Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Έρωτας στη Μυτιλήνη

Posted by sarant στο 14 Ιανουαρίου, 2014


Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή είναι η όγδοη συνέχεια. Ωστόσο, επειδή μεσολάβησαν οι γιορτές, η δημοσίευση της 31ης Δεκεμβρίου δεν έγινε κι έτσι έχουμε τέσσερις εβδομάδες από την προηγούμενη συνέχεια, την έβδομη κατά σειρά, που βρίσκεται εδώ.  Θυμίζω λοιπόν ότι βρισκόμαστε στα 1924 και ο παππούς μου, υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη, παίρνει μετάθεση για τη Μυτιλήνη.

mimis_jpeg_χχsmallΈφτασε στη Μυτιλήνη ένα λαμπρό σεπτεμβριανό πρωινό προκατειλημένος εναντίον της, άγνωστο γιατί. Ισως γιατί του άρεσαν οι μεγάλες πόλεις και μισούσε την επαρχιώτικη μιζέρια. Η θέα όμως που αντίκρισε από το κατάστρωμα του πλοίου καθώς περίμενε τη βάρκα που θα τον έβγαζε στην προκυμαία, τον κατάκτησε με την πρώτη. Ηταν μια από τις ομορφότερες πόλεις που έβλεπε.

Βολεύτηκε σ’ ένα ξενοδοχείο και παρουσιάστηκε στην Τράπεζα που βρισκόταν στον πρώτον όροφο ενός κτιρίου στην Αγορά, κι έπιασε αμέσως δουλειά. Το απομεσήμερο βγήκε βόλτα να δει από κοντά την πόλη.  Έκανε το γύρο του λιμανιού και ανηφόρισε ένα φαρδύ δρόμο που πήγαινε προς το μεσαιωνικό κάστρο. Πέρασε μπροστά από κάποια μεγάλα κτίρια και κατηφορίζοντας ξαναβρέθηκε απροσδόκητα στο λιμάνι. Πέρασε κάμποση ώρα για να καταλάβει πως ήταν άλλο λιμάνι. Η πόλη λοιπόν είχε δυο λιμάνια. Εδώ όπως φάνηκε από τα τζαμιά και τα σεράγια ήταν η περιοχή όπου πριν λίγα χρόνια κατοικούσαν οι Τούρκοι. Τώρα μένανε οι πρόσφυγες. Τούκανε εντύπωση η ζωντάνια, το κέφι αλλά  και ο ανατολίτικος τρόπος ζωής των νέων κατοίκων, που φαινόταν ολοκάθαρα.

Την πρώτη Κυριακή πήγε στο πρακτορείο εφημερίδων που έφερνε Αθηναϊκές εφημερίδες και ζήτησε φωναχτά το «Ριζοσπάστη». Του δώσαν μία, τεσσάρων ημερών παλιά που την είχε ήδη διαβάσει στην Αθήνα. Οταν διαμαρτυρήθηκε ο πράκτορας του εξήγησε πως οι αθηναϊκές εφημερίδες φτάνουν καθυστερημένα στο νησί. Ενας αδύνατος νεαρός με τραγιάσκα, στην ηλικία του ή λίγο πιο μικρός, που παρακολούθησε τη συζήτηση, τον κοίταξε με προσοχή κι όταν βγήκε από το πρακτορείο κρατώντας την εφημερίδα τον παρακολούθησε. Κρατούσε κι αυτός το «Ριζοσπάστη» στα χέρια του. Ο Νικος προς στιγμήν φοβήθηκε πως είχε να κάνει με χαφιέ, αλλά η φάτσα του αγνώστου δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Εμπιστεύτηκε στο ένστικτό του κι όταν ο τύπος τον ρώτησε:

— Είστε καινούριος στην πόλη μας κύριε;
τούπιασε κουβέντα. Ετσι έκανε την πρώτη του γνωριμία στην πόλη. Ο Κλεάνθης ο Χουτζαίος, γιος του παλιού και καλλιτέχνη φωτογράφου Σίμου Χουτζαίου, ήταν κι αυτός φωτογράφος αλλά και διανοούμενος. Ευαίσθητος και πολύ διαβασμένος, ήταν παθιασμένος με το Βάρναλη. Mόλο που σα χαρακτήρας ήταν άνθρωπος κλειστός και μονόχνωτος, που δεν έκανε εύκολα παρέα με ξένους, η ανοιχτή καρδιά του Νίκου αλλά και η κοινή τους ιδεολογία κέρδισαν. Ταίριασαν πολύ και σύντομα η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε φιλία. Ολη η οικογένεια Χουτζαίου, πατέρας, μάνα, γιος και κόρη, ήταν κομμουνιστές. Ο Κλεάνθης ήταν κανονικό μέλος του κόμματος και πολύ ενημερωμένος στα εσωκομματικά. Από τους ηγέτες του κόμματος θαύμαζε τον Παντελή τον Πουλιόπουλο.

