30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη)
Posted by sarant στο 3 Οκτωβρίου, 2017
Συνεχίζουμε σήμερα τις αναρτήσεις με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από διάφορες περιοχές της χώρας, με συνεργασίες φίλων του ιστολογίου που γεννήθηκαν, ζουν ή έχουν δεσμούς με τις περιοχές αυτές. Ως τώρα είχαμε συνεργασίες από νησιά (Αμοργός, Θερμιά, Σίφνος) αλλά σήμερα, ίσως επειδή πέρασε το καλοκαίρι, θα επισκεφτούμε, λεξιλογικά εννοώ, μια στεριανή περιοχή, το Ξηρόμερο.
Το Ξηρόμερο είναι η βορειοδυτική πλευρά της Αιτωλοακαρνανίας. Η παλιά επαρχία Ξηρομέρου είχε πρωτεύουσα τη Βόνιτσα, αλλά ο σημερινός (καλλικρατικός) δήμος Ξηρομέρου δεν περιλαμβάνει τη Βόνιτσα και έχει έδρα τον Αστακό. Ο Αλέξης, που είναι ο σημερινός μας ξεναγός, μάς έχει δώσει και άλλες συνεργασίες παλιότερα στο ιστολόγιο, όπως για το λεξιλόγιο της μεταπολίτευσης.
Όμως, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, δίνω τον λόγο στον Αλέξη να μας πει για τις λέξεις που λένε στο Ξηρόμερο. Δικά μου σχόλια, σε αγκύλες.
30 λέξεις που λένε στο Ξηρόμερο
Το Ξηρόμερο δεν είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, αλλά τυχαίνει να έχω μία ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτή την περιοχή, αφού από εκεί κατάγεται η γυναίκα μου, και επιπλέον κι εγώ ο ίδιος δούλεψα εκεί ως γεωπόνος, επί μία οκταετία. Η μελέτη της ντοπιολαλιάς του Ξηρομέρου θεωρώ ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς είναι ένα περίεργο κράμα που έχει σαν βάση τα τυπικά ρουμελιώτικα, αλλά έχει ενσωματώσει πολλές λέξεις από το επτανησιακό γλωσσικό ιδίωμα ενώ παρουσιάζει κοινά στοιχεία και με τα ηπειρώτικα ιδιώματα. Η προφορά είναι λιγότερο βαριά και με λιγότερες περικοπές φωνηέντων από τα κλασικά ρουμελιώτικα των ορεσίβιων (του Μπαρμπα- Γιώργου στον Καραγκιόζη ας πούμε) ενώ απουσιάζει και το χαρακτηριστικό νι και λι (gni και gli) που συναντάμε νοτιότερα, στις περιοχές από το Αγρίνιο μέχρι και την Πάτρα.
Παρακάτω έχω σταχυολογήσει 30 λέξεις που λένε στο Ξηρόμερο, με ορισμούς και σύντομα παραδείγματα, ενώ σε ορισμένες από αυτές κάνω και μία απόπειρα ετυμολόγησης, με τη βοήθεια κυρίως των λεξικών και του διαδικτύου.
Να σημειώσω ότι τόσο οι 30 αυτές λέξεις όσο και οι περίπου 280 από ένα πολύ πιο εκτεταμένο γλωσσάρι που έχω καταρτίσει, προέρχονται όλες από προσωπικά βιώματα, δηλαδή τις έχω ακούσει όλες να λέγονται από πρώτο χέρι. Δεν πρόκειται δηλαδή για αντιγραφή από διάφορα γλωσσάρια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, αλλά κατά κάποιον τρόπο για πρωτογενή έρευνα.
Σίγουρα πολλές από αυτές λέγονται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και θα με ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα σχόλια των αναγνωστών του ιστολογίου πάνω σε αυτό, καθώς επίσης και για την προέλευση κάποιων λέξεων, όπου πιθανότατα κάποιοι μπορεί να γνωρίζουν κάτι παραπάνω από αυτά που εγώ μπόρεσα να βρω.
αγωνιέμαι: ρημ., ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι. Από το αγωνίζομαι.
Χρησιμοποιείται κυρίως στην στερεότυπη έκφραση «τι αγωνιέσαι;» που σημαίνει «με τι ασχολείσαι, με τι καταπιάνεσαι».
Δεν είναι συνώνυμο του αγωνίζομαι αφού η σημασία του είναι εντελώς διαφορετική, ο Ξηρομερίτης δεν θα πει ποτέ π.χ. «ο τάδε αγωνιέται για να τα φέρει βόλτα» ή «ο Χ ποδοσφαιριστής αγωνιέται στον Παναιτωλικό» (!)
[Στο ΙΛΝΕ βρίσκω το αγωνιέμαι ως παράλληλο τύπο του «αγωνίζομαι» αλλά και με τη σημασία «μοχθώ»]
αρίλογος, ο: ουσ., είδος χοντρού μεταλλικού κόσκινου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του τραχανά.
Πιθανή ετυμολόγηση από το «αραιολόγος» επειδή η σήτα του ήταν πολύ πιο αραιή από το κόσκινο του αλευριού.
ατονάω: ρημ., κάνω κάτι με πολύ δυσκολία και κόπο. Δυσκολεύομαι να φέρω εις πέρας μια εργασία. Σχεδόν αποκλειστικά στον αόριστο (ατόνησα, ατόνησε).
Του ΄πα απ’ το πρωί να κάνει δυο δουλειές κι ατόνησε να τελειώσει μέχρι το μεσημέρι.
(«Τρόμαξε να τελειώσει» θα λέγαμε αντίστοιχα στην κοινή νεοελληνική ή «είδε κι έπαθε να τελειώσει»)
Καμία σχέση σημασιολογικά με το ατονώ -ατόνησα της κοινής νεοελληνικής. π.χ. Τα μέτρα ασφαλείας είχαν ατονήσει τελευταία.
[Στο ΙΛΝΕ δίνεται η σημασία ατονάω = κοπιάζω πολύ προς εκτέλεση έργου πχ. ατόνησα ν’ ανεβώ το βουνό]
βαΐζω: ρημ., γέρνω, λυγίζω από το βάρος. Πιθανή ετυμολόγηση από το βάι, το φοινικόδεντρο. Τα κλαδιά των δέντρων που «βαΐζουν», λυγίζουν προς τα κάτω όπως τα φύλλα του φοίνικα.
Οι ελιές βαΐζουν από τον πολύ καρπό φέτος.
Συνώνυμη λέξη είναι το «τσακιέμαι»,-τσακιούνται, π.χ. οι ελιές τσακιούνται φέτος, έτσι χωρίς άλλη διευκρίνιση, σημαίνει ότι είναι τόσο φορτωμένες από τον καρπό ώστε πάνε να σπάσουν.
[Στο ΙΛΝΕ ως βαγίζω, βαΐζω, με αυτή τη σημασία. Ετυμολογία από τα βάγια μάλλον παρά από το βάι]
γλόζος, ο: επιθ., ο λαίμαργος. Χρησιμοποιείται μόνο το αρσενικό, δεν λέει ποτέ κανείς «αυτή είναι γλόζα». Ετυμολογείται από το ιταλικό guloso.
Μην είσαι γλόζος, είναι κι άλλοι άνθρωποι στο τραπέζι!
[Στην Πάτρα, γουλόζος. Μία από τις Λέξεις που χάνονται του βιβλίου μου]
γούλι (και αγούλι), το: ουσ., το βότσαλο. Πιο συγκεκριμένα είναι το μικρό βότσαλο, συνήθως άσπρου χρώματος, που έχει τριφτεί επαρκώς από το κύμα και είναι λείο και γυαλιστερό. Δεν θα πει κανείς π.χ. γούλια τις τραχιές πέτρες, αυτές που σε δυσκολεύουν να περπατήσεις πάνω τους ξυπόλητος.
Συνηθίζεται στον πληθυντικό, «τα γούλια», απ’ όπου προφανώς προήλθε και το πρόσθετο α- (τα γούλια> τ’ αγούλια> το αγούλι)
Έριξε μερικά γούλια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του για να μην μαζεύονται λάσπες το χειμώνα.
θαμπώνει: ρημ., βραδυάζει, σουρουπώνει, σκοτεινιάζει. Απρόσωπο ρήμα, μόνο στο γ’ ενικό. Και «θάμπωμα» το σούρουπο.
Σε λίγο θα θαμπώσει και δεν θα βλέπεις να κάνεις δουλειά, καλύτερα να σταματήσεις.
κάμα, το: ουσ., η ζέστη. Από το αρχαιοελληνικό καύμα. Και συννεφόκαμα η κουφόβραση, η συννεφιά με ζέστη μαζί.
Με το κρύο δεν έχω πρόβλημα, αλλά το κάμα δεν το μπορώ με τίποτα.
κανταρέλα, η: ουσ., συνοδεία, πομπή ζώων ή αυτοκινήτων που πηγαίνουν το ένα πίσω από το άλλο. Από το τούρκικο «καντάρι» βέβαια. Χρησιμοποιείται και σαν επίρρημα, π.χ. τα αμάξια πηγαίνανε κανταρέλα (=σε γραμμή, το ένα πίσω από το άλλο)
κατελώνω: ρημ., βρωμάω, μυρίζω πολύ άσχημα. Και κατέλα η αποκρουστική μυρωδιά, η δυσοσμία.
Ο Χριστόφορος Λάζαρης στο βιβλίο του «Τα Λευκαδίτικα» το ετυμολογεί από το κατά+το αρχαίο ρήμα ελάω -ώ. Προσωπικά έχω επιφυλάξεις, μου ακούγεται περισσότερο σαν ιταλικής προέλευσης.
Αυτό το τυρί κατελώνει, σίγουρα έχει χαλάσει.
κιψές ή κεψές, ο: η ρηχή σουρωτή κουτάλα. Σαν αυτή που χρησιμοποιούν οι μπακάληδες για να βγάζουν τις ελιές από το κιούπι με την άλμη. Πιθανόν τούρκικης προέλευσης.
Πιάσε τον κιψέ να βγάλουμε καμιά ελιά για το φαΐ μας.
[Θα το βρείτε γραμμένο και ως κεπτσές. Από το τουρκ. kepce.]
κοσεύω: ρημ, τρέχω. Και κοσή ως επίρρημα (έφυγε κοσή=έφυγε τρέχοντας). Για την ετυμολόγησή του έχουν διατυπωθεί εικασίες που το θέλουν ιταλικό, τούρκικο μέχρι και αρχαιοελληνικό (και μάλιστα Ομηρικό!). Κατά τη γνώμη μου η ιταλική προέλευση θα πρέπει να αποκλειστεί αφού λέγεται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (π.χ. Μακεδονία) που καμία σχέση δεν είχαν με Ιταλούς και Ιταλία.
Μην κοσεύεις στα χαμένα, δεν πρόκειται να βρεις τίποτα.
κουκούμα, η: ουσ., η φλυτζάνα, η κούπα του καφέ ή του τσαγιού. Από το ιταλικό cucuma που σημαίνει κατσαρόλα.
Δώσ’ μου μια κουκούμα να βάλω τον καφέ.
λανάρα, η: ουσ., η τσουγκράνα. Και λαναρίζω λέγεται η αντίστοιχη εργασία που γίνεται με την τσουγκράνα. Λανάρα λεγόταν παλιά το χοντρό χτένι με το οποίο ξεμπέρδευαν τα προβατόμαλλα, και αργότερα η τσουγκράνα λόγω παρόμοιου σχήματος και λειτουργίας. Επίσης λανάρα λέγεται και η μικρή τσουγκράνα (χτένι καλύτερα) με την οποία μαζεύουν τις ελιές «χτενίζοντας» τα κλαδιά.
Πάρε τη λανάρα να σάξεις λίγο το χώμα.
ματίζω: ρημ, προεκτείνω. Για την ακρίβεια σημαίνει προεκτείνω κάποιο σκοινί, νήμα, λάστιχο ποτίσματος, σωλήνα κλπ., δένοντας ή προσθέτοντας στην άκρη του πρόσθετο κομμάτι. Είναι γνωστό και το σχετικό αστείο που λέγεται, ότι ο Ξηρομερίτης όταν λέει ματίζ μπορεί να μην εννοεί αυτοκίνητο.
Αν δεν φτάσει ο σπάγκος μέχρι απάνω θα πάρουμε ένα κομμάτι και θα τον ματίσουμε.
[Θα έλεγα πως η λέξη είναι πανελλήνια. Πρβλ και τον στίχο του Καββαδία «σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω». Από το αρχ. αμματίζω < άμμα (από το άπτομαι)]
μούτελη, η: ουσ., η λάσπη, το μαλακό και γλοιώδες κατακάθι στον πυθμένα θάλασσας ή λίμνης.
Πιθανότατα από το αλβανικό muti=λάσπη.
μούτος -α –ο: επιθ., ο μουγκός, ο κωφάλαλος. Μεταφορικά ο λιγόλογος, ο σιωπηλός.
Από το βλάχικο mut=μουγκός, βουβός, που ανάγεται στο λατινικό mutus, το οποίο βέβαια έχει δώσει αντίστοιχες λέξεις και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Θυμηθείτε και το κουμπί σίγασης mute στις τηλεοράσεις, στερεοφωνικά κλπ.
μπεζερίζω: ρημ, κουράζομαι προσπαθώντας να κάνω κάτι, ‘μπαϊλντίζω’. Από το τούρκικο bezer που σημαίνει «καταπονούμαι, κουράζομαι». Λέγεται και σε Ήπειρο, Θεσσαλία πιθανόν και αλλού. Εμφανίζεται σε δημοτικά τραγούδια («μπεζέρισα μωρ’ μάνα μαντίλια να κεντώ…»), στον Μακρυγιάννη, αλλά και σε στίχο του Κρυστάλλη («μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.»)
ξαχουρδάω: ρημ, γλιστράω. Και ξαχούρδα η γλίστρα αλλά και ο κατηφορικός τόπος με απότομη κλίση. Υπάρχει και ως μικροτοπωνύμιο (αγρός ευρισκόμενος εις θέσιν «Ξαχούρδα», κοινότητος …, διάβαζε κανείς σε παλιά συμβολαιογραφικά έγγραφα)
Όπως πάαινα ν’ ανέβω στο γάιδαρο ξαχούρδησα κι έπεσα καταή.
ξεμουτόχου: επιρ., επίτηδες. Άγνωστης ετυμολογίας. Λέγεται και σε άλλες περιοχές. Έχει καταγραφεί π.χ. σε γλωσσάρια της Ηπείρου, Θεσσαλίας κ.ά.
Ήρθε τόσο δρόμο ξεμουτόχου για να τον συναντήσει, είχανε να ιδωθούνε από παιδάκια.
παρασάνταλος -η -ο: επιθ., άσχημος, κακοφτιαγμένος, κακομούτσουνος.
Τι είναι τούτα τα παρασάνταλα που διαβαίνουν πέρα;
πατυχαίνω ή παντυχαίνω: ρημ., υπολογίζω, λογαριάζω, περιμένω. Χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση ‘δεν πατύχαινα’=δεν περίμενα, δεν το υπολόγιζα. Δεν έχει ετυμολογική σχέση με το πετυχαίνω-επιτυχία αλλά με το (α)παντέχω που σημαίνει ελπίζω, αναμένω (πρβλ. και απαντοχή, αναπάντεχα).
