Σόμπα, η πολυταξιδεμένη
Posted by sarant στο 19 Δεκεμβρίου, 2013
Στο προχτεσινό μας άρθρο για το τζάκι είχαμε πολλά να πούμε για τα φρασεολογικά και τα λαογραφικά του τζακιού, αλλά όχι και τόσο πολλά για την ετυμολογία του. Υπάρχει όμως μια άλλη θερμαντική συσκευή, που κι αυτή έχει κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιείται «ασκόπως» από… ασυνείδητους που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα αντί να κάτσουν στωικά να ξεπαγιάσουν, η οποία, ετυμολογικά μιλώντας, είναι από τις πιο πολυταξιδεμένες λέξεις του λεξιλογίου μας. Διότι σήμερα θα λεξιλογήσουμε.
Αυτή λοιπόν η πολυταξιδεμένη λέξη είναι η σόμπα, τουλάχιστον σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία για την ετυμολογία της. Η σόμπα είναι από τα πιο πολυταξιδεμένα αντιδάνεια, έχει κάνει μια από τις πιο μακριές διαδρομές στο χρόνο και στο χώρο μέχρι να παλιννοστήσει. Στην αρχή της αλυσίδας υπάρχει μια λέξη πολυσήμαντη, η αρχαία λέξη τῦφος, που σήμερα σημαίνει μια ομάδα λοιμωδών παθήσεων, αλλά στην αρχαιότητα σήμαινε πολλά και διάφορα, πέρα από τη σημασία των ασθενειών, ανάμεσα στ’ άλλα τον ατμό, τον καπνό, την ομίχλη που σε τυφλώνει (άλλωστε από την ίδια ρίζα είναι και ο τυφλός), αλλά και την οίηση, την αλαζονεία. Εδώ υπάρχει κι ένα αρχαίο ανέκδοτο, ένα από τα πολλά του Διογένη. Ο κυνικός φιλόσοφος, λέει το ανέκδοτο, είχε πάει στην Ολυμπία για τους Αγώνες, και βλέποντας μερικούς Ροδίτες να είναι πολυτελέστατα ντυμένοι, είπε «τῦφος τοῦτό ἐστιν», αλλά όταν μετά είδε Σπαρτιάτες με άθλια και λερωμένα ρούχα, είπε «ἄλλος οὗτος τῦφος».
Η λέξη τύφος περνάει στα λατινικά, τόσο μεταφορικά (με τη σημασία της αλαζονείας), όσο και κυριολεκτικά. Και για να κάνουμε μια μικρή ετυμολογική παράκαμψη, όπως θα ξέρουν όσοι παρακολουθούν ποδόσφαιρο, στα ιταλικά οι φανατικοί φίλαθλοι (και ιδίως οι φανατικοί οπαδοί μιας ομάδας) λέγονται tifosi, λέξη που τη βρίσκουμε συχνά στα ελληνικά (οι τιφόζι), καμιά φορά και εξελληνισμένη (οι τιφόζοι). Αυτοί οι τιφόζοι είναι ακριβώς όσοι διακατέχονται από tifo, που είναι το πάθος του οπαδού, σημασία που την πήρε η λέξη από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Αλλά παραστρατήσαμε. Ας γυρίσουμε στο λατινικό typhus. Από τα γαλλικά και άλλα παράγωγα που μαρτυρούνται, οι ετυμολόγοι υποθέτουν έναν (αμάρτυρο) λαϊκό λατινικό τύπο ρήματος *tufare/*tupare και *extufare/*extupare και ένα επίσης αμάρτυρο ουσιαστικό *extufa, που σήμαινε το υπόκαυστον, τον κλειστό και ζεστό, γεμάτο ατμούς χώρο, το χαμάμ ας πούμε, αλλά και τη θερμάστρα. Η λέξη περνάει στα γαλλικά (estuve στα μεσαιωνικά εβραιογαλλικά, étuve στα σημερινά γαλλικά), στα παλαιά γερμανικά (stuba, θερμάστρα, απ’ όπου και το σημερινό αγγλικό stove), στα παλαιά σλαβικά (*stûba) και, είτε από τα γερμανικά είτε από τα σλαβικά φτάνει στα ουγγρικά (szoba), απ’ όπου περνάει στα τουρκικά, για να ξαναγυρίσει κλείνοντας τον κύκλο ολόκληρης της Ευρώπης, πάλι σ’ εμάς, ως σόμπα πλέον.
Να επαναλάβουμε τον κύκλο; αρχαία ελληνικά – λατινικά – παλαιά γαλλικά – παλαιά γερμανικά – σλαβικά – ουγγρικά – τουρκικά – νέα ελληνικά! Λίγες λέξεις θα βρείτε να έχουν κάνει τόσο μεγάλη διαδρομή.
Αλλά δεν τελειώνουμε εδώ. Η σόμπα μπορεί να έκλεισε τον κύκλο, υπάρχουν όμως κι άλλες λέξεις της ίδιας οικογένειας που κάνουν άλλους κύκλους κι άλλες διαδρομές. Ας πούμε, από τα γερμανικά και το stuba η λέξη πέρασε στα ρώσικα, μετατοπίστηκε κι η σημασία της, και έδωσε την изба, δηλαδή την ίζμπα, την καλύβα του Ρώσου μουζίκου, που έχει περάσει στα ελληνικά από δυο δρόμους: αφενός από τον δρόμο των βιβλίων, οπότε περιορίζεται σε ρώσικα συμφραζόμενα («ο σοσιαλισμός έβγαλε τον μουζίκο από την ίζμπα, τον αναλφαβητισμό και την κακομοιριά και τον ανέβασε στ’ άστρα», είχε γράψει, ίσως όχι άστοχα, κάποιος), αφετέρου μέσω λαϊκού δανεισμού, κι έτσι στο λεξιλόγιο του χωριού Βαμβακόφυτο Σιντικής Σερρών βρίσκω ότι ίζμπα λέγαν το υπόγειο όπου κρεμούσαν τα σαντάλια του καπνού για να μαλακώσουν -και βέβαια τα «σαντάλια» δεν είναι σανδάλια, πέδιλα, ποδήματα, είναι ένα είδος μάτσο από φύλλα καπνού (μια εικόνα θα με γλιτώσει από τη δύσκολη περιγραφή).
Ούτε τώρα τελειώσαμε. Η σόμπα, ιδίως η ξυλόσομπα, σε πολλά μέρη λέγεται στόφα ή στούφα. Προσοχή, δεν εννοώ τη λέξη στόφα = ύφασμα, αυτή είναι απλώς ομόηχη. Η στόφα = σόμπα, λέξη που εγώ προσωπικά την έμαθα στο στρατό και τα πιο πολλά λεξικά δεν την έχουν, είναι δάνειο από το ιταλ. stufa, που ανάγεται, βέβαια, και αυτό, στο stufare, το *extufare και τελικά τον τύφο. Δεν έχω μελετήσει τη γεωγραφική κατανομή της στόφας, νομίζω όμως ότι ακούγεται σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας (αν θέλετε, επιβεβαιώστε στα σχόλια). Νομίζω μάλιστα ότι από εκεί είναι και ο στούφος, λέξη περίεργη που είχε κάποτε χρησιμοποιήσει ο συνιστολόγος Πάνος Ζέρβας («μου ήρθε στούφος» ή κάτι τέτοιο) και είχε γίνει και παρεξήγηση επειδή δεν ήξεραν τη λέξη οι συνομιλητές του.
Και μια τελευταία στάση πριν κλείσει ο κύκλος. Από το ιταλ. stufare ή μάλλον από το βενετικό stufar προέκυψε το βενετικό stufado με τη σημασία «φαγητό με κρέας που σιγοβράζει στον ατμό», και από εκεί, θα το καταλάβατε, το δικό μας στιφάδο. Το οποίο ο Μπαμπινιώτης, για να διατηρήσει το… ετυμολογικό ίνδαλμα του τύφου, μη χαθεί και χάσει η Βενετιά κρεμμύδι, το γράφει «στυφάδο» -και βέβαια όποιος το διαβάζει, όπως στο σχόλιο αριθ. 6 παρακάτω, το ετυμολογεί από το «στυφός», ότι τάχα το μαγειρεύουν με πολύ ξίδι -ή, πώς η (και καλά) «ετυμολογική ορθογραφία» συσκοτίζει την ετυμολογία της λέξης!
Κατά σατανική σύμπτωση, αντιδάνειο είναι και η άλλη στόφα, που σημαίνει ύφασμα (και μεταφορικά τη χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε στα στοιχεία του χαρακτήρα που συγκροτούν την προσωπικότητα κάποιου, π.χ. «ο τάδε έχει στόφα μεγάλου πολιτικού»). Όμως αυτή την ιστορία θα την κρατήσω για κάποιο άλλο άρθρο, μην κάψω όλα μου τα φουσέκια μονομιάς, έστω και στη στόφα.
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
Καλημέρα. Σε μας η σόμπα λέγεται και μασίνα (το σ φατνιακό).
Νέο Kid Στο Block said
Η στόφα του μεγάλου αρθρογράφου είναι σαν το βήχα,τελικά. Δεν κρύβεται! 🙂
(καλά ,αυτο δεν ήταν αντιδάνειο. Αυτό ήταν «πάρ τον παπά!» )
Νέο Kid Στο Block said
Η σόμπα υγραερίου εν Κύπρω λέγεται συνήθως βέβαια «σόμπα του γκαζιού», αλλά έχω ακούσει και σκέτο «γκάζι».
«Άψε το γκάζι να πυρώσουμε καλό!»
Το γνωρίζω ,καθότι τυγχάνω χρήστης…
gpointofview said
Καλημέρα
Νομίζω πως η αρμαθιά με τα περασμένα από βελόνα καπνόφυλλα λέγεται τόγκα.
Παιδικές μνήμες από χωριά της Θράκης όπου τα κρέμαγαν από το ταβάνι κι όλο το σπίτι μύριζε όπως όταν άνοιγες το μαύρο κουτί από τα Hellas Special του Παπαστράτου
spiral architect said
Καλημέρα. 🙂
Πραγματικά πολυταξιδεμένη λέξη. Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση.
Εγώ ξέρω ότι, τη στενόμακρη (ξυλό)σόμπα σαν την εικονιζόμενη στην ανάρτηση σου, τη λένε σκέτο σόμπα τη δε μακρόστενη τη λένε στόφα που η μεγαλύτερη οριζόντια επιφάνειά της παίζει και το ρόλο μαγεριού.
Θα μου πεις ότι και στην πρώτη περίπτωση βάζεις μια κατσαρόλα στη μικρή επιφάνεια. Στη δεύτερη όμως μαγειρεύεις κανονικά με δυο κατσαρόλες και ψήνεις και τον καφέ σου. Βάζεις δίπλα και ένα μπαουλοντίβανο και τη βγάζεις εκεί σαν το γάτο. 🙂
Έτσι κι αλλιώς, οσονούπω θα ξαναγυρίσουμε στα μικροαστικά κι εργατικά σπίτια των νιάτων μας, όπου η οικογένεια την έβγαζε στην κουζίνα, με τα άλλα δωμάτια του σπιτιού να είναι κλειστά και χωρίς θέρμανση και με την απαραίτητη απαγόρευση προσέγγισης των παιδιών στο χειροποίητο λικέρ, μπας κι έλθει κάνας ξένος.
Άντε με τις υγείες μας και να σκάσουν οι οχτροί μας!
tsopanakos said
Να υποθέσουμε ότι και το στιφάδο πρέπει να προέρχεται από την ίδια ρίζα; Παλιά κυκλοφορούσε πολύ η παρετυμολογία από το «στυφός» (τάχα γιατί βάζουμε πολύ ξίδι).
@1
Έχω την εντύπωση ότι και στην Ήπειρο (τουλάχιστον στο Αν. Ζαγόρι) ξεχωρίζουν τη μασίνα από τη σόμπα. Η μασίνα είναι συσκευή «2 σε ένα», ξυλόσομπα και ξυλόφουρνος μαζί. Από την άλλη, η σόμπα χρησιμοποιείται κυρίως για θέρμανση, άντε και για μαγείρεμα στο πάνω μάτι.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!
1: Ναι, παράλειψή μου που δεν ανάφερα και τη μασίνα, την ήξερα -που βέβαια είναι κι αυτή (απλό) αντιδάνειο.
5: Αν έχει και τραχανά στο τσουκάλι, γιατί όχι;
Μου έγραψε ένας από το φέισμπουκ το εξής:
Θα ήθελα να προσθέσω ότι στην Σλαβομακεδονική το δωμάτιο λέγεται soba. ‘Οταν για παράδειγμα θέλει κάποιος δωμάτιο σε ξενοδοχείο, λέει «shakam edna soba» (Θέλω ένα δωμάτιο), ενώ στα βουλγαρικά είναι «iskam edna staya» (αλλά και odaya αν πει κάποιος, γίνεται κατανοητός!)
SophiaE said
Η γιαγιά μου λέει στόφα την ηλεκτρική κουζίνα (ηλεκτρική στόφα) και τη σόμπα τη λέει σόμπα. Εκτός αν είναι εκείνα τα θηρία τεραστίων διαστάσεων με δυνατότητες μαγειρέματος, που τα λέει κι αυτά στόφες.
sarant said
6: Αχ, είχα ξεχάσει μια παράγραφο και χάρη στο σχόλιό σου την πρόσθεσα στο κυρίως άρθρο:
Και μια τελευταία στάση πριν κλείσει ο κύκλος. Από το ιταλ. stufare ή μάλλον από το βενετικό stufar προέκυψε το βενετικό stufado με τη σημασία «φαγητό με κρέας που σιγοβράζει στον ατμό», και από εκεί, θα το καταλάβατε, το δικό μας στιφάδο. Το οποίο ο Μπαμπινιώτης, για να διατηρήσει το… ετυμολογικό ίνδαλμα του τύφου, μη χαθεί και χάσει η Βενετιά κρεμμύδι, το γράφει «στυφάδο» -και βέβαια όποιος το διαβάζει, όπως στο σχόλιο αριθ. 6 παρακάτω, το ετυμολογεί από το «στυφός», ότι τάχα το μαγειρεύουν με πολύ ξίδι -ή, πώς η (και καλά) «ετυμολογική ορθογραφία» συσκοτίζει την ετυμολογία της λέξης!
