Νερό αγάμπεϊμ – Σού αδερφέ μου (Διήγημα του Λεώνικου Καλαχώρα)
Posted by sarant στο 4 Οκτωβρίου, 2015
Πέρυσι τέτοιον καιρό είχα δημοσιεύσει ένα διήγημα του φίλου μας του Λεώνικου. Πριν από λίγο καιρό μού έστειλε ένα ακόμα διήγημά του, «για τη Μικρασιατική Καταστροφή», όπως υποσημειώνει, και το δημοσιεύω με χαρά.
Επειδή εδώ λεξιλογούμε, να σημειώσω ότι «σου» είναι το νερό στα τούρκικα, μια λέξη που έχει αφήσει κάποια ίχνη στο ελληνικό λεξιλόγιο, ας πούμε «σούμπασης» ήταν ένας αξιωματούχος στο οθωμανικό κράτος που είχε αρμοδιότητα την ύδρευση, ενώ μια από τις παραλλαγές της παροιμίας «για την κενόδοξη σύζυγο» είναι και η «να με λένε σουμπασίνα, κι ας πεθαίνω από την πείνα. Σήμερα επιβιώνει το επώνυμο Σούμπασης. Έχουμε επίσης το «σουλαντίζω» που σημαίνει ποτίζω (από τον αόριστο του αντίστοιχου τουρκικού ρήματος), και σουλαντιστήρι το ποτιστήρι. Τέλος, το θεσσαλονικιό τοπωνύμιο Σεΐχ Σου σημαίνει «νερό του σεΐχη», από μια βρύση που υπήρχε στην περιοχή.
Μια άλλη λέξη που έχει το διήγημα και δεν είναι γνωστή είναι η ταρίκα, που σημαίνει τάγμα στους σούφηδες και στον μουσουλμανικό μυστικισμό.
Αλλά ας δώσουμε τον λόγο στον Λεώνικο.
Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου
Σε όλες τις γενναίες ψυχές
πάνω από λαούς και γλώσσες
Ο Οσμάν άνοιξε τα μάτια, πήρε βαθιά ανάσα, αφουγκράστηκε την ήρεμη αναπνοή της φαμίλιας του και χασμουρήθηκε· τεντώθηκε και μ’ ένα ‘χα’ πετάχτηκε πάνω. Αυτό το ‘χα’ ήταν το πιο χαρακτηριστικό μέρος της καθιερωμένης πρωινής ιεροτελεστίας του σπιτικού του· του άνοιγε το στήθος, το λαιμό και, το πιο σημαντικό, ειδοποιούσε τους τυχόν γκρινιάρηδες και μαχμουρλήδες ότι το σπίτι είχε ξυπνήσει και ο αφέντης ήταν έτοιμος, μια χαρά· σιδερένιος από υγεία και από όρεξη γεμάτος.
Κανένας όμως δεν κουνήθηκε σήμερα· ούτε παιδί, ούτε η γυναίκα του, το πιο προκομμένο κορίτσι του ντουνιά, που τον προλάβαινε πάντα. Ο φόβος βλέπεις! Ο φόβος που, μέρες τώρα, ερχόταν ύπουλα, σα σκιά, και σιγά σιγά τους πλάκωνε την καρδιά, τους μάργωνε τα μέλη και τους έκλεβε τη χαρά. Είχε, βλέπεις, κλάψει αποβραδίς. Ο πόλεμος την τρόμαζε και ας ήταν πολύ μακριά. Μόλο που δεν είχε ακούσει ντουφεκιά, φοβόταν· γιατί ακούγονταν πράγματα ανήκουστα, φριχτά· πράγματα χειρότερα και από το θάνατο.
«Ουφ, γυναίκες! Φοβούνται!» σκέφτηκε ο Οσμάν κοιτάζοντάς την με αντρίκειο μάτι και με άπειρη γλύκα, μέχρι που δάκρυσε. Αυτό το κορίτσι που, όταν ήταν έξω από το σπίτι, το λαχταρούσε ως γυναίκα με την ίδια θέρμη, την αρχική, όταν την είχε πλάι του την ένιωθε σαν παιδί· την άγγιζε σαν λουλούδι· την πλησίαζε με κατάνυξη σαν αγίασμα· την άπλωνε στους κροτάφους του σαν μύρο. Ένιωθε την ομορφιά που είχε μαζέψει από το κορμί και την ψυχή της τόσα χρόνια, να τον πλημυρίζει. «Ίσως έχει δίκιο που φοβάται!» ομολόγησε ψιθυριστά· «Ποιος ξέρει όμως αν όσα λένε είναι σωστά! Κόσμος είναι… μπορεί να τα μεγαλοποιούν κι όλας!»
Μια ακαθόριστη σκέψη πέρασε από το νού του αλλά δεν την άφησε να σταθεί· τη φοβήθηκε. Φοβήθηκε ακόμα και ο Οσμάν! «Κύρε-λέσον!» μουρμούρισε. Δεν ήξερε καλά καλά τι σημαίνει· ήξερε πως λέει κάτι σχετικά με το Θεό. «Ο Θεός είναι καλός!» σκέφτηκε· «Δεν αφήνει να γίνονται τέτοια πράματα…» Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να ρίξει τα βάρη στο Θεό. «Ο Θεός είναι καλός… ο άνθρωπος όμως;» Έσφιξε τα χείλια του μην του ξεφύγει άλλη λέξη· δεν ήθελε γιατί θα ήταν βλαστήμια. Και ο Οσμάν δεν είχε ποτέ στη ζωή του βλαστημήσει.
Με μεγάλα αρκουδίσια βήματα και το σκύλο να χοροπηδάει γύρω του, έφτασε στην μπασιά, σήκωσε το παραπέτο και κοίταξε έξω. Νύχτα ήταν ακόμα στον κάμπο και ο ουρανός χάραζε με κόπο πίσω από την πυκνή αντάρα που σκέπαζε το βουνό. Ο σκύλος κάρφωσε τα μάτια στα δικά του και μάζεψε την ουρά, κάτι που ποτέ άλλοτε δεν είχε κάνει ο σκύλος του Οσμάν κοιτάζοντάς τον. Γιατί δεν ήταν αφεντικό ο Οσμάν, ούτε του σκύλου του· αδερφός του ένιωθε και αδερφός του ήταν.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια κι έκανε μια προσευχή· μια στιγμιαία αλλά πηγαία προσευχή, μια σκέψη μόνο, σα νά ’ριξε μια ματιά στο Θεό, όπως ρίχνεις μια ματιά σε φίλο ή πρόσωπο αγαπημένο, και αυτό λέει πιο πολλά από χίλια λόγια. Και αμέσως σχηματίστηκε το γνώριμο πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Το χρειαζόταν πολύ αυτό το χαμόγελο, ο Οσμάν, γιατί λίγο έλειψε να χάσει το κέφι του· και όταν έχανε το κέφι του θύμωνε πολύ, με τον εαυτό του ιδιαίτερα, αν συνέβαινε πρωί πρωί και χωρίς λόγο.
Έτσι έβγαινε από τις δυσκολίες του ο Οσμάν, με μια στιγμιαία προσευχή. «Τα πολλά λόγια κρύβουν το Θεό, όπως τα σύννεφα τον ήλιο· ενώ μετά από τον κεραυνό πέφτει μια καλοκαιριάτικη ευφρόσυνη μπόρα!» έλεγε γελώντας. Στους αδελφούς από την μυστική ταρίκα, τα έλεγε λίγο διαφορετικά φυσικά: «Το να κοιτάς το Θεό στα μάτια, με τις ώρες, σαν σκύλος, είναι οδυνηρό για σένα κι ενοχλητικό για το Θεό· αλλ’ αν του ρίχνεις πότε πότε μια ματιά σαν ερωτευμένος, είναι το καλύτερο και για τους δυό σας! Έτσι κι αλλιώς ο Θεός διαβάζει την καρδιά σου πριν ανοίξεις το στόμα!» Αλλ’ αυτά δεν ήταν για τον πολύ κόσμο.
Δεν ήταν τόσο η μυρουδιά του πολέμου που τον ανησυχούσε, άλλωστε ποιος μπορεί να μάθει την αλήθεια αυτόν τον καιρό, όσο τ’ άλλα μαντάτα τ’ από μέσα του, ήσαν που του μάγγωναν την καρδιά και του ξέσκιζαν τα σωθικά. Γιατί ήταν ωραίος άνθρωπος ο Οσμάν· ψηλός, δυνατός, ντελικανής, λίγο ζορμπαλής καμιά φορά αλλά δουλευταράς, μπεσαλής, βροντόγελος χωρατατζής και… σαγίτ στο σάζι. Η μάνα του βαστούσε από κούρδικη και αλεβίτικη γενιά. Ήξερε να τρώει, να πίνει, να ερωτεύεται, να μαλώνει λεβέντικα, να γοητεύει, να χορεύει ασίκικα, να σκαρώνει πλάκες, να πυροβατεί, να τραγουδάει και να διηγάται τις αθάνατες ιστορίες του Τοργούτ Μπαμπά και του Καϋκασούς, του Σεμς εντΝτίν και του ανΝουρ ιντΝτίν, του Αφταντίλ με το τιγροτόμαρο, του Ισκεντέρ, του Διγενή… κοντολογής όλες τις πέρσικες και κούρδικες, αραβικές και τούρκικες, αζέρικες, ζαζάκι και λαζικές, ρούσικες και ρωμαίικες, καρτβέλικες και οσσέτικες, τσιγγάνικες, αρναούτικες, αρμένικες, συριακές, γιαζίτ κι εβραίικες ιστορίες, μύθους και παραλογές. Πρώτος ήταν στα πανηγύρια και τους γάμους με το νέι του, πρώτος και στους τεκκέδες με το ούτι ή το κανονάκι του. Ήξερε όλες τις τέχνες· λίγο μαραγκός, λίγο σιδεράς, λίγο καζαντζής, λίγο μπακιρτζής, λίγο κανατάς… μα πάνω απ’ όλα, ο Οσμάν ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι όλα θα πάνε καλά. Κόσμο και κοσμάκη είχε εμψυχώσει η αισιοδοξία του, ξένους και δικούς, αν κι έξω από μερικούς γυρολόγους πραματευτάδες που δεν έβρισκαν άλλο καζάντι από το να ριψοκινδυνέψουν σ’ αυτόν τον ξεμοναχιασμένο και άγριο τόπο, και ρέμπελους κυνηγημένους από τους ζαπτιέδες σα ληστές ή κοντραμπαντιέρηδες που γύρευαν απάγκειο, λίγοι ταξιδιώτες ζητούσαν περάσματα στ’ ανεμόδαρτα τούτα βουνά. Αν όμως κάποιον, παρ’ όλα αυτά, τον έριχνε η μοίρα του κατά κει, ήξερε πού θα κονέψει και πού θα φιλευτεί· στου Οσμάν!
Σήμερα όμως η καρδιά δεν ακολουθούσε τον νου και το κέφι του Οσμάν. Άφησε το παραπέτο να πέσει με οργή, τη μόνη ορμή που του είχε μείνει στο σώμα, γιατί η σκέψη του φουρτούνιασε, η καρδιά του αγρίεψε, η ψυχή του ταράχτηκε και τα μάτια του σκοτείνιασαν με το να κοιτάει μια την αργόσουρτη και σκιαγμένη νύχτα κάτω και μια τον ανταριασμένο, απειλητικό ουρανό πάνω.