Δεν πατύχαινα να τον βρώ στο καφενείο τέτοια ώρα.
πίργια ή πύργια, η: ουσ., το χωνί. Κατά μία εκδοχή ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα πειρώ που σημαίνει περνώ, διέρχομαι.
Ψάχνω να βρω την πίργια για ν’ αδειάσω το κρασί στο μπουκάλι.
σινάδια (σ’νάδια), τα: ουσ., τα πίτουρα. Άγνωστης ετυμολογίας.
Πρέπει να ρίξεις και λίγο καρπό στις κότες για να κάνουν αυγά, όχι σκέτα σινάδια.
σουφροκλανίστρα, η: ουσ., λαϊκή λέξη εξαιρετικής εκφραστικής δύναμης και παραστατικότητας. Δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στην ΚΝΕ. Σημαίνει τη σιγανοπαπαδιά, την υποκριτικά σεμνή και καθωσπρέπει γυναίκα, αυτή που προσποιείται την ενάρετη, καλή σύζυγο και νοικοκυρά αλλά μόνο για τα μάτια του κόσμου. Επίσης την ψευδο-σεμνότυφη, αυτή που δεν εκφράζει ανοιχτά τις σκέψεις της από φόβο μην παρεξηγηθεί ή μην την κουτσομπολέψουν.
Μην την βλέπεις που κάνει την καλή, ξέρεις τι σουφροκλανίστρα είναι;
σταλώνω: ρημ., σκληραίνω. Λέγεται αποκλειστικά για τα λαχανικά που όταν περάσει ο καιρός τους γίνονται σκληρά και ακατάλληλα για φάγωμα, π.χ.
Τα βλήτα έχουν σταλώσει, δεν τρώγονται.
Επίσης στην στερεότυπη φράση « δεν έχει σταλώσει ακόμα το μυαλό του» που λέγεται συνήθως για κάποιο παιδί ή νεαρής ηλικίας άτομο με την έννοια «δεν έχει πήξει το μυαλό του, είναι ανώριμος»
τροξός –ή –ό: επιθ., ο αδέξιος άνθρωπος, αυτός που κάνει τις δουλειές του άγαρμπα και άτσαλα με αποτέλεσμα να κάνει συνεχώς ζημιές.
-Του ‘δωσα να μου παρκάρει το αμάξι και το τράκαρε στην κολόνα
-Τι περιμένεις, αφού είναι τροξός ο άνθρωπος…
φρατζάτο ή φρατζάτα: ουσ., πρόχειρη καλύβα ή στέγαστρο φτιαγμένη από κλαδιά δέντρων ή καλάμια. Πιθανότατα ιταλικής προέλευσης, λέγεται και στα Επτάνησα, από όπου μάλλον έχει περάσει και στο Ξηρόμερο, τουλάχιστον το δυτικό, του οποίου η διάλεκτος έχει σαφώς επηρεαστεί από το επτανησιακό ιδίωμα. Το έχω συναντήσει και στην Πρέβεζα, όχι σε προφορικό λόγο αλλά έχω δει παράγκα υπαίθριας μαναβικής με την επιγραφή «Κηπευτικά-Το Φρατζάτο»)
χαλεύω: ρημ., ψάχνω, γυρεύω, ζητάω. Επικρατέστερη ετυμολόγηση από το αρχαίο ελληνικό χηλή>δωρικός τύπος χαλή>χαλεύω
Πού είχες πάει και σε χάλευα όλο το πρωί;
χλιμάρα, η: ουσ., κατάντια, κακομοιριά, μιζέρια. Από τη θλίψη>θλιμάρα και μετατροπή του θ σε χ.
Δεν φαντάζεσαι σε τι κατάσταση τον βρήκα. Άρρωστο, με τη γυναίκα του άνεργη και να μην έχουν να πάρουνε ούτε ψωμί για τα παιδιά. Χλιμάρα σκέτη…
spiral architect 🇰🇵 said
«σουφροκλανίστρα»
Ακόμα γελάω! 😆 😆
greggan193 said
Σαν Αγρινιώτης τις περισσότερες τις ήξερα, αλλά εκείνο το σουφροκλανίστρα δεν το ήξερα. Είναι πραγματικά παραστατική και επιτυχημένη λέξη. Φοβερό! Μπράβο! Γρηγόρης Κονδύλης.
Capybara said
Λίγο βορειότερα, στην Πάργα έχουμε κι εμείς τα βαΐζω, μούτος, ματίζω, παρασάνταλος, όπως και τα γούλια, μόνο που να τονίζουμε γουλιά.
spiral architect 🇰🇵 said
O σχωρεμένος αεριτζής Θωμάς Λαναράς δηλαδή πήρε το επώνυμό του από πρόγονο τσουγκρανοφέροντα;
atheofobos said
Πολύ ενδιαφέρουσα η συλλογή
Η λέξη κάμα χρησιμοποιείται και αλλού.
Επίσης και το ματίζω.
Αριστουργηματική βέβαια είναι η σουφροκλανίστρα!
Κουνελόγατος said
4. Τι λέει ρε… Έπαθα μια ψυχολογία τώρα με όλους αυτούς μαζεμένους. Και ξέχασα να πω τι ωραία είναι όταν μαθαίνεις νέες λέξεις.
Άκου σουφροκλανίστρα…
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα !
(σχετικο-άσχετο) Ως γνωστόν, η επιστήμη που μελετάει τα φαγητά, τις γεύσεις, τις συνταγές κλπ. λέγεται Gastronomy, αλλά και έξω από τη Λάρισα, που ήταν η Φιλίτσα με τον Τάσο πίσω από ένα θάμνο, όταν την ρώτησαν τί κάνει, εκείνη είπε «Γκαστρώνομι !» 🙂
spiral architect 🇰🇵 said
φρατζάτο ή φρατζάτα: ….Το έχω συναντήσει και στην Πρέβεζα, όχι σε προφορικό λόγο αλλά έχω δει παράγκα υπαίθριας μαναβικής με την επιγραφή «Κηπευτικά-Το Φρατζάτο»)
Υπαίθριο οπωροπωλείο στο Μύτικα της Πρέβεζας “Το Φρατζάτο” της οικογένειας Νόβα!
Φρεσκάδα που… μιλά από μόνη της! 🙂
(τι μαθαίνει κανείς)
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Σε μένα ήταν γνωστά το κάμα (υποθέτω πανελλήνιο ή σχεδόν), κοσεύω, μούτος (σε παραλλαγή μούτ(ι)κος) και φυσικά το ματίζω (και ουσιαστικό, η μάτιση).
Η σουφροκλανίστρα φυσικά βάζει υποψηφιότητα στις λέξεις της χρονιάς… 🙂
Δώρα Σαρρή said
Οι λέξεις: ατόνησα=κουράστηκα, γούλιος=καραφλός και γυμνός για βουνό, ματίζω=μπαλώνω, θαμπώνω, συννεφόκαμα, μούτος, παρασάνταλος με την ίδια σημασία, χαλεύω=ζητώ απαντώνται και στην ορεινή Καρδίτσα
spiral architect 🇰🇵 said
«Γυαλοχαρτάρισέ το καλά, να μην πιάνεται (στην αφή) η μάτιση!»
Φράση που μου’ λεγε συχνά το πατέρας μου, όταν ήμουν μικρός στο ξυλουργείο.
Γιώργος Σιώμος said
Τις λέξεις: Βαΐζω, κουσεύω, μούτος και μπεζέρισα τις λένε και στα χωριά των Γρεβενών από όπου κατάγομαι. (Απίθανο να προέρχεται το βάισε από τον φοίνικα γιατί δεν ήξεραν ούτε είχαν δει ποτέ φοίνικα)
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Και μια ξηρομερίτικη κατάρα της πλάκας: Να ‘μπει ο διάολος μέσα σου και να ‘ναι φορτωμένος παλιούρια.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και χαίρομαι που βλέπω και καινούργιους φίλους να σχολιάζουν.
Το κάμα κι εγώ πανελλήνιο θα το έλεγα.
12 Ναι, είναι από τα βάγια της εκκλησίας
Γιάννης Κουβάτσος said
Πολύ καλή δουλειά, Αλέξη, και σαφώς η σουφροκλανίστρα έκλεψε την παράσταση. 😊
Η κανταρέλα μού έφερε στο μυαλό το ομώνυμο δηλητήριο που έκανε θραύση στα χρόνια των Βοργία αλλά και την ιταλίδα αρχαιολόγο Εύα Κανταρέλα.
Νικοκύρη, το Λέξεις που χάνονται του βιβλίου μου το διάβασα όλο μαζί και σάστισα προς στιγμήν. Κάνα εισαγωγικούλι δεν παίζει; 😊
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Το κοσεύω μάλλον < τουρκ. koşmak = τρέχω.
Τεμπελόσκυλο said
Στην Κοζάνη λέμε τα βαΐζω, κιοσεύω, μούτος, χαλεύω με την ίδια σημασία.
Επίσης υπάρχει το μπιζιρνώ (αντί για μπεζερίζω), αλλά με τη σημασία «βαριέμαι». Κυρίως στον αόριστο, μπιζέρ’σα.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
@17 < τουρκ. bezmek = κουράζομαι, βαριέμαι, μπουχτίζω.
Κατσογιάννου said
Πολλές φορές έχουμε την εντύπωση ότι μία λέξη ανήκει σε έναν τόπο, ενώ στην πραγματικότητα έχει πολύ ευρύτερη διάδοση. Δεν εννοώ μόνο το μαστίζω, αλλά και τον πάρασάνταλο, που είναι σαφώς πανελλήνια λέξη, την έχουν και τα λεξικά. Αυτό όμως που κάθισα στραβά είναι εκείνος ο αρίλογος, πολύ λόγια κατασκευή μου φαίνεται.
Nikos Alexandratos said
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΓΟΥΛΙ (ΜΕ ΤΟΝΟ ΣΤΗΝ ΛΗΓΟΥΣΑ), ΜΑΤΙΖΩ, ΠΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑΛΩΝΩ (ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΩΡΙΜΑΖΩ, ΣΚΛΗΡΑΙΝΩ , πχ στα αμύγδαλα) συναντώνται και στην Κεφαλονιά.
spiral architect 🇰🇵 said
Το «βαρούν οι σειρήνες» πώς το λένε εκειά στο Ξηρόμερο ρε Αλέξη;
ΓιώργοςΜ said
12. 14β Να τολμήσω την ετυμολόγηση από το επιφώνημα «βάι-βάι» που δηλώνει αγκομαχητό; Στο παράδειγμα, αντίστοιχο του «στέναξαν οι ελιές από το βάρος»
Το βάι, η δάφνη, δε με πείθει ετυμολογικά, δεν έχει κάτι που να παραπέμπει σε φορτίο ή κάτι τέτοιο. Είναι απλώς ένας καλλωπιστικός θάμνος.
Καλλυνώ Μπράχου said
Οι λέξεις – βαΐζω – κοσεύω – μπεζερίζω – χαλεύω – συναντόνται και στα δικά μου μέρη καταγωγής, στα χωριά γύρω από τη Σιάτιστα, Γρεβενά, με την ίδια ωστόσο σημασία όπως αναφέρονται στο άρθρο σας.
Soumela said
Τσαγούλ και τσαγούλια είναι τα βότσαλα στα ποντιακά. Επίσης το κοτσεύω και εκότσεψεν σημαίνει πηγαίνω αλλού, μεταφέρομαι, πέρνω δρόμο.
ΑΚ (ο) said
δεν έχει τύχει να την ακούσω τη λέξη μάτιση, αλλά τη συνάντησα όταν προσπαθούσα να βρω μεταφρασμένο τον όρο splicing, κατά τη συγγραφή της πτυχιακής μου
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%B3%CE%AE_(%CE%B2%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1)
sarant said
22 Πολύ συχνός και ο τύπος βαγίζω, που δείχνει πιο καθαρά την καταγωγή από τα βάγια.
19 Τον αρίλογο δεν τον βρήκα και στο ΙΛΝΕ
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
@24 < τουρκ. çakıl.
Γιάννης Κουβάτσος said
19. Όχι απαραιτήτως. Υπάρχει και ο σαργολόγος των ψαράδων, ένα ειδικό παραγάδι για σαργούς.
Ποντικαρέος said
Το ξεμουτόχου υπάρχει και στη Λευκάδα (εκτός από τα μέρη που αναφέρονται). Δεν το έχω ακούσει προσωπικά, το είχα πρωτοδιαβάσει στο σλανγκ.γρ αλλά αναφέρεται και σε λεξικά από ότι διαβάζω (πχ http://lexikolefkadas.gr/%CE%BE%CE%B5%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%B1-%CF%8C%CF%87%CE%BF%CF%85/)
Γιάννης Κουβάτσος said
Το αρίλογος φαίνεται(;) ότι είναι από το ηρολόγος (ήρα, το ζιζάνιο).
https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.topikesaggelies.gr/i/50093/&ved=0ahUKEwiFsOz6htTWAhUkIMAKHUZfCcAQFggoMAI&usg=AOvVaw1V-mZI7j6cN0KLNHxBCd9q
Γιάννης Κουβάτσος said
Λάθος λίκνος. 😇 Εδώ για αρίλογος:
https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://mpampini.blogspot.com/2016/07/blog-post_89.html%3Fm%3D1&ved=0ahUKEwiFsOz6htTWAhUkIMAKHUZfCcAQFgglMAE&usg=AOvVaw2I8KAu1Qb3a3Q7UyHHSLwZ
Ποντικαρέος said
Και μια ερώτηση σχετική με το ξεμουτόχου. Στο λίκνο που έβαλα παραπάνω γράφει:
«Το ξε είναι πρόθεμα-μόριο της μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ/εξ με απευθείας σίγηση του άτονου αρχικού -ε- (π.χ. εξ-ανοίγω, ξανοίγω – Μπαμπινιώτης).
Από το μετέχω, η συμμετοχή (συν-μετέχω)
Επομένως: εκ/ξε=μετοχής και με επίδραση τυ συνώνυμου. Επί τούτου (δηλαδή της γενικής) έγινε το ξεματόχου και επίρρημα ξεμάτοχα. (Έχομε και εξ επί τούτου).»
Ισχύουν αυτά;
spatholouro said
Ωραία Αλέξη!
Εδώ το κόσκινο/αρίλογος/ηρολόγος:
http://mpampini.blogspot.gr/2016/07/blog-post_89.html
ΓιώργοςΜ said
26/22 Πάσο τότε, αλλά ίσως θα πρέπει να ξαναπάμε στα βάγια με την έννοια του φοίνικα (που είναι ευλύγιστα τα φύλλα του). Ψειρίζω τη μαϊμού, βέβαια… Τελοσπάντων, ασήμαντο
William T. Riker said
Η γυναίκα μου, που είναι από το Αγρίνιο, μου ζήτησε σήμερα το πρωί να βαΐσω την πόρτα, δηλ. να την τραβήξω χωρίς όμως να την κλείσω εντελώς.
Επίσης, σαργολόγος απαντά και ως επώνυμο, στη Σύρο νομίζω.
Theo said
Καλημέρα!
