Πλωμαρίτικα – Μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού
Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2017
Συνεχίζουμε ακάθεκτοι τις δημοσιεύσεις άρθρων με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από διάφορες περιοχές της χώρας, με μια συνεργασία του φιλου μας του Γιάννη Μαλλιαρού με λέξεις από τη διάλεκτο του Πλωμαριού -βλέπετε, η Μυτιλήνη είναι μεγάλο νησί, που μάλιστα ακόμα έχει δυσπρόσιτα μέρη και δύσκολες συγκοινωνίες, πόσο μάλλον πριν από δυο τρεις αιώνες. Όπως έλεγε κι ένας φίλος του πατέρα μου σε μια ουζοκατάνυξη, θυμωμένος που κοτζάμ νησί έγινε ένας μόνο δήμος σύμφωνα με την καλλικρατική ντιρεχτίβα, «ο Ραγκούσης θαρρούσε πως όλα τα νησιά είναι μια κουτσουλιά σαν την Πάρο» -αλλά πλατειάζω με άσχετα, ίσως επειδή ο φίλος μας ο Γιάννης παρέδωσε έτοιμη δουλειά, ακόμα και με εισαγωγή. Οπότε του δίνω το λόγο, θυμίζοντας πως παρόμοιες συνεργασίες είναι πάντοτε καλοδεχούμενενες. Σχολιάζω κι εγώ, σε αγκύλες, με πλάγια και καναδυό φορές παρασύρθηκα και φλυάρησα πολύ -ας μου συγχωρεθεί, ένεκα η εντοπιότητα.
Τα πλωμαρίτικα – Γιάννης Μαλλιαρός
Η αρχή έγινε με την ντοπιολαλιά των Θερμιών (Κύθνου) που ετοίμασε ο Δημήτρης Μαρτίνος. Ο Νικοκύρης εκεί έκανε πρόσκληση σε όποιον ήθελε να προσθέσει και τα δικά του, από την περιοχή του κι έτσι υπήρξε συνέχεια με τη Σιφνέικη από το σχολιαστή με το χρηστώνυμο Κουτρούφι. Μιας και την εποχή εκείνη ήμουνα στο χωριό σκεφτόμουνα διάφορες λέξεις που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια παρόμοια δουλειά για τη διάλεκτο του Πλωμαριού και των χωριών του (όσο κι αν υπάρχουν διαφορές, σε γενικές γραμμές είναι κοινή). Βέβαια, ούτε γλωσσολόγος είμαι, ούτε φιλόλογος κι έτσι από ετυμολόγηση δεν έχουμε, αν και είναι σίγουρο πως πολλές έχουν τουρκική αρχή. Εν τω μεταξύ, με το που τα ετοιμάζω, να και διαλεκτικά του Ξηρόμερου από τον Αλέξη! Εκεί ο Νικοκύρης θυμήθηκε πως παλιότερα είχε βάλει κι Αμοργιανά.
Οι λέξεις που θα παρουσιάσω είναι λέξεις που είτε έχουν χαθεί (εγώ επειδή έχω φύγει αρκετά χρόνια – μου λένε ότι – έχω κρατήσει την παλιά μορφή της γλώσσας) είτε είναι κοινές με άλλες περιοχές αλλά έχουν ειδική σημασία. Τον τελευταίο καιρό βοήθησα να ετοιμαστεί ένα σχετικό βιβλίο (είναι σε διαδικασία εκτύπωσης) αλλά οι λέξεις που διάλεξα δεν είν’ από κει παρμένες (αν και σίγουρα θα υπάρχουν εκεί πολλές αν όχι και όλες). Τη σημασία τους την έχω από τα χρόνια που έζησα εκεί (μέχρι τα 18 μου, το 1977). Από τότε πάω τα καλοκαίρια, αλλά η γλώσσα έχει αρχίσει ν’ αλλάζει. Όμως η απουσία μου έχει το καλό να κρατάω τις παλιές λέξεις και εκφράσεις, πολλές φορές με κοιτάνε παραξενεμένοι που τις χρησιμοποιώ.
Για ξεκίνημα να πω πως στην περιοχή συνηθίζεται η μετατροπή του τ σε κ και του κ σε τσ. Έτσι θυμάμαι να γράφει κάποιος παλιά στο «Δημοκράτη» (εφημερίδα της Μυτιλήνης): Θα γίνου σαν τ’ς Πλουμαρίτις. Θε λέγ’ του στήλου – σκήλου τσι του σκύλου – στσύλου. Θα λεγ’ του τυρί – κυρί τσι του κηρί – τσηρί. (ναι, ξέρω πως για ν’ ακουστούν οι ήχοι έτσι όπως βγαίνουν από μας δεν είν’ εύκολο. Το τσ ας πούμε στα παραπάνω είναι παχύ. Υπάρχουν δυο τριών λογιών λ ή ν και πάει λέγοντας). Ο φίλος μου ο Γιάννης απ’ τα Τρίκαλα (αλλά και άλλοι Θεσσαλοί) μου λέει πολλές φορές πόσο όμοια του φαίνεται η διάλεκτος η δικιά μας με τη δικιά τους! Το λέει ο Γιάννης γιατί συνηθίζουμε να κόβουμε τα φωνήεντα; Εμ τα κ τσ κλπ πώς τα ακούει; π.χ. «πικ’νό φικ’νό τσι φκ’νό» (=πετεινό φετινό και φτηνό) ή «ακή μ’ τσ’ απακή μ’, πάκ’σα του κακί μ’» (= απ’ εαυτού μου και μόνο πάτησα το γατί μου).
Η πλάκα είναι πως παλιότερα υπήρχαν αρχαιοελληνικές λέξεις που είχαν επιβιώσει στη γλώσσα μας αλλά χάθηκαν και άλλαξαν με σύγχρονες της κοινής ελληνικής. Η θεια μου η Αμερσούδα (όχι αυτή του τραγουδιού αλλά όντως θεία μου, αδερφή της γιαγιάς μου) συχνά έλεγε «πιασ’ μουρί του χλιάρ από τ’ αρμάρ» (=πιάσε το κουτάλι απ’ το ντουλάπι). Σήμερα δεν ακούγεται ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Επίσης να διευκρινίσω πως έβαλα άρθρα στα ουσιαστικά αλλά τα άρθρα είναι της ΚΝΕ. Γιατί στο χωριό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αντί για ο έχουμε η ή γι, αντί για το έχουμε του.
Αλλά πολλά έβαλα στην εισαγωγή, ας δώσω και τα παραδείγματα απ’ το λεξιλόγιο που έλεγα.
ακριβός: ο τσιγκούνης (ίσως και πανελλήνιο αφού ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι) [Διασώζεται παλιότερη σημασία της λέξης -το έχουμε συζητήσει κι εδώ.]
αλπούτζα η, – παλβάν το: Το σκοινί που δένουν τα πόδια των ζώων για να μην μπορούν να τρέχουν, να φεύγουν κλπ. Η αλπούτζα είναι για όλα τα ζώα, του παλβάν για άλογα, γαϊδούρια και τέτοια, πιο μεγάλη και συνήθως με πανί ή δέρμα στις άκρες. Χρησιμοποιείται και για να μάθουν να περπατάνε σωστά. Τελευταία, μέσα από διαφήμιση φιλοζωικής, έμαθα μια άλλη λέξη για τη διαδικασία αυτή: παστούρωμα (αυτό που εμείς λέμε αλπούτζουμα). Πολλές φορές συνδυάζεται με το μιτάνσμα, δέσιμο του μπροστινού ποδιού με το κεφάλι. Αλπούτζα και η τρικλοποδιά.
[Δένουν το εμπρός αριστερό με το πίσω δεξιό πόδι, ή το αντίστροφο]
βιζινέ: ακριβώς (ζγιάζ βιζινέ και μεταφορικά αυτός που είναι ακριβοδίκαιος, του ρολόγ παγαίν βιζινέ)
[βεζινές είναι η ζυγαριά ακριβείας, μία από τις Λέξεις που χάνονται:
Ο βεζινές ή βεζενές ή βεζνές είναι η ζυγαριά, και ειδικότερα η πλάστιγγα ακριβείας που χρησιμοποιούσαν παλιότερα οι αργυρομοιβοί για νομίσματα και πολύτιμους λίθους. Επίσης, η μικρή πλάστιγγα του μπακάλικου: «Αν η ποσότητα του είδους που αγοράζαμε ήταν μικρή, ο μπακάλης το έβαζε με μια μικρή σέσουλα σε χαρτοσακούλα και το ζύγιζε στο βενεζέ με τα δράμια που υπήρχαν πάνω στον πάγκο» (Διαδίκτυο). Υπάρχει και ως επώνυμο. Από το τουρκικό vezne.
Η λέξη κοντεύει να ξεχαστεί, φυσικά, αλλά κάποτε θα ήταν πανελλήνια. Την είχε χρησιμοποιήσει ο Αδαμάντιος Κοραής σε μια πολύ γνωστή επιστολή του, που έστειλε νεαρός από το Άμστερνταμ στους συνεταίρους του: «ο φρόνιμος άνθρωπος δεν πρέπει να είναι κανταρτζής […] το καντάρι ποτέ σωστά δεν ζυγίζει, αλλά πρέπει να είναι σαράφης με τον πολίτικον βεζινέν εις τον κόλπον, να ερευνά τα πράγματα κατά βάθος».
Την ίδια αντιδιαστολή ανάμεσα στις ζυγαριές που ζυγιάζουν μεγάλες ποσότητες και στον βεζινέ τη βρίσκω και σε κρητικό στιχούργημα του Φραγκούλη (στην Κρήτη η λέξη ακόμα ακούγεται): «στσι παντρεμένες καμπανό κι απόκου ν’ αξαγιάζω / στσι λεύτερες το βεζινέ, στο ζύγι να μη σφαίρνω». Ο καμπανός, όπως και το καντάρι, είναι ζυγαριά για οκάδες, όχι για γραμμάρια.]
βιρχανές: τεράστιος χώρος (δωμάτιο, αποθήκη κλπ)
[Κι αυτό το έχω στις Λέξεις που χάνονται
Βιρανές, βιράνι ή βεράνι είναι το ερείπιο, το ερειπωμένο σπίτι, αλλά και το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει πέσει ή καεί, και κατ’ επέκταση το άχτιστο οικόπεδο. Δάνειο από το τουρκικό viran, virane, περσικής αρχής, η λέξη ακουγόταν παλιότερα σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου]
γεμ το: το «καλό» φαγητό των ζώων (κριθάρι, καλαμπόκι και τέτοια σ’ αντίθεση με το άχυρο). Και στη φράση «κόψι τ’ τα γέμια» προτροπή να περιορίσει κάποιος τις παροχές.