Οι γονείς Χουτζαίοι, σ’αντίθεση με το γιο τους, ήταν άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και τους άρεσαν οι βεγγέρες και τα γλέντια. Σε μια τέτοια βεγγέρα κάλεσαν και τον Νικο. Δίστασε στην αρχή να πάει. Συνήθως σε τέτοιες συγκεντρώσεις έπληττε, από τις ανούσιες και τυπικές συζητήσεις που κατά κανόνα ήταν σκέτο κουτσομπολιό. Βάλε τώρα που θα μιλούσαν για πρόσωπα και πράγματά τελείως άγνωστα. Ηταν όμως μονάχος σε μια ξένη πόλη κι η προοπτική μιας ακόμα νύχτας που θα την περνούσε διαβάζοντας, νίκησε τις επιφυλάξεις του. Αυτή όμως η βεγγέρα άλλαξε κυριολεκτικά την πορεία της ζωής του.

Ο ποιητής τη βραδιά εκείνη γνωρίστηκε με μερικούς νεαρούς εκπρόσωπους της πνευματικής Μυτιλήνης. Ευχάριστη έκπληξη ήταν η υψηλή στάθμη της κουβέντας και η στροφή της στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση. Οπως ήταν επόμενο πήρε ενεργό μέρος απαγγέλοντας από στήθους κομμάτια από το καινούριο βιβλίο του Βάρναλη, «Το φως που καίει», που είχε αγοράσει πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο αυτό είχε εκδοθεί στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, γιατί ο Βάρναλης ήταν ακόμα καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Τα ποιήματα που απάγγειλε προκάλεσαν ενθουσιασμό. Τον διαδέχτηκαν στην απαγγελία κι άλλοι και στο τέλος η ομήγυρη στράφηκε σε μια νόστιμη κοπέλα που καθόταν απέναντι του και που τα μεγάλα καστανά μάτια της είχαν τραβήξει την προσοχή του από την πρώτη στιγμή που την είδε.

— Σειρά της ποιήτριάς μας. Ελένη πες μας κάτι δικό σου.

Η κοπέλα σηκώθηκε και απάγγειλε ένα ποίημα που του άρεσε πολύ, τόσο για την άρτια τεχνική του όσο και για το νόημά του. Σηκώθηκε και της έδωσε συγχαρητήρια σφίγγοντας το χέρι. Στη συνέχεια της βραδιάς έκατσε δίπλα της και πιάσανε κουβέντα.

— Είστε φίλος του Κλεάνθη;
τον ρώτησε και συμπλήρωσε, χαμογελώντας με νόημα:
— Από τα ποιήματα που απαγγείλατε κατάλαβα πως έχετε τις ίδιες πεποιθήσεις μ’ αυτόν,
και βλέποντας τον να διστάζει, πρόσθεσε:
— Ξέρετε κι εμένα μ’αρέσει ο κομμουνισμός.

Η κουβέντα τους συνεχίστηκε για πολλήν ώρα και επεκτάθηκε στα προσωπικά τους θέματα. Ολοι οι άλλοι παρευρισκόμενοι ήταν σα να μην υπήρχαν. Μιλούσαν οι δυο τους σα να βρίσκονταν απομονωμένοι σε κάποιο δάσος ή σε μιαν ακρογιαλιά. Εμαθε πως ήταν γειτόνισσα των Χουτζαίων με τους οποίους διατηρούσαν οικογενειακές σχέσεις. Τη συζήτησή τους κάποτε διέκοψε μια άλλη κοπέλα λίγο μεγαλύτερη από τη νέα του γνωριμία.

— Ελένη, είναι αργά, πρέπει να πάμε σπίτι.

— Να σας συστήσω την αδελφή μου τη Μελπομένη,
του είπε εκείνη και συμπλήρωσε:
— Είστε και συνάδελφοι, η Μένη δουλεύει στην Εθνική Τράπεζα.

Οι δυο αδελφές φύγανε αφήνοντάς τον γοητευμένο.

Την άλλη μέρα ο Κλεάνθης τούδωσε πολλές πληροφορίες για τη νέα του γνωριμία. Ηταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες ενός γείτονά τους, που είχε εμπορικό σε κάποιο χωριό κοντά στην πόλη. Είχε σπουδάσει στο Αρσάκειο και δούλευε δασκάλα στο δεύτερο δημοτικό σχολείο. Η μεγαλύτερη αδελφή ήταν τραπεζικός και η μικρότερη σπούδαζε κι αυτή στο Διδασκαλείο της Μυτιλήνης.