Στην Έδεσσα, λανάρα το εργαστήριο όπου καθάριζαν και «χτένιζαν» τα μαλλιά των προβάτων ή κατσικιών. Από αυτό πιθανότατα και το όνομα του Ναουσαίου Λαναρά, Σπειροειδή 😊
Και το μπιζέρησα με τη σημασία βαρέθηκα, κουράστηκα.
sarant said
33 Η απάντηση δόθηκε όχι από τον Μπαμπινιώτη αλλά από μπαμπινιώτηδες 😉
30 Α μπράβο
32 Δεν με πείθει
Georgios Bartzoudis said
Αλέξης: «επιπλέον κι εγώ ο ίδιος δούλεψα εκεί ως γεωπόνος, επί μία οκταετία».
#Τι σύμπτωση! Ομοίως πως, αλλά ως συχνός επισκέπτης στον πρώτο χρόνο της «Επταετίας». Τον Αστακό είχαμε για πρωτεύουσα. Η τσιπούρα που φάγαμε, άλλο πράμα. Ο εστιάτορας εύρισκε λογαριασμό από το …ψαροκόκαλο. Ούτε που τον ένοιαζε για ότι άλλο συνοδευτικό έτρωγες ή έπινες!
Αλλά, ας έρθουμε επί το έργον: Πολλά τα κοινά με τα παρ’ ημίν. Ίσως γιατί μια ισόθερμος του καλοκαιριού περνά από το Βραχώρι, τη Λάρσα και τα καθ’ημάς.
«αγωνιέμαι»:
#Χρησιμοποιείται παρ΄ημίν με την ίδια ακριβώς έννοια. Νομίζω όμως ότι έχει άμεση σχέση με το αγωνίζομαι
«τσακιέμαι,-τσακιούνται»,
#Χρησιμοποιείται με την ίδια σχεδόν έννοια.
«γούλι (και αγούλι), τα γούλια> τ’ αγούλια> το αγούλι».
#Δεν το χρησιμοποιούσαν με αυτή την έννοια. Είχαν όμως το ουσιαστικό αγούλα(η). Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για ένα κρεμώδες φαγητό από σιτάλευρο. «Σήμερα θα φάμε γλυκιά αγούλα»
«θαμπώνει: βραδυάζει, σουρουπώνει, σκοτεινιάζει. Απρόσωπο ρήμα, μόνο στο γ’ ενικό. Και θάμπωμα» το σούρουπο».
#Θαμπώνει, θάμπωμα, θαμπός, χρησιμοποιούνταν με την (πανελλήνια νομίζω) σημασία, δηλαδή θολός. Κατά τα λοιπά έλεγαν σούρουπο, σουρούπωσε, σμουχριάζει, σμούχριασε, ήταν σμούχρια.
«Αυτό το τυρί κατελώνει, σίγουρα έχει χαλάσει».
#Ίσως έχει σχέση με τη λέξη κατίκι: Ότι γάλα περίσσευε (γλυκό ή ξινό) το έριχναν σε μια βυτίνα και γίνονταν κατίκι (σήμερα ακούγεται μόνο το κατίκι Δομοκού)
«κοσεύω: ρημ, τρέχω. Και κοσή ως επίρρημα».
#Κοινότατο παρ΄ημίν. Επίσης κοσιαμάκια=τρεξίματα και κοσιτζής=δρομέας. Υπάρχει και επώνυμο Κοσιτζής (ένας έκανε και βουλευτής στη μεταπολίτευση).
«λανάρα, η: ουσ., η τσουγκράνα. Και λαναρίζω λέγεται η αντίστοιχη εργασία που γίνεται με την τσουγκράνα. Λανάρα λεγόταν παλιά το χοντρό χτένι με το οποίο ξεμπέρδευαν τα προβατόμαλλα.
#Χρησιμοποιούνταν μόνο με την τελευταία αυτή έννοια. Απ’ ότι θυμάμαι δεν ήταν απλώς «χοντρό χτένι» αλλά ένα σύνθετο εργαλείο
«μούτελη, η: ουσ., η λάσπη, το μαλακό και γλοιώδες κατακάθι στον πυθμένα θάλασσας ή λίμνης».
# Δεν χρησιμοποιούνταν. Είχαν όμως τα μούτλα=το διάκενο ανάμεσα στην κεραμοσκεπή και στο πάνω μέρος του ντουβαριού, Αν έβαζες το χέρι σου …μάζευες μαλακή μάζα από ψιλή σκόνη. Είχαν και την (προφανώς) τουρκική λέξη μούτλακ=βούλωστο, μη μιλάς.
«μπεζερίζω»:
# χρησιμοποιούνταν , κυρίως με την παραλλαγή μπεζερντώ, μπεζέρντησα. Τραγουδιέται ακόμα ο αμανές: «Μπιζέρντησα, βαρέθηκα, με μια γειτόνισά μου/ κάθε πρωϊ στην πόρτα μου στέκει και με ρωτάει/ που’ησαν εψές λεβέντη μου που’ ησαν προψές το βράδι/ Εψές ήμαν στη μάνα μου, προψές στην αδερφή μου/ κι απόψε μαυρομάτα μου θα κοιμηθούμε αντάμα. [το μερικώς ομοιόστιχο άσμα που έλεγε ο Καλαντζής είναι …μερικούς αιώνες νεότερο].
«πίργια ή πύργια, η: ουσ., το χωνί. Κατά μία εκδοχή ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα πειρώ που σημαίνει περνώ, διέρχομαι».
#Δεν χρησιμοποιούνταν. Έλεγαν πείρος (ο) την κάνουλα.
«χαλεύω: ρημ., ψάχνω, γυρεύω, ζητάω. Επικρατέστερη ετυμολόγηση από το αρχαίο ελληνικό χηλή>δωρικός τύπος χαλή>χαλεύω».
#Χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια.
Ποντικαρέος said
@37γ Ευχαριστώ
Dimitri Leeberakees said
33. Οντας Λευκαδιος (σαν τον Χερν) η λεξη αυτη μου κινησε απο νωρις την περιεργεια. Ο Λαζαρης στα Λευκαδιτικα την ετυμολογει ως:
Ξεμάτοχα -όχ(ου) (συμμετόχως, ἐκ συμμετόχου) = ἐκ προθέσεως, ἐπίτηδες, θεληματικά.
Κε Σαραντ, εχετε αντιστοιχο αρθρο για τα Λευκαδιτικα;
Theo said
Λανάρα, μάλλον το μηχάνημα για το ξάσιμο του μαλλιού και συνεκδοχικά το σχετικό εργαστήριο. Στο βικιλεξικό λσνάρι.
Σκύλος said
Πολύ ωραίο, ευχαριστούμε!
Και μια ερώτηση σχετική: στο Μεσολόγγι, μούλεγε φίλος, έχουν την προστακτική «ναμ’» αντί για «δώσε μου». Στο περίπτερο, στο φούρνο, παντού.
Ξέρει κανείς από πού προέρχεται;
Theo said
Κάτι λάθος με τον λίκνο. Ό σωστός:
https://el.m.wiktionary.org/wiki/λανάρι
gpoint said
Αλέξη για μένα το αγωνιέμαι είναι ολοφάνερο πως προέρχεται από το αγωνιώ
gpoint said
Το ματίζω το ξέρουν όλοι όσοι ασχολούνται με την ψαρική τέχνη. Στα μέρη μου λέμε σίγουρα και το χαλεύω (και χαρχαλεύω= ανακατώνω πράγματα στο ψάξιμο)
sarant said
40 Όχι, δεν έχουμε λευκαδίτικο άρθρο αλλά έχω σκοπό να ανεβάσω κάτι από το Μεγανήσι.
Pedro Alvarez said
42. Nώμ, όχι νάμ. Μήπως έχει να κάνει με τη νομή, νέμομαι, κ.λ.π.;
Alexis said
Καλημέρα.
Ευχαριστώ θερμά το Νικοκύρη για τη φιλοξενία και όλους τους σχολιαστές για τα σχόλιά τους.
Πράγματι κάποιες από τις λέξεις είναι σχεδόν πανελλήνιες.
Για το βαΐζω δεν έχω κάποια πηγή για την ετυμολόγηση, είναι δική μου σκέψη.
Η σουφροκλανίστρα κι εμένα μ’ εντυπωσίασε όταν την πρωτοάκουσα, όπως κι ο παρασάνταλος. Είναι από τις λέξεις που δεν αποδίδονται εύκολα μονολεκτικά στην Κοινή Νεοελληνική.
#8: Πού το βρήκες βρε θηρίο, αυτόν εννοούσα, βέβαια δεν ήθελα να γράψω όνομα!
#13: Αν θέλεις να το πεις και με την ανάλογη προφορά : «Να μπ’ ου χίλιου- διάουλος μέσα σ’ » 😆
#21: «Βαρούν» οπωσδήποτε, το «χτυπάνε» δεν παίζει με τίποτα! 🙂
Τον αρίλογο τον έχω ακούσει από γυναίκες παλιακές που έφτιαχναν τραχανά (κάθε άλλο παρά λόγιο δηλαδή) και λέγεται ακόμα. Επίσης και αρέλογος, γιαυτό και πρότεινα την ετυμολόγηση από τον αραιολόγο.
#32: Το ξεμουτόχου εγώ δεν θα το έλεγα ελληνικής προέλευσης, πιθανόν αρβανίτικο, αλλά το λέω καθαρά από διαίσθηση, δεν έχω άλλα στοιχεία.
spatholouro said
Ενδιαφέρουσα δουλειά πρέπει να είναι αυτή του Γεράσιμου Παπατρέχα:
«Ιδιωματικό και Λαογραφικό Γλωσσάριο Ξηρομέρου Ακαρνανίας»
Εκδόσεις Ένωση Αιτωλοακαρνάνων Περιστερίου «Η Εξοδος», 2007..
ΚΑΒ said
αρολόγος στην Κύμη
αργιολόι
Δεν το λέμε στο νησί.
sarant said
48 Το βαγίζω από τα βάγια το δίνει το Ιστορικό Λεξικό (ΙΛΝΕ)
ΚΑΒ said
5. για το κάμα.
Το τραγούδι βέβαια λέει : ίντα ‘καμα και μού ‘δωσες όλη την απονιά σου
κάυμα στο νησί
Alexis said
#42, 47: «Νομ» λέγεται πράγματι και στο Ξηρόμερο, εγώ νομίζω ότι είναι απλή παραφθορά από το δώσε μου>δώ’μου>νώμου>νωμ’
#49: Ωραίο πρέπει να είναι αυτό, κάποτε έψαχνα το «Λεξιλόγιο του Ξηρομέρου» του Μπάμπη Κουβέλη, αλλά ήταν εξαντλημένο (έκδοση του 1999)
#38: Πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά!
Το «αγωνιέμαι» το έχω ακούσει μόνο στη φράση «τι αγωνιέσαι», όχι σαν άλλο τύπο του αγωνίζομαι.
to_plintirio said
Να πω και γω ο,τι ξέρω οτι υπάρχει και στα κρητικά:
Η πίργια ακριβώς είναι το χωνί. Παντύχνω, συναντάω τυχαία. Χαρχαλεύω, ψάχνω και ψαχουλεύω. Χούρδα όρθα δηλαδη αναποδη, αναμαλλιασμενη.
to_plintirio said
Και ακριβως το συννεφόκαϊμα ειναι η κουφόβραση και κάμα, κάψα η πολλή ζέστη
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
48 τέλος, αυτά τα εις -ου για ελληνικά μου κάνουνε, θυμάμαι προχείρως το επτανήσιο τόμου = καθώς / όταν και το κρητικό ξαργιτού = επίτηδες. Από μνήμης, το κεφ. υπάρχει στη Βάρδια του Καββαδία και το κρ. στη Θυσία του Αβραάμ.
ΣΠ said
Εκτός θέματος:
Ανακοινώθηκε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής και αφορά την ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας κι ἀπὸ μένα.
Πολὺ ἐνδιαφέρον (γιὰ μένα) τὸ σημερινό γιὰ προφανεῖς λόγους. Ὅμοιος τὸν ὅμοιο κλπ.
Μπράβο, Ἀλέξη.
γλόζος: ο λαίμαργος.
Στὰ Θερμιὰ τὸν λέμε γουλούζη ἤ γλούζη. Ἴδιας ἐτυμολογίας.
κανταρέλα, η: ουσ., συνοδεία, πομπή ζώων ή αυτοκινήτων που πηγαίνουν το ένα πίσω από το άλλο.
Τὸ τούρκρικο » kadar: έως (eos), μέχρι (mehri), ίσαμε (isame). σαν (san). ώσπου (ospoy), ωσότου (osotoy). όσο (oso)» δὲν μοῦ πολυπάει ὡς ἐτυμολογία. Πιὸ πολὺ μοῦ πάει τὸ cantaro (λαγήνι στὰ ἰσπανικὰ) ποὺ παλιότερα χρησιμοποιοῦσαν στὰ μαγγανοπήγαδα. Ταιριάζει καλύτερα ἐννοιολογικά. Πιθανόν κανταρέλα νὰ εἶναι ἡ ἁλυσσίδα τῶν κανατιῶν τοῦ μαγγανοπήγαδου σὲ κάποια ἰταλικὴ διάλεκτο. Ἄς τὸ ψάξουν οἱ εἰδήμονες.
Αὐτὰ πρὸς τὸ παρόν.
spatholouro said
Εδώ βλέπω και αυτή την ετυμολογική εκδοχή:
http://lexikolefkadas.gr/%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B1-%CE%B7/
spatholouro said
«λανάρα»:
https://books.google.gr/books?id=QZZEAAAAcAAJ&pg=PA249&dq=%22%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjW2d-notTWAhVMP5oKHYZzArA4ChDoAQgqMAE#v=onepage&q=%22%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&f=false
spatholouro said
«λανάρα» (λεπτομερέστερο)
https://books.google.gr/books?id=–0IAAAAQAAJ&pg=PA446&dq=%22%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjP2YWYo9TWAhVLD5oKHTZzCHQ4FBDoAQgwMAI#v=onepage&q=%22%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&f=false
spiridione said
η κανταρέλα, λόγω της κατάληξης – έλα, φαίνεται ότι ίσως είναι ιταλικής προέλευσης.
Στο Λεξικό Κριαρά η κανταρέλα είναι εξάρτημα της ιπποσκευής:
σέλες πολύτιμες μαζί και κανταρέλλες
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%AD%CE%BB%28%CE%BB%29%CE%B1&dq=
Στα γερμανικά βλέπω kandare είναι το χαλινάρι, που προέρχεται από το ουγγρικά, και αυτό από τα τούρκικα.
https://www.dwds.de/wb/Kandare
Αλλά, μου φαίνεται ότι η κανταρέλα με τη σημ. των ζώων που πηγαίνουν στη σειρά προέρχεται από το καντάρι με τη σημ. της μέτρησης ή του ζυγίσματος. Όσο για την κατάληξη -έλα, μπορεί να προέρχεται από τα βλάχικα. Στα ρουμάνικα cântăreálă
https://dexonline.ro/definitie/c%C3%A2nt%C4%83real%C4%83
spatholouro said
«ατονάω»
Ο πολύτομος Δημητράκος, στο λήμμα «ατονέω-ώ» έχει ως τέταρτη σημασία: (δημ.) εξαντλούμαι εν μακρά αναμονή, ιδία προσφιλούς τινός, κάνω μαύρα μάτια: «ατόνησα να σε ιδώ νάρθης γιε μου»
Alexis said
#62: Στο Ξηρόμερο καντάρι λένε τη σειρά, τη γραμμή αντικειμένων που είναι στοιχισμένα σε μια ευθεία, π.χ. θα φυτέψω τρία καντάρια (=τρείς γραμμές) ελιές.
