάρης ο κερατούκλης και πηγαίνει κάτω από τη θάλασσα και φτάνει απέναντι στις Συρακούσες να σμίξει με τη γκόμενά του την Αρέθουσα που είναι λίμνη». Τα ίδια περίπου με τους ψαράδες λέει και η μυθολογία. Εν συντομία ο μύθος: Ο Αλφειός ήταν ένας όμορφος άντρας κυνηγός ο οποίος αγάπησε τη νύμφη Αρέθουσα, που ήταν ακόλουθος της Άρτεμης. Η Άρτεμη δεν ενέκρινε τη σχέση αυτή και γι’ αυτό έστειλε την Αρέθουσα στην Ωρτυγία και την έκανε λίμνη. Τότε ο Αλφειός έγινε ποτάμι και ταξιδεύοντας κάτω από τη θάλασσα αναβλύζει στη λίμνη…». Τον μύθο αναφέρει και Ο Παυσανίας, ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι το νερό που αναβλύζει δεν είναι αλμυρό….
13 – 16 – 68. Κούρβουλο και στα μέρη μου. [Γεράσανε πια αυτά τα κλίματα της απάνου πεζούλας. Θα τα ξεκουρβουλώσω και θα φυτέψω κέρινα…].
.
sarant said
Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!
126: Όχι, δεν το ήξερα το λαϊπόδι.
128: Αυτό το -μπενί μήπως είναι και τούρκικο. Πάντως, αναδεικνύεται ένα μοτίβο, παντού οι μανάδες έχουν την ίδια τεχνική 🙂
136: Να γράφεις, να γράφεις -εγώ τέσσερα χρόνια τα ίδια λέω και ξαναλέω αλλά συνεχίζω 🙂
139: Θα το κοιτάξω, αγαπητή Βιβή, αλλά δεν νομίζω ότι το καινούργιο βιβλίο είναι ακριβό, το πρόβλημα είναι ότι με την υπερπροσφορά πάμφθηνων όχι καινούργιων βιβλίων επέρχεται κορεσμός στο αναγνωστικό κοινό και το καινούργιο βιβλίο δεν βρίσκει αναγνώστες. Αλλά θα σχολιάσω στο ιστολόγιό σου.
skol said
131: σίκλος ή σίσκλος; Τελικά είναι μεγάλο νησί η Κέρκυρα!
Το λάδι καλό; Είναι λαμπάντε(=καθαρό) ή λαμπάντε(=για τις λάμπες);
spyroszer said
136. Αγαπητε Να τα ξαναλες για μας τους νεωτερους του ιστολογιου
ΕΦΗ ΕΦΗ said
133, 141.
Εκτός από το αγκαθωτό αχινοπόδι, σκούπες έφτιαχναν και φτιάχνουν και με τα βούρλα ή σκέτο θυμάρι, αλλά και με έναν άλλο χαμηλό θυσανωτό θαμνάκο,χωρίς αγκάθια αυτός: τη φινοκαλίδα, που φύεται στα πιο ορεινά και σα να ψιλοχάνεται με τις απανωτές πυρκαγές.
Προ καιρού που πήγα στα πάτρια χώματα,σε μια βόλτα στα χωράφια εντόπισα ανάμεσα σε θυμάρια μερικά κλαράκια αυτού του φυτού.Είχα χρόνια να δω και ήταν η αφορμή να θυμηθώ το όμορφο όνομά του(σαν πουλιού):Φινοκαλίδα.
Έκοψα ένα βλασταράκι κι έκανα τεστ μ αυτό στη μητέρα μου,αν το θυμόταν (και για κείνην «προ αμνημονεύτων»).
-«Φινοκαλίδα» μου λέει αβίαστα.
Και τι σκουπίζαμε ρε μάνα μ αυτή;
-Τα φινόκαλα!
(έτσι λέγανε τα σκουπίδια,κυρίως της αυλής.)
Φινοκαλίδα για τα φινόκαλα λοιπόν.
Εν τούτοις βλέπω τώρα ότι η βίκη αναφέρει :
Φινοκάλα λέγεται στην Ανατολική Κρήτη η σκούπα και Φινοκαλίζω = σκουπίζω.
