Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ένα αγόρι κοιτάζει φωτογραφίες…

Posted by sarant στο 19 Οκτωβρίου, 2014


Το βιβλίο του Γιώργου Κοτζιούλα «Πικρή ζωή» που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου το έχω ήδη παρουσιάσει εδώ, όταν είχα αναδημοσιεύσει ένα μοιρολόι του Κοτζιούλα για τον «ταχυδρόμο που χάθηκε στις στράτες», δηλαδή τον Κώστα Κοτζιούλα, τον πατέρα του ποιητή. Πολύ δυνατό ήταν το κομμάτι εκείνο, και γι’ αυτό το είχα διαλέξει, αλλά δεν είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικό των περιεχομένων του βιβλίου, μια και η Πικρή ζωή περιέχει κυρίως πεζογραφήματα. Οπότε σήμερα σκέφτομαι να βάλω ένα απόσπασμα από το ομώνυμο πεζογράφημα, την «Πικρή ζωή», που το έγραψε ο Κοτζιούλας στα 1941, ύστερα από παράκληση της λογοτέχνισσας Έλλης Παπαδημητρίου, που σε αυτήν και το αφιερώνει.

Η Πικρή ζωή είναι αφήγημα με αυτοβιογραφικό χαρακτήρα -διόλου παράξενο σε έναν λογοτέχνη που διαρκώς αυτοβιογραφόταν, κάτι που επισημαίνεται πειστικά στο βιβλίο που ετοιμάζει η φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου για τον Κοτζιούλα, και στο οποίο έχω κι εγώ μια μικρή ανάμιξη. Όπως και το ήδη δημοσιευμένο «Από μικρός στα γράμματα», περιέχει παιδικές αναμνήσεις του Κοτζιούλα, όμως με τη διαφορά ότι δεν είναι εστιασμένο αποκλειστικά στα έργα και τις ημέρες του μαθητή Κοτζιούλα όπως εκείνο αλλά έχει πολύ ευρύτερη σκόπευση καθώς εξιστορεί και συμβάντα που έγιναν πριν ο ίδιος γεννηθεί ή που δεν είχαν τον ίδιο πρωταγωνιστή, παραθέτει βινιέτες συχωριανών του ή σχολιάζει γενικά τη ζωή στο χωριό, έχει δηλαδή πολύ ευρύτερη οπτική. Κάνω μάλιστα την εικασία (χωρίς να έχω κάποιο στοιχείο που να την υποστηρίζει) πως ο Κοτζιούλας σταμάτησε κάπως απότομα τη συγγραφή τον Μάιο του 1941 εξαιτίας της γερμανικής κατοχής, και πως αν δεν ήταν η κατοχή που άλλαξε βίαια τα δεδομένα της ζωής του θα συνέχιζε την αφήγηση σε πολύ περισσότερες σελίδες (αν και ήδη το υπάρχον κείμενο ξεπερνάει τις 120).

Το απόσπασμα που διάλεξα να παρουσιάσω (υπάρχουν κι άλλα πολλά που είναι πολύ αξιόλογα και προσφέρονται για χωριστή αναδημοσίευση) περιστρέφεται γύρω από τις φωτογραφίες. Θυμίζω ότι ο Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909, άρα ήταν γύρω στα 9 με 12 όταν έγιναν αυτά που περιγράφει.

Με αστερίσκο σημειώνω κάποιες δύσκολες λέξεις που τις εξηγώ στο τέλος -αν αφήσω καμία, ρωτάτε.

Μια από τις μεγαλύτερες χαρές των παιδικών μου χρόνων είταν να μαζεύω στπν κατοχή μου φωτογραφίες.

Πριν φύγει ο θείος μου για το στρατό δεν είχαμε στο σπίτι μας ούτε μια φωτογραφία. Μονάχα ξενιτεμένοι στέλναν απ’ αυτές, ξενιτεμένοι που έλειπαν χρόνια απ’ τους δικούς των, σε μέρη μακρινά, κι εμείς δεν είχαμε κανέναν τέτιον ακόμα. Οι άλλοι, που δεν κουνούσαν απ’ τον τόπο, δεν είχαν σκεφτεί ποτέ τους να φωτογραφιστούν. Αργότερα μόνο άρχισε να παρουσιάζεται στα πανηγύρια μας ένας φωτογράφος απ’ τ’ αντικρινά χωριά και τότε αποτόλμησαν να σταθούν πρώτες μπρος στο φακό οι γυναίκες των οικογενειών που μεγαλοπιάνουνταν κι αρχοντοφέρνανε, πρωτοπόρες σε όλα του χωριάτικου πολιτισμού.

