Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι)
Posted by sarant στο 7 Αυγούστου, 2017
Πριν από δυο περίπου εβδομάδες είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο μια συνεργασία του φίλου μας του Δημήτρη Μαρτίνου με θέμα τη θερμιώτικη ντοπιολαλιά (δηλαδή της Κύθνου). Στο άρθρο εκείνο, αφού είχα γράψει ότι «κάθε νησί αποτελεί, από μια άποψη, ένα ιδιαίτερο γλωσσικό οικοσύστημα κι έτσι, παρόλο που ασφαλώς υπάρχουν πολύ μεγάλες ομοιότητες ανάμεσα στις ντοπιολαλιές των κυκλαδονησιών, ωστόσο θα υπάρχουν και πολλές ιδιομορφίες» σημείωνα, στο τέλος της εισαγωγής μου, ότι «Αν άλλοι φίλοι παρακινηθούν να γράψουν ανάλογα άρθρα για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας τους, είναι καλοδεχούμενα!»
Ο φίλος μας το Κουτρούφι παρακινήθηκε όντως και μου έστειλε ένα άρθρο με 20 λέξεις από τη σιφναϊκή ντοπιολαλιά, λέξεις δηλαδή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Σίφνου, άρθρο που το δημοσιεύω με πολλή χαρά σήμερα.
Θεωρώ πολύ ενδιαφέρον ότι το άρθρο δίνει έμφαση στο λεξιλόγιο του παιχνιδιού «τσούνια», κι έτσι έχουμε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αφού μαθαίνουμε τη σιφνέικη παραλλαγή του παιχνιδιού αυτού, που με άλλη ονομασία και ίσως όχι εντελώς ίδιο θα υπάρχει και σε άλλες περιοχές.
Αφού θυμίσω ότι έχουμε παλιότερα δημοσιεύσει δυο λεξιλογικά άρθρα για την Αμοργό (πρώτο και δεύτερο), δίνω τον λόγο στο Κουτρούφι. Τα δικά μου σχόλια είναι μέσα σε αγκύλες.
Και βέβαια, να παροτρύνω όποιον φίλο θέλει, είτε από νησί είτε στεριανόν, να ακολουθήσει το παράδειγμα που μας έδωσαν ο Δημήτρης Μαρτινος και το Κουτρούφι και να γράψει ένα σύντομο αρθράκι για τη ντοπιολαλιά ή το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του!
Η ΣΙΦΝΕΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ
Το Σιφνέικο λεξιλόγιο έχει τις επιρροές που βρίσκονται και στις άλλες Κυκλάδες (Κρήτη, Φραγκοκρατία, Τούρκικα). Σχετικά με τα Τούρκικα, οι όποιες επιρροές προέρχονται από το πάρε-δώσε με την Οθωμανική διοίκηση (17ο αιώνας μέχρι και την επανάσταση του 21) και από την πολυπληθή Σιφνέικη παροικία στην Πόλη μέχρι και λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την Οθωμανική περίοδο δεν υπάρχει στη Σίφνο Τούρκικη εγκατάσταση. Αρκετές λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στη Σίφνο βρίσκονται και σε άλλα νησιά και έχουν καταγραφεί στο παρόν ιστολόγιο (Αμοργός, Κύθνος, Χίος, Κρήτη) αλλά και αλλού. Στο παρόν επέλεξα λέξεις και εκφράσεις που δεν βρίσκονται εύκολα (ή καθόλου) στα ψαχτήρια ή εντοπίζονται μόνο σε ιστότοπους ενδιαφέροντος Σίφνου. Για τα περισσότερα δεν γνωρίζω καλά την ετυμολόγηση και δεν είμαι βέβαιος για την ορθογραφία.
«αντάλοα». Επίρρημα που δηλώνει τον γνωστό τρόπο καθίσματος σε ένα υποζύγιο όπου τα δύο πόδια είναι δεξιά κι αριστερά στη σέλα όπως σε ένα δίκυκλο. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος καθίσματος στη Σίφνο είναι ο πλευρικός. Μια δική μου αδιασταύρωτη ετυμολόγηση βασιζόταν στο «σαν τα άλογα», επηρεασμένος περισσότερο από τα καουμπόικα που διάβαζα. [Τη λέξη δεν τη βρήκα στο Ιστορικό Λεξικό, το ΙΛΝΕ]
«γκλας (ο)». Βλάκας, ανόητος. «Αυτός είναι ολωσδιόλου γκλας». Αγνοώ την προέλευση. [Ούτε αυτή βρέθηκε στο ΙΛΝΕ]
«δει (το)». Φυσιογνωμία, φάτσα. «Το δει του (δ)ε μου ‘ρέσει». Η ετυμολογία του είναι σε μένα άγνωστη και η ορθογραφία που χρησιμοποιώ είναι αυθαίρετη.
[Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το απαρέμφατο «ιδείν». Από ανάλογα απαρέμφατα προέκυψαν ουσιαστικά όπως το φαγί (φαγείν), το φιλί (φιλείν) και το γαμήσι (γαμήσειν). Πώς θα το γράψουμε; Το φαγί το γράφουμε με γιώτα, διότι δεν συμμορφωνομαστε με την ετυμολογική προέλευση στα τέρματα των λέξεων (ούτε ο Μπαμπινιώτης). Άρα, το δι; Πολύ αδύνατο μου φαίνεται]
«εννιάς (ο)». Όρος από το παιχνίδι τσούνια (σχετικό λήμμα). Ο εννιάς είναι το τσούνι (κορίνα) που τοποθετείται στο κέντρο του τετραγώνου των εννέα και συνήθως έχει το μεγαλύτερο μήκος. Όταν κάποιος ρίξει μόνο τον εννιά παίρνει όλους τους πόντους. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για κάποιο εγχείρημα που έχει ιδιαίτερα καλό αποτέλεσμα. «Ήφερα τον εννιά». Επίσης, λόγω του μεγαλύτερου μήκους χρησιμοποιείται και για κάποιον που ξεχωρίζει στο πλήθος.
«ίχιτα». Επιφώνημα ευχαρίστησης σχετικά με την όσφρηση. Επειδή, συνήθως, προηγείται ένα παρατεταμένο μμμ! νόμιζα ότι η λέξη είναι «μίχιτα». Βρίσκεται και σε άλλα νησιά αλλά και στη Μάνη. Δεν έχω ιδέα για την ετυμολογία του και δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την ορθογραφία του. Το αντίθετο του «ίχιτα» είναι το «φούχι» το οποίο επίσης βρίσκεται και σε άλλα νησιά. Στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχε ένας Σιφνιός βουλευτής τον οποίο δεν επανεξέλεξαν οι συμπατριώτες του, αν και λέγεται ότι είχε κάνει σημαντικό έργο στο νησί. Μυρίζοντας τις μυρωδιές από τη Σιφνέικη ύπαιθρο και προφανώς πικραμένος από το εκλογικό αποτέλεσμα, φέρεται ότι ανέκραξε. «Ίχιτα Σίφνος, φούχι Σιφνιοί!» Ενίοτε, το τσιτάτο, χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
[Μου είναι οικείο αλλά περιέργως ο Κάσσης στο μανιάτικο λεξικό του δεν το έχει, τουλάχιστον ως ίχιτα ή ήχιτα -έχω μονο τον πρώτο τόμο. Λέγεται και «ίχιτας!» Νομίζω ότι σφάλλει ο Σουλιώτης που το ερμηνεύει «που είχατε»
«καμαράδος». Φίλος, σύντροφος. Ίσως υπάρχει και αλλού (στο internet υπάρχει σε κείμενα από τη Μύκονο). Στο παρόν ιστολόγιο εμφανίζεται στην ανάρτηση: https://sarantakos.wordpress.com/2013/10/20/heideck/ οπότε μπορεί και να ανιχνευθούν αρχικές αναφορές. Καμαραδιά: φιλία. «Με τον αφέντη σου είχαμε καμαραδιές στα νιάτα μας».
«καμήλα». Ο μασκαράς στις Απόκριες. Ίσως από είδος μεταμφίεσης (γκαμήλα) που συνηθιζόταν στην Ελλάδα το 19ο αιώνα.
«Άλλοι για τις απόκριες, λίγο και μόνου-μόνου,
κι άλλοι καμήλες ντύνονται ολοχρονίς του χρόνου»
[Η (γ)καμήλα ήταν πρωταγωνιστικό αποκριάτικο δρώμενο σε όλη ίσως την Ελλάδα, πάντως σε πάρα πολλά μέρη]
«κούκλος». Όρος από το παιχνίδι τσούνια (σχετικό λήμμα). Όταν κάποιος αστοχεί τελείως και δεν ρίχνει ούτε ένα τσούνι στην πρώτη βολή, αναφωνούμε «κούκλος!» και πέφτει η σχετική καζούρα. Μου είναι άγνωστο πώς έγινε η σύνδεση της λέξης με την άστοχη βολή. Μεταφέρεται και στην καθημερινότητα και εννοεί την αποτυχημένη προσπάθεια σε κάποιο εγχείρημα: «Ηπήα στο συνεταιρισμό αλλά ήκαμα κούκλο. Ήτανε κλειστός».
«κουμπώ». Πεθαίνω, τα τινάζω. Από το ακουμπώ. Δεν ξέρω αν σχετίζεται με το λατινικό accubo που σημαίνει πλαγιάζω. «Γιάντα σημαίνουνε; Ηκούμπησε κανείς;».
[Ναι, το ακουμπώ ανάγεται στα λατινικά]
«κουντήσεις (έλα να)». Το «κούντημα» είναι όρος από το παιχνίδι τσούνια (σχετικό λήμμα). Αναφέρεται στη δεύτερη προσπάθεια που έχει κάποιος για να ρίξει τα τσούνια που δεν έχουν πέσει μετά την πρώτη βολή. Πιθανόν να προέρχεται από το σκούντημα (ώθηση) λόγω του συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο γίνεται αυτή η δεύτερη προσπάθεια. Ο παίκτης δεν ρίχνει τη δεύτερη βολή από μακριά αλλά εξ’ επαφής, πάνω από τη διάταξη των εναπομεινάντων όρθιων τσουνιών. Αυτός που κάνει κούκλο στην πρώτη βολή δεν έχει δικαίωμα να κουντήσει. Το «έλα να κουντήσεις» αναφέρεται μεταφορικά στην καθημερινότητα όταν καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις.
«λίλιρη (η)». Η ιλαρά. Βρίσκεται και στη Νάξο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν κάνει υπερβολική ζέστη οπότε «χύνουμε τη λίλιρη».
[Λοιπόν, χάρη στο λήμμα αυτό ξεδιαλύνω την απορία ενός φίλου που ρωτούσε γιατί λένε λίλιρο στην Ικαρία το λιοπύρι. Κι ενώ ήξερα τη λίλιρη και τη φράση «Ήχυσε ντη λίλιρη = έβγαλε την ιλαρά» δεν πήγε το μυαλό μου, αλλά τώρα έπεσε η δεκαρίτσα (the penny has dropped)! Επειδή για να γιατρέψεις την ιλαρά κατά τη λαϊκή σοφία πρέπει να ιδρώσεις πολύ, έφτασε η λίλιρη να δηλώνει και την πολλή ζέστη -και από εκεί στην Ικαρία έγινε το λίλιρο χωρίς πια να σημαίνει καθόλου την ιλαρά. Μένει βέβαια να βρούμε πώς ετυμολογείται η λίλιρη = ιλαρά]
«μαντζιαούρα (η)». Η ταϊστρα των ζώων. Θα σχετίζεται με το ιταλικό «mangiare». Υπάρχει σε καταγραφή του Ν. Πολίτη από παραμύθι από τη Σίφνο.
[Λογικό είνα να σχετίζεται με το mangiare]
«ποιώ». Σκαρώνω δίστιχα της στιγμής. Στη Σίφνο δεν χρησιμοποείται ο όρος «μαντινάδα» για τα αυτοσχέδια ιαμβικά δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Για ένα τέτοιο δίστιχο χρησιμοποιείται ο όρος «ποιητικό» (ή «τραγούδι»). Οπότε το «ποιώ» σημαίνει φτιάχνω ποιητικά. «Πώς τα περάσατε στο πανηγύρι; Ηποιήσατε καθόλου;»
«σύγκριος». Ο ερωτικός αντίζηλος. Αναφέρεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν πάνω από ένας διεκδικητές για μια κοπέλα. Αυτοί λέγονται σύγκριοι. Στη βίκι υπάρχει η Μανιάτικη εκδοχή για το θηλυκό «σύγκρια» με πιο περίεργη έννοια. Η Σιφνέικη που ξέρω εγώ είναι, σαφέστατα, αθώα.
[Η μανιάτικη σύγκρια είναι η δεύτερη γυναίκα που έπαιρνε εθιμικά ο μανιάτης άρχοντας, για να του κάνει διάδοχο, αν η νόμιμη γυναίκα του δεν έκανε αγόρια (ή δεν έκανε καθόλου παιδιά). Οι άντρες στη Μάνη δεν ήταν ποτέ στείροι, ως γνωστόν. Η σύγκρια έχει ετυμολογηθεί από το συν+κυρά ή συν+γριά. Με τους σιφνιούς σύγκριους ενισχύεται η προέλευση από το συν+κυρά]
«τ’ αήπου». Άσκοπα, χωρίς λόγο, στην τύχη. «Ούτε και ξέρω ίντα κάνω. Πάω τ’ αήπου». Το «π» προφέρεται όπως στην Κύπρο, κάτι σαν «πφ». Άγνωστης σε μένα ετυμολογίας και δεν ξέρω ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής του.