Τις μέρες που ακολούθησαν ο Νικος σκεφτόταν συνεχώς την καστανομάτα κοπέλα που έγραφε ωραία ποιήματα. Αρχισε να διερωτάται μήπως ήταν ερωτευμένος. Τελικά παρακάλεσε τον Κλεάνθη να τον βοηθήσει να γνωριστεί στενότερα μαζί της. Δεν ήταν δύσκολο γιατί οι Χουτζαίοι ήταν γείτονες και φίλοι με την οικογένεια του κυρ Γιώργη του Μυρογιάννη και τα κορίτσια μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους, παρά την κακή φήμη που είχαν σαν κομμουνιστές και το φρικτότερο σαν άθεοι. Η μάνα των κοριτσιών, η κυρία Ευθυμία ήταν γυναίκα παλαιών αρχών κι είχε ήδη «τάξει» να δώσει τα δυο μεγαλύτερα κορίτσια της στους γιους των δυο καλύτερων φιλενάδων της. Λογάριαζε φυσικά χωρίς τον ξενοδόχο.

Πάντως ο Νικος τα κατάφερε και την τρίτη βδομάδα από τη γνωριμία τους βγήκε κατά μόνας βόλτα με την Ελένη στα Τσαμάκια. Όχι ακριβώς κατά μόνας γιατί σε απόσταση ασφαλείας πήγαιναν ο Κλεάνθης με την αδελφή του τη Σταυρούλα και η Μελπομένη, η μεγαλύτερη αδελφή της Ελένης που είχε μπεί κι αυτή στο κόλπο. Για την πρώτη αυτή βόλτα ο ποιητής έγραψε λίγο αργότερα το παρακάτω ποίημα:¶

Στα Τσαμάκια

Κι ήτανε βράδι, που θαρρείς πως τόχε η φύση δανειστεί
από μιας χώρας ιλαρών παραμυθιών το Μάη,
παραφροσύνη από χαρά μέσα μας είχε θρονιαστεί
ως περπατούσαμε σιγά στον άμμο πλάι πλάι.

Μιας δυνατής συγκίνησης τα ρίγη κρύβαμε κι οι δυο
δισταχτικά, γι ασήμαντα μιλώντας γεγονότα
κι ήταν οι λέξεις έκφραση κάποιων ολόθερμων χαδιών
τα λόγια παίρναν τα κοινά, τ’άσκοπα, φόρμα τραγουδιών
που τις καρδιές μας μαγευεν η μυστική τους νότα.

Κι όταν εσίμωσε η στιγμή καθείς να φύγει χωριστά
και τ’ όνειρό μας σαν αφρός στην αμμουδιά να σβήσει,
σταθήκαμε για μια στιγμή ο ένας στον άλλονε μπροστά
κι από τα λόγια πούρχονταν στα χείλη μας σπαρταριστά
μια καληνύχτα πρόφτασε καθείς να ψιθυρίσει.

Την άλλη βδομάδα ο Νικος χάρισε στην Ελένη το «Φως που Καίει» του Δήμου Τανάλια, δηλαδή του Κώστα Βάρναλη. Στην αφιέρωση είχε γράψει: «Στη δεσποινίδα σ. Ελένη Μυρογιάννη, με άπειρη εκτίμηση» (το σ. φυσικά ήταν υπόμνηση της κοινής τους ιδεολογίας).

Ολόκληρο το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη η φιλία τους εξελίχτηκε σε σφοδρόν έρωτα και ο ποιητής άρχισε να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο του γάμου, όταν στα μέσα Δεκεμβρίου πήρε από το σπίτι ένα γράμμα με μια πρόσκληση να παρουσιαστεί στη μονάδα του στο πεδινό πυροβολικό στη Θεσσαλονίκη. Η αναστολή στράτευσης είχε ανακληθεί. Του φάνηκε περίεργο αλλά η προοπτική να φύγει τον λύπησε πολύ. Όχι γιατί θα ξαναφορούσε το χακί, όσο γιατί θα χωριζόταν από τα όμορφα καστανά μάτια.

Επί του λεξιλογικού, «Τσαμάκια» ονομάζεται και σήμερα η πλαζ της Μυτιλήνης. Τσάμι είναι το πεύκο (από το τουρκικό cam).

Advertisement

43 Σχόλια προς “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Έρωτας στη Μυτιλήνη”

  1. spiral architect said

    Tι όμορφο αφήγημα! 🙂
    Καλημέρα.

  2. Αρκεσινεύς said

    Ωραίες στιγμές:πνευματικές,συναισθηματικές-ερωτικές όμορφα παρουσιασμένες.

  3. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια, χαίρομαι που σας άρεσε!

  4. spiral architect said

    Ω, ξυπνήστε μεγάλοι νεκροί!….
    Της σκλαβιάς πάνε πια τα σκοτάδια
    και της λεύτερης μέρας το φως μάς θαμπώνει.
    Κι ούτε πια την ψυχή φαρμακώνει
    των δακρύων αρμύρα η πικρή
    μες τ’ ατέλειωτα βράδυα.