[Στο ΙΛΝΕ, λήμμα «γέμι»: από τούρκικο yem]
γκατζνιά η: χεριά, χούφτα από κάποια είδος (μια γκατζνιά σταφίδις)
γκντω: σπρώχνω, σκουντώ. Κι αν δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού εύκολα καταλαβαίνει κάποιος μη Πλωμαρίτης το τι σημαίνει το βάζω γιατί μ’ αρέσει ο διάλογος: «μη μι γκντάς» – «γω σι γκντω; μι γκντουν τσι γκντω«)
[Παροιμιώδης διάλογος μυτιληνιών στο τραμ, αυτός -τον έλεγαν και οι δικοί μου]
δαμασκίνου: μαλακώνω, ωριμάζω, σιτεύω. Προστροπή «ε, μην ανιγκάζισι. Ας του να δαμασκίν κουμάκ»
καρπάν το: το πανί που κρέμαγαν μπροστά στο τζάκι. Κι επειδή η φωτιά πέταγε διάφορες σπίθες και το πανί αυτό καιγόταν σε διάφορα σημεία κι είχε τρύπες, μεταφορικά λεγόταν ότι κάτι έχει γίνει καρπάνι ότι δηλαδή έχει κουρελιαστεί.
καρτσιλή η: πρόχειρο υπόστεγο με κλαδιά. Συνήθως από πικροδάφνες (αρουδάφνις)
κασκαβάλ το: κεφάλι τυριού, συνήθως λαδοτύρι. Μου έκανε τρομερή εντύπωση που την ίδια λέξη έχουν για το τυρί στα Βουλγάρικα.
[Πρέπει να είναι πανελλήνια λέξη ή έστω πολυπεριφερειακή]
καφούτς το: καβούκι αλλά και γενικότερα κέλυφος. Π.χ. για τη γαρίδα αλλά και για το ρολόι της ΔΕΗ (που το καλοκαίρι χρειάστηκε να το αλλάξω κι έτσι έβαλα κι αυτή τη λέξη!)
κλιώστρα η: μοιρολογίστρα, γυναίκα που πήγαινε εκεί που είχαν πεθαμένο και τον έκλαιγε/
κουβάν το: η κυψέλη αλλά και το μελίσσι μιας κυψέλης.
κουγκτζέλα η: κουκουνάρα (από πεύκο). Που όταν ήταν ακόμα κλειστή τη χρησιμοποιούσαν και για βούλωμα στο κουμάρι κι έτσι μεταφορικά το τάπωμα. «Θα σ’ βάλου κουκτζέλα στου στόμα ς» για όποιον έλεγε πολλά.
[Στα… μέινστριμ μυτιληνιά, γουγουτζέλα. Έχει γράψει σε ένα ποίημα ο παππούς μου για τις γουγουτζέλες που καίγαν στις σόμπες
κόφτου: εκτός από το προφανές κόβω σημαίνει και τρέχω (κι είναι πιο συνηθισμένο).
[Λέμε και «το έκοψε με τα πόδια» αλλά για πεζοπορία, όχι για τρέξιμο]
λιόμι: γυρίζω (συνήθως άσκοπα). Το ρήμα είναι γνωστό από διάφορα τραγουδάκια:
«λιομ, λιομ ουλ μέρα, έ ντου βρα του μλαρ,
σκ Αγκαθηρή τ’ αφήκα να φα κουμάκ χουρτάρ»
ή το πιο γνωστό μιας κι υπάρχει στο τραγούδι για τη Μυτιλήνη που τραγουδάει κι η Βέμπο:
Γι μπάρμπας ιμ ι Νκόλας
έχασι δυο κακνιά
κύφλις τσι μούτζις νάχει
όποιους τα δωσ ξανά
Λιόνταν τσι τα γύριβγι
τς άλλους τα μαγίριβγι
ματσίζου: κόβω σε ψιλά κομμάτια κρέας για κιμά ή κρεμμύδι κλπ
μοδ: μέτρο σοδιάς. Ένα μόδι είναι 500 οκάδες ελιές και τα κτήματα υπολογίζονται με τη δυνατότητα απόδοσής τους σε μόδια (τα δυο χρόνια)
μι του νιμπέκ: λίγο λίγο, με το σταγονόμετρο.
[Στα μέινστριμ μυτιληνια είναι το νιμπέτ, που είναι τούρκικο δάνειο (nobet) Με το νιμπέτ = με τη σειρά, πχ στη βρύση για νερό. Από εκεί κι η σημασία του λίγο-λίγο]
νταμ το: αποθήκη σε κτήμα ή αγροικία μικρού μεγέθους σ’ αντίθεση με τον πύργου όπως λέγεται ένα σπίτι που βρίσκεται σε αγρόκτημα. Κι γι κότσνους πύργους, ένα εξοχικό σπίτι με κόκκινα τούβλα απέξω που είναι σημείο αναφοράς στο δρόμο Μυτιλήνης – Πλωμαριού.
Είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στη Λέσβο και τη βρίσκουμε και σε πολλούς μυτιληνιούς συγγραφείς αλλά και σε τοπωνύμια. Στα ντάμια διανυκτέρευαν οι οικογένειες όταν γινόταν το μάζεμα της ελιάς.
[Από το τουρκικό dam, που θα πει καλύβα, στάβλος αλλά και στέγη. Πολύ συχνή, όπως λέει ο Γιάννης, στο νησί -άλλη φορά θα πούμε για το Ντάμι της Τσερκέζας- αλλά δεν είναι μόνο μυτιληνιά λέξη. Το πιο αστείο είναι πως τη χρησιμοποιεί και η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα, στη φράση «Εργάτες με χαμαλίκες* στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι», και το σχολικό βιβλίο δίνει την εξήγηση: ντάμι = ζυγαριά, που κουτσοταιριάζει στα συμφραζόμενα αλλά ΔΕΝ είναι σωστή!]
ντιγμιντέ: αμφίβολο (ντιγμιντέ να φας κουλιό, για κάτι που υπάρχουν αμφιβολίες πως θα πραγματοποιηθεί. Ο Νίκος εικάζει πως είναι δεύτερος στίχος παροιμίας. Μάλλον, αλλά τον πρώτο δεν τον θυμάμαι γιατί δεν χρησιμοποιείται πια).
[Κι όμως τη θυμήθηκα την παροιμία: Παλαμίδα σου μυρίζει, ντεϊμεντέ να φας κολιό, που λέγεται για όποιον έχει μεγάλες προσδοκίες, αφού η παλαμίδα είναι εκλεκτότερο ψάρι -το πολύ πολύ να φάει κολιό[
παγιαυλί (παγιαυλέλ) το: η σφυρίχτρα. Ονομαστά τα παγιαυλέλια τς Αγιάσους, κεραμικά που βάζεις μέσα νερό και ακούγεται ήχος σαν κελάηδημα
πατς τσι πόστα: μία η άλλη Τα ‘φιρα πατς τσι πόστα, ή αλλιώς ίσα βάρκα ίσα πανιά!
ρέζιγου: κρίσιμη ή επικίνδυνη κατάσταση Τα πράματα είναι ρέζιγα για μια κατάσταση που δεν ξέρει κανείς που θα βγάλει.
σγάφτου: χτυπώ αλλά και πληρώνω χρέος (έσγαψα τουν ΕΝΦΙΑ). Σε βάφτιση που η νονά ήταν απ’ τον Τρίγονα μεν αλλά έμενε στην Αμερική, τελειώνοντας λέει ο παπα-Φώτης: «Ίσα μουρί σγάφτι τς. Πού θα λιώμι ίστιρ’ α σι τσνιγώ«. Λες κι υπήρχε περίπτωση να μην πληρώσει η γυναίκα…
σκαμπίλ το: εκτός απ’ τη σφαλιάρα (α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ) και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.
στάμα: το μισό μόδι, 250 οκάδες ελιές. Το χρησιμοποιούσαν για να κανονίσουν το άλεσμα μιας κι ήταν μικρότερο μέτρο (αν και συνήθως έφτανε και τα 400 κιλά αντί για 320). Άλλο μέτρημα γινόταν με το γουμάρ, όσο μπορούσε να φορτωθεί ένα ζώο, περίπου 16 καλαθίδες (και κάθε καλαθίδα 8 κιλά ελιές).
στέρνα η: τσίγκινη δεξαμενή αποθήκευσης του λαδιού, συνήθως 500 κιλά αλλά και μεγαλύτερες
στου κιτς: στο όριο. Στου κιτς του πρόλαβα
τατσίδ: πολύ άγουρο (άρα και σκληρό, που δεν τρώγεται) Κι τάκουψις τα τσυδώνια, τατσίδια είν ακόμα.
ταχτέρ ταχτέρ: πολύ νωρίς το πρωί. Κάποτε είχα μεταφράσει στα Πλωμαρίτικα το «τι τηνικάδε αφίξαι ω Κρίτων» σε «κίντα ρε Κριτουνέλ, πώς απού δω ταχτέρ ταχτέρ»
[Είναι το «ταχυτέρου», που το έχουν και οι Κρητικοί αλλά εκεί σημαίνει «αύριο»]
τζούτζου: ζαβολιά (σε παιχνίδι) και τζουτζάρς ο ζαβολιάρης
τσατάλ το: δίχαλο γενικά αλλά και η σφεντόνα (που αποτελείται από δίχαλο ξύλο και λάστιχα)
τσνίγα: κυνήγα αλλά και σαν ουσιαστικό το παιχνίδι κυνηγητό
τσουγκ (τσούντα) η: μυτερή άκρη ίσως από κακό κόψιμο ή σπάσιμο Κι νι φκη η τσούντα σ’ φούστα σ;
φθω: υποστηρίζω κάτι να μην πέσει, βάζω ώμο, βοηθώ. Στην κυριολεκτική της φράση είναι στο φόρτωμα των ζώων με τα τσουβάλια τις ελιές. Όταν πέσει το πρώτο τσουβάλι στο σαμάρι πρέπει να φθίσ κάποιος για να μην γείρει το φορτίο μονόπαντα. Αν δεν υπάρχει άνθρωπος διαθέσιμος τον ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει η φουρτουκήρα, ένα ξύλο μακρύ που στηρίζει το σκοινί που δένει το τσουβάλι (συνήθως μ’ ένα δίχαλο στην άκρη). Μεταφορικά, φθω κάποιον υποψήφιο στις εκλογές (που δεν έχει πολλές ελπίδες).
φρίτζα η: η πέργκολα η σκεπασμένη συνήθως από κλίμα
χαβούζα η: δεξαμενή αποθήκευσης νερού για πότισμα του κήπου.
[Που βέβαια υπάρχει και πανελλήνια αλλά πλέον κυρίως για βρόμικα νερά, απόβλητα κτλ.]
χουσκίρα η: το παιχνίδι κρυφτό.
Θα κλείσω μ’ ένα γιουτιουμπάκι με την Βέμπο που λέγαμε, που τραγουδάει τη Μυτιλήνη και στο τέλος προσπαθεί να πει κάτι που δεν ξέρει τι είναι. Θα αποκρυπτογραφήσω τι λέει, τόσο στα Μυτιληνιά όσο και στα Αθηναϊκά 🙂 Να σημειώσω πως η Βέμπο λέει μόνο τους δυο πρώτους στίχους, αλλά ακατάληπτα!
Συ λιγνέ τς ατζιλουμάκ | Ω, εσύ λιγνέ κι αγγελομάτη, |
έβγα στου πιργέλ κουμάκ | βγες στο πυργάκι κομμάτι (=λιγάκι) |
να σι δω μι τόνα μακ | να σε δω με το ένα μάτι |
να πιράσει του μιράκ | να (μου) περάσει το μεράκι |
Γς said
Κακλημέρα
>όλα τα νησιά είναι μια κουτσουλιά σαν την Πάρο
Ε, όχι κι έτσι!
Μέχρι εδώ!