«τσιλιά (η)». Ζαβολιά, κυρίως στα παιδικά παιχνίδια. Προφέρεται «τσιγκιά». Ο ζαβολιάρης είναι ο «τσίλης» (διπλό λ).
«τσιούρι (το)». Τρισύλλαβη (τσι-ούρι). Ευλύγιστη λεπτή βέργα που χρησιμοποείται ως μαστίγιο για τα μουλαρογάδουρα από τον καβαλάρη. Ενίοτε χρησιμοποείται και σε άτακτους πιτσιρικάδες. Από προσωπική πείρα, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι τσούζει.
«τσούνια (τα)». Παιχνίδι που μοιάζει με το μπόουλινγκ και παίζεται με εννιά ξύλινες κορίνες, τα τσούνια. H ετυμολογία της λέξης «τσούνι» μού είναι άγνωστη. Το παιχνίδι παίζεται και στην Άνδρο με τους ίδιους σχεδόν κανόνες. Εν συντομία, τα εννιά τσούνια τοποθετούνται όρθια σε διάταξη τετραγώνου και ο παίκτης προσπαθεί να τα ρίξει πετώντας μια ξύλινη μπάλα από κάποια απόσταση. Έχει μέχρι δύο προσπάθειες. Στη Σίφνο, το παιχνίδι παίζεται τις Κυριακές, από την Κυριακή της Ορθοδοξίας μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα. Παίζεται από τη νεολαία και οι διαγωνιζόμενοι χωρίζονται σε ζευγάρια, ένα νέο και μια νέα. Ο κάθε νέος διαλέγει τη νέα που θα είναι ταίρι του (πουλί) με κριτήριο -τάχα μου, τάχα μου- την επιδεξιότητα αλλά, στην ουσία, επιλέγει με βάση αγνότερα αισθήματα. Τα τσούνια ήταν μια αφορμή για να εκφραστούν ερωτικές συμπάθειες δημόσια. Μερικά από την ορολογία του παιχνιδιού έχουν μεταφερθεί στην καθημερινή ζωή για να εκφράσουν διάφορες καταστάσεις όπως αναφέρεται στα σχετικά λήμματα.
«Σε καθιστώ προσεκτικό όταν θα παίζεις τσούνια
να μην πετάς τη μπάλα σου απάνω στα πιτσούνια»
«χοιροβοσκός (ο)». Είδος χόρτου του βουνού που τρώγεται. Υπάρχει και σε άλλα νησιά. Ο Σιφνιός έχει έρωτα και πάθος με το χοιροβοσκό και έχουν γραφτεί κατεβατά, ιδιαίτερα από ξενιτεμένους που τους νοσταλγούν. Η ορθογραφία παραμένει μυστήριο. Όλες οι γραφές-πλην «ι»- που αποδίδουν τον φθόγγο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για κάθε μια μπορεί να βρεθεί αιτιολόγηση, αν θεωρηθεί το δόγμα ότι η ορθογραφία (πρέπει να) σχετίζεται με την ετυμολόγηση. Εγώ χρησιμοποιώ το «οι» γιατί μου έχει κολλήσει από τα παιδικάτα μου συνδέοντάς το -χωρίς προφανή λόγο-με το χοίρο. Αυτή η ορθογραφία υπάρχει και σε κείμενα περασμένων δεκαετιών. Πρόσφατα έχει προταθεί η γραφή με -υ-, εκ του «γύρω».
«Χερρόνησο ως του Κοντού μια ομορφιά είναι παντού,
οι χοιροβοσκοί κι οι σκίνοι μυρωδιά έχουν και κείνοι»
«Ω-γού!». Επιφώνημα που εκφράζει δυσάρεστη έκπληξη ή ξάφνιασμα. Κυρίως το λένε γυναίκες· οι άντρες το χρησιμοποιούν πιο πολύ με ειρωνική διάθεση. Λέγεται είτε μόνο του είτε σε συνδυασμό με άλλες λέξεις: «Ω-γού σε μένα! Ίντα ‘ναι αυτά τα πράματα;» Στο διήγημα «Γυνή πλέουσα» του Παπαδιαμάντη υπάρχει το επιφώνημα «Γου!» με παρόμοια σημασία.
dryhammer said
Καλημέρα . Το «δει – δί» από το ειδώς =μορφή. Πολλές ντοπιολαλιές έχουν στοιχεία (και) της αρχαίας
dryhammer said
1. Εννοούσα «Το «δει – δί» από το ειδώς =μορφή;»
B. said
Χαιρετισμούς στην αγαπημένη Σίφνο (αν και έχω πολλά χρόνια πια να πατήσω το πόδι μου). Μια και μαζί κάναμε την κουβέντα για το λίλιρο (ή λίλυρο) της Ικαρίας, να βάλω το λίκνο από το κείμενο που προέκυψε μεταξύ άλλων από τη συζήτηση.
http://www.ikariamag.gr/node/11979
Nikosts said
Καλημέρα! Το «δειν ντου» στην Κω σημαίνει όχι μόνο την όψη αλλά γενικότερα τον «αέρα», την εντύπωση που κάνει κάποιος. Επίσης στην Κω η «λίλερη», με την ίδια σημασία.
Τσούνια παίζουν και στη Σίκινο όπου μου το ετυμολόγησαν με το σχετικότατο τσουτσούνια…
Φούχι, χ*ιροβοσκοί και στην Πάρο.
Γς said
Ντοπολαλιές
Και δεν έχουμε ασχοληθεί ακόμα μ εκείνη τη γλώσσα του:
-Φαναρες μι ρόμπα βανάλια ντε ροχέρος παρόχας.
[γουγλίζεται]
dryhammer said
Βρήκα αντιστοιχίες στα χιώτικα
«ίχιτα». Στα χιώτικα υπάρχει το «μίχι» και το αντίθετο «πούφου» επιφωνήματα για ευ- και δυσ- οσμία αντίστοιχα
«λίλιρη (η)». Στα χιώτικα το λιλιρί είναι η σταγόνα και το λιλιρίζω τρεμοπαίζω σαν τη σταγόνα πρίν πέσει
«μαντζιαούρα (η)». Στα χιώτικα μαγκιαούρα
«Ω-γού!» Σύνηθες επιφώνημα δυσαρέσκειας όπως το ώχουου και πιο «χωριάτικα» ουγού (Το προσφυγικό ηγού )
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
1-2-4 Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το «δειν του» μπορει να είναι και από το «η ειδή» (η όψη)
4 Η λίλερη στην Κω με ποια σημασία; Της ιλαράς, της ζέστης ή και τις δύο;
B. said
3: Με βάση τα σχόλια επί του κειμένου να προσθέσω ότι ότι αφενός το ικαριακό λίλιρο δεν σημαίνει ιλαρά, αλλά με βάση το «Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς» του Δημήτρη Λεσσέ σημαίνει κυριολεκτικά την παραμόρφωση του ορίζοντα (ειδικά του υδάτινου) από τη μεσημεριανή λαύρα, και μεταφορικά το λιοπύρι. Στο παλιότερο βιβλίο «Λαογραφικά Ικαρίας» του Αλέξη Πουλιανού, καταγράφεται ως «λίλλυρο». Παρόμοια, αν όχι πανομοιότυπη είναι η κυπριακή λέξη «λάλλαρος» που απαντάται σε άλλα μερη με ένα λ (λάλαρο) και σε διαφορα διαδικτυακά λεξικά θεωρείται ονοματοποίηση επιφωνήματος (βλ. http://wikipriaka.com/gr/word/%CE%BB%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%82 )
Ανάμεσα στις πιθανές ετυμολογήσεις που προτάθηκαν είναι «ηλίου+ώρα» (που μου πορτοκαλίζει λίγο) και από μια αρχαία λέξη «λίλυ» που περιέχεται στο λεξικό του Δημητράκου και σημαίνει «νερό» (νομίζω λιβυκής προέλευσης). Αλλά λίγο τραβηγμένο δεν είναι;
Nikosts said
7 Σίγουρος είμαι για τη ζέστη, για την ιλαρά πρέπει να ρωτήσω.
dryhammer said
νομίζω οτι το λιλιρί πού λέω στο 6 είναι λιλυρί (άν θυμάμαι καλά ένα βιβλίο ενός φιλολόγου των ’70ς – Χριστοφή Γατανά : Ρεμέντια και γητειές απέ τη Χιός- που δεν το έχω και δεν ξέρω κι άν υπάρχει πιά )
spiral architect 🇰🇵 said
Καλημέρα και καλή βδομάδα.
Στείλτε με με μια δυσμενή μετάθεση στη Σίφνο. Θα το αντέξω. 🙂
Γιάννης Ιατρού said
Ρε παιδιά, εκείνο το «Ω-γού!». Επιφώνημα που εκφράζει …, στην τελευταία πρόταση, είναι εμφανώς ημιτελές!
Προτείνω να συμπληρωθεί (σε Ω-γού-σού) 🙂
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα !
Έτσι, έτσι, να πιάνουμε τα νησιά ζγά ζγά…
B. said
Λοιπόν, κοιτάζοντας τώρα το γλωσσάρι από το βιβλίο «Λαογραφικά Ικαρίας» που προανέφερα, βρίσκω το επιφώνημα «ίχχιτα» με την έννοια της «επίπληξης με μια δόση χαιρεκακίας» και μάλιστα σε τρεις βαθμούς: το απλό είναι «ίχι», το πιο έντονο είναι «ίχ-χί» (τονίζονται και οι δύο συλλαβές) και ο οιωνεί υπερθετικός είναι «ίχ-χιτά».
– Ιχχιτά, ήθελές τα κι ήπαθές τα.
(Να πω ότι το διαβάζω μεν, δεν θυμάμαι να το έχω ακούσει δε… Μάλλον δεν περιβάλλομαι από χαιρέκακους… 😉 )
spiral architect 🇰🇵 said
Άκυρον το #11, πάτησε το πόδι του ο κατσικοπόδαρος! 😮
B. said
14. οιονεί… (κλαψ…)
spiral architect 🇰🇵 said
Τα πουλιά που πετούν στον αέρα
δε φοβούνται κανένα καιρό
μόνο φοβούνται μπαρούτι και σκάλια
κι ένα νέον καλό κυνηγό.
Έως πότε η ξένη ακρίδα,
έως πότε σκληρός Βαυαρός
θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα
εγερθείτε αδέλφια, καιρός.
Θα μας διώχνει απ’ αυτά μας τα μέρη,
θα μας διώχνει απ’ αυτή μας τη γη
φρίττουν τ’ άστρα η μέρα κι η νύχτα
φρίττει ο ήλιος, σελήνη κι αυγή
(ο φίλος μας το κουτρούφι έχει δράσει κι αλλού) 😉
Γιάννης Ιατρού said
17: Σπειροειδή
και όχι μόνο….
(εκ της Γραμματείας 🙂 )
Πάνος με πεζά said
Κι ένα σχόλιο στην παγίδα. Γιατί; μήπως για links;
Κουτρούφι said
Καλημέρα και ευχαριστώ για τη φιλοξενία!
Για να είμαι ειλικρινής τη σημασία του «λίλιρη» ως ιλαρά, τη βρήκα στο internet….Πιο πολύ την έκφραση ξέρω, για τη ζέστη.
#15 κλπ. Εμ,! Τον Τσακαλώτο, λέει, ηπεριμένανε να πάει ναι πιεί ένα ποτό στο στενό του Σταυριού με τη Σκάρλετ, αυτοσδά ηκατέβηκε συφάμελα.
Γιάννης Ιατρού said
19: Πάνο, θα παίζει ρόλο η περιοχή (γεωγραφική), απ΄όπου γίνονται 🙂
Alexis said
Ευχαριστούμε το Κουτρούφι, πολύ καλό το σημερινό!
Αντίστοιχης κατασκευής λέξη με το «μαντζιαούρι» είναι στο Ξηρόμερο το «ταϊσάρι» (ταϊσάρ’).
Είναι αυτό το τσουβαλένιο σακίδιο με τροφή που κρεμάνε μπροστά στο στόμα του αλόγου.
Τώρα βέβαια με το «μαντζιαούρι» εσύ μάλλον θα εννοείς την κανονική ταΐστρα, το παχνί δηλαδή.
Ο «χοιροβοσκός» πιθανόν να είναι το ίδιο με το «χοιροβότανο» που λένε σε άλλα μέρη.

Εξαιρετικό χορταρικό, μοιάζει με τον ζοχό αλλά είναι ανώτερο γευστικά (εξ ιδίας πείρας), και ξεχωρίζει από τα χαρακτηριστικά «μπιμπίκια» που έχει στο πάνω μέρος των φύλλων.
Αρχικά κι εγώ το φανταζόμουνα με «οι» ,»χοιροβότανο», ως σχετιζόμενο με τους χοίρους αλλά δεν αποκλείεται να είναι και «χειροβότανο» (από την χείρα).
Πάντως η γραφή «χηροβότανο» που βρίσκω σε κάποια σάιτ μου φαίνεται τραβηγμένη…
Alexis said
#15: Άσχετο, δεν σας τη δίνει στα νεύρα η κατάχρηση της λέξης «απόδραση» προκειμένου για ολιγοήμερες διακοπές; Ή είμαι μόνο εγώ ο παράξενος; 🙂
ndmushroom said
Τσούνια λέγαμε και στην οικογένειά μου τις κορίνες του μπόουλινγκ όταν ήμουνα παιδί, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι επρόκειτο για τοπική λέξη/παιχνίδι. Ακόμα πιο παράξενο το ότι δεν έχω καμία απολύτως σχέση ούτε με τη Σίφνο ούτε με την Άνδρο.