    Πότε και με ποια αφορμή γράφτηκε το παραπάνω;
    (κάποτε πρέπει να κάνεις και ένα αφιέρωμα στην ποιήτρια γιαγιά σου) 😉

  5. nirevess said

    Καλημέρα,
    ωραίο και το στιχούργημα, της παλιάς ποίησης…

    αφήνοντας τον γοητευμένο. (τόνος στο -ντας)
    απειρη εκτίμηση (τόνος στο α-)

  6. 4:
    «κάποτε πρέπει να κάνεις και ένα αφιέρωμα στην ποιήτρια γιαγιά σου»

    Θα γίνει κι αυτό. Είναι παράδοση της οικογένειας.
    Όπως ο Μίμης Σαραντάκος. Μόλις τελείωσα το βιβλίο του «Γιατί η θεία μου μπορεί να πήγε στον παράδεισο» που μας φίλεψε μαζί με άλλα βιβλία ο Νικοκύρης προχτες στη Βίλα Δροσίνη στην Κηφισιά.
    Ωραίος κι ο θείος Αλκιβιάδης ο Αλπινιστής

  7. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Ωραίο κείμενο, ίσως το πιο όμορφο απο όσα έχεις δημοσιεύσει απο το βιβλίο. Κάθε φορά που διαβάζω κάποιο κείμενο εκείνης της εποχής, αλλα και μέχρι το 70, με βαραίνει η φοβερή καταπίεση στον νεανικό έρωτα. Μπορεί να είναι ένας σοβαρός λόγος, που βγήκαν τόσα πολλά λυρικά ποιήματα τότε, εν αντιθέση με σήμερα. Η Μυτιλήνη εξακολουθεί να είναι όμορφη, αν και μετά απο είκοσι χρόνια που είχα να πάω, την βρήκα κάπως απεριποίητη. Τα τσαμάκια είναι η παραλία προς το αεροδρόμιο, αριστερά όπως μπαίνει το καράβι στο λιμάνι;

  8. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα και για τη διόρθωση!

    7: Όχι, είναι δεξιά όπως μπαίνεις. Πλαζ που μπαίνεις με είσοδο (φτηνή). Και με πολλές πέτρες όπως μπαίνεις μέσα, θέλεις πατούσες αναστενάρη.

    6: Λογαριάζω να ανεβάσω κάτι από τη Θεια εν καιρώ.

    4: Για τους νεκρούς του πολέμου και της αντίστασης. Έχει μπει στην Ανθολογία Αντιστασιακής Ποίησης που είχε φτιάξει η Έλλη Αλεξίου στην προσφυγιά.

  9. ωραία διήγηση, καιρό είχαμε !

  10. Φαίνεται πως σε πολλές γενιές η ποίηση άσκησε καταλυτική δράση στην χημεία που αναπτύχθηκε σε ζευγάρια με έναν τουλάχιστον Σαραντάκο. 😐

  11. Τι ωραίες ιστορίες που σε γεμίζουν ευχάριστη διάθεση!

    Οι ιστορίες του παππού Σαραντάκου μου θυμίζουν συνέχεια διάφορα περιστατικά. Η ιστορία με τις ξένες γλώσσες στην τράπεζα ήταν η αφορμή για να γράψω το πρώτο ever σχόλιό μου σε αυτόν τον ιστότοπο. Τώρα θυμήθηκα αυτό:

    > Οταν διαμαρτυρήθηκε ο πράκτορας του εξήγησε πως οι
    αθηναϊκές εφημερίδες φτάνουν καθυστερημένα στο νησί.

    Όταν διαμαρτυρήθηκα εγώ, αντιμετώπισα τελείως διαφορετική αντίδραση.

    Ξημερώματα, το τραίνο (σόρι…) φτάνει στη Θεσσαλονίκη, εμείς είμαστε πρωτοετείς στην Αθήνα, και έχουμε πάει να επισκευτούμε τα μέλη της παρέας που έχουν περάσει επάνω (και ό,τι ήθελε προκύψει). Κατεβαίνω από το (γκουχ, γκουχ) τραίνο και πάω γραμμή σε ένα περίπτερο στο σταθμό.

    «Καλημέρα, μήπως έχετε τον Ριζοσπάστη»;
    «Έχουμε Μακεδονία και Θεσσαλονίκη».
    «Ναι, Ριζοσπάστη έχετε»;
    «Έχουμε Μακεδονία και Θεσσαλονίκη».
    «Δεν έχουν έρθει ακόμα οι αθηναϊκές»;
    «ΈΜΚΘ».
    «Ναι, αλλά»…
    «ΕΜΚΘ».

    Μετά μου εξήγησαν ότι κάτι γινόταν με τα πρακτορεία, και τα μισά περίπτερα έφερναν αθηναϊκά έντυπα και τα μισά δεν έφερναν, αλλά μου έχει μείνει ανάμνηση ο περιπτεράς-ρομπότ.