Λεύκιππος said
Καλημέρα και καλή ‘βδομάδα
Λεύκιππος said
……..ας μου συγχωρεθεί, ένεκα η εντοπιότητα.
Αριστερός και εντοπιότητα, όχι και τόσο συνηθισμένο. Άσε που ο νοικοκύρης διαθέτει κι άλλες τρεις τουλάχιστον εντοπιότητες, Μάνη, Αίγινα και Γλυφάδα(;)
Ή μήπως εντο ποιότητα; Και πάλι καλημέρα.
sarant said
Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
3: Εντοπιότητα στο νησί. Δεν έχεις παρακολουθήσει τόσα που έχω γράψει για τον πατέρα μου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη;
Λεύκιππος said
Μα ακριβώς αυτό είπα κι εγώ….
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Μερικές γνωστές σε μένα, μάλλον λόγω της προσφυγικής καταγωγής:
πατσ’ πόστα, σκαμπιλ, στάμα (πολυ ασαφής μονάδα), τσατάλ (με την έννοια του υποστηρίγματος, συνήθως στα λαχανικά – φασόλια, ντομάτες κλπ).
Georgios Bartzoudis said
Τινά εξ αυτών και παρ΄ημίν: πατσ’ κι πόστα=ίσα-ίσα, σκαμπιλ=γερο χαστούκι (το …ελαφρό λέγεται πα-τα-ριά), τσιατάλ(ι)=…το τσιατάλι(ι)
sarant said
6-7 Τώρα που το αναφέρατε, θα έλεγα πως το «πάτσι και πόστα» είναι πανελλήνιο.
Δύτης των νιπτήρων said
Το σκαμπίλ έχει περάσει και στα τούρκικα (iskambil) και είναι, λέει, το γαλλικό brusquembille:
https://en.wikipedia.org/wiki/Brusquembille
http://academiedesjeux.jeuxsoc.fr/brusquembille.htm
ΓιώργοςΜ said
6 Χωρίς να είμαι σίγουρος, σκαμπίλ πρέπει να λεγόταν από τους παλιούς και η τράπουλα χωρίς τα λιμά, όχι μόνο το παιχνίδι. Ας πουν οι επαΐοντες.
Corto said
Καλημέρα!
Συγχαρητήρια στον Γιάννη Μαλλιαρό για το καλογραμμένο άρθρο.
Πάτσι και πόστα αναφέρει και ο Τούντας στον «χαρτοπαίχτη»:
«Αχ, για θυμήσου τον καιρό, πάτσι και πόστα στο καρώ,
πήγε ένα πάτσι-πόστα στο καρώ τον άσσο.»
http://rebetiko.sealabs.net/mediawiki/index.php/%CE%9F_%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B1%CE%AF%CF%87%CF%84%CE%B7%CF%82_(%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A4%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B1)
dryhammer said
Καλημέρα!
Βρήκα λέξεις κοινές και στα χιώτικα, ίσως λόγω (και) των μικρασιατών. Βέβαια η προφορά είναι τελείως διαφορετική (και εδώ προσθέτουμε μάλλον φωνήεντα αντί να αφαιρούμε) και γι αυτό τις γράφω χιώτικα
αλπούτζα: λιπούτζα ή διπούτζα και λιπούτζωμα ή διπούτζωμα – «σε στενεύουνε τα ρούχα σου και πας σα λιπουτζωμέμος;»
βεζενές: με την ίδια σημασία
κουβάνι: με την ίδια σημασία
ματσίζω (μάτσι): Κάνω μάτσι, πλάθω χειροποίητο ζυμαρικό (σαν ψιλό κριθαράκι)
ντάμι: στάβλος, στο ισόγειο χωριάτικου σπιτιού ή πέτρινη καλύβα-σταβλος στο ύπαιθρο
παγιαύλι: το φλάουτο και παγιαυλάκι είδος ίσιας σφυρίχτρας
ρέζεγο: με την ίδια σημασία
γομάρι και γομαριά: μια φορτωσιά ζώου
στέρνα: η ανοιχτή δεξαμενή για πότισμα, μεγέθους μικρής πισίονας
φρίτζα: καλύβα από καλάμια ή κλαδιά
κασκαβάλι: το ξέρω σαν αλβανική (και αρβανίτικη) λέξη για είδος τυριού τσοπανίσιου
Παναγιώτης Κονιδάρης said
Αναγνωρίζω στον βιρανέ το λευκαδίτικο «βεράνι» που σημαίνει το ορθάνοιχτο, παρατημένο σπίτι («έφυγε ξαφνικά κι άφησε το σπίτι βεράνι»). Επίσης στο καφουτς το δικό μας «καφούσκι» με την ίδια έννοια, του καύκαλου ή και του καλύμματος.
dryhammer said
τσατάλι ξέρω αυτό (και ό,τι αυτοσχέδιο του μοιάζει)
Ματίνα said
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!
sarant said
12 και 0: Αυτό το παγιαυλάκι, παγιαύλι πρέπει νάναι ο αρχαίος πλαγίαυλος
13: Ο βιρανές-βεράνι κτλ. πρέπει να είναι πολυπεριφερειακή λέξη.
ilias said
Αλ(ι)πούτζα λέμε και την τρικλοποδιά. Αλ(ι)πουτζομένο λέμε τον μπουρδουκλωμένο.
Pedis said
Γουστάρω τρισχιλιετή συνέχεια της γλώσσας …
Σγάφτου, τζούτζου, παρτουβάρτου,
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Καλημέρα. Ο Λουντέμης χρησιμοποιεί και το ρήμα βερανιάζω = ερημώνω.
Το αφήσαμε και βεράνιασε εκείνο το κτήμα στη Σαλαμίνα (από μνήμης, από τη «Λύσσα»).
sarant said
19 Δεν το ήξερα, ευχαριστώ!
Theo said
Καλημέρα και καλή εβδομάδα
Γιάννη, θερμές ευχαριστίες!
Το κασκαβάλι το αναφέρει κι ο Παπαδιαμάντης τέσσερις φορές, πάντα για τυριά από την Αίνο. Το σκαμπίλι απαντά μια φορά, στο διηγημά τουΟ πολιτισμός εις το χωρίον.
Το τσατάλι το χρησιμοποιούμε και στην Έδεσσα, συνήθως για τις σφεντόνες.
dryhammer said
βερίνα, στα βαπορίσια, είναι η συστροφή κατά τον διαμήκη άξονα που παθαίνει ένα σκοινί, συνηθέστερα το συρματόσχοινο και το εμποδίζει να διπλωθεί, τυλιχτεί κλπ σωστά. Επιδιορθώνεται με άπλωμα και στρίψιμο αντίθετα από τη φορά της βερίνας. (Στα σπίτια το συναντάμε στο σπιράλ της μπανιέρας και -παλιά- στο καλώδιο του τηλεφώνου) μτφ. βερινιάζω : «παίρνω ανάποδες», «στραβώνω», «φουρκίζομαι»
Γιάννης Ιατρού said
Μπράβο ρε Γιάννη, με το ωραίο σου άρθρο. Με τα κοψίματα, αλλαγές κλπ. που γίνονται, και σκεφτείτε και την σχετική προφορά (και να μιλούν και γρήγορα…), κόλαση. Δεν θα καταλάβαινα ούτε τα μισά!
gpoint said
Ευγε στον Ιωάννην της αυξημένης τριχοφυΐας !!
Κάποια είναι ίδια ή μοιάζουν και μ’ αλλες ντοπολαλιές. Το πάτσι και πόστα το λένε όλοι οι ψαράδες
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
Μόλις γύρισα απ’ το σχολειό και διάβασα την ανάρτηση και τα πρώτα σχόλια. Ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
Και μ’ είχε ρωτήσει ο Νίκος για το πρώτο μισό της παροιμίας (ντιγμιντέ να φας κουλιό) και δεν μουρχόταν με τίποτα. Και τώρα που το διάβασα άρχισε να μούρχεται. Ναι. με παλαμίδα αλλά κάπως αλλιώς: Παλαμίδα ρέγισι, ντιγμιντέ να φας κουλιό (ρέγισι = ορέγεσε), δηλαδή εσύ θες παλαμίδα αλλά αμφίβολο αν θα φας ακόμα και κολιό. Μάλλον μιλάμε για παστά, που η μεν παλαμίδα είναι σε λάδι ζουμερή (κι ακριβή) ενώ ο κολιός στεγνός.
Η αλπούτζα είναι με δέσιμο μπροστινού με πίσω πόδι. Απ’ την ίδια μεριά. Μετά έρχονται τα πιο δύσκολα. Αλπούτζουμα στα τέσσερα (και τα τέσσερα πόδια δεμένα ανά δύο, αλλά δεξί με δεξί και αριστερό μ’ αριστερό και για ακόμα πιο δύσκολες κατσίκες (γιατί μόνο εκείνες έφταναν στα άκρα) ήταν αλπούτζουμα ανκατάλαγα, δηλαδή χιαστί.
sarant said
25 Μπράβο, ρέγισι, τόλεγε η γιαγιά μου.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Για το τσατάλι βλέπω τώρα στο βικιλεξικό πως είναι το πιρούνι στα τούρκικα και δίνει σαν πρώτη έννοια το δίχαλο. Κι εγώ σαν έτσι το ξέρω. Κι από κει πέρα, ότι είναι διχαλωτό.
Γιάννης Μαλλιαρός said
26 η συλλογική σοφία που λες συχνά. Ένα βάζεις εσύ, ένα ο άλλος και βρίσκεται στο τέλος 🙂
leonicos said
Υπέροχο άρθρο. Προγματική συμβολή, όπως και το Κύθνειο άλλωστε, του Μαρτίνου
Όμως, είχα μπει το πρωί στο χτεσινό, και πολύ λυπήθηκα
Αναρωτιέμαι πώς θα ζήσετε μερικοί μερικοί εδώ μέσα χωρίς τον Βάτταλο.
Πρέπι να ενώσουμε τις φωνές μας για να το επαναφέρουμε.
Αμάν! Χωρίς Βάτταλο γίνεται ποστ; Εδώ πάμε για τρίτη αξιολόγηση. Α Άεκ νίκησ τον Ολυμπιακό! Είμαι και ΑΕΚ εκτός από Εορδαϊκός, λόγω Κουκουβαούνων, αλλά δνε το πίστεψα βέβαια.
Μόνο άμα νικήσει και τον Μπάοκ θα πιστέψω πως έγινε ομάδα.
Αλλά ο Μπάοκ δεν νικιέται! είναι ΑΗΤΤΗΤΟΣ ψαράς
Γιάννης Μαλλιαρός said
Περί Καλλικράτη: η δικαιολογία που ολόκληρη η Μυτιλήνη (ή η Λέσβος για όσους τους κάθεται κάπως το να λέγεται το νησί Μυτιλήνη) ήταν το δόγμα «ένα νησί – ένας δήμος». Αλλά γιατί αυτό το δόγμα δεν ίσχυσε για την Εύβοια (το δεύτερη σε μέγεθος) ή την Κρήτη (το πρώτο αν δεν υπολογίσουμε και την Πελοπόννησο που κι αυτή είναι νησί); Κι έτσι προέκυψε ένας δήμος με διαστάσεις περίπου 100χ100 χιλιόμετρα.