Τις πρώτες φωτογραφίες του ο Χρίστος [ο θείος του ποιητή] μάς τις έστειλε απ’ τα Γιάννινα. Οι καλύτερες όμως κι οι περισσότερες μας ήρθαν απ’ το μέτωπο ιπς Μακεδονίας, όπου δεν άργησε να πάει μαζί με τους πιο πολλούς πατριώτες μας. Ύστερα η σύσταση άλλαξε και τα γράμματά του ξεκινούσαν απ’ το εσωτερικό τπς Μικρασίας, χωρίς αναγραφή τόπου, μόνο ένα Τ.Τ. 930.

Τι αγωνία που στοίχισε στο σπίτι μας αυτός ο φευγάτος πολεμιστής! Ήταν η καθημερινή μας συλλογή, ο ατέλιωτος καημός μας. Δεν περνούσε μερόνυχτο που να μην τον μελετήσουμε, καθένας χωριστά κι όλοι μαζί. Πιο πολύ τον θυμούμαστε τα βράδια, όταν είχαν πια συναχτεί όλοι απ’ τις δουλειές, ή στην τάβλα όπου καθόμασταν να φάμε.

–    Τι να γίνεται κι εκείνο το παιδί! αναστέναζε κάθε τόσο η βάβω.

Ήταν ο μικρότερος από τους γιους της και φαίνεται πως τον αγαπούσε περισσότερο. Ίσως πάλι η αγάπη της γι’ αυτόν να μεγάλωσε εξαιτίας της πολύκαιρης απουσίας του, που έκαμε τόσα χρόνια να γυρίσει ανάμεσά μας. Όταν ένας λείπει καιρό από το σπίτι, στη δική του τη νοσταλγία ανταποκρίνεται πολλές φορές η λαχτάρα των δικών του προς αυτόν.

–    Έχουμε κάνα γράμμα; να ποια ήταν η πρώτη ερώτηση της βάβως όταν έμπαινε ο πατέρας στο σπίτι κουβαλώντας το ταχυδρομείο.

Καταλάβαινε τι θα της απαντούσε από την έκφρασή του, πριν ανοίξει ακόμα το στόμα. Όταν δεν είχε γράμμα από τον αδερφό του, ήταν κατσούφης και αμίλητος. Αλλά κι άμα είχε λάβει, ούτε τότε το διάβαζε ο ίδιος στη μάνα του που λαχταρούσε η δύστυχη ν’ ακούσει. Του ερχόταν σα ντροπή να κάτσει και να τπς επαναλάβει τα λόγια τα γραμμένα στο χαρτί, με τις απαραίτητες αισθηματολογίες, «σας ασπάζομαι» στο τέλος και λοιπά. Έχοντας ανατραφεί μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα που της είναι ξένα τα χαϊδέματα και τα γλυκόλογα, φοβούνται ύστερα μήπως εκθέσουν τον αντρισμό τους αν παρασυρθούν από διαθέσεις όχι και τόσο αρρενωπές, από συγκινήσεις γενικά.Ίσως πάλι το φαινόμενο τούτο να μην είναι γενικό.

Το ήξερε αυτό η γιαγιά μου κι από μένα μόνο περίμενε να της διαβάσω. Παρακολουθούσε μια τα χείλη μου, μια το χαρτί, για να εντυπώσει βαθύτερα μέσα της το περιεχόμενο. Εγώ ήξερα πως της ήτανε κόπος εκείνες οι απλές άλλωστε έννοιες, καθώς αραδιάζουνταν η μια πίσω απ’ τπν άλλη, γι’ αυτό διάβαζα όσο μπορούσα πιο αργά. Είταν σα μια μικρή τελετουργία η ανάγνωση εκείνη, με τις καθιερωμένες φράσεις της εισαγωγής και το αλλοιωμένο κάπως λεχτικό του επιστολογράφου. Ο αναγνώστης προσπαθούσε κι αυτός να προσαρμοστεί με την περίσταση δίνοντας αλλιώτικο τόνο στη φωνή του, που άφηνε τη φυσικότητα κι επιδίωκε κάτι το επίσημο.