  12. sarant said

    9-10: Ευχαριστώ!

    11: Σε δική μας εκδρομή στο Πήλιο, ο περιπτεράς ενός χωριού μας φάνηκε να δυσφορεί όταν κάποιος του ζήτησε Ριζοσπάστη (που δεν είχε). Οπότε παρελάσαμε όλοι από εκεί, ζητώντας διάφορα αναρχοκουμουνιστικά έντυπα, ολοένα και πιο ακραία, φτάνοντας μέχρι Οδόφραγμα κτλ. Και διημείφθη και ο εξής διάλογος:

    – Έχετε Προλεταριακή Σημαία;
    – Όχι (θυμωμένα)
    – Καλά, δώστε μου τότε τέσσερις μικρές μπαταρίες. Και προς εμάς: – Αφού ήθελα μπαταρίες, ρε σεις!

  13. christos k said

    καλησπέρα, ήθελα να ρωτήσω κάτι άσχετο αν δεν υπάρχει πρόβλημα. Τελικά νεότερος ή νεώτερος; Ισχύει ο κανόνας του Τριανταφυλλίδη για τα παραθετικά σε (ω)οτερος-(ω)οτατος(648, σελ 270);

  14. Αρκεσινεύς said

    13. Στην αναπροσαρμογή της μικρής γραμματικής Τριανταφυλλίδη (1978;) ορίζεται ότι τα παραθετικά σε -ότερος, -ότατος γράφονται με ο εκτός από τα ανώτερος (άνω), κατώτερος (κάτω) (179 ).

  15. Τσάμια = Πεύκα και Τσαμάκια = Πευκάκια. Πάνω από την ομώνυμη πλαζ (ναι, δεξιά όπως δένει το βαπόρι) που διαμορφώθηκε εκεί στα χρόνια της χούντας, αν θυμάμαι καλά, προϋπήρχε (και υπάρχει) ένα δασάκι (άλσος το λέει ο Γκούγκλης), τα Τσαμάκια (όπως είναι πιο απλό και λογικό). Πιο δω είναι τα μπλόκια. Η άκρη του λιμανιού. Κι όλα μαζί, «τα Τσάμια και τα Μπλόκια κι ο Μακρύ Γιαλός, στουλίζιν τ’ Μυτιλήν’ μας κι είνι ξιτριλαμός» έλεγε κάποτε το τραγουδάκι (στο 2:10). Σήμερα τα Μπλόκια (τα γνωστά απ’ τα Χριστούγεννα του ’44 – στο λίκνο μπλέκεται και κάποιος Χουτζαίος, για τις φωτογραφίες βέβαια, ίσως αδελφός του αναφερόμενου στο κείμενο Κλεάνθη; η ζωή κάνει κύκλους) έχουν γίνει χώρος για μπάνιο (με τίποτα δεν θα τον χαρακτήριζα πλαζ) χωρίς πληρωμή. Ο Μακρύς Γιαλός, απλά δεν υπάρχει:(

  16. christos k said

    14. Ευχαριστώ.

  17. sarant said

    14-16: Να προσθέσουμε εδώ και τα λογιότερα «απώτερος», «εσώτερος» και «εξώτερος» που επίσης έχουν ωμέγα στο θέμα τους.

  18. munich said

    «– Από τα ποιήματα που απαγγείλατε κατάλαβα πως έχετε τις ίδιες πεποιθήσεις μ’ αυτόν,
    και βλέποντας τον να διστάζει, πρόσθεσε:
    – Ξέρετε κι εμένα μ’αρέσει ο κομμουνισμός.»

    πόσοι και πόσοι δεν γράφτηκαν στην ΚΝΕ για να χτυπήσουν γκόμενες!

  19. Αρκεσινεύς said

    πυρ εξώτερο
    απώτερο μέλλον
    εσώτερη επιθυμία

    νεότερος αλλά νεωτερίζω, νεωτεριστής, νεωτερισμός

  20. leonicos said

    Αχ, αυτοί οι πρώτοι ‘έρωτες! ε, Γς; Και κάθε λίγο κει λιγάκι ένας καινούργιος, το ίδιο σφοδρός, σα να μην είχες ποτέ ερωτευθτεί

  21. Yannis said

    Τί ευχάριστο κείμενο! Να ‘σαι καλά, Νικοκύρη, για τις οάσεις που προσφέρεις.