Corto said
Καλημέρα!
Συγχαρητήρια στο Κουτρούφι για το καλογραμμένο άρθρο, και στον Νίκο για τις συμπληρωματικές πληροφορίες.
Αναπαραγωγή του άρθρου, αλλά δυστυχώς χωρίς την απαραίτητη εισαγωγή:
http://www.alfavita.gr/special-edition/h-matziaoyra-o-sygkrios-o-gklas-dei-i-agnosti-ntopiolalia-tis-sifnoy
Γιάννης Κουβάτσος said
Χαιρετισμούς στην πανέμορφη Σίφνο! Από το ’99 έχω να ‘ρθω, ελπίζω να τα ξανακαταφέρω.
Κι εμένα, μόλις το διάβαζα, στην ειδή πήγε το μυαλό μου.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Μπράβο ,μπράβο! Πάντα αγαπάμε θέματα/καταγραφές από τη γλωσσοποικιλότητα !
Πάμε να πούμε τα ανάλογα που μπορεί να θυμίζουν απ΄τα δικά μας μέρη :
«κουντήσεις (έλα να)»
σκουντήξεις/σκουντρίξεις= σκουντάς και κάποτε τσουγκρίζεις:
Με το ποτήρι στο χέρι(ελα να σκουντρίξομε) : -σκουντρίχνω* σου -κι εγώ αντιστέκομαί σου
«μαντζιαούρα (η)». Η ταϊστρα των ζώων
ματζαδούρα σ΄εμάς, η ταϊστρα/κοφίνα/κασόνα των μεγάλων οικόσιτων-γαϊδουρομούλαρων και βοδιών- («βρήκε καλή ματζαδούρα»- ο χαραμοφάης τεμπέλης ,είτε πλούσιος κληρονόμος ,είτε σώγαμπρος σε πλούσιο σπίτι.)
«ποιώ». Δεν το λέμε καθόλου σε σχέση με ποίηση κλπ. Επ΄ευκαιρία καθώς το σκέφτηκα, λέγανε ,ακόμη και οι τρίπαλοι, «το ποιό» (δισύλλαβο), με την έννοια του χαρακτήρα, το ποιόν του ανθρώπου δηλαδή. Συνήθως για αρνητική κρίση. Τραγούδι ήταν π.χ ο Ερωτόκριτος,είτε απαγγελόμενος,είτε τραγουδιστός.Βέβαια για τα «ποίματα του σκολειού» στις εορτές,όλοι ξέρανε/λέγανε.
«τσιλιά (η)». Ζαβολιά, κυρίως στα παιδικά παιχνίδια.
αχλετζία το αντίστοιχο. Λέμε όμως το τσίλικο/κάλπικο ιδιως για νομίσματα,κοσμήματα. Για δράμια/ζυγαριές/ζάρια, ξίκικο
*ή κουτελοβαρίσκω σου(σε τσουγκρίζω,σε χτυπώ, στο κούτελο-τάχα-)
Πάνος με πεζά said
@ 24 : Είναι μια θεματική κλισεδούρα, όπως το «φορτίζω τις μπαταρίες μου» κι ένα σωρό άλλα… Επίσης, πώς γίνεται πάντα οι πλούσιοι επιχειρηματίες, εφοπλιστές, περσόνες κλπ. να κάνουν «ολιγοήμερες διακοπές», κι εμείς που δεν έχουμε μία, να χτυπάμε τρεις βδομάδες;
Θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με τον ψαρά…
Καθόταν ένας και ψάρευε, χαλαρός-χαλαρός, αραχτός, με το φραπεδάκι του΄λιωμένος. Τον βλέπει ένας άλλος και του λέει :
– Γιατί δεν παίρνεις ένα καλάμι από αυτά με την ηλεκτρονική ειδοποίηση;
– Τί να το κάνω;
– θα σε ειδοποιήσει μόνο του, και ταυτόχρονα εσύ μπορείς να έχεις ρίξει και δεύτερο καλάμι.
– Και γιατί να το κάνω;
– Γιατί έτσι, σε λίγο καιρό, κι αν βάλεις κι άλλα τρία-τέσσερα καλάμια, θα βγάζεις πολλάκιλά ψάρια.
– Ε και;
– Ε έτσι, θα μπορέσεις να αγοράσεις μια βάρκα, και να ανοίγεσαι, βγάζοντας ακόμα πιο πολλά κιλά ψάρια.
– Ε και;
– Ναι αλλά απότα πολλά κιλά, θα φτάσεις στους τόνους, και θα πάρεις ένα καϊκι.
– Ε και;
– Ναι αλλά, με οργάνωση,το καϊκι θα γίνει στόλος, και το καλάμι θα γίνει ολόκληρη εταιρία, κόσμος, προσωπικό, λογιστές !
– Ε και;
– Ναι αλλά τότε πια, θα κάθεσαι χαλαρά και θα ψαρεύεις για την πλάκα σου !
– Ε και τώρα τί κάνω ρε μεγάλε;
spiral architect 🇰🇵 said
@20β: Καλά, παλιά πήγαινε και ο Σημίτης στο νησί σου, μάλιστα έκανε και διαφήμιση σε έναν τοπικό κουρέα στην Απολλωνία, αν θυμάμαι καλά.
Corto said
28 (Πάνος με Πεζά):
Το οποίον ανέκδοτο κρατάει από τον περίφημο διάλογο του φιλοσόφου Κινέα με τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B9%CE%BD%CE%AD%CE%B1%CF%82
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
«χοιροβοσκός (ο)».
και 22 Αλέξης>>χοιροβότανο
Χοιρομουρίδες σ΄εμάς και ναι είναι πεντανόστιμο! Ναι, αυτό στο σχ.22, το τραχύ αλλά γλυκό χαμόχορτο με χοντρουλούς μίσχους των φύλλων που το κάνει και ωραία ομελέτα ή μόνο τσιγαριστό,αφού βραστεί και μαλακώσει.Στην Αρκαδία τις λένε κολτίδες (εμείς κολιτσίδες λέμε άλλο χόρτο,μη φαγώσιμο)
Helminthotheca echioides (Χοιρομουρίδες, Μαλιότζες) τις βρίσκω εδώ http://www.nagref.gr/journals/ethg/images/38/ethg38p7-11.pdf
Γιάννης Ιατρού said
22: Πές το ρε Αλέξη έτσι
Helminthotheca echioides (L.) Holub (=Picris echioides)
ή Μυρμηγκοβότανο, (Οικογένεια: Αστεροειδών-Asteraceae)
να καταλάβουμε, που βάζεις την φωτό και τέρμα 🙂 🙂
takis#13 said
7. το λέμε και με τις δύο σημασίες ( ή τουλάχιστον το έλεγαν , για την ιλαρά) . «ήβγαλα τη λίλερη» – ζεστάθηκα πάρα πολύ , έκανε πολύ ζέστη . Σήμερα έχει λίλαρο , πάντως !
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
«τσούνια (τα)». Παιχνίδι που μοιάζει με το μπόουλινγκ και παίζεται με εννιά ξύλινες κορίνες, τα τσούνια.
Τσουνί, κάθε αιχμηρή προεξοχή,ακόμη και σε μέγεθος λόφου/βουνού (δες εκειά που κάνει τσουνί)
Τα τσούνια παίζονται σε ζευγάρια τις πασχαλινές μέρες όπως και οι κούνιες ή κουνίστρες/κουνίστρια ε; Ωραίοι οι Σιφνιοί! 🙂
«Ω-γού!». Επιφώνημα που εκφράζει δυσάρεστη έκπληξη ή ξάφνιασμα
Ώφου! με την ίδια έννοια (ή ώφου-ώφου, αναστεναγμός )
Γιάννης Ιατρού said
31: ΕΦΗ
αφού σε κόβω να είσαι (και) τροφοσυλλέκτρια 🙂 , ίσως σου φανεί χρήσιμο κι αυτό, αν δεν τό έχεις ήδη… Εξαιρετική εργασία, κρητικοπούλας!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
32. >>βάζεις την φωτό και τέρμα
Γιαννϊατρού, να ξες το φυτό βγάζει και βλαστάρια. Ακόμη και τώρα, κοντά σε αυλάκια με νερό, σε λιβαδερά που λέμε σημεία, μπορεί να βρεις εκεί στις κορινθιακές εξοχές σου ! 🙂
Καθώς πετάχτηκα νοερά στον παράδεισό σου, τα σύκα ,καλά φέτος; Στην Κρήτη μετά βίας μου κονόμησαν κάτι πρώτα ,όχι απ΄τα πολύ καλά. Αναμένω τα μπουλαφάτα της Αρκαδίας, μετά της Παναγίας όμως.
Alexis said
#32: Ε, ναι, έτσι έπρεπε να το πω για να συνεννοηθούμε! 🙂
#31: Έφη, το συγκεκριμένο δεν το βλέπω να υπάρχει στο λίκνο σου, μήπως δεν μπήκαν όλες οι σελίδες;
Πάντως τα κυκλαδονήσια αυτές τις μέρες είναι μια πραγματική όαση δροσιάς.
Εμείς εδώ τις τελευταίες 3-4 μέρες ζούμε έναν καιρικό εφιάλτη.
Θερμοκρασίες που πλησιάζουν τους 40 βαθμούς μαζί με τρομερή υγρασία είναι ένα «κοκτέιλ» που δεν παλεύεται εύκολα.
Ατέλειωτος ιδρώτας, τα ρούχα να κολλάνε πάνω σου και ειδικά από το απόγευμα και μετά να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι μέσα σε μια τεράστια σάουνα.
Και το κακό είναι ότι θα τραβήξει, όπως λένε, μέχρι την Παρασκευή.
Τι να κάνουμε… Υπεμονή που έλεγε κι ο Νικήτας Πλατής:
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
35. Ευχαριστώ! Το κρατάω! Ήδη μια τέτοια εργασία για άγρια χόρτα της Ανατολικής Κρήτης την έχω εκτυπώσει και δέσει /και προσθέσει χειρόγραφα μερικά που είδα να λείπουν 🙂 ,και την πρόσφερα σε μεγάλη ξαδέρφη που επέστρεψε μετά τη σύνταξη κάτω και δεν σχετίζεται με ιντερνέτια κι ούτε είχε καλή από παλιά σχέση με τη χλωρίδα μας .
cronopiusa said
Κουτρούφι ….
λιοπύρι και
Ο χάρτης των εκδηλώσεων για τη μαγική πανσέληνο του Αυγούστου
Καλή σας μέρα …..
Πάνος με πεζά said
Εδώ, οι πολύ ωραίες Νήσος και Νήσος 2, γυρισμένες στη Σίφνο, για να φορτώσετε και να βλέπετε στο κινητό στις διακοπές !
Κουϊζ, πείτε άλλες δύο ταινίες της τελευταίας δεκαετίας, γυρισμένες στη Σίφνο.
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα:
25 Το χειρότερο είναι πως αποδίδει σε μένα το άρθρο!
8-20-33: Για τη λίλιρη. Δεν παίρνω όρκο, αλλά απ’ όσο έχω μελετήσει τη γλώσσα είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η αρχική σημασία είναι της ιλαράς, και από αυτήν προέκυψε η σημασία της μεγάλης ζέστης. Και από αυτήν, κατ’ επέκταση στην Ικαρία η παραμόρφωση του ορίζοντα -που συμβαίνει μόνο όταν έχουμε μεγάλη ζέστη.
Πάνος με πεζά said
@ 39 : Kι ένας διαφορετικός «Τελευταίος σταθμός». Πολύ ωραίο αποτέλεσμα, για μένα τουλάχιστον…
Γιάννης Ιατρού said
39γ: Cronopiusa
καλά έκανες και τό ‘βαλες
εγώ μάλλον στην Μπάμπαλη θα πάω, γενικά στον εκεί τόπο βρίσκω συχνά ένα ευχάριστο περιβάλλον (κι άλλοι εδώ μέσα 🙂 )
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
37β. Αλέξη ,είναι στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία στήλη,στη μέση, αλλά δεν είναι και ο ευτυχέστερος λίκνος του είδους. Είναι ένα πολύ καλό,παλιό ,κάπως σαν «Θεραπευτικά βότανα της Ελλάδος» ,το έχουμε ξαναβρεί εδώ.Θα ψάξω και θα το βάλω πάλι. Δε θυμάμαι ειδικά τις χοιρομουρίδες εκεί,αλλά γενικά είναι καλή καταγραφή.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
43>>μάλλον στην Μπάμπαλη θα πάω
μακριά απ΄τη μπέμπελη (λίλιρη που λέμε/μάθαμε σήμερο!) 🙂
Γς said
12:
>Ρε παιδιά, εκείνο το «Ω-γού!». Επιφώνημα που εκφράζει …, στην τελευταία πρόταση, είναι εμφανώς ημιτελές!
Προτείνω να συμπληρωθεί (σε Ω-γού-σού)
Και να μελοποιηθεί, ως το
Oh
Mamy
oh
Mamy – Mamy – blue
oh
Mamy – Blue
Alexis said
#44, Οκ ευχαριστώ. Τώρα το είδα, είναι στον κατάλογο με τα πολλά είδη.
Κουτρούφι said
Παιδιά, ντρέπομαι αλλά θα το πω. Δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω τους χοιροβοσκούς! Ποτές μου δεν πήρα, εγώ, τα βουνά για να μαζεύω χόρτα! Νομίζω, πάντως, και με κάθε επιφύλαξη ότι ταιριάζει με τη φωτογραφία στο #22.
#22. Ναι, η μαντζιαούρα είναι το παχνί.
#34. Τη Σαρακοστή παίζονται τα τσούνια και η τελευταία φορά είναι την Κυριακή του Πάσχα (στην Άνδρο, απ’ ό,τι είδα, είναι καθαρά Πασχαλιάτικο). Θυμήθηκα και μια παροιμία: «Όποια αγάπη είναι αληθινή, της Ορθοδοξίας θα φανεί». Και αυτή μάλλον σχετίζεται με τα τσούνια λόγω της επιλογής που γίνεται στα ζευγάρια για το παιχνίδι. Έρχεται σε αντιπαραβολή με το «Αγάπη της Αποκριάς, στάχτη της πανωστριάς». (πανωστριά είναι η εστία μαγειρέματος).
Corto said
41:
Και επιπλέον οι αγκύλες φαίνονται ξέμπαρκες.
Έφαγαν την διευκρινιστική εισαγωγή και το άρθρο έγινε μαντάρα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
40. Στη μια έπαιζε ο …Θέμος και στην άλλη ο πελεκάνος με το αρχαίο όνομα 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αλέξη, για το σχ. 44 : Θεραπευτικά Φυτά,αλλά το χοιροβότανο θα είναι με άλλη ονομασία.Δεν το θωρώ 😦
Click to access %CE%96%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%A4%CE%B1-%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%86%CF%85%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%82-.pdf
Αγγελος said
«ίλερη» λέγεται, αν δεν κάνω λάθος, σε πολλά μέρη η ιλαρά. Από κει στη λίλιρη η απόσταση δεν είναι μεγάλη.
Το «τσουνί» (οξύτονο) είναι, νομίζω, πανελλήνιο.
«έπεσε το τάλιρο» δε λέμε συνήθως;
Georgios Bartzoudis said
(α) «αντάλοα». Επίρρημα που δηλώνει τον γνωστό τρόπο καθίσματος σε ένα υποζύγιο όπου τα δύο πόδια είναι δεξιά κι αριστερά στη σέλα όπως σε ένα δίκυκλο. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος καθίσματος στη Σίφνο είναι ο πλευρικός.
Παρ’ ημίν, για το κάθισμα «αντάλοα» επί υποζυγίου λέμε κάθομαι αντρίκια ή στ’ αντρίκια. Για το πλευρικό κάθισμα λέμε κάθομαι αγ’ναίκεια ή στ’ αγ’ναίκεια. Και μάλιστα θεωρούνταν ασυγχώρητη ασχημία το να καθίσει μια γυναίκα αντρίκια πάνω σε ένα γαϊδούρι (ένα υποζύγιο που δεν έλειπε από κανένα σπίτι.
(β) «μαντζιαούρα (η)». Η ταϊστρα των ζώων. Ίδε και 22 και 27 για το κοινώς λεγόμενο παχνί.
Παρ’ ημίν, αντί ταϊστρα ή παχνί ελέγετο γιάστλα (η).
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στη σελίδα 165, βλέπω πρώτη φορά το ρήμα «λαχανεύεται» (η χοιρομουρίδα,το Γενάρη) file:///C:/Users/user/Downloads/Psaroudaki_A.pdf
sarant said
52γ Να σου πω, δεν νομίζω ότι υπάρχει η έκφραση στα ελληνικά. Μπορεί και να λαθεύω
54 Το χρησιμοποιεί και ο Γεννάδιος αυτό το ρήμα.
Γιάννης Ιατρού said
51: ΕΦΗ, προσοχή, γιατί πολλλες εργασίες, σελίδες πανεπιστημίων, βιβλία κλπ. για θεραπευτικά φυτά / βότανα αναφέρουν την ΓΛΙΣΤΡΙΔΑ (Portulaca oleracea, Αντράκλα, Βυστρίδα, Ανδράχνη, Τρέβλα κλπ.) και σαν «Χη(οι)ροβότανο». Είναι όμως σαφώς άλλο φυτό (η γλυστρίδα) από αυτό που συζητήσαμε.
Δύτης των νιπτήρων said
Παρόμοια χρήση με το «Ω-γού/Γου» έχει νομίζω και το «γούι» στα βλάχικα (ή όχι;).
Βρίσκω συσχετισμό με τη γοή, «μουρμουρίζω το γούι» στον Πουλολόγο (πού είναι ο ειδικός;), ακόμα και στον Φώσκολο (όχι της Λάμψης, του Φορτουνάτου).
Γιάννης Ιατρού said
54: ΕΦΗ
..Στη σελίδα 165..
ο σύνδεσμος (εκτός δικού σου πισι 🙂 ) είναι αυτός
Alexis said
#51: Ευχαριστώ και πάλι.
#54-55: Και όχι μόνο ο Γεννάδιος. Ήταν πολύ συχνό σε παλιά βιβλία γεωπονίας και βοτανολογίας.
Θυμάμαι στα παλιά μου βιβλία συστηματικής βοτανικής εκφράσεις όπως π.χ. «…φυτόν δικοτυλήδονον, της οικογενείας των σκιαδοφόρων, αυτοφυές παρ’ ημίν και λαχανευόμενον…»
Γιάννης Ιατρού said
57: Δύτα,
λες να είναι πολύ-πολύ παλιά η έκφραση (ΠΙΕ και βάλε…λείπει αυτόν τον καιρό σε άδεια στην ΙνδοΕυρώπη και ο Σμερδαλέος γμτ. @#$%); Ακριβώς ίδια υπάρχει και στη Γερμανία (Νότια) με την ίδια σημασία και προφορά κλπ.
Πάνος με πεζά said
@ 50 : Ακριβώς, το «Φιλί της ζωής» του Ζαπατίνα (2007), και η γαλλο-ελληνική συμπαραγωγή «Νικόστρατος» (γυρισμένη επίσης και στη Μήλο), του 2011.
Όλη αυτή η τετραδούλα, με χειρότερη ίσως «Το φιλί της ζωής», είναι ευχάριστη για τις διακοπές.
Κι αν το ανοίξουμε, από τελευταίες ταινίες υπάρχει το «Suntan» (Αντίπαρος), to «Mικρό έγκλημα» (Θηρασιά), η «Περιπέτεια στο Αιγαίο» (Κως), το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», «Beautiful People» (Μύκονος), «Αριάδνη» (νομίζω Αμοργός), και μια ωραία ταινία για την εισβολή στην Κύπρο. «Ο τελευταίος γυρισμός». Πολύ ωραίες ταινίες όλες αυτές για καλοκαίρι…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
55β/59β Ευχαριστώ! Δηλώνω πολύ χαρούμενη με το λαχανεύται. Πολύ δηλωτικό και (εικονο)ποιητικό!
56/58. Ιατρού, με τ΄όνομα ! Σ΄ ευχαριστώ και πάλι η ανεπίδεκτη! Η γλυστρίδα πολύ μ΄αρέσει!
«Μ΄ένα φύλλο βασιλικό ,ένα κλαδί γλυστρίδα κι ένα γιαλοπετραδάκι, το φτιαξες το καλοκαίρι » (Ποιήτρια εκ βοτανοχοίρου) 🙂
Πάνος με πεζά said
Καλύτερο το κρίταμο τουρσί ! 🙂
Βασίλης Ορφανός said
Ετυμολογία του ίχι / ίχιτα(ς) από τον Κοραή, εδώ:
https://books.google.gr/books?id=GdVFAQAAMAAJ&pg=PA187&dq=%CF%85%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B1&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwiJxKaf9cTVAhWKIMAKHelAAqcQ6AEIJzAA#v=onepage&q=%CF%85%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B1&f=false
sarant said
64 Γεια σου Βασίλη!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
«εννιάς (ο)».
Με πήγε στον (άσχετο) » εικοσιεννιάρη» της γιαγιάς μου.
«Να λάχαινε νάσαι ΄κοσιεννιάρης, αλλιώς…» ,δηλαδή να παίρνεις μισθό/σύνταξη, κάθε εικοσιεννιά του μηνός αλλιώς αν περιμένεις απ΄τ΄αγροτικά κλπ, βράστα, εννοούσε.
63. Ε μ΄αρέσει , μοσκοβρωμάει ! 🙂 Περί ορέξεως… 🙂
spiral architect 🇰🇵 said
Τσουνί (και όχι τσούνι) λένε κάποιοι ηλεκτρολόγοι το βοηθητικό ακροδέκτη για μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών ή τη σύνδεση των ακροκιβωτίων μέσης τάσης σε ακροδέκτη.
Εντελώς τεχνική αργκό, που πιστεύω ότι προέρχεται απ’ το τσουτσούνι.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
«αντάλοα»
Πάνω στο ζώο αντικριστά από δω κι από κει τα πόδια : καβαλικευτά /αντρικά
το μονόπαντας κάθισμα, γυναικεία/σελάδικα.
Είτανε και το ξέστρωτα,της αφεντιάς μου, πάνω στο γαϊδαράκο, με τα σαντάλια μου δεμένα στη μέση και βεντουζαρισμένη με τα πόδαράκια μου στα πλευρά του ισορροπούσα στη ράχη του κρατημένη από τη χαίτη, καμιά φορά κι απ΄τ΄αυτιά του καλόβολου ζώου. 🙂
63. Ούτε τη ρόκα ρέγομαι. Δεν τηνε τρώγαμε, ούτε οι αίγες καλά καλά, βρωμόβρουβα τη λέγαμε και προσέχαμε μην κατα λάθος βράσει κανα φύλλο με τις πραγματικές βρούβες που μοιάζουνε αρκετά και χαλάσει όλη την τσικαλιά τα χόρτα.
67. τέλος Μήπως ανάποδα; 🙂
gpoint said
Ο εννιάς παίρνει τους περισσότεους πόντους… λογικά υπάρχει συσχετισμός με το εννιά του μπακαρά που κερδίζει πάντα (στην παραπομπή υπάρχει και λεξιλογικό ενδιαφέρον)
spiral architect 🇰🇵 said
@67: Ο πίνων μεθά και ο ψάχνων βρίσκει: –> τσουνί
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κουτρούφι, σημαίνει κάτι το χρηστώνυμό σου;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
70. Εύγε! Τσουνάτες λέγαμε τις μελιτζάνες με μυτερή απόληξη, όπως και τις ντομάτες όταν σχηματίζανε (ο καρπός) κορυφούλα ας πούμε.
spiral architect 🇰🇵 said
@71: Δες το #17 και διάβασε στο φόρουμ του δεύτερου λίκνου.
Πάνος με πεζά said
Mια που είναι επίκαιρα -για άσχημο λόγο, δυστυχώς- τα Κύθηρα, και εκκενώνεται προληπτικά η ιστορική Μονή Μυρτιδίων από τα 27 άτομα που βρίσκονται εκεί αυτή τη στιγμή, να θυμίσουμε και μια λέξη : δεν αποκλείεται οι περισσότεροι από αυτούς να φιλοξενούνται εκεί για Δεκαπεντισμό, για ασκητική παραμονή δηλαδή, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, μέχρι της Παναγίας.
Η Μονή από παλιά προσέφερε αυτή τη δυνατότητα, στην οποία η συμμετοχή φυσικά με τα χρόνια, μειώνεται ολοένα.
Εδώ ένα σχετικό άρθρο.
Γιάννης Ιατρού said
73: Αφού λέει πως δεν γνωρίζει, (<i:…Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει αλλά είμαι από τον Αρτεμώνα (που τυχαίνει να είναι στη Σίφνο…, ιδού μερικά:
βυζαντινή λέξη κουτρούβιον/ κουτρούβιν (= είδος πήλινου δοχείου, κατασκευασμένου έτσι ώστε να αντηχεί όταν χύνεται μέσα του κάποιο υγρό· πβ. βομβυλιός, βίκα). Η λέξη μαρτυρείται στο Θεόδωρο Πρόδρομο, ο οποίος -αναφερόμενος στους ηγουμένους των μοναστηριών όταν πίνουν κρασί – λέει: «εκείνοι πάντα τον γλυκύν μετά των κουτρουβίων». Επίσης, ο Τζέτζης σχολιάζοντας τον Λυκόφρονα γράφει: «λέγεται δε βομβυλιός παρά το βομβείν, ώσπερ και το πινόμενον κουτρούβιον». Η ετυμολογία της λέξης συνδέεται με το σχήμα του αγγείου. Ο Εμμανουήλ Κριαράς πιθανολογεί την παραγωγή του από την κούτρα, ενώ ο Δ. Βαγιακάκος την ανάγει στον κρόταφον, που διαλεκτικά γίνεται κούτρουφας και υποκοριστ. κουτρούφι.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
74. Το σκέφτηκα το πρωι που άκουγα. Τώρα μόλις,ακούω, σβήστηκε η φωτιά-επιτέλους!
Και στην Κρήτη δεκαπεντίζουν.
Κατά κακή σύμπτωση κι εκεί κάτω καιγόταν (πάλι) προ ημερών.
«…καλωσόρισε τους περίπου ογδόντα πιστούς που δεκαπεντίζουν αυτή την περίοδο στους ξενώνες της Ιεράς Μονής, »
http://www.anatolh.com/2017/08/02/o-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CE%B5%CF%81/
Γιάννης Ιατρού said
75: (συνέχεια) Αρχιτέκτονα,
ακόμα και στην Ιθπανία (χωρίς την επέλαση του γνωστού Βριθιλαθόν) έφτασε η χάρη του 🙂
cotrofe
Del gr. bizant. κουτρούφι koutroúphi ‘vasija, recipiente’.
1. m. desus. Vaso para beber.
Real Academia Española
Άξιος, με τα ωραία που μας έβαλε σήμερα, από ‘μένα θερμές ευχαριστίες!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
73/75. Δεν είχα διαβασει ως κάτω και ξέχασα να προσθεσω, ότι ρώτησα επειδή στην Αρκαδία έχουμε Κούτρουφα αλλά και Κουτρούφι. Χωργιό και περιοχή αντίστοιχα,αλλά δεν ήξερα τί σήμαινε. Για πηγή ή δοχείο νερού πήγαινε ο νους μου. Ευχαριστώ Γιάννη
Κούτρουλος κριγιός(κριός), ο που δεν έχει κέρατα. Κουτρούλι, κάτι σαν μικρή κούτρα ,όχι κυριολεκτικά αλλά κάθε στρογγυλούτσικο σκληρό πράγμα που μοιάζει με κεφάλι/ ζώου πιο πολύ, π.χ. ένα βότσαλο, μια πέτρα, ένα τυρί κ.ο.κ
Γιάννης Ιατρού said
78: Ναι, είναι και η ξακουστή μονή εκεί. Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά για απότομες πλαγιές, κορυφές. Υπάρχει και αντίστοιχη κορυφή σε βουνό στην Πελοπόννησο, εκεί κοντά που λές, 1650 μ. υψόμετρο
sarant said
66 ωραίο αυτό με τον εικοσιεννιάρη
77 Για το κουτρούφι, βρίσκω κείμενο του 1915 όπου σημειώνεται ότι κουτρούφι στην Σίφνο και στη Θήρα λέγεται το κρανίο.
Βρίσκω επίσης πολλές αναφορές ότι σημαίνει κάποιο αγγείο, στάμνα, κτλ.
Η μία σημασία δεν αντιφάσκει με την άλλη.
Γιάννης Ιατρού said
79: Α, η μονή του Αγ. Νικολάου (Βαρσών) (έχουμε κι εμείς Νικόλα Έφη… 🙂 )
Γιάννης Ιατρού said
80β Νίκο,
είδες το #75; 🙂
Γιάννης Ιατρού said
Το χωριό του Κουτρουφι(ού), τον Αρτεμώνα /Σίφνο, το λένε οι ντόπιοι και Κουτρούφι 🙂

sarant said
82 Ναι, και το 75 είδα και άλλες πηγές. Η αρχική σημασία θα είναι αγγείο και στη Σίφνο/Θήρα θα πήρε τη μεταφορική σημασία του κρανίου.
83 Εδώ μάλλον ΑΥΤΟαποκαλείται Κουτρούφι ο ανταποκριτής, όχι ο Αρτέμωνας.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ώρα για γλέντι Σιφνέϊκο
Πάνος με πεζά said
Ακριβώς αυτό το πλάνο το έχω ζήσει σε γάμο στη Σίφνο…Ανέβαιναν οι μουσικοί το καλντερίμι για τον Άγιο Σπυρίδωνα…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
83. Ιστορίες με φίδια 🙂 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στο 3:46 Τα τσούνια ,1967. Πανέμορφη μαυρόσπρη φωτό.Μπορείς να την απομονώσεις μάγε/Ιατρογιάννη;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
88. Στο 3:08 κ.ε. έχει και πανέμορφες φωτό από τη μεταφορά των ξακουστών πήλινων Σιφνέικων τσικαλιών
Γιάννης Ιατρού said
84β: Τώρα που το λές, διαβάζεται κι έτσι (μάλλον έτσι δηλαδή 🙂 ).
Αλλά, επειδή η λέξη (κουτρούφι) χρησιμοποιείται και για (βουνο-)κορφές, όπως είδαμε, και ο Αρτεμώνας μάλλον κάπως ψηλά πέφτει, το διάβασα αλλιώς.
cronopiusa said
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας κι ἀπὸ μένα (ἔστω καὶ καθηστερημένα).
Ἐξαιρετικὸ τὸ σημερινὸ ἄρθρο. Μὲ λίγες λέξεις τῆς ντοπιολαλιᾶς, ἀλλὰ σπάνιες κι ἐνδιαφέρουσες. Οὐκ ἐν τῶ πολλῷ…
Μπράβο, πατριώτη.
Πρὸς ἐπίρρωσιν:
Ἂν καὶ, ὅπως ἔχει ξαναγραφτεῖ, ὑπάρχουν πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα στὴν ντοπιολαλιὰ τῶν δύο νησιῶν (Σίφνου καὶ Θερμιῶν) ἀπὸ τὶς εἴκοσι λέξεις ἐλάχιστες ὑπάρχουν* καὶ στὰ Θερμιά.
Συγκεκριμένα:
«ίχιτα» Ἡ λέξη δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο τὸ ἀντίθετό της φούχι μὲ τὴν ἴδιαν ἔννοια.
«καμαράδος» Ἡ λέξη δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο ἡ ἔκφραση ἔχω καμαραντιὲς μὲ τὴν ἔννοια ἔχω φιλία
«κουντήσεις (έλα να)» Δὲν ὑπάρχει αὐτούσιο. Ὑπάρχει ἡ λέξη πρωτοκούντιστο γιὰ κάποιο ἀντικείμενο (π.χ. ροῦχο, ἐργαλεῖο, ὄχημα κλπ) ἐντελῶς καινούργιο, πρωτοχρησιμοποιούμενο.
«μαντζιαούρα (η)» Στὰ Θερμιὰ ματζαδούρα https://www.slang.gr/lemma/24997-matzadoura
«σύγκριος» Ἡ λέξη δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο τὸ συνώνυμό της συγκόρμης ἄγνωστης (σὲ μένα) ἐτυμολογίας.
«τσούνια (τα)» Στὰ Θερμιὰ τσουνιά.
Δηλαδὴ ἀπὸ τὶς εἴκοσι λέξεις, μόνο δυὸ παρόμοιες ὑπάρχουν* στὰ Θερμιὰ
*Πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων. Ὅταν λέω πὼς μιὰ λέξη/ἔκφραση δὲν ὑπάρχει στὰ Θερμιὰ, ἐννοῶ πὼς δὲν τὴν ἔχω ἀκούσει. Πιθανὸν νὰ ὑπῆρχε πιὸ παλιὰ καὶ νὰ μὴν ἔχει πέσει στὴν ἀντίληψή μου.
Μάντις said
1 η λέξη ειδώς είναι μετοχή. Κατά πάσα πιθανότητα προκύπτει από τη λέξη ειδή=η μορφή, όπως σημείωσε και ο Νικοκύρης, συναφές και το είδος κλπ
η λίλιρη ίσως έχει σχέση με τα λιλουργετά κατά τον Ησύχιο, τα εν τω σώματα εξανθήματα(Λεξικό Παπύρου)
Τα τσούνια λόγω σχήματος μπορεί να είναι οι κορύνες, μπορεί να είναι ο μίσχος της παπαρούνας που διαβάζουμε στο Μυριβήλη, μπορεί να είναι και ό,τι βάζει ο νους του Γς κάθε τόσο…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
91.Κρόνη, η φωτό είνα φ ο β ε ρ ή με όλες τις σημασίες. Τετέλεσται!
Μπούφος said
95 Έφη πράγματι! τέλεια η φωτό με την αρκούδα που υπερθερμαίνεται.
Και πες μου αν κινδυνεύω να πάθω κάτι που πριν πέντε λεφτά έφαγα μονοκοπανιά τρεις πύραλους, παγωτό χωνάκι! ΤΡΙΑ παγωτά μονοκοπανιά, έλεος! Ούτε στα νιάτα μου αυτή η κραιπάλη!
Τι έχει να σχολιάσει κάποιος ιατρός; Πρέπει να ελέγξω το σάκχαρο; όπως ο καψερούλης ο Μικρούτσικος;
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@75,77,80. Κουτρούφι στὰ Θερμιὰ λένε τὸ πάνω μέρος τῆς κεφαλῆς.
Ὑπάρχει, βέβαια, καὶ ἡ εὑρύτερα διαδεδομὲνη κούτρα πού, καμιὰ φορά, «κατεβάζει ψεῖρες».
spiral architect 🇰🇵 said
Το άσμα της ημέρας:
sarant said
92 Συγκόρμης κάποιου δηλαδή είναι αυτός που αγαπάει την ίδια κοπέλα; Από το κορμί φαίνεται να προέρχεται.
dryhammer said
80,66. Έχει καμιά σχέση ο εικοσιεννιάρης με τον εικοσιπενταρά-εικοσιπενταράκη; (προσωνύμιο των μπάτσων στα ’20ς -’30ς βλέπε και https://www.slang.gr/definition/28707-eikosipentaras)
sarant said
99 Δεν νομίζω αν και αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι τι είχαμε πει τότε που το συζητήσαμε
Μιχάλης Νικολάου said
96,
…ή ασπρίζει! 🙂
Γιάννης Ιατρού said
86: Πάνος μ. Π.
…Ακριβώς αυτό το πλάνο το έχω ζήσει σε γάμο στη Σίφνο……
Πάνο, μόνο και μόνο επειδή εδώ (ενίοτε) λεξιλογούμε:
Όταν γεννιούνται οι γυναίκες, τους βάζουν στο μυαλό ένα τσιπάκι, με σκοπό το γάμο.
Κάποιες το βγάζουν. Αυτές είναι οι λεγόμενες ΞΕΤΣΙΠΩΤΕΣ
Μπούφος said
102 χαχαχα! ξετσίπωτες, χαχαχα! ξε-τσιπωτες!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Και Κουτρί έχουμε!

9/8 Λαϊκή και Ρεμπέτικη βραδιά στο Κουτρί
dryhammer said
102. Έγραψες!
Η μικρή Χουχού από το Αλγέρι said
και εδώ που τα λέμε, πότε γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος κάτω στη Μεθώνη; ήτανε καραφλός ο γαμπρός, είχε κεφαλή σαν καμπάνα γι αυτό τον λέγανε κουτρούλη; στο βυζάντιο, κουτρούλα δεν ήταν η πομπεμένη, κοντοκουρεμένη, βαλμένη ανάποδα στο γάιδαρο καβάλα, προς εξευτελισμόν;
Κουτρούφι said
Γεια σας και πάλι,
Για το κουτρούφι είχα ξανααναφερθεί εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2016/10/13/akanedes-2/ (σχόλιο 154)
Επαναλαμβάνω το σχετικό:
«Οι κάτοικοι των άλλων χωριών της Σίφνου λένε τους κατοίκους του χωριού του Αρτεμώνα «κουτρούφια» (εξ’ ου και το χρηστώνυμό μου). Δεν έχω καταφέρει να βρω την προέλευση. Ίσως να σχετίζεται με το «κουτρούβιον» (πήλινο δοχείο). Κουτρούφι λέγεται και μια βουνοκορφή στην Πελοπόννησο αλλά το θεωρώ απίθανο να προέρχεται από κει. Επίσης δεν ξέρω πότε εμφανίζεται ο όρος. Σίγουρα υπήρχε στις αρχές του 20ου αιώνα (γενιά των παππούδων μου). Υπάρχει και μια εντυπωσιακή, κατ’ εμέ, λεπτομέρεια. Σε ένα διήγημά του από τα «Λόγια της Πλώρης», στο «Δικαιοσύνη της Θάλασσας» (http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/03dikaiosunh.htm#_edn15)
ο Καρκαβίτσας αναφέρει το Σιφνιό ναυτικό Κουτρούφη. Τα διηγήματα δημοσιεύτηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν ξέρω αν ο Καρκαβίτσας ήξερε ότι η λέξη σχετίζεται με τη Σίφνο ή αν ήταν δικής του έμπνευσης. Στην τελευταία περίπτωση δεν αποκλείω ο νονός μας να ήταν ο Καρκαβίτσας.»
Μπορεί να σχετίζεται με το πήλινο δοχείο μπορεί και με το πάνω μέρος της κεφαλής (#96).
Και ένα αυτοσχέδιο από το μακαρίτη πια πατέρα δυο καλών μου φίλων (οι οποίοι πήγαιναν την Ιωνίδειο αλλά είναι αρκετά νεώτεροι από το Ν. Σαραντάκο και δεν θα τους πρόλαβε):
Φέρτε ένα κρασοπότηρο να πίνω μονορούφι
αφού από Πεταλιανός κατήντησα κουτρούφι
#92. Και εγώ, Δημήτρη, στο σχετικό θέμα με τα Θερμιά σχολίασα τις λέξεις που ξέρω ως κοινές. Αυτά με τη θερμιώτικη ματζαδούρα και τη χιώτικη μαγκιαούρα δεν τα ήξερα.
#101. Από το θεατρικό «Παραμύθι χωρίς Όνομα» του Καμπανέλη. Το είχαμε ανεβάσει (που λέει ο λόγος) στο Λύκειο στου Βρυώνη στον Πειραιά στις αρχές της δεκαετίας του 80.
Μιχάλης Νικολάου said
34, … Ώφου! …
Το άκουγα από τη μια γιαγιά.
Από την άλλη ήταν (το πελοποννησιακό) «ι-γε!» που ακόμα δίνει και παίρνει:
«Ι-γε, ο καψερός!» (Πωπω, ο καημένος!)
(Από το ιαί ίσως;)
cronopiusa said
It’s Not Your Imagination. Summers Are Getting Hotter.
Γιάννης Ιατρού said
107: Κουτρούφι
βλέπεις δεν μας διαβάζει σήμερα κι η ληξιαρχίνα, θα τό είχε βρει πως υπήρχε εδώ στο μπλογκ 🙂
94: ΕΦΗ

τι, μόνο τετέλεσται;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
110 τέλος Λιβακλώθκα όμως! 🙂
http://vounesi.blogspot.gr/2012/03/blog-post_22.html
Γιάννης Ιατρού said
λιβακ
λώθκα λέειAlexis said
#104: Πολύ ωραίο το «Ωδική Βοήθεια»!