Γύρισε στον οντά όπου κοιμούνταν ακόμα όλοι, αραδιασμένοι από τη μια πάντα ώς την άλλη, εφτά ψυχές στη σειρά. Μια θέση μόνο ήταν κενή. Και όπως κοίταζε τον άδειο τόπο πλάι στη γυναίκα του, που σε μια στιγμή θα γέμιζε από το κορμί του, ο Οσμάν έφερε ασυναίσθητα τη γλώσσα στο κενό που είχε αφήσει για πάντα κάποιο χαλασμένο δόντι. Μα δεν ήταν δόντι σάπιο ο Οσμάν· ούτε ήταν από κείνους που σπρώχνουν τη σκέψη τους να κυλήσει στο κακό. Αγαπούσε τη ζωή και φοβόταν το θάνατο, όπως όλοι πάνω στη γη. Ξανακοίταξε το κοιμισμένο ασκέρι και, ανοίγοντας τις χερούκλες του σαν φτερούγες αετού, έπεσε πάνω τους ξεφωνίζοντας και γελώντας. Άρχισε να χαϊδεύει, να γαργαλάει, να τσιμπάει, ό,τι έβρισκε και όπου έφτανε. Πετάχτηκαν κι αυτοί αγουροξυπνημένοι, έτριψαν τα μάτια τους, συνήλθαν μονομιάς και του ρίχτηκαν με στριγγλιές και τσιρίδες χαράς· τον πέταξαν από το κρεβάτι και τον κυνήγησαν έξω, μέχρι το καραγάτσι. Ήταν στην πρωινή ιεροτελεστία κι αυτό, παραλλαγή για τις πολύ κρύες ή τις πολύ χαρούμενες μέρες.
Αφού τους σήκωσε και τους έβαλε να πλυθούν, με ξεχωριστό καμάρι, γιατί με καμάρι έκανε τα πάντα ο Οσμάν, οδήγησε την πρώτη προσευχή της ημέρας, ώστε να ετοιμαστούν σωστά για τη δουλειά. Γιατί ήταν άνθρωπος πιστός ο Οσμάν· και αν καμιά φορά, σε μεγάλη δυσκολία εννοείται, του ξέφευγε κανα ‘σινορντελμούτο’, κανα ‘κιρελέσο’ ή ‘παρουκαζμό’, αν έκανε κρυφά, σπάνια βέβαια, σταυρό ή πήγαινε κανα πρόσφορο στο μοναστήρι που κρεμόταν σαν σφηκοφωλιά από τον κάθετο βράχο, δεν ήταν να του το κατηγορήσεις· μήπως ήσαν λίγοι οι ρωμιοί που τάζονταν κρυφά στα σεβάσματα τα μουσουλμανικά ή μπαίνανε σε ταρίκες σούφι, όπου όλοι λάτρευαν το θεό τους χωρίς να εμποδίζονται από τύπους και θρησκείες;
Ξεκίνησε, λοιπόν, η γυναίκα με τα παιδιά, για το χωράφι όπου τα χέρια δεν πέφτουν ποτέ πολλά. Χώρια τα κλαδέματα και τα κορφολογήματα, τα σκαλίσματα και τα οργώματα. Έπρεπε να βγει η πατάτα. Φέτος ήταν καλή κι ευλογημένη σοδειά, να φάνε, να φραθούν άνθρωποι και ζωντανά. Στο κατόπι τους, έφυγε και ο Οσμάν με το μουλάρι.
Θα πήγαινε πρώτα για νερό. Μετά θά ’παιρνε σβάρνα τα χωριά τριγύρω, γιατί με το φθινόπωρο έπρεπε τα σπίτια, κονάκια και καλύβια, νοικοκυρέικα πες και παρακατιανά, ρωμαίικα και τούρκικα, γκιαούρικα και πιστά, να σιαχτούν για το χειμώνα· τοίχοι να μερεμετιστούν, πλάκες να δεθούν, πόρτες να ματιστούν, να βαφτούν και να κρεμαστούν, ντερέδες να στηριχτούν, χολέτρες ν’ ανοίξουν για την πλημύρα. Άνοιγαν, λοιπόν, οι δουλειές πάνω στις τέχνες που ήξερε. Γιατί, όπως έλεγε χωρατεύοντας, όποιο θεό κι αν προσκυνάς ίσο μερίδιο έχεις στον ήλιο και τη βροχή, στον άνεμο και το χιόνι· ή όποια γλώσσα κι αν μιλάς, όμοια χρεία έχεις από νερό και φαΐ, ρούχο και σκεπή.
Ήταν μόνος στη στράτα, όπως πάντα. «Είναι χάρισμα η σβελτάδα!» έλεγαν για τον Οσμάν, πότε φθονώντας και πότε καμαρώνοντάς τον. Γιατί πρώτος έβγαινε από το χωριό και πρώτος έφτανε στο πηγάδι. «Όλα γίνονται τυχαία, εκτός από την προκοπή!» έλεγε ο κυρ Γιορντάνι ο ρωμιός, ο έμπορας, και ο Οσμάν δεν δίσταζε να το οικειοποιείται· φίλος γκαρδιακός ήταν στο κάτω κάτω· αλλά δεν παρέλειπε και να το εφαρμόζει.
Η καινούργια μέρα είχε πια ανοίξει για τα καλά. Ο Οσμάν τράβηξε πρώτα νερό για το ζώο του, να πιει· αυτή είναι η τάξη. Η τάξη του Οσμάν ή η τάξη του Θεού, το ίδιο κάνει· τα δυο αυτά ταίριαζαν μέσα του τόσο άκοπα και φυσικά, που αν γινόταν κάτι και ζητούσαν να το κρίνει ο Οσμάν, αυτός μίλαγε τόσο μυαλωμένα που ο μουλάς συμφωνούσε μαζί του με το Κοράνι ανοιχτό, ο παπάς το έβρισκε αλήθεια στο Συναξάρι και ο δερβίσης χόρευε απαγγέλλοντας το Μαθναβί. Και ο Οσμάν, που δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει έξω από δυο καραμανίτικα κολυβογράμματα που του τα έμαθε ένας διάκος, έλεγε: «Απλή είναι η ταρίκα μου! Να φέρνω το καλό και να διώχνω το κακό, αλλά να νοιάζομαι και τον καλό και τον κακό. Να θυμάμαι τα λάθη μου και να δέχομαι τις συνέπειές τους φανερά, να διορθώνω τα λάθη των άλλων κρυφά και να τα ξεχνώ. Όλους να τους ακούω, να τους κατανοώ και να τους αγαπώ, ν’ αναγνωρίζω τις αρετές, να παραβλέπω τις αδυναμίες, να τους παραστέκομαι και να είμαι ταπεινός, ευγνώμων και πιστός στον παντοδύναμο αληθινό Θεό.»
Έτσι άρχισε να γυρίζει το μάγγανο, με τα τριξίματα και τα γουργουρίσματά του, και το νερό έπεφτε στη γούρνα με βουή, σα να μην το έσπρωχνε η φτερωτή αλλ’ η ορμή και το σφρίγος του Οσμάν. Το μουλάρι άνοιξε τα μπροστινά πόδια, έσκυψε το κεφάλι νωχελικά και άρχισε να ρουφάει πελώριες γουλιές κάτω από την τρυφερά στοργική ματιά του αφέντη του. «Γιατί,» έλεγε στοχαστικά ο Οσμάν, «τι διαφέρει ο άνθρωπος από το χαϊβάνι; Πλάσματα είμαστε όλοι του ίδιου Θεού! Και το έκανε να πονάει και να πεινάει, να διψάει και να φοβάται… όπως εμένα! Άρα έχει ψυχή που νιώθει, ζει και πεθαίνει όπως εγώ! Γιατί αυτό πάει να πει ‘ψυχή’· φόβος και πόνος, θάνατος και ζωή! Τι φταίει αν του δόθηκε λιγότερο μυαλό; Έχει όμως άλλες χάρες! Και δεν υπάρχει πιο ιερό μυστικό από το να εκτιμάς τα χαρίσματα που έδωσε ο Θεός στα πλάσματά του, όπου και να τα βρίσκεις!»
Αλλά το σκυλί δεν είχε ησυχία. Έτρεχε πάνω κάτω άσκοπα, με το τρίχωμα ορθό σα να πλησίαζε κεραυνός, αλυχτώντας παραπονιάρικα και μυρίζοντας τον αέρα, καμώματα πρωτόγνωρα γι’ αυτό το νούσιμο ζώο, που παραξένεψαν τον Οσμάν. Όταν το μάλωνε, του έριχνε μιαν άγρια ματιά σα να καταριόταν το γεγονός ότι ήταν ανίκανο να μιλήσει, μαζευόταν χτυπώντας νευρικά την ουρά, μουγκρίζοντας και κοιτώντας λοξά μέχρι που ο φόβος παραμέριζε την υπακοή του, κύρτωνε ξαφνικά τη ράχη και ριχνόταν με λύσσα στον αόρατο εχθρό. Τελικά, έκανε και τον Οσμάν να κοιτάζει ψηλά με απορία· που μετά από λίγο έγινε ανησυχία· κι έπειτα έφτασε στο φόβο. Γιατί όσο ανέβαινε η μέρα, σαν κάτι να έπεφτε στην καρδιά του· κάτι πολύ βαρύ, που δεν μπορούσε να το αντέξει.
Και ξαφνικά, νά τους! Φάνηκαν! Όχι στον ουρανό, ούτε ακριβώς και στη γη αλλά σαν ατέλειωτη κακότεχνη γραμμή, σα μια μαύρη γρατζουνιά πάνω στον καθρέφτη από τους ποικιλόχρωμους σπινθήρες και τους μαρμαίροντες ιριδισμούς της ανατολής· μια ανεξήγητη μαύρη γραμμή στο φρύδι του ορίζοντα, σα στρατιά μερμηγκιών που εκκολάφθηκαν από το ανελέητο σφυροκόπημα του ήλιου και παρατάχτηκαν άγρια και απειλητικά στην κορυφογραμμή, σαν σε φρικτό εφιάλτη. Σάλευαν αργά γέρνοντας μπρος, πίσω, αριστερά, δεξιά σαν καλαμιές ή να σα βούλιαζαν στη λάσπη, απλωμένοι σα σκουριασμένη αλυσίδα με τις άκρες κρυμμένες πέρα από τη ροδαλή αχλύ του πρωινού, μέσα στον εναπομένοντα ζόφο· μια ζωντανή αλυσίδα που θά ’λεγες πως αόρατος δαίμονας τη σέρνει πίσω του και την τινάζει διασκεδάζοντας. Ένα ακατανόητο τρεμούλιασμα που δεν μπορούσες να πεις αν ήταν το ευφρόσυνο παιχνίδισμα του έξοχου αυγινού φωτός ενός καλοσυνάτου φθινοπώρου ή αγωνιώδικο κοντανάσασμα σε τρελό φευγιό, αναρρίπισμα μαντιλιών και καρδιών σε αδιάκοπο αποχαιρετισμό ή και αντιφέγγισμα από αδυσώπητες φλόγες που μαίνονται πίσω τους ή φωτιά από τις ιστιές τους που είχαν κρατήσει ως οδυνηρότατη μνήμη βαθιά μέσα στα μάτια τους.
Ξεχύνονταν από παντού, σα να ξεχείλισε από δαύτους η γαστέρα της γης ή να τους ξέρασε ο Άδης. Πλημύριζαν τα διάσελα, έπνιγαν τα βουνοπλάγια, ροβολούσαν μέσα από φαράγγια, σβαρνούσαν τις νεροσυρμές, στράτα ανθρώπου μη σιμώνοντας και προσεκτικά τον ντορό των αγριμιών πατώντας, ότι ο φόβος είναι αψύς και χτυπάει κατακέφαλα σαν άκρατο παλιό κρασί.
Κυλούσαν αργά σα μολεμένο ποτάμι ή σαν αίμα· γιατί είχε μολύνει την όψη τους η πίκρα και η οργή, και δυσκόλευε το βήμα τους το αίμα το πηχτό των αντρών και των γυναικών, των μανάδων και των πατεράδων, των αδελφών και των βλάμηδων, των φίλων και των παιδιών, που η τυφλή μανία του κακού έσυρε και χτύπησε, έκαψε και σκότωσε, έσφαξε και ρήμαξε. Και όλα αυτά, με το χέρι του άνθρώπου· συχνά με το χέρι του αθώου ανθρώπου! Γιατί πολλές φορές το κακό ξεγελάει τον άνθρωπο, ιδιαίτερα τον αθώο, και τον οπλίζει με μαχαίρι και φωτιά, μίσος και λύσσα, στ’ όνομα του φόβου, του άλογου φόβου και στ’ όνομα του μίσους, του άλογου μίσους και στ’ όνομα της δόξας, της άλογης δόξας. Και ξοπίσω τους, ιδού, ο φόβος, το μίσος και η δόξα, τέρατα που μόνο μήνις οργισμένων θεών ή κακόβουλων στοιχειών μπορεί να γεννήσει, τέρατα που μόνο στα τάρταρα μπορεί ο Άδης να φιλοξενήσει, βγήκαν στο φως και σέρνουν με πρόστυχα τσαλίμια το χορό του μακελλειού και του θανάτου. Συμποσιάζουν με το αίμα κι ευφραίνονται με τον ιδρώτα και των δυο· γιατί όμοια πονούν κι εξίσου φοβούνται, όμοια τρέχουν κι εξίσου πεινούν, ραβδίζοντες και ραβδιζόμενοι, διώκοντες και διωκόμενοι, φονεύοντες και φονευόμενοι.
Και να! Αυτούς εδώ, ο φόβος τούς καμτσικίζει με ραβδί τσουχτερό· άλλους από εκεί, το μίσος με δίκοπο μαχαίρι φονικό τούς οπλίζει· κι εκείνους πιο πέρα, δόξα τρελή οιστρηλατεί. Με τις σημαίες των διακρίσεων απλωμένες, καβαλούν τις κυρτωμένες ράχες των αθώων τους θυμάτων και τους οδηγούν ως ακούσιους θιασώτες μιας μοιραίας λιτανείας, ως έρμαια σε πορεία εφιαλτική. Και ήσαν τα τέρατα αυτά, ο φόβος, το μίσος και η δόξα, που δικαίως αλυχτούσε το σκυλί.
Ώρες τους αγνάντευε τρέμοντας ο Οσμάν και δεν μπορούσε να σαλέψει… μέχρι που τον χτύπησε κατά πρόσωπο μια ριπή ανέμου που μύριζε ιδρώτα και αίμα· και κατάλαβε πως είναι άνθρωποι. «Άνθρωποι! Άνθρωποι!» ούρλιαξε αναπηδώντας· «Μα πού πάει αυτό το ανθρώπινο σμάρι;» αναρωτήθηκε, γιατί δεν ήταν στίφη στρατιωτών, ούτε ορδές ληστών ή λεφούσι πειρατών· δεν ήταν σάλαγος πανηγυριού ούτε χαρούμενο ψίκι γάμου.
Ώρες τους περίμενε να φτάσουν. Μ’ αν αυτοί, αδύναμοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι και πληγωμένοι, είχαν ακόμα καρδιά να περπατούν, πάει να πει θέληση και απαντοχή να σέρνουν το κορμί πάνω στα πόδια τους, ο Οσμάν σωριάστηκε από την οδύνη στο φιλιατρό του πηγαδιού, πλάι στο μαγγάνι, κι έμεινε εκεί σαν αποσβολωμένος ώρα πολλή, παρακολουθώντας με τρόμο την αργή πλημυρίδα του πόνου και του βόγγου που ανέβαινε σιωπηλά σα φουσκονεριά, σα λάβα από ηφαίστειο που καταπίνει τη γη, και σε λίγο θ’ άγγιζε τα κράσπεδα του κόσμου του και του καιρού του. Γιατί, παρ’ όλη τη γνώση του, πίστευε πως ζει σ’ έναν κόσμο ειρηνικό και σ’ έναν ευφρόσυνο καιρό, ο Οσμάν.
Για μια στιγμή είπε να το βάλει στα πόδια, όπως θα έκανε ίσως κάθε λογικός άνθρωπος βλέποντας να τον πλησιάζει δίνη τρομερού τυφώνα ή πυρκαϊά· ότι πίσω από κάθε κραυγή ήταν ένα ματωμένο στόμα, πίσω από κάθε αστραπή ένα θολωμένο μάτι και πίσω από κάθε αγκομαχητό ένα τρύπιο πνευμόνι κι ένα τσακισμένο κορμί. Μα πού να πάει; Όταν πνίγεται η γη πού να κρυφτείς; Έτσι έμεινε στη θέση του ο Οσμάν, σαν κεραυνόπληκτο πλατάνι πλάι στο πηγάδι, και θυμήθηκε το λόγο τον αρχαίο που λέει “η δρυς που πέφτει τσακίζεται άσχημα”. Και ο Οσμάν, με το ρωμαλέο κορμί και τη γενναία ψυχή, προτιμούσε να ξεραθεί όρθιος, σαν βράχος, παρά να πέσει και να τσακιστεί.
Πρώτα έφτασαν τρέμοντας και παραπατώντας δυο άντρες, ένας νεκρός κι ένας ζωντανός. Γονάτισε ο ζωντανός, απίθωσε το κουφάρι πλάι στη γούρνα και δεν μιλούσε. Έσκυψε ο Οσμάν, και τι να δει! Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πρόσωπο ούτε όνομα· δεν είχαν πάνω τους τίποτε, παρά μόνο σάρκα πληγωμένη και χυμένο αίμα. Και τρόμαξε τόσο πολύ που δεν μπορούσε ούτε αυτός να μιλήσει. Αλλά κατάλαβε τι είχαν δει· και απορούσε που είχαν κουράγιο κι ελπίδα να τρέχουν ακόμα μαζί, ένας πεθαμένος κι ένας ζωντανός. Περίμενε υπομονετικά, μέχρι που ήπιε ο ζωντανός το απόπιμα του ζώου, έπλυνε τον νεκρό, τον ζαλώθηκε ξανά και ξεκίνησε. Και ο Οσμάν απόμεινε, ακουμπισμένος στο μαγγάνι του να τους ακολουθεί με τα μάτια, ίσαμε που χάθηκαν στο δρόμο της δύσης, τον ίδιο δρόμο που θά ’παιρναν όλοι οι άλλοι που έρχονταν πίσω τους. Γιατί δεν ήταν πια η οδύνη αλλ’ ο θαυμασμός και η απορία που τον είχαν παραλύσει.
«Μα δεν είχε κάτι πολυτιμότερο να πάρει, και κουβαλάει έναν νεκρό;» ρώτησε ο Οσμάν τον πρώτο που έφτασε τρεκλίζοντας αμέσως μετά· «Εκτός κι αν είναι ο ίδιος ο εαυτός του… καταδικασμένος να μην ταφεί ποτέ, σα μνήμη!»
Αλλ’ ο άνθρωπος δεν του αποκρίθηκε· γιατί δεν τον είδε ούτε τον άκουσε. Έπεσε μόνο στα γόνατα και άρχισε να γδέρνει τον πάτο της γούρνας με ξέψυχα γρυλίσματα και βρυχηθμούς, γλείφοντας τα νύχια του και πιπιλώντας το ελάχιστο νερό που νότιζε το ρείθρο.
«Μα διψάς τόσο πολύ; Γιατί δεν το λες, ευλογημένε;» ρώτησε ο Oσμάν καθώς κίνησε να γυρίσει ξανά τη φτερωτή του πηγαδιού. Και ο άλλος άνοιξε το στόμα και του έδειξε τη γλώσσα του· μια γλώσσα πράσινη και ξερή σαν τη ράχη της σαύρας το κατακαλόκαιρο.
Δεν θα είχε φτάσει το νερό στο λαρύγγι του ανθρώπου όταν, σάμπως σε μια στιγμή, άνθρωποι αρίφνητοι να πετάχτηκαν μέσα από τη γη και κύκλωσαν τις ποτίστρες. Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο με μάτια κλειστά και χείλη σφιγμένα, σαν άδεια σακιά· σπρώχνονταν, δέρνονταν, χτυπιούνταν πασχίζοντας με νύχια και με δόντια να φτάσουν στο νερό. Ξερίζωναν τα χόρτα και μάσαγαν το χώμα και τις ρίζες, ζητώντας καθένας για τον εαυτό του και την ελάχιστη ικμάδα της γης. Ακόμα και μέσα στο πηγάδι πήγαν να πηδήσουν μερικοί.
«Τί πάθατε, λοιπόν; Πέστε μου, επιτέλους, τί γίνεται εκεί κάτω… για το Θεό!» τους εξόρκιζε ο Οσμάν γυρίζοντας όλο και πιο γρήγορα το μαγγάνι. Αλλ’ αυτοί δεν αποκρίνονταν· κουνούσαν το κεφάλι πέρα δώθε με απόγνωση, χτυπούσαν τα μηλίγγια γροθιές, ξαναπέρναγαν στον ώμο τον ντορβά, το ταγάρι ή τον μπόγο αν είχαν, σήκωναν στην πλάτη και κανένα γέροντα ή κανένα παιδί, αδιάφορο, ξένο ή δικό τους, αδιάφορο, νεκρό ή ζωντανό, και πάλι αδιάφορο, και ξανάπαιρναν το δρόμο βιαστικά, αμίλητοι πάντα σα νά ’χαν ταχτεί.
Αλλά μόλις έφευγαν αυτοί, έρχονταν άλλοι· κι άλλοι· κι έπειτα άλλοι! Και γύριζε το μαγγάνι ο Οσμάν. Κι αυτοί έπεφταν με τα μούτρα στις ποτίστρες, ρούφαγαν νερό με το στόμα, σφουγγίζονταν ανάστροφα ή με την παλάμη κι έτρεχαν να προλάβουν τους άλλους, κυνηγημένοι, όχι πια απ’ το φόβο του θανάτου αλλ’ από άλλο μεγαλύτερο κακό· το φόβο του κοπαδιού. Έχοντας αφήσει πίσω τάφους, σπίτια και φίλους, είχαν καταθέσει το πρόσωπό τους στο φευγιό και δεν ανήκαν πια στον εαυτό τους αλλά στο κοπάδι· μαζί του θα γλίτωναν ή μαζί του θα πέθαιναν, σαν ένας, μόλο που δεν είχαν πια τίποτα να γλιτώσει ή να πεθάνει. Μερικοί γύριζαν το κεφάλι για να ρίξουν μια ματιά στον Οσμάν, ίσως και για να δουν πίσω από τον Οσμάν, μα δεν προλάβαιναν ούτε τολμούσαν τίποτε πέρα από αυτή τη ματιά, γιατί είναι επικίνδυνο και οδυνηρό να κοιτάζεις πίσω ακόμα και όταν σ’ ευεργετούν ή σε διακονούν.
Κάποιοι αναρωτιούνταν ποιος είναι ο γίγαντας αυτός που γυρίζει με τις ώρες το μαγγάνι δίχως να λαχανιάσει, να φάει, να πιει ή να ξαποστάσει σα να μην είναι συνηθισμένος άνθρωπος, και ψιθύριζαν ονόματα, του Μιχαήλ, του Γαβριήλ, του Ουριήλ, του Μωυσή, του Ηλία, του Ιησού, του Μεσσία ή του Μεγάλου Προφήτη, γιατί καθένας είχε ικανό μόνο το δικό του θεό, μεσσία ή προφήτη να κατέβει σε τούτη την περίσταση στη γη, και όλο το ανθρώπινο ασκέρι, πάνω από γλώσσα, πίστη και φυλή, να υπηρετήσει.
Τους άκουγε κι έκλαιγε ο Οσμάν: «Με όλα όσα έπαθαν, ακόμα και τώρα βάζουν τις βλακώδεις διακρίσεις τους μπροστά στον άνθρωπο, οι ανόητοι!» έλεγε μέσα στ’ αναφιλητά του. Και το δάκρυ του πίκριζε το νερό· μα όσο πικρότερο γινόταν τόσο περισσότερο το πίνανε αυτοί, γιατί το έπαιρναν ο ένας για αγίασμα, ο άλλος για φάρμακο, ο τρίτος για φαρμάκι απολύτρωσης ή δοκιμασία από το Θεό. Γιατί έτσι που είχε μείνει ο Οσμάν, με το βρακί, λουσμένος στον ιδρώτα και ξεπνεμένος, με τα μάτια βαθουλωμένα από την κούραση και την αγωνία, με το σαγόνι σφιγμένο από τον πόνο και την απαντοχή, με την άμμο και τη σκόνη των δρόμων που είχαν περπατήσει όλοι αυτοί πάνω του, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν τούρκος ή ρωμιός, εβραίος, γύφτος, αρμένης ή αν ήταν στ’ αλήθεια κανένας άγνωστος, ανώνυμος ως άνθρωπος, μικρός θεός.
Περνούσαν ντυμένοι άλλοι σα χωριάτες, άλλοι σα φαντάροι κι άλλοι ντυμένοι παράταιρα, από νεκρούς, μισό χωριάτες και μισό φαντάροι. Ήσαν ακόμα γυναίκες και παιδιά, παπάδες και ιμάμηδες, ραβίνοι και μουλάδες, ρωμιοί, πέρσες, αρμένηδες, και ήσαν ακόμα τούρκοι, βούλγαροι, γεωργιανοί, δρούσοι, σύροι, ασύριοι, ζαζά, καραμανοί, όλοι στον ντορό του φευγιού. Δεν καταλάβαινε ο Οσμάν αλλ’ ούτε ρωτούσε πια, γιατί δεν είχε κουράγιο να ρωτήσει· μόνο έτρεχε γύρω γύρω στο μαγγάνι, όπως ήταν δεμένος πάνω στο βουνό εκείνος ο καχραμάνης, ο ήρωας των ρωμιών, ο Πουρουμιτέας· κι αυτοί τρέχανε ίσια στο δρόμο τον δικό τους, χωρίς αναπαμό, σαν την Ιγιό, έλεγε με το νού του. Και όταν του κοβόταν η ανάσα, γιατί ποτίζοντας τόσους ο ίδιος δεν προλάβαινε να πιει, οι άνθρωποι πλησίαζαν κλαίγοντας, με τα χέρια ενωμένα στη στάση της έσχατης ικεσίας, και παρακαλούσαν: «Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου! Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου!» Άλλοι, όμως, ζητούσαν τσουρ και σκάλι, μάγιμ, μά’α και βαντά, αλλ’ ο Οσμάν δεν είχε τίποτε άλλο να τους δώσει εκτός από νερό· και γύριζε το μαγγάνι. Και όταν ήρθαν τα παιδιά του και του λέγανε: «Η μάνα ρωτάει αν θες να σου στείλει φαΐ,» ο Οσμάν δεν είχε τίποτα να πει αλλά γύριζε το μαγγάνι. Και όταν ήρθε ο ζαπτιές απ’ το χωριό ουρλιάζοντας και βρίζοντας: “Σε ποιον στρατό και σε ποιο βασιλιά ανήκεις, παλιόσκυλο Οσμάν; Ποιος είν’ ο Θεός σου; ποιος ο λαός σου,” ο Οσμάν αντί γι’ απάντηση γύριζε το μαγγάνι. Και όταν ήρθε η πόρνη με τσαλίμια και κουνήματα να πάρει νερό, ο Οσμάν έκλεισε τα μάτια κι εξακολούθησε να γυρίζει το μαγγάνι. Και όταν ήρθε ο άγγελος του ουρανού φέρνοντας το ξίδι και τη χολή του μαρτυρίου, σφράγισε το στόμα ο Οσμάν κι έτρεχε γύρω γύρω το μαγγάνι. Έτρεχε γύρω γύρω το μαγγάνι με τα μάτια θολά και το στήθος ν’ ανεβοκατεβαίνει σα φυσερό! Γύριζε γύρω γύρω το μαγγάνι με τα ρουθούνια του να σφυρίζουν σα δαιμονισμένα! Γύριζε το μαγγάνι με τους κροτάφους του να χορεύουν στον πιο ξέφρενο ρυθμό! Γύριζε το μαγγάνι με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω από το στόμα, ξερή και τραχιά σαν τη ράχη της σαύρας. Και γύριζε το μαγγάνι ο Οσμάν! Γύριζε, γύριζε το μαγγάνι! γύριζε, γύριζε το μαγγάνι! γύριζε, γύριζε, γύριζε το μαγγάνι, χωρίς έλεος, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σταματημό!
Πότε πότε ξυπνούσε στην καρδιά του η απορία με μεγαλύτερη επιμονή· και όταν κανένας τύχαινε λιγότερο τρομαγμένος ή πιο αποσταμένος ως φυγάς, ρωτούσε πάλι ο Οσμάν: «Μα τί έγινε, αδελφέ μου; Μην έριξε ο Θεός θειάφι και φωτιά να κάψει ξανά τον κόσμο; Μην ξανάριξε νερό να τον πνίξει;» Και ανάλογα ρωτούσε ο Οσμάν, τούρκικα, ρωμαίικα, αρμένικα, κούρδικα, καρτβέλικα, αρναούτικα, καταπώς νόμιζε ότι ταιριάζει κάθε φορά από τα ρούχα, τη φτιασιά, τον αναστεναγμό που άκουγε ή το μοιρολόι.
Αλλ’ αν δοκίμαζε ο άλλος ν’ απαντήσει, καθώς ο νους γύριζε στα περασμένα, όχι μόνο τα πρόσφατα αλλά και τα παλιά, γιατί ο νους όταν αναδράμει δεν ελέγχεται, τα μάτια του γέμιζαν αίμα. Η ψυχή του αιωρούνταν πάνω από τα χαλάσματα· η μνήμη του γκρεμιζόταν στο χάος και η σκέψη του βυθιζόταν στο κενό· τότε η φωνή χανόταν στο λαρύγγι του και απλωνόταν στην όψη του η οδύνη· και αφού έκανε μερικές άταχτες κινήσεις με τα χέρια και το κεφάλι, έφευγε τρέχοντας αφήνοντας άναρθρες κραυγές.
Άλλοτε πάλι φούντωνε η όψη του ανθρώπου από τον πόνο, σα φωτιά. Τότε ο Οσμάν έκανε πως ξεχνούσε την ερώτηση. Αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξε και, νικημένος από τον ίδιο πόνο που ρήμαζε όλους αυτούς, άρπαξε κάποιον από το χέρι και άρχισε να ουρλιάζει: «Πές μου λοιπόν! Είτε άνθρωπος είσαι είτε δαιμόνιο, μίλα! Αν έχεις πίστη σε θεό, πές μου, λοιπόν!»
«Τί να σου πω; Τί να σου πω;» έγρουξε ο άνθρωπος με το πρόσωπο να συσπάται σαν του φεγγαροπαρμένου από το συγκρατημένο κλάμα· «Δεν έχω τίποτα να πω! Δεν υπάρχει τίποτα ούτε να θυμηθώ, ούτε να νοσταλγήσω, ούτε να λαχταρήσω. Όλα χάθηκαν! Ο ουρανός έπεσε και ο κόσμος ξυρίστηκε από τη γη! Από θεό ή άνθρωπο σταλμένο το κακό, δεν ξέρω· τί να πω! Είναι σα να μην υπήρξε τίποτα, ποτέ! Και όπου δεν υπάρχει τίποτα, τί μπορεί να συμβεί; Όνειρο ήσαν όλα· μύθος αρχαίος· νεραϊδοπιάσματα σαν τον χρυσόν αιώνα· σαν τον παράδεισο πάνω στην κολασμένη γη! Ξεγελάσματα του νου· παιχνιδίσματα της φαντασίας! Ποιος είναι τόσο ανόητος ή τρελός να κάτσει να κλάψει για όλα αυτά τα ψεύτικα; τα φανταστικά; τις ψευδαισθήσεις;»
«Μα τί ’ναι όλος αυτός ο λυγμός, ο θρήνος και ο κοπετός; Σήμερα είδα με τα μάτια μου και το θάνατο ακόμα τρομαγμένο! το φευγιό κυνηγημένο! αιμόφυρτο το φονικό! καθημαγμένο το κακό!» τον αντίσκοψε κατάπληκτος και απελπισμένος ο Οσμάν, πασχίζοντας να καταλάβει.
«Ω! Μη μιλάς άλλο γι’ αυτό!» ούρλιαξε ο άνθρωπος σαν πληγωμένο θεριό· «Ω! Ήσαν λαοί, ήσαν φυλές, ήσαν γλώσσες, ήσαν πόλεις, ήσαν θεοί, ήσαν δέντρα, ήταν χώμα, ήσαν ποταμοί! Ω! Ω! Ήσαν λαοί, ήσαν φυλές, ήσαν γλώσσες, ήσαν πόλεις, ήσαν θεοί, ήσαν δέντρα, ήταν χώμα, ήσαν ποταμοί! Και άντρες και γυναίκες και παιδιά, εκκλησίες και σκολειά, μασταμπάδες και προσκυνήματα, μοναστήρια, μεντρεσέδες και τζαμιά! Τί όνειρο! Τί όνειρο κι αυτό! Ανάθεμα τα όνειρα! Ανάθεμα τους ανθρώπους που ονειρεύονται!»