    11, 12: Ενώ στην Αγγλία μπορείς να βρεις τη Μορνινγκ Σταρ ακόμη και σε σουπερμάρκετ. Σοβαρά…

    18: Ξέρεις από πόσους συντηρητικούς γονείς έχω ακόυσει την ιστορία «τού ρίξαν γυναίκα από δίπλα του για να τον κάνουν δικό τους»;

    20. Εχω την εντύπωση ότι άδικα προσπαθείτε να τσιγκλίσετε το Γς.
    Μετράει τα σχόλια, περιμένει και θα χυμήξει στη σπαμακόπιτα 🙂

  22. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Πριν λίγο επέστρεψα μετά από τετραήμερο στα πάτρια και μπήκα στο σημερινό ωραίο,από τα ωραιότερα,κομμάτι.
    Δυο ποιητές που ερωτεύονται είναι πολύ σπουδαίο, δυναμίτης, θέμα για κάθε τέχνη,κάθε εποχή.
    Οι ερωτευτικές αποστροφές, άμα είναι κι ‘ετσι καλογραμμένες (κι ας ξέρουμε και το αίσιο τέλος 🙂 ), έχουν την αναπόδραστη γοητεία μιας συστάδας από παπαρούνες σε μια στροφή.Ποιο βλέμμα γλιτώνει την ομορφιά τους;
    Περιμένουμε τη συνέχεια.Δύσκολο να μην έχει βάσανα…

    10.>>σε ζευγάρια με έναν τουλάχιστον Σαραντάκο

    ,βασική η αρχή: «πες της το μ ένα βιβλίο ποίησης».

  23. spiral architect said

    @18: Πάντως στα φοιτητικά μου χρόνια οι πιο ωραίες γυναίκες ήταν οι φίλα προσκείμενες και μέλη της ΕΚΟΝ Ρ.Φ..
    Μόνο για εκπλήρωση ερωτικών επιθυμιών δεν γραφόταν κανείς στην ΚΝΕ. 😉

  24. leonicos said

    Και μαοϊκές οι πιο άγριες…. Αλήθεια τι να κάνουν όλες αυτές οι οργισμένες ψυχές με τα σπινθηροβόλα μάτια; Μερικές κάνουν μεγάλη καρριέρα στις ΗΠΑ. Οι άλλες;

    Πάντως Έφη, με τις παπαρούνες στη στροφή…. έγραψες!

  25. Γς said

    23:
    Κι αν δεν ταιριάζεις ιδεολογικώς να τακιμιάζεις σεξουαλικώς;
    Δε λέει.
    Αλλά τι λέω; Το έκανα κι εγω κάποτε.
    Δεν ήταν σχέση όμως.
    Ηταν “ουάν σπιτς [εντ νάιτ] σταντ” και μόνο.

  26. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    24. Οι παπαρούνες ήρθαν εύκολα, στην αναπόδραστη γοητεία κοντοστάθηκα.Να με πελεκάτε αν γράφω πιασάρικα,εξυπνακίστικα.
    23.Δέκα Ρήγισσες, μια Καρυστιάνη! 🙂

  27. Γς said

    24 @ Λεώ

    > με τις παπαρούνες στη στροφή….
    έγραψες!

    …κι ο Αττίκ

  28. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    27.Γς, ευχαριστώ που το πλαισίωσες και οπτικοακουστικά και το έβαλες και στο μπαξέ του Κάκτου σου.
    Τσεκουράτα όμως 🙂

  29. Triant said

    @27
    Εμένα μου αρέσει το άλλο με τη συνταγή.

  30. Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας said

    Πολύ καλὸ ὡς ἀφήγηση καὶ πολύ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἱστορικὴ μαρτυρία.
    Κατὰ πῶς φαίνεται, γιὰ τοὺς λίγους γραμματισμένους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὁ κομμουνισμὸς ἦταν κάτι σὰν μάρκα τσιγάρων, πού διαλέγεις βάσει προσωπικῆς προτιμήσεως, ἐνῶ, κάλλιστα, μπορεῖς νὰ διαλέξεις καὶ κάποιαν ἄλλην. Σὰν νά ἀγοράζεις ipad ἀντὶ γιὰ android tablet. Νὰ περνοῦσε, ἄρά γε, ἀπὸ τὸν νοῦ τους ὅτι ἡ λογοτεχνικὴ ἑσπερὶς ἦταν ὅ,τι τὸ πιὸ ταξικῶς ἀντιπαθητικό γιὰ κάποιον πού ἤθελε νὰ θεραπεύσει τὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ προλεταριάτου ; Ἤ, ὅτι τὰ γράμματα πού εἶχαν μάθει ἦταν τὸ ἀνθρώπινο κεφάλαιό τους, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐπέτρεπε νὰ μὴν μοχθοῦν μὲ τὰ χέρια τους, ἀλλὰ νὰ ἔχουν γιὰ τὶς κουραστικές καὶ βρώμικες δουλειὲς τοὺς ἀγραμμάτους ; Ἦταν, λοιπόν, ἀπὸ ταξικὴ πλευρά, φούλ κεφαλαιοκράτες καὶ ὑπηρετοῦσαν καὶ τὸ πλέον παρασιτικὸ τμῆμα τοῦ κεφαλαίου, τὸ χρηματομεσιτικό. Ἄν, μάλιστα, δεχθοῦμε ὅτι ἡ θρησκεία τῶν εὐπόρων εἶναι ἡ ἀθεΐα, ἐξηγοῦμε καὶ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις τους.
    Θὰ ρωτήσω καὶ τοὺς ἐπαΐοντας : Ὑπάρχει περίπτωση νὰ δημοσίευε ὁ «Ριζοσπάστης» τοῦ 1924 τὸ κείμενο αὐτό ; (μὴν μοῦ ἀπαντήσετε τὸ προφανές : ξέρω ὅτι τὸ συγκεκριμένο δὲν τὸ δημοσίευσε, ἀλλὰ δημοσίευσε τότε κάτι παραπλησίως ρομαντικό 😉