Άρα η κανταρέλα μ’ αυτή τη σημασία θεωρώ ότι σίγουρα προέρχεται από το καντάρι.
Προφανώς υπάρχει και λέξη κανταρέλα με άλλη σημασία, ιταλικής μάλλον προέλευσης.
spatholouro said
«κατελώνω»
Ο Χατζιδάκις («Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά») αναφέρει ότι μετασχηματίστηκε το «καταλύω/ κατέλυσα εις κατέλωσα/κατελώνω, διότι εκ της σημασίας του καταλύεσθαι ήδύνατο ευκόλως να αναπτυχθή η έννοια του όζειν κάκιστον»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>> αγωνιέμαι: ρημ., ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι. Από το αγωνίζομαι.
πολεμώ ,το ακριβώς αντίστοιχο στην κρήτη:
-ίντα κάνεις γειτόνισσα
-εδά πολεμώ να μαγερέψω
ΚΩΣΤΑΣ said
Μπράβο! Αλέξη
Απ’ όσο εγώ ξέρω, είναι γνωστά στη ν/δ ορεινή Θεσσαλία τα παρακάτω:
αγωνιέμαι, βαΐζω, θαμπώνει, κοσεύω, λανάρα, μούτος, μπεζεριζω, παρασάνταλος, σταλώνω, χαλεύω, χλιμάρα.
Το σουφροκλανίστρα έγραψε! Υπάρχει και το κλαψομούνης -α, αλλά μάλλον είναι πανελλήνιας εμβέλειας.
spatholouro said
Κοσί και κοσεύω:
https://books.google.gr/books?id=YVZGAQAAMAAJ&pg=PA373&dq=%22%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%B5%CF%8D%CF%89%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwiVhPHKqdTWAhXkE5oKHU4nA3sQ6AEIKzAB#v=onepage&q=%22%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%B5%CF%8D%CF%89%22&f=false
Σκύλος said
Κεψέ λέμε και στην Αχαΐα. Αλλά με θηλυκο άρθρο.
Merops said
ο τροξός θυμίζει τον τροζό (= τρελό) των Κρητικών
spatholouro said
Εδώ κάτι αχνοφαίνεται για την «πίργια»:
https://books.google.gr/books?id=7hkMAQAAMAAJ&q=%22%CF%80%CE%AF%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1%22&dq=%22%CF%80%CE%AF%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjQl_Wwr9TWAhWKKJoKHSSqAPgQ6AEIJzAA
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@58. (συνέχεια)
ματίζω
ἀνάμεσα Νισύρου, Σύμης κι Ἀστροπαλιᾶς
μᾶς κόπηκεν ἡ σκότα-Παναγιά μου-ἀπὸ τὴ ματισιά.
ξεμουτόχου: επιρ., επίτηδες
ξάργου, στὰ Θερμιά· πρβλ. #56. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
κρητικό ξαργιτού = επίτηδες
πίργια ή πύργια, η: ουσ., το χωνί
Τὸ ἴδιο στὰ Θερμιά.
Alexis said
#71: Χμμμ… οπότε μάλλον επιβεβαιώνεται αυτό που υποψιαζόμουνα, ότι η ετυμολόγηση του Λάζαρη από το «πειρώ» δεν είναι σωστή.
Εντάξει, λογικό είναι, εισαγγελέας ήταν ο άνθρωπος (με πάθος για τη λαογραφία) και έζησε και σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα (διαδίκτυο κλπ.)
gpoint said
# 66
Δηλαδή έχουμε και κτενιέμαι από το κτενίζομαι και βρωμιέμαι από το βρωμίζομαι αλλά και καθαριέμαι (!) από το καθαρίζομαι ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αφού γράφει ο άνθρωπος πως δεν έχει την έννοια του αγωνίζομαι στο Ξηρομέρι…
Γράφει πως χρησιμοποιείται κυρίωςσαν «τι αγωνιέσαι;» που σημαίνει «με τι ασχολείσαι, με τι καταπιάνεσαι».
Λογικά ακούγεται σαν μέση φωνή του » (για, με) τι αγωνιάς»
spatholouro said
«Γούλα» κλπ, πολλές πληροφορίες ο Ν. Πολίτης (όπου και γούλος/γουλί: μικρός λίθος σφαιροειδής):
https://books.google.gr/books?id=t5TkBgAAQBAJ&pg=PA94&dq=%22%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjlvLqJsNTWAhWDJJoKHY9uBGcQ6AEIRDAG#v=onepage&q=%22%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B9%CE%B1%22&f=false
Ριβαλντίνιο said
αγωνιέμαι
Το έχω ακούσει να το λένε : «Σταμάτα ν’αγωνιέσαι κει χάμου και πήγαινε μέσα να φάς».
ατονάω
θαμπώνει
μπεζερίζω
πατυχαίνω ή παντυχαίνω
Τα παραπάνω τα έχω διαβάσει σε κείμενα :
Ομοίως να προβλεφθώσι και χρήματα, διότι ο φροντιστής ατόνησε, και δεν ημπορεί να προβλέψη καμμίαν οικονομήν, διότι και τα χρήματα και τα γεννήματα τον λείπουν·…
Είναι τόσες ημέρας οπού καταπολεμούμεθα ημέρα και νύκτα, και οι στρατιώται ατόνησαν, το νερό του φρουρίου μας το έκοψε ο εχθρός από την αρχήν, και οικονομούμεθα κατά το παρόν από δύο στέρνας, και κατά την συνήθειαν των Ελλήνων γίνεται και εις αυτό κατάχρησις.,/i>
Βέγγος :
Απόψε σήμερα και χτές
όλες οι πόρτες είν κλειστές
και γω είμαι απόξω.
Και μες το θάμπος το θαμπό
παίρνω αμπάριζα να μπώ
και με πετάνε όξω.
Όλος ο κόσμος μ’αγνοεί
βαρέθηκα ποια τη ζωή
τους φθόνους και τα μίση.
Αλί, Αλί και τρισαλί
φωνάχτε αμέσως τον Αλή
να με καρατομήσει.
Βρε Λέκκα Κουλοχέρα Θαλάσση κερατά,
πάντεχες τ’ είναι Σκάλα και Βλαχοστεφανιά
Εδώ είναι Ξεροκάμπι και Παλιοπαναγιά
Εδώ είναι ο Κουμουστιώτης με το χρυσό σπαθί
που κάνει τους Μανιάτες να τρέχουν σαν λαγοί.
https://kariopoliskontostavlifokades.blogspot.gr/2014/06/1821.html
Σε παραμύθι :
Με του ψαριού την διαταγή και την δική μου απαντοχή, κουβάδες βγάλτε πόδια και γυρίστε μόνοι σας σπίτι.
Ριβαλντίνιο said
Το γούλι δεν το ξέρω. Ξέρω το γουλάκι στα λάχανα. Δεν ξέρω αν έχει σχέση και ο «Πύργος του Γουλά» που ήταν στην Ακρόπολη.
spatholouro said
Ο Κοραής για το «φροντζάτον»
https://books.google.gr/books?id=JQ0UAAAAQAAJ&pg=PA657&dq=%22%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%BD%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjU4OPVtNTWAhVrCZoKHWSLAWsQ6AEIVTAI#v=onepage&q=%22%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%BD%22&f=false
Γιάννης Μαλλιαρός said
Το μπεζερίζω εγώ το ξέρω (Πλωμάρι) με την έννοια πως τα καταφέρνω επιτέλους (μπιζέρσα να το τελειώσω, αμ μπιζέρσις πια να το κάνεις)
Λ said
66 Εμείς λεμ2ε μάχομαι ή μάχουμαι να μα(γ)ειρεψω
Δεύτερο πρόσωπο μάσιεσαι
Σκύλος said
77 Ρίβα, το κοκκινογούλι, όμως, θα τόχεις ακούσει.
Που είναι κόκκινο και στρογγυλό, σαν βότσαλο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>ξεμουτόχου: επιρ., επίτηδες
ξαργιτού σ΄εμάς
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
52 / 76 τώρα βλέπω το ξαργιτού σας.Στγγνώμη! Κι έκανα κι αναζήτηση μην και το είπατε αλλά με ξαργητού, μα μόλις το έγραψα δε μου πήγαινε,το διόρθωσα κι έτσι τζάμπα η έρευνα 😦 🙂 Στα ανατολικά ειδικότερα λέμε αξάργου .
Σκύλος said
Για το μπεζερίζω, να θυμηθούμε τον αμερικανοελληνοαρμένη Μπαζ Μπεζερίδη που γεννήθηκε στη Σαμψούντα και πέθανε στο Λος Άντζελες
https://en.wikipedia.org/wiki/A._I._Bezzerides
spiridione said
Στην Αιτωλία βλέπω ότι είναι παραγωγική η κατάληξη -έλ(λ)α.
Το συμπεθεριό του Καρπενησίου
Είναι στο πλάϊ του Βελουχίου. Έρχεται βερέμικα τον κατήφορο. Είναι κανταρέλια το συμπεθερικό. Που ακολουθεί δεν ξέρουμε, δηλ. Ποιά είναι η μπροστινέλλα και ποιά η κοντινέλλα. Αν η μποστινέλλα είναι επάνω, πάει κατά το Στένωμα, αν την άλλη μεριά, τον κατήφορο, πάει κατά το Καρπενήσι.
Τόπος Καταγραφής
Αιτωλία
Χρόνος καταγραφής
1928
Πηγή
Αρ. 916, σελ. 783, Αιτωλία, Λουκόπουλος
Συλλογέας
Λουκόπουλος, Δημήτριος
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/293791
Μπροστινέλλα και κοντινέλλα, διαβάζω ότι είναι το μπροστινό και το τελευταίο τμήμα του κοπαδιού. Κανταρέλια, πρέπει να έχει σχέση με την κανταρέλα του Αλέξη.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
83 Ασυγχώρητα ανορθόγραφη 🙂 , δαιν πυράζοι όμος.
Ριβαλντίνιο said
@ 81 Σκύλος
Ναι.
spiridione said
Για το κατελώνω
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/145441
Βρωμάει κι η κουφή πορδή, μα η κούφια κατελώνει
Άγνωστος συλλογέας
Τι θα πή είν’ άρχοντας, που εκείνος κατελώνει
Καββαδίας, Γεώργιος (1876)
Και το ‘να του βρωμά και τ’ άλλο κατελώνει
Καββαδίας, Γεώργιος (1876)
Λ said
Κουκουμά λέμε τον κουμπαρά
Κουκκουμάρα όμως είναι είδος στάμνας με στενό λαιμό. Κουκκουμώννω σημαίνει παίρνω (επίσημη) πόζα με το στόμα κλειστό, χωρίς χαμόγελο.
Τσιακίλι είναι τα σπασμένα βότσαλα που χρησιμοποιουμε στις κατασκευές και τσιακιλομηχανή η μηχανή που σπάζει τα βότσαλα για την παραγωγή του. Εχουμε και ένα προσφυγικό συνικοισμό στη Λάρνακα που λέγεται (το) Τσακκιλερό. Θα κοιττάξω το ερχόμενο Σάββατο που θα πάω για την κηδεία ενός αγνοουμένου μας αν όντως έχει πολύ τσιακκίλι.
Επίσης αν κάποιος ροχαλίζει πολύ του λέμε «είσαι σαν την τσιακκιλομηχανή»
Τον παρασάνταλο τον λέμε παραθκιάνταλο αν και το παρασάνταλος είναι πολύ καλό γιατί έχει τη λογική του αυτός που φορά παράταιρα σαντάλια, πράγμα π0υμμου έτυχε στη παραλία μια φορά. Το δικαιολόγησα αμέσως, μα αυτή είναι η νέα μόδα, είπα.
Τηλυκράτης Λεξίμαχος said
# 29 Ξεματόχου και ξεμάτοχα λέμε στη Λευκάδα, όχι ξεμουτόχου
Υιοθετούμε την ετυμολογία που δίνει ο Λάζαρης κι Κοντομίχης
αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος
Ενδιαφέρον έχει ότι από το ξεμάτοχα βγάζουμε το επίθετο ξεματοχινός
http://lexikolefkadas.gr/category/ks/page/4/
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα, κάνατε πολύ ουσιαστικές προσθήκες
65κε Μπράβο, πολύ χρήσιμα όλα τα λινκ και πειστικότατη η ετυμολόγηση του «κατελώνω»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>χλιμάρα, η: ουσ., κατάντια, κακομοιριά, μιζέρια. Από τη θλίψη>θλιμάρα και μετατροπή του θ σε χ.
Ναι χλίβομαι το θλίβομαι
Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερο μαύρη μέρα ,σήμερο ν όλοι χλίβονται κα τα βουνά λυπούνται
Μιχάλης Νικολάου said
42, … προστακτική «ναμ’» αντί για «δώσε μου» …
Στην τύχη: Από το «δίνε μου»;
Μιχάλης Νικολάου said
…γούλι … βότσαλο … λείο και γυαλιστερό
Υποθέτω η φράση «κουρεύτηκε γουλί» είναι πανελλήνια.
loukretia50 said
«τον κουρέψανε γουλί » ¨ για τεντυμπόηδες και άτυχους που κόλλησαν ψείρες
προγούλι, κοκκινογούλι ¨λεία και στρογγυλά
«τσαούλια » ήξερα τα μάγουλα και μια απειλή ¨»Θα σε ξετσαουλιάσω!»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>κουκούμα, η: ουσ., η φλυτζάνα, η κούπα του καφέ ή του τσαγιού.
κουκουμάς, το (παλιό) μελανοδοχείο
και το κιούπι του Κλήδονα κι απ΄αυτό και όλη η διαδικασία,το έθιμο:
Πέπε said
@89:
> > Κουκουμά λέμε [στην Κύπρο] τον κουμπαρά. Κουκκουμάρα όμως είναι είδος στάμνας με στενό λαιμό.
Στη Σύμη, κουκκουμάς είναι ο κλήδονας, ο οποίος είναι ένα πήλινο σκεύος νερού που χρησιμοποιείται στο ομώνυμο έθιμο. Καθώς μάλιστα ο καθένας ρίχνει μέσα στον κλήδονα από κάποιο χαρακτηριστικό δικό του αντικείμενο, δε φαίνεται τελείως άσχετη και η κυπριακή έννοια του κουμπαρά (κλασικά ο κουμπαράς είναι κι αυτός πήλινο σκεύος).
@66:
> >
___>> αγωνιέμαι: ρημ., ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι. Από το αγωνίζομαι.
πολεμώ ,το ακριβώς αντίστοιχο στην κρήτη:
-ίντα κάνεις γειτόνισσα
-εδά πολεμώ να μαγερέψω
Αυτό το «πολεμώ» είναι νομίζω πανελλήνιο. Ενέχει και την έννοια της προσπάθειας, όχι όμως της πολύ επίπονης (δεν ξέρω αν το λένε για κάτι τελείως εύκολο).
Είναι όμως ωραίο ότι στα κατωιταλιώτικα το πολεμώ έχει φτάσει να σημαίνει, ευθέως, «δουλεύω».
@83:
Έφη, στην αναζήτηση βολεύει να βάζεις μόνο το τελείως σίγουρο κομμάτι της λάξης, εδώ π.χ. «ξαργ»
_________________________
Ματίζω, ματισιά: νομίζω ότι είναι από τις κρυφοπανελλήνιες λέξεις. Η ίδια η έννοια ίσως δεν είναι τόσο ευρέως διαδεδομένη: οι άνθρωποι για τους οποίους το να ενώνεις δυο κομμάτια σχοινί έχει αρκετή σημασία ώστε να χρειάζονται ειδική λέξη είναι ίσως κάπως ειδικές ομάδες (π.χ. ναυτικοί – πρόσφατα το πέτυχα σε κάτι άρθρα για προσκοπικούς κόμπους), οπότε δεν ακούγεται καθημερινά, ωστόσο όλοι όσοι κατέχουν την έννοια έτσι το λένε, νομίζω, είτε ναυτικοί και πρόσκοποι είτε όχι, και ανεξαρτήτως τόπου καταγωγής. (Αναρωτιέμαι αν το λένε και οι ηλεκτρολόγοι για την ένωση καλωδίων.)
_________________________
Η χλιμάρα μάλλον είναι χλιμμάρα. Όσο για τον αρίλογο, αν είναι από τον αραιολόγο και όχι από τον ηρολόγο, μήπως κι αυτός θα ήθελε -υ-, αρύλογος; ο αρύς, η αριά, το αρύ, είναι ο αραιός (κατά το μακρός – μακρύς κ.’α.). Ξέρω ότι φαίνεται εξεζητημένο, αλλά αυτό το [i] πρέπει κάπως να εξηγείται.
Πέπε said
@94, 95:
Κοκκινογούλι είναι το παντζάρι. Γουλί είναι, νομίζω, ένα παρόμοιο λαχανικό που δεν είναι όμως κόκκινο. (Και που είναι φαλακρό!)
Πέπε said
Δεν είναι ενδιαφέρον ότι, ενώ «χτένι» είναι η χτένα, ωστόσο κάθε εργαλείο ή αντικείμενο που μοιάζει με χτένα αλλά κάνει άλλη δουλειά ονομάζεται πάντοτε χτένι και ποτέ χτένα;
Χτένι για τις ελιές, χτένι-τσουγκράνα, χτένι του αργαλειού, χτένι της λύρας…
Μιχάλης Νικολάου said
… σουφροκλανίστρα, η: ουσ., λαϊκή λέξη εξαιρετικής εκφραστικής δύναμης και παραστατικότητας. Δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στην ΚΝΕ. …
Είναι αριστοτεχνικά ακριβέστατη από μόνη της η λέξη, προφανώς εμπνευσμένη από τακτική για διατήρηση της «υπόληψης» αλλά και ικανοποίηση συντρόφου. Όπως ακριβώς εξηγείται και στο κείμενο: Στα φανερά ενάρετη και από πίσω κάνει διάφορα.
Σε κάποιους κύκλους έχω ακούσει και το σχετικό
«Τής (ή και τού) έχει κάνει τη
σούφρα δαμάσκηνο»
(το αποξηραμένο).
Το -κλανίστρα πιθανόν να έχει έμπνευση και από την κανίστρα (καλάθι) όπως σε αθώο – πιπεράτο, υποτίθεται – παιδικό λογοπαίγνιο.
Πέπε said
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι «30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο».
Αυτό το «τις» αμέσως χτυπάει κάπως παράξενα.
Όποιος είναι λίγο εξοικειωμένος με τις γλωσσικές ιδέες του Νίκου, δε δυσκολεύεται να φανταστεί τον πιθανότερο λόγο της παράταιρης παρουσίας του: (α) πολλές φορές βάζουμε σε αναφορικές προτάσεις αυτό τον αδύνατο τύπο ως αντικείμενο ενώ η πρόταση έχει ήδη «που» ως αντικείμενο, (β) αυτό έχει λοιδωρηθεί από κάποιους λαθοθήρες, άδικα όμως, παράλληλα δε αποφεύγεται από ορισμένους που προσπαθούν να είναι τόσο τυπικοί στα ελληνικά τους ώστε καταλήγουν να γράφουν αφύσικα, (γ) άρα καλό είναι να μπαίνει παντού.
Στο (γ) όμως υπάρχει λογικό άλμα. Δεν είναι καλό να μπαίνει παντού. Δεν είναι λ.χ. σωστό στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Και πράγματι, εκεί που τελειώνουν τα εισαγωγικά του Νίκου και αρχίζει το καθαυτό κείμενο του Αλέξη, ξαναβλέπουμε τον τίτλο, γραμμένο σωστά: «30 λέξεις που λένε στο Ξηρόμερο».
Ο Αλέξης γράφει όπως κάθε φυσικός ομιλητής. Ο Νίκος ψάχνει (αγωνιέται) να βρει πώς θα ήταν το ακόμη φυσικότερο.
Λ said
Το γοογγύλι που στα αγγλικά ειναι parsnip (θυμάμαι την καημένη την Tess d’Urberville που μάζευε γογγύλια) και пастернак στα ρωσικά που ειναι και το επώνυμο του συγγραφέα του δόκτορα Ζιβάγκο
sarant said
101 Τουσέ!
102 Ώστε Παντζαράς!
Αγγελος said
To ‘παρασάνταλος’ και το ‘κάμα’ σαφώς είναι της κοινής.
Από ένα αναγνωστικό Β’ ή Γ’ Δημοτικού του 1960 θυμάμαι τη γιαγιά που «κάθεται στο λανάρι και με το πόδι λαναρίζει τα μαλλιά». Προφανώς δεν είναι μόνο ξηρομερίτικο και δεν είναι σκέτο χτένι· ίσως όμως ξηρομερίτικη να είναι η σημασία «τσουγκράνα».
spiridione said
Νικοκύρη κάτι έπιασε η σπαμοπαγίδα.
mitsos said
Πολύ ωραίο το συμμάζεμα του Αλέξη
και μάλλον πολύ καλή η διαίσθηση περί ετυμολογίας
η σουφροκλανίστρα συμφωνώ όμως είναι εύρημα που δικαιούται τον τίτλο της λέξης της χρονιάς
@95
Τσαούλια δεν είναι μάγουλα αλλά η κάτω γνάθος ή γενικώς τα σαγόνια
( τονισμένο ως τσαουλιά είναι και ποικιλία φαλολιάς και ποικιλία βερυκοκιάς)
spiridione said
Για το ξεμουτόχου, ξεματόχου κ.λπ.
Ο Κασομούλης έχει το επιρρ. «ξεμέτοχα».
Ο Βλαχογιάννης έχει υποσημείωση: » Ο λαός της βορ. Ελλάδας έχει το επίρρημα «ξεμοτόχου» = επίτηδες. Απ’ αυτό φαίνεται πειο παλιό το πληθυντικό «ξεμέτοχα» = αδιάφορα».
https://books.google.gr/books?id=S3jzBgAAQBAJ&pg=PA275&lpg=PA275&dq=%CE%BE%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%B1&source=bl&ots=oOu_LpGBOq&sig=erjkjWiwSx9wpB_Wh4Nr1QQcwwA&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwj6zeTS0NTWAhWMIcAKHcEkC-8Q6AEIJTAA#v=onepage&q=%CE%BE%CE%B5%CE%BC%CE%AD%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%B1&f=false
Ο Αγ. Τσοπανάκης στα Διαλεκτικά Μακεδονίας:
ξιμέτουχους (-ξεμέτοχος) = αδιάφορος, ασυγκίνητος. «Παναΐα μ’,πώς ειν’ ξ. ου κόσμους!» (πβλ. καί Μπουντώνα, ε.α. 95, 6 υπό αφροντισιάς βραδυκίνητος). Το επίθετο το βρίσκουμε με κάποια σημασιολογική παραλλαγή και στην Ρόδο (και έπίρρ. ξεμέτοχα)= ο ξέγνιαστος, αυτός που δεν έχει πάρει είδηση· «ήμουν ξεμέτοχος». Η σύνθεση φαίνεται να είναι μεταγενέστερη, από το μέτοχος με την πρόθεση ξε- (όχι – *εκμέτοχος).
Click to access ekd_pemk_05_tsopanaki.pdf
sarant said
105: Ήταν το φορτωμένο 107, απελευθερώθηκε. Και καλά τα λέει.
Αγγελος said
Πέπε, γιατί δεν είναι σωστό στη συγκεκριμένη περίπτωση και είναι σωστό στο «τι ‘ν’ αυτό που το λένε αγάπη;»; 🙂 Σοβαρά τώρα, δες και την παράγραφο 767 της Νεοελληνικής Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη (στην έκδοση του 1941, όχι τη σχολική επιτομή):

Σκύλος said
Στο 106 ο Mitsos είπε και ελάλησε
η σουφροκλανίστρα συμφωνώ όμως είναι εύρημα που δικαιούται τον τίτλο της λέξης της χρονιάς
Θέτω και επίσημα την υποψηφιότητα προς το Νικοκύρη και τον εφορευτικό επίτροπο
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Σουφροκολλιάζω (ή σουφροκωλιάζω;), τί νομίζετε σημαίνει στα κρητικά; Συγγνώμη Αλέξη για τη σφήνα στο ωραίο Ξηρομερήτικο κέρασμα σήμερα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
111 είναι εντελώς αθώο.
«Πάλι το σουφροκώλιασες, μη ράφτεις σφιχτά! Μη σύρνεις τέρμα την κλωστή» έλεγε η γιαγιά μου στις πρώτες αδέξιες απόπειρες όταν μας μάθαινε να κεντάμε/ράβουμε/στριφώνουμε και το ύφασμα γινότανε μια σούφρα στα δαχτυλάκια μας (των κοριτσιών εννοείται).
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
110. Δε μ΄αρέσει! Σουφροκαλαμίστρα αχνοπλέει στο νου μου και δεν ξέρω αν πράγματι την έχω συναντήσει ή τη σκέφτηκα.Καλαμίζω είναι κομμάτι της υφαντικής.
«Καλαμίζεις» στην Αρκαδία πα’ να πει λες βλακείες.
Γιάννης Ιατρού said
Χαιρετώ (με την ανοχή του γείτονα, που μου προσφέρει την πρόσβαση και σήμερα ….)
1, 110 Κι εγώ μαζί σας 🙂
Μέχρι τώρα, όταν ήθελα να γελάσω, πήγαινα σε ΑΤΜ, πάταγα «κατάθεση» και διάβαζα το «Μην εισάγετε πάνω από 80 χαρτονομίσματα στο φάκελο».
Τώρα αλλάζει το πράμα … Θα θυμάμαι αυτό 🙂
Σκύλος said
114
Δηλαδή, από ίνδερνετ μένεις στην/ον άσσο;
ΟΚ, ο Μιχάλης θα τόλεγε καλύτερα
tzortzokalias said
Για το ξεμουτόχου: σε πολλά μέρη λένε ξάργου όπως διάβασα ή ξαργού (Βοιωτία), διάβάσα ότι ετυμολογείται από το έξ έργου δλδ εξ επι τούτου ή εξεπίτηδες, συγχωρέστε με αν έχει ήδη ειπωθεί
sarant said
110 Ελπίζω να το θυμηθούμε σε δυο μήνες
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
21. >>Το «βαρούν οι σειρήνες» πώς το λένε εκειά στο Ξηρόμερο
Βαβίζουν (γαυγίζουν) στη Λάρσα 🙂
>>αγωνιέμαι όπως το βασανιέμαι/τυρανιέμαι των κουμπάρων
>>κάμα
από τη μπαλάντα του κυρ Μέντιου, του Κ.Βάρναλη
Aνωχώρι Kατωχώρι,
ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή
114. Καλά! 🙂
Γιάννης Κουβάτσος said
Η λέξη της χρονιάς δεν πρέπει να έχει ακουστεί ευρέως στη δημόσια ζωή της χώρας όπως π.χ. αριστεία, κλήρωση (πλησιάζει η μαθητική παρέλαση της 28ης); Η σουφροκλανίστρα θα διαγωνιστεί σαν γκεστ σταρ; 😊
Σκύλος said
119 Ό,τι πει ο Νικοκύρης και ο Στάζι. Εγώ πάντως θα τηνε προτείνω.
ΓιώργοςΜ said
119, 120 Ε, με τρεις υποστηρικτές και βάλε (διεκδικώ τα πρωτεία 🙂 ) νομίζω πως δεν θα υπάρξει πρόβλημα! Ας δει κάποιος και το καταστατικό του ιστολογίου… 😛
Γιάννης Κουβάτσος said
Εντάξει, μαζί σας, πείστηκα. Ας αποσχιστούμε και μια φορά από τη μίζερη δημόσια πραγματικότητα. 👍
Γιάννης Ιατρού said
115: Όχι ρε Σκύλε, στη βάση μου είμαι. Αλλά έχει κοπεί το καλώδιο του ΟΤΕ και θέλουν 10-12 μέρες για να το φτιάξουν…
Γιάννης Κουβάτσος said
Προβλέπω η λέξη να παίζει πολύ και στα σχόλια από δω και μπρος. Π.χ. Άσε μας κάτω με την σουφροκλανίστρα την κυβέρνηση! Τάχα μ’ αριστερή και μας έχει ρημάξει στη λιτότητα! Ή πάλι: Η σουφροκλανίστρα η Ευρώπη, κόπτεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά …την πάπια για τις ομορφιές του Ραχόι.
Α, ρε αθάνατη ελληνική γλώσσα! 😎
Alexis said
#104: Το «παρασάνταλος» ειλικρινά δεν το είχα ακούσει όσο ζούσα στην Αθήνα και δεν φανταζόμουνα ότι είναι τόσο διαδεδομένο. Μονοσάνταλος είχα ακούσει, παρασάνταλος όχι.
Τα ευρήματα του Σπαθόλουρου είναι εντυπωσιακά! Το «φρατζάτο» αν και το είχα ψάξει κι εγώ δεν βρήκα κάτι σχετικό, αυτός το βρήκε στον Κοραή!
Χαίρομαι που άρεσε το άρθρο και έβγαλε και γέλιο 🙂
Τηλυκράτης Λεξίμαχος said
θαμπώνει: ρημ., βραδυάζει, σουρουπώνει, σκοτεινιάζει. Απρόσωπο ρήμα, μόνο στο γ’ ενικό. Και «θάμπωμα» το σούρουπο.
Σε λίγο θα θαμπώσει και δεν θα βλέπεις να κάνεις δουλειά, καλύτερα να σταματήσεις.
Στη Λευκάδα λέμε και χαλιπώνει, Υπάρχει και το ουσιαστικό χαλίπωμα, περί λύχνων αφάς
Ο Σολωμός το προσδιορίζει
και όταν θολώσουν τα νερά, και όταν πληθύνουν τ’ άστρα.
Και ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς μιλωντας για το δάσκαλό του Νίκο Σβορώνο, κι οι δυο Λευκαδίτες, γράφει
Τελειώνοντας, ας μου επιτραπεί να μιλήσω με προσωπικότερους τόνους, όχι ασύνδετους με κάποια ζητήματα που φευγαλέα υποσήμανα.
Η θεια μου, αδερφή του πατέρα μου, Ελένη Ράπτη, αγνάντευε από το μπαλκονάκι της, σε ένα από τα σοκάκια που από την πλατεία της πόλης μας βλέπουν τη διώρυγα,
αγνάντευε στη «χλιμάρα», όπως έλεγε, του δειλινού το πατρικό της σπίτι, στην απέναντι στεριά, και αντάλλαζε κουβέντες και «νέα» με τις γειτόνισσες.
Ένα τέτοιο δειλινό, «χαλίπωμα» όταν θολώνουν τα νερά, καθώς λέει ο ποιητής, την άκουσα να λέει ότι ο Νίκος ο Σβορώνος είχε πάει στους βλάχους και «χάλευε» (δηλαδή ζητούσε) «λέξες».
Εκ των υστέρων χρονολογώ αυτό το άκουσμα στα 1940, όταν πατούσα τα εφτά χρόνια. Χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, μου επιβεβαίωσε αυτή τη γλωσσική του έρευνα στους βλάχους του Ασπροπόταμου. Κάποια στιγμή η Αικατερίνη Καμηλάκη θα παρουσιάσει, ύστερα από παράκλησή μου, αυτή τη συναγωγή λέξεων (ίσως και φράσεων). Την ίδια εποχή ο Νίκος Σβορώνος θεωρούνταν ως βαθύς γνώστης της κουτσοβλαχικής. Είναι η εποχή όπου ασχολείται με τον ελληνισμό των Ηγεμονιών, η εποχή όπου παρουσιάζει στο ελληνικό επιστημονικό κοινό τον Καρτογιάν. Ξέρει λοιπόν ρουμανικά. Τα ενδιαφέροντά του αυτά τα εγκατέλειψε αργότερα, όταν τον απορρόφησαν άλλες ασχολίες. Δεν έπαψαν, ωστόσο, να θεμελιώνουν το τεράστιο πνευματικό του κεφάλαιο, αυτό που του επέτρεπε να αναφέρεται με άνεση σε όλη τη διαχρονία της ελληνικής ιστορίας. Όσο για τις γλωσσικές του έρευνες στους βλάχους του Ασπροποτάμου, μου είχε πει ότι τον αποκαλούσαν «τσότσου Νίκου», κοντόκορμος καθώς ήταν.
http://synlefkada.pblogs.gr/pages/75.html
Όπως βλέπουμε εκτός από το χαλίπωμα ο Ασδραχάς μιλαέι για τη «χλιμάρα» και το «χάλευε» που έχουν αναφερθεί ήδη.
Καταλήγοντας
Χαίρε κ’ εσύ της Ρούμελης γειτόνισσα, ω Λευκάδα,
Του αρματωλού φωλιά
(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Σκύλος said
123 να σου πέψω ταινία μονωτιτσιά;
κάναν εναερίτη;
Eli Ven said
Το «μπεζερίζω» πανελλήνιο νομίζω, το «φρατζάτο» το λέμε στη Μεσσηνία.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Πολύ ωραίο το σημερινό, χάθηκα στις λέξεις που έβαλε ο Αλέξης. 🙂
Mπράβο Αλέξη για την όμορφη ξενάγηση.
Nα πούμε κι ένα μπράβο στο Σπαθόλουρο, κουνέλια απ΄το καπέλο έβγαλε σήμερα.
Μιά και μπήκα αργά δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά το σημερινό νήμα ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ από καθαριότητα. 🙂
» σουφροκλανίστρα, η: ουσ., λαϊκή λέξη εξαιρετικής εκφραστικής δύναμης και παραστατικότητας. Δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στην ΚΝΕ»
Από παλιά είχανε θέμα στην ακριβή απόδοση εκεί στην ΚΝΕ. 🙂
Πέθανε κι ο Tom Petty.
Πέπε said
@109:
Υποθετικός τίτλος άρθρου:
«27 λάθη που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε»
ή
«27 λάθη που τα κάνουμε όταν ξυριζόμαστε»
Άλλο:
Θα σας δείξω μερικές ζωγραφιές που έκανα μικρός / που τις έκανα μικρός
Δε βλέπω να εξηγεί ξεκάθαρα ο 30φ πότε βάζουμε και πότε δε βάζουμε την αντωνυμία. Για την ακρίβεια, δεν αναφέρει καν ότι δεν τη βάζουμε κάποτε (ίσως το θεωρεί αυτονόητο και αναφέρει μόνο τη μη αυτονόητη περίπτωση).
Όλοι ξέρουμε ότι δεν μπαίνει πάντοτε, αλλά για το πότε μπαίνει και πότε όχι, άμα δε λέει ο 30φ, ποιος είμαι εγώ να βγάλω κανόνα; Νομίζω ωστόσο ότι εμπειρικά οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι στα δύο παραπάνω παραδείγματα η αντωνυμία περισσεύει.
Αιμ said
Ευχαριστούμε Alexis
125. Παρασάνταλο με είχε αποκαλέσει η εκ Μεσσηνίας μάννα μου όταν με είδε να βγαίνω, μαθητής ακόμα κάπως παράτερα, κατ’ αυτήν, ντυμένος. Εκτοτε θεωρούσα ότι ήταν ένα Ομηρικό προσονύμιο για τον ατημέλητο ! Δε με χάλαγε κιόλας
to_plintirio said
Ματίζω είναι και το εμβολιάζω τα φυτά, δέντρα για να κάνουν καρπούς και αυτό ένα είδος προέκτασης είναι.
Γιάννης Κουβάτσος said
«Αγόρια που αγαπάνε τα κορίτσια.»
«Αγόρια που τα αγαπάνε τα κορίτσια.»
Στη δεύτερη περίπτωση χρειάζεται η αντωνυμία, για να αποφευχθεί η σύγχυση με την πρώτη περίπτωση. Αλλά ναι, όταν δεν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης, η αντωνυμία είναι περιττή.
Alexis said
#129: Σ’ ευχαριστώ Λάμπρο.
#126: Οι Λευκαδίτες έχουν πολλά κοινά στο λεξιλόγιο με τους Ξηρομερίτες. Ανέκαθεν οι δύο περιοχές είχαν στενές σχέσεις. Διαφέρουν ωστόσο στην προφορά και στο τρόπο τονισμού, τα λευκαδίτικα είναι σαφώς πιο «τραγουδιστά» και εκλεπτυσμένα, τα ξηρομερίτικα πιο βαριά…
#132: Στο Ξηρόμερο το λένε «κεντρώνω».
raf said
Εγώ φαντάζομαι το αντίστοιχο εικονίδιο, αν βγει λέξη της χρονιάς η «σουφροκλανίστρα»…
sarant said
133 Καλό παράδειγμα, αλλά βέβαια δεν υπάρχει πάντα αμφισημία.
128 Δεν θα το έλεγα πανελλήνιο, μάλλον πολυτοπικό.
ΓιώργοςΜ said
133 Δε νομίζω πως αποφεύγεται η σύγχυση. Η δεύτερη πρόταση μπορεί να σημαίνει το ίδιο με την πρώτη, ανάλογα με το πώς θα τονιστεί, σαν επιτατικό, πχ
ο κυνηγός σκότωσε το λύκο
ο κυνηγός τον σκότωσε το λύκο
Στο παράδειγμα, τα αγόρια και τα κορίτσια δυνητικά είναι στην ονομαστική ή την αιτιατική, η μορφή της λέξης δεν αλλάζει, κι έτσι παραμένει η ασάφεια.
gpoint said
# 129
Πέθανε κι ο Tom Petty.
Οχι ρε πούστη…
Γιάννης Ιατρού said
138:

ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Την τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα την ξέρουμε; 🙂 🙂
Πέπε said
@133 κ. σχετ.:
Κοιτάξτε τα παραδείγματα που δίνει ο 30φ στο #109 του Άγγελου.
Κατ’ αρχήν, μιλάει μόνο για αναφορικές προτάσεις με «που». Περιπτώσεις όπως «ο κυνηγός τον σκότωσε τον λύκο» εξετάζονται χώρια.
Για τις αναφορικές λοιπόν, λέει «όταν το που αντιστοιχεί σε πλάγϊα πτώση», δηλ. γενική ή αιτιατική, και δίνει παραδείγματα και για τις δύο. Όπου πρόκειται για γενική, τύπου «ένας άνθρωπος που τα μάτια του …» (=του οποίου τα μάτια…), η αντωνυμία είναι νομίζω απολύτως απαραίτητη.
Στην αιτιατική είναι που εγείρεται ζήτημα. Εκεί τι παρατηρούμε;
Εν πρώτοις, υπάρχει το παράδειγμα της υποσημείωσης 1, που από ένα σημείο και πέρα δεν είναι σωστό: «Μια ιστορία που τη διάβασα σ’ ένα βιβλίο (=την οποία διάβασα σ’ ένα βιβλίο – σωστό) που το έγραψε ο Χ (=το οποίο έγραψε ο Χ – σωστό πάλι) που την άκουσε από τον Ψ (=ο οποίος την άκουσε από τον Ψ: από δω και πέρα τα «που» και οι αντωνυμίες αδύνατου τύπου δεν αναφέρονται πια στο ίδιο πρόσωπο/πράγμα!).
Ας κρατήσουμε τα σωστά παραδείγματα. Ας τα συγκρίνουμε με σωστά παραδείγματα όπου δεν μπαίνει η αντωνυμία, και ας δούμε ποια διαφορά εμφανίζεται συστηματικά.
(Όπως είπα, δεν έχω βρει την απάντηση. Νομίζω όμως ότι βρήκα τη σωστή ερώτηση.)
voulagx said
Σαμψών και Δαλιδά
Γιάννης Ιατρού said
142: Βασιλιά των ορέων, μάλλον αλλού ήθελες να το γράψεις 🙂
Λ said
132, 134β και η κυπριακη λέξη γοα το μπολιάζω ειναι αμματίζω.
Περιμένω να ‘ρτει τζείνη η ώρα που θα συζητηθεί η λεξη της χρονιάς. Ηντα ξέρω αλλά θα ειναι το δημοψ3ηφισμα και όχι οι πρόσφυγες
Βάταλος said
Εντιμώτατοι κύριοι,
διακόπτω την σιωπήν μου διά να συγχαρώ τον αναγνώστην Αλέξην, επειδή (άθελά του) απέδειξε την απύθμενον αφέλειαν και το χαμηλότατον επίπεδον της συντριπτικής πλειοψηφίας των αναγνωστών του Σαραντακείου Ιστολογίου. Μέχρι και ο – υποτίθεται – νουνεχής καθηγητής Νικολάου (σχόλιον 100) περιλαμβάνεται μεταξύ των 12 αναγνωστών (σχόλια 1, 2, 5, 6, 9, 15, 67, 106, 110, 129 και 135) που επείσθησαν ότι η λέξις «σουφροκλανίστρα» είναι υπαρκτή και ουχί αποκύημα της φαντασίας του Αλέξη, όπως πράγματι συμβαίνει…
Μάλιστα, ο δασκαλάκος Κουβάτσος ενεθουσιάσθη τόσον πολύ με την ανύπαρκτον λέξιν, που με αλλεπάλληλα σχόλια προσπαθεί να την διαφημίση διά να ψηφισθή ως «Η λέξις του 2017»… Τόσον χαμηλόν είναι το επίπεδον των δημοδιδασκάλων εις το χρεοκοπημένον Ρωμέικον!..
1) Εντιμώτατε κ. Αλέξη, προσπαθείτε να ανακαλύψετε τον Τροχόν. Από το σωτήριον έτος 2008 υπάρχει εις τον Ουρανόν του Διαδικτύου προσβάσιμον Λεξικόν του Ξηρομέρου, με 2.132 λέξεις, όπου ευρίσκεις αμέσως ακόμη και τμήματα λέξεων ή φράσεων. Το λεξικόν αγνοεί παντελώς τη λέξιν «σουφροκλανίστρα», που είτε κατεσκευάσατε μόνος σας, είτε την ηκούσατε από κάποιον συγγενή σας και την εξελάβατε ως ξηρομερίτικον ιδίωμα, παραπλανών (τουλάχιστον) 12 διακεκριμένους αναγνώστας του παρόντος Ιστολογίου. Νομίζω ότι πρέπει να ζητήσητε δημοσίως συγγνώμην. Άν και – όπως προείπα – προσεφέρατε μεγίστην υπηρεσίαν, διότι αποκαλύψατε την απύθμενον αφέλειαν των Σαραντακείων αναγνωστών…
Η Κοινότης μας (Ελληνόψυχοι Ελληνοαμερικανοί του Ιλλινόϊ) διαθέτει τουλάχιστον 10 μέλη από το ηρωϊκόν Ξηρόμερον, που αμέσως διεβεβαίωσαν το Επιτελείον μας ότι η λέξις «σουφροκλανίστρα» είναι ανύπαρκτος και ουδέποτε την ήκουσαν κατά την διάρκειαν του πολυτετούς βίου των. Αγαπητό μου παιδί, κ. Αλέξη, σάς ΕΡΩΤΩ ευθέως: Έχετε λάβει διαζύγιον με την Αριστοτελικήν Λογικήν; ΑΝ υπήρχε τοιαύτη λέξις εις το Ξηρομερίτικον λεξιλόγιον, υμάς θα επερίμενε διά να καταγραφή; Δεν θα την είχον καταγράψει από πολλών ετών τόσαι Ξηρομερίτικαι ιστοσελίδες και σχολικαί εργασίαι που υπάρχουν ανηρτημέναι εις τον Ουρανόν του Διαδικτύου;
2) Περαίνω, προτείνων μίαν διαφορετικήν ετυμολογίαν του ρήματος «κατελώνω» από αυτήν που προτείνει ο ελληνοβαρεμένος γλωσσολόγος Χατζιδάκις (βλέπε σχόλιον 65): Είναι ηλίου φαεινότερον ότι το «κατελώνω» προέρχεται από τους Καταλανούς που αφήκαν εις το Ρωμέικον φήμην πολύ ρυπαρών ανθρώπων εξ ού και η κοσμαγάπητος παροιμία «Ο Ρωμηός νιβόταν κι ο Καταλανός σκατά αλειβόταν», που εξεκίνησε από την Υπάτην, αλλά ταχέως διεδόθη πανελληνίως. Βλέπε εδώ και εδώ και εδώ
Μετά της δεούσης τιμής
Γέρων Βάταλος
αιμύλος και σπουδαιόμυθος
ΛΑΜΠΡΟΣ said
138 – «Οχι ρε πούστη…» Για μένα το είπες κσλέ αυτό; ☺
Αυτό το τραγούδι Gee το είχαμε κάνει ύμνο στην ιπτάμενη ομάδα {με τον αδερφό μου τον Μάνο, τον Γιώργο και τον Σπύρο) Not Fly την δεκαετία του 90 όταν πειραματιζόμασταν με διάφορες πτητικές συσκευές που φτιάχναμε μόνοι μας. Ωραία χρόνια, όλοι τα παράτησαν μέχρι το 2002, κι από τότε συνεχίζω μόνος μου και μερικές φορές αναρωτιέμαι αν όντως είμαι τρελός όπως μου λένε ή είναι αυτοί γιατί πόσο λογικό είναι να ζηλεύεις τα πουλιά που πετάνε όταν μπορείς να το κάνεις κι εσύ; Οργώσαμε τα βουνά της Ελλάδος πετώντας για να καταλήξουν παντρεμένοι να βλέπουν ριάλιτι στην ΤΒ, αν αυτοί είναι λογικοί τότε προτιμώ να είμαι τρελός.☺
Μιχάλης Νικολάου said
Για την σουφροκλανίστρα προτείνω υποψηφιότητα για
Lifetime Achievement Award,
καθότι είναι διαχρονική και παρότι εμφανίστηκε εδώ πρόσφατα,
έχει πλούσια ιστορία, πολύ πάνω από λέξη της χρονιάς.
Στην απονομή του βραβείου θα εκφραστούν ευχαριστίες στον Αλέξη και σ´ όλους τους Ξηρομερίτες για την συνεισφορά τους.
Κ. Καραποτόσογλου said
Κ. Καραποτόσογλου, «Γλωσσικά Μυκόνου», Ελληνικά 55 (2005) 112-113.
Ή μπύρια, bύρıa, μπιριά, ή = τό χωνί για μετάγγιση νερού σε δοχείο κρασιού, βαρέλι, σχετίζεται με ένα ερωτηματικό με την μπυριέρα, ή – όργανον εκ λευκοσιδήρου εν σχήματι κολούρου κώνου διάτρητον κατά την βάσιν χρησιμεύον δια το θειάφισμα αμπέλων και λαχανόκηπων, από το απύρι, τό = θειάφι, αλλά η λ. απαντά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ως πίρια (151), πίργια, ή = μεγάλο χωνί κατάλληλο για τη μετάγγιση λαδιού, και ετυμολογείται από τό βενετικό (152) piria = imbuto (= χωνί) e infundibulo {= χοάνη, χωνί), strumento di latta fatto a campana, notissimo, per versare il liquore ne’vasi, και από την ελληνική ή την ιταλική τ αλβανικό (153) piri = funnel (= χωνί), tundish (= χοάνη, χωνί), ενώ η λ. μπιριέρα, ή, που άπαντά μόνο στο ακόλουθο τετράστιχο: μια φορά ταν μια γριά / τσαι κατούρειενε στραβά / και τση βάλα τή bιριέρα / τσαι κατούρειεν ίσια πέρα, δεν έχει τήν παραμικρή σχέση με το απύρι, τό = θειάφι, αλλά είναι παράγωγο τής λ. πίρια, πίργια, ή, πιθανότατα από αμάρτυρο ρομανικό τύπο *piriera, καθώς αυτός ο σχηματισμός ενισχύεται από την ύπαρξη της λ. peverar (154) =χωνί· imbottavino (= χωνί για κρασί) di grosse dimensione, το οποίο προέρχεται από το αμάρτυρο *plêtria, δηλαδή θεωρείται ίδιας προέλευσης με τη λ. piria, η οποία πιθανόν (155) ανάγεται στο αμάρτυρο μεσαιωνικό ελληνικό της (κάτω) Ιταλίας *πλήτρια, η = αυτή(ό) που πληρώνει, γεμίζει, πρβ. το αγγλικό αντίστοιχο filler = (προσ.) γεμιστής, oil fiiler = χωνί.
151. Αντ. Ξανθινάκης, Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, πρόλ.-επιμ. Χριστ. Χαραλαμπάκης,’Ηράκλειο 2000, σ. 427.
152. G. Boerio, ό.π., σ. 512. C Battisti – G. Alessio, ό.π., τ. 4, σσ. 2943, 2906, όπου) σημειώνουν: «pidriα f. a. ven. pidria, ven. piria (passaro al velletr. péria, abr. pirië,… lat. regionale pletria da un bizant. plē’tria, propriam. riempitrice, diffuso dall’ Esarcato ravennate.
153. S. E. Mann, ό.π., σ. 387.
154. S. Βattaglia, ό.π., τ. 13, σ. 223.
155. O W. Meyer-Lübke, Romanisches etymologisches Wörterbuch, σ. 548, Λήμμα 6597, μας πληροφορεί: «*plētria “Trichter (= χωνί)”.…Der Ursprung des, wie es scheint, in Norditalien bodenständigen und bei der Wanderung vielfach umgestalteten Wortes, vgl. tosk. pevera nach bevere, ist unbekannt; vielleicht griech. peiria ‘Trichter»».
Υ.Γ. Το Σπαθόλουρο (71) παραπέμπει στο παραπάνω απόσπασμα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
καλαμίστρα έν Κύθνω ή καλαμίζουσα, έπειτα ή διαβάλλουσα (πρβλ. τολυπεύειν), ή λάλος, ή αισχρά,
σελ.62
Click to access 003_%CE%9C%CE%93%CE%96%CE%97%CE%98%CE%A1%CE%91-%CE%9C%CE%93%CE%96%CE%97%CE%98%CE%A1%CE%91%CE%A3%20-%20%CE%9C%CE%93%CE%A3%CE%A4%CE%A1%CE%91%CE%A3_0.pdf
Pedis said
χαμάρα, τρεμούλας δεν παίζουν;
σουφροκλανίστρα, γιακάτττουαπταυλάκ ακούγεται, κι από πόλ … αμφιβάλλω αν κάποια βάβω θα τολμούσε να την πει ποτέ, ούτε κανάς χουριάτς να την προφέρει … για ξαναέλεγξε τις πηγές σου.
Γιάννης Κουβάτσος said
Είναι λάθος, Γιώργο, να χρησιμοποιούμε επιτατικά την αντωνυμία, όταν έτσι προκαλείται σύγχυση υποκειμένου και αντικειμένου.
spiral architect 🇰🇵 said
Πάντως ότι και να λένε μερικοί σχολιαστές, ο αγαπητός μου φίλος μου ο Σωτήρης, ο εκ χωρίου τινός του Αγρινίου καταγόμενος διάβασε ψες βράδυ την ανάρτηση και μου επιβεβαίωσε μέσω βάιμπερ την ορθότητα καταγωγής της σουφροκλανίστρας.
Γιάννης Κουβάτσος said
Οι παππούδες στα καφενεία και κυρίως οι γριούλες στις παρεούλες τους, όπου πλέκουν και κεντάνε, λένε πολύ χειρότερα από την αθώα σουφροκλανιστρα. 😊
Alexis said
Όπως έγραψα και στο άρθρο όλες οι παραπάνω λέξεις και πολλές ακόμα που έχω συλλέξει προέρχονται από προσωπικά βιώματα, δηλαδή τις έχω ακούσει εγώ ο ίδιος με τ’ αυτιά μου.
Το υποτιθέμενο «λεξικό» που αναφέρει ο Βάτman είναι μία απλή σχολική εργασία από κάποιο Λύκειο στο Θέρμο της Αιτωλ/νίας, την οποία φυσικά και γνωρίζω, αλλά το Θέρμο δεν είναι Ξηρόμερο. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο έγκυρα είναι αυτά που γράφει ο περί ού ο λόγος, αφού και οι άλλες παραπομπές του είναι της πλάκας.
Φυσικά και δεν είναι από τις λέξεις που καταγράφονται εύκολα σε γλωσσάρια η «σουφροκλανίστρα» καθώς δεν είναι «καθωσπρέπει» όπως και πολλές άλλες άλλωστε.
Άλλες λέξεις αυτής της κατηγορίας είναι το «καυλομανάω» (=χαζολογάω, κωλοβαράω) η οποία λέγεται κατά κόρον στο Ξηρόμερο ή ο «πουτσαράς» (=λεβέντης, παλικάρι) τις οποίες βέβαια δύσκολα θα βρει κανείς σε κάποιο γλωσσάρι.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
ή ο «πουτσαράς» (=λεβέντης, παλικάρι)
Και η πουτσαρού =λεβέντισσα ,να τα λέμε όλα 🙂
Ευχαριστούμε Αλέξη. Περιμένουμε και τα αποδέλοιπα.Ίσως κοντά στις απόκριες αν είναι πολύ πιπεράτα. 🙂 Ό,τι λέει η λαϊκή γλώσσα, τ΄αγαπάμε.
Για λέξη της χρονιάς ε δε συμφωνώ, εκτός αν μας τη σερβίρει δημόσια ο …Σαλμάς ξερωγώ (χοχοχ)
Kαλημέρα!
Alexis said
Καλημέρα Έφη.
«Πουτσαρίνα» (π’τσαρίνα) λένε στο Ξηρόμερο την δυναμική και λεβέντισσα γυναίκα 🙂
Πέπε said
@154:
πουτσαράς (λεβέντης, παλικάρι)
Προσπαθώ να το σκεφτώ σε συμφραζόμενα.
«Καλώς τον τον λεβέντη μας»: νομίζω ότι σ’ το λένε κυρίως μεγαλύτεροι, π.χ. οι θείοι σου, η γιαγιά σου… Δηλαδή σε μια τέτοια περίπτωση οι Ξηρομερίτες χαιρετιούνται λες και παίζουνε σε τσόντα του ’80;
Πέπε said
157 συν.:
Εδώ στην Κρήτη συνηθίζεται πολύ μια κουβέντα που τη βρίσκω μάλλον εκνευριστική, παρόλο που λέγεται πάντα καλοπροαίρετα: «αντράκι μου». Μάλλον είναι ανάλογη με το «λεβέντη μου, παλικάρι μου». Εκτός από θείους κλπ. που ανέφερα, μπορεί να σ’ το πει π.χ. ένας μεγαλύτερος άντρας ή γυναίκα που έρχεσαι στο μαγαζί του να ψωνίσεις, ο γονιός ενός φίλου, ένας οποιοσδήποτε μεγαλύτερος που είτε τον γνωρίζεις είτε απλώς σε αντιμετωπίζει με φιλική διάθεση, και σπανιότερα και συνομήλικοι.
Και πάλι, αν αντικατασταθεί με το πουτσαράς είναι …κάπως!
gpoint said
Ιστορική μέρα σήμερα, στην νιοστή συμμετοχή της στο τσάμπιονςλιγκ των γυναικών η μόνιμη πρωταθλήτρια ομάδα του ΠΑΟΚ θα φιλοξενηθεί σήμερα στις οθόνες από την ΕΡΤ 3 στις 3 το μεσημέρι. Να δείτε που όταν αποκτήσουν ομάδες οι πρωτευουσιάνοι τότε θα δείχνουν γυναικείο ποδόσφαιρο τακτικά όπως θα γίνεται από φέτος στο χαντμπολ όπου ο ΟΣΦΠ εξαγόρασε την περσινή πρωταθλήτρια Ν.Ιωνία και εισέρχεται σ’ ένα άθλημα όπου κυριαρχούσαν η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ ( Ο ημιθανής ΠΑΟ -πρωταθλητής σ’ ΟΛΑ τα σπορ, παντοτινος φυσικά και δεν έχει αντίστοιχα τμήματα…)
Ειρωνεία των λέξεων αλλά πιθανότατο έγινε το να ρίξει τάβλα τον ΠΑΟ ο…Ταβλαρίδης που δεν δέχεται συμβιβασμό !!
spiral architect 🇰🇵 said
@154, 155: Βέβαια, τέτοιες εκφράσεις σαν τις τελευταίες χαρακτηρίζονται άνετα slang (άλλωστε ακόμα και τα χωριά του κάθε Ξηρόμερου έχουν αστικοποιηθεί) και όχι γλωσσικά ιδιώματα.
leonicos said
Καλή συνεργασία, ως προς το πληροφοριακό μέρος.
Πέπε said
@160:
Θα έλεγα, τοπικά ιδιώματα της σλανγκ. Ή, αντιστρόφως, σλανγκ των τοπικών ιδιωμάτων.
Τουλάχιστον για την περίπτωση «κακών λέξεων», δε θα έλεγα ότι οι δύο έννοιες, τοπικό και σλανγκ, αλληλοαποκλείονται. Για τις όχι «κακές» δεν ξέρω, μάλλον αρκεί να πεις ‘τοπικό ιδίωμα»…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Την π’τσαρίνα την έχω υπ’ όψιν μου ως π’τσού στη Φθιώτιδα.
gpoint said
# 130
Πέπε, η γνώμη μου είναι πως την αντωνυμία την βάζουμε όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε το γεγονός με ακρίβεια (τοπική, χρονική) και θέλοντας να αποκλείσουμε το γεγονός πως συμβαίνει και αλλού ή άλλοτε
δλδ «27 λάθη που τα κάνουμε όταν ξυριζόμαστε» = «27 λάθη που κάνουμε μόνο όταν ξυριζόμαστε», ενώ «27 λάθη που κάνουμε όταν ξυριζόμαστε» μπορει να γίνονται και όταν κουρευόμαστε π.χ.
sarant said
Καλημέρα από εδώ!
Η πουτσαρίνα πρέπει να υπάρχει σε αρκετά μέρη!
148 Ευχαριστούμε για την πίργια/μπύρια!
ΓιώργοςΜ said
Το π’τσαράς το έχω συναντήσει και στη Β Εύβοια, με παρόμοια έννοια. Αν θυμάμαι καλά, το άκουσα σε κανάκεμα νεογέννητου γιου, σαν καμάρι, έπαινο κλπ., ή για ανύψωση του ηθικού, κάτι σαν το «έμπαινε Γιούτσο» που θυμάμαι μικρός (τι πάω και θυμάμαι….)
Alexis said
#157: Σωστά το μάντεψες Πέπε, είναι χαιρετισμός συνήθως μεγαλύτερου σε νεότερο. Μου τον έχουν απευθύνει αρκετές φορές στο παρελθόν μπαρμπάδες του χωριού (γειά σου π’τσαρά μ’! ) και βέβαια όταν το πρωτοάκουσα με σόκαρε. Μετά μου εξήγησαν ότι συνηθίζεται από ανθρώπους κάποιας ηλικίας και δεν το θεωρούν «σόκιν» ή κακό.
Λέγεται όμως μερικές φορές και σε άλλα συμφραζόμενα. Βλέπει π.χ. κάποιος τον φίλο του να σκάβει το περιβόλι και του λέει: «Έχεις δυο π’τσαράδες γιούς και κάθεσαι και σκάβεις μόνος σου; Γιατί δεν έρχονται να σε βοηθήσουν;»
«Έχεις δυο μαντραχαλαίους…» θα λέγαμε ίσως στην Κοινή Νεοελληική…
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@167Alexis said:
«… Λέγεται όμως μερικές φορές και σε άλλα συμφραζόμενα. Βλέπει π.χ. κάποιος τον φίλο του να σκάβει το περιβόλι και του λέει: «Έχεις δυο π’τσαράδες γιούς και κάθεσαι και σκάβεις μόνος σου; Γιατί δεν έρχονται να σε βοηθήσουν;»
«Έχεις δυο μαντραχαλαίους…» θα λέγαμε ίσως στην Κοινή Νεοελληνική… »
Ἔχω ἀκούσει κάτι ἀντίστοιχο στὰ Θερμιὰ πρὶν πολλὰ χρόνια, στὴν ἐφηβεία μου, ἀπὸ κάποια γιαγιὰ ποὺ μᾶς μάλωνε, φιλικά, ἐπειδὴ τσιγκλούσαμε τὸ ἐγγονάκι της γιὰ νὰ μᾶς λέει βρωμόλογα:
Δὲ ντρεπουσᾶστε, κοτζά μου πούστηδες, ποὺ βάζετε τόνε μικρό νὰ λέει τέτοια λόγια!