Ε , ολόκληρη επικράτεια «Διαόλου Μάνας», έχει και τις ντοπιο-ντοπιολαλιές της
σ.σ.. Η φοινοκαλιά ,’ομως, όπως δείχνει τη φωτό της ο γούγλης ,είναι άλλο εντελώς.
sarant said
Αυτά τα φινοκαλίζω κτλ. είναι από το φιλοκαλώ, αλλού έγιναν φρόκαλο, φροκαλώ,
eran said
126, 145. Ο Κοντομίχης στο Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος σημειώνει: σίσκλος, το δοχείο που αντλούν νερό από το πηγάδι, μέτρο χωρητικότητας υγρών = 22 καρτούτσα. Το λαϊπόδι όμως δεν το έχει. Απ’ ό,τι είδα στο διαδίκτυο καταγράφεται στην Κεφαλλονιά και στην Ιθάκη. Προφανώς είναι ιταλικό.
127. Μάλλον άλλο είναι το αχινοπόδι.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
145:Ακριβώς,ακριβώς «λαμπάντε» το καθαρό και χωρίς οξέα λάδι,αλλά και για τον καλό χαρακτήρα: έκαμα γαμπρό λαμπάντε.
skol said
148: Ναι, ξέρω ένα τέτοιο μέρος 🙂
149: Δεν υπάρχει καν η άλλη παραλλαγή(σίκλος) στο λεξικό;
150: Όχι. Υπάρχουν δύο σημασίες. Το λαμπάντε το κερκυρέικο σημαίνει καθαρός/διαυγής (όπως ο γαμπρός σου!). Αλλά το λάδι λαμπάντε (μάλλον εκτός Κέρκυρας, τουλάχιστον εγώ δεν το θυμάμαι στο νησί) είναι το λάδι μεγάλης οξύτητας. Τώρα αν αυτό ετυμολογείται απ’ τις λάμπες (επειδή χρησιμοποιούνταν σαν φωτιστικό;) ας το πουν οι ετυμολόγοι.
MelidonisM said
151 Lampante oil is olive oil not suitable as food; lampante comes from olive oil’s long-standing use in oil-burning lamps. Lampante oil is mostly used in the industrial market. http://en.wikipedia.org/wiki/Olive_oil#Retail_grades_in_IOC_member_nations
ΕΦΗ ΕΦΗ said
152.ωχ, το χρησιμοποιούν οι κρητικοί μου για καλό μόνο. Έναντι της λέξης λαμπηρό (λαμπερό). Η αγγλίδα βίκη δίνει το αντίθετο.
Το αστείο είναι ότι με το λάδι της Κρήτης ανάβει και καίει το καντήλι (μια λαμπίτσα με φυτίλι και λαμπόγυαλο), με το λάδι της Αρκαδίας όχι!Η διαπίστωση, της πεθεράς.
Immortalité said
@149β Το αχινοπόδι το θυμάμαι στην εξής κατασκευή: δύο μάτσα πιασμένα αντίστροφα έτσι ώστε δεξιά – αριστερά να είναι φούντα και στη μέση το δέσιμο, δεμένα με χοντρό σκοινί και κάποιον ν’ ανεβαίνει στη σκεπή, να ρίχνει το σκοινί μέσα από την καπνοδόχο και ο άλλος να το τραβάει για κατέβει το αχινοπόδι και να καθαρίσει την καμινάδα από τη συσσωρευμένη κάπνα. Επίσης σε μικρά τουφάκια στις γλάστρες για να μην τις κατουρούν τα γατιά.
Σε σκούπα εκτός από το ότι δεν το έχω δει ποτέ, (αν και χόρτινες σκούπες έχω δει) μου φαίνεται δύσκολο να χρησιμοποιούνταν γιατί είναι τόσο σκληρό που δεν σκουπίζει, σβαρνίζει.
Εκτός αν είναι για μάζεμα φύλλων. Αλλά δεν έχει την ελαστικότητα που απαιτεί μια σκούπα άσε που σπάνε τα αγκαθάκια του και γεμίζει ο τόπος.
Και μετά θες ηλεκτρική. 🙂
@148 Μένω άναυδη!
sarant said
154: Γιατί άναυδη; για το φρόκαλο ή για το φινόκαλο; Σηκώνει άρθρο πάντως το θέμα.
Αλλά βγήκαν πολλά θέματα από αυτό το άρθρο.
Immortalité said
@155 Για το φιλοκαλώ. Θυμήθηκα τον Επιτάφιο και από κει στις αυλές και στα φρόκαλα το ταξίδι μου φάνηκε ασύλληπτο….
spyroszer said
154, 155. Κι εγώ έμεινα άναυδος, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τέτοια σύνδεση.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BF&sin=all
skol said
152: Ευχαριστώ. Το είχα δει αλλά μου φάνηκε λίγο λειψή η εξήγηση. Γιαυτό έβαλα ερωτηματικό και περιμένω τους ειδικούς (της ΕΛΑΪΣ 🙂 )
ΕΦΗ ΕΦΗ said
154. Ναι το αχινοπόδι είναι για πιο χονδροειδές σκούπισμα.Κι εγώ δεν έχω σαφή εικόνα στη μνήμη.Τα ξέρω ως περίφραξη σε παλιές μάντρες επειδή είναι σκληρά κι αγκαθωτά.
Επανέρχομαι να πω τη σχετική αναφορά που είχα:από την εφημερίδα «πατρίς» : (μιας και τα χάνια αναφέρθηκαν στο σημερινό θέμα,ως παράδειγμα, περίπου εξοβελιστέας ,λέξης)
Τα χάνια κάποτε στην Κρήτη
Του Δημήτρη Σάββα
Χάνια και Χανιτζήδες στο Ηράκλειο
Λες και ήταν χθες!
patris. gr/articles/126184?PHPSESSID=#.USeQjh3wmbs
Τη φινοκαλίδα, τη σκούπα δηλαδή τη λέμε και παρασύρα.Νέα φλασιά: το φυτό αυτό λέγεται και παράσυρος! Το έψαξα έτσι και ιδού:
Εργασία των μαθητών της ΣΤ’ τάξης με θέμα:»Η χλωρίδα της Κρήτης» http: //31dim-irakl.ira.sch.gr/xlorida-kritis.htm
(αφήνω δυο διαστήματα στο http του λίκνου μη γεμίσει ο τόπος)
Παράσυρος :
Πολυετής θάμνος των ορεινών περιοχών. Τα βλαστάρια του γίνονται περίπου 70 εκατοστά με μικρά φύλλα. Παλιότερα οι τσοπάνηδες έφτιαχναν σκούπες για το σκούπισμα της μάντρας τους.
eran said
151: Όχι, το λεξικό έχει μόνο τον τύπο με σ.
Τιπούκειτος said
Νικοκύρη, για τον τσιφτέ δεν ξέρω αν έχει αναφερθεί ότι παλιά στην Κύπρο σήμαινε το δισέλινο (δύο σελίνια, υποδιαίρεση της λίρας). Προφερόταν, φυσικά, tchιφτές. Τη σημασία «δίκαννο» εδώ την έμαθα.
Immortalité said
Άμα σε βγάλει ο δρόμος στην αποδώ μεριά της Κοινοπολιτείας, θα σε πάω για τραπέζι με τσι συντέκνους μου και θα δεις ότι η λέξη είναι στην ημερησία διάταξη 🙂
Τιπούκειτος said
@162: Ε ρε γλέντια.
Immortalité said
@163 Μη λες γλέντι δεν κάνει. Είναι τούρκικο. 😀
Τιπούκειτος said
Καλά, να πω ειλαπίνη τότε, να χαρεί και ο Κορνήλιος (πού είναι αυτή η ψυχή;)
Immortalité said
Ειλαπίνη; Πες μου ότι θα πει γλέντι;
Ο Κορνήλιος κάνει περασές μα δεν συβάζεται να κάτσει.
Και τα στιχάκια με το σταγονόμετρο. Πιο πολύ υπερασπιστική των μικρών κομμάτων ασκεί.
Στέλιος said
@155β: και σε ποιο άρθρο δεν βγαίνουν; 🙂
@164: 😀
@166: Των όχι τόσο μικρών όσο θα θέλαμε κομμάτων…
Immortalité said
@167 Ε, ναι. Η αλήθεια είναι το ΑΝΤΑΡΣΥΑ το έχει λίγο στο φτύσιμο.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
164. 🙂 🙂 🙂 🙂
Η μεθυά να λέγεται ή «σκόρδο κι απήγανο»;
sarant said
Καλημέρα κι από δω
161: Το δισέλινο το έχω βάλει και στο βιβλίο, αλλά δεν ξέρω αν το είχαμε συζητήσει μαζί ή το έμαθα από αλλού.
165: Μπράβο, ειλαπίνη. Και ειλαπιναστής ο γλεντζές!
Τιπούκειτος said
@166: Ιμμόρ, ναι, ειλαπίνη είναι το φαγοπότι, που τρως μέχρι σκασμού.
Πέπε said
Πω πω!! Δε φανταζόμουν ότι θα υπάρχει τόσο σύντομα τόση πολλή ανταπόκριση. Επιφυλάσσομαι κι εγώ για μια ξεγυρισμένη οπισθοτροφή, αλλά μάλλον θα σας προφτάσω όταν τα σχόλια εδώ θα ‘ναι χιλιάδες ή όταν θα ‘χουν γίνει καναδυό ακόμα σχετικές αναρτήσεις-σίκουελ.
Τώρα που μου ‘ρθε, τον περίδρομο δεν πρέπει να τον έχετε, ε; Είναι ένα στρογγυλό πράγμα σαν μεγάλος δίσκος σερβιρίσματος, που καλύπτει ένα ολόκληρο τραπέζι, περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του, και φέρνει εύκολα κάθε πιάτο μπροστά στον κάθε συνδαιτυμόνα. Είδα να τον χρησιμοποιούν αυτές τις μέρες σε μια μαγειρική εκπομπή και τον θυμήθηκα.
Immortalité said
Δηλώνω ειλαπινίστρια! Όσο και να πεις η τούρκικη δεν έχει και κολακευτικό θηλυκό. Ενώ ειλαπινίστρια, τι καταπληκτική λέξη και πόσο σικ! 😀
sarant said
Ναι, μοιάζει και με την αλπινίστρια 🙂
Κορνήλιος said
#165 ἄ! εἶχα γράψει σχετικὰ πρόσφατα ἀπευθυνόμενος σὲ ἕνα ἐν ζωῇ ποιητὴ ποὺ μοῦ ἀρέσει:
Ἀγλαὸν οὐχ Ἑκάτης ἱερῆά κε κῆρες λάβοιεν
ἔμμορον εἰλαπίνης Παρνησοῖο κλισίῃσι.
Theo said
Καλησπέρα, Νίκο.
Σήμερα κατάφερα και βρήκα το βιβλίο σου. Το φυλλομέτρησα, διαπίστωσα πως δεν ξέρω τις περισσότερες από τις λέξεις του και καταγράφω κάποιες παρατηρήσεις μου, κυρίως για τη χρήση τους στην Έδεσσα των παιδικών μου χρόνων:
γεμενί Ο Βλαχογιάννης, νομίζω, αναφέρει πως τον Παπαφλέσσα τον ονόμαζαν «μαυρογεμενή», επειδή πάνω στο καλυμαύχι του, αντί για επανωκαλύμαυχο, έβαζε ένα μαύρο γυναικείο κεφαλομάντηλο.
γιουφκάς Τους γιουφκάδες τους άκουσα από Χαλκιδικιώτες (δεν ξέρω αν είναι μικρασιάτικης καταγωγής).
γκατζόλι Γνωρίζο Αθηναίο με επίθετο Γκατζόλης. Ο πατέρας του ήταν από την Ηλεία, αρβανίτισκης καταγωγής. Άρα, μαρτυρείται και στην Πελοπόννησο.
κατσαμάκι Τη λέξη την πρωτάκουσα από τον μαθηματικό μας στο γυμνάσιο στην Έδεσσα, ντόπιο, που ήταν και καθηγητής του πατέρα και των θειών μου, στην παροιμιώδη φράση του που έκτοτε την επανέλαβε αρκετές φορές: «Τα μαθηματικά δεν είναι κατσιαμάκι». Όταν ρώτησα τη μητέρα μου τι σημαίνει, μου απάντησε; «χυλός».
κεπέγκι Τη δεκαετία του ’60 στην Έδεσσα «κεπέγκια» λέγαμε τα ξύλινα σχεδόν μονοκόμματα καλύμματα των παραθύρων κάποιων παλιών μαγαζιών (δεν είχαν βιτρίνες σ’ όλη τους την πρόσοψη), που απλώς τα εφάρμοζαν πάνω τους και τα κλείδωναν με μια σιδερένια ράβδο με λουκέτο στην άκρη της, ενώ τα συρόμενα στόρια που σφαλίζουν τις βιτρίνες των πιο μοντέρνων καταστημάτων τα λέγαμε «ρολά».
Το μασλάτι ακουγόταν και στην Έδεσσα τη δεκαετία του ’70. Τώρα δεν ξέρω.
σιούτος Άκουγα στην Έδεσσα δεκαετία του ’60 τη λέξη «σιούτα». Έχω την εντύπωση πως χαρακτήριζε γυναίκες με άσχημη ή πλακουτσή μύτη.