  31. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    30 – H κινεζική φυλή Τρόλ λίνγκ (που λέει κι ο κίντ) σ΄αυτό το νήμα; μπερδευτήκατε αγαπητέ, το νήμα για την γλώσσα είναι αλλού, μή το μαγαρίζετε με την παρουσία σας αφού δεν σας αρέσει, ειδικά αυτό το κείμενο που μιλάει για νεανικό έρωτα, κάτι που ενοχλεί τις εθνικές σας αισθήσεις.

  32. Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας said

    Συγγνώμην, φαίνεται τὸν κομμουνισμὸ καὶ τὸν «Ριζοσπάστη» τοὺς φαντάσθηκα καὶ οὐδὲ μνείαν αὐτῶν ποιεῖται τὸ ἀφήγημα.

  33. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Εάν απο αυτό το κείμενο σας έμεινε ο κομουνισμός και ο Ριζοζσπάστης, τοτε είστε απο αυτούς που βλέπουν το δέντρο, και δεν βλέπουν το αισθησιακό δάσος της ζωής, οπότε, συγνώμη ζητήστε απο τον εαυτό σας που του σκοτώσατε τις αισθήσεις.

  34. spiral architect said

    Μα είναι γνωστόν τοις πάσιν ότι, δια όλα τα δεινά του τόπου πταίωσιν οι γκουμουνισταί! 😀

  35. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Ζώντας το σαξές στόρι στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, με μια κυβέρνηση που κατάφερε (με κάποιες παράπλευρες απώλειες είναι αλήθεια) να φέρει των χώρα στην ανάπτυξη, (η ανάπτυξη δεν το ξέρει ακόμα βέβαια) λησμόνησα οτι οι γκουμουνισταί μας έρίξαν στον γκρεμό. Ευτυχώς που δεν είναι κυβέρνηση, γιατι θα μας έπαιρναν τα σπίτια.