Την εποχή εκείνη είχαν αναφερθεί κάποια πληθυσμιακά κριτήρια για αστικούς και αγροτικούς δήμους. Είχα υπολογίσει πως ο κάμπος της Καλλονής μπορούσε να είναι δήμος και με τα μεν και με τα δε (Καλλονή, Δάφια, Αρίσβη, Αριανά, Παπιανά, ΑγιαΠαρασκευή, Κεράμι, Σκάλα Καλλονής έχουν κάπου 8 χιλιάδες κατοίκους αν αρχίσουμε να βάζουμε και τα λίγο πιο πέρα χωριά ξεπερνάμε το 10άρι και με τη δυτική Λέσβο το 20άρι).
Αλλά άμα το ζητούμενο είναι να βρεις πρόφαση…
Γιάννης Μαλλιαρός said
9, 10 Βασικά «φέρε την τράπουλα για σκαμπίλι» λέμε, αλλά για απλοποίηση μπορεί να σταθεί και σκέτο φέρε ένα σκαμπίλι.Η τράπουλα έχει 36 χαρτιά. Εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα, τις φιγούρες, τρία κι άσο με αυτή τη σειρά ισχύος. Παίζεται με ατού (κόζι) που βγαίνει στον κάθε γύρο ανάλογα τη μοιρασιά. Τα εφτά, οχτώ είναι τα λιμά. Πόντους έχουν ο άσος 11, το τρία 10 κι οι φιγούρες με το δεκάρι από έναν (αν τα θυμάμαι καλά, έχω πολύν καιρό να παίξω).
sarant said
30 Πράγματι. Αν και τώρα τελευταία έχουν εκφραστεί και απόψεις υπέρ του ενιαίου δήμου, ή κάνω λάθος;
Γιάννης Μαλλιαρός said
12 Ε, κοντογειτόνοι για 🙂
Γιάννης Μαλλιαρός said
32 Φτου κακά. Τώρα τελευταία επανέρχεται το θέμα της διαίρεσης σε… Κι εκεί αρχίζει το φάγωμα. Σε πόσους; Τρεις; Πέντε; Δύο; Ακούγονται διάφορα, το δύο (ένας ανατολικά κι ένας δυτικά) μάλλον θα γίνει από κει και πέρα το πράγμα μπλέκει.
Ο σημερινός ενιαίος δήμος και η ισότιμη κατανομή πόρων.
LandS said
Δεν τον λένε Τάληρο γιατί προφέρει το όνομά του Θέιλερ. Θα ήταν όμως νόστιμο λογοπαίγνιο για τον φετινό νομπελίστα οικονομίας Richard Thaler.
Γιάννης Μαλλιαρός said
21 Το γάλα το κάνουμε τυρί σε δυο είδη: είτε κιλουμουκίρ (τουλουμοτύρι, μαλακό, που τρώγεται σχετικά φρέσκο, χωρίς ιδιαίτερο σχήμα που διατηρείται στην άρμη και για καλύτερο μετά μπαίνει και σε γάλα – ο παλιότερος τρόπος διατήρησης ήταν σε τουλούμι, ασκό από δέρμα ζώου, με τις τρίχες προς τα μέσα, σήμερα μόνο στην Αγιάσο βλέπω να πουλάνε, στα πλαίσια της παράδοσης) είτε κασκαβάλ (σε ειδικό καλαθάκι – το τυροβόλι – παλιά από βούρλα, κι έλεγε μια παροιμία «βρούλα μ’ φερνς κυριβόλια σ’ μπλέκου», που ξεραίνεται – και σκληραίνει – στο σανίδι και διατηρείται σε λάδι οπότε έχουμε το λαδοτύρι).
Παλιά το κάθε σωστό νοικοκυριό είχε δυο μικρά κιούπια, ένα για της ελιές κι ένα για το τυρί της χρονιάς. Που το λάδι δεν ανανεωνόταν κάθε χρόνο κι έτσι ερχόταν στο τέλος και γινόταν πολύ βαρύ.
Προσωπικά δεν προτιμώ καμιά απ’ τις δυο εκδοχές προτιμώ το λαδοτύρι που διατίθεται στο εμπόριο και δεν είναι σε λάδι (εκτός κι αν είσαι σε μαγαζί της Αγιάσου, είπαμε οι άνθρωποι πουλάνε παράδοση). Τότε που είχαμε δικά μας ζώα και τυριά, ζητούσα απ’ τη μάνα μου να κρατήσει μερικά κεφάλια εκτός λαδιού, αυτά έτρωγα εγώ. Με συντήρηση στο ψυγείο. Που τους άρεσε κι άρχισαν κι οι υπόλοιποι στην οικογένεια να τρώνε απ’ αυτό.
Παναγιώτης Κ. said
κασκαβάλ(ι), ντάμ(ι), πατς και πόστα, σκαμπίλ(ι),στέρνα, τσατάλ(ι),χαβούζα.
7/41 ! Δεν είμαι ευχαριστημένος από τις γνώσεις μου. 🙂
dryhammer said
33. Στο στρατό το λέγαμε …κοντασιμί
36. Κι εγώ προτιμώ το εκτός λαδιού λαδοτύρι
sarant said
36 Κι εγώ το εκτός λαδιού λαδοτύρι προτιμώ -άραγε να το πούμε «τύρι»; 😉
Γιάννης Μαλλιαρός said
38 🙂
39 🙂 🙂 🙂 :lol
Γιάννης Μαλλιαρός said
Λάθος στο 40 η αρίθμηση. 38α και 38β πάνε.
Πάντως, στο 38β, αυτό μπορεί ν’ ακούγεται λαδοτύρι, αλλά είναι λαδωτήρι.
Σκύλος said
Καλομεσήμερο
όντως το κασκαβάλι είναι το τυρί στα σύγχρονα αλβανικά.
Για το μπαστούρωμα των ζώων στη Φολέγανδρο, τα έχουμε πει. Καμία σχέση με μαστούρες, όπως παράκουσαν μερικοί.
ΣΠ said
Από το μόδ(ι) πρέπει να προέρχεται το όνομα του χωριού Χιλιομόδι Κορινθίας, τόπο καταγωγής της Ειρήνης Παππά.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>μι του νιμπέκ…(nobet) Με το νιμπέτ = με τη σειρά,
νομπέτι σ΄εμάς;
Από τς αδυνατές καρδιές
είχα κι εγώ στο μπέτη*
μα ΄δα οι πόνοι κι οι καημοί
την κάνουνε νομπέτι
*(ο) μπέτης, το στέρνο/στήθος
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ένα παροραματάκι στο νιμπέκ / νιμπέτ: Η τούρκικη λέξη είναι nöbet (με ούμλάουτ).
Γιάννης Ιατρού said
43: ΣΠ
…Από το μόδ(ι) πρέπει να προέρχεται το όνομα του χωριού Χιλιομόδι Κορινθίας…
Ίδια ακούγεται, αλλά είναι διαφορετική μονάδα μέτρησης (μήκους αυτή) αυτό το «μόδι» (Βυζαντινή). Το χωριό απείχε χίλιους μόδους/μόδια από τον Ισθμό της Κορίνθου, ή τέλος πάντων από αυτό που ήταν στη θέση του Ισθμού (Τείχος Ιουστινιανού).
Το «μόδι» του Γιάννη στη Μυτιλήνη προέρχεται από τη ρωμαϊκή (και παλιότερη, αναφέρεται και στο Δημοσθένη νομίζω) μονάδα μέτρησης όγκου (σιταριού), ίση με το 1/6 του μέδιμνου.
Σκύλος said
Εντωμεταξύ, το νόμπελ Οικονομίας το πήρε κάποιος Thaler του πανεπιστημίου του Σικάγο. Τάλερ, φίλοι μου!
Γιάννης Ιατρού said
46: Το βρήκα (Δημοσθένης): Στο «κατά Δημοσθένους» του Δεινάρχου (95, 37). Κάτι θυμόμουν με Δημοσθένη … 🙂
Γιάννης Ιατρού said
47: βλ. ==> #35 🙂
Γιάννης Μαλλιαρός said
Η Μαρία, που δεν σχολιάζει, μου είπε να βάλω και το κόλντιμίρ. Έτσι με δυο τόνους. Τη (σιδερένια) μπάρα πίσω απ’ την πόρτα που μπαίνει διαγώνια απ’ τον τοίχο προς την πόρτα (κι άρα δεν μπορεί ν’ ανοίξει η πόρτα με σπρώξιμο. Συνήθως το ένα φύλλο της πόρτας έτσι ενώ το άλλο έκλεινε κανονικά. Άλλα κλεισίματα τσάγκρα (η) και παράγκ (το, υποκοριστικό παραντέλ). Η πρώτη σύστημα με κινητή γλώσσα, μπορείς απ’ έξω να πατήσεις για ν’ ανοίξει. Το δεύτερο ένα σίδερο με μύτη που μπαίνει σε θηλιά και κλείνει μόνιμα συνήθως πόρτα – κάσα. Μάνταλο, λέει ο κος Αριστείδης Στεργέλλης στο υπό έκδοση λεξικό που αναφέρω στην αρχή. Κι από κει βρήκα και φωτογραφία ενός είδους (το άλλο ήταν πλατύ).
ΣΠ said
46, 48
Ευχαριστώ, Γιάννη για την πλήρη και λεπτομερή ενημέρωση.
Γιάννης Ιατρού said
48: «…παρ᾽ ὧν αὐτῷ χίλιοι μόδιοι τοῦ ἐνιαυτοῦ πυρῶν ἀποστέλλονται..»
Emphyrio said
Κυρ Νικο, ωρα ειναι να βγει το μεσονυκτιο ζομπι και να σας κατηγορησει που στην ιδιολεκτο σας ταυτιζετε την Μυτιληνη με την Λεσβο χωρις να επιτιμησετε και να κατακεραυνωσετε τον αθλιο και αγραμματο Τσιπρα που εκανε την ιδια ατασθαλια…
Spyros said
Για το κασκαβάλ: Υπάρχει και το ιταλικό τυρί caciocavallo. Μια πρόχειρη ματιά στην ιταλόφωνη βικιπαίδια προκαλεί λιγη σύγχυση με διάφορες ετυμολογήσεις που ασχολούνται με το συνθετικό -cavallo, δηλαδή άλογο. Στο τέλος αναφέρει και το κασκαβάλ δαν τυρί που παράγεται στα Βαλκάνια / Τουρκία και εικάζει μια πιθανή ετυμολόγηση απο το Kasher. Στην αγγλόφωνη βικι όμως έχει μια ιδέα που εμένα με πείθει περισσότερο: το ετυμολογείαπο το λατινικό cascabelus δλδ την κουδούνα των βοοειδών. Το σχημα του ιταλικού τυριού, που κρέμεται με σκοινί απο την άκρη, μοιάζει οντως με κουδούνα
sarant said
53 Όλοι οι ντόπιοι λένε Μυτιλήνη και για το νησί, είναι γνωστό αυτό.
gpoint said
# 29
Λεώνικε και άλλοι, ο μπασκετάκιας Σκουντής έχει γράψει σχετικά για το μπασκετικό τμήμα του ΠΑΟΚ που δεν το λες και πετυχημένο αγωνιστικά, αλλά δεν έχει και όμοιό του
Για όσους δεν έχουν ακόμα καταλάβει τι είναι ΠΑΟΚ δυο αποσπάσματα από άρθρο του Σκουντή:
τίτλος του άρθρου » Ε, ρε ΠΑΟΚ που μας χρειάζεται ! »
…
«Έκτον και ίσως το σημαντικότερο: οι ΠΑΟΚτσήδες έκαναν ευτυχισμένο έναν άνθρωπο που δεν τον ήξεραν και πιθανότατα δεν θα τον ξανασυναντήσουν ποτέ στη ζωή τους. Στο ίδιο ξενοδοχείο έκανε τις διακοπές του ένας Ουαλός, ονόματι Ντέηβιντ Μπερντ, που πάσχει από το σύνδρομο Down και η χαρά που ένιωσε, όντας τέσσερις μέρες μέσα στην αγκαλιά μιας άγνωστης σε αυτόν ομάδας μπάσκετ δεν περιγράφεται ούτε με λόγια, ούτε με εικόνες. Έτυχε να βρίσκομαι εκεί χθες το πρωί που ο Τέλης Ζουρνατσίδης του πρόσφερε κάποια αναμνηστικά της ομάδας και έβγαλαν όλοι μαζί μια φωτογραφία και ομολογώ πως ελάχιστες φορές στη ζωή μου είδα έναν άνθρωπο τόσο συγκινημένο και τόσο ευτυχισμένο!»