Ωραία ευκαιρία να ξανακούσει η βάβω τα λόγια του γιου της έβρισκε με τον ερχομό της μιας ή της άλλης θυγατέρας της, που ήθελαν κι εκείνες ν’ ακούσουν τι έγραφε ο αδερφός. Έκανε πια έτσι απόθεμα ως την άλλη βδομάδα, όπου θα παίρναμε την καινούργια βραχεία (γιατί μ’ αυτές συνήθιζαν ν’ αλληλογραφούν οι στρατιώτες). Το ταχυδρομείο ερχόταν κάθε Δευτέρα και Πέφτη βράδι· κι αν δεν είχαμε γράμμα τη μια φορά, θάχαμε την άλλη. Σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου αργούσαμε δυο και τρεις βδομάδες να λάβουμε είδηση απ’ το μέτωπο. Τότε η ανησυχία μας έφτανε στο κατακόρυφο κι έβλεπες τη βάβω να διπλασιάζει τους σταυρούς της πριν να κοιμηθεί. Τότε ήταν που σάλευαν αλαφρά και τα χείλη της, Κύριος οίδε για ποια αυτοσχέδια προσευχή.

Η χαρά μας είταν ακόμα μεγαλύτερη όταν ανοίγοντας το φάκελλο βρίσκαμε και φωτογραφία μέσα. Ήταν πια σα να λαβαίναμε δυο γράμματα μαζί.

–    Φωτογραφία! φώναζα όλο χαρά στις γυναίκες.

Σκύβαμε όλοι μαζί απάνω απ’ την εικόνα της στιγμής, που παράσταινε το Χρίστο μας με τόνα πόδι απάνω στ’ άλλο και τη λόγχη απλωμένη στο γόνατο ή να κρατιούνται από το χέρι, σε αδιάσπαστη χειραψία μ’ έναν άλλο, από τους φίλους του της πρώτης γραμμής. Τα δυο του γαλόνια φαίνονταν καθαρά κάτου απ’ τον αγκώνα, δείχνοντας πως ο θείος μου είχε το βαθμό του λοχία.

Μας είχε στείλει αρκετές φωτογραφίες ο Χρίστος απ’ το μέτωπο. Ξεχώριζε σε όλες με το γλυκό πρόσωπο, την ανεπίδειχτη στάση και την ψυχραιμία της μορφής του. Από το σύνολό του ξεχυνόταν ένας αέρας παληκαριάς αχώριστης απ’ τη σεμνότητα. Ήταν ένας ήρωας παρθενικός, όπως τόσα άλλα παιδιά των χωριών μας, που είχαν δεχτεί το βαρύ τους ρόλο δίχως να υποψιάζουνται τη σημασία τους. Αν ονόμαζες κανέναν απ’ αυτούς σωτήρα της πατρίδας, θα σε κοιτούσε χωρίς άλλο παραξενεμένος. Συνηθισμένοι στην υπακοή και στην τίμια εκπλήρωση κάθε δουλιάς που αναλάβαιναν, δεν έδιναν στον πόλεμο κανένα υπερβατικό περιεχόμενο. Πολεμούσαν ατρόμητα όπως θα όργωναν το χωράφι τους χωρίς να ξαποστάσουν.

Δεν είχαν όμως όλοι την ατάραχη μειλιχιότητα του θειου μου στην εμφάνισή τους. Άλλοι κορδώνουνταν και σταφνίζονταν(*) σα νάτανε γαμπροί. Έπαιρναν στάσεις θεατρικές, άφηναν να τους κολλούν από γύρω ηχηρά συνθήματα οι φωτογράφοι: Ζήτω η πατρίς! ή: Ενθύμιον του ενδόξου στρατού μας! ή: Ορκιζόμεθα να φθάσωμεν εις τον Σαγγάριον!

Σε λίγες ο Χρίστος ήταν φωτογραφισμένος μοναχός του. Στις περισσότερες είχε δίπλα του και άλλους, χωριανούς μας ή από περιφέρειες γειτονικές. Τους ξέραμε έναν έναν, με τα ονόματα και την καταγωγή τους, τους ήξεραν ακόμα κι οι γυναίκες.

–    Να, έλεγαν, αυτός εκεί είν’ ο Κώτσιο Κολιοφούκας, ο άλλος ο κουκουντισμένος είν’ ο Λάμπρη Παπαγιώργης απ’ τα Χέλια κι εκείνος παρέκει που κοιτάει σα σγκαϊδός(*) είν’ ένα παιδί απ’ τους Κλαζιάδες, Κωλοκούρη τον λένε. Τί λογής άνθρωπος λογιόταν αυτός ο Λιαροκάπης απ’ τους Κλαζιάδες; Έ, θέλει και ρώτημα! Μια που συνδεόταν με το Χρίστο μας κι είχανε βγάλει φωτογραφία μαζί, θα ήταν καλός και περίκαλος· κι ας κοίταζε όσο ήθελε αλλοίθωρα.