  36. Γεώργιος Ἰακ. Γεωργάνας said

    Ὄχι, δὲν μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὁ κομμουνισμός, οὔτε ὁ Ριζοσπάστης καί, ὄχι, δὲν πταίουν γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ τόπου οἱ («αἱ κομμουνισταί» εἷναι τὸ ὀρθὸν) κομμουνισταί. Ναί, ὁ ριζοσπαστισμὸς τῶν ἐπαρχιωτῶν, παρασιτικῶν καὶ μεταπραττῶν μικροαστῶν μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί, ναί, ὁ ριζοσπαστισμὸς τῶν μικροαστῶν πταίει γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ δεινὰ πού ὑπέστησαν οἱ ὀλίγοι γνήσιοι κομμουνισταί (καὶ κάμποσοι δῆθεν ριζοσπάστες μικροαστοί). Ὁ Γιῶργος Μαργαρίτης, στὴν «Ἱστορία τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου» γράφει ὅτι αὐτοὶ στελέχωσαν τὸν ΕΛΑΣ καὶ τὸν ΔΣΕ, μὲ κύριο ἐφόδιο τὴν πεῖρά τους ἠγεσίας καὶ διοικήσεως στὰ χρόνια τοῦ παρεμβατικοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους τοῦ Μεσοπολέμου. Τὸ ἀφήγημα τοῦ δίδει πανηγυρικῶς δίκιο. Πρῶτα ἡ Κατοχὴ καί, ἀργότερα ἡ διαφαινομένη μεταπολεμικὴ ἀνοικτὴ οἰκονομία σήμαινε πλήρη ἐξάρθρωση τῆς μικρῆς ἐξουσίας ποὺ εἶχαν, ἀλλὰ πού τὴν ἤθελαν λίγη καὶ ἀσφαλῆ. Καὶ εἶχαν καὶ τοὺς «Χίτες» νὰ τὴν διεκδικοῦν κι αὐτοί, ὡς «Ἕλληνες Χριστιανοί».
    Ἀλλὰ ὁ «Ριζοσπάστης» προχωρεῖ τὴν πλοκὴ στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο κρίσιμα σημεῖα τῆς πλοκῆς καὶ ὁ κομμουνισμὸς στὸ δεύτερο. Θὰ ἦταν τἄχα ἴδιο τὰ ἀφήγημα, ἂν ὁ νέος ἀγόραζε καὶ ἐπεδείκνυε τὸ «Ἐλεύθερον Βῆμα» ἢ τὴν «Πολιτεία» καὶ ἂν ἡ κοπέλλα ψιθύριζε ὂτι κι ἐμένα μοῦ ἀρέσει, ξέρετε, ὁ Φασισμός (Ντ’ Ἀννούντσιο κλπ) πού ἐθεωρεῖτο τότε ἀπὸ πολλοὺς βενιζελικοὺς καὶ παλαιο-μεταξικοὺς ὅτι ἔσωσε τὴν Ἰταλία ; Καὶ ὁ Μουσολίνι ἦταν, βάσει στοιχείων (μία τοὐλάχιστον τὴν ἡμέρα ἐπὶ 20 καὶ πλέον χρόνια τεκμηριωμένα, ἀφοῦ δὲν πέταγε γράμμα γιὰ γράμμα μὲ τὶς σχετικὲς ἐντυπώσεις γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του !), πολύ πιὸ ἐρωτικὸς ἀπὸ τὸν (μονογαμικὸ και παίζεται) Λένιν ! Δὲν θὰ ἦταν πατριωτικό, βεβαίως, γιὰ τὴν κοπέλλα, ἀφοῦ ὁ Μουσολίνι εἶχε μόλις βομβαρδίσει τὴν Κέρκυρα, ἀλλὰ οἱ ἰδεολόγοι δὲν πτοοῦνται ἀπὸ Ἑλληνοχριστιανικὲς προλήψεις, ὅπως φανερώνει καθαρὰ τὸ ἀφήγημα. Ἀφοῦ εἶχε ἐξασφαλισμένη δουλειὰ καὶ καλὸ συνοικέσιο, πόρτα γιὰ τὸν χειμῶνα, τὴν παίρνει καὶ γιὰ ἀθεΐα καὶ γιὰ ρομαντισμὸ καὶ γιὰ ἔρωτα (μὲ ἄνδρα μὲ σίγουρη δουλειά, ἐννοεῖται) καὶ γιὰ κομμουνισμό (ἢ φασισμό) ! Ἔτσι μικροαστικὰ καὶ ἐξασφαλισμένα τὸν καταλαβαίνετε τὸν ἔρωτα ; Φαντάζομαι γι’ αὐτὸ φαίνεται καὶ ὁ νέος νὰ φέρει ὡς ὅρον συγκρίσεως τῆς λύπης τοῦ χωρισμοῦ τὴν λύπη τοῦ νὰ «φορέσει τὸ χακί».

  37. sarant said

    Κύριε Γεωργάνα, σας παρακαλώ θερμά να μην ξαναγράψετε εδώ. Τα πολιτικά σας είναι βεβαίως γνωστά και απεχθή, αλλά τώρα λερώσατε και προσφιλή μου πρόσωπα έστω και σε υποθετικό λόγο.

  38. spiral architect said

    @38: Πόσο πια «από πάνω» θέλετε να βρεθείτε; Δηλαδή ο ριζοσπαστικός νέος του μεσοπολέμου, θα’ πρεπε να ήταν απαραίτητα φασίστας και όχι κομμουνιστής, μιας και η αποδοχή της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας ήταν η φυσική εξέλιξη του «βενιζελισμού εν Ελλάδι» και ο Μουσολίνι ήταν πιο ερωτιάρης απ’ τον Λένιν, για να μπορέσει ο νέος να σηκώσει ευκολότερα τους γυναικείους ποδόγυρους;
    Αλλά τι γράφω; Τώρα πια που τελείωσε η ανηλεής διαδικτυακή δαιμονοποίηση των μικροαστών τεμπέληδων ΔΥ, ρίχνουμε τις κατινιές μας -γιατί κατινιές είναι τα γραφόμενά σας- σε τεθνεώτες συγγενείς κατά βάση, κτυπώντας όμως μια κοσμοθεωρία που ακόμα και τώρα σας κάθεται στο στομάχι.
    Μπας και δεν έχετε κερδίσει οριστικά την παρτίδα;

  39. spiral architect said

    … για το #36. 😳

  40. yannisd said

    36: Εγώ δε θα χρησιμοποιήσω πλήθυντικό…
    Ντροπή σου!

  41. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    36 – Eίσαι πολύ βαθιά αρρωστημένος ανθρωπάκο, η ψυχική σου ακαμψία δεν σε άφησε να νιώσεις την ερωτική κίνηση, κι όπου την δείς, την αποστρέφεσαι. Ζήσε το υπόλοιπο της μίζερης ζωής σου, με το άγχος του θανάτου, κι ας είναι ο λυτρωτής σου.

  42. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    38. >>κατινιές είναι τα γραφόμενά

    κρετινιές

  43. stratosbg said

    Reblogged this on a hairless ape.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: