Παραλειπόμενα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Τόλης Καζαντζής)
Posted by sarant στο 5 Ιουνίου, 2016
Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα του Θεσσαλονικιού πεζογράφου Τόλη Καζαντζή (1938-1991), που μου το έστειλε ο φίλος μας ο Δημήτρης Ρ. προτείνοντας μάλιστα κι ένα σχετικό κουίζ. Ο Καζαντζής είναι από τους πεζογράφους που μου αρέσουν πολύ, ιδίως τα πρώτα του έργα στα οποία αφηγείται αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας (4-5 από αυτά έχω παρουσιάσει στον παλιό μου ιστότοπο). Το σημερινό όμως διήγημα ανήκει στη δεύτερη περίοδό του, τα τελευταία χρόνια πριν από τον πρόωρο θάνατό του, με κομμάτια εμπνευσμένα από την εποχή του -και συχνά με καυστική ειρωνεία, όπως θα δείτε.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε αρχικά στη Διαγώνιο (στον κύκλο της οποίας ανήκε ο Καζαντζής) και μετά στη συλλογή Καταστροφές (1987, β’ έκδ. 1994). Εδώ το μετατρέπω σε μονοτονικό και αλλάζω ελάχιστα την ορθογραφία (σε μία μόνο λέξη, αν θυμάμαι καλά).
Ο Καζαντζής, θα δείτε, έχει στο στόχαστρό του κάποιες πασίγνωστες μορφές των γραμμάτων μας -και, ειδικότερα, αναφέρεται με σφαγιαστικήν ειρωνεία σε μια φωτογραφία που έβγαλαν δύο από αυτούς, που την περιγράφει με περισσή λεπτομέρεια.
Το κουίζ μας έχει δυο επίπεδα, εύκολο και δύσκολο. Στο εύκολο η ερώτηση είναι: «Ποιοι είναι οι δυο πολύ γνωστοί λογοτέχνες της φωτογραφίας;» Στο δύσκολο, σας ζητάω να βρείτε την ίδια τη φωτογραφία -υπάρχει στο Διαδίκτυο, το έλεγξα.
Προσθήκη: Η απάντηση βρέθηκε, αν θέλετε μπορείτε να δείτε τη φωτογραφία στο σχόλιο αριθ. 6.
Μπορείτε, βέβαια, απλώς να διαβάσετε το διήγημα. Επωφελούμαι πάντως για να βάλω και μια τρίτη ερώτηση στο κουίζ: απ’ όσο θυμάμαι, άλλαξα την ορθογραφία σε μία μόνο λέξη. Μαντεύετε ποια είναι αυτή;
Προσθήκη: Κι αυτό απαντήθηκε, είναι η λέξη «μετρ» (ήταν «μαιτρ»).
Παραλειπόμενα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Αιθέρια αερικά «εποχής», με καλοτυλιγμένα κι ευκίνητα κορμιά σε μουσελίνες, με μπουκετάκι «μιγκέ» στο ντεκολτέ τους, εκεί ακριβώς που αρχινάει η σκιερή χαράδρα των τροφαντών μαστών, περιφέρονται —ίδιες «Ατθίδες αύρες»— μέσα στη νοσταλγικά διατηρημένη «ανατολίτικη» ατμόσφαιρα του σαλονιού πετώντας πού και πού, εμβόλιμα, κάποιο χαριτωμένο, γαργαλιστικό γαλλικό. Προσφέρουνε, υπό τους ήχους του ταγκό, «μαρασκινό», μέσα σε κείνα τα λιλιπούτεια -επάργυρα— κολονάτα ποτηράκια, στους νέους της συντροφιάς, με το νωχελικό και ατημέλητό τους κάθισμα και τα καλοζυγισμένα —αεράτα— τους κοστούμια σε χρώμα σαμπανί από «σαντακρούτα».
Στα πιο άβολα καθίσματα κάτι ροδομάγουλα ακόμη επαρχιωτάκια κρύβουν αδέξια την πείνα τους για τα αερικά, που λέγαμε, και τα υπολείμματα της «πάστα φλόρας», ανοιχτομάτηδες, με μυαλουδάκι κοφτερό και εύστοχο και με μια στήλη, προπαντός, σε μια εφημερίδα. Κι αυτά τα επαρχιωτάκια απαλλοτρίωσαν τ’ αναμφισβήτητα προσόντα τους προς όφελος των άλλων, επί ισαξία αντιπαροχή, εδραιώνοντας και το μεγάλο λόγο· «Η άτρωτη, η αειθαλής, η αθάνατη γενιά του τριάντα είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα στα γράμματά μας».
Ύστερα από δέκα, περίπου, χρόνια, μέσα στα οποία η συντεχνία επανδρώθηκε, οργανώθηκε κι ανδρώθηκε, συναντάμε δυο απ’ τους κύριους εκπροσώπους της ν’ ανηφορίζουν ένα σκιερό δρομάκι, απ’ αυτά τα πανομοιότυπα, απωθητικά δρομάκια που βγάζουνε στην οδό Πανεπιστημίου. Προορισμός τους το Πανεπιστήμιο ή η Ακαδημία ή η Βιβλιοθήκη (ποτέ μου δεν κατάφερα —ο αθεράπευτος επαρχιώτης— να ξεχωρίσω τα νεοκλασικά αυτά αριστουργήματα). Πάντως αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι οι περί ων ο λόγος έχουνε μόλις βγει από κάποιο εστιατόριο, που προς μεγάλη τιμή του ιδιοκτήτη του —ενός αυτοδημιούργητου λουστραρισμένου Καρπενησιώτη— επιτρέπει και την είσοδο ευπρεπών φαντάρων. Γιατί, κοίτα να δεις που θα το ξέχναγα! Ο ένας απ’ τους δυο είναι φαντάρος και, βέβαια, ευπρεπής και μάλιστα εθελοντής και σε εμπόλεμη περίοδο.
Χειμώνας του «σαράντα». Και, φυσικά, παντού χειμώνας εκτός απ’ την Αθήνα.
Πήρανε, που λες, την ανηφοριά βαδίζοντας αργά και σημαντικά, καθώς αρμόζει σε ημέρα Κυριακή και στη σοβαρότατη κουβέντα που ’χουνε πιάσει αποσώνοντας το χορταστικότατο και γευστικότατο γεύμα τους. «Ανησυχούνε», γενικά, «για την τύχη του έθνους». Ανησυχούνε… Ο ένας τις παραμονές της αναχώρησής του για τη νέα του θέση στο εξωτερικό κι ο άλλος υπηρετώντας την αγωνιζόμενη πατρίδα δυο, τρία τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι του. Διασχίζοντας, λοιπόν, την Πανεπιστημίου και λοιπά κι υπόλοιπα, που λέγαμε, λέει ο πολίτης του φαντάρου·
—Κάμνουμε μια φωτογραφία; Και κείνος,
—Κάμνουμε, του απαντάει, πάντα πειθήνιος ο φουκαράς. Ύστερα, χώθηκε το κεφάλι του υπαίθριου φωτογράφου μέσα στο ξασπρισμένο-μαυρο κάμπουτο της μηχανής του κι όλα, σε μια στιγμούλα, εντάξει. Κόβουνε ύστερα μερικές βολτίτσες μες στη γεμάτη γλυκύτητα και θάλπος χειμωνιάτικη λιακάδα (αχ, αυτή η χωνευτική αθηναϊκή λιακάδα) κι οι φωτογραφίες, υγρές ακόμη, έτοιμες.
Κι έτσι, τους βλέπουμε να στέκονται στο οπισθόφυλλο του σχετικού βιβλίου, όπου περιέχεται η θλιβερή (ου του παρόντος) αλληλογραφία τους: Η αττική, που λέγαμε, λιακάδα —έμπλαστρο κολλημένο επάνω στις πεντελικές πλάκες και στις ιωνικού, μου φαίνεται, ρυθμού κολόνες — ο πολίτης με τη γνωστή φτυαριστή ματιά του, με εμφανέστατο το υπόστρωμα της μετέπειτα λαμπρής κοιλιάς του και θαλερές τίς κρεατοελιές του. Πλάι του ο φαντάρος· σολντατίνος του «σαράντα», με το λιγωμένο βλέμμα του λες κι είχε καταπιεί έναν κουβά «μπελαντόνα», σα να ’τανε κάνας δραπέτης κάποιου πλουμιστού θεατρικού προγράμματος του «Βαφτιστικού», καλοκουμπωμένος και πεντακάθαρος, περιμένεις πως, όπου να ’ναι, θα χυθούνε καταγής νταντέλες απ’ τα πέτα και τις μανσέτες της χλαίνης του.
Όμως, είπαμε· «Ανησυχούνε για την τύχη του έθνους». Μόνον που τώρα πια το ξέρουμε· ανησυχούσαν πιο πολύ για τη δικιά τους τύχη. Βολεύανε, χρόνια και χρόνια, τη φήμη και την υστεροφημία τους και τώρα, ύστερ’ από δενξερωπόσα χρόνια, ποζάρουνε αυτάρεσκοι στη φωτογραφία, έτσι που να παίρνουν φόρα οι διάκοι τους και να λένε·
—Τούς βλέπετε; ανησυχούνε για την τύχη του έθνους!
Στο μεταξύ, έβρεχε-χιόνιζε όλα αυτά τα χρόνια, αυτοί σφιχτοδεμένοι και πιστοί στη «φιλική τους εταιρεία», αλληλολιβανίζονταν αλλάζοντας σαν τίς σουμπρέτες των θεατρικών επιθεωρήσεων το ρόλο του άγιου και του παπά και μας γεμίζαν τσίμπλες τα ματάκια μας, έτσι που να μην έχουμε άλλο γκαϊλέ, ξετσιμπλιαζόμασταν συνέχεια. Όσο γι’ αυτούς, ε, αυτοί, καλοκαθισμένοι πάντα στις μαλακές τους πρωτοκαθεδρίες, περνάγανε τα «σώσε» που γινότανε σ’ αυτό τον έρμο τόπο, χωρίς να βρέχουν καν τα ακριβά τους δίσολα «σεβρό».
Πρέπει, όμως, να ’μαστε και δίκαιοι και να το μολογάμε και του στραβού το δίκιο· στην επιβίωσή τους συντέλεσαν τα μέγιστα και οι άμεσοι επίγονοί τους. Με το να γεμίζουνε αβέρτα-κουβέρτα τους απανταχού της χώρας λάκκους με τ’ απερίσκεπτα κορμιά τους ή οι πιο τυχεροί, τα ξερονήσια ή οι τυχεροί των τυχερών, οι τυχεράκηδες, τα αδιαχώρητα πια περιθώρια της ζωής του τόπου. Κι όσοι απ’ αυτούς κατάφεραν —με τα χίλια ζόρια— να επιζήσουν ή θα ’χουν πάθει μόνιμη αγκύλωση ή αφυδάτωση ή θα παριστάνουνε τις πριμαντόνες επικεφαλής μυστικών και φανερών θιάσων με κόλακες, αύλοκόλακες και «ζητωκραυγαστές» που, ευτυχώς, έδωσ’ ο Θεός και δε μας λείψανε ποτέ.
Όσο για μας; ε, εμείς μάτια για να βλέπουμε, αυτιά για ν’ ακούμε, πετσιά για ν’ ανατριχιάζουμε σαν ξεπουπουλιασμένα και καψαλιασμένα κοτόπουλα και στόμα για να σωπαίνουμε. Κι έτσι γινήκαμε οι άσοι της «σάμπας» και της «ρούμπας». Καταβροχθίσαμε με τη σέσουλα όλες τίς αηδίες που μας έφερε στη μάπα η ΟΥΝΡΑ της αμερικάνικης κουλτούρας, εισάγοντας και κείνες τίς περίφημες γραβάτες με τις χουρμαδιές, τα παραδείσια πτηνά και τους τροπικούς χάνους ή, στην πιο καλή περίπτωση, με τις αμφίπλευρες και αμφίστομες μούντζες, που μούντζωνες αλλά και μουντζωνόσουνα ταυτόχρονα.
Φυσικά, εκείνοι οι, θέλαμε δε θέλαμε, κολλητοί μας της φωτογραφίας, αλώνιζαν όλ’ αυτά τα χρόνια, ερήμην των φυσικών διαδόχων τους, μέχρι που γίνανε στο τέλος οι ακλόνητοι βιομήχανοι τής λογοτεχνίας μας με τα προστατευμένα από χίλιες μπάντες μονοπώλια.
Έτσι περνούσαν και περνούν τα χρόνια μας και περνάμε και μεις μαζί τους και κείνοι γέροι ή τεθνεώτες απομένουν εν ζωή και εν ενεργεία, μιας και φρόντισαν να εκπαιδεύσουνε εγκαίρως πιστούς, χρυσοδάχτυλους ζογκλέρ που καταφέρνουν να κάνουν τους υπέργηρους ή τους αποθαμένους να μιλούν μέσα από κάτι κατασκονισμένα και ποντικοχεσμένα σαπιοσέντουκα. Καρύδια πέφτουν τα λογάκια τους στις καρδούλες του κοσμάκη· βάλσαμο, λάβδανο, λάδι και λιναρόσπορος. «Ανησυχούνε» πάντα, τζάνε μ’, «για την τύχη του έθνους», αφού η δικιά τους τύχη είναι διπλοκουμπωμένη κι ασφαλισμένη με διπλές και τρίδιπλες ασφάλειες. Κι ύστερα αυτοί, οι κατά τα άλλα κι άλλοτε λαλίστατοι, μόλις ωοτοκήσουν προς χάριν μας το χρυσό τ’ αυγό τους, «ξαναγυρνάνε στη σιωπή τους» επίσημα θλιμμένοι.
Όμως σιγά σιγά και ένας ένας τους εκλείπουν. Τους «συνοδεύουν» λόγοι προέδρων και αντιπροέδρων (κωλυομένων των προέδρων), νεκρολογίες παντού σπαραξικάρδιες και επικήδειοι σε ζηλευτά «αντάντε», ολόφτυστοι μ’ εκείνον του υπέροχου πεζογράφου μας Ιωάννη Κονδυλάκη·
Ιδού και άλλο λείψανον
του ιερού αγώνα,
οπού εις Τούρκων καύκαλα
το ξίφος του ακόνα.
Κι ύστερα, ποιος πρώτος, οι βαστάζοι τους, οι αφοσιωμένοι εν ζωή και εις τους αιώνας των αιώνων, τους κόφτουνε τιμητικά επ’ ώμου τους, ενώ ρέουν ποταμοί ειλικρινέστατων δακρύων, ακούγονται ευπρεπέστατα χειροκροτήματα προς το βαρύτιμο φέρετρο με την ελληνική σημαία για «κουβρ λι» του.
Φυσιολογικά, λοιπόν, η πολύτιμη αυτή συνομοταξία θα ’πρεπε, ούτως η άλλως, να εκλείψει εντελώς υποταγμένη, αν οχι σε τίποτ’ άλλο βρε αδερφέ, στους φυσικούς νόμους. Όμως ένα τέτοιο ακατάρριπτο ρεκόρ μακροζωίας, ένα τέτοιο «μέγιστον μάθημα» καπατσοσύνης, θα ’τανε κρίμας κι άδικο να μην παραδειγματίσει, να μη βρει την ευτυχή συνέχειά του μες στο χρόνο. Και ω του θαύματος! Παραδειγμάτισε τους νεότερους, μα αλί τους όχι και τόσο νέους πια. Χρειάστηκαν, βέβαια, μερικές μικροαλλαγές και εκσυγχρονισμοί —επουσιώδη μερεμέτια— ως καθώς το καλούσε η στο μεταξύ επελθούσα εξέλιξη. Κι έτσι, αλλάξανε τις «μουσελίνες» με «τζιν», τα «μαρασκινό» με άλλα ποικιλώνυμα και πολύχρωμα πιοτά, τις κουλτουριάρες-αερικά, με κουλτουριάρες-αμφισβητήτριες, τα γαλλικά μαϊμουδίσματα με μαϊμουδίσματα ρετρό ρεμπέτικων και τα επαρχιωτάκια, που λέγαμε, με κάτι άλλα σαΐνια, που αντί για κριτικές, σου ζωγραφίζουνε εξαίσια και περιεκτικότατα «σλόγκανς». «Η γενιά του Πολυτεχνείου εισβάλλει στη λογοτεχνία». Στη Λογοτεχνία, ναι. Εισβάλλει και παραεισβάλλει, απ’ το Πολυτεχνείο, όμως, πέρασε και δεν ακούμπησε. «Κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες», δηλαδή.
Κοίτα, όμως, παυ μ’ αυτά και κείνα τους, τα σαΐνια και κάτι άλλοι παλίμπαιδες του κερατά, καθώς και κάτι ξεμωραμένες καρακάξες, κρατούν γερά τις πατερίτσες των εισβολέων, των «σέντερ φορ» της λογοτεχνίας μας, όπου, κατά τα λοιπά κι υπόλοιπα, της βρίσκεις ολόφτυστα τα σουσούμια και τα χαρακτηριστικά των εκλιπόντων, πια, «μετρ» του είδους. Και τους αλληλολιβανωτούς, δηλαδή, και τις αστραπιαίες αλλαγές των ρόλων.
Και μεις; τι εμείς; Για μας επιφυλάχτηκε ένας απλούστατος και αξιολάτρευτος ρόλος· θα προαχθούμε, μετά θάνατόν μας όμως, από λοχίες, που είμαστε, σε ταξίαρχους. Γιατί, ως γνωστόν, ακόμη και στα νήπια, οι πεθαμένοι δε μιλάν και δε δαγκώνουνε κι ούτε είναι δυνατό να βγει τίποτα από τα χεράκια τους. Ό,τι ελέχθη, δηλαδή, ελέχθη και πάει σκόλασε.
Τότε αποκαλύπτεται η απρονοησία, η ακηδία μας. Βάζουμε γκοτζάμ’ διάσημους ανθρώπους να ψάχνουνε και πού να βρούνε; φωτογραφία μας ενδεικτική του είδους του έργου μας και μάλιστα μέσα στη βιασύνη τους να πάρουνε, ποιος πρώτος, το καϊμάκι της θλίψης για τον πάντα αδόκητο χαμό μας.
Γι’ αυτό και γω το έχω πάρει απόφαση να προετοιμαστώ μεθοδικά. Εκείνος ο γουρσούζης ο Αρμένης, που χάριν συντομίας τον φωνάζουν «Σούζη», ζει ευτυχώς ακόμη κι έχει εκείνο το λαδομπογιατισμένο του χάρβαλο, τη μηχανή του, στημένη πλάι στο Λευκό Πύργο. Όσο όμως και να τον παρακαλέσεις, όσα πανωπροίκια κι αν του τάξεις να σε βγάλει και σένα σαν άνθρωπο με φόντο τον Πύργο δε λέει, ο στούρνος του κερατά, να τη γυρίσει προς τα κει. Έχει, λοιπόν, βγάλει τη μισή και βάλε Θεσσαλονίκη με φόντο τα δημόσια αποχωρητηρια εκεί δίπλα.
Εκεί λέω και γω, μόλις αδειάσω αυτές τις μέρες, να ενδυθώ το επίσημο και ντεμοντέ ένδυμά μου και βρίσκοντας το σημαντικό μου ύφος, να βγάλω μια φωτογραφία-μέγκλα, χωρίς να παραλείψω να σημειώσω στα οπίσθιά της και τη μεταθανάτια λεζάντα μου: «Μπροστά στ’ αποχωρητήρια του Λευκού Πύργου, ανησυχεί για την τύχη της λογοτεχνίας».
Και η φωτογραφία που λέγαμε:
Γς said
Καλημέρα
Δυσκολο κείμενο. Κακοτράχαλο στυλ εννοώ.
Το παράτησα ;(
ΚΑΒ said
Το απόλαυσα.
Μήπως η διορθωμένη λέξη είναι η αλλοτρίωση;
Υπάρχουν κάποια τυπογραφικά λαθάκια, αλλά στην πέμπτη παράγραφο από το τέλος κάτι συμβαίνει.
ευχαριστούμε.
Γιάννης Κουβάτσος said
Καλημέρα!
Σεφέρης και Κατσίμπαλης είναι, Νίκο;
ΚΑΒ said
Πάντως οι Θεσσαλονικείς έχουν κάποιο πρόβλημα με τους πρωτευουσιάνους λ.χ. Χριστιανόπουλος
basmag said
Σεφέρης και Θεοτοκάς;
Ελένη said
Σεφέρης και Θεοτοκάς;
Γιάννης Κουβάτσος said
Η φωτογραφία (θα την αναγνωρίσετε εύκολα ανάμεσα στις άλλες)
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/works.html?cnd_id=1
sarantaena said
Μήπως η «διορθωμένη» λέξη είναι οι Ατθίδες Αυρες, καθώς Ατθίδες Αυραι είναι το όνομα της συλλογής του Βιζηυνου?
Γιάννης Κουβάτσος said
Θεοτοκάς βέβαια, όχι Κατσίμπαλης. 🙂
ΚΑΒ said
Ο Κατσίμπαλης είναι μεγάλος,όπως και ο Θεοτοκάς (μικρότερός του βέβαια). Σεφέρης και Ελύτης.
>> «ξαναγυρνάνε στη σιωπή τους» επίσημα θλιμμένοι. Εξαιρετικό, από τη δήλωση του Σεφέρη στη Δικτατορία.
LandS said
1 Και εμένα με δυσκόλεψε. Αν δεν ήταν το κουίζ δεν θα το έφτανα μέχρι το τελος. Και που το έφτασα δηλαδή; Για το κουίζ δεν χρειαζόταν.
Έχω και άσχημη διάθεση σήμερα.
Θα το ξαναδιαβάσω κάποια άλλη φορά με καλύτερη διάθεση.
ΚΑΒ said
Δεν είναι ο Ελύτης.
ΚΑΒ said
Πολλά, μα πολλά εισαγωγικά.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια -και βλέπω ότι βρήκατε αμέσως όχι απλώς τα πρόσωπα, αλλά και τη φωτογραφία. Συγχαρητήρια στον Γιάννη Κουβάτσο και την Ελένη, σχεδόν ταυτόχρονα το βρήκαν.
Μένει το ελάχιστο, η λέξη που άλλαξα την ορθογραφία της. Δεν είναι οι Ατθίδες.
Γιάννης Κουβάτσος said
10. Ο Κατσίμπαλης υπηρέτησε το ’40 ως έφεδρος υπολοχαγός του Πεζικού.
Το βιβλίο, στο οπισθόφυλλο του οποίου βρίσκεται η επίμαχη φωτογραφία:
http://www.politeianet.gr/books/seferis-giorgos-ermis-allilografia-theotokas-seferis-1930-1966-148666
http://www.politeianet.gr/books/seferis-giorgos-ermis-allilografia-theotokas-seferis-1930-1966-148666
ΚΑΒ said
15. Ευχαριστώ, δεν το ήξερα.
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα κι από δώ,
εύγε, άμεση η ανταπόκριση στο κουίζ, μπράβο συνονόματε κι Ελένη 🙂
Αλλά Νίκο, τι δύσκολο ( Στο δύσκολο, σας ζητάω να βρείτε την ίδια τη φωτογραφία…), με το καλημέρα στην βγάζει ο γούγγλης με 5 ακόμα (εκτός αυτής του Γιάννη Κουβάτσου στο #7) συνδέσμους π.χ. εδώ 🙂
sarant said
17 Ναι, έχεις δίκιο. Από τη στιγμή που βρίσκεις τα πρόσωπα με βεβαιότητα…
Βρειτε όμως και τη λέξη που άλλαξα την ορθογραφία της 🙂
Γιάννης Κουβάτσος said
Μήπως το «μαιτρ» το έκανες «μετρ», Νίκο;
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Το κείμενο μου άρεσε πάρα πολύ.
Να πω την αμαρτία μου, η πραγματική λογοτεχνία μου πέφτει λίγο βαριά σε μεγάλη έκταση. Συνηθισμένος στα ευπώλητα (και ευκολοδιάβαστα), αλλά χωρίς κάποια προστιθέμενη αξία όσον αφορά το λόγο κείμενα, είμαι σαν τον μαθημένο στα φαστφουντάδικα που μπαίνει σ΄ ένα εστιατόριο της προκοπής (της προκοπής, όχι δήθεν).
Τις Κυριακές λοιπόν περιμένω τα άρθρα για να μεταλάβω, άλλες φορές γλυκό, άλλες φορές πικρό σιρόπι. Ίσως αυτός ο εμβολιασμός, σε συνδυασμό με τις -για διάφορους λόγους- πιο κατάλληλες συνθήκες της καθημερινότητας να με ξαναφέρουν κοντά στα καλά βιβλία.
Το σημερινό σιρόπι λοιπόν ήταν πολύ καλό.
Από τις πρώτες παραγράφους όμως, το πλούσιο λεξιλόγιο και η στρωτή γλώσσα έκανε το μυαλό μου να πάει αλλού, συνδέοντας με τις πρόσφατες κουβέντες εδώ: Αν διδάσκονταν τέτοια κείμενα στη θέση των αρχαίων, υπάρχει κανείς που να διαφωνεί για τη βελτίωση στο χειρισμό του λόγου των μαθητών; Πάω στοίχημα πως αν το δώσω στην κόρη μου θα έχει τόσες άγνωστες λέξεις όσες και σ’ ένα μάθημα αρχαίων, με τη διαφορά ότι οι λέξεις που θα συναντήσει εδώ θα τη βοηθήσουν σίγουρα να πει ή να καταλάβει κάτι μεθαύριο, ενώ με τα αρχαία, το πολύ-πολύ να ετυμολογήσει καναδύο και να καταλάβει το νόημα χωρίς λεξικό.
(Δεν ξέρω αν ήταν σκόπιμη η επιλογή του κειμένου για να γίνουν τέτοιοι συνειρμοί, Νικοκύρη, αν ήταν όμως, πέτυχε! 🙂 )
Μια παρατήρηση επί του κειμένου:
σε κείνα τα λιλιπούτεια -επάργυρα— κολονάτα ποτηράκια, στους νέους της συντροφιάς, με το νωχελικό και ατημέλητό τους κάθισμα και τα καλοζυγισμένα —αεράτα— τους κοστούμια σε χρώμα σαμπανί από «σαντακρούτα».
Η χρήση της παύλας εδώ δεν είναι καταχρηστική (σημείωση ολίγον νευρωτική: η πρώτη είναι συνέχεια, όχι παύλα, αλλά κι εγώ δεν ξέρω πως μπαίνει η παύλα από το πληκτρολόγιο); Δεν θα ήταν πιο κατάλληλο να μπει κόμμα;
Giannis Vassiliadis said
Πιθανολογώ ότι μπορεί να είναι η ΟΥΝΡΑ, που οι παλιότεροι τη λέγανε ΟΥΝΤΡΑ
atheofobos said
Το δηλητηριώδες αυτό κείμενο μοιάζει σαν να είναι γραμμένο από μια ζηλιάρα γεροντοκόρη που παρακολουθεί και σχολιάζει μαγκούφα και έρημη από το μπαλκόνι της τις γειτόνισσες !
Μεταφέρει δε την ακατανόητη αντιπαλότητα που έχουν μερικοί Θεσσαλονικείς με την Αθήνα, σνομπάροντας με την φράση ποτέ μου δεν κατάφερα —ο αθεράπευτος επαρχιώτης— να ξεχωρίσω τα νεο¬κλασικά αυτά αριστουργήματα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ όμως ταυτόχρονα ο αθεράπευτος επαρχιώτης μπορεί να μην ξεχωρίζει την Νεοκλασική της τριλογία , γνωρίζει όμως το εστιατόριο του αυτοδημιούργητου λουστραρισμένου Καρπενησιώτη!
Γιάννης Κουβάτσος said
4. Δεν νομίζω ότι εδώ πρόκειται για τη γνωστή απέχθεια των Θεσσαλονικιών, αρκετών Θεσσαλονικιών καλύτερα, για τους Αθηναίους. Εδώ μάλλον έχουμε να κάνουμε με την πίκρα των αριστερών λογοτεχνών, της γενιάς της ήττας, που ταλαιπωρήθηκαν με διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες, ενώ οι αστοί λογοτέχνες της γενιάς του ’30 τιμήθηκαν αφειδώς και τσίμπησαν και δύο Νόμπελ. Ο Ρίτσος στον «Πέτρινο χρόνο» του 1949 σαρκάζει τους ποιητές που τραγούδησαν τα κύματα και τα βράχια του Αιγαίου, χωρίς να πουν λέξη για όσους εκτελέστηκαν πάνω σ’ αυτά τα βράχια.
» (Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι.)…
Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε
καραβιές καραβιές οι εκτοπισμένοι
και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια
και τσουβάλια με κομμένα χέρια
και τσουβάλια με νεκρούς
ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου.
(Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο
χρυσό και γαλάζιο. )
spatholouro said
Μπας κι είναι το «μέγκλα»;
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
19 Μεγάλη ρέντα έχεις Γιάννη, το βρήκες κι αυτό, είναι ο μετρ/μαιτρ!
20 Δίκιο έχεις για τις παύλες.
Ελένη said
Το μιγκε (μυγκε) ή το φλορα (φλωρα);
Γιάννης Κουβάτσος said
Τυχαίνει να κολυμπάω σε γνωστά κι αγαπημένα νερά σήμερα, Νίκο. Ενώ στ’ αρχαία στο πρωτότυπο θαλασσοπνίγομαι και στα ρηχά. 😉
Γς said
11, 1:
>1: Και εμένα με δυσκόλεψε. Αν δεν ήταν το κουίζ δεν θα το έφτανα μέχρι το τελος. Και που το έφτασα δηλαδή; Για το κουίζ δεν χρειαζόταν.
Έχω και άσχημη διάθεση σήμερα.
Κι εγώ δεν ειχα πιει και καφέ και νόμιζα ότι αυτό ήταν μόνο.
Γς said
21:
>ΟΥΝΡΑ, που οι παλιότεροι τη λέγανε ΟΥΝΤΡΑ
UNRRA
United Nations Relief and Rehabilitation Administration.
Γνωρίστηκα με την κυρία πριν καμιά εβδομηνταριά χρόνια!
Αγάπη said
τα σεβρό που είχαν ω πριν;
sarant said
26-30 Απαντήθηκε, ήταν ο μετρ
Ιάκωβος said
«..Γιατί, ως γνωστόν, ακόμη και στα νήπια, οι πεθαμένοι δε δαγκώνουνε…»
Τα νήπια, διότι έχουν διαβάσει Το Νησί των θησαυρών, όπου κάποιος πειρατής αναφέρει το ρητό.
Το μιγκέ παλιότερα στη Γαλλία ήταν το λουλούδι της εργατικής πρωτομαγιάς.
Γιάννης Κουβάτσος said
Αυτό το κείμενο είναι υποδειγματικό στο είδος του. Λίβελος υψηλού επιπέδου, με πλούσιο λεξιλόγιο, κομψό και σαρκαστικό ύφος και χειμαρρώδη λόγο. Άδικος και ισοπεδωτικός, βέβαια, και προϊόν αγανάκτησης και πικρίας, αλλά, είπαμε, λίβελος. Κι ως τέτοιος είναι εξαιρετικός.
cronopiusa said
Η διαμάχη για τις κλίκες
Ἀτθίδες Αὖραι ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΡΟΥ Τ’ ΑΧΕΡΑ.
ΟΥΝΡΑ Ανθρωπιστική βοήθεια με ληγμένες παιδικές τροφές
Καλή σας μέρα!!!
Ιάκωβος said
Το κείμενο το βρήκα πολύ καλογραμμένο και εκφραστικό. Δεν καταλαβαίνω τον αρνητισμό και την πικρία όμως. Δεν έχω διαβάσει άλλο δικό του, αλλά βλέπω ότι και ο ίδιος ήταν άνθρωπος του κόσμου, με τις δημόσιές του σχέσεις, τις μεταφράσεις του και τις τηλεοπτικές του μεταφορές. Μήπως απλά πρόκειται για ζήλια, συναίσθημα τόσο διαδεδομένο στο χώρο των λογοτεχνών;
Νομίζω ότι δεν αδικήθηκε κάποιος ιδιαίτερα, ούτε από τους αριστερούς, πχ Ρίτσος, Λουντέμης, ούτε από τους Θεσσαλονικείς, πχ ο Ιωάννου, που θεωρείται ο μέγιστος σύγχρονος πεζογράφος μας.
Δεν ξέρω βέβαια, ο ίδιος , όταν ζούσε, αν όντως είχε παραμεριστεί από άλλα ονόματα δευτερότερα. Αυτά, οι κριτικοί της λογοτεχνίας.
Και ακόμα, σε ποιους αναφέρεται όταν λέει για τη «γενιά του πολυτεχνείου», που εισέβαλλε στη λογοτεχνία;
sarant said
33-35 Ακριβώς, είναι υποδειγματικό ως λίβελος. Αδικεί τον Καζαντζή να θεωρήσουμε ότι μόνο λίβελους έγραφε. Δείτε και δείγματα από τα πρώτα του (έχω λινκ στο άρθρο).
Τηλυκράτης Λεξίμαχος said
# 32
Ακριβώς! Το αφηγείται και η Μέλπω Αξιώτη, καλύτερα η Λίζα, ηρωίδα στο μυθιστόρημα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη∙ το έγραψε 1948 – 49 στο Παρίσι, όπου ήταν εξόριστη 1947 – 1950.
Όταν η άμαξα συνέχισε το δρόμο της γυρίζοντας την πλάτη στους διαβάτες, αυτοί διάκριναν στα πίσω κάγκελα ότι μετέφερε ένα τσίρκο. Ήταν γεμάτη σκύλους και μαϊμούδες, είχε μέχρι κι έναν μικρόν ελέφαντα∙ έγρουζαν τα ζώα χαμηλόφωνα, σα νά ’χανε κοιλόπονο. Και τα κύματα των περαστικών μαζεύονταν στις διασταυρώσεις κι έπειτα σκόρπιζαν, κι έρχονταν νέα. Ήταν παραμονή Πρωτομαγιάς. Πουλούσαν μυγκέ, «η ευτυχία περνάει δίπλα σας, κυρία»∙ κι ο εφημεριδοπώλης που δεν έχει καμία δουλεία με την αίθουσα Γκαβώ∙ κι οι άνθρωποι που γύριζαν στο σπίτι τους κείνο το βράδυ της παραμονής της Πρωτομαγιάς, άλλοι γιατί φοβόντουσαν, άλλοι για να κοιμηθούν. Η νύχτα έπεφτε στα καμπαναριά των γοτθικών εκκλησιών.
Για το Ρεπυμπικ – Βαστίλλη:
http://www.biblionet.gr/book/194548/%CE%A1%CE%B5%CF%80%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%B9%CE%BA_-_%CE%92%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BB%CE%BB%CE%B7
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Εμένα με άρεσε η Παρέλαση…
Τα τανκς και τα κανόνια,
Βουλγάροι, Γερμανοί,
κι αυτοί οι Παοκτζήδες
μας πήραν το ψωμί.
Γιάννης Κουβάτσος said
«Ο Μπλες» ειδικά (υπάρχει στο λινκ του Νίκου) αποδεικνύει τη διαχρονικότητα του μπούλινγκ, που όσα συμβόλαια τιμής κι αν υπογράψουμε (δεν είμαι αρνητικός), φοβάμαι ότι θα ζει και θα βασιλεύει.
Ιάκωβος said
Οι «κλίκα» που ανέβασε η Κρόνυ, πολύ ενδιαφέρον άρθρο.
Ήταν η εποχές που οι λογοτέχνες σφαζόντουσαν μεταξύ τους, για πολιτικούς ή άλλους λόγους.
Ο Τόλης Καζαντζής, όμως τα γράφει πολύ μετά, που ο καθένας πια έχει πάρει τη θέση, που του ανήκει, στην Ελληνική λογοτεχνία. Ποιος διάβαζε …Αλκη Θρύλο τότε; Σεφέρη, όμως…
Γιάννης Κουβάτσος said
35, 40:
Σαφώς και ο χρόνος, τελικά, δίνει τα ουσιαστικά βραβεία και στον καθένα τη θέση που του αξίζει. Απλώς, όταν βλέπεις και βιώνεις τις αδικίες, πικραίνεσαι. Και η γενιά της ήττας έζησε πολλές αδικίες μέχρι τη μεταπολίτευση, οπότε και αποκαταστάθηκε. Κάποιες υποψηφιότητες π.χ. για Νόμπελ προωθήθηκαν και κάποιες άλλες υπονομεύτηκαν. Σ’ αυτό το εξαιρετικό βιβλίο υπάρχουν πολλά περί του θέματος:
http://www.politeianet.gr/books/9789600359367-arkoudeas-kostas-kastaniotis-to-chameno-nompel-252626
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
32.Το μιγκέ παλιότερα στη Γαλλία ήταν το λουλούδι της εργατικής πρωτομαγιάς.


Ακόμη είναι.Το1983 πρέπει να ήταν που βρέθηκα πρωτομαγιά στο Παρίσι και μου πρόσφερε κάποιος άγνωστος μπουκετάκι μιγκέ. Βρίσκω π.χ. εδώ ότι επί Πεταίν ξεκίνησε η αντικατάσταση του κόκκινου άγριου τριαντάφυλλου,συμβόλου του αριστερού κινήματος, στις γιορτές της εργατικής πρωτομαγιάςC’est en France, sous Philippe Pétain, que la fête des travailleurs devient la fête du travail et l’églantine rouge, jusqu’alors associée à la gauche, est remplacée par le muguet. La vente de cette fleur débute peu après 1932 à Nantes et se propage ensuite vers 1936.
sarant said
41 Υπάρχουν και ονλάιν κάποιες σελίδες από το βιβλίο του Αρκουδέα
giorgos said
Οί κλίκες,τό περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» καί ό ρόλος τής Αγγλικής προστασίας …
http://katotokerdos.blogspot.gr/2013/10/3_21.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Λίβελος μου φαίνεται βαριά λέξη. Βιτριολικό κείμενο βέβαια, αλλά επί μέρους βρίσκουμε αλήθειες.
>> επίσημα θλιμμένοι. και >>βρίσκοντας το σημαντικό μου ύφος
με ενθουσίασε η τόση ακρίβεια περιγραφής.Με τόσο απλές λέξεις, τόσο δυνατά.Λογοτεχνία-νυστέρι.
>>«σλόγκανς»,
ατάκες λέμε πιο πολύ τώρα.Τσιτάτα ,λιγότερο
>>γκοτζάμ’ ,
τί αφαίρεσε η απόστροφος; κοτζάμου; κοτζαμάν,μπα.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
(Να σε πάρει η ευχή, Νίκο, με τα ..φοβερά κουίζ σου! Πόσοι από τους αναγνώστες σου δεν θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν αυτές τις δύο σπουδαίες μορφές της λογοτεχνίας μας;). Ο Καζαντζής ήταν ένας αξιόλογος λογοτέχνης -δεν θα μπορούσα να πώ κακό λόγο για έναν ποιοτικό Θεσσαλονικιό λογοτέχνη και απόφοιτο του Πειραματικού..- αλλά έτυχε να θητεύσει σε μιά πασίγνωστη Σχολή Χολερικών της πόλης μας, με εμφανή την επίδρασή της πάνω του. Γιά σκεφτείτε: Ποιούς επιχειρεί να «ξεβρακώσει» η πένα του αδικημένου-αριστερού-δημιουργού; Τον Σεφέρη και τον Θεοτοκά!!! Έλα Χριστέ μου!..
nirevess said
Κακός σύμβουλος η φούρκα.
Γιάννης Κουβάτσος said
Αθηναίος είμαι, αλλά ας μη στοχοποιούμε τους Σαλονικιούς λογοτέχνες για ένα θέμα που έχει παγκόσμιες διαστάσεις: το αλληλοθάψιμο μεταξύ ομοτέχνων. Έχετε διαβάσει τον γκάγκαρο Αθηναίο Ρένο Αποστολίδη; 😨
Αφώτιστος Φιλέλλην said
4
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ … ΒΟΡΕΙΩΝ (ΣΧΕΔΙΟ)
Αφωτίστου Φιλέλληνος, 13.6.11,
Ψηλά παιδιά χαρά γεμάτα
με όνειρα μεγάλα
δόξα και χρήμα ν΄ αποκτήσουν
αφού πρώτα ξεχωρίσουν
στην – so called – … “Simprotevusa”
(στο μεγάλο χωριό των τυφλών οι …μονόφθαλμοι)
διαβατήριο λοιπόν να βγάλουν για την πρωτεύουσα
μερτικό να πάρουν εξουσίας
στων Αθηνών το κράτος
(λες και το 1986 είναι 1916 !!!)
όχι με ΦΟΡΤΗΓΟ σαν τον Σαββόπουλο
αλλά με κούρσα μεγάλη
για να χωράνε τα όνειρα τους
[….]
……………………………………………………..
Κι ύστερα ήρθαν -που λετε- στην Αθήνα την εποχή του «σοσιαλισμού»
αναμειγνυόμενοι με τους γηγενείς ή μάλλον τους πρώτης γενιάς πρωτευουσιάνους
βαριοί κι ασήκωτοι-κεφάλι ελαφρύ
με αιτήματα «ΑΡΣΗ ΑΔΙΚΙΩΝ » « ΜΕΡΙΔΙΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ»
[….]
πάντα θα προπορευόμαστε
και τουλάχιστον 10 years after θ΄ ακολουθείτε
δυστυχώς … η ιστορία καθυστέρησε :
ελευθερωθήκατε μόλις πριν ένα αιώνα
από παιδιά της παλιάς Ελλάδας μεγαλωμένα
κάτω από στην βαριά σκιά του Παρθενώνα.
Μήπως βελούδινο διαζύγιο να πάρετε σας πρέπει εσχάτως
αφού τόσο αδικημένοι είσαστε από των Αθηνών το κράτος ;
εμείς αντίρρηση καμιά δεν φαίνεται να έχουμε
κυρίως με της …Αθηνάς την σοφία που θα ’πρεπε να κατέχουμε.
05.01.2009
http://politicalreviewgr.blogspot.gr/2011/06/blog-post_9542.
Σκύλος said
Η προσβολή είναι μια υψηλή τέχνη
εδώ μερικά από τα καλύτερα δεί(ή)γματά της http://www.telegraph.co.uk/books/authors/the-best-british-political-insults-rows-and-putdowns/
Και ένας σαιξπηρικός οδηγός: http://nofilmschool.com/sites/default/files/styles/article_wide/public/screen_shot_2016-03-07_at_4.44.00_pm.png
Stazybο Hοrn said
17: Η φωτογραφία μπήκε στο άρθρο μετά τη λύση του κουίζ.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Πολλὴ πίκρα (καὶ φθόνος θά’ λεγα).
Στὴν παρακάτω φράση: «Όσο για μας; ε, εμείς μάτια για να βλέπουμε, αυτιά για ν’ άκου με,»
τὸ «γιὰ ν’ άκουμε» δὲν μοῦ φαίνεται σωστὸ. Μᾶλλον «για ν’ ἀκούμε» πρέπει νά ‘ναι.
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Aυτός ο κώλ…Γλουτός , είναι πολύ βαρετή βερσιόν περσόνας του Καπετάνιου,πάντως…
cronopiusa said
Ο Farrmakoglosos κος Γλουτής: un reto para nuestro «orto»
Γιάννης Κουβάτσος said
Η ερμηνεία που δίνετε στον «Μπλε», κύριε Βάταλε, είναι αυθαίρετη και σύμφωνη με το γνωστό σας κόλλημα. Δεν έγραψα σχολικό μπούλινγκ, θα είχα γράψει σχολικός εκφοβισμός. Έγραψα μπούλινγκ και, ως γνωστόν, στο μπούλινγκ στόχος είναι ο Άλλος, ο διαφορετικός και απροστάτευτος. Στο διήγημα αυτό η διαφορετικότητα έγκειται στο ντύσιμο και στην ταξική καταγωγή. Θα μπορούσε να είναι αντίστροφα τα πράγματα: κάποια πλουσιόπαιδα να ξεφτιλίζουν και να κακοποιούν ένα φτωχαδάκι ή ένα προσφυγάκι. Τα παραδείγματα χιλιάδες, έτσι; Και μια απορία: γιατί θεωρείτε ομοφοβικούς τους θαμώνες αυτού του ιστολογίου; Εξ ιδίων κρίνετε τα αλλότρια;
Παύλος Γλουτής said
(Διαγράφτηκε ένα απαράδεκτο σχόλιο που πρόσβαλλε μνήμη τεθνεώτων)
Σκύλος said
Αφήστε 1000 γλουτήδες ν΄ανθίσουν.
Μόνο τότε θα γενούμε gluten-free!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@58. Αγαπητέ μου, θίγεις δυό πολύ πονεμένες ιστορίες- και οι δύο θα μπορούσαν να απασχολήσουν από δέκα blog η καθεμιά. Το ένα είναι η «παλλαϊκή αντίσταση» του ελληνικού λαού και τό άλλο, τα εξολοθρευτικά «βαφτίσια» του ΕΛΑΣ για τους αντιπάλους του.. (Εν πάση περιπτώσει, όταν έλεγαν ΠΑΟτζήδες εννοούσαν -και εξόντωναν καταλλήλως- και την ΠΑΟ αλλά και πάμπολλες άλλες ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΕΣ οργανώσεις, βλ. ΕΚΚΑ/ 542 Σύνταγμα κλπ)
Σκύλος said
64
Κατά πάσα πιθανότητα εμφανίζονται ένα-ένα. Έρχουνται από μακριά.
ΥΓ Είδες που όλο πάει κι όλο έρχεται, πάλι στη Σαλλλονίκη το φέρνει;
Ιάκωβος said
χριστιανομπολσεβίκοι του Ρωμέικου,
Ή ο Βάταλος έκανε τη Δευτέρα( τρίτη;) Παρουσία του, ή δημιούργησε σχολή.
Γιάννης Ιατρού said
64: Σκύλος

ΝΑι, ναι 🙂 🙂
Λές ρε νά ‘ναι και κρυφο-ΠΑΟΚ-τέτοιος; Μάλλον εδώ (τον φωτογραφήσανε σε τρυφερή…, νεαρή ηλικία….), μάλλον πήρε τότε σασσί … (είδες πως ξέρει την πιάτσα;;;)! Κι άμα στραβωμάθεις μικρός δεν ισιομαθαίνεις μεγάλος!!!
Ιάκωβος said
Ε, όχι κι οι Παοτζήδες αντιστασιακοί. Ήταν συνεργάτες των Γερμανών και λυσσασμένα αντιεαμικά και ανθελληνικά σκυλιά. Η Ιστορία έχει αποφανθεί.
http://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2011/03/blog-post_2915.html
Αφώτιστος Φιλέλλην said
Ο «Μπλες»
του Τόλη Καζαντζή
[…]
Ακόμη ακόμη το ότι ο πατέρας του ήταν γιατρός, κάτι δηλαδή παραπάνω απ΄ τον δικό μας, του έδινε στα μάτια μας μιαν υπεροχή που ήταν αδύνατο να την υποφέρουμε. Δε θέλαμε, λοιπόν, καθόλου την παρέα του κι αυτός έκανε αρκετές μέρες να φανεί στη γειτονιά, κι ύστερα ένα απόγεμα ήρθε εκεί που καθόμασταν, στο πεζούλι του κυρ-Λεωνίδα του μπακάλη κι έκατσε αμίλητος παραπέρα. Τότε ήταν που ο Νώντας τον ρώτησε : «Πώς σε σε λένε, ρε Μπλε» κι εμείς δεν περιμέναμε το «Χρίστος» που μουρμούρισε εκείνος κι αμέσως του κολλήσαμε το «Μπλες». Εκείνο τ΄ απόγεμα δε βρίσκαμε ησυχία. Φαγωμάρα και γκρίνια αναμεταξύ μας. Έτσι στο τέλος χωριστήκαμε και μείναμε μονάχα ο Νώντας, ο Μάριος και γω. Μαζί μας έμεινε κι ο Μπλες. Όμως κι αυτοί που μείναμε δε λέγαμε να συμφωνήσουμε στα παιχνίδια και βριζόμασταν τα χειρότερα. Στο τέλος τα βάλαμε με το Μπλε που ακολουθούσε αμίλητος κι αμίλητος σκούπισε το χέρι του όταν τον βάλαμε να πιάσει μια βέργα πασαλειμμένη με σκατά, τη «χρυσή βεργίτσα» όπως τη λέγαμε, και όταν του είπαμε πως θα κατεβάσουμε το φεγγάρι και τον βάλαμε να κοιτάει ψηλά κι εμείς του κατουρήσαμε κι οι τρεις τα πόδια. Αυτό το αμίλητος μας έκανε θηρία, μια και για την ώρα δε βρίσκαμε άλλα χειρότερα να του κάνουμε. Τότε ο Μάριος είπε να πάμε στην κρυψώνα. Ήταν το υπόγειο ενός βομβαρδισμένου κι ακατοίκητου σπιτιού όπου κρύβαμε ό,τι χρήσιμο βρίσκαμε κι ό,τι βουτούσαμε από δω κι από κει. Μες στο υπόγειο ήταν σκοτάδι πίσσα, κι ο Μπλες που δεν ήξερε τα κατατόπια παρά λίγο να φάει τα μούτρα του. Ανάψαμε μια λάμπα που ‘χαμε κι εγώ άνοιξα ένα παλιό ντουλάπι κι έβγαλα τέσσερα τσιγάρα. Ο Μπλες δε θέλησε κι εμείς οι άλλοι τα καπνίσαμε μέχρι τέρμα. Έπειτα ο Νώντας έβαλε το Μπλε να κάτσει σε μια παλιοκαρέκλα, τάχατες για παιχνίδι, κι απότομα, στα κρυφά, του πέρασε απ΄ το στήθος ένα σκοινί και στο τέλος τον έδεσε χεροπόδαρα. Ο Μάριος τον ρώτησε «βουβός είσαι ρε», κι ο Μπλες έκανε «όχι», κι ο Μάριος του ‘δωσε μια καλαμιά κι ύστερα αρχίσανε και τον βαρούσανε αλύπητα. Ο Μπλες έκλαιγε ένα σιγανό κλάμα κι εκτός απ΄ τα δάκρυα άρχισε να τρέχει αίμα απ΄ τη μύτη του. Εγώ τους είπα να τον αφήσουνε κι ο Νώντας με τον Μάριο πήγαν πιο πέρα και κρυφομιλούσαν. Τότε βρήκα ευκαιρία και τον έλυσα, του ‘σφιξα μ’ ένα πανί το μπράτσο και του ‘πα να κρατάει ψηλά το κεφάλι του. Πήγα κοντά στους άλλους κι είπα «κρίμα είναι», κι ο Μάριος «είσαι να τον σκοτώσουμε;» με ρώτησε. Είπα «όχι» κι ο Νώντας «κανένας μας δεν είδε» επέμενε, κι εγώ πάλι «όχι» απάντησα, κι ο Μάριος «θα τον θάψουμε» μου είπε. Πήγα στον Μπλε και στάθηκα μπροστά του. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Μάριος κι ο Νώντας κάνανε τάχα τον αδιάφορο, μα σε μια στιγμή πέσανε απότομα επάνω μου κι οι δυο συνεννοημένοι, μ΄ έριξαν κάτω και πέσανε απάνω μου βαρώντας. Τον Μάριο τον νικούσα, με τον Νώντα, ήμασταν ισόπαλοι, όμως και με τους δυο, το ήξερα, δεν θα τα κατάφερνα στο τέλος. Μπόρεσα ωστόσο και σηκώθηκα. Στην αρχή τα πήγαινα καλά. Εκείνοι όμως ξέρανε και προσπαθούσανε να με κουράσουν. Λίγο λίγο έβλεπα τις δυνάμεις μου να φεύγουν. Όταν μάλιστα ο Νώντας μού κατάφερε μια δυνατή στη μύτη και με πήρανε τα αίματα, ήμουνα έτοιμος ν΄ αρπάξω τον Μπλε και να το σκάσουμε. Τότε όμως όρμησε εναντίον τους κι ο Μπλες. Δεν ήξερε κόλπα σαν και μας, όμως ήτανε θρεμμένος και δυνατός κι οι άλλοι αμέσως το κατάλαβαν και το ‘βαλαν στα πόδια. Μείναμε μονάχοι μας. Ο Μπλες έλυσε το μπράτσο του και με το ίδιο πανί μου ‘δεσε το δικό μου. «Κράτα ψηλά το κεφάλι», μού είπε.
Την άλλη μέρα φόρεσε κι αυτός μαύρο καμποτένιο σώβρακο.-
Από τη συλλογή διηγημάτων «Η παρέλαση» (Ερμής 1976), σελίδες 18-20.
ΥΓ Παρ ‘ ολιγο παιδια-δολοφονοι , σχεδον χωρις αιτια. Ευτυχως η μικρη αγελη σαρκοβορων διασπασθηκε.
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεοτερα σχόλια!
Δημήτρη, ευχαριστώ για τη διόρθωση -το οσιάρ βλέπεις.
Περιμένω να δω αν θα έχουμε και βραδινή ενσάρκωση.
Ριβαλντίνιο said
Ε, όχι κι οι Παοτζήδες αντιστασιακοί. Ήταν συνεργάτες των Γερμανών και λυσσασμένα αντιεαμικά και ανθελληνικά σκυλιά. Η Ιστορία έχει αποφανθεί.
h***p://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2011/03/blog-post_2915.html
Σκύλος said
66 Η σωστή φωτογραφία –> http://1.bp.blogspot.com/-NDpUdOI9nXo/UMH7SRPjB-I/AAAAAAAAA24/tpLuyC1Em5E/s320/paok11.jpg
Γιάννης Κουβάτσος said
Θυμίζει τις υποθέσεις Άλεξ και Γιακουμάκη ο «Μπλες». Ούτε ο Άλεξ, ούτε ο Γιακουμάκης ήταν πλουσιόπαιδα που προκάλεσαν τον φθόνο και την εκδικητική μανία κάποιων φτωχόπαιδων, όπως θα ήθελε ο εμμονικός δογματισμός του πολυώνυμου Βάταλου.
Ιάκωβος said
70, Ριβαλντίνιο
Κισάμπατζακ – Μιχάλαγας – Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Αντώνης Φωστερίδης (Αντόν – Τσαούς) και άλλοι σφαγείς.
Αυτοί ήταν οι …αντιστασιακοί;
Μην τρελαθούμε. Τότε ποιοι ήταν οι δοσίλογοι;
Γιάννης Ιατρού said
Για να ξέρουμε (και να έχουμε και κάποια ελπίδα), αμα γράφει ο (…) να περιμένουμε και κάποιο σχόλιο κι απ’ τον Σίφνιο ή τον Βάταλο ή…ή …. στο εκάστοτε νήμα, ή πάει, ξεμπερδέψαμε;
spiral architect said
Πολύ φαρμάκι, πολύ.
Σκύλος said
74
Δεδομένου του ότι ο συγγραφέας ήταν δύο ετών όταν τραβήχτηκε η επίμαχη φωτό, είναι απορίας άξιο πώς γνώριζε μετά από τόσα χρονια πόσα τετράγωνα μακριά από το σπίτι του υπηρέτησε ο φαντάρος. Και δε νομίζω να είχε πρόσβαση στα αρχεία του στρατού.
gpoint said
Ριβαλντίνιο στην διάρκεια της κατοχής στην Θεσσαλονίκη ο Αρης έδινε αγώνες με ομάδες του γερμανικού στρατού. Ανιστοίχως στην Αθήνα θα μαντεύεις ποιά ομάδα έκανε τα ίδια…
Θύμμαχος Θύτης said
Κοφτερός ο λόγος του. Κάποιες προτάσεις τις βρίσκω πολύ εύστοχες και κάποιες τραμπούκικες. Αλλά δεν είναι δοκίμιο, ένα διήγημα είναι.
sarant said
75 Νομίζω ότι το διάβασε στην αλληλογραφία Σεφέρη-Θεοτοκά. Βέβαια, ο Θ. ήταν εθελοντής, θα μπορούσε να μη στρατευτεί καθόλου (υποθέτω πως ήταν Τούρκος υπήκοος, δεν ξέρω όμως)
Γιάννης Κουβάτσος said
Απ’ ό,τι φαίνεται ο Θεοτοκάς υπηρέτησε εθελοντής στο μέτωπο. Στη φωτογραφία τον βλέπουμε πίσω απ’ τον Λάμπρο Κωνσταντάρα:
http://www.iefimerida.gr/news/128059/1940-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CE%B7%CE%B8%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CE%AF-%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CF%80%CE%AE%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF
Θύμμαχος Θύτης said
με αφορμή και την αναφορά στην πολυφορεμένη έκφραση «Γενιά του Πολυτεχνείου», στέλνω και ένα άρθρο σχετικά με αυτήν.
cronopiusa said
Γιάννης Κουβάτσος said
76: Τζι, για το διαβόητο παραμύθι περί φιλικού αγώνος ΠΑΟ – SS που έληξε 3-3 (να που στο τέλος δεν νικούν πάντα οι Γερμανοί! 😉 ) θα μας πεις; Αν βρεις έστω και την παραμικρή απόδειξη, να μας πεις, με γεια σου με χαρά σου. Υπενθυμίζω, πάντως, ότι οι λασπολογίες των διάφορων ρεντς δεν συνιστούν απόδειξη. Έλεος με τη φανατίλα και την αρρώστια! 🙂
Σκύλος said
82
έχει σωθεί βίντεο από την προπόνηση
θεια Κούλα said
«πάντα τέτοιοι κουραδόμαγκες ήταν οι χριστιανομπολσεβίκοι του Ρωμέικου, όταν είχαν απέναντί τους έναν αποφασισμένο αντίπαλο (Μωάμεθ Πορθητή, Γερμανό μοτοσυκλετιστή, Μέρκελ και Σόϊμπλε κλπ).»
Τήρα το χαημένο ριγάτο που θα μας βγάλει κουραδόμαγκες ούλους τους Έλληνες που πολεμήσανε με μισό παπούτσι για να μου κάθεται το κούσιαλο στήν Αμεριτσή τσαι να τους βρίζει. Ακόμα τσ’ εγώ που ‘μαι μια αγράμματη γυναίκα που δεν ιξέρω είτε το που α πά, τσαι μου τα γράφει ο έγγονάς μου, ξέρω πως τσ’ ο Κωσταντίνος ο Παλαιολόγος, τσ’ ο Κολοκοτρώνης τσ’ ο Καραϊσκάτσης τσ’ ο Αθανάσιος Διάκος, τσ’ ο Άρης Βελουχιώτης τσ’ ούλα τα παληκάρια ἤσαντε, πώς τους λες, γας τσαι τό ξέρω, «Χριστιανομπολσεβίτσοι», θε μου συχώρα με, τσαι μας λευτερώσανε απ’ την Τουρτσά, που θα μας είχανε φαγωμένους ούλους. Γι’ αυτό παρακαλέσου στην Παναγία την Παρθένα τσαι στον αφέντη το Χριστό να σου δώσει φώτιση, γιατί ούλο κουτοκουβέντες λες. Τ’ ακούς; Τ’ ακώ να λες. Θεια Κούλα
gpoint said
# 82
Εγώ δεν είμαι ερευνητής αρχείων να ψάξω… λες να μπέρδεψαν την ΠΑΟ με τον ΠΑΟ ;;
Σκύλος said
85
Μεταξύ μας, το πιθανότερο!
Neo Kid phone home said
O Aris htan h omada ton Evraiwn, opote xlomo na edine agones me tous Germanous…oikeiothelws toulaxiston.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
68. Συγκλονιστικὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ διηγήματος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φθόνο, ὁ κάθε «νέος» (μὲ τὴ «στρατιωτικὴ» ἔννοια τοῦ ὅρου) ἔπρεπε νὰ καταβάλει τὸ σχετικὸ «τίμημα» γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὴν ὁμάδα. Θυμᾶμαι, ὅταν, ἐννιάχρονος, πρωτοῆρθα στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸ νησί, γιὰ κάποιο διάστημα στὸ σχολεῖο μὲ λέγανε «ὁ νέος». Εὐτυχῶς (λόγω κατασκευῆς, τοὺς πέρναγα ὅλους μισὸ κεφάλι) γρήγορα ἔγινα «ὁ ψηλὸς» καὶ ἐντάχτηκα στὴν ὁμάδα, χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα.
Neo Kid phone home said
Se ligo o MpaokTsi tha mas pei gia thn sxesh Domazou me th Despina Papadopoulou,to sitari ston Erythro Astera, ton «piasman» ths Everton kai to fantasma pou petaei petres sta fantaria pou kanoun germaniko noumero…
sarant said
84 Από πού είστε, θεία; 🙂
Ριβαλντίνιο said
@ 73 Ιάκωβος
ΠΑΟ : Αργυρόπουλος, Παπαθανασίου, Πόρτης, Κοντονάσης, Μουστεράκης, Σιδηρόπουλος, Κιουρτσιδάκης, Μάντζιος, Μαρωνίδης, Ζήσης, Μπάρμπας, Παπαβασιλείου, Μπουλογιάννης, Δόρτας, Σακελλαρίδης κ.α.
@ 76 gpoint
Αν έχεις αποδείξεις για τον Άρη θα με ενδιέφερε να τις δω. Για τον ΠΑΟ ξέρω ότι δεν έχεις …
@ 82 Γιάννης Κουβάτσος
Ξέρουμε όλα τα ματς του ΠΑΟ στην Κατοχή και δεν υπάρχει. Άστον να λέει.
@ 85 gpoint
Χιούμορ μπαοκτζήδικης ποιότητας…
🙂 🙂 🙂
Σκύλος said
90
Από κάπου εδώ κοντά, έτσι μυρίζομαι! http://4.bp.blogspot.com/-msdaNzl954w/UMZDAg-JaZI/AAAAAAAAKEo/3sABJhiFUH8/s640/1.jpg
Γιάννης Κουβάτσος said
Κρίμα, πάντως, που δεν υπάρχει καμιά απόδειξη γι’ αυτόν τον «αγώνα». Θα ‘χαμε να λέμε πως όταν εμείς φέρναμε ισοπαλίες με Γερμανούς, κάποιοι άλλοι δεν βρίσκαν αντίπαλο για δίτερμα στην αλάνα. 😜
Ριβαλντίνιο said
Δεν πειράζει. Εμείς είχαμε πρώτοι γήπεδο με χορτάρι. Εμείς πρώτοι γήπεδο με προβολείς κ.λπ.
Και όπως είχε πει ο πρόεδρος του Ολυμπιακού ο Γιώργος Ανδριανόπουλος :
Σαν επίσημος εκπρόσωπος του Ολυμπιακού θα ήθελα να αναγνωρίσω την ανωτερότητα του Παναθηναϊκού, ο οποίος υπήρξε και παραμένει πρωτοπόρος των αθλητικών εκδηλώσεων του τόπου μας και αποτελεί τον Σύλλογον των Πρωταθλητών, την πεμπτουσίαν του ελληνικού αθλητισμού. Και δικαίως θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε παράδειγμα προς μίμησιν δι’ όλους ημάς τους υπολοίπους και θα είναι τιμή και υποχρέωσις κάθε ελληνικού σωματείου να προσπαθήσει να πλησιάσει το αδιαφιλονίκητο μεγαλείο του Παναθηναϊκου.
Γιάννης Κουβάτσος said
Εδώ ωραίες ιστορίες από την κατοχή και τη δράση συλλόγων και παικτών:
http://www.e-soccer.gr/afieromata/gegonota/item/2150-podosfairo-sta-xronia-tou-polemou
cronopiusa said
θεια Κούλα said
«Από πού είστε, θεία;»
Ρωτάς ρε μαμούρι από πούθε νείμαι, απ’ το χωριό του γέρου του Μωριά είμαι, που ἔτσι τσ’ έζηγε θελά σας κάνει ούλους ν’ απηδάτε τις τέσσερις.
cronopiusa said
υπάρχουν και άλλοι Αμερικάνοι πέραν του
Los amos de la Humanidad
cronopiusa said
Η θεια βαφανΚούλα είναι η γραία Σιφναία με μουστάκι;
Μαρία said
59
Τέτοιοι τύποι δεν σύχναζαν στο Μπανάλ 🙂
62
Κρίμα, γιατί μου φαίνεσαι σοβαρός. Κρίμα και γιατί με παρέσυρες να διαβάσω τα εμέσματα του πολυψευδώνυμου. Απορώ με την ανοχή του Νικοκύρη.
gpoint said
# 94
Περασμάνα μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις…
Μετά τον Αδριανόπουλο υπήρξαν οι Γουλανδρής, Νταϊφάς (Κοσκοτάς,Σαλιαρέλης) Κόκαλης, Μαρινάκης…να σου θυμίσω που τον γράφουν τον ΠΑΟ σου ;
Corto said
«Κι έτσι γινήκαμε οι άσοι της «σάμπας» και της «ρούμπας»»
Ευτυχώς υπήρξε κάποια αντίσταση:
Βράσε τη ρούμπα, τα σουίγκ (1946)
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης (και Σπύρος Περιστέρης)
Στίχοι: Γιώργος Φωτίδας (Μίνως Μάτσας)
Λένε στη Λόντρα, στο Παρίσι, πως τα περνάνε φίνα.
Τύφλα, βρε, νά’χουν όλ’ αυτά, μπροστά σε σένα Αθήνα.
Δεν έχει η Λόντρα κι η Νιού Γιορκ, ρετσίνα γιοματάρι
κι ούτε μοσχοβολούν σ’ αυτές, του Υμηττού θυμάρι.
Μπρος στα Πλακιώτικα στενά, με τις τρελές κιθάρες,
βράσε τη ρούμπα, τα σουΐνγκ, του Άϊφελ τις χάρες.
Πού νά’ βρουνε κληματαριές, γαζίες και γεράνι
κι όλο γλυκιές διπλοπενιές, του Μάρκου, του Τσιτσάνη!
Ριβαλντίνιο said
@ 100 gpoint
Περασμάνα μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις…
Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι. 🙂
sarant said
99 Νομίζω ότι η θεια Κούλα επικρίνει τον όρο ‘χριστιανομπολσεβίκος’
Ριβαλντίνιο said
@ 102 Corto
Διάβαζα αυτό :
29/6/1886 Στη «Νέα Εφημερίδα» αναφέρεται ότι στα μουσικά καφενεία της εποχής (καφέ αμάν) θριαμβεύουν δύο αοιδοί από την Ανατολή, η χανεντέ Φωφώ η Πολίτισσα και η κιορ Κατίνα από τη Σμύρνη. Η Αθήνα σείεται από τα αμάν αμάν , αντιδρώντας έτσι στην παντοκρατορία των «Οφφεμπαχιάδων».
Ξέρεις τι σημαίνει ή τι είναι «Οφφεμπαχιάδες» ;
cronopiusa said
104
όχι λέει ότι είναι Σουλιμιώτισσα αλλά μιλάει σιφνέικα
Corto said
105 (Ριβαλντίνιο):
Εννοεί μουσικές από ξένες οπερέτες, όπως αυτές του Ζακ Όφενμπαχ, οι οποίες ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στην αθηναϊκή ελίτ της εποχής.
Το γνωστότερο έργο του Όφενμπαχ είναι Τα παραμύθια του Χόφμαν, όπερα μπούφα, η οποία ακόμα παίζεται πού και πού στην Λυρική Σκηνή.
cronopiusa said
όχι, λέει ότι είναι Σουλιμιώτισσα, αλλά μιλάει σιφνέικα
απ’ το χωριό του γέρου του Μωριά είμαι
«φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»
Ριβαλντίνιο said
@ 107 Corto
Σ’ ευχαριστώ πολύ !!!
θεια Κούλα said
Νομίζω ότι η θεια Κούλα επικρίνει τον όρο ‘χριστιανομπολσεβίκος’
Δεν τα ξέρω γώ φτούνα φτού που μου λές εσύ παιδάτσι μου μπολσεβίκους – μενσεβίκους, εγώ είμαι μια αγράμματη που δεν ιξέρω είτε το που α πα, εσείς επήγατε στο πανεπιστήμιο τσαι ξετυλιχτήκατε. Αλλά από το πολύ ξετύλιγμα εξεχάσατε τσαι τσείνους τους έρημους που πολεμάγανε με το μισό παπούτσι, τσαι θα μας χάσει ο θεός. Για βάλτε μυαλό για σάμπως δε μπάτε καλά.
gpoint said
# 91
Σε κάτι διαλόγους αναγνωστών πριν μερικά χρόνια στο sport24 (;) είχαν ανεβάσει κάτι αναφορές, για τον Αρη ήταν πιο πειστικές, αναμφισβήτητες. Τώρα στην Αθήνα που πέθαιναν από την πείνα εύκολα θα μπορούσαν να δελεασθούν να παίξουν οι παίκτες οποισδήποτε ομάδας… όπως η Δέσποινα δεν φίλαγε μόνο τον Δομάζο αλλά και τον Μίμη Παπαϊωάννου και τα άλλα παιδιά.
Για τα …ανδραγαθήματα του ΠΑΟ υπήρξε ένας νεαρός μπακ που δόθηκε με τα ανταλλάγματα τον Βύζαντα Μεγάρων για τον Κουβά, Δημήτρης το μικρό του και δισύλλαβο από Σ επίθετο. Αυτός πίστεψε τον Ασλανίδη που είχε τάξει ένα εκατομμύριο δραχμές σε όποιον κατέδιδε δωροδοκία -γιατί τότε γινότανε της παλαβής από τέτοια- και αγωνιζόμενος στον Βύζαντα έστειλε την Λαμία στην Δ Εθνική. Βέβαια αντί για εκατομμύριο πήρε τα… και εν συνεχεία διέπρεψε στα αυτογκόλ και τα πέναλτυ. Ο Ρήγας της Παναχαϊκής καταδικάστηκε σε πολιτικό δικατήριο για δωροληψία στο ΠΑΟΚ-Παναχαϊκή 3-5. Ε και ; ποδοσφαιρικά δεν ακούμπησαν τον ΟΣΦΠ. Αποδείξεις δεν θα βρεις ποτέ, και συ πιστεύεις στον θεό αλλά δεν μπορείς να μου αποδείξεις ότι υπάρχει.
Ριβαλντίνιο said
@ 111 gpoint
Αποδείξεις δεν θα βρεις ποτέ, και συ πιστεύεις στον θεό αλλά δεν μπορείς να μου αποδείξεις ότι υπάρχει.
Ταιριάζουμε που λένε !
🙂 🙂 🙂
Corto said
109 (Ριβαλντίνιο):
Αν σε ενδιαφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την ιστορία που αναφέρει η «Νέα Εφημερίδα», να πούμε ότι η σμυρνιά Κιορ Κατίνα ή Κατίγκω εμφανιζόταν το 1886 στο Περιβολάκι ή Κήπο της οδού Γερανίου, μαζί με τον σπουδαίο βιολιτζή Γιάγκο Βλάχο ή Γιάννη Αλεξίου.
Η Φωφώ η Πολίτισσα ήταν το «αντίπαλον δέος» της Κιορ Κατίνας και το πραγματικό της όνομα ήταν Φωτεινή Κονδυλάκη.
(Στον μεσοπόλεμο «αντίπαλες» τραγουδίστριες ήταν η Ρόζα Εσκενάζυ και η Ρίτα Αμπατζή)
Μαρία said
113
Τον Τόλη τον ήξερα και ήξερα βέβαια και απο τι πέθανε.
Απ’ το Μπανάλ θα μου μείνει αξέχαστος ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 🙂
Ριβαλντίνιο said
@ 114 Corto
Σε ευχαριστώ πολύ για τις πρόσθετες πληροφορίες !
Corto said
116: Να είσαι καλά!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@100. Δίκιο έχεις!
Δημήτρης Μαρτῖνος said
100β. Γράφω αὐτὰ ποὺ πιστεύω. Δὲν ξέρω ἄν εἶμαι σοβαρὸς, αὐτὸ θὰ τὸ κρίνουν ἄλλοι κι ὄχι ἐγώ. Εἰλικρινὴς πάντως εἶμαι.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Νικοκύρη, νομίζω πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἱστολογίου του. Ἀφήνει ὅλες τὶς φωνὲς, ἀκόμα καὶ τὶς ἀκραῖες, ν’ἀκουστοῦν.
Κλείνω ἐδῶ τὸ «ἀπολογητικὸ μου ὑπόμνημα» μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν παραπλάνησα μέ τὰ γραφόμενά μου, ἐπειδὴ ἔγραψα αὐτὰ ποὺ πίστευα. Ἄν κάπου βγῆκαν λάθος συμπεράσματα, δὲν ἦταν στὶς προθέσεις μου.
Αὐτὰ καὶ δὲν θὰ ἐπανέλθω στὸ θέμα.
Δύτης των νιπτήρων said
Κρίμα που το είδα τώρα, μια και ταξίδευα, γιατί θα το είχα λύσει αμέσως το κουίζ, μια φορά κι εγώ στη ζωή μου: διάβαζα πολύ πρόσφατα το κομμάτι που έγραψε ο Σεφέρης όταν πέθανε ο Θεοτοκάς. Το βρήκα κι εγώ λίγο χολερικό (καλογραμμένο φυσικά) το κείμενο, αλλά μπορεί να φταίει ότι μ’ αρέσει ο Σεφέρης και δεν θέλω να μου πατάνε τον κάλο 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κατέβασα και ξαναδιαβάζω την Παρέλαση-Ενηλικίωση, Νεφέλη/1995 έτσι μιας και ήρθε η συζήτηση για τον Μπλε,την Παρέλαση και την Κατίνα του Τόλη Καζαντζή.Απλός λόγος, τρυφερός, ανθρώπινος, εικόνες καθάριες, αληθινοί οι άνθρωποί του.Τους ξέρω. Σταμάτησα στο Σίδερο βουρκωμένη.
Καληνύχτα.
Γς said
136:
Αντε τράβα για ύπνο.
Θα πετάξω εγώ το γερμανικό νούμερο.
Ε’υχομαι να γίνει η δίκη.
«Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, Χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος!»
Γς said
138:
Και μόλις ήρθα στη σκοπιά όλη πήγαν για ύπνο. Ασφαλείς.
Και θυμήθηκα ένα άλλο γερμανικό νούμερο 2-4 το πρωί.
Που είχε και ιπτάμενους δίσκους. Εξτρατερεστιαλς
Γς said
140:
Γιάννης Ιατρού said
Γς, δεν ήρθε ακόμα ο δεκανέας αλλαγής;;;

Γς said
Σμηνίας
giorgos said
Χαφιεδισμός , ανεντιμότητα και τραμπουκισμός .Αυτά ήταν τά χαρακτηριστικά πού επέβαλλε την εποχή εκείνη ή γενηά του ’30 κι’ αυτά δυστυχώς ισχύουν ακόμα και σήμερα .
«Τὸ αἴτημα τῆς πνευματικῆς ἀποβλάκωσης ἐκάλυπτε τὴν προστασία ἔναντι τοῦ Λαοῦ — ἀπόδειξη τὰ Εὐαγγελικὰ καὶ τὸ τωρινὸ «Πολυτεχνεῖο»—καὶ ἐκώλυε ἀπόλυτα τὴν πολιτικὴ ἀνανέωση τῆς ἀστικῆς ἡγεσίας. Ἐδημιουργοῦσε ἔτσι ἕνα κατ’ ἀνάγκην κατεστημένο — ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴν δύναμη ν’ ἀνανεωθῆ — πού ὁ μόνος τρόπος ἐπιβιώσεως του ἦταν ἡ κατάργηση κάθε ἠθικοῦ ἀνασταλτικοῦ στὸν τομέα τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς — μόνιμο ὑποχείριο τῆς «προστασίας».
Ἦταν ἑπόμενο οἱ συνθῆκες αὐτὲς νὰ ἐκθρέψουν ἕνα καθεστὼς ἀφανισμοῦ κάθε πνευματικῆς ἀξίας του τόπου. Ὁ ἀντικειμενικὰ χειρότερος ἐχθρός τοῦ ἑλληνικοῦ κατεστημένου, πού ἐστηρίζονταν στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς νάρκης, ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι κάθε ἀναφαινόμενη πνευματικὴ ἄξια. Μία ἀπὸ τὶς κύριες παρενέργειες τοῦ «γλωσσικοῦ» ἦταν ἀκριβῶς ὁ ἀφανισμὸς κάθε πνευματικῆς ἀξίας τοῦ τόπου. Ὁ Ροῒδης ἀπαίτησε τὴν ὕπαρξη πνευματικῆς ζωῆς καὶ πέθανε κακὴν κακῶς. Δὲν εἶναι μάλιστα διόλου τυχαῖο ὅτι στὴν θεωρία τοῦ Ροΐδη τῆς «περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας», πού ἐκλόνιζε βαθύτατα τὴν τακτική τῆς ἀποβλάκωσης, εὑρέθηκε κυρίως ν’ ἀντιταχθῆ ὁ Ἄγγ. Βλάχος.
Ό Δ. Βερναρδάκης παράτησε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ πέρασε τὴ ζωή του στὴν Μυτιλήνη φυτεύοντας ντομάτες. Ὁ Ἀνδροῦτσος πάνω-κάτω τὰ ἴδια. Ὁ Καραθεοδωρῆ, ἀπό τούς κορυφαίους μαθηματικούς τοῦ αἰῶνα μας, στὴν Γερμανία ἀντικατέστησε τὸν Felix Klein, ἐνῷ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας μάταια ἀγωνίστηκε ἐπὶ 4 χρόνια νὰ πάρη μιὰ ἕδρα στοὺς φυσιογνῶστες! Ὁ Ἀποστολάκης, «ὑστερικὸς» καὶ «θρασύτατος», παραιτήθηκε καὶ πῆγε σπίτι του νὰ ἡσυχάση. Ὁ Συκουτρῆς αὐτοκτόνησε στὸν Ἀκροκόρινθο. Γιὰ νὰ μή θυμηθοῦμε τὸν Ἀβροτέλη Ἐλευθερόπουλο. Τί ἀπόγινε ἄραγε ὁ Ἐλευθερόπουλος, μὲ τὸν ὁποῖον ἀσχολεῖται καὶ ὁ Πλεχάνωφ στὰ «βασικὰ προβλήματα» τοῦ Μαρξισμοῦ καὶ πού ἦρθε νὰ δώση τὰ φῶτα του ἀπὸ τὴ Ζυρίχη; Πόσοι γνωρίζουν τὸ ἔργο του, πού κατὰ τὴν δική μας ταπεινὴ γνώμη, εἶναι τὸ ἐπιστημονικώτερο φιλοσοφικὸ ἔργο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας; Ὁ θάνατός του, πρὶν λίγα χρόνια, πέρασε στὰ ψιλὰ τῶν ἐφημερίδων, μαζὺ μὲ τὶς ἀγγελίες αὐτοκτονιῶν τῶν συνταξιούχων. Πέθανε ὁλότελα ἄγνωστος καὶ τὸ ἔργο του εἶναι ἐξαφανισμένο. Δὲν μποροῦσε ὅμως, νὰ συνέβαινε διαφορετικά, ἀφοῦ μὲ τὸν Ἐλευθερόπουλο ἀσχολήθηκε ὁ Πλεχάνωφ. Ἂν δὲν βρισκόταν ἡ «Ἱερὰ Σύνοδος», κάτι ἄλλο θὰ βρισκόταν : αὐτὸ πού βρέθηκε καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ὁ Θ. Μουστοξύδης, ὁ ἱδρυτὴς τῆς «ἀντικειμενικῆς αἰσθητικῆς» πού στὴν Εὐρώπη συναγωνιζόταν μὲ τὸν Μπεργκσὸν καὶ πού ζήτησε μιὰ ἄμισθη ἕδρα γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς αἰσθητικῆς στὸ «Ἀθήνησι» (κριτὴς του ὁ κ. Θεοδωρακόπουλος), τί ἀπόγινε; Τὰ βιβλία του πού εἶναι; Γιὰ νὰ καταφέρη νὰ ἐπιβιώση, πούλησε τὸ πασίγνωστο νησάκι του, τὸν Σκορπιὸ ! Ἀλλά, καὶ ὁ Θ. Μουστοξύδης » ἐφέρετο ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰς ἰδέας τοῦ Α. Comte»!
Ὅσοι θέλησαν κάτι νὰ ποῦν ἤ κάτι νὰ κάνουν γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ τόπου, κατέληξαν ὅλοι κακὴν-κακῶς. Στὸ τεῦχος τῆς «Ἑλληνικῆς Δημιουργίας» τὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἀποστολάκη γράφει ὁ Μελᾶς :
«Δὲν ἦταν καθόλου εὔκολος. Δύσπιστος, φιλύποπτος, στιφός, φίλος της μοναξιᾶς, δυσπρόσιτος. Ὅταν τοῦ εἶπα… μοῦ εἶπε : —Ἐσᾶς σᾶς ξέρω .. . Εἴσαστε τσαχπίνης.. .
Ἡ συντροφιά του τότε ἤτανε τρεῖς ἄνθρωποι : Ό Ἀλιμπέρτης, ὁ Φ. Πολίτης, καί ὁ Ἄλκης Μπουρνιᾶς, ἕνας μαθηματικός, μὲ φιλοσοφικὴ κατάρτιση, διαλεχτικό πνεῦμα, πούσχιζε τὴν τρίχα στὰ τρία. Μὲ τὸν Ἀλιμπέρτη, ἔβγαλε, ἀργότερα, τὸ περίφημο (καὶ βραχύβιο) περιοδικὸ «Κριτικὴ καὶ ποίηση» — αὐτὸς ἐξαφανίστηκε, σὲ λίγο. ἐγκαταστάθηκε στὸ Παρίσι, γερὸς μαθηματικός, εἶχε σπουδάσει ἀστρονομία — ὁ δὲ Μπουρνιᾶς, πούγραψε κάτι μικρὲς καὶ περίεργες φιλοσοφικὲς μελέτες, οὔτε ξαναφάνηκε πουθενὰ καὶ οὔτε ξαίρω ἂν ζεῖ»,
Καὶ ὁ «περίεργος» Μπουρνιᾶς κι’ ὁ «γερὸς» Ἀλιμπέρτης ἐξαφανίστηκαν, λέει ὁ τσακπίνης Μελᾶς. Καὶ ἦταν κι’ οἱ δυό μαθηματικοί. Καὶ ἔσυραν πίσω τους πολλοὺς ἄλλους, μποροῦμε νὰ προσθέσουμε. Γιατί ὅμως ἐξαφανίστηκαν σὰν μεσαιωνικοί σταυροφόροι; Τί τοὺς ἐξέρασε ἀπὸ ‘δῶ;
Τὴν ἀπάντησή μᾶς τὴν δίνει κατὰ λάθος ὁ ἴδιος ὁ Μελᾶς, σ’ ἕνα ἄλλο τεῦχος τῆς «Δημιουργίας» του :
«Φίλε κ. Μαμάκη,
….Ἐνῷ συνομιλούσαμε μὲ τὸν Βασιλέα, γιὰ σοβαρώτατο θέμα, ἔφεραν ἐνώπιόν Του ζήτημα, πού δὲν εἶχε καμμιὰ θέση : Τὴ γνωστὴ ἀντίθεσή μας πρὸς τὸν διευθυντὴ τῆς «Νέας Ἑστίας» [18]. Οὔτε ἡ θέσι μου στὰ γράμματα, οὔτε τὸ ἀξίωμά μου.. . ἐπιτρέπει σὲ κανένα νὰ μὲ βάλει, στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὸν κ. Πέτρο Χάρη [19]. Οὔτε ὁ ἀγώνας πού διεξάγω [20], ἐπὶ ἑνάμισυ ἔτος τώρα, ἀπό τὶς σελίδες τῆς «Ἑλληνικῆς Δημιουργίας» ἐναντίον τῆς νοοτροπίας, ποὔχει φέρει τὴ σημερινὴ πνευματικὴ κρίση στὴν Ἑλλάδα, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ σὰν προσωπικὴ διαφορὰ πρὸς τὸν κ. Πέτρο Χάρη, ὥστε νὰ τὴν παρουσιάζουν σὰν τέτοια στὴν Α.Μ. τὸν Βασιλέα, ὅπως ἔκαμαν, ζητῶντας ἀπὸ Αὐτὸν νὰ παρέμβει. Δὲν ξέρω ποιὲς προθέσεις εἶχε ὁ κ. Μαντούδης ὅταν, μέσα στὴ διαχυτικὴ ἀτμόσφαιρα πού εἶχε δημιουργήσει ἡ ἐγκάρδιος παρουσία τοῦ Ἄνακτος, ἔφερεν ἐνώπιόν Του καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀνοίκειο καὶ μειωτικὸ αὐτὸ τρόπον, ἕνα τέτοιο ζήτημα. Ἴσως νὰ πρόκειται μονάχα γι’ ἀφέλεια — πάντως ἀσυγχώρητη.
Ἔσπευσα νὰ δηλώσω ἀμέσως στὴν Α.Μ. — καὶ ἀρκετὰ μεγαλοφώνως [21], ὥστε ν’ ἀκουσθεῖ ἀπ’ ὅλους — ὅτι δὲν πρόκειται περὶ ἀτομικῆς διαφορᾶς, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ νοηθεῖ «συμφιλίωση» [22]. Παρ’ ὅλη τὴ δήλωσή μου ὅμως ὁ κ. Μαντούδης, ἀντὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸ θέμα, ἐπέμεινε «νὰ δώσω τὸ χέρι» στὸν κ. Χάρη. Γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν αἰφνιδιαστικὴ αὐτὴ καὶ πολὺ περίεργη ἐπίθεση, ἐδήλωσα ὅτι θὰ τὄκανα μονάχα ἂν ἡ Α.Μ. μὲ διέτασσε. Ὁ Βασιλεύς, προφανῶς γιὰ νὰ θέσει τέρμα στὴν ἀνιαρὴ αὔτη σκηνή ἔδωσε, γελῶντας, τὴ «διαταγή».
Καὶ ὁ κ. Χάρης ἔσπευσε νὰ σφίξει τὸ χέρι μου ὑπὸ τὰ χειροκροτήματα τῆς γαλαρίας. Ὅταν, μετὰ δύο λεπτά, ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν Ἄνακτα, ὁ κ. Μαντούδης μ’ ἐπλησίασεν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν κ. Χάρη, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ, ὅτι ἡ «συμφιλίωση» δὲν πρέπει νὰ μείνει τυπική, ἀλλά νὰ γίνει πραγματική. Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Καὶ ἀπεμακρύνθην, μὲ τὸ αἴσθημα, ὅτι μένω ἀπόλυτα συνεπὴς πρὸς ὅσα εἶχα δηλώσει κι’ ἐνώπιόν τοῦ Βασιλέως γιὰ τὴ φύση τῆς διαφορᾶς. Αὐτὰ εἶναι τὰ γεγονότα μὲ κάθε ἀκρίβεια (τεῦχ. 31, 1949)».
Ἰδού τὰ σπουδαῖα γεγονότα!.
Τὰ πράγματα μιλοῦν ἀπὸ μόνα τους. Σὲ τέτοια ἀσφυκτικὴ πνευματικὴ γλίνα δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιβιώσουν οἱ Μπουρνιάδες.
Ὁ «ἀγῶνας» τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ κ. Μελᾶ προϋπέθετε ἀκριβῶς τὶς συνθῆκες ἐκεῖνες πού θὰ ξερρίζωναν τοὺς Μπουρνιάδες ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ «ἀγῶνα», ὅπως ἀποδεικνύει ἡ σημερινὴ κατάσταση τῆς Ἑλλάδας, ἦταν νὰ ἐνίσχυση καὶ νὰ παγιώση μεταπολεμικὰ τὶς συνθῆκες πού θὰ ξερνοῦσαν μονίμως τοὺς Μπουρνιάδες ἔξω ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὁ ἐμφύλιος συνετέλεσε ὥστε νὰ πάρη ὁ «ἀγώνας» τὴν μορφὴ τῆς πρόφασης κατὰ κάποιας (ἀνύπαρκτης φυσικὰ) «πνευματικῆς ἀναρχίας», τὴν συγκεκριμένη στιγμὴ τοῦ 1948. Οὐσιαστικὰ αὐτὸς ὁ « ἀγώνας» ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ψυχάρη καὶ ἔδρασε ἀσταμάτητα, ὥσπου νὰ φέρη στὸ πλῆρες πνευματικὸ μηδέν.»
ΛΑΜΠΡΟΣ said
145 – Εξαρτάται ποιός το κάνει αυτό, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε μια ύαινα γιατί τρώει πτώματα, είναι στην φύση της. Στην προκειμένη περίπτωση, την ανθρώπινη ύαινα, δεν πρέπει να την λαμβάνουμε υπόψιν ό,τι κι αν λέει, αλλιώς και την τρέφουμε με φρέσκο κρέας, και γινόμαστε ζώα σαν κι αυτήν. Η μεγαλύτερη τιμωρία γι’ αυτά τα στερημένα ανθρωπάκια, είναι να τα αγνοείς.
Καλημέρα.
sarant said
Καλημέρα και από μένα! Ίσως επρεπε να έχει βγει κάρτα, τι να πω.
Νέο Kid L'Errance d'Arabie said
Μου έχει μείνει στη μνήμη ένα πολύ αστείο και μεφρικό.
Σε ένα παλιό σκακιστικό βιβλίο υπήρχε στ τέλος ενός κεφαλαίου το:
When one soaps with the Devil… αντί του ορθού When one sups with the Devil…
(έτσι ο συνδαιτημών έγινε …συλλουόμενος. 🙂 )
Κουνελόγατος said
147. Νομίζω πως η κάρτα δεν είναι λύση, θα γυρίσει με άλλο όνομα, σωστά; Μια είναι η λύση, δεν ανοίγουμε διάλογο μαζί του. Ας γράφει ό,τι θέλει, κάποια στιγμή ακόμη και οι αήττητοι κουράζονται.
Γιάννης Κουβάτσος said
149. Δεν κουράζονται. Γι’ αυτό τους έχοντες τη γνωστή ιδιότητα τούς λένε και αήττητους. 🙂
sarant said
149-150 Θεωρητικά αυτή ειναι η λύση, αλλά στην πράξη δύσκολα εφαρμόζεται
Κουνελόγατος said
150. Δε θέλω ηττοπάθειες!!!
Γιάννης Ιατρού said
151: Η Μαρία έχει δίκιο (βαρετό έχει γίνει 🙂 ), βασικά μόνο στέρηση τροφής και νερού. Αλλά έλα ντε που μερικές φορές μπορεί να εκλειφθεί όπως και στο ρωμαϊκό δικαιο… (qui tacet consentire videtur) !
π2 said
82: Για φιλικό του ΠΑΟ με τα SS που έληξε 3-3 πρώτη φορά ακούω και θα έπρεπε ως Ολυμπιακός, οπότε ο μύθος δεν νομίζω να είναι τόσο διαδεδομένος όσο λες. Σε ολυμπιακό οπαδικό ιστότοπο πάντως είχα δει αφιέρωμα στα της κατοχής με απόκομμα της Βραδυνής σύμφωνα με το οποίο η διοίκηση του ΠΑΟ σχεδίαζε να οργανώσει ένα φιλικό παιχνίδι με τις γερμανικές ομάδες που έπαιζαν μεταξύ τους στη Λεωφόρο, παιχνίδι που δεν φαίνεται να έγινε ποτέ. Ίσως αυτή ήταν η πηγή του αστικού μύθου, τον οποίο, επαναλαμβάνω, πρώτη φορά ακούω.
Τα φιλικά του Άρη με τους Γερμανούς αντιθέτως πρέπει να είναι πραγματικότητα γιατί, παλαιότερα που τα έψαχνα αυτά, είχα δει να αναφέρονται σε οπαδικούς ιστοτόπους των ίδιων των Αρειανών.
Γενικότερα, η κοινωνική ιστορία του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα δεν έχει γραφτεί και είναι πολύ δύσκολο να γραφτεί ακριβώς λόγω της οπαδικής ενασχόλησης με την ιστορία του ποδοσφαίρου. Ό,τι έχω διαβάσει για το ποδόσφαιρο στην Κατοχή είναι γεμάτο με ηρωικές ιστορίες αντίστασης, όλες μέσα από οπαδικό πρίσμα. Το αποτέλεσμα των συνολικών καταγραφών για την εποχή είναι, κατά συνέπεια, άθροισμα των ηρωικών αυτών αφηγημάτων μάλλον παρά σοβαρή περιγραφή. Όλες οι ομάδες έχουν τους ιδρυτικούς τους μύθους (ο λαϊκός Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός του αγνού αθλητικού ιδεώδους, ο ΠΑΟΚ της κατατρεγμένης προσφυγιάς, ο Άρης των αυτοχθόνων που τον κυνήγησαν οι δικτυωμένοι επήλυδες και δε συμμαζεύεται) και οι μύθοι αυτοί εξαλείφουν λογής λογής σκοτεινές πτυχές της πολιτείας των παραγόντων των ομάδων, καθώς και εσωτερικές εντάσεις (π.χ. μεταξύ διοικήσεων, παικτών και οπαδών, φαινόμενο πολύ σημαντικό στο πρώιμο ιδίως ποδόσφαιρο).
Γιάννης Κουβάτσος said
154. Δεν έγραψα τυχαία για τους ρεντς που διακινούν τον μύθο. Διπλά ρεντς: 🙂
http://redpeiraiotis.blogspot.gr/