Με το φτάσιμο των φωτογραφιών μαθαίναμε άγνωστα μέρη, πολιτείες της Ανατολής που με δυσκολία τις πρόφερνες: Αφιόν Καραχισάρ, Εσκί Σεχίρ. Οι γυναίκες ποτέ δεν τις συλλάβιζαν σωστά- εμάς των παιδιών έκοβε καλύτερα η γλώσσα. Μας έστελναν και απόψεις αυτών των μερών, σιδηροδρομικούς σταθμούς, πλατείες και τέτοια, χρωματιστές ή σκέτο σκούρο. Οι κάρτες πάλι μ’ εκείνα τα ωραία ζευγάρια που φιλιόνταν ή τ’ αγγελούδια που κατέβαιναν να μας ευκηθούν Χριστός Ανέστη, αυτά ήταν άλλη μαγεία.

Απ’ όλες τις φωτογραφίες περισσότερο μου άρεσε μια, επειδή σ’ αυτήν έβλεπες παραπάνω απ’ τα μισά παιδιά του χωριού μας. Κάποτε που ανταμώθηκαν σε κάποιο απ’ τα σημεία του μετώπου, έχοντας να ιδωθούν μήνες και χρόνια ως τα τότε, αποφάσισαν να φωτογραφιστούν όλοι μαζί και να στείλουν για ενθύμιο από μία. Ήταν εκεί όλες οι φάτσες, όλα τα σουλούπια. Οι μπροστινοί κάθουνταν διπλοπόδι ή ακουμπούσαν στο ένα τους γόνα· οι παραπίσω στέκονταν ορθοί, ο ένας κολλητά στον άλλον. Κι όλοι στριμώγνονταν για να φανούν, από μερικούς μόνο τα κεφάλια τους ή το μέτωπο φαίνονταν. Τους ξέραμε έναν έναν, τους είχαμε δει τόσες φορές, άλλος ήταν τσοπάνος, άλλος τσαρουχάς, όλοι γνωστοί. Αλλά εκεί μέσα το πρόσωπο και το παρουσιαστικό τους έπαιρνε έναν αλλιώτικο χρωματισμό, γινόταν κάπως άπιαστο κι αιθέριο. Θα έλεγε κανείς πως είχαν μεταμορφωθεί απ’ τη μεσολάβηση του χρόνου και του φωτογράφου.

Μονάχα ένας διατηρούσε την παλιά έκφρασή του. Αυτός είταν ο Δημητράκης του Γιάννη, πρώτα ξαδέρφια με τον πατέρα μου. Υπηρετούσαν σε διαφορετικούς σχηματισμούς με το Χρίστο, αλλά η τύχη τούς είχε σμίξει αυτή τη φορά. Ενώ λοιπόν όλοι οι άλλοι είχανε πάρει στη φωτογραφία μια στάση ανάλογη με την περίσταση, ο Δημητράκης πρόβαλλε από την αριστερή γωνιά ρίχνοντας πλάγια ένα βλέμμα δύσπιστο και σάμπως ερευνητικό. Κοίταζε με κάποια ανησυχία, σα να του έλειπε κάτι, κι όχι προς το μέρος το δικό μας, αλλά προς την κατεύθυνση των συστρατιωτών του.

–    Μωρέ, για κάμετε χάζι δω το Δημπτράκη! παρατήρησε κάποιος απ’ το σπίτι μας. Δε σας φαίνεται πως έτσι που τηράει βρίσκεται σε κάνα μαντρί κι αντεικιάζει(*) απ’ τη λεισιά(*), να ιδεί αν είναι όλα τα πρόβατα μέσα;

Η παρατήρηση ήτανε πραγματικά πολύ πετυχημένη. Ο Δημητράκης, που φεύγοντας από τη στάνη του, ψηλά από τα Κουτούπια και τα Γράβια, βρέθηκε στα σύνορα του ελληνισμού κι ακόμα παραπέρα, έχοντας αντικαταστήσει κοντοκάπι και μπουραζάνα(*) και τσαρούχια με αμπέχωνο και σκελέα κι αρβύλες, δε φαινόταν καθόλου αλλαγμένος στη φωτογραφία. Η τσοπάνικη πονηριά δεν είχε υποχωρήσει από το πρόσωπό του. Δεν είχε μεταβάλει άλλωστε σύστημα ζωής εκεί πέρα. Η κλεψιά, που ήταν η ξέχωρη επίδοσή του, βρήκε τρόπο να φέρει τους καρπούς της κι εκεί, στο έδαφος της κατοχής. Έκανε συμμαχία με άλλους όμοιούς του, ακόμα και βαθμοφόρους, ελεύθερος έτσι να κλέβει χωρίς έλεγχο ζώα χοντρά, γελάδια και μουλάρια. Τα κέρδη τα μοιράζονταν ύστερα κανονικά κι αυτή η δουλιά τράβηξε ως το τέλος του πολέμου. Τα μολογούσε κατόπι στο σπίτι μας κι εγώ άκουγα μ’ ανοιχτό στόμα τις ζωοκλοπικές εκείνες περιπέτειες.