Το τσεσίτι το άκουγα ως «τσασίτι» στην Έδεσσα, κυρίως στον πληθυντικό: «είναι από πολλά τσασίτια».
sarant said
176: Theo, σ’ ευχαριστώ για την αναπληροφόρηση!
Για τον Γκατζόλη της Ηλείας σκέψου το ενδεχόμενο κάποιος παππούς του να είχε ζήσει κάμποσα χρόνια στον Έβρο και επιστρέφοντας στην πατρώα γη να πήρε αυτό το παρατσούκλι, όπως εμείς λέγαμε «Ιταλό» έναν που είχε πάει για σπουδές στην Ιταλία.
EΦΗ ΕΦΗ said
κατσαμάκι και στην ανατ.Κρήτη : χουνέρι, κόλπο. «μου καμε κατσαμάκι και δεν ήρθε»
skol said
Κάποια επιπλέον στοιχεία για το λαμπάντε(151,152,153).
Ρώτησα και στην Κέρκυρα και όντως δεν είναι γνωστή η δεύτερη σημασία του λαμπάντε(=μεγάλης οξύτητας, βιομηχανικό) για το λάδι.
Βρήκα όμως εδώ μια ενδιαφέρουσα καταγραφή στο Βιβλίο Ταμείου τις μονίς τις Ιπεραγίας Θεοτόκου ελεούσας κιμένις ις το χωρίο τον κινοπιαστόν
1722 μαίου 22. το άνοθεν λάδι εγίνικε λαμπάντε ξεστες ικοσι οκτο, το επωλισα από λίτρες ικοσιτεσερις σολδια δεκα τιν κάθε ξεστα
όπου μάλλον είναι αυτό το λαμπάντε.
Raptakis Dimitrios said
αχινοπόδια και κλαδιά εμπήκανε στη μέση
και δε μ’αφήκανε να χαρώ τη βιόλα που μ’αρέσει.
EΦΗ ΕΦΗ said
179. Ηταν τόσο ενδιαφέρουσα η παραπομπή με τη διαθήκη κλπ που το λαμπάντε εγίνηκε παρεμπίπτον. Το κελάρυσμα της γλώσσα σας βγαίνει ακόμη και γραμμένη
skol said
Αφού πιάσαμε τα κερκυραϊκά σ’αυτό το νήμα ας βάλω και μια δυσάρεστη είδηση.
Σκοτώθηκε στην οικοδομή που δούλευε ο Στρατής Τσοπανέλλης. Είναι αυτός που έπαιζε τον Αντρέα στην «τιμή της αγάπης» της Μαρκετάκη.
http://www.lifo.gr/now/culture/23230
όπως γράφει και μια σχολιάστρια στο παραπάνω άρθρο: Ανάθεμα τα τάλαρα
sarant said
Σοβαρά αυτός ήταν; Α τον καημένο!
Raptakis Dimitrios said
151, 152, 153, 179, 181:
Μια παλιά μαντινάδα επιβεβαιώνει τον ορισμό του κ. Μελιδώνη:
Λαμπάντες λάδι σ’ ήξερα μα συ σαι μερκαντήλι
μηδέ στον λύχνο άφτεις μπλιο μηδέ και στο καντήλι!
alexandra said
Καλησπέρα.
Αν και λίγο καθυστερημένα, ας γράψω εδώ κυρίως για να πω ότι πολύ το έχω ευχαριστηθεί το βιβλίο τις τελευταίες μέρες που το έχω πιάσει. Είναι εντυπωσιακό για τις «λέξεις που χάνονται» που κάποιες ακούγονται τόσο κοινές που δε φανταζεται κανείς ότι δεν υπάρχουν στα λεξικά, ενώ κάποιες άλλες, εγώ τουλάχιστον, δεν τις έχω ακούσει ποτέ.
Από αυτές που αναφέρονται εδώ:
Τον καρύτζαφλο τον λέμε, αλλά πολύ περισσότερο λέμε τον καρούτζο – που λέει ο αναγνώστης ότι λένε και στην Κορινθία με την ίδια σημασία, Όταν λέω λέμε μάλλον από τη μητέρα μου – από Μεσσηνία – το μάθαμε και το λέμε στην οικογένεια. Τον τρώμε κιόλας τον καρούτζο στον κόκορα. Εντυπωσιάζομαι που δεν τον έχουν τα λεξικά.
Και τον σίγλο τον έχω ακούσει πολύ στη Μεσσηνία.