Γς said
3:
>Το γνωρίζω ,καθότι τυγχάνω χρήστης…
Μήπως και λίγο έμπορος;
Και γιατί είχε παιχτεί πολύ πριν κανα δυο μήνες το:
«Σάμπα στο Ρίο έχουμε. Σόμπα για το κρύο δεν έχουμε»
Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said
Είμαι κακός, δεν το αποφεύγω. Θυμούμαι την εκπαιδευτική προϊσταμένη της ελληνικής πρεσβείας που οργάνωσε στο Ελληνικό Κέντρο Λονδίνου, τους καιρούς των Ολυμπιακών που έβρεχε χρήμα, εκδήλωση για την Αφή της Ολυμπιακής φλόγας. Άνοιξε το λεξικό λοιπόν, και μετέφρασεν δεόντως για να προσκαλέσει τους Βρετανούς βουλευτές στην ‘touch of the Olympic flame’. Ouch, που λέμε αγγλιστί, αντιδάνειο, λέτε, ποίου;
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
#6
Η διαφοροποίηση αυτή ισχύει (ή ίσχυε). Γενικά η σόμπα είναι μόνο για θέρμανση, μπορεί αν είναι και ηλεκτρική.
#7
στα σέρβικα είναι treba mi/želim jedna soba (μου χρειάζεται/θέλω ένα δωμάτιο, κατά λέξη). Στα μακεδονικά μου λέει η γυναίκα είναι ότι κανονικά είναι iskam, σαν τα βουλγάρικα, και ότι sakam (το σ απλό) σημαίνει αγαπώ κυριολεκτικά. Φαίνεται ότι υπήρξε κάποια αλλαγή στη σημασία ή κάποιος διαφοροποιεί τη γλώσσα του απ’ του γείτονα… 🙂
Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said
Άσχετο, αλλά μην χαθεί η ευκαιρία:
ΠΑΡΑΒΛΗΔΗΝ
Μας είχεν πάρει χαμπάρι ο Ποιητής μας. Από τότε, ο Όμηρος. Τους Έλληνες και, όμοια, τους θεούς των. Παραβλήδην λοιπόν, όλα παραβλήδην, κι ο Δίας ο ίδιος, παραβλήδην.
Δηλαδή, όλα με ένα κρυφό, απώτερο συμφέρον κατά νου. «Ulterior Motive», που θα το μετέφραζαν οι Βρετανοί φιλόλογοί μας. Που μας έμαθαν κι αυτοί, είχαν τόοοσες ευκαιρίες…
(συγνώμη για την φορτικότητα)
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
#12 συνέχεια
Συγγνώμη, έχω λάθος την πτώση στη σερβική φράση που είναι želim jednu sobu.
sarant said
14: Απαράδεκτος!
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
Κορόιδευε εσύ, αλλά αν έχεις τη Σέρβα πάνω από το κεφάλι αρχίζεις να φοβάσαι για το κεφάλι… 🙂
μήτσκος said
#12
Αιτιατική, Γρηγόρη:
želim sobu
spiral architect said
Λογικά η μασίνα θα προήλθε από εμπορική ονομασία κάποιας τέτοιας μαντεμένιας συσκευής με αυτό το όνομα.
μήτσκος said
#12, Α, πρόλαβες.
nikos10 said
Ένα (άσχετο με το σημερινό άρθρο, αλλά πολύ ενδιαφέρον) ντοκουμέντο: Να μη χρησιμοποιώνται λέξεις της μαλλιαρής δημοτικής. (από εδώ)
skom said
Στα γερμανικά το παλιότερα μοναδικό θερμενόμενο δωμάτιο Stube . Η wikipedia αναφέρει ετυμολογική συγγένεια με το αγγλικό stove. Μπίνγκο!
Gute Stube είναι λαική έκφραση (colloquialism) για το σαλόνι.
Ανδρέας «Κουπονιώτης» said
Εκπληκτικό!
Αυτό δεν ήταν ταξιδάκι. Εφυγε μικρό αγόρι και γύρισε αγνώριστη κοπέλλα! Αυτά συμβαίνουν όταν στέλνεις στας Ευρώπας παιδιά που δεν έχουν ανοίξει ακόμη τα μάτια τους:)
Για σήμερα κουνέλι σομπάτο!
@16:
Γρηγόρη έχεις δίκιο να ανησυχείς, δεν είναι μόνο η Σέρβα, είδες ταχύτητα αντίδρασης ο μήτσκος:):)
HeadWaiter said
Συγνώμη Sarant που φεύγω από το θέμα
12 #7 λίγες μέρες πριν, ξανάφερα στην μνήμη μου την black athena.
Η κληρονομιά της χώρας μου είναι παγκόσμια, απευθύνεται σε όλη την ανθρωπότητα.
Δεν είσαι ο μόνος που προσπαθεί να την σφετεριστεί.
Κάποιες φορές αυτό με γεμίζει υπερηφάνεια, κάποιες άλλες με κάνει και αγανακτώ.
Δεν θα γίνει αυτό σήμερα χωρίς να θεωρηθεί αυτό ως ένδειξη αδυναμίας,
Η θεωρία της Μαύρης Αθηνάς ήταν και παραμένει μια αποτυχημένη προσπάθεια της πολιτικής να παραχαράξει την Ιστορία.
Σε ευχαριστώ γιατί ακόμα και με αυτόν τον τρόπο δείχνεις πόσο σημαντική για την Παγκόσμια Ιστορία είναι η Ελλάδα.
spyroszer said
Η στόφα μου είναι πολύ οικεία, το λένε στη Μεσσηνία σίγουρα, και είναι όπως την περιγράφει ο Spiral στο σχ. 5, κάτι μεταξύ σόμπας και κουζίνας.
Η λ. στούφος έχω την εντύπωση ότι χρησιμοποιείται και στην αργκό των τοξικομανών.
Νέο Kid Στο Block said
Και φυσικά, η καλή μπύρα εν Τοϋτολάνδη πίνεται στο Μπίρστούμπε (Bierstube)
Aλεν άντερεν μπίρεν,καπούτ!
Maria And. said
καλησπέρα,
το «έχασε η Βενετιά κρεμμύδι».. από πού?
ευχαριστώ!
τα άρθρα σας έχουν γίνει η καθημερινή μου συνήθεια στο γραφείο.
Πάνος με πεζά said
Και η άσχετη πληροφορία της μέρας : αναποδογυρίζοντας τη σόμπα, προκύπτει το μουσικό όργανο «μπάσο» (κατά το μπάλα-λάμπα). 🙂
Τέλος πάντων, επί του θέματος : νομίζω ότι ξεχάστηκε η «κουκουνάρα», ήτοι ηλεκτρικής αντίστασης σόμπα, όπου η ζέστη της πυρακτωμένης αντίστασης που βρισκόταν σε έναν κεντρικό κύλινδρο, διαχεόταν μέσω μιας κοίλης λαμαρίνας, κατά τα πρότυπα αφής της Ολυμπιακής Φλόγας. Λόγω του γενικότερου σχήματος έλαβε το παραπάνω όνομα, και η χρήση της ήταν κυρίως βοηθητική, στα πόδια (σαν να λέμε προκάτοχος του αερόθερμου).
Η πλάκα είναι ότι οι σύγχρονοι telemarketeers αγνοούν το «ταπεινό» όνομα της σόμπας, και πλασσάρουν την πραμάτεια τους με πιο σοφιστικέ όρους όπως «θερμαντικό σώμα», «θερμαντική συσκευή» κλπ.
Πάντως, όπως ξαναείπα, σαν τις περίφημες «ΠΙΤΣΟΣ» και «CRESKY», οι οποίες ζέσταναν ολόκληρες μονοκατοικίες, έως και διαμερίσματα πολυκατοικιών, δεν έχουν ξαναβγει.
Μετά από αυτές, ήκμασαν οι σόμπες φιάλης υγραερίου, με αυτόματη ή χειροκίνητη αφήΌσο για τις παλιές όρθιες κυλινδρικές ξυλόσομπες, όλο και σε κάποιο θεατρικό του Τσέχωφ θα τις καμαρώσετε, μαζί με το σαμοβάρι από πάνω τους, που έπαιζε το ρόλο του εναλλάκτη θερμότητας…
Αγγελος said
Θυμάμαι κι εγώ στο Σταθμό Λαρίσης το 1978 τα βαγόνια που έγραφαν СОБА СО ЛЕГЛА. Ήταν, αν δεν κάνω λάθος, οι κουκέτες, η λιγότερο πολυτελής έκδοση των βαγκόν-λι…
spiral architect said
@27: Κι όμως αν πας σε καφενεία σε ορεινά χωριά θα δεις τις ξυλοσομπες στο μέσον του χώρου, ή μαντεμένιες αγορασμένες απ’ το εμπόριο ή ιδιοκατασκευές (από μετασκευασμένα βαρέλια οι τελευταίες) και σε πλήρη λειτουργία. 😉
Δύτης των νιπτήρων said
26 E, βενετικό stufado, στιφάδο με κρεμμύδια… τι βελόνι τι κρεμμύδι 🙂
Πέπε said
Συναρπαστικό άρθρο. Πό τα πιο ενδιαφέροντα ταξίδια των λέξεων!
Μια απορία:
Λες, Νίκο, «Η λέξη περνάει […] στα παλαιά γερμανικά (stuba, θερμάστρα, απ’ όπου και το σημερινό αγγλικό stove), στα παλαιά σλαβικά (*stûba) και, είτε από τα γερμανικά είτε από τα σλαβικά φτάνει στα ουγγρικά (szoba)…»
Σ’ αυτό το σημείο της διαδρομής δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω. Πώς το π/γερμ. ή σλαβικό «στ» έγινε στα ουγγρικά σκέτο «σ»; Το ταυ πού πήγε;
Στα ουγγρικά το sz είναι απλώς ένα γράφημα για τον φθόγγο [s]. Η παρουσία του z δε δηλώνει τίποτε ετυμολογικά (δεν είναι λ.χ. σαν την οξεία στα γαλλικά που υπό προϋποθέσεις δηλώνει ένα χαμένο s). Οι Ούγγροι γράφουν με sz το παχύ σ (sh), και με s το απλό [s]. Η γλώσσα τους, όπως και τα συγγενή τούρκικα (αλλά και τα ισπανικά και άλλες γλώσσες), δεν ανέχεται σ+σύμφωνο στην αρχή της λέξης, συνήθως όμως αυτό το αντιπαρέρχονται προτάσσοντας ένα φωνήεν, όχι διώχνοντας το [t].
Μέχρι εκεί ξέρω. Στην πράξη οι γνώσεις μου της ουγγρικής είναι απολύτως μηδενικές. Με τα λίγα όμως δεδομένα που διαθέτω, βρίσκω ένα άλμα που δεν μπορώ να το καταλάβω.
(Το ταυ χάθηκε και στην ίζμπα, αλλά εκεί δε μοιάζει τόσο περίεργο: αφού χάθηκε και το φωνήεν, μια απλοποίηση «*istba > isba/izba» φαίνεται εύλογη.)
Αγγελος said
Πέπε, ανάποδα: με s γράφουν οι Ούγγροι το παχύ σ και με sz το απλό σ. Αυτό που είπες γίνεται στα πολωνέζικα.
Κι εγώ απορώ πώς μπορεί η Stube/stufa να έγινε szoba (που άλλωστε στη σημερινή γλώσσα σημαίνει μόνο δωμάτιο). Να ακολουθήθηκε καμιά ακόμα πιο περίεργη υπόγεια διαδρομή; Να είχε σωθεί παραμορφωμένη η λέξη στην όποια γλώσσα των ιθαγενών από την εποχή του ρωμαϊκού Aquincum και να επανεμφανίστηκε μετά την ουγγρική εισβολή; Πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση πάντως!
spyroszer said
Απασχολεί και άλλους όλη αυτή η οικογένεια λέξεων της σόμπας. Αντιγράφω ένα σχόλιο απ’ αυτό το forum
http://forum.wordreference.com/showthread.php?t=372169
According to my copy of the Hungarian etymological dictionary («A magyar nyelv történeti-etimológiai szótára» or TESz) szoba is a «vándorszó» (nearest translation is the German «Wanderwort»)
Related words include: stove (English); stuba, stupa «bathroom» (Old French); Stube «room» (German); tupa «room»; «hut» (Finnish); izba «room» (Slovenian).
The dictionary’s editors go on to point out that its origins in Hungarian are disputed and that it’s not possible to determine from which language the Hungarian ‘szoba’ came to be (my edit: if it were indeed not native to the Hungarian vocabulary.).
«Művelődéstörténeti és szóföldrajzi kritériumok alapján inkább nyugat-európai műveltségszónak látszik; valószínű ugyanis, hogy a fogalom és az azt jelölő szó a felső társadalmi rétegekből hatolt lefelé, továbbá hogy a magyar nyelvterületen is nyugatról terjedt kelet felé.» (Source: Benkő (eds.) (1976) «A magyar nyelv történteti etimológiai szótára – III. kötet Ö – Zs», Budapest: Akadémiai Kiadó, p. 774)
If I understand this text correctly (and if my Hungarian is not that rusty…) then it seems to be a cultural loanword from Western Europe based on criteria in cultural history and lexical geography and that it’s probable that it originated from [the speech of] the upper classes and spread further from west to east on the territory comprising Hungarian speakers.