Τώρα περνούσα την ώρα μου με τις φωτογραφίες. Τις αράδιαζα χάμου, τις έβανα έτσι, τις χαλούσα, τις ξανατοποθετούσα, προσπαθώντας να καταλήξω σ’ ένα σχέδιο που θάτανε τ’ οριστικό. Τα πειράματα αυτά κι οι ετοιμασίες μου αποβλέπανε σε καλύτερες μέρες, τότε που θα χτίζαμε καινούργιο σπίτι και θα τις κρεμούσαμε στον τοίχο· καθόλου δε γινότανε λόγος για τώρα, θα τις μαύριζε αλύπητα η καπνιά.

Η μανία μου αυτή ν’ αραδιάζω τις φωτογραφίες καταγής και να τους αλλάζω θέση ολοένα, χώρια τα πρόσωπα, χώρια τα τοπία, εδώ τις πλάγιες, εκεί τις ορθές, πότε με τα χρώματα ανακατωμένα, πότε ξεχωρίζοντάς τα με λεπτολογία, η μανία μου λοιπόν αυτή έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση τις γυναίκες. Δεν τις άφηνα να σκουπίσουν, να ζυμώσουν, να κοιτάξουν τις δουλιές των. Αλλά δεν έλεγαν τίποτε κι ούτε μ’ εμπόδιζαν απ’ την αθόρυβη όσο κι επίμονη διασκέδαση που μ’ είχε αποροφήσει.

Πόσες ώρες έχασα τοποθετώντας ατέλιωτα εκείνα τα τετράγωνα, τα παρδαλά χαρτιά και μελετώντας τις φυσιογνωμίες, χωρίς αυτό ποτέ να με κουράζει! Μου φαινόταν πως ταξίδευα έτσι μακριά, πως έπιανα κουβέντα με πλάσματα παράξενα κι ελκυστικά, όχι του κόσμου τούτου.

 

Λέξεις:

αντεικιάζω: λογαριάζω με το νου μου.

κουκουντισμένος: αυτός που στέκεται ανακούρκουδα.

λεισιά: πόρτα σε μαντρί, πέρασμα.

μπουραζάνα: βλάχικο υφαντό παντελόνι, φαρδύ και φουσκωτό

σγκαϊδός: αλλήθωρος

σταφνίζομαι: ισιώνω επιδεικτικά το κορμί μου, «λαμβάνω προπετή θέσιν μη εμπρέπουσάν μοι» που λέει το λεξικό του Ηπίτη, σημειώνοντας ότι είναι διαλεκτικός τύπος της Ηπείρου. Από το στάφνο, που είναι το νήμα της στάθμης, το αλφάδι, και μεταφορικά το μέτρο.

 

Και σαν ένα τελευταίο σχόλιο -άραγε αυτή η επίμονη ενασχόληση με τις φωτογραφίες, αυτή η κουβέντα με πλάσματα παράξενα κι ελκυστικά, όχι του κόσμου τούτου, δεν θα έπαιξε το ρόλο της στη διαμόρφωση της έφεσης του Κοτζιούλα στην ποίηση;

Όμως το άρθρο θα ήταν λειψό χωρίς έστω και μια φωτογραφία. Κι αφού φωτογραφίες του ποιητή από την παιδική του ηλικία δεν υπάρχουν, για τους λόγους που μας εξηγεί ο ίδιος, βάζω, παρμένη επίσης από την Πικρή ζωή, μια φωτογραφία της εποχής που γράφτηκαν αυτές οι αναμνήσεις.

kotzdexameni

Δεξαμενή 1941. Από αριστερά κοιτάζουν το φακό: Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κοτζιούλας, Σταύρος Τσακίρης, Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης. Με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, ο Βάρναλης.

Advertisement

29 Σχόλια προς “Ένα αγόρι κοιτάζει φωτογραφίες…”

  1. Δημήτρης Μ. said

    Καλημέρα!

    Τι σημαίνει «κουκουντισμένος», Νίκο;

  2. sarant said

    Καλημέρα!

    Έπρεπε να το εξηγήσω,

    Κουκουντισμένος, αν δεν κάνω λάθος, είναι αυτός που στέκεται ανακούρκουδα (με τα γόνατα λυγισμένα και να στηρίζεται στα δάχτυλα τωνποδιών, συνηθισμένη στάση σε φωτογραφίες πλήθους.

