Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο)
Posted by sarant στο 4 Φεβρουαρίου, 2018
Παρουσιάζω σήμερα με πολλή χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, αφιερωμένη σε μια ευθυμογραφική στήλη που έτερψε τους αναγνώστες επί δεκαετίες και που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον: τη στήλη του Τζογέ, που εμφανιζόταν προπολεμικά στην εφημερίδα Βραδυνή. Πρόκειται για εύθυμα κείμενα, περίπου σαν χρονογραφήματα, που τα έγραφε ο Σώτος Πετράς.

Η φιγούρα του Τζογέ στα χρονογραφήματα του 1925
Ο Κόρτο διερευνά το θέμα πολύ αναλυτικά, οπότε όσο λιγότερα πω εγώ τόσο καλύτερα. Να πω μόνο ότι ο Τζογές δεν είναι η πρώτη στήλη που υπογράφεται από κουτσαβάκη, μάγκα ή βλάμη, είναι όμως από τις μακρόβιες και πολύ πετυχημένες -μαλιστα επιλογή χρονογραφημάτων είχε βγει σε βιβλίο, που είδα να κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο.
Τζογές ήταν και τυπικό όνομα του μάγκα στις επιθεωρήσεις, ενώ έτσι ειναι και το παρατσούκλι του «καλού πολίτη» στο ποίημα του Βάρναλη:
Εγώ ’μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάδαρο τον γκρίζο.
Επειδή εδώ λεξιλογούμε, να πούμε ότι ο Τζογές ονομάστηκε έτσι από το τζογέ πανταλόνι που ήταν το σήμα κατατεθέν των παλιών κουτσαβάκηδων. Τζογέ ή τρόμπα: φαρδύ επάνω, στενό κάτω, σωλήνας περίπου.
Ο Κόρτο έχει και γλωσσάρι του Τζογέ, στο οποίο προσθέτω μέσα σε αγκύλες κάποια δικά μου σχόλια. Αλλά πολλά ειπα εγώ.
Ο ΤΖΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ
Η στήλη του Τζογέ υπήρξε σειρά εύθυμων χρονογραφημάτων τα οποία γράφονταν από τον επιθεωρησιογράφο και θεατρικό κριτικό Σώτο Πετρά1 και δημοσιεύονταν στον αθηναϊκό τύπο κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στην εφημερίδα Βραδυνή η στήλη εμφανίζεται ήδη από το φύλλο της 5ης Ιουνίου 1925, είναι σχεδόν καθημερινή κατά τα έτη 1926 έως 1930 και συνεχίζει να δημοσιεύεται σε άτακτα διαστήματα τουλάχιστον μέχρι και τον πρώτο χρόνο της Κατοχής.
Στα ευθυμογραφήματα αυτά, ο Πετράς ζωντανεύει και κατά κάποιον τρόπο υποδύεται τον Τζογέ, έναν κωμικό λογοτεχνικό χαρακτήρα, ο οποίος αφηγείται ευτράπελα περιστατικά, στηλιτεύει τις κοινωνικές στρεβλώσεις της εποχής του και σχολιάζει την επικαιρότητα, με έμφαση στο αστυνομικό δελτίο της εποχής, αλλά πάντα με σατιρικό πνεύμα.
Τόσο από τις αφηγήσεις, όσο και από τα σχόλιά του, προκύπτει ότι ο Τζογές είναι ο λαϊκός τύπος του μεσοπολέμου, αισθηματίας, γλεντζές, λάτρης της ξέγνοιαστης ζωής, του κρασιού και της ταβέρνας, της κιθάρας και της καντάδας. Είναι παθιασμένος υμνητής και συγχρόνως σφοδρός κατήγορος του έρωτα. Νοσταλγεί την παλιά Αθήνα και τις ομορφιές της, ενώ παραπονιέται συνεχώς για την κατάντια της εποχής του και την έκλυση των ηθών. Είναι παλαιών αρχών και γκρινιάζει για τους μοντερνισμούς, την μόδα και την τεχνολογία. Συχνά αναφέρεται σε μία σειρά συμπρωταγωνιστών: στην ερωμένη του την Κατινίτσα, στην οποία συνήθως απευθύνει τα γραφόμενά του, σε κάποια πρόσωπα της γειτονιάς, αλλά προπαντός σε μία παρέα από θαμώνες της ταβέρνας (τον Λάθουρα, τον Νίκουρδα, τον Μπρούτζο, τον Χαμπλεχούρα κλπ) μαζί με τους οποίους στις διάφορες κρασοκατανύξεις γράφουν στιχάκια, τραγουδούν, καλαμπουρίζουν ή πηγαίνουν για καντάδες. Ενίοτε όμως περιγράφει συναντήσεις και με επώνυμα πρόσωπα, κυρίως καλλιτέχνες της εποχής από τον χώρο της επιθεώρησης και του τραγουδιού.
Τα τυπικά γνωρίσματα του Τζογέ δεν υπήρξαν απολύτως σταθερά ανά τα χρόνια δημοσίευσης της στήλης. Κατά τα πρώτα έτη των δημοσιεύσεων, ο Πετράς αποδίδει στον ήρωά του χαρακτηριστικά με τα οποία προσομοιάζει σε έναν μάγκα των αρχών του 20ου αιώνα, όπως εξάλλου υποδηλώνεται από το όνομά του2, καθώς και από τα συνοδευτικά σκίτσα του Κλεόβουλου Κλώνη. Ο Τζογές έχει εμφάνιση και φέρσιμο κουτσαβάκη, ντύνεται «με τζογέ παντελόνι, με καβουράκι, με ζουνάρι και στιβαλάκια»3, έχει εργαστεί ως εκδορεύς στα σφαγεία4, επιδεικνύει προκλητική συμπεριφορά, είναι σεσημασμένος στην Ασφάλεια5, επιδίδεται σε χασισοποτία6 και βιαιοπραγεί με μαχαίρι όταν καυγαδίζει7· μάλιστα καυχιέται (με πομπώδη χιουμοριστικό τρόπο) ότι έχει εκτίσει ποινή στην Παλιά Στρατώνα για φόνο8. Τα χρονογραφήματα αυτής της περιόδου διακρίνονται από μία χαρακτηριστική ιδιωματική, λαϊκή ή λαϊκότροπη γλώσσα.
Ωστόσο πολύ σύντομα σε σχέση με την συνολική διάρκεια της στήλης, ήδη από το 1927, ο Πετράς μεταμορφώνει τον ήρωά του σε έναν τύπο με συμπεριφορά πολύ πιο αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο, χωρίς παραβατικά χαρακτηριστικά. Παρουσιάζεται φιλήσυχος, απορρίπτει την βία, ενώ γίνεται και αρκετά επικριτικός έναντι της χρήσης χασίς9. Σταδιακά κατά τα επόμενα χρόνια και ιδίως μετά το 1929, εκλείπει επίσης το ιδιωματικό γλωσσικό ύφος των πρώτων χρονογραφημάτων. Έκτοτε ο Τζογές σχεδόν ταυτίζεται με τον ίδιο τον Πετρά (αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο το ψευδώνυμό του). Ως τύπος μποέμη της ταβέρνας, με δημοσιογραφική ιδιότητα, καλλιτεχνική δραστηριότητα και στιχουργική δεινότητα, ο Τζογές θα μπορούσε κάπως να παραλληλιστεί με την περίπτωση του Κώστα Μπέζου, με τον οποίο εξάλλου γνωρίζονται και διασκεδάζουν μαζί10.
Σημειώνεται ότι κατά το διάστημα από το 1926 έως το 1927 παράλληλα με την στήλη του Τζογέ στην Βραδυνή, ο Πετράς έγραφε και κωμικά διηγήματα παρόμοιας θεματολογίας και ίδιου γλωσσικού ύφους στην εβδομαδιαία έκδοση «Κυριακάτικη» με γενικό τίτλο «Κουβέντες της γειτονιάς». Στις εύθυμες αυτές ιστορίες πρωταγωνιστούν ο Καρκαλέτσος, ο οποίος τις αφηγείται, και ο Καρούμπας, οι δύο γνωστοί ρέμπελοι της οπερέτας «οι Απάχηδες των Αθηνών», (έτος πρώτης παράστασης το 1921, μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου και κείμενο του Γιάννη Πρινέα). Μαζί τους συχνά εμφανίζεται ή αναφέρεται και ο Τζογές, όπως και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του (η Κατινίτσα, ο Λάθουρας κλπ). Η στήλη συνοδευόταν επίσης από σκίτσα του Κλεόβουλου Κλώνη.
Η θεματολογία και η γλώσσα των αφηγημάτων της πρώτης περιόδου του Τζογέ (όπως και του Καρκαλέτσου) τα κατατάσσουν ασφαλώς στα κείμενα λόγιας προέλευσης με τα οποία αναπαρίστανται πτυχές της ζωής και του πολιτισμού των λαϊκών στρωμάτων και του περιθωρίου κατά τον Μεσοπόλεμο. Όχι τυχαία ο σημαντικός ερευνητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης συμπεριέλαβε ένα αφηγηματικό χρονογράφημα του Τζογέ με περιγραφή χασισοποτίας σε μία συνοπτική παρουσίαση λογοτεχνικών κειμένων της εποχής τα οποία γράφηκαν «με έμπνευση από το ρεμπέτικο»11. Αλλά και στα χρονογραφήματα με επικαιρικό περιεχόμενο αποτυπώνονται οι καθιερωμένες αντιλήψεις και οι αξίες του λαϊκού κόσμου της εποχής. Με σημερινούς όρους, σε κάποιες περιπτώσεις το χιούμορ του Τζογέ μπορεί να θεωρηθεί παρωχημένο και κάποιες απόψεις του ενδεχομένως να ενοχλούν, όμως πολλά από τα κείμενά του είναι πνευματώδη και ορισμένα μας χαρίζουν χαριτωμένα ηθογραφικά σκίτσα, με αρκετή λογοτεχνική αξία, όπως για παράδειγμα το χρονογράφημα με τίτλο «ενώ ανοίγουν τα γιοματάρια» (βλ. Βραδυνή12 26/10/1930). Παράλληλα ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λαογραφικές πληροφορίες οι οποίες εμπεριέχονται στα κείμενα αυτά και οπωσδήποτε ο λεξιλογικός τους πλούτος.
Για τον Τζογέ ο Ηλίας Πετρόπουλος ήδη το 1989 δημοσίευσε ένα άρθρο13 δίνοντας έμφαση στην γλώσσα των χρονογραφημάτων, εκ των οποίων όμως είχε υπόψιν του μόνο μία συλλογή του 1926 («ο Τζογές της Βραδυνής», σειρά Βιβλιοθήκη για όλους, εκδόσεις Βραδυνή), άρα αγνοούσε την εξέλιξη της στήλης. Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι ο Πετράς και ο σκιτσογράφος Κλώνης, «διέθεταν εντελώς προσωπικήν αντίληψη των περιγραφομένων»14, ο πρώτος μάλιστα «εσύχναζε στις ταβέρνες και στους τεκέδες», ο δε Τζογές χαρακτηρίζεται «τυπικός κουτσαβάκης». Θεωρώντας την γλώσσα των χρονογραφημάτων αντιστοίχως «κουτσαβάκικη» ο Πετρόπουλος προβαίνει στην διαπίστωση ότι «ο Πετράς ήταν προικισμένος μ’ ένα τρομερό αφτί, που κατέγραφε πιστά τις λέξεις και εκφράσεις της αργκό, καθώς και τους νόστιμους λαϊκούς σολοικισμούς και τα γραμματικά στραπατσαρίσματα που εθιμικά κυκλοφορούσαν τότε». Εν συνεχεία στο άρθρο καταγράφεται μία σειρά από εκφράσεις και λέξεις των χρονογραφημάτων, τις οποίες ο Πετρόπουλος θεωρεί παρόμοιες με αυτές του μάγκικου λεξιλογίου, αν και αναγνωρίζει ότι πολλές από αυτές «είναι, ίσως, ψευτοκουτσαβάκικα που ασφαλώς θα κυκλοφορούσαν σαν ανέκδοτα στα γραφεία των εφημερίδων».
Οπωσδήποτε ο Πετράς έπλασε και απέδωσε στο χαρτί έναν κωμικό χαρακτήρα μάλλον θεατρικής αποχρώσεως· πολλά από τα αφηγηματικά χρονογραφήματα της πρώτης περιόδου θα μπορούσαν να αποδοθούν επί σκηνής ως τμήματα επιθεωρησιακών σκετς. Χαρακτηριστικά η Βραδυνή της 18/7/1926 δημοσίευσε την «Επιθεώρηση του Τζογέ», ένα εκτεταμένο ευθυμογράφημα με την μορφή περιγραφής μίας φανταστικής θεατρικής πρεμιέρας, την οποία μάλιστα προλογίζουν οι Τίμος Μωραϊτίνης, Αντώνης Βώττης και Μιλτιάδης Λιδωρίκης, ενώ παρατίθεται και η παρτιτούρα ενός τραγουδιού σε μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Εξάλλου οι χαρακτήρες του Τζογέ και της Κατινίτσας έλαβαν την μορφή πραγματικών θεατρικών ρόλων15, στην επιθεώρηση «Λοβιτούρα», η οποία ανέβηκε στο «Θέατρο Λαού» το 1929. Ο Πετράς αναγνωρίζει την συγγένεια του δικού του ήρωα με τις άλλες αντίστοιχες εκδοχές μάγκα ή κουτσαβάκη της νεοελληνικής κομέντια ντελάρτε. Πιθανότατα διακρίνεται ένας υποβόσκων ανταγωνισμός ανάμεσα στους δημιουργούς των διαφόρων εκδοχών. Ο Τζογές σχολιάζει την εισαγωγή της φιγούρας του Σταύρακα στο θέατρο Σκιών με χιούμορ αλλά και με μία δόση παραπόνου: «…γιατί το φέρνω βαρέα, γιατί ο μάγκας να βγη στο πανί του μπερντέ να ανακατευτή με σαράγια και με σάχλες και καραγκιοζιλήκια» (3/5/1928). Αλλά και νωρίτερα, ήδη στο φύλλο της 24/1/1926 ο Πετράς διαμαρτύρεται, μέσω του Τζογέ, για τις ανταγωνιστικές δημοσιογραφικές στήλες οι οποίες τον αντιγράφουν, στρεφόμενος κυρίως εναντίον του «Νώντα» της εφημερίδας Χρόνος («Εισέρχουνται δηλαδής δι’ αντικλειδίου στο πνεγματικό μέγαρο της μυαλικής ιδιοχτησίας και μου κλέβουνε το απάνθιζμα του μάγκικου λεξικού μου»). Εν πάση περιπτώσει τόσο η γλώσσα, όσο και τα λοιπά τυπικά γνωρίσματα του Τζογέ διακατέχονται από μία θεατρική υπερβολή και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συνιστούν πάντα προϊόν άμεσης παρατήρησης και πιστής καταγραφής.
Βεβαίως ο ήρωας του Πετρά δεν αποτελεί την παλαιότερη κωμική απόδοση ενός λαϊκού τύπου με μποέμικα χαρακτηριστικά16. Ωστόσο η στήλη του Τζογέ γραφόταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του Μεσοπολέμου, ενώ η πρώτη της δημοσίευση17 προηγήθηκε της άνθισης της ρεμπέτικης δισκογραφίας, και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν τις πρώτες φωνογραφήσεις του πειραιώτικου ύφους. Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις εγείρουν το ερώτημα αν τα ευθυμογραφήματα και οι θεατρικές αναπαραστάσεις του Τζογέ, αλλά και του Καρκαλέτσου, επηρέασαν έμμεσα με την σειρά τους την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού, είτε στην θεματολογία του, είτε και στο ύφος της έκφρασης (λεξιλόγιο, επιφωνήματα, τονικότητα φωνής κλπ). Προφανώς αυτή η διερεύνηση εντάσσεται στα πλαίσια του δυσεπίλυτου ζητήματος των ευρύτερων λόγιων επιδράσεων στο αστικό λαϊκό τραγούδι.
Σε μία πρώτη προσέγγιση πάντως, φαίνεται ότι η συσχέτιση του Τζογέ με το ρεμπέτικο και την σχετική λαογραφία αποτελεί μία μάλλον προβληματική υπόθεση. Εύκολα διακρίνεται ότι στις μουσικές επιλογές του Τζογέ προτεραιότητα έχει η αθηναϊκή καντάδα, τα δημώδη τραγούδια της παλιάς Αθήνας και οι δυτικότροπες μελωδίες των Ελλήνων συνθετών της οπερέτας και της επιθεώρησης. Σε κάποια χρονογραφήματα αναφέρεται ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι, αλλά στα γλέντια του ο Τζογές κατά κανόνα συνοδεύεται από σαντούρια, λατέρνες, μαντολίνα, ενώ βέβαια προεξέχουσα θέση έχει η κιθάρα, την οποία θεωρεί το κατεξοχήν αθηναϊκό όργανο και στην οποία αφιερώνει αρκετά άρθρα18. Γνωρίζει τον ζεϊμπέκικο (τον οποίον αποκαλεί χορό της μαγκιάς19, καταγγέλλοντας όμως τις υπερβολές στις χορευτικές φιγούρες), όπως και τον χασάπικο, τον οποίο αναφέρει συχνότερα, ωστόσο δεν φαίνεται να τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους καθιερωμένους χορούς της παλιάς Αθήνας: «Πού’νε το παληό “βαλσάκι”, η “πόρκα”, η “μαζούρκα”, πού’νε οι ντόμπροι της Αθήνας χοροί “χασάπικο”, “Καλαματιανό”, το “τσάμικο” και το “ζεμπέκικο”» (10/2/1927). Βεβαίως ο χαρακτηρισμός «ρεμπέτικο» για μία κατηγορία τραγουδιών20 δεν του είναι άγνωστος. Ενίοτε αναφέρεται σε γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια της εποχής (στον Μποχώρη, στο Ντούρου Ντούρου, στο Μανάκι μου, στα Παιδιά της γειτονιάς σου, αργότερα στην Βαρβάρα κλπ), ωστόσο καθίσταται σαφές ότι δεν είναι η μουσική την οποία προτιμά: «Τι να κάνης; Αντί να ακούσουμε το τραγούδι “Στης Πλάκας τις ανηφοριές” ή την Πλακιωτοπούλα, ας ακούσουμε το “Ντούρου, ντούρου” ή καμμιά ρούμπα μοντέρνα, κι’ αντί να χορέψουμε συρτό, καλαματιανό, χασάπικο και τσάμικο ας χορέψουμε ταγκό, φοξ, ρούμπα και τα ρέστα…Όλα μια ιδέα είνε βρε παιδιά.» (31/1/1934). Γενικότερα δεν φαίνεται να ελκύεται από την μικρασιάτικη μουσική παράδοση, ενώ συγχρόνως θεωρεί ότι ο καλύτερος μάγκας είναι ο γκάγκαρος: «Να μου ζήσης ρε Πέτρο Επιτροπάκη φίλε και τενόρε αγαπητό παιδί της Αθήνας της παληάς, παιδί της παρέας και του γλεντιού, που τραγουδάς με πάθος και ύφος μάγκα γηγενή κι’ όχι Τουρκομερίτη,…» (4/11/1929). Τέλος αντιπαθεί τα καφεσαντάν, τα οποία τα θεωρεί εστίες ανηθικότητας: «Χάρη της ηθικής κλείνει ο καφενές στης 2 τη νύχτα και χάρι της ηθικής μένουνε ανοιχτά μέχρι της 3 τα υπόγεια μοναστήρια, κοινώς καφεσαντάν, και τα μυστήρια. Α! ούλα κι’ ούλα πρώτα η Ηθική.» (24/6/1926).
Αναμφισβήτητα κύριο χαρακτηριστικό της τυπολογίας του Τζογέ είναι η γλώσσα του. Τα πρώτα κείμενα διακρίνονται από χαρακτηριστικά προφορικού ιδιολέκτου, τα οποία μαζί με τους ιδιωματισμούς και μία σειρά λογοπαιγνίων διαμορφώνουν ένα αναγνωρίσιμο ύφος. Σε αφθονία βρίσκονται διάφοροι δημώδεις τύποι λέξεων21 (όντας, επειδήτις, πούπετις, σήμερις, αστενούσα, εγκυούσα, καπινός, η βολά, γλέπω, η θερμότη, φέτο, διαφεντής, το Φταίσμα), όπως και πολλοί ιδιωματισμοί στον σχηματισμό του πληθυντικού των ουσιαστικών (οι άντροι, οι Έλληνοι, οι ανάμνησες, οι συγγραφέηδες, τα έργατα), στην κλίση των ουσιαστικών (των οδώνε, του παραδειγμάτου) και στην κλίση των ρημάτων (να τον συλλήψουνε, προσβαίλνουνε, τα καλάει, αργάς, να αρχέψει). Αντιστοίχως ιδιωματική είναι σε κάποιες περιπτώσεις και η σύνταξη: «…τι διάολο τους βουλήθηκε των ρωμηώνε ρε παιδιά και τον καιρό που ξεραινώμαστε, (…) τον λένε καλοκαίρι» (26/6/1927) // «Αυτή η μόδα, αδρεφάκι μου, δε μου γουστάρει ποσώς εμένα» (21/9/1926) // «Έτσι γιάνα πείσμα σου…» (17/8/1929). Πυκνή είναι επίσης η παρουσία αρχαϊσμών ή τύπων της καθαρεύουσας (θάλαττα, τέτταρα, τι εστί, το τοιούτο, ώσπερ, νυξ) και μάλιστα πεπλεγμένοι με λαϊκό λεξιλόγιο μέσα στην ίδια φράση (στενότης χρημάτου, τεθλιμμένοι μέχρι μπούνια, διαπραχθέντος τζίφου).

Σκίτσο του Κλεόβουλου Κλώνη από το χρονογράφημα «ενώ ανοίγουν τα γιοματάρια» ( Βραδυνή 26/ 10/ 1930).
Το γενικότερο γλωσσικό ύφος διανθίζεται από πολυποίκιλες κατηγορίες επιτηδευμένων λαθών και ιδιόρρυθμων λεκτικών τύπων, όπως:
- φωνητικά λάθη (εφτακίνητο, εφταχθονίες, λορόι, βολύμι, αργολικός, ημίωπας, αδρεφούλα, ιχθοποιός, εσωκομείο)
- λάθη σε καταλήξεις ουσιαστικών: (το έδαφον, το μέλλο, το λάθον, το ύφον, η υφήλια).
- λάθη σε λόγιες εκφράσεις (υγρόν ηγόραζε, τι γένει μελλέσται, για κάθε δεχόμενο, Φου Κύριε το στόμα μου, αφ’ ενός-αφέ δύο, τούτωνε ούτωνε τοσούτο)
- λάθη σε λόγιους ή αρχαϊκούς τύπους ως προς την σύνταξη (δια περί, άνευ σακκάκι, ένεκα η έλλειψις, γαρ και διότι, όστις και ο οποίος, ήγουν και τουτέστι) ή την κλίση (του παρελθόν, τον αήρ, την πρέπον)
- ψευτογαλλικά, λανθασμένα ή επιδεικτικά γαλλικά (προσβολασιόν, σακουλεβεβού; αλά αντρίκ, μη μου αφτ, κοντρ λα μουτρ, πουρ διά, και τα τσετερά, ζαμαί, μπραδόν, μουάν, ντεγλαρέ, ιλ νι α πα, αντρενού, παρόλ, βιζαβί, μονταίν, τρανσπαράν)
- κομμένες λέξεις: κατάστα, απόφα, υπόθα, χαμπού
- σχηματισμός κατάληξης λέξεων22 σε –ουα: Γλυφαδούα, Βουλούα, Καβουρούα, γκαρσονιερούα, γκομενούα, σελεμούα, τραπεζούα, Μητσούας.
Με την εξέλιξη της στήλης, όπως προαναφέρθηκε, το ευρύτερο ιδιωματικό ύφος των χρονογραφημάτων περιορίζεται, ωστόσο τα κείμενα συνεχίζουν πάντα να είναι διάσπαρτα από λαϊκές ή λαϊκότροπες λέξεις ή εκφράσεις. Ακολουθεί μία ανθολόγηση ιδωματικού λεξιλογίου λαϊκής απόχρωσης επιλεγμένο κυρίως από ένα εκτενές εύρος χρονογραφημάτων του Τζογέ και εν μέρει από τα διηγήματα του Καρκαλέτσου. Επιλέχθηκαν λέξεις ή εκφράσεις οι οποίες σήμερα δεν χρησιμοποιούνται συχνά. Αντί ερμηνείας προτιμήθηκε η παράθεση ενός ή περισσοτέρων χαρακτηριστικών αποσπασμάτων.
αβίζο: [ειδοποίηση, προειδοποίηση] «Το λοιπόν αβίζο, ρε κόσμε! Το νου σου, η ζωή είναι πολύτιμη.» (1/7/1926)
αγαπητικός: «Η Ομόνοια μεταβλήθηκε εις Άλπεις και τη νύχτα αντί παξιμαδών βγήκανε για ψώνιο λευκές αρκούδες και διάφοροι αγαπητικοί παρασταίνανε τον Αμούδσεν…τον ανιχνευτή.» (16/2/1934). Για αγαπητικούς της περιοχής (στην οδό Μενάνδρου) κάνει λόγο και ο Μιχάλης Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του (Gauntlett, 1992, σελ. 42)
ανάραχο: [το ανάραχο ή ο ανάραχος ή ο αναραχός: η τύχη, το φυσικό κάποιου. Και στα κρητικά] «Τι τα βούλεσε ρε κόσμε τ’ ανάραχό μου τώχει να τσιμπιέμαι όφκολα κοινώς να ερωτεύουμαι άψε σβύσε επειδήτις έχω καρδιά οχτασέλιδη και επιδεχτή για κάρφωμα.» (10/6/1925).
(δεν) ανεκατεύουμαι: «Φίλε κύριε Βλαβιανέ. Έχετε, περικαλώ, μεγάλο άδικο και αναγνωρίστε το σύντομα, γιατί ολόκληρος ο μπεκρόκοσμος Αθηνών, Πειραιώς και επαρχιών, αναγνώσας τα όσα είπατε, έγινε έξω φρενών μαζύ σας και δεν ανεκατεύουμαι.» (3/3/1931). Η έκφραση εμφανίζεται στο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «ο συνάχης», του 1934.
ανεκλάλητος: «Το ρεζηλήκι σου, ρε γυναικείο φύλο το ανεκλάλητο βάλθηκες να το κληροδοτήσης και στα παιδιά ακόμα; Ντροπή…» (25/3/1939)
αντιλαβού / ποιώ αντιλαβού: «Τι δίκιο πούχουνε και πώς έχουνε το αψεσβυσοειδές αντιλαβού οι ποιητάδες, ρε Κατίνα μου». (1/8/1926) // «Πήγα και γω ψες, ρε κούκλα μου, σ’ ένα χορευτικό κέντρο να σπάσω κέφι και να ποιήσω αντιλαβού εχ του συστάδη της αριστοκρατίας.» (3/3/1927)
αντρόγενα: «…τα μπεγλεράς λιγουλάκι να συνέρθουνε και κατόπιν τα ρίχνεις. Τριάρες, εξάρες, ντόρτια, άσσοι, αντρόγενα: άσο δύο και τριώδυο.» (21/6/1926)
αποξουρίες/ ξουρίες: «Τρίχες και μούσι, γενειάδα αποξουρίες είνε η ιατρική τα γιατρικά της και τα θερμόμετρά της…» (19/6/1927)
βέρτζινος: «Άμα όμως δεν έχει λεφτά, άμα είνε τέρτσος ο φουκαράς, χάνει την αγάπη του, μένει βέρτζινος και δεν γυρίζει καμμιά να τον δη…» (25/5/1934). Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Ηλία Πετρόπουλο (1972).
βιδάνιο: «…όταν ανακαλύπτουν βρωμοδουλειά νέρωμα ή βιδάνιο ή και τα ρέστα διάφορα τερτίπια ταβερνιαρέϊκα να τα καταγγέλουν δια του τύπου να μη πατάη ψυχή στην κατηγορουμένη ταβέρνα…» (7/1/1934). Η λέξη αναφέρεται και στο ρεμπέτικο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «ο επαγγελματίας» (1932). [βιδάνιο σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα: α. Τη γκανιότα, το κέρδος του μαγαζιού από το χαρτοπαίγνιο, και β. Το απόπιομα, τα ποτά που μένουν άπιωτα στα ποτήρια/καρτούτσα και ο ταβερνιάρης τα ξανασερβίρει -και συνεκδ. το κρασί κακής ποιότητας]
βουρ: «…ο διάολος έσπασε το πόδι του και την τράκαρε στο δρόμο μοναχή της και άνευ γέρου…Βουρ ο μάγκας στο ψητό αμέσως.» (10/5/1928)
γαζέτα: «Ο μπάρμπα Γιάννης αφού ξεπούλησε και το τελευταίο του σύκο και γέμισε από γαζέττα (δίφραγκα και τάλλαρα) το κρεμαστό του λαιμού του χρηματοκιβώτιο τράβηξε για του Βάγια την ταβέρνα να τα πιη να ξεκουραστή…» (23/7/1932) [γαζέτα: α. η εφημερίδα, β. νόμισμα μικρής αξίας και κατ’ επέκταση το χρήμα, ο παράς]
γιαβουκλούδες: « Στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά, στον Βύρωνα (…) Εκεί μονάχα ξέρουνε να εχτιμάνε τη λέξι σωφέρ και να καταλαβαίνουνε η γιαβουκλούδες τι εστί σωφέρ, τιμόνι, μανιβέλλα και τα λοιπά.» (8/7/1932) [ο γιαβουκλούς και η γιαβουκλού, ο αγαπητικός, ο γκόμενος/η γκόμενα]
γιακάδες: «Στην εποχήν του σήμερις και καθ’ ήν στιμμήν κατά την οποίαν ούλοι οι Έλληνοι…τρώνε γιακάδες αφ’ το πρωί ως το βράδυ, δέον και απαραίτητα για να μην μπαίνουνε στα έξοδα του σιδερώματος να μη φοράνε ντιπ κολλάρα…για λόγους οικονομίας. Πώς;» (21/2/1927). Η λέξη απαντά και στο νούμερο του κουτσαβάκη, στην Επιθεώρηση «Κινηματογράφος» του 1908 («Μη μου βαρής γιακάδες/ κι αν αγριέψω/ θα βγάλω το μαχαίρι/ να σε φονέψω»), όπως και στο μεταγενέστερο ηχογραφημένο σκετς ο «Τσακατσούκας» του Γιώργου Καμβύση (1931). [τρωω/ρίχνω γιακάδες = τρώω/ρίχνω καρπαζιές]
γιάτσος: «Τα ποτά προπλερώνουνται(…) Για τους θερμαινομένους και ευπορούντας, υπάρχει και γιάτσος με περισσότερη βυσσινάδα.» (Κυριακάτικη, 25/4/1926)
γκον: «Σαν τα ατενίζης ατενώς γίνεσαι ή δεν γίνεσαι γκον, μπίλια κουνουπίδι και τζίτζιφο στο μεθύσι…» (3/3/1928)
γρέκι: «Ούλα τα πατρογονικά μου εθίματα, ούλα μου τα στέκια και τα γρέκια μου τα παληά κατραπακιωθέντα με σβουριχτές ανάποδες μου αφήκανε χρόνια και δε συμμαζεύεται το πράμμα.» (2/2/1926) [γρέκι: κατά κυριολεξία, τόπος όπου στεγάζονται τα αιγοπρόβατα. Κατ’ επέκτ., το στέκι, η κατοικία]
γούβα: «Άσ’ της τρεμούλες και γούβα φωνή να μην μας πάρουνε μυρωδιά.» (Κυριακάτικη, 21/3/1926)
διμούτσουνη: «Αν το κάνη γι’ αυτό να μας το πη ντεκλαρέ να κανονίσουμε κι εμείς τη θέση μας, ή να πάρουμε μια διμούτσουνη ο καθένας μας και να αρχίσουμε να αραιώνουμε τα θηλυκά όντα ή να στρίψουμε την κάννα της διμούτσουνης κατά του τσερβέλου μας…» (13/12/1932). Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Ηλία Πετρόπουλου (1972) με διαφορετική σημασία.
δωδεκάδα23: «Είναι η Τρίτη βολά, ρε Κατινάκι μου, που μέσα σε ένα μήνα η αστυνομία μας πιάνει δωδεκάδες δωδεκάδες τους περί ων ο λόγος άντρες του γλυκού νερού άντρες με παντελόνια, που τα σουτιέν τους λείπουν για να είνε τέλειες γυνές.» (14/12/1932). Η λέξη αναφέρεται και από τον Μάρκο Βαμβακάρη στην αυτοβιογραφία του (Βέλλου, 1978, σελ.184). Αλλού ο Πετράς αναφέρεται σε «αδερφάδες»: «…το γαϊτανάκι από κάμποσες απελπισμένες αδερφάδες που χάσανε το νταραβέρι της Ομόνοιας καθ’ ότι τους το πήρανε οι “Μούσες” που ’βαλε ο Δήμος…» (9/2/1934)
επιβάλλο: «Δόμου γυνή του παληού καιρού ντόμπρα, να αιστάνεται το επιβάλλο μου και νάχη μονάχα εμένανε κι’ όχι μιάμιση συνοικία άλλους…» (4/7/1926)
ετερόσειστη: «Τον απάτησε η κακούργα η ετερόσειστη Κορινθία και στεκότανε στις σεισμικές του καρδιακές δονήσεις σεισμο-απαθής κατάλαβες, ρε Κατίνα μου…» (4/5/1928). Η λέξη ακούγεται στο ηχογραφημένο επιθεωρησιακό τραγούδι «ο σεισμογράφος», του 1929, με στίχους και μουσική του Λαίλιου Καρακάση, σε ερμηνεία Κυριάκου Μαυρέα.
ζεβουζέμης: «Και βλέπεις, όπως εγώ είδα χτες, τη Μαριάνθη με το ενάμισυ μάτι, την Κούλα την κουλή, τη Μανιώ την κουτσή, την Κατίγκω την κουφή και τη Λουλούκα τη πλατσομύτα με τους γκόμινους και τους ζεβουζέμηδες,…» (7/7/1930) //«Συνελήφθη επ’ αυτοφώρω η κυρία να απατά το Μπρούτζο με ένανε ζεβουζέμη νεαρό σκάρτο.» (4/4/1935)
ζερβοδήμητος/ ζερβοδήμητα: «Μα λογαριάσανε χωρίς τον ξενοδόχο, γιατί τα πράμματα ήρθανε ζερβοδήμητα και την πάθανε.» (10/4/1926) [ζερβοδίμιτος κανονικά. Μας ήρθαν ανάποδα τα πράγματα. Διμιτο είναι το ύφασμα]
ζούλα, ζουλάρω, ζουλεύω, ζούλας (ο), ζουλαδόρος κλπ: «Σήμερις όμως οι μοντέρνοι σου λένε: “Ο έχων δύο χιτώνας, βουτάει και τρίτο”. Πώς; Κλεψά και βούτα, ζούλα και μανούβρα.» (4/4/1927)
ζωή είναι αυτή, ζωίτσα μου: «Η ζωή μας, η ζωή, ζωή είνε αυτή ζωίτσα μου, ζωή να ’χης, ρε Κατίνα μου, ανακαλύφτηκε τέλος πάντου τι καπνό φουμάρει.» (30/5/1928). Η έκφραση απαντάται σε δύο τουλάχιστον ρεμπέτικα, στο «Ζωή είν’ αυτή ζωίτσα μου» του Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά (1933) και ίσως ως λογοπαίγνιο στο «Ζωίτσα μου» του Κώστα Σκαρβέλη (1937).
θερίο με τα τέσσερα ποδάρια: «…όχι για να θαυμάσουνε την Ακρόπολι αλλά για να ξηγηθούνε επί των βράχων της Ακροπόλεως και να βγάλουνε και φωτογραφίες με στάσεις διάφορες…παρασταίνουσες το θερίο με τα τέσσερα ποδάρια…» (29/10/1932) [Θυμηθείτε και τον Καρυωτάκη: Ένα διάστημα παίζετε τό τέρας μέ τά τέσσερα πόδια κολλητά / τρέχετε και διαβάζετε μετά τον οδηγόν σας διά τας μητέρας]
ισόβια (η): «Αλλά εν τω μεταξύ έφτασε άρτι αφιχθείς μπίλια στο μεθύσι ο άντρας της κυράς Κατίνας ο νταής, όστις εισερθών εις το δωμάτιο και μη ευρών τη γυνή του μέσα εξάγαγε την “ισόβια” και πυροβόλησε εξάκις στον αέρα» (25/6/1928)
ιφ-ιφ: «Πού’νε, ρε σεις, ο Λεμές, ο Λάθουρας, ο Λαοπλάνος, ο Λέμπας, η παρέα της Πλάκας που μαυροφοριώτανε και χρυσοφορτωνότανε με τρακόσα δράμια και με ύφον Χιντεμπουργιακό ιφ-ιφ για να πάση στην κάλπη;» (4/4/1926) [Για το ιφ έχουμε άρθρο φυσικά!]
κάβος, (δεν) παίρνω~: «Δε διαβάζεις φημερίδες; Δυο σπίτια πνιγήκανε αφ’ το πολύ νερό προψές και συ δεν πήρες κάβο.» (13/5/1926) // «Μπήκε το λοιπόν στην αυλή με τα νύχια για να μην τον πάρη κάβο η συμβία…» (15/6/1926)
καγιάσα: «…Πού να έκανε, ό,τι κάνουνε όλες οι άλλες μοντέρνες καγιάσες του 1939 που λυσσομανάνε όλη τη νύχτα στα ντανσάδικα και στα λοιπά γαμπροστάσια και γυρνάνε τύφλα στο μεθύσι τα ξημερώματα! Πώς;» (6/4/1939) [καγιάσα βρίσκω ότι είναι το σαπιοκάραβο, και ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα και δεν ξέρω αν και πώς συνδέεται με το γαλλ. caillasse]
κάργας, κάνω τον~: «Τι νομίζετε: Μόνο οι ξένοι θα κάνουνε εφευρέσεις; Μόνο οι ξένοι θα κάνουνε τον κάργα; Έχουμε και οι Έλληνες εφευρέτες θαύμα…Εφευρέτες μια φορά!» (29/5/1929). Η έκφραση εμφανίζεται και στο τραγούδι «στρι’ ρε κουτσαβάκι» του 1936, με μουσική και στίχους του Βαγγέλη Παπάζογλου.
κασόμπρα: «Οι καφενέδες γεμίζουνε από καφενόβιες κυρίες, νέες, γρηές, γεροντοκόρες και κασόμπρες, καρακάξες και καρακαηδώνες. Άλλες ξαπλώνουνται σε εφτά καρέκλες και μασάνε το μαρκούτσι τ’ αργιλέ, άλλες πέφτουνε με τα μούτρα στο τάβλι, κι’ άλλες ξηγιώνται “σκαμπίλι” και πικέττο που πάει καπνός.» (4/9/1933). Η παράθεση της λέξης δίπλα στις καρακάξες και τις καρακαηδόνες μάλλον αποσαφηνίζει το ζήτημα της κυριολεκτικής σημασίας της. Η λέξη απαντά σε δύο τουλάχιστον ηχογραφήσεις τραγουδιών, στο «τουμπελέκι, τουμπελέκι» του Κώστα Μπέζου (1931) και στον «τσακατσούκα» του Γιώργου Καμβύση (1931). [Πόσο μελάνι έχει χυθεί γι’ αυτή τη λέξη….]
κατασκευάζω: (= κάνω, καθιστώ, καταντώ): «Έχει ένα σύζυγο, ένα παρασύζυγο και έναν προπαρασύζυγο, κάνει τσάρκες στα καμπαρέ, στα σεπαρέ και στις γκαρσονιέρες, και κατασκευάζει τον άνδρα της Μενέλαο…» (17/9/1933). Η λέξη με αυτόν τον τρόπο σύνταξης απαντά στην ηχογράφηση του επιθεωρησιακού μουσικού σκετς «του βλάμη το παράπονο», του 1929, σε σύνθεση του Ιερόθεου Σχίζα και ερμηνεία του Τέτου Δημητριάδη, όπου στην αρχή ακούγεται: «Ε ρε, ο μαγκούφης ο έρωτας πως τσοι κατασκευάζει τσοι άντροι!» Και στην συνέχεια: «Μα της το μήνυσα, ρε αν τον πάρει, θα τη κατασκευάσω χήρα κι ας με φάει το Παλαμήδι!»
καφέ και ζάχαρη, τα κάνουν ~:: «…η Ελεχτρική Εταιρία, ήτις και η οποία μας τα κατάφερε καφέ και ζάχαρι εσχάτως και κάνει δίαιτα στο φως της…» (6/1/1926) // «μας τάχουνε κάνει καφέ και ζάχαρη εσχάτως» (7/1/1928)
κόβω ρόδα μυρωμένα: «Ένας ταχυδακτυλουργός μέσα στον κόσμο τσιμπάει ένα πορτοφόλι και…κόβει ρόδα μυρωμένα.» (17/5/1926) Ενδεχομένως η προέλευση της έκφρασης να πρέπει να αναζητηθεί στο ομώνυμο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, το οποίο μελοποιήθηκε από διαφόρους συνθέτες (Νίκος Χατζηαποστόλου, Σπύρος Σαμάρας, Ναπολέων Λαμπελέτ). [Πάντως θα πει «το στριβω, φεύγω, την κάνω αλά γαλλικά». Ισως από το «πήγε να κόψει ρόδα μυρωμένα»]
κουμουδιά: «Πού τα παληά τα χρόνια τα ευλοημένα που παγαίναμε εμείς τα παιδιά της μπάτσικας, τα κουμουδιά δηλαδή της ζωής της τότες, και γινόμαστε ζεμπίλια στο μεθύσι…» (25/10/1927)
(τα) κουμπιά της Αλέξαινας: «Μέσα στο τσουκάλι με το “αμίλητο νερό” η έκαστη γειτόνισσα έρριξε η κάθε μία και από ένα τιμαλφέστατο πραμματάκι της (…) η κυρά Αλέξαινα έρριξε δυο κουμπιά (τα κουμπιά της Αλέξαινας), η κυρά Σταυρούλα έριξε ένα κομμάτι σίδερο (σίδερο στη μέση του αγαπητικού της)…» (25/6/1928)
κουνέλι, τον/ την δάγκωσε το ~: «Δαγκώθηκε από το λυσσασμένο κουνέλι του έρωτα και ηράσθη εμμανώς την Ελενίτσα» (25/4/1931) // «Στη γειτονιά μου έχει μια δούλα που τη λένε Ζαχάρω! Ε! κι’ αυτή την έχει δαγκώσει εσχάτως το κουνέλι της κληρονομιάς του μακαρίτη του Ζαχάρωφ και την έχει ψωνίσει το κορίτσι. Είνε, λέει, συγγένισσα του Ζαχάρωφ. Τι Ζαχάρω, τι..Ζαχάρωφ;» (14/3/1937). Παρεμφερείς εκφράσεις ακούγονται ως προσφωνήσεις σε διάφορα ηχογραφημένα επιθεωρησιακά ρεμπέτικα: π.χ. στο «αθάνατο ρωμαίικο» του 1929, σε σύνθεση Ιερόθεου Σχίζα με τον Πέτρο Κυριακό, στην μεταγενέστερη επανέκδοσή του με τον Αντώνη Διαμαντίδη («Νταλγκά, σ’ έφαγε η κουνέλα»), αλλά και στον «σκυλόμαγκα» του 1930, σε σύνθεση Τέτου Δημητριάδη, με στίχους και ερμηνεία του Πέτρου Κυριακού («Κόλια μου αδερφέ μου, σ’ έφαγε το κουνέλι»).
λανθάνο(ν): «Λανθάνο νου έχεις, Χαμλακούρα μου, με τα καλαμπούρια σου, του λέει ο Μαστρομίλτος. Δε γυρίζουνε ούλα τα πράμματα…» (8/11/1927) // «Το λοιπόν, κύριοι συγγραφέηδες, πρέπει να ξέρετε ότι έχετε σφάλλων αντίληψη και λανθάνον άνθισμα δια περί το μεθύσι του κρασού και το μεθύσι του έρωτα.» (18/11/1927)
λιάτσος: «… γλαρώνεις και γένεσαι λιάτσος του Όθωνα αφ’ το ενθουσίασμα» (17/1/1927) // «Θυμάμαι τις κατσίκες, βρε παιδιά/ Τους ντερμπεντέρηδες παληούς τους γαλατάδες/ Το γάλα αρμέγανε στα μάτια σου μπροστά/ Και μ’ ένα “λιάτσο” ρούφαγες οκάδες.» (21/8/1929)
λιμά, με τα ~: «Εκτός αν μερακλωθή ο νέος με τη νέα τόσο και κάνουνε αταξίες εξερχόμενοι του σινεμά, και είνε καπάτσα η μαμά, και τον φάνε τον γαμπρό με τα λιμά, και “μα” και “μα” και η συνέχεια χωρίς να το νοιώση το παιδί βρεθή με σύζυγο…σιμά!» (4/1/1937). Η έκφραση εμφανίζεται στο ρεμπέτικο «τσακωτό τον έπιασε», του Εμμανουήλ Χρυσαφάκη (1936).
μαϊμού, τον/ την δάγκωσε η ~ : «Ας τα διαβάσουν οι ανύπαντροι και ας σκεφτούνε. Οι παντρεμένοι ή τα διαβάσουνε ή δεν τα διαβάσουνε, πάει πια. Τους δάγκωσε η μαϊμού η λυσσασμένη και δεν σώζονται.» (20/9/1933). Η έκφραση θυμίζει τον πρόωρο θάνατο του βασιλέα Αλεξάνδρου του Α΄(1920). (βλ. και ανωτέρω «κουνέλι»)
μαγκλαρού: «Κατακρίνουμε και κατηγορούμε όλοι μας την Κούλα Χριστοφιλέα (…) Την κατακρίνουμε επίσης πως κοτζά μου μαγκλαρού μέχρι κει πάνου άκουγε τον αδελφό της και σκότωνε κόσμο και δεν τούδινε δέκα μούτζες να σηκωθή να φύγη.» (7/11/1929)
μακαντάσης: «Είχα πάει, ρε Κατίνα μου, ψες το βράδυ σ’ ένανε χορό με κάποιονε μακαντάση ξενύχτη, όχι για χορό κατάλαβες, αλλά για κοτσομπολιό…» (14/2/1928)
μαλέτσικος: «Δυο παιδιά εν τάξει, με τζίβα στο άνω χείλος και με αφέλεια στο κούτελο, ρε Κατίνα μου, που έτσι για να σκοτώσουνε την ώρα τους τα “κουνήσανε” λιγουλάκι…Μα ο πολιζμάνος γλέπεις τους είδε λέει και τους πήγε στο Αυτόφωρο για το μεγάλο κακούργημα που κάνανε τα μαλέτσικα.» (7/2/1928).
μανιφατούρα: «Είχαμε μεγαλεία και της απόκρηες της γιορτάζαμε με μανιφατούρα και γούστο.» (5/3/1926)
ματσαράγκα: «…η ματσαράγκα, η μανίτα, η βαγαποντιά, η ζούλα και η κατεργαριά δεν παύει υφιστάμενη.» (15/2/1934). Λέξη γνωστή στα ρεμπέτικα τραγούδια, π.χ. «μες τον τεκέ της Μαριγώς» (1935), σε μουσική Σπύρου Περιστέρη και στίχους του Κώστα Μακρή, ή το ομώνυμο «ματσαράγκα» (1940) του Βασίλη Τσιτσάνη.
μαυρομύτα: «Με το χέρι τρέμοντας από την αγανάχτηση, λαμβαίνω τη μαυρομύτα ανά χείρας. Ήθελα νάταν η θάλασσα μελάνι για να σου διεχτραγουδήσω τι έπαθα…» (23/7/1926). Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού (2010).
μέγκλα: «-Θέλω να ντυθής όμως μον αμούρ φρι κομφρί και μέγκλα, του λέει η Βασιλικούλα» (20/2/1928)
μερακλαντάν: «Τραγούδι με συμφωνία ρετσινάλ τέλεια με στόμφο μερακλαντάν ξηγούμενη: “Μ’ άλλον ζητάν να σε παντρέψουν/ μωρέ μικρούλα μου”…» (9/6/1927). Η λέξη ακούγεται χαρακτηριστικά και στο τραγούδι «ο ρεμπέτης», του 1934, σε στίχους του Κώστα Φαλτάιτς, με τον Στελλάκη Περπινιάδη.
μέρα μεσημέρι, θα είναι~: «Εκεί μέσα πάει και ο φίλος μου ο Παναγής ο Τσαλδάρης, όστις σε μερικά σημεία κάνει…την πάπια μα θα του τη σκάση του Βενιζέλου και θα είναι μέρα μεσημέρι…» (25/10/1932)
μερεμέτικο: «Είνε όμως, ρε παιδιά, και λέρα το αφιλότιμο. Είνε αυστηρό και τσαχπίνικο, είνε κολπαδόρικο και μερεμέτικο, που σε κάνει και παθαίνεις από ταινία από το κακό σου.» (18/12/1931)
μηχανή: «Ανεμολογάτε, ρε σεις, μιάμιση ώρα και κανένας σας δεν κατάλαβε πως ο λάκκος έχει έντοσθεν φάβα! Δεν ανθιζόσαστε, ρε σεις, πως η μηχανή είνε λαδωμένη;» (15/1/1926). Η λέξη εμφανίζεται σε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια π.χ. «πρέπει να ξέρεις μηχανή» του Μάρκου Βαμβακάρη (1935).
μόλισμαν: «-Δε μου λες γιατί ζητιανεύεις, του λέει. – Ήμουνα εργοστασιάρχης μα ξέπεσα κύριε Μόλισμαν…του απαντάει ο φουκαράς ο αλήτης.» (4/11/1929). Το λογοπαίγνιο αυτό απαντά και σε ηχογραφήσεις ρεμπέτικων, όπως «η φωνή του αργιλέ», (1935) του Βαγγέλη Παπάζογλου, ή το επιθεωρησιακό «έφοδος στον τεκέ» του Γιώργου Καμβύση (1933).
μπαλαμούτι, σκάω ~: «Κι’ αν ο έρωτας ναυαγήση και ο γάμος δεν γίνη…όταν ο γκόμινος της σκάση μπαλαμούτι και “στρίψη”, τότε η γυνή αγρόν αγοράζει.» (11/4/1937). Η έκφραση εμφανίζεται στο τραγούδι «μπαρμπούτι», του Παναγιώτη Τούντα (1933).
μπαμπάλα: «Η μπεμπέκα, το δεσποινάριον, η παντρεμένη, η γεροντοκόρη, η γρηά μπαμπάλα κάθε μία γυνή τα μαλλιά της πρέπει νάχουνε χρώμα κόκκινο.» (19/5/1935)
μπαντζανέμι: «…στην μάντρα του Μεταξουργείου που πλέχτηκε η πρώτη σφεντόνα κι’ αμολύθηκε η πρώτη αρναούτικη φούσκα, στο μπαντζανέμι αυτό που ξηγιώμαστε ξενύχτι και τσίκα, υπερυψούται ένα μπετονικό μέγαρο με εννηάμιση πατώματα…» (21/5/1926)
μπάφες/ μπάφες τουμπίθες: «Άκου να γδης τι μυστήρια και τι μπάφες τουμπίθες που σερβίρει στα μάτια του κοσμάκη όστις κάθεται και χαύει παραμύθια και δεν βουτάει κανά αραμπαδόξυλο να πάη να αρχέψη στης γρήγορες εκείνους που τα γράφουνε.» (13/6/1926) // «Τώρα αλλάξανε τα πράμματα. Δεν είπαμε; Δεν μιλάω μπάφες.» (1/2/1937)
μπλοκάρω: «Στην “Πράσινη Ταβέρνα” που γλεντάνε τα πράσινα άλογα της αριστοκρατίας μας, χτες το βράδυ έτσι για κάζο και για πείσμα της σμοκινοφορεμένης αριστοκρατίας, (…), μπλόκαρε η παρέα του Νίκουρδα, του Χαμπλεχούρα, του Μπρούτζου και του Λάθουρα.» (16/5/1931)
μπρακ: «Τραβήξου λοιπόν στην μπάντα και ξηγήσου μόκο, γιατί πρέπει να κάνης μπρακ, που λένε και οι μάγκες» (4/2/1937). Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού (2010).
μυστήρια της καραβάνας: «Όλα τα θαύματα του κόσμου, όλα τα μυστήρια της καραβάνας, όλα τα σπαραξικάρδια φαινόμενα η Αμερική θα μας τα σερβίρη;» (14/2/1937)
νταμπαντάμ: «Η γειτονιά μας, ρε Κατινάκι μου φιλήσυχο, αναστατώθηκε ψες τα ξημερώματα κι’ έγινε νταμπαντάμ και νταβατούρι άγριο.» (15/6/1926)
(της) νταρίφας μου: «Ένας νέος, όχι τσίρλεστον, αλλά της νταρίφας μου και του κουρμπετιού…» (17/7/1927). Την έκφραση χρησιμοποιεί και ο Στέλιος Βαμβακάρης στην αφήγηση για τον πατέρα του (Τσιλιμίδης 2005, σελ.110).
ξύγκικος/ ξυγκεύω: «Το νερώνω, το πουλάω ξύκικο και πειό ακριβό και πέφτει ο κόσμος με τα μούτρα.» (23/9/1929) // «Στα φόρα τα χρόνια σας και μηδέν κρυφόν πλέον, μηδέ μήνα δε θα μπορήτε στο μέλλον να ξυγκέψετε!» (13/8/1936) [Κανονικά είναι ξίκικος, λειψός δηλαδή, ιδίως για ζυγιασμα, από το τκ. eksik και δεν έχει σχέση με το ξύγγι]
Οχτώβριος στο μεθύσι: «Αφ’ τη γωνία του δρόμου σκάει μύτη ένας μεθυσμένος, Οχτώβριος στο μεθύσι,…» (26/4/1928)
παίζω τον παπά: «Θα του ’παιζε τον παπά η παπαδιά του και θα τον απάταγε και απερπίσθηκε ο άθρωπος και πήγε να πνιγή.» (2/6/1928)
παξιμάδα, παξιμαδάδικα, παξιμαδιά, παξιμαμά, παξιμαντάμ, παξιμαδεύω, παξιμαδοκλέφτρα, παξιμαδοκλέψιμο κοκ: «Η γυνή, ρε συ, ως γνωστό, και πασίγνωστο χρόνια τώρα καταγινότανε στο καρδιοκλέψιμο και κάπου-κάπου στο παξιμαδοκλέψιμο.» (2/7/1926) // «Εψήθηκες και …τα ’ψησες/ με χίλιους, σουσουράδα./ Κι’ απ’ το πολύ το ψήσιμο/ Γίνηκες…παξιμάδα!» (9/8/1930). Οι λέξεις «παξιμάδα» και «παξιμαδοκλέφτρα» εμφανίζονται σε ηχογραφημένα τραγούδια, π.χ. «η παξιμαδοκλέφτρα» με μουσική του Γ. Καρρά και στίχους του Γ. Λαμπρυνίδη (1927). [Το σχετικό αρθρο, που θέλει επικαιροποίηση]
παρδαλοπίτσιλος: «Ήτανε πανεπιστήμιο που μ’ έβγαλε τελειόφοιτο της μαγκιάς και αξιοπρεπέστατο βλάμη ανεπίδεχτο πάσης παρδαλοπίτσιλης σαχλαμάρας.» (7/1/1926)
πάρολι – σέτε: «Εμπρός, παιδιά. Τέρτσο τίρο ντάμα-φάντης.-Σώτος…-Βάρτα πάρολι…κυρ αστυνόμε μου.-Σώτος…-Βάρτα σέτε…Έχεις διαλεγμένη τύχη…» (Κυριακάτικη, 2/1/1927)
παρτσάδια: «Κομμάτια και παρτσάδια να γίνη…είπα μέσα μου(…)» (11/10/1926) [Συχνό στα βόρεια ιδιώματα. Παρτσάς, το κομμάτι από τα τούρκικα]
παντόφλα: «Κάθε βολά που ο Γιώργης ο ταβερνιάρης φωνάζει “Μικρέ στο 13!” αδυνατίζει κι’ από εκατό δράμια η παντόφλα ώσπου μένη η φουκαριάρα πετσί με πετσί.» (8/8/1926). Λέξη γνωστή και από τους «λαχανάδες» του Βαγγέλη Παπάζογλου (1934)
πεκούνια: «Παράς, ρε κόσμε, μπαμπακόσπορος γαρ, ψιλά και πεκούνια, κομπόδεμα και καλτσοδέτα τράπεζα…» (1/7/1927)
πράσο, τα έκανε ~, πρασαδόρος: «Ο Αθηναίος πρασσαδόρος χρόνια στο επάγγερμα, μανιταριτζής και ζούλας, έχει ανάγκη απαραίτητα νάχη τα δυο του χέργια και τα δυο του πόδια εν τάξει. Πρέπει να σουφρώνη με τα δυο χέργια και κατόπι όντας τον πάρουνε μυρουδιά και τον κυνηγήσουνε…να το βάζη στα πόδια!» (23/1/1928) // «Φίλανθος ο κύριος ο κατομμυριούχος, αποχτήσας ούλα του τα κατομμύρια με τον ίδιο τρόπο που απόχτησε και τις γλάστρες, ρε Κατινάκι μου, ήθελε πολλά λουλούδια στο σπίτι του και τα έκανε πράσσο αφ’ το διπλανό σπίτι…» (6/6/1928). Η λέξη απαντά στο ρεμπέτικο τραγούδι «Πάνε για το πράσο», του Μανώλη Χρυσαφάκη (1931).
πυροβολάω/ ντουφεκάω με φάβα/ λούπινα: «…εμείς τα μασσάμε τα μπιστόλια σας και τα πυροβολάμε με φάβα…» (17/12/1926)// «…είμαστε να μας ντουφεκάη κανείς με λούπινα…» (21/8/1930)
ριπιτί: «Θα την πάη ριπιτί, αδρεφάκι, και κατόπιν τα λέμε. Μια βολά σε ξέρει για αντεροβγάλτη χρόνια,…» (Κυριακάτικη, 22/8/1926) [τον πήγε ριπιτί = τρόμαξε πολύ. Κατά λέξη ριπιτί(δι) είναι η διάρροια]
ρόκα μου, κάνω~ : «Κάθουμαι και χτυπιέμαι για ξένα συμφέροντα και δεν κάνω ρόκα μου. Τι μ’ ενδιαφέρνει εμένανε για τα τη σήμερις γιγνόμενα;» (3/10/1926) [Κάνε τη ρόκα σου = κάνε τη δουλειά σου, μην ασχολείσαι]
ρομπατσίνα: «Η παρέα ακούσασα τη ρομπατσίνα της, βούλωσε το στόμα της και δεν έβγαλε μιλιά.» (3/2/1928) [ρομπατσίνα, η επίπληξη (από ιταλ. romanzina)]
σαλάτα-μαλάτα: «Μπαίνεις μέσα και γλέπεις σαλάτα-μαλάτα νέες, γρηές, παιδιά, μωρά της κούνιας, καλόγρηες, παπάδες, ψαλτάδες, μυστήρια όλους μαζί ανάκατα να χορεύουνε τσάρλεστον…» (31/1/1928)
σαφάκας: «Τι ήθελες εσύ γέρο σαφάκα, να πας να παντρευτής;» (26/5/1927)
σεργούνα: «Η κάθε κοπελιά/ δεν ήτανε σεργούνα/ κοκκίνιζε από ντροπή/ σαν νάταν παπαρούνα!» (18/10/1929) [σεργούνι, σουργούνι (και) η διαπόμπευση]
σιδερότρυπα: «Πού’νε, ρε σεις, το πυροβολικό των ζουναριώνε με τα πολυβόλα, της διμούτσουνες, της σιδερότρυπες και της διπρόσωπες κοφτερές κάμες;»(4/4/1926)
σκόρδο και κρεμμύδι: « “Ήλιος” και “Κεραυνός” πάει ποτέ; Δεν γίνεται. Σκόρδο και κρεμμύδι!…» (19/3/1928)
σούτος: «…Φιλιά δεν επιτρέπουνται…Σούτος, αδρεφάκι. Και τώρα τι γένει μελλέσται;» (29/12/1926)
στενάχωρο: «Η περί ο λόγος δεσποινίς κατέρχεται εχ Κηβισάς με καντιλλάκ και μπαίνει σε μέγαρα. Κάθεται σε τραπέζια καρυδένια με τραπεζομάντηλα λινά και φουρτιέρες κρυστάλλινες και τα χεράκια που την πιάνουνε είνε φρεσκομπογιατισμένα μανικιουροειδή και φορτωμένα από στενάχωρα.» (31/5/1926) [το δαχτυλίδι!]
σώνικος: «Ήθελα να μπορούσα να ιδώ τον συνάδερφο πούφαγε το ξύλο να ξεμοναχιάζη έναν-έναν από δαύτους τους ήρωας να τους κάνη σώνικους στην καρπαζιά και μπλε στο ξύλο για να γίνουνε ασορτί με τη φορεσιά τους.» (7/9/1933)
σώτος – τέρτσος : «Ξέρω ένα φουκαρά που τον λένε Σώτο κι’ έρχεται πάντοτε τέρτσος σ’ ούλες του της δουλειές» (7/9/1926). Προφανώς εδώ ο Σώτος Πετράς κάνει λογοπαίγνιο με το όνομά του. [Υπάρχει και χαρτοπαικτική έκφραση, έρχομαι σότος]
τζες: «Αυτό το κακόμοιρο με τα ματάκια χάμου και με την ομπρελλίτσα του στα χέργια τράβαγε κατά τη δουλίτσα του…Αλλά ο τζες ο Αδωνικός, ο Δονζουάνος και Ζεβουζέμης εξακολούθαγε τη δουλειά του.» (17/6/1927). Η λέξη εμφανίζεται στο τραγούδι «εφουμέρναμε ένα βράδυ» του Μάρκου Βαμβακάρη (1932).
τζιλβέδες: «Θα κάνω δικιά μου Ακαδημία τρίπηχη και του γούστου μου και θα πάρω όσους γουστάρει η ψυχούλα μου ακαδήμιους.(…) Να γδης μια βολά Ακαδημία με τζιλβέδες και γαρνιτούρα.» (23/3/1926) [τζιλβές: το ναζι, το σκέρτσο, το φιλάρεσκο κούνημα]
τούκα κι απαρχής: «Το λοιπόν πρέπει να χαλάση ο κόσμος, να ξανασαχτή τούκα κι’ απαρχής η δημιουργία και να γένη φως και στην Αθήνα μας. Ξηγιέμαι ντόμπρα;» (6/1/1927)
τρικ μάι φορ: «Το πανί της γριάς εν τάξει, κοπιδάκι, λυχναριά και σκηνή τρικ μάι φορ, η μάνδρα του Λάθουρα διαθέσιμη…» (Κυριακάτικη, 25/4/1926) [και τρινκ μάι φορτ, δηλ. εκλεκτής ποιότητας -ετυμολογία αναζητείται]
τρίπηχος: «Έχει μαζώξει ούλο το σουρλουλουδόκοσμο της γειτονιάς. Κέφι τρικούβερτο και τρίπηχο μεθύσι…» (3/1/1928)
τροτουάρ: «Αν βάλουνε τις Χάριτες στην Ομόνοια αγάλματα, θα ξεμαρμαρώσουνε και θα κατεβούνε να αρχίσουνε το τροτουάρ! Πώς;» (21/9/1933)
τσέτουλα: «Ο Ρωμηός είναι συνηθισμένος να τα πίνη στην παρέα και να πληρώνη 20 δραχμές κρασί και φαΐ και 50 δραχμές για σπασίματα…να γράφη βερεσέ τσέτουλα δηλαδή.» (18/5/1929) Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού (2010).
τσίγκου-τσίγκου: «…ο αρρεβωνιαστικός της ο ντενεκές ζήταγε μπροστά την προίκα κι ο γερό Καλάικος ήθελε να του την δίνη λίγα-λίγα και …τσίγκου-τσίγκου!» (30/6/1928)
τσιλάγρα/ τσιλαγρίζω: «Ας είνε έπρεπε να κατασκευάσω φόνο ψες γιατί είχα μέρες να τσιλαγρίσω τα πατούμενα με αίμα ανθρώπινο. Κομάν…» (22/6/1925) // «…οι τσιλάγρες από τα ρούχα τού πετάγονται στα μούτρα…» (3/1/1937)
τσίλιας/ τσίλας εγγλέζικος: «επί τέλους, νάτο το αφιλότιμο το φεγγάρι πούνε σα μια φέτα πεπόνι και σε παρακολουθάει. Λες και είνε αστυνομικός, λες και είνε “τσίλιας” δηλαδή…» (11/6/1927). «Δεν είχαμε προφτάξη να τελέψουμε το φίλημα, νάσου κι’ ένας τσίλιας εγγλέζικος και μπαίνει.» (16/2/1926) Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού (2010).
τσιφ: «Ούλα τα καλά που αφ’ τον έρωτα προέρχουνται κάνουνε τον κοσμάκη να παρανομάη και να συλλαβαίνεται ολοσούμπητος τσιφ για τη στενή.» (23/6/1927)
φρί κομφρί : «Έχω λίγες μέρες ρε Τζογέ μου που έχω βαρεθή κατάστηθα με μια καινούργια φρι κομφρί και παραθαλάσσια κούκλα, ένα θεατρικό αηδονάκι, μια γαλιάντρα, μούρλια, μια καλλιτέχνιδα του μουσικού θεάτρου…» (5/3/1931)
Φροσάρα: «Τι είνε το λοιπόν πιο ωραίο; Να γλέπης μία ωραία ξανθή κοπέλλα (…), μια κοπέλλα που να μη σου ζητάη τίποτις, ή δυο γρηές Φροσάρες (σπιτονοικοκυρά και πεθερά). Ορίστε;» (17/3/1928)
φούρνος μην καπνίσει: «Μου τα ’ψησες τα σκότια μου/ μου τα ’χεις ρε μαυρίσει/ και συ τα ψήνεις μ’ άλλονε/ και φούρνος μην καπνίσει.» (28/5/1926). Η έκφραση εμφανίζεται και στο ομώνυμο τραγούδι του 1940, με μουσική του Γιάννη Παπαϊωάννου και στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
φυσαέρης: «Κύριοι κύριοι εσείς που νομίζετε ότι το κρασί πεθαίνει τον κόσμο είσαστε πιο κουτοί κι’ από τα λούπινα, είσαστε φυσσαέρηδες ογδόης ποιόητος.» (23/10/1929)
φως: «-…Να παίξω με το πενηνταράκι να μου κάνης ψιλοκοκό; -Δε σφάξανε. Φως, χρήμα πρώτα και τα λέμε.» (Κυριακάτικη, 14/2/1926)
χλεμπάκι: «Ο καφτός καρπάζων αέρας της ζέστης αφ’ ενός και ο θερμόαιμος προεκλογικός τοιούτος αφέ δύο, φυσήξανε και αναγκάσανε το χλεμπάκι, τον τριαντάρικο μόρτη, να ξυπνήση αφ’ τον τεμπελιάρικο ύπνο που τράβαγε στο πεζουλάκι της γωνίας το φουκαριάρικο…» (3/4/1926)
χλίψη: «Κατεβήκαμε το λοιπό γεμάτοι πατσαδάκια λαδορίγανη αυτοκινητική και εγκατασταθήκαμε σ’ ένα ρωμαντοειδέστατο και κορυφοειδές βραχάκι για να μπορή κανένας να πη δυο τρεις κουβεντίτσες αντρέ νου και να παραγιομίση και κανά τσιγαράκι με χλίψι, μαύρο, κοινώς χασισάκι.» (22/6/1925) [Χλίψη λεγόταν και η μαύρη ταινία στο καπέλο των κουτσαβάκηδων]
χορεύω σε όρθια δεκάρα: «Πρώτα οι Ρωμηοί φημιζόντουσαν πως χορεύουνε απάνου σε όρθια δεκάρα και όπως και να τους έρριγνες ούλο και κορώνα ερχόντουσαν. Σήμερις τους φλομώνει το παραμικρό και τα χάνουνε.» (9/7/1926)
ψυχομπαμπάδες: «Πίσω απ’ αυτούς, φυσιογνωμίες διαλεχτές/ Χασάπηδες, ψαράδες, αμαξάδες / Και πάρα κει και άλλες φάτσες πουν’ γνωστές / ο κυρ Σωκράτης και λοιποί ψυχομπαμπάδες!» (23/7/1930). Η λέξη καταγράφεται στο γλωσσάρι του Ηλία Πετρόπουλου (1972) ως «ψυχοπαπάδες».
Μέσα από τα ευθυμογραφήματα του Σώτου Πετρά, παρά την υπερβολή της κωμωδίας, σκιαγραφείται η τυπολογία μίας κατηγορίας εκπροσώπων της μεσοπολεμικής αθηναϊκής κοινωνίας, οι οποίοι υπερασπίζονταν έναν τρόπο ζωής λίγο πριν τον οριστικό κοινωνικό και πολεοδομικό μετασχηματισμό της πρωτεύουσας. Η ταυτότητα του «ντόπιου μάγκα», όπως αυτοπροσδιορίζεται24 ο Τζογές, συνιστά κατά κάποιον τρόπο ένα μέσον άμυνας έναντι των επερχόμενων αλλαγών. Το λαϊκότροπο γλωσσικό ιδίωμα ενισχύει αυτήν την ταυτότητα και επιτυγχάνει να προκαλέσει ευθυμία, άλλοτε επειδή διακατέχεται από μία κεκαλυμμένη ειρωνεία, και άλλοτε επειδή θυμίζει στον αναγνώστη ένα οικείο αλλά ίσως περιφρονημένο λεξιλόγιο. Μολονότι ο Τζογές κάνει λόγο25 για εξηγήσεις «ρωμαϊστί αργώ», το λεξιλόγιό του είναι ευρύτερα λαϊκό και όχι απαραιτήτως «μάγκικο» με την σημασία της συνθηματικής γλώσσας μίας κλειστής περιθωριακής ομάδας. Τέλος ας σημειωθεί ότι τόσο η γλώσσα, όσο και τα υπόλοιπα τυπικά γνωρίσματα των λαϊκών ηρώων του Πετρά δεν πρέπει να ερμηνευθούν ούτε ως λογοτεχνικά επινοήματα, ούτε ως μία στείρα μίμηση οπτικών ή ακουστικών παραστάσεων, αλλά ως έκφανση της ώσμωσης μεταξύ λόγιου και λαϊκού πολιτισμού. Η κύρια κατεύθυνση αυτής της αλληλεπίδρασης και η πιθανή σχέση της με την διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού αποτελεί ζήτημα περαιτέρω διερευνήσεως.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
- Ο Σώτος Πετράς πρωτοεμφανίστηκε στον καλλιτεχνικό χώρο το 1921 (Χατζηπανταζής, 2003, σελ.136) και κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου συνέγραψε κείμενα για διάφορες επιθεωρήσεις («Σαπουνόφουσκες» του 1929, «Παιχνιδιάρα» του 1933, «Πρώτο πράμα», του 1934, «Μπόμπα» του 1936, «Μαργαρίτες» του 1938, κ.α.). Συνεργάστηκε επίσης με τον Κώστα Κιούση στους στίχους τραγουδιών επιθεωρησιακού/ ελαφρού ύφους, κάποια εκ των οποίων ηχογραφήθηκαν, όπως: «τι έχεις κι όλο κλαις» (1935), «ένα ποτήρι κρασί» (1936), αλλά και το γνωστό αρχοντορεμπέτικο φοξ «Βαγγελίτσα» (1936) –το οποίο εντυπωσιάζει με την αναφορά του στα «Λεμονάδικα» (οι λαχανάδες) του Βαγγέλη Παπάζογλου. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση συγγραφικής του συμμετοχής σε επιθεώρηση, το όνομά του Σώτου Πετρά αποσιωπήθηκε (ο.α., σελ.154). Συνέγραψε επίσης βιβλία και άρθρα σχετικά με το θέατρο και την οπερέτα, όπως:
– Για γέλια και για δάκρυα: Δράματα και κωμωδίες της ζωής των θεατρίνων. Αθήναι: Κήρυξ, 1958
– Βασιλικό θέατρο – Ελληνική οπερέττα, Αθήνα 1960
– Οι θεατρίνοι μας: Τα δράματα και οι κωμωδίες της ζωής τους» Περ. Λυρικός Κόσμος, έτος Γ΄, αρ.32, Μάιος 1970
– Το άγνωστο θέατρο: Πίσω από την αυλαία, Αθήνα: Α. Μαντέλος, 1974
- Το ψευδώνυμο «Τζογές» ήταν έμπνευση του δημοσιογράφου και μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων Κώστα Κοτζιά (βλ. ενδεικτικώς το άρθρο της 13/2/1934).
- Βλ. φύλλο της 21/1/1927. Για «τζογιέ» παντελόνια κάνει λόγο και ο Μάρκος Βαμβακάρης (Βέλλου, 1978, σελ.123).
- Βλ. φύλλο της 22/5/1926.
- Βλ. φύλλο της 14/5/1926.
- Ενδεικτικώς βλ. φύλλο της 19/4/1926, της 15/5/1926 κ.α.
- Ενδεικτικώς βλ. φύλλο της 8/6/1925.
- Ενδεικτικώς βλ. φύλλο της 9/1/1926.
- Ενδεικτικώς βλ. φύλλο της 10/9/1933 όπου σχολιάζονται «…τα κορίτσια τα μοντέρνα που λούονται στα μπαιν μιξτ της Γλυφάδας και ξενυχτάνε στα ντάνσιγκ και στις γκαρσονιέρες, και πίνουνε τσιγάρο, κοκκαΐνη, χασίς και όλα τα λοιπά αριστοκρατικά “πιοτά”…»
- Παρατίθεται ακέραιο το χρονογράφημα της 18/4/1928, επειδή είναι ιδιαίτερα εκφραστικό:
Είχαμε μαζωχτή, ρε Κατινάκι μου, παρέα ψες το βραδάκι και τα κουτσοπίναμε τα λαμπριάτικα σκονάκια μας, κάτω στην ταβέρνα των «Μποέμ», έτσι τη λένε, πού ’χει τώρα τελευταία ανοίξει στην Ομόνοια και που φαίνεται πως εκείνος που την έχει είνε καθηγητής της οινολογίας και μας ποτίζει «καλό» κάθε βραδάκι. Μεγάλη παρέα, κέφι τρίπηχο και οργανάκια τα απαραίτητα για σάλτσα στον καπαμά της παρέας μας. Κιθαρίτσα Μπέζου μούρλα, ποτηράκι και μπουκαλάκι στις χορδές απάνου για τρεμούλιασμα «Χαβάγιας» και γαία πυρήτω! Όντας, εκεί που τα λέγαμε σιγανά-σιγανά και ο Μπέζος ήτανε στο κατακόρυφο της κιθαριακής του απόλαυσης, έρχεται ένα όργανο αστυνομικό να μας διακόψη τα όργανα λέει (την κιθάρα), καθότι τα όργανα απαγορεύουνται πέραν της 10ης. Έτσι ξηγιέται ο Κατής πού ’σαξε τον νόμο αυτόνε.
-Μα, κυρ χωροφύλακα, δεν πειράζουμε κανένανε. Τραγουδάμε και παίζουμε πιάνο και σώτο βότσε, του λέει ο Μπέζος.
-Απαγορεύεται! του απαντάει μουσολίνικα ο διχτάτορας της αστυνομίας. Αν εξακολουθήσετε, θα σας πάρω μέσα…
Ο φουκαράς ο Μπέζος και όλη η παρέα δαγκώθηκε, γρατσουνίστηκε, αναστέναξε υποβρυχίως και αναγκάστηκε να συμμορφωθή με τη διαταγή του διχτάτορα, όστις και ο οποίος στρίψας το νεαρό μουστακάκι του πού ’μοιαζε σαν σκόρπια διαδήλωση απάνου στο απάνου χείλι του αναχώρησε…
-Είδες, ρε Τζογέ μου, κατάσταση; μου λέει ο Μπέζος.
-Γιατί σου φαίνεται παράξενο, ρε φίλε; Απαγορεύονται τα όργανα γιατί υπάρχει λόγος…
-Τι λόγος, ρε συ, υπάρχει;
-Μάτσα λόγοι…Πρώτο και κύριο και καλλίτερο όντας πέραν της 10ης παίζης όργανα, ξυπνάνε τους κοιμώμενους κατοίκους και ενοχλάνε τους κλέφτες και τους διαρρήχτες που πάνε να τους κλέψουνε…Για φαντάξου μια κιθάρα ή ένα άλλο όργανο να γίγνεται εμπόδιο και να χασομεράη τον φουκαρά τον βιοπαλαιστή τον κλέφτη, που για να μπορέση να βγάλη το ψωμί του…αναγκάζεται να κάνη και νυχτέρια;…
Δεν πρόφτασα να αποτελέψω την κουβέντα μου και…μπαμ, μπουμ, μπουμ, μπαμ (ακούγονται όξω στο δρόμο μπιστολιές).
-Τι είνε, ρε παιδιά; ρωτάνε οι φίλοι της παρέας.
-Τίποτις, ρε σεις, μην ανησυχάτε. Μια κουμπούρα κάτι κουβεντιάζει απ’ όξω…Αυτή, αν και είνε όργανο «φονικό», επιτρέπεται πέραν της 10ης, καθότι είνε ένα από τα μέσα που μπορεί ο Ρωμηός να τηρήση κάργα την παραγγελία του Θεού που λέγει: «Αγα-φάτε αλλήλους και μη δίνετε ψιλή στους δημοσίους υπαλλήλους!»
- Βλ. Κουνάδης, 2010, τ.12, σ.19. Στην εισαγωγή γίνεται εκτενής αναφορά στην βιβλιογραφική εργασία του Κώστα Βλησίδη (2002).
- Όλες οι παραπομπές με σήμανση ημερομηνίας εντός παρενθέσεως αφορούν την Βραδυνή, εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά.
- Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Ιχνευτής, Οκτώβριος 1989. Αναδημοσίευση στο: Πετρόπουλος, 2014, σελ.166-172. Το κείμενο του Πετρόπουλου και το λήμμα «Τζογές» έχουν καταχωρηθεί στην βιβλιογραφική εργασία του Κώστα Βλησίδη (2002).
- Στο χρονογράφημα της 5/5/1926 ο Τζογές αναφέρει ότι είναι 45 χρονών. Βασισμένος σε ένα άλλο χρονογράφημα με τίτλο «Γενέθλια», ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι ο Πετράς γεννήθηκε περίπου το 1880 και ότι περίπου την ίδια ηλικία είχε και ο Κλεόβουλος Κλώνης. Ωστόσο η χρονολογία γέννησης του Σώτου Πετρά είναι μάλλον το 1903 και του Κλώνη το 1907 (Ιστότοπος Δικτύου Βιβλιοθηκών Δήμου Θεσσαλονίκης). Συνεπώς η όποια «προσωπική αντίληψη των περιγραφομένων» περιορίζεται σε πολύ στενότερα χρονικά όρια.
- Βλ. φύλλο της 1/4/1929. Τον Τζογέ υποδύθηκε ο κωμικός Γιάννης Σπαρίδης (Σπανομαρίδης) και την Κατινίτσα η Μαρίκα Φελίτση.
- Ήδη από το 1865 στην θεατρική σάτιρα του Σωτήρη Καρτέσιου «ο υποψήφιος βουλευτής και οι τραμπούκοι» εμφανίζονται τύποι με κουτσαβάκικα χαρακτηριστικά (Κουνάδης, 2010, τ.8, σελ.10). Το 1905 εισάγεται στον Καραγκιόζη η φιγούρα του Σταύρακα από τον Γιάννη Μώρο (Κουνάδης, 2010, τ.1, σελ.12), ενώ η πρώτη εμφάνιση κουτσαβάκη στην επιθεώρηση γίνεται στο έργο «Κινηματογράφος» του 1908 (Χατζηπανταζής, 2003, σελ.469).
- Στο φύλλο της Βραδυνής της 7/2/1937, ο Πετράς δηλώνει ότι η στήλη υπάρχει εδώ και 14 χρόνια, ενώ στο φύλλο της 9/3/1937 ανεβάζει την ηλικία της στήλης σε 15 χρόνια.
- Βλ. ενδεικτικώς φύλλο της 31/8/1930 με αναφορά στον Πέτρο Κυριακό ή το φύλλο της 23/4/1931.
- Βλ. φύλλο της 28/12/1931
- Βλ. φύλλο της 2/8/1930.
21 Τα παραδείγματα μέσα στις παρενθέσεις είναι επιλεγμένα από χρονογραφήματα του 1926 ή του 1927.
- Ο Πέτρος Πικρός (2010, σελ.34) αναφερόμενος στις λέξεις «παρθενούα, γκομενούα» θεωρεί ότι δεν είναι γνήσιες μάγκικες και ότι προέρχονται από την επιθεώρηση. Παραδόξως και ο ίδιος χρησιμοποιεί την λέξη «παρθενούα» σε λογοτεχνικό του κείμενο (Πικρός, 2009, σελ.62).
- Η σημασία της λέξης στην αργκό αποσαφηνίστηκε στο Ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου από τον ερευνητή Spatholouro (βλ. ανάρτηση 27/11/2017)
24 Βλ. ενδεικτικώς φύλλο της 8/2/1934.
- Βλ. φύλλο της 29/8/1933.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:
- Ψηφιακή βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων, φύλλα εφημερίδας «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», 1925 – 1941
- Ψηφιακή βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων, φύλλα εβδομαδιαίας έκδοσης «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ», 1926 – 1927
- Ιστότοπος «Παλήα ελληνικά τραγούδια-Οπερέττες» Πάνος Μαυραγάνης (palia.kithara.gr)
- Ιστότοπος Δικτύου Βιβλιοθηκών Δήμου Θεσσαλονίκης, λήμμα: Σώτος Πετράς
- Ψηφιακά κανάλια youtube «pankonstantopoulos», «Θεοφάνης Δ. Αλεξάνδρα Κ.», captainposi, NIKOS SDREGAS κ.α.
————————–
- Βέλλου-Κάιλ, Αγγελική 1978, Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
- Βλησίδης Κώστας, 2002, Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
- Κουνάδης Παναγιώτης, 2010, Τα ρεμπέτικα, Ένα ταξίδι στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων, εκδόσεις ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα
- Πετρόπουλος Ηλίας, 1972 (α΄ έκδοση 1968), Ρεμπέτικα Τραγούδια, Αθήνα
- Πετρόπουλος Ηλίας, 2014, (α΄ έκδοση 1991), Το Άγιο Χασισάκι, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα
- Πικρός Πέτρος, 2009, (α΄ έκδοση 1924), Σα θα γίνουμε άνθρωποι, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα
- Πικρός Πέτρος, 2010, (α΄έκδοση 1927), Τουμπεκί…, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα
- Σταματοπούλου – Βασιλάκου Χρυσόθεμις, 2010, Βασίλης Μεσολογγίτης, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα
- Τσιλιμίδης Μάνος, 2005, Μάρκος Βαμβακάρης, ο Άγιος μάγκας, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα
- Χατζηπανταζής Θόδωρος, Μαράκα Λίλα, 2003, Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση, τόμος Α1, εκδόσεις Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
Σκύλος said
Ωραίος ο Κόρτο. Θενκς Νικοκύρη.
Μακάρι να περάσει ήσυχα η μέρα.
π2 said
Πολύ ωραία. Μου κάνουν εντύπωση τα πολλά αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά της αστικής αργκό (και μ’ αρέσει πάρα πολύ η λέξη ζεβουζέμης).
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα κι απ΄εδώ
1. Σκύμνε,
για βροχή το φέρνει εδώ… Μάλλον για να ξεπλύνει τα ανομήματα 🙂
Γς said
Μια βροχή μας σώζει, που λένε
Γιάννης Ιατρού said
Τώρα το διάβασα όλο.
Ανδρέα, πολύ καλό, μπράβο!
Πέπε said
Καλημέρα.
Εύγε στον Κόρτο. Σοβαρή δουλειά, μηνών (τουλάχιστον) υποθέτω. Ίσως αδικείται από την παρουσίασή της σε καθημερινή στήλη, όπου το πιο ζωηρό ενδιαφέρον είναι εφήμερο.
Επίσης, αδικείται λίγο από την εμφάνιση της Γουόρντπρες. Αναφέρομαι στις υποσημειώσεις: αν είχαμε εμφάνιση τυπογραφικής σελίδας θα διαβάζονταν πιο εύκολα χωρίς πολά ανέβα-κατέβα που στην τελική βαριέται να τα κάνει ο αναγνώστης για να μην μπερδεύεται. Αλλιώς, αν μπορούσαν οι δείκτες των υποσημειώσεων να είναι λινκ που σε ανεβοκατεβάζουν άμεσα, θα διευκόλυνε.
(Νίκο, όταν αντιμετώπισα παρόμοιο πρόβλημα στον Μπλόγκερ, ήρθε ο Στάζυμπος και μου βρήκε τη λύση. Ήθελε λίγη δουλίτσα βέβαια στο έντιτινγκ, αλλά άξιζε τον κόπο. Ρώτα τον αν ξέρει και για δω τα αντίστοιχα μαγικά.)
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι δεν αξίζουν μπράβο και στον Sarant για τη δημοσίευση.
Θα επανέλθω με επιμέρους σχόλια.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Πολλά συγχαρητήρια στον Corto που μαζί με πέντε έξι άλλους σχολιαστές αποτελούν κατά την γνώμη μου τα διαμάντια του ιστολογικού στέμματος.
Πολύ όμορφη παρουσίαση που αν και μεγάλη την διάβασα ευχάριστα και κάποιες στιγμές συνεπαρμένα παρ’ όλο που δεν με ενθουσιάζει ότι έχει να κάνει με το παρελθόν.
Γς said
-Μια παρουσίαση που έχει να κάνει με το μέλλον για τον κύριο!
-Εφτασέι
gpointofview said
Εύγε στον Corto για την υποδειγματική εργασία του. Πολλές λέξεις θυμήθηκα από τα αναγνώσματά μου σε Τσιφόρο και Πετρόπουλο, άλλες που είχα ακούσει από ανθρώπους του μόχθου και αρκετές έμαθα.
Μερικές λέξεις κι εκφράσεις λέγονται και σήμερα αυτούσιες ή λίγο παραλλαγμένες.
Πέπε said
> > «Πού’νε το παληό “βαλσάκι”, η “πόρκα”, η “μαζούρκα”, πού’νε οι ντόμπροι της Αθήνας χοροί “χασάπικο”, “Καλαματιανό”, το “τσάμικο” και το “ζεμπέκικο”» (10/2/1927). […] Και μετά πέντε έτη: «Τι να κάνης; Αντί να ακούσουμε το τραγούδι “Στης Πλάκας τις ανηφοριές” ή την Πλακιωτοπούλα, ας ακούσουμε το “Ντούρου, ντούρου” ή καμμιά ρούμπα μοντέρνα, κι’ αντί να χορέψουμε συρτό, καλαματιανό, χασάπικο και τσάμικο ας χορέψουμε ταγκό, φοξ, ρούμπα και τα ρέστα…Όλα μια ιδέα είνε βρε παιδιά.» (31/1/1934).
Κατάλαβα ήδη από το κείμενο ότι τα γούστα του Τζογέ δεν είναι σταθερά, αλλά δεν παύει να με παραξενεύει ότι τη μια φορά βάζει το βαλς, την πόλκα και τη μαζούρκα στην πλευρά των «ωραίων» χορών και την άλλη το ταγκό, το φοξ και (ίσως λιγότερο παράξενο) τη ρούμπα στην «άλλη» πλευρά. Όλα αυτά δεν είναι στο ίδιο τσουβάλι των «ευρωπαϊκών»;
> > …πολλοί ιδιωματισμοί […] στην κλίση των ουσιαστικών (των οδώνε, του παραδειγμάτου)
Γι’ αυτήν ειδικά την κλίση, το όνομα – του ονομάτου κλπ., που την έχω ακούσει σε κάποια μέρη να παραμένει ολοζώντανη, ο Μπουκάλας αφιερώνει ένα εκτενούτσικο κεφάλαιο στην «Αγαπώ» με απροσμέτρητα παραδείγματα από κάθε ελληνικό τόπο, προερχόμενα όχι μόνο από δημοτικά τραγούδια αλά και από πεζό λόγο. Είναι κρυφοπανελλήνια.
> > Αντιστοίχως ιδιωματική είναι σε κάποιες περιπτώσεις και η σύνταξη: […] «Αυτή η μόδα, αδρεφάκι μου, δε μου γουστάρει ποσώς εμένα»
Το «δε μου γουστάρει» δεν είναι ιδιωματικό, είναι κοινό. Έτσι μου γουστάρει, δεν το λέμε; (Αν κατάλαβα σωστά το παράδειγμα…)
> > φωνητικά λάθη ([…] λορόι, βολύμι, […])
Τα συγκεκριμένα δύο λέγονται σε ιδιώματα. Το βολύμι είναι αρκετά διαδεδομένο. Το λορόι το ξέρω από ικαριώτικα τραγούδια.
> > σχηματισμός κατάληξης λέξεων σε –ουα: Γλυφαδούα, Βουλούα, Καβουρούα, γκαρσονιερούα, γκομενούα, σελεμούα, τραπεζούα, Μητσούας.
Αν και είχα υπόψη μου την επίκριση αυτών των τύπων από τον Πικρό ως ψεύτικων, πιθανόν να προέρχονται από κάποιους πραγματικούς. Υπάρχουν αρβανίτικες λέξεις που αποτελούνται από το θέμα μιας ελληνικής λέξης και αυτή την κατάληξη. Και νομίζω ότι τουλάχιστον Η Βούλα ήταν αρβανίτικο μέρος, ίσως και η Γλυφάδα. Το Καβούρι δεν ξέρω…
Τέλος, σε δύο σημεία του κειμένου έχει τύχει το λάθος «χασισοποτία» (όπως «χασισοποτείο»: χασισοποσία όμως).
Δύτης των νιπτήρων said
Νάτη πάλι η δωδεκάδα λοιπόν! Η κατάληξη -ούα μου κάνει σε αρβανίτικη (Μπούας), όχι;
Τείνουμε να νομίζουμε ότι στο μεσοπόλεμο όλα τα, όπως τα λέμε, κατώτερα λαϊκά στρώματα των πόλεων άκουγαν ρεμπέτικα, ενώ μάλλον το ρεμπέτικο μόνο τη δεκαετία του ’20 με το γραμμόφωνο κάπως άρχισε να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του.
Δύτης των νιπτήρων said
Μπράβο Κόρτο είπα; Δεν είπα.
Λεύκιππος said
Πολύ καλή δουλειά. Πραγματικά ενδιαφέρουσα
Πέπε said
> > θερίο με τα τέσσερα ποδάρια
Μέσα σ’ ένα χάλασμα
είδα ένα φάντασμα.
Δυο ποδάρια σηκωτά
κι άλλα δυο γονατιστά.
Μια κοιλιά χτυπάει την άλλη,
γίνεται χαρά μεγάλη.
Επίσης το έχω ακούσει να αναφέρεται ως «το τέρας με τις δύο πλάτες». (Καταπληκτική έκφραση, λες κι είναι το σεξπιρικό τέρας [της ζήλειας] με τα πράσινα μάτια!)
> > κατασκευάζω: (= κάνω, καθιστώ, καταντώ)
Πούτσο, πούτσο, θα σ’ αρπάξω
θα σε πνίξω, θα σε σκάσω
και θα σε κατασκευάσω
σαν μαραγκιασμένο πράσο.
(Με το συμπάθειο κιόλας, αλλά αφού έχουμε απόκριες…)
Κουτρούφι said
Καλημέρα. Πολύ πλούσιο.
#10. Τα βαλς, οι πόλκες και μαζούρκες ήταν αρκετά παλαιότερα από τα ταγκό, τα φοξ και τις ρούμπες τα οποία εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 20. Για αυτό, όπως ξέρεις άλλωστε, σε πολλά μέρη οι πόλκες και τα βαλς είναι ενσωματωμένα στις παραδόσεις τους αρκετές δεκαετίες πριν τη δισκογραφία.
Corto said
Καλημέρα!
Ευχαριστώ πολύ όλους τους φίλους για τα καλά τους λόγια και βέβαια τον Νικοκύρη που μας φιλοξενεί και μας δίνει έναυσμα να ερευνήσουμε και να επικοινωνήσουμε!
10:
Πέπε, όσον αφορά την φράση «αυτή η μόδα, … δε μου γουστάρει» νομίζω ότι η πιο στρωτή σύνταξη θα ήταν «δεν γουστάρω αυτήν την μόδα»
10 και 11 (Πέπε και Δύτης):
Πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρηση για πιθανή αρβανίτικη προέλευση της κατάληξης σε -ουα. Δεν το είχα σκεφτεί.
Πέπε said
@15:
Μα και τα ταγκό και τα φοξ είναι! Ενώ μαζούρκα δε νομίζω να έχω πετύχει σε τοπική παράδοση.
Τέλος πάντων, ομολογώ ότι δεν ξέρω πότε ήρθε ο καθένας από αυτούς τους χορούς στην Ελλάδα. Ίσως το τσουβάλιασμα να ήταν δικό μου…
Δύτης των νιπτήρων said
14 Δεν σου θύμισε τον Καρυωτάκη; («ένα διάστημα παίζετε το τέρας / με τα τέσσερα πόδια κολλητά. / Τρέχετε και διαβάζετε μετά / τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».)
Κι αυτό πάντως σαιξπηρικό είναι: IAGO. I am one, sir, that comes to tell you your daughter and the Moor are now making the beast with two backs http://nfs.sparknotes.com/othello/page_10.html
Πέπε said
@16:
Ε ναι, θα ήταν. Σήμερα τουλάχιστον. Αλλά και η ανάποδη σύνταξη δεν είναι άγνωστη, απλώς σήμερα είναι πιο περιορισμένη και μάλλον σε κάπως συγκεκριμένες περιπτώσεις.
«Έτσι μου γουστάρεις, έτσι σ’ αγαπώ» (αρχοντορεμπέτικο)
Δε μου γουστάρει η φάτσα του (νομίζω ότι το λέμε, όχι;)
Κάνει ό,τι του γουστάρει…
Πέπε said
@18:
Α, είναι, ε; Έτσι εξηγείται!
Corto said
Να σημειώσω ότι η βιβλιογραφία πρέπει να συμπληρωθεί με το παρακάτω (το οποίο μου ξέφυγε όταν μορφοποιούσα το κείμενο):
Gauntlett Στάθης, 1992, Μιχάλης Γενίτσαρης, μάγκας από μικράκι, αυτοβιογραφία, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα
gpointofview said
# 14
Καλύτερα έτσι :
Μεσ’σ’ ένα παλιοχάλασμα
είδα ένα φάντασμα
δυο ποδάρια σηκωμένα
κι άλλα δυο γονατισμένα
μια κοιλιά πάνω στην άλλη
κι είχανε χαρά μεγάλη
Λεύκιππος said
19 Ειδικά το «δεν μου γουστάρει η φάτσα του» δεν στέκει με τίποτε, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον. Έτσι κλίνεται το «μου αρέσει»…
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ τον Κόρτο γιατο άρθρο και ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
2 Λέγαμε κι εμείς «το ζεταίμ»
6 Το ξέρω ότι γίνεται, θέλει δουλίτσα στο χτμλ ή θέλει να τις έχεις ορίσει ως υποσημειώσεις στο Word.
14α Αποκριάτικο είναι αυτό;
18 Και το λέει και το άρθρο 🙂
Κουτρούφι said
#17. Το τανγκό και το φοξ είναι αρκετά μεταγενέστερα. Στην Ελλάδα πρέπει να έγιναν γνωστά με τα γραμμόφωνα από το 1920 και μετά. Δεν ξέρω τις χορευτικές διαφορές μεταξύ πόλκας και μαζούρκας. Η λαλά μου πάντως τα ανέφερε μαζί: πόλκα-μαζούρκα.
Περί ιδιωματισμών:
Όταν σε πρωτογνώρισα ήταν τ’ Αη Πνεμάτου
η μέρα ήταν Κυριακή κι ώρα γονατισμάτου
Δύτης των νιπτήρων said
23 Δεν θυμάσαι να το λέει η Καρέζη — με τη φωνή του Φωτόπουλου; (αν καταφέρεις να παίξει αυτό http://wetube.eu/video/442/l-tern-ftwxei-k-i-filotimo-1957/ πρέπει να είναι κάπου στα 3/4 της ταινίας)
Δύτης των νιπτήρων said
στο 52΄, αλλά λάθος θυμόμουν, «δεν μου αρέσει η μάπα του» λέει
Corto said
Να βάλουμε και την Βαγγελίτσα για μουσική επένδυση:
«Άδικα/ σου τραγούδαγα τα Λεμονάδικα,
μ’ άλλονε/ τα `χες κι η γριά σου μου τα μπάλωνε…»
Τραγούδι με αναφορά σε άλλο τραγούδι. Αντίστοιχη περίπτωση βρίσκουμε και στην «Μαρίκα χασικλού» του Παπάζογλου (1934):
» κι όταν πας στο Γκαζοχώρι/ τους χορεύεις το Μποχώρη»
Γιάννης Κουβάτσος said
Εμένα με ενθουσιάζει ό,τι έχει να κάνει με το παρελθόν και ιδίως με την παλιά Αθήνα, συνεπώς απόλαυσα τη σημερινή ανάρτηση. Χίλια μπράβο στον Corto, πολλή και καλή δουλειά. Περιμένουμε και άλλα τέτοια.
Κουτρούφι said
Έπαψα πια να σ’ αγαπώ, και πια δεν μου γουστάρεις, (Χιώτης, 1950): https://www.youtube.com/watch?v=YwwqVWN9ULM
atheofobos said
Η δουλειά του Corto είναι μέγκλα!
Κάποιες λέξεις είχα από τα νιάτα μου να τις συναντήσω. Μερικές ήσαν την δεκαετία του 50 ακόμα εν χρήσει όπως πχ κασόμπρα, λιμά, μερακλαντάν,ρομπατσίνα (την έλεγε ο πατέρας μου) , ξουριές ( τα ψέματα)
Emphyrio said
Πολυ ωραιο. Σαν να διαβαζα Τσιφορο μερικες φορες.
Να πουμε επισης πως με τον Τζογε ασχοληθηκε και η κυρια Τετη Σωλου στο ωραιο της μπλογκ: https://tetysolou.wordpress.com/2017/04/18/%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%bf-%ce%bd%cf%84%ce%b5%ce%bb-%cf%80%ce%b1%cf%84%ce%ac%cf%84%ce%bf/
Corto said
Ευχαριστώ και πάλι όλους τους φίλους!
Ελπίζω να διασκεδάσατε με το χιούμορ του Τζογέ. Θεωρώ ότι πολλά από τα κείμενα του Πετρά είναι διαχρονικής αξίας.
sarant said
32 Xρήσιμο το λινκ.
Και, ναι, ο Τσιφόρος άντλησε από τους προηγούμενους
π2 said
10 κ.ε.: Το μπέρδεμα ανάμεσα στο τι είναι «ευρωπαϊκό» και τι «δικό μας» ήταν πάντοτε μεγάλο και ασαφές, και δεν περιορίζεται καν στους αστικούς κύκλους. Νομίζω ότι έχω περιγράψει και πάλι την έκπληξή μου όταν σε έναν γλέντι γάμου του σογιού του πατέρα μου ένας μπάρμπας και η γυναίκα του επέμεναν ότι ένα τραγούδι (ελληνικό λαϊκό, δεν θυμάμαι ποιο) ήταν καρσιλαμάς και το χόρεψαν αναλόγως, ενώ ο πατέρας μου και η μάνα μου επέμεναν ότι είναι φοξ τροτ ανγκλέ και το χόρεψαν «ευρωπαϊκά».
alsatiancousin said
Πολύ ενδιαφέρουσα και ωραία δουλειά!
Για την κατάληξη -oυα, εκτός από το αρβανίτικο μονοπάτι, υπάρχει και το κυπριακό: κορούα, κοπελούα κτλ. Μήπως από το -ούδα;
Ίσως οι φίλοι του ιστολογίου από την Κύπρου να μας διαφωτίσουν μετά τις εκλογές 🙂
ΚΩΣΤΑΣ said
Ωραία αναδρομή σε αλλοτινές εποχές. Συγχαρητήρια στον Κορτο για την συγγραφή και ευχαριστίες στον Νικητή για τη δημοσίευση.
atheofobos said
..έχει εκτίσει ποινή στην Παλιά Στρατώνα για φόνο
Οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, δίπλα από την πύλη Ανδριανού στο Μοναστηράκι, οικοδομήθηκαν, το 1780 και το 1932 κατεδαφίστηκαν.

Σχετικά εδώ:
https://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/749948/oi-fulakes-tis-palias-stratonas-sto-monastiraki
Όσο για το Θέατρο Λαού (Κολοκυνθούς 55) που αναφέρει.
Λειτούργησε ως σινεμά τα διαστήματα 1938 – 1940, 1942 – 1944, 1958 – 1998.
Πρώην θέατρο Λαού ή Βουξινού 1920 – 1937, 1941 – 1957.
Στην αρχή ήταν θερινός. Το 1958 έγινε χειμερινός και άνοιγε στα πλάγια. Θέσεις 560.Το έχουν γκρεμίσει.
Έχω δει πολλές ταινίες σε αυτόν μέχρι το 1960.
gpointofview said
# 24 γ
Ναι, αποκριάτικο. Η δική μου εκδοχή τραγουδιότανε στο Πυθαγόρειο της Σάμου μαί με πολλά άλλα πολύ πιο πιπεράτα δίστιχα
Γιάννης Κουβάτσος said
Το θυμάμαι το Σινέ Λαού. Είχε ξεπέσει σε τσοντάδικο τη δεκαετία του ’80…
https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://metaxourgeio.wordpress.com/2014/05/03/cine-laou/amp/&ved=2ahUKEwi4xpeLiIzZAhWCjSwKHemYAd8QFjAQegQICBAB&usg=AOvVaw08qUlZgaBGVKttNod3vtby&cf=1
Δέσποινα said
Λίγο δύσκολο ο Κλεόβουλος Κλώνης να γεννήθηκε το 1907, καθώς το 1924 (σε ηλικία 17 ετών;) θεωρούνταν ήδη «γνωστός ζωγράφος» (http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/88721/81014).
Στο διαδίκτυο δίνονται κι άλλες ημερομηνίες γέννησης, κάπου στα 1900, μάλλον πιο πιθανές (φαίνεται η αλήθεια να βρίσκεται ανάμεσα σε Πετρόπουλο-wikipedia). Ίσως κάποια παλιά εγκυκλοπαίδεια να βοηθούσε, είναι διαδεδομένο το 1907, εύκολα την πατάς (κι εγώ το ίδιο…)
Παναγιώτης Κ. said
Έχω ακούσει παλιούς μαστόρους (οικοδόμους) να ονομάζουν γαζέτες τις μεγάλες πρόκες (πιο μεγάλες από τις λεγόμενες 45-άρες) οι οποίες χρησιμοποιούνται στη σύνδεση των χοντρών ξύλινων δοκαριών της πέτρινης (σχιστόλιθοι ή αλλιώς, πλάκες) στέγης ενός σπιτιού.
sarant said
40 Λογικό ακούγεται αυτό.
Πέπε said
@39 (και συναφή):
Μάγος είσαι; Κι εγώ από Σάμο το ξέρω! Το αν τα ποδάρια ήταν «σηκωτά» και «γονατιστά» ή «σηκωμένα» και «γονατισμένα» μπορεί να ‘ναι δικό μου λάθος, έτσι κι αλλιώς θεωρώ ότι στην προφορική παράδοση δεν έχει κανένα νόημα να προσέχεις τέτοιες λεπτομέρειες.
Ναι, αποκριάτικο. Η Σάμος έχει από τα πλουσιότερα ρεπερτόρια σε αποκριάτικα, από τόσο (όσο αυτό) έως και πολύ περισσότερο άσεμνα. Αλλά βέβαια όλη η Ελλάδα έχει, άλλο αν σε πολλά μέρη δεν τα θεωρούν άξια λόγου και προσπαθούν να τα ξεχάσουν ή να τα περάσουν στο ντούκου.
Αλλά «μες σ’ ένα παλιοχάλασμα» δεν είναι καλύτερο. 🙂 Ή θα πεις «μέσα σ’ ένα χάλασμα» ή «σ’ ένα παλιοχάλασμα», πρέπει να χωράνε κι οι συλλαβές!
@36:
Ναι, το κυπριακό -ούα είναι -ούδα με το -δ- να χάνεται. Υπάρχει και ουδέτερο, -ούιν, που στον πληθυντικό γίνεται -ούθκια, οπότε φαίνεται πιο καθαρά ότι υπήρχε ένα δέλτα εκεί. (Φιλούδιν > φιλούιν, πληθ. φιλούδια > φιλούθκια.)
Πέπε said
@35:
Ε όχι, ο καρσιλαμάς έχει συγκεκριμένο ρυθμό: ένα τραγούδι ή είναι καρσιλαμάς ή δεν είναι. Δεν το μπερδεύεις με κανένα ευρωπαϊκό. Μόνο αν κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος μπερδεύτηκε προς στιγμήν.
Άλλους χορούς μπορείς όντως να τους μπερδέψεις: η πόλκα (η κανονική, η ευρωπαϊκή) έχει τον ίδιο ρυθμό με το χασαποσέρβικο, κ.ά.. Βέβαια όταν έγινε αυτό που λέει το Κουτρούφι, που πέρασαν οι ευρωπαϊκοί χοροί στις τοπικές ελληνικές παραδόσεις, εκεί οι ρυθμοί άλλαξαν προσαρμοζόμενοι στην τοπική αισθητική (δηλ. σ’ αυτό που ήδη ήξεραν να παίζουν οι ντόπιοι οργανοπαίχτες), κι έτσι λ.χ. η τζιώτικη πόλκα ακούγεται σαν συρτό, απλώς ο ντόπιος ξέρει ότι το συγκεκριμένο συρτό δεν είναι συρτό αλλά πόλκα. 🙂 Αλλά και πάλι, ο καρσιλαμάς στέκει μακριά από κάθε πεδίο πιθανής σύγχυσης.
gpointofview said
# 44
μια χαρά είναι οι συλλαβές, δες πως στο τονίζω κι άμα βρεθούμε στο τραγουδάω !
μεσέ-ναπά-λιοχά-λασμά
εί-δαέ-ναφα-ντασμά
…
Πέπε said
Ε ναι: σου περισσεύει το «με»!
π2 said
45: Προφανώς δεν έχει καμιά σχέση ο καρσιλαμάς με τους ευρωπαϊκούς χορούς (θυμίζω εξάλλου ότι επρόκειτο για ένα κανονικό λαϊκό τραγούδι), γι’ αυτό και είχα εντυπωσιαστεί με τη χορογραφική σύγχυση.
BLOG_OTI_NANAI said
Από τους θαμώνες της ταβέρνας το Μπρούτζος υπάρχει και σαν επώνυμο. Τα Νίκουρδας και Χαμπλεχούρας δεν τα βλέπω κάπου, είναι σαν πρωτότυπα. Παρόμοιο με το Λάθουρας υπάρχει φυτό (Λάθυρος), ιστορικό πρόσωπο, ήρωας σε διήγημα, αλλά και κανονικό επώνυμο, αν και σπάνιο.
sarant said
49 Το φυτο λέγεται συνήθως λαθούρι.
Το επώνυμο Λαθούρης στη Σαλαμίνα και στα Αθίκια Κορινθιας.
ΚΩΣΤΑΣ said
Από το γλωσσάρι που παραθέτει ο Κόρτο, αρκετές λέξεις ήταν σε ευρεία χρήση τις 10/ετιες 1970-80, κάποιες παραμένουν και σήμερα. Η νεολαία όμως σήμερα κινείται σε άλλες εκφραστικές επιλογές.
Όσο για τα παραποιημένα γαλλικά κι εμείς τα χρησιμοποιούσαμε στα νιάτα μας για καμάκι στις τουρίστριες αλλά ντρέπομαι να τα γράψω.
gpointofview said
# 49
είναι κι ο χαβάς του Μπρούτζου…
Theo said
@49, 50:
Τον Πτολεμαίο τον Λάθυρο μνημονεύει κι ο Καβάφης, κι ο Σεφέρης το ερμηνεύει: Επί Πτλεμαίου του ρεβύθη (σχετικά με τη διαμάχη Σεφέρη-Μαλάνου για το αν ο Καβάφης υπονοούσε τη Μικρασιατική Καταστροφή, βλ. εδώ).
Theo said
53:
Κάτι δεν πήγε σωστἀ με τον λίκνο του Καβάφη. Τον αντιγράφω:
http://latistor.blogspot.gr/2011/08/blog-post_23.html
BLOG_OTI_NANAI said
50: Έχεις δίκιο, Λαθούρι. Το λέει και η παραπομπή του Κ. Καραποτόσογλου: «τα μεγαλωτικά του -ούρι».
gpointofview said
# 50,55
Λαθούρια λένε οι ψαράδες τα μελτέμια, ειδικά τα όψιμα
spyridos said
φάβες λούπινα ρεβύθια και λαθούρια κι άλλα σπόρια έχουν την τιμητική τους σε παροιμίες παρομοιώσεις αλλά και σε περιπαιχτικά σχόλια.
53
Διάβασα και το γράμμα του Σεφέρη. Το μπιζέλ(ι)η θα ήταν καλυτερη «μετάφραση» του λάθυρου αλλά το ρεβύθη είναι εύηχο.
Ετσι κι αλλιώς κι η φάβα από ρεβύθια νόστιμη είναι.
ΓιώργοςΜ said
Πολύ καλό το σημερινό, πτυχιακή εργασία είναι, όχι άρθρο ιστολογίου! Υποθέτω πως είναι δημοσιευμένο ή προς δημοσίευση στον επιστημονικό τύπο. Προσθέτω τα δικά μου συγχαρητήρια.
50 Λαθούρα(ς) απαντά και στην Εύβοια και αλλού
BLOG_OTI_NANAI said
Για τον «γέρο σάφακα» υπάρχει μια σύνδεση με γέρους στην Τουρκοκρατία:
BLOG_OTI_NANAI said
Στο πρώτο παράθεμα, μοιάζει να λέει «πιείτε τα τέτοια μου». Υπάρχει μια αγγλική λέξη «forte», μπορεί ίσως να σημαίνει τον λούτσο με «π»; Στο δεύτερο όμως έχει άλλη σημασία.
Ένα λεξικό λέει:
1forte \ˈfȯrt; is often ˈfȯr-ˌtā or fȯr-ˈtā or ˈfȯr-tē\ n
[F fort, fr. fort, adj., strong] ca. 1648
1 : the part of a sword or foil blade that is between the middle and the hilt and that is the strongest part of the blade
2 : one’s strong point
usage In forte we have a word derived from French that in its “strong point” sense has no entirely satisfactory pronunciation. Usage writers have denigrated \ˈfȯr-ˌtā\ and \ˈfȯr-tē\ because they reflect the influence of the Italian-derived 2forte. Their recommended pronunciation \ˈfȯrt\, however, does not exactly reflect French either: the French would write the word le fort and would rhyme it with English for. So you can take your choice, knowing that someone somewhere will dislike whichever variant you choose. All are standard, however. In British English \ˈfȯ-ˌtā\ and \ˈfȯt\ predominate; \ˈfȯr-ˌtā\ and \fȯr-ˈtā\ are prob. the most frequent pronunciations in American English.
leonicos said
«Αγα-φάτε αλλήλους και μη δίνετε ψιλή στους δημοσίους υπαλλήλους!»
Καταπληκτικό δημοσίευμα!
Αιμ.Παν. said
@ 60 Τρικ μαϊ φορτ κ.ά. από το drink my fart (πιέςτην πορδή μου) λέγεται ότι ήταν ευχή-κοροϊδία απ΄τους ναύτες που έμεναν μέσα/υπηρεσία προς τους εξοδούχους, σεναρισμένους και όμορφους…
Και μέγκλα βέβαια από το made in England, εξαιρετικής ποιότητας δηλαδή.
Εξαιρετικό το σημερινό, ευχαριστούμε συγγραφές και Νικοκύρη.
π2 said
Και στο Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι βλέπω:
‘Son of a whore, am I? Well, you can just drink my fart.’ ‘Ai gamisou. Theh gamiese’.
BLOG_OTI_NANAI said
62,63: Αυτό ταιριάζει τέλεια στο πρώτο απόσπασμα.
Στο δεύτερο απόσπασμα (καθώς η έκφραση μοιάζει να είναι η ίδια) ταιριάζει η ερμηνεία που έχει ο Κόρτο στο άρθρο: «τρινκ μάι φορτ, δηλ. εκλεκτής ποιότητας».
Αλλά πώς γίνεται να έχει η ίδια ακριβώς έκφραση δύο ερμηνείες 180 μοιρών;
spatholouro said
Είχα τρεχάματα και τώρα το διάβασα, όχι όσο λεπτομερώς θα ήθελα.
Πολλά πολλά μπράβο Corto!
Ωραίο θέμα, εξαιρετική πραγμάτευση.
Εννοείται ότι δεν δικαιούσαι να μη συνεχίσεις προς αυτή ή όποια κατεύθυνση.
spyridos said
64, Κι εγώ το ξέρω με την έννοια αυτή, εκλεκτής ποιότητας, ίσως όπως και με τόσες άλλες εκφράσεις το ειρωνικό να έγινε κυριολεκτικό.
ΣΠ said
60 κ.ε.
Έχει ξανασυζητηθεί εδώ:
https://sarantakos.wordpress.com/2013/06/14/trixapena/
Corto said
41 (Δέσποινα):
Στην εγκυκλοπαίδεια Ηλίου από την οποία άντλησα τις πρώτες πληροφορίες για τον Κλώνη αναφέρεται:
«ΚΛΩΝΗΣ Κλεόβουλος: Ζωγράφος και σκηνογράφος, γεννηθείς εις Κούταλι της Προποντίδος το 1907.»
Δυστυχώς δεν υπάρχει λήμμα για τον Πετρά.
Corto said
65:
Spatholouro σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Αυτό που γράφεις είναι ιδιαίτερα τιμητικό!
Είναι αυτονόητο ότι επηρεάστηκα από τις δικές σου μελέτες σχετικά με το ρεμπέτικο, την αστική λαογραφία κλπ.
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
60 κε Το τρινκ μάι φορτ το είχαμε πράγματι εξηγησει χωρίς να καταλήξουμε για την προέλευσή του. Δεν με πείθει το drink my fart. Το μόνο βέβαιο είναι πως στα ελληνικά σήμαινε «εκλεκτής ποιότητας». Μερικοί το λένε ακόμα.
62 Αγαπητέ, η μέγκλα σίγουρα δεν είναι από το made in England.
https://sarantakos.wordpress.com/2011/03/18/mencla/
BLOG_OTI_NANAI said
70: Λες τα δύο αποσπάσματα στο 60 να σημαίνουν «εκλεκτής ποιότητας»; Αλλά αυτό του Καραγάτση σαν υβριστικό μοιάζει εκεί διότι λέει: «διάκρινε την εχθρική παρέα […] εσείς με βρίζετε«. Εκτός αν είναι δύο διαφορετικές εκφράσεις, αλλά μοιάζουν ίδιες.
Μαρία said
Μπράβο Κόρτε.
Το επιβάλλοΝ μού είναι πολύ οικείο ειδικά στη φράση έχει/δεν έχει επιβάλλον. Λέγονταν για δασκάλους.
sarant said
71 Αυτό του Καραγάτση το λέει Άγγλος, ακόμα κι αν είναι σωστά βαλμένο. Μας ενδιαφέρει η ελληνική σημασία.
BLOG_OTI_NANAI said
Κοίτα να δεις που υπάρχει κάτι που ταιριάζει να έχει μετατραπεί σε σύμβολο ποιότητας. Ένας έμπορος που λεγόταν Μάιφορτ. Μήπως ο Καραγάτσης λέει όντως αυτό το υβριστικό που λένε οι συσχολιαστές, και το ελληνικό προέρχεται από τον έμπορο; Το «τρικ» όμως;
BLOG_OTI_NANAI said
74: Σόρρυ, λεγόταν ΜάιφΑρτ. Δεν ξέρω αν μπορεί αν γίνει μάιφορτ.
Corto said
Να προσθέσω εκτός κειμένου κάποιες παρατηρήσεις για το λεξιλόγιο:
Η λέξη ζούλα έχει δύο σημασίες (συγγενικές βέβαια): πρώτον σημαίνει κλοπή και δεύτερον σημαίνει στα κρυφά. Η δεύτερη σημασία, γνωστή από τα ρεμπέτικα τραγούδια, επίσης εμφανίζεται στα χρονογραφήματα του Τζογέ, αλλά είναι πιο σπάνια από την πρώτη. Αντιθέτως στα ρεμπέτικα έχω την εντύπωση ότι η πρώτη σημασία δεν εμφανίζεται.
Η λέξη βιδάνιο, όπως εξάλλου έγραψε ο Sarant, έχει επίσης δύο σημασίες. Στα κείμενα του Τζογέ εμφανίζεται και με την σημασία των τυχερών παιγνίων, αλλά η «ταβερνιάρικη» σημασία είναι εμβληματική για την θεματολογία του Τζογέ.
Η λέξη λιάτσος υποθέτω (με πολλές επιφυλάξεις) ότι είναι αναγραμματισμός του τσολιά. Αν κάποιο παλιό νόμισμα απεικόνιζε έναν τσολιά, συνεκδοχικά θα ονομάσθηκε έτσι και το νόμισμα.
Την λέξη «μπαλαμούτι» την συναντάμε πολύ πριν το τραγούδι του Τούντα και στο σημαντικό αμερικάνικο ρεμπέτικο του Σπύρου και Άγγελου Στάμου «το μπαρμπούτι» (Το μπαρμπούτι, το μπαρμπούτι/ μου τη φέρνουν μπαλαμούτι) του 1920. Αλλά στο τραγούδι του Τούντα συναντάμε επακριβώς την έκφραση «μου τη σκάσαν μπαλαμούτι».
Η ύπαρξη της έκφρασης «σκόρδο και κρεμμύδι» αφενός, «καφέ και ζάχαρη» αφετέρου, ενδεχομένως να μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι στο τραγούδι «μια μπαμπέσσα θέλησαν» με μουσική Σπύρου Περιστέρη και στίχους Κώστα Μακρή (1936) η αινιγματική φράση «μανούρι και κανέλα» είναι παγιωμένη λαϊκή έκφραση και όχι ερωτική προσφώνηση.
Ριβαλντίνιο said
Ωραία εργασία !!!
( Υπήρχε και ένας κλεφταρματολός Σ(ι)αφάκας. Η μαζούρκα μου θυμίζει μια μάγισσα. Μάγισσα «Μαζούρκα», «Καζούρκα» , «Φούρκα» ή κάπως έτσι … 🙂 ).
ΚΩΣΤΑΣ said
μπαρμπούτι= τα ζάρια, λέγεται και σήμερα.
μπαλαμούτι με δύο σημασίες:
α) πουλάς ή άρχισες το μπαλαμούτι = ψεύτικα λόγια με σκοπό την εξαπάτηση για οικονομικούς ή ερωτικούς λόγους
β) μπαλαμουτιάζω – μπαλαμούτιασμα = χουφτώνω – χούφτωμα.
Έχω χρόνια να ακούσω αυτές τις εκφράσεις, 10/ετία 1970 το άκουγα συχνά στη Λάρισα.
Raf said
Το παιχνίδι του Αμερικάνου
Κώστας Σκαρβέλης
Όταν με δεις και το φορώ στραβά,
βρε, το καπέλο
να ξέρεις πως επέτυχε, όπλες,
το κόλπο όπου θέλω
Τρεις μέρες βασανίζομαι
με τον Αμερικάνο
για να του στήσω μηχανή, όπλες,
το κόλπο να του κάνω
Με τα λιμά τον έμπλεξα,
στο πόκερ, στην πασέντζα
κι όλο το χτένι δούλευε, ωχ αμάν,
στη ζούλα κι η σκαλέτα
Στον άσσο τρία μου ‘λεγε
και δέκα στο πεντάρι
και πάντα τέρτσος έβγαινε, όπλες,
όπου κι αν με ποντάρει
Μα το κορόιδο μπάνισε,
τον τύλιξα στα ζάρια
εκεί του τα καθάρισα, ωχ αμάν,
όλα του τα δολάρια
Το ακούτε κι εδώ από την Ιουλία
konos said
77. Η μάγισσα Φούρκα με τον πιστό της υπηρέτη-σκουπόξυλο Βελζεβούλη, ηρωίδα του Ντίσνεϊ!!! Όχι τόσο διαβολική όσο η Ντε Σπελ, άλλα ούτε και τόσο καλή όσο η Νιμ….
spatholouro said
ψυχομπαμπάς ή ψυχοπαπάς;
Τον όρο «ψυχοπαπάς»=αγαπητικός κιναίδου, τον συναντάμε στο Γλωσσάρι του Π. Πικρού στο «Τουμπεκί…» (1927). Από εκεί πιθανότατα το ξεσηκώνει και ο Πετρόπουλος, ο οποίος το λημματογραφεί στο «Γλωσσάριο των ρεμπέτηδων» στην α΄ έκδοση των «Ρεμπέτικων τραγουδιών» (1968): ψυχοπαπάς=νταβατζής κιναίδου. Στη συνέχεια στα «Καλιαρντά» (1971) στο λήμμα «ψυχοτραγόπουρος»=παιδεραστής, κολομπαράς, αναφέρει: «όμοιο και ταυτόσημο το ψυχοπαπάς του ρεμπέτικου ιδιώματος».
Η πρώτη μου ένσταση είναι: από πού κι ως πού ανήκει αυτή η λέξη στο ρεμπέτικο ιδίωμα; Απαντά σε κάποιο ρεμπέτικο τραγούδι;
Η δεύτερη ένσταση αφορά την ίδια τη λέξη. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι η πραγματική λέξη είναι «ψυχομπαμπάς» και όχι «ψυχοπαπάς». Πρώτα πρώτα, διότι δεν είναι καθόλου εύλογο αυτό το –παπάς, ενώ πολύ εύλογο είναι, εφόσον υπάρχει ψυχογιός και ψυχοπατέρας, να υπάρχει και μεταφορικότερα τώρα, ως προς τα συγκεκριμένα ερωτικά ήθη, και «ψυχομπαμπάς».
Θαρρώ δηλαδή πως πρόκειται για παράκουσμα του Πικρού (άλλωστε ο ίδιος δεν ήταν και κανένας insider…), το οποίο αντέγραψε ο Πετρόπουλος και το κότσαρε στα γλωσσάριά του.
Δύο είναι οι κειμενικές ενδείξεις που έχω εντοπίσει σχετικά, οι οποίες συνηγορούν υπέρ του «ψυχομπαμπά». Η πρώτη είναι κείμενο του διευθυντή και επιθεωρητή φυλακών Σ. Γλυκοφρύδη («Φυλακαί II, Αθήναι 1936) και περιγράφει μοναδικά τα τεκταινόμενα στην Παλιά Στρατώνα: «[…] εις τας περιφήμους δηλαδή και ιστορικάς Επανορθωτικάς φυλακάς του Παλαιού Στρατώνος, όπου τότε ήκμαζον τα χαρτοπαίγνια, οι μπαρμπουτιέρες, τα υπαίθρια (εις τους διαδρόμους και τα προαύλια) και εν τοις δωματίοις καφενεία, μαγειρεία και κουρεία, το κρασί και το ούζο, πωλούμενα τόσον εν τοις δωματίοις υπό των νταραβεριτζήδων, όσον και εν τοις διαδρόμοις και τοις προαυλίοις υπό άλλων περιφερομένων καταδίκων, τα μπουζούκια με τις μεγάλες πέννες από φτερό γάλου (ιδιαίτερο αυτό δείγμα λεβεντιάς της φυλακής, ασικλίκη), οι κύταλες, τα μπουργαριά και τα μπαγλαμαδάκια, το κατσάρι και η με το χτυπητό χρώμα κάλτσα, η λαδωμένη αφέλεια, το ζουνάρι, το κομπολόι, ο λουλάς και η τσίκα, οι ψυχομπαμπάδες και οι τζέδες και άλλες πολλές αηδίες, ων ουκ έστιν αριθμός ουδέ τόπος κατάλληλος προς περιγραφήν».
Η δεύτερη είναι από κείμενο για το Παλαμήδι («Το Παλαμήδι ως θρύλος και ως ιστορία», ΠΑΤΡΙΣ 4/3/1929): «Θυμούμαι το Στύλη το λήσταρχο […] το Μέμο το “μωρό” […] Ωστόσο, ντρεπόμασταν όλοι για το Μέμο το μωρό. Ντρεπόμασταν γιατί ο Μέμος –έτσι ήθελαν να πουν- είχε το Στύλη “ψυχομπαμπά”. Κάτι τέτοιο γίνονταν πάντα στο Παλαμήδι, μα κανείς δεν εκτιμούσε τα υποκείμενα αυτά».
Ψυχομπαμπάς λοιπόν –καθώς το γράφει κι ο Τζογές!
spatholouro said
#79
Να διορθώσουμε το συνηθισμένο λάθος: καμία σχέση με «πασέντζα», το παιχνίδι λεγόταν «πασέτα», εξ ου άλλωστε και η ρίμα!
Παίδες, όσοι το τραγουδάτε, νισάφι πια!
spatholouro said
#76
«Την λέξη «μπαλαμούτι» την συναντάμε πολύ πριν το τραγούδι του Τούντα»
Και βάλε πριν…και βάλε: την έχω συναντήσει και στα 1898
Ριβαλντίνιο said
@ 80 konos
Ωραίος !!!
spatholouro said
«Κατασκευάζω»
Το έχω συναντήσει και στα 1907: «πλέρωσε για θα σε κατασκευάσω πεθαμένο!»
spatholouro said
Βιδάνιο
Και μια εξηγημένη γνωστοποίηση τιμίου παντοπώλου:
«Ειδοπoιώ το σεβαστόν κοινόν ότι το Παντοπωλείον “η Δικαιοσύνη” κείμενον εις την οδόν Αθηνών μεταξύ των Εργοστασίων Πουρή και Βαρβαρέσου, εργάζεται υπό τους εξής όρους:
1) πρώτον, πίστωσις δεν παρέχεται, 2) τα άσματα απαγορεύονται και 3) παρακαλούνται οι πελάται να χύνουν το Βιδάνιο
(Γεώργιος Πασπαλάς)
ΕΜΠΡΟΣ 3/7/1907
spatholouro said
#38
«Οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, δίπλα από την πύλη Ανδριανού στο Μοναστηράκι, οικοδομήθηκαν, το 1780»
Όχι. Αφενός, όχι δίπλα στην Πύλη Αδριανού αλλά στη Βιβλιοθήκη Αδριανού, και αφετέρου ο μεν στρατώνας πεζικού προϋπήρχε, αλλά οι φυλακές ιδρύθηκαν τον Ιούλιο του 1887. Επίσης γκρεμίστηκαν μεν το 1932, αλλά είχαν καταργηθεί το 1931.
Corto said
81:
Spatholouro πολύ εύστοχη η παρατήρηση για την αναλογία ψυχοπατέρα και ψυχομπαμπά. Και εγώ θεωρώ ότι ο «ψυχοπαπάς» προέρχεται από παράκουσμα (ίσως και σε συνδυασμό με κάποια προκατάληψη κατά των παπάδων).
86:
«παρακαλούνται οι πελάται να χύνουν το Βιδάνιο»
Γιατί όμως;
Δύτης των νιπτήρων said
88β Σου λέει, έτσι ξέρουν ότι δεν θα τους το σερβίρω αύριο (λέω εγώ τώρα).
Αιμ.Παν. said
@ 70 Ευχαριστώ δι αμφότερα. Δεν γνώριζα το ιστολόγιο τόσο πίσω, είμαι «νέος»… 🙂
spatholouro said
Ακριβώς για αυτό που λέει ο Δύτης
Corto said
89 – 91:
Οπότε ο παντοπώλης έτσι προβάλλει την τιμιότητά του. Αντελήφθην!
sarant said
81 Λογικότατο το ψυχομπαμπάς.
Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του – Κλεφτρόνια said
[…] via Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του… […]
Μαρια said
Μπράβο Corto που δεν καπνίζεις χόρτο!!! Εξαιρετική μελέτη, ακαδημαϊκη γλωσσα για τις λαϊκές εκφράσεις που «αδελφωσαν» στην καθομιλουμένη ελληνική και μου θύμισαν τον παππού και τη γιαγιά μου-παλιοι αθηναϊκό αστοί.
Με εκτίμηση Ο.Ε.
Corto said
Νομίζω ότι αυτό που θα άξιζε να συζητηθεί με αφορμή τον Τζογέ είναι η η γενίκευση του χαρακτηρισμού «μάγκας» για ανθρώπους των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, και όχι αποκλειστικώς για τον υπόκοσμο. Φαίνεται ότι ήδη από την δεκαετία του ’20 ο άνθρωπος της ταβέρνας και της γειτονιάς υιοθετεί αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό, εν μέρει ως απάντηση στην ανερχόμενη κοσμικότητα, εξαιτίας της οποίας εκτοπίζεται από τα παραδοσιακά λημέρια του. Βεβαίως το ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο.
Κάτι τέτοιο πάντως αχνοφαίνεται στην αθηναϊκή καντάδα «παλιά ταβέρνα» (1931) με μουσική του Γιώργου Βιδάλη και στίχους του Σπύρου Μελά και του Μιλτιάδη Λιδωρίκη:
Οι πλήρεις στίχοι (δεν ακούγονται στην παραπάνω ηχογράφηση):
Κάνεις να μπεις στου μπάρμπα Γιάννη, για μαριδίτσα και κρασί,
στρίβε σου λένε, βρε αλάνι, εδώ είναι αριστοκρασί.
Και βλέπεις κοσμική Αθήνα, βλέπεις τον κάθε κουνενέ,
να πίνει γαλλική ρετσίνα, και να τη λέει ρετζινέ.
Aχ! η παλιά ταβέρνα, με τη λατέρνα και το σκουμπρί,
κάπελας όταν κέρνα, σαχλάκιας δεν κόταγε να μπει.
Kιθάρα, μαντολίνο, μεζές, τραγούδι φίνο,
Αχ! η παλιά ταβέρνα, με τα μεράκια της τα παλιά.
Στα Κούτσουρα πας να τρυπώσεις, πες το μεγάλε μου καημέ,
και τρέμεις να μην τσαλακώσεις κάποιας κυρίας το λαμέ.
Στα Κούτσουρα μπανίζεις κι’ άλλα, διάσημα, διπλωματικά,
να πίνουν το κρασί σαν γάλα, παξιμαδίτσες και γλυκά.
BLOG_OTI_NANAI said
Γιάτσος:
spatholouro said
#98
Ίσως τα Κούτσουρα να είναι αυτά:
http://rebetcafe.blogspot.gr/2009/07/1929.html
spatholouro said
Τώρα θυμήθηκα ότι κομμάτια ανάλογα του Τζογέ είχα βρεί στο περιοδικό ΣΚΕΡΤΣΟ του 1923. Θα δω μήπως βρω να βάλω κάτι αύριο.
Corto said
98:
Πάρα πολύ ενδιαφέρον άρθρο αυτό για τα Νέα Κούτσουρα. Γράφει στο τέλος:
«πριν το 1925 παίζουν μπουζούκι αρκετοί, ο Επιτροπάκης…»
Ποιος Επιτροπάκης είναι αυτός; Έχει σχέση με τον Πέτρο Επιτροπάκη;
mitsos said
Φοβερό πόνημα , συγχαρητήρια στον Κόρτο
Απολαυστικό το κείμενο , ευχαριστώ τον Νικοκύρη
Λιμά : το ήξερα ως υποδηλωτικό της μικρής αξίας Λιμά και τα μικρά ( 2,3,4)χαρτιά στην πρέφα ( πιθανολογώ ως άσχετοςότι ίσως σχετίζεται με τα μικρά ρινίσματα της λίμας )
Δεν είχα ακούσει όμως αρκετές λέξεις αλλά τώρα τις έψαξα π.χ.
: μακαντάσης = συνεργάτης σε έργο, σύντροφος στη διασκέδαση
: κουμουδί = α) το ατού στην πρέφα ( αν και δεινός πρεφαδόρος το αγνοούσα ) , β) μτφ. ικανός και πονηρός … καπάτσος
sarant said
99 Kι εγώ το Σκέρτσο είχα κυρίως στο νου μου. Αλλά πρέπει να υπάρχουν και παλιότερα.
spatholouro said
Να επισημάνουμε και τα προδρομικά «Τραγούδια του βλάμη» που δημοσιεύτηκαν το 1904 στον ΝΟΥΜΑ από τον Αλέξανδρο Πανταζή («Κάιν»).
Ιδού ένα δείγμα:
Ο κόσμος με κατηγορεί
κι όλοι στη γειτονιά σου
λένε πως είν’ το μάτι μου
μονάχα στα ψιλά σου
Εγώ λεφτά δεν προσκυνώ
μόνο την ομορφιά σου
κι αν τύχη κι έχεις τίποτα
τα πίνω στην υγειά σου
Ο κόσμος με κατηγορεί
μα εσύ κάν’ τη δουλειά σου
κι ετοίμασε την προίκα σου
ναρθώ στην αγκαλιά σου
(Μόνο σε μένα φαίνεται ότι θα μπορούσε να είναι τραγούδι του Β. Παπάζογλου –ή και του Τσιτσάνη ακόμα;)
BLOG_OTI_NANAI said
«κουμουδιά», διάφορα: Δημητράκος, Κριαράς, Σκόκος, Νέα Εστία:
Corto said
99, 102:
Πάντως στα μεταγενέστερα χρόνια, κατά την δεκαετία του ’20 και ύστερα, σύμφωνα με τον Μανώλη Σειραγάκη, μάλλον τρία είναι τα ανταγωνιστικά «μάγκικα» χρονογραφήματα: Ο Τζογές (Βραδυνή), ο Νώντας (Χρόνος και αργότερα Εσπερινή) και ο Αγαθάγγελος (Πατρίς).
Αργότερα το 1940, στην Βραδυνή κατά την διάρκεια του πολέμου εμφανίστηκε προσωρινά ο Μητσάρας στην θέση του Τζογέ. Από όσο κατάφερα να βρω, δημοσιεύτηκαν μόνο οκτώ ευθυμογραφήματα του Μητσάρα. Σε ένα από αυτά αναφέρεται ο Μπάτης και ο Στράτος.
Corto said
101 και 104:
Συγχαρητήρια! Βρήκατε τι είναι τα κουμουδιά. Το είχα απορία.
sarant said
106 Πάντως τα δύο παραθέματα του Μπλογκ (104) δεν φαίνεται να συμφωνούν και τόσο με τη σημασία «ικανος και πονηρός άνθρωπος».
Corto said
107:
Μου φαίνεται ότι στο δεύτερο παράθεμα του Μπλογκ θα ταίριαζαν και τα κουμάσια.
Γς said
38:
>«Οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, δίπλα από την πύλη Ανδριανού στο Μοναστηράκι, οικοδομήθηκαν, το 1780»
87:
>όχι δίπλα στην Πύλη Αδριανού αλλά στη Βιβλιοθήκη Αδριανού,
Ηταν κι ο Χατζή Αλή Χασεκή, ο βοεβόδας της Αττικής.
Κι είχε ένα χαρέμι ο μπαγάσας…Υπάρχει ακόμα χωρίς χανούμισες βέβαια. Είναι στο κονάκι του στο Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πσνεπιστήμιου
Το κανονικό του σπίτι όμως, το παλάτι του, ήταν στον Μεντρεσέ,στο Τούρκικο ιεροδιδασκαλείο στην Πλάκα απέναντι από τους Αέρηδες.
Ε, αυτό είναι η Παλιά Στρατώνα οι φυλακές με τον [χαιρέτα μου] πλάτανο, που κρέμαγαν. τους θανατοποινίτες
Γς said
109, 87:
>γκρεμίστηκαν το 1932
Corto said
110:
Λίγα χρόνια πριν την γκρεμίσουν, την εξύμνησε η Επιθεώρηση:
Γς said
111:
Ετσι!
109:
Α, ξέχασα να αναφέρω ότι τακτικός θαμώνας του χαρεμιού του Χατζή Αλή Χασεκή ήταν ο καθηγητής Νίκος Μαρτίνος, ο αδελφός του δικού μας Δημήτρη εδώ.
Εκανε μάθημα εκεί μέσα..
Εμένα δυστυχώς δεν με αξίωσε ο θεός να διδάξω σ αυτό το παλαιό κτίριο.
Μόνο σε κάτι άλλα μοντέρνα, χωρίς ιστορίες της λάγνας ανατολής. Κι άντε μετά να φτιαχτείς
BLOG_OTI_NANAI said
108: «Κουμάσια», ωραίο και ταιριαστό.
spatholouro said
[Εδώ και ο Μένιος από το 1923, που φαίνεται πιο του ρεμπέτικου και του λουλά άνθρωπος, και από λέξεις πλέντυ! (μέχρι και …υπερμάχω!)]
ΒΛΑΜΙΚΟ ΣΚΕΡΤΣΟ «Ερωτική εξομολόγησις»
Ε, ρε γκρινιάρα ύπαρξις
με πότισες φαρμάκι
μα το φαρμάκι ’ναι γλυκό
μπροστά σ΄ένα μεράκι!
Άκουσα, ρε Μανιώ μουρμούρα και χαριτόβρυτη; Το μεράκι το δικό σου διεχτραγουδάω πάλε πίσω, ρε υπερμάχω, γιατί ο έρωτας μου τάχει πρήξει τα σωτικά και δεν αντέχω πια δίχως να σου ξεφράξω το αίστημά μου, ρε σπλάχνο. Κι’ όχι να στο παινεφτώ, ρε φουντούκω μου, την καρδιά μου όμως την ξέρεις απόξω κι ανακατωτά πως είνε λεβεντιά το πράμα, κι ας έχει γίνει αρέλογο απ’ την αγάπη σου. Νομίζω; Ναι για, ρε μάτια, γιατί οι γονιοί μου μ’ έκαναν παιδί ντερβίσι τζέντελμαν σ’ ούλα τα πάντα.
Και τι μου λείπει, σε περικαλώ; Ούλες τις χάρες δεν τις έχω απάνω μου κι η μέγκλα δε στάζει φόρτσα απ’ τα μπατζάκια του τζογέ μου; Μπαρντόν;
Την τράπουλα να πιάσω στα χέρια μου, μερμηρία την πιάνει την μπαμπέσα. Τα ζάρια να κουνήσω, εξάρες θα σκάσουνε. Στα καυγαδάκια πρώτος και καλλίτερος ξηγιέμαι διμούτσουνος. Και στο κρασί πάντοτες μεγαλείος θα κανονιστώ. Κι όντας το παιανίζω μπαγλαμηδόν μ’ ούλα μου τα τσαλίμια και τις περικοκλάδες το γιαρεδάκι:
Αμάν! Γιατί κι εγώ δεν έριξα/ καμμιά βολά τριάρες…
Ιδρώνει η γης από τις κάψες και τις μελουδίες. Πώς; Κι αν πης, ρε βάσανο, περί λουλά, εκεί είνε που ξηγιέμαι μέχρι μαστούριασμα κι υπερυψούται. Τόχω βάλει και στη διαθήκη μου, όντας με σβύσει ο Χάρος απ’ το τεφτέρι της ζωής, να μου γράψουνε οι παληόφιλοι πάνω στο μνήμα:
Συ που περνάς, διαβάτη
προσκύνησε το ναργελέ
και φύσα να μη σβύση
κι αν τύχη νάσαι αδρεφός
και παίρνεις μίντζα στο βαλέ
σκρόπατα στο χασίσι!
Ξηγιέμαι ματαιότη; Ναι, ρε χαρχάλα μου, σε τούτην την πλάσι ούλα τα πάντα ματαιότη ματαιοτήτου είνε κι αν θέλει ο άνθρωπος νάν’ εν τάξει με τον εαυτό του δεν πρέπει να συλλογάται τίποτις άλλο εξόν από την καλοπέρασι, γιατί, όντας σφαλίξουμε τα φωτερά (;), ούλα δω απάνου θα μείνουνε. Νομίζω; Και το δικό σου το κάλλο, ρε πολύφερνη, που τόχεις και το καμαρώνεις, η μαύρη γης θαν το φάη. Άστα λούσα το λοιπόν, ρε αμείλιχτη, και κατέβαινε κατά τον κήπο των αγάμών να ξηγηθούμε κάργα, γιατί έχω μια βδομάδα να σε μπανίσω και παραχαρμάνιασα από σούπα μούπες. Μπήκες στο κείμενο; Ε, έβγα τώρα κι έλα για να ρεφάρω από φιλιά μέσα στις μπρατσαδούρες σου. Τσακίστρα μ’ έκαψες!
(Ο Μένιος)
(ΣΚΕΡΤΣΟ 17/5/1923)
Alexis said
Από την έκταση και μόνο του άρθρου εικάζω ότι ο Κόρτο έχει κάνει εξαντλητική και σοβαρή δουλειά. Δυστυχώς δεν προφταίνω να το διαβάσω τώρα, αργότερα ίσως με ησυχία…
Πολλά συγχαρητήρια πάντως έτσι κι αλλιώς!
Δύτης των νιπτήρων said
114 Αυτός ο Μένιος δεν μοιάζει λίγο πιο λόγιος, σαν τον Ψαθά όταν κοροϊδεύει τους δημοτικιστές ένα πράγμα; Αυτό το «διεχτραγουδάω πάλε πίσω» ή «να σου ξεφράξω το αίστημά μου» πιο πολύ σε Κώστα Παλιοκουβέντα και παρακατιανή τεντώστρα μου φέρνει.
spatholouro said
Κ. Κλώνης
Κλώνης Κλεόβουλος: Σκηνογράφος, ζωγράφος Κούταλι Προποντίδας, π. 1900 -Αθήνα, 1988. Η θεωρούμενη μέχρι σήμερα χρονολογία γέννησης του 1907 θα πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη, δεδομένου ότι ήδη το 1920 εμφανίζεται ως συνιδιοκτήτης και διευθυντής, με το Ν. Μαράκη, του νεανικού περιοδικού Μποέμ (1920-1921).
(ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ, εκδ. Μέλισσα)
Γς said
Συγχαρητήρια Κόρτο.
Πράγματι είναι χρυσωρυχείο μια τέτοια στήλη και η χρονική εξέταση των στρωματόσεών του άκρως ενδιαφέρουσα.
Δύσκολη αυτή η ανάλυση και μακάρι να μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Αλλά δεν σκαμπάζω. Μόνο να εκτιμήσω αδρά τα αποτέλεσματά της.
Αυτό όμως που λιγουρεύομαι είναι η θεματολογική εξέταση μέσα στο χρόνο τέτοιων στηλών σε περιοδικά ποικίλης ύλης. Π.χ. Θησαυρός, Ρομάντζο και τέτοια [της μάνας μου] που εντρύφησα μικρός.
Ακόμα και από μνήμης θα μπορούσα να σκαρώσω μια σκαμπρόζικη συγκριτική συλλογή τέτοιων θεμάτων. Πόσο μάλλον αν συγκεντρώσω το υλικό. Γουστάρω.
Α, και κάτω τα χέρια από την ιδέα. Η τουλάχιστον για ένα μήνα. Μπορώ να φτιάξω κάτι; Το ξεκινάω
Corto said
Καλημέρα! Ευχαριστώ άπαντες τους φίλους!
114:
Spatholouro, πολύ ωραίος ο Μένιος. Γνωρίζουμε ποιος τον έγραφε;
Υποθέτω ότι τέτοια κείμενα ή «βλάμικα» ποιήματα θα είχε και το σατιρικό περιοδικό «Καρκαλέτσος».
117:
Το Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών μήπως αναφέρει την χρονολογία γέννησης του Πετρά;
spatholouro said
Corto, δεν γνωρίζω ποιος κρυβόταν πίσω από τον «Μένιο».
Όσο για το Λεξικό Καλλιτεχνών, αφορά ζωγράφους κλπ
spatholouro said
Στο «Ένας αιώνας χρονογράφημα:1899-1999», ανθολόγηση: Βασιλική Αλμπάνη (Καστανιώτη, 2000), βλέπω να δίνει χρονολογία γέννησης του Πετρά 1903
sarant said
116 Ευστοχο. Κι ο παππούς μου έγραφε εμμετρα κάτι ανάλογα.
Corto said
120:
Υπάρχει αρκετή ασάφεια με τις χρονολογίες. Ο Πετράς το 1937 έγραφε ότι ο Τζογές είχε γράψει ήδη πορεία 15 χρόνων (σημείωση 17 στο κείμενο). Αν ισχύει κάτι τέτοιο, η στήλη του Τζογέ μπορεί να πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 ή το 1923. Από την άλλη, αν ο Πετράς γεννήθηκε πράγματι το 1903, θα ήταν τότε μόλις 19 ή 20 ετών. Γενικώς μπέρδεμα…
leonicos said
Το πιο εντυπωσιακό για μένα είναι ότι μερικές από τις εκφράσεις αυτές ήταν κοινότοπες στο σπίτι μου, όπως το τρικ-μαι-φορ = εξαιρετικό και το γκον = τύφλα μεθυσμένος, που το είχα ετυμολογήσει αυθαιρέτως από το gone του go.
Corto said
124 (Leonicos):
Και εγώ αυθαιρέτως με το αγγλικό gone το συσχέτισα. Πάντως σήμερα ακούγεται η ποδοσφαιρικής απόχρωσης έκφραση «έγινα γκολ».
spatholouro said
Γκον
Και ο Κ. Καραποτόσογλου, «Δυσετυμολόγητα της νέας Ελληνικής» ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 15 (1989), το ετυμολογεί από το gone=drunk, dead drunk, υποστηρίζοντας ότι «πέρασε στην ελληνική είτε από τους μετανάστες που γύριζαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, είτε από τους διαλόγους των κινηματογραφικών ταινιών». Ενδιαφέρουσα είναι και η ετυμολόγηση του Ζάχου από το γκογκ, που ο Καραποτόσογλου βρίσκει «πληρέστερη αλλά όχι και απόλυτα πειστική».
Corto said
126:
Νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε το ενδεχόμενο να πέρασε στην ελληνική από τους διαλόγους κινηματογραφικών ταινιών, διότι τουλάχιστον στα ευθυμογραφήματα του Τζογέ η λέξη εμφανίζεται πριν την διάδοση του ομιλούντος κινηματογράφου στην Ελλάδα. (Ο Τζογές μάλιστα σχολιάζει αρκετές φορές την έλευση ταινιών με ήχο.)
Το γκογκ τι είναι;
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας κι ἀπὸ μένα.
Ἐξαιρετικὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Κόρτο, καλογραμμένο, πλούσιο σὲ στοιχεῖα καὶ πληροφορίες.
Ἐξαιρετικὰ καὶ τὰ σχόλια, ἰδιαίτερα τοῦ Σπαθόλουρου ποὺ φώτισαν ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ θέματος. Παρ᾿ ὅλον δὲ τὸν ἀνταγωνισμὸ ἀπὸ τὸ θέμα τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας, σχολιάστηκε ἀρκετά, ἄν καὶ ὄχι ὅσο θὰ τοῦ ἄξιζε.
Μπράβο στὸν Κόρτο, στοὺς σχολιαστὲς καὶ στὸν Νικοκύρη ποὺ τὸ φιλοξένησε.
Στὴν οὐσία τοῦ θέματος τώρα.
Βλέπουμε ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις ἔχουν ἐπιβιώσει μέχρι τὶς μέρες μας (τοὐλάχιστον ἡμῶν τῶν μεγαλυτέρων). 🙂
Ὅπως βλέπουμε ἡ λεγόμενη μάγκικη διάλεκτος παραμένει ἀρκετὰ δημοφιλὴς διαχρονικά. Τὴ βλέπουμε σὲ κείμενα, ὅπως τοῦ Τσιφόρου, ποὺ πρέπει νὰ δανείστηκε ἀρκετὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν Πετρά, ἐξελίσσοντάς τα ὅμως μὲ μαστοριά καὶ διαμορφώνοντας ἕνα προσωπικό ὕφος.
Τὴ βλέπουμε σὲ ἑλληνικὲς ταινίες τῶν δεκαετιῶν ᾿50 καὶ ᾿60 καὶ σὲ λιγότερο πετυχημένες τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿70 (π.χ. «ὁ μάγκας μὲ τὸ τρίκυκλο»).
Τὴ βλέπουμε σὲ παρλάτες τοῦ Χάρυ Κλύν («καὶ κλάμα ἡ κυρία») καὶ σὲ κάποιους τύπους σχετικὰ πρόσφατων ἑλληνικῶν σειρῶν τῆς τηλεόρασης (Θέμης Μάνεσης).
Τέλος, ἔχει ὑποδορίως ἐπηρεάσει καὶ τὴν γλώσσα τῶν νέων, μὲ τὴ μάγκικη ἐκφορὰ τοῦ λόγου καὶ ἐκφράσεις τοῦ τύπου «τζαμάουα» ἤ «γαμάουα».
sarant said
Το γκογκ είναι αυτό το είδος τύμπανο ή μεταλλικός δίσκος που το χτυπάνε με ένα σφυρί και αρχίζει η ταινία 😉
Corto said
129:
Το γνωστό γκογκ; Πάντως στην αμερικάνικη αργκό του μεσοπολέμου «Kick the gong» σημαίνει μαστουρώνω με κοκαΐνη. Υπάρχει και το φοβερό τραγούδι του Καμπ Κάλογουέι:
Kicking the gong around
«If you don’t know Minnie,
She’s tall and skinny,
She gets her pleasure
Kicking the gong around!»
Ριβαλντίνιο said
Πωπω, ήξερα παρατσούκλι «Κουμουδής» και δεν ήξερα τι σημαίνει. Τώρα έμαθα !
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
130 Με όπιο (όχι κοκαΐνη) σύμφωνα με το Urban Dictionary, πιό συμβατό με την Τσάϊναταουν που λέει το άσμα του Κάλογουέι.
Corto said
128:
Δημήτρη σε ευχαριστώ πολύ!
Γενικώς με το άρθρο αποπειράθηκα αυτό, αποπειράθηκα να αγγίξω όχι μόνο την «μάγκικη» διάλεκτο, αλλά και την διαμόρφωση της συνολικής τυπολογίας του «μάγκα», μέσω της αλληλεπίδρασης λαϊκού και λόγιου πολιτισμού. Βεβαίως το ζήτημα αυτό το έχουν μελετήσει ειδικοί επιστήμονες, πολύ πιο καταρτισμένοι από μένα.
Ενδιαφέρον ζήτημα αποτελεί επίσης και η σχέση της γλώσσας των μεταγενέστερων λογοτεχνικών έργων παρεμφερούς θεματολογίας, όχι μόνο των κωμικών, όπως του Τσιφόρου, αλλά και των πιο «σοβαρών», όπως του Σκαρίμπα, με την γλώσσα του επιθεωρησιακού μάγκα.
(Θα άξιζε μία ανάλυση τέτοιου τύπου για την αριστουργηματική Ρεβάνς του Σκαρίμπα.)
Πάντως ο Τζογές αναφέρεται σε ένα άρθρο του στον Δημοσθένη Βουτυρά, στον οποίο απευθύνει τιμές, ενώ σε ένα άλλο άρθρο του αποκαλεί «φίλο» τον Λαπαθιώτη.
Corto said
132:
Ναι δίκιο έχεις, με όπιο. Εξάλλου οι Ραμόνς αργότερα ηχογράφησαν το «Chinese Rock» που αναφέρεται στην ηρωίνη.
spiridione said
Κόρτο μπράβο κι από μένα, πολύ καλή δουλειά.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Πολλὲς λέξεις ἀπὸ τὸ γλωσσάρι ποὺ παραθέτει ὁ Κόρτο ὑπάρχουν καὶ στὴ Θερμιώτικη ντοπιολαλιά, κάτι ποὺ εἶναι ἀναμενόμενο. Ὅπως ἔχω ξαναγράψει πολλοὶ Θερμιῶτες, ἰδιαίτερα οἱ νέοι μετανάστευαν προσωρινὰ στὴν Ἀθήνα κατὰ τοὺς καλοκαιρινοὺς μῆνες καὶ δούλευαν ὡς ἐποχιακοί ἐργάτες στὰ καμίνια (κεραμοποιεῖα).
Τέτοιες λέξεις ποὺ ἄκουγα (κάποιες τὶς ἀκούω ἀκόμα) ἀπὸ μεγαλύτερους συμπατριῶτες μου εἶναι:
ξουρίες, βιδάνιο,
βούρ, συνήθως βοὺρ στὸν πατσά,
γιακάς: σφαλιάρα στὸν σβέρκο,
ἐπιβάλο «τρῶς πολύ, δὲν ἔχεις ἐπιβάλο στὸν ἑαυτό σου» μοῦ λέει ἀκόμα ἡ μάνα μου,
ζερβοδίμιτα,
καγιάσα, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ σαπιοκάραβου,
κάργας, κασόμπρα, τὰ κάνουν καφέ καὶ ζάχαρη,
κουμουδί π.χ. εἶναι κουμουδὶ καλό: εἶναι μοῦτρο,
μακαντάσης,
μπατζανέμι, π.χ. νὰ πιάσουμε μπατζανέμι,
ξίγκικος,
παξιμάδα τὴν ἄκουσα ἀπὸ τὸν μακαρίτη τὸν μπαρμπα-Μιχάλη τὸν Καβούνη (Ψαρὰς τὸ ἐπώνυμο) ποὺ ὅμως εἶχε κάνει χρόνια μὲ τὰ καράβια,
κάνε τὴ ρόκα σου: ἐδῶ κυριολεκτοῦσαν, ἐπειδὴ οἱ περισσότερες γυναῖκες μαζεύονταν στὴ γειτονιὰ καὶ κάνανε ρόκα, πλέκανε κλπ.
Σχετικὸ εἶναι κι ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴ ἱστορία.
Ὅταν ἔστρωναν τὰ πλακάκια στὸ σπίτι μας, ὁ μάστορας, ποὺ τό ᾿τσουζε ταχτικά, τά ᾿βαζε λιγάκι στραβά. Σὲ σχετικὲς παρατηρήσεις τοῦ παπποῦ μου καὶ τοῦ πατέρα μου ἀπάντησε:
«Ἐσὺ καπτα-Μῆτσο, τὸ τιμόνι σου κι ἐσὺ δάσκαλε, τὴν πένα σου!»
τρὶκ μάι φόρ, φοῦρνος νὰ μήν καπνίσει.
Corto said
135:
Spiridione ευχαριστώ! Να είσαι καλά!
136 (Δημήτρης Μαρτίνος):
Πράγματι πολλές από τις λέξεις και τις εκφράσεις που παρατίθενται είναι γνωστές σε τοπικά ιδιώματα. Πολύ πιθανόν μέρος αυτού του λαϊκού λεξιλογίου να ταξίδεψε ανάποδα, από τις ντοπιολαλιές προς την αθηναϊκή «μάγκικη» διάλεκτο. Μάλιστα όσον αφορά το ρεμπέτικο τραγούδι, ας σημειωθεί ότι μεγάλο ποσοστό των συντελεστών του προερχόταν από τα νησιά του Αιγαίου, οπότε όλο κι κάποια ίχνη νησιώτικων ιδιωματισμών θα εισήγαγαν στην στιχουργική τους (Μάρκος Βαμβακάρης από Σύρο, Νίκος Μάθεσης από Σαλαμίνα, Κώστας Ρούκουνας από Σάμο, Μπαγιαντέρας καταγωγή από Πόρο) ή στην εκφορά του λόγου (Στελλάκης Περπινιάδης από Τήνο, Γιώργος Κάβουρας από Δωδεκάνησα).
Τώρα ειδικά στην περίπτωση των χρονογραφημάτων του Τζογέ, κάποιες από τις γνωστές λέξεις των τοπικών ιδιωμάτων αποκτούν μεταφορική σημασία. Έτσι π.χ. οι γιαβουκλούδες του παραδείγματος δεν είναι γενικώς οι ερωμένες, αλλά οι Μικρασιάτισσες των προσφυγικών συνοικισμών, η λέξη γρέκι που ακόμα χρησιμοποιείται από τους κτηνοτρόφους εν προκειμένω σημαίνει σπίτι ή στέκι κ.ο.κ.
Πέπε said
Από τις λέξεις που αναφέρει ο Δημήτρης στο 136, η αίσθησή μου είναι ότι το βιδάνιο (με την έννοια του αποπιώματος και τη συνεκδοχική του κακού κρασιού), ο γιακάς, ο κάργας (μας κάνει τον κάργα), ο ξίκικος (όχι με -γκ-) και, ίσως, και ο μακαντάσης ανήκουν στην πανελλήνια κοινή. Ασφαλώς έχουν υφολογικό πρόσημο, δεν ταιριάζουν σε οτιδήποτε είδος λόγου, και ασφαλώς είναι σχετικά σπάνιες, δεν είναι όμως «ειδικό» λεξιλόγιο.
Προσωπικά μού είναι επίσης οικεία η ρομπατσίνα, και από κει που την έχω ακούσει σαφώς δεν ήταν ούτε αργκό ούτε ιδιωματισμός, ήταν μάλλον λέξη μιας παλιάς γενιάς.
Corto said
138:
Ο μακαντάσης υπάρχει και στα αρβανίτικα, αλλά σημαίνει γκόμενος.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@138. Μὲ τὴ ρομπατσίνα ποὺ ἀνέφερες, Πέπε, θυμήθηκα τὸ οἰκογενειακὸ παρατσούκλι Ρομπακιάς. Δὲν ξέρω ἄν σχετίζεται ἐτυμολογικὰ μὲ τὴ ρομπατσίνα.
Ὅσο γιὰ τὸ ξίκικο, δίκιο ἔχεις· ὅμως τὸ αὐτὶ ἀκούει αὐτὸ ποὺ τοῦ φαίνεται πιὸ οἰκεῖο. Πάντα στὰ Θερμιὰ τὸ ἄκουγα ξίγκικο, ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἤμαστε ἐξοικειωμένοι μὲ τὰ τούρκικα καὶ ἀκούγαμε αὐτὸ ποὺ μᾶς ἦταν πιὸ οἰκεῖο, ὑποσυνείδητα παρετυμολογώντας ἀπὸ τὸ ξύγκι.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@139. Κόρτο, ὁ μακαντάσης χρησιμοποιεῖται στὰ Θερμιὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ φίλου, τοῦ συντρόφου,π.χ.Μὲ τὸ Γιώργη εἴμαστε μακαντάσηδες ἀπὸ τὰ μικράτα μας.
Corto said
141:
Ακριβώς με την σημασία του καλού φίλου, του συντρόφου, την χρησιμοποιεί και ο Τζογές στα κείμενά του. Στα αρβανίτικα η έννοια παρεκκλίνει συνήθως προς τον ερωτικό σύντροφο.
(Παρεμπιπτόντως ο Τζογές αναφέρει και αρβανίτικα σε κάποια χρονογραφήματα.)
Κ. Καραποτόσογλου said
λιατσος, ο = η χἀλκινη δεκάρα του Όθωνα
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@143. Πολύτιμη, ὅπως πάντα ἡ συμβολὴ τοῦ Κ. Καραποτόσογλου. Εὐχαριστοῦμε.
Προφανῶς ἀπὸ ἐκεῖ πρέπει νὰ προέρχεται καὶ τὸ ἐπώνυμο.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ δεκάρα τοῦ Ὄθωνα ἤ λιάτσος.
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcRF1Eg17dMvsdGcpQseUq4rAkhQy0L-6ZQGuYeMMfJQ-JbMqTP8
Corto said
143:
Ευχαριστούμε κ. Καραποτόσογλου! Με την ευκαιρία, μήπως γνωρίζετε την ετυμολογία της λέξης;
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Βλέποντάς την θυμήθηκα μιὰ ἱστορία ποὺ μοῦ ᾿χε πεῖ ὁ παππούς μου ὁ καπτα-Μῆτσος.
Τὴ δεκαετία τοῦ 1920 ἔκανε κοντραμπάντο μὲ τὸ καΐκι του στὰ Δωδεκάνησα. Ὅταν τοῦ ἔκαναν ἔλεγχο οἱ Ἰταλοί, σφράγιζε τὰ χαρτιὰ τοῦ σκάφους μὲ μιὰ δεκάρα τοῦ Ὄθωνα. Ὅπως φαίνεται στὴ φωτογραφία ἡ μιὰ μεριά της ἔχει τὸ ἐθνόσημο καὶ τὴν ἐπιγραφὴ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Μὲ λίγη καλὴ θέληση* μπορεῖ νὰ περάσει γιὰ σφραγίδα. 🙂
*καὶ τὸ σχετικὸ λάδι.
Corto said
147:
Κοντραμπάντο! Πολύ ωραία ιστορία!
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@148.Τὰ λέει ὁ Ρούκουνας στοὺς «Κονταμπατζῆδες», τὸ ἀγαπημένο τραγούδι τοῦ καπτα-Μήτσου.
sarant said
143 Ευχαριστώ κι εγώ, το αγνοούσα.
Εντυπωσιάστηκα! – HELLAS SPECIAL said
[…] ανάρτηση στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου με τίτλο Ο Τζογές (εξαιρετική δουλειά και μπράβο!), παρόλο που δεν είχε […]
spatholouro said
Σε άλλο τεύχος του ΣΚΕΡΤΣΟΥ (10/5/1923) ο Μένιος «παρουσιάζοντας» τη Μανιώ του, μνημονεύει κάποια ενδιαφέροντα στιχάκια, που παραλλαγή τους έχουμε ξανασυζητήσει:
«Γκαρίπη τόνε θέλω γω/ τον αγαπητικό μου
να βάνη λάδι στα μαλλιά/ να δέρνη τον οχτρό μου
κι ας παίρνη από τη Λαϊκιά/το βιβλιάριό μου»
(«Λαϊκιά»: μάλλον εξυπονοείται η τότε Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος, όπου -ως φαίνεται- έμπαιναν σε λογαριασμό των κοινών γυναικών τα κέρδη τους, ώστε να προστατεύονται τρόπον τινά από το μακρύ χέρι του αγαπητικού)
Corto said
152:
Spatholouro εξαιρετικό και αυτό το παράθεμα!.
Το όνομα Μανιώ αναφέρεται και από τον Τζογέ (π.χ. στο απόσπασμα για την λέξη ζεβουζέμης).
Προφανώς η επιλογή ορισμένων ονομάτων αποτελεί βασικό στοιχείο της «λαϊκής» τυπολογίας στα δημοσιογραφικά και επιθεωρησιακά κείμενα.
Όσον αφορά τα ρεμπέτικα, παρατηρούμε ότι το ονοματολογικό υπόδειγμα του ντουέτου Καρούμπα και Καρκαλέτσου πέρασε σε ένα τουλάχιστον τραγούδι («Χλαπατσός και Μπισμπιρής», του 1934, φέρεται να είναι του Κώστα Μακρή).
Παρεμπιπτόντως τι σημαίνει γκαρίπης;
spatholouro said
Γκαρίπης/καρίπης:
στρυφνός, μόρτης, κουτσαβάκης (Λεξικό της Πιάτσας Καπετανάκη)
παράξενος, παραξενιάρης/στρυφνός, ζόρικος (Λεξικό της λαϊκής Δαγκίτση)
Επίσης «καρίπικα»=μόρτικα, μάγκικα τραγούδια, ρεμπέτικα ας πούμε
Έχω συναντήσει να γίνεται λόγος για το «καρύπικο» περιβάλλον του Πειραιώς
(από το τουρκικό garip)
Δύτης των νιπτήρων said
garip που σημαίνει ο παράξενος / ο ξένος / ο φτωχός — αλλά και το μέλος ενός σώματος του ιππικού, των γκουρεμπά (αραβικός πληθυντικός)
Δύτης των νιπτήρων said
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/xeimerinoi/2005_h_mastorantza_toy_erntempil.htm#02
sarant said
152 κε: Τι ωραίο θέμα -και υπάρχει και το επώνυμο, και ο ρεμπέτης ο Κώστας Καρίπης
Μαρία said
157
Είχα συμμαθήτρια Γκαρίπη. Η πιο εξευγενισμένη μορφή του επωνύμου είναι ο Καριππίδης.
Το υ στην παραλλαγή Καρυπίδης (βλ. σκουλήκια) δεν ξέρω απο πού προκύπτει 🙂
sarant said
Και είναι και κακέμφατο στα αλβανικά.
spatholouro said
Ο Κουκκίδης το έχει ως «γαρίμπης ή γαρίπης»=ξένος, παράξενος, ταξιδιώτης (garip) αλλά έχει και «καρίφης»=ξένος (garιp)
Ο Βλαστός στη συμπληρωμένη έκδοση έχει «καρίπης»∙ καρίφης& =κακόμοιρος, ξένος, οργανός, φτωχός &= που καμώνεται το λυπημένο
Ο Σταματάκος ως «καρίφης»=ατυχής, δυστυχισμένος, φουκαράς, ο προσποιούμενος ότι κατέχεται υπό θλίψεως, αυτός που κάνει τον λυπημένον (στενοχωρημένον) ιδία εξ ερωτικής αδημονίας.
Να θυμηθούμε βέβαια και το «Άιντε χθες το βράδυ στου (Γ)καρίπη…»
spiridione said
Δεκάρα του Όθωνα ή του Καποδίστρια
https://books.google.gr/books?id=54JiAAAAMAAJ&q=%22%CF%8C%CE%B8%CF%89%CE%BD%CE%B1%22+%22%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&dq=%22%CF%8C%CE%B8%CF%89%CE%BD%CE%B1%22+%22%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwib0tjQ8pHZAhXLiSwKHYULBskQ6AEIJjAA
Corto said
154 (Spatholouro) και 155 (Δύτης):
Ευχαριστώ αμφότερους!
«το μέλος ενός σώματος του ιππικού, των γκουρεμπά»
Οπότε πάλι έχουμε λέξη στρατιωτικής προέλευσης (όπως ο μάγκας) που περνάει στο λεξιλόγιο των ατίθασων.
Για να κάνω σύνδεση με το ζήτημα της τυποποίησης των λαϊκών ονομάτων, ο Κώστας Καρίπης έγραψε το γνωστό «Κατινάκι μου για σένα», το 1932, ο Τζογές έχει την Κατινίτσα του, ενώ σε μία λίαν ενδιαφέρουσα σύζευξη επιθεωρησιακής και ρεμπέτικης μουσικής, επίσης το 1932 ο Ιωάννης Κυπαρίσσης (μουσική) και ο σπουδαίος Αντώνης Βώττης (στίχοι) έγραψαν το Κατινάκι:
BLOG_OTI_NANAI said
Η λέξη «λιάτσος» πρέπει να είναι σπάνια. Η πιο κοντινή που βρήκα είναι το μάλλον αρβανίτικο «λιάτσα» που δεν ξέρω τι σημαίνει. Το «λιάτσι» που μάλλον σημαίνει «πολύ» ίσως και «λιακάδα» όπως και το «λατσάκι».
Corto said
163:
BLOG, το «λιάτσα» στο ποιηματάκι, νομίζω ότι δεν είναι σωστό. Έπρεπε να γραφτεί κάτι σαν λ(ι)ας = άφησα.
Θυμήσου και το νοτιοιταλιώτικο δημοτικό τραγούδι:
«Ω ε μπούκουρε Μωρέ!
Τσ’ κουρ τε λ(ι)ας
Με νούκου τε πας»
(Όμορφη Πελοπόννησο, από τότε που σε άφησα, δε σε ξέχασα)
Άλλη περίπτωση κλίσης του ρήματος: Λ(ι)ένα ήσυχο = άσε με ήσυχο
BLOG_OTI_NANAI said
164: Δεν το γνωρίζω, αλλά σίγουρα μπορεί να μην το έπιασε σωστά ο καταγραφέας. Λέει ότι είναι νυφιάτικο αρβανίτικο τραγούδι της Τσαμουριάς.
Υπάρχει και μια ακόμη «λιάτσα». Αλλά «λιάτσο» δεν βρίσκω εκτός από το επώνυμο Λιάτσος.
sarant said
160 Μήπως έχουμε συμφυρμό δυο λέξεων.
Πέπε said
@163:
> > Τσαν εής κολοτσυθάτσι, αποσπέριζε λιάτσι.
Αυτό το λιάτσι δε μας κάνει. Είναι τρισύλλαβο, και πρόκειται για τη λέξη λιγάκι, με σίγηση του γ μεταξύ φωνηέντων όπως γίνεται κλασικά στα 12νησα και με τσιτακισμό του κ (προφορά της Κάτω Καρπάθου, πιθανότατα από το Όθος που ήταν το χωριό του Μιχ.-Νουάρου).
Με κοινή νεοελληνική ορθογραφία χωρίς τους ιδιωματισμούς της προφοράς, λέει:
Σσαν εδείς κολοκυθάκι, αποσπέριζε λιγάκι / σσαν εδείς την κολοκύθα, αποσπέριζε όλη νύχτα.
(Το σσαν είναι άλλου τύπου ιδιωματισμός της Καρπάθου. Το διπλό σίγμα προφερόταν τότε «τσ» -τώρα μόνο στην Όλυμπο, στ’ άλλα χωριά προφέρεται κάπως αλλιώς δυσπερίγραπτα- και είναι διαφορετικό από το «τσ» του τσιτακισμένου κάππα.)
Το ίδιο πρέπει να είναι και στο παράδειγμα από την Κύθνο, καθώς και στο αδήλου τόπου (που μάλλον είναι κασιώτικο > πολύ παραπλήσια προφορά με της Καρπάθου).
Αντίθετα, στο Τζερμεδιανό «λιατσάκι» είναι εμφανές ότι το «λια-» είναι μία σύλλαβή, και υποθέτω ότι αφού λιατσάκι σημαίνει λιακάδα θα βγαίνει από τον ήλιο.
Κ. Καραποτόσογλου said
Ό,τι κάμης θα σου κάμουν τσαι λιάτσι παραπάνω (Κάσος).
Τσαν εῄς κολοτσυθάτσι, αποσπέριζε λιάτσι. Τσαν εῄς τηκ κολοτσύθα, αποσπέριζ᾽όλη νύχτα (Κάρπαθος) = Το μικρό κολοκυθάκι γίνεται τον Μάϊον (Μαγιάτικα), ότε αι νύκτες είναι μικραί και πρέπει ν᾽αποσπερίζῃ κανείς ολίγο· ενώ τον Αύγουστον, ότε γίνονται οι μεγάλες κολοκύθες (γλυκοκολόκυθα), αι νύκτες έχουν ήδη μεγαλώσει και μπορεί κατά τη παροιμίαν να αυξήςῃ κανείς την αγρυπνίαν.
Μιχ. Μιχαηλίδου Νουάρου, Λαογραφικά Σύμμεικτα Καρπάθου, τ. 1, Αθήναι 1969 (2), σ. 370.
Η λ. λιάτσι = λι(γ)άκι > λιάτσι, πρβλ. λίο = λί(γ)ο.
Η λ. λιατσάκι, το = το προσήλιο.Μέρος υπήνεμο,κυρίως της περιοχής του
σπιτιού (αυλή, ταράτσα κλπ.) πού συγχρόνως λιάζεται, προέρχεται από το ήλιος > ηλιάκι > ᾽λιακιάκι > λιατσάκι. Παγκαλος, τ. 4(2), σ. 557.
Η λ. λιάτσα = λιώμα, πολτοποιημένο φρούτο, απαντά σε κάποια ιδιώματα και προέρχεται από το λείος + άτσα. Κ. Μηνά, Η μοφολογία της μεγέθυνσης στην ελληνική γλώσσα, Ιωάννινα 2003, σ. 158-162.
sarant said
168 Εμ βεβαια, στην Κάρπαθο (και αλλού) δεν αφήνουν γ και δ ανάμεσα σε φωνηεντα!
Πέπε said
@168:
> > Η λ. λιατσάκι […] προέρχεται από το ήλιος > ηλιάκι > ᾽λιακιάκι > λιατσάκι. Παγκαλος, τ. 4(2), σ. 557.
Αυτό είναι λίγο περίεργο. Κατ’ αρχήν, πώς από το ηλιάκι βγαίνει ‘λιακιάκι; Υπάρχει ένα αδικαιολόγητο γιώτα.
Δεύτερον, έστω και βγαίνει: ο τσιτακισμός όμως του κ θα έπρεπε να είναι ακριβώς ο ίδιος με του επόμενου κ, δηλαδή το πασίγνωστο κρητικό tch που για κάποιον (ανεξήγητο αλλά σωτήριο) λόγο υπάρχει παράδοση να μην αποδίδεται ποτέ στη γραφή με τίποτε άλλο παρά απλό «κ». Επομένως, όταν γράφουν «τσ» (λιατσάκι) εννοούν το κοινό πανελλήνιο τσ όπως τσάντα, όχι το τσιτακισμένο κ.
Θα αποκλειόταν να προκύπτει από την αμέσως παρακάτω (#168 πάντα) αναφερόμενη μεγεθυντική κατάληξη -άτσα; Ήλιος > (η)λιάτσα > (η)λιατσάκι.
( > > Η λ. λιάτσα = λιώμα, πολτοποιημένο φρούτο, απαντά σε κάποια ιδιώματα και προέρχεται από το λείος + άτσα. Κ. Μηνά, Η μοφολογία της μεγέθυνσης στην ελληνική γλώσσα, Ιωάννινα 2003, σ. 158-162.)
BLOG_OTI_NANAI said
167,168: Ευχαριστώ, διότι τώρα κατάλαβα ότι το «τσαι λιάτσι παραπάνω» σημαίνει «λιγάκι παραπάνω», ενώ εγώ νόμισα «πολύ»!
Δηλαδή, σε όλα αυτά δεν φαίνεται μάλλον κάποια σχέση με το νόμισμα «λιάτσος». Εκτός αν βγήκε από το «τσολιάς» που είπε ο Κόρτο.
BLOG_OTI_NANAI said
168: Αυτό το έρμο το «τρικ-μαι-φορτ» το γνωρίζει μήπως ο κ. Καραποτόσογλου;
Κ. Καραποτόσογλου said
Η λ. λιάτσος, ο, ή λιάτσο, το = η χάλκινη δεκάρα του Όθωνα, είναι μια σπανιοτάτη λέξη, όπως προκύπτει από την επισταμένη έρευνα στο ίντερνετ, καθώς υπάρχουν δεκάδες δημοσιεύματα για τα νομίσματα της περιόδου του Όθωνα, αλλά δεν αναφέρονται δημώδη ονόματα. Ο περίφημος Βλαστός στα πολύτιμα έργα του παραθέτει τη φράση: η δεκάρα του Όθωνα, αλλά αγνοεί τη λέξη. Η λ. είναι αγνώστου ετύμου, και δεν σχετίζεται με κάποια από αυτές που έχουν παρατεθεί στη συζήτηση.
Γνωρίζω τη φράση:τρικ μάι φορ, από παιδί, καθώς τη χρησιμοποιούσε στενός συγγενής μου· έχω προσπαθήσει, αλλά η φράση παραμένει αγνώστου ετύμου.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η λ. καγιάσα στην οποία θα αναφερθούμε.
BLOG_OTI_NANAI said
173: Ευχαριστούμε πολύ!
sarant said
173 Περιμένουμε και την καγιάσα !
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γιά τὸ λιάτσι: λιγάκι τὰ ἐξήγησαν πολὺ ὡραῖα ὁ Πέπε (#167) καὶ ὁ κ. Καραποτόσογλου (#168).
Μὲ τὴν εὐκαιρία θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω γιὰ τὴ λέξη τζαβές. Ἂν θυμᾶμαι καλὰ τὴν ἀναφέρει ὁ Τσιφόρος καὶ λέει πὼς εἶναι παλιά δεκάρα.
Στὸ γκοὺγκλ δὲν βρῆκα τίποτα σχετικό· μόνο σὰν ἐπώνυμο ὑπάρρχει.
spiridione said
Για το λιάτσο – δεκάρα: Ο χαρακτηρισμός μπορεί να μην είναι της εποχής του Όθωνα, αλλά πολύ νεότερος. Δηλαδή αρχές του 20ου αιώνα να έλεγαν έτσι τις δεκάρες. Έτσι, αντί να πουν «είναι σαν τη δεκάρα του Όθωνα» (που ήταν μια καθιερωμένη φράση) έλεγαν και είναι «σαν το λιάτσο του Όθωνα». Η λ. λιάτσος μπορεί να είναι, όπως μάλλον και το επώνυμο, παράγωγο/υποκοριστικό του ονόματος Ηλίας. Τώρα πώς συνδέθηκε με τη δεκάρα, δύσκολο να βρεθεί.
Κ. Καραποτόσογλου said
Καγιάσα – καϊάσα – παλιοκαϊάσα
Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως 19 (1890) 232, δημοσιεύει το ακόλουθο κείμενο από τη Σύμη: «Πέντε ποντικοί μουτζούροι / κι᾽άλλοι πέντ᾽αλευρομούροι, / μιαγ καγιάσαν εφορτώσα / κι᾽εις το πέλαγος εβγήκαν· / ένας πάει στο πινό, / και φωνάζει, πως πεινώ, / άλλος πάει ᾽στης σηντίνα, / και ψοφά κι᾽από τημ πείνα· ο Σταυρ. Μάνεσης, Ιστορικό Λεξικό του Μυκονιάτικου ιδιώματος, τ. 1-2, Δήμος Μυκονίων 1997-2001, τ. 1, σ.373, έχει καταχωρίσει τη λ.:»καγιάσα η…Γυναίκα ηλικιωμένη και άσχημη: Μια παλιο-καγιάσα. Η λ. και σε τραγ. σημαίνει και πλεούμενο (σαραβαλιασμένο;) – πιθ. Η μαούνα, που χρησιμοποιείται σε όμοιες φρ. μειωτικές: Μια καγιάσα αρματώσα(ν) / ρύζι και φακή φορτώσα(ν)», ενώ αποθησαυρίζει τη λ.:»παλιοκαγιάσα η. Από το α´συνθετ. παλιο- και το ουσ. καγιάσα. Πολύ γριά (προβατίνα). Εμένα βρήκες να μου πασάρεις τη bαλιοκαγιάσα».
Ο Παπαδιαμάντης, «Τ᾽μπουφ᾽του π᾽λι», τ. 3, σ. 649, παραθέτει:»Ποτέ δεν υπήρξεν άνθρωπος τόσον τυχερός, όσον αυτός. Από μίαν παλιοκαϊάσα, είδος βομβάρδας ή κολυακιάς, οπού του είχεν αφήσει ο πατέρας του, απέκτησε τώρα μίαν τεραστίαν σκούναν μεγίστης χωρητικότητος», ενώ η λ. παλιοκαϊάσα = παλιοκάικο, σαπιοκάικο. Στους Χαλασοχώρηδες, τ. 2, σ. 411, αναφέρεται:»Ποίαν υποχρέωσιν είχε να τρέχῃ δι᾽όλες τες παλιοκαϊάσες, όσοι εζήτουν να πάρουν σύνταξιν από το Απομαχικόν; Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους», ενώ η λ. παλιοκαϊάσα = μεταφ. χούφταλο, ερείπιο.
Ο G. Meyer, Neugriechische Studien. IV., Wien 1895, σ. 21, παραθέτει: «γαλιότα f. Nisyros, Syll. XIX 207. Kreta, Jann. [Belis 235]. It. galeotta. γαλεάτσα Som., καγιάσα Syme, XIX 232.It. galeazza»· από το ιταλικό galeazza έχουμε τα μεσαιωνικά:»γαλιάτζα, η. Γαλεάτσα μείζων της γαλέπας, DuCange Gloss. 235. Γαλιάτζεα, η· γαλιάτζες, οι. Χρον. Μάτ. 201, 195. – Και γαληάτζες ήτον εκεί (εις Νάξον) με κάθε ένα οάδι, Μπουν. 341,13» Ν. Τωμαδάκη, «Συμβολή εις τους ναυτικούς όρους του ΙΖ´αιώνος και ιδίᾳ εις τους παρ᾽Αθανασίῳ Πικρῴ και Μ. Τζάνε – Μπουνιαλή, και αι ονομασίαι των σκαφών παρ᾽αυτοίς», Κρητολογία 3 (1976) 30, ενώ η σύνδεση της λ. καγιάσα με το γαλιάτζες είναι αμφίβολη, καθώς παρουσιάζονται φωνητικές δυσκολίες.
Η λ. καγιάσα, η, προέρχεται από το قیاسه qayyāsa = φορτηγίδα, μαούνα που χρησιμοποιείται στον Νείλο και την ανατολική Μεσόγειο· bâtiment, gabare; cayasses, barques qu’on emploie à la navigation pendant les basses eaux; ells sont plates et pesantes dans leur marche. Η λ. έχει περάσει στην αγγλική ως gyassi, gaiassa, και στη γαλλική ως quaiche.
Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, σ. 58. Le Vice-Amiral Willaumez, Dictionnaire de Marine, Aout 1831, Planche C, fig. 8, όπου και εικονογράφηση του θέματος.
Κ. Καραποτόσογλου
sarant said
178 Όλα πολύ λογικά, και η ομοιότητα με το γαλλ caillasse συμπτωματική.
spatholouro said
Διακρίνω και κάτι σχετικό στον γουγλομπούκη:
(=πυρκαγιά στο σαμπέκο και στην καγιάσσα του Μουσταφά πασά του Άγκρι)1
1. «Καγιάσα» ήταν εκείνο τον καιρό καράβι φορτηγό για ανεφοδιασμό, που ακολουθούσε την αρμάδα. Το Άγκρι, περιοχή της λίμνης Βαν προς τον Καύκασο
(ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1984)
spatholouro said
Κι εδώ κάτι λέει, αλλά άντε βγάλε άκρη:
https://books.google.gr/books?id=7hkMAQAAMAAJ&q=%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%8A%CE%AC%CF%83%CE%B1,+%CE%B7&dq=%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%8A%CE%AC%CF%83%CE%B1,+%CE%B7&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjDjLy3upTZAhUnJcAKHU5kABwQ6AEIJjAA
Δημήτρης Μαρτῖνος said
178. Ἄκρως διαφωτιστικά, ὅπως πάντα, αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ κ. Καραποτόσογλου. Εὐχαριστοῦμε.
Τὴν «καγιάσα» (μὲ τὴν ἔννοια τοῦ παλιοκάικου) τὴν ἔχω ἀκούσει στὰ Θερμιὰ ἀπὸ θαλασσινούς. Μᾶλλον ἀνήκει στὴ ναυτικὴ ἰδιόλεκτο καὶ ὄχι στὴ ντοπιολαλιά.
BLOG_OTI_NANAI said
181: Κάτι λέει, αφού είναι του… Κ. Καραποτόσογλου 🙂
Πέπε said
Κοντά στο #176 του Δημήτρη (τζαβές = δεκάρα), να ρωτήσω κι εγώ κάτι παρόμοιο:
Έχει ακούσει κανείς τη λέξη «παρταρόλος» = πενηνταράκι; Φαίνεται ότι το έλεγαν στ’ Απεράθου μέχρι πρόσφατα, όσο υπήρχαν πενηνταράκια (δεκαετία ’70 ξερωγώ)…
BLOG_OTI_NANAI said
176: Στο άρθρο αυτό έχουν μπει όλα τα δύσκολα… Το πλησιέστερο στο «τζαβές» που κατάφερα να βρω είναι το επώνυμο και μια λέξη που ηχεί παρόμοια:
BLOG_OTI_NANAI said
184: «παρταρόλος» άλλο ένα για τη λίστα. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι. Το μόνο ενδιαφέρον είναι ότι ψάχνοντας, είδα ότι στην ελληνική γραμματεία υπάρχει η λέξη… «παρταμούσα» ( https://tinyurl.com/y9eksrky ).
Corto said
178:
Πολύ ενδιαφέροντα κ. Καραποτόσογλου, ευχαριστούμε!
176, 177, 184 κλπ περί νομισμάτων:
Ο Τζογές επίσης αποκαλεί κάποια νομίσματα «παππούδες» (αυτό είναι κάπως γνωστό βέβαια).
Μανώλης said
Εξαιρετική δουλειά
Κ. Καραποτόσογλου said
λιάτσος
λιάτσος, ό. Λεύκ. Νόμισμα τής εποχής τού Όθωνα, μεγάλης διαμέτρου,
που το χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για τις δεκάρες, ένα από τα παιχνίδια
τους. Με τους λιάτσους χτυπούσαν τα μικρότερα νομίσματα που
βρίσκονταν μέσα σε κύκλο, σε αρόδα (Ραγκ. Παιχν. 182 – χφ. Γεμελ.).
Νίκου Αλιπράντη, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, Αθήνα 2001, σ. 331
βάδα (η) και αβάδα, δεκάρα ή κουμπί που τοποθετούσαν, «έστηναν»,
τα παιδιά στη διάμετρο του κύκλου που σχεδίαζαν σε σκληρό
χώμα όταν έπαιζαν «δεκάρες».
δεκάρες (οι), παιδικό παιχνίδι, κυρίως την περίοδο των εορτών των
Χριστουγέννων, που τα παιδιά είχαν δικά τους χρήματα από καλη-
στρίνες ή από εισπράξεις από τα κάλαντα που έλεγαν. Χάραζαν ένα
κύκλο σε σκληρό χώμα και στη διάμετρο του τοποθετούσε κάθε παιδί,
μια δεκάρα (βάδα). Για να καθοριστεί η σειρά που θα έπαιζαν «κοκί-
ζονταν», ρίχνοντας σε ένα συγκεκριμένο σημείο τους «λιάτσους» (πα-
λαιά μεγάλα νομίσματα). Όποιου ο λιάτσος πήγαινε πιο κοντά στο
σημείο, έπαιζε πρώτος. Κέρδιζε τη δεκάρα εκείνο το παιδί που κατάφερ-
νε να τη βγάλει από τον κύκλο χτυπώντας τη με το λιάκιο. Το παιχνίδι
παιζόταν και με κουμπιά αντί για δεκάρες (Ραγκ., Κασταν. 256)
λιάκιος (ο), λιάτσος, με τροπή του τσο σε κιο. Πληθ. λιάκ’ (οι), λιάτσοι.
Παλιό μεγάλο μεταλλικό νόμισμα που το χρησιμοποιούσαν τα παιδιά
για να χτυπούν τις δεκάρες ή τα κουμπιά που ήταν μέσα στο χαραγμένο
στο χώμα κύκλο, όταν έπαιζαν «δεκάρες».
Ευαγγ. Καστανιάς, Το γλωσσικό ιδίωμα των Λευκων Πάρου, Αθήνα 2004,
σ. 229, 280-281, 417.
Η λιάτσο, το = χάλκινη δεκάρα του Όθωνα, απαντά σε λαογραφική μελέτη για τους Χράνους Αρκαδίας.
Κ. Καραποτόσογλου
sarant said
Ευχαριστούμε!
Corto said
189:
Και πάλι ευχαριστούμε κ. Καραποτόσογλου!
Πέραν της ετυμολογίας και της κυριολεκτικής σημασίας της λέξης λιάτσος, είναι κάπως ασαφής και ο τρόπος με τον οποίο ο Πετράς την χρησιμοποιεί («γένεσαι λιάτσος του Όθωνα αφ’ το ενθουσίασμα»).
Για το «τρικ μάι φορ»:
Στην έκδοση των διηγημάτων του Σκαρίμπα «Ο κύριος του Τζακ/ Πατς κι απαγάϊ», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1996 υπάρχει γλωσσάρι της επιμελήτριας Κατερίνας Κωστίου στο οποίο η φράση σημειώνεται ως γαλλικής προέλευσης (και όχι ως αγγλική ή έστω ψευτοαγγλική):
τρικ μάι φορτ (γαλλ.): τι καλά!
Χωρίς να κρίνω συνολικά το έργο της επιμελήτριας (η οποία εξάλλου είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου), το παραπάνω μου φαίνεται λάθος, τόσο ως προς την προέλευση, όσο και ως προς την σημασία. Εξάλλου στο γλωσσάρι βρίσκονται και άλλα ατοπήματα όπως:
ντιγκιγντάν: λέξη του Σκαρίμπα, ηχομιμητική…
Αλλά η λέξη (ως ντιγκιντάν ή ντιγκιντόν) είναι γνωστή ήδη από ρεμπέτικα τραγούδια, όπως π.χ. ο ρεμπέτης, που αναφέρεται και στο κείμενο (βλ. «μερακλαντάν») και αλλού.
sarant said
191β Λάθος μου φαίνεται κι εμένα.
Κ. Καραποτόσογλου said
Η λ. λιάτσο(ς) πιθανόν να είναι παραφθορά του:BAZZO. s. m. Petite monnaie allemande qui vaut à peu près deux sous de France = δυο γαλλικές πεντάρες, δεκάρα, πρβλ. τη λόγια λ. διώβολο(ν) = δεκάρα, regarder à deux sous = κοιτάζω και τη δεκάρα.
Supplément au dictionnaire de l’académie, 1827, σ. 65. Battisti-Alessio, DEI, 504, λ. bezzo. FEW 15.82.
Μπετατζής said
191, 192 Ο Πετρόπουλος της είχε μεγάλο άχτι της συγκεκριμένης επιμελήτριας των βιβλίων του Σκαρίμπα. Και ειχε αφιερώσει ολόκληρο άρθρο στα λάθη της (εδώ στην σελίδα 150 επόμεναhttps://www.scribd.com/document/190222577/%CE%9F-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CE%BA%CF%8C%CF%86%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%A0%CE%B5%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82 Σχολιάζει κάπου και το τρικ μάι φορ που τη χαρακτηρίζει αργκοτική έκφραση, χωρίς να λέει κάτι παραπάνω.
Βέβαια και αυτός έκανε τσαπατσουλιές, ό,τι λέει δεν είναι πάντα λίρα εκατό. Μην τα ξαναλέμε.
Γς said
190:
Ντιγκιντάν κυρ’αστυνόμε!
Εκφραση παλιά..βαριά κι ασήκωτη
Corto said
194:
Πολύ ενδιαφέρον! Δεν το ήξερα.
Ο Πετρόπουλος αφενός έκανε τσαπατσουλιές, αφετέρου ήταν και σκανδαλοθήρας. Αλλά έχεις δίκιο, ας μην τα ξαναλέμε.
Μαρία said
194
Γνωστή περιπτωσάρα η κυρία. Κατέβασε το αρχείο https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7790/7473
Corto said
193 (Κ. Καραποτόσογλου):
Εφόσον το νόμισμα ήταν γερμανικό (allemande), δεν είναι αβάσιμο να υποθέσουμε ότι εισήχθη στην Ελλάδα με τον Όθωνα και τους Βαυαρούς.
Corto said
197:
Πολύ διεξοδικό κείμενο (όσο κοίταξα) και πολύ σοβαρές κατηγορίες:
«Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του εγχειριδίου, το 2002, έγιναν τότε γνωστά και τα ιδιότυπα προβλήματα που το χαρακτηρίζουν. Πρόκειται για τη σιωπηρή αναπαραγωγή, παράφραση και οικειοποίηση εκτενέστατων χωρίων ή και πολλών συνεχόμενων σελίδων από διάφορα ξένα έργα, κυρίως της αγγλόγλωσσης βιβλιογραφίας, με ελάχιστη ή και μηδενική αναγνώριση της οφειλής. Κάποιος παραδοσιακός φιλόλογος, που θα σχολίαζε τα ιδιότυπα αυτά προβλήματα, θα έκανε λόγο για περίπτωση ανερυθρίαστης λογοκλοπής…» (σελ.288)
sarant said
194 Το (ξανα)διάβασα -είναι αυστηρός, προκατειλημμένος, εμπαθής και άδικος και σε πολλά που επισημαίνει φαίνεται να έχει δίκιο!
Κ. Καραποτόσογλου said
λιάτσο(ς) λάτζιο
Η Ευτυχία Λιάτα, Φλωρία δεκατέσσερα στένουν γρόσια σαράντα. Η κυκλοφορία των νομισμάτων
στον ελληνικό χώρο, 15ος-19ος αι., Αθήναι 1996, σ. 24, αναφέρει:
«Η διαφορά αυτή αποδίδεται με τον καθιερωμένο ιταλικό όρο «aggio», εξάγιον, (exagium, saggio)
που χρησιμοποιείται ευρύτατα σε όλες τις πηγές της εποχής (50) για να εκφράσει την επικαταλ-
λαγή του νομίσματος, δηλαδή τη μετατροπή-του σε γερό νόμισμα (51). Στις ελληνικές πηγές για να
δηλωθεί η διαφορά αυτή εκτός από τον όρο ατζιο, άγγιο ή λ ά τ ζ ι ο (από το βενετσιάνικο l a z o)
χρησιμοποιείται και η έκφραση «δια χαμό της μονέδας» ή «δια να κάμει την μονέδα γερή» (52). Το
ρόλο ρυθμιστή του aggio, του χρηματιστικού δηλαδή κέρδους που καρπώνονταν από την διαφορά
αυτή οι ευρωπαίοι κυρίως έμποροι, έπαιξε σ’όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας αμέσως από την
εμφάνισή-του το βενετσιάνικο χρυσό τσεκίνι χάρη στη σταθερότητα του τίτλου-του.
50. «…, όσον κατώτεροι εις το αγιάρι γίνονται αι ασημένιαι μονέδαι του Τούρκου, τόσον περισσότερον ακριβαίνει
το μάλαγμα, ομοίως και αι ξέναι ασημένια μονέδαι…». ΘΩΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Χειραγωγός…, σ. 140.- «… δια λ ά τ ζ ο
της μονέδας προς 2 1⁄2% κατά τη συνήθεια του τόπου (Σμύρνη) όπου πληρώνεται ο καφές μονέδα γερή …». Απο το
αρχείο του Γ. Μέλου επιστολή του Μ. Μέλου της 15.10.1716 απο τη Σμύρνη. – Για το aggio περισσότερα βλέπε Μ.
FERRO, Dizionario del diritto comune e veneto, τ. 1, Βενετία 1771. – E. MAGATTI, ό.π., σ. 252.
51. «Αζιον, το άζιον η λάζια το επάνω εις τα εκατόν διάφορον το διάφορον εις τας μονέδας· το σαραφλίκι, το
μπάσι». Θ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Σκριττούρα…, χ.σ.
52. Μερικά παραδείγματα: «1770 απο τζάκισμα άσπρων 2:90». Ν.Π. ΔΕΛΙΑΛΗΣ, «Συβολαί εις την εκκλησιαστικήν
ιστορία της Κοζάνης», ανατ. από τ. Β ‘ της Οικοδομής, Κοζάνη (=Αθήνα) 1960, σ. 34. – Σε έγγραφο του 1818 από την
Κωνσταντινούπολη σε λογαριασμό διαφόρων εξόδων 7.178 συνολικά γροσιών υπολογίζονται επιπλέον 50 γρόσια
για «χαμό μονέδας», δηλαδή με ένα 1,5% περίπου επιβαρύνεται ο λογαριασμός. ΑΝΤ. ΛΙΓΝΌΣ, Αρχείον της
Κοινότητος Υδρας, 1778-1832, τ. 6, σ. 5. – Και σε επιστολή του Μαν. Νέκου από την Γένοβα προς τον Γ. Μέλο στη
Βενετία χρεώνεται ο λογαριασμός «δια να κάμη την μονέδα γερί και σανσερία δια το άνοθεν κάμπιο λίρες (της
Γένοβας) 44:11». ΕΙΒ- Παλ. Αρχ., Αρχείο Γ. Μέλου, επιστολή της 25.8.1714. – Σε λογαριασμό του 1792 του Κοινού
της Θεσσαλονίκης: «για την όσην χασούραν έκαμε το Κοινόν της πολιτείας απο μονέδαν αχρείαν». Κ.Απ.,
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία αναφερόμενα στην Μακεδονία πρίν καί μετά το 1821, Θεσσαλονίκη
1975, σ. 23. – Σε λογαριασμό δύο μοναχών που τον Αύγουστο του 1821 στάλθηκαν από το Αγ. Ορος στην Υδρα συνυπολογίζονται 1.202 γρόσια «εις εξι κλεμέντων αντίκρυ μονέδων», που είναι 12.464 γρόσια, πληρωμένα σε διάφορα
νομίσματα (δούπιες, ναπολεόνια, μαχμουτιέδες, τάλιρα κ.ά.), δηλ. ποσοστό 10,6%. Ι.Π. ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ, «Νέα στοιχεία
σχετικά με την επανάστασιν της Χαλκιδικής το 1821″, ΔΙΕΕ 14 (1960)484-485».
Κ. Καραποτόσογλου
sarant said
201 Εχω σημειώσει κάπου ότι οι Καχανέ (πιθανότατα στο έργο τους για το Βυζάντιο) παραγουν το agio από το αλλάγιον, δηλαδή ότι ο βενετικός τύπος lazo (και λατινικοί τύποι lazus, lazius) ήταν οι αρχικοι τύποι και μετά το αρχικό l- θεωρήθηκε στα ιταλικά άρθρο, και εξέπεσε, οπότε παρήχθη το ιταλικό agio, και η λέξη έγινε διεθνής και επέστρεψε ως άτζιο, αντιδάνειο δηλαδή.
Κ. Καραποτόσογλου said
Το ιταλικό aggio σωστά ετυμολογείται από το αλλάγιον…
Οι Kahane, “Sprache”, Reallexikon der Byzantinistik, στ. 376-377, αναφέρουν:
«35. αλλάγιον ‘Aufgeld’ (11. und 12. Jh.; ngriech. dial. noch αλλάι) > mlat. *allagium,
dann ital. allaggio (Hapaxlegomenon, 17. Jh., als Randbemerkung zu Meursius’ Glossarium
Graeco-barbarum), verkürzt aggio (16. Jh.)/ agio mit frz. und internat. agio; das Wort ist
erst spät im Westen belegt, obwohl die Einrichtung des Aufgelds schon im 10. Jh. unter
Nikephoros Phokas eingeführt wurde (DuC. gr. s. ν. αλλάγιον; Ηist Lex s. ν. αλλάι; S. Psaltes:
Αθηνά 27 [1915], Lex.Arch. 100-102, 181; Battaglia, Gr. diz. s. v. aggio; DEI s. ν. aggio)».
Μήπως ο φίλος ο Blog μπορεί να μας πληροφορήσει την ή τις ψηφιακές διευθυνσεις για ανάγνωση ή κατέβασμα του περιοδικού Λαογραφία του Νικ. Πολίτη. Ευχαριστώ.
sarant said
203 To πρόβλημα με αυτό που γράφουν οι Καχανέ είναι ότι το βυζαντινό αλλάγιον έχει συνηθως τη σημασία της στρατιωτικής μονάδας. Έτσι το βρίσκω και στα κειμενα του tlg αλλά και στον Τραππ.
Από την άλλη, το ΙΛΝΕ στο λ. αλλάι έχει τελευταια σημασία την επικαταλλαγή, σημειώνει ότι η σημασία είναι και μεσαιωνική, και παραπέμπει σε άρθρο του Ψαλτη στην Αθηνά. Ο Κριαράς στο μεσαιωνικό δεν καταγράφει ομως τέτοια σημασία, μόνο στρατιωτική μονάδα και φορεσιά.
Κ. Καραποτόσογλου said
204
Ο Σ. Ψάλτης, «Ετυμολογικά. Α΄. Αλλάγιον –αλλάγι – αλλάϊ », Αθηνά 27, 1915, Λεξικογραφικόν Αρχείον 99-107, ασχολείται με τα ετυμολογικά και σημασιολογικά προβλήματα των λέξεων: Αλλάγιον – αλλάγι – αλλάϊ, και απαντα ικανοποιητικά στα ερωτήματα που προκύπτουν, παρά την έλλειψη κάποιων στοιχείων, ενώ για το σημείο που μας ενδιαφέρει, μεταξύ των άλλων αναφέρει:«Ούτως ο Δουκάγγιος παρέχει τρεις σημασίας της λ. αλλάγιον, αίτινες ουδεμίαν δύνανται να έχωσι σχέσιν προς το τουρκ. αλάϊ, αλλά παράγονται απλούστατα εκ των σημασιών του ρήματος αλλάσσω και είναι γνησίως ελληνικαί. Η πρώτη είναι: permutatio monetaria, cambium; παραθέτει δε ο Δουκάγγιος και χωρίον του Ζωναρά: (εν τη εκδόσει της Βόννης III σελ.507) ίν’εκείνο μόνον τοις εμπόροις το ζητούρενον κέρδος αυτώ πορίζη ύπέρ εκάστου νομίσματος, αδρά πραττομένω αλλάγια και του Σκυλλίτση (εν τη εκδόσει της Βόνν. Κεδρην. II 369, 17) εξ ης αιτίας ου μικρώς έθλιψε το υπήκοον εν τοις λεγομένοις αλλαγίοις. Εν αμφοτέροις τοις χωρίοις πρόκειται περί του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά, όστις ελαττώσας το νόμισμα δια της υπ’ αυτού εισαγωνής νέου νομίσματος, ονομαζομενου τεταρτηροΰ, έγινεν αίτιος πολλής συγχύσεως εν ταις νομισματικαίς συναλλαγαΐς- φαίνεται δ’εκ της αναγνώσεως των δύο τούτων χωρίων ότι η λ. αλλάγιον δεν εσήμαινε τόσον την ανταλλαγήν των νομισμάτων, ως λέγει ο Δουκάγγιος, αλλά το εκ της ανταλλαγής των νομισμάτων προερχόμενον τοις αργυραμοιβοΐς κέρδος, την σήμερον λεγόμενον έπικαταλλαγήν. η σημασία αυτή της λ. αλλάγιον απωλέσθη νυν εν τη Ελληνική γλωςση, παραδόξως δ’ όμως σώζεται εν τη Ιταλική και Γαλλική και μάλιστα χωρίς να γνωρίζωσιν οτι μεταχειρίζονται έλληνικήν κατά την καταγωγήν λέξιν αυτοί ουτοι οι Γάλλοι και Ιταλοί οι λέγοντες αύτην. Λέγεται δηλ. σήμερον εν ταις γλωςσαις ταύταις η λ. agio (εν τη Γαλλική) και aggio (εν τη Ιταλική) σημαίνουσα ακριβώς το κέρδος το εν τη ανταλλαγή νομισμάτων, την σήμερον λεγομενην επικαταλλαγήν… Και την αρχήν της λ. aggio της σημαινούσης επικαταλλαγήν δυνάμεθα άνευ τινός δισταγμού να ανεύρωμεν εν τη μεσαιωνική λέξει αλλάγιον, ήν ακούοντες οι ξενοι και δή οι Ιταλοί και Βενετοί εν ταις μετά των Βυζαντινών συναλλαγαίς αυτών μετεμόρφωσαν εις aggio, της πρώτης συλλαβής θεωρηθείσης υπ’αύτών ως άρθρου: il aggio.
Ότι τούτο είναι αληθές, αποδεικνύει αυτός ούτος ο Δουκάγγιος, όστις παραθέτων την λέξιν αλλάγιον προσθέτει· seu ut hodie dicunt αλλάγιο. Άρα μέχρι των χρόνων του Δουκαγγίου δηλ. κατά τον ΙΖ΄ αιώνα εσώζετο έτι εν τω στόματι του Ελλ. λαού η λ. αλλάγιο, σημαίνουσα ακριβως εκείνο, όπερ λέγουσι σήμερον οι Ιταλοί- aggio και οι Γάλλοι agio και όπερ ημείς σήμερον λέγομεν επικαταλλαγήν, των πρώτων μεταχειρισθεντων την παρά τοις αρχαίοις σπανιωτάτην ταύτην λέξιν (ο Θησαυρός και τα άλλα λεξικά παρέχουσι μόνον εν παράδειγμα της λ. επικαταλλαγή εκ των Χαρακτήρων του Θεοφράστου) αγνοούντων ότι ελληνικωτάτη ήτο η λέξις agio, ήν μετέφραζον και ήρκει να αποκαταστήσωσιν αυτην εις την αρχαίαν αυτής μορφήν αλλάγιον, ίνα επαναδοθή εις την χρήσιν, ής απέλαυε κατά τους μέσους αιώνας (1). Αλλ’ επανέλθωμεν εις τας λοιπάς σημασίας της λ. αλλάγιον.
Ό Δουκάγγιος παραθέτει δευτέραν σημασίαν αυτής: permutatio, captivorum praesertim, είς ήν, ως φαίνεται εκ των χωρίων του Theoph. Cont. 388, 15. 723, 14. Κεδρ. 294, 12 ηδύνατο να προστεθή και η σημασία της απλής συνθήκης, χωρίς να είναι ανάγκη να ύποτεθή και η σημασία της ανταλλαγής των αιχμαλώτων.
Τρίτην σημασίαν της λ. παρέχει ο Δουκάγγιος την stationes, diversoria militum, quae subinde mutantur. Vox tacticorum recentiorum, παραθέτει δε το χωρίον του Παχυμέρους βιβλ. 4 κεφ. 27: το δε στρατιωτικόν εν αλλαγίοις, ως αυτοί φαίεν αν οι επί των ταγμάτων καταλογούμενοί· ερμηνεύει δε: δια του exercitus erat in hibernis dispersus, quem confectum fuisse ait ex variis gentibus exteris, quas recenset».
(1) H λέξις εκ της Γαλλικής ή Ιταλικής μετεδόθη ως νεώτερον δάνειον και εις την ελληνικήν, εγώ δε ήκουσα αυτήν πολλάκις, υπό τον τύπον αζιο, αναφέρει δε αυτην και ο Σκ. Βυζάντιος μεταξύ των εκφυλλοφορητέων λεξεων υπό τον τύπον άτζιο.
Οι Manlio Cortelazzo – Paolo Zolli, Dizionario etimologico, τ. 1., σ. 28-29, μας πληροφορούν: «àggio…Etim. incerta. Poco fondata la proposta di chi fa derivare la ve. da vantaggio (cfr. VEI), o da agio “con la correzione della pronuncia ritenuta a torto settentr.” (Devoto Avv.). Più prob. Tipotesi di G. Alessio (“Paideia”, III (1948) 145-6), secondo il quale la ve. deriva dal gr. biz. allàgion ‘cambio’, dal gr. ant. allagé ‘mutazione, permuta’ (der. di aliassein ‘mutare’, da àllos ‘diverso’): l’ipotesi sarebbe suffragata dalla presenza del venez. ant. lazo e dell’abruzzese lajjè, che fanno anche pensare all’Esarcato di Ravenna come punto di diffusione, e dalla var. alagio attest. nel Galiani, 1751 (“Problemi di lingua e letteratura italiana del Settecento”, Wiesbaden. 1965, p. 421).
BLOG_OTI_NANAI said
203: Καλησπέρα κ. Καραποτόσογλου!
Δυστυχώς δεν ξέρω αν υπάρχουν στο διαδίκτυο. Προσωπικά μερικούς τόμους τους είχα βρει στις «Δημόσιες Βιβλιοθήκες» (η ιστοσελίδα έχει κλείσει τώρα) και κάποιους στη βιβλιοθήκη Hathitrust για την πριν μερικά χρόνια μπόρεσα να βρω σπασμένους κωδικούς (τότε είχα βρει πολύ λιγότερους τόμους). Αυτή η ιστοσελίδα Hathitrust είναι γενικά μια πολύ καλή περίπτωση για ψηφιακό υλικό, αλλά οι κωδικοί είναι δυσεύρετοι.
sarant said
205 Ευχαριστώ πολύ! Ετσι εξηγείται.
Κάποιοι τόμοι της Λαογραφίας υπήρχαν παλιότερα στο archive.org.
Eδώ κατι λέει
http://onlinebooks.library.upenn.edu/webbin/serial?id=laographia
Corto said
201:
Σας ευχαριστούμε κ. Καραποτόσογλου και συγχαρητήρια για την έρευνά σας!
Με την ευκαιρία να προσθέσω εκτός κειμένου και μία άλλη παράξενη λέξη του Τζογέ:
τσιπιλιβίτσι: «Οι ψυρριώτισσες γυνές με ιδέα και με επίγνωσι των καθηκόντων τους με τσιπιλιβίτσι καρδιακό η κάθε μια, ξέρανε την αποστολή τους.» (χρονογράφημα με τίτλο «Το Ψυρρή» από την συλλογή του 1926)
Κ. Καραποτόσογλου said
Ευχαριστώ τους φίλους Blog και κ. Σαραντάκο για τις πληροφορίες.
Μήπως μπορεί ο Corto να προσθέσει κάποιες γραμμές που προηγούνται του παραπάνω αποσπάσματος.
Corto said
209:
Κύριε Καραποτόσογλου, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μας διαθέτετε και τις γνώσεις που μας προσφέρετε!
Παραθέτω όλο το χρονογράφημα:
ΤΟ ΨΥΡΡΗ
Το «Ψυρρή», το στέκι της μαγκιάς και το κατακάθι της Αθήνας με της σιδερένιες αυλόπορτες, με λίγδα και με αίμα βαμμένες, στο τετράγωνο αυτό που πονούσε και χτυπιώτανε, το ψυροφιλότιμο της παλιάς αθηναϊκής κοινωνίας δίπλα σε μια σφεντόνα και σε μια κουμπουργιά σιδερότρυπας με ριγέ φόδρα, χάλασε κι αυτό μαζύ με τ’ άλλα. Πας σήμερις να βρης, ρε Κατίνα μου, τα παληά και γλέπεις χάλια αδιόρθωτα. Ούλες η παληές η μάντρες π’ αμολάγαμε της φούσκες και σιάχναμε τα «χαλκούνια», τα «τρίγωνα» και «βαρελόττα» γίνανε μέγαρα και ζαχαροπαστοποιεία που συχνάζουνε οι μονταίν ψυρριώτες ιμιτασιόν και πίνουνε αντί ρετσίνα ύδωρ του Βισσύ και «Σάριζα» για το στομάχι τους, βάζουνε πούντρα για να βγαίνουνε ασπροπρόσωποι στην κοινωνία, μα την μουντζουρώνουνε που κακοχρονονάχουνε. Οι ψυρριώτες οι παληοί ήτανε το υπόδειγμα του αντρέικου φύλου και μυρίζανε μπαρούτι από δω και κει πέρα γιατί δε γουστάρανε κλάρες με κούμαρα. Οι ψυρριώτισες γυνές με ιδέα και με επίγνωσι των καθηκόντων τους με τσιπιλιβίτσι καρδιακό η κάθε μια, ξέρανε την αποστολή τους. Μια απ’ αυτές θυμάμαι που διέπραξε κάποια στραβοδουλειά με κάποιονε και πέθανε αυθωρεί. Ο αδερφός της ο ψυρρής, παιδί με εξήμισυ οργιές μέγκλα και με τρία γραμμάρια εις εκάστην θριξ του μύσταξ, του την έθαψε την αδρεφή του για δυόμισυ ρούπια παρασπονδία που του έπραξε και ετάφη παραχρήμα. Σήμερις πολλές αδρεφές ποιούνε παρασπονδίες, ασπονδοειδώς και παρεχτρέπουνται, ποιούνε ούλα τα συναφή και υγρόν ηγοράζουν για αδρεφούς. Παρεχτρέπουμαι και γω μερικές βολές και δεν ξέρω τι λέω.
Θυμάσαι, ρε συ, της δύο αδρεφάδες της μελαχροινές της Λεύκας δίπλα στη μεγάλη βρύση και της ξανθές ξαδρεφούλες του Καραστράτη που γι’ αυτές ραΐζανε η καρδιές και τα λαρύγγια στης καντάδες ούλωνε των ψυρριωτώνε και θλίβουμαι. Σήμερις ούλες η ξανθές της γειτονιάς βάφουνται μελαχροινές και οι μελαχροινές δυνάμει του υπ’ αριθ.4 του οξυζενικού νόμου βάφουνται ξανθές…
Είνε να συχαίνεσαι να τα βλέπης τα πράμματα που ξυμβαίνουν στης παληές αθηναίικες συνοικίες. Χάλασε ο τόπος μας αδιορθώτως και είμαστε ούλοι για πνίξιμο.
Ήρθανε έτσι ζερβοδίμυτα τα πράμματα και κανένας αφ’ τους λίγους παληούς που ζούνε δεν αναγνωρίζουνε την παληά και μοσκομυρισμένη Αθήνα. Αμάν, αρχαίο μου Ψυρρή.
sarant said
210 Α μπράβο!
Το τσιπιλιβίτσι, που πρώτη φορά το ακουω, εχει και ρεκόρ γιωτακισμού (αν και υπάρχει και το ίκινι-μίκινι ή το τζίντζιρι-μίντζιρι)
Corto said
211:
Πράγματι, πέντε γιώτα στην σειρά και χωρίς άλλο φωνήεν ενδιάμεσα.
Και εγώ στον Τζογέ μοναχά το συνάντησα. Να έχει άραγε ετυμολογική σχέση με την τσίπα; Από εννοιολογικής απόψεως, κοντινά φαίνονται.
Κ. Καραποτόσογλου said
Η λ. τ σ ι π ι λ ι β ί τ σ ι είναι διαφορετικός τύπος της λ. « τ ζ ι β ι τ ζ ι λ ί κ ι, το = η άπιστη συμπεριφορά σε εραστή ή σε σύζυγο και γενικά η ανάρμοστη συμπεριφορά: «για πρώτη φορά θα σε συγχωρέσω, αλλά δε γουστάρω ξανά τζιβιτζιλίκι». 2. (για γυναίκες) η λεσβιακή σχέση, ο λεσβιασμός: «τα τελευταία χρόνια το τζιβιτζιλίκι έχει γίνει της μόδας»·- κάνω τζιβιτζιλίκι, (για γυναίκες) κάνω λεσβιακό έρωτα: «αυτή από μικρή έχει» μάθει να κάνει τζιβιτζιλίκι».Παρατηρείται πολλές φορές χειρονομία με τις δυο παλάμες τεντωμένες να έρχονται και να τρίβονται μεταξύ τους, έλκοντας ίσως αυτή την κίνηση από το ότι η ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία, λέγεται και τριβάς· – κάνω τζιβιτζιλίκια, κάνω απιστίες σε εραστή ή σε σύζυγο και γενικά συμπεριφέρομαι ανάρμοστα: «όσον καιρό θα ’μαστε μαζί, δε γουστάρω να μου κάνεις τζιβιτζιλίκια», από το τουρκικό sevicilik = λεσβιασμός < sevici = λεσβία.
http://georgakas.lit.auth.gr/dictionaries/index.php?option=com_chronoforms5&chronoform=ShowLima&limaID=15798
Corto said
213:
Εξαιρετικά ενδιαφέρον. Φαίνεται γνησίως αργκοτική λέξη.
Πάντως μου κάνει πολύ εντύπωση ότι διαφορετικός τύπος της ίδιας λέξης χρησιμοποιείται μάλλον με την αντίθετη σημασία. Τουλάχιστον όπως το καταλαβαίνω, στο χρονογράφημα φαίνεται να έχει την έννοια της εντιμότητας, της αιδούς, της φιλοτιμίας, ό,τι δηλαδή βρίσκεται στον αντίποδα της συζυγικής ή ερωτικής απιστίας.
BLOG_OTI_NANAI said
Απ’ ότι φαίνεται, οι Τούρκοι τα πέντε γιώτα τα έχουν για… πρωινό. Εδώ βλέπουμε 6 γιώτα στη σειρά, σε δύο διαφορετικές λέξεις, που διαφέρουν κατά ένα γράμμα. Και βεβαίως και η «θεία ελληνική γλώσσα» μπορεί να ενσωματώσει τουλάχιστον 5 γιώτα αν και γραμμένα στις δύο από αυτές, είναι 6 γιώτα:
BLOG_OTI_NANAI said
213: Αυτή η φωτογραφία (όπου φαντάζομαι εικονίζεται ο Γιώργος Κάτος, ο δημιουργός του λεξικού) είναι καταπληκτική:
sarant said
Μπράβο βρε Μπλογκ!
Κ. Καραποτόσογλου said
Η λ. بلش , بیلیش bil-iş, π̇ιλ-ίš = γνώσις, το γινώσκειν (Χλωρού 404, Μαλιάκα 104) προέρχεται από το ρήμα bil-mek =
οίδα, γινώσκω, μανθάνω, και ο τύπος biliyor, τρίτο ενικό Διαρκούς Ενεστώτα, χρησιμοποιείται απαράλλακτος από άτομα που έχουν στοιχειώδεις γνώσεις τουρκικής. Ο Αθ. Μάνωφ, «Ποίοι είναι οι Γκαγκαούζοι», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 10 (1933) 398, αναφέρει:»ερωτών ο Γκαγκαούζος, αν γνωρίζουν την γλώσσάν του, λέγει:» σ ε ν τ ι ο ύ ρ κ τ σ ι α μ π ι λ ί ο ρ μ ο υ σ ο υ ν ? «, ήτοι τουρκικά γνωρίζεις ? «.
Το συμπέρασμα είναι ότι η τουρκική λ. bil-iş-ik-(lik) = tanışıklık (= γνωστός, γνωριμία) απαντά και στα τουρκικά ιδιώματα απαράλλακτη, ενώ είναι αδύνατο να μετασχηματισθεί σε τσιπιλιβίσι, καθώς θα έδινε τον αμάρτυρο τύπο *μ π ι λ ι σ ι κ (ι)… (λ ί κ ι), ενώ έχουμε δεκάδες νεοελληνικές λέξεις τουρκικής προελεύσεως που αποδίδουν το b της τουρκικής ως μπ-, π- (σπάνια).
Κ. Καραποτόσογλου
sarant said
218 Ασφαλώς. Το ενδιαφέρον στο σχ. 215 είναι οι λέξεις με αλλεπάλληλα ι
BLOG_OTI_NANAI said
217:
Πω, πω, γιώτα,
θαύμασε και η Γιώτα ( μωσαϊκό 🙂 )
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
220 >>217:
Πω, πω, γιώτα,
θαύμασε και η Γιώτα
μέσα στο τογιότα
BLOG_OTI_NANAI said
221: 😀
Corto said
218:
i) Η σημασιολογική απόκλιση ανάμεσα στους τύπους «τσιπιλιβίτσι» και «τζιβιτζιλίκι» μπορεί να δικαιολογηθεί από γλωσσολογικής απόψεως ή μήπως πρόκειται για λάθος του συγγραφέα Σώτου Πετρά;
ii) Πάντως ακόμα και σήμερα δεν είναι άγνωστη η λέξη τζιβιτζιλού, η οποία φαντάζομαι ότι προέρχεται από το τζιβιτζιλίκι.
Διαβάζουμε εδώ:
«Τζιβιτζιλού: Πιθανότατα προέρχεται από την ηχομιμητική λέξη τζιβ-τζιβ, που σημαίνει τη λεσβιακή συνουσία, σύμφωνα με το λεξικό του Ηλία Πετρόπουλου (Καλλιαρντά, Ερασιτεχνική γλωσσολογική Έρευνα, Νεφέλη, Αθήνα 1982).»
http://www.lifo.gr/team/gayandlesbian/59847
Να υποθέσουμε ότι το παραπάνω αποτελεί ακόμα ένα λάθος του Πετρόπουλου;
Δύτης των νιπτήρων said
Επιβεβαιώνω πάντως τους τουρκικούς όρους σεβιτζί και σεβιτζιλίκ. Αι αγαπώσαι, είχε μεταφράσει κατά λέξη κάποιος το πρώτο: http://www.agra.gr/books/0000_0099/book79.html (αν θυμάμαι καλά, το κείμενο ανήκει ή φέρεται να ανήκει σε κάποιον Κωνσταντινοπολίτη των αρχών του αιώνα).
Άκου η ηχομιμητική λέξη τζιβ-τζιβ!
Corto said
224:
Κλασικός Ηλίας Πετρόπουλος, γραφή στο γόνατο και σκανδαλοθηρία…
Στο google βιβλία βρίσκουμε την λέξη τζιβιτζιλίκι σε σύγχρονη λογοτεχνία:
https://books.google.gr/books?id=0Px6CAAAQBAJ&pg=PT97&dq=%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%B2%CE%B9%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B9&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjYkK3ZlYDaAhWlBZoKHadpBFUQ6AEIJjAA#v=onepage&q=%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%B2%CE%B9%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%B9&f=false
«Καλά κι αυτή η Κάλλη σήμερα το παράκανε. Τι εκφράσεις ήταν αυτές; Το τζιβιτζιλίκι, το ταμτιρίρι. Το άλλο πώς το είπε; Ο τραγομαρκάλας. Άκου τώρα. Να πει τραγομαρκάλα τον γιο της.»
(Λένα Κιτσοπούλου, το μάτι του ψαριού, 2015)
Δύτης των νιπτήρων said
Τζιβιτζιλού είναι ίσως γνωστότερη λέξη, εγώ τη θυμάμαι στη μετάφραση της αυτοβιογραφίας της Μπίλι Χόλιντεϊ.
sarant said
225-226 Ναι, θα τη θεωρούσα πολύ γνωστη λέξη.
Τζιβ-τζιβ!!
Κ. Καραποτόσογλου said
λιάτσο(ς)
Ο κ. Σαραντάκος παρουσιάζει το πολύτιμο λεξιλόγιο του 1904 για τα Καλιαρντά, που εντόπισε και έφερε στη δημοσιότητα ο Spatholouro, και αναφέρει:
* λατσή = η ωραία. Ο Πετρόπουλος λημματογραφεί λατσός = ωραίος, καλός. Από Ρομανί lačho = καλός, όμορφος.
* λ α τ σ ί = η δεκάρα. Μάλλον ουδέτερο του προηγουμένου, δεν επιβίωσε στην εποχή του Πετρόπουλου.
https://sarantakos.wordpress.com/2017/12/27/kaliarnta/#comment-498742
Ενώ ο φίλος Nick Nickolas παραθέτει:
The neuter latˈsi “pretty (little) thing” for a ten lepta coin had not survived into Petropoulos’ dictionary.
http://hellenisteukontos.opoudjis.net/kaliarda-xii-attestation-from-1904-1934-and-1938/
Η λ. λατσί = η δεκάρα, δεν έχει σχέση με το λήμμα λατσή = ωραία, από το ρομανί lačho = καλός, όμορφος, αλλά πρόκειται για διαφορετικό τύπο της λ. λιάτσο(ς) = δεκάρα του Όθωνα· Νόμισμα τής εποχής τού Όθωνα, μεγάλης διαμέτρου, που το χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για τις δεκάρες, ένα από τα παιχνίδια τους. Με τους λιάτσους χτυπούσαν τα μικρότερα νομίσματα που βρίσκονταν μέσα σε κύκλο, σε αρόδα, από το λάτζιο, λάτζο, από το βενετικό lazo.
Κ. Καραποτόσογλου
Corto said
Κασόμπρα
Να προσθέσουμε ακόμα μία προπολεμική ηχογράφηση με την λέξη:
Οι γυναίκες, επιθεωρησιακό τραγούδι του Πέτρου Κυριακού (στο 2.19 περίπου)
«Η Χρυσούλα πλένει πιάτα/ και η Αθηνά είναι μοβόρα
η Αλίκη είναι κασόμπρα/ και η Σωτηρία είναι τζόρα»
Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα (μια συνεργασία του Κόρτο) - Χάρης Μεταλλίδης said
[…] μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. […]