και
«Δεν βρίσκω καταλληλότερο επίλογο από μια αποστροφή του λόγου του Χαραλαμπίδη σε μια συνέντευξη που μου έκανε την τιμή να μου δώσει χθες το πρωϊ και θα προβληθεί προσεχώς στην εκπομπή «Pick N’ Roll» του ΟΤΕ ΤV. Tην παραθέτω αυτούσια και –στο λόγο της ανδρικής τιμής μου- χωρίς να της πειράξω μια κεραία ή ένα ιώτα. Το γιατί το επισημαίνω αυτό θα διαπιστωθεί από την εκφορά του λόγου του αρχηγού του ΠΑΟΚ, που συν τοις άλλοις είναι ο γηραιότερος παίκτης του πρωταθλήματος και με το βιολί που βαράει απειλεί τα ρεκόρ μακροβιότητας του Κόντου και του Γκούμα!
Τάδε έφη Χαραλαμπίδης λοιπόν: «Στον ΠΑΟΚ δεν προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε οικογενειακό κλίμα, διότι αυτό υπάρχει εξ ορισμού και δεν αποτελεί μια επιτηδευμένη κατάσταση, αλλά μια αυτονόητη πραγματικότητα. Όταν μπαίνει ένας παίκτης στο γήπεδο και ο πρώτος που τον χαιρετάει και του χαμογελάει είναι ο (πρόεδρος) Πρέλεβιτς, εκεί ακριβώς τελειώνει κάθε συζήτηση. Στην καριέρα μου ευτύχησα να παίξω σε ομάδες που πράγματι ήταν οικογένειες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο ΠΑΟΚ αφουγκράζεται τον σφυγμό των παικτών είναι μοναδικός κι ανεπανάληπτος»!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>καρπάν το: το πανί που κρέμαγαν μπροστά στο τζάκι
μήπως καρά-πανί ,μαύρο πανί;
>>Ο βεζινές ή βεζενές ή βεζνές είναι η ζυγαριά,

Βενζινέ τονε λέγαμε.Είχαμε δυο βενζινέδες στο μπακάλικο.Ζύαζαν με τα δράμια στη μια και το προϊόν στην άλλη χούφτα τους.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κασκαβάλι λημνιό έχω δοκιμάσει
Κασκαβέλι στα απάνω μέρη, Σαλονίκη και πάνω σα να λένε το κασέρι ή ένα είδος κασεριού.Από μια θεια από τη Αξιούπολη το θυμάμαι.
sarant said
57 Ωραία παρετυμολογία ο βενζινές 😉
Πέπε said
Πολύ ωραίο και το σημερινό, μπράβο στον Γιάννη Μαλλιαρό.
Κι ένα ειδικότερο μπράβο για τους στίχους της Βέμπο, που χρόνια τώρα σπάω την κεφαλή μου να τους βγάλω!
Τα μυτιληνιά (δεν έχω τις γνώσεις να ξεχωρίσω τα επιμέρους υποϊδιώματα) είναι από κείνα τα ιδιώματα που, ενώ οι διαφορές τους από την κοινή ορίζονται από μια σειρά κανόνων όχι πολύ περίπλοκων (συν βέβαια ένα τοπικό λεξιλόγιο – άλλο αυτό), ωστόσο ακούγονται εντελώς κρυπτικά, σαν άλλη γλώσσα.
Ίσως ένας λόγος είναι ότι συνδυάζουν φωνητικές ιδιαιτερότητες που έχουμε συνηθίσει να μην τις ακούμε μαζί: έχουν τον βόρειο φωνηεντισμό, όπου τα άτονα ο και ε γίνονται ου και ι και τα άτονα ου και ι χάνονται, αλλά έχουν και τον τσιτακισμό κε > τσhε κλπ.) που παραπέμπει σε Κρήτη, Κύπρο και άλλα μέρη άσχετα, κατά τα άλλα, από τον βόρειο φωνηεντισμό.
Επιπλέον, έχουν και μια ιδιαιτερότητα μάλλον μοναδική, απ’ όσο ξέρω, στα ελληνικά: εκτός από την ουράνωση των κ, γκ, λ, ν κλπ. πριν από ι (>[τσhι], [τζhι], [λjι], [νjι] – για δε τα δύο πρώτα και πριν από ε > [τσhε], [τζhε]), έχουν και ουράνωση το τ σε κj πριν από ι (τυρί > κ’ρί). Αυτό το φαινόμενο, που θυμίζει ίσως ρώσικα, δεν ξέρω να απαντά αλλού στην Ελλάδα. Και ακόμη, δεν ξέρω αν είναι μοναδικό αλλά σίγουρα σπάνιο, ουρανώνουν και το σ σε sh (εσύ > ισhύ – ισχύει όμως στα πλωμαρίτικα ή μόνον σε άλλα ιδιώματα του νησιού;).
Το αποτέλεσμα είναι ότι περισσότεροι από τους μισούς φθόγγους κάθε λέξης ακούγονται αλλιώς απ’ ό,τι περιμένει κανείς. Είναι εφικτό να μάθει κανείς να τους κουτσομιμείται, αλλά πολύ πιο δύσκολο να τους αναγνωρίζει ακούγοντας: αν σε κάθε λέξη που ακούς πρέπει να συλλογίζεσαι «είπε κ πριν από ι, άρα εννοούσε τ» και μαζί άλλα δέκα τέτοια, σε ταχύτητα ομιλίας, καλυνήχτα!
Πολύ καλό σχολείο για τη μητιληνιά ντοπιολαλιά είναι αυτό το βιβλίο (Λεσβιακά παραμύθια), με παράλληλο κείμενο στο πρωτότυπο και σε κοινή νεοελληνική απόδοση, όπου στο πρωτότυπο αποδίδονται με διάφορες ορθογραφικές και τυπογραφικές συμβάσεις όλες οι ιδιαιτερότητες της προφοράς. (Το οποίο, διαβάζω τώρα, έχει γίνει σπάνιο και συλλεκτικό – για φαντάσου! Το έχω από παιδί και δεν το ‘ξερα!)
Theo said
@18:
Επειδή πολλή ειρωνεία πέφτει εδώ για την ενότητα της γλώσσας μας από κάποιους που το παίζουν γλωσσολόγοι, παραπέμπω σε τι μου είπε προ ημερών ο Jost Gippert, ένας από τους κορυφαίους γλωσσολόγους (και το ανέβασα σε άλλο νήμα).
Μαγδαληνή said
Συγχαρητήρια και γιατί θυμάστε τόσες λέξεις και γιατί τις καταγράψατε. Ευχαριστούμε και τον Νικοκύρη για τη φιλόξενη διάθεση.
Από όσες αναφέρονται χρησιμοποιώ συχνά το τσατάλ αλλά στην έκφραση «μου έκανε τα νεύρα τσατάλια». Φαντάζομαι από την έννοια της σφεντόνας, μου τέντωσε τα νεύρα.
spatholouro said
Ωραία δουλειά!
Βλέπω επίκειται ειδική έκδοση:
http://www.plomarinews.gr/?p=26693
Επίσης πολύ χρήσιμα βρήκα και αυτά:
Σπ. Αναγνώστου «Λεσβιακά : Ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών» (1903)
http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/4/f/metadata-01-0000977.tkl?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&lang=el&ioffset=1&offset=1
«Γλωσσάριον Λέσβιον» (1870)
http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/4/f/metadata-01-0000977.tkl?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&lang=el&ioffset=1&offset=1
spatholouro said
Εδώ το ορθόν «Γλωσσάριον Λέσβιον»
http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/6/d/b/metadata-01-0002269.tkl?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&lang=el&ioffset=1&offset=1
ΣΠ said
35, 47
Ταιριαστό επώνυμο για οικονομολόγο.
Γιάννης Μαλλιαρός said
53 Μα απ’ το 30 το έκανα το σχόλιο κι έβαλα λίνκι σε ανάρτηση στο ιστολόγιό μου που καταπιάνομαι μ’ αυτό ακριβώς το θέμα και εξηγώ πως κι εγώ (όπως κι οι περισσότεροι που ζουν στο νησί) χρησιμοποιώ και τα δυο ονόματα αδιακρίτως (όπως λέει κι ο Νίκος στο 55).
Γιάννης Μαλλιαρός said
60 Στο σχολειό ο δάσκαλος μας έλεγε πως μετρήσανε τα επιμέρους ιδιώματα της Μυτιλήνης κι ήταν παραπάνω απ’ τα χωριά της 🙂 Ξέρεις τι δούλεμα έχω φάει εγώ από Μυτιληνιούς άλλων περιοχών (Πολυχνιάτες, Καλλονιάτες κλπ); Μόνο οι Αγιασώτες δεν τολμούσαν ν’ αναγελάσουν (=περιπαίξουν) τους Πλωμαρίτες.
Προφανώς «ισί» (ισhύ όπως το γράφεις περιγράφοντας την προφορά του)! Δεν προσπάθησα να δώσω καθόλου την προφορά αφενός μεν γιατί μου είναι άγνωστα τα σημαδάκια κι η σύμβασή τους κι αφετέρου γιατί όσο και να την δώσω κανένας δεν θα μπορέσει να τα προφέρει αν δεν είναι γεννημένος και μεγαλωμένος στην περιοχή (να τα έχει δηλ. τα πλωμαρίτικα «μητρική του γλώσσα»).
Γιάννης Μαλλιαρός said
64 Ναι, κάναμε και τη 14η διόρθωση – συμπλήρωση 🙂 Όπως λέω και στην αρχή, το καλοκαίρι ήμουνα στην περιοχή, όπως κι ο Δρ Στεργέλλης που έχει κάνει τη συλλογή. Κι όταν είσαι στην πηγή, είτε ακούς είτε θυμάσαι διάφορα. Το έργο είναι στον τυπογράφο που όμως είχε ατύχημα και καθυστερεί η εκτύπωση…
Πέπε said
@61:
Κι εγώ ήθελα να σχολιάσω το #18. Εντάξει, είναι ένα ατυχές σχόλιο, όπως και τα περισσότερα σ’ αυτή τη θεματική (δυστυχώς, γιατί είναι ενδιαφέρον θέμα και θα μπορούσε κανείς να πει πολλά πνευματωδέστερα). Αν η ύπαρξη της τρισχιλιετούς συνέχειας καταρρίπτεται επειδή βρήκαμε τρεις λέξεις που μάλλον δεν υπήρχαν πριν 3000 χρόνια στη γλώσσα μας, τότε αρκεί να βρούμε άλλες τρεις που να υπήρχαν και την αποδείξαμε!