  3. atheofobos said

    Χωρίς να είναι σπουδαίο το διήγημα μας δίνει μια καλή εικόνα για το πόσο σημαντική ήταν τότε μια φωτογραφία.
    Τι σημαίνει,κουκουντισμένος ;

  4. spiral architect said

    Εξαιρετικό!

    Καλημέρα σας. 🙂

  5. sarant said

    Καλημέρα!

    3: Vide supra, που λένε 🙂

  6. Επιτέλους, μια αξιοπρεπή θέση.

    Αλήθεια… ποιο αγόρι κοίταζε τις φωτογραφίες;

    Πρέπει να διαβάζεις πρώτα το άρθρο, θα μου πεις, και μετά να σχολιάζεις. Αλλά αμαρτία εξομολογουμένη δεν είναι αμαρτία. Πάντα έχω την κρυφή ελπίδα να προλάβω τον Γς. Τι να κάνουμε;

    Διότι αυτός οὐκ ἔλαθε βιώσας.

    Το γλώσσα λανθάνουσα, αλήθειαν λέγει, είναι όχι απλώς μεταγενάστερο αλλά σχολική παρλαπίπα ηλικίας που την πιθανολογώ όχι μεγαλύτερη των 100 ετών

  7. αλλοίθωρα

    Το έγραφα πάντα έτσι μέχρι που με τσάκωσε το διορθωτικό της Μακέντα, τότε που τα φορτώναμε χωριστά. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου…
    άλλο τ’ ὁρῶ… δεν σήκωνε κουβέντα. Ρώτησα παντού… όλοι συμφωνούσαν με το διορθωτικό. Υπέκυψα κι εγώ. Συνηγορεί και ο Μπαμπ. Συναρμογή των αλλού -θωριά. το λέει.

    Τώρα το γράφω όπως όλοι σας… αλλά δεν μου αρέσει.

    Θ’ αρχίσω να συμπαθώ τον Κοτζιούλα… κάτι που δεν το περίμενα

  8. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    Θα λείψω για μερικές ώρες.

  9. Υπέροχο άρθρο

    Υπέροχο διήγημα… Κινδυνεύω να ενδώσω!!!

    Υπέροχα πράγματα

    Υπέροχη φωτογραφία.

    Υπέροχο το σταφνίζεται. Πού να φανταστεί κανείς το νήμε της στάφ/θμης

    Λείπουν οι ετυμολογιές των άλλων.

    Ρίξτες παρακαλώ. Όλο και κάτι περισσότερο θα ξέρεις.

  10. Gpoint said

    Ωραίο !

    αυτός ο Δημητράκης … για κρητικάτσι μου μοιάζει με τις συνήθειες που είχε…

  11. Gpoint said

    Κιένα κουίζ (ευκολακι ), Κυριακή σημερα…

    Πως λένε οι Αφγανοί την οφθαλμοπορνεία :

  12. cronopiusa said

    Slim Gaillard – Tee Say Malee

    Τι σε μέλει εσένανε – Μαρίκα Παπαγκίκα

    Άνθη της πέτρας (Η Χώρα του Κώστα Μπαλάφα)

    Smyrna 1922

  13. Voulagx said

    Διόρθωση: «Οι καλύτερες όμως κι οι περισσότερες μας ήρθαν απ’ το μέτωπο [της] Μακεδονίας,…»
    Πολύ ωραίο!

  14. spiral architect said

    @7: […] Θ’ αρχίσω να συμπαθώ τον Κοτζιούλα… κάτι που δεν το περίμενα

    Μερικές φωτογραφίες κάνουν μερικούς ακόμα πιο συμπαθητικούς. Εδώ π.χ. στην παρέα της Δεξαμενής(;). 😉
    (μιλώ σαν φωτογράφος)

  15. Παναγιώτης Κ. said

    «Στάφνο» το νήμα της στάθμης!

    Κουίζ: Είμαστε στο δάσος και έχουμε σουγιά , σχοινί και …χρόνο.Πως θα δημιουργήσουμε στο έδαφος ένα οριζόντιο επίπεδο;

  16. Παναγιώτης Κ. said

    «Ένα αγόρι κοιτάζει φωτογραφίες»

    Ονομαστική γιορτή σε χωριό της Ηπείρου πριν 55 περίπου χρόνια.Αϊ Δημήτρης σαν και τώρα.
    Ο εορτάζων άνδρας του σπιτιού είναι στα ξένα.Αυτές που έχουν μείνει δέχονται επισκέψεις για τα «χρόνια πολλά».
    Τσούρμο τα παιδιά για τον ίδιο λόγο και για το καθιερωμένο λουκούμι.
    Το ντεκόρ του «οντά» (σαλόνι):Στον τοίχο χοντρό μπλε χαρτί-σαν και αυτό που καμπλαντίζαμε τα τετράδια και τα βιβλία εκείνα τα χρόνια- με φωτογραφίες,αρκετές φωτογραφίες, με ειδικό τρόπο τοποθετημένες και το κουίζ της αναγνώρισης των εικονιζόμενων προσώπων από τα παιδιά, γραμμόφωνο να παίζει ας πούμε «στης πικροδάφνης τον ανθό» ,τα καλά στρωσίδια στα μπάσια και εργόχειρα στον τοίχο.