Finally, the dictionary states that the Hungarian form directly or indirectly entered several languages. sobă «stove» (Romanian), соба «stove»; «clean room» (Bulgarian – dialectal); soba «room» (Bosnian, Croatian, Serbian, Slovenian); soba «stove» (Turkish)
emma said
Το βενετικό stufato (με t) είναι παραδοσιακό πιάτο στο veneto και pianura padana, όπως το tapulon, με γαϊδουρινό κρέας.
Stufatura είναι τρόπος μαγειρέματος που διαρκεί πολλές ώρες για κρέατα σκληρά με ίνες
Akate said
@21,25 επίσης και die Weinstube = οινοπωλείον, σε περιοχές του γερμανόφωνου χώρου

öπου υπάρχει οινοπαραγωγή και όχι μόνο.
@4 τα «σαντάλια» στο Ξηρόμερο λέγονται αρμάθες και βαντάκια (7- 8 αρμάθες μαζί).
http://katounanews.blogspot.gr/2013/05/blog-post_8205.html
Στη νοηματική η λέξη Αγρίνιο συμβολίζεται με τη κίνηση του αρμαθιάσματος (εικ.2)
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
Πολὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο καὶ τὸ σημερινό. Ὅταν ἐπισκέφτηκα τὴν ὑπόγεια Νάπολη, εἶχε πεῖ ἡ ξεναγὸς πὼς οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες κι ἐν συνεχείᾳ οἱ Ρωμαῖοι ἔσκαβαν γιὰ νὰ ἀφαιρέσουν ἕνα πέτρωμα ποὺ λεγόταν στὰ ἰταλικὰ tufo καὶ ὑποθέτω ὅτι στὰ ἑλληνικὰ εἶναι «τῦφος». Νομίζω ὅτι τὸ εἶχα βρεῖ στὸ λεξικὸ ἀλλὰ ἔχουν περάσει πολλὰ χρόνια καὶ μπορεῖ νὰ μὴ θυμᾶμαι. Τὸ πέτρωμα αὐτὸ τὸ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ πυρότουβλα.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ στιφάδο, ὅταν ἤμουν μικρὸς τὸ ἄκουγα «στὴ φάδο» κι ἀναρρωτιόμουν τὶ ἦταν «ἡ φάδος». Σήμερα μοῦ λύθηκε ἡ ἀπορία 🙂
Παναγιώτης said
@36 Ηφαιστειακό τόφο λενε αυτο το πέτρωμα οι γεωλόγοι, αν δεν κάνω λάθος tuff λεγεται στα αγγλικά. Ισως και αυτό προέρχεται από τον τύφο.
Ηλεφούφουτος said
Νικοκύρη, πράγματι ο ταπεινός τύφος και τα ταξίδια του ανά τους αιώνας και ανά τας Ευρώπας είναι από τις πιο πλούσιες πηγές για εκείνες τις τόσο ωραίες εκπλήξεις (τύπου Αha-Erlebnis, που λένε κι οι φίλοι μας οι Γερμανόί) που επιφυλάσσει η ετυμολογία.
Αναμένομεν και τα λοιπά σκάγια.
Μαρία said
12
Στα μακεδόνικα η σόμπα ήταν πέτσκα.
Υπήρχε σχετικό άσμα: Πέτσκα ίμα βούγλεν νέμα, λέλε σίρομα (σόμπα έχουμε, κάρβουνα δεν έχουμε, λέλε φτώχια)
Αριστείδης Καρατζόγλου said
Στο Βραχώρι οι γιαγιάδες ζεσταινόντουσαν παλιά με στόφες, αργότερα τα παιδιά τους με καλοριφέρ και σήμερα τα εγγόνια τους με σόμπες.
Επίσης, τα καπνά τα πλέκαν σε αρμάθες.
gmallos said
#29 Οι ιδιοκατασκευές από α) φιάλες υγραερίου και β) παλιούς θερμοσίφωνες, δίνουν και παίρνουν. Αν σφάξεις οριζόντια, φτιάχνεις σόμπα, αν το κάνεις κάθετα ψησταριά 🙂 (βέβαια, το κάθετα και οριζόντια είναι σχετικά, αλλά είναι κύλινδροι και ο προσανατολισμός που έχω στο νου μου είναι πως είναι όρθιοι). Μια τέτοια ήταν η τελευταία σόμπα που είχαμε στο σπίτι, στο χωριό, πριν βάλουμε καλοριφέρ.
Πάντως και στη Μυτιλήνη χρησιμοποιούσαμε τη σόμπα για την όρθια και τη μασίνα ή στόφα για ζέσταμα-μαγείρεμα- φούρνισμα και ζεστό νερό (είχε δοχείο στο πλάι). Μόνο που δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν τέτοια. Έναν μπάρμπα μου θυμάμαι. Γιατί ήθελε πιο μαγκιόρικα κομμένα τα ξύλα (όχι πως κι η δική μας που ήταν από φιάλη δεν είχε τα ζόρια της).
γιώργος said
καλησπέρα,
στα χωριά τα δικά μας,της αρκαδίας,στόφα λένε κάποιο συγκεκριμένο έιδος ξυλόσομπας.που εκτός απο μάτια έχει και φούρνο για ψήσιμο.α..και κάτι σχετικό με τα “σαντάλια” .έχω ακούσει αγρινιώτες να λένε για τα πατόφλα,όπου φυσικά δεν έχει σχέση με την παντόφλα που τρώει ο κατεργάρης σύζυγος αλλά με τα φύλλα του καπνού που βρίσκονται στον πάτο. φιλικά..
π2 said
Συμφωνώ με το 5 πως στόφα και μασίνα είναι σόμπες με φουρνάκι για μαγειρική.
Ως προς τη γεωγραφική κατανομή, στόφα απαντά και στη Μακεδονία αν θυμάμαι καλά, μασίνα τουλάχιστον σε (προσφυγικά, εκ Πόντου) χωριά της Ημαθίας.
Μαρία said
43
Κι εγώ. Άλλο σόμπα, άλλο μασίνα κι όχι μόνο στα προσφυγικά. Είχαμε κι ένα είδος σόμπας που τη λέγαμε πάπια (πρέπει να βρω φωτογραφία).
Μαρία said
Η πάπια.
http://www.globaleco.gr/el/sompes/1935–.html
π2 said
Πολύ ροκοκό η πάπια. Το μπροστά κομμάτι τι ρόλο έπαιζε; Για τα ξύλα ή για να μένουν ζεστά τα φαγητά;
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για όλα τα νεότερα σχόλια, που είναι εξαιρετικά πολλά από αυτά. Δυο απορίες που εκφράστηκαν, η μια απαντήθηκε (για το κρεμμύδι στο 26) και η άλλη του Πέπε για την ουγγρική λέξη ενμέρει κι αυτή διαφωτίστηκε, πάντως καλύτερα απ’ όσο θα απαντούσα εγώ. Οπότε, απορώ τι κάνω εγώ εδώ 🙂
sarant said
46: Το μπροστά κομμάτι χρησιμεύει για να λέγεται «πάπια» το σύνολο. 🙂
gmallos said
Πάντως, όλες τις θερμαντικές συσκευές τις λέγαμε σόμπες: σόμπα με τα ξύλα, πετρελαίου, υγραερίου, ηλεκτρική σόμπα (είτε κουκουνάρα είτε σομπάκι με βέργες) και πάει λέγοντας. Αργότερα βγήκαν οι συσκευές με αέρα (αερόθερμα) ή με υγρό (καλοριφέρ – λαδιού κι έτσι). Τα πράγματα προχώρησαν κι είχαμε τα κονβέκτερ (με αέρα μεν αλλά με φυσική κυκλοφορία κυρίως) που τελευταία τα είδα να τα διαφημίζουν σαν θερμοπομπούς και έπαθα. Τώρα η ποικιλία μεγάλωσε κι άλλο με τα αιρκοντίσιον και τα θερμοπάνελ με υπέρυθρες πέρα απ’ το ότι κι οι σόμπες έχουν πολλά και διαφορετικά καύσιμα.
Πάντως, θυμάμαι που ήμουνα χειμώνα στη Δάφνη Καλαβρύτων και η μόνη πηγή θέρμανσης ήταν δυο σόμπες υγραερίου: η μια έκαιγε 24 ώρες το εικοσιτετράωρο ενώ η άλλη μόνο όταν ήμασταν ξυπνητοί! Κάθε 2 1/2 μέρες καινούρια μπουκάλα η μία, κάθε λίγο παραπάνω η άλλη. Κι αν είχε κλείσει ο δρόμος με τα χιόνια και δεν ερχόταν το φορτηγό άντε να σταθείς. Ευτυχώς, φροντίζαμε να έχουμε και μια για ρεζέρβα.
emma said
27…………… μαζί με το σαμοβάρι από πάνω τους, που έπαιζε το ρόλο του εναλλάκτη θερμότητας…
μάλλον θα εννοείτε υγραντήρα, πάντως πήρα ιδέα πάνω που προσπαθώ να σχεδιάσω ένα reboiler τύπου kettle, να τους πάω μήπως ένα σαμοβάρι?
Πέπε said
32: Σωστά. S=[sh], sz=[s]. .Ετσι όπως το ‘γραψα (#31) δε βγαίνει νόημα, γιατί ενώ αυτό είχα στο νου μου και το υπονοώ στην πρώτη φράση, στη δεύτερη φράση αφηρημένος από το πολύ ctrl+shift το γράφω ανάποδα.
marulaki said
Η μασίνα δεν μπορεί να βγαίνει από το ‘macchina’;
Το μπροστινό της πάπιας άραγε να είναι για τα ξύλα;
Απορίες
IN said
Πολύ ωραίο και το σημερινό. Κι εγώ μικρός μεγάλωσα σε σπίτι με σόμπες και μάλιστα διαφορετικού τύπου σε κάθε (σχεδόν) δωμάτιο. Μία ξυλόσομπα στο καθιστικό, που κοιμότανε κι η γιαγιά, μια σόμπα πετρελαίου στη «σάλα», μία με λιθάνθρακα (με μπρικέτες, μην ξεχνάμε και την τοπική παραγωγή) στην κρεβατοκάμαρα των γονέων και μία σόμπα από αυτές που τις λέτε μασίνες, στην κουζίνα, όπου μαγείρευε κιόλας η γιαγιά μερικές φορές (αν και είχαμε και ηλεκτρική κουζίνα και «πετρογκάζ» με φιάλη υγραερίου για το μαγείρεμα παρακαλώ. Όχι παίζουμε, πλούσια τα ελέη!). Τη σόμπα της κουζίνας την λέγαμε απλώς «σόμπα της κουζίνας» 🙂 αν και νομίζω ότι γενικότερα αυτός ο τύπος σόμπας στην περιοχή μας λέγεται μασίνα λέξη, που όμως, δεν την ήξερα μικρός. Έχω μάλιστα, πολύ μικρός, καεί στο γόνατο επειδή ακόμπησα στη συγκεκριμένη σόμπα και, μέχρι πριν μερικά χρόνια τουλάχιστον το σημάδι στο γόνατό μου ήταν ορατό (τώρα γέρασα, μου φαίνεται).
Μια παρατήρηση ενόψει και του πολύ διαφωτιστικού σχολίου 33. Νομίζω ακριβέστερο είναι να πούμε ότι η λέξη σόμπα πέρασε από τα Ουγγρικά σε διάφορες βαλκανικές γλώσσες και όχι απευθείας στα Τουρκικά απ’ όπου την πήραμε κι εμείς. Ίσως κιόλας να πρόκειται για γενικότερη εξέλιξη, μια λέξη μ’ αυτή τη μορφή που πέρασε ανατολικότερα (Ουγγαρία, Βαλκάνια, Τουρκία) σχεδόν ταυτόχρονα, οπότε λύνεται και το πρόβλημα του μετασχηματισμού της με τρόπο ασυνήθιστο για τα Ουγγρικά (αν όντως είναι ασυνήθιστος). Λύνεται το ένα πρόβλημα και γεννιέται το άλλο, από πού ακριβώς την πήραμε τότε;
Και για το τέλος μια αστεία ιστορία που διηγείται ο πατέρας μου: Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας γνωστός του ένα βραδάκι και δεν ήταν από την αρχή προφανές τι ακριβώς ήθελε. Ήταν φθινόπωρο και σε μας τα κρύα σφίγγουν νωρίς. Ο συγκεκριμένος κύριος ήταν, τότε, μεσήλιξ και λίγο παραπάνω, εργένης, κι άρχισε να λέει: «Κρύο… κρύο… ξέρεις κρυώνω στο σπίτι». Ο πατέρας μου του λέει, αφελώς «Ε, πάρε καμιά σόμπα!». Συζητήσεως γενομένης (που λέμε) απεκαλύφθη ότι ο επισκέπτης το πήγαινε αλλού: «Κρύο, καιρός για δύο», του είχε γυαλίσει μια γειτόνισσά μας κάπως… άντε να μην πω σιτεμένη, να πω κομψά μεγαλοκοπέλα και ήθελε κάποιος να του κάνει το «κονέ» ή, να το πούμε κομψότερα, το προξενιό. Δυστυχώς δεν ευοδώθηκε το συνοικέσιο και η συγκεκριμένη έμεινε ανύπαντρη. Όποτε την έβλέπε ο πατέρας μου (νομίζω ζει ακόμη η κυρία, καλή της ώρα, ή ζούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια) μου έλεγε: «Νάτην η σόμπα!». Είχε γίνει «κωδική ονομασία», η «σόμπα», η αδελφή του τάδε του γείτονά μας.