Triant said
130 και άλλοι:
Η δικιά μου η αίσθηση (και πρακτική) είναι ότι η αντωνυμία μπαίνει (ασυναίσθητα) όπου διευκολύνει/ομορφαίνει το μέτρο της φράσης.
Theo said
@160, 162, 167, κα:
Δεν είναι slang, ούτε μόνο του Ξηρόμερου, Μάλλον ρουμελιώτικη, θα έλεγα.
Ο Βλαχογιάννης την καταγράφει με αποσιωποιητικά στην Ιστορική Ανθολογία του:
Στίχοι ιστορικοί λαϊκοί
Βάσσος ο Μαυροβουνιώτης
και Δημήτρης ο Γριζιώτης
κι ο Τριαντάφυλλος Τζουράς
είν’ ο πρώτος π…άς.
Τραγούδι στρατιωτικό των χρόνων της Επανάστασης κι αργότερα.
(Τους στίχους τους αντιγράφουν κι εδώ από τον Βλαχογιάννη, με ολόκληρη τη λέξη, παραλείποντας όμως τον τίτλο.)
ΓιώργοςΜ said
170κλπ προηγούμενα: Έχω την εντύπωση πως δεν υπήρχε άλλη λέξη στην καθομιλουμένη μέχρι ξερωγώ 60-70 χρόνια πριν. Φαντάζεστε κάποιον παπού στο χωριό να χρησιμοποιεί άλλο όρο, έστω και σε ιατρικά συμφραζόμενα, πχ να λέει «έχω μια κοκκινίλα στο πέος μου»; Ακόμη και πρόσφατα, στο χωριό έχω ακούσει παιδιά ν’ αναφέρονται «στο πουτσάκι του μωρού» και όχι σε κάποιον ευπρεπισμένο όρο. Συνεπώς μάλλον πρωτευουσιάνικη είναι η έκπληξή μας για τη λέξη. Απλώς γίναμε πολλοί οι πρωτευουσιάνοι…
sarant said
171 Σωστό.
Πέπε said
@171:
Απίθανο είναι να έλεγε «στο πράμα μου, στο τέτοιο μου, στην παντέρμη μου»;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Η πύργια λέγεται και πυργιάλι στα δυτικά μας.
Το παιδικό «πουλάκι», κοκωνάκι ή κοκωνιό για τ΄αγόρια και πουλαδάκι για τα κορίτσια
Η καθ΄ημάς πουτσαρίνα/πουτσαρού : η Παλικαρού
ΓιώργοςΜ said
173 Ίσως αν μιλούσε σε κάποιον ξένο, στον παπά του χωριού, σ’ ένα μικρό κορίτσι κλπ. Δε νομίζω όμως, δε θεωρούσε αθυρόστομη την έκφραση, ήταν το μόνο (ή το κύριο) όνομα που ήξερε. Όπως δε θα έλεγε αλλιώς το χέρι ή το πόδι ή το αυτί.
mitsos said
@@170-175 …
Ο Δημητράκος ( εκδ.1964)πάντως δίνει «πουτσαράς»: α) ο έχων μεγάλο πέος β) άνθρωπος αντοχής γ) γεναιόκαρδος
CrazyFather said
Σίγουρα ο μούτος,-η,-ο είναι μεγαλύτερης εμβέλειας. Μου φέρνει πάντα στο μυαλό την κωμική φράση «μη σε πουν μούτο, εσένα!» (ακούγεται στη Θεσσαλία) που λέγεται ειρωνικά και αποδοκιμαστικά για κάποιον που δεν κρατήθηκε και αποκάλυψε μυστικό.
sarant said
176 Οι περισσότερες λέξεις του καταλόγου είναι ευρύτερης εμβέλειας θα έλεγα.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@173,171.
Μᾶλλον ζμπούτσαμ θά ᾿λεγε. 🙂
Πέπε said
@175:
Έτσι όπως το θέτεις, Γιώργο, δεν μπορώ παρά να πάω πάσο.
Σχετικό:
Γυρίζει η γριά από τον γιατρό με κάτι χαπάκια καινούργια. Τη ρωτάει ο γέρος:
-Κάθε πότε θα τα τρως;
-Α, δε θα τα τρώω, θα τα βάζω στην έδρα μου, είπε ο γιατρός.
-Δηλαδή;
-Να, δεν ξέρω τι εννοούσε.
-Πάρ’ τον τηλέφωνο να σ’ τα ξαναπεί.
-Δεν μπορώ γέρο μου, θα με πάρει για χαζή.
-Όχι πάρ’ τονε.
Τον παίρνει, της εξηγεί ο γιατρός: στον πρωκτό. Ξανά το ίδιο, το λέει στον γέρο, κανείς δεν ξέρει τι σημαίνει, λέει ο γέρος να ξανατηλεφωνήσουν.
-Ε ντροπή πια γέρο μου, θα με βρίσει ο γιατρός.
-Όχι πάρ’ τονε.
Γίνεται το ίδιο με όλα τα συνώνυμα, και στο τέλος ο γιατρός εξηγεί: βάλτε τα στον κώλο σας κυρία μου.
-Είδες γέρο; Δε σ’ το ‘πα ότι θα μ’ έβριζε στο τέλος;
ΓιώργοςΜ said
180 😀 😀 😀 😀
Στα λόγια μου έρχεσαι… 😀
sarant said
180-181
Στην παραλλαγή, ο γιατρός λέει στον χωριάτη να πάρει υπόθετα, εκείνος (λέει ότι) παίρνει αλλά ο πυρετός δεν πέφτει.
Και:
Τα παίρνεις άνθρωπέ μου τα υπόθετα;
Τα παίρνω γιατρέ μου.
Σε δυο-τρεις μέρες:
Τα παίρνεις άνθρωπέ μου τα υπόθετα;
Τα παίρνω γιατρέ μου.
Και τελικά:
Σιγουρα τα παίρνεις;
Αμ τι, γιατρέ; Στον κώλο μου τα βάζω;
ΛΑΜΠΡΟΣ said
159 – Μιά χαρά τα πήγε ο ΠΑΟΚ σήμερα Gee, μόνο 5 φάγανε οι μόνιμες πρωταθλήτριες ενώ ο Άρης του Γιαννάκη σας καθάρισε σαν αυγό στο μπάσκετ.
Πληρώνει (λέμε τώρα) κάτι παραπάνω ο Ιβάν αλλάααα, έχεο χορτάσει ήττες.☺
Γιάννης Ιατρού said
183: Βαλτός είσαι ρε συ; 🙂

Ξύνεσαι ..
ΛΑΜΠΡΟΣ said
184 – ☺☺☺
Να πω κι εγώ το φυλαχτό μου said
Το βαΐζω και το κοσεύω λέγονται και στον Έβρο με την ίδια ακριβώς σημασία! Το κοσεύω το έχω ακούσει μόνο στην προστακτική («Κόσιατι να δγείτι τι έφκιασε του γκζαν’= «Τρέξτε να δείτε τι έκανε το παιδί»). Το αγωνιέμαι ως ασχολούμαι μου θύμισε το πολεμώ που στα Κατωιταλιώτικα σημαίνει δουλεύω. http://www.mixanitouxronou.gr/antra-mou-pai-to-thriliko-tragoudi-ton-ellinofonon-tis-kato-italias-gia-tous-xenitemenous-sta-orixia-tis-germanias/
sarant said
186 Ευχαριστούμε πολύ!
Ριβαλντίνιο said
@ 183 ΛΑΜΠΡΟΣ
Ω , τι του ‘πε ! Καρφί του Γκιούρδα !!! 🙂
Γς said
182:
Είναι κι ένα δικό μου. Που δεν έπιασε όμως.
Είναι τα υπόθετα του Depon.
Που λέγονται Decol
Μανούσος said
κουκούμα από το αραβικό قمقم κούμκουμ το φιαλίδιο κυλινδρικό ή σφαιροειδές με μακρύ λαιμό
Πίργια (ή ό,τι ι θέλει) λένε στην Κρήτη το μεγάλο χωνί ειδικά. Βρήκα ετυμολογία από τα βενετσιάνικα piria αλλά δεν τόψαξα κιόλας.
Ο 148 νομίζω το ξεκαθάρισε.
Μανούσος said
171
επίσης και πουτσούλα στην Ήπειρο και για το παιδικό γυναικείο γεννητικό όργανο.
Κ. Καραποτόσογλου said
Ο Χριστόφ. Λάζαρης, Τα Λευκαδίτικα, Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα 1970, καταχωρίζει εκατοντάδες λήμματα τα οποία διακρίνονται ιδιαίτερα για την ποιότητα των ερμηνευμάτων τους, ενώ συγχρόνως προσπαθεί να τα ετυμολογήσει·ο Γεώργ. Μαγουλάς, «Ετυμολογικά», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών», 20 (1969-1970) 325-350, ασχολείται με τα ετυμολογικά προβλήματα που προκύπτουν από τη μελέτη της παραπάνω εργασίας και προτείνει λύσεις.
Ο Λάζαρης σ. 105, αναφέρει:«μούτελη /η/ (Ι. mota –ile, Αλβ. μούτ-ι) = ιλύς δυσώδης, βόρβορος ακάθαρτος αβαθών υδάτων», και η ιταλική λ. mota = πηλός, ιλύς, βόρβορος, ενώ η αλβανική λ. μούτ-ι = το σκατόν του ανθρώπου (Χριστοφορίδης 254) · η λ. μούτελη = το πολύ θολό νερό (Καλάβρυτα), μούτιλη = το κατακάθι, η λάσπη της στέρνας νερού ή το κατακάθι δοχείου (Δωρίδα), λασπόνερο· ο παχύρευστος καφές (Ρούμελη).
Η αλβανική λ. mut-i = human excrement, βρίσκεται στα ελληνικά ως μούτι, στη φράση: τα κάνω μούτι (= τα κάνω σκατά), ενώ τόσο μορφολογικά-φωνητικά όσο και σημασιολογικά δεν έχει σχέση.
Η λ. είναι σλαβικής αρχής, πρβλ.: κροατικά mutan = turbid, troubled;muddy, blurred, vague, βουλγαρ. Мътен = θολός, θαμπός, мътилка = θολόνερο· κατακάθι, υποστάθμη, mutiti = roil, make muddy.Louis Jay Herman, A Dictionary of Slavic Word Families, London 1975, σ. 266-267.
Η λ. μούτλα, τα = το διάκενο ανάμεσα στην κεραμοσκεπή και στο πάνω μέρος του ντουβαριού, προέρχεται από το μεσαιωνικό μούτλον, το = triglyptos, πρβλ. τρίγλυπτα δε εστί τα τριχά εν τοις πέρασιν εγγεγλυμμένα ξύλα (καλούσι δ᾽αυτά οι πολλοί μούτλα), από το λατινικό mutulus = αγκών, πρόμοχθος· toute espèce de saillie de pierre ou de bois s’avançant au delà de l’ alignement d’un mur.
Η λ. τροξός –ή –ό: επιθ., ο αδέξιος άνθρωπος, αυτός που κάνει τις δουλειές του άγαρμπα και άτσαλα με αποτέλεσμα να κάνει συνεχώς ζημιές, απαντά στη Κάλυμνο ως τρόξος = τρελός, σαλεμένος, παλαβός, ενώ η λ. βρίσκεται στην Κρήτη ως τροζός = ανόητος, μωρός, ασύνετος, πρβλ. ο τροζός γάμος κάνει και τροζά παιδιά, από το ιταλικό stronzo = (volg) I . excrement, (volg) turd. – 2. (fig) (persona inetta, ignorante) ass, (volg) shit, (volg) turd, με πτώση του αρχικού σ–.
Η λ. κανταρέλα, η, = συνοδεία, πομπή ζώων ή αυτοκινήτων που πηγαίνουν το ένα πίσω από το άλλο, αντιστοιχεί σημασιολογικά επακριβώς στο τουρκοαραβικό قطار κατάρ katar [κυρ. κητάρ kıtar,] όν. σειρά, τάξις, ιδία σειρά φορτηγών ζώων, ως καμηλών, ημιόνων κτλ. συνδεδεμένων· a string or file of beasts of burden.2. a train of carts, wagons, etc; a railway train. 3. A file of men following one another in a series, σχηματισμένη με την κατάληξη –έλα, πρβλ. πισινέλα = ιμάντας που διέρχεται κάτω από την ουρά του ζώου, με τροπή του t > d, από αναλογική ή φωνητική εξέλιξη.
σινάδια (σ’νάδια), τα: ουσ., τα πίτουρα. Άγνωστης ετυμολογίας.
Η λ. ίσως αποδίδει το μεσαιωνικό λατινικό SEONNUM, Furfur (= πίτουρο), ex Gallico Son. Panis de obolo, et de rebureto, et de Seonno, etc. in Charta ann. 1243. Hist. Monmorenciac. Pag. 101, από το αρχ. γαλλικό sēon = ce qui est rejeté comme étant de qualité insuffisante, πρβλ. το μεσαιωνικό λατινικό panis de seonno = pain dans lequel on a laisse le son avec la farine, σύγχρονο γαλλικό son = πίτουρο.
Κ. Καραποτόσογλου
Γιάννης Ιατρού said
192: Ευχαριστούμε, πάντα πολύ ενδιαφέροντα σχόλια και πληροφορίες!
sarant said
192 Ευχαριστούμε πολύ. Είχα την απορία για το μούτι.
spiridione said
192. Πολύ ωραία. Λύθηκε και η κανταρέλα.
Να διευκρινίσουμε ότι οι συγκεκριμένες ετυμολογικές προτάσεις είναι (προφανώς) του ίδιου του κ. Καραποτόσογλου, όχι του Γεωρ. Μαγουλά, όπως νόμιζα στην αρχή από τη διατύπωση του σχολίου.
Εδώ το (ενδιαφέρον) άρθρο του Γεωρ. Μαγουλά.
http://epub.lib.uoa.gr/index.php/epetirisphil/article/view/1004/1168
Spook said
Με μεγάλη καθυστέρηση, διάβασα αυτό το άρθρο και θα επιθυμούσα να προσθέσω λίγα για το λήμμα γλόζος (από το γουλόζος ή γολόζος).
Το λήμμα γουλόζος ή γολόζος απαντά σε όλη τη δυτική Ελλάδα (και όχι μόνο) με 2 σημασίες: βουλιμιακός και άπληστος. Υπάρχει και στο λεξικό Εμμ. Κριαρά, αναγράφεται γουλόζος, μόνο με την πρώτη σημασία.
Ρίζα λατινική: gulosus λατινιστί, goloso ιταλιστί (από όπου μάλλον* προέρχεται) και ισπανιστί, guloso πορτογαλιστί, goulu γαλλιστί· δεν είμαι σε θέση να ψάξω στις υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες.
* το προφανές είναι ότι προέρχεται από τους Ιταλούς· όμως, επειδή όταν λεξιλογούμε δεν πρέπει ποτέ να είμαστε απόλυτοι, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αφενός το ενδεχόμενο να απαντά και στα ρουμάνικα και αφετέρου την πιθανότητα να προέρχεται από τους Βλάχους (υπάρχουν βλαχόφωνα χωριά και στην Ακαρνανία)
sarant said
196 Μάλλον από ιταλικά με είσοδο από Επτάνησα κια Πάτρα.