Χώρια που πολύ θα ήθελα να μάθω την ετυμολιγία του σγάφτω…
Γιάννης Μαλλιαρός said
64 Κι ανοίγω το γλωσσάρι και βλέπω δεύτερο λήμμα την Αγαπώ. Που δεν το έχουμε σαν όνομα αλλά μου θύμισε πως έχουμε γυναικεία ονόματα που λέγονταν σε -ώ: Βατώ, Σαπφώ (δυο ανιψιές μου, δεν έχουν αλλάξει) αλλά και Μαριγώ, Ρηνιώ (η γιαγιά μου). Κι αν βάλουμε και τα τοπικά ονόματα που χάθηκαν… Τελείως πρωτότυπα. Ακόμα και του πατέρα μου (Δούκας) που σαν μικρό όνομα μόνο στο νησί το ξέρω.
spatholouro said
Βλέπω και τούτο εδώ, χωρίς να γνωρίζω το περιεχόμενο:
Κατσάνης, Ν. 1990/1991. «Λεξιλόγιο Πλωμαρίου», Ελληνική Διαλεκτολογία. Τόμος 2ος. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. 127-130.
spatholouro said
Στην ενδιαφέρουσα λεξικογραφική δουλειά του Γιώργου Γιαννουλέλη («Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες γλώσσες», εκδ. ΚΕΙΜΕΝΑ 1982) παρατηρώ ότι συχνά πυκνά (μάλλον και λόγω καταγωγής) κάνει αναφορές στα διάφορα λήμματα και στο ιδίωμα Πλωμαρίου. Επίσης στη Βιβλιογραφία του αναφέρεται και σε κάποια χειρόγραφα σημειώματα για το ιδίωμα Πλωμαριού από τον Βρασίδα Λαγουμίδη.
Γιάννης Μαλλιαρός said
72 Ναι, στο υπό έκδοση γίνεται αναφορά στον Γιαννουλέλλη και περιλαμβάνονται τα σημειώματα Λαγουμίδη. Αν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό μέιλ από το Νίκο και τα λέμε.
dryhammer said
70 Δούκας, Δούκισσα έχει και στη Σάμο και ίσως και νοτιότερα. Από Σάμο επίσης Κόμισσα και από Κάλυμνο Λο(υ)ίζος (χωρίς ψάξιμο, τους ξέρω αυτούς)
Γιάννης Μαλλιαρός said
74 Στη Σάμο έχει και Πλωμάρι, έχει και Μυτηλινούς!
Γιάννης Μαλλιαρός said
75 Λάθος το Πλωμάρι είναι στην Ικαριά. Τα μπέρδεψα γιατί το καλοκαίρι πέρασα κι απ’ τα δυο.
sarant said
68 Άντε, καλορίζικο!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>φουρτουκήρα
φορτωτήρα
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>και άλλοι Θεσσαλοί) μου λέει πολλές φορές πόσο όμοια του φαίνεται η διάλεκτος η δικιά μας με τη δικιά τους!
http://anolehonia.blogspot.gr/2013/08/3.html
Φράσεις ή παροιμίες που προέρχονται από τη ζύγιση και τις ζυγαριές:
Αυτός ζ’γιάζει απ’ τ’ς αλαφριές (=είναι ελαφρόμυαλος ή αγαθούλης)
Τα ‘χει τιτρακόσια (= έχει σώας τας φρένας, δεν του λείπει κανένα δράμι μυαλό)
Έφαγι ξύλου μι του καντάρ’ (=έφαγε πολύ ξύλο)
Έβρεξι μι του καντάρ’ (=έβρεξε πάρα πολύ)
Ζύγιαζι σουστά κι πούλα ακριβά (=τιμιότητα)
Είνι ντιπ παλάντζα! (= δεν έχει σταθερή γνώμη ή άποψη)
Το συμφέρον με το δράμι κι η φιλία με το καντάρι (=εγωισμός)
Πέπε said
74, 70:
Υπήρχε ένα παλιό βαφτιστικό στην Κάρπαθο, Βουκαινία, δηλαδή Δουκαινία (Δούκαινα). Οι σημερινές εγγόνες των παλιών Βουκαινιών συνήθως λέγονται Ευγενίες (εντελώς άσχετο αλλά κάπως παρόμοιο στον ήχο και λιγότερο περίεργο).
76, 75:
Πλουμάρι στην Ικαρία. Κι εκεί το ου είναι κανονικό ου, δεν τίθεται θέμα προφοράς.
Οι Μυτιληνιοί της Σάμου όμως είναι όντως χωριό με αρχικό πληθυσμό από τη Μυτιλήνη.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας κι ἀπὸ μένα.
Ἔστω καὶ καθηστερημένα μπαίνω στὸ σημερινὸ νῆμα καὶ θέλω νὰ δώσω τὰ συγχαρητήριά μου, τόσο στὸν Γιάννη τὸ Μαλλιαρὸ γιὰ τὸ ἐξαιρετικό του ἄρθρο, ὅσο καὶ στὸν Νικοκύρη ποὺ τὸ φιλοξένησε. Πάντα δυσκολευόμουνα νὰ καταλάβω τοὺς Μυτιληνιοὺς ὅταν μιλοῦσαν μεταξύ τους, ἀλλὰ σήμερα κατάλαβα λιγάκι τὸ γιατὶ, μὲ τὶς τόσες μετατροπὲς φωνηέντων καὶ συμφώνων. Τὸ καλό εἶναι, ὅπως διαπιστώνω ἐδῶ, ὅτι σὲ πολλὰ μέρη τῆς χώρας μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ διάθεση καὶ μεράκι νὰ διασώσουν τὸ γλωσσικὸ πλοῦτο ποὺ χάνεται σιγὰ-σιγά μὲ τὴν ἀναπόφευκτη γλωσσικὴ ἀφομοίωση.
Καὶ πάλι μπράβο, Γιάννη!
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Συγχαρητήρια Γιάννη πολύ όμορφη εργασία, να πώ κι εγώ μιά λέξη που μου έκανε εντύπωση όταν πρίν 4 χρόνια που ήμουν στα Βατερά για δουλειά, μου την είπε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, «τσιαμλίκι» λένε το δάσος που είναι στα μέσα του δρόμου Μυτιληνη – Βατερά, δεν ξέρω αν το λένε έτσι και στο Πλωμάρι.
Κι ένα τραγουδάκι για σένα.
Λεύκιππος said
61, 69 συμφωνώ μαζί σας και απλά αναρωτιέμαι το γιατί μιας τέτοιας αντιμετώπισης.
Μιχάλης Νικολάου said
spatholouro said
Κασκαβάλι (ετυμολόγηση)
https://books.google.gr/books?id=KTVoAAAAMAAJ&q=%22%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%B9%22&dq=%22%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%B9%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjono6OluTWAhVMPhQKHXYuA2sQ6AEILDAC
Μιχάλης Νικολάου said
Kashkaval
http://cdn.shopify.com/s/files/1/0816/7387/products/KrinosKashkaval_8427938c-bfa9-43b6-ba77-77124df8dfe9_grande.jpg?v=1487793125
gpoint said
# 82
Δεν ξέρω που το άκουσε η Δόμνα πάντως το μουλάρι στα ρουμελιώτικα λέγεται μπλαρ κι όχι μ’λαρ
sarant said
82 Τα Τσαμάκια είναι η πλαζ της Μυτιλήνης επειδή έχει πεύκα -τσάμια δηλαδή
85 Πειστικό
Alexis said
Καλησπέρα.
Λυπάμαι που σ’ ένα τέτοιο άρθρο μπαίνω τόσο αργά (λόγω φόρτου εργασίας).
Οι ντοπιολαλιές είναι η «πετριά» μου (για την ακρίβεια μια από τις πετριές μου 🙂 ) και άρθρα σαν το σημερινό έχουν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα.
Καταρχήν συγχαρητήρια Γιάννη για την πολύ καλή δουλειά που έχεις κάνει.
Σχεδόν όλες οι λέξεις μου είναι άγνωστες, αλλά εκείνο που μου κάνει περισσότερη εντύπωση είναι ο τρόπος προφοράς των Πλωμαρίτικων, πραγματικά δύσκολος για τον μη ντόπιο.
Εγώ βρίσκω ότι τα Μυτιληνιά (όχι τα Πλωμαρίτικα ειδικώς, τα Μυτιληνιά γενικότερα) μοιάζουν περισσότερο με τη ντοπιολαλιά της Μακεδονίας παρά της Θεσσαλίας. Όποιος έχει ακούσει παλιό ντόπιο Χαλκιδικιώτη ή Νιγριτιανό (ο Μπαρτζούδης ξέρει… ) καταλαβαίνει τι λέω…
Θα επανέλθω με κάποια σχόλια για ορισμένες από τις λέξεις…
dryhammer said
89. Νιγριτνό
ΛΑΜΠΡΟΣ said
87 – Gee δεν ξέρω, με το άρθρο θυμήθηκα το τραγούδι που το είχα ακούσει παλιά στην ΤΒ νομίζω σε μια εκπομπή της Μπήλιως Τσουκαλά από έναν απίθανο μπάρμπα. Απ΄ό,τι φαίνεται, είναι τραγουδισμένο με διάφορες μικροπαραλλαγές, ας βάλω άλλη μία αλλά λογικά είναι πλωμαρίτικο ή της Λέσβου, ας πούν κι οι ειδικοί. 🙂
88 – Όχι δεν λέω αυτό, όταν περνάγαμε το δάσος μου είπε, αυτό το τσιαμλίκ(ι) είναι η καρδιά του νησιού, αν καεί καήκαμε, ίσως από τα πεύκα -τσάμια -τσιαμλίκια – τσιαμλίκ, δεν ξέρω. 🙂
Γιάννης Μαλλιαρός said
79 Λίγο πολύ γνωστά, τα περισσότερα λέγονται και σε μας.
80α Ούτε Δούκισσα ούτε Δούκαινα χρησιμοποιείται σε μας! Από κει και πέρα, οι αλλαγές και οι προσαρμογές διάφορες. Η Σουλτάνα έγινε Σοφία, η Αμερισούδα Μυρσίνα, απ’ αυτά που θυμάμαι πρόχειρα.
80β Πλουμάρι στα χαρτιά, περνώντας όμως απέξω απ’ το χωριό η ταμπέλα έγραφε Πλωμάρι (δεν έχω φωτογραφία ανεβασμένη)
81 Ευχαριστώ
82 Ευχαριστώ και για τα καλά λόγια και για το γιουτιουμπάκι. Το τραγούδι το αναφέρω αλλά το είχα ξεχάσει πως υπάρχει απ’ τη Σαμίου.
Τσαμλίκ ο πευκώνας γενικά. Το Καμένο Δάσος είναι το κεντρικό τσαμλίκ του νησιού. Βλέπε και τα Τσαμάκια, τα πεύκα δίπλα στην πόλη της Μυτιλήνης και την παραλία μπροστά τους.