    Ο Γκοτζιούλας περιγράφει πολύ ωραία τη εποχή εκείνη η οποία συμπίπτει με τις αφηγήσεις αθρώπων που πήραν μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και είχα την τύχη να τις ακούσω στα μικρά μου. Το εκπληκτικό γιαμένα είναι ότι δεν τις έχω ξεχάσει. Μιλούσαν λοιπόν οι αφηγητές για το Εσκί Σεχίρ και για να μαθαίνει το παιδί δηλαδή εγώ, έλεγαν και Δορύλαιο, την Ελληνική ονομασία.

  17. Theo said

    Καλημέρα,

    Ωραίο το διήγημα του Κοτζιούλα.

    Θυμήθηκα κι εγώ τις οικογενειακές φωτογραφίες. Τις περιεργαζόμουν κι εξερευνούσα άγνωστους κόσμους, μιαν εποχή που δεν είχα γεννηθεί.
    Μετά τον θάνατο της μητέρας μου, νοικιάσαμε το σπίτι, κρατώντας ένα κλειδωμένο «πλυσταριό», με όσα δεν μεταφέραμε στο καινούργιο διαμέρισμα (και τις φωτογραφίες μαζί με αυτά). Μετά από καιρό έμαθα από τη θεια μου που κληρονόμησε το σπίτι πως έδωσε και το «πλυσταριό» σε κάποιον καινούργιο νοικάρη, ο οποίος πέταξε τις -άχρηστες γι’ αυτόν- φωτογραφίες στα σκουπίδια. Ένιωσα σα να έχασα ένα κομμάτι της ζωής μου, ένα σύνδεσμο με την παιδική μου ηλικία και την προϊστορία της οικογένειας.

  18. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!

    17: Κρίμα, κρίμα.

    16: Έτσι!

  19. Ριβαλντίνιο said

    ( Άσχετο, απλώς μου αρέσει η εικόνα. Κοιτάξτε μούτρα που κάνει η Greece. ) 🙂

    —————————————————————————————

    H Πανάθα η αγνή και η ατρόμητη μόλις έχασε. Θα περιμένουμε όμως μέχρι το βραδάκι για να δούμε στο αντικειμενικό και ουδέτερο κανάλι του προέδρου μας αν έφταιγε η διαιτησία.
    Νίκη στο Μπάσκετ Γυναικών.
    Να δούμε τι θα κάνουμε στο Βόλλευ .

  20. sarant said

    Νέα Κηφισιά 🙂

  21. Ριβαλντίνιο said

    Είμαστε εμείς στο ποδόσφαιρο, αλλά είναι και αυτοί στο μπάσκετ…

  22. Gpoint said

    Πως λένε οι Αφγανοί την οφθαλμοπορνεία :

    ταλιμπανιστήρι !!!!

  23. sarant said

    22: Καλό, μπράβο!

  24. Ιάκωβος said

    Τι ωραίο. Τι απλή γραφή και πόση παρατηρητικότητα στις λεπτομέρειες, που είναι αυτές που δίνουν ζωή στις σκηνές που περιγράφει. «Αφιόν Καραχισάρ, Εσκί Σεχίρ. Οι γυναίκες ποτέ δεν τις συλλάβιζαν σωστά- εμάς των παιδιών έκοβε καλύτερα η γλώσσα».

    Αν σκεφτεί κανείς, το 1922 και το 1944 αλλά σε πολλά μέχρι τη δεκαετία του ’60, το χωριό, κυρίως της ορεινής Ελλάδας , είχε μείνει ίδιο, όπως ήταν τους περασμένους αιώνες.

    Διάβαζα σε ένα βιβλίο για τον Θερβάντες, ενός Τραπιέγιο, ότι ουσιαστικά και στην Ισπανία, (υποθέτω με φωτεινό διάλειμμα την εποχή του Εμφύλιου που γίνανε πράματα και θάματα) το χωριό και η επαρχία δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει από τα χρόνια του Θερβάντες, παρά μόνο στη δεκαετία του ’50, με τα εκσυγχρονιστικά έργα του Φράνκο.