Γς said
40:
>Στο Βραχώρι
Στο Αγρίνιο
spiral architect said
@53γ: … η “σόμπα”, …

Μαρία said
46
Για τα ξύλα. Μπορούσες να ακουμπήσεις βέβαια και πιάτο, αν έψηνες ρέγγα 🙂
Οι ακριβότερες σόμπες, που είχαν τα πλουσιόσπιτα, ήταν οι πορσελάνες. Τις έβλεπες και στις εκκλησιές των πλούσιων ενοριών.
Η μοναδική φωτογραφία που βρήκα:
http://www.aggeliopolis.gr/tessaloniki/Sompa_porselani_11198981.htm
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα! Καλή η σόμπα του 53
Voulagx said
#46 Γκαντεμια! Την μοναδικη σου φωτογραφια δεν μπορω να τη δω ουτε με ΙΕ ουτε με Φάιρφοξ, βρηκα ομως αλλες:
https://www.google.gr/search?q=%CE%A3%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%B1+%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%83%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B7+&ie=utf-8&oe=utf-8&rls=org.mozilla:el:official&client=firefox-a&gws_rd=cr&ei=aCSzUvHVKIa40QWCooDwDQ
Γς said
Και για τι σόμπα τη στρατιωτικιά, αυτή των φυλακίων μας κλπ. θα πείτε τίποτα;
Αντε να μην αρχίσω …
Μαρία said
58
Βρήκες αλλά, αν τις δεις, καμιά δε μοιάζει με τις παλιές.
Voulagx said
#60 Αυτό θα το καταλαβω μονο αν εμφανιστεί ο μαγος και μου λυσει το πρόβλημα με τους περιηγητες μου.
Voulagx said
Η στουφατουρα (Stufatura) της Emma στο #34 μου θυμισε την ζεματουρα: http://cookthebook.blogspot.gr/2010/01/blog-post_14.html
Πέπε said
@59: Μάλλον δεν είμαστε ίδια σειρά, οπότε ίσως οι σόμπες που πρόλαβα στα φυλάκια να μην είναι οι ίδιες. Πάντως αυτές ΔΕΝ μαγειρεύουν! Όταν κάποτε στη Λήμνο μια χιονοθύελλα έριξε τις κολώνες του ρεύματος και μείναμε στο φυλάκιο χωρίς ρεύμα καναδυό μέρες, προσπαθήσαμε να τηγανίσουμε αβγά στη σόμπα. Πρέπει να πήρε τουλάχιστον τρία τέταρτα μέχρι ν’ αρχίσει να ασπρίζει λίγο το ασπράδι!
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Το κορίτσι με τα σπίρτα – Χάρης & Πάνος Κατσιμίχα
……………………………………………
Ένα σπιρτάκι άναψε
μέσα στ’ άσπρα δάχτυλα της,
πορτοκαλένιο άστραψε
το χιόνι ολόγυρα της.
Και ξάφνου, μπρος στα πόδια της,
μια σόμπα ασημένια
είδε να καίει μια φωτιά
ζεστή μαλαματένια,
και το ποτάμι το βαθύ
που ήταν παγωμένο,
έλαμψε σαν παράθυρο
τη νύχτα φωτισμένο.
IN said
56β: Α, κάπως έτσι ήταν η σόμπα της γιαγιάς. Ήμασταν, λοιπόν, πλούσιοι : )
Μιχάλης Νικολάου said
53,
Προφανώς ο φίλος του πατέρα σου είχε σομπαρό σκοπό για την κα(η)μένη την γειτόνισσα! 🙂
IN said
66: 🙂
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο πατέρας μου διηγείται ότι άρχισε να δίνει και συγκεκριμένες συμβουλές ποια σόμπα να πάρει: «΄ξέρεις έχουν βγει τώρα κάτι καλές… έχουμε εμείς μια στο σπίτι» μέχρι που ο άλλος τον έκοψε: «Όχι, δεν κατάλαβες…».
Γς said
63:
Τι χάλασαν κι οι σόμπες;
Μιλάμε για ξυλόσομπες πριν το 70.
Αντε, δεκτές και μεταγενέστερες ιστορίες.
Αρκεί να έχουν κουραμάνα και σόμπες που να τις ψήνουν
sarant said
67: Κάπως σαν ελληνική ταινία 🙂
ΕΦΗ ΕΦΗ said
68. Στης σόμπας τη θαλπωρή (γίνονται διάφορα)
Y.Georgiadou said
Σε κλιματα οπου η 0ερμοκρασια ειναι γυρω στους μηδεν βαθμους το χειμωνα (και η υγρασια ειναι μεγαλη) και σομπα δεν υπαρχει στον οριζοντα ουτε ζωγραφιστη, η λυση ειναι η θερμοφορα/ες. Το μονο που χρειαζεται ειναι ζεστο νερο, που ειναι σχετικα ευκολο να το παρασκευασει κανεις. Αν υπαρχει ηλεκτρισμος και εχεις στεγνωτηρακι μαλλιων, το χρησιμοποιεις για να στεγνωσεις τα σεντονια πρωτα που ειναι μουλιασμενα απο την υγρασια. Αν δεν υπαρχει, δεν υπαρχει. Καλα ειναι και τα θερμαινομενα τουβλακια αλλα ειναι πιο δυσκολο να τα φερεις σε χρησιμο σημειο, γιατι χρειαζεσαι σομπα 🙂
Stazybο Hοrn said
Όπως έμαθε κανείς, τελικά· εγώ σόμπες ήξερα του πετρελαίου, μασίνες τις μαντεμένιες της κουζίνας, με φούρνο, χρόνια μετά και πιο νότια, ανακάλυψα ότι σόμπα ίσον θερμάστρα γενικώς…
Μαρία, λέλε που αφήνεις αμετάφραστο, δεν είναι ίδιο με τη Βουλγάρα θεία, τη λέλο;
Τώρα εγώ φταίω που μου ήρθε η παράκαμψη λίφο→λιφόζοι…
Ρε συ, Βουλάγξ, σε σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης με βγάζει ο λίκνος σου, αλλά πού θέλεις να οδηγηθείς;
Μαρία said
65
Αν τις καίγατε όλες αυτές τις σόμπες μαζί, ζάπλουτοι.
Μαρία said
72
Δεν φανταζόμουν οτι το επιφώνημα λέλε (μάικο) χρειαζόταν μετάφραση.
Στα μακεδόνικα η θεία είναι τέτ(κ)α.
>πού θέλεις να οδηγηθείς;
Θέλει να δει τη φωτογραφία στο δικό μου 56 αλλά δεν μπορεί λέει.
