Ζωώδεις καταστάσεις
Posted by sarant στο 13 Ιουνίου, 2018
Το σημερινό άρθρο το εχω δανειστεί από μια συζήτηση που έγινε στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ, στην οποια συμμετεχω (και σας προτρέπω να γίνετε μέλη, αν χασομεράτε και στο Φέισμπουκ). Οπότε, τα περισσότερα λήμματα του καταλόγου που ακολουθεί τα έχουν βρει οι φίλοι που συμμετείχαν στη συζήτηση. Εγώ εμπλούτισα τον κατάλογο, τον έβαλα σε αλφαβητική σειρά και έγραψα και μερικά πράγματα για το κάθε λήμμα. Μερικά σπανιότερα λήμματα τα έχω με αστερίσκο.
Το ζητούμενο είναι να βρουμε ρήματα που περιγράφουν ανθρώπινες συμπεριφορές ή καταστασεις παραπέμποντας μεταφορικά σε χαρακτηριστικά ή σε ιδιότητες ζώων, όπως σκυλιάζω, κορακιάζω ή μουλαρώνω.
Να διευκρινίσω ότι δεν μας ενδιαφέρουν ρήματα που δηλώνουν την ενέργεια που κάνουμε στο/με το ζώο, όπως ψαρεύω ή ιππεύω, έστω κι αν το ψαρευω μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά.
-
- αλαφιάζω: τρομάζω καποιον· αλαφιάζομαι: τινάζομαι τρομαγμένος, ξαφνιασμένος, όπως το αλάφι (ελάφι).
- *αλεπογανίζω: Χρονοτριβώ με άσκοπες μετακινήσεις εδώ κι εκει, όπως η αλεπού, η οποία, κατά την κοινή αντίληψη, κάνει ελιγμούς για να χαθούν τα ίχνη της.
- *αλεποτινάζω: Αρπάζω κάποιον με δύναμη και τον τινάζω, όπως τα σκυλιά την αλεπού.
- *αλεπουδεύω, ιδίως στα ποντιακά με τη μορφή λαπουδεύω. Αναλαμβάνω σωματικές δυνάμεις μετά από αρρώστια. Και αναλαμβάνω οικονομικά.
- *αλεπουδίζω: Κάνω πονηριές και τσαλιμάκια, αν πιστέψω κάποιες αναφορές στο Διαδίκτυο. Και το αρχαίο αλωπεκίζω.
- αλωπεκίζω. Βλ. παραπάνω.
- αποκτηνώνομαι: Με τον γενικό όρο, φερομαι σαν ζώο, κυριαρχούμαι από κατώτερα ένστικτα.
- αραχνιάζω: βρίσκομαι σε κατάσταση εγκατάλειψης, ερήμωσης. Είμαι παρατημενος. (Μπορεί να νοηθεί και κυριολεκτικά, για μέρος που έχει γεμίσει με ιστούς αράχνης).
- αρκουδίζω: περπατάω με τα τέσσερα, μπουσουλάω.
- *βοϊδοδουλεύω: εργάζομαι σκληρά και επίμονα, σαν το βόδι. Ηπειρώτικο.
- *βοϊδοκοιμάμαι: κοιμάμαι βαθιά. Ηπειρώτικο.
- *βοϊδοπεικάζω (ή *βοϊδονιώθω): είμαι αργόστροφος σαν το βόδι.
- γαϊδουρεύω και γαϊδουροφέρνω: φέρνομαι με τρόπο αγροίκο, βάναυσο.
- γαϊδουρίζω: όπως παραπάνω. Και με τη σημασία «πεισμώνω» (βλ. μουλαρώνω)
- *γαϊδουρογυρίζω και *γαϊδουροκαθίζω: εξευτελίζω, διαπομπεύω κάποιον (και κυριολεκτικά, τα παλιά χρόνια)
- *γουρουνεύω ή γουρουνίζω: συμπεριφέρομαι άπρεπα, με τρόπο αγροίκο.
- γουρουνιάζω: νεότερη αργκό παραλλαγή, πολύ κοινή, που λέγεται ιδίως όταν κάποιος τρώει πολύ και χωρίς τακτ, αλλά λέγεται και για άλλες μορφές κραιπάλης.
- θεριεύω: δυναμώνω, αναπτύσσομαι εντυπωσιακά -από τη γενική ονομασία «θερίο».
- καρκινοβατώ: δεν προοδεύω, προχωρώ σε ένα έργο με πολύ αργό ρυθμό· πάω σαν τον κάβουρα, κοινώς.
- κατσικώνομαι: στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω. Αν και είναι πολύ διαδεδομενο, δεν μου είναι σαφές ποια είναι η σχέση με την κατσίκα.
- κοκορεύομαι: περηφανεύομαι για κάτι με τρόπο κραυγαλέο και ανόητο.
- κοπροσκυλιάζω: για αργόσχολο που περιφέρεται μάταια εδώ κι εκεί. Και «χασαποσκυλιάζω».
- κορακιάζω: διψάω πάρα πολύ. Να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα λεξικά, η λέξη μπορεί να παράγεται όχι απο το κοράκι αλλά από το τουρκ. kurak = ξερός και να συνδέθηκε παρετυμολογικά με το κοράκι.
- κοτάω = τολμώ. Το αναφέρω για να σας προλάβω -κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει σχέση με την κότα, που άλλωστε δεν διακρίνεται για την τόλμη της, αν και τα λεξικά δεν ομοφωνούν ως προς την προέλευση.
- κουκουβίζω: κάθομαι ανακούρκουδα, από την κουκούβη = είδος κουκουβάγιας.
- *κουλουκίζω. Κρητικό. Τρέμω από το κρύο σαν το κουλούκι (δηλ. το κουτάβι).
- κροκοδειλιάζω. Αργκό, γίνομαι λιώμα από το φαΐ και το πιοτό (και άλλα τινά).
- λαγοκοιμάμαι: κοιμάμαι ελαφρά, όπως ο λαγός.
- λεονταρίζω: επιδίδομαι σε λεονταρισμούς δηλ. ψευτοπαλικαριές. Κανονικά δεν παράγεται από το λιοντάρι αλλά από τον Λεονταρή, ήρωα διάσημου κωμειδυλλίου στις αρχές του 20ού αιώνα -που βέβαια στο λιοντάρι ανάγεται.
- μαϊμουδίζω: μιμούμαι άκριτα κάποιον, όπως υποτίθεται πως μιμείται ο πίθηκος τον άνθρωπο. Και πιθηκίζω.
- μουλαρωνω: πεισματώνω, οπως τα μουλάρια.
- μυγιάζομαι: θίγομαι ή θυμώνω όταν γίνεται λόγος για μένα / για ασήμαντο λογο. Και «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται».
- μυρμηγκιάζω. Με δύο σημασίες από τις οποίες μάς ενδιαφέρει κυρίως η πρώτη: φαίνομαι όπως τα μυρμήγκια από άποψη πλήθους ή κινητικότητας: Mυρμήγκιαζαν στην απέναντι όχθη οι εχθροί. Και «αισθάνομαι μυρμηγκιασμα» δηλ. μούδιασμα σαν να περπατούν επάνω μου μυρμήγκια.
- παπαγαλίζω: επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλων, ο παπαγάλος και ειδικότερα «απομνημονεύω, αποστηθίζω μηχανικά ένα κείμενο». Κάποτε σημαινει και μιμούμαι, όπως το μαϊμουδίζω/πιθηκίζω.
- πιθηκίζω Βλ. μαϊμουδίζω.
- σκυλιάζω: εξοργίζομαι, θυμώνω πάρα πολύ. Και «έγινε σκύλος».
- σκυλο- Πρώτο συνθετικό που επιτείνει την αρνητική συνήθως σημασία του ρήματος, ιδίως εύχρηστο στα: σκυλοβαριέμαι, σκυλοβρομάω, σκυλοβρίζω, σκυλομετανιώνω.
- στρουθοκαμηλίζω: εθελοτυφλώ, αρνούμαι να αντιμετωπίσω κατάματα την αλήθεια, όπως υποτίθεται ότι κάνει η στρουθοκάμηλος που χώνει το κεφάλι στην άμμο όταν αισθανθεί κίνδυνο. Λέω ότι «υποτίθεται», επειδή οι ζωολόγοι επιμένουν ότι η στρουθοκάμηλος δεν συμπεριφερεται έτσι.
- τσιμπάω. Το βάζω για λόγους πληρότητας διότι ετυμολογείται μαλλον από το αρχαίο εμπίς = το κουνούπι. Αλλά κανονικά δεν ανήκει εδώ αφού δεν έχει πια ετυμολογική διαφανεια.
- χαμαιλεοντίζω: αλλαζω πεποιθήσεις ανάλογα με τις περιστάσεις, όπως αλλάζει χρώματα ο χαμαιλέοντας.
- χασαποσκυλιάζω: βλ. κοπροσκυλιάζω.
- φιδιάζω: λουφάρω. Καθαρά στρατιωτικό.
- ψαρώνω: φέρομαι αμήχανα και άβολα -ή κάνω κάποιον να αισθανθεί έτσι, τον καταπτοώ. Απο τη στρατιωτική αργκό επεκτάθηκε και στην πολιτική.
- ψειρίζω: εξετάζω ένα ζήτημα με υπέρμετρη σχολαστικότητα, επιμένω στη λεπτομέρεια, όπως όταν καθαρίζουμε το κεφάλι κάποιου από τις ψείρες.
- *ψιττακίζω: βλ. παπαγαλίζω.
- ψυλλιάζομαι: διαισθάνομαι κάτι κακό, υποψιάζομαι, μυρίζομαι κάτι. Μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά μου.
Εδώ τελειώνει ο κατάλογος, αλλά περιμένω να τον εμπλουτίσετε στα σχόλιά σας. Δεν έχω καλύψει σχεδόν καθόλου τα αρχαία ρήματα, που πρεπει να υπάρχουν κάμποσα, ούτε έχω εξαντλήσει τα ιδιωματικά.
Γς said
Καλημέρα
Πέντε για τον σκύλο κι ούτε ένα για τη γάτα
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα !
Είμαι ευτυχής που μπορώ να συμπληρώσω ένα, το «φαγγρίζω» : αυτό το λένε οι μπογιατζήδες στη μαστορική, όταν ο τοίχος δεν είναι καλά σπατουλαρισμένος στην προεργασία, με αποτέλεσμα μετά από βάψιμο, σε κάποιες προεξοχές να γυαλίζει στο φως, και σε άλλα βαθουλώματα να είναι «ματ», περίπου όπως το πλευρό του ομώνυμου ψαριού.
spiral architect 🇰🇵 said
Καλημέρα.
[..] αλαφιάζω: τρομάζω καποιον· αλαφιάζομαι: τινάζομαι τρομαγμένος, ξαφνιασμένος, όπως το αλάφι (ελάφι) [..]
αλαφουζιάζω: το παίζω επενδυτής με τα λεφτά των άλλων· αλαφουζιάζομαι: τινάζομαι τρομαγμένος γιατί θυμάμαι ότι έχω χρωστούμενα όπως ο Αλαφούζος (μιντιάρχης)
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
Ζουζουνίζω
Νέο Kid said
Σαρδελιάζω. Τους σαρδέλωσαν σε μια κερκίδα μια σταλιά,κοτζαμαν θύρα 13.
Πάνος με πεζά said
Και φυσικά, ένα άλλο το έλεγε ο Βέγγος : «Σκουλικιάσαμε εδώ μέσα», δηλ. από τη σκόνη γίναμε σαν τα σκουλίκια στο χώμα.
Πάνος με πεζά said
Επίσης βλέπω να λείπει το «γλαρώνω», εκτός αν έχει άλλη ρίζα από την προφανή.
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
γαυρίζω: ἐπιδεικνύω συμπάθειαν πρὸς ἀθλητικὸν σωματεῖον τοῦ Πειραιῶς
Πάνος με πεζά said
Σε κάποια βιβλία εδώ βλέπω και το «προβατίζω», με την έννοια του μπουσουλάω.
Πάνος με πεζά said
Και προβατίζω, βλέπω ότι το λένε και οι ναυτικοί για τη θάλασσα, όταν έχει ελαφρά κύματα (προβατάκια).
LandS said
κατσικώνομαι: στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω. Αν και είναι πολύ διαδεδομενο, δεν μου είναι σαφές ποια είναι η σχέση με την κατσίκα.
Και μένα μου φαίνεται ότι είναι πιο κοντά στο «έκατσα [για τα καλά]» παρά στο κατσίκι. Εκτός αν θέλει κάποιος να πει «σα το κατσίκι στη γκρεμίλα».
Νέο Kid said
Κορακίζω. Συνώνυμο σχεδόν του παπαγαλίζω.
Νέο Kid said
11. Ναι. Προέρχεται από το κυριολεκτικό κατσίκωμα. Λέγεται και βράχωσα, ή βράχιωσα. Ουσιαστικό βράχωμα. Όταν ανεβαίνεις κάπου αλλά δεν μπορείς να κατέβεις. Συνηθισμένο πάθημα για άπειρους περιπατητές και ορειβάτες.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρωτα σχόλια και τις προσθήκες σας. Ξέρω ότι η επικαιρότητα είναι άλλη, υπομονή έως αύριο.
2 Καλά που το σκεφτηκες αν και δεν είναι σαφής αν αυτή είναι η αρχική σημασία της λέξης ούτε ειμαι απόλυτα βέβαιος για την ετυμολογία.
4-5 Μπράβο
6 Αυτό σημαίνει το σκουληκιάζω;
7 Το γλαρώνω είναι από τον γλαρό, που δεν φαίνεται να έχει σχέση με τον γλάρο (λάρος στα αρχαία)
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
γαϊδουροκαβαλάω
Divolos said
Γαριδώνω (τα μάτια). Π.χ. Τι γαρίδωσες τα μάτια έτσι;
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Να καταθέσω εδώ μιά παλιότερη λεξιπλασία μου (δια του παρόντος κατοχυρώνω και την πατέντα, για τα ρόγιαλτιζ ζητήστε μου ΙΒΑΝ) : Λαγωνικεύω (=ξετρυπώνω, ανακαλύπτω).
Alexis said
#0: κατσικώνομαι: στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω. Αν και είναι πολύ διαδεδομενο, δεν μου είναι σαφές ποια είναι η σχέση με την κατσίκα.
Για μας τους «επαρχιώτες» είναι σαφέστατο. Κάποιες φορές, άμα συναντήσεις γίδια στο δρόμο, είναι χαρακτηριστικό πόσο επίμονα στέκονται ακίνητα και δεν χαμπαριάζουν από κορναρίσματα, φωνές κλπ. για να σ’ αφήσουν να περάσεις με την «κούρσα»! 🙂
smerdaleos said
Καλημερίζω την Σαραντάκειο πολιτεία!
Από μακεδονία: αρτσιώνουμι (αριτσιώνομαι) = «τσιτώνομαι, εισέρχομαι ξαφνικά σε κατάσταση τσίτας, θυμού ή φόβου» (λ.χ. «αρε τι αρτσιώθκες έτσ΄;»)
Από το αρίτσιους = «σκαντζόχοιρος», με τη σειρά του δάνειο από την αρμανική/βλαχική (λατ. ericius > αρμαν. ariciu)
Το ρήμα έχει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη με το αγγλικό ρήμα bristle («ορθώνω τις τρίχες (σαν τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου) λόγω ξαφνικού θυμού ή φόβου»)
https://en.wiktionary.org/wiki/ariciu
https://en.wiktionary.org/wiki/bristle#Verb
Γς said
19:
>Από μακεδονία:
Την Νότια;
sarant said
Ευχαριστω για τα νεότερα!
19 Χαθήκαμε! Πολύ καλό το παράδειγμά σου.
Κατά σύμπτωση, άλλα δύο μακεδονίτικα από σχόλιο στο FB:
Στη χωριατική της Αιανής Κοζάνης (πρώην Δυτικής Μακεδονίας) δύο ρήματα: 1. Λυκουδέρου =τριγυρνώ εδώ κι εκεί, όπως τριγύριζαν παλιά τους σκοτωμένους λύκους στα χωριά -το έχω πράξει κι εγώ αυτό στα νιάτα μου. Το δέρου μάλλον εννοεί το δέρμα 2. Σκλιμουρνιέμι =τριγυρνώ εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό. Το σκυλί εννοείται το σκυλί. Το μουρνιέμι αγνοώ.
smerdaleos said
Συμπληρωμα στο #19:
http://pardalilexi.gr/words.php?id=4720
Thanasis P said
Ίσως μπορούμε να προσθέσουμε το «πουλεύω» (=εξαφανίζομαι, απομακρύνομαι).
Για το «κατσικώνω/-ομαι» είχα ακούσει μια εκδοχή προέλευσης από παραφθορά του «κατοικώ»+παραγωγική κατάληξη. Δεν γνωρίζω πόσο μπορεί να σταθεί ετυμολογικά αυτή η ιδέα.
Αὐγουστῖνος said
Καλημέρα.
Κακαρίζω;
Μουγκανίζω;
Βελάζω;
Γαβγίζω;
Ὅλα τὰ παραπάνω ἀνήκουν στὴν παρομοίωση ἀνθρώπινης φωνῆς μὲ ζωώδη φωνήματα.
Δύτης των νιπτήρων said
τζιτζικώνω: το κορακιάζω, στη Σάμο. Αντίθετα, βλέπω ότι στο Αμάρι σημαίνει το ανάποδο: τζιτζικώνω και αποτζιτζικώνω, ξεπαγιάζω, τρέμω απ’ το κρύο
spiral architect 🇰🇵 said
@18: Μην το λες αυτό, τα κατσίκια μπορεί να είναι και σχολαστικά.
smerdaleos said
@20: Την Νότια;
—-
Γίνονται έρευνες!
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
Σκυλοπνίγομαι
loukretia50 said
χρεμετίζω ?
τερετίζω ?
Γς said
βατεύω
LandS said
Κράζω [σα κοράκι] το έχει και το ΛΚΝ
Georgios Bartzoudis said
# Δεν έχω να προσθέσω (λόγω και διαθέσιμου χρόνου), θα σχολιάσω όμως μερικές λέξεις που παραθέτεθ ο Νοικοκύρης:
κοτάω = τολμώ. Χρησιμοποιείται παρ’ ημίν και στον παρελθόντα χρόνο, όπως στη φράση: «Πως κ’ησε κι τουν έσμπρουξι μεσ’ τη φουτιά» (με το τόνο πάνω στο κ!)
μυρμηγκιάζω. Το χρησιμοποιούμε με τη δεύτερη σημασία: «αισθάνομαι μυρμηγκιασμα» δηλ. μούδιασμα σαν να περπατούν επάνω μου μυρμήγκια.
τσιμπάω. Εντυπωσιακή η πιθανή ετυμολόγηση από το αρχαίο εμπίς = το κουνούπι.
κατσικώνομαι: Χρησιμοπιείται παρ’ ημίν όχι με την έννοια «στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω», αλλά κάθομαι περήφανα σε δεσπόζουσα θέση (όπως το αγριοκάτσικο, όταν στέκεται στην κορυφή ενός βράχου): «Η Μελίσσω, κατσικώθ’κι πρώτ(η) κι καλλίτηρ(η) στην εκκλησιά». (ίδε και σχόλια 11, 13, 18)
# το ρήμα φαγγρίζω (σχόλιο 2) χρησιμοποιείται και παρ’ ημίν
dryhammer said
Καλημέρα.
Κουλουκιάζω: Στη Χίο «κουλουριάζομαι» σαν το κουλούκι από το κρύο (ή και το φόβο μου)
Σκουληκιάζω: Έπιασα σκουλήκια από τη βρώμα
Τζιτζικώνω: Ξεπαγιάζω, από τους τζιτζίκους που σε τίποτα πρώιμες ψύχρες μένουν ακίνητοι, κοκαλωμένοι, ούτε τραγουδούν μέχρι να τους πυρώσει ο ήλιος και να ζωντανέψουν πάλι.
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
καλαμαρίζω
Γς said
30:
>βατεύω
αλλά και καβαλάω [από το ιππεύω]
Γιάννης Κουβάτσος said
Σκουληκιάσαμε σημαίνει πιάσαμε σκουλήκια από τη βρώμα. Υπάρχει και η έκφραση «μην ξηγιέσαι σκουληκιάρικα», δηλαδή βρώμικα, μπαμπέσικα.
loukretia50 said
φιδολυγίζω ?
Γιάννης Κουβάτσος said
Φιδογυρίζω, δηλαδή κινούμαι σαν το φίδι, με ελιγμούς. Κυρίως το λέμε για μονοπάτια: φιδογυριστό μονοπάτι.
Πάνος με πεζά said
@ 14 (3) : Ε, ο Βέγγος το έλεγε κρατώντας ένα φτερό και ξεσκονίζοντας. «Γίναμε σαν τα σκουλήκια», πες… (από τη σκόνη που μας θάβει)
loukretia50 said
σουσουραδίζψ?
Δες said
Φερμάρω (παρακολουθώ, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή). Υποτίθεται η φέρμα είναι το κυνηγετικό σκυλί; Τουλάχιστον έτσι έλεγε ο πατέρας μου ο κυνηγός (κάποτε, ευτυχώς όχι πια).
Ποντικαρέος said
Όταν υπηρέτησα στα ελληνικά στρατά το «φιδιάζω» αρκετοί το χρησιμοποιούσαν με την έννοια «κρύβομαι κάπου για να μη με δουν (και με χώσουν σε αγγαρεία)» που είναι λίγο διαφορετική από το λουφάρω (που μπορεί να κάνω την αγγαρεία που μου είπαν αλλά με αργό ρυθμό).
Γς said
3ο, 35:
μαρκαλεύω [του smerdaleos]
antonislaw said
Καλημέρα σας!
από το κρητικό ιδίωμα:
βορθακιάζω: φουσκώνω από το πολύ νερό
γρυλώνω: γουρλώνω τα μάτια. Εδώ θα ήθελα τη γνώμη σας. Γιατί αν προέρχεται από το γρύλο, το έντομο, δεν νομίζω να έχει το έντομο έντονα μάτια ή βλέμμα. Το γρύλος (ή γρύλλος) επίσης σημαίνει στη μεσαιωνική το γουρούνι ή ένα ψάρι της οικογένειας των εγχελειδών, το μουγκρί. Ούτε κι αυτά όμως έχουν έντονα μάτια γουρλωτά…
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B3%CF%81%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82&dq=
gpoint said
Γατοπερπατάω = περνάω απαρατήρητος
το καρακίζω μάλλον σημαίνει μιλάω τα κορακίστικα (με το κο επίθεμα σε κάθε συλλαβή)
καβουρίζω λέμε την κίνηση της τσιπούρας στα ρηχά την ώρα της ρήχης (αμπώτιδος) δι ‘ άγραν καρκινοειδών
dryhammer said
41 Φέρμα είναι η χαρακτηριστική στάση του κυνηγόσκυλου, όταν αντιληφθεί το θήραμα, να μένει ακίνητο, με το ένα μπροστινό πόδι σηκωμένο και το βλέμμα στυλωμένο προς το θήραμα. Κάποιες ράτσες, τεντώνουν και την ουρά.
Πάνος με πεζά said
Εμείς στο στρατό φιδέμπορα λέγαμε τον παραμυθά, καθόσον το «φίδι» είναι η πιο σύγχρονη εκδοχή για το «μούσι» (μάλιστα τώρα τελευταία έχει βγει και το «σότο» !)
dryhammer said
46 –> 41
https://www.google.gr/search?q=%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%81&rlz=1C1GGRV_enGR761GR761&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=0ahUKEwj5rr3mldDbAhWlJJoKHa-_D8YQ_AUICigB&biw=1920&bih=1012#imgrc=GzXx272b9eyjmM:
Πάνος με πεζά said
Κάτι άλλο για το «φαγκρίζω» στο slang : https://www.slang.gr/lemma/12550-fagkrizo
Γς said
30, 35, 43:
Σκυλοπηδάω
Thanasis P said
Δύο που είναι αρκετά εντυπωσιακά: αετομάχομαι και αετοβιγλίζω. Δεν θυμάμαι που τα έχω συναντήσει (ίσως στα «Άγρια και τα Ήμερα» του Στ. Γρανίτσα). Τα δημοτικά τραγούδια πιστεύω ότι είναι μια καλή πηγή για τέτοια σύνθετα ονόματα.
eaniotis said
Στη χωριατική της Αιανής Κοζάνης (πρώην Δυτικής Μακεδονίας) δύο ρήματα: 1. Λυκουδέρου =τριγυρνώ εδώ κι εκεί, όπως τριγύριζαν παλιά τους σκοτωμένους λύκους στα χωριά -το έχω πράξει κι εγώ αυτό στα νιάτα μου. Το δέρου μάλλον εννοεί το δέρμα 2. Σκλιμουρνιέμι =τριγυρνώ εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό. Το σκυλί εννοείται το σκυλί. Το μουρνιέμι αγνοώ.
amorgos said
οι φωνές τους ενδιαφέρουν; γαβγίζω, αλυχτώ, νιαουρίζω, τιτιβίζω, κελαηδάω κλπ;
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
53 Οι φωνές τους είναι μάλλον για άλλο άρθρο. Έχουμε ήδη ένα παλιό, αλλά θέλει συμπλήρωση.
52 Το σχόλιό σου το έβαλα ήδη στο 21 😉
51 Ίσως υπάρχουν κι άλλα με τον αετό, πρέπει να το κοιτάξω.
44 Το γρυλώνω αυτό δεν έχει σχέση με τον γρύλο το έντομο ούτε με τον αρχαίο γρύλο τον χοίρο, λένε τα λεξικά.
Γς said
30, 35, 43, 50:
φερμάρω. με την πηδητική σημασία [και όχι του Σχ. 41] Και βέβαια δεν είναι απ το σκύλο αλλά απ το firm
Πάνος με πεζά said
Το γρυλλίζω; Δεν είναι ακριβώς όπως ο ήχος του γρύλλου το βράδι;
Πάνος με πεζά said
Επίσης εμείς παλιά λέγαμε στα slang το «κοτοπουλιάζω», όταν το δέρμα (συνήθως στα μπούτια) μετά από βρέξιμο και κρύωμα έκανε αυτά τα μπιμπίκα που έχουν τα κοτόπουλα στα ψυγεία των χασάπικων…
LandS said
56 Τα σκυλιά γρυλλίζουν
Γς said
56:
Πάνος με πεζά said
Και φυσικά, και το ξεχάσαμε τόση ώρα, το «ορνιθοσκαλίζω» που μιά χαρά γκουγκλίζεται ως «δημιουργώ ορνιθοσκαλίσματα», στην ουσία ανακατώνω ή δημιουργώ κάτι τσαπατσούλικο.
Πάνος με πεζά said
@ 58 : Το έχω δει και για ανθρώπους, όταν πάνε να μιλήσουν πνιχτά από λυγμό ή φόβο.
janetweiss said
Το «ψαρώνω» μόνο εγώ το σκέφτομαι και ως «ξεγελάω»; Π.χ. «Καλά, την ψάρωσε τελείως τη Μαρία ο Βασίλης με την πλάκα του».
Corto said
Στην Ιλιάδα σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή χαρακτηριστικότατο είναι το ρήμα ταυροκοιτάζω/ ταυροκοιτώ.
Τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς
Κι είπε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος ταυροκοιτάζοντάς τον
(ραψωδία Α’, 148)
Αυτή η λέξη, αν και κατ’ αρχήν λογοτεχνικής προέλευσης, πέρασε στην καθομιλουμένη λόγω της μεγάλης της εκφραστικότητας. Πρόκειται δηλαδή για μία περίπτωση εμπλουτισμού της λαϊκής γλώσσας από το σχολείο.
(Είναι λαϊκή λέξη, διότι ακόμα και αν κάποιος δεν την γνωρίζει, αμέσως καταλαβαίνει την σημασία της.)
Πάνος με πεζά said
Παλιά οι μανάδες μας έλεγαν «δε μπορώ να σε πιάσω τώρα, είμαι ψαρωμένη», εννοώντας ότι έχουν λερωμένα τα χέρια τους από καθάρισμα ψαριών.
sarant said
60 Μπράβο, ναι
62 Δεν θα το καταλάβαινα έτσι
63 Και μου θύμισες και το «αποταυρίζομαι», που πάλι το έχει ο Καζ αλλά είναι δημώδες -τεντώνομαι δηλαδή.
LandS said
61 Δεν το έχω δει ποτέ έτσι. Ίσως επειδή το πρωτοέμαθα για τα σκυλιά και μου έμεινε.
Γς said
58:
>Τα σκυλιά γρυλλίζουν [γρυλίζουν]
– σκύλος
– γάτα
– όρνιθα
– κόκορας
– αγελάδα
– άλογο
– πάπια
– περιστέρι
– ινδικό χοιρίδιο
– ποντικός
– χήνα
– διάνος
– γουρούνι
– πρόβατα
– βάτραχος
– γρύλος
– κατσίκα
– γάιδαρος
– κουρούνα
– σπουργίτης
– μύγα
– κουνούπι
– μέλισσα
– κούκος
– αηδόνι
– λιοντάρι
– τίγρη
– ελάφι
– αγριογούρουνο
– διπλοσάινο
– αετός
– ελέφαντας
– καμήλα
– λύκος
– αρκούδα
– κουκουβάγια
– γερανός
– ιαγουάρος
– γατόπαρδος
– άλκη
– βόνασος
– γεράκι
– κοράκι
– ύαινα
– ζέβρα
– κογιότ
– φίδι
– παπαγάλος
– παγώνι
– λεοπάρδαλη
– πούμα
– φάλαινα
– όρκα
– πιγκουίνος
– γλάρος
– μαϊμού
– ιπποπόταμος
– δελφίνι
– φώκια
– τζιτζίκι
spiridione said
Να πούμε και το ‘τραβώ’.
Raf said
H κότα μάλλον έπαιξε ρόλο για να γίνει το κιοτεύω και κοτεύω, αντίστοιχο του chicken out.
Γς said
68:
τραβώ; Πόθεν;
loukretia50 said
δαμαλίζω ? ( όπως και δαμαλισμός – εμβόλιο?)
Γς said
70:
Η Αγάπη έχει μια ανάρτηση στο FB από την οποία έκλεψα τη φωτογραφία.
Πάντα ήθελα να γράψω για τα επαγγέλματα που χάνονται.
Οι λαχειοπώλες δεν είναι βέβαια από αυτούς αλλά το καγκουρό μου θύμισε τον Κάκτο-Γς στα νιάτα του.
15-16 χρονών και τα λέγαμε με κάτι φίλους, όταν μας πλησιάσε ένας λαχειοπώλης.
Με τσαμπουκά και χτυπώντας το ξύλο με τα λαχεία μας είπε το κουφό:
-Για σας! Είμαι ο καινούργιος λαχειοπώλης σας.
-Τράβα ένα κλήρο!
Ηταν ο Γς που του έδειξε τα Κάκτο @@ του.
Όπως στην φωτό.
LandS said
67 Εντάξει, οι κυνίδες, οι αιλουρίδες και πολλά άλλα θηλαστικά ακόμη και ορισμένα πτηνά.
Περνάω;
Ίσως κάποιος κάποτε με πείσει ότι, υπό προϋποθέσεις ίσως, υπάρχει γρύλισμα αγελάδας. Αλλά του κουνουπιού; Το βζζζζζζζζζ (ο μοναδικός ήχος που βγάζει) είναι ζουζούνισμα καλέ, όχι γρύλισμα.
Corto said
Στα σύνθετα με σκύλο να προσθέσουμε και το σκυλοτρώγομαι.
LandS said
69 Ο κιοτής και το κιοτεύω είναι από τα τούρκικα.
Γς said
68:
Ο Καλατραβας;
Χαρούλα said
Το χουχουλιάζω,
γνωρίζετε προέλευση; Αν σκεφτουμε το cocooning, υπάρχει περίπτωση να προέρχεται απο το κουκουλι του μεταξοσκώληκα;
Μιχάλης Ππ said
Στα κρητικά υπάρχει το (α)φορδακιάζω, από τον αφορδακό=βάτραχος. Έχω σκάσει από το πολύ νερό σημαίνει
Avonidas said
Καλημέρα.
#72. To «καγκουρεύω» το είπαμε; Η δραστηριότητα του κάγκουρα, δηλ. το επιδεικτικό (και συνήθως φτηνιάρικο) κωλοφτιάξιμο αμαξιού.
Μιχάλης Ππ said
#78 Και έχω φουσκώσει σαν τον αφορδακό
LandS said
77 Χουχουλιάζω δεν είναι όταν κάνω χου στις παλάμες μου να ζεσταθώ;
Raf said
75 Σύμφωνοι, αλλά αναφέρθηκα στο ‘κοτεύω’ ως παραλλαγή της λέξης.
sarant said
68-70 Μπράβο, τραβώ από το ταυρώ ή κάτι τέτοιο.
sarant said
74 Ναι, πολύ χαρακτηριστικό
77 Ηχομιμητικό δεν είναι;
78-80 Αναφερθηκε πιο πάνω αλλά με άλλον τύπο
79 Ναι, υπάρχει πιθανότητα ο κάγκουρας να προέρχεται από το καγκουρό.
Χαρούλα said
81
Εδώ στον Έβρο το χρησιμοποιούμε και για ζεστή, χαλαρή κατάσταση ηρεμίας συνήθως στο σπίτι
Μιχάλης Ππ said
# 84
Το είδα, αλλά δεν αναφέρθηκε το ζώο 🙂
Γς said
64:
>«δε μπορώ να σε πιάσω τώρα, είμαι ψαρωμένη», εννοώντας ότι έχουν λερωμένα τα χέρια τους από καθάρισμα ψαριών.
Και κάτσαμε να φάμε το Κιάτο.
Μόλις είχαμε φύγει από την Κόρινθο που είχαμε και μια αστεία περιπετειαούλα:
Σουλατσάραμε όταν ένας πολύ ευγενικός κουστουμαρισμένος κύριος ξαφνικά με «αναγνώρισε» και ήρθε και μ αγκάλιασε και τριβόταν πάνω μου.
Γάτα εγώ, προσπάθησα να γλιτώσω το πορτοφόλι μου. Τελικά δεν θυμηθήκαμε που γνωριζόμαστε και για να τον ξεφορτωθώ έκανα ότι τον θυμήθηκα κτλ.
Τότε μου άνοιξε την καρδιά του και μεταξύ των άλλων μου είπε ότι χάλασε το αυτοκίνητό του πιο κάτω και δεν κρατούσε λεφτά επάνω του κλπ κλπ.
Αυτά λέγαμε στο τραπέζι κι έκανε πλάκα η μακαρίτισσα για τον τρόπο που με αγκάλιασε σφιχτά και εγκάρδια. Κι εγώ που
είχαν καταλαδωθεί τα χέρια μου απ τα ψάρια και δεν μας είχαν φέρει και χαρτοπετσέτες τον αποθύμησα.
-Εδώ έπρεπε να συναντηθούμε και να σφιχτοαγκαλιαστούμε. Να σκουπίσω τα χεράκια μου στην πλάτη του, πάνω στο ωραίο κουστουμάκι του
Avonidas said
#84. Από τι άλλο υπάρχει πιθανότητα να προέρχεται;
Γς said
83:
>τραβώ από το ταυρώ
μπα!
>ή κάτι τέτοιο.
σαν τι;
Thanasis P said
Ένα ποιητικό είναι το «αετοζυγιάζομαι».
Με δεύτερο συνθετικό -φερνω, -δειχνω κ.α., μπορούμε να θυμηθούμε κάμποσα (και να επινοήσουμε ακόμα περισσότερα), σχετικά με μορφή και συμπεριφορά.
sarant said
88 Κατά 99% από εκεί, αν και δεν ξέρουμε γιατί ακριβώς ονομάστηκε έτσι.
dryhammer said
90α. Με τη σημασία του «αετοζυγιάζομαι» και το «γερακώνω» για μας που δεν έχουμε ψηλά βουνά ούτε αετούς (εκτός από τους χάρτινους που τους λέμε «άστρα»)
Γς said
83:
Κι εγώ που νόμιζα από το torre, τον «πύργο».
Ντάξει είναι απ το taurus
dryhammer said
91–> 88. Όταν το πρωτάκουσα από «Αθηναίο» μου το εξήγησε από μια χαρακτηριστική στάση νεαρών θαμώνων σε κόντρες, με τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα, τους αγκώνες κολλημένους στα πλευρά με τις γροθιές μπροστά να αδημονούν και να αγωνιούν με ελαφρά κουνήματα πάνω κάτω σαν καγκουρό (περιγράφω την εικόνα που μου παράστησε με το σώμα του) που μετά φτηνοκωλοφτιάχναν τα παπιά και τα (μικρά συνήθως) αυτοκίνητα για να μοιάσουν στο πρότυπο. Πιθανώς να είναι και μούφα.
Corto said
Πεταλουδίζω:
με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία
Αὐγουστῖνος said
Δὲν πρόσεξα ἂν ἀναφέρθηκε – μπορεῖ καὶ νὰ μοῦ ξέφυγε – ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ τὸ «φωκιάζω», μὲ τὴ σημασία τοῦ «ρίχνω τὴν εὐθύνη, τὸ φταίξιμο σὲ κάποιον ἄλλο».
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
92 Ο Σκαμπαρδώνης στο διήγημά του «Οι μύγες υψώνουν σημαία» γράφει για έναν φαντάρο που γεράκωνε (=άρπαζε) τις πετούμενες μύγες με το χέρι.
rosartaki said
από τον κόσμο των φτερωτών πλασμάτων
1)κουρνιάζω, βρίσκω προστασία, απάγγειο, μαζεύομαι από την κούρνια που μάλλον είναι σλάβικης προέλευσης
2) κλώθω, κλωσσάω … έλεγε ο πατέρας μου,τι κλώθεις τόσην ώρα; τι αργοπορείς δηλαδή..Επίσης μου έλεγε: όλο κλωθογυρίζεις… δεν κάνεις τίποτα δηλαδή,από τεμπελιά και οκνηρία…
spiral architect 🇰🇵 said
@96: φωκιάζω:
😀
ΑΚ (ο) said
το «φιδιάζω» το έχω ακούσει και με τη σημασία του ηρεμώ ή ξεκουράζομαι ή κοιμάμαι χωνεύοντας, μετά το φαγητό. Όπως το φίδι μετά το γεύμα του γίνεται αρκετά δυσκίνητο
Γς said
95:
Αχ, αυτό το πεταλούδισμα το ερωτικόν
Πάνος με πεζά said
Δελφινώνει κανείς το μαστίγιο; 🙂
sarant said
98 Tο κλώθω είναι διαφορετικό από το κλωσάω και έχει να κάνει με το μαλλί που γνέθουμε
95 Σημασία; Αισθάνομαι κάτι σαν φτερούγισμα πεταλούδας, ε;
dryhammer said
103–>95 Από διάφορες αμερικάνες αρλεκινογράφες που έλεγαν για πεταλούδες στο στομάχι τους «επί τη εμφανίσει» του ποθητού τους.
LandS said
82 Δεν υπάρχει «κοτεύω» εκτός αν είναι πολύ πρόσφατο. Υπάρχει το «κοτάω» που σημαίνει το ακριβώς αντίθετο του chicken out, και δεν έχει σχέση με την κότα.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B1&dq=
Μυλοπέτρος said
Σκυλιαζω: νευριαζω υπερβολικα.
loukretia50 said
αηδονίζω και αηδονώ (Καζαντζάκης)
sarant said
107 Mε σημασία κελαηδάω;
Μυλοπέτρος said
Σπαρώνω: (στρατ.) τεμπελιαζω.
Τσούρης Βασίλειος said
Καλημέρα
Γς μην κάθεσαι ανακούρκουδα!
[<μσν. ἀνακούρκουδα, κατά Φ. Κουκουλέ από το ανακούκουδα < ανακούκουβα < ανά + κουκουβάγια]
Ουδεμία σχέση με αρκούδα.
loukretia50 said
αηδονίζω [aj∂onízo] (& Kazantz αηδονώ) prp αηδονίζοντας, aor αηδόνισα ① imitate the nightingale’s voice, sing beautifully ② speak joyously, cackle: αηδονίζεις από τη χαρά σου | αηδονούσαν οι ερημιές από τσόκαρα και γυναικήσια γέλια (Kazantz) | να σου και τα γέλια ξεσπάζουν κοντινά, ψηλοκρεμαστά,αηδονίζοντας μ’ ανέμελη αυθάδεια (Terzakis) | poem σα ν’ άκουσαν τ’ αφτιά μου μες στο δείλι | λαρύγγι ψυχερά που ν’ αηδονίζη | τα λόγια τα δικά μου σα δικά του (Prevelakis) | αηδονίζεις μου στ’ αφτί, να ‘ν’ εκείνη; να ‘ναι αυτή; (Peranthis) [fr MG *αηδονίζω, der of ἀηδών]
Τσούρης Βασίλειος said
109.
Αγαπητέ κύριε Μυλοπέτρο, έχει γούστο να είστε ο Πετρ. Μυλων-ς από Άρτα-Γιάννινα
Πιο πολύ ακούγεται το:
Έχω μια σπαρίλα
Corto said
103β (Sarant):
Κυριολεκτική σημασία: πετάω ή αναπηδώ με χάρη, ανάλαφρες κινήσεις όπως η πεταλούδα
Μεταφορική: αλλάζω ερωτικούς συντρόφους
Την έννοια του «πεταλουδισμού» (papallionism) ίσως πρώτος εισήγαγε ο σημαντικός ουτοπιστής σοσιαλιστής φιλόσοφος Σαρλ Φουριέ, ο οποίος εμπνεύσθηκε (και εν μέρει υλοποίησε) το Φαλανστήριο, ένα είδος κοινοβίου ή τέλος πάντως μία κεντρικά σχεδιασμένη αυτοδιοικούμενη κοινότητα με μικτά αρχιτεκτονικά και οικονομικά – κοινωνικά χαρακτηριστικά, τηρουμένων των αναλογιών όπως η Πολιτεία του Πλάτωνα, η μεταγενέστερη Ικαρία κλπ.
Εκεί δεν ισχύει η μονογαμία, αλλά οι ερωτικές σχέσεις είναι ελεύθερες, ώστε να αποφεύγεται η ανία και η φθορά.
sarant said
111-113 Μερσί!
112 Κι εγώ έτσι το ξέρω.
ΚΩΣΤΑΣ said
μουγκρίζω, χλιμιντρίζω, μηρυκάζω
Γιάννης Κουβάτσος said
Ο υπέροχος στίχος του Σολωμού μας:
«…αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει.»
Γς said
>όταν καθαρίζουμε το κεφάλι κάποιου από τις ψείρες
και όχι μόνο το κεφάλι.
και δεν λέω τι είπε ενα ζευγάρι ψείρες στο Νόε όταν τους είπε να πάνε στη σειρά τους, στο Ψ κι όχι στο Μ.
Πέπε said
ψειρίζω: σημαίνει επίσης «κλέβω στα κρυφά» (μια έννοια που αποδίδεται και με το μτβ. «λουφάρω»). Υποθέτω, από τον γρήγορο και επιδέξιο τρόπο που αφαιρούμε τις ψείρες όταν ψειρίζουμε (δηλαδή ξεψειρίζουμε 🙂 ) την κεφαλή κάποιου.
Όσο για την πρώτη έννοια, λεπτολογώ, υπάρχει και η έκφραση «ψειρίζω τη μαϊμού», που μάλλον υπαινίσσεται το μάταιο του πράγματος, αφού της μαϊμούς όσες ψείρες κι αν της βγάλεις θα ‘χει κι άλλες.
Thanasis P said
Πεταλουδίζουν επίσης τα βλέφαρα. Από κάποιες ικανότητες ζώων θα μπορούσαμε να πούμε: αηδονολαλώ, γατοπερπατώ, αραχνοϋφαίνω/αραχνοπλέκω κ.ά.
Τσούρης Βασίλειος said
118
Ξεψειρίζω σε μας. Γίνονταν κοντά στη φωτιά (τζάκι) όπου πετάγονταν οι ψείρες για να καούν.
Αντίστοιχα η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνονταν για τους ψύλλους.
Μαρία said
2
Για παραλλαγή του φεγγρίζω μου φαίνεται, που το λέμε για λεπτά υφάσματα.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%AF%CE%B6%CF%89&dq=
antonislaw said
121 ναι Μαρία αλλά το φεγγίζω έχει άλλη έννοια στα ενδύματα, του διακρίνομαι, του είμαι ημιδιαφανής
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%86%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CE%AF%CE%B6%CF%89
loukretia50 said
μπαρμπουνιάζω ?
leonicos said
Ο αστερίκος μάλλον στο αλωπεκίζω παρά στο αλεπουδίζω, που είναι, κατά την άποψή μου, κοινό
Το ‘αράχνιασε’ το εχω ακούσει να λέγεται μόνο για ένα πράγμα (ρωτήστε τον Γς, που ξέρει) αλλά και το αντίστοιχό του ‘βρήκε άντρα να ξαραχνιάσει το πράμα της’ όταν ο ‘άντρας’ δεν μας γεμίζει το μάτι
leonicos said
@53 Αμοργός
αλυχτώ < υλακτώ δηλ. ουρλιάζω, κάνω ουουουλλλ ουουουλλλ
gpoint said
# 124
πάντως για την αντίθετη περίπτωση ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί την έκφραση έπιασε ποντίκια !
loukretia50 said
πεταρίζω και αναπεταρίζω φτερουγίζω σαν πουλί
Συναντιέται επίσης στον Καζατζάκη
Η ψυχή, το βλέφαρο, αλλά και μεταφορικά
leonicos said
υλακή, ουρλιαχτό κυριολεκτικά (ετυμολογικά) αλλά γαβγισμα σημασιολογικά
Να προσθέσω κι εγώ ένα
Αχινίζω= τσιμπάω σαν το αχινό αν με πατήσεις
Παραδέχομαι ότι δεν είναι διαδεδομένο, είναι μόλις δύο λεπτών, αλλά θα συμβάλει στα 5.000.000
Μην ξεχνάμε ότι έχουμε κι έναν άρρητο στόχο (και κρυφό καμάρι)
Πάνος με πεζά said
Στο slang, θα βρετε και «χταποδιάζω», αλλά από τέτοιες φτιαχτές λέξεις, άλλο τίποτα… Μάλιστα μία που είδα χτες σε πανό, αλλά φαίνεται σχεδόν καθιερωμένη, είναι η «εκλογοαπολογιστική» συνέλευση !
Georgios Bartzoudis said
19, smerdaleos said: «…Από μακεδονία: αρτσιώνουμι (αριτσιώνομαι) = «τσιτώνομαι, εισέρχομαι ξαφνικά σε κατάσταση τσίτας, θυμού ή φόβου» (λ.χ. «αρε τι αρτσιώθκες έτσ΄;»)
Από το αρίτσιους = «σκαντζόχοιρος», με τη σειρά του δάνειο από την αρμανική/βλαχική (λατ. ericius > αρμαν. ariciu)
Το ρήμα έχει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη με το αγγλικό ρήμα bristle («ορθώνω τις τρίχες (σαν τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου) λόγω ξαφνικού θυμού ή φόβου»)
# Παρ΄ημίν αλλά από την …ανατολική Μακεδονία: Νιρτσιώνουμαι (με την ίδια σημασία). Επίσης νέρτσιος=ο κάπρος (που έχει σηκωμένες τις τρίχες, ιδίως στη ραχοκοκαλιά). Το ίδιο χλευαστικά και για άνδρα που έχει ίσια και όρθια μαλλιά.
leonicos said
@126
Τζι, αν πιάει ποντικια, δεν έχει επιστροφή. Με την αράχνη κάτι γίνεται.
Τα ποντίκια δαγκώνουν. Είναι και κρεατοφάγα
nikiplos said
Στην τραγική είδηση για ένα φίλο και συμμαθητή μου που έφυγε αναπάντεχα, στο τέλος της κυπριακής σελίδας, αναφέρεται το ρήμα καταλείπω, που φαίνεται να διατηρεί στο νησί εκεί την αρχαία σημασία του…
leonicos said
Πότε θα κάνουμε εκλογοαπολογιστική συνέλευση σε κανενα φαγάδικο; Καιρός δεν είναι;
Αλλά να μη λείπουμε οι μισοί.
Μάλλον για φθινόπωρο το βλέπω
nikiplos said
Δεν ξέρω αν αναφέρθηκε παραπάνω το χταποδιάζω, που αναφέρεται στους … πέφτουλες.
Πέπε said
@94 κ.ά. (κάγκουρας):
Έχω διαβάσει μια παραπλήσια παραλλαγή. Ότι αρχικά σήμαινε απλώς όποιος κινείται με μηχανή, χωρίς την απόχρωση της κιτς επίδειξης και όλα τα υπόλοιπα που συνιστούν τη σημερινή έννοια, και ότι η λέξη βγήκε από τη στάση -που θυμίζει καγκουρό- του οδηγού βέσπας.
Ελέγχεται φυρικά.
Πάνος με πεζά said
Κάγκουρας ονομάστηκε αρχικά ο θεατής αυτοσχέδιων βραδινών αγώνων αυτοκινήτων ή μηχανών («κόντρες», που λέμε). Επειδή καθόταν και περίμενε με τις ώρες για αν δει κάποια ελάχιστα δευτερόλεπτα, φορούσε το περίφημο φλισάκι με την κουκούλα, σηκωμένη για το κρύο, και τα χέρια μέσα στις μπροστινές τσέπες, μοιάζοντας με το γνωστό μακρόποδο.
Είναι μια εκδοχή που καλοστέκει. Και μετά επεκτάθηκε σε όλον αυτό τον κόσμο των «πειραγμένων» μηχανοκίνητων μέσων.
Γς said
135:
>Ελέγχεται φυρικά.
φιρικά;
Corto said
Αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια κατηγορία:
συναγελάζομαι
Tah ala tahalasa said
Κοπροσκυλιαζω
Γατοξερναω
Πάνος με πεζά said
Από σπόντα, πρέπει να είναι και το «κατσουλώνω» = θυμώνω και αγριεύω, χαρακτηριστικά όπως η γάτα (= κατσούλα). Αναμένω επιβεβαίωση όμως.
Corto said
Και ακόμα ένα με δύο σημασίες: χελιδονίζω
http://greek_greek.enacademic.com/194831/%CF%87%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B6%CF%89
1. τερετίζω σαν χελιδόνι, φλυαρώ ακατάπαυστα
2. τραγουδώ το τραγούδι τού χελιδονισμού από πόρτα σε πόρτα («εἶδος δὲ τι τοῡ ἀγείρειν χελιδονίζειν οἱ Ῥόδιοι καλοῡσιν», Αθήν.).
loukretia50 said
μοσχοπουλώ ?
mitsos said
Τό είπαμε το : πουλαροδείχνω ; ( καμώνομαι τον νέο )
spiridione said
Κατσιάζω
Pirros said
Μιας και ο λόγος για ήχους ζώων, αυτός είναι ο πιο ασυνήθιστος ήχος ζώου που έχει καταγραφεί. Τη βγάζει το αρσενικό κακάπο (κακάπο είναι είδος παπαγάλου που όμως δεν πετάει, ζει μόνο στη Νέα Ζηλανδία και είναι είδος χαρακτηρισμένο ως εξαιρετικά απειλούμενο προς εξαφάνιση).
Σύμφωνα με τη βίκι: Οι ήχοι αυτοί είναι μοναδικοί, όχι μόνον στον κόσμο των πτηνών, αλλά στη φύση, γενικότερα και, δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν σε μια ομάδα γνωστών ακουσμάτων, επειδή έχουν κάτι το απόκοσμο. Μοιάζουν λίγο με τον μπάσο ήχο ενός μεμβρανόφωνου κρουστού, σε συνδυασμό με τον ήχο ενός ηλεκτρονικού οργάνου σε χαμηλές συχνότητες, ενώ κατ’ ουδένα τρόπο φαίνεται ότι μπορεί να αρθρώνονται από ένα πτηνό τέτοιας εμφάνισης και μεγέθους.
[audio src="https://www.doc.govt.nz/Documents/conservation/native-animals/birds/bird-song/kakapo-18.mp3" /]
Λ said
Ωραιο το σημερινό άρθρο. Να καταθέσω κι εγώ τον οβολόν μου: σκουλουτζιάζω
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ω τί ωραίο νήμα! Πρέπει να φουμπουκίσω/φουμπουκάρω κι εγώ κάποια στιμή ,μάλλον 🙂
108/111 ναι!
«Μια κόρη στην ανατολή ύφαινε και τραγούδειε κι’ ο συριγμός του μασουριού κι ο χτύπος του πετάλου κι’ αηδονισμός της λυγερής …»
τραγουδώ
Γς said
144:
‘Κατσιάζω’
όντως αναπάντεχο, όπως και το ‘τραβώ’.
Λ said
Στρουθώνω επίσης
Γς said
147:
>φουμπουκάρω
απ το
;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
37.38
φιδοσέρνεται, ο ποταμός, το μονοπάτι κλπ
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
144 και γατσιάζω (τα μαλλιά μου γατσιάσανε λέει η γιαννιώτισσα κολλητή)
Γς said
152:
Κι αυτό απ τη γάτα;
Μάντις said
7 Πάνος με πεζά,
μήπως το γλαρώνω είναι από το ιλαρός, γλαρός, μάτια γλαρά =ιλαρά, χαρούμενα, όπως τα μάτια των αγίων στις τοιχογραφίες που κρύβουν μια γλυκύτητα που φωτίζει την αυστηρότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου τους.
12 Νέο kid
ένα γλωσσικό τύπο, αν ήθελαν να τον βγάλουν ως άχρηστο από ένα κείμενο, παλιά έλεγαν οι ειδικοί ότι ο τύπος ο γλωσσικός απεσκορακίσθη, διαγράφτηκε, στάλθηκε στο διάβολο, πετάχτηκε δηλαδή στα κοράκια «ες κόρακας» , από ρήμα αποσκορακίζω, ουσιαστικό, αποσκορακισμός
44 Antonislaw
Υπάρχει τύπος γρυλλώνω και γουρλώνω //δεύτερη σημασια εφοδιάζω τα παράθυρα με γρύλλους , όπου γρύλλοι είναι μοχλοί που χρησιμεύουν για ανοιγοκλείσιμο των παραθύρων
117 Γς
οι ψείρες από Μ που υπαινίσσεσθε είναι άλλης μορφής (κατηγορίας) ψείρες και παρεπιδημούν στα συγκεκριμένα σημεία, ή των πάνυ απλύτων, ή των πάνυ παστρικών κυριών, εύχομαι να μην έχει ο ερευνητής και προσωπική πείρα..
Θυμήθηκα για το τέλος και ρήμα «μπουφοφέρνει» συνώνυμο του βλακοφέρνει.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αυτά μάλλον ντόπια,αφού δεν γκουγκλίζονται:
-Σβουρίζω, μουρμουρίζω ζουζουνίζω σαν το σβούρο (μπάμπουρα), «Μη σβουρίζεις στην κεφαλή μου»
-Ξεσφηγκιάζω , ενοχλώ και ξεσηκώνω τις σφήκες αλλά και ξεσηκώνω μια ομάδα ανθρώπων (με κακές προθέσεις)
-Πεταλιδιάζω, κολλάω σαν πεταλίδα πάνω στον τοίχο,στην πόρτα κλπ ,Στάνταρ πάντα στην αφήγηση για το θείο μου που επεταλίδιασε απάνω στον τρόχαλο και δεν τον είδαν οι Γερμανοί που πέρναγαν από πάνω
-Χοχλιδοσύρνομαι, ερωτικόν κυρίως (χοχλιός,το σαλιγκάρι)
sarant said
Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα. Ομολογώ ότι όταν έγραφα το άρθρο δεν περίμενα τόσο μεγάλη συμμετοχή και τόσο πολλές προσθήκες!
Γς said
154 δ:
Η ψείρα του εφηβαίου (Phthirus pubis), και η ψείρα της κεφαλής και του σώματος (Pediculus humanus) είναι δύο εντελώς
διαφορετικά παράσιτα, που δεν μπορούν να ζήσουν στο μύστακα του ενός ή το αιδοίο του άλλου.
Ωχ, και ο Γς στα νιάτα του κόντεψε να τρελαθεί όταν διαπίστωσε την παρουσία αυτών [που δεν μπορούν να ζήσουν στο μύστακα].
Και παίρνει την απόφαση. Μπαίνει σε ένα φαρμακείο και αμάν, ήταν γυναίκα το αφεντικό.
Και ήταν και άγρια στην όψη, σαν την Ζωή της Πλεύσης να πούμε.
Και να και δυο τρεις πελάτες πίσω του που ήρθαν αμέσως μετά από αυτόν.
Και τώρα τι λένε;
-Τι θέλεις;
-Να ξέρετε θέλω κάτι για κάτι μαμούνια…
-Τι μαμούνια;
-Να κάτι … φθείρες του εφηβαίου…
-Τι φθείρες του εφηβαίου;
-Phthirus pubis
-Μουνόψειρες;
😦
Corto said
Νομίζω στην κατηγορία του «αποκτηνώνομαι» μπορεί να προστεθεί και το «αφηνιάζω».
Πάνος με πεζά said
@ 154 : Ναι πράγματι, το είπαμε.
@ 157 : Αυτό είχε βγει και σε ΠΑΣΟΚικό ανέκδοτο, με τη Μελίνα και το Βερυβάκη…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Το μαμουνιάζω/εμαμούνιασε το λέμε συχνά για κάποιον που ξέκοψε από κοινωνικές επαφές κι έπιασε μαμούνια, μεταφορικά.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Λυκοσυμμαχώ και κοκορομάχομαι 🙂
Γς said
159 β:
Τι εννοείς; Πάντως η ιστορία είναι αληθινή.
Τις είχα κολλήσει από κάποια όταν ήμουν στρατιώτης [της αεροπορίας]
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στα γαϊδουρινά παράγωγα και το ξεγαϊδουρίζω/εξεγαϊδούρεψε
αποθρασύνομαι, παύω να είμαι το καλό παιδί κι αντιμιλώ,δε δίνω λογαριασμό κλπ
Μιχάλης Νικολάου said
… κατσικώνομαι: στρογγυλοκάθομαι σε ένα μέρος και δεν λέω να φύγω. Αν και είναι πολύ διαδεδομενο, δεν μου είναι σαφές ποια είναι η σχέση με την κατσίκα. …
Χωρίς ιδιαίτερη μελέτη, εικάζω πως το «κατσικώνομαι» είναι από την «κατσ(ο)ικιά», που προκύπτει από την «κατοικία» (τσιτακισμό το λέμε από τ σε τσ;)
Τις κατσ(ο)ικιές τις έμαθα από την κουμπάρα μου στην Κύθνο: Είναι ανεξάρτητα δωματιάκια κοντά στην παραλία όπου ψαράδες (και όχι μόνον) αφήνουν τα σύνεργά τους για να μην τα κουβαλάνε από δω κι από κει, ή και ξαποσταίνουν προσωρινά σε ένα απλό κατάλυμα. Είναι ανοιχτά και προσβάσιμα στον καθένα – ο οποίος μπορεί και να «κατσικωθεί».
Λέγεται αλλού η κατσικιά;
(Βλέπετε θέα στην θάλασσα από κατσικιά:)
Πάνος με πεζά said
Ρε παιδί μου, δεν το ξέρεις το ανέκδοτο; Στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, τρέχανε όλοι στον Αντρέα να τους βολέψει, ε, πήγε και μια ψείρα.
– Πού να σε βάλω…πού να σε βάλω…να σε βάλω στο μουστάκι του Βερυβάκη ! λέει ο Αντρέας.
Έφυγε χαρούμενη η ψείρα, σου λέει Υπουργός, ταξίδια, δεξιώσεις… Αλλά σε μια βδομάδα, ξαναπάει στον Αντρέα, παραπονούμενη :
– Δε μπορώ εκεί, όλο μύξα είναι ! Να με βάλεις κάπου καλύτερα !
Σκέφτεται ο Αντρέας… -Να σε βάλω…να σε βάλω…στο @#%$ της Μελίνας !
Ξαναφεύγει πανευτυχής η ψείρα, πλην όμως σε μια βδομάδα, να σου την πάλι στο Μαξίμου, πάλι παραπονούμενη !
– Τι θες;, άρχισε να τα παίρνει ο Αντρέας. Δεν παραπονέθηκες, και σε έβαλα στο @#%$ της Μελίνας;
– Ναι, αλλά…
– Τί «αλλά»;
– Ξαναβρέθηκα στο μουστάκι του Βερυβάκη !
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Φοραδίζει το νεαρό κορίτσι που αρχίζει και …ξεγαϊδουριάζει 🙂
dryhammer said
160. Ιδιαίτερη χρήση στην έκφραση «Μαμουνιάζει η καρδιά μου» για κάτι που μας προξενεί φρίκη αλλά όχι απέχθεια. (πχ Βλέπω τα σκελετωμένα παιδάκια στην τηλεόραση και μαμουνιάζει η καρδιά μου)
ΣΠ said
Σκέφτηκα το καργάρω, αλλά δεν έχει σχέση με την κάργα.
Γ-Κ said
Δεν ξέρω τι κάνουν οι Αμερικάνοι, αλλά εδώ στην Ελλάδα αισθανόμαστε φτερουγίσματα στο στήθος ή στην κοιλιά (και όχι ειδικά στο στομάχι). Είναι συνηθισμένη έκφραση και στους καρδιολόγους. Αν η αιτία του φτερουγίσματος δεν είναι κάποια πρόσφατη γνωριμία με ευπαρουσίαστη κυρία, τότε είναι «πολύ ανησυχητικό»…
Επίσης δεν αναφέρθηκε το «αμολάω μελάνι». Περίφραση μεν , αλλά σχετικό.
Μάντις said
165 Πάνος με πεζά
Αυτό το ανέκδοτο με την ψείρα που πηγαινοερχόταν από το Βερυβάκη στη Μελίνα, νομίζω ότι μπορεί να ψηφιστεί ως το νάμπερ ουάν του φετινού καλοκαιριού, παγάκι.
157 Νάμπερ του, ο αληθινός (κατά δηλωσή του) διάλογος του Γς με τη φαρμακοποιό.
Άκουσα και ως νάμπερ θρη, τον αληθινό διάλογο νιόπαντρης κυρίας που Δεν γούσταρε να μείνει έγκυος, πλην… ανένδοτος ο σύζυγος να κάνει το χρέος του προς την αντισύλληψη…
Παει λοιπόν εκείνη, μια και δυο στο φαρμακείο και πώς να το ζητήσει, πώς να το ζητήσει; παίρνει βαθιά εισπνοή και λέει αποφασιστικά στον γλαυκώπη (κουκουβαγιομάτη) φαρμακοποιο:
«Παρακαλώ θα μπορούσα να έχω ένα κιλό, προφυλακτικά;
Γ-Κ said
Μάλλον πρέπει να αναφερθεί και ο μύθος της Κίρκης. Ο Όμηρος μας περιγράφει ότι η Κίρκη μεταμόρφωνε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια, μαϊμούδες και λιοντάρια.
Οι άντρες όταν πιουν (και ειδικά σε περιβάλλον με sexy κυρίες) ή λεονταρίζουν ή πιθηκίζουν ή γίνονται τελείως γουρούνια (ή όλα μαζί).
Γ-Κ said
Οι ψείρες του ανθρώπου είναι τρία είδη.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%B1
Ενδιαφέρον είναι και αυτό:
Additionally, the DNA differences between head lice and body lice provide corroborating evidence that humans used clothing between 80,000 and 170,000 years ago, before leaving Africa.[26] Human head and body lice occupy distinct ecological zones: head lice live and feed on the scalp, while body lice live on clothing and feed on the body. Because body lice require clothing to survive, the divergence of head and body lice from their common ancestor provides an estimate of the date of introduction of clothing in human evolutionary history.
https://en.wikipedia.org/wiki/Louse
loukretia50 said
τόσες ζωώδεις καταστάσεις έχουν περιγραφεί κι εσείς τα ψειρίζετε… Φταίω εγώ που το θυμήθηκα?
Γς said
173:
και το γνωστό, που στην ερώτηση του Γάλλου πολεμικού ανταποκριτή στα βουνά της Αλβανίας αν έχουν ψείρες:
-Που και που [ενίοτε και όχι pou et pou που νόμισε ο Γάλλος]
dryhammer said
Η ψείρα, όμως λέει μια παροιμία,
όταν χορτάσει βγαίνει στο γιακά,
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
164.Κατζικώθηκε ή καζικώθηκε σ΄εμάς και κατζίκι /καζίκι/καζίκα είναι το παλουκώθηκε/παλούκι που δένανε τα οικόσιτα στο λιβάδι. Παλιά ξύλινο, εξ ου και *το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα κατζίκια*, μετά σιδερένιο.
Έχω μια καζίκα , (στην Τράπεζα), ένα χρέος-παλούκι.
Εν τούτοις η κατσίκα είναι πεισματάρικο ζώο. Αμα δε θέλει να μετακινηθεί, τα στυλώνει αγρίως και μπορεί να της κοπεί και το κεφάλι τραβώντας που λέει ο λόγος άμα βρει γερή κόντρα με τα πόδια,
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
169. Γ-Κ >>φτερουγίζει
να πούμε κι άλλα ρήματα σχετικά με πουλιά αν κι όχι με τα ονόματα:
Ένα μίνι σενάριο με τρία ρήματα:
Ο μάρτυρας κελάηδησε ότι η κοκώνα αφού τον ξεπουπούλιασε, την πούλεψε 🙂 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
177. συνέχεια
και το ακροατήριο τον έκραξε
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
176 επίσης κατζίκης/α είναι ο/η πεισματάρης/α
skol said
44,78: καρλακιάζω στη Κέρκυρα, με την ίδια σημασία -κάρλακας ο βάτραχος εκεί.
venios said
Και μια ψιλοάσχετη απορία: Υπάρχει στους ΑΗΠ τύπος «η αγελάς» ή μόνον «η βους»; Και ετυμολογικά, πόθεν η αγελάδα; Μουγεννήθηκε η απορία όταν έπεσα πανω σε ένα «βούτυρο αγελάδος».
sarant said
Ευχαριστω για τα νεότερα!
133 Λεώ, για μάζωξη πάμε φθινόπωρο πια -σε ό,τι με αφορά τουλάχιστον
158 Αλλά έχει τα ηνία, όχι το όνομα του ζώου
164 Κατοικιό λέγεται κάπου και η φωλιά ζώου. Τέτοια καλυβάκια υπάρχουν παντού, με διάφορες ονομασίες -αξίζει ίσως άρθρο.
176 Το καζικώνομαι πρέπει να είναι άλλο
180 Μαλιστα -κι όμως δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην κοινή.
sarant said
181 Η αγελάς βους είναι ελληνιστικό -μετά το «βους» εξέπεσε και το επίθετο έγινε ουσιαστικό.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
181/183
κι αναρωτήθηκα κι ύστερα το ξέχασα για το βόσκω/βοσκός/βουκόλος από το βους επίσης;
-Κυνηγώ, ζωώδες 🙂
Κουτρούφι said
#164. Το έχουμε και μεις το καζίκι (που σήμερα είναι σιδερένιο). Συνήθως είναι για το γάδαρο. Και εμείς χρησιμοποιοιύμε τα καζίκια μεταφορικά για τις δυσκολίες.
—————–
χανεύω. Από το χάνο. Είχα την εντυπωση ότι σημαίνει ψαρεύω χάνους. Σε λεξικό της Σύρου είδα και τη σημασία του ψαρέματος με δόλωμα χάνο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
181 «βούτυρο αγελάδος».
Και μετά του Νικοκύρη την ερμηνεία (183) πάμε στο …ζωοποιό βουτυρώνω 🙂
Λ said
Πω πω βουκεφάλιασα
Corto said
182β (Sarant):
«ηνία»
Σωστά, άρα άκυρη η πρόταση! Απίσης άκυρο και το «συναγελάζομαι», υποθέτω.
Προς αντικατάστασιν παρακινδυνεύω τότε το «οιστρηλατώ»!
οίστρος=αλογόμυγα
(Εντάξει, εν γνώση μου ότι είναι αμφίβολο)
Λ said
Είναι και ένα έντομο ο κολοκυθάς αλλά νομίζω δεν ευθύνεται για το ρήμα κολοκυθιάζω🐛
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδογύρευε.
Σκύλος said
Αφου αποκτηνωθήκαμε ας δούμε και τους όρους που χρησιμοποιεί η πτωχή αγγλική για τις ομάδες ζώων.
https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_English_terms_of_venery,_by_animal
plintirio said
αρνεύω, κάθομαι ήσυχος, κοιτάω τη δουλειά μου
Πέπε said
Ένας ωραίος γλασσικός συσχετισμός (που όμως θα κοβόταν από το σημερινό …διαγώνισμα) είναι το «πελεκάω – πελεκάνος». Πελεκάνο λένε σε διάφορα μέρη τον λιθοξόο.
Πέπε said
@192:
Το αρνεύω το έχω ακούσει εδώ στην Κρήτη με άλλη σημασία: ηρεμώ κάποιον (συγκεκριμένα το μωρό όταν κλαίει, δεν ξέρω αν το λένε και γενικότερα, με μωρά το άκουσα).
Πέπε said
@65:
Προς μεγάλη μου δε έκπληξη (τις πρώτες φορές), έχω ακούσει και το «αποταυρίζομαι» ως ζωντανή λέξη στο λεξιλόγιο των όχι ιδιαιτέρως ιδιωματικών ομιλητών. Φανταζόμουν ότι είναι άλλος ένας από τους εξυπνακισμούς του Καζαντζάκη, αλλά όχι.
Αποταυρίζομαι σημαίνει αυτό που εγώ θα έλεγα «τανυέμαι» ή «τανύζομαι»: τεντώνομαι για να ξεπιαστώ. π.χ. μετά τον ύπνο. Ανεξαρτήτως του παραπάνω εκνευρισμένου σχολίου μου για τη γλώσσα του Καζαντζάκη, έχω παρατηρήσει μια περίεργη συμπάθειά του για λέξεις παράγωγες ή σύνθετες από τον «ταύρο»: εκτός από το αποταυρίζομαι και το επίσης αναφερθέν «ταυροκοιτάω» (=χαμηλώνω το πρόσωπο και κοιτάω λοξά προς τα πάνω, προς την κατεύθυνση που για έναν ταύρο θα ήταν ανάμεσα στα κέρατά του – έτσι το καταλαβαίνω), χρησιμοποιεί και τον «ταυραμπά», περιφρονητική έκφραση για παπάδες.
Πάνος με πεζά said
@ 170 : Δεν το πουλήσαμε (το ανέκδοτο) και για κορυφαίο – και μόνο ότι είναι ΠΑΣΟΚικό, αρκεί για να το καταλάβει κανείς αυτό…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
194 Υποθέτω από το ειρηνεύω. Στα κρητικά το θυμάμαι από τη Θυσία του Αβραάμ, μάνα μου γιατί λουκτουκιάς και κλαίς και δεν αρνεύγεις
(luctus = θρήνος)
sarant said
195 Είναι και δική μου λέξη το «αποταυρίζομαι», ίσως από την οικογένεια.
leonicos said
Κορτό
όντως η αγελάδα προέρχεται από την αγέλη
Αλλά το οιστρηλατώ είναι απόλυτα σωστό
leonicos said
αποταυρίζομαι, τεντώνομαι, οπως είπε και ο Πέπε
leonicos said
πρέπει να είναι κρητικό κυρίως
Μάντις said
196 Πάνο με πεζά
το καταλάβαμε, καλέ, το καταλάβαμε!:-)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
194.Ναι,αρνεύω το μωρό αλλά και «άσε κεια π΄αρνεύω» που ησυχάζω, που ηρεμώ (από προηγούμενη ψυχική ταραχή).
195 «ταυραμπά», περιφρονητική έκφραση για παπάδες.
πράγματι ! την άκουγα/τη λέμε νταυραμπά και δεν πήγε ο νους μου στον ταύρο, που τον λέμε ντανά και ομοίως/αναλόγα τον παπά.
Το νταυραντίζω πάντως δεν είναι λέει από τον ταύρο αλλά τούρκικο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
201 Ναι! Έχουμε και ηθικό κανόνα: Δεν αποταυριζόμαστε μπροστά στους μεγάλους.
Μάντις said
Μάντις said
θυμήθηκα (ποτέ δεν είν’ αργά0 και ρήμα σφαρδακλιάζω από τα σφαρδάκλια (βατράχια) Άκουσα άνθρωπο από την Άρτα να λέει: «Φάγαμε πολλά φραγκόσυκα και απ’ τ’ αγκάθια σφαρδάκλιασ’ (τουμπάνιασ’) η γλώσσα μας»
Μάντις said
204 Εφη, στη Μεσσηνία το αποταυρίζομαι το λέγαν «ανακλαρίζομαι», τεντώνομαι όπως το φυτό τεντώνει τα κλαριά του..
sarant said
206 Μια ακόμα παραλλαγή! Το ΙΛΝΕ έχει «βατραχιάζω» αλλα με σχεδόν κυριολεκτικές σημασίες πχ για λίμνη που γέμισε βατράχια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
208 Λέμε κι εμείς ανακλαδίζομαι αλλά σημαίνει ανασηκώνομαι. Ανακάθομαι πάνω στα …ξερά μου 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
206 >>σφαρδακλιάζω
αντιστοιχεί στο (α)φορδακιάζω, (σχ.78), τουμπάνιασε η κοιλιά μου απ΄το πολύ νερό.
Αιμ said
Είναι σίγουρο ότι το «πουλεύω» αναφέρεται σε πτηνά ;
Λ said
Πελεκανος δεν είναι ο λιθοξόος αλλά ο ξυλουργός. Σε μας τουλάχιστον.
Το ποταυρίζουμαι το λέμε και εμείς.Υπάρχει και στην ενεργητική φωνη, πχ (Σε παρακαλώ) ποταύρισ (ε) μου το στυλό, Ή:
Να σου ποταυρίσω το γάλα;
Εδώ ο κολοκυθάς ή κρεμμυδοφάγος
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%BC%CF%85%CE%B4%CE%BF%CF%86%CE%AC%CE%B3%CE%BF%CF%82
Γ-Κ said
Θα συμφωνήσω ότι το πουλεύω δεν έχει σχέση τα πτηνά…
Γ-Κ said
Μια που αναφέρθηκε το γαϊδουρογυρίζω και το γαϊδουροκαθίζω, με την έννοια του διαπομπεύω > εξευτελίζω, να θυμίσω ότι πανελλήνια είναι η έκφραση «για τον γάιδαρο καβάλα». Επειδή έχει χάσει, όμως, την ετυμολογική της διαφάνεια (έτσι λέγεται για φράση; ), έχει αποχτήσει διάφορες παραλλαγές πιο… διαφανείς…
Με την ευκαιρία να τρολάρω τον Νικοδεσπότη, επειδή αυτά τα ρήματα δεν έχουν να κάνουν με χαρακτηριστικό του ζώου, αλλά με χρήση του από τον άνθρωπο (πολύ κοντινά στο «ιππεύω»). 😀
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Πουλεύω
https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CF%89
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
214. Όπως το ιππεύω και το καβαλώ (το καλάμι κλπ) από το άλογο απορρέει εξάλλου. 🙂
Αιμ said
215. Προϋπήρχε δηλ. από το φεύγω πετάω σαν πουλί και επικάθησε εκ των υστέρων ο …πούλος . Λογικό
Γ-Κ said
Αστειεύτηκα πάω σε αυτό που γράφει ο Νικοκύρης:
Να διευκρινίσω ότι δεν μας ενδιαφέρουν ρήματα που δηλώνουν την ενέργεια που κάνουμε στο/με το ζώο, όπως ψαρεύω ή ιππεύω…
Konstantinos said
Το εχετε γατωσει;
sarant said
214 Δεκτή η ένσταση
Triant said
191: Πράγματι. Μέτρησα 162 διαφορετικές λέξεις. Ομολογώ ότι δεν ξεχώρισα αυτές που χρησιμοποιούνται μόνο εκεί και δεν έχουν άλλη κύρια σημασία. Παρ’ όλα αυτά, είναι εντυπωσιακό το νούμερο. Εμέις έχουμε πόσες; Αρχίζω να μετράω και όποιος θέλει συνεχίζει
1. σμήνος
2. κοπάδι
3. αγέλη
4 ;;;
sarant said
221 Μπορεί να γινει και άρθρο αυτό που λες, αλλα ειναι γεγονός ότι οι Άγγλοι εχουν εντυπωσιακή ποικιλία, τόσο που αναρωτιέται κανείς μήπως… το κάνουν για χαβαλέ.
Μάντις said
210 Εφη
και «ανακλαΔίζομαι» το τεντώνομαι μαχμουρλίδικα και νυσταγμένα
Γς said
221:
Σχολείο..
Ντάξει δεν είναι δικό μας
School Of Fish
Triant said
222: Και ανακύπτει το ερώτημα: Πόσοι τις γνωρίζουν όλες ή μάλλον, πιο ρεαλιστικά, πόσες από αυτές γνωρίζει ή/και χρησιμοποιεί ο μέσος Βρετανός;
Γς said
224:
Ωχ, δεν είχα δει όλα τα σχόλια [Σχ. 191]
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
221 >>σμήνος κοπάδι αγέλη
οζά,σμάρι,κουράδι,ποίμνιο, κουρουπάρι*
*(ομάδα αιγοπροβάτων για τις ανάγκες του καλοκαιριού)
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
191 Εμένα πιο πολύ μου άρεσε το business of flies. Πρέπει να πνίγονται στη δουλειά σ’ αυτόν τον σκατόκοσμο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Βουκόλιον ,προσθέτω ,το αρχαίο κοπάδι βοδιών.
Αλλά και για το νήμα:
Αβδελλώνω
https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%B1%CE%B2%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CF%8E%CE%BD%CF%89
Αρχαιοελληνιστής said
Χτές έλειπα και παρεμβαίνω με καθυστέρηση. Το «αποταυρίζομαι» (65) πράγματι σημαίνει «τεντώνομαι», αλλά για να αποφύγω να με «πειράξει» ο ταύρος. Η ετυμολογία του προέρχεται από την περίφημη λέξη του Αριστοτέλη «απόταυρος» που σημαίνει το θήλυ που δεν έχει γνωρίσει το άρρεν. Στον Αριστοφάνη η «αταυρώτη» είναι η γυναίκα που δεν έχει γαμηθεί.
Γράφει ο μέγας Χαριτωνίδης στα «Απόρρητά» του (σελ. 17)
Chrysostomos Fountoulis said
Εκκολάπτομαι Επωάζομαι
Βασίλης Ορφανός said
Κρήτη (από το λεξικό τού Πιτυκάκη)
κοτσυφολογώ = «θηρεύω κοτσύφια. Μτφρ. ασχολούμαι με ψευτοδουλειές».
λουποχώνομαι = «κρύβομαι παραμονεύοντας όπως ο λούπης [= λύκος]».
ορνιθοτυφλιάζω = «δεν βλέπω καθαρά, είτε από πάθηση των ματιών είτε, και το συνηθέστερο, λόγω συστολής ή διαστολής της κόρης από απότομη αλλαγή του περιβάλλοντος, σηλ. από το σκοτάδι στο δυνατό φως ή το αντίθετο. […] Ο όρος προήλθε από τις όρνιθες, που σαν δύσει ο ήλιος δεν βλέπουν καθαρά, αλλά και το πρωί όταν βγαίνουν στο φως του ήλιου από το σκοτεινό κοτέτσι».
πετεινοχωρίζω = «όταν αρχίσουν να μεγαλώνουν λίγο [τα κλωσσόπουλα] και αρχίζει να ξεχωρίζει το φύλο, λένε πως πετεινοχωρίζουν. […] Μτφρ. για τα αγόρια όταν αρχίζουν να αποκτούν τα γνωρίσματα της εφηβείας, στη μορφή, στη φωνή , στις ανησχίες κλπ.»
πουλαροδείχνω = «πάντοτε στη μτφρ. σημασία του. Φαίνομαι νεώτερος απ’ όσο είμαι».
σκυλονουργιούμαι = «κλαυθμηρίζω σαν τον σκύλο»
σκυλεύω = «εκδηλώνω αδιάντροπα και ασυγκράτητα έντονη λαγνεία».
ψιψειρίζω = επιτατικό τού ψειρίζω ‘ερευνώ σχολαστικά, λεπτολογώ’.
χοχλιδολογώ = «συλλέξω χοχλιούς».