«Λοιπόν; λοιπόν;» ρωτούσε ο Οσμάν ξαναμμένος και του κρατούσε το χέρι τόσο σφιχτά που τον πονούσε. Μα δεν τον ένοιαζε πια τον Οσμάν. Και ήταν πρώτη φορά που δεν τον ένοιαζε ο πόνος ενός άλλου. «Πές μου μόνο για το λυγμό, το θρήνο και τον κοπετό!»
«Δεν ξέρω, σου λέω! Τί να πω; Όλοι έρχονται και όλοι φεύγουν! Ακρίδες πελώριες σαν άλογα βγαίνουν από τη γη και πέφτουν θηρία από τον ουρανό. Όλοι σφάζονται και όλοι σφάζουν. Ουρλιάζουν και σκοτώνουν! Θρηνούν και σκοτώνουν! Κόπτονται και σκοτώνουν! Γελάνε και σκοτώνουν! Και την ίδια στιγμή σκοτώνονται ουρλιάζοντας, θρηνώντας, κοπτόμενοι και γελώντας. Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα· για τον κάμπο και το βουνό, για το δάσος και το ποτάμι, για τη θάλασσα την αιώνια και τ’ αθάνατα και αγέννητα βράχια πλάι στη θάλασσα, για τα σπίτια και το βιος, για τους τάφους τους παλιούς αυτών που δεν θα μάθουν ποτέ το κακό που βρήκε τον τόπο, για τους άταφους νεκρούς απ’ το κακό που βρήκε τον τόπο, για τους γείτονες που χάνουν αφήνοντάς τους πίσω, για τους γείτονες που χάνουν στο φευγιό, για τους ζωντανούς που δεν θα ξαναδούν, για τις αγάπες που θα προδοθούν, για τα ταίρια που δεν θα ξαναχαρούν, για τους συντρόφους που δεν θα ξανασμίξουν, για τα τραγούδια που δεν θα ξαναπούν, για τα γλέντια που δεν θα ξαναγίνουν, για τα κορίτσια που δεν θα ξαναγαπήσουν, για τους χορούς που δεν θα ξαναχορέψουν!»
Παρέλυσε η καρδιά του Οσμάν και χαλάρωσε το χέρι του. Και ο άλλος ξέφυγε μεμιάς και πήρε ξανά τον προσδιορισμένο του δρόμο κλαίγοντας και φωνάζοντας, ουρλιάζοντας και αλυχτώντας, μέχρι που έσβησε από το μάκρος του δρόμου η φωνή: «Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα!»
Κι έμεινε ο Οσμάν να γυρίζει το μαγγάνι, χωρίς ν’ αναρωτιέται και δίχως να μιλάει! Μόνο κάπου κάπου του έρχονταν στο νου τα λόγια του ανθρώπου: «Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα!» Οι άλλοι, όμως, λέγανε πως τρελάθηκε και ξεφωνίζει: «Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα! Όλοι κλαίνε για όλους και για όλα!» Αλλ’ ο Οσμάν δεν το ήξερε. Έκλαιγε ίσως, πονούσε σίγουρα, αλλά δεν ένιωθε να κουνάει τα χείλια του ή να βγάζει φωνή από το λαρύγγι του. Και οι άνθρωποι συνέχισαν να περνούν στο μεταξύ, και ο Οσμάν γύριζε το μαγγάνι. Έπιναν νερό κι έφευγαν, σιωπηλοί και ανάχνωτοι, κουρασμένοι και φοβισμένοι, και ο Οσμάν γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, γελώντας με τη ρόδινη ράχη τους από το αντιφέγγισμα της φωτιάς και με το άσπρο τους πρόσωπο από τον φόβο.
Κάποτε έπεσε η νύχτα κι έπαψαν να περνούν, εκτός από κάτι λίγους που τους έφτανε μια χουφτίτσα νερό. Αλλ’ ο Οσμάν ούτε έβλεπε ούτε καταλάβαινε πια, αλλά γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, γέμιζε τις ποτίστρες, έκανε ποτάμι το δρόμο, πλημύρησε τον κάμπο κι έπνιξε το ντουνιά, για να ξεπλυθεί το αίμα και το δάκρυ, να φύγει η σκόνη και ο ιδρώτας, να σκάσει το κακό. Και γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, γύριζε το μαγγάνι, μέχρι που έλειωσε η καρδιά του από την αγάπη, τον πόνο και τη δουλειά.
Έτσι τον βρήκε…
Αλλ’ η ιστορία του Οσμάν δεν τελειώνει εδώ· συνεχίζεται ως εξής:
Έτσι τον βρήκε το φεγγάρι· και οι φονιάδες που έφτασαν να πιουν νερό μεσονυχτίς, έτσι τον βρήκαν, πεσμένο σαν κεραυνοβολημένη δρυ αλλ’ όχι τσακισμένο. Και γύρω του χιλιάδες παιδιά, από κείνα που δεν μπορείς να σφάξεις ούτε ν’ αρπάξεις, έπιναν νερό χορεύοντας και τραγουδώντας: «Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου! Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου!» Και το μαγγάνι γυρνούσε ολομόναχο, σαν από θαύμα, σπρωγμένο όχι πια από το άψυχο σώμα αλλ’ από την άφθιτη αγάπη του Οσμάν για κάθε διψασμένο. Και γυρνούσε, γυρνούσε, γυρνούσε και τραγουδούσε το όμορφο «Τραγούδι του Οσμάν» με τα χαρούμενα τριξίματα και τα γουργουρίσματά του, όπως πάντα.
Μα ούτ’εδώ τελειώνει η ιστορία του Οσμάν. Να πώς τελειώνει πραγματικά:
Έτσι τον βρήκε το φεγγάρι· και οι φονιάδες που έφτασαν να πιουν νερό μεσονυχτίς, έτσι τον βρήκαν, πεσμένο σαν κεραυνοβολημένη δρυ αλλ’ όχι τσακισμένο. Και γύρω του χιλιάδες παιδιά, από κείνα που δεν μπορείς να σφάξεις ή ν’ αρπάξεις, έπιναν νερό χορεύοντας και τραγουδώντας: «Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου! Νερό αγάμπεϊμ, Σου αδερφέ μου!» Και το μαγγάνι γυρνούσε· γυρνούσε όχι ολομόναχο σαν από θαύμα, αλλά σπρωγμένο από τον Ρεσούι, έπειτα από τον Εκρέμ, έπειτα από τον άλλον Οσμάν, κι έπειτα από τον Νετσντέτ και τον Τζαλάλ, τον Αζίζ, τον Ορχάν και όλους τους άλλους, στράτευμα ολόκληρο, που έφερε και κράτησε εκεί, πάνω στο μαγγάνι, η άφθιτη αγάπη του Οσμάν για κάθε διψασμένο.
Ας έρχονται κάποιοι και ας ρωτάνε, κρυφογελώντας μάλιστα ειρωνικά: «Για ποιον τραβάτε το νερό; Δεν περνάει κανένας πια!»
Κι αυτοί, ο Ρεσούι, ο Εκρέμ, ο άλλος Οσμάν, ο Νετσντέτ, ο Τζαλάλ, ο Αζίζ, ο Ορχάν και όλοι όσους έφερε και κράτησε εκεί, πάνω στο μαγγάνι, η άφθιτη αγάπη του Οσμάν, απαντούν: «Για σας και τα παιδιά σας και για ’κείνων τα παιδιά· για να πίνουν και να θυμούνται· να πίνουν και να περνάνε γελώντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, σαν παιδιά!»
Φυσικά δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν αυτοί που ρωτάνε ειρωνικά: «Για ποιον τραβάτε το νερό; Δεν περνάει κανένας πια!»
Αλλ’ εμείς ξέρουμε πως θα περάσουν! Θα έρθουν και οι ωραίοι άνθρωποι και οι ευμενείς καιροί. Και πως οι Ρεσούι, Εκρέμ, Νετσντέτ, Τζαλάλ, Αζίζ και οι άλλοι ποτέ δεν θα πάψουν να υπάρχουν· και θα συνεχίσουν να τραβάνε νερό μαζί με τον Οσμάν.
Γι’ αυτό γυρνάει, γυρνάει και θα γυρνάει πάντα το μαγγάνι του κόσμου και της γης. Και θα γυρνάει, θα γυρνάει, θα γυρνάει, θα γυρνάει και θα τραγουδάει το «Τραγούδι του Οσμάν» με τα χαρούμενα τριξίματα και τα γουργουρίσματά του, όπως πάντα.
Αλλά γιατί τους αναφέρουμε όλους αυτούς σε μια διήγηση που αφορά αποκλειστικά τον Οσμάν; Διότι ο Οσμάν ήταν συναισθηματικός και άρα πηγαίος. Οι άλλοι ήσαν συνειδητοί. Ο Οσμάν κατέληξε ως ήρωας· οι άλλοι χτίσανε με ηρωισμό τη ζωή τους.
Gpoint said
Καλημέρα
Πολύ καλό Λεώνικε, παπαγκάλο (εγώ αυτόν τον καφέ πίνω, τον άλλον δεν τον βάζω στο στόμα μου)
Γς said
Καλημέρα
Δεν το έχω τελειωσει ακόμα.
Απλώς για να μην το ξεχάσω:
>καραμανίτικα κολυβογράμματα
καραμανλίδικα, μήπως;
Γς said
>Ω! Ήσαν λαοί, ήσαν φυλές, ήσαν γλώσσες κλπ
Επανάληψη φράσης
Γς said
Ηρθα, ήπια νερό μαζί με τους άλλους και έφυγα
Γς said
Εδώ σας έχω.
Να βάλουμε κάτω τον Λεώ, ουπς, τον Οσμαν, να τον ανατάμουμε και να τον συναρμολογήσουμε πάλι
takis#13 said
Πολύ ωραίο Λεώνικε . Ανθρώπινο….
Νίκο , οι γιαγιάδες μου όταν ήθελαν να πουν ότι το νερό έτρεχε άφθονο έλεγαν «σουλουντράνι»
Γς said
Ποιος είναι ο Οσμάν;
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
Καλημέρα
Πριν ξεκινήσω το διήγημα μια παρατήρηση. Δεν ξέρω αν ο σούμπασης έχει να κάνει στην αρχική του σημασία με το νερό. Εδώ http://www.nisanyansozluk.com/?k=suba%C5%9F%C4%B1&lnk=1 δεν φαίνεται κάτι τέτοιο (sü asker ). Κι ο Τριανταφυλλίδης έχει άλλη ερμηνεία http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CF%83%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%B7%CF%82&dq=
atheofobos said
Όσο ποιο πολλοί Οσμάν υπάρχουν τόσο λιγότεροι θα διψάνε για νερό.
Μπράβο Λεό πολύ δυνατό διήγημα!
Γς said
Ελα τώρα.
Είναι πολύ πιο βαθύ το διήγημα
Spiridione said
8.
Σούμπασης< τουρ. subaci (υδρονόμος)· επιστάτης κτημάτων, τοπικός άρχοντας με διοικητική και αστυνομική δικαιοδοσία.
Νέο Kid L'Errance D'Arabie said
O Σούτσος, παίζει για νερουλάς;
Παναγιώτης Κ. said
Δύσκολο πολύ δύσκολο να βρεις τις κατάλληλες λέξεις και φράσεις για το σημερινό.
Βαρύ φορτίο ζεύτηκες Λεώνικε. Τούτο σου το διήγημα ξεπερνάει το προηγούμενο. Αντέχεις την ανηφόρα;
Alexis said
Πολύ όμορφο Λεώνικε, μπράβο!
Και πολύ ποιητικό!
Κάποια κομμάτια του θυμίζουν σύγχρονη ποίηση.
Αλλά γιατί «για τη Μικρασιατική καταστροφή»; Χωρίς να αλλαχθεί το παραμικρό θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάθε άλλο πόλεμο.
Εμένα προσωπικά που θύμισε εικόνες από το σημερινό δράμα της Συρίας.
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Tελικά, ο Οσμάν ήταν υδραυλικός;
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
#11
Λέξη «subaci» δεν υπάρχει στα τούρκικα. Μόνο subaşı.
Ορεσίβιος said
Πάρα πολύ δυνατό! Ευχαριστούμε Λεώνικε.
Διάβασα και ξαναδιάβασα: «Μα δεν είχε κάτι πολυτιμότερο να πάρει, και κουβαλάει έναν νεκρό;» ρώτησε ο Οσμάν τον πρώτο που έφτασε τρεκλίζοντας αμέσως μετά· «Εκτός κι αν είναι ο ίδιος ο εαυτός του… καταδικασμένος να μην ταφεί ποτέ, σα μνήμη!»
Και αυτό: «Για ποιον τραβάτε το νερό; Δεν περνάει κανένας πια!»
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης said
Nα πούμε και ότι ένα Τζουκ-μποξ που έχει πεταχτεί στη θάλασσα λέγεται Σουτζούκ-μποξ.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ για τα πρώτα και τα δεύτερα σχόλια! Έφυγα νωρίς και τώρα γύρισα στο πόστο μου.
8: Για να το λέει ο Νισανιάν κάποια βάση θα έχει, Ότι δεν είχε μόνο καθήκοντα σχετικά με το νερό, ισχύει. Να το δούμε.
georgeilio said
Και τα επίθετα Σουγιούλ, Σουγιουλτζής, Σουγιουλτζόγλου (σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες μου) έχουν την ίδια (υδατογενή) προέλευση. Επειδή δεν βρήκα κάτι στο μικρό τουρκογερμανικό λεξικό μου, ας μιλήσουν οι ειδήμονες.
Από την άλλη: κάπου στη γειτονιά της λέξης su, το λεξικό φιλοξενεί τη λέξη sutyen. Προς αποφυγή παρανοήσεων, να διευκρινίσουμε ότι αυτή η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά.
Δύτης των νιπτήρων said
Είπα να πω κι εγώ το πρωί την κουβεντούλα μου για τον σούμπαση, αλλά ντράπηκα να πετάξω την εξυπνάδα μου χωρίς να έχω διαβάσει το διήγημα… Ούτε τώρα προλαβαίνω να το διαβάσω με την ησυχία μου, αλλά μια και έγινε λόγος να πω ότι έχει δίκιο ο Γρηγόρης. Sü (λέει και ο Νισανιάν) είναι παλαιοτουρκική λέξη για τον στρατό. Απ’ την άλλη, Σουγιουλτζής κλπ πρέπει να βγαίνει από το su yolcu που είναι ακριβώς ο υδρονομέας.
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Σουβάλα είναι θαρρώ η νερομάνα ή γούρνα νερού. Και η Σουβάλα της Αίγινας.
Παναγιώτης Κ. said
Και η Σουβάλα στον Παρνασσό.
sarant said
21 Άρα μόνο οι σουμπάσηδες εξαιρούνται. Ωραία, να το ξέρω στο εξής.
Στην Αίγινα εκτός από τη Σουβάλα έχει και πολλές σουβάλες, δηλ. φυσικούς ταμιευτήρες των νερών της βροχής.
Στο κιτάπι μου έχω τη σουβάλα σλάβικο δάνειο όμως.
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Oι Σούτσοι τελικά …ήταν νερουλάδες ; (πριν γίνουν φίρμες, η όχι.)
Ιάκωβος said
Πολύ ωραίο, καλογραμμένο και συγκινητικό.
Gpoint said
# 23
Η Ανω δεν παίζεται…πας στο κατακαλόκαιρο και νομίζεις πως είναι άνοιξη από τα λουλούδια
Ιάκωβος said
Μου αρέσει πολύ όταν σηκώνονται οι νεκροί 🙂 Όχι όπως τα ζόμπι, για πλάκα, αλλά όταν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, όταν έχουν να μας πουν κάτι.
Παναγιώτης Κ. said
Μου αρέσει πολύ να σηκώνονται οι νεκροί.(μέχρι εδώ…)
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Στα Ζόμπι αρέσει πολύ το νερό (και τα γλυκά «σού»).
Αγαπημένη τους θάλασσα είναι η Dead Sea.
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
28.29 Μυρίζει λιβανιές.Ή βγήκε τέτοιο άρωμα ή κάποια μόλις αναστήθηκε δίπλα μου.(Τουϊτερικό)
Ιάκωβος said
31, 🙂
Στην Αλβανία, παλιά, στο σχολείο, προπηλακίζανε τα Ελληνάκια, λέγοντάς τους εσύ φύγε, μυρίζεις λιβάνι.
Σκύλος said
Υπέροχο, μπράβο Λεώνικε.
Χαιρετίζματα από την Αθήνα και από υ-π-ο-λ-ο-γ-ι-σ-τ-ή!
Ενάμιση μήνα με την ταμπλέτα, στο χωργιό, κόντεψα να πάθω πρεζβυωπία!
Μιχάλης Νικολάου said
…ας πούμε «σούμπασης» ήταν ένας αξιωματούχος στο οθωμανικό κράτος που είχε αρμοδιότητα την ύδρευση…
Υπήρχε (υπάρχει ακόμα άραγε;) ο νεροπούλος – στην Αχαΐα, τουλάχιστον – υπεύθυνος ρυθμιστής για συντονισμό της διανομής ποτιστικού νερού σε χτήματα και περιβόλια. Αν τα είχες καλά μαζί του, σε γλύτωνε από βραδυνά ποτίσματα σε ώρες για «γερμανικά νούμερα». Πριν να έρθουν τηλέφωνα σε χωριά (70ς), η ειδοποίηση για την ώρα του ποτίσματος στελνόταν πολλές φορές με κάποιο πιτσιρίκι.
Μιχάλης Νικολάου said
…«να με λένε σουμπασίνα, κι ας πεθαίνω από την πείνα….
Ή, σε παραλλαγή που μπορεί να βοηθούσε εξίσου στην διατήρηση σιλουέτας,
Να με λένε σουμπασίνα,
κι ας πεθαίνω στη φασίνα
Μιχάλης Νικολάου said
12, …O Σούτσος, παίζει για νερουλάς;…
Απ’ το Σού; Τσου!
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
#25
Πιθανόν. Έτσι μου φαίνεται ότι λέει εδώ http://www.nisanyansozluk.com/?k=saka&x=0&y=0 Το «σακάς» ξέρω σίγουρα ότι ο νερουλάς, είναι κι επώνυμο διαδεδομένο.
Στρατος Βασδεκης said
Σε πολωνικο λεξικο που αναφερεται στις ετυμολογιες τουρκικων δανειων στην Πολωνικη γλωσσα βρισκω, αναφορικα με την παλαιοτουρκικη λεξη „subaşι” ‘αξιωματικος αστυνομιας’, πως το πρωτο μερος της λεξης (su-) ειναι αδιευκρινιστης αρχης. Μπορει, αναφερει το λεξικο, να προερχεται η απο το „sü” (με δυο τελειες πανω απο το „u”) που σημαινει’στρατιωτικο αποσπασμα’, αρα το „ sü başι” προσδιοριζει τον ‘αρχηγο στρατιωτικου αποσπασματος’ η απο το „su” (χωρις τις τελειες) που εχει τη σημασια του ‘νερου’ και κατα συνεπεια το „ su başι” υποδηλωνει τον ‘τοπικο υπαλληλο, υπευθυνο για την υδροδοτηση της περιοχης’, δηλαδη τον υδρονομεα.
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Μπορεί από τον υδρονομέα- σούμπαση το επώνυμο Σωπασής που υπάρχει στην Κρήτη.
Γς said
Νέος πρόεδρος της Βουλής.
We will miss your bright eyes and sweet smile
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!
38 Ώστε έφτασε ως εκειπάνω ο σούμπασης;
34 Ασύρματο δίκτυο 🙂
Δύτης των νιπτήρων said
Παιδιά, ντρέπομαι να ξαναγράφω εδώ χωρίς να έχω διαβάσει ακόμα το διήγημα που όλα δείχνουν ότι είναι πολύ ωραίο… αλλά, επαναλαμβάνω, ο σούμπασης δεν έχει καμία σχέση με νερό, ήταν πάντα αξιωματούχος με αστυνομικές αρμοδιότητες (στις πόλεις) και στρατιωτικές, σχετικές με τη συγκέντρωση των τιμαριούχων σπαχήδων για τις εκστρατείες (στην ύπαιθρο). Όσο για τους Σούτσους, μου φαίνεται λίγο περίεργο να προέρχονται από τον σουτζού (που είναι και αρκετά σύγχρονη λέξη, νομίζω), κυρίως γιατί δεν ξέρω αν μπορεί να εξηγηθεί ο αναβιβασμός του τόνου. Θα μου φαινόταν πιο πιθανή μια σχέση με το suç (σουτς), «έγκλημα, παράπτωμα, φταίξιμο».
Μαρία said
42 🙂
https://dytistonniptiron.wordpress.com/2009/05/13/sherlock-celebi/#comment-341
Και το αντίθετο του Σούτσου (απ’ το παράπτωμα) ο αθώος Σουτσούς (υπαρκτό επώνυμο).
Δύτης των νιπτήρων said
Μπράβο μνήμη!
Στρατος Βασδεκης said
# 41α
Η πολωνικη λεξη „subaszy”, Νικο, που απεδιδε την τουρκικη „subaşι” αναφεροταν, στα παλια πολωνικα (15ος – 17ος αιωνας), ‘στον αρχηγο μικρου (ορισμενες δεκαδες ανδρες) αποσπασματος ιππικου’. Σημερα η λεξη δεν χρησιμοποιειται πλεον.
sarant said
45 Εντάξει -αλλά πάντως έφτασε (κάποτε).
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Άσχετο αλλά επειδή γίνεται κακός χαμός με το 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση αρκετό καιρό ,παρακολουθώ και κανείς δε λέει τί ΦΠΑ είχαν μέχρι τώρα,αν είχαν,κάτι ΙΕΚ,κάτι κέντρα ελευθέρων σπουδών και κολλέγια μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κι ότι τα περισσότερα λειτουργούν υπό καθεστώς εταιριών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με ό,τι συνεπάγεται αυτό φορολογικά. Να μας πούνε τί έσοδα είχε το Κράτος από συτή τη δραστηριοτητα μέχρι σήμερα.
Ξεροκοπανάνε τα νηπιαγωγεία και τα φροντιστήρια για προφανείς λόγους εντυπώσεων, αλλά μέχρις εκεί.
Με καταχωρισμένα τα στοιχεία,(ΑΦΜ)είτε των γονιών,είτε των ενήλικων σπουδαστών, να επιστρέφεται το ποσοστό του φόρου για την ιδιωτική εκπαίδευση στους ιδιώτες αυτούς,και ξεχωριστά κι αυτόνομα να αντιμετωπίζονται οι επιχειρηματίες ιδιωτικάρχες,κολλεγιάρχες,ιεκάρχες (θυμηθείτε κάτι ξεγυρισμένα οικονομικά σκάνδαλα.)
leonicos said
Ευχαριστώ από καρδιάς όλους σας, από τον Σερ Σαρ που το φιλοξένησε και όλους που το τιμήσατε.
Όντως, είναι απειράριθμες οι σφαγές και οι εξανδραποδισμοί, αλλά το διήγημα αυτό είχε ως αφετηρία μια πραγματική αφήγηση μικρασιάτισσας, αναφέρεται στο ‘Οφειλές και Σημειώσεις’ του βιβλίου, που μου ανέφερε ότι ενώ έτρεχαν οι πρόσφυγες κυνηγημένοι, ένας τούρκος έβγαζε νερί κλαίγοντας και φώναζε ‘τι κρίμα! τι κρίμα!’ Από εκεί ξεκίνησα.
Ευχαριστώ και πάλι.
Ιάκωβος said
Ιδού, ο πρώτος είναι ο νερουλάς, που το πουλάει(;) μετά είναι ο σακκάς, που το κουβαλάει.
Κι εδώ ο σούμπασης, στη μέση:
Σε μια άλλη γκραβούρα, ίσωςαυτή είναι αντίγραφο εκείνης, που δε τηνε βρίσκω,(αύριο) είχε τον σούμπαση μαζί με διάφορους άλλους, σχετικούς με το έγκλημα.
leonicos said
‘ταρίκα’ επιτρέψτε… tariqa, είναι η ‘οδός’ με τη σημασία της πνευματικής οδού, και σήμερα σημαίνει τις διάφορες αποκλίσεις των σουφιγίμ. Για παράδειγμα, οι μπεκτασί και οι ‘στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες του μαβλανά’ είναι δύο δαφορετικές ταρίκες. Αλλά και στις Πράξεις αναφέρεται ‘η οδός’ για τον Χριστιανισμό. Στον εβραϊσμό λέγεται μινχάγκ, σπανιότερα ντέρεχ, αν και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο όρων. Οι σεφαραδίμ / ασκεναζίμ είναι μινχάγκ, ενώ οι ‘υπερορθόδοξοι’ είναι ντέρεχ, διότι φανατικοί μπορεί να βρεθούν παντού. Μεταξύ των Φαλασα λέγεται ‘χαϊμανότ’ στην πραγματικότητα σημαίνει ‘πίστη’, επομένως χριστιανική, μουσουλμανική ή εβραϊκή χαϊμανότ για την Αιθιοπία, ενώ στο Ισραηλ σημαίνει την ιδιαίτερη παράδοση των Φαλασα.
Δεν ξέρω αν ενδιαφέρουν κανένα αυτές οι λεπτομέρειες… αλλά γράφει ότι ο Οσμάν ήταν από αλεβίτικη γενιά, μια ταρίκα πολύ παρεξηγημένη, επειδή συγγενεύει με τους Μπεκτασί, έχει όμως και πολλά προϊσλαμικά στοιχεία, που προσπαθούν να τα κρύβουν. Επίσης οι Καραντασί, είναι μια πολύ μικρή ταρίκα που προέρχεται από εβραίους ντονμέχ, αποστάτες προς το Ισλάμ, κατά προτροπή του ‘μεσσία’ Σαμπεθάι Τσέβη του 17ου αιώνα. Τόσο ο Αττατούρκ όσο και ο Ιπεκτσί ήσαν ντονμέχ την καταγωγή. 500 εβραϊκές οικογένειες μετεστράφησαν στο ισλάμ μόνο στη Θεσσαλονίκη. Οι πιο πολλοί απορροφήθηκαν ως τούρκοι, μερικοί επειμένουν να θυμούνται κάτι από το παρελθόν τους ως καραντασί.
leonicos said
Δηλαδή… τώρα χρωστάω το Red river valley στον Γς;
Δεν αντ’εχεται η ομορφιά του (του τραγουδιού, όχι του Γς)
Γρηγόρης Κοτορτσινός said
Για τα νερά http://abihayatsergisi.com/
sarant said
48 Λεώνικε κι εμείς σε ευχαριστούμε για το θαυμάσιο διήγημα!
Γς said
Και λίγο μπαροκ του νερού
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Διάβασα το μεσημέρι το διήγημα και τ΄άφησα να κατακάτσει στο μυαλό μου πριν πω πώς μου φάνηκε.
Να πω πρώτα πρώτα ότι σέβομαι και θαυμάζω τη διαδικασία της γραφής,ιδίως της λογοτεχνικής που είναι σαν τις πεταλούδες,Υπάρχουν για να είναι όμορφες. Ευχαριστίες λοιπόν για την ομορφιά της διήγησης.Ο άνθρωπος που τραβάει διαρκώς νερό για τους χωρίς τέλος κατατρεγμένους θα μου μείνει στη μνήμη.Κινηματογραφικές σκηνές.
Είχε δυνατές στιγμές,Μια δυο φορές μ΄έπιασε από το λαιμό. Ζούμε βλέπεις την ανάλογη οδυνηρή τρέχουσα κατάσταση με τους θαλασσοπνιγμένους ξεσπιτωμένους πρόσφυγες.
Έχει μέσα του υλικό για μερικά (υπο)διηγήματα.
Γς said
52:
στη μεγάλη στέρνα στη Πόλη
cronopiusa said
Πολύ δυνατό! Ευχαριστούμε Λεώνικε.
Γς said
56:
στη μεγάλη στέρνα στη Πόλη
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
34.>>ο νεροπούλος
Ο νεροφόρος που όριζε το νομπέτι (τη σειρά σου).
Έχω κάνει στα παιδικάτα μου αρκετά νυχτερινά περιμένοντας να ρθει η σειρά μας και μετά ώσπου να τελειώσει ο ποτός,όπως λέγαμε.Έχω αποκοιμηθεί και πλάι στ αυλάκι,στην κόψα, απ’ όπου θα γυρίζαμε το νερό του κεντρικού καταπότη προς τα μας.Έναν καιρό το εβδομαδιαίο πρόγραμμα του ποτισμού το κρέμαγαν με καρφάκια στο κοινοτικό κατάστημα αλλά για τα περιβόλια μας σε άλλη περιφέρεια,μας μηνούσαν αρκετά νωρίτερα.
Για τα νυχτερινά ποτίσματα και τις αναγκαστικές νυχτερινές πορείες στο πηγαινέλα λέγανε ένα σωρό ιστορίες. Ο παπούς μου μια φορά κοιμήθηκε πάνω στο γάιδαρο επιστρέφοντας και το ζώο που δίψαγε,σε μια στιγμή λοξοδρόμισε προς το μονοπάτι που ήξερε πως τον πήγαινε σε γούβα ρυακιού που είχε νερό.Καθώς στάθηκε χωμένος μες τη ρεματιά να πιεί,ξυπνά ο παπούς και τρόμαξε να καταλάβει πού βρισκόταν και τί συνέβαινε.
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Δεν έχουμε ποτάμια,δεν έχουμε πηγάδια,δεν έχουμε πηγές
sarant said
νεροπούλος, νεροφόρος -και νεροκρατης νομίζω λέγεται.
gbaloglou said
… μα πολιτείες και χωριά να ξεψυχούν … πρώτη φορά …
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Λεώνικε σίγουρα το έχεις το γράψιμο, αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη, θα πρέπει να ξεφύγεις από μερικά στερεότυπα για να απογειωθείς λογοτεχνικά. Ο Οσμάν μου θύμισε πολύ τον πολυπράγμωνα Μπασιά, τον εξιδανικεύεις υπερβολικά με όλες αυτές τις πρωτιές, αλλά και με την θρησκευτικού τύπου ταρίκα του, «Απλή είναι η ταρίκα μου! Να φέρνω το καλό και να διώχνω το κακό, αλλά να νοιάζομαι και τον καλό και τον κακό. Να θυμάμαι τα λάθη μου και να δέχομαι τις συνέπειές τους φανερά, να διορθώνω τα λάθη των άλλων κρυφά και να τα ξεχνώ. Όλους να τους ακούω, να τους κατανοώ και να τους αγαπώ, ν’ αναγνωρίζω τις αρετές, να παραβλέπω τις αδυναμίες, να τους παραστέκομαι» και χρησιμοποιείς τον θεό (ίσως λόγο θρησκευτικών πεποιθήσεων) στα όρια της κατήχησης, «και να είμαι ταπεινός, ευγνώμων και πιστός στον παντοδύναμο αληθινό Θεό.» Η λέξη «αληθινό» είναι περιττή, τι θα πεί «αληθινό θεό» υπάρχει και ψεύτικος για τους «πιστούς;» κανείς αγράμματος (αλλά και εγγράμματος) πιστός δεν μιλάει έτσι για τον όποιο θεό, αν δεν είναι φανατικός θρησκόληπτος, κι ο Οσμάν απ΄ό,τι διάβασα, δεν είναι σε καμία περίπτωση.
gbaloglou said
62 (συνδεδεμένο, ελπίζω) … μα πολιτείες και χωριά να ξεψυχούν … πρώτη φορά …
cronopiusa said
Bir Elmanin Yarisi Biri SeNsiN Biri BeN «AskSesLi.Net AskSesLi Aşk Sesli»
Corto Maltese said
Συγχαρητήρια στον συγγραφέα!
Θα ήθελα να κάνω μία ερώτηση, σε όποιον γνωρίζει:
Διαβάζω ότι η λέξη σούδα (και το τοπωνύμιο Σούδα) είναι λατινικής προέλευσης.
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B1
Η σημασία της σούδας είναι παρεμφερής της σουβάλας (τάφρος). Και οι δύο αφορούν ταμιευτήρες νερού. Είναι τυχαίο ότι οι δύο λέξεις έχουν κοινό πρόθεμα ή συνδέονται κάπως;
Τσούρης Βασίλειος said
Ευχαριστούμε πολύ κ. Λεώνικε! Μια καλοπροαίρετη παρατήρηση θαρρώ πως θέλω να κάνω -με όλο το σεβασμό και στο πρόσωπό σου και στο έργο σου- γράψε πιό απλά και περιεκτικά, μην πλατιάζεις τόσο.
Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι για σένα που ξεχειλίζεις από ανθρωπισμό,συναισθήματα και ιδέες, αλλά είμαι σίγουρος
πως όταν καταφέρεις να κάνεις αυτό το «κοσκίνισμα», εμείς θα μπορούμε να απολαύσουμε καλύτερα τα καλούδια σου!
Γς said
Ναι βρε Λεώ
[μας γκάστρωσες ελαφρώς – ολίγον εγκυοι]
spiral architect said
Ευχαριστούμε Λεώ!