Stazybο Hοrn said
Θάχει κανά χαζό αντιβαΐρι που θα του κόβει τους πόρους που είναι με καρφωτές IP…
Κι είναι 4 οι φωτογραφίες:




Νέο Kid Στο Block said
«..είχε πάει στην Ολυμπία για τους Αγώνες, και βλέποντας μερικούς Ροδίτες να είναι πολυτελέστατα ντυμένοι, είπε “τῦφος τοῦτό ἐστιν”, αλλά όταν μετά είδε Σπαρτιάτες με άθλια και λερωμένα ρούχα, είπε “ἄλλος οὗτος τῦφος” »
Άρα ,οι πρώτοι τυφόζι ντελα στόρια ήταν του Διαγόρα Ρόδου και του Α.Ο Μάνης 😆
(και ο θρύλος λέει πως το πρώτο τυφόζικο σύνθημα ήταν το Λακεδαιμόνιο: «Siete tutti Τσαμπίκοι ,ε,όοο…!» )
Δύτης των νιπτήρων said
74 Και μένα μου ήταν γνώριμο το λέλε –από φίλους (ξέρει η Μαρία), ή από το Μυριβήλη, δεν ξέρω να πω τώρα.
Mary said
Αλήθεια, το στουπί έχει σχέση;
IN said
73: Είδες ; Η μάνα μου ακόμη έχει εφιάλτες, που έπρεπε κάθε πρωί να σηκώνεται, ν’ αδειάζει τέσσερις κάδους διαφορετικού τύπου στάχτη, ν’ ανάβει τέσσερις σόμπες κι όλ’ αυτά μέσα σ’ ένα παγωμένο σπίτι…
74: Τέτα και στα βλάχικα η θεία, στο χωριό της μάνας μου τουλάχιστον (από τα ελάχιστα που ξέρω, δυστυχώς…).
77 και προηγούμενα: Εγώ το επιφώνημα «λέλε» δεν το ξέρω από τον Μυριβήλη αλλά από έναν παλιό μου φίλο που στα πρώτα μετεφηβικά μας χρόνια παίζαμε μαραθώνιους τάβλι. Κι ήταν και καλύτερος/πιο τυχερός/πιο «μάστορας» στο να τσιμπάει τα ζάρια, δεν ξέρω, και κάθε φορά που έφερνε μια καταπληκτική ζαριά κι ετοιμαζόταν να με κάνει σκόνη έλεγε (δήθεν με συμπόνοια προς το μέρος μου) «Λέλεμ, λέλεμ, που λέει κι η γιαγιά μου…».
Μαρία said
77
Και γνωστό απ’ το παραδοσιακό Μανούλα μου, η αγάπη μου μ’ άφηκε.
sarant said
72: Οι λιφόζοι, πολύ καλό!
76: Χαχά!
78: Το στουπί έχει σχέση με την άλλη στόφα (το ύφασμα). Ας το αφήσουμε για επόμενο άρθρο.
Stazybο Hοrn said
Ρε, παιδιά, δεν είπα ότι είναι άγνωστο, για το αμετάφραστο σχολίασα…
Μαρία said
79
Φάνηκε απ’ την πορσελάνη οτι είστε Σούρδοι τσορμπατζήδες.
Μόνο τη σόμπα της κουζίνας ανάβαμε εμείς κανονικά, της σάλας άναβε μόνο του Αγίου Νικολάου. Και δεν ήμασταν και φτωχοί, είχαμε την πολυτέλεια να καίμε ξύλα, ενώ οι φτωχοί έκαιγαν πετροκάρβουνο τοπικής επίσης παραγωγής.
Voulagx said
#75 Stazybo, το F-Secure εχω, που φαινεται κοβει πολλα, ουτε τις δικες σου φωτο δεν μπορω να δω.
Voulagx said
Λάλα=θείος, τέτα=θεία αλλά το «lele lea dado»
πως να το μεταφρασεις; Μάλον «Ωχ καλέ μαμά» ή «Ε βρε μαμά». κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Stazybο Hοrn said
84 μα αυτές είναι που ψάχνεις και στις κόβει. Να:




Voulagx said
#86 Θενξ, Σταζυμπο, ειδα τη σομπα της Μαριας στο #56 και καταλαβα.
SpyridonV said
Νομίζω πως στην (ενδιαφέρουσα) διαδρομή της λέξης το προηγούμενο βήμα από την παλαιά υψηλή γερμανική stuba ήταν η πρωτογερμανική *stubō, που σημαίνει δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος κι όχι η αρχαία ελληνική τύφος (καπνός, αχλύς, ατμός (…) αλαζονεία, ματαιοφροσύνη (…) ανοησία, αφροσύνη, μωρία (…) λήθαργος εξ αιτίας πυρετού). Η λέξη σε πολλά μεταγενέστερα παρακλάδια της διατήρησε την αρχική πρωτογερμανική σημασία δωμάτιο. Ίσως να συναντούνται με τον τύφο σε προγενέστερο ινδοευρωπαϊκό στάδιο! Μάλλον λοιπόν δεν είναι αντιδάνειο…
Nestanaios said
Ο τύφος και η σόμπα ἤ στόφα δεν έχουν καμμία σχέση ετυμολογική. Τα στοιχεία που συνάγουν τις λέξεις διαφέρουν. Δεν ρέει το ίδιο αίμα στις φλέβες αυτών των λέξεων για να έχουν σχέση. (η ετυμολογία το απαιτεί. Η ιστορία όχι.)
Η στόφα επίσης δεν έχει σχέση με καμμία γερμανική στυβα αγνώστου ετυμολογίας Η ελληνική στόφα έχει ετυμολογία και είναι στο + φα. (στάση και φάος). (ετυμολογώ = ευ τμο λογώ. Μετάθεση είναι το πάθος.)
ΑΚ said
Τη λέξη στόφα την έχω συναντήσει ως ένα μέρος (συνήθως κάτω από το φούρνο) το οποίο αναπτύσσει χαμηλότερες θερμοκρασίες από το φούρνο και χρησιμοποιείται για το φούσκωμα αρτοσκευασμάτων που διογκώνονται λόγω μαγιάς.
Βάγια said
Ωραίο άρθρο, ζεστό!
Παλιά, στη Χαλκιδική, είχαν για μαγείρεμα και θέρμανση μια μεγάλη σόμπα, την οποία λέγανε μασίνα, όπως ξέρω απ’ τον πατέρα μου. Στα βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου αναφέρονται διάφορες παραδοσιακές σόμπες, χτισμένες και πορσελάνινες: τις ρώσικες τις λέει πέτσκες. Και τη λέξη στόφα κάπου την ξέρω, υποθέτω κάπου την διάβασα, αλλά δεν θυμάμαι που. Έχω επίσης την εντύπωση ότι τη λέξη αυτή την έχω ακούσει με ένα ελαφρύ β αντί για φ (στόβα δηλαδή).