Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο
Posted by sarant στο 15 Μαρτίου, 2013
Πριν από αρκετούς μήνες, σχεδόν ένα χρόνο, είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με κάμποσες σπάνιες λέξεις από την Αμοργό, που μου τις είχε στείλει ο φίλος μας ο Αρκεσινεύς, σε μια ηλαλληλογραφία μας που ξεκίνησε με αφορμή το βιβλίο μου “Λέξεις που χάνονται“. Εκείνο το άρθρο ήταν το πρώτο μέρος από τις λέξεις (με αλφαβητική σειρά) του Αρκεσινέα, και είχε τίτλο «από το αγκίνιο στο κούσουλο», επειδή αυτές ήταν η πρώτη και η τελευταία λέξη του άρθρου. Είχα αναγγείλει βέβαια το δεύτερο μέρος, αλλά ήθελα να περάσει ένα διάστημα πρώτα, μετά ο Αρκεσινέας έφυγε για το νησί του, ύστερα το άφησα εγώ, κι έτσι κοντεύει να κλείσει χρόνος -τελειώσαν όμως τα ψέματα, σήμερα ανεβάζω τις υπόλοιπες αμοργιανές λέξεις, που πηγαίνουν από το μανάρι στο χωματομαξέλαρο. Θα μπορούσα να βάλω κι αυτό τον τίτλο, άλλωστε.
Παραθέτω στα επόμενα το δεύτερο μέρος από το γλωσσάρι. Οι λέξεις είναι βέβαια αμοργιανές, αλλά θα με ενδιέφερε αν τις ξέρετε και αν ακούγονται και σε άλλες περιοχές. Σε μερικές, λίγες, λέξεις έχω βάλει στο τέλος κάποια δικά μου σχόλια, με πλάγια και με την ένδειξη ΝΣ.
μανάρι (το) συνεκδ. το μαχαίρι που σφάζει το αρνί. παροιμία: Της τύχης τα μελλούμενα μανάρι δεν τα κόβει.
μαντελάς (ο), οι μαντελάδοι <ιταλ. mantella (μανδύας) το σκιάχτρο. Παροιμία: Από τ’ Αγι’ Αντωνιού το βράδυ που γίνονται οι μαντελάδοι.
μαμουζάδες (οι) οι γαλότζες
μαρτακούδι (το) το μανουσάκι, ζαμπάκι (Narcissus serotinus) Εζήτηξέ μου την γαμπρός και του ’δωκα την κόρη σα μαρτακούδι άγριο στους κάμπους και στα όρη.
μαρτίνικα (τα) κυρίως στον πληθ. τα λίγα (έως 15-20) κατσίκια ή πρόβατα που κατέχει μια οικογένεια.
μειογγίσι (το) άκλιτο λίγο, με το σταγονόμετρο Με το μειογγίσι το βάζει το λάδι στο φαΐ, το λυπάται!
μέλ(λα) (η) <μέλας 1.η χιονίστρα 2.η πέτσα που σχηματίζεται σε βρασμένο γάλα, η κρούστα
μινόρι (το) <minor; μικρός συνοικισμός από (3-4) κατοικιές (=αγροκατοικίες) μακριά από το οργανωμένο χωριό. Η κατοικιά προϋποθέτει φούρνο, στάβλους για τα ζώα, αχερόσταβλο, κοτέτσι, γιστέρνα, περγαλίδια, αλώνι.
μονεστάδο και μονεστάδα επίρρ. 1. Γρήγορα, χωρίς ανάσα Μονεστάδο το ’φαε κι ηκοντύλησε. 2. Όλα μαζί Τα ’δωκα μονεστάδα και μου κακοφάνηκε.
μονεστάρω 1. φέρνω τα ζώα στο στάβλο, συγκεντρώνω Φρ. καλώς εμονεστάραμε λέγεται στο τραπέζι από το νοικοκύρη στους καλεσμένους: καλώς συγκεντρωθήκαμε
μπράτη (τα) <αρχ. πρατός; <πέρνημι (εξάγω πράγματα για πώληση) αποσκευές Τα πήρες όλα σου τα μπράτη;
ξέβγαση (η) <ξεβγάζω (απαλλάσσομαι από κάτι) η ακίνητη περιουσία που μένει άγραφη στη διαθήκη, για να μην μπορεί να την προσβάλει το αποκληρωμένο παιδί
ξεμπιτάρω και παθητ. εξαφανίζω, εξολοθρεύω, εξοντώνω Ήβαλα ψακή, μα πού να ξεμπιτάρουν οι κουφοί (οι ποντικοί).
ξενηστίκωμα (το) το κολατσιό, (για τα ζώα) αυγινό τάισμα
ξέτ(θ)αλος, -η ,-ο (κυρ. για φυτά) ανεπτυγμένος και γι’ αυτό ξεχωριστός, «λιμπισιμιός»
παντουρίζω (παντού;) περπατώ με δυσκολία, δεν περπατώ σταθερά, γιατί δε βλέπω καλά είτε επειδή υπάρχει πρόβλημα στην όραση είτε γιατί δεν έχει ακόμη καλά ξημερώσει
ορμάς δε θέλει με τίποτε, αντιδρά έντονα να κάνει κάτι. Υπάρχει ολμάς στον Παπαδιαμάντη, στον Καρκαβίτσα. (Από το τούρκικο olmaz = δεν γίνεται, άραγε; ΝΣ)
παγδούκι κατάξερο ξερό παγδούκι το χώμα
παστούρα (η) (ιταλ. pastura: βοσκή, χορτάρι) τρίχινος δεσμός που προσαρμόζεται στα πόδια των ζώων, για να μην απομακρύνονται από το χωράφι πηδώντας τον τοίχο ή για να συλλαμβάνονται εύκολα, το πέδικλο
πάστρα (η) (υπάρχει στον Πάπυρο, Τεγόπουλο, ΛΚΝ ) η ξερή (δηλαδή το χαρτοπαίγνιο ΝΣ)
παύλος (ο) <λατιν. paulus; (μικρός) (μικρό ψωμί σε σχέση με το καρβέλι;) η φραντζόλα
περγαλίδι (το) (μικρός ) περιφραγμένος κήπος, συνήθως κοντά στο σπίτι, για την καλλιέργεια λαχανικών. Βλ. λ.χ. εδώ. Την ίδια ακριβώς σκηνή θυμάμαι κι εγώ που ήμουνα λίγο μεγαλύτερος.
περιψαρεύ(γ)ομαι (περί +ψάρι <αρχ. ὀψάριον <ὄψον : προσφάι) (κυρ. για ζώα) αρνούμαι μετά από διερεύνηση με την όσφρηση του νερού ή του φαγητού στο να πιω ή να φάω κάτι (από ιδιοτροπία παράλογη και ανεξήγητη)
πισκαϊνης (ο) ο σατανάς
πομπιλή ή μομπιλή ( η) <ιταλ.mobilia οικοσκευή
πουλόκοιτη (η) 1.η φωλιά των κοτών 2.το κοτέτσι
πυριάζω (για την κλώσα) κάθομαι πάνω στα αβγά ζεσταίνοντάς τα ωσότου εκκολαφθούν, επωάζω, κλωσώ
ριμπόουλος (ο) ο καλόρεχτος [και μτφ. που δεν φέρνει αντιρρήσεις, που δεν αρνείται ένα θέλημα, καλόβολος ΝΣ]
ρεφουλιά (η) ξαφνικό ελαφρό φύσημα ανέμου μικρής διάρκειας Ούτε μια ρεφουλιά ε φέρνει
ριστιβιά (η) η κακία θα πιάσομε ριστιβιά; ριστίβικο ζώο: ατίθασο ζώο
σακχολεβίζει <σακολέβα; (είδος ιστιοφόρου ) πηγαίνει αργά λόγω ηλικίας ή κούρασης
σαλάβατος (ο) (σάλος) ο ελαφρός θόρυβος
σκαμπάζω σκάμπασε το τσουβάλι: το σήκωσε λίγο πάνω από το έδαφος, για να υπολογίσει το βάρος του και να δει αν μπορεί να το σηκώσει το τσουβάλι (Σημειώνω ότι τα ετυμολογικά λεξικά γράφουν ότι δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά πώς το σκαμπάζω πήρε τη σημασία ‘καταλαβαίνω’ -νομίζω ότι η αμοργιανή σημασία μας δίνει ένα κλειδί ΝΣ)
σκουρμπανιά (η) <τουρκ. kurban ; (θύμα) τρόπος επιλογής στα παιδικά παιχνίδια του παιδιού που θα έχει ιδιαίτερο ρόλο λ.χ. μάνα (Εμείς λέγαμε «κουρμπανιά» ΝΣ)
σουρλί (το) το παντελόνι
στρόγγαρος (ο) <ιταλ. stroncare; (κόβω, σπάζω) 1. το κότσι, ο αστράγαλος 2.παιδικό παιχνίδι που παίζεται με αυτό το οστάριο, το σίστι. Βλ. Ιλ. Ψ 87-88 Η ψυχή του Πάτροκλου στον Αχιλλέα:
ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς
Μεταφρ. Κακριδή: τη μέρα εκείνη που, θυμώνοντας, το αγόρι του Αμφιδάμα
αστόχαστα, άθελά μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους.
Κλεισώνυμο το έλεγαν το παιδί και με τον Πάτροκλο πήγαιναν στο ίδιο σχολείο.
Με το το στρόγγαρο του ψητού της Λαμπρής παίζαμε κι εμείς τα παιδιά τα Λαμπρόσκολα. Κάθε πλευρά στο κότσι είχε την ονομασία της. Σε κάθετη θέση, η πάνω πλευρά που είναι επίπεδη λέγεται «βασιλιάς», η κάτω που είναι βαθουλωτή «στρόγγαρος», η πλαϊνή με την κοιλότητα «πήγαδος», ενώ η απέναντί της «γάδαρος».Ο στρόγγαρος παιζόταν από 2 παιδιά με ένα κότσι. Αφού τα έβγαζαν για να δουν ποιο παιδί θα είχε αρχικά στο χέρι του το στρόγγαρο, έλεγε το άλλο παιδί τι θα ερχόταν, σε ποια θέση δηλ. θα έμενε ο στρόγγαρος, όταν θα τον έριχνε στο έδαφος η μάνα. Αν το εύρισκε, έπαιρνε εκείνο το κότσι, διαφορετικά συνεχιζόταν η ρίψη, έως ότου τελικά πετύχει τη σωστή θέση. Δεν έβαζαν κάποιο στοίχημα, απλώς να περνούσε η ώρα.
τρουτσουλίτης (ο) ο κορυδαλλός, ο κατσουλιέρης, τρουτσούλα λέγεται η κωνική στέγη του ανεμόμυλου στήνω τα τρουτσούλια: πέφτοντας κάτω βρίσκομαι με το κεφάλι στο έδαφος και τα πόδια ψηλάτσάγκρα (η) φάκα για ζώα (ποντίκια, λαγούς, ατσίδες) [στο Βυζάντιο η τζάγγρα ήταν τόξο που φορτιζόταν και παρέμενε σε αναμονή για να ρίξει το βέλος]
τσάλαχο (το) βραχώδες χωράφι με λιγοστή καλλιεργήσιμη γη
τσαπούρα (η) ελαφριά σύντομη βροχή Μια τσαπούρα έριξε, ψιλοπράματα.
τσίγκου άκρη-άκρη Τσίγκου τσίγκου πάει και θα γκρεμιστεί.
τσιγκούρι (το) μέρος που ξερνάει νερό .Σύμφωνα με ετυμολογία του Μιχάλη Σκανδαλίδη, εκπαιδευτικού ονοματολόγου, <τσιγκρά και τσυγκρά <ζυγκρός <ζυγρός <δίυγρος (εντελώς υγρός) τσιγκουρεύγει : αναβρύζει ελάχιστο νερό. Διαφέρει από το ανεγκάρω, γιατί εδώ δηλώνεται συνέχεια, σταθερότητα
τσιμισκάδι (το) <αρχ. κημός ; (φίμωτρο) μικρό καλάθι χωρίς λαβή από βούρλα μέσα στο οποίο στραγγίζει το φρέσκο τυρί πάνω στον τυρόσκαμνο, το τυροβόλι, το ταλάρι
τσίρος (ο) <αρχ. κιρρός; (κιτρινωπός) το τυρόγαλο (το υγρό που μένει μετά από την πήξη του γάλακτος), ορός γάλακτος
φερτάρω <ιταλ. ferta (προσφορά) ρίχνω χρήματα στους οργανοπαίχτες. Ο παπάς μας, προτού γίνουν Δ.Υ. οι κληρικοί, κάθε Κυριακή ήθελε τη φέρτα του, έβγαζε δηλ. δίσκο.
φουτάς (ο) άσπρο γυναικείο μαντίλι το οποίο φορούσαν όλες οι γυναίκες. Η ανεμαλλιαρά γυναίκα θεωρούνταν άσεμνη. Σήμερα οι νέες τον έχουν εγκαταλείψει. Ο Μηλιαράκης (1884) γράφει : «αι νέαι (ενν. της Αμοργού) καλύπτουσι την κεφαλήν δια μεγάλου λευκού, λεπτού και διηνθισμένου, διαφανούς μανδηλίου, όπερ καθιστά έτι ωραιοτέρας τας λευκάς και ανθηράς μορφάς, τας πλήρεις υγείας, έτι δε ζωηροτέρας τους μέλανας αμυγδαλοειδείς οφθαλμούς και τας τοξοειδείς οφρύς».
χωματομαξέλαρο (το) το μαξιλάρι γεμάτο χώμα για το νεκρό στον τάφο. Λίγο πριν να κατέβει το φέρετρο στον τάφο γίνεται αντικατάσταση του κανονικού μαξιλαριού.
Με μακάβρια λέξη τελειώνουμε, αλλά κι αυτά μέσα στη ζωή είναι….ΝΣ
Књаз Неретве said
Σε σχέση με τα «μαρτίνικα»: Και στην περιοχή μου στην Ηλεία υπάρχουν οι λέξεις «τα μαρτίνια» / «η μαρτίνα» που αναφέρονται στην αιγοκτηνοτροφία
Μαρία said
Τσουτσουλιάνος σε μας, τσιρτσιρλιάγκος στα θρακιώτικα.
Οι Αμοργιανοί αντί δεν έχει τσίπα λεν δεν έχει μέλα; 🙂
Δύτης των νιπτήρων said
Nίκο, διόρθωσε το olmas σε olmaz.
Alexis said
Καλημέρα,
Στην Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρο, Λευκάδα: τα μαρτίνια=τα ζώα, όταν είναι λίγα στον αριθμό σε ημιοικόσιτη μορφή (σε αντιδιαστολή με την οργανωμένη εκτροφή που προϋποθέτει σταβλο κλπ.), π.χ. έχω δύο-τρία μαρτίνια σημαίνει έχω δυό-τρία γελάδια ή κατσίκια ή πρόβατα.
#2, «Δεν έχει φουτά» μάλλον θα λένε, η «μέλα» είναι άλλο πράμα (κατά τον Αρκεσινέα πάντα). 🙂
sarant said
Eυχαριστώ για τα πρώτα σχόλια και τις διορθώσεις!
spiral architect said
Καλημέρα. 🙂
Δίπλα απ’ το σπίτι που έμενα μικρός, υπήρχε μια μάντρα οικοδομών με τους χώρους χύδην αποθήκευσης των άμμων λατομείου, θαλάσσης, αλλά και το χώρο των σακιασμένων τσιμέντων καλυμμένους από κυματοειδή επιψευδαργυρωμένη λαμαρίνα. Oι χώροι αυτοί ήσαν μεσοτοιχία με το πίσω μπαλκόνι μας. Ανέβαινα, το λοιπόν, στο στηθαίο του μπαλκονιού και έκανα ισορροπία. Εκατέρωθεν το πάτωμα του μπαλκονιού από τη μια και οι τσίγκοι της επικάλυψης από την άλλη.
Η (κυκλαδίτισσα) μητέρα μου μού φώναζε:
– Μην πας τσίγκου-τσίγκου. Θα πέσεις.
– Μα δεν πατώ στους τσίγκους, ανταπαντούσα εγώ. 😀
Μαρία said
4 Δεν είναι άλλο πράμα η 2η σημασία που δίνει. Τσίπα είναι η πέτσα.
Alexis said
#7, Ναι αλλά η φράση «Δεν έχει τσίπα» προήλθε από το κεφαλομάντηλο των γυναικών που λεγόταν «τσίπα», άρα «δεν έχει τσίπα» λεγόταν για τη γυναίκα με ακάλυπτο κεφάλι, άρα την αναίσχυντη, αυτή που δεν έχει ντροπή.
Raptakis Dimitrios said
Τα μαρτίνια ακούγονται και στη Μάνη.
Εμπίτησε=τελείωσε στην κρητική διάλεκτο.
Αρκεσινεύς said
Καλημέρα.
Ευχαριστώ τον Νικοκύρη μας για την ανάρτηση και εσάς για τα πρώτα σχόλια.
Κάποιες διευκρινίσεις:
4.Η λ. μαρτίνικα ή μαρτίνια χρησιμοποιείται μόνο για τα λίγα κατσίκια ή και πρόβατα, όχι όμως για αγελάδες, όπως και στο σχ. 1
4, 8. Μπορεί η τσίπα να έχει τις δυο σημασίες, αλλά ποτέ δε λέμε το γάλα π.χ. έχει φουτά!
Πάνω στις μέλλες, στα μελανιασμένα και πρησμένα δάχτυλα χεριών και ποδιών από την ψύξη, που προκαλούν κνησμό, έβαζαν οι παλιοί ψημένες λεμονόκουπες ή έβαζαν τα πόδια σε ζεστό αλατόνερο κάθε βράδυ.
Αρκεσινεύς said
Στο λινκ, που στο μεταξύ κλείδωσε, στη λ. περγαλίδι ο αμοργιανός ποιητής Αντώνης Φωστιέρης αναφέρεται στον σεισμό της 9-7-1956 στις 5 το πρωί, όταν ο πατέρας του τον άρπαξε, μικρό παιδί, από το κρεβάτι και τον έβγαλε έξω στο περγαλίδι.
Β. said
Με μια πρώτη ματιά, ο τσίρος και το περγαλίδι υπάρχουν με την ίδια σημασία στην Ικαρία. Παύλος λέγεται η φρατζόλα στην Απείρανθο της Νάξου, από όσο ξέρω (αλλά αυτή η πληροφορία δεύτερο χέρι).
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!
11: Δεν είχα δει ότι δεν λειτουργεί πια το λινκ…
Β. said
12 Συγγνώμη, λάθος πληροφορία, μάλλον μπέρδεψα λιγο τις λέξεις καθότι βρήκα το εξής:
«Το Περγιαλίδι είναι το πέρασμα, το μονοπάτι δηλαδή που χρησιμοποιούσαν οι ορεινοί Ικαριώτες και γενικά οι νησιώτες και για να περνούν τα ζώα για βοσκή. Ένα Περγιαλίδι ήταν καλά κρυμμένο στις ξερολιθιές και τις εκτάσεις που χώριζε.»
στο λινκ http://www.ikariamag.gr/ikariakiagora/pro/%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%A1%CE%99%CE%91%3A-%CE%9C%CE%B5%CE%B6%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF%2C-%CE%95%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF-%C2%AB%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B9%C2%BB
προφανώς μπερδεύτηκα επειδή η ομώνυμη ταβέρνα βρίσκεται στη θέση «Μικρό Λιβάδι»
Αρκεσινεύς said
για τη λ. στρόγγαρος, δηλ. αστράγαλος βλ. σελ. 70
αναγνωστικό Β΄Γυμνασίου
Αρκεσινεύς said
> Στρόγγαρος και γάδαρος στο αριστερό κότσι, ενώ στο δεξιό βασιλιάς και πήγαδος.
Η φράση στο κείμενο του Νικοκύρη πρέπει να διαγραφεί, γιατί δεν έχει νόημα.
Β. said
Επίσης μια λέξη «τσάλαχον-τσάλαχο» (μάλλον αρσενικού γένους, υποθέτω) είχα συναντήσει σε ένα κυνήγι θυσαυρού στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά από τα συμφραζόμενα εικάζω ότι αναφέρεται σε καλπασμό:
«Τσάλαχον άκουσα, παιδιά, τσάλαχον καβαλλάρη
κι’ αντρειωμένου αναπνιά που σβήνει το φεγγάρι.
Μέσα στο Ρούβα, το μπυχνό στ΄απόβαθα του Ρούβα
πάω μπρος στα πατήματα τσι πεταλιές τ’ αλόγου.
Κι’ ομπρός στην άγρια αναπνιά, που λύγιζε τα κλώνια
να ιδώ ποιος να ήταν ο καλός και ποιος ο καβαλλάρης.
Κι όσον εμπρός εσίμωνα αδιάκρινα καλλιά μου
τα πεταλοχτυπήματα και τσάλαχο στα φύλλα.
Ίσαμε που μου φάνηκε πως είδα νια διαβαίνη
Γέρος λιγνός παλληκαράς μ’ ολόχρυσες μπιστόλες.
Απάνω σ’ άλογο άγριγιο και χρυσοστολσιμένο
παραμερίζαν τα δενδρά κ’ εψήλωναν οι κλώνοι
κ’ εμάδιε η δάφν’ απάνων του οπού θελε περάσει,
βλέποντας τόση λεβεδιά και παλληκαρωσύνη.
Ακούμπησ’ ολοκόρμιαστος σ’ ενός δενδρού τη ράχη
κ’ εκάρφωσα τα μάτια μου στο γέρο, απού φεύγει.
Παιδιά! και ποιος θενά τονε αυτός ο καβαλλάρης
με το πιτήδιο λίγυσμα και με τα τόσα νάζια;
Μην ήτονε ο Μαστραχάς ο σταυραητός του Ρούβα;»
Κατά τους οργανωτές του κυνηγιού, προέρχεται από το βιβλίο του Νικ. Σταυρινίδη «Ο καπετάν Μιχάλης Κόρακας και οι συμπολεμιστές του» αλλά δε μου γκουγκλίζεται.
Αρκεσινεύς said
Συμπληρωματικά για τ τη λ. στρόγγαρος .Οι Αμοργιανοί συνεχίζουν το παιχνίδι με τις ίδιες περίπου ονομασίες στο κότσι.
μετά τις πρώτες υποσημειώσεις το κείμενο συνεχίζεται με
Ότι δε το αστραγαλίζειν ήτο διαδεδομένον κατά τον Β΄ μ.Χ. αιώνα
μαρτυρεί και Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όστις ζητεί να εμποδισθη η δι’αστρα-
γάλων παιδιά ως «μελέτη πλεονεξίας, ην μεταχειρίζεσθαι φιλούσι». Μετά
Αρκεσινεύς said
18. Το κείμενο από τον Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» τ. Α΄I ,217-219
Αρκεσινεύς said
17. Σ’ ευχαριστώ.
Ξέρω πως στη Νάξο ατσάλαχος (ο) λέγεται ο ελαφρός θόρυβος, κάτι που ταιριάζει κάπως με την κρητικιά σημασία.
Αραγε < άτσαλος +ήχος;
ο Κοραής γράφει: ΤΖΆΛΑΚΟΝ:τζάλαχον τα τσάλαχα: ακαθαρσία άτσαλος γαλλιστί sale
per aspera said
Η λέξη μαρτίνια χρησιμοποιείται συχνά και στην ορεινή Αχαία αποκλειστικά για τα αιγοπρόβατα.Στις ταινίες του 007 έχει τελείως διαφορετική σημασία.
sarant said
17-20: Ο κρητικός τσάλαχος = θόρυβος πρέπει να είναι από το «σάλαγος»
Labros said
Εγώ το μανάρι το ξερα για τον όμορφο άνδρα μόνο.
Β. said
22. Ναι, βέβαια…
17 και συγγνώμη αναδρομικώς, «θυσαυρού» = θησαυρού, και «χρυσοστολσιμένο» = χρυσοστολισμένο (lapsus plectrologium)
Η λοιπή ορθογραφία του πρωτοτύπου (άνευ τόνων και πνευμάτων)
Raptakis Dimitrios said
22: Στη Μάνη ακούγεται τσαχάλα (με μετάθεση συλλαβών από τον τσιτακιστό σάλαγο). Και το ρήμα τσαχαλεύω: ακούω μικρούς θορύβους. Η μορφή δε εκεχειρίας μεταξύ αντιπάλων οικογενειών ονομαζόταν ατσαχάλευτη, περίοδος κατά την οποία δεν υπήρχε προπαρασκευή, δεν επισκευάζονταν οχυρές θέσεις, δεν ακουγόταν, συνεπώς, κανένας θόρυβος.
gpointofview said
…λέξεις από την Αμοργό, που μου τις είχε στείλει ο φίλος μας ο Αρκεσινεύς…
Εμ δεν σούστελνε και καμιά ψημένη ρακή να κεράσεις και μας ;
Γιάννης Πίσσης said
Δηλαδή η μέλα δεν είναι στάνταρ λέξη, πανελλήνια; Τι μαθαίνει κανείς!
«Δεν το θέλω [το γάλα], έχει μέλα», έλεγα μικρός.
Κι άλλες λέξεις της γιαγιάς μου διαπίστωσα μεγάλος ότι είναι αμοργιανές.
Μέχρι σήμερα, πάντως, ηχεί στα αυτιά μου ως εσχάτη βαρβαρότης να λέγονται τα οστά των ψαριών αδιακρίτως κόκκαλα όπως των ζώων αντί για γκύλια που είναι το σωστό :-). Φαντάζομαι, όμως, ότι τα γκύλια θα λέγονται ευρύτερα, τουλάχιστον στις Κυκλάδες.
Στο σαλάβατο να συμπληρώσω το ρήμα σαλαβατώ. Επίσης το ρήμα γραφανιώ για το θόρυβο που προκαλώ όταν ξύνω μια επιφάνεια.
Πολλές λέξεις δεν τις γνώριζα. Είμαι λοιπόν ευγνώμων για τα άρθρα.
Αρκεσινεύς said
σουμπουρδίζω στα χιώτικα σαβουρδώ= ρίχνω,πετώ κάτω, διασκορπίζω <τουρκικό savurmak;
Trampoukos said
Ο τύπος «ριστίβικος» υπάρχει και στο κυπριακό κείμενο των Ασιζών (13ος αιώνας), π.χ. «Περί εκείνου οπού πουλήσει έναν άλογον ριστίβικον, και περί εκείνου οπού το εγόρασεν.»
Μιχαλιός said
Το περγαλίδι συγγενικό, υποθέτω, με τα περγάδι και περιγάρδι (=περιβόλι) της Νάξου.
Παύλους δεν ξέρω, αλλά στη Μονή της Νάξου γνωρίζω τους περιβόητους «πούλους» (και για τους σεμνότυφους αρτίδια).
Τσιγκούρα και Τσιγκούρι είναι συνηθισμένο τοπωνύμιο στις Κυκλάδες και υπάρχει, απ’ ότι βλέπω, και στη Θάσο και στην Κω.
Μιχαλιός said
27: Πιο κοντά είναι στα τούρκικα το supurmek (με τελίτσες), «σκουπίζω».
Αρκεσινεύς said
Ο Διογένης Λαέρτιος IX, 2 γράφει για τον Ηράκλειτο:
Ἀξιούμενος δὲ καὶ νόμους θεῖναι πρὸς αὐτῶν ὑπερεῖδε διὰ τὸ ἤδη κεκρατῆσθαι τῇ πονηρᾷ πολιτείᾳ τὴν πόλιν. [3] Ἀναχωρήσας δ’ εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος μετὰ τῶν παίδων ἠστραγάλιζε· περιστάντων δ’ αὐτὸν τῶν Ἐφεσίων, « Τί, ὦ κάκιστοι, θαυμάζετε; », εἶπεν· « Ἢ οὐ κρεῖττον τοῦτο ποιεῖν ἢ μεθ’ ὑμῶν πολιτεύεσθαι; ».
Κι ενώ τον θεώρησαν άξιο οι Εφέσιοι να τους θεσπίσει νόμους αυτός τους περιφρόνησε, γιατί ήδη στην πόλη είχε επικρατήσει φαύλο πολίτευμα. Έφυγε λοιπόν και πήγε στο ιερό της ΄Αρτεμης όπου έπαιζε κότσια με τα παιδιά και στους Εφεσίους που συγκεντρώθηκαν γύρω τους είπε: «Γιατί απορείτε, αθλιότατοι; Δεν είναι καλύτερο να κάνω αυτό παρά να είμαι πολίτης μαζί με σας ;».
Πέπε said
Μανάρι: στην Κάρπαθο μαννάρι είναι το τσεκούρι.
Παύλος: και πάλι στην Κάρπαθο, πούλλος (βλ. και #28) είναι ένα αρτοσκεύασμα, όχι όμως ψωμένιο, είναι ένα είδος κουλουριού. Είναι όμως άλλη λέξη: ο Κ. Μηνάς (Λεξικό των καρπαθιακών ιδιωμάτων, Τυπωθήτω 2006) το ετυμολογεί από το λατ. pullus = κοτόπουλο, και έχει λογική, γιατί ο πούλλος -που ψήνεται σε συγκεκριμένες εορτές, 15αύγουστο, Πάσχα, δηλαδή μόλις λήξουν οι νηστείες- έχει ένα αβγό στη μέση.
Σακχολεβίζει: αυτό το -κχ- είναι διπλό κάππα; Γεωγραφικά η Αμοργός είναι και λιγάκι 12νησο, αλλά μου κάνει εντύπωση αν προφέρουν τα διπλά σύμφωνα.
Αρκεσινεύς said
28. Και στην Αμοργό: τοπωνύμιο Τσιγκούρι
Πέπε said
Το «βλ. και #28» ξαφνικά πρέπει να γίνει «βλ. και #30», οπότε γενικά βλ. κάπου εκεί γύρω γιατί όλα φαίνονται να είναι ρευστά. Εν πάση περιπτώσει αναφέρομαι στο μνμ του Μιχαλιού.
Μιχάλης Νικολάου said
Πράγματι, τα μαρτίνια (αιγοπρόβατα ή απεριτίφ 🙂 ) είχαν προκύψει και σε παλιότερη κουβέντα, αλλά δεν είχε βγει άκρη από πού προέρχεται η λέξη – ίσως τα νεογέννητα του Μάρτη;
Καμμιά ιδέα κανείς;
Μιχάλης Νικολάου said
Οι μαμουζάδες μου θύμισαν τις μπαμπουζίνες που είναι οι πικροδάφνες στην Αχαΐα.
Νέο Kid Στο Block said
Aχ Μιχάλη, μου θύμισες μια ιστορία που διάβασα σε έγκυρη πηγή.
Ήταν ένας κύριος πολύ μελαγχολικός παλιά στην Αγγλία ,που μπήκε σ’ενα μπαρ και παρήγγειλε ένα Μαρτίνι. Ο μπάρμαν των ρώτησε «Olive or twist?»
..μετά ακούστηκε ότι έγινε διάσημος και ευπώλητος συγγραφεύς. 🙂
Μιχάλης Νικολάου said
Oh, he was all shaken up!
Αρκεσινεύς said
35. ‘Εγινε ένα λάθος. Όρισε ποινή. Εγώ περίμενα ένα σχόλιο ουσιαστικό.
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!
27: Καλώς ήρθατε -τέτοιες εκπλήξεις έχουμε δοκιμάσει όλοι μας μαθαίνοντας πως δεν είναι πανελλήνια μια λέξη που ακούμε από τα γεννοφάσκια μας. Όχι, η «μέλα» δεν είναι πανελλήνια, εγώ πάντως δεν την ήξερα.
35: Ναι, άλλαξε η αρίθμηση γιατί υπήρχαν σχόλια στη σπαμοπαγίδα, συγνώμη!
ΛΑΜΠΡΟΣ said
2 – Η μάνα μου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σοφικό 10 χιλιόμετρα πιο πάνω απο το Διδυμότειχο, τσουτσουλιάνο έλεγε τον τσαλαπετεινό αν θυμάμαι καλά, εκτός κι αν εννοούσε τον κορυδαλό. Μάλιστα μας έλεγε και ένα τραγούδι όταν είμαστε μικροί με τον αδεφό μου, σκότωσαν τον τσουτσουλιάνο.
Γιάννης Πίσσης said
@27 @41 Ναι, μου είναι σαφές για τη «μέλα». Απλώς δεν είχε τύχει να το διαπιστώσω.
Η λέξη «γκύλια» για τα ψαροκόκαλα πόσο διαδεδομένη είναι γεωγραφικά; Το έχω απορία. Βλέπω ότι δεν γκουγκλάρεται.
Αγγελος said
Τον τσουτσουλιάνο, χωρίς να έχω ιδέα τι πουλί είναι, τον θυμάμαι από το παραμύθι «Πετεινός ηγούμενος» της συλλογής του Μέγα, που είχα διαβάσει μικρός.
Αγγελος said
Αλλά κι αυτό το παραμύθι από τα μέρη της μάνας του Λάμπρου πρέπει να είναι, γιατί βλέπω να κατηγορεί τη χήνα η αλεπού ότι «θολώνει το νερό του Έβρου και δεν μπορούν να πιουν τ’ αρνάκια».
Έβρο άραγε τον έλεγαν οι ελληνόφωνοι περίοικοι, ή το ευπρέπισε ο Μέγας;
Αρκεσινεύς said
43. γκύλι (το) <αγκύλι το αγκάθι <ελνστ. αγκύλιον
γκυλώνω: αγκυλώνω < αρχ. αγκυλόω-ώ
Αρκεσινεύς said
Από το ΛΚΝ
αγκύλι το [angíli] Ο44 : (λογοτ.) 1. αγκάθι, κεντρί, αγκίδα: Mου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο. Aγκύλια φαρμακερά. 2. (μτφ.) διαβολή, αφορμή για καβγάδες: Bάζει αγκύλια, για να μαλώσουμε.
[ελνστ. ἀγκύλιον υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη]
sarant said
43: Ούτε το γκύλι το λέω, αν και θα το αναγνώριζα ότι είναι το αγκύλι.
Αρκεσινεύς said
43. Αγαπητέ συνονόματε, σ’ ευχαριστώ. Αν θέλεις, γράψε την καταγωγή σου.
Γκύλια είναι και τα ψαροκόκχαλα και κάθε είδους αγκάτθια.
Αρκεσινεύς said
Άλλο ένα κείμενο από τους ΑΗΠ με στρόγγαρους και παιδιά.
Παλατινή Ανθολογία VI,309 Λεωνίδας Ταραντίνος
Eύφημον τοι σφαίραν,εϋκρόταλόν τε Φιλοκλής
Ερμείη ταύτην πυξινέην πλατάγην,
αστραγάλας θ’ αις πόλλ’ επεμήνατο, και τον ελικτόν
ρόμβον, κουροσύνης παίγνι’ ανεκρέμασεν.
Στη μετάφραση δύσκολο ν’ αποδοθούν τα επίθετα.
Ο Φιλοκλής αφιέρωσε στον Ερμή
το θορυβώδες τόπι του,
το πύξινο κρόταλο και τα κότσια του
που μ’ αυτά είχε τόσο ξετρελαθεί
και τον ρόμβο το στριφογυριστό,
τα παιδικά παιχνίδια του.
Γιάννης Πίσσης said
46-48: Ευχαριστώ. Η ετυμολογία μού είναι διαφανής, γιαυτό το έγραφα άλλωστε με ύψιλον. Για τη χρήση ήταν η απορία μου.
Γιάννης Πίσσης said
Α, συγγνώμη δεν είχα δει το 49. ΟΚ.
Η μητέρα μου ήταν από τη Λαγκάδα.
Από τις λέξεις του καταλόγου λέω κι εγώ συχνά το «αγκίνιο».
Η μάνα μου έλεγε κι άλλες, η γιαγιά μου περισσότερες, πολλές όμως μου ήταν άγνωστες.
Το «γραφανιώ», που θυμήθηκα προηγούμενα, είναι άραγε κι αυτό ειδικώς αμοργιανό;
Αρκεσινεύς said
μέλλα με 2λ λόγω προφοράς
επίσης π.χ. μελλός:τρυφερός
γίλλος (το γνωστό ψάρι)
Γιάννης Πίσσης said
Α, και τώρα πρόσεξα τον τσίρο. Αυτήν τη λέξη κι αν τη λέω, για το υγρό στον κεσέ του γιαουρτιού, κι αν τη θεωρούσα στάνταρ πανελλήνια!
Αρκεσινεύς said
33. Τα διπλά σύμφωνα κ,π,τ τα προφέρουμε αντίστοιχα κχ, πφ, τθ. Το έχουμε ξαναγράψει.
π.χ. λάκχος, καπφαρός <καππαρός <κάππαρη ο μαυριδερός , πετσέτθα.
Υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φωνήεν που ακολουθεί, τον τονισμό κ.α.
Αρκεσινεύς said
54. Πατριώτη, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Τα βιώματα από την πατρίδα ή από τους γονείς μένουν και ξεπηδούν όταν πρέπει σαν ανοιξιάτικα λουλούδια. Νομίζουμε πως κάτι δικό μας (γλωσσικό), όπως είναι το μαρτακούδι ή ο τσίρος, αγκαλιάζει όλους. Μετά διαπιστώνεις πως είσαι νησί της άγονης γραμμής την περίοδο του χειμώνα.
Η γλώσσα όμως είναι αυτή η ποικιλία που σου φέρνει άφατη αγαλλίαση.
Αρκεσινεύς said
Μια τελευταία αναφορά:
Τα νύχια και τα κότσια με την χινέα βαμμένα Αχιλληίς 1120
Λεώνικος Καλαχώρας said
Πολύ ωραία όλα αυτά. Αλλά πόθεν και πότε οι έλληνες;
Τελικά έφτασε το ‘Πόθεν και Πότε οι Έλληνες’ του φίλου του μπλογκ και συσχολιαστή Θ. Γιαννόπουλου.
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακού μεγέθους βιβλίο, 650 δήθεν σελίδων, που με κανονική σελιδοποίηση και συνήθη γραμματοσειρά θα ήταν σίγουρα 1500. Αποφάσισα, λοιπόν, επειδή έτσι κι αλλιώς σπάνια συμβάλλω στην κουβέντα αφού μπαίνω τελευταίος συνήθως, να το κουτσομπολέψω λίγο καθώς θα το διαβάζω, αν μας το επιτρέψει ο Νικ. Νοικ. και δεν ενοχληθεί ο συγγραφέας, που δεν πρόκειται βέβαια να καταχραστώ ούτε τη φιλοξένεια του ενός ούτε τα δικαιώματα του άλλου. Πάντως, δεν προτίθεμαι να κάψω ‘βιβλιοκριτική’.
Ευτυχώς υπάρχει και μια συνοπτική εκδοχή, το English summary, 45 / 90 σελίδες κι έτσι πήρα μια γενική ιδέα. Συμπερασματικά, είναι πολύ σπουδαίο βιβλίο. Επίσης να σημειωθεί ότι εντάσσεται στη σειρά «Νέες Προσεγγίσεις στον Αρχαίο Κόσμο» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Συνήθως ένα μέρος της απόλαυσης ενός βιβλίου είναι το να προεκτείνεις ό,τι διαβάζεις έξω από το βιβλίο· εφαρμογή, αντιπαράθεση κ.ο.κ. Άλλο ένα μέρος όμως, κάτι που λίγα βιβλία χαρίζουν, είναι το να το προεκτείνεις μέσα στο βιβλίο, μαντεύοντας ‘πού το πάει’· περίπου όπως στα μυθιστορήματα. Και το βιβλίο ‘Πόθεν και Πότε οι Έλληνες’ διατίθεται και γι’ αυτό, χωρίς βεβαίως να είναι μυθιστόρημα.
Κατ’ αρχήν το βιβλίο έχει προφανώς διττή φυσιογνωμία. Είναι έκθεση – κατάθεση σύγχρονων γνώσεων και παράλληλα πολεμική κατά του “αρχαιογνωστικού ψευδοεπιστημονικού ερασιτεχνισμού” που λυμαίνεται το χώρο, μέσα από μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη θέση συνεπικουρούμενη από τη διεύρυνση του γεωγραφικού χώρου και την πιο κατασταλαγμένη ερμηνεία των ευρημάτων – μαρτυριών – μνημείων. Προσωπικά νομίζω ότι αξίζει να εστιάσω στην πρώτη φυσιογνωμία, που είναι και η πιο ενδιαφέρουσα, διότι θεωρώ ότι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μέσα εδώ, που δεν πρόκειται να μεταπειστούν άλλωστε, δεν είμαστε του ‘Δαυλού’ ούτε εκστασιαζόμαστε ακούγοντας τη μουσική των ουρανίων σφαιρών.
Στον ‘Πρόλογο του επιμελητή της σειράς’ γραμμένον από τον Άγγελο Χανιώτη δίνεται με λίγα λόγια το τι πρέπει να περιμένει κανείς από αυτό το βιβλίο. Ο κ. Χανιώτης αφού αναφερθεί στην ‘Ρωμαϊκή Αρχαιολογία’ του Διονύσου του Αλικαρνασσέως και της μεθοδολογίας του (διερεύνηση της απώτατης καταγωγής και της γλώσσας), η οποία δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά, αλλά έχει αλλάξει δραματικά η σχέση του ερευνητή με το θέμα και η προσέγγιση, ή μάλλον ο τρόπος αξιολόγησης και ερμηνείας των ευρημάτων.
Η αναφορά σε “φύλα που στους ιστορικούς χρόνους αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες” με άγγιξε προσωπικά. Θα θυμάστε εδώ που ο J με ρώτησε ξαφνικά ‘τι εννοείς τέλος πάντων λέγοντας ότι είσαι εβραίος; Είναι εθνικός ή θρησκευτικός προσδιορισμός;’ (δεν το διετύπωσε επι λέξει έτσι αλλά εγώ αυτό κατάλαβα). Και βρέθηκα σε αμηχανία. Μέχρι τώρα όταν έλεγα ‘είμαι εβραίος’ κανείς δε με ρωτούσε τι εννοώ, αν και όλοι ήξεραν ότι είμαι γέννημα θρέμμα αθηναίος, στην Ελλάδα σπούδασα, έζησα, πήγα στρατό (αν αυτό λέει κάτι) κι εδώ ψηφίζω. Προφανώς ο καθένας έδινε τη δική του ερμηνεία χωρίς να διερωτάται αν είναι σωστή, εκτός από μερικούς εντελώς αφελείς που με ρωτούσαν ‘πότε ήρθαμε από το Ισραήλ’ ενώ εγώ είχα γεννηθεί πριν υπάρξει καν το Ισραήλ. Είναι αστείο αλλά μερικοί συνάνθρωποί μας δεν μπορούν να καταλάβουν ‘πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος να είναι ηλικιακά μεγαλύτερος από ένα κράτος.’ Το ερώτημα του J πάει ακόμα πιο βαθιά γιατί έχω ακόμα δηλώσει ότι δεν είμαι θρησκευόμενος εβραίος. Είμαι απλά γόνος ενός ζευγαριού που αυτοπροσδιορίζονταν ως εβραίοι, γόνοι ζευγαριών που… και πάλι… και πάλι… Και δεν είχαμε ούτε γλώσσα κοινή, ούτε κοινή καταγωγή, ούτε κοινά πιστεύω. Τελικά ο αυτοπροσδιορισμός είναι κάτι πανίσχυρο και ταυτόχρονα οδυνηρό όταν συνειδητοποιείς πόσο φρούδο είναι. Μια κοπέλα από την Κρήτη ήταν πολύ μελαχροινή. Κάποτε, για να την πειράξω της είπα ότι ‘οι πρόγονοί της ήσαν ξανθοί αλλά μια φορά που εισέβαλαν οι σαρακινοί, και όλο το χωριό πήρε τα βουνά για να σωθεί, μια προγιαγιά της γλίστρησε κι έπεσε για λίγο…’ Η κοπέλα γέλασε λέγοντας ‘προφανώς έτσι έγινε, αλλά ΤΩΡΑ είμαι ελληνίδα.’ Τι σημαίνει αυτό; Πόσοι και πόσοι κυκλαδίτες δεν έχουν προφανέστατη λατινική καταγωγή αλλά αυτοπροσδιορίζονται ως έλληνες όπως και οι μυριάδες των αρβανιτών ή των βλάχων; Γιατί μερικοί εβραίοι πάνε στο Ισραήλ και μερικοί δεν πάνε, ενώ επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται ως εβραίοι;
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος / στόχο του βιβλίου, την καταγγελία της “ζεύξης της ιστορίας στο άρμα της πατριδοκαπηλείας” ο κ. Χανιώτης γίνεται οξύτατος μιλώντας για χρήση “γνωστών επιλεγμένων και αποκομμένων από τα συμφραζόμενά τους πηγών” οι οποίες “ανάγονται” (από τους πατριδοκαπήλους) “σε νέα αποκαλυπτικά ντοκουμέντα που έθαβε μια διεθνής ανθελληνική συνομωσία”, ενώ φτάνει μέχρι του σημείου να μιλήσει για “φωνακλάδες παπαρολόγους”.
Τέλος ο κ. Χανιώτης ορίζει το βιβλίο και ως “δοκίμιο για τη θέση της αρχαιολογίας στη νεοελληνική κοινωνία”, κάτι που ομολογουμένως έλειπε. Όλα αυτά, επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο ή απρόσεκτα κατατεθειμένο, και όλα έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη, υποδεικνύουν πολύ προσεγμένο βιβλίο και συνεπώς ενδιαφέρον ανάγνωσμα.
Λεώνικος Καλαχώρας said
Βέβαια πρόκειται για άσχετο σχολιασμό, και το αναγνωρίζω.
Εντούτοις αν το κρίνετε σκόπιμο, θα συνεχίσω. Αν όχι, να μου το πείτε ξεκάθαρα. Πιθανώς και άλλοι να θελήσουν να γράψουν για το βιβλίο εδώ, ή και γι’ άλλα βιβλία που τους εντυπωσίασαν. Παρέα είμαστε!
Πέπε said
40. Ποια ποινή; Έγινε ένα λάθος και γι’ αυτό πόσταρα μια διόρθωση!
Κι εγώ περίμενα ένα σχόλιο ουσιαστικό. Πρακτικά βέβαια παίρνω μια έμμεση απάντηση στο #49 (όπου αναφέρονται τα ψαροκόκχαλα, όπου προφανώς -κχ- = -κκ-) και μια πιο άμεση στο #53 (όπου λέτε: «μέλλα με 2λ λόγω προφοράς»).
Ώστε λοιπόν οι Αμοργιανοί προφέρουν τα διπλά σύμφωνα! Εκπλήσσομαι. Το ήξερα μόνο για τους 12νησίους και τους Κυπρίους. Μερικές ερωτήσεις σχετικά:
α) Ξέρει κανείς αν αυτό συμβαίνει και σ’ άλλα κυκλαδονήσια; Ή σ’ άλλα μέρη πλην Κύπρου και 12νήσων; (Και Κάτω Ιταλίας βέβαια, αλλά εκεί είναι σαφώς άλλη διάλεκτος.)
β) Εκτός από τα «κληρονομημένα» διπλά, έχετε και τα νεότερα, όπως οι Κυπρο12νήσιοι, όπως π.χ. «τελειώννω»;
γ) Έχετε κανένα ιδιαίτερο φαινόμενο σχετικά με την προφορά του ζήτα; Σε αρκετά 12νησα προφέρεται με τρόπους που εξηγούν γιατί οι αρχαίοι το θεωρούσαν διπλό (δηλαδή: ανάλογα πώς προφέρει κάθε νησί το -σσ-, το -ζ- είναι ο αντίστοιχος ηχηρός φθόγγος).
δ) Γίνεται κάτι ιδιαίτερο με το τελικό -ν και το επόμενο αρχικό σύμφωνο;
Τα ερωτήματα β, γ, δ πιο συνοπτικά μπορούν αν διατυπωθούν ως εξής: Ισχύει ό,τι και στα κυπρο12νησιακά ιδιώματα;
Ευχαριστώ.
Aladanos said
Το ξαφνικό φύσημα του ανέμου στην Τήνο το λέμε Αριφλιά.
Γς said
58:
>‘οι πρόγονοί της ήσαν ξανθοί αλλά μια φορά που εισέβαλαν οι σαρακινοί, και όλο το χωριό πήρε τα βουνά για να σωθεί, μια προγιαγιά της γλίστρησε κι έπεσε για λίγο
Κοιτούσαμε με τα πιτσιρίκια μου τους άσπρους γλάρους που πετούσαν πίσω από το πλοίο. Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Πάρο κι αυτοί εκεί πίσω από το πλοίο.
-Μπαμπά, ένας μαύρος. Που βρέθηκε;
-Η μάνα του είχε πάρει από πίσω ένα ποστάλι που πήγαινε Βεγγάζη.
Κωνσταντίνος said
To τσαπούρα για σύντομη βρόχή μου θύμισε το τσαπόρι που λέμε στη Στερεά για τον κρύο άνεμο που «ξυρίζει»
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!
58: Λεώνικε, ευχαριστώ για την παρουσίαση, εγώ δεν διάβασα την εγγλέζικη περίληψη και έχω άθικτο το σασπένς, καθώς ο συγγρ. υπόσχεται ότι «αυτό θα το δούμε στο 8ο κεφάλαιο» κτλ.
Τσούρης Βασίλειος said
Ωραιότατα κ Αρκεσινεύ!
Πάστρα παίζαμε κι εμείς πριν πολλά χρόνια και συνεχίζουν να παίζουν στο Λοζέτσι κάποιοι ηλικιωμένοι. Έχει διαφορές όμως από την ξερή. Αμυδρά θυμάμαι ότι αν κατω υπήρχαν π.χ δύο εφτάρια ένα τρία κι ένα τέσσερα αν είχες εφτάρι έπαιρνες 21 πόντους δηλαή 3Χ7.
Μπάτσ(ι)κα παίζατε; Η Αστυνομία την είχε κατατάξει στα τυχερά παιχνίδια
Κότσια ( με πετραδάκια όμως) έμαθα να παίζω λίγο πριν τα έντεκα αλλά από Πλατανουσιώτες συνομίληκους.
9 Και στην Ήπειρο λέμε μπίτ(ι)σε = τελείωσε. Πανέμορφη έκφραση που λέγαν οι παλιότεροι
» έκλασ΄η νύφη, μπίτσε ο γάμος».
Αρκεσινεύς said
60. Υπάρχει και το σχόλιο 55
γ. δεν ισχύει σε μας
δ. i.το τελικό ν της γενικής πληθ. αποβάλλεται: τω gουδουνιώ
ii. το τελικό ν συμπροφερόμενο με κ,π,τ δίνει g, b,d αντίστοιχα :τω gουνελιώ, τω bουλιώ, το dέζερη
Βασίλης Ορφανός said
Η λ. τραχάς υπάρχει και στο κρητικό ιδίωμα. Στα τουρκικά υπάρχει η λ. tahra (διαλεκτ. παραλλαγές: tarha, tara, dahra, darha, dahre), που κατά το διαδικτυακό Büyük Türkçe Sözlük του Ιδρύματος Τουρκικής Γλώσσας προέρχεται από το περσικό dehre. Η αναζήτηση εικόνων στο Google δείχνει ότι οι λέξεις τραχάς (ή βατοκόπι) και tahra (http://www.yataganelaletleri.com/) δηλώνουν το ίδιο εργαλείο.
Για τη λ. φουτάς υπάρχει αντίστοιχα στα τουρκικά (στο παραπάνω λεξικό) το διαλεκτ. fıta, με την ίδια σημασία (baş örtüsü). Το ετυμολογικό του Nişanyan έχει τη λ. futa, με τη σημασία ‘πετσέτα μπάνιου/χαμάμ’ (πεστεμάλι), και την ετυμολογεί από το αραβ. fūṭa.
Ας βοηθήσουν οι τουρκομαθείς, γιατί μπορεί και να κάνω λάθος.
Αρκεσινεύς said
65. Μου κινεί την περιέργεια που στην ποιμενική ζωή δεν υπήρχε το παιχνίδι με τα κότσια.
Με τα πετραδάκια πώς παιζόταν;
Αρκεσινεύς said
65. Ήκλασε η νύφη, σκόλασε ο γάμος!
Με τις συγκοπές σας τίποτι ε gαταλαβαίνομε εμείς οι νησσώτες.
Τσούρης Βασίλειος said
Θυμάμαι (μολονότι πέρασαν πολλά χρόνια) που παίρναμε πέντε πετραδάκια και τα βάζαμε σε μία επίπεδη πέτρα, Πρώτη κίνηση ρίχναμε ένα στον αέρα κι έπρεπε τάχιστα να πάρουμε στην παλάμη μας και τα 4 που μέναν κάτω αλλά και να πιάσουμε αυτό που ρίξαμε πάνω πριν προλάβει να πέσει κάτω. Μετά ρίχναμε 2 στον αέρα και έπρεπε να τα ξαναπιάσουμε.μετά τρία κλπ. Φυσικά ο βαθμός δυσκολίας ήταν μεγάλος όταν έριχνες και τα πέντε στον αέρα. Παιχνίδι επιδεξιότητας που απαιτούσε αντίληψη και ταχύτητα. Στο χωριό δεν το παίζαμε αν και είχα ακούσει τη λέξη κότσια. Πρωτόπαιξα με παιδιά από την Πλατανούσα στους Αγίους Αποστόλους στην Πρέβαζα το 1972 και για κότσια χρησιμοποιούσαμε βοτσαλάκια. Ο Χαριλάκης Τζ. συμμαθητής αργότερα στο Γυμνάσιο ήταν πολύ γρήγορος, έχω να τον δω 35 χρόνια…
Γιάννης Πίσσης said
Να προσθέσω προχείρως μερικές ακόμη αμοργιανές λέξεις (ή ίσως ευρύτερα διαδεδομένες).
ανεπετάρης: έφηβος
απεργέλαχτη: ενδιάμεσος χαρακτηρισμός στην κλίμακα της ομορφιάς. Δεν τη λες όμορφη, αλλά δεν έχει και κανένα μεγάλο ψεγάδι ώστε να την περ(ι)γελάσεις, δηλαδή να την κοροϊδέψεις.
βουλλώ: γκρεμίζω
κουτουμίζω: κουτουλάω από τη νύστα
λαντουρώ: βρέχω
μπλάζω: σκορπίζω, ανακατεύω
69: 🙂
Τσούρης Βασίλειος said
παύλος (ο) <λατιν. paulus; (μικρός) (μικρό ψωμί σε σχέση με το καρβέλι;) η φραντζόλα
Τη λέξη δεν την ξέρω αλλά θυμήθηκα τη λέξη μπανιότα ( κι αυτή μοιάζει λατινογενής ). Πρέπει να ήταν μεγάλο στρόγγυλο ψωμί.
Τσούρης Βασίλειος said
69. Υπερσυντέλικο χρησιμοποιείτε εσείς 🙂
71. Δεν θα σε μπλάξω π(ου)θενά;
σε μας σημαίνει δεν θα σε συναντήσω πουθενά με σκοπό να σου κάνω κακό πχ να σε δείρω και το λέμε συνήθως μετά από λογομαχίες.
sarant said
70: Αυτά δεν είναι τα πεντόβολα;
71: Το λαντουρώ (που το έχω στις Λέξεις που χάνονται) το λένε σε Κρήτη και Μυτιλήνη.
72: Πανιότα, μπανιότα. Ιταλικό δάνειο, pane το ψωμί.
Ρουμλ. said
Μερικά κοινά ή σχεδόν κοινά ανάμεσα στο αμοργιανό και το ρουμλουκιώτικο ιδίωμα:
α. μανάρι. Στο ρουμλ. το αρνί που εξοικειώθηκε πολύ με το βοσκό και τον ακολουθεί παντού. Μεταφ. το ήσυχο παιδάκι
β. ξενιστήκωμα. Στο ρουμλ. ξινησκουμένους (ξενη[στι]κωμένος], ο νηστικός, ο εξαντλημένος από την πείνα
γ. πυριάζω. Στο ρουμλ. είχαμε το ουσιαστικό πυργιά , που σημαίνει ένα ειδικό κατάπλασμα με βασικό συστατικό το
σινάπι
δ. σαλάβατος. Στο ρουμλ. του σαλαβάτ’ (σαλαβάτι) με την ίδια περίπου σημασία
ε. τσίγκου Τέλος, αν και δεν φαίνεται να έχουν σχέση, αναφέρω και το τσιγκ-τσίγκ, που σημαίνει με μεγάλη οικονομία.
– Τα κότσια τα παίζαμε μετά το Πάσχα, αφού εξασφαλίζαμε από το αρνί το αναγκαίο κόκαλο.
#70. Παραλλαγή του παιχνιδιού σας το παίζαμε με άλλο όνομα, το λέγαμε τσιόκανα!
Τσούρης Βασίλειος said
Από τη Βικιπαίδεια
αστραγαλίζειν
Το αστραγαλίζειν , το παιχνίδι δηλαδή με τους αστράγαλους ή αλλιώς τα κότσια , είναι από τα πιο αγαπημένα ,τόσο των αγοριών, όσο και των κοριτσιών. Τους αστράγαλους τους μαζεύουν από τα πίσω πόδια των κατσικιών και των αρνιών . Καμιά φορά αντί για αστράγαλους χρησιμοποιούν πετρούλες ή καρύδια και αμύγδαλα που τους αρέσουν και να τα τρωνε ! Τα παιδία έπαιζαν και τους «αρτιάζειν αστραγάλους» , τα μόνα ζυγά . Έκρυβε ο ένας του αστραγάλους στο χέρι του κι ο άλλος προσπαθούσε να μαντέψει αν ο αριθμός των αστράγαλων ήταν μονός ή ζυγός, δηλαδή περιττός ή άρτιος.
Νίκο θα ρωτήσω και μια φίλη από Πλατανούσα για να μάθω αν χρησιμοποιούσαν αυθεντικά κότσια αντί για πετρούλες στο παιχνίδι κι έτσι να χρησιμοποιούσαν τη λέξη κότσια. Πάντως εγώ με κότσια από ζώα δεν έχω παίξει ποτέ.
Τσούρης Βασίλειος said
75ε
Μια τσίγκα λέμε κι εμείς το πολύ λίγο.
Β. said
71, 73: μπλάζω στην Ικαρία (και αλλού) σημαίνει πέφτω.
– Πρόσεχε μη μπλάσεις στο σκαλί.
– Πού ήμπλασες κι ήγινες έτσι;
Νίκος Παναγιωτόπουλος από Πάτρα said
Στην Πάτρα η έκφραση τσίγκου – τσίγκου σημαίνει με το ζόρι, οριακά. Π.χ. Αυτό το φαγητό βγάζει
τσίγκου – τσίγκου 5 μερίδες.
Ίσως όμως να προέρχεται από το
τσιγκούνης.
nestanaios said
Οι λέξεις είναι σαν τα εργαλεία. Υπάρχουν εργαλεία πρόχειρα, ειδικά και πολύ εξειδικευμένα. Τα πρόχειρα εργαλεία, όπως είναι μια πέτρα για σφυρί, τα «χρησιμοποιούμε» και τα πετάμε.
Όλα τα ειδικά εργαλεία για να κατασκευασθούν χρειάζεται η συμμετοχή ειδικών κατασκευαστών και η συμμετοχή των χρηστών Τα πρόχειρα εργαλεία τα βρίσκει κανείς γύρο του αλλά πάλι καλό είναι να προσέχουμε μην επιφέρουμε κακό αντί καλού.
Όπως τα εργαλεία, έτσι και οι λέξεις, δεν χωρούν σε καμία εργαλειοθήκη μάρκας LSJ.
Φρύνις said
Βλ. Ιλ. Ψ 87-88 Η ψυχή του Πάτροκλου στον Αχιλλέα:
ἤματι τῷ ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος
νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς
Μεταφρ. Κακριδή: τη μέρα εκείνη που, θυμώνοντας, το αγόρι του Αμφιδάμα
αστόχαστα, άθελά μου εσκότωσα, σαν παίζαμε αστραγάλους.
***
…Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.
Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.
Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.
Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:
Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!
Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:
«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;…
Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…
Καὶ δὲν ξαναμίλησε.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/paramonh_xristoygenna.htm
Ορεσίβιος said
Αρκεσινέα, μπράβο για τη Σύναξη Β΄ Αμοργιανών λέξεων.
Το μαρτίνι (και υποκ. – χαϊδ. μαρτινάκι), [ουδέτερο] όπως λέει κι ο συμπατριώτης μου στο 1. και άλλοι στη συνέχεια, λέγεται για μικρή ομάδα αιγοπροβάτων (όχι βοδιών). «Που τα βόσκω με ρωτάς; Στις παραβόλες! Λες πως έχω κανά κοπάδι ακόμη; Πέντε – έξη μαρτινάκια έχω πιά…». Όταν όμως χρησιμοποιούν το θηλυκό μαρτίνα- στο χωριό μου- αναφέρονται στην προβατίνα όχι στη γίδα. Μαρτίνες = προβατίνες
πάστρα. Όπως μας λέει κι ο Περπινιάδης, τον έχει καταστρέψει μαζί με τα ζάρια και το ραμί:
sarant said
82: Μπράβο, κι έλεγα από πού έχω ακούσει την «πάστρα»!
Φρύνι, ωραίος ο Κόντογλου.
Πέπε said
@66: Πράγματι, το #55 δεν το είχα δει. Ευχαριστώ για την απάντηση. Βλέπω όμως και στο #69 που λέτε «νησσώτες». Το σ+j και σε κάποια από τα 12νησα το προφέρουν όπως προφέρει το κάθε ιδίωμα το σσ, π.χ. στα καλύμνικα εκλησσά, ίσσος (το πώς ακριβώς προφέρουν οι Καλύμνιοι το σσ δεν μπορώ να το περιγράψω εύκολα, πάντως ίδια προφέρουν και το σ+j). Επιπλέον όμως έχουν κι έναν καθαρά δικό τους ιδιωματισμό, ότι τη λέξη νησί τη λένε νησσί (στην Κάρπαθο νητσί, στην Κάλυμνο με αυτό τον ως ανωτέρω δυσπερίγραπτο φθόγγο, κοκ.). Το δικό σας «νησσώτες» σε ποια από τις δύο περιπτώσεις εντάσσεται; Νησjώτες ή νησσιώτες; (Τουτέστιν: εσείς λέτε νησί ή νησσί;)
@71, 73, 78: μπλάζω και στην Κάρπαθο σημαίνει χύνομαι (επί υγρών).
Βρε Νίκο, δεν υπάρχει καμιά ρύθμιση που να κάνει κάπως πιο εύκολο το συσχετισμό σχολίων μεταξύ τους; Είναι λίγο φορτωμένη η σελίδα, πάντα κάτι μας ξεφεύγει, και κυρίως, όποτε θέλω να πω σε ποιο μήνυμα απαντάω, θέλω μια ώρα ψάξιμο.
sarant said
Πέπε, υπάρχει ρύθμιση (στο σχεδιασμό του ιστολογίου, δηλ. δεν γίνεται μόνο σε ένα άρθρο) να απαντάς σε συγκεκριμένο σχόλιο, αλλά τότε είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσεις τη ροή της συζήτησης συνολικά.
Γς said
81, 83:
Τι σύμπτωση!
Μίλαγε πριν λίγο στο τηλέφωνο η θεούσα γυναίκα μου με τη φίλη της Νάνσυ:
-Ναι τον ξέρω τον Κόντογλου. Νομίζω ότι θα μπορούσε να είχε προταθεί για άγιος.
Περίεργο; Δεν ξέρω.
Να πάω να τη ψαρέψω, να μάθω γιατί και τι λέγανε με τη φιλενάδα της;
Υπάρχει ενδιαφέρον;
sarant said
Και δεν πας;
Αρκεσινεύς said
70. κ. Τσούρη, ευχαριστώ. Και για τις άλλες πληροφορίες.
71. Πατριώτη, ευχαριστώ για την απεργέλαχτη. Την είχα καταχωνιάσει στο μυαλό.
81.Φρύνι, σ’ ευχαριστώ που μας το θύμισες. Τόχα διαβάσει πριν καμιά τριανταριά χρόνια. Το ψάχνω τώρα στη βιβλιοθήκη μου μα δεν το βρίσκω. Κάπου θάναι τρυπωμένο. Ίσως στο υπόγειο.
82. Ορεσίβιε, μπράβο, που λέει κι ο Νικοκύρης, αγαπημένη του επιδοκιμασία.
Σας ευχαριστώ όλους για τη συμμετοχή σας στην αμοργιανή ντοπιολαλιά.
Αρκεσινεύς said
84. Νησσά, αλλά νησί
κρασσά, αλλά κρασί
Ανήκουμε δηλ. στη κατηγορία σ+j. Σπανιότατα θ’ ακούσεις και νησσί από ηλικιωμένους που σχεδόν έχουν εκλείψει με αυτή την προφορά.
εκκλησσά, πρασσά, μοιρασσά
κλεψά, αλλαξά,γρουσουζά
Αρκεσινεύς said
Χάσαμε την ΕΦΗ ΕΦΗ και τις μαντινάδες της. Οπωσδήποτε θα εμπλούτιζε την ανάρτηση με κρητικά κ. ά. αφού είναι πανελλήνια. Νάναι καλά, όπου βρίσκεται.
Γράφω αποδώ
Καλά κούλουμα, αφού τη σημερινή ανάρτηση δεν έχω χρόνο να τη διαβάσω. Την αφήνω για ευθετότερο χρόνο.
sarant said
Θα έχει πάει για κούλουμα 🙂
Πέπε said
@89: Ε λοιπόν έχω εντυπωσιαστεί:
Εσείς μιλάτε δωδεκανησιακά!
Αν προφέρετε τα διπλά σύμφωνα, και αν έστω και λίγοι γέροντες λένε αυτό το (εντελώς ιδιωματικό, όπως το χαρακτήρισα και πιο πάνω) νησσί, οι ενδείξεις είναι πολύ έντονες.
Έχετε και ρήματα με γ’ πληθ. σε -σι; Τρέχουσι, λέσι, πάσι να φάσι;
Μήπως τρώτε τα -β-, -γ-, -δ- μεταξύ φωνηέντων; Αερφός, θα σε ‘άλω (=βάλω), αελάες (αγελάδες) κλπ.;
Καλά, ίσως να μην είναι και τόσο εντυπωσιακό. Δεν ξέρω πολλά για την Αμοργό. Το να μην ανήκει διαλεκτολογικά εκεί όπου ανήκει ο νομός της ίσως να έχει κάποια προφανέστατη εξήγηση που μου διαφεύγει.
Vprobon Probonv said
Σχετικά με το «τσιμισκάδι», στη Νάξο λέγεται «τσιμίσκι».
Στην κυπριακή διάλεκτο, το «μύλλα» (με διπλό λάμδα) σημαίνει «λίπος», ίσως συγγενικό με το «μέλ(λ)α».
Αρκεσινεύς said
92
-αποβολή -β- μανούρα <μανούβρα πατσαούρα <πατσαβούρα. πάντα όμως βάλλω, καράβι κλπ.
-αποβολή -γ- ξέφραο τρώω κολίας αελιά, αλλά πληγή, δίγαμος
Δεν το έχω εξετάσει σε ποιες περιπτώσεις ακριβώς γίνεται η αποβολή.
-Η κατάληξη -σι του γ΄πληθυντικού των ρημάτων έπαψε πια να ακούεται. Ήταν ο κανόνας για τους γεννημένους μέχρι και τη β΄δεκαετία του εικοστού.
Μην εκπλήσσεσαι και τόσο. Δε ζούμε στο ίδιο σπίτι, αλλά γείτονες είμαστε.
Πέπε said
Λοιπόν, πράγματι. Αντιγράφω από την Πύλη για την ελληνική γλώσσα:
«Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων χαρακτηρίζεται από έντονη γλωσσική διαφοροποίηση, η οποία διαπιστώνεται όχι μόνο από το ένα νησί στο άλλο, αλλά ενίοτε και από το ένα μέρος ενός νησιού σε ένα άλλο. Η διαφοροποίηση αυτή είναι τέτοια ώστε γίνεται λόγος για 4 διαφορετικές ομάδες ιδιωμάτων:
α) τα κυκλαδικά ιδιώματα με νότιο φωνηεντισμό, […]
β) τα κυκλαδικά ιδιώματα τα οποία μοιάζουν με τα δωδεκανησιακά και ομιλούνται στην Αμοργό, τη Δονούσα, την Ηρακλειά, τη Σχοινούσα και τα Κουφονήσια
γ) …
δ)… »
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_7/index.html
Καθώς και οι τέσσερις ομάδες περιλαμβάνουν ιδιώματα που τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι επίσης κοινά με τα ιδιώματα περιοχών εκτός Κυκλάδων, συμπεραίνω ότι στην ουσία δεν υπάρχουν κυκλαδίτικα ιδιώματα ως αυτοτελής ομάδα. Υπάρχουν μόνο ομάδες όπως «ιδιώματα ορισμένων Κυκλαδονησιών + Κρήτης + Κυθήρων «, «ιδιώματα ορισμένων άλλων Κυκλαδονησιών + [ορισμένων;] 12νήσων + Κύπρου» κλπ..
sarant said
Κάτι έγινε κι η σελίδα του 95 δεν βγαίνει.
Πέπε said
96 Μάλλον το διόρθωσες, Νίκο; Γιατί αντιθέτως εμένα όχι απλώς μου βγαίνει αλλά μέσα στο μήνυμά μου την βλέπω ως λινκ, όχι ως απλό κείμενο (δε βάζω ποτέ λινκ που να δουλεύουν μ’ ένα απλό κλικ, μάλλον πρέπει να γραφτώ στο σάιτ για να μπορέσω να το κάνω).
Γς said
86, 87:
Επειδή λέει ήταν πιστός, ζούσε σαν καλόγερος και ζωγράφιζε σαν να κρατούσε το χέρι του ο θεός.
Ηταν η κυρά φίλη της γερόντισσας (ηγουμένης) της Μονής του Αγίου Εφραίμ στην Νέα Μάκρη, που την έστειλε αδιάβαστη ο πρώην μητροπολίτης Αττικής ο κίναιδος Παντελεήμων, που είχε κατακλέψει την μονή κάνοντας ένα απίστευτο κομπόδεμα «για τα γεράματά του».
Ο Φώτης Κόντογλου λοιπόν μου είπε ότι ζωγράφισε στό καθολικό της Μονής την πρώτη εικόνα τού Αγίου Εφραίμ, βασισμένος σέ οράματα τής γερόντισσας Μακαρίας.
Στόν χώρο τής Μονής βρίσκεται καί ο τάφος τού Φ. Κόντογλου.
Σιγά το πράμα.
Εδώ και ο Γς έχει οσιοποιηθεί!
Θα βρώ τα παπίρεν και τα ντοκουμέντι και θα τα αναρτήσω
Γς said
98:
Εδώ τα σχετικά.
ο Οσιος Γς
Μεγάλη η χάρη του.
sarant said
97: Όχι, δεν το πείραξα και εξακολουθεί να μη μου βγαίνει το λινκ.
Πέπε said
Τι να πω… Και σκέψου ότι μπαίνω με τον γενικά άχρηστο Ίντερνετ Εξπλόρερ!
Άμα δε βαριέσαι, δοκίμασε: Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα (από Γούγλη) -> Χάρτης πλοήγησης (από μια σειρά εικονιδιάκια πάνω πάνω και λίγο δεξιά) -> Μελέτες -> Οι νεοελληνικές διάλεκτοι -> Περιεχόμενα (από τη στήλη επιλογών αριστερά του κυρίως κειμένου) -> Β.7. Κυκλαδίτικα ιδιώματα.
Αλλιώς, απλώς δέξου τη διαβεβαίωσή μου ότι το διάβασα στο ίντερνετ και άρα έτσι θα είναι.
Μαρία said
100 Μια χαρά ανοίγει.
sarant said
102: Εγώ είχα κάποιο κούκι και μόλις πάταγα το λινκ με πήγαινε κατευθείαν στο αγγλικό κείμενο(που δεν υπάρχει ακόμα). Μόνο όταν πάτησα το σημαιάκι βγήκα στο ελληνικό…. 😦
Αρκεσινεύς said
93. βλ. στο λεξικό του ΠΆΠΥΡΟΥ μύλα (η): το χοιρινό λίπος
Δε δίνει ετυμολογία
L-S:
μύλη (η ) :σκιρρώδης όγκος της μήτρας
σκιρρώδης:σκληρός
EΦΗ ΕΦΗ said
Πήγα λίγες μέρες στην Κρήτη, ξαρμάτωτη (χωρίς λαπτόπια) για να μην υποπέσω στον πειρασμό σας.
«Αξιος» Αρκεσινεύ με τη λεξικογράφιση των Αμοργιανών σου.
«Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους»,
μας το είχε πει ‘ενας δάσκαλος στο Δημοτικό και φαίνεται με «χάραξε» η ατιμία εις βάρος του τυφλού παίχτη και το θυμόμουν χωρίς να ξέρω τίποτ άλλο.
Με αφορμή την ανάρτηση, το γούγλισα και βρήκα ότι το λέει μια επιγραφή από τη Δήλο! Μαγικά πράματα.
Το παιχνίδι με τα κότσια, «τα κόκαλα από τσι φόλισσες» (φόλισσες,οι κλειδώσεις: («πονούνε οι φόλισσες τω χεργιώ μου») , το λέγαμε «Καθί και Μιντίρι».
Οι θέσεις ήταν: Μιντίρι, η καλύτερη, Καθί η ανάποδή του, «ψωμί», το αμπούμπουρα (μπρούμυτα) και «κλέφτης» το ανάσκελα που έτρωγες μια ξυλιά στο χέρι .
Από άλλη επιμειξία φερμένη μάλλον από κατασκήνωση, ,προέκυψε το Βεζύρη. «Βεζύρης», η όρθια θέση. Εδώ πάνω μια συμμαθήτρια από το βορρά ,νομίζω Κομοτηνή, το έλεγε Μιτζίρι ή Ματζίρι.Με το ίδιο στυλ παίζαμε,»ρίχναμε» και το σπιρτόκουτο.
Τα πεντόβολα, τα λέγαμε «Κισκιντάκι». Ο δάσκαλος σα να θυμάμαι ότι μας το έλεγε «αλεκατρίδες». Ανάλογα με το πόσες πέτρούλες έπρεπε να κρατάμε στο καύκαλο του χεριού σε κάθε φάση λέγαμε: Μί-μία, δυο-δυο, τρεις και μια, όλες, ψαλίδι, αλώνι. Πωπώ τι μου θυμίσατε και πόσα ξεχνώ..Τώρα διαπιστώνω ότι το «αλώνι» (πλέκαμε το ένα πάνω στ άλλο τα τέσσερα δάχτυλα ) κι απάνω ‘επρεπε να σταθεί η πέτρα, δεν μπορώ να το κάνω. Εσκουργιάσανε οι φόλισσες τω δαχτύλω μου!
EΦΗ ΕΦΗ said
89. Ακριβώς έτσι:
φορεσά, Προπατηξά (περπατησιά), αμοναξά (μοναξιά)
φυλλωσά, χαρτοσά, συστηλωσά (το όλο παράστημα, η εμφάνιση τ αθρώπου),
η χωσά ( πισώπλατη επίθεση με καρτέρι , άτιμη παγίδα)
Ερωτόκριτος:
-Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κ’ εφαίνουντον κ’ εκείνη.
Μαντινάδες:
-Πρασές πρασσές βασιλικούς και ρόδα μάτσα-μάτσα
θυμάσαι απού σου τά ΄πεμπα, π αναθεμάσε χάτσα (ανόητη,χοντροκομμένη).
-Αμέτε με στην εκκλησά να πα΄ να πέσω στ΄ Άγια
κι α δε με γιάνει η Παναγιά ,τς αγάπης είναι μάγια.
-Σε περιβόλι αμοναχός πώς ζεις καημένε κρίνε
σαν το γκαημό τς αμοναξάς άλλος καημός δεν είναι.
EΦΗ ΕΦΗ said
71.
-ξεπετασάρικα ή αναπετασάρικα (πουλιά) αλλά και οι έφηβοι
-ανεπεταρίζουνε τα νεαράκια:αρχίζουνε και κοπελλολογούνε δηλαδή νταλαβέρια με τις κοπελλιές (να γαμπρίζουνε)
-ανεπαρδουλώνει (το μαραμένο φυτό ή η καρδιά), ζωντανεύει, παίρνει τα πάνω του,
-κουλουμουντρώ =κάνω κουλουμούντρες, τούμπες, κυβιστήσεις
-πάω «κούτου μούρου» = στα τυφλά, απρόσεχτα
-περγελώ, επεργέλαξα ναι, αλλά απεργέλαχτη μ αυτή τη σπουδαία σημασία ,μπα.
-βουλλώ: γκρεμίζομαι, βουλιάζω,εβούλισε το σπίτι, γκρεμίστηκε η σκεπή του, «Το βουλισμένο αλώνι» τραγούδι του Λουδοβίκου.
-λαντουρώ: βρέχω,καταβρέχω, λαντουριστό «ψωμί» (ο βρεγμένος ντάκος) λαντουρίδια: βρεγμένο σπασμένο στάρι ή αλεύρι για κλωσσόπουλα αλλά και ανόητες,επιπόλαιες κουβέντες (λαντουρίδης, ο χαζολόγος).Το ξαναγράψαμε κάπου τελευταία. Λαντουρίδες,οι ψιχάλες.
-μπλάζω: εμείς, μαλάζω ή μαλάσσω το ζυμάρι αλλά κι ανακατεύω άτσαλα τα σκεπάσματα. Μα και : τα (γυναικεία) στήθη !
Το μυστρί το λέμε: ο μαλάς (επειδή μαλάσσει, ανακατεύει -πριν τινάξει, το σοβά)
Τη μπετονιέρα τη λένε και μαλαχτήρα: Μαλάσσει ή ανεμαλάσσει το τσιμέντο.
¨Παλάμιζε γλήγορα μην πήξει το μάλαμα» επί οικοδομικών εργασιών, μην πήξει το μπετόν.
Παλάμη: το φτυάρι.
Αρκεσινεύς said
106. Το αμοργιανό:
Άνοιξε την εκκλησιά να πάω να πέσω στ’ Άγια,
κι αν δε με γιάνει η Παναγιά, μου ’χουνε κάνει μάγια
107. μαλλάς <μαλάς <τουρκ. mala
sarant said
Γεια σου Έφη που πήγες ξαρμάτωτη!
ΕΦΗ ΕΦΗ said
108. Παραδοσιακός αμανές.Όμορφη εκτέλεση από το λαουτιέρη Μανιά κι έχει και δεύτερο τετράστιχο επεξηγηματικό γιατί είναι αγάπης μάγια:
Γιατί ποτέ δε σμίγαμε παρά στο μοναστήρι*
και προσκυνούσαμε κι οι δυό σ ένα προσκυνητήρι
*εκκλησία
Γς said
95:
>Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων χαρακτηρίζεται από έντονη γλωσσική διαφοροποίηση.
Πάνω από δεκα χρόνια έχω μελετήσει την έντονη διαφοροποίηση στις Κυκλάδες. Εργασίες, δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις, διδακτορικά.
Πράγματι είναι μια πάρα πολύ έντονη διαφοροποίηση, που είχαμε (και δημιουργήσαμε) τα κατάλληλα εργαλεία για να την μελετήσουμε.
Αναφέρομαι σε βιολογικούς πληθυσμούς και συγκεκριμένα στα ταπεινά σαλιγκαράκια, εκείνα τα μακρόστενα.
Βασική αιτία είναι ότι οι πληθυσμοί των διαφόρων ειδών είναι πολύ απομονωμένοι. Παρά πολύ μικρή ροή γονιδίων μεταξύ τους, μικρός ρυθμός μετανάστευσης με τα κοφίνια ή τους αμφορείς μεταφοράς προϊόντων.
Κάπως έτσι δεν εξηγείται εν πολλοίς και η γλωσσική διαφοροποίηση στις Κυκλάδες και του αρχιπέλαγους του Αιγαίου γενικότερα;
Γς said
109:
Ξαρμάτωτη = χωρίς τα πισιά σου.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
112.Και κράτησα κι αντίσταση στα προσφερόμενα από τ ανήψια μου «εργαλεία», παρ όλα τα φοβερά τεκταινόμενα. Εννοείται πως βούιζαν γύρω οι συζητήσεις και οι εικασίες για την εξέλιξη.
Μα ήταν ένα Λιβυκό μες σ εκτυφλωτική λαμπράδα με την άνοιξη να ξεχειλίζει ακράτητη ακόμη και στα ξανακαμμένα το καλοκαίρι πλάγια. Μαργαρίτες, ορχιδέες ,ανεμώνες στην καλύτερη τους ώρα.
Είχα χρόνια να βρεθώ εκεί απόκριες. Η μοντερνιά που συνάντησα τώρα ήταν πως η λαγάνα είχε μια κρούστα αραιωμένο μέλι απάνω της . Ε την απόλαυσα δίπλα στο κύμα με …γραβιέρα! Οι βραστές πατάτες,οι ντολμάδες, οι ελιές και οι ταραμάδες δεν μου ταίριαζαν
Γς said
Δεν έπρεπε να τη διαβάσω αυτήν την ανάρτηση!
Πέπε said
111.
Των Κυκλάδων; Του Αιγαίου γενικότερα;
Όλης της Ελλάδας αγαπητέ!
Ό,τι κάνετε εσείς με τα σαλιγκάρια το έχω κάνει εγώ με τη μουσική (πιο συστηματικά από την εν παρέργω ανάγνωση / παρατήρηση της διαλεκτολογικής πραγματικότητας), και μπορώ να επιβεβαιώσω αυτό που λέτε. Αν και στα ανθρώπινα έργα, τόσο τη γλώσσα όσο και τη μουσική, η αλήθεια είναι ότι η ροή γονιδιακού υλικού δεν είναι τόσο περιορισμένη (είναι, αλλά όχι τόσο). Πιθανόν διότι η θάλασσα, που για τα σαλιγκάρια είναι εμπόδιο, για τους ανθρώπους είναι γέφυρα.
Αρκεσινεύς said
111. Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα:Καραβόλοι στη Σύμη και τις νησίδες της, Αθήνα 2012
Αρκεσινεύς said
110. Πολύ ωραία η συνέχεια-επεξήγηση.
Αγγελική said
7, 8. Έχει δίκιο, νομίζω, η Μαρία. Η τσίπα είναι η πέτσα και η ξετσίπωτη είναι ..ξεπέτσωτη κυριολεκτικά. Τι εννοώ; Ο ανθρωπολόγος John Campbell στο βιβλίο του Honour,Family and Patronage, στο οποίο ασχολείται με την κοινωνία των Σαρακατσάνων, αναφέρει ότι ξετσίπωτη είναι αυτή που δεν έχει πέτσα, δηλαδή παρθενικό υμένα. Μου φαίνεται κάπως βαρύ, γιατί αυτό θα ήταν αδιανόητο σε τέτοιες κοινότητες αλλά εδώ, πάλι, μπορεί να υπάρχει μεταφορική λειτουργία, με την έννοια του ότι η απόλυτη αναισχυντία είναι η απώλεια της.. πέτσας.
27, Γιάννη, χαιρετίσματα,γνωριζόμαστε, ήμουν μαθήτρια της μητέρας σου. Και ο διαδικτυακός κόσμος είναι, τελικά, μικρός!
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Αμοργιανών λέξεων συνέχεια.
-Τρουλίδες, λέμε μεις τους κορυδαλούς.Παραπέρα της Κρήτης, τους λεν ασκορδαλούς. Τρουλί, το λοφίο στην κεφαλή.( Η μικρή τούρλα, άλλως ειπείν).
«Αν πρωτοπεράσεις,κάμε ένα τρουλί, να μη σε περιμένω» : Βάλε δυο-τρία χαλίκια «απάνω τ΄ αλλού».
-Τους τσαλαπετεινούς, χοχλοπετεινάρια.
Άγνωστες οι βουλές της τοπολαλιάς. Χοχλιδάτες είναι οι «μπιρμπιλωτές», με πολλά χρώματα ,όρνιθες (μήπως χοχλοπετεινάρι, συντομία από χοχλιδάτο πετεινάρι).
-Τα μπράτη ,το ίδιο :τα πράγματά μου, οι αποσκευές, τα συμπράγκαλα,αλλά σε πιπεράτη γαμηλιάτικη μαντινάδα αναφέρονται στα «μπράτη του γαμπρού», στα πολύ…
ειδικά χαρίσματά του. (Θα τη γράψω όταν τη θυμηθώ καλά).
Αρκεσινεύς said
.Ωραίο το τρουλί.
Βρήκα αυτό εδώ το ωραίο:
. -Πού πας μπρέ στο ντουκιάνι με τουτονα το πατελόνι… Δε θωρείς πως ήσπασε το κομπί και χαβρίζει από μπροστά και θα κάνουνε σεϊρι τα μπράτη σου; Εεε μάνα μου ντροπή…Σάλευε να βάλεις άλλο να μη μου βγάλουνε τη λήτη μου, πως δε σε φουνταλάσσω κατά πως πρέπει.
τι σημαίνει η τελευταία φράση;
Έφη, περιμένουμε τη μαντινάδα.
sarant said
118: Μικρός ο κόσμος…!
120: Στο ίδιο σάιτ που το βρήκες, λέει φουνταλλάσσω = βάζω περιποιημένα ρούχα, φουντούλης = ο κομψευόμενος, φουντουλεύομαι = καλλωπίζομαι
Αρκεσινεύς said
121. Το φουντούλης, Νίκο, γνωστό. Υπάρχει και η παροιμία για το κλάδεμα της ελιάς: Η ελιά θέλει ή φουντούλη ή τρελό. Εδώ νοικοκύρη. Στο χωριό μου υπήρχε παρατσούκλι:Φουντουλάκης <Φουντούλης.
Η άγνωστή μου λέξη είναι το λήτη.Καταλαβαίνω βέβαια τι μπορεί να σημαίνει, αλλά ήθελα το σωστό ερμήνευμα.
Αρκεσινεύς said
το βρήκα:
λήτη: αναφορά (Φράση: Εδάχαμενε τη λήτη σου = μόλις τώρα σε αναφέραμε στη συζήτηση μας). Εγώ περίμενα κάτι βαρύτερο π.χ. αβανιά.
EΦΗ ΕΦΗ said
120. Σε παλιότερη μαντινάδα περι τράφου, είπαμε το: «φουντούλα μου πορτακαλιά, αέρα μη φοβάσαι»
Η μαντινάδα (ή μαντινιάδα),ειπώθηκε κατά το στόλισμα νύφης:
Νύφη μου, κερα-νύφη μου
το νου σου τετρακόσα
γιατί τα μπράτη του γαμπρού
είν ένα και διακόσα.
Κοντά στο φοντούλα, φουντούλης (αλλιώς φατσαλής-φατσαλίνα) μου ήρθε το όλως άλλο: φουνταλίδικος κρεβατόγυρος ,φουνταλίδικη πετσέτα, πατητή (πατανία),φουνταλίδικο καμπάλι (μωρουδιακή κουβερτούλα),ή προσώμι : το φαντό ρούχο, σκέπασμα με φουντίτσες στα τελειώματα. Η έκφραση «είχε στρωμένα φουνταλίδικες πατανίες, πέτσες (πετσέτες,πεσκίρια παλιότερα) προ’ι΄δεάζει για όμορφο, νυκοκυρεμένο,διαλεχτό ρούχο γιατί οι φούντες απαιτούσανε τεχνική και επιμέλεια να πλεχτούν και να προσαρμοστούν κατάλληλα. ‘Ασε τα βαστάγια, τα κορδόνια για τις βούργιες, τα βουργιάλια και τους αρτοδρουβάδες (τα σακούλια για τις αρτοπλασίες),για να πλεχτούν νάναι όμορφα αλλά και σιγούρα (γερά) και βασταγερά (ν αντέχουνε βάρος) ήθελε γνώση και μεγάλη επιδεξιότητα.
EΦΗ ΕΦΗ said
Κι άλλες λέξεις παράλληλα στις Αμοργιανές:
-Κοίτη των ορνίθω, τα ξύλα μέσα στον κούμο (κοτέτσι) που την αράζουν για ύπνο στη σειρά τα πουλερικά με τον πετεινό όξω-όξω να φυλάει το χαρέμι του.
-Η κλωσσού, πυρώνει* τα αυγά 22 μέρες στην κοφίνα κι ύστερα τα ξεπουλιάζει*: Τσιμπά προσεκτικά τα αυγά κι ένα-ένα βγαίνουν αμάλλιαγα πιπιρίζοντας τα κλωσσοπούλια, έτοιμα να τσιμπολοήσουνε σχεδόν αμέσως τα λαντουρίδια (μαλακά τρίμματα βρεμμένου αλευριού) .
-Πισσανασκασμένος, ο διάοτσος, ο σατανάς.
-Χαλάπατσος, ο θόρυβος ο προερχόμενος απο ανθρώπους ή ζώα.
-συντάλαχο (μεγάλη φασαρία).
*Πουλί που χτίζει δυο φωλιές,στη μια καημούς πυρώνει
στην άλλη ξεπουλιάζουνε με τον καιρό οι πόνοι
Γς said
125:
>Πουλί που χτίζει δυο φωλιές,στη μια καημούς πυρώνει
στην άλλη ξεπουλιάζουνε με τον καιρό οι πόνοι
Εξιχο! Πάρα πολύ ωραίο. Το βρήκα για «καημούς πληρώνει»
Δικό σου είναι αυτό το καλύτερο «πυρώνει»;
Και λέει κάποιος (το βρήκα στο γκούγκλ)
Εχω μια καναρα […] και την προετοιμαζω για αναπαραγωγη […] δεν εχει πυρωσει ακομα! γιατι μπορει να συμβαινει αυτο?
Πυρά, Καύση, Πυρώνω, (μπιπ)ώνω;
EΦΗ ΕΦΗ said
127.
‘Οχι, αν ήταν δική μου, θα το έλεγα. Βασίλης Σκουλάς είναι από τον παλιό του δίσκο «Ανακαλύψανε τη φωλιά». Είναι σειρά μαντινάδες με την αλληγορία :χτίσιμο φωλιάς -‘ερωτα, πουλιά-υποκείμενα του έρωτα 🙂 . Σε σκοπό πιο πολύ «της τάβλας», αν και χορεύεται αργό αγκαλιαστό συρτό στα τρία βήματα.(Δε βρήκα καλύτερο γιουτιούμπι και αυτό νομίζω ότι τελειώνει απότομα) :
youtube.com/watch?v=djDt_Rx-gsA
στο 2:28.
Πυρώνει σημαίνει κλωσσάει, τα ζεσταίνει με τις φτερούγες ώσπου να βγουν. «πυρωμένος» όμως είναι ο ερεθισμένος ερωτικά, ο ξαναμμένος. Από το πυρ και την
πυρά.
Ως προς το «πληρώνει», αντί πυρώνει, τα γκούγκλια δε λένε πάντα την παλιά αλήθεια, μα την αλήθεια του καθενός που την κατασκευάζει (όπως και το ψέμα).
Αρκεσινεύς said
125. > έτοιμα να τσιμπολοήσουνε σχεδόν αμέσως τα λαντουρίδια (μαλακά τρίμματα βρεμμένου αλευριού) .
Η συχωρεμένη η μάνα μου τα έβαζε στον τουμπανά για να τσιμπολοούνε σησάμι.
Το πυριάζω το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά για κείνον που κάθεται και ζεσταίνει την καρέκλα,που ξύνει τα νύχια του,που είναι τεμπελόσκυλο:. -Ίντα κάνει ο … -Πυριάζει τ’ αυγά!
Σε φχαριστώ για όλα.
EΦΗ ΕΦΗ said
128. και δική μου η χαρά
Τα νήματα γύρου-γύρου με τον κυπριακό κάζο, με πλαντούν.
» Άκου χτύπους στα Χανιά, άκου κι επαδά κοντά». Τί μας μέλλεται κι εδώ;
Καλιά μου τόχω να χαϊνεύω σ΄ Αμοργιανά περβολάκια , τα «φραμένα» όπως συχνά τα λέγανε σ΄εμάς.
Αυτά τα κηπούλια, οι γόνιμες πεζούλες,τα μποστανάκια του θέρους στα ορεινά χωριά και στα μετόχια, φράζονταν πρόχειρα για τα ξεστρατισμένα ζώα, με δεμάτια από αγκαθερά κλαδιά απάνω στον παλιό ξεροτρόχαλό, το «γύρο».*
Κοντά ή πιο ξέμακρα από την πηγή, τη βασιλική βρύση ή τις παλιές στέρνες ,μιαολιά βουρκιασμένες που ομπρούσανε κιόλας (χάνανε νημάτια νερού απ τα τοιχώματα), αυτές οι χλοερές μινιατούρες Εδέμ, σκαλολοημένες σε ισώματα και σε κατηφόρες, καρπολογούσανε ολόχαρες τα ζαρζαβατικά και τα δροσερικά τους .
Δεξά-ζερβά στον καταπότη (τ΄αυλάκι του νερού) ήταν οι «κόψες» ,η διακλάδωση για κάθε κηπάριο απ όπου «κόβαμε», με μια πέτρα τουλουπιασμένη με ξερόχορτα και φρύγανα, τη ροή του νερού προς τα μάς, όταν ήταν η σειρά του δικού μας ποτού. Ο ποτός έπεφτε κάθε τρεις κι άμα είχαμε καρπούζες ,κάθε δυό μέρες.
Το μονοπάτι πρόσβασης, εκολύμπα τόπους-τόπους στο νεραύλακο κι ήταν η χαρά μας το πλατσούρισμα, αν και σε περιπτώσεις πρωινού ποτίσματος ήτανε κρυούτσικο κι εμαργώναμε λιγάκι.
Όντε ν εγιαγέρναμε στο σπίτι, το καλάθι εξεχείλιζε με τα δροσουλιασμένα βλήτα και κολοκυθάκια, λίγη γλυστρίδα, κλαδάκια δυόσμου, μαζί και κανένας ατυχής χοντροχοχλιός που συλλάμβανε η γιαγιά και τον εδίπλωνε στο συκόφυλλο κι ετρέχανε σάλια του.
Παλιά μαντινάδα:
* Ωσάν τ αγκιναρόραβδο που στέκει ορθό στο γύρο
ετσά ξυλώνω οντέ σε δώ και δε μπορ ά ξεσύρω.
Να ξεσύρω, να πάω παρακεί.
Ξέσυρε, παραμέρισε
sarant said
Τι ωραίες περιγραφές!
Ο ποτός ή μάλλον η σειρά του κανονιζόταν με κοινή συμφωνία;
EΦΗ ΕΦΗ said
130.Ευχαριστώ. Μεταφέρθηκα σε τόπους και καιρούς. Από τις εκθέσεις του σχολείου έχω να περιγράψω (γραπτά !) Με κολλήσατε εδώ .Και τόχε πει ο Στέλιος μια φορά πως έχει μέλι το ιστολόγιο.
Ο ποτός είναι μεγάλο κεφάλαιο. Υπήρχε και υπάρχει, (με τα λάστιχα που ποτίζουν τους ελαιώνες, ακόμη) πρόγραμμα ποτισμού.Ο υδρονομέας την σήμερον, ο νεροφόρος τότε, κανόνιζε τη μέρα και πόση ώρα χρειαζόταν (ήξερε τα χωράφια και τα εκάστοτε φυτεμμένα) και ειδοποιούσε τους ανθρώπους.Καμιά φορά αλάζανε μεταξύ τους τις αράδες τους για διευκόλυνση του ενός ή τ΄ αλλουνού.
«Εχω πολλούς ποτούς και δε μπορώ να ξεσύρω από το χωριό».
«Τον αποπάνω ποτό, θέλω μιαολιά ώρα παραπάνω το νερό γιατί θα τσι βγάλω ύστερα τσι πατάτες» .Την παρεπόμενη φορά, θα ποτίσω περισσότερο καθώς θα είναι η τελευταία,(να κρατήσει το χώμα την υγρασία για να βγουν ευκολότερα οι πατάτες).
Αρκεσινέα ,τι καλά, τόχα κρατούμενο: Το περγαλίδι σου που είναι μια στροφή μόνο του, δεν το βλέπω.Βάρκα και περιγιάλι στη φωτό που δε με ..διαφωτίζει. Κάνε κάτι.
– ποράλι λέγαμε τη στενή είσοδο, το έμπα στο κηπάκι και
-πορόκλαδο, το κλαδί-πόρτα που «κλείναμε» το μικρό παράδεισσο. Η μάνα μου όταν δεν ήθελε να μας πάρει κάπου μαζί της έλεγε , «ναι, θα σ΄έχω για πορόκλαδο!» Δηλαδή για κάποιον που δεν «δένει» με την ομήγυρη. Ο περιττός, το κερασάκι στην στην τούρτα
Αρκεσινεύς said
129.
Έφη,
Είχα την τύχη το πατρικό μου νάναι κοντά στο δημοτικό πηάδι. Μέχρι το σεισμό του 1956,όταν τα νερά ξεβουίστηκαν, το πηάδι ήτο γεμάτο με νερό κρύσταλλο που μάρμαρο τρυπά το. Με ντενεκέδες και με σίχλες βγάλλανε το νερό (μια εποχή δούλεψε και μια χειροκίνητη τρούμπα) και γέμιζε ο κάθε νοικοκύρης μια μικρή γιστέρνα στην άκρια του περγαλιδιού. Κι όλοι να πίνουνε από τη σίχλα νερό: τη δροσά του νάχεις.
Ανοίανε τη γιστέρνα και πήαινε το νερό στην αυλακιά κι ο περβολάρης με τη τσάπα να κλείνει και ν’ ανοίει τ’ αυλάκια για να ποτίζονται τα φυτά.
Όλη η γύρω περιοχή ήτο μια μικρή Εδέμ , όπως γράφεις κι εσύ. Όλα τα μποστανικά σε αφθονία. Ντομάτες, μελιζάνες, κολοκύτθια, αγγούρια. Να βλέπεις την αγγουριά να χύνει τ’ αγγουράκια της και να τθυμάσαι την παροιμία του παπά το πετραχείλι είναι αγγουριά που χύνει. Να βλέπεις τ’ αγγουράκι αποβραδίς κούτσικο και το πρωί λαχταριστό. Να μαζεύγεις τα πουλιά για να τα γεμώσει η νοικοκυρά με χόντρο. Να βγάλλεις και καένα κρομμύδι για το φάβα, γιατί φάβα χωρίς κρομμύδια είναι γάμος χωρίς παιχνίδια. Κι αυτή η γλιστρίδα με τίποτι να μην ξεμπιτάρεται. Να μοσκοβούνε οι βασιλικοί στ’ αυλάκια και στ’ αυτί του περβολάρη. Να χαζεύγεις τους ήλιους που αλλάζανε κατεύθυνση. Κι η φλασκιά στην άκρια του τοίχου να γίνεται κρεβατίνα με τα φλασκιά να γκρέμονται πάνω από τις γυναίκες που βάλλανε την αλουσά τους στα γιστερνιά και ν’ ακούεται η κοπανίδα και να μοσκοβολούνε τ’ ασπρόρουχα. Τι μυρωδιά και κακό ήτονε. Τώρα πάει και το πράσινο σαπούνι. Το άσπρο από ταπόλαδα σπιτικό σαπούνι ποιος το τθυμάται.
Και στις γούρνες να κυνηούμε τους βασιλιάδες και να κεντρώνουν οι σφήκες και να κάνομε και βουρβουλάκους με τις μάνες των κρομμυδιών.
Παιδιά της Α’ δημοτικού.
Αρκεσινεύς said
131. Έφη,
κοίταξε το σχ. 11. Στο φόντο είναι το μοναστήρι της Χοζοβώτισσας του 9ου αι. που ανακαινίστηκε το 1081από τον Αλέξιο τον Κομνηνό, αδελφό μοναστήρι με της Πάτμου.
Το περγαλίδι δεν ξέρω αν μπορεί να συσχετιστεί με το περιβολάδιον:φραγμός, περίφραγμα.
Επειδή έγραψες προηγουμένως για φραμένο να η παροιμία:Μικρός φραμός, μεγάλη τήρηση. Στην εμπασά εμείς βάλλαμε το πορτόκλαδο. Τώρα ούτε πορτόκλαδα, ούτε εμπασές, παρά κακόγουστες σιδερένιες σωληνωτές πόρτες.
Και πάλι σε φχαριστώ. Νάσαι καλά. Η Κρήτη μούχει μείνει μες στην ψυχή μου. Χανιά, Σφακιά, Ανώπολη, Καστέλι, όλον τον νομό τον έχω ευχαριστηθεί. Σε σας έχω έρτει μέχρι τον Αϊ-Νικόλα.
sarant said
131-132: Ποίημα γράφετε και οι δυο σας!
(Λέτε κι εσείς «το φάβα», βλέπω, όχι μόνο οι Σαντορινιοί).
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΒΑΜΒΟΥΛΑΚΗ said
Γειά σας κι ας άργησα μισό χρόνο να μπω στην ενδιαφέρουσα παρέα σας.Η λέξη μπράτη=αποσκευές, ελαφρώς παραλλαγμένη σε αμπράτι, χρησιμοποιείται ταυτόσημη στο χωριό μου που βρίσκεται στο Ηράκλειο Κρήτης. Καθώς επίσης το μονεστάρω=συγκεντρώνω που γίνεται μονιταρίζω = συγκεντρώνω σε μιά μεριά, μονιταριστός= όλος μαζί.Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η λέξη ρεφουλιά = ξαφνικό ελαφρό φύσημα ανέμου μικρής διάρκειας όπου στα μέρη μου έχει την έννοια της μικρής ποσότητας, πολυ συνηθισμένη είναι π.χ. η έκφραση -επήρα μια ρεφουλιά ύπνου- που σχεδόν πάντα αναφέρεται στο μεσημεριανό ύπνο.
.
sarant said
135: Καλώς το αποφασίσατε, ευχαριστώ πολύ -Αμοργός με Κρήτη έχουν κι άλλες ομοιότητες στο λεξιλόγιό τους.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Μὲ βάση τὸ γλωσσάρι ποὺ παρατίθεται βάζω κάποιες ἀντίστοιχες λέξεις ποὺ ὑπάρχουν στὴ Θερμιώτικη ντοπιολαλιά.
1.μονεστάδο και μονεστάδα επίρρ.1. Γρήγορα, χωρίς ανάσα Μονεστάδο το ’φαε κι ηκοντύλησε. 2. Όλα μαζί Τα ’δωκα μονεστάδα και μου κακοφάνηκε.
Στὰ Θερμιώτικα: μονιτάρωἐπιρρ.: ἀμέσως, γρήγορα.
2.μπράτη (τα) <αρχ. πρατός; <πέρνημι (εξάγω πράγματα για πώληση) αποσκευές Τα πήρες όλα σου τα μπράτη;
Θερμ. μπράτια ἀποσκευές, συμπράγγαλα.
3.παστούρα (η) (ιταλ. pastura: βοσκή, χορτάρι) τρίχινος δεσμός που προσαρμόζεται στα πόδια των ζώων, για να μην απομακρύνονται από το χωράφι πηδώντας τον τοίχο ή για να συλλαμβάνονται εύκολα, το πέδικλο
Τὸ ἴδιο καὶ στὰ Θερμιώτικα.
https://www.slang.gr/definition/27282-podokerisma:
…Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.
Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα
Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός…
4.παύλος (ο) <λατιν. paulus; (μικρός) (μικρό ψωμί σε σχέση με το καρβέλι;) η φραντζόλα
Θερμ. ποῦλος μὲ τὸ κρέας ἤ ποῦλος μὲ τυρί:
μικρὴ φραντζόλα ψωμιοῦ μὲ γέμιση χοιρινὸ (παστὸ ἤ σύγλινο) ἤ τυρί.
5.περγαλίδι (το) (μικρός ) περιφραγμένος κήπος, συνήθως κοντά στο σπίτι, για την καλλιέργεια λαχανικών.
Στὰ Θερμιώτικα ὑπάρχει τὸ ρῆμα περγάζω: ὀργώνω μὲ τὴν ἀξίνα, στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου. Μετὰ τὴ σπορὰ καὶ τὸ ὄργωμα (ζευγάρισμα στὴ ντοπιολαλιὰ) οἱ ἀγρότες ἔπαιρναν τὴν ἀξίνα καὶ ἔσκαβαν τὶς ἄκρες τοῦ χωραφιοῦ, ὅπου δὲν ἔφτανε τὸ άλέτρι γιὰ νὰ σκεπάσουν τοὺς σπόρους (στὴν Κύθνο πρῶτα ἔσπερναν καὶ μετὰ ὄργωναν). Ἐπίσης, γυρίζοντας τὴν άξίνα στὸ πλάι, χτυποῦσαν καὶ ἔσπαγαν τοὺς μεγάλους σβώλους τοῦ χώματος, βωλοκοποῦσαν κατὰ τὴν ντοπιολαλιὰ.
Γιὰ τὴν ἐτυμολογία δεῖτε:
https://www.slang.gr/definition/28103-pergazo
6.πυριάζω (για την κλώσα) κάθομαι πάνω στα αβγά ζεσταίνοντάς τα ωσότου εκκολαφθούν, επωάζω, κλωσώ
Τὸ ἴδιο στὰ Θερμιώτικα.
7.φερτάρω <ιταλ. ferta (προσφορά) ρίχνω χρήματα στους οργανοπαίχτες. Ο παπάς μας, προτού γίνουν Δ.Υ. οι κληρικοί, κάθε Κυριακή ήθελε τη φέρτα του, έβγαζε δηλ. δίσκο.
Στὰ Θερμιώτικα ρίχνω λεφτὰ γιὰ τοὺς νεόνυμφους (στὸ γάμο)
Δημητρηςςς said
To μπράτη είναι εκ του μεταπρατη Νικόλαε
Δημητρηςςς said
Oντως το μπρατη είναι εκ του μεταπρατη Νικο;
sarant said
138-139 Δεν είναι δικό μου το άρθρο, δεν έχω άποψη
Μανιάτικες λέξεις (μια συνεργασία του Δημήτρη Ραπτάκη) - Χάρης Μεταλλίδης said
[…] Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013 […]