21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf)
Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2018
Με το σημερινό άρθρο το ιστολόγιο ξαναπιάνει, ύστερα από ολιγόμηνη ανάπαυλα, τη διαλεκτολογική και λεξιλογική περιήγηση ανα την Ελλάδα (με μια προτίμηση, είναι αληθεια, στα νησιά).
Να θυμίσω τους σταθμούς αυτής της περιοδείας.
Πριν από μερικά χρονια είχαμε δημοσιεύσει δυο άρθρα για τις αμοργιανές λέξεις (εδώ το δεύτερο). Πέρυσι, ο φίλος μας ο Δημήτρης Μαρτίνος έστειλε ένα άρθρο για τα Θερμιά, δηλαδή την Κύθνο. Ακολούθησε η σιφνέικη ντοπιολαλιά, από το Κουτρούφι. Τη σκυτάλη στη συνέχεια πήρε ο Αλέξης με λέξεις από το Ξηρόμερο. Στεριανη αυτή η συνεργασία, όμως αμέσως μετά σαλπάραμε πάλι, πρώτα για το Πλωμάρι, όπου μας οδήγησε ο Γιάννης Μαλλιαρός, και μετά στη Νικαριά με ξεναγό τον Ροβυθέ. Μετά κατηφορίσαμε στη Ρόδο με μια συνεργασία του Αλέξ. Κατσαρά. Τέλος, πήρα κι εγώ την πρωτοβουλία για ένα άρθρο για το κυθηραϊκό ιδίωμα, έχοντας ως βοήθημα το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα.
Μια και ξανάρχεται η θερινή περίοδος, αρχίζουμε και πάλι τις λεξιλογικές μας εκδρομές, ή μάλλον κρουαζιέρες, αφού και σήμερα νησί θα επισκεφτούμε. Ο φίλος μας ο Raf εστειλε μια συνεργασια με 21 πατινιώτικες λέξεις.
Πριν προχωρήσω, ανανεώνω την εκκληση για νέες συνεργασίες σχετικά με ντοπιολαλιες -ας μην τεμπελιαζουν και οι στεριανοί!
Είπαμε ότι θα πάμε σε νησί, αλλά ποιο νησί; Από πού είναι οι πατινιώτικες λέξεις;
Δεν ξέρω πόσοι νεότεροι το ξέρουν, αλλά Πάτινος είναι η λαϊκή ονομασία της Πάτμου και Πατινιώτης ο κάτοικος του νησιού, μια λέξη πολύ πιο ευκολοπρόφερτη από το λόγιο «Πάτμιος». Ίσως χρειάζεται ένα άρθρο με τις λαϊκές ονομασίες των νησιών, αλλά θα το αφήσουμε γι’ άλλη φορά. Patino είναι το όνομα της Πάτμου και στα ιταλικά.
Παρεμπιπτόντως το επώνυμο Πατινιώτης ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Αστυπάλαια, ενώ με τη γραφή Πατηνιώτης στην Ανάφη (όπως θα περιμέναμε, το επίθετο, που δηλώνει κάποιον που έχει έρθει από την Πάτμο, το βρίσκουμε σε άλλα μέρη).
Δίνω τον λόγο στον Raf και σχολιάζω κι εγώ μέσα σε αγκύλες.
21 πατινιώτικες λέξεις
«Πατινιώτικες» από την Πάτινο, ή αλλιώς την Πάτμο, νησί στα βόρεια Δωδεκάνησα, γνωστότερο μάλλον για την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου και, κατά την παράδοση, γράφτηκε. Οι λέξεις που παρουσιάζονται ίσως να μη χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σ’ αυτόν τον τόπο – αρκετές από αυτές συναντιούνται σε κοντινά ή και μακρινότερα νησιά. Παρ’ όλα αυτά είναι όλες χαρακτηριστικές του πατινιώτικου ιδιώματος έτσι όπως αναπαράγεται από ηλικιωμένους ή και νεότερους. Όπου αυτό είναι δυνατόν επιχειρείται μια ενδεικτική ετυμολόγηση.
αστοιβή (η): αγκαθωτός θάμνος, ίσως από το αρχαίο “στοιβή”.
[Πράγματι, από το αρχαίο στοιβή. Λέξη μάλλον πανελλήνια, συχνά «αστοιβιά». Στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημιας βρισκω ένα περιπαιχτικό δίστιχο από την Πάτμο: Αν κάμ’ η αστοιβή δαβρί κι ασπάλαθας κοντάρι / τότε κι εσύ ανήμενε αντρας πως θα σε πάρει. Δαβρί το ραβδί.]
γαντέρω: αντέχω, μάλλον ιταλ. προέλευσης: «Γαντέρεις να τραβήξουμε το βαρκί τωραδά γιά να το κάμουμ’ αύριο;»
[Από το ιταλ. agguantare, συχνά και ως ‘αγαντάρω’]
γιολάβω: ψάχνω: «Πάνε ισαπέρα να γιολάψεις τον Θολόγο να του μηνύσεις ότι θα φάμε».
[Η λέξη δεν υπάρχει στο ΙΛΝΕ, όπου βρίσκω ‘γιολάρω’ αλλά με άλλες σημασίες -αποπέμπω κτλ.]
εφταλουτρού (η): είδος δηλητηριώδους αράχνης.
ίβιβι: επιφώνημα απαξίωσης, ειρωνείας, αποδοκιμασίας. (βλ. λήμμα χτάζομαι)
κα: επιφώνημα απορίας, έκπληξης: «Κα! Βρε είντα είναι αυταδά που λέεις βραδινιάτικο;!»
καθοικιά (η): λιθόχτιστο αγροτικό σπιτάκι ή καλύβα για ζώα, συνήθως μέσα σε κάποιο χωράφι.
[Η λέξη υπάρχει και στη Τζια]
κακόμιτσος (ο): ο κακομοίρης, όχι όμως απαραίτητα με την ίδια αρνητική φόρτιση. Συνήθης προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο. Επίσης, ως προσφώνηση, και κακόμα.
– Είντα κάμεις;
– Καλά κακόμα Γιωργό, τα δικά σου.
καψί (το): κεφάλι.
κουνέτα (η): υδρορροή στα πλαϊνά του δρόμου. Από το ιταλ. “cunetta”.
λαγκουνάρα (η): λακκούβα γεμάτη με βρόχινο νερό. Ίσως από το ιταλ. “laguna”.
μπαταρόλος (ο): Ο ασταθής χαρακτήρας, αυτός που συνεχώς αλλάζει γνώμη. Από το “μπατάρω”: «Α βρε διαόλου μπαταρόλο, όπου φυσά τ’ αέρι πηαίνεις».
μπατούδος (ο): Η αφράτη γέμιση με τυριά και αβγά της παραδοσιακής πατινιώτικης τυρόπιτας. Πιθανότατα από το ιταλ. “battuto”. Επίσης και βρισιά, με την έννοια “μαλθακός”.
μπλάζω: σκορπώ, χύνομαι: «Ηγλύστρησε και του μπλάσανε τα φαγιά κατάχαμα».
νιορεύω: επισκέπτομαι ή τηλεφωνώ κάποιον για να δω αν είναι καλά: «Ηπήα να νιορέψω τη γιαγιά γιατί ‘έν είναι καλά τελευταία». (Δεδομένου πως εντοπίζεται και τύπος “νιστορεύω”, η λέξη ίσως και να μπορεί να αναχθεί στο αρχ. “ιστορέω”, με τη σημασία “ρωτώ για κάποιον”)
[Νομίζω πως πρέπει να το ανάξουμε -σικ ρε!- στο αρχαιο αναγορεύω, που έχει δώσει τύπους όπως νιορεύω, νιγορεύω σε Δωδεκάνησα και Κρήτη και έχει πολλές σημασίες όπως: αναφέρω κάποιον, αναθυμάμαι κάποιον, αναζητώ ή φωνάζω κάποιον]
πίτσα (η): η πίσσα. Ίσως με επίδραση από το ιταλ. “pece”. Από εδώ και ο πιτσίτης, ο δαίμονας. «Που να’ χει πίτσα το καψί σου», συνήθης κατάρα.
[Πιτσίτης ειναι και ο κολασμένος, ο καταδικασμένος στην πίσσα της κόλασης. Και βρισιά για πεθαμένο. Παροιμία στον Πολίτη, παραλλαγή γνωστότερης: Στα τριμήνια του πιτσίτη, άλλος μπαίνει μες στο σπίτι]
πολύκω: (συνήθως για την εκκλησία) τελειώνω: «Ηπόλυκε η λειτουργιά γιά ακόμα;». Πιθανότατα από το “απολύω”.
[Απο το απολύω, πράγματι. Δεν ξέρω πώς είναι ο ενεστωτικός τύπος στα πατινιώτικα, αν δηλαδή έχει α- ή όχι. Πανελλήνιο αλλά με πολλές σημασίες και πολλές τοπικές παραλλαγές].
πόρος (ο): πρόχειρη πόρτα στα όρια ενός κτήματος.
ύστερα: πριν· παράλληλα με το κοινό της νόημα, η λέξη συχνά αναφέρεται στο προγενέστερο: «Ήφαα ύστερα και δεν πεινώ».
φιδαρεύομαι: εμπιστεύομαι: «Αυτόνανε μη τονε φιδαρεύεσαι, είναι φίδι κολοβό». Μάλλον από το ιταλ. “affidare”.
[Από το affidare. Και αφιδεύομαι.
χτάζομαι: μπαίνω σε μια διαδικασία χωρίς να διαθέτω τις ανάλογες ικανότητες: «Ίβιβι… γιάντα χτάζεται να μαρεύει αυτοσδάς άμα του βγαίνουν άνοστα;»
[μαρεύει = μαγερεύει, με απόπτωση του συμφώνου, τυπική για τα Δωδεκάνησα. Το χτάζομαι πιθανώς από το εκτάζομαι, εκτάσσομαι].
Περιμένουμε λοιπόν και τη δική σας διαλεκτολογική συμβολή!
Δύτης των νιπτήρων said
Το «γιολάρω» θα μπορούσε άραγε να προέρχεται από το τούρκικο yollamak, «στέλνω»;
Νέο Kid said
Που να ´χει πίτσα το καψί σου. Κατάρα.
Που να ´χει πίτσα το ταψί σου. Ευχή!
Τι σου κάνει ένα και μόνο αλλαγμένο σύμφωνο σε μια ολόκληρη πρόταση,ε;
ΚΩΣΤΑΣ said
Ευχαριστούμε Raf και Νικοκύρη. Δεν ξέρω ούτε μία από τις λέξεις, απλά κάποιες έμμεσα τις αντιλαμβάνομαι πχ απολύκω.
Μου είναι γνωστές δύο, αλλά με άλλη εντελώς σημασία
μπλάζω: συναντώ, πετυχαίνω κάποιον μπροστά μου, κυρίως με υποκρυπτόμενη απειλητική σημασία πχ άμα σε μπλάξω πουθενά, θα δεις τι έχεις να πάθεις.
χτάζομαι ή κτάζομαι: κάθομαι κάτω πχ κτάσου εκεί και μη μιλάς.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστω πολύ΄για τα πρώτα σχόλια!
1 Τα γιολάρω που καταγράφει το ΙΛΝΕ από εκεί προέρχονται. Το «γιόλαψε» το πατινιώτικο δεν ξέρω.
2 🙂
Ριβαλντίνιο said
Εφταλουτρού ή Επταλουτρού λεγόταν μία κακιά στην «Γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη.
Ριβαλντίνιο said
Η τελευταία γραμμή του μυθιστορήματος είναι για αυτήν :
Ὅσον διὰ τὴν Ἑφταλουτρού, αὕτη ἐξερχομένη ἡμέραν τινὰ ἔκ τινος οἰκίας, καὶ ἔχουσα τοὺς θυλάκους πλήρεις λαφύρων, ὥστε δυσκόλως ἐβάδιζεν ἐκ τοῦ βάρους, ὠλίσθησε καὶ κατεκρημνίσθη ἐπὶ τῆς κλίμακος, καὶ συντριβεῖσα τὰς δώδεκα πλευρὰς παρέδωκε τὸ πνεῦμα.
Γς said
2:
Και ποιος θα την κάνει ντελίβερι στην Τσιτσολίνα στη Βιλγαρία Ριμανία …
takis#13 said
Το μπλάζω το λέμε και εμείς στην Κω , με την ίδια έννοια . Όπως και το νιορεύω και το ύστερα (ή και ύστερις) . Το νιορεύω το προφέρουμε νι-ορεύω .
Νέο Kid said
Το ύστερα με την
έννοια του πριν, το έχω ακούσει από ηλικιωμένους Ευρυτάνες..
Γς said
1:
Καμιά σχέση με τους Pink Martini
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
spiridione said
3. Αυτό το μπλάζω προέρχεται από το αρχ. εμπελάζω (πελάζω)
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%AC%CE%B6%CF%89&sin=all
Το μπλάζω = χύνω, σκορπώ, προέρχεται, σύμφωνα με τον Αγαπ. Τσοπανάκη, από τον αορ. έπλησα ή ενέπλησα, δωρ. τύπος έπλασα, του ρ. πίμπλημι ή πίμπλαμι, – ενεστ. πλάζω/μπλάζω.
νεσσίμ said
«τα έμπλασες» το θυμάμαι και γω από την Αμοργιανή μάνα μου όταν κάτι σκόρπιζα, έριχνα κάτω κλπ
sarant said
12 Α μπράβο!
Αγγελος said
Ότι το «ύστερα» σε οποιαδήποτε ελληνική λαλιά θα μπορούσε να σημαίνει «προηγουμένως», ποτέ δεν θα το φανταζόμουν. Αυτό είν’ αν είναι πρωθΥΣΤΕΡΟ!
ΚΩΣΤΑΣ said
12. Ευχαριστώ πολύ Σπύρο. Νόμιζα ότι είναι ιδιωματισμός, αλλά κατ ευθείαν απο τα αρχαία. οεδ ☺
spiridione said
Το ‘κτάσσομαι, ‘χτάσσομαι στο Λεξικό Κριαρά, με τη σημασία επιδιώκω, σκοπεύω, από το εκτάσσομαι (παραδόξως δεν υπάρχει στην επιτομή).
http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/em_kriaras/scanned_new/index.html?start=10&id=57&lq=20&show=1
ΚΑΒ said
Click to access ekd_peel_62_karapotosoglou.pdf
12. για το μπλάζω και το πιτσίτης σύμφωνα με τον κ. Καραποτόσογλου
Κώστας said
Καλημέρα.
Ο πόρος – πρόχειρη πόρτα στο χωράφι δεν θα μπορούσε να προέρχεται από το πόρος – πέρασμα;
Το ύστερα με την έννοια του πριν, το άκουγα κι εγώ μικρός από γείτονες (καταγωγή Βοιωτία) και πολύ με είχε ξενίσει!
ΚΩΣΤΑΣ said
πόρος, με την έννοια της εισόδου εγώ το ξέρω ποριά
leonicos said
Πολύ ωραίο άρθρο που ενεργοποιεί το ιστολόγιο.
πατινιωτης, πάτμιος, το ειχα συναγάγει από κάποιο μυθιστόρημα διά της άτοπον απαγωγής
πόλυκε…. πιστεύω ότι πρέπει να θεωρηθεί κλισέ, περιορισμένο στην εν λόγω χρήση, οπότε δεν έχει νόημα ν’ αναζητάει κανείς ενεστωτικό τύπο, εκτός αν μπορεί να συναχθει αναλογικά από τα δεδομένα του πατινιώτικου ιδιώματος
ύστερα = προηγουμένως, πρέπει να το έχω ακούσει από παιδιά, σε ηλικία που διακρίνουν μόνο το παρόν από το μη-παρόν
@15 Άγγελε, δεν είναι αυτό το προθύστερο
Dimitris said
#1, #4
Στα «πολυ» νεα ελληνικα έχουμε και το «γιολο» – yolo
1. You Only Live Once. Δικαιολογια για κάτι ήλιθιο που κάνει κάποιος
2. Αλγοριθμος αναγνωρισης αντικειμενων σε πραγματικό χρόνο.
ΚΑΒ said
γιολάβω. Στο ιστορικό Λ. υπάρχει το ρ. γιαλεύω ψαρεύω κοντά στην παραλία οστρακοειδή και διάφορα μαλάκια.
Εγώ ξέρω το ρ. γυαλεύω. Οι ερασιτέχνες ψαράδες έχουν το γυαλί, κυλινδρικό δοχείο με γυάλινο πάτο με το οποίο ψάχνουν στον βυθό για χταπόδια. Παλιά όσοι έριχναν δυναμίτες με το γυαλί έψαχναν τα σκοτωμένα χάρια για να τα πιάσουν με την απόχη ή με άλλο αλιευτικό όργανο.
plintirio said
Το ύστερα ως προηγουμένως λέγεται και στη Κρήτη καθώς και αστοιβίδα η αστοιβή, το κακομοίτσης ή κακορίζικος και με χαιδευτικό τρόπο και ο πόρος ως το έμπα
του χωριού ή άλλου πράγματος.
spiridione said
Το ύστερα ως προηγουμένως μου θύμισε το ανήμερα που είχαμε συζητήσει παλιότερα
https://sarantakos.wordpress.com/2017/12/25/varnalis-14/#comment-473944
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
-αστοιβή /αστοιβίδα σ΄εμάς
-κακόμιτσος (ο): ο κακομοίρης, /κακομίτσης-α
-Πιτσίτης ειναι και ο κολασμένος, /Πισανασκασμένος
-πόρος (ο): πρόχειρη πόρτα στα όρια ενός κτήματος./στον πόρο-πόρο =έξω έξω,
και πορόκλαδο το κλαδί που φράζανε (πρόχειρη,αυτοσχέδια πόρτα) το έμπα του κήπου.
-ύστερα: πριν· παράλληλα με το κοινό της νόημα, η λέξη συχνά αναφέρεται στο προγενέστερο: «Ήφαα ύστερα και δεν πεινώ».
Βέβαια!το ύστερα πάει στο πριν,στο μετά αλλά και στο μετά του πριν(σε παρελθοντική αφήγηση)
-φιδαρεύομαι: εμπιστεύομαι:
πλοθαρρεύομαι το εμπιστεύομαι ,ίσως από το πολυθαρρεύομαι
3. Κώστας >>κτάσου εκεί και μη μιλάς.
κοιτάσου λένε στην Αρκαδία.
Κοιτάσουν οι όρνιθες στην κοίτη ή κοιτάστρα στην Κρήτη. «Κοιτ΄, κοιτ΄ » τις κράζουν το βραδάκι και τις ξελαλιούνε προς το κοτέτσι.
gbaloglou said
Αγάπησα μια Πατινιά
ΚΑΒ said
από το λεξικό του ιδιώματος της Νισύρου του Σκανδαλίδη
νεορεύγω ‘αναζητώ, ερευνώ, νοιάζομαι’, φρ. ‘επήα κι ενεόρεψα τη σ-συντέκνισσά μ- μου γιατί ήτο ν-άρωστη’ | ‘θυμούμαι, φροντίζω’,1 φρ. ‘’έ μ-με νοερεύγει πγιο γ- κάνας! ανεόρευτος εκατάντησα!’ / ‘είντα νεορεύγεις εδώα’,2 και νοερεύγω, φρ.‘…νοερεύγει τη ν-ο βασιλλιάς,’έ ν-τη ν-εβρίσκει…’ 3 Από αναγορεύω >(α)νεγορεύω, με τροπή ανα- > ανε-, κατά τους αυξημένους χρόνους, > νεορεύγω.
Πβ. ‘ίδ.’ (Κάλυμνος),4 νοηρέβγιω (Ρόδος).5
1.Παπαδόπουλος 1909,92, Καρπαθίου 1996,466, Κουρούνης 1982,406 2.Καζαβής 192 3.Σακελλαρίδης Κ.1991,90 4.Δράκος 1983,168, Σκανδαλ.Λεξ.Καλ. 5.Παπαχρ.ΛΡΙ, 418
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
24,25 γελάω! «Ύστερα προηγουμένως» λέγεται πολλές φορές έτσι, σετ ! 🙂
όπως «κι απόι ύστερα» ενώ λέγονται και μόνα τους και σημαίνει το ίδιο: Απόι=μετά ,ύστερα
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
-΄Χτάζομαι, δεν το άκουσα σαν ρήμα ή δεν το ξέρω ,αλλά ξέρω από παιδί την εχταγή (το μεράκι, η εκτίμηση,η έγνοια) μέσα σε μαντινάδες:
Τα κάλλη σου με κάνουνε
εκατομμυριούχο
και δε θα βγάλει σε καλό
η εχταγή άπου σου ΄χω
Είναι και όνομα ομάδας χορού Εχταγή
ΚΑΒ said
28. Πώς σημασιολογικά οδηγηθήκαμε από το αναγορεύω που σημαίνει ανακηρύττω δημόσια στο νεορεύγω που σημαίνει αναζητώ, ερευνώ, φροντίζω; ΜΙα σκέψη κάνω να είναι από ανά + ὠρεύω=φροντίζω.
Το ρ. ανεωρεύγω γνωστό ακριβώς με τη σημασία του επιθεωρώ, ελέγχω, φροντίζω, νοιάζομαι Πάω ν’ ανεωρέψω τα μαρτίνικα να μην πάνε σε καένα καλοκαιρνό
ΚΩΣΤΑΣ said
26γ ΕΦΗ
Το σίγουρο είναι ότι εμείς οι Θεσσαλοί συγκόπτουμε τα φωνήεντα, Λάρισα – Λάρσα. Άρα πιθανά τα: κοίτη, κοιτώνας, κείτομαι, με συγκοπή του φωνήεντος αμέσως μετά το αρχικό κάπα.
Christos Tsatsaronis said
Αστοιβή = περίφημο μπαρ στη χώρα της Πάτμου…α ρε τα νειάτα!
Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
http://www.badsadstories.blogspot.gr
http://www.badsadstreetphotos.blogspot.gr
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αστοιβιδιάς (ο) είναι το χωράφι, η έκταση που έχει γεμίσει αστοιβίδες. Άγονο, άχρηστο. Αντίστοιχο ο ασπαλαθιάς.
Μια μεγάλη αστοιβίδα στην κάθε αυλή, τ’ απόγεμα του Μ. Σαββάτου λαμπάδιαζε εύκολα και γρήγορα για το έθιμο του Ιούδα.
Όμορφο και το νησί και τα τραγούδια σας Raf
tsak007 said
Κοινά με ικαριώτηκα:
αστοιβή,
γαντέρω, γαντάρω, αγαντάρω
καψί σκεύος στρογγυλό για αποθήκευση, σαν κεφάλι τυρί
μπλάζω, νιορεύω,
πολύκω απολύω.
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
17 Αυτό ειναι!
18-28 Ευχαριστούμε!
19α Ναι, από εκεί
Το νιορεύγω έχει υλικό για άρθρο.
spiridione said
36. Πράγματι, το αναγορεύω έχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς εξελίχθηκε.
Υπάρχει ένα άρθρο του Σταμάτιου Ψάλτη στο περιοδικό Αθηνά, τόμος ΚΘ’ σελ. 28, που αναφέρει όλες τις σημασίες (δεν υπάρχει ονλάιν)
Εδώ μερικά παροιμιολογικά
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/discover?rpp=10&etal=0&query=%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%85%CF%89&scope=&group_by=none&page=1
Ο Ψάλτης λέει ότι έχει γίνει και συμφυρμός (σε κάποιες σημασίες, προφανώς) του αναγορεύω και του αναγυρεύω.
28. Ο Σκανδαλίδης στα Νυσιριακά του έχει φράσεις ‘περιμένω να πολύκει η εγκλησκιά’ και ‘είχε μ-πολύκει η εγκλησκιά’.
Άρα στη Νίσυρο ενεστ. πολύκω.
Eleimon Ioannis Damianidis said
κουνέτα (η): υδρορροή στα πλαϊνά του δρόμου. Από το ιταλ. “cunetta”. Το λένε και «σουλουντράνι»
Theo said
Χριστός ανέστη και καλή εβδομάδα.
Ευχαριστώ τον Raf και τον Νικοκύρη γι’ αυτό το άρθρο.
Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια έμαθα από ένα φίλο Κώττη πως οι Δωδεκανήσιοι αποκαλούν Πάτινο την Πάτμο όταν μου απήγγειλε το παρακάτω τετράστιχο:
Στην Τήνο και την Πάτινο
θα πάω να στήσω τέντα
να έρχονται οι Πατινιές
να πιάνουμε κουβέντα.
sarant said
38 Το οποίο πρεπει να είναι τούρκικο δάνειο (σου το νερό)
spiridione said
37. Και ένδειξη ότι υπάρχει μάλλον κάποιος συμφυρμός, είναι το γεγονός ότι σε πολλά παλιά λεξικά (Βλάχου, Δουκάγγιου, Σομαβέρα, Βάιγκελ) υπάρχει η λέξη ‘αναγογυρεύω’, ‘αναγογυρευτής’ κτλ.
http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/2/4/b/metadata-01-0001129.tkl&do=168467.pdf&pageno=53&pagestart=1&width=566&height=709&maxpage=1019&lang=en
Τον κακόμιτσο, ο μεν Κ. Μήνας (Τα ιδιώματα της Καρπάθου) και άλλοι, τον γράφει ‘κακόμοιτσος’, ο δε Σκανδαλίδης τον γράφει ‘κακόμιτσος’, λέγοντας ότι είναι συμφυρμός του κακόμοιρος και μιτσός.
Δύτης των νιπτήρων said
Πρέπει να υπάρχει κάποιο φαινόμενο, εννοώ κάπως να λέγεται, με το -ρ- μόνο του ή σε σύμπλεγμα να γίνεται -τσ-, όπως μικρός-μιτσός.
spiridione said
42. Το μιτσός, λέει, βγαίνει απ’ το αρχαίο μικκός. Και εγώ δεν το ξέρα.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BC%CE%B9%CF%84%CF%83%CF%8C%CF%82&dq=
Δύτης των νιπτήρων said
Προσθέτω και το Δημήτρης-Μήτσος. Βέβαια διαβάζω, σε λήμμα σχετικό με τα τσακώνικα που κουβεντιάζαμε, ότι «η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.»
Λ said
Συνομπλάζο(υ)μαι= συναντώ
Αναορεύομαι (αναορεύτηκα αναορευτώ) συμβουλεύομαι γιατρό. Λςμε πχ ήταν άρρωστος τζιαι δεν αναορέφτηκεν.
Πολυ συχνά προτροπή σε κάποιο άρρωστο:Να αναορεφτείς
Για τις όρνιθες που κοιτάζουν (τζοιδκιαζουν στα κυπριακά) έχουμε ξαναμιλήσει.
Για το ύστερα (εμείς το λέμε ύστερις) δεν το ήξερα. Παντως το πριν το λέμε ομπρίττερα
Γιάννης Κουβάτσος said
Από πού ξεκινάνε οι λέξεις και πού και πώς καταλήγουνε…Από πολιτισμό σε πολιτισμό, από λαό σε λαό, από στόμα σε στόμα…
Ένα ποίημα για την Πάτμο, από τον Μυτιληνιό ποιητή Φαίδωνα Θεοφίλου:
«Στην αρχή ήταν το δέος.
Όταν άρχισε να ραγίζει, όλα ξεδιάλυναν.
Βράχια ξεφύτρωναν
με το νεύμα του Θεού.
Η θάλασσα καθρέφτιζε τις προθέσεις τ’ ουρανού.
Ποιητών και Αγίων ψιθυρίσματα,
με τις τέσσερις εποχές να παραστέκουν.
Στο καστρομοναστήρι οι αιώνες ταξινομημένοι
με την πνοή της Ιστορίας.
Τα λόγια του Ιωάννη κεντημένα στον αιθέρα
και τα οράματα να φωλιάζουν στο σπήλαιο.
Μπαίνουμε στο λιμάνι
και μας μηνάει η Πάτμος:
«Στην πέτρα η Δύναμή μου,
η Σοφία μου στο λευκό
οι ισορροπίες της Ψυχής μου στα σχήματα».
Με αρσενοπρέπεια κατεβαίνει ο ήλιος
τη σκάλα του στη θάλασσα.
Οι αποχρώσεις ξεσπούν
σαν παιδικά αισθήματα.
Άγγελοι κρατούν στα κύματα τον ίσο…
Ο Ιωάννης αλλοπαρμένος
απ’ το Ουράνιο Πάθος
αφήνει τη φωνή Του ως εμάς:
«Στου Θεού τον Έρωτα αφεθείτε»!
Και στων Ανθρώπων, ψιθύρισα
και στων Ανθρώπων,
ενώ το πλοίο έδενε στο ντόκο…»
Raf said
Ευχαριστώ κι εγώ για τα σχόλια και το ενδιαφέρον σας! Δεν φανταζόμουν πως το ‘νιορεύω’ θα είχε τόσες παραλλαγές και τόση ιστορία απο πίσω. Άραγε πώς προκύπτει το ‘νιστορεύω’ που παίζει στην Πάτμο και τουλάχιστον ακόμα στους Φούρνους;
21 Από το ’80-’90 και για κάποια χρόνια ακόμα, όταν είχαν ανοίξει τα πρώτα νυχτερινά μαγαζιά στο νησί, οι νέοι χρησιμοποιούσαν συχνά και γι’ αυτά το ‘πολύκω’. Γενικώς έχω παρατηρήσει πως οι νεότεροι χρησιμοποιούν πάρα πολύ τη ντοπιολαλιά, επιτηδευμένα αλλά δημιουργικά και με χιούμορ.
23 Λοιπόν, μου πρότειναν αυτήν την ετυμολογία αλλά δεν μ’ έπεισε αρκετά για να την αναφέρω.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Καλησπέρα.
Ἄργησα ἀλλὰ μπῆκα· καὶ χάρηκα πολύ. Πρῶτα γιατὶ ἡ Πάτμος εἶναι στὴν ψυχή μου. Τὴν ἐπισκέφτηκα πρὶν 22 χρόνια καὶ μαγεύτηκα.
Σκέτη γλύκα.
Δὲν ξέρω πῶς θὰ μοῦ φανεῖ ὅποτε ξαναπάω. Ἐλπίζω νὰ μήν ἔχει ἀλλάξει πολύ.
Ὅσο γιὰ τὸ θέμα εἶναι γνωστὸ τὸ πάθος μου γιὰ τὶς ντοπιολαλιές.
Στὸ θέμα μας λοιπόν.
αστοιβή (η): ἀσκοιβὴ (μὲ τὴν ἴδιαν ἔννοια) στὰ Θερμιά.
καθοικιά (η): κατοικιὰ (μὲ τὴν ἴδιαν ἔννοια) στὰ Θερμιά.
νιορεύω: νεορεύω (=διακηρύσσω τὶς ἀγαθοεργίες μου) στὰ Θερμιά.
Κλείνοντας θέλω νὰ συγχαρῶ τὸν Raf γιὰ τὸ σημερινό του ἄρθρο καὶ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Νικοκύρη ποὺ τὸ φιλοξένησε.
Georgios Bartzoudis said
«πολύκω: (συνήθως για την εκκλησία) τελειώνω: «Ηπόλυκε η λειτουργιά γιά ακόμα;». Πιθανότατα από το “απολύω”.»
# Ένα …πατινιώτικο λέμε και μεις: Απόλ’κι η εκκλησιά, αλλά και απόλ’κα τα ζώα για να βοσκήσουν. Πάνε και απόλνα τη φοράδα, κλπ, κλπ
# Άραγε η …πατινάδα που χορεύανε κάποτε, έχει σχέση με τα πατινιώτικα::
ΕΦΉ - ΕΦΗ said
45 Λ.* Αναορεύομαι (αναορεύτηκα αναορευτώ) συμβουλεύομαι γιατρό.
Ανεγογυρεύομαι/ ‘νεγογυρέψου/να ‘νεγογυρευτείς » «
sarant said
47 Κι εγώ σε ευχαριστώ!
49 Πατινάδα από το matinada νομίζω
ferrothorn64 said
Το μπλάζω μπορώ να πω ότι το έχω ακούσει και στη μετοχή του μάλιστα. Μια Πατινιά συμμαθήτριά μου περιέγραψε το σάντουίτς της ως «μπλασμένο» όταν προσπαθούσαν όλα τα υλικά απεγνωσμένα να ξεφύγουν.
Εγώ βέβαια χρησιμοποίησα την κεφαλονίτικη λέξη χωρίς να το ξέρω ότι έχουν παρόμοια σημασία: ριπίζω!
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Όμορφο άρθρο, συγχαρητήρια στον Raf αλλά και σε όλους αυτούς τους ωραίους ανθρώπους που έχουν αυτό το όμορφο και δημιουργικό μεράκι και μας χαρίζουν σε τακτά διαστήματα μια γλωσσική γνώση που χάνεται σιγά σιγά από την γενική πολιτισμική ομογενοποίηση (που δεν είναι απαραίτητα κακή) ελέω της ΤV και πλέον του διαδικτύου που μίκρυναν της αποστάσεις και έριξαν τα τείχη του διαφορετικού.
Από τις λέξεις δεν ξέρω καμία αν κι έχω επισκεφθεί την Πάτμο -Πάτινο (αυτή την ονομασία την ξέρω από την πρώτη φορά που πήγα το 1988) δύο φορές.
«κα: επιφώνημα απορίας, έκπληξης» Λογικά πρέπει να είναι αντίστοιχο του «πά» που λένε η μάνα μου κι οι συγγενείς μου από τον Έβρο.
48 – «Δὲν ξέρω πῶς θὰ μοῦ φανεῖ ὅποτε ξαναπάω. Ἐλπίζω νὰ μήν ἔχει ἀλλάξει πολύ.»
Πρόπερσι πήγα για δουλειά για μία εβδομάδα, γλυκιά είναι ακόμη αλλά έχει αλλάξει πολύ από τότε που είχα πάει πρώτη φορά. Δυστυχώς ελάχιστα νησιά έχουν κρατήσει τον χαρακτήρα τους, τα περισσότερα παραδόθηκαν στην τουριστική και ιδίως στην κερδοσκοπική αλλοτρίωση, υπονομεύοντας ακριβώς αυτό που «πουλάνε» και το χειρότερο, είναι πως δεν έχουν αντιληφθεί πως το προϊόν τους είναι άκρως ελεγχόμενο από ξένους άρα και οι ίδιοι.
Δύο από αυτά που έχουν κρατήσει την χαρακτήρα τους, είναι τα πολυαγαπημένα μου (για προσωπικούς λόγους) Σαμοθράκη και Αη Στράτης, αξίζει να πάει κάποιος, θα περάσει υπέροχα αρκεί να είναι προετοιμασμένος για το διαφορετικό που θα συναντήσει που δεν έχει καμία σχέση μ΄όλον αυτόν τον καλοκαιρινό αχταρμά των γνωστών νησιών και παραλιών.
Είναι και καμιά δεκαριά άλλα ακατοίκητα νησάκια εκτός γραμμής, που είναι συμπαντικά ποιήματα αλλά δεν τα δημοσιοποιώ, τα λέω μόνο σε φίλους που έχουμε τις ίδιες αντιλήψεις για «διακοπές» και την γενικότερη στάση ζωής, (εσένα αν θέλεις θα σου πώ, θα πάμε μόνοι μας με το Κοπίστιον. 🙂 )
Theo said
Κι ένα βιβλίο του Χρήστου Βακαλόπουλου που «έφυγε νωρίς», στο οποίο, με πολλή αγάπη, αναφέρεται στην Πάτμο: Η γραμμή του ορίζοντος.
Γιάννης Μαλλιαρός said
αστοιβή. Ε, ναι. ασκ’βή, σε μας για την ακρίβεια, αλλά γνωστή.
γαντέρω. –> αγαντέρνω αλλά όχι μόνο αντέχω, αλλά και βάζω πλάτη για κάτι.
νιορεύω –> ανιγουρεύου. Με την ίδια ακριβώς σημασία (αλλά όχι τηλεφωνικά, μόνο διά ζώσης).
Αυτά και τέλος, άλλο κοινό δεν έχουμε στα Πλωμάρια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
49α
Καὶ ὅταν μιὰ φορὰ πῆγε νὰ λειτουργηθῆ ὁ βασιλὲς κι ἀπόλυκε ἡ ἐκκλησία,
σελ.96 τέλος
Click to access b_lykeiou_1967.pdf
β. Απάντησε ο αρμόδιος κι αυτό ξέρω κι εγώ εκ παραδόσεως,(σωστό ή όχι 🙂 ) ότι είναι της ίδιας καταγωγής με την μαντινάδα/ματινάδα/πατινάδα/το τραγούδι της αυγής(της καντάδας)
>>πολύκω [Απο το απολύω, πράγματι. Δεν ξέρω πώς είναι ο ενεστωτικός τύπος στα πατινιώτικα, αν δηλαδή έχει α- ή όχι. Πανελλήνιο αλλά με πολλές σημασίες και πολλές τοπικές παραλλαγές].
απολνώ & απολνιέμαι, λέει εδώ
«Κι ουδέ την κόρη απόλυκε, ουδέ τα λύτρα εδέχθη»
«Κάνε το παιδί σου παπά, κι απόλα το στο λόγγο.» | < από + λύω.
Η Απόλυση δεν είναι ιερουργικά/επίσημα το τελευταίο μέρος, της Θ.Λειτουργίας;
Γς said
50:
>να ‘νεγογυρευτείς
Εσύ! Κι όλο σου το σόι…
Γς said
55:
>νιορεύω –> ανιγουρεύου. Με την ίδια ακριβώς σημασία (αλλά όχι τηλεφωνικά, μόνο διά ζώσης).
Για την ακρίβεια [λέω εγώ τώρα] όχι από σταθερό τηλέφωνο. Μόνο από κινητό!
>Αυτά και τέλος, άλλο κοινό δεν έχουμε στα Πλωμάρια.
Γιάννης Ιατρού said
57: Γς, ντροπή ρε! Τι σού ΄κανε/είπε η γυναίκα και λες τέτοια;
Γς said
Μου’ πε να πάω να ‘νεγογυρευτώ
Alexis said
Καλημέρα.
Διάβασα με καθυστέρηση το άρθρο και μόλις τώρα πρόλαβα να μπω να σχολιάσω.
Συγχαρητήρια στον Raf για τη δουλειά του και στο Νικοκύρη που μας το παρουσίασε.
Άγνωστες σε μένα σχεδόν όλες οι λέξεις αν και ορισμένες μοιάζουν κάπως με λέξεις που λέγονται και αλλού:
αστοιβή (η): αγκαθωτός θάμνος, ίσως από το αρχαίο “στοιβή”.
[Πράγματι, από το αρχαίο στοιβή. Λέξη μάλλον πανελλήνια, συχνά «αστοιβιά».
Αστοιβιά γράφει και ο Βάρναλης στην «Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου»:
«Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά»
(το «σε μια στοίβα καλαμιές» του Μητροπάνου, μάλλον είναι άλλο πράμα… 🙂 )
πολύκω: (συνήθως για την εκκλησία) τελειώνω: «Ηπόλυκε η λειτουργιά γιά ακόμα;». Πιθανότατα από το “απολύω”.
[Απο το απολύω, πράγματι. Δεν ξέρω πώς είναι ο ενεστωτικός τύπος στα πατινιώτικα, αν δηλαδή έχει α- ή όχι. Πανελλήνιο αλλά με πολλές σημασίες και πολλές τοπικές παραλλαγές].
Στο Ξηρόμερο λένε «πολάω, μπολάω, αμπολάω», αλλά με άλλη σημασία. Για τα πρόβατα όταν τα αμολάνε για βοσκή σε συγκεκριμένο χωράφι. Ομηρικοί καυγάδες έχουν γίνει (κάποιους τους έχω παρακολουθήσει δια ζώσης) γιατί κάποιος «απολάει τα πρόβατα» στο χωράφι του αλλουνού.
Για την εκκλησία λένε απλά «σκόλασε» όπως λέγεται πανελλήνια νομίζω.
πόρος (ο): πρόχειρη πόρτα στα όρια ενός κτήματος.
Στην Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρο και αλλού τη λένε «ποριά» ή «πουριά» αυτή την πόρτα. Δεν ξέρω αν έχει ετυμολογική σχέση με τον «πόρο», ο οποίος, έτσι κι αλλιώς απαντάται συχνότατα και ως μικροτοπωνύμιο για περιοχές και τοποθεσίες.
Κουτρούφι said
Στη Σίφνο:
1. αστοιβή. (όνομα ανθοπωλείου εδώ και αρκετά χρόνια)
2. κουνέτα. Με πρώτη ματιά και διαβάζοντας τι σημαίνει, πήγε το μυαλό μου στο «κουτέντο» που επίσης σημαίνει υδρορροή στη Σίφνο και δεν ξέρω από που προέρχεται.
3. μπαταρόλος. Διαδεδομένο στο Αιγαίο. Ο Μάρκος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του κάποιον Μπαταρόλο στη Σύρο. Στη Σέριφο διασώζεται τραγούδι με τον τίτλο αυτό. Εμφανίζεται και ως «παταρόλος». Στη Σίφνο υπάρχει τέτοιο παρατσούκλι.
4. πιτσίτης. Στη Σίφνο, πισ(σ)ίτης: Επίσης ο κολασμένος.
Καλά με συκοφάντησες, πως παω στο νιχύτη
η πλάκα σου να κάβγεται, αλλόπιστε πισ(σ)ίτη.
Αντώνης said
#15
Κι όμως, θυμάμαι ότι, όταν ήμουν μικρός, στην Καισαριανή, είχα έναν φίλο που το χρησιμοποιούσε μ’αυτόν τον τρόπο («Γιατί κάνεις έτσι τώρα αφού ύστερα μου έλεγες διαφορετιικά;»). Δυστυχώς, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε (αναφέρομαι στη δεκαετία του ’50) κι έχω ξεχάσει την καταγωγή του – αν υποθέσουμε ότι την ήξερα τότε.
Γιάννης Ιατρού said
60: Γς,
μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν φαντάσματα, να πέφτεις για ύπνο, γιατί τα μάτια σου κάνουν πουλάκια 🙂 🙂
(στο #50 δεν αναφέρεται κανείς σε σένα…)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στην Πάτινο, στου Απολλού,
θα πάω να ψαρέψω,
να πιάσω ψάρια διαλεχτά
να ’ρθω να σε φιλέψω
Κατσαράς Αλέξανδρος said
Καλημέρα..Αναμενόμενη η ομοιότητα αρκετών λέξεων με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στη Ρόδο..π.χ «η εκκλησία επόλυκε» , αντί του φιδαρεύομαι έχουμε το «φιαρούμαι » ή «φιαρέβγουμαι» , το κακόμιτσος το έχουμε και εμείς έτσι και με την ίδια σημασία το κακόμος (συνήθης η έκφραση ε κακόμε ! ή κακομά! ) κτλ…
Λ said
Το πολύκω, πόλυκε μου θυμίζει τους Κύπριους ρης Νότιας Αφρικής που λενε να βρήκω αντί να βρω
sarant said
66 Αναμενόμενη, όντως.
Παναγιώτης Κ. said
Το τεστ που κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή να δούμε πόσες λέξεις γνωρίζουμε, έδωσε μηδενικό αποτέλεσμα!
Μαζινοκεβερι said
Χαίρετε φίλοι. Θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο που είναι εκ πρώτης όψεως λιγάκι ψιλοάσχετο αλλά συνδέεται με το θέμα των ξένων λέξεων και έχει συζητηθεί στο freeinquiry.gr στα πλαίσια προοδευτικών γλωσσολογικών προσεγγίσεων. Από ό,τι κατάλαβα από το λίγο που έχω παρακολουθήσει το ιστολόγιο, τέτοια προσέγγιση ακολουθείται και εδώ. Ανακάλυψα τη σελίδα διαβάζοντας τις διασκεδαστικές αποδομήσεις που έχει κάνει ο ταλαντούχος Κ. Σαραντάκος σε γλωσσικούς μύθους εθνικιστικής κυρίως έμπευσης.
Αυτό που λέμε σήμερα δημοτική ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει και άρα η σύγκρουση μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής ήταν μια σκιαμαχία επιζήμια για τα εθνικά μας γράμματα. Όπως καταλαβαίνει οποιος έχει μελετήσει (αμετάφραστα) κείμενα αγωνιστών του ’21, η γλώσσα της Οθωμανικής περιόδου, (που αποτελεί οχι τυχαία την λιγότερο μελετημένη γλωσσολογικά περίοδο) ήταν ένα μιξοβάρβαρο ιδίωμα, ακαλλιέργητο λογοτεχνικά. Φυσικα, τα πιο απομονωμένα και πληθυσμιακά ομογενή μέρη ελληνόφωνων, μιλούσαν μια σχετικά καθαρότερη μορφή της νεοβυζαντινης η οποία όμως σε λίγα θυμίζει αυτό που αργότερα ονομάστηκε δημοτική επειδή ήταν και αυτή πατουά.
Μια εθνική γλώσσα συγκροτείται όταν μια διάλεκτος ανάγεται σε επίσημη γλώσσα. Στην Ελλαδα ακριβώς αυτό δεν έγινε. Καμία διάλεκτος δεν έγινε επίσημη γλώσσα. Και ούτε ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο γιατί προϋπέθετε ότι οι ομιλητές της διαλέκτου κυριαρχούν πολιτικά πάνω στο υπόλοιπο έθνος και ασκούν έτσι καθοριστική επιρροή. Στην περίπτωσή μας αυτό που έγινε είναι οτι εξοβελίστηκε από την επίσημη γλώσσα το μεγαλύτερο μέρος των νεοβυζαντινών, βαλκανικών, τουρκικών και ενετικών στοιχείων και ειχαμε την αποδωση δυτικοευρωπαϊκών λέξεων με βάση συχνά αυθαίρετη χρήση αρχαίων υλικών. Ενώ οι Βαλκάνιοι, οι Ανατολικοευρωπαίοι και άλλοι υπανάπτυκτοι λαοί δανείστηκαν μαζικά από την εσπερία, εμείς κάναμε του κεφαλιού μας.
Αυτό μαζί με την μετέπειτα αποτυχία συγκρότησης ουσιαστικης επιστημονικής και τεχνικής παράδοσης οδήγησε σε μια κατάσταση όπου για να μεταφράσεις ένα τεχνικό κείμενο της βικιπαίδειας πρέπει όχι μόνο να ψάξεις σε πολλές περιπτώσεις δεξιά και αριστερά για να βρεις πως λέγεται κάτι αλλά να καταλήγεις και σε αντιφάσεις. Π.χ. τον βασικό μεταλλουργικό όρο smelting, οι μέν τον ονομάζουν συγχώνευση, άλλοι χώνευση άλλοι τήξη και άλλη σύντηξη. Χρειαζομαστε καποιον που θα ορισει τι πρεπει να χρησιμοποιουμε και τι οχι. Για ποιό λόγο όμως δεν έχουμε μια ρημάδα λαϊκή λέξη για μια πανάρχαια δραστηριότητα; Δεν εχουμε γιατι όλοι αυτοί οι όροι ειναι κάλπικοι. Οι δυο πρωτοι ειναι αρχαιοι και οι αλλοι δυο ειναι αρχαιες λεξεις που αποδιδουν σύγχρονες γαλλικές. Κανενας Έλληνας μεταλλουργός δεν τους χρησιμοποιούσε στο προσφατο γλωσσικό παρελθόν. Χρησιμοποιούνταν τουρκικές η άλλες λέξεις.
Εκτός αυτου πρέπει και να κάνεις το έργο του γλωσσοπλάστη. Βλεπω τους όρους «Raseneisenstein» και «Βοhnerz», δεν μπόρω να βρω πως μεταφράζονται και πρέπει να βρω μια διέξοδο. Να πω το μεν «σιδηρόπετρα γρασιδιού» και το δε «φασολομετάλλευμα»; Πέρα απο το γεγονός οτι το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί αισθητικά, ο αναγνώστης δεν θα μπορεί να καταλάβει τι λέω και έτσι πρέπει να παραθέσω την ξένη λέξη.
Υπάρχει και ένα τρίτο πρόβλημα. Έχουν καθιερωθεί για λέξεις που θα έπρεπε να μεταφράζονται και να προφέρονται εύκολα, διάφορες άτσαλες καθαρευουσιανιές. Πχ. για το Steinkohlenteer εχει καθιερωθεί το λιθανρακοπίσσα αντί για το «πίσσα απο καρβουνόπετρα». Δεν είναι όντως πιο μεστή και πιο ζωντανή η λέξη ‘καρβουνοπετρα’ απο τη λέξη «λιθάνθρακας»; H πρώτη φέρνει κατευθείαν στον νου ενα κάρβουνο σκληρό σαν πέτρα κάτι που δεν κάνει η δευτέρη. Επίσης οι σύγχρονες γερμανικές νόρμες κάνουν διάκριση μεταξύ Pech (πισσα) και Teer. Οι γαλλοαγγλικές κάνουν διαφορετικές διακρίσεις μεταξυ pitch και tar. Επειδη εδω δεν εχουμε ξεκαθαρισμένη σχέση μεταξύ κατραμιού και πίσσας δεν ξέρω πως να αποδώσω τις εκάστοτε ξένες λέξεις χωρίς επεξηγήσεις. Αλλά βέβαια τι να τις κάνουμε εμείς τις λεπτές και σαφείς διακρίσεις για τόσο ποταπά και βρώμικα πράγματα όπως οι πίσσες και τα παλιοσίδερα; Αξιωθήκαμε ποτέ να στήσουμε σοβαρή παραγωγική βάση;
Στις μεταφράσεις βιβλιών χημείας σου βγαίνει το είναι να πρέπει να μάθεις πως το λένε στα Ελληνικά. Αντι απλώς να γράφουμε νατρανθρακάτο και να ειναι ευκολη η συνδεση με τους ξενους ορους sodium carbonate, Natriumcarbonat, carbonat de sodium, το λεμε ανθρακικό νάτριο. Και εδω πρεπει να εφευρίσκεις ξένους όρους καθώς π.χ. δεν μπορείς να μεταφράσεις το «leaching» ως έκπλυση η διήθηση. Το βάφτισα αλισίβωση.
Και στην ιατρική τα ίδια. Αντι να πούμε τρανσφέκτηση η τρανσφέκτωση, ή τρανσφεξιόνη λέμε… ένας θέος ξερει. Και μην ακούσω δικαιολογίες. Ακομα και οι ΙΑΠΩΝΕΣ δανείστηκαν την λέξη.
Όσο για την ορθογραφία, από τη μια έχουμε τον Κυρ Μπαμπινιωτη να λέει το δικο του και άλλοι λεξικογράφοι να λενε το δικό τους. Ένα Duden ρε παιδί μου δεν μπορούμε να έχουμε; Ένα έργο αναφοράς που θα σου λέει «γράψτο ετσι να προχωρησει ο ντουνιάς και σκασμός» και όλοι να βγάζουν τον σκασμό. Οι ξένοι λύσανε αυτό το πρόβλημα απο τέλη του 19ου αιώνα. Εμείς ακόμα το βιολί μας. Μετατρέπουμε μια πρακτική ανάγκη σε ενα θέμα γοήτρου και αψιμαχιών με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται ποτέ μια πολύ σοβαρή και πρακτική ανάγκη.
Έπρεπε να είχαμε καταλήξει ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ότι δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει ελληνική δημοτική γλώσσα επειδή η τουρκική και άλλες ξένες γλώσσες αντικατέστησαν και εξοβέλισαν σε μεγάλο βαθμό τη νεοβυζαντινή για προφανείς ιστορικούς λόγους. Και έπρεπε να είχαμε καταλήξει οτί αντί να κάνουμε εισαγωγή από μια νεκρή γλώσσα που έχει τελείως χάσει την επαφή της με την σημερινή γλώσσα, συμφέρει πιο πολύ να δανειστούμε απευθείας απο τα Αγγλικα, τα Ιταλικά, τα Γαλλικά και τα Γερμανικά. Έπρεπε επίσης να είχαμε καταλήξει ότι η καθαρεύουσα δεν μπορεί να γίνει ποτέ λαϊκή γλώσσα, Οπότε κρατάμε ότι πιο φυσικό και αληθινό έχει η Ελληνική, πετάμε έξω τα Τούρκικα εκτός από ό,τι αφορά στην οθωμανική κουζίνα και κατά τα άλλα εξευρωπαϊζουμε την γλώσσα.
Αντί για αυτό γράφουμε έκρηξη αντί για εσπλοζιόνα, αιθάλη αντι για ρούσι (Ruß), βιομηχανία αντι για ινδουστρία, ταξίαρχος αντί για βριγαδιέρος, καλλιτέχνης αντί για αρτίστας, οπλοπολυβόλο αντί για μαζινοκεβέρι, μηχανάκι αντί για μοτοράδι γιατί μάλλον όλα αυτά τα είχαμε και στο χωριό μας βλέπεις. Είμασταν εντάξει με το να δανειστούμε το πράγμα και τα χρήματα για να αγοράσουμε το πράγμα, αλλά η λέξη μας κακοφάνηκε.
sarant said
70 Να ζητησω συγνώμη που το σχόλιο αυτό, που βάζει τόσα ζητήματα, εμεινε πιασμένο στη σπαμοπαγίδα σχεδόν μια μέρα
Πέπε said
Το νηορεύω έχει τελείως ξεκάθαρη ετυμολογία. Για να το ορθογραφήσουμε δε χρειάζεται ειδικό άρθρο, αν και μπορεί να χρειάζεται για τις σημασιολογικές του εξελίξεις.
Αναγορεύω > ανηγορεύω: ιδιωματικώς πολλά σύνθετα ρήματα μονιμοποιούν την αύξηση (υποχωρητικά από τον πρτ. και αόρ.), πρβλ. ανεστενάζω κλπ.
ανηγορεύω > νηορεύω: πρώτον, σε όλα τα 12νησιακά ιδιώματα συνηθίζεται η σίγηση του γ (και β και δ) μεταξύ φωνηέντων. Δεύτερον, στα ίδια ιδιώματα, συνηθίζεται -για να μην πω ότι γίνεται χωρίς εξαιρέσεις- τα ρήματα από α- να το αποβάλλουν: γαπώ, ννοίω (ανοίγω), λλάσσω (αλλάζω), ακόμη και ρμέω (αρμέγω). Κατά τη γνώμη μου η ερμηνεία είναι ότι αυτά τα ρήματα, για κάποιο λόγο, διατήρησαν την αρχαία χρονική αύξηση (ηγάπησα, ήννοιξα, ήλλαξα, ήρμεξα), η οποία όμως, συμπίπτοντας με τη συλλαβική αύξηση η- των ρημάτων από σύμφωνο (ήβλεπα, ήτρεχα, ήτρωα, ήφαα) που αργότερα ανέπτυξαν αυτά τα ιδιώματα, εκλήφθηκε λανθασμένα ως συλλαβική κι αυτή, δηλαδή ως κάτι που δεν ανήκει στο θέμα του ρήματος.
(Στα 12νησιακά και γενικώς τα νότια ιδιώματα η συλλαβική αύξηση είναι αλλού η- όταν τονίζεται και ε- όταν δεν τονίζεται, π.χ. ήφαα – εφάαμε, κι αλλού πάντα η-, π.χ. ήφαα – ηφάαμε. Το παραπάνω φαινόμενο με την αποβολή του αρχικού α- των ρημάτων συμβαίνει σε κάποιο μέτρο και στα κρητικά, που η αύξηση είναι η- όταν τονίζεται και ε- όταν δεν τονίζεται.)
Στην Κάρπαθο νηορεύγω σημαίνει αναθυμούμαι κάποιον κι αναρωτιέμαι τι να γίνεται, δηλ. πολύ παραπλήσιο με της Πάτμου (μόνο που ο Πατινιώτης δεν κάθεται να αναρωτιέται, πηγαίνει και να δει μόνος του). Ανηόρευτος (με καινούργιο α- στην αρχή, στερητικό τώρα*) είναι εκείνος που κανείς δεν τον αναθυμάται, και ιδιαίτερα εκείνος που, όταν συρρέουν στο χωριό ξενοχωριανοί για κάποιο πανηγύρι και φιλοξενούνται σε ντόπια σπίτια, αυτός δεν έχει φιλοξενούμενος. Πολύ βαριά λέξη, χειρότερη από το δικό μας ακοινώνητος. Αυτά, πριν ανοίξουν οι αμαξιτοί δρόμοι από χωριό σε χωριό (τώρα δε χρειάζεται φιλοξενία, κάθονται όσο κάτσουν και μετά επιστρέφουν).
Παρεμπιπτόντως, ας σχολιάσουμε και μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση: το να χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα για το «επισκέπτομαι» και το «τηλεφωνώ» συμβαίνει και στα αγγλικά. Στην κάπως παλιά λογοτεχνία, αρχές 20ού και πίσω, βλέπουμε συχνά το call με την έννοια της (σύντομης) επίσκεψης. Όταν μπήκε το τηλέφωνο στη ζωή μας, η έννοια του ρήματος επεκτάθηκε κι εδώ. Άρα η πρόσφατη ελληνική μετάφραση «καλώ» δείχνει πλήρη έλλειψη κατανόησης του μεταφραζόμενου.
Όσο για το νιστορεύω, κι αυτό δεν έχει τίποτε περίεργο: Αναστορούμαι, ανεστορούμαι, ανιστορούμαι λέγεται σε πολλά μέρη με την έννοια «αναθυμούμαι», άλλωστε και το κοινότερο «ανιστορώ» κοντινή έννοια έχει: θυμούμαι κάτι που συνέβη για να το αφηγηθώ.
______________
* [Εκ των υστέρων κοίταξα τον Μηνά και δεν τα λέει ακριβώς έτσι. Μάλλον δίκιο θα έχει, αλλά δεν το αλλάζω τώρα, το βασικό νόημα παραμένει το ίδιο.]
Πέπε said
…δεν έχει φιλοξενούμενους
sarant said
72 Προφέρεται νη-ορεύω ή νηορεύω;
Πέπε said
νη-ο
Αυτά τα σύμφωνα που χάνονται αφήνουν πάντα κάποιο ίχνος (κάπως ανάλογα όπως το h στα γαλλικά, που υπάρχει κι ας μην προφέρεται). Εδώ το ίχνος είναι η ασυνιζησία. Ακόμα και λέξεις όπως «λιάι» (=λιβάδι) προφέρονται με τρεις διακριτές συλλαβές, όλο φωνήεντα, «λϊάϊ» ας πούμε.
Μόνον τα όμοια φωνήεντα μπορούν να συνιζηθούν (συναιρεθούν;), π.χ. εβδομάδα > εβδομάα > εβδομά (πληθυντικός όμως κανονικά, εβδομάες).
Πέπε said
Βασικά, η αίσθησή μου είναι ότι το σύμφωνο που σιγάται δε χάνεται. Ως φώνημα παραμένει στη θέση του, αλλά προφέρεται με τον φθόγγο [τίποτε]. Όταν βρεθεί σε μη ενδοφωνηεντικό περιβάλλον, π.χ. στην αρχή της λέξης αλλά μετά από τελικό -ν, επανεμφανίζεται, π.χ.:
το δάκρυ – προφέρεται [το άκρι]
των δακρύων – προφέρεται [τωδ δακρίω] ή [τω δδακρίω]
Άρα (εκτιμώ) ο ομιλητής, όταν λέει «άκρυ», σκέφτεται «δάκρυ».
Γς said
64:
Ντοcteur Ζαντάρμ το ξέρω.
Εγώ όμως το πήρα προσωπικά.
Για χαβαλέ
Κων/νος said
Συγχαρητήρια για το άρθρο!
Μια πολύ ενδιαφέρουσα λέξη που θα μπορούσε να προστεθεί στις 21 που παρουσιάζονται είναι και το «σουλουντράνι» (η υδρορροή). Δεν γνωρίζω την προέλευσή της αλλά προσωπικά μου αρέσει τόσο που τη χρησιμοποιώ κι εκτός Πάτμου κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε! (Όταν μάλιστα ήμουν φαντάρος, είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία μεταξύ των συναδέλφων!)
sarant said
78 Να είστε καλά. Το σουλουντράνι τουρκικό (σου το νερό, σουλαντίζω ποτίζω)
B. said
Να προσθέσω στις προαναφερθείσες ομοιότητες με τα καριώτικα εκτός από το μπλάζω που το είχαμε δει και τότε τα «κα» και «κακόμα / κακόμιτσο» που λέγανε οι παλαιότεροι (τώρα έχει εκλείψει σχεδόν, αν και ένας δημοφιλήε αδελφός μιας προγιαγιάς μου λεγόταν κοροϊδευτικά «Κα-Γληγόρης» επειδή χρησιμοποιούσε το επιφώνημα).
Δίπλα είναι τα νησιά μας, καταλαβαινόμαστε…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
80. «κα» και «κακόμα / κακόμιτσο»
Μου θυμίσατε ότι λέγανε αντίστοιχα «κακο» μπρος απ΄ τ΄όνομα , συγκοπτόμενο του κακομοίρη/κακομίτση με τρυφερή συμπόνια όμως : ε κακο-Μαρία ιντα ΄παθες, κακο-Γιώργη κλπ
κακοτερένιος, ο αδύνατος κι αδύναμος
Πέπε said
@80:
Ο Κα-Γληγόρης του τραγουδιού ήταν ο συγγενής σου; !!
Το κακόμα (κλητική αρσενικού) – κακόμη (θηλυκού) το έχω ακούσει και στην Κάλυμνο. Στη δε Ικαρία, χωρίς να το έχω ακούσει ιδιοχείρως, το έχω δει γραμμένο (σε τραγούδι) «κακόη». Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις όπου χάνεται το -μ- στα καριώτικα, ενώ στων άλλων γλωσσικά συγγενών νησιών τα ιδιώματα δεν ξέρω να συμβαίνει αυτό.
Το Κα- το ήξερα μόνο από το τραγούδι και δεν το καταλάβαινα.
Πέπε said
Β, μιας και πιθανότατα θ’ αργήσεις να το δεις, και στο μεταξύ βρήκα την απάντηση, τη γράφω μόνος μου:
Ναι, αυτός του τραγουδιού!
sarant said
Μικρός ο κόσμος 🙂
Δημητρης Αμοργιανός said
http://fournoi-lexiko.blogspot.com/2010/04/1_27.html#comment-form
https://www.facebook.com/groups/111910198823467/?multi_permalinks=2452508598096937%2C2448317531849377%2C2449979348349862%2C2448378095176654¬if_id=1548436325187698¬if_t=group_activity
Καλησπέρα από τους Φούρνους Ικαρίας!
sarant said
Ευχαριστούμε πολύ!
raf said
23 Χαίρετε! Το «γιολάβω» το έχω εντοπίσει έκτοτε και «γυαλεύω», και νομίζω πως πράγματι προέρχεται από τον τρόπο αναζήτησης θαλασσινών με γυαλί.