Γιάννης Μαλλιαρός said
87 Το τραγούδι αναφέρεται συγκεκριμένα στην περιοχή του Πλωμαριού κι έχει λέξεις ντόπιες, μόνο που η Σαμίου όπως είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να τα πει με την τοπική προφορά.
88 Μέχρι να τα γράψω εγώ, τα είπες εσύ 🙂
91 Ένα μέρος είν’ αυτό που κάηκε, απ’ τη μεριά του δρόμου της Καλλονής. Καμένο επανειλημμένα από το τοπικό πεδίο βολής… Η διαδρομή της λέξης πρέπει νάναι κάπως έτσι.
Γιάννης Μαλλιαρός said
82, 91 Απορία (όχι σε σένα) γιατί ενώ το τραγούδι λέει για μουλάρι στις φωτογραφίες έχει γαϊδούρια; 🙂
Στο 91 οι τραγουδιστάδες πιθανά να είναι Μυτιληνιοί, αλλά δεν νομίζω Πλωμαρίτες (απ’ τους ήχους).
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα -είναι κι ο Γιάννης εδώ και απαντάει 🙂
Γιάννης Ιατρού said
95: ..είναι κι ο Γιάννης εδώ και απαντάει
Δηλαδή, Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει! Και τι κέρασμα σήμερα 🙂
Πέπε said
Κλιώστρα: Το «κλαίω» στα καρπάθικα είναι «κλιω» (μονοσύλλαβο), με ιδιόρρυθμη κλίση, π.χ. το γ’ πληθυντικό είναι «κλιων». Τώρα που βλέπω την κλιώστρα, που προφανώς είναι «κλάφτρα», σκέφτομαι ότι ίσως σε κάποιο υπερδιαλεκτικό υπόστρωμα των σημερινών ελληνικών να υπάρχει γενικότερα μια τέτοια ιδιόρρυθμη, ως προς την κλίση και τα παράγωγα, μορφή του ¨κλαίω». Στο Πλωμάρι πώς το λέτε το ρήμα;
κόφτου Ξανά για την Κάρπαθο: κι εκεί, το «κόφτω» σημαίνει -εκτός από την κοινή σημασία- και τρέχω, και μάλιστα μάλλον ως κυριολεξία, αφού το λένε χωρίς να προσθέτουν κάποια ένδειξη που θα βοηθήσει την κατανόηση – άρα θεωρούν την κατανόηση αυτονόητη. Όχι π.χ. όπως στο κοινό «κόβω δρόμο» που είναι μεταφορικό.
λιόμι «Λιώμαι», προφανώς. Εδώ στην Κρήτη ακούω συχνά το «ραίνω», που μάλλον σημαίνει ακριβώς το ίδιο. «Πού ραίνει» = αυτό που θα λέγαμε «πού βόσκει», είτε για άνθρωπο (πού κυκλοφορεί, πού έχει χαθεί) είτε για αντικείμενο που δεν κινείται βέβαια αλλά το έχουμε δει πρόσφατα σε διάφορες άσχετες θέσεις και τελικά το χάσαμε.
παγιαύλι @16: Μοιάζει να είναι από τον πλαγίαυλο, αλλά είναι ο πλαγίαυλος αρχαίος; Πλαγίαυλος είναι το σημερινό φλάουτο, που δεν το φυσάς από την κορφή αλλά από μια οπή στο τοίχωμα, και το κρατάς εντελώς πλάγϊα. Νομίζω ότι πρέπει να είναι αρχαιοπρεπής σύγχρονη λέξη, ειδικά για το συγκεκριμένο δυτικό όργανο, στην ίδια σειρά με τα «οξύαυλος» = όμποε, «βαρύαυλος» = φαγκότο κλπ.. Δεν είμαι βέβαιος ότι οι αρχαίοι είχαν όργανο με αυτή τη λειτουργία (ή και με άλλη αλλά με αυτό το όνομα). Μουσικός πολιτισμός πέραν του δυτικού που να διαθέτει κάποιο είδος πλαγίαυλου είναι ο ινδικός, με το μπανσούρι.
Οπότε, μήπως η ετυμολογία είναι άλλη;
φθω Προφανώς φ’θώ < β'θώ <βουθώ. Το «βουθώ» είναι το βοηθώ σε διάφορα ιδιώματα, νομίζω κι εδώ στην Κρήτη πρέπει να το λένε. Το «ου» είναι κανονικό ου, όχι ο που προφέρεται ου. Στα μυτιληνιά όμως το άτονο ου χάνεται, κι έτσι προκύπτει το φθω, με το άλλως μάλλον ασυνήθιστο σύμπλεγμα φθ.
Γιάννης Ιατρού said
94α: Γιάννη, δείχνει τους προγόνους 🙂
Πέπε said
@92:
Ναι, έχεις δίκιο για την Ικαρία. Πέρασα πρόσφατα και την είδα την ταμπέλα Πλωμάρι. Ωστόσο, είχα ρωτήσει ντόπιους «α, έχετε κι εσείς Πλωμάρι όπως στη Μυτιλήνη;» και ήταν κατηγορηματικοί: «όχι Πλωμάρι, Πλουμάρι». Μπορεί η ταμπέλα να είναι λάθος (διόλου απίθανο με τα τοπικά ονόματα…).
Κι εδώ που τα λέμε, στη Μυτιλήνη πώς ξέρουμε ότι είναι Πλωμάρι κι όχι Πλουμάρι, αφού ο τοπικός προφορικός τύπος ήταν πάντα Πλουμάρ; Μήπως κι εκεί έχει παίξει κάποια υπερδιόρθωση;
Alexis said
Επιστρέφω με σχόλια για κάποιες από τις λέξεις του καταλόγου:
Το τσατάλι είναι νομίζω πανελλήνιο (σχεδόν) με μικροδιαφορές στη σημασία, αλλού ως δίχαλο αλλού ως μικρό κλαδί κλπ.
καρπάν το: το πανί που κρέμαγαν μπροστά στο τζάκι.
Μουχαροποδιά (μ’χαροποδιά) στο Ξηρόμερο, από το μουχαρί που είναι το τζάκι.
κόφτου: εκτός από το προφανές κόβω σημαίνει και τρέχω (κι είναι πιο συνηθισμένο).
Στο Ξηρόμερο σημαίνει και δίνω ξύλο.
«Του ‘κοψε μια μπουνιά» «Θα σου κόψω ένα κατακέφαλο»
ματσίζου: κόβω σε ψιλά κομμάτια κρέας για κιμά ή κρεμμύδι κλπ
Ματσαλιάζω στο Ξηρόμερο το λιώνω, συνθλίβω, μπορεί να συγγενεύουν.
νταμ το: αποθήκη σε κτήμα ή αγροικία μικρού μεγέθους
Το έχει κι ο Λουντέμης το «ντάμι» στο «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» εννοώντας το στάβλο ή τον αχυρώνα («έβαλαν το Μέλιο να κοιμηθεί στο ντάμι»)
«πιασ’ μουρί του χλιάρ από τ’ αρμάρ» (=πιάσε το κουτάλι απ’ το ντουλάπι).Σήμερα δεν ακούγεται ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Στην Αιτωλοακαρνανία και Ήπειρο το χ’λιάρ’ λέγεται ακόμα αν και θεωρείται «παλιακό» πλέον. Και επώνυμο Χουλιάρας στην Ήπειρο και βέβαια χωριό Χουλιαράδες στα Γιάννενα.
Κάπου έχω ακούσει ετυμολογία από το κοχλίας>κοχλιάριο>κοχλιάρι>χουλιάρι.
Ισχύει ή είναι πορτοκαλισμός;
(ερώτηση προς Νικοκύρη και συσχολιαστές)
Γιάννης Μαλλιαρός said
97 Κλιων οι χήρις κλιων τσ’ ι παντριμένις Σου λέει κάτι;
Συμφωνώ γενικά σε όλα. Το φθω έχει και ξαδερφάκι το ανιφθώ που πάει να πει ανασηκώνω (αλλά λέγεται κάποιες φορές και στη θέση του φθω).
Παγιαυλί κι όχι παγιαύλι. Με τόνο στη λήγουσα. Ή παγιαβλί όπως το βλέπωγραμμένο σε ταμπέλα στην Αγιάσο (που τελικά αναφέρθηκε τόσες φορές σήμερα).
Ζούβσι (έσβησε) η κουβέντα που λέγεται άμα κανένας κόφκ (τρέχει, δήθεν πως έπιασε φωτιά αλλά έσβησε και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει να τρέχει. Αλλά άμα όντως κάτι τρέχει ο άλλος μόνο για αστείο δεν το παίρνει 🙂
Alexis said
Και κάτι που ξέχασα: Στο Ξηρόμερο δεν υπάρχει βεβαίως μετατροπή του τ και κ αλλά την πατάτα περιέργως τη λένε πατάκα.
Τα παιδιά μου κάποτε που τους είχε φανεί παράξενο, αστειεύονταν φτιάχνοντας παράγωγα: Πατακάκια, πατακοσαλάτα, πατακοκεφτέδες κλπ. 🙂
Γιάννης Μαλλιαρός said
99 Υπερδιόρθωση ή αλλιώς, η επικρατούσα ετυμολόγηση είναι απ’ το φλόμο, ένα είδος (βρωμερού) φυτού. Φλόμος, Φλωμάρι, Πλωμάρι. Πλωμάρι πριν 200 χρόνια ήταν το σημερινό Μεγαλοχώρι, σε μεγάλο υψόμετρο. Με προτροπή του Βενιαμίν (του Λέσβιου) άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα, στην αρχή πίσω απ’ τους λόφους (στην Πλαγιά, το χωριό μου) και μετά στην περιοχή που υπήρχε ένα μικρό λιμανάκι, ο Ποταμός (απ’ την εκβολή του ποταμού Σεδούντα). Το μικρό λιμανάκι έγινε μεγάλο χωριό και πήρε το όνομα του αρχικού Πλωμαριού που έμεινε αρκετά μεγάλο για να λέγεται Μεγαλοχώρι (ή Καμένο Χωριό) αλλά σήμερα έχει μικρύνει κατά πολύ. Πριν 100 χρόνια το Πλωμάρι μόνο του είχε 10.000 κόσμο, σήμερα όλη η επαρχία δεν έχει ούτε τους μισούς.
sarant said
97 Μπορεί να έχεις δίκιο για τον πλαγίαυλο
100 Ναι, ισχύει η ετυμολογία κοχλιάριον > χουλιάρι
102 Πατάκες και σε πολλά άλλα μέρη
103 Η ένωση με την Ελλάδα ήταν ο μαρασμός της Μυτιλήνης 🙂
Εφτά βουλευτές έβγαζε το 1924, τρεις τώρα
Γιάννης Μαλλιαρός said
95 Ε, μα. Δεν γίνεται αλλιώς. Να σ’ αφήσω μοναχό; Και πόσα μπορείς να πεις για τα του χωριού μου. Για σήμερα, λοιπόν, είμ’ από κοντά. Για τα αυριανά σχόλια, δεν ξέρω…
Γιάννης Μαλλιαρός said
104δ Όταν δεν υπάρχει ο «αιγιαλός των Μυτηλιναίων» είν’ επόμενο. Το Πλωμάρι είχε άνθηση παράλληλα με τη Σμύρνη. Πάει η Σμύρνη, πάει και η ανάπτυξη…
Πάντως, για την ένωση, υπάρχει κουβέντα από κάποιον που τον θεωρούσανε λαφρύ: «Αχ ρε καλαμαράδις… Π’ σας ρίχναμι ριζ να ρζόσιτι τσι δε σας ρίχταμι άλας α λιώσιτι» (Ευκολάκι. Αχ ρε καλαμαράδες. Που σας ρίχναμε ρίζι να ριζώσετε και δεν σας ρίχναμε αλάτι να λιώσετε. Η δουλειά είναι πως σήμερα η λέξη δεν ακούγεται για τους παλιολλαδίτες).