Γιάννης Ιατρού said
113/104 Πανσέληνος κλπ.

ΕΦΗ - ΕΦΗ said
112. ωχ ναι, παραπληχτρολόησα -ο μπαγάσας ο Μέφρης! 🙂
113.Ναι, πετυχημένο!
Και παλιότερη Ωδική Βοήθεια
Κουτρούφι said
@114. Ναι ναι! https://www.youtube.com/watch?v=-5xrJ_-5R3g
Corto said
Προϊόντα προς εξαγωγή: Απ’ τη Σίφνο τα τσουκάλια κλπ
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα
Τι ωραίο λογοπαίγνιο η Ωδική Βοήθεια!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
7.>>το «δειν του» μπορει να είναι και από το
«η ειδή» (η όψη)
Ο Κυρ. Κάσσης στα Μοιρολόγια της Μάνης πρέπει να είναι που αναφέρει στο μοιρολόι του Ηλία Κατσή Μαυρομιχάλη
«Λια Κατσή που χες τ΄αγγέλου την ειδή και του Χριστού τη θεωρή» , το θυμάμαι να αναφέρεται σε σχετικό με τη Λακωνία ντοκιμαντέρ.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Και το 9/8 της αφίσας (σχ.104) μου λένε δεν είναι τυχαίο ! 🙂 . Επίσης το Κουτρί, είναι υψωματάκι. Κάνει προεξοχή το τοπίο εκεί.
Κουτρούφι said
#92. Δημήτρη ξέχασα: Παίζετε και στην Κύθνο «τσουνια»;
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@121. Τά ᾿παιζαν πιὸ παλιά. Πάντως ἐμεῖς δὲν τὰ παίζαμε ὅταν ἤμαστε παιδιά (στὸ τὲλος τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿50).
Λ said
3. Αν και η μερα η σημερινή δεν ήταν για γέλια γέλασα πολύ με το δικό σας λίλιρο και το δικό μας λάλλαρο.
Λ said
Το δειν ειναι το βλέμμα. Για δείτε πως το χρησιμοποιεί ο Βασιλης Μιχαηλίδης στην Εννάτη Ιουλίου (με Ctrl f παρακαλώ γιατί είμαι αστειχείωτη και δεν ξέρω να κάνω χάιλαϊτ)
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%97_9%CE%B7_%CE%99%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85_%CF%84%CE%BF%CF%85_1821
Λ said
Εγώ πάντα το λάλλαρο το συνδύαζα με τον τρόπο που λαχανιάζουν τα σκυλιά όταν είναι ζέστη. τους βγαίνει η γλώσσα έξω. Και τι λες με τη γλώσσα έξω; λαλα…
Λ said
Το λαχανεύομαι πρέπει να είναι το αντίστυχο του δικού μας τσαϊρέφκω[βοσκίζω] που προέρχεται από το τσαϊρι τουρκικής προέλευσης μάλλον Άκουα παλιά να λένε : Πάω να τσαϊρεψω την αίγα
sarant said
124 Μπορεί όμως η λέξη να έχει άλλη σημασία στην Κύπρο
Κουτρούφι said
Μιας και βγήκε στον αφρό και η «Ακρίδα» (#17). Σε κείνη τη συζήτηση στο φόρουμ υπήρχε ένα σχόλιο ότι ο Βάρναλης είχε αναφέρει την πρώτη στροφή του τραγουδιού (τα πουλιά που πετούν στον αέρα…) σε κάποιο κείμενό του. Μιας και εδώ υπάρχει αρκετή γνώση για το Βάρναλη (με πρώτον και καλύτερο το Ν. Σαραντάκο) έχει εντοπιστεί κάτι σχετικό;
sarant said
128 Το είδα το σχόλιο του Άγη. Δεν θυμαμαι να το έχω συναντήσει, αλλάδεν έχω διαβάσει και όλα τα χρονογραφήματα. Θα το έχω στο νου μου.
Ούτως ή άλλως όμως, το ερώτημα δεν έχει κεντρική σημασία στο ζήτημα της Ακρίδας.
Γιάννης Ιατρού said
128: Κουτρούφι
Τα ραντάρ πιάναε ένα σήμα, δες αν σου κάνει (προπολεμικό, 1939 του Βάρναλη), απόσπασμα
….
«– Πες μας, κυρ Νικολή, πώς σκότωσες με μια τουφεκιά ένα λαγό, μια πέρδικα κι’ ένα σκάρο!
— Πενήντα χρόνια κυνηγάω τις πέρδικες στη Σύρα… τις ξαίρω όλες. Είμαι ο ονομαστός άρχων Νικολής ο περδικάς. Ημουνα ο κυριάρχης του νησιού στις πέρδικες. Ποτές δε μου έτυχε τέτοιο πράμα: να σκοτώσω με μια τουφεκιά ένα ζώο, ένα πουλί κι’ ένα ψάρι. Κι εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ’ αφού έγινε: Να τ’ αφήσω να χαθεί;
— Πολύ σωστά, φωνάζουν όλοι.
— Το λοιπόν, που λέτε βρε παιδιά, είχα βγει μαζί με τον υπηρέτη μου το Γιάννη. Ανέβαινα μια πλαγιά. Αξαφνα ακούω έναν κότσο (αρσενικιά πέρδικα) να γελαηδά.
— Για σημάδεψε το μέρος κι όταν γυρίσουμε τον σκοτώνω.
Στο γυρισμό ξαναλέω του μικρού:
— Ανθρωποι είμαστε, μπορεί να μην τον πετύχω. Συ να βλέπεις προς πού θα λακήξει: κατά τις φρασκομηλιές ή κατά τα θυμάρια. Κι εγώ ξαίρω κατόπι. Δε θα μου γλυτώσει.
Η πλαγιά ήτανε απότομη κι έπεφτε ίσα στη θάλασσα. Είδα το κεφάλι της πέρδικας μέσα από τα χόρτα. Σημαδεύω. Αδειάζω το όπλο. Το πουλί κατρακύλισε.
— Πήγαινε πάρ’ το, λέγω του μικρού.
Ο μικρός έψαξε εκεί που του είπα και σηκώνει ένα… λαγό.
— Λαγό σκότωσες, αφεντικό;
— Οχι, του λέω! Για ψάξε πιο πέρα. Οχι δίπλα. Πιο δεξιά. Να εκεί…
Ο μικρός έψαξε και βρήκε την πέρδικα. Δεν είχα ακόμα συνέρθει κι’ ακούω κάτου από τη θάλασσα ένα παιδί, που ψάρευε με το καλάμι: πέρκες, γύλους, σπάρους και κανάκια.
— Αϊ, μπάρμπα! Τι είνε αυτό που τσαλαβουτά και σπαράζει μέσα στο νερό;
Στέλνω το μικρό να ιδή. Οταν έφθασε, άρχισε να μου φωνάζη από κάτω:
— Ενα πράμα με κόκκινες και πράσινες βούλλες σπαράζει μέσα στο νερό. Θα ‘νε καμμιά άλλη πέρδικα, που θα χτύπησες.
— Βρε για πέσε μέσα και πιάστο να ιδούμε.
Το παιδί γδύθηκε, έπεσε στη θάλασσα κι έβγαλε ένα σκάρο (ο σκάρος είνε η μπεκάτσα της θάλασσας) τόσον δα, με συμπάθειο… Κι’ εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ’ αφού έγινε; Να μην το πω;
Κι’ η «χορωδία» άρχισε όρθια: «Τα πουλιά που πετούν στον αέρα δεν τα πιάνει κανένας καιρός…».
Ενας άγνωστος σηκώθηκε και πήγε κι’ έσφιξε το χέρι του κυρ Νικολή:
— Σε συγχαίρω, συνάδελφε.
— Τι! Είστε και του λόγου σας κυνηγός;
— Οχι! Ψεύτης».
…..
gpoint said
# 108
Το ώφου λέγεται και σήμερα από πολύ κόσμο
Γιάννης Ιατρού said
130: Δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1939 στην εφημερίδα «Πρωία»
Λ said
127. Δηλαδή στα Συφνέικα το δει είναι η θωριά όπως τη χρησιμοποιεί ο Σολωμος στον Εθνικό Ύμνο
144. Η Διχόνοια που βαστάει
Ενα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.
145. Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.
και στα Κυπριακά ειναι το βλέμμα ή δίκλημα όπως λέει ο Β. Μιχαηλίδης στην 13η στροφή, 3ο στίχο;
Γιάννης Ιατρού said
Μιάς και είμαστε στη μεταμεσονύκτιο ζώνη 🙂 , να βάλω (εκτός θέματος) το απίθανο τουϊ της μητέρας της Στεφανίδη
Είχαν τρελλαθεί προηγουμενως οι «άριστοι», που ούτε το όνομα της κοπελιάς δεν γράφουν σωστά στις αναρτήσεις (γράφουν Στεφανίδου αντί Στεφανίδη 🙂 ), να αναρτούν τοθί σαν αυτό εδώ (με αριστεία / λοταρία κλπ.)
Βάταλος said
Εντιμώτατοι κύριοι,
1) Ο δαιμόνιος αναγνώστης Ιατρού (σχ. 134) αποσιωπά ότι η συνταξιούχα αθλήτρια των 400 μέτρων και μαμά της ελληνόψυχης Κατερίνας, κ. Ζωή Βαρέλη – Στεφανίδη, είναι δεδηλωμένη Συριζαία (δημοτική σύμβουλος Παλλήνης) κι ότι ανήρτησε μόνον τα συγχαρητήρια του Τσίπρα και του υφ. Αθλητισμού εν τη σελίδι της εις το Facebook. Μία ματιά εις το ιστολόγιόν της που γέμει συριζέικης προπαγάνδας, πείθει και τον πλέον δύσπιστον διά το πόσον φανατική μπολσεβίκα τυγχάνει.
Αυτά όλα είναι γνωστά τοις παροικούσι την Ιερουσαλήμ. Αυτό που απόψε αποκαλύπτει το Επιτελείον μας είναι άλλο: Η Κατερίνα Στεφανίδη είναι κάργα ελληνόψυχη και διαφωνεί καθέτως και οριζοντίως με τας συριζέικας απόψεις της μητρός της. Λατρεύει τον πατέρα της (συνταξιούχον αθλητήν του τριπλού(ν) Γιώργον Στεφανίδην) και ο σύζυγός της, Αμερικανός τέως επικοντιστής Mitchell Krier είναι γνωστός υποστηρικτής του Donald Trump και των Ρεπουμπλικάνων του «Tea party». Αν προκληθώ, θα αναρτήσω καταιγιστικά στοιχεία…
2) Αφελέστατε αναγνώστα Ιατρού, δεν σε υποψιάζει ότι η κ. Ζωή Βαρέλη δεν ανήρτησε ούτε μία φωτογραφία μαζί με την θυγατέρα της, αλλά με με τον Μπούμπκα και τον ηθοποιόν και λάτρην του Στίβου Καπουτζίδην; Δεν σού λέγει κάτι ότι η Κατερίνα υπανδρεύθη τον Mitchell χωρίς την παρουσίαν των γονέων της και εν τη σελίδι της στο Facebook δεν έχει ούτε ΜΙΑΝ φωτογραφίαν της μητρός της; Δεν δύναμαι να είπω περισσότερα, διά να μή εισπράξω νέαν πορτοκαλιάν κάρταν.
Μετά τιμής
Γέρων Βάταλος
αιμύλος και σπουδαιόμυθος
ΥΓ-1: Μοί προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν ότι μετά από 17 ώρας εις έν λήμμα διά την Σίφνον, ουδείς ετόλμησε να υπενθυμίση αυτό που αποκαλύπτει εν τω λεξικώ του ο ελληνόψυχος Πατριάρχης Φώτιος: «Σιφνιάζειν» εν τη Θεία Ελληνική Γλώσση σημαίνει «βάζω κωλοδάκτυλον» εις τα ρωμέικα και είναι απολύτως συνώνυμον του «καταδακτυλίζειν».
ΥΓ-2: Εν τη κατωτέρω φωτογραφία (βράδυ Κυριακής 6 Αυγούστου), οι γονείς της Κατερίνας ποζάρουν πανευτυχείς εις τας κερκίδας του Ολυμπιακού Σταδίου «Βασίλισσα Ελισάβετ» με τον Μπούμπκα και τον πρόεδρον του ΣΕΓΑΣ. Εν τη φωτογραφία της κορυφής, η κ. Ζωή Βαρέλη -Στεφανίδου με τον Ρεπουμπλικάνον (και φανατικόν Τραμβικόν) γαμβρόν της, Mitchell Krier
cronopiusa said
Γς said
135:
>«Σιφνιάζειν» εν τη Θεία Ελληνική Γλώσση σημαίνει «βάζω [μπιπ]» εις τα ρωμέικα
Και είχαμε ένα πρόγραμμα υπολογιστή στον Cyber CDC την ηρωική εκείνη εποχή, πριν περίπου 50 χρόνια.
Το ρίχναμε στον καρντ ρίντερ όταν είχαν κολλήσει άλλα προγράμματα.
Και τα ξεκόλλαγε.
Το όνομά του;
Kolodaktylo
spiral architect 🇰🇵 said
Ανταθριχιάσαμεν! 😬😬
Γς said
137, 138:
Α, και τα πιτσιρίκια μου στην αλλοδαπήν:
Μέχρι να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να σηκώνουν ελληνόψυχα το χέρι [δάχτυλο] στην τάξη, τους πήρε μερικές μέρες
Κουτρούφι said
#124. Νομίζω την ίδια πάνω κάτω εντύπωση αφήνει. Δηλαδή είτε «όψη-θωριά» είτε «βλέμμα». (Όλα τα λεφτά το «πειν»)
#130, #132. Πολύ ωραία. Δεν είναι πολιτικό το κείμενο όπως νόμιζα, αλλά φαίνεται ότι ο Βάρναλης ήξερε κάποιο σχετικό τραγούδι, χωρίς βέβαια να είναι η Ακρίδα.
cronopiusa said
Καλή σας μέρα!
sarant said
130-132
Μπράβο!
Και να φανταστείς ότι το έχω αλλά επειδή ανήκει σε άλλο θέμα και ειναι και σε δισέλιδο δεν είχα διαβάσει τη δεύτερη σελίδα.
Λοιπόν, λέγεται Ο άρχων κυνηγός και δημοσιεύτηκε όχι καλοκαίρι αλλά 27.11.39
Μολις μπαίνει στο καφενείο ο ψεύτης, οι άλλοι τον υποδέχονται τραγουδώντας, στο σκοπό του Μπάλο ιν μάσκερα, το:
Τα πουλιά που πετούν στον αέρα
δε φοβούνται κανέναν καιρό
μα φοβούνται μπαρούτι και σκάγια
κι ένα νέο ξανθό κυνηγό.
Ευκαιρία να το βάλουμε μια από τις επομενες Κυριακές.
Γς said
Τσελεμεντές.
Σιφναίος κι αυτός σύμφωνα με το γιουτουμπάκι της Κρόνης.
Ξεφύλλιζα τη Μαγειρική του και δεν «χόρταινα» τις ωραίες φωτό με τα φαγητά και τα παρελκόμενα.
Μέχρι και για παγωτό είχε. Μ εκείνη τη μηχανή με το χερούλι που γύριζες. Με το αλάτι!
Και ούτε που ήξερα ότι Τσελεμεντές ήταν όνομα αυτού που έγραψε το βιβλίο…
Τούρκικο βέβαια και τι να σημαίνει;
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα
142: Καλά, αυτό έλειψε, να μην το είχες. 🙂 Ήμουν στον κήπο του νομισμ. μουσείου και δεν μπορούσα να το ψάξω ακριβώς (είναι και πολύ δύσκολη η Πρωία…. για ψάξιμο), αλλά ήμουν βέβαιος πως θα μας πεις τις λεπτομέρειες 🙂
Γιάννης Ιατρού said
143: Γιάννο, το ρίξαμε στο «ο Γς εκπαιδεύεται», ε; Κάτι θα «μαγειρεύεις» (με και χωρίς εισαγωγικά) εσύ !
Γς said
143:
Να το ξεφυλλίζω, βιβλίο του μεσοπολέμου και να υπάρχει ακόμα δελτίο σε μερικά τρόφιμα. Να σου τρέχουν τα σάλια…
Αγγελος said
Με προβληματίζει η Ακρίδα. Η πρώτη στροφή μοιάζει έντεχνη — ιδίως αν τραγουδιέται σε σκοπό άριας όπερας — και μάλλον άσχετη με τη συνέχεια, η οποία νόμιζα κι εγώ πως είναι του Αλ. Σούτσου, αλλά κυκλοφορεί αδέσποτη. Πώς ενώθηκαν τα δύο και έφτασαν να είναι δημοτικό ή περίπου της Σίφνου;
Γιάννης Ιατρού said
135 (ΥΓ 1) Τα έχουμε αναφέρει αναλυτικά πιο παλιά (10/06/2016), όταν σχολίαζες με το άλλο σου χρηστώνυμο … που νομίζω ότι σε εξέφραζε πλήρως!
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@148. Οὐδὲν κρυπτὸν… 🙂
Μὲ ἀφορμὴ τὰ σχόλια γιὰ τὴ σημαία, τὴν ἀριστεία κλπ. θὰ πρότεινα νὰ μὴν μεταφέρουμε ἐδῶ τέτοιες, κομματικῆς ἀφετηρίας, ἀντιπαραθέσεις. Πιστεύω πὼς κατεβάζουν τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἱστολογίου, ἀλλὰ καὶ δίνουν λαβὴ στὰ τρόλ. Γι᾿ αὐτὰ ὑπάρχουν τὰ Μέσα Κοινωνικῆς Ἐκτόνωσης.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Πριν λίγο στο δρόμο, μες τη λαύρα, πέφτω πάνω σε μια φίλη από τη Θεσσαλία κ της είπα «λιβακώθκα»! Ναι μου λέει, όλοι, με τέτοιο Λίβα!
κι ύστερα
-Φυσάει!
-Φυσάει;κάνω γω
-Ναι, δράκος!
🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
141. Ναι! και όπως είπα στο σχ.88, έχει φωτό με Τα τσούνια, στο 3:46
Γιάννης Ιατρού said
149: Δημήτρη,
Ίσως (134) να ταίριαζε και στα μεζεδάκια της 5/8 …, αλλά επειδή (ενίοτε 🙂 ) λεξιλογούμε, να μη δεχτούμε να γίνεται από τους άριστους η γενική της Σταφανίδη Στεφανίδου. Σε λίγο θα την πούμε και Τατιάνα 🙂
Κουτρούφι said
134β, 152. Φαίνεται πάντως ότι υπάρχει οικογενειακό πρόβλημα σε λέξεις που καταλήγουν σε -δ* όπου *, φωνήεν.
http://www.athensvoice.gr/sport/running/trehontas-stoys-fidoys
Καλά, δεν βρέθηκε καένας στα κάτω μέρη να του πει ότι το δεντρό το λένε φίδα κι όχι φίδο; Ας ηρωτούσε τον Ιούλιο, ζάβαλη!
και το επανέλαβε: http://www.athensvoice.gr/sport/running/i-agria-sifnos
Μιχάλης Νικολάου said
143,
Βλέπω τον εκδότη και θυμάμαι τους παλιούς Καζαμίες του Ερμού Σαλιβέρου.
dryhammer said
Τα σε -ίδης, -άδης στην καθαρευουσιάνικη γενική γινόταν -ίδου, -άδου και τώρα κάποιοι την κρατάνε έτσι γιατί πιστεύουν οτι τους δίνει αίγλη (ελληνιστί prestige) έναντι του «λαικού» -ίδη -άδη. Το έχω συναντήσει σε κάποια που με διόρθωσε με αυστηρό ύφος όταν την είπα ΧΧΧΧάδη. -Όχι! ΧΧΧΧάδου! (Την ρώτησα δε, αν το Σύλβια βγαίνει απο Ασημίνα ή απο Αργυρούλα και μου είπε ότι το προτίμησε έναντι του βαφτιστικού της -Χρυσούλα- που δεν της άρεσε.)
Γιάννης Ιατρού said
155: ..Τα σε -ίδης, -άδης στην καθαρευουσιάνικη γενική γινόταν -ίδου, -άδου ..
Ναι, αλλά τουλάχιστον τα *ιδου/*άδου ήταν έτσι από την ονομαστική (έστω εννοώντας η κόρη/η γυναίκα του *άδη).
Εδώ έχουμε *ήδη στην ονομαστική. Με το να το αλλάζουμε αυθαίρετα σε *ιδου του αλλάζουμε τα φώτα!
Γς said
154:
Σιμος said
Καλησπέρα σας! Ο καμαραδος σημαίνει στα ιταλικά ή ισπανικά δεν θυμάμαι ακριβώς ο σύντροφος, ο φίλος συμπολεμιστης!
https://en.m.wiktionary.org/wiki/camarade
Αγγελος said
Γενικά τα θηλυκά επώνυμα σχηματίζονται συνήθως αρχαιοπρεπώς, ίσως γιατί τα επέβαλε στον τύπο της γενικής η διοικητική χρήση: Παπαδοπούλου (παροξύτονα, ενώ βεβαίως «η κόρη του Παπαδόπουλου»), Αθανασιάδου, Ιωαννίδου… Στα πατρωνυμικά σε -ίδης υπάρχει πράγματι ένας δισταγμός: άλλες γυναίκες/κόρες Στεφανίδη αυτοαποκαλούνται Στεφανίδου, άλλες (όπως η αθλήτρια) Στεφανίδη. Δεν νομίζω πως από νεοκαθαρευουσιανισμό την είπε Στεφανίδου ο συντάκτης· μάλλον έτσι του ήρθε φυσικά — μπορεί και να έχει καμιά συγγένισσα ή φίλη που να λεγεται Στεφανίδου — όπως δεν είναι νεοκαθαρευουσιανισμός ή ευπρεπισμός αν πει κανείς Ζακυνθηνό αντί Ζακυθηνό τον ιστορικό. Φυσικά πρέπει να σεβόμαστε τη γραφή των επωνύμων που προτιμά ο κάτοχος, τουλάχιστον όταν την ξέρουμε ή μπορούμε εύκολα να τη βρούμε, αλλά δεν είναι σοβαρό πταίσμα αν έναν Παππά τον γράψουμε μ´ένα π…
Soulto Beta said
Είναι πολύ χαρακτηριστικό και χαριτωμένο που στη Σίφνο κόβουν τα ονόματα αφήνοντας 1-2 μόνο συλλαβές και τα κάνουν όλα ουδέτερου γένους. Ο Χρήστος, ο Κώστας, η Φλώρα, η Ευγενία γίνονται το Χρι, το Κω, το Φλω, το Ευγέ. Περισσότερα εδώ: https://www.slang.gr/definition/26944-xri
Κουτρούφι said
#160. Έχει ξανασυζητηθεί, εδώ.
1. Η συνήθεια έχει καταγραφεί από τις αρχές του 20ου αιώνα. Δεν ξέρω όμως αν έχουν βρεθεί οι απαρχές του. Ο Ν. Σαραντάκος παρατήρησε ότι αυτή τη συνήθεια την έχουν και οι Ιταλοί. Δεν αποκλείεται σε αυτό να βρίσκεται η απάντηση για τη Σίφνο.
2. Υπάρχει ένα θέμα για την ορθογραφία των κομμένων αυτών ονομάτων. Διαισθητικά, χρησιμοποιούνταν η αρχή ότι διατηρείται το φωνήεν που έχει το αρχικό όνομα. ο Κώστας -> το Κω (του Κου), ο Γιώργος-> το Γιω (του Γιου). Άρα ο Χρήστος-> το Χρη και όχι Χρι. Πριν αρκετά χρόνια ο σημαντικός φιλόλογος και καθηγητής (μου) στο Γυμνάσιο-Λύκειο Σίφνου με πολυσχιδές έργο, Ν. Προμπονάς πρότεινε γραφή με βάση κανόνες του Τριανταφυλλίδη. Έτσι οι καταλήξεις ουδετέρων θα είναι σε -ο και -ι. (Κο, Γιο, Φλο, Σπι). Ομολογώ ότι αυθόρμητα τα γράφω με τον πρώτο τρόπο.
Κ. Καραποτόσογλου said
«μαντζιαούρα (η)». Η ταΐστρα των ζώων. Θα σχετίζεται με το ιταλικό «mangiare». Υπάρχει σε καταγραφή του Ν. Πολίτη από παραμύθι από τη Σίφνο.
Η λ. απαντά ως μαντζιαδούρα, μανιαδούρα, μανιαdούρα = φάτνη κτηνών· δοχείο ξύλινο στους στάβλους στο οποίο βάζουν την τροφή των ζώων, και προέρχεται από το βενετικό magnaora, ιταλ. Mangiatoia = luogo dove si mette il mangiare innanzi alle bestie (Boerio).
«σύγκριος». Ο ερωτικός αντίζηλος. Αναφέρεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν πάνω από ένας διεκδικητές για μια κοπέλα. Αυτοί λέγονται σύγκριοι. Στη βίκι υπάρχει η Μανιάτικη εκδοχή για το θηλυκό «σύγκρια» με πιο περίεργη έννοια. Η Σιφνέικη που ξέρω εγώ είναι, σαφέστατα, αθώα.
[Η μανιάτικη σύγκρια είναι η δεύτερη γυναίκα που έπαιρνε εθιμικά ο μανιάτης άρχοντας, για να του κάνει διάδοχο, αν η νόμιμη γυναίκα του δεν έκανε αγόρια (ή δεν έκανε καθόλου παιδιά). Οι άντρες στη Μάνη δεν ήταν ποτέ στείροι, ως γνωστον. Η σύγκρια έχει ετυμολογηθεί από το συν+κυρά ή συν+γριά. Με τους σιφνιούς σύγκριους ενισχύεται η προέλευση από το συν+κυρά]
Ο Δημήτρης Μαρτῖνος (92) μας πληροφορεί ότι στα Θερμιά η λ.:«“σύγκριος”…δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο τὸ συνώνυμό της συγκόρμης ἄγνωστης (σὲ μένα) ἐτυμολογίας».
Ο Στ. Ξανθουδίδης, «Γλωσσικαι Εκλογαί. Δωδεκάς Τρίτη», Αθηνά 38 (1926) 119-138 [= Του ίδιου, Μελετήματα, Ηράκλειο 1980, σ. 321-322] αναφέρει:«ΙΙΙ. Συμμέρισσα, συγκόρμισσα, σύγκορμος, σύγκριος κλπ. Εις συλλογήν παροιμιῶν Βάρνερ δημοσιευθείσαν τῃ επιμελείᾳ του καθηγ. Hesseling εις Πολίτου, παροιμ. Τομ. Β´ εις σελ. 108, εύρηται η λέξις συμμόρισσα εις το παροιμιώδες δίστιχον
ο σκύλος κα ο λαγός δεν έχουν δικαιοσύνη,
ούτε οι δύο συμμόρισσες έχουν εμπιστοσύνη,
όπου το δυο συμμόρισσες ερμηνεύεται «duo mulieres, quibus unus est maritus», ήτοι δύο γυναίκες έχουσαι τον αυτον άνδρα. Ο καθ. Hesseling λέγει ότι η γραφή των χειρογράφων του Βάρνερ συχνά
είναι δυσανάγνωστος και ότι γέμουσι τά χειρόγραφα σφαλμάτων και άλλων ατελειών. Δια τούτο δεν δύναται μετά βεβαιότητος να λεχθή ότι καλώς έχει το συμμόρισσες, και πιθανώς πρέπει νά γραφή συμμέρισσες ή και συμμοίρισσες, τύποι αυτοί πού ακούονται και σήμερον ενιαχού τής Ελλάδος. Εις την Κρήτην λ. χ. λέγεται συμμέρισσα και πληθ. συμμέρισσες αι γυναίκες του αυτου ανδρός, όπως συνέβαινεν άλλοτε μάλιστα παρά τοις Μουσουλμάνοις της νήσου, εις τούς οποίους επετρέπετο να έχωσι πλείονας της μιας νομίμους ή και μη γυναίκας· εκάστη τούτων καλείται εν σχέσει προς την άλλην συμμέρισσα, και πάσαι ομού συμμέρισσες, ως συμμεριζόμεναι τρόπον τινά τον αυτόν άνδρα. Κατ᾽ έπέκτασιν λέγονται συμμέρισσες και αι σύντροφοι απλώς, αι φίλαι και άνευ γαμικής τινος σχέσεως και δη και κοράσια ακόμη.
Και εις άλλας επαρχίας της Ελλάδος ακούονται συμμέρισσες (λ.χ. εις Αίνον, Ίμβρον, Τένεδον), και συμμοίρισσες (Κύπρος Μακεδονία, Σηλυβρία κ.λ.π.), όπως παρετήρησα εις τα δελτία του Λεξικού. Επί της αυτής σημασίας λέγεται εν Κρήτη η συγκόρμισσα συγκόρμισσες, ως έχουσαι τρόπον τινά το αυτο κορμί, ήτοι τον αυτόν άνδρα. Και πολλαχού τής Ελλάδος (λ.χ. Αθήνας, Βελβεντόν, Θεσσαλίαν κ.λ.π.) ακούεται η αυτή λέξις. Εν Σάμῳ ο Ζαφειρίου (Περί της συγχρόνου Σαμίας διαλέκτου
Αθην. 1914 § 42) αναγράφει το αρσενικόν σύγκουρμους, και ερμηνεύει «όταν γυνή τις έγκαταλιπούσα τον πρώτον σύζυγον λάβη δεύτερον, δύναται ο εις να είπη τον έτερον σύγκουρμον»· ό αυτος αναγράφει και θηλ. ζgόρμσσα (ήτοι συγκόρμισσα). Αμφότερα ευρίσκονται καταγεγραμμένα εις τα δελτία τοΰ Λεξικού και έξ άλλων επαρχιών της Ελλάδος.
Εξ Ιεραπέτρου Κρήτης ήκουσα και το σύγκριγιος, δι’ ού δηλούται ο ανήρ ού η σύζυγος μοιχεύεται. Όμοίως και εν Κυθήροις (Πανδώρα ΙΘ´ σελ. 385) λέγεται, σύγκριος ο ανήρ μοιχαλίδος γυναικός. Ο μακ. καθ. Σκιάς (Λαογραφ. Δ´ σελ. 315) γράφει ότι εν Καλάμαις αι έχουσαι τον αυτόν άνδρα γυναίκες λέγονται σύγκριες, ως έχουσαι το αυτο κρέας, ήτοι το αυτο ανδρικόν σώμα.
Ο Δημ. Γεωργακάς, «Ετυμολογικά και σημασιολογικά», Λεξικογραφικόν Δελτίον 2 (1940) 131-132, παράγει τη λ. ανεπιτυχώς από το συν + γραιά, γριά, ενώ η παραγωγή της Βικι από το κυρά/κυρία είναι αδύνατη.
Η λ. τσούνι(α) = κορύνα, το παιχνίδι που παίζεται με κορύνες), προέρχεται από το βενετικό zón = birilli (= τσούνια), ενώ ο Remo Bracchi, «Curiosità etimologiche in Lombardia», Aevum 3 (1992) 661–662, εξετάζει το θέμα με προσοχή:« com. (Intelvi) zón pl. ‘pioli, birilli’ «Pioli usati nei giochi fanciulleschi» (Patocchi-Pusterla 303), giügà ai zón «gioco di ragazzi: un certo numero di pioli viene disposto in circolo con al centro un bastone più grosso (matòch);… ant. venez. (a. 1628): ci trastulliamo nel giocare a cioni (Agostino Gallo), ven. zoni ‘birilu’ trev, soni (Prati, EV 200), non. ción «fungo dalla forma quasi cilindrica, Amanita vaginata», ‘birillo’ (Anzilotti, Non 3,350; con citazione di Quaresima 97, che sriega le voci partendo dal ted. tschon ‘grullo, tonto’, «per il modo con cui i birilli cadono a terra»), Chion toponimo, dial. Ción ; nel sec. XIV a Monte Santo di Macerata: ludus lapidum sive cionorum (DEI 2,951, v. ciono -; Sella, GLI 325), a Venezia nel 1271 ludus ad zonos, zonorum ‘gioco dei birilli’ (Sella, GLI 336). Per Pantico abr. (a. 1307) zunnus «birillo», il Giammarco non avanza alcuna spiegazione (LEA 739).
Già l’abate Pietro Monti aveva proposta una derivazione dal gr. kiōn ‘colonna’ (Monti, VDC 49). Riassume C. Marcato: «zoni s. pl (venez.) ‘rulli, rocchetti, specie di rocchi coi quali si gioca’, voce diffusa in tutto il Veneto anche in area giuliana ed inoltre in Romagna ed Emilia, e riportata anche dai vocabolari italiani. Per A. Zamboni (Una voce nord-orientale , zoni ‘rulli, birilli’ in LN 36 [1975] 14-19)
può ben derivare da un gr. lat. *ciōn (us), *ciōnuūlus ‘colonna, colonnetta’ (gr. kiōn, kiōnos) vitale in area adriatica; da zoni si spiegano infatti gli esiti slavi e neogreci e non viceversa» (Marcato 188). Il termine deve essere considerato con gli altri grecismi penetrati in Lombardia e possibilmente se ne devono individuare le traiettorie. Cfr. anche mosìna ‘raccolta’.
Nel tipo valt. (Talamona) ciùno si nota una sovrapposizione di ciùno ‘scrofa’, termine con il quale erano denominate le ‘palle di legno’. Borm. ciona «piccola palla di legno che serve per gioco dei ragazzi che stanno al pascolo con le bestie» (VB 47) e cióna ‘scrofa’. La metafora risulta chiara nel sinonimo borm. pòrkola ‘palla di legno conica’ (VB 204). Entra in una serie di nomi attribuiti, ad esempio, allo ‘strobilo’, usato dai ragazzi per i loro passatempi.
«χοιροβοσκός (ο)». Είδος χόρτου του βουνού που τρώγεται. Υπάρχει και σε άλλα νησιά. Ο Σιφνιός έχει έρωτα και πάθος με το χοιροβοσκό και έχουν γραφτεί κατεβατά, ιδιαίτερα από ξενιτεμένους που τους νοσταλγούν.
Οι Χελδράϊχ—Μηλιαράκης στο κλασικό τους έργο, Τα δημώδη ονόματα των φυτών προσδιοριζόμενα επιστημονικώς, Αθήναι 19262, σ. 67, καταγράφουν:«Hymenonema graecum L. χοιροβοσκός (Κύθν. Μηλ.) (Σίφνος Χελδρ.)», και είναι φανερό ότι το φυτωνύμιο αναφέρεται στο φυτό:Υμενόνημα το γραικόν (Hymenonema graecum), ενώ το Υμενόνημα το λακωνικόν (Hypenonema laconicum) ονομάζεται προβατσίνι, και δεν ταυτίζονται με το Helminthotheca echioides (Χοιρομουρίδες, Μαλιότζες). Δημ. Ζαγανιάρη, Η χλωρίς της Μάνης, Εν Αθήναις 1934, σ. 41. E. De Halácsy, Conspectus Florae Graecae, τ. 2, Lipsiae 1902, σ. 7, λήμμα 64.
Ο Μανόλης Σέργης, Λαογραφικά και εθνογραφικά από το Γλινάδο Νάξου, Αθήνα 1994, σ. 84, μας πληροφορεί:«Ίσως οι “προβάτσες” (Statice sinuata) διεκδικούν τον τίτλο του δημοφιλέστερου χορταρικού στο Γλινάδο, ακόμη και σκέττες, χωρίς δηλαδή τα “κόκκαλα” ή τη “gεφαλή” του χοίρου ή τον μπακαλιάρο, γιατί συνήθως μ᾽αυτά τις μαγείρευαν. Τις “νεροβράζανε” πρώτα, καβούρδιζαν τα κρεμμυδάκια στο λάδι, καβούρδιζαν λίγο και τις “προβάτσες”, έρριχναν νερό και μετά τον μπακαλιάρο ή τα προαναφερθέντα κρέατα. Συμπλήρωμα τους ήταν οι “χοιροβοσκοί” ( Hymenonema graecum), γλυκόχορτο κι αυτό».
Ο Στ. Μάνεσης,«Τροπή των συμφώνων τσ και τζ εις σ και ζ εις τα νότια ίδιώματα της νέας ελληνικής», Λεξικογραφικόν Δελτίον 9 (1963) 131, υποσ. 9, γράφει:« Ο Ι. Βογιατζίδης…ερμηνεύει:“το ήμερο προβάσι είναι χόρτον εδώδιμον φυόμενον μετά τας πρώτας φθινοπωρινάς βροχάς, είδος Statice. Όθεν τοπων. Προβάσι. Εν Τἠνῳ καλείται ούτω το λάχανον “χοιροβοσκός”.
Οι “προβάτσες” δεν είναι τίποτε άλλο παρά το προβάτειον του Ψευδο-Διοσκορίδη 2.126, και παρατηρούμε ότι τα δύο φυτά προβάτσα και χοιροβοσκός ταυτίζονται όπως δείχνουν οι πληροφορίες, και πιθανότατα η ονομασία χοιροβοσκός συνεχίζει το αρχαιοελληνικό χοιροβοσκός = 1. αυτός που βόσκει γουρούνια, γουρουνάς (Γαζής). 2. *Υμενόνημα το γραικόν (Hymenonema graecum).
Τα νεοελληνικά ιδιώματα χρησιμοποιούν δεκάδες η καλύτερα εκατοντάδες τύπους και λέξεις που αναντίρρητα είναι ελληνικής αρχής, ιδιαίτερα στις ονομασίες των φυτών, αλλά δεν διασώζονται οι αντίστοιχοι αρχαιοελληνικοί ή μεταγενέστεροι τύποι.
Υ.Γ. Θα παρακαλούσα το Κουτρούφι να παραθέσει ένα δυό παραδείγματα με τη λ. αντάλοα.
Κ. Καραποτόσογλου
Κουτρούφι said
#162. Τι κρίμα που όσοι διαβάζουν το άρθρο από το alfavita χάνουν τόσες πληροφορίες!
«σύγκριος»: Υπάρχει περίπτωση το Ιεραπετρίτικο «σύγκριγιος» να σχετίζεται με τον «κριό»; Στο λήμμα έγραψα τη σημασία με τη χρήση που τη γνωρίζω εγώ, τις τελευταίες δεκαετίες. Εάν παλαιότερα είχε στη Σίφνο τις έννοιες που περιγράφονται στις πηγές που αναφέρετε, δεν το ξέρω.
«τσούνι». Δεν ξέρω ιταλικά, αλλά βλέπω ότι έχει προταθεί ότι σχετίζεται τελικά με το αρχαίο «κίων»; Οπότε έχουμε αντιδάνειο.
«χοιροβοσκός». Για τα βοτανολογικά, δηλώνω αδιάβαστος.
αντάλοα. Επίρρημα. «Κάθομαι αντάλοα» σημαίνει κάθομαι στο υποζύγιο με τον τρόπο που λέει το λήμμα. Σε αντιπαράθεση με τον άλλο τρόπο που είναι στη Σίφνο ο συνηθισμένος. Πολλές φορές σε ένα μουλάρι μπορεί να κάτσουν δύο. Ο ένας θα κάτσει κανονικά στο σαμάρι (με το πλάι) και ο άλλος (παιδί συνήθως) θα κάτσει στα καπούλια «αντάλοα», καβαλικευτά.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
> Γκλας, ο = Ανόητος, βλάκας
Βρίσκω το οθωμ. gιlaz (πληθ.) που μεταξύ άλλων ερμηνεύεται ως kalın ve kaba şeyler = χοντρά και χοντροκομμένα πράγματα. Το kalın παίζει ως α’ συνθετικό του kalιn kafalι = χοντροκέφαλος, βλάκας. Σε άλλο, έντυπο οθωμανοτουρκικό λεξικό το gιlaz έχει και την ερμηνεία «αμούστακοι νεαροί».
Ωραία. Απίθωσα εδώ την εικασία (=παπαριά) μου και πάω (πα)παραπέρα.
Soulto Beta said
#161 Πού έχει ξανασυζητηθεί; (δεν υπάρχει λινκ)
Τα περί ορθογραφίας δεν τα ήξερα, αλλά είναι τόσο αστείο και περιπαιχτικό το όλον πράγμα που αυθορμήτως υπόθεσα ότι θα γράφεται «το Χρι» και όχι «το Χρη».