Κούρβουλα στην Αχαΐα είχα την εντύπωση ότι δεν είναι ακριβώς ο κορμός, αλλά το κάτω μέρος του κορμού και οι ξυλοποιημένες ρίζες του αμπελιού – εκτός κι αν εγώ κατάλαβα λάθος αυτό που μου έδειχναν.
Σφάκα που αναφέρθηκε εδώ ότι λέγεται η πικροδάφνη εγώ ήξερα την ασφάκα (Phlomis fruticosa).
Όσο για τη γράνα, που τότε με τον Πολύδωρα κατάλαβα ότι δεν είναι κοινή λέξη, είναι η μοναδική λέξη που ξέρω για τα χαντάκια / χωρίσματα στα χωράφια.και ολοζώντανη στην Πελοπόννησο.
sarant said
Καλημέρα, σας ευχαριστώ πολύ!
skol said
184: Το μερκαντήλι τι σημαίνει; Για πούλημα;
Το λαμπάντε δεν είναι κακόσημο όμως στη μαντινάδα (τουλάχιστον σε σχέση με το μερκαντήλι!)
Spyros F said
Καλησπέρα σας
Ας συνεισφέρω και εγώ μια πληροφορία σχετικά με μια λέξη: Αμόντε σύμφωνα με το βιβλίο του Κου Κλήμη »ιστορία νήσου Κέρκυρας» όντως σημαίνει πάει χαμένο, αλλά η λέξη μάλλον ορθότερα έχει πηγή το ενεχυροδανειστήριο που δημιουργήθηκε στην Κέρκυρα το 1630 (monte di pieta) το οποίο συμφωνα και με το wikipedia https://en.wikipedia.org/wiki/Mount_of_piety δημιουργήθηκε ως δημόσιο ίδρυμα για να εξαλείψει τους ιδιώτες ενεχυροδανειστές των οποίων οι όροι ήταν σαφώς δυσμενέστεροι. Φευ! έστω όμως και έτσι, η προσφυγή κάποιου στο ίδρυμα αυτό σπάνια σήμαινε ότι θα μπορούσε να ξαναπάρει πίσω το αντικείμενο που κατέθετε, και για αυτό η λέξη πήρε το νόημα του χαμένου, του μάταιου.
sarant said
Ευχαριστώ! Πάντως η έκφραση andare a monte ήδη στα ιταλικά σημαίνει «καταστρέφομαι», οπότε η σημασία θα προϋπήρχε.
asimina nteliou said
γειά σε όλους.
Στην Βόρεια Εύβοια ρίχνει και σε μας το κουκουσέλ =χαλάζι
λέμε αλεκουντήσ’ για να σταματήσουμε κάποιον που προπορεύεται
έχουμε τη λέξη ζαβαλιά για την αναποδιά , «μια-δύο-τρίτ’ και ζαβαλιά»
μαξούλ’ είναι το κομπόδεμα
ζάντζας ο ευέξαπτος
μπουχαρί είναι η καπνοδόχος στα ΒΔ χωριά μας
κρεμάμε κι εμείς στο σιτζίμ τη μπουγάδα μας
και έχουμε και εμείς χωράφια ρόγκια με την ίδια σημασία
Έχουμε επίσης τη λέξη ξεροτσιβούρα που είναι το διμύ στεγνό κρύο
«Πηγη: Γλώσσα με άρωμα Βόρειας Εύβοιας, ΘΡ, 2017)
176. κατσαμάκι τρώμε και στη Βόρεια Εύβοια. Είναι χυλός απο καλαμποκάλευρο που γλυκαίνουμε με μέλι ή καλύτερα πετιμέζι (παραδοσιακά). Κατσαμακ έφαγα και στη Σερβία, στο ξενοδοχείο το προσφέρουν για παραδοσιακό πρωινό, όπως παραδοσιακά κι εμείς το τρώγαμε και στους παππούδες μας σαν πρωινό ή σαν βραδινό (χωρίς μέλι ή πετιμέζι όμως οι Σέρβοι)
μασλάτ είναι το μικροπράγμα και στη Βόρεια Εύβοια. Μασλάτια είναι συνηθισμένη ιδιωματική λέξη στη Μακεδονία βλ. και σελίδα στο ίντερνετ κολινδρινά μασλάτια
τέλος το σιούτος- σιούτα ήταν λέξη των βοσκών και σήμαινε το ζώο με σπασμένα κέρατα, δηλ. μεταφ. άσχημο
Ευχαριστώ θερμά!