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
AΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ!: Bρέθηκε ο Οσμάν ! Ακόμα δίνει νερό σε διψασμένους…

gbaloglou said
65 Στα πρώτα βήματα μου στο γιουτούμπ, αρχές μάλλον του 2007, είχα βρει ένα πολύ όμορφο βίντεο, της Ερυθράς Ημισελήνου ίσως, σχετικά με την πολυτιμότητα του νερού — ένα μικρό κορίτσι που περιμένει θλιμμένο σε μια δημόσια βρύση, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. (Δεν μπορώ να το βρω πια, καθώς δεν είχα συγκρατήσει αρκετά στοιχεία του.)
sarant said
66 Δεν νομίζω πως η σούδα συνδέεται με τη σουβάλα, εννοώ ετυμολογικά.
cronopiusa said
Καλημέρα,
Λεώνικε συνέχισε ν’ ακούς την καρδιά σου όταν γράφεις όπως και όταν πορεύεσαι ανάμεσα στους ασθενείς σου, όπως και όταν πορεύεσαι ανάμεσα μας μ’ αγάπη, σιγανά και ταπεινά…
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
Φορολογούν τα πηγάδια
https://encrypted-tbn2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTk5yv-NBgFrpNwM0F3q_hNDicqf9OR7MHjtvomWmSeXj4NVezAAw
ΕΦΗ-ΕΦΗ said
sarant said
Ωραία φωτογραφία!
Γς said
Μαρόκο – Γεύση από Σαχάρα
Corto Maltese said
72: Ευχαριστώ για την απάντηση!
Άρα έχουμε σλαβογενείς, τουρκογενείς και λατινογενείς λέξεις που σχετίζονται με το νερό και θυμίζουν η μία την άλλη.
Με ξεγελούσε η ομοιότητα του προθέματος «σου» και τα θεωρούσα όλα τούρκικες λέξεις.
Λ said
Καλημέρα. Ευχαριστώ Νικοκύρη και συγγραφέα για το ωραίο διήγημα καθώς και τη Νικοκυρά και την κυρία Φωτεινή που στηρίζουν αυτούς τους δύο ωραίους ανθρώπους.
Οι θετικοί ήρωες χωρίς αήπια δεν με χαλούν.Στα διηγήματα της Σεβαστούπολης και στους Κοζάκους έχει αρκετούς τέτοιους ο Τολστόη Είναι και ο Πιέρ και τόσοι άλλοι θετικοί ήρωες και πάλι στον Τολστόη Εφόσον δεν ακολουθούν διαταγές από πάνω όπως στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό «ιτς οκκέι». Παρεμπιπτόντως το καλοκαίρι πήγα στο επαρχιακό μουσείο του Ντιλιζιάν στην Αρμενία και επανασυνδέθηκα με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και μπορώ να πω (θαρραλέα) ότι αγαπώ και αυτή την τέχνη (εξάλλου και στην Αμερική υπήρξε στράτευση όσον αφορά την τέχνη. Όπως μου είπε φίλος πρόσφατα το TLS είχε άρθρο ότι η ΣΙΑ χρηματοδοτούσε και υποστήριζε με διάφορους τρόπους τους εξπρεσιονιστές Τζιάξον Πόλλοκ κλπ για να αναδείξει την προοδευτική δύση έναντι του οπισθοδρομικού ανατολικού μπλοκ. Δεν το διάβασα αλλά θα ψάξω και θα (το) βρω.
υγ. Είχαμε το επίθετο Σακκάς στο χωριό μου.
Δύτης των νιπτήρων said
Λ: http://www.independent.co.uk/news/world/modern-art-was-cia-weapon-1578808.html
Γς said
80:
Στράτευση με στράτευση έχει διαφορές στην Τέχνη.
Πάντως η χρηματοδότηση από την Σία μπορεί να ειπωθει και στράτευση, σε καμιά περίπτωση όμως στράτευση τέχνης.
Βάταλος said
Αγαπητοί κύριοι, επιτρέψατε και εις τον γέροντα Βάταλον ωρισμένας καθυστερημένας (δεδομένου ότι είχον αποκλειστεί επί ημέρας εις τόπον εστερημένον Διαδικτύου) επισημάνσεις επί της παρούσης αναρτήσεως…
1) Ομολογώ ότι με εξέπληξεν ο αγαπητός φίλος κ. Λεώνικος διά την αρίστην γνώσιν της ρωμέικης γλώσσης. Ωστόσον, το διήγημά του κουράζει από τας πρώτας λέξεις τον σύγχρονον αναγνώστην, ή διά να το είπω σαφέστερον, ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ. Και τούτο διότι γίγνεται κατάχρησις καλολογικών στοιχείων εις μίαν μαλλιαράν γλώσσαν που θυμίζει Καζαντζάκην, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλον και «Γενεάν του Τριάντα». Το διήγημά του είναι γεμάτο με αγνώστους λέξεις, ακόμη και δι’ έναν επαρκή αναγνώστην ως ο γερο-Βάταλος. Θυμίζει ταινίαν του Τεό Αγγελόπουλου εις την βραδύτητα της πλοκής και κυρίως είναι «στρατευμένον» εις εν ανύπαρκτον «πανανθρώπινον αγαπισμόν» που δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την πραγματικήν ζωήν και είναι κατάλληλος μόνον δι’ αποβλακωμένα χριστιανόπουλα του Κατηχητικού σχολείου…
Επειδή αγαπώ πολύ τον κ. Λεώνικον (κατ’ αρχήν διά τον θαυμάσιον χαρακτήρα του και κατά δεύτερον επειδή είναι Εβραίος και δεν έχει αποβλακωθή – θέλω να ελπίζω, διότι με επληροφόρησαν ότι τυγχάνει Μάρτυς του Ιεχωβά – από τας παρλαπίπας των Γαλιλαίων όπως ημείς οι Ρωμιοί), δεν επιθυμώ να του κάμω επιμέρους κριτικήν εις όσα γράφει, όπως πράττει ο κ. Λάμπρος εν τω σχολίω 63. Θα περιοριστώ να του είπω δύο τινά: Δεν υπάρχει «αλεβίτικη γενιά», δεδομένου ότι οι Αλεβίτες είναι θρησκεία (εις την οποίαν δύναται να προσηλυτισθή ο καθείς) και ουχί φυλή ή γένος.
Επίσης, είναι πολύ επικίνδυνον αυτό που γράφει εν τω σχολίω 50 ο φίλτατος κ. Λεώνικος, ότι – δηλαδή – ο Κεμάλ Ατατούρκ ήτο Ντονμές, τουτέστιν εξισλαμισμένος Εβραίος. Αν οι εθνικοπαράφρονες της Χρυσής Αυγής πληροφορηθώσιν ότι είς διακεκριμένος Εβραίος ιατρός όπως ο κ. Λεώνικος δηλώνει δημοσίως ότι ο Σφαγεύς 1,5 εκατομμυρίου Ρωμιών, Κεμάλ Ατατούρκ, ήτο Ντονμές, θα το κάμουν «σημαία» και… μαύρο φίδι που μας έφαγε. Αυτό ψάχνουν εδώ και 90 χρόνια οι εθνικοπαράφρονες, τις αποδείξεις ότι ο Κεμάλ ήτο εξισλαμισμένος Εβραίος. Μη τους δίδης επιχειρήματα, αγαπητό μου παιδί, διακεκριμένε ιατρέ κ. Λεώνικε… Άλλωστε, ο κορυφαίος ειδικός του Θεσσαλονικιώτικου Εβραϊσμού, ο Αγγλο-Εβραίος ιστορικός Μάρκος Μαζάουερ,
https://en.wikipedia.org/wiki/Mark_Mazower
εις το θρυλικόν σύγγραμμά του «Θεσσαλονίκη η Πόλις των Φαντασμάτων» γράφει σαφώς ότι ΔΕΝ υπάρχουν αποδείξεις για την Εβραϊκή καταγωγή του Ατατούρκ.
2) Διαβάζω ότι προ ημερών ο Αλέξιος Τσίπρας συνηντήθη με τον πρόεδρον Λεβέντην εντός της Βουλής και τον ηυχαρίστησε συγκεκινημένος επειδή ειργάσθη επί εν εξάμηνον με τον μακαριστόν πατέρα του, μεγαλοεργολάβον Παύλον Τσίπραν
http://www.protothema.gr/politics/article/514945/tsipras-se-levedi-suginithika-otan-diavasa-pos-isoun-sunergatis-tou-patera-mou/
Οποία υποκρισία (και ασχετοσύνη των Ρωμιών δημοσιογράφων), αγαπητοί κύριοι… Μά ο Βασιλάκης ο Λεβέντης δεν ήτο εκείνος που απεκάλυψε τας υποτιθεμένας σχέσεις του «Βασιλόφρονος» Παύλου Τσίπρα με τον Παττακόν και την Χούνταν, με αποτέλεσμα να κάμνουν «πάρτυ» εδώ και 3 έτη εις το Διαδίκτυον οι Εθνικοπαράφρονες; Ρίψατε μίαν ματιά εις το YouTube και θα πάθετε κολούμπραν με το πάθος του Λεβέντη εναντίον του μακαριστού Παύλου Τσίπρα
https://www.youtube.com/results?search_query=%CE%9B%CE%B5%CE%B2%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%B3%CE%B9%CE%B1+%CF%80%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1+%CE%A4%CF%83%CE%AF%CF%80%CF%81%CE%B1
ΙΔΟΥ δύο βίδεο, που «βγάζουν μάτια» και που αν τα είχε ίδει ο Αλέξιος, ουδέποτε θα συνέχαιρε τον Βασιλάκην Λεβέντην εις την Βουλήν, αλλά μάλλον θα τον «κατσάδιαζε»…
Μετά πάσης τιμής
Β.
ΥΓ: Θέλω να συγχαρώ τον κ. Γς, διότι καίτοι στενός φίλος του κ. Λεωνίκου, απέφυγε να του δώκη συγχαρητήρια (όπως έπραξαν άλλοι αναγνώσται, είτε από λόγους ευγενείας, είτε διά να τον κολακέψουν ή και να τον «γλείψουν») διά το παρόν διήγημά του. Εύγε κ. Γς, με εντυπωσίασε λίαν η ευθύτης του χαρακτήρος σας, πράγμα εντελώς σπάνιον εις το διεφθαρμένον Ρωμέικον…
π2 said
Αν διαβάζουν οι οθωμανολόγοι υπηρεσίας:
Ο σούμπασης, διαβάζω εδώ, ήταν αξιωματούχος με διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα και δεν έχει σχέση με το νερό όπως μου έλεγαν. Στα Γιαννιτσά των αρχών του 20ου αιώνα, πόσο ψηλά θα τον τοποθετούσατε στην ιεραρχία των τοπικών αξιωματούχων; Θέλω να πω, δικαιολογείται να υπήρχαν αρχαία στο κονάκι του όπως συνέβαινε σε πολλές πόλεις με τον ανώτερο τοπικό άρχοντα, ή θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός;
Δύτης των νιπτήρων said
Μάλιστα, πράγματι μου είχε ξεφύγει αυτό. Ας πούμε πως ήταν επικεφαλής της αστυνομίας των Γιαννιτσών, αρκετά ψηλά δηλαδή στην ιεραρχία. Αν και πρέπει να πω ότι για τις αρχές του 20ού αιώνα δεν μιλάω, πώς το λένε, μετά λόγου γνώσεως 😦
π2 said
Μερσί.