ΚΩΣΤΑΣ said
Στο θεσσαλικό ιδίωμα, από όσα θυμάμαι, λέγονται τα: νταμ, πατς κι πόστα, σκαμπίλ, στέρνα, τσατάλ, χαβούζα. Το κόφτου σημαίνει τρέχω μόνο όταν συνοδεύεται από το επίρρημα πέρα – κόφτου πέρα.
Σερραίοι, Χαλκιδικιώτες και Θεσσαλοί έχουν πολλούς κοινούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς.
ΚΩΣΤΑΣ said
ματσίζου, δεν ξέρω αν έχει σχέση με το θεσσαλικό ματσιαλάω = μασάω. Πιθανότερο το ματσιαλάω να προέρχεται από το μασουλάω.
Πέπε said
@101:
> > Παγιαυλί κι όχι παγιαύλι. Με τόνο στη λήγουσα. Ή παγιαβλί όπως το βλέπω γραμμένο σε ταμπέλα …
Μάλιστα, σόρι για τον τόνο. Αλλά έχω δικαιολογία: επειδή είχα κι εγώ την αμφιβολία, έκανα ctrl+F για να δω το σωστό, κι έπεσα στο #12 που λέει παγιαύλι. Δεν πρόσεξα όμως ότι αναφερόταν στη Χίο! 🙂
Όσο κι αν δεν είμαι σίγουρος για το α’ συνθετικό, το β’ πρέπει να είναι ο αυλός. Άρα η ταμπέλα με τα παγιαβλέλια δεν πρέπει να είναι σωστή.
Ανά την Ελλάδα υπάρχουν διάφορες τοπικές ονομασίες για τα φλογεροειδή, με α’ συνθετικό πάντοτε ασαφές και β’ συνθετικό μάλλον τον αυλό:
-σουραύλι (το α’ συνθετικό ίσως σχετικό με το συρίζω «σφυρίζω»;;)
-σουργιάλι (Σαντορίνη), σουβλιάρι (Νάξος): υποθέτω, παραλλαγές του ανωτέρω
-πιθκιαύλιν (Κύπρος), πιδαύλι (Ικαρία), πι’αύλι (ξεχασμένη λέξη της Καρπάθου, από την οποία βγαίνει η «πι’αυλέα», απολύτως εν χρήσει, ειδικός μουσικός όρος σχετικός με το παίξιμο της τσαμπούνας)
-πιναύλι (Κως)
-shιλιαύριν (Ποντιακό): ίσως «χειλιαύριν» < χείλος + αυλός με ανομοίωση του δεύτερου λ σε ρ;;;
Το πρώτο συνθετικό σε άλλα κάτι θυμίζει χωρίς βεβαιότητα και σε άλλα δε θυμίζει τίποτε το προφανές, ενώ το δεύτερο σε όλα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, ο αυλός. Ε, μαζί μ' όλα τ' άλλα ας προσθέσουμε και το «παγιαυλί» (Μυτιλήνη) / «παγιαύλι» (Χίος).
Μαρία said
97, 104
ἐκ στομάτων δὲ
ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ.
Ἁδὺ δέ μοι μέλισμα, καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω,
κἢν αὐλῷ λαλέω, κἢν δώνακι, κἢν πλαγιαύλῳ.
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%82
Nikosts said
Καλησπέρα. Κι όμως υπάρχει πλαγίαυλος:
https://ancienthellenicmusic.wordpress.com/researc/koile_sideflute/
Μαρία said
103
Απο το γενοβέζικο Flumare=Ποταμός γράφει ο Συμεωνίδης.
Η δημιουργία λέει του τοπωνυμίου ανάγεται στον 14ο αι., όταν οι Γενουάτες κατέλαβαν το νησί.
Και μια που ανάφερες το Βενιαμίν το Λέσβιο, γιατί στο Πλωμάρι δημιουργήθηκε και δεύτερος πολιτιστικός σύλλογος; 🙂
Πέπε said
@110, 111:
Μάλιστα, ευχαριστώ. Δεν το ήξερα.
Βέβαια, το #111 πιστοποιεί μόνο την ύπαρξη του οργάνου, όχι του ονόματος (στο -εξαιρετικά ενδιαφέρον- άρθρο το «πλαγίαυλος» χρησιμοποιείται ως σύγχρονος οργανολογικός όρος). Αλλά στο #110 έχει και την ίδια τη λέξη σε αρχαίο κείμενο, οπότε ξεκαθαρίζει το θέμα.
Λοιπόν ας επανέλθουμε: μ’ αυτά τα νέα δεδομένα, το παγιαύλι/παγιαυλί μπορεί, πράγματι, να προέρχεται από τον πλαγίαυλο.
Nikosts said
@114
Κάπου το έχω και σε κείμενο, αλλά δεν μπορώ να το βρω τώρα. Υπάρχει ο όρος σαν περιγραφή μουσικού οργάνου.
Πέπε said
@109:
> > -σουραύλι (το α’ συνθετικό ίσως σχετικό με το συρίζω «σφυρίζω»;;)
Λοιπόν, ναι, περίπου. Ο Μπαμπινιώτης (Ετυμολογικό) λέει ότι είναι συμφυρμός από τη σύριγγα και τον αυλό.
Για τα υπόλοιπα, που είναι ιδιωματικά, χρειάζεται ειδικό λεξικό. Το καρπάθικο του Μηνά, το μόνο που έχω, ανάγει το καρπάθικο πι’αύλι στο πλαγιαύλιν < πλαγίαυλος*, ενώ από παράλληλα άλλων ιδιωμάτων, από άλλα λεξικά κλπ γραπτές πηγές, δίνει και το παγιαύλι (όχι ως χιώτικο ή μυτιληνιό αλλά ως παριανό, που δεν το είχα ακούσει), επίσης από τον πλαγίαυλο, το δε κυπριακό πιθκιαύλι (εδώ «πιδκιαύλι») από το «παιδιαύλιον». Αναφέρει και το πιναύλι – πινιαύλι (όχι στην Κω, στην κοντινή Αλικαρνασσό και στους Φούρνους, και τώρα που το θυμάμαι το ‘χω ακούσει και στην Πάτμο), χωρίς ετυμολογία.
Άρα το «παγιαύλι»/«παγιαυλί» μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιον ότι είναι από τον πλαγίαυλο, ενώ και για όλα τ’ άλλα επιβεβαιώνεται ή ενισχύεται η ούτως ή άλλως προφανής υπόθεση ότι είναι από τον αυλό, και για τα πρώτα συνθετικά διαλευκαίνεται σημαντικό μέρος των αποριών μου…
__________
*Εδώ έχω μια επιφύλαξη: στο πι’αύλι λείπει ένα σύμφωνο, που ο Μηνάς υποθέτει πως είναι το γ (σε συνδυασμό με την κάπως περίεργη τροπή «πλα-» σε «πι-»), δεν έχει όμως υπόψη του το ικαριώτικο πιδαύλι που υποδεικνύει το δ. Αλλά δεν πειράζει, σήμερα το πρόβλημά μας ήταν το μυτιληνιό.
spiral architect 🇰🇵 said
Σύγχρονη διαλεκτική από δελτίο τύπου του Δήμου Στυλίδας: «Όποιος το έκανε θα βλαστημήσει την ώρα που γεννήθηκε» 😀
dryhammer said
Για το κόφτου, το κόβω, κόβγω στο τοπικό ιδίωμα των Καρδαμύλων της Χίου, όταν συντάσσεται με το «τα» σημαίνει χέζω. πχ «Εκάθουμουν κάτω απέ μιάν ελιά και τά ‘κοβγα»
Αντώνης said
«στην περιοχή συνηθίζεται η μετατροπή του τ σε κ»:
Η μυτιληνιά γιαγιά μου έλεγε το εξής «αστείο»: Πηγαίνει το παιδάκι στο μπακάλικο ν’αγοράσει κιρι (=τυρί) κατά παραγγελία της μητέρας του και ο μπακάλης ζητά διευκρίνιση: «Κιρί (=τυρί) που τρών ή κιρί (=κερί) για τ’ς αγοί (=για τους αγίους);
sarant said
118 Κάπως έτσι το έλεγε και ο παππούς μου (… ή κιρί που ανάφκιν;)
115 Ωραία, το διευκρινίσαμε.
Μανιατολεσβιος said
στο πλωμαρι μου ελεγε ενας κακομοιρης » επεσα με το αμαξι πανω σε ενα σκυλου, 500000 δραχμες ζημια» «μωρε μπραβο» λεω εγω ο ασχετος, «τι σκυλος ηταν αυτος που σου εκανε τετοια ζημια, Αγιου Βερναρδου? οοοχι, σκυλος της ΔΕΗ.»
και μια αλλη φορα στο πλωμαρι αγγλιδα μαθαινει ελληνικα «how do you say nothing?» «Κιπουτα. Κι-που-τα»
Γιάννης Μαλλιαρός said
112 Μου ταιριάζει πολύ καλύτερα 🙂 Τώρα, για τον δεύτερο πολιτιστικό σύλλογο, δεν κατάλαβα ποιον εννοείς. Απ’ την άλλη, ο καθένας μπορεί να έχει ένα δικό του σύλλογο κι όσο πιο πολλοί, τόσο πιο καλή δουλειά (όχι, πως το πιστεύω αυτό, αλλά να λέμε και τίποτα να περνάει η ώρα).
118 Κλασσικό κι αυτό… Απλά εγώ στο δικό μου τήρησα την ορθογραφία: κυρί προφανώς τρώγεται, κηρί ανάβεται.
Γιάννης Ιατρού said
120: +++++ 🙂
gpoint said
# 120, 122
Η σωστή απάντηση στην αγγλίδα έπρεπε να ήταν» κίπουτα να λες ! «
Πέπε said
Καλά, δυο μέρες τώρα, ένας δε βρέθηκε να αναφέρει την παροιμία; (Τι αλγεινό…)
Απ’ Αγιάσου και Πλουμάρ, μήτε γ’ναίκα μήτε μ’λάρ’.
Σκύλος said
124 Πέπε, είπα να την αναφέρω αλλά βαρέθηκα. Πάντως για τη σύγχυση τ και κ τάχει πεί και ο Αρτάς
Γιάννης Μαλλιαρός said
Μου το θύμισε φίλος: Του τζλουχτίρ που έχει διάφορα σε μυτιληνιές διαλέκτους και ειδικότερα για Πλωμάρι – Αγιάσο!
sarant said
Mπραβο, έχει ψωμί αυτό!
Μαρία said
126
🙂
Η καχπέ =καλτάκα συνηθίζεται σ’ όλο το νησί ή ειδικά στην Αγιάσο;