    Και το κλου: Σαράντα χρόνια μετά, και εκεί και εδώ, κυρίως εδώ, το χωριό εξαφανίζεται εντελώς σαν τόπος μόνιμης διαμονής και παραγωγής.

    Κι αυτό είναι πια πια παγκόσμιο φαινόμενο. Οι μισοί Κινέζοι ζουν στις πόλεις για να παράγουν όλες αυτές τις άχρηστες γάτες μπιμπελό που χαιρετάνε, αλλά και τα παπούτσια ημών των μελών των χαμηλών τάξεων, που δεν μπορούμε να αγοράζουμε παπούτσι από τον τόπο μας. Αλλά δεν παράγουν αρκετό ρύζι να θρέψουν τον πληθυσμό τους.

    Δεν ξέρω, η ανθρωπότητα τρέχει γρήγορα, ή απλά μας πήρε ο κατήφορος;

  25. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    24 – Απλώς οι αστικοποιημένοι άνθρωποι, χειραγωγούνται πιο εύκολα, και επιπλέον με την αστικοποίηση τους, δημιουργείται η φούσκα των ακινήτων, (και οι φούσκες των μετοχών, που δίνουν τρελά κέρδη) που μαζί με τους εξοπλισμούς κινούν την παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον μέσω του real etate (που ελέγχουν οι αγγλοσάξονες) ελέγχονται οι οικονομίες των κρατών, όταν νομίζουν οτι γίνονται ισχυρές (Ιαπωνία το 1992 – Ελλάδα του Σημίτη, η Τουρκία τώρα, Ντουμπάι που χτίζουν στην άμμο, και βέβαια η Κίνα που το μπάμ θα ακουστεί μέχρι την Σελήνη) τραβάνε το χαλί, και έρχονται στα ίσια τους.

  26. Ριβαλντίνιο said

    @ 19 ( συμπλήρωση )
    Χάσαμε στο Βόλλευ .
    Νικήσαμε στο Μπέιζμπολ ( μάλλον ).

  27. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    O αγαπημένος Κοτζιούλας. Τ’ αγέρι απ τα Τζουμέρκα ανασηκώνει πάλι τα φύλλα της λήθης ενός απλού, ανυποψίαστου κόσμου, που πάλευε τη ζωή στα άγονα ρουμάνια που του έλαχαν.Η υπόλοιπη πατρίδα, οι φωνές οσων λείπανε στα ξένα ή στον πόλεμο, φτενά γράμματα δυο φορές την εβδομάδα και σπανιότερα, οι μορφές τους φωτογραφισμένες. Ρίγησα στη λέξη-έτσι το λέγαν και οι παλιοί μου,»ήπρεπε να φωτογραφιστώ για την αυτότητα», φράση από την εποχή που ήρθε η ώρα να πάρουν αγροτική σύνταξη και διορθώνανε τα λάθη στα στοιχεία τους αφού στην Κατοχή κάηκαν τα ληξιαρχικά βιβλία και γράφτηκαν μετά όπως όπως.Μια θεία μου φαινόταν γεννημένη 3 χρόνια αφού πέθανε η μάνα της,

    Πάντα μου φέρνει συγκίνηση η γραφή του Κοτζιούλα που ξεπηδά ανεπαίσθητα καθώς κυριεύουν την καρδιά και το νου οι εικόνες του όπως κυλούν γάργαρες και καθάριες οι γραμμές του.

    Και δεν πήγα να πάρω το βιβλίο του ακόμη.Να είναι καλά ο Νικοκύρης που δίνει γερές δόσεις απόλαυσης εδώ.

  28. Gpoint said

    # 19. 26

    Ιστορία έγραψε ο Παμβοχαϊκός

    Όποιος από τους δυο νικούσε θα προκρινόταν για πρώτη φορά σε φάιναλ φορ Λιγκ Καπ. Ιστορία έγραψε τελικά ο Παμβοχαϊκός επικρατώντας με 3-1 του Παναθηναϊκού.

    Μην τα βλέπεις όλα μαύρα…ασπρόμαυρα είναι !

  29. Ριβαλντίνιο said

    @ 28 Gpoint
    » ασπρόμαυρα είναι »

    Είχατε και εσείς τις ατυχίες σας.

    » Σφαλι-Άρη-σε τον ΠΑΟΚ και πάει Final 4 »

    http://www.volleynews.gr/index.php/volleyleague/2014-15/teams/aris/item/22749-%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%BB%CE%B9-%CE%AC%CF%81%CE%B7-%CF%83%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CE%BF%CE%BA-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%AC%CE%B5%CE%B9-final-4

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: