Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ν. Λαπαθιώτη «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες»

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2013


lapfilosFF9C53D171B0F476B7A481ABCAB986D4Κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες, από τις εκδόσεις “Ερατώ” και σε δική μου φιλολογική επιμέλεια, η συλλογή διηγημάτων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη “Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες”. Το βιβλίο περιέχει 29 διηγήματα του Λαπαθιώτη, δημοσιευμένα από το 1924 έως το 1929, δηλαδή όταν ο γεννημένος το 1888 ποιητής ήταν μεταξύ 35 και 40 χρονών -πρόκειται δηλαδή για διηγήματα της ωριμότητας. Πρόθεσή μου είναι, καιρού επιτρέποντος, να συνεχίσω με το υπόλοιπο διηγηματογραφικό του έργο, δηλαδή να εκδοθεί και ένας τρίτος τόμος με διηγήματα, μπορεί και δύο. Το 2012 είχα εκδώσει, πάλι από την Ερατώ, τον πρώτο τόμο των διηγημάτων του Λαπαθιώτη, «Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες«, με νεανικά διηγήματα γραμμένα μεταξύ του 1908 και του 1923.

Ο δεύτερος αυτός τόμος περιέχει, σε επίμετρο, δυο μικρά νεανικά πεζογραφήματα του Λαπαθιώτη, που αν είχαν εντοπιστεί νωρίτερα θα είχαν μπει στον πρώτο τόμο. Βλέπετε, δεν έχει καταρτιστεί εργογραφία του Λαπαθιώτη, κι έτσι τα κείμενά του βρίσκονται διασκορπισμένα σε περιοδικά και εφημερίδες. Έτσι, συνολικά το βιβλίο έχει 31 διηγήματα. Τα περιεχόμενα του βιβλίου και άλλα στοιχεία της έκδοσης, από την παρουσίαση στο ηλεβιβλιοπωλείο της Πολιτείας, εδώ.

Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά την αυτοκτονία του, στις 8 Ιανουαρίου 1944 στο πατρικό του σπίτι, στη γωνία των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτου, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν έχει λησμονηθεί, αλλά απροσδόκητα βρίσκεται όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα. Λιγότερο απροσδόκητο είναι το ότι οι νεότερες εργασίες για τον Λαπαθιώτη αφορούν κυρίως το πεζό του έργο, το οποίο είχε μείνει στη σκιά του ποιητικού και εξακολουθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, να παραμένει ανέκδοτο. Για παράδειγμα, στην «Έκτη συνάντηση εργασίας μεταπτυχιακών φοιτητών του τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ», τον Μάιο του 2011, έγιναν δύο ανακοινώσεις για το πεζό έργο του Λαπαθιώτη.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης βέβαια είναι κυρίως γνωστός ως ποιητής, και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αλλά άφησε μεγάλο σε έκταση και ποικίλο σε μορφή πεζογραφικό έργο. Από αυτό έχουν εκδοθεί η αυτοβιογραφία του (“Η ζωή μου” σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα από τον Κέδρο) και δυο νουβέλες (“Το τάμα της Ανθούλας” σε επιμέλεια Γ. Παπακώστα από τις εκδ. Λιβάνη και “Κάπου περνούσε μια φωνή” από τις εκδ. Ερατώ σε δική μου επιμέλεια), καθώς και η συλλογή διηγημάτων «Μαραμένα μάτια». Εκτός από τα διηγήματα έχει γράψει επίσης πεζά ποιήματα, στοχασμούς και χρονογραφήματα, καθώς και μη λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως κριτικές και αισθητικές επιφυλλίδες.

Τα περισσότερα από τα διηγήματα του τόμου αυτού δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Μπουκέτο, το ποιοτικό λαϊκό περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκε ο Λαπαθιώτης από το πρώτο του τεύχος ως το τέλος της ζωής του (της ζωής του ποιητή, εννοώ, που αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1944· το περιοδικό φυτοζώησε ένα-δυο χρόνια ακόμα). Ο Λαπαθιώτης συνεργάστηκε βεβαίως με πάμπολλα έντυπα, τόσο σοβαρά όσο και λαϊκά, αλλά μόνο με το Μπουκέτο και με τη Νέα Εστία είχε τόσο μακρόχρονη συνεργασία. Το ιστολόγιο έχει αναφερθεί στο Μπουκέτο περιστασιακά -δείτε εδώ ένα άρθρο αφιερωμένο στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου, ένα πανηγυρικό τεύχος που έβγαινε κάθε χρόνο κοντά στα Χριστούγεννα.

Συνολικά, ο Λαπαθιώτης εμπιστεύθηκε στο Μπουκέτο πολύ περισσότερο φιλολογικό υλικό του παρά σε οποιοδήποτε άλλο έντυπο, ανάμεσα στ’ άλλα και την αυτοβιογραφία του, τη νουβέλα «Το τάμα της Ανθούλας» (και τα δυο σε συνέχειες) αλλά και πολλές δεκάδες ποιήματά του, πεζοτράγουδα και διηγήματα. Η συνεργασία δεν ήταν συνεχής, υπήρχαν πολύχρονες διακοπές, και φαίνεται ότι κατά καιρούς οι σχέσεις του Λαπαθιώτη με τους ανθρώπους του Μπουκέτου ψυχράνθηκαν. Παρά τους καβγάδες όμως, ο Λαπαθιώτης τελικά πάντοτε επέστρεφε και ξανάδινε συνεργασία. Ίσως είχε βρει στο Μπουκέτο ένα εκφραστικό βήμα για να φτάνουν τα κείμενά του σε πλατύτερα στρώματα αλλά που διατηρούσε ένα ελάχιστο επίπεδο ποιότητας που άλλα λαϊκά περιοδικά, στα οποία ο Λαπαθιώτης είχε περιστασιακά δώσει συνεργασία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν.

Ένα διήγημα του τόμου, ο Πιερότος, έχει ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο. Δημοσιεύω εδώ ένα ακόμα, που δεν πρωτοδημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο, αλλά στο βιβλίο «Διαλεχτές ιστορίες», μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1926 σε επιμέλεια Γρ. Ξενόπουλου, από τις εκδόσεις Ι. Ράλλη. Η συλλογή περιλάμβανε δεκατρία διηγήματα, το καθένα διαφορετικού συγγραφέα· οι περισσότεροι ήταν γνωστά ονόματα στην εποχή τους και κάποιοι είναι και σήμερα: Στέφανος Δάφνης, Αιμιλία Δάφνη, Δ. Βουτυράς, Ν. Λαπαθιώτης, Π. Ταγκόπουλος, Ίσαντρος Άρις [= Ν. Χάγερ-Μπουφίδης], Χάρης Σταματίου, Α.Δ.Παπαδήμας, Κ. Φωτάκης, Κ. Φαλτάιτς, Β. Φρέρης, Ν. Κατηφόρης, Χρ. Αγγελομάτης. Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω τον Μάνο Τραϊανό που μου υπέδειξε τη δημοσίευση και τον Βαγγέλη Δαρδαντάκη που βοήθησε στην επαλήθευση με αυτοψία στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Το καντηλάκι μέσ’ στο «Φτωχικό»

… Ένα βραδάκι πνιγηρό του Νοεμβρίου (κατά τις πέντε, λίγο πριν νυχτώσει, ήταν πεσμένη μια ψιλή ψιλή βροχούλα, μα ύστερα δε βάσταξε πολύ), μες στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, είχαν ανταμώσει τρεις νομάτοι: ο Βάθρακας, δεινός μανιταρτζής[1], ο επικαλούμενος και Σταύρακας, ο Νίκος ο Ζαμπόχος –η Αλάνα– κι η αλεπού, ο Γιάννης τ’ Αξιωτάκι. Καθόσανε στο ίδιο το τραπέζι, και κρυφομιλούσαν επί ώρες, με ζωηρές και χαμηλές φωνές, μ’ εκφραστικά παιχνίδια του προσώπου, με μισοκλεισίματα ματιών, με μυστηριώδεις, ξαναμμένες και κάπως νευρικές χειρονομίες.

Καθόσανε κι οι τρεις κοντά κοντά, παράμερα, στην άκρη, προς τον τοίχο, πίσω από το ξύλινο το χώρισμα –κι εξέταζαν με προσοχή τους άλλους, και γύριζαν ανήσυχα τα μάτια, σε κάθε μισοτρίξιμο της πόρτας· ήταν κι οι τρεις τους αρκετά στα κέφια –είχανε πιει από νωρίς έναν περίδρομο– αν και φαινόσαν αρκετά συγκρατημένοι.

Στο εικονοστάσι της ταβέρνας, δίπλα στην ασημένια Παναγίτσα, ένα μικρούλι άσπρο καντηλάκι –και που ποτέ δεν έσβηνε πιστεύω– έριχνε πού και πού, στα σκοτεινά, μικρές αναλαμπές παρηγοριάς.

Ο μπαρμπα-Θανάσης, ο χοντρός, παρ’ όλα τα φτωχά, τα μαραζάρικα, τα κακομοιριασμένα γερατειά του, με τ’ ανασκουμπωμένα του μανίκια, με τη μεγάλη λεκιασμένη του ποδιά, πήγαινε κι ερχόταν, αεικίνητος· πετούσε τα λογάκια και τ’ αστεία του, και πάλι ξαναγύριζε στο μπάγκο, κι έδινε τα ρέστα στους πελάτες, κι έπειτα πήγαινε πάλι και καθότανε, μαζί με τη δική του την παρέα –μ’ ένα φαντάρο, μακρινό του ανιψίδι, μ’ ένα λεβέντη μοίραρχο απόστρατο, και τρεις ακόμα θλιβερούς συνταξιούχους –τρία ανεκδιήγητα σαράβαλα– που κουτσοπίναν μες στα ποτηράκια τους, και διηγόσαν ιστορίες του εξήντα.

Ήταν τώρα δέκα περασμένες· έξω, έβρεχε και πάλι σιγανά, έβρεχε και πάλι σταματούσε –και σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, έφερνε μια δροσούλα παγερή, και μια βαριά και μελαγχολική, σαν άρρωστη και σάπια, μυρουδιά από βρεμένο, νοτισμένο χώμα.

Στη μακρινή εκείνη συνοικία, η ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση, μονάχ’ αυτή κατόρθωνε να έχει, αποκλειστικά κι από καιρό, το μέγα κι αναφαίρετο προνόμιο, να μένει παραπάνω απ’ τις έντεκα· θα πεις, ποιος ήταν ακριβώς ο λόγος που της γινόταν η εξαίρεση εκείνη: η ταβέρνα ήταν τόσο μακριά, τόσο έξω κι από τόπο κι από χρόνο, που οι αστυνομικές οι διατάξεις έχαναν καθ’ οδόν τη δύναμή τους, και είτε έφταναν αδυνατισμένες, είτε δε φτάνανε ποτέ ίσαμε κει… Κι εξάλλου, μέσ’ στους ταχτικούς πελάτες ήταν κι ο νωματάρχης του σταθμού –τρώγοντας πάντα, εννοείται, βερεσέ– και την είχε πάρει, σα να λέμε, υπό την άμεσή του προστασία. Κι αυτό γινόταν, ως εκ παραδόσεως, μ’ όλους τους περασμένους, τους παρόντας, τους διαδοχικούς νωματαρχαίους –και ήταν τώρα ένας νόμος άγραφος, δεν ξέρω τι το καθιερωμένο, που δε χωρούσε φυσικά συζήτηση.

Κι οι τρεις εκείνοι μικρολωποδύτες, την είχαν κάνει ένα είδος άσυλό τους –κι ας ήταν, έτσι, σ’ επαφή διηνεκή, μέρα και νύχτα, με την εξουσία· η λωποδυτική τους ιδιότητα δεν ήταν βλαβερή στη συνοικία, και φρόντιζαν να κάνουνε τα κόλπα τους, όσο πιο μακρύτερα μπορούσανε. Σε κείνη την ακτίνα, οπωσδήποτε, δεν κοτούσαν να πειράξουνε κανένα· αν και πιασμένοι επανειλημμένως, και φωτογραφημένοι από χρόνια, διατηρούσαν μερικά προσχήματα, κι έδειχναν πως είχαν ησυχάσει.

Κι έπειτα, ποιος λίγο ποιος πολύ, όλοι εκείνοι που συχνάζαν εκεί μέσα –εκτός απ’ την παρέα, εννοείται, του ταβερνιάρη, του μπαρμπα-Θανάση (αν και τι ξέρουμε, στ’ αλήθεια, και για κείνη;), είχανε χρηματίσει λωποδύτες· κι ο νωματάρχης, φρόνιμα ποιών, απόφευγε και κείνος, εκ συστήματος, να πολυεξετάζει τα καθέκαστα της πελατείας του μπαρμπα-Θανάση – κι έπινε ποτηράκια, και καθότανε αδιακρίτως, μ’ όλες τις παρέες. Έκανε, μ’ άλλα λόγια, στραβά μάτια.

Ως κι οι καυγάδες που γινόσαν εκεί μέσα, διατηρούσαν κάποιο χαρακτήρα πολύ στενά οικογενειακό: δεν ξεπερνούσανε την πόρτα της ταβέρνας –μήτε ποτέ που φτάνανε στο τμήμα· κι έτσι βαδίζαν όλα μια χαρά, μέσ’ στην ταβέρνα του μπαρμπα-Θανάση…

Κι η ταμπέλα που κρεμότανε απ’ έξω,

ΟΙΝΟΜΑΓΗΡΙΟΝ

ΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

η ντενεκεδένια η ταμπέλα, ξεβαμμένη με βροχές και με λιακάδες, τραμπαλιζόνταν ώρες ώρες τόσο ήσυχα, και μ’ έναν τρόπο σα να νύσταζε και κείνη… Δεκάξι χρόνια σάπιζε κει πάνω και μόλις, τώρα, διαβαζόνταν απ’ τη σκόνη.

Σε λίγο –πλησιάζανε μεσάνυχτα– ήρθε κι ο νωματάρχης, αρειμάνιος, συνοδευμένος από τρεις χωροφυλάκους, και κάτσανε σε μια γωνιά, να φάνε.

Και το καντηλάκι, στα ψηλά, έφεγγε τώρα μελαγχολικά, όσο μπορούσε πιο γλυκά και πιο μειλίχια, με το θαμπό του φως, το λυπημένο –και συνιστούσε πάντα στους ανθρώπους, ομόνοια, υπομονή, και ταπεινή καρδιά…

*

Άξαφνα μπήκε μέσα μια γυναίκα, μια ζαρωμένη και κοντή γριούλα, κουτσή, τρεμουλιαστή και κακομοίρα· έψαχνε με τα μάτια της να βρει το νωματάρχη· ένας λυγμός ανέβαινε στο στήθος της, που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει· τρεκλούσε δω και κει, σα μεθυσμένη. Μόλις έφτασε κοντά στο νωματάρχη, σκόνταψε και κυλίστηκε στα γόνατα. Ο μπαρμπα-Θανάσης κι ο φαντάρος, σηκώθηκαν και τρέξανε κοντά της. Ο νωματάρχης, γύρισε και κείνος, ενοχλημένος απ’ τη φασαρία· χωρίς να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, άπλωσε το χέρι να την πιάσει. Με χίλιους κόπους τη σηκώσαν από χάμου, και της φέραν μια καρέκλα για να κάτσει.

Έγινε τότε σιωπή μες στην ταβέρνα. Όλοι καταλαβαίναν τώρα γύρω, πως κάτι έμελλε σπουδαίο να συμβεί, κι η κυρα-Θανάσαινα, περίεργη, πρόβαλε και κείνη από μέσα, κι έμεινε με τον τέντζερε στο χέρι.

— Τι έπαθες, κυρούλα; Τι σου κάνανε;…

Η γριούλα ξέσπασε στα κλάματα· κλάματα βαθιά, σπαραχτικά, γόοι και λυγμοί μαζί, κομμένοι:

— Με κλέψανε, παιδάκια μου, με κλέψανε!… Μου πήραν όλο μου το βιος, της κακομοίρας! Που να κοπεί το χέρι τους, παιδάκια μου! Που να μη δούνε Θεού πρόσωπο, παιδάκια μου!…

Κι η γριούλα έκλαιγε και σπάραζε. Με χίλια βάσανα και κόπους, τελοσπάντων, κατόρθωσαν να μάθουν τι συμβαίνει: η γριούλα, μια παλιά γειτόνισσα, είχε βρεθεί από νωρίς στην εκκλησία· ξημέρωνε δεν ξέρω ποια γιορτή, κι ήταν εσπερινός κι ολονυχτία· βγάζοντας εκείθε τα μεσάνυχτα, μαζί με τη μικρή την εγγονούλα της, βρήκε το σπιτικό της άνω κάτω· βρήκε το κομό της ανοιγμένο, τα συρτάρια πεταμένα κάτω, όλο το ρουχικό της ρημαγμένο –και, το σπουδαιότερο απ’ όλα, πέντε χιλιαδούλες, οι μονάκριβες, όλος ο θησαυρός των γερατειών της, είχαν κάνει ξαφνικά φτερά!

Ο νωματάρχης το πήρε στο φιλότιμο.

Σηκώθηκε ξερά απ’ την καρέκλα του, κι έκανε νόημα στους τρεις χωροφυλάκους.

— Πάμε να δούμε τι συμβαίνει, είπε.

Προτού όμως να βγει από την πόρτα, στάθηκε κι έριξε μια τρομερή ματιά στους τρεις μισοκρυμμένους λωποδύτες.

Τότε κι αυτοί τα χάσανε λιγάκι, και κοιταχτήκαν αναμεταξύ τους. Μ’ όλο που ήταν εντελώς αθώοι, ένιωσαν ωστόσο, κατά βάθος, πως ήταν τώρα υποχρεωμένοι να πληρώσουν πάλι τα σπασμένα –και πως αυτό μπορούσε να ήταν ένα είδος μυστικής δικαιοσύνης, για όλα όσα είχαν κανωμένα, από καιρό, χωρίς ν’ αποφανούν[2]

Και το καντηλάκι στα ψηλά, έτρεμε τώρα σα χλωμή ψυχούλα, σα μια χλωμή ψυχούλα φοβισμένη –σαν τις ψυχές των έρημων ανθρώπων, των αναξίων, των αποριγμένων, που δεν ελπίζουν στην αγάπη του Θεού, μήτε και στην αγάπη των ανθρώπων –γιατί ποτέ δεν είχανε το θάρρος, άτολμοι και χαμένοι και μικροί, να κάνουν τα μεγάλα τα εγκλήματα, τα φοβερά και φανερά εγκλήματα, που, μέσ’ στη φοβερή μας κοινωνία, δοξάζουν και τιμούν τους πιο μεγάλους…

Κι όταν τους πήραν οι χωροφυλάκοι, κι όλοι μαζί τραβήξαν για το τμήμα – η Παναγίτσα μέσ’ στο «Φτωχικό», κατέβηκε από το κόνισμά της, κατέβηκε σιγά και δίχως κρότο, έκλεισε την πόρτα και το παράθυρο, έφερε βόλτα γύρω στα τραπέζια, κι έπειτα ξανανέβηκε και πάλι, κι έσβησε το μικρούλι καντηλάκι της, το θλιβερό μικρούλι καντηλάκι, αφού οι άνθρωποι ποτέ δε γύρισαν τα μάτι, ν’ ακούσουν την ανώφελη φωνούλα του, που τους συμβούλευε να είν’ αγαπημένοι, και να ’χουν πάντα καθαρή καρδιά, κι ομόνοια και ταπεινοφροσύνη…

Κι αφού κι πάλι έγινε σκοτάδι, μπήκε κι αυτή, ξανά στο κόνισμά της –κι έκλεισε τα μάτια, κουρασμένη.


[1] Ο μανιταρτζής είναι ο πορτοφολάς που εφαρμόζει το λεγόμενο μανιτάρι: αφήνει στο δρόμο ένα πορτοφόλι δήθεν γεμάτο χαρτονομίσματα που το βρίσκει ο αφελής· τότε επεμβαίνει ο συνεργός του μανιταρτζή και πείθει τον αφελή να ανταλλάξει το δήθεν γεμάτο πορτοφόλι που βρήκε με το δικό του.

[2] Χωρίς να φανερωθούν.

Advertisement

32 Σχόλια προς “Ν. Λαπαθιώτη «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες»”

  1. αλζ said

    Καλημέρα κ.Σαρ. Ανασυντάξτε αν θέλετε τη σχετική αναφορά στη νουβέλα «Το τάμα της Ανθούλας», γιατί έτσι η εκδοτική φροντίδα της και τα άλλα μοιάζουν να μην είναι του Γιάννη Παπακώστα !

  2. sarant said

    Καλημέρα σας, ευχαριστώ για τη διόρθωση!

  3. Theban said

    Μια και είμαστε στις διορθώσεις, κάτι δεν πάει καλά με τους τίτλους των συλλόγων.

  4. Theban said

    Συλλογών φυσικά.

  5. «…η ταβέρνα ήταν τόσο μακριά, τόσο έξω κι από τόπο κι από χρόνο, που οι αστυνομικές οι διατάξεις έχαναν καθ’ οδόν τη δύναμή τους, και είτε έφταναν αδυνατισμένες, είτε δε φτάνανε ποτέ ίσαμε κει…». Εξαιρετικό! Σαν τις απομακρυσμένες επαρχίες του Βυζαντίου.

  6. sarant said

    3: Ωχ, σωστά!

  7. Προσγολίτης said

    Γεια σε όλους σας!

    > που κουτσοπίναν μες στα ποτηράκια τους

    Τι να σημαίνει; Προχωρημένο στάδιο κρασοκατάνυξης; Αν είν’ έτσι, πολύ μ’ αρέσει αυτή του η διατύπωση.
    Πέφτω έξω;

  8. sarant said

    Πϊνανε αργά-αργά, με ρέγουλα. Νομίζω.

  9. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    >> (…συνεργάστηκε βεβαίως με πάμπολλα έντυπα,) τόσο σοβαρά όσο και λαϊκά :σα να είναι αντίθετες έννοιες σοβαρός/λαϊκός.
    Παρακάτω βέβαια λέτε για ποιοτικό λαϊκό περιοδικό που νομίζω είναι πιο «δίκαιος» διαχωρισμός.
    Σκέφτηκα τα λαϊκά παραμύθια, λαϊκή ζωγραφική, λαϊκή αρχιτεκτονική και το λέω.Για τα έντυπα όμως ίσως να είναι συνώνυμο του «ελαφρού»;

  10. Καλοτάξιδο Νίκο! το εξώφυλλο είναι κάποιος πίνακας, σκίτσο, του Λαπαθιώτη;

  11. Γς said

    10:
    Καμία σχέση με τον Λαπαθιώτη.
    Είναι το πορτραίτο του Johannes R. Becher.
    Πίνακας του Ludwig Meidner. 1916

  12. Γς said

    11:
    Οκ, ποιτής κι αυτός και ομοφυλόφιλος εκτός των πολών άλλων (Υπουργός Πολιτισμού Ανατολικής Γερμανίας π.χ.)

  13. sarant said

    9: Λαϊκό με την έννοια του κοινού του -ευρέος κοινού, ίσως.

    10: Ευχαριστω, Σοφία!

    11: Ναι, έτσι.

  14. oikodomos said

    Καλοτάξιδο και το καινούργιο. Ευχαριστούμε για όσα μας προσφέρεις.
    Καλή δύναμη!

  15. Γς said

    Δεν θέλω κάποια απάντηση. Απτεται εν πολλοίς των μυστικών του επαγγέλματος. 🙂

    Όμως αναρωτιέμαι γιατί επελέγη ο Johannes Becher για το εξώφυλλο ενός βιβλίου για τον Λαπαθιώτη.
    Πεζογράφος, ποιητής, αυτοκτονία και ομοφυλοφιλία, είναι τα κοινά σημεία τους κατά τη γνώμη μου.

    Όμως ούτε τα πεζά, ούτε τα ποιήματα τος έχουν κάτι κοινό. Διαφορετικέςτεχνοτροπίες.

    Ούτε οι αυτοκτονία του Λαπαθιώτη έχει κάτι κοινό με τις τάσεις αυτοκτονίας του Becher, που θυμίζουν περισσότερο Ζαχαριάδη. Στην εξορία στην Τασκένδη κι αυτός, το μέλος του Γερμανικού ΚΚ, θύμα του Στάλιν.

    Ούτε όμως και η ομοφυλοφιλία του Λαπαθιώτη που δεν την έκρυβε σε αντίθεση με τον Becher μπορεί να διακαιολογήσει την επιλογή του εξωφύλλου.

    Καλοτάξιδο!

  16. sarant said

    14: Ευχαριστώ πολύ αγαπητέ!

    15: Το εξώφυλλο το διάλεξε ο εκδότης, όπως και τα άλλα της σειράς, εγώ του έχω εμπιστοσύνη και δεν ανακατεύτηκα καθόλου. Νομίζω ότι ήθελε κάτι που να θυμίζει έναν «μυστηριώδη φίλο» όπως είναι ο τίτλος.

  17. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    (Τώρα κατάφερα να αποδιαβάσω το νήμα)
    -Το «Μετέωρο και σκιά»1985,η ταινία του Τ.Σπετσιώτη για το Λαπαθιώτη, παρά τη γενικά καλή υποδοχή,εμένα μ άφησε …μετέωρη .Είχα ήδη μαγευτεί από το Γ.Ιωάννου και το Ν.Μαμαγκακη στο Κέντρο Διερχομένων , είχα πλάσει έναν κόσμο φλογερού λόγου και βίου μέσα στην αναρχία και στην αμαρτία και περίμενα φαίνεται την ιδανική φιλμοποίησή του.Έτσι, βρήκα αισθητικά όμορφη την ταινία αλλά κάπως άψυχη και μάλιστα να το εξομολογηθώ τώρα, κοιμήθηκα στην προβολή. Μα από τότε, απρόσκλητα, απρόοπτα, τυχαία σχεδόν, ο Λαπαθιώτης έρχεται συχνότατα να μ ανταμώσει. Οι στίχοι του,σαν ξαναγεννημένοι και σαν πρωτόφαντοί μου, τραβάνε ράμματα κάθε φορά.
    Ώρα είναι να υποφέρω κι από τα πεζά του. 🙂
    ‘Οπως (δε) με βλέπεις και (δε) σε βλέπω Νικοκύρη, αφού το «κάπου περνούσε μια φωνή» έμεινε αξέχαστο. Αποφεύγω να γκουκλίσω (ακόμη )τιμή των τόμων.
    Καλοπόρευτο πάντως παρά τη δύσκολη συγκυρία.

    Σ.Σ.Οι οπωροφόρες λέξεις, για δεύτερη φορά χθες κεράστηκαν από την τσάντα μου σε ευστόμαχους 🙂 αναγνώστες-δικούς.Το ένα πήγε νότια-νότια, πιο νότια δε γίνεται. Πρόλαβα και τσιμπολόγησα μόνο κάμποσα κι απ τα δύο (και τόχα και για καλοκαιρινή «επεξεργασία»!) Χαλάλι βέβαια.Αύριο πάλι Πολιτεία.

  18. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Ακόμη «Ενα φεγγάρι πράσινο μεγάλο» https://www.youtube.com/watch?v=Q_wndSki0wc

  19. sarant said

    17: Να σου πω. Την πρώτη φορά που είχα δει την ταινία, τότε που είχε βγει, μάλλον βαρέθηκα. Τη δεύτερη φορά, πριν από μερικά χρόνια, μου άρεσε πολύ και χάρηκα την τεράστια δουλειά που έχει κάνει ο Σπετσιώτης, αφού οι διάλογοι είναι, όλοι σχεδόν, «ντοκουμενταρισμένοι».

  20. Ευχές πολλές και από μένα για το καινούργιο βιβλίο!
    Το όνομα του κάπελα, του Αθανάσιου Χριστόπουλου, είναι επίτηδες διαλεγμένο; Ο ιδιοκτήτης του οινομαγειρίου έχει το ίδιο όνομα με τον ποιητή των συμποτικών.

  21. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    19.Εμ πήγα παραλλού και δεν το είπα: Μετά από όλα που ήρθαν και με συνάντησαν για τον ποιητή, σκέφτομαι πως μάλλον την αδίκησα και πρέπει να την ξαναδώ ,την ταινία με νέα μάτια. Ακόμη και ο τρόπος που μίλαγε ο Τάκης Μόσχος (ενσάρκωνε τον ποιητή) που τότε μου είχε φανεί ξέπνοος,πεποιημένος, «ψεύτικος», διάβασα στο «ποιείν» ότι ήταν το στιλ του Λαπαθιώτη,από άποψη. Αυτές οι «ανατροπές» όμως είναι και η χαρά του πράγματος. ‘Εχουμε δρόμο ακόμη…

  22. Τσούρης Βασίλειος said

    Καλοπούλητο!
    «ο Βάθρακας, δεινός μανιταρτζής[1], ο επικαλούμενος και Σταύρακας»
    Έμαθα και τον μανιταρτζή που δεν ήξερα και θυμήθηκα και τους «λαχανάδες» ( στο τραγούδι – δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία-)
    Για χρόνια δεν ήξερα ότι λαχανάδες ήταν οι πορτοφολάδες!

  23. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    ‘Έχει ολάκερη η πλάση σωπάσει,
    κι ουτ’ ανάσι γροικιέται
    και σβιέται
    στην νεκράτη σιγή
    της ψυχής μου η φευγάτη φωνή…

  24. Gpoint said

    Καλημέρα

    Αφησα να περάσει μία μέρα (αντί να μετρήσω μέχρι το δέκα) πριν γράψω τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωση του διηγήματος. Ο συγγραφέας – επηρεασμένος μάλλον από το ποιητικό προφίλ του που προφανώς επικρατούσε μέσα του- πρέπει να είχε πρόβλημα με τα ρήματα αφού χρησιμοποιεί όλους σχεδόν τους δυνατούς τύπους χωρίς να υπάρχουν μετρικοί λόγοι ή να αναφέρεται σε διαφορετικές λαλιές.
    Πως αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κάποιος το .»και είτε έφταναν αδυνατισμένες, είτε δε φτάνανε ποτέ» ή το » και φρόντιζαν να κάνουνε τα κόλπα τους, όσο πιο μακρύτερα μπορούσανε «.
    Αν προσθέσει κάποιος και τα καθόλου εύηχα «καθόσανε» και «τραμπαλιζόνταν» το πρόβλημα μεγαλώνει.
    Αυτό, κατά την άποψή μου, δείχνει μια προσπάθεια γραφής σε γλώσσα που δεν βγαίνει φυσική από το χέρι του συγγραφέα και που σε αρκετές εκφράσεις του όπως «το μέγα κι αναφαίρετο προνόμιο», «σ’ επαφή διηνεκή,», » φρόνιμα ποιών», καταλήγει γλωσσικός αχταρμάς.
    Και το θεωρώ κρίμα γιατί χάνεται το ενδιαφέρον της ωραίας ιστορίας για όσους ενοχλούνται από τέτοιες λεπτομέρειες.

  25. Γς said

    22 @ Τσούρης Βασίλειος

    >Για χρόνια δεν ήξερα ότι λαχανάδες ήταν οι πορτοφολάδες!

    Ετσι κι εγώ δεν ήξερα τι είναι ο “γριλάκιας”.
    Στην αρχή είχα θυμώσει που με χαρακτήρισαν (σεσημασμένος επίσημα) έτσι. Μετά το πήρα απόφαση μέχρι που βρήκα την ειδικότητα μου στον Ηλία Πετρόπουλο και απογοητεύτηκα εντολώς. Ματάκιας! Ηδονοβλεψίας! Τώρα το πρωί όμως διαβάζω στο slang.gr ότι σημαίνει και τον κλέφτη που ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία, που δεν είναι και τόσο απαξιωτικό όσο του μπανιστιρτζή. Μύλος.
    Και να με λίγα λόγια η ιστορία που άρχισε πριν 55 χρόνια:
    Βάλανε 3Τ (τριφασικό ρεύμα) στο σπίτι του Μιχάλη του φίλου μου. Μεγάλη πρόοδος για το πενήντα τόσο, για την εποχή της Ψωροκώσταινας του Μποστ. Και ανέλαβα να τους συνδέσω την καινούργια τους ηλεκτρική κουζίνα. Εβαλα λοιπόν τα εργαλεία μου κατσαβίδια τανάλιες κλπ σε μια πέτσινη θήκη που κρέμασα στη ζώνη μου και ξεκίνησα για το σπίτι του Μιχάλη. Αμ δε, όμως. Επεσα πάνω στον μπάτσο με τα πολιτικά.
    -Ρε τι έχεις εκει μέσα;
    -Εργαλεία.
    -Για έλα δω. Και με πήγε στο τμήμα για εξακρίβωση. Σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή.
    Και περίμενα, περίμενα και ρώταγα τι θα γίνει με την περίπτωση μου.
    -Ποιος σε έφερε;
    -Ξέρω εγώ ποιος ήτανε; Ενας ψηλός με μουστάκι.
    -Καλά έχε το νου σου. Αμα τον δεις πέστου γιατί σε έφερε και τι θα γίνει.
    Αν σας πω ότι πέρασαν και 8 ώρες!
    Κάποια στιγμή μπαίνει. Θα είχε πάει σπίτι του και τώρα αναλάμβανε καινούργια βάρδια.
    -Αφεντικό, τι θα γίνει με μένα;
    -Εγώ σε έφερα;
    -Ναι!
    Ακούει κι ο Διοικητής.
    -Τι έκανε αυτός;
    Με πλησιάζει ο μπάτσος βλέπει την θήκη στη ζώνη μου, την ανοίγει, βγάζει ένα κατσαβίδι, το εξετάζει στο φως της λάμπας. Κι ανακαλύπτει υπολοίματα γύψου ή στόκου στην άκρη. Αυτό ήταν:
    -Γριλάκιας κύριε Διοικητά!
    Και μ έβαλαν να παίξω πιάνο. (ειδικό όργανο με φούμο-ένα ένα τα δαχτυλάκια για αποτυπώματα)
    Και έτσι με συνοπτικές διαδικασίες καταχωρήθηκα εις τας δετούς της Σήμανσης ως “Γριλάκιας”.
    Τα υπόλοιπα τα είπαμε.
    Κι απάνω που το είχα πάρει απόφαση και την ανάγκη φιλοτιμία, ουπς, μαγκιά (προς)ποιούμενος, έρχεται ο Πετρόπουλος να μου το χαλάσει:
    Οφθαλμοπόρνος, μπανιστηρτζής!
    Ευτυχώς όμως. Δεν ήταν γραπτό να εγκαταλείψω τον μάταιο τούτον κόσμο με αυτό το στίγμα.
    Η ανάρτησή σου με έκανε να αναψηλαφήσω το θέμα στο slang.gr:
    “το γριλάκιας απαντάται και ως αργκό κλεφτών για να δηλώσει τον διαρρήκτη που δουλεύει νύχτα και ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία”
    Τώρα πια έχω βάσιμες ενδείξεις να πιστεύω ότι ο μπάτσος που εξέταζε τα κατσαβίδια μου νόμιζε ότι είχε εμπρός του έναν νεαρό μάγκα γνήσιο διαρρήκτη και όχι έναν διεστραμμένο ματάκια.

  26. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    20: Διόλου απίθανο να είναι εσκεμμένη η επιλογή.

    24: Έχει έναν εσωτερικό ρυθμό η πρόζα -ολονών και του Λαπαθιώτη ειδικά- που εξηγεί την ανάγκη για το «έφταναν… φτάνανε».

  27. Gpoint said

    # 26

    Συμφωνώ για τον ρυθμό αλλά ακριβώς ο ίδιος ρυθμός βγαίνει και έτσι :

    και είτε έφταναν αδυνατισμένες, είτε δεν έφταναν ποτέ

    δλδ αν δεν ‘ετρωγε’ το νι από το δεν, όπως κάνει στο υπόλοιπο κείμενο ( π.χ. δεν μπορούσε, δεν ξεπερνούσε, δεν ελπίζουν κ.λ.π)

  28. Βαγγελης said

    Τος τελευταίες μέρες δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω το ιστολόγιο, κι έτσι δεν είδα τη χθεσινή ανάρτηση. Σήμερα όμως το πρωί το βρήκα και το πήρα από το Ηράκλειο.
    Καλή επιτυχία, Νίκο, και καλή συνέχεια.

  29. Για τον Γουσού :

    Δεν ξέρω σε ποιό βιβλίο του Πετρόπουλου βρήκατε την ερμηνία αυτή: Γρυλάκιας = οφθαλμοπόρνος, μπανιστηρτζής, έχω διαβάσει τα περισσότερα, και δεν το έχω βρεί πουθενα……
    Πάντως, στο εγχειρίδιο του καλού κλέφτη, ο Πετρόπουλος αναφέρει την ορθή ερμηνία του διαρήκτη που στάει δυό – τρείς γρίλιες παραθύρου για να βάλει το χέρι, να το ανοίξει και να μπουκάρει….

    Ίσως να πρόκειται για παρανόηση, για περιστασιακή αναφορά που άκουσε ο Πετρόπουλος από συγκεκριμμένη παρέα, και την γενικεύει, αλλά χρήση της λέξης αυτής γίνεται μόνο με την δεύτερη ερμηνία, και από τον χώρο των κλεφτών, αλλά και από την αστυνομία…

    Ν αείστε σίγουρος, ο αστιφύλακας που σας χαρακτήρησε, ενοούσε κλέφτης, δεν υπάρχει η πρώτη σημασία που δίνετε….

  30. sarant said

    28: Σ’ ευχαριστώ Βαγγέλη!

  31. Gpoint said

    #28

    Κι όμως αν δεν με απατά η μνήμη μου ακόμα και ο Μουντής είχς χαρακτηρισθεί «γρυλάκιας». Αλλο να σπάς γρυλιες όπως κάνει ο μπουκαδόρος και άλλο να τις «πειράζεις» ώστε να παίρνεις μάτι από μια χαραμάδα όπως κάνανε οι γρυλάκηδες, όσοι έμεναν σε ισόγειο-υπόγειο και ίχαν όμορφη γυναίκα-κόρη το ξέραν καλά. Μετά βέβαια ήρθαν τα πλέημπόϋ, τα ντράιβ-ιν κ.λ.π. και το είδος δεν χρειζότνε πλέον να σπάει το κεφάλι του για να βρει τρόπους οφθαλμοπορνείας χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Καταλόγους με διευθύνσεις, ποια γρύλια ήταν ‘πειραγμένη» και ώρες γδυσίματος είχαν οι εξπέρ του είδους που κάνανε και ανταλλαγές μεταξύ των.

  32. […] https://sarantakos.wordpress.com/2013/08/04/mystiriodisfilos/ […]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: