Ο Τάραχος (διήγημα του Κώστα Μάκιστου)
Posted by sarant στο 6 Οκτωβρίου, 2019
Πριν από τρεις εβδομάδες, είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο το διήγημα Το μπουρίνι του μυτιληνιού λογοτέχνη Κώστα Μάκιστου. Ο φίλος Άρης Γαβριηλίδης, που το είχε πληκτρολογήσει, μας προσφέρει σήμερα ένα ακόμα διήγημα του Μάκιστου από την ίδια συλλογή, και μάλιστα το διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, «Ο Τάραχος».
Ο Κώστας Μάκιστος (1895-1984) ήταν Μυτιληνιός λογοτέχνης -από την Αγία Παρασκευή, το κεντρικό κεφαλοχώρι του νησιού. Παπαχαραλάμπους το πραγματικό του επώνυμο. Τον είχα γνωρίσει γιατί ήταν γείτονάς μας και είχε φιλικές σχέσεις με τον παππού και τη γιαγιά μου.
Περισσότερα δεν θα γράψω, αφού ο φίλος μας ο Άρης εχει και δικό του πρόλογο:
Ύστερα από την πρόσφατη δημοσίευση του διηγήματος του Κώστα Μάκιστου «Το μπουρίνι», όπως είχα υποσχεθεί, δακτυλογράφησα και το άλλο του διήγημα, «Ο τάραχος», από την ομότιτλη συλλογή του διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 1957 σε 1000 αντίτυπα, σε ιδιωτική έκδοση. Είχε περάσει από το σπίτι μας, στον Πειραιά, το 1958, όταν ήμουν δέκα χρονών, αλλά λείπαμε, και το άφησε σε μια γειτόνισσα να μας το δώσει, με αφιέρωση στον πατέρα μου: «Στον αγαπητό μου Νίκο Γαβριλέλλη με αγάπη ο θείος του Κώστας Μάκιστος».
Αυτό ήταν το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ποτέ. Μολονότι η ηλικία μου δεν μου επέτρεπε να το καταλαβαίνω πλήρως, με μάγεψαν η γλώσσα, η ατμόσφαιρα και η θεματολογία του. Ίσως αυτό να ήταν το μπόλι για να γράψω, πολύ αργότερα μεταξύ άλλων τα δικά μου διηγήματα.
Ακολουθεί το διήγημα. Μετά το τέλος του, πρόσθεσα ορισμένα σχόλια που ίσως φανούν ενδιαφέροντα.
Ο Τάραχος
(του Κώστα Μάκιστου)
Τον καλόγερο, το Γρηγόρη, σαν τον έβλεπες, έλεγες πως είναι αρκούδα. Το κεφάλι του αναμαλλιασμένο, τουφωτό· μαλλιά, γένια, μουστάκια μπερδεμένα στο ίδιο κουβάρι· πηχτές και μεγαλότριχες κι οι φρυδάρες, τριχωτά και τα χουνιά των αφτιών, κι απ’ όλη τούτη τη δασωμένη τόπα να ξεχωρίζει μονάχα η χοντρή μύτη και τα φουσκωτά μικρά μάτια. Ήταν κι η κορμάρα του χοντροδεμένη – ασουλούπωτη κι η περπατησιά του.
Σαν πέθανε ο γέρο-Μπάρλας, είπαν πως έπρεπε να γράψουν στο γιο του το Γιώργη, μα κανένας δεν ήξερε πού βρίσκεται. Ήρθε μονάχος του την Άνοιξη κι ήταν καλόγερος. Πήγε, χωρίς να περάσει από το χωριό, ίσια στη δασωμένη ντερεδιά, στο πατρικό του ρουμάνι, κι εκεί έκαμε τη μονιά του. Μερεμέτισε την καλύβα του πατέρα του, συγύρισε τα σύνεργα, την αξίνα, το φτυάρι, το τσεκούρι, και βάλθηκε στη δουλειά. Ξαναφανέρωσε την παλιά νερομάνα κι έκαμε σιμά της περιβολάκι. Ξεχέρσωσε την πλατωσιά, παράμερα στην καλύβα, για καμίνι, και εκεί στοίβαζε τα ξύλα, τα κούτσουρα, τα κλαδιά, τις ρίζες. Κει κοντά έχτισε κι ένα μικρό φούρνο.
Σαν τ’ αποτέλειωσε, έδωκε στον τσομπάνο το Μούλικα τη σαραβαλιασμένη πατρική νταμιτζάνα, να την κατεβάσει στο χωριό και να του τη γεμίσει ρακί. Παράγγειλε και δυο καινούργια πήλινα τσουκάλια.
Οι πρώτοι πελάτες που πήγαν ν’ αγοράσουν κάρβουνα, τον χαιρέτισαν έτσι:
-Ευλόγησον, πάτερ Γρηγόρη!
Φρούμαξε κείνος μέσα στα γένια του, τους κοίταξε κατσούφικα και τους σφεντόνισε κακιωμένα:
-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!
Το πρώτο, το «ειρήνη υμίν», ήταν προσταχτικό κατσάδιασμα. Και το «διαβόλοι» σάρκαζε.
Μιαν άλλη μέρα, κίνησε για κει ο Ζάκος, κι ήταν πολύ συγκινημένος για τον πρωτοξάδερφο και παιδικό φίλο του, να τον αγκαλιάσει, πούχε γεμίσει και την νταμιτζάνα ρακί.
-Γιώργη!.. του φώναξε, και τα μάτια του νότισαν.
Ο καλόγερος, που ξεχέρσωνε κείνη την ώρα, ανασήκωσε το κορμί, ακούμπησε τα χέρια στην αξίνα, μουθούνισε κι έμπηξε τις φωνές:
-Βλέπεις, μορέ, κανένα Γιώργη, δω; Ε; Βλέπεις; Λέγε!
Ζεματίστηκε ο Ζάκας και τα χρειάστηκε με κείνο το «λέγε!» μέσα στη ντερεδιά. Κι ο Γρηγόρης ξαναρίχτηκε στη δουλειά και μήτε σήκωσε το κεφάλι να του μιλήσει.
Έτσι φερνόταν και σε όλους. Σε κανένα δεν έδινε γνωριμιά, και σαν τον ρωτούσε κάποιος: «Δε θα μας έρθεις και καμιά μέρα στο χωριό;» ο καλόγερος του φώναζε:
-Και γιατί, μορέ; Ε; Γιατί νάρθω; Λέγε!
Σαν που ξεφώνιζε, ήταν φόβος να μη σου κατεβάσει την αξίνα στο κεφάλι, κι ο άλλος μάσησε τα λόγια του.
Για το πάρε-δώσε πάλι μαζί τους, παζάρεμα δεν έκανε, για τα κάρβουνα ή τα ξύλα, και δε δεχόταν χρήματα αμή μόνο αλεύρι, λάδι, όσπρια, κανένα ρουχικό, και ρακί για την νταμιτζάνα. Και πάλι, για το πόσο θα πάρουν και πόσο θα δώσουν δεν έδειχνε να νοιαζόταν. Κείνος, όποια ώρα και να πήγαιναν, δούλευε μέσα στο πηχτό ρουμάνι ή στο καμίνι. Στο φωνακλάδικο «καλημέρα» τους στυλωνόταν για μια στιγμή, τους τήραγε και σώπαινε. Μονάχα σαν έφευγαν, και τον καλοβράδιαζαν, τους σφεντόνιζε κείνο το δικό του:
-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!
«Στριμένος είναι!…» έλεγαν οι χωριανοί του και το βρίσκανε γουστόζικο να παρακολουθούν, στα κρυφά, τα καμώματά του, να τα λένε ύστερα στους άλλους και να γελούν στον καφενέ. Έτσι, κάποιος είπε, πως είδε τον καλόγερο μέσα στο ρουμάνι να κουβεντιάζει μ’ ένα κορκοδειλάκι. «Ήταν», είπε, «σκαρφαλωμένο στο βράχο το κορκοδειλάκι και σκαμπανέβαζε το κεφάλι. Του σκαμπανέβαζε και την δικιά του κεφάλα ο Γρηγόρης, και του μιλούσε και του γέλαγε…». Κι ο αγροφύλακας, ο Μπρούκος, πάλι, ιστόρησε πως τη νύχτα ο καλόγερος αφήνει ψωμί και φαγητό έξω από την καλύβα για τις αλεπούδες. «…Και μιαν αλεπού», είπε, «σιμώνει και παίρνει το φαγί της απ’ τα ίδια του τα χέρια!…». Οι άλλοι όμως τον έβαλαν στην πρόγκα για τούτο, το στερνό, και λέγανε πως ο Μπρούκος το παρατραβά το παραμύθι.
-Το νου σας!…, είπε ο χασομέρης η Τσόφλης, που το συνήθιζε να βγάζει συμπεράσματα από όσα άκουγε. Ο καλόγερος φιλιώνεται με τ’ αγρίμια, γιατί είναι χαλασμένη η καρδιά του με μας! Και λοιπόν, το νου σας όσοι πηγαίνετε στο ρουμάνι, μη γίνει κανένα κακό!..
Κείνο το καλοκαίρι πέρασε από το χωριό ένας άλλος καλόγερος, ζαργκλιασμένος και σπανός, που πουλούσε σταυρουδάκια, εικονίσματα και φυλαχτάρια. Σαν μπήκε στον καφενέ, κάποιος του φώναξε:
-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!..
Γέλασαν οι άλλοι, κι ο καλόγερος παραξενεύτηκε.
-Μην και πέρασε από δω ο Γρηγόρης; ρώτησε.
Έτσι μάθανε απ’ αυτόν τούτα τα παρακάτω:
Είχαν κάνει μαζί στ’ Αγιονόρος, στο μοναστήρι του Σίμωνος Πέτρας. Ο Γιώργης ήταν μεγαλωμένο παλικάρι σαν έφτασε εκεί. Έγινε καλόγερος με το όνομα Γρηγόριος κι έπιασε «υποτακτικός» στο γέροντα Ευλόγιο, περασμένον στα χρόνια και κατάκοιτο. Δώδεκα χρόνια έκαμε στο μοναστήρι και ξεχώριζε «σαν ο πιο υπάκουος αδελφός στο Τυπικό». Μονάχα που ήταν μονόχνωτος και δεν του έπαιρνες κουβέντα. Όμως τέτοιο δουλευτή δεν ξαναείδαν. Καταπιανόταν, ακούραστος πάντα, με τις πιο βαριές δουλειές, και τα βράδια διάβαζε τα ιερά βιβλία κι όλο ρώταγε τον γέροντά του να του τα ξηγά.
Σαν πέθανε ο Ευλόγιος, ο Γρηγόρης ξακολούθησε την ίδια ζωή, με τη δουλειά και το διάβασμα. Όπου, κάποια μέρα, έξη μήνες ύστερα από το θάνατο του γέροντά του, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο, κρατώντας το Ψαλτήρι στο χέρι. Το άνοιξε σε μια σημαδεμένη σελίδα και είπε χτυπώντας τα στήθια του:
-Εγώ.., δεν το παραδέχομαι τούτο εγώ!..
-Εσύ;.. του είπε ξαφνιασμένος ο ηγούμενος. Και ποιος είσαι εσύ και χτυπάς έτσι τα στήθια σου;
Ο Γρηγόρης βαριανάσαινε και δεν μιλούσε.
-Και ποιο είναι αυτό, τον ρώτησε πάλι, που τολμάς να μην παραδέχεσαι;
-Να, τούτο που λέει: «Εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων…» φώναξε ο Γρηγόρης.
Ο ηγούμενος άρχισε να του ξηγά ότι αυτά είναι «θεόπνευστα» και «πώς εσύ εστοχάσθης να κερματίσεις το ακέραιον των Ιερών Κειμένων της Γραφής;» και άλλα τέτοια.
-Αμάρτησες!.. του είπε στο τέλος. Σε παρέσυρεν ο Εωσφόρος εις την πονηράν παγίδα του! Θα κάνεις, λοιπόν, τούτον τον κάνονα: Σαράντα μέρες πρωί-βράδυ θα πέφτεις στα γόνατα και θα λες σαράντα φορές: «Εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων…»
Άναψε και κόρωσε ο Γρηγόρης και κότησε να χουφτώσει τον Άγιο Ηγούμενο από τα γένια και του τρακουνούσε το κεφάλι…
Την ίδια νύχτα έφυγε από το μοναστήρι.
…Λένε – τέλειωσε τα λεγόμενά του ο σπανοκαλόγερος – πως θα τον αφορίσουν, γιατί έγινε αιρετικός και δαιμονόπληκτος!..
Από τότε, οι πελάτες για κάρβουνα δεν ξανοίγονταν σε καμιά πια κουβέντα με τον Γρηγόρη, και πρόσεχαν και τα δοσίματά τους να μην είναι λειψά. Και κάθε τόσο, όλο και κάποιος βρισκόταν να πει κάτι που άκουσε και είδε από τα καμώματά του. Και ιστόρησε ο τσομπάνος, ο Μουλίκας, πως μια νύχτα που αναζήταγε ένα χαμένο πρόβατό του, σίμωσε στη μονιά του καλόγερου και τον άκουσε να χαχανίζει μονάχος του μέσα στην καλύβα. «Εγώ», είπε, «κρύφτηκα, και τον είδα να βγαίνει στο κατώφλι και να ξεφωνίζει: Οι δράκοι!.. Το χαλάζι!.. Το χιόνι!.. Τα κρούσταλλα!.. κι άλλα τέτοια δαιμονικά λόγια…». Σαν το άκουσε τούτο ο Παπα-Γιάννης, στεναχωρέθηκε και είπε: «Μην εξοργισθεί ο Κύριος με τούτες τις μαγγανείες του δαιμονόπληκτου, και μας στείλει καμιά συμφορά».
Ωστόσο, ο καλόγερος ο Γρηγόρης περνούσε απλά και ήσυχα στο ρουμάνι, καλοβολεμένος στη μονιά του. Από τις πρώτες μέρες είχε βάλει δικό του «Τυπικό» στη μοναστική ζωή του. Ξυπνούσε με τα πρώτα χαράματα, νιβόταν στη νερομάνα, διάβαζε μουρμουριστά στο Ψαλτήρι, κολάτσιζε, κι ύστερα ριχνόταν στη δουλειά. Σταματούσε το μεσημέρι, όσο για να φάει, και πάλι δουλειά, και κουβάλαγε ο ίδιος στη ράχη του τα ξύλα και τα κάρβουνα. Με το ηλιοβασίλεμα, ανέβαινε στο «Κατακύριο» -έτσι έλεγε την καλύβα του-, πλενόταν και έβαζε φαγητό στη φωτιά.
Σα σκοτείνιαζε, άναβε το λαδολύχναρο, έπαιρνε σιμά του την νταμιτζάνα και γέμιζε τη μεγάλη ποτήρα, μισό ρακί, μισό νερό. Κατέβαζε γουλιές το πιοτό – και τότες άρχιζε να χαμογελά τηρώντας το φρεσκοκομμένο κούτσουρο. Χαμογέλαγε και στο ποντίκι που φανερωνόταν στην πέρα σκοτεινή γωνιά. Χαμογέλαγε και στο σούσουρο που έκανε το αγέρι, έξω στα δεντρόφυλλα. Φορές όμως κατσούφωνε, και τότες έπαιρνε το Ψαλτήρι, το ξεφύλλιζε, και με το μολύβι έσβηνε αυτό που θυμήθηκε και κατσούφωσε.
Τις πρώτες βραδιές βρήκε το «Εγώ δε ειμί σκώληξ…». Το μουτζούρωσε πεισματικά και έμπηξε τα χάχανα. Υστερότερα τον πείραξε κείνο κει το: «Κλίνον, Κύριε, το ους σου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ». Το έσβησε και βάλθηκε να βρει όσα μιλούσαν για ταπείνωση και ικεσία. Κάποτε τον πείραξε το: «Θεός εκδικήσεων Κύριος, ο Θεός εκδικήσεων, επαρρησιάσατο». Μούγκρισε – μα το άφησε… Βραδιές τον παίδεψε αυτός ο στίχος. Τον διάβαζε φωναχτά, λαχάνιαζε – μα τον άφηνε. Ώσπου κάποια βραδιά, άρπαξε το μολύβι, τον έσβησε, έβαλε τα χάχανα, σηκώθηκε ολόρθος και άρχισε να ξεφωνίζει από κείνα τα Δοξαστικά: «Ψάλατε τω Κυρίω εν σάλπιγξιν ελαταίς και φωνή σάλπιγγος κερατίνης. Σαλευθήτω η θάλασσα και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και οι κατοικούντες αυτήν…».
Τα είχε μάθει απ’ έξω αυτά τα Δοξαστικά και τους Αίνους: «Αινείτε τον Κύριον εκ της γης, δράκοντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλοι, πνεύμα καταιγίδος τα ποιούντα τον λόγον αυτού…». Κι όπως ξεφώνιζε τους στίχους τούτους, το πρόσωπό του ιλάρωνε και τα μάτια του λαμπύριζαν.
Σαν τέλειωνε και η τρίτη ποτήρα του ρακιού, όσο και αν τον πείραζε η όρεξη να βάλει κι άλλο, δεν το έκανε, γιατί το «Τυπικό» του ήταν μονάχα για τρεις ποτήρες. Και τότε έβγαινε στο κατώφλι, σταυροκοπιόταν θωρώντας τον αστρόσπαρτο ουρανό ή την άφεγγη νύχτα, σφάλναγε την πόρτα και πλάγιαζε. Κουρασμένος από την ολήμερη δουλειά, γαληνεμένος από τα Δοξαστικά, κοιμόταν μονορούφι ως την αυγή, για να ξαναρχίσει απαράλλαχτα την ίδια καθημερινή ζωή: να ξεχερσώνει τη μέρα το ρουμάνι και το βράδι το Ψαλτήρι.
Τις Κυριακές όμως άλλη δουλειά δεν έκανε, εξόν από το να ταχτοποιεί τα ρουχικά και το νοικοκυριό του. Ούτε και το Ψαλτήρι έπιανε κείνη τη μέρα. Έπαιρνε το Βαγγέλιο, το άνοιγε, και διάβαζε σιωπηλά. Κάθε τόσο σταματούσε, έβαζε την απαλάμη στο στήθος, αναστέναζε, και ύστερα ξανάρχιζε το ίδιο άφωνο διάβασμα.
Τις πρώτες μέρες, το πρωινό μιας Κυριακής, του ήρθε στο νου ν’ ανέβει στην αποδώθε ράχη. Ανοιξιάτικα ήταν τα πάντα, και πέρα από την δώθε ράχη μακρινό και αθώρητο έπεφτε το χωριό. Απόμεινε κάμποσο, μουδιασμένος και ασάλευτος. Και ξαφνικά, χούφτωσε τα γένια του. Άρχισε να τα τραβά, τράνταζε το κεφάλι του, και στην αποδώθε ράχη δεν ανέβηκε.
Κάποτε το καλοκαίρι πέρασε. Πέρασε και το χινόπωρο, κι έμπαινε χειμώνας πια. Κείνο το Σαββατόβραδο, στο έβγα του Νοέμβρη, μαύρα σύννεφα πήχτωσαν στον ουρανό και σκοτείδιασε από νωρίς το απόγεμα. Κάτω στην ντερεδιά σφύριζε και μάνιαζε ο αγέρας και σε λίγο ξέσπασε βροχή.
Πρόβαλε στην πόρτα ο καλόγερος, κοίταξε το σκοτάδι και μουρμούρισε: «Ανάγων νεφέλας εξ εσχάτου της γης, αστραπάς εις υετόν εποίησεν…». Ανάσανε τον υγρόν αγέρα, αφουγκράστηκε και ξανάπε: «Πλήθος ηχούς υδάτων φωνήν έδωσαν αι νεφέλαι». Η βροχή τον βίτσισε στο πρόσωπο, μα κείνος, ασάλευτος, όλο και κάτι θυμόταν να ξεφωνίσει: «Επισκέψω την γην και εμέθυσας αυτήν… Τους αύλακας αυτής μέθυσον, πλήθυνον τα γενννήματα αυτής…».
Και τότε, σα νάπιασε τ’ αφτί του μια παιδιάτικη κλαμένη τσιριξιά. Δε χασομέρησε. Βγήκε σφαλώντας πίσω του την πόρτα, έβαλε τις απαλάμες χουνί στο στόμα και φώναξε:
-Αχά α!.. Μείνε κει που είσαι αι! Και φώναζε να ξέρω ω!.. Αχά α!
-Έε ε ε!.. τσίριξε και η παιδιάτικη φωνή.
Ο καλόγερος ρίχτηκε στην ανηφόρα, και μέσα στο σκοτάδι κάθε τόσο και ακουγόταν το δικό του: «Αχά α!..» και η τρέμουλη παιδική φωνή: «Έε εε!..».
Γύρισε ύστερα από λίγο και κράταγε παραμάσχαλα, από τη μια και από την άλλη, δυο παιδιά. Ως δώδεκα χρονώ ήταν το αγόρι, και το κορίτσι μικρότερο – και λαχάνιαζαν. Σαν τ’ άφησε μέσα στην καλύβα, το κορίτσι έβαλε τα κλάματα και το αγόρι έλεγε πως η μάνα τους τα έστειλε να μαζέψουν μανιτάρια, και η Φρόσω ήθελε να βρούνε τις κουμαριές να φάνε κούμαρα. «…Και γω –Αλέξη με λένε μένα- έχασα το δρόμο. Και τώρα; Τι θα λέει τώρα η μάνα μας;…»
Έριξε ξύλα στο τζάκι ο Γρηγόρης και η φωτιά λαμπάδιασε. Τα πόδια του ξυπόλυτου αγοριού ήταν πληγωμένα και το κορίτσι τουρτούριζε. Σαν αποστέγνωσαν, τα σέρβιρε από τη φασολάδα του να φάνε.
-Μην κλαις πιά!.. φώναξε στο κορίτσι, κι απόμεινε να κοιτά το πρόσωπο του αγοριού.
Κείνο το βράδυ ο καλόγερος μήτε ρακί ήπιε, μήτε το Ψαλτήρι του άνοιξε. Έστρωσε στα παιδιά να κοιμηθούν και πλάγιασε και ο ίδιος παράμερα. Στην ντερεδιά ούρλιαζε ο αγέρας, η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, και στο νου του Γρηγόρη το πρόσωπο του αγοριού… Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που του θύμιζε τούτο το αυγουλωτό πρόσωπο; Δεν μπορούσε να το βρει και ένιωθε στενάχωρα.
Πάρωρα τα μεσάνυχτα σταμάτησε η βροχή. Τα σύννεφα ξέφτιζαν, ο καιρός το γύρισε στο βοριαδάκι και το κορίτσι παραμίλαγε. Σαν ξημέρωσε, βγήκε έξω ο Γρηγόρης και κοίταξε τον ουρανό. Θα ήταν μια Κυριακή με λιακάδα. Πήγαινε να πει: «Εν τω Ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού». Όμως ο ψαλμός δεν έβγαινε, και ο καλόγερος συλλογίστηκε: «Θα τα συνοδέψω ως το στρωτό μονοπάτι, να πάνε μονάχα τους…».
Ξύπνησαν κάποτε και τα παιδιά, μα ο Αλέξης κούτσαινε και η Φρόσω ήταν άρρωστη και δεν έφαγε πρωινό.
-Άμα δεν ξέρεις πού είναι οι κουμαριές, να μη βγαίνεις για μανιτάρια!..γκρίνιαξε στο αγόρι ο καλόγερος, και βλέποντάς το να ξυνίζει το μουτράκι του, φώναξε: «Πάψε!.. Θα μου αρχίσεις τώρα και τα κλάματα!..».
Πήρε το σκοινί που φορτωνόταν τα ξύλα, το έδεσε από τη μια και από την άλλη στις κάτω άκρες του ράσου, το ανέσυρε πίσω από τη ράχη στους ώμους. το έδεσε στη μέση του, γονάτισε, και είπε στο αγόρι:
-Βάλε την αδελφή σου μέσα!..
Ύστερα, γονατιστός πάντα, ξανάπε:
-Έμπα και συ από την άλλη!..
Έτσι, με τα δύο παιδιά στη φουφούλα του ράσου, κατάραχά του, κίνησε ο Γρηγόρης και ανέβηκε στην αποδώθε ράχη. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα κι η πρωινή ψύχρα έτσουζε. Έχωσε το κεφάλι του ο Αλέξης στη φουφούλα, έτριψε το μάγουλο στην πλάτη του καλόγερου και χαμογέλασε στην άρρωστη αδερφή του.
Σα σίμωναν στα σύνορα του χωριού, ο ήλιος είχε ανέβη ως ένα χέρι στον ουρανό κι ακούστηκε το δεύτερο καμπάνισμα της εκκλησιάς. Ήταν για τις Καταβασίες τούτο: «Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος…». Η ράχη του καλόγερου μυρμήγκιασε και την ένιωθε έτσι, ζεσταμένη, όπως η βαρυχειμωνιά στη λιακάδα.
«Αυτά τα κουτσούβελα! Έ!.. Αυτά τα κουτσούβελα!..» μουρμούρισε και ξάνοιξε δρασκελιά.
Ο ήλιος πήγε ακόμα ψηλότερα στον ουρανό και μπαίνανε στο χωριό. Αναδεύτηκε μέσα στη φουφούλα η Φρόσω, μάκρυνε το λαιμουδάκι της και είπε στο τριχωτό αφτί:
-Κατέβασέ μας…
Αναδεύτηκε κι ο Αλέξης, και φώναξε:
-Κατέβασέ μας πια!..
-Κάτσετε καλά, κουτσούβελα!.. γκρίνιαξε ο Γρηγόρης και ξανάνοιξε τις δρασκελιές του.
Κάτω στην πλατωσιά του χωριού, ο Τσόφλης, που σουλατσάριζε, φώναξε:
-Κοιτάχτε! Ο καλόγερος ο Γρηγόρης δεν είναι;
Άνθρωποι βγήκαν απ’ τον καφενέ, έγινε σούσουρο, και όλοι μαζεύτηκαν και βλέπανε να κατηφορίζει το παράξενο τούτο μαύρο καγκουρώ, που είχε θύλακα για τα μικρά κατάραχα.
-Πάρτε τα κουτάβια σας!.. φώναξε ο Γρηγόρης σαν τους σίμωσε, και μούτρωσε.
Γονάτισε, μποσκάρισε τη φουφούλα και βγήκαν τα παιδιά. Οι συναγμένοι άνθρωποι μιλούσαν όλοι μαζί και ολόρθος ο καλόγερος, ανάμεσά τους, ζωνόταν το λυμένο σκοινί στη μέση. Και τότε μια γυναίκα πηλαλούσε και τσίριζε.
«Τούτη θα είναι η μάνα…» σκέφτηκε ο Γρηγόρης, και της φώναξε από μακριά:
-Τι τα ξαμόλυσες μέσα στη φουρτούνα;.. Έ;.. Τι τα ξαμόλυσες; Λέγε!
Η μαυροφορεμένη γυναίκα έφτασε κι έκαμε να γονατίσει και να του πιάσει το χέρι.
-Σωτήρα μου!… Σωτήρα μου!… κλιαμούριζε.
Αποτραβήχτηκε ο καλόγερος, ξετίναξε πλαγινά τη χερούκλα του και της ξεφώνισε:
-Να σου κοπανήσω μια!..
Και τότε, πρωταντικρύζοντάς την κατάφατσα, απόμεινε να κοιτά το αυγουλωτό της πρόσωπο. Τα μικρά φουσκωτά του μάτια αναζήτησαν τα δικά της κι έδειχνε ταραγμένος. Όμως αυτό δεν βάσταξε πιότερο από λίγες στιγμές και, ξαφνικά, έμπηξε τη φωνάρα του:
-Τι μαζευτήκατε, μορέ;.. Έ;.. Καμιά αρκούδα βλέπετε και μαζευτήκατε έτσι;
Δεν έδειξε ν’ άκουσε το Ζάκο που τον καλούσε να μπούνε στον καφενέ να τον τρατάρει. Πατήκωσε το σκούφο στο κεφάλι του, πισωπάτησε, τους γύρισε τη ράχη, και πήρε τον ανήφορο. «Της Αννέτας ήταν τα παιδιά!.. Της Αννέτας!.. έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.
Σαν έφτασε κατάκορφα στο λόφο, σταμάτησε να τηρά το πέρ’ απ’ την κείθε μεριά μακρινό πευκόδασο, ίδιο με σταχτόμαυρο πούσι, να φιδοσέρνεται στη γη. Κατσούφωσε… Κάθησε στο βράχο και βάλθηκε να χτενίζει με τα χοντρά ροζιασμένα του χεροδάχτυλα τα γένια του. Από δώθε, χαμηλά και μπροστά του, τα σπίτια του χωριού φώλιαζαν μέσα στη ζεστή διάφανη ανάσα. Κι όχι, δεν ήταν σπίτια. Ανθρώπινες μορφές αναδεύονταν, έπαιρναν σχήματα, σχεδίαζαν γνώριμες εκφράσεις, κι έσμιγαν σ’ ένα πρόσωπο αυγουλωτό, ονειρικό, αγαπημένο…
Ξάφνου, αργό καμπάνισμα ξέσπασε με τέσσερις δεμένους ήχους κάθε φορά: «Νταν-νταν-νταν-νταν!…». Ήταν το τρίτο για το «Δόξα σοι τω δείξαντι το φως», μα το γλωσσίδι της καμπάνας βούιζε στ’ αφτιά του Γρηγόρη, πάνω στον ίδιο χτυπητό ρυθμό, ολοένα τούτο:
«Της-Αν-νέ-τας!.. Της-Αν-νέ-τας!..»
Ένα αγόρι που σαλάγαγε πιο πέρα τις γίδες του στη βοσκή, βλέποντας τον καλόγερο στάθηκε και φώναξε:
-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!..
Ο Γρηγόρης γύρισε, κοίταξε το παιδί που το είχε βάλει στην πηλάλα, αχνογέλασε, κι ύστερα σηκώθηκε κι απόμεινε να τηρά το χωριό που λούφαζε χαμηλά.
«Ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού…» μουρμούρισε.
Τα καμπανίσματα είχαν σταματήσει. ΟΙ γαλαζόασπρες τουλούπες του καπνού από τις καμινάδες των σπιτιών, πήγαιναν να ψηλώσουν κι ύστερα σκόρπιζαν πάνω από τις κεραμιδωτές στέγες. Κατέπα ήταν και ούτε αγεράκι δεν φύσαγε. Μα ο Γρηγόρης ξαναμουρμούρισε: «Ο εξάγων ανέμους εκ θησαυρών αυτού…» και πήρε το μονοπάτι για το μακρινό πευκοδάσο. Έτσι που βαριοπερπάταγε τώρα, του φάνηκε πως άκουσε το ξυλένιο σήμαντρο της Σιμωνόπετρας, που βαρά τη βαθιά νύχτα να ξυπνήσουν οι καλόγεροι για προσευχή. Το ξυλένιο σήμαντρο, που είναι σαν να βγαίνει από σπηλιά το ρυθμικό του:
Τ ω ν π α θ ώ ν μ ο υ τ ο ν τ ά ρ α χ ον,
τ ο ν-τ ά, τ ο ν-τ ά, τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν
τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν, τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν…
Κατηφόρισε στο αντιπέρα φαράγγι, και το σφυροκόπημα στα μηλίγγια του δεν έλεγε να σταματήσει:
τ ο ν-τ ά, τ ο ν-τ ά, τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν
τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν, τ ο ν τ ά ρ α χ ο ν…
Τη Δευτέρα, οι πελάτες που πήγαν, δε βρήκαν τον καλόγερο. Μήτε στο «Κατακύριο» ήταν, μήτε στο ρουμάνι. Ξαναπήγαν και την άλλη, και την παράλλη, μα πάλι δεν ήταν. Όλοι έδειχναν απορημένοι και δε βρίσκανε γιατί ξανάφυγε ο Γρηγόρης, και ούτε και κανένας ήξερε να πει για πού τράβηξε. Και τότε ο Ζάκος είπε πως το ρουμάνι και τα πράματα που άφησε ήταν δικά του πια, γιατί αυτός ήταν ο μόνος συγγενής του. Πήγε λοιπόν και τα περιμάζεψε. Και η νταμιτζάνα ήταν μισόγεμη με ρακί.
Το Ψαλτήρι το έδωσε στον παπα-Γιάννη. Το άνοιξε κείνος, και βλέποντας τις μουτζουρωμένες αράδες ξεφώνισε:
-Κύριε των Δυνάμεων!..
Και σταυροκοπήθηκε. Φώναξε την παπαδιά του, της το παρέδωσε κα της είπε να το ρίξει μέσα στον αναμμένο φούρνο.
Λεξιλόγιο
φρούμαξε= (για ζώα) φύσηξε δυνατά αέρα από τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή οργασμό – το άλογο φρούμαξε
μουθούνισε = ξεφύσησε από τα ρουθούνια με κλειστό το στόμα
κότησε= τόλμησε ,
τρακουνούσε=προφανώς ταρακουνούσε
ρουμάνι= (από το τούρκ. orman) δάσος, λόγγος, ορμάνι
ζαργκλιασμένος = υποθέτω από τα συμφραζόμενα, ρυτιδωμένος
Κούμαρα: παιδική λιχουδιά μας, στη δεκαετία του 50, που μάζευαν από τους θάμνους στην Πεντέλη και πουλούσαν γυρολόγοι σε χάρτινο χωνάκι.
ντερεδιά: ρεματιά
(δασωμένη) τόπα, κατέπα = άγνωστες, από τα συμφραζόμενα αναφέρονται σε μορφή εδάφους.
Ονόματα προσώπων
Κυρίως δισύλλαβα, ίσως παρατσούκλια: Μούλικας (πιο κάτω Μουλίκας), Μπάρλας, Ζάκος, Μπρούκος, Τσόφλης, Ζάκος (από το Ισαάκ;). Λείπουν τα παραδοσιακά λεσβιακά π.χ. Στράτος, Θεοδόσης.
Σχόλια δακτυλογράφου
- Καθαρά ερωτικό διήγημα που αποκαλύπτεται τέτοιο στο τέλος, αρχίζοντας από την φράση «Και τότε, πρωταντικρύζοντάς την κατάφατσα» Από εδώ και μετά είναι το κυρίως διήγημα. Όλο το προηγούμενο κείμενο υποστηρίζει αυτό το τελευταίο κομμάτι.
- «…σ’ ένα πρόσωπο αυγουλωτό, ονειρικό, αγαπημένο…» λίγες λέξεις, ένας απελπισμένος έρωτας.
- «…η μαυροφορεμένη γυναίκα». Άραγε χήρεψε ή πενθούσε άλλο συγγενή;
- Συγχωρήστε μου την υπερβολική ευαισθησία αλλά κάθε φορά που διαβάζω το διήγημα, (και το έχω διαβάσει πολλές φορές), ένας κόμπος πνίγει το λαιμό μου στη φράση «της Αννέτας ήταν τα παιδιά, της Αννέτας». Η συγκλονιστική τραγικότητα του ήρωα, σε μια απλή, απλούστατη φράση.
- Ο ήρωας αισθάνθηκε εξευτελισμένος από την άρνηση του έρωτά του και για αυτό πήρε των ομματιών του και έφυγε, μόνασε, και έσβηνε από το Ψαλτήρι λέξεις που αναφέρονται σε εξευτελισμό.
- 12 χρόνια υποτακτικός + 6 μήνες που έφυγε από τον Άθω και επέστρεψε = 12,5 χρόνια, δωδεκαετής ο γιος της Αννέτας. Προφανώς μόλις έφυγε εκείνος παντρεύτηκε η Αννέτα και έμεινε έγκυος.
- Συχνή αναφορά σε ψαλμούς, όχι μόνο σε αυτό αλλά και σε άλλα διηγήματα. Η μεγάλη εξοικείωση του συγγραφέα με αυτούς εξηγείται από το γεγονός ότι ο ήταν ιερόπαις (παπαδοπαίδι).
- Πρωτότυπη η ιδέα, άρτια σκηνοθετημένο.
Άρης Γαβριηλίδης
Άρης Γαβριηλίδης said
Καλημέρα! Ευχαριστώ, Νίκο.
Γς said
Καλημέρα
>-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!..
Γέλασαν οι άλλοι, κι ο καλόγερος παραξενεύτηκε.
-Μην και πέρασε από δω ο Γρηγόρης; Ρώτησε
Κι όλο έβρισκε το φαγητό της ημέρας μυρίζοντας τα μαχαιροπήρουνα
Οπότε δεν άντεξε ο σερβιτόρος και πριν του τα πάει τα τρίβει στα άνω μπούτια της Βαρβάρα; στη λάτζα.
Τα μυρίζει και…
-Μπα! Εδώ δουλεύει τώρα η Βαρβάρα;
Πάμε πάρα κάτω
Γς said
>«Εγώ δε ειμί σκώληξ…». Το μουτζούρωσε πεισματικά και έμπηξε τα χάχανα. Υστερότερα τον πείραξε κείνο κει το: «Κλίνον, Κύριε, το ους σου, ότι πτωχός και πένης ειμί εγώ». . Το έσβησε
Μπήκα στο Taxis και βλέπω πρώτη δόση τόσα. Δεύτερη δόση άλλα τόσα.
Παίρνω λοιπόν κι εγώ το ποντίκι τα μαρκάρω και πατάω Delete Delete και πάλι Delete.
Και δεν έσβησε τίποτα …
Πάμε πάρα κάτω
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα,
ευχάριστα διαβάζεται το σημερινό διήγημα. Ακατανόητη κατ΄ εμέ η επιλογή της ζωής του μοναχού, επειδή δεν ανταποκρίθηκε η κοπελιά (ή ο νέος σε άλλες περιπτώσεις, …καλογριών 🙂 ). Τέλος πάντων ίσως παλιά, στην ύπαιθρο (;;), να ήταν πιο σύνηθες, σήμερα προτιμάται το «δε με θέλει η Μαριγώ….»
gpoint said
Καλημέρα
Συγχαρητήρια Αρη (παρότι ΠΑΟΚg’s) για την ιδέα να δακτυλογραφήσεις αυτό το μικρό διαμαντάκι και να μας το γνωρίσεις. Και φυσικά ευχαριστίες σε σένα και στον Νίκο που το δημοσίευσε.
Το κούμαρο είναι το αγαπημένο μου φρούτο και το μέλι κουμαριάς η προτιμησή μου στα μέλια (οπαδός των πικρών)
Καθαρά υπολογιστικά ο γιος της Αννέτας πρέπει να ήτανε εφταμηνίτικο…
Το κοτάω το λέμε και στην Φωκίδα
Γς said
>Σαν τέλειωνε και η τρίτη ποτήρα του ρακιού, όσο και αν τον πείραζε η όρεξη να βάλει κι άλλο, δεν το έκανε, γιατί το «Τυπικό» του ήταν μονάχα για τρεις ποτήρες. Και τότε έβγαινε στο κατώφλι, σταυροκοπιόταν θωρώντας τον αστρόσπαρτο ουρανό ή την άφεγγη νύχτα, σφάλναγε την πόρτα και πλάγιαζε. Κουρασμένος από την ολήμερη δουλειά, γαληνεμένος από τα Δοξαστικά, κοιμόταν μονορούφι ως την αυγή,
BLOG_OTI_NANAI said
Σ said
Ο Γς σήμερα έχει κέφια. Αναφέρομαι στο 2 και το 3. Ίσως απλώς να είναι η εντύπωσή μου επειδή συνήθως τον προσπερνάω.
Γιάννης Κουβάτσος said
Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Γαβριηλίδη, αληθινό διαμάντι το σημερινό, δεν είναι τυχαίο ότι το συμπεριέλαβαν οι δύσκολοι και απαιτητικοί Αποστολίδηδες στη διάσημη «Ανθολογία» τους. Δεν είναι τόσο ακατανόητη η απόφαση του Γιώργη να εγκαταλείψει τα εγκόσμια λόγω ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Εκείνα τα χρόνια τα έπαιρναν πιο σοβαρά αυτά τα πράγματα, δεν σπαταλιόντουσαν δεξιά και αριστερά, ούτε προσπερνούσαν αδιάφορα την απόρριψη, πηγαίνοντας στον επόμενο ερωτικό σταθμό. Οι κοινωνίες ήταν μικρές, οι σχέσεις δύσκολες και πάντα με προϋπόθεση το στεφάνι, το ζευγάρωμα ταξική υπόθεση, πολλά δηλαδή τα εμπόδια. Ο Γιώργης, άνθρωπος απόλυτος και μονόχνωτος, «δύσκολος» και περήφανος, ένιωσε ταπεινωμένος από την απόρριψη, το χωριό δεν τον σήκωνε πλέον, τα βρόντηξε κι έφυγε…Κατέφυγε στον Θεό, αλλά χωρίς να δέχεται την ταπείνωση πια ούτε από Αυτόν ούτε από τους υπηρέτες Του. Υπέροχη η σχέση του Γιώργη με την εκκλησιαστική ποίηση και με τη φύση.
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi50.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και ευχαριστούμε τον Άρη για την προσφορά.
9 Η Ανθολογία πράγματι έχει αξιόλογα διηγήματα.
Θα λείψω την περισσότερη μέρα.
Γς said
Τι όμορφο!
Πολύ όμορφο!
Σαν να μιλούσε αυτός
Το έτσουζε κι αυτός με ρέγουλο
Costas X said
Καλημέρα!
Υπέροχο διήγημα !
«…είδε τον καλόγερο μέσα στο ρουμάνι να κουβεντιάζει μ’ ένα κορκοδειλάκι. »
Το «κορκοδειλάκι» δεν είναι φυσικά μικρός κροκόδειλος, είναι πιθανότατα το σαυροειδές laudakia stellio, που λέγεται σε πολλές περιοχές «κροκοδειλάκι», και στην Κέρκυρα «σκούντζικας».
http://koinonkynopiaston.blogspot.com/2012/05/laudakia-stellio.html
Άρης Γαβριηλίδης said
13, Ευχαριστώ για την πληροφορία. Δεν είχε πάει το μυαλό μου εκεί.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Yπέροχο διήγημα, τίποτε πιο δυνατό και όμορφο από την φυσική σεξουαλικότητα, τίποτε πιο οδυνηρό από την καταπίεσή της. Να είστε καλά κύριε Γαβριηλίδη και γι΄αυτό το λογοτεχνικό κέρασμα.
Καλή σας ημέρα.
Καφέ έχετε πιεί παιδάκια; 🙂 Άντε να σας κεράσω έναν εγώ που δεν πίνω. 🙂
Παναγιώτης Κ. said
Υπάρχουν αρκετά περιστατικά όπου κάποιοι, ερωτικά απογοητευμένοι ή για άλλους λόγους και οι πνευματικοί είναι τελευταίοι στην κατάταξη, έχουν επιλέξει τον μοναχισμό ως λύση στα διάφορα εσωτερικά αδιέξοδά τους.
Γιάννης Κουβάτσος said
Διαβάζοντας το σημερινό, μου ‘ρθαν στο νου οι πιο όμορφοι ίσως στίχοι που έχει γράψει ο Κοτζιούλας…Από το ποίημα «Μοναξιά»:
«Αχ, δεν περνάει απόψε η στενοχώρια ετούτη
πού να πάω να βρω το βαθύτερο γκρεμό;
Η μάνα μου θα γνέθει για σαμαροσκούτι
κι εγώ έχω μιας αρχοντοπούλας τον καημό.»
Γς said
15:
> τίποτε πιο δυνατό και όμορφο από την φυσική σεξουαλικότητα, τίποτε πιο οδυνηρό από την καταπίεσή της
Μη το χαλάς ρε Λάμπρο.
Το τελευταίο μπαχαρικό στην τρυφερή αυτή πονεμένη ιστορία είναι το σεξ
Παναγιώτης Κ. said
@17. Πράγματι πολύ όμορφοι!
Τους φαντάστηκα να είναι στίχοι ενός δημοτικού-ηπειρώτικου- τραγουδιού.
Costas X said
14. Να είστε καλά, κι ευχαριστούμε για την πληκτρολόγηση !
Το δικό μου μυαλό πήγε στο συγκεκριμένο σαυροειδές γιατί πρόσφατα είδε κάποιο ο αδελφός μου στο Φάληρο, και μου είπε ότι στην Αθήνα το λένε «κροκοδειλάκι». Εγώ σίγουρα θα το έλεγα «σκούντζικα», προκαλώντας ως συνήθως τα γέλια των φίλων! Πάνε σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που κατέβηκα στην Αθήνα από την Κέρκυρα, και ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζομαι μετάφραση κάποιων λέξεων. «Βαβυλωνία»!
ΛΑΜΠΡΟΣ said
18 – Τι εννοείς χαλάω, δεν είναι καθόλου το τελευταίο μπαχαρικό αλλά η αρχή η μέση και το τέλος της. Όλη η ουσία της ιστορίας είναι γύρω από την συνουσία κάτι που αποκαλύπτεται εκκωφαντικά στο τέλος.
nikiplos said
Καλημέρα… πραγματικά πολύ καλό διήγημα, με συγκλόνισε… Και οι ερμηνευτικές σημειώσεις του δακτυλογράφου, που φάνηκε πως το έχει αναγνώσει πολλές φορές…
Ποιός/ά δεν έχει ανεκπλήρωτο έρωτα? Άλλος/η από έλλειψη ανταπόκρισης, άλλος/η από αναντιστοιχία «κουκιών», άλλος/η από προτεραιότητες που νόμιζε πως τις έχει ο ίδιος και τελικά του τις είχαν βάλει άλλοι. Ποιός στα όνειρά του δεν ονειρεύεται ενίοτε πως ζευγάρωσε τελικά με έναν από τους παιδικούς του έρωτες? Πως έγιναν ένα μαζί?
πολύ συγκίνηση το σημερινό και δεν το περίμενα…
Γιάννης Ιατρού said
13/20: Costas X

το «κροκοδειλάκι», ο σκούτζικας (ή σκούντζικας)
laudakia stellio
Γιάννης Ιατρού said
21: ΛΑΜΠΡΟύκο, βρήκες πάλι το θέμα σου 🙂
Γς said
18:
Ασε ρε, επειδή εσύ χαλάς τη πιάτσα με την Παπέν και πάσης ελλάδος, νομίζεις ότι το σεξ είναι αναντικατάστατο και είδος εν ανεπαρκεία
Καταπίεση της σεξουαλικότητας. Σιγά!
Είναι ο πόνος από την στέρηση, την απώλεια του προσώπου που αγάπησες.
Της μακαρίτησσας π.χ. [της Νο 2].
Κι έχεις την δικιά μου να παίρνει απ την Κύπρο κάθε πρωί να δει [στο μέσανζερ] τι κάνω, αν είμαι ξυρισμένος, αν είμαι ακόμη στο κρεβάτι και τέτοια.
Πήρε και προχτές που [ξενο]κοιμόμουν και απάντησα [την πάτησα] και βλέπει δίπλα στο μαξιλάρι ένα άλλο μανούλι [μαυρούλι].
ΛΑΜΠΡΟΣ said
24 – Δεν είναι καθόλου θέμα μου, των άλλων είναι 🙂 εγώ έχω άλλα ενδιαφέροντα θέματα να ερευνήσω και να λύσω. 🙂
Βatida de coco Γιάννη μου. 🙂
ΛΑΜΠΡΟΣ said
25 – Ένα είναι το κίνητρο για να αγαπήσουμε ερωτικά ένα άλλο άτομο Γς κι όταν δεν εκπληρώνεται ΠΟΝΑΜΕ, ειδικά αν η αιτία, είναι η κοινωνική καταπίεση.
Γιάννης Ιατρού said
Ρίχνοντας μια ματιά, γρήγορη, στο μπλογκ έχει γίνει συχνά μνεία στο έργο του Κώστα Μάκιστου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Παπαχαραλάμπους – Ματζάρη από τη Λέσβο) και ειδικά στη συλλογή του «Ο Τάραχος». Αναμενόμενο βέβαια, αφού εκτός άλλων, για το έργο του αυτό τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο του Υπουργείου Παιδείας (1957) και ο ίδιος γενικότερα με το βραβείο της Επιτροπής Κρατικού Βραβείου Θεάτρου 1979 του Υπουργείου Πολιτισμού, με τιμητική σύνταξη από την Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών για τη συνολική λογοτεχνική προσφορά του (1978) κλπ. Τα έχει γράψει κι ο Νίκος (στο μπουρίνι) στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η ρήση «των παθών (του) ο τάραχος» και τα παρόμοια είναι επίσης πολύ συνηθισμένη, και στο μπλογκ μας (και ο Νίκος την αναφέρει επίσης συχνά). Αλλά για το «από που βγαίνει» και τα περιρρέοντα δεν είδα να έχει γίνει κάποια μνεία/αναφορά, λεξιλογικά/λαογραφικά κλπ. στο μπλογκ. Μου κάνει εντύπωση (εδώ που τα λέμε, δεν έψαξα και ιδιαίτερα επισταμένως.., οπότε διορθώστε😏)
Γιάννης Ιατρού said
26: …Δεν είναι καθόλου θέμα μου..
Καααααλά 🙂 🙂
(σχολιαστικά εννοώ ρε συ, αμέσως θίχτηκε ο ανδρισμός σου!)
Δύτης των νιπτήρων said
Πολύ ωραίο και αυτό.
Αναρωτήθηκα κι εγώ για τον κροκόδειλο και πήγε το μυαλό μου στο ζωάκι που ξέρω ότι βρίσκεται στη Σάμο – αποδείχτηκε ότι είχα δίκιο: https://samosweb.aegean.gr/samiakigi/?page_id=597
Αγγελος said
Για τον Παΐσιο λέγανε πως μιλούσε με τις σαύρες, και λέγαμε οι ασεβείς «άκου τι τρέλες διαδίδουν!» Φαίνεται όμως πως και για άλλους καλόγερους το λέγανε… Μήπως αυτό το σαυροειδές κάθεται και σε κοιτάζει άμα του μιλήσεις γλυκά;
Πουλ-πουλ said
Η γοητεία του διηγήματος είναι η αβίαστη ενσωμάτωση εκκλησιαστικών κειμένων στη δράση, αλλά και τη ντοπιολαλιά των ηρώων.
Ντερεδιά: Ντερέδες έλεγαν οι παλιοί μαστόροι τις υδρορρόες.
Παναγιώτης Κ. said
Στο διήγημα δίνει προστιθέμενη αξία η ιδέα ότι θα το διαβάσουν και άλλοι εκτός από μένα και οι οποίοι μάλιστα μπορούν να σχολιάσουν.
Το ίδιο υποστηρίζω και για τις διάφορες μουσικές που ακούγονται στο ραδιόφωνο.
Έχουμε βεβαίως τη δυνατότητα να ακούσουμε αυτό που μας αρέσει.Η ιδέα όμως ότι μαζί με μας ακούνε και άλλοι φτιάχνει ένα άλλο φαντασιακό! Συν βεβαίως τα σχόλια του εκάστοτε μουσικού παραγωγού και η ανάγνωση των διαφόρων μηνυμάτων που φτάνουν στην εκπομπή.
Το διήγημα αυτό παρουσιάζει μιαν «ανοιχτότητα». Εννοώ πως μπορείς να κάνεις ατέλειωτες (όπα! λέξη που τονίζεται πάνω από την…προπαραλήγουσα 🙂 ) σκέψεις σκέψεις και διαφόρους συνειρμούς.
Ένα διήγημα που χρησιμοποιεί οικείασστον αναγνώστη «σχήματα» είναι διαφορετικό από διάφορες άλλες γριφώδεις…μοντερνιές.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
29 – «αμέσως θίχτηκε ο ανδρισμός σου!» ΜΑ ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ 🙂 🙂 🙂 Δεν το τοποθέτησα σ΄αυτή την βάση, αλλά το μυαλό σου…….!!! 🙂
Zωή δίχως σεξουαλικά συναισθήματα, σκορδαλιά δίχως σκόρδο. 🙂 🙂 🙂
Άντε, σας αφήνω στην ησυχία σας χωρίς «σκανδαλισμούς», διαβόλοι. 🙂 🙂 🙂
Παναγιώτης Κ. said
Αν κρίνω από κάποια νιαουρίσματα που φτάνουν στα αυτιά μου αργά τη νύχτα (διαφορετικά από τα συνηθισμένα αλλά μάλλον…γλυκά) αλλά και τα γατάκια που βλέπω να παίζουν στον ήλιο, πρέπει να είμαστε σε εποχή όπου γεννούν οι γάτες!
Δείτε λοιπόν τα γατάκια στα μάτια και θα διαπιστώσετε ότι σας βλέπουν και εκείνα!
Είναι κάπου εκεί και η μάνα τους η οποία και αυτή σας βλέπει μάλλον με κάποια ανησυχία αν συμβαίνει να της είστε άγνωστος.
Την μάνα αποφεύγω να την κοιτάξω παρατεταμένα μήπως και της μεγαλώσω την ανησυχία. Με τα μικρά όμως η αποκατάσταση μιας σχέσης… αγάπης έρχεται γρήγορα.
Και ποια η υπερκείμενη ιδέα για να συμβαίνουν σε μένα όλα αυτά που προσπάθησα να περιγράψω; Έχει όνομα και λέγεται… Νινούλα (από το Νίνα). Μόνο 16 μηνών αλλά τόσο…θαυματουργή στην δημιουργία βαθιών συναισθημάτων…
Άρης Γαβριηλίδης said
Την πρώτη φορά που είδα στην τηλεόραση (και αργότερα στο Αγιονόρος) τον καλόγερο να χτυπά το ξύλινο σήμαντρο, αμέσως αναγνώρισα τον ρυθμό «τον τά-ρα-χο κλπ» .
argyris446 said
Reblogged στις worldtraveller70.
Κουτρούφι said
1. Για το κροκοδειλάκι δείτε και εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2017/10/18/nikaria/
σχόλιο 41
2. Το «των παθών μου τον τάραχον» προέρχεται από τροπάριο στον δημοφιλέστατο μικρό παρακλητικό κανόνα (ή μικρή παράκληση) προς την Παναγία.
Τῶν παθῶν μου τὸν τάραχον, ἡ τὸν κυβερνήτην τεκοῦσα Κύριον, καὶ τὸν κλύδωνα κατεύνασον, τῶν ἐμῶν πταισμάτων, Θεονύμφευτε.
Για λόγους πληρότητας να παραθέσουμε και τα υπόλοιπα του σετ στο οποίο εντάσεται το τροπάριο:
Εὐσπλαγχνίας τὴν ἄβυσσον, ἐπικαλουμένῳ τῆς σῆς παράσχου μοι, ἡ τὸν εὔσπλαγχνον κυήσασα, καὶ Σωτῆρα πάντων, τῶν ὑμνούντων σε.
Ἀπολαύοντες, Πάναγνε, τῶν σῶν δωρημάτων εὐχαριστήριον, ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον, οἱ γινώσκοντές σε Θεομήτορα.
Οἱ ἐλπίδα καὶ στήριγμα, καὶ τῆς σωτηρίας τεῖχος ἀκράδαντον, κεκτημένοι σε, Πανύμνητε, δυσχερείας πάσης, ἐκλυτρούμεθα.
3. Χωρίς να θέλω να κοροϊδέψω ή να φανεί σαν κρυάδα, εμένα το παρόν μου θύμισε αυτό (με το συμπάθειο, δηλαδή): https://www.youtube.com/watch?v=1V7xT6jwTIY
Υπό μίαν έννοιαν η θεματολογία είναι κοινή.
Ήτανε τύχη ήτανε σύμπτωση
θα έλεγα ήταν περίπτωση
κι όμως της μοιάζει
—————————
Και νιώθω νιώθω νιώθω νιώθω
Τααραχή στην καρδιά μου να φέρνει κλπ κλπ
Γιάννης Ιατρού said
35: Παναγιώτη !!!
Ειδοποία ρε (..Αν κρίνω από κάποια νιαουρίσματα που φτάνουν στα αυτιά μου αργά τη νύχτα.. 😋😉🙄) και μέχρι να διαβάσω και πιό κάτω κόντεψα να πνιγώ 🙂
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Καλημέρα σας.
Θαυμάσιο τὸ σημερινὸ διήγημα.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἄρη Γαβριηλίδη γιὰ τὴ δακτυλογράφηση καὶ τὰ κατατοπιστικότατα σχόλια καὶ τὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ δημοσίευση.
Costas X said
23. Ακριβώς αυτό !
http://koinonkynopiaston.blogspot.com/2012/05/laudakia-stellio.html
31. Η κοινή σαύρα μπορεί, αλλά ο «σκούντζικας» το βάζει στα πόδια. Εκτός κι αν υπάρχει κάποια μεταφυσική παρέμβαση !
Γιάννης Κουβάτσος said
38: Η θεματολογία είναι κοινή στην τέχνη:έρωτας, θάνατος, βιοτικά βάσανα, χαμένες ψευδαισθήσεις…Στα χέρια του καλού ή του μεγάλου τεχνίτη γίνονται έργα τέχνης, στα χέρια του σκιτζή έμπορα γίνονται καψουροτράγουδα και μελό ταινίες.
Γς said
34:
Ελα μωρέ τι είναι η σεξουαλική επιθυμία; Το ελάφι π.χ. τελειώνει σε μερικά δευτερόλεπτα.
Ελεγε κάποιος. Κι η κυρά του: -Γι αυτό έχει και μεγάλα κέρατα.
Σε πειράζω βρε Λ;αμπρούκο.
Να ξέρεις σε ζηλεύω. Εσένα και τον αδελφό μου το Ρούλη.
Ρούλη δεν τον λένε. Τον λένε ΓΙωργο.
Αλλά επειδή μια ζωή είχε μάτια μόνο για την μοναδική γυναίκα της ζωής του, του έμεινε το Ρούλης.
Από το Αχ Ρούλα μου και Ρούλα μου
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Πολυ ευχαριστούμε για την προσφορά! Θαυμάσιο! Μέχρι συγκίνησης. Και βλέπω με χαρά ότι μας άγγιξε όλους, ομονοούμε για την ομορφιά του, απόδειξη τα πολύ γλυκά σχόλια. Μπράβο μας!
Προσωπικά μου ανέσυρε, τουλάχιστον από δέκα μεριές, πρόσωπα και καταστάσεις. Όχι μόνο ιστορίες πάνω στην ίδια βάση (ανεκπλήρωτος/αδύνατος έρωτας, αναχώρηση κλπ, που δεν ήταν και τόσο ασύνηθες παλιά) αλλά και από τα επί μέρους περιγραφόμενα τοπία, ζωή στα ορεινά, πάλεμα με τη φύση (νερομάνα, καρβουνόλακοι, ψάξιμο μανιταριών κλπ). Για το κροκοδειλάκι, γουστερίτσα, σαύρα, (κολιτσαύρα κάτω) θα σας πω και ανάλογη μαρτυρία. Αγάλι αγάλι. Φουλ οι δουλειές 🙂
Μαγειρεύω, ξεσπειριάζω ρόδια, καμαρώνω ένα ματσάκι κυκλάμινα…
ΚΩΣΤΑΣ said
Ε-ΞΑΙ-ΡΕ-ΤΙ-ΚΟ!!!
Τιμή στον αείμνηστο συγγραφέα, ευχαριστίες στον Νικοκύρη και τον Άρη Γαβριηλίδη.
Σχόλια αργότερα
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Τον ήχο του σήμαντρου τον ξέρω
«Το τάλαντο το τάλαντο το τάλα τάλα τάλαντο»
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@44.ΕΦΗ – ΕΦΗ said:
» …Για το κροκοδειλάκι, γουστερίτσα, σαύρα, (κολιτσαύρα κάτω) θα σας πω και ανάλογη μαρτυρία.
Στὰ Θερμιὰ τὸ κροκοδειλάκι τὸ λένε κολότσαυρο, ἐνῶ τὶς συνηθισμένες σαῦρες τὶς λένε τσαπίδες.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ωραίο το σημερινό. Μου άρεσε.
31 Άγγελε, θυμάμαι στην Τήλο που έχει πολλά τέτοια κροκοδειλοδεινοσαυροειδή -εντυπωσιακότατα στην όψη- ότι τα κοιτάζαμε από κοντινή απόσταση και μας ανταπέδιδαν τη ματιά άφοβα, εφόσον δεν κάναμε επιθετικές κινήσεις ή δεν επιχειρούσαμε να πλησιάσουμε κι άλλο. Δεν ήμασταν καλόγεροι 🙂
Εδώ από κάτω βλέπω ότι αυτό το ερπετό αποκαλείται και Κασιδιάρης. Αδικία.
http://www.herpetofauna.gr/index.php?module=cats&page=read&id=85
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Λάμπρο, ελάμπρυνες τα σχόλια! Πώς να σου εξηγήσω τη διαφορά (από την παλιά παρεξήγηση). Λιτός , ουσιαστικός και παιχνιδιάρης. Έτσι!
Να βάλουμε κι ένα ρετρό ανάλογο(έχουμε πληθώρα σ΄αυτό το μοτίβο)
Για μιαν αγάπη που ‘χασα
Σταύρος Παντελίδης,Γιώργος Κάβουρας 1938
τώρα το πήρα απόφαση
να μην ξαναγαπήσω
σ’ αραχνιασμένο σπήλαιο
να πάω να κατοικήσω
ΓιώργοςΜ said
Καλησπέρα! Να προσθέσω και τις δικές μου ευχαριστίες.
Με πρόλαβε ο Γς στα σχόλια: Διαβάζοντας το σημερινό ένιωσα να διαβάζω Παπαδιαμάντη στη δημοτική. Υπέροχο.
Γιάννης Ιατρού said
44: ..ξεσπειριάζω ρόδια…
ααα έξοχα !!!😍 Θα πέφτει κουτάλα, ε; 😎… (σε μιά λεκάνη με νερό, τα μικρά φλυδάκια επιπλέουν, τα σπόρια πάνε κάτω, αλλά θα τα ξέρεις …😉)
Κι έχω εδώ 6 ροδιές φορτωμένες (φτιάχνω και λικεράκι, κυρίως με βότκα ή/με τσιπουράκι…, ηλίου θέλοντος).
Theo said
Καλημέρα!
Ωραίο το αφήγημα. Διαβάζεται με μιαν ανάσα.
Ευχαριστώ, Νικοκύρη και κ. Γαβριηλίδη 🙂
Ο συγγραφέας ήξερε αρκετά από την εκκλησιαστική λατρεία και τον μοναχισμό, αλλά κάπου κάνει λάθος. Στο Άγιο Όρος, την εποχή που γράφτηκε το διήγημα, υποτακτικός κανείς πήγαινε είτε σε «κελί» (μοναστικό οίκημα με κάποια αγροτική έκταση γύρω του), ή σε «καλύβα» σκήτης (κάτι σαν σπίτι σε χωριό) ή σε ιδιόρρυθμο μοναστήρι (τα ιδιόρρυθμα στον 19ο και 20ο αιώνα ήσαν εννέα, το τελευταίο τους, η Μονή Παντοκράτορος, μετετράπη σε κοινόβιο το 1992). Η Σιμωνόπετρα δεν συμπεριλαμβάνεται στα εννέα. Ηταν και είναι κοινόβιο.
Ένα βιβλίο που περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση στη Μονή στα μέσα του περασμένου αιώνα είναι το Σιμωνοπετρίτες πατέρες που βρήκαμε και αγαπήσαμε (1973-1997). Το έγραψε ο ιερομόναχος που γηροκόμησε τους δεκατρείς γέροντες που βρήκε εκεί η νέα αδελφότητα που, από τα Μετέωρα, εγκαταστάθηκε εκεί το 1973. Κάποιες ιστορίες μοιάζουν με αυτή του «Ταράχου». Δύο από τους δεκατρείς μοναχούς «τα πέταξαν», έζησαν στον «κόσμο» και μετά ξαναγύρισαν στη «μετάνοιά» τους.
Theo said
@32:
Ντερέ, από τα τούρκικα (μάλλον χέιμαρρος), λέμε και στην Έδεσσα μια γειτονιά που τη διαρρέει χείμαρρος.
Jorge said
Ρόδια , μπιζέλια μοσχομπίζελα, φασόλια, τα λολοπιάζαμε, έλεγε η γιαγιά οθέ τα ρεθεμιώτικα , αμαριώτικα. Βάζουμε τον αντίχειρα μέσα και πετάμε τους λοβούς εξώ.
Κολισαύρα την ήξερα. Αλλά και η άλλη η πράσινη , πηχιάρικη χωρίς ουρά λιακόνι, αιγοθήλης ο μύθος έλεγε ότι βυζαίνε από γίδες.
Άρης Γαβριηλίδης said
Πολύ χαίρομαι που άρεσε το διήγημα και ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
Ιδού και ένα μοναστηριακό χτύπημα τάλαντου, όπου εύκολα αντιστοιχείς τους ήχους με τις συλλαβές. https://www.youtube.com/watch?v=b8eY8tg80w0
loukretia50 said
«…τα σπίτια του χωριού φώλιαζαν μέσα στη ζεστή διάφανη ανάσα. Κι όχι, δεν ήταν σπίτια. Ανθρώπινες μορφές αναδεύονταν, έπαιρναν σχήματα, σχεδίαζαν γνώριμες εκφράσεις, κι έσμιγαν σ’ ένα πρόσωπο αυγουλωτό, ονειρικό, αγαπημένο…»
Τι όμορφα που γράφει! Σε κάνει να δεις με τα μάτια του , να σκεφθείς πολλά, να συγκρίνεις πρόσωπα και καταστάσεις με κάτι γνώριμο που άκουσες ή διάβασες.
Να νοιώσεις συγκίνηση ναι, τη συμπεριφορά του Γρηγόρη δύσκολο, αν δεν πέρασες από το στάδιο να θέλεις να απαρνηθείς τα εγκόσμια εξαιτίας μιας απόρριψης, ειδικά αν δεν καθόριζε τη ζωή σου η πίστη.
Και βρίσκω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον ο προβληματισμός του για θέματα που προφανώς διδάχθηκε ως θέσφατα και είναι αμαρτία κάθε αμφισβήτηση..
Όμως δεν καταλαβαίνω γιατί ξαναγύρισε.
Πιο εύκολο ήταν ν΄αντιμετωπίσει τις τόσες αμφιβολίες του παρά την ανάμνηση?
—————————————
«Ή μικρός- μικρός παντρέψου ή καλογερέψου» ως μοναδική άλλη επιλογή, λέγονταν παλιότερα στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας.
Βέβαια τα κορίτσια καλογέρευαν πιο συχνά, είτε γιατί έχασαν τον αγαπημένο τους και δέχονταν πιέσεις να παντρευτούν κάποιον που δεν ήθελαν, είτε γιατί «ατιμάστηκαν» κλπ.
Δεν είχαν πολλά περιθώρια να μπαρκάρουν ή να ζήσουν ελεύθερα αγνοώντας τους πάντες και ήταν κατά κανόνα πιο θεοφοβούμενες.
Ευχαριστούμε για το διήγημα, πολύ κατατοπιστικές και οι σημειώσεις κ. Γαβριηλίδη, άξιζε να επιμείνουμε!
Χαίρομαι να διαβάζω αξιόλογα κείμενα που δύσκολα θα ανακάλυπτα, ειδικά αν αναφέρονται σε «ανθρώπους, χρόνια, ζωή» με τόση αμεσότητα και αλήθεια.
Ελπίζω να έχουμε κι άλλες ευκαιρίες.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Άλλο ένα διαμαντάκι! Ευχαριστούμε αμφοτέρους! 🙂
>>’’Αυτό ήταν το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ποτέ.’’ Και με αφιέρωση!
Ζηλεύω, αναδρομικά! 🙂
-Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!
Το πρώτο, το «ειρήνη υμίν», ήταν προσταχτικό κατσάδιασμα. Και το «διαβόλοι» σάρκαζε.
Εκπληκτικής ακρίβειας λιτή περιγραφή !!
32, 53: Πράγματι: >ζαργκλιασμένος = υποθέτω από τα συμφραζόμενα, ρυτιδωμένος
Ακριβώς. Στην Κρήτη είχαμε το ρ. «ζαρου(γ)κλιώ»=ζαρώνω, από το «ζαρούκλα» < ζάρα.
Οπότε: ο ζαρ(ου)κλιασμένος γίνεται εύκολα ζαργκλιασμένος.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ο ζαργκλιασμένος εμπεριέχει τέσσερα σύμφωνα στη σειρά. Να μπει σε επόμενη έκδοση της Γλώσσας που έχει κέφια, του Νικοκύρη! 🙂
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Αυτά παθαίνεις όταν δεν προσέχεις τις γωνιώδεις αγκύλες! Διορθώνω (αν και δεν είναι τίποτα σπουδαίο…):
32, 53, πράγματι: τουρκ. dere = ρύαξ, κοιλάς (Κουκίδης). Από εκεί και ο ντερές = υδρορροή και, προφανώς, ο χείμαρρος. Και η ρεματιά, όπως λέει ο κ. Γαβριηλίδης.
Θυμήθηκα και το υπέροχο βουνό-περιοχή Καρά Ντερέ (=Μαύρο Ρέμα), ελληνιστί Δάσος Ελατιάς, βορειοανατολικά της Δράμας. (Όποιοι δεν το έχετε επισκεφθεί, χάνετε…)
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
59 Μπουγιούκ ντερέ (μεγάλο ρέμα) έχει και στην Πάτρα, και στην Πόλη και στη Σαλονίκη.
loukretia50 said
Τα ντερέκια υποθέτω ότι δεν είναι παιδιά της ρεματιάς, αλλά προέρχονται από άλλη λέξη, έτσι δεν είναι?
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>> «…Και μιαν αλεπού», είπε, «σιμώνει και παίρνει το φαγί της απ’ τα ίδια του τα χέρια!…». Οι άλλοι όμως τον έβαλαν στην πρόγκα για τούτο, το στερνό, και λέγανε πως ο Μπρούκος το παρατραβά το παραμύθι.
https://www.huffingtonpost.gr/entry/ti-kanoen-oi-alepoedes-sten-limne-tes-voeliaymenes-vinteo_gr_5d89dde6e4b0938b5933cd8b
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Καρά Ντερέ
http://www.naturagraeca.com/ws/220,284,306,1,1,%CE%92%CE%B1%CE%B8%CF%8D%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%B1-%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%AC-%CE%9D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AD
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
59 Μικ. ωπ , δε σε ΄δα! στο βαθύρεμα 🙂
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@53, 61. Άντε να σας κάνω και τον τουρκομαθή (..εμπειρικά πάντα!) 🙂 . Ντερέ, Theo, πρέπει να είναι κάτι ηπιότερο του χειμάρρου, ποτάμι ας πούμε (έχουμε το Κοτζάντερε στο Ίσβορο).
Το ντερέκι ή ντιρέκι, Λουκρητία, είναι άλλος λογαριασμός. Έτσι κοροϊδεύαμε τους ψηλόλιγνους (από το τουρκικό direk = δοκάρι)
Πουλ-πουλ said
65. Ψηλόλιγνοι, ωραίος χαρακτηρισμός. Εμείς πάντως τους λέγαμε όρθια χιλιόμετρα, και τους ρωτάγαμε, τι καιρό κάνει εκεί πάνω. Φανταστείτε, ότι αν δεν είχε εφευρεθεί το μπάσκετ, οι άνθρωποι αυτοί θα εθεωρούντο σήμερα ΑΜΕΑ.
ΚΩΣΤΑΣ said
Πλούσια πνευματική τροφή ελάβαμε και σήμερα. Ευχαριστούμε και πάλι τους υπαίτιους! 🙂
Και λίγα λεξιλογικά.
Τόπα και κατέπα, έχω τη γνώμη ότι δεν είναι συνώνυμες λέξεις.
Παρ΄ ημίν, τόπι και τόπα, η μπάλα. Εδώ λόφος που το ημισφαίριό του μοιάζει με μπάλα.
Κατέπα, πιθανολογώ ατμόσφαιρα, καιρικό φαινόμενο, κάτι από πάνω;
Αυτά, και αν δεν σας άρεσα, -Ειρήνη υμίν, διαβόλοι!… 😉
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Καλοκαιρινά παιχνίδια.
Έναν Αύγουστο στα ορεινά της Αρκαδίας είχαμε σώου με τη θεια Βαρβάρα και τη γουστέρα της. Στο πετρόχτιστο πεζουλάκι της αυλής με τις κολώνες που στέκανε το πίσω υπόστεγο κι απάνω κρέμαγε ακόμη το ντενεκεδένι παλιό βρυσάκι με τη σαπουνοθήκη στο πλάι, ερχότανε μια σαύρα, όχι πολύ μικρή, μια – μιάμιση πιθαμή περίπου και πιάνανε ένα απίστευτο παιχνίδι με τη θεια Βαρβάρα. Παίζαμε κρυφτό! Το ερπετούλι εμφανιζόταν απ τη μια μεριά της κολώνας, του έκανε ένα «τσα» η θεία, αποτραβιόταν κι έσκαγε κεφάλι από την άλλη πλευρά. Τσουκ και το γουστέρι, κι αυτό μετακινιόταν και ξεμούριζε από κει! Και δος του πάλι πίσω. Επί ώρα αυτό! Η θεια έλεγε πως ήταν από πέρισυ φιλενάδες και μόλις ήρθανε κι άνοιξε το σπίτι για το καλοκαίρι φέτος, φάνηκε πάλι. Και δεν ήταν μόνο το κρυφτό. Το μεσημέρι κάτι φορές, το ζούδι άραζε στο πεζούλι κάτω από το βρυσάλι. Η θεία τότε έβρεχε τα δάχτυλα με νερό και της έσταζε στο κεφαλάκι κι αυτό καθότανε χαλαρό και μισόκλεινε εκείνες τις μάτες του τις εξώφθαλμες, με φανερή απόλαυση!
Γιάννης Ιατρού said
62: ΕΦΗ Έχουμε κι εμείς μία αλεπουδίτσα που μας επισκέπτεται, ενίοτε μαζί με τον σύντροφό της (η την φιλενάδα της;) 🙂
mitsos said
Καλησπέρα σας
Εντυπωσιακό το διήγημα
Τεχνίτης μεγάλος τελικά ο συγγραφέας, μάλλον με πολύ μεράκι και εργατικότητα… Δεν είναι η ιδέα. Όλα δείχνουν να έπεσε ώρες ξαναδούλεμα.
Το αποτέλεσμα σίγουρα ήταν δικαίωση κι ανταμοιβή . Μα και το βραβείο το άξιζε και λίγο ήταν
Ευχαριστώ τον κ. Γαβριηλίδη και τον Νικοκύρη.
…
Και μια μικρή παρατήρηση μου. Έσβηνε λοιπόν κάθε πρόταση ταπείνωσης ! Ασφαλώς και ήταν αιρετικός, αφού πρώτος στόχος της θρήσκείας μας είναι να γεμίσει τον άνθρωπο με φόβους ενοχές και να ενσωματώσει υπαρξιακά την σκοταδιστική αγωνία της αμαρτίας… Μπορεί να βρήκε καταφύγιο προσωρινό στην παρηγορία του μοναχισμού αλλά στάθηκε όρθιος και υπερασπίστηκε τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του. Και τα κατάφερε … δεν χρειάστηκε να πάρει πάλι μαζί του το ψαλτήρι…. μήτε την νταμιζάνα με το ρακί. Σίγουρα δεν πήγε σε μοναστήρι. Ίσως μπάρκαρε. Ποιος ξέρει μπορεί και σε κάποιο ταξίδι να τα έπινε με με το μαρκόνι Νίκο Καββαδία …
loukretia50 said
70. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι έφυγε μακριά απ΄όλους και όλα, χωρίς όμως να ξαναγυρίσει στο μοναστήρι.
Άλλωστε δεν το διευκρινίζει, κάνω λάθος?
65 -66. Ο χαρακτηρισμός «ντερέκι» – όπως άκουγα εγώ τουλάχιστον – δεν ήταν απαξιωτικός, κάθε άλλο.
Συνήθως έκρυβε θαυμασμό ή ζήλεια από το βάθος των λιγότερο προνομιούχων.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
69 Θυμήθηκα μια είδηση που διάβασα πριν χρόνια, για μια αλεπού που κατέβαινε στην πίσω μεριά μιας συγκεκριμένης ταβέρνας (ίσως κάπου στα Καμμένα Βούρλα), εξοικειωμένη με τους ανθρώπους, την τάϊζαν τα παιδάκια των πελατών από κοντινή απόσταση, είχε γίνει τοπική ατραξιόν και βεβαίως ο μαγαζάτωρ είχε χεστεί στο τάλιρο λόγω του ζωντανού. Μέχρι που κάποιος, μάλλον ανταγωνιστής ταβερνιάρης, τη φαρμάκωσε την κυρα-Μάρω. Πολιτισμός, όχι μαλακίες.
loukretia50 said
Κουβάτσου απόντος – θα ξετρύπωνε ότι υπάρχουν χίλιοι -μύριοι καλογέροι στους ποιητάρηδες, παίρνω σειρά για κάτι άλλο.
Ανακάλυψα ότι η ταπεινή σαυρίτσα βρήκε τρόπο να φωλιάσει σε στίχους του Παλαμά, που την παρουσιάζει με διαφορετικές ιδιότητες κάθε φορά.
Εδώ είναι ακαμάτρα, συνηθισμένη η μικρή φιγούρα να τεμπελιάζει στον ήλιο :
«…κι αποκάτου απ’ τις σταχτιές τις αψηφιές
παραμόνευαν οι οχιές,
και στον ήλιο αναγαλλιάζοντας
ακαμάτρα η σαύρα σείστηκε
κι έκραξε κι αυτή: «Γιά δες!»
——/ από το Δωδεκάλογο του Γύφτου
Δεν ξέρω αν ο ποιητής γνώριζε την ερπετική, όμως εδώ εστιάζει σε διαφορετική ιδιότητα, την παρουσιάζει σαν ένα πλάσμα πανάρχαιο, που κατέχει τη γνώση
«..μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ’ από κατώι,
χωρών, εθνών, τεχνών έφερ’ εδώ μαντάτα…» /Η φοινικιά
Όπως και σ΄αυτό το ποίημα από την Ασάλευτη ζωή εκφράζει τη λύπη, υποθέτω γιατί σέρνεται και διαρκώς ξαναγυρίζει
(αυθαιρετούλι, αλλά το δικαιολογεί η αγάπη μου για τον ποιητή) :
Χαλάσματα
Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για μέ χτισμένο απ’ των Ερώτων τ’ άγια χέρια.
Το μονοπάτι το ’πνιξαν οι αρκουδοβάτοι,
και τα λημέρια τα ’καψαν τα μεσημέρια,
κι ένας σεισμός το ’ριξε κάτου το παλάτι,
και μες στα ερείπια τώρα και στ’ αποκαΐδια
απομένω παράλυτος· σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμός το ’χει γκρεμίσει.
/Κ.Παλαμάς – Ο γυρισμός
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
70 τέλος
Φιρί φιρί το πας κι εσύ 🙂
Γιάννης Κουβάτσος said
73: 😉 Ας μη βάλουμε τους «Καλόγερους» του Παλαμά, που τα λέει χοντρά, ας βάλουμε το ροντέλο του Θρασύβουλου Σταύρου:
ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
Θαμπά μού φέγγει ένα καντήλι
του ογρού κελλιού την κρύαν ερμιά.
Στο ξύλο υπομονετικά
με βέβαιο κι αλαφρό κοντύλι
της Παναγιάς χλωμά τα χείλη
γράφω και μαύρα τα μαλλιά.
Θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι
του ογρού κελλιού την κρύαν ερμιά.
Μαύρα μαλλιά! Πού να μου στείλει
το νου το κρίμα πολεμά;
Φύλαε Χριστέ! Χείλη χλωμά.
Τη σκέψη κάπου, κάποιο δείλι,
θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι.
Κουτρούφι said
Στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα βρέθηκε στο Άγιο Όρος ένα μικρό αγοράκι από τη Σίφνο για να μείνει εκεί ως καλόγερος. Όταν όμως μεγάλωσε λίγο, φαίνεται ότι του έπεσε βαριά η καλογερική, αποσχηματίστηκε, γύρισε στη Σίφνο και έκανε οικογένεια. Το παρατσούκλι του ήταν «το Καλοεράκι». Το Καλοεράκι είχε και αυτό την έφεση προς τα αυτοσχέδια δίστιχα. Σε ένα από αυτά σατίριζε την περίπτωσή του:
Όταν με πήγαν στη μονή ήμουν μικρός ακόμα
ασερνικός δεν ήξερα πως ήμουνα στο σώμα.
Ο Μάρκος, https://www.youtube.com/watch?v=yckq2yRZR1A& θέλει να γίνει καλόγερος, όχι από απογοήτευση αλλά από το μπούχτισμα.
loukretia50 said
74. Μπα, προτιμώ τ΄αεροπλάνα! Καραβάκια μικρά, μόνο βόλτες σε όμορφες παραλίες.
Btw, έχει κι ο Παλαμάς ένα, με καλόγερους μάλιστα!
Ω νερομάνες, ω πηγές, ω γάργαρες βρυσούλες,
αφροί, δροσοσταλάσματα και κύματα και φίδια,
κάτι απ’ των ίσκιων πιο πολύ την άυλη την τρομάρα,
πιο λίγο από τη σαρκική λαχτάρα της γυναίκας,
δαιμονικά και μαγικά, θέισσες, ξωθιές, μα πάντα
ωραίες, όμοια πασίχαρες και δροσοδότρες πάντα,
κι όμοια φερτές, καθώς προτού, στην αγκαλιά της Πλάσης,
δείχνεστε, κι αδιαφόρευτα κι αδιάφορα, ίδιες πάντα,
στο διάβα των αλλόπιστων και ξένων αντρειωμένων,
κι έτοιμες πάντα και σ’ αυτούς για να παραδοθείτε,
σα να είναι εκείνοι οι Τρίτωνες και οι Σάτυροι και οι Πάνες.
Μέσ’ από τα καλόχτιστα τα μοναστήρια βγαίνουν
οι ρασοφόροι και βλογάν, και οι χτύποι της καμπάνας
ταράζουν τον καλόγερο στ’ ασκηταριό του μέσα.
Και μόνο δε σαλεύουνε κάποια ρημάδια, πύργοι
75
απ’ των Ελλήνων τον καιρό. ……………….
……………………………………………………………
Μα εγώ βλαστός και φύτρωσα στο ελλαδικό το χώμα,
και μόλο το αχολόγημα της χριστιανής καμπάνας,
και μόλο τον καλόγερο που κλαίει στα σωθικά μου,
στριγκιά ειμ’ αντίμαχη φωνή κι εγώ και καμπανίζω
και λέω:
—Τ’ ανθρώπου ο λογισμός πάλε στο Λόγο θά ’ρθει!—
Μου φίλησε τα μάτια μου της Ιωνίας ο ήλιος,
και το φιλί του στην ψυχή το αιστάνομαι, και βλέπω.
Με τους πρωτόγονους σοφούς, της Ιωνίας τις δόξες,
θέλω να πλέξω τ’ όνειρο και να χυθεί μου ο λόγος,
καλοτεχνίτης, εραστής, κατηχητής, προφήτης.
«Τα φυσικά, υπερφυσικά» τρανή μια σκέψη τό ειπεν,
ας τό ειπε. Τίποτε δεν είν’ έξω από σένα, ω Κόσμε,
νου και καρδιά αξεχώριστα, κι αλήθεια μια, και πάντα.
Κ.Παλαμάς – Οι Βωμοί, Το αεροπλάνο
—————————
75. Γιάννη, σου έχω καλύτερο!
Την Πολιτεία δυο Λάμιες τη ρημάζουνε:
η λύσσα του καλόγερου, του δάσκαλου η μανία.
Πάμε κόντρες?
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα και να με συμπαθάτε που έλειπα όλη τη μέρα!
32 Eνδιαφέρον, δεν το ήξερα
38β Έτσι
59 Το Ντερέ δεν το ηξερα τι σημαίνει και επομένως το Καρα Ντερέ είναι μαύρος χείμαρρος
61 Άλλη λέξη, direk = στύλος, κατάρτι
loukretia50 said
ωχ! βγήκε σχεδόν ολόκληρο!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@71. Είναι ΚΑΙ έτσι, ΚΑΙ έτσι! 🙂 Είναι καί έτσι όπως τα λές, αλλά είναι και έτσι όπως τα είπα αφού το ανοικονόμητο σουλούπι τους δεν τους χάριζε ευλυγισία, ταχύτητα και άλλες τέτοιες σωματικές δεξιότητες. Γι αυτό, τα ντερέκια των παιδικών μας χρόνων δεν έδρεπαν δάφνες στα πιό καθημερινά παιχνίδια μας (ποδόσφαιρο, κυνηγητό κλπ), άρα γίνονταν εύκολα στόχοι πειραγμάτων..
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
64, ΕΦΗ: ΟΚ! 🙂
Το έβαλες συμπληρωματικά! Χρησιμότατο!
46, ΕΦΗ: Ναι, κι εμένα «ξεπρόβαλε» αμέσως (από το υποσυνείδητο;) κάτι αντίστοιχο του Παπαδιαμάντη που διαβάζαμε στα ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ της (πάλαι ποτέ) Δ. Γυμνασίου!
Και που δείχνει και τη συσχέτιση με τον κυρ-Αλέξανδρο, που επισημαίνει ο Γς στο 12.
mitsos said
@70 ΣτοΔγιαλοΧτηνος
https://media1.tenor.com/images/60a6be1affc424ce5aa28d4ea299c31a/tenor.gif?itemid=8579699
loukretia50 said
Κι ο σοφός μας ο λαός το θέμα είδε άλλως πως…
Καλογεράκι https://youtu.be/e6Z_jgUCTCQ θα γενώ
καλογεράκι φτιάχτηκα σε μοναστήρι κάθησα
στα χέρια σου γκρινιάρα μου
στα χέρια σου μπερδεύτηκα
και ξεκαλογερεύτηκα
Γιάννης Κουβάτσος said
77: Τα βλέπω. ☺ Παπαδιαμάντης!
https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.sansimera.gr/anthology/373&ved=2ahUKEwi6uuDOq4jlAhVEZlAKHbmRDCAQFjAGegQICRAB&usg=AOvVaw1MU31ikwYrWF4QJp6dxqc5&cshid=1570389248465
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Σας είπα πως ξεπήδησαν σωρός τα παράλληλα σύμπαντα στη μνήμη μ΄αυτό το εξαιρετικό σημερινό διήγημα.
Συνεχίζω
Πριν χρόνια, από μια τυχαία περίσταση στη βόρεια Ελλάδα γνώρισα έναν ιερέα. Η πεθερά μου που ήταν πολύ θρησκευόμενη κι εκείνο τον καιρό βρισκόταν σ΄εκείνα τα μέρη, ήθελε να κάνει μια Λειτουργία και ρωτώντας φίλους μας σύστησαν ως ήσυχη κι απόμερη μιαν εκκλησία όπου και γνωριστήκαμε με τον παπά της. Ήταν γύρω, ίσως και πιο πολύ από τα 75 και η φυσιογνωμία του όπως ο Γρηγόρης του διηγήματος, μόνο βέβαια σύγχρονος, με σπουδές στη θεολογία κλπ. Το επίθετό του ήταν κρητικό και μάλιστα πολύ κοινό προς τα μέρη μου.’Οντως μου είπε ότι ήταν από κει και πως έφυγε αμέσως μετά το γυμνάσιο, σπούδασε, πήγε και στο εξωτερικό κι ότι δεν είχε ξανακατεβεί στην Κρήτη έκτοτε. Επικοινωνούσαμε σχετικά συχνά κι από την Αθήνα, καθώς μετά τη γνωριμία μας μου ζήτησε και μεσολάβησα για μια υπόθεση κληρονομιάς προστατευόμενού του ορφανού παιδιού. Κάποια φορά που μιλήσαμε παραμονές Χριστουγέννων που θα κατέβαινα Κρήτη και του το είπα, συγκινήθηκε, μου είπε τη (γνωστή) παραγγελιά να φιλήσω τ΄άγια χώματα και πως η καρδιά του «επόμεινε εκεια κάτω» και μου εξομολογήθηκε πως έφυγε, τότε, κακήν κακώς από το σπίτι του γιατί μια χωριανή κοπελιά π΄αγαπούσε, δεν την ήθελε επουδενί η μάνα του.»Έκαμε επανάσταση» είπε χαρακτηριστικά, «κι επήρα κι εγώ των αμματιώ μου και δεν εξαναπάτησα και δε με ξανάδε. Στη Γερμανία ήμουνε όταν ΄πόθανε» κι έσπασε η φωνή του.
loukretia50 said
84. !!!
…είπε «…μεθ’ υποζέοντος θυμού ο καλόγηρος…»
«..και ο κυρ- Γιάννης ο Μανάφτης, πεντηκοντούτης, ευτραφής,.. αντί παντός χαιρετισμού, του έλεγε:
– «Τι προσήλθες, αδελφέ;»
Αλήθεια, αυτός ο Μανάφτης… να ενέπνευσε απαίσιον άζμα με τίτλο «Μ’ανάβεις?»
loukretia50 said
Παίξτε λίγο ωρέ διαβόλοι!
Όλοι ξέρετε τραγούδια, ιστορίες, βιβλία, για καλόγερους, απελπισμένους έρωτες, σαύρες, γυναίκες γουστερίτσες …
τι άλλο θέλετε?
loukretia50 said
Theo, Blog, ας μη θεωρηθεί ότι προτείνω να διακωμωδήσουμε. Μόνο να θυμηθούμε, να συνδέσουμε με το όμορφο διήγημα και γιατί όχι? να ευθυμήσουμε!
Γιάννης εμίρης said
Κι εγώ θα συμφωνήσω με τον Γς, είναι σαν να διάβασα Παπαδιαμάντη, αλλά μόνο στους ήχους που έρχονταν στα αυτιά μου και στην γλυκάδα μετά το διάβασμα. Όχι στη γλώσσα κι όχι στα χρώματα και τις εικόνες.
Μου άρεσαν τα σχόλια του Άρη σε όλα, αν και στάθηκα αντιδρώντας σε αυτό με τον εξευτελισμό. Τελικά ξαναδιαβάζοντας το, συμφώνησα.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
76, Κουτρούφι
83, Loukretia50
Το αυθεντικό γνωστό παλιό «Καλογεράκι» (1932), με τους … ολίγον σουρεαλιστικούς στίχους! https://youtu.be/m4yh7t6QXEM?t=176
Αλλά πιο ωραία (μουσικά, ντε…) είναι η «Καλόγρια» (1936-37) https://youtu.be/9shKOGnfzYI?t=13
68+85, ΕΦΗ: Έχεις δοκιμάσει να γράψεις διήγημα; (Υποθέτω, ναι!)
Γιάννης Κουβάτσος said
Θανασάρας!
loukretia50 said
89. Μπορεί να ένοιωθε πιο πολύ θυμό , παρά ταπείνωση. Γιαυτό αρνιόταν κατηγορηματικά ότι είναι σκουλήκι, παρά την ταπεινότητα του μοναχού.
ΥΓ. Για φίλους έχετε και παρανόμι κακομοίρης?
Ή είναι πολύ προβλέψιμο?
————————————–
ΥΓ2. Το ρασοφόρο καγκουρώ μου άρεσε πολύ!
BLOG_OTI_NANAI said
87: «Τα Πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» και το… «Άγγιγμα ψυχής».
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
83Λου Ναι! Καλογεράκι εφτιάχτηκα
Σε μοναστήρι ετάχτηκα.
87 Λου 🙂
Η δεξιά τσέπη του ράσου/βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη.΄Εγινε και ταινία
……………………….
Αυτό θα έβαζε η Κρόνη/Της άρεσε 😦
Τρεις καλογέροι κρητικοί
BLOG_OTI_NANAI said
Το διήγημα ήταν ωραίο.
Αν πάμε να εξετάσουμε με λεπτομέρεια κάποια πράγματα, κάπου δεν πείθει. Για παράδειγμα, είναι κάπως προβληματικό το ότι «παρεξηγήθηκε» ο μοναχός με το το σκώληξ. Δηλαδή, δεν είχε ακούσει ποτέ τόσα χρόνια ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν; Μα αν ο άνθρωπος είναι όντως σκώληξ, τότε σκώληξ και ο Θεός. Είναι δυνατόν λοιπόν να το εκλάβει κανείς κατά γράμμα;
Επίσης, εφόσον του άρεσαν τα «δοξαστικά» και οι «αίνοι», δεν υπάρχει κανένα από αυτά που να θέτει στον άνθρωπο ένα ζήτημα δέους ενώπιον του Θεού. Αν είχε ουσιαστικό πρόβλημα με την ταπείνωση του ανθρώπου, τότε θα έπρεπε να απεχθάνεται όλα αυτά τα «δοξαστικά».
loukretia50 said
93. Εννοείται βέβαια ότι αυτές οι σειρές στηρίχθηκαν στη γοητεία του πρωταγωνιστή κι όχι στο υπαρξιακό δίλημμα! Είχαν όμως μεγάλο σουξέ!
Ομοίως η «Αίθουσα του θρόνου» του Τ.Αθανασιάδη, όπου ευειδής, χαρισματικός νέος αρνείται τα εγκόσμια, χωρίς κανένας να καταλάβει γιατί και μετά το θάνατο / αυτοκτονία της μαμάς επανέρχεται δριμύτερος.
Πάτερ Σέργιος/Τολστόι που αμυδρά θυμάμαι έκοψε δάχτυλο για ν΄αποφύγει τον πειρασμό και ένας διαφορετικός Καλόγερος του Αντονέν Αρτώ σε πιο κουλτουρέ, έτσι πρόχειρα.
loukretia50 said
94. Ας λάβουμε υπόψη όμως ότι δεν ήταν – έτσι κατάλαβα – ιδιαίτερα μορφωμένος και ένας απλός χωρικός δεν αντιλαμβάνεται τις μεταφορές τόσο εύκολα.
Επίσης αν κρίνω από την αντίδραση του ηγούμενου, όχι μόνο δε συζήτησε μαζί του επί της ουσίας, ούτε καν περιορίστηκε να δηλώσει ότι η αντίδρασή του /αμφισβήτηση θεωρείται αμαρτία, αλλά τον τιμώρησε.
Και με τα δοξαστικά, αναγάλλιαζε η ψυχή του.
loukretia50 said
97 στο 95
voulagx said
#87 @Λου: «Παίξτε λίγο ωρέ διαβόλοι!» ειπε η γατα κι εσκασε μυτη ο…
ΧιΞιΣΤος!
ΚΑΒ said
ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη
στο βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας
(ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ) ο καπνός ο ατάραχος που πάει
των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει
Ξύπνησε γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια
των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με
μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Άξιοι πολλών χαρίτων οι συντελεστές για το γοητευτικό διήγημα που μας χάρισαν.
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!
BLOG_OTI_NANAI said
97: Ασφαλώς. Άλλωστε για διήγημα πρόκειται και πάντα το μοτίβο «αντισυμβατικός» ενάντια στο «κατεστημένο» προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
loukretia50 said
99. Με βιολί σαντουροβιόλη (ε, πώς με βρίσκεις? το κατέω το ραμόνι?) θα χορέψουν κι οι διαβόλοι!
Στην ανάγκη τους κερνάμε!
«Καλογριά μαγέρευε»(Θράκη) – https://youtu.be/5EJ-JXL47lA Δόμνα Σαμίου
loukretia50 said
Αυτό το ξέρω από μικρή, τότε που δεν καταλάβαινα τι θα πει καλογριά. Σίγουρα τη θεωρούσα γριά
Κυνηγός που κυνηγούσε https://youtu.be/Tg8pes4kMO8 – Ζακυνθινή καντάδα Πάνος Κολοβός
loukretia50 said
πάει, σας ξενέρωσα, σας έστειλα για ύπνο!
Λοιπόν για μένα αυτός ήταν ο Κing Lizzard !
The Doors – https://youtu.be/GJY8jJkDoMY People Are Strange
Γς said
70:
>Ποιος ξέρει μπορεί και σε κάποιο ταξίδι να τα έπινε με με το μαρκόνι Νίκο Καββαδία …
στο μπαρ Το Ναυάγιο με την Αρλέτα και τον Αγιο
Τον Καββαδία θαρρώ τον είδα πάνω στο αεροπλανοφόρο USS Forrestal
https://caktos.blogspot.com/2014/01/blog-post.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
91 Γιάννης Κ. Ναι, ναι και ναι!
Ώρες, παιδεύω το έρμο το τσερβέλο πως υπάρχει τραγουδάρα αλλά ποιο; (Όπως και μαντινάδα αλλά δεν… , προς το παρόν 🙂 )
92 Λου -ΥΓ2 Αυτή η εικόνα με τα παιδιά διπλή ζαλίκα, διπλωμένα στο ράσο («ρασοφόρο καγκουρώ») κι εμένα με καθήλωσε.Ιδιαίτερα μαστόρικη περιγραφή
90 τέλος ΜΙΚ- Μπα, εδώ την πληρώνετε 🙂 🙂 .
voulagx said
#105: ΚΙ αυτη ειναι η γιορτη του: https://www.youtube.com/watch?v=ashTaoGrR2o..
loukretia50 said
EΦΗ- ΕΦΗ Σε παγκόσμια πρώτη! Go on !
ΣΠ said
Γς said
68:
Και μια δικιά μου σαύρα.
Ενα σχεδόν πεθαμένο, αδυνατισμένο και αφυδατωμένο σαμιαμιδάκι
https://caktos.blogspot.com/2017/08/11-2017-0309-64-119-123-20.html
ΚΩΣΤΑΣ said
Απορείτε τι απέγινε ο καλόγερος Γρηγόρης. Άλλαξε όνομα και…
loukretia50 said
Υπάρχει κι ο Thelonious Monk! – τι όνομα κι αυτό! – θυμάμαι Χάρυ Πότερ! Κι ο επιθεωρητής Μονκ!
Κι η ιπτάμενη καλόγρια! Flying Nun – https://youtu.be/FncIQW1SyXc?t=43 The Musicians
Όταν ήμουνα μικρή, συχνά με έλεγαν σαμιαμίδι και θύμωνα. Κι όμως είναι καλό σημάδι – λένε!
¨Όμως εμφανίζονται εκεί που δε γουστάρεις και βέβαια δεν τα λες και όμορφα!
Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο, πόσο μάλλον σε 10 – 20 χρόνια, λαμβάνω σοβαρά υπόψη το «ποτέ μη λες ποτέ» αλλά να καλογερέψω δεν το βλέπω!
Λοιπόν, μπορεί να γιορτάζουμε τα Χ χρόνια διαδικτυακής φιλίας, μπορεί να μην υπάρχουμε ή να μην υπάρχει καν διαδίκτυο, προς το παρόν όμως μ΄αρέσει να είμαστε μαζί !
Και αυτό το αφιερώνω σε όλους!
Happy Together – https://youtu.be/9ZEURntrQOg Turtles
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
17 Γιάννης Κ. >>Από το ποίημα «Μοναξιά»
Οι πληροφορίες λένε ότι όντως υπήρχε «αρχοντοπούλας καημός» . 🙂
35 Παναγιώτης >>γατάκια στον ήλιο
Τη γατοπάτησες κι εσύ! Είναι τόσο όμορφα τα άτιμα.Σε καταλαβαίνω.Τώρα είναι η εποχή που σκαρίζουν τα γεννημένα το καλοκαίρι γατιά (Δεύτερη γέννα μόλις ξεπετάξουν αυτά του Γεναροφλέβαρου που οργιάζουν οι γατοέρωτες). Η δικιά μου πριν σαραντίσει (και προλάβω να τη στειρώσω) ξαναζευγάρωσε και μετά βρέθηκε να θηλάζει μαζί και της πρώτης και της δεύτερης γέννας της τα μικρά.
69 Γιαννϊατρούμ Τί πρίγκιπας θα ήσουν χωρίς μικρή αλεπού; 🙂
loukretia50 said
114. Ρομαντική Εφη – Έφη! Αφού δηλώνει αρκούδος!
(άντε, και Teddy Bear!)
Γς said
Ω, ποία διαφορά με τον άλλο Γρηγόρη.
Τον Григо́рий Ефи́мович Распу́тин
loukretia50 said
115 – συνέχεια
Τα ίδια λέει σε όλες!

loukretia50 said
117 – συνέχεια της συνέχειας!
Αναρωτιέμαι αν το κόμμα παίζει ρόλο!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
113 Λου >>Όταν ήμουνα μικρή, συχνά με έλεγαν σαμιαμίδι
Η μάνα μου αντίστοιχα έλεγε τις ανηψιές μου μικρούλες και σαμιαμιθάκια και κολιτσαφράκια. Σαυράκια δηλαδή που σήμερα είναι απαξιωτικό ( λ.χ. στο τουίτερ «όλες είστε σαύρες») όμως εκείνη το έλεγε με τόση τρυφερότητα. Προφανώς της ερχόταν επειδή ήταν ξερωγώ αεικίνητα, μικρουλάκια και βέβαια άκακα.
Ευχαριστούμε για την αφιέρωση. Ναι σε όλα! Σιγά μην είμαστε για καλογεριλίκια :).
Δώδεκα χρονώ κορίτσι πάει καλογριά, θυμήθηκα τώρα.
Κι αυτό για σένα (Στα μάτια της π΄ανοιγοκλειούν δυο καβαλάρηδες περνούν)
loukretia50 said
Πανέμορφο! Όμως μου έρχεται πιο καλά αυτό
The Sound of Music https://youtu.be/s-VRyQprlu8 Maria
loukretia50 said
Kαι μια διαφήμιση χμ! https://youtu.be/CHX-4cKEQH4 με σύγχρονο πνεύμα!
Καληνύχτα!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>κατέπα
67 ΚΩΣΤΑΣ >>Κατέπα, πιθανολογώ ατμόσφαιρα, καιρικό φαινόμενο, κάτι από πάνω;
Ναι καιρικό φαινόμενο μάλλον ομίχλη ή αντάρα καταλαβαίνω:
«Μιδί φιγκαρ ίχι μιδ τίπουτα τσι τα φανάρια καλιτζ’ ουρίζαν τσέφτα, τσι μια κατέπα! »
Από τη σελίδα 2 του Τριβόλου
http://dspace.cplm.gr/bitstream/handle/123456789/15584/TRIVOLOS_31_08_1934.pdf?sequence=1
121 Λου 🙂
Καληνυχτούδια σου!
gpoint said
Πάει κι αυτή η Κυριακή, κι ας καρτεράμε γι’ άλλη…
Γς said
Ο Τραμ [μπιπ] κι όλο του το σόι
https://hellasjournal.com/2019/10/prasino-fos-i-toyrkia-tha-eisvalei-sti-voreia-syria-anaferei-anakoinosi-toy-leykoy-oikoy/
Γς said
>Ο Τραμ [μπιπ] κι όλο του το σόι
Ο Τραμπ γαμιέται κι όλο του το σόι
gpoint said
Καλημέρα
Αφορά περισσότερο τους οπαδούς της Νουδούλας και τον θανάσιμο εναγκαλισμό τους με τον Μαρινάκη…
Οταν παρουσιάσθηκαν τα οικονομικά προβλήματα στην ομάδα μπάσκετ του ΟΣΦΠ ο Βαγγέλας δήλωσε στους αδερφούς Αγγελόπουλους «Εγώ είμαι εδώ ! »
Πριν λίγες μέρες έβαλαν την πρώην Γενική Γραμματέα του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού Χριστίνα Τσιλιγγίρη, διευθύντρια στο ΣΕΦ. Κατά μαγικό τρόπο η αναπτυξιακή ομάδα του ΟΣΦΠ που μετέχει στο πρωτάθλημα της Α2 πήρε πιστοποιητικό οικονομικής ενημερότητας παρότι υπάρχει χρέος της ΚΑΕ ΟΣΦΠ στο ΣΕΦ ύψους 500 000 ευρώ. Υπ’ όψιν πως αν αυτή η ομάδα υποβιβαζότανε στην Β Εθνική αυτομάτως θα διαλυότανε η ΚΑΕ ΟΣΦΠ. Αυτό πλέον μπορεί να συμβείμόνο αγωνιστικά
Επίσης τις ίδιες μέρες έγινε μια τουλάχιστον περίεργη κλοπή 500 000 ευρώ (σε μετρητά) από το χρηματοκιβώτιο της ΚΑΕ στο ΣΕΦ χωρίς ίχνη διάρρηξης, κατά την αστυνομία !
Αυτόματα το μυαλό μας πάει στην Βέροια όπου πήγε ο ισχυρός άνδρας του Αρη με 250 000 ευρώ, εισπράξεις σε μετρητά από αγώνα και του τα κλέψανε όταν κοιμότανε. Θυμίζω πως ο Αρης είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ του Ταχιάου-υποψηφίου της Νουδούλας στην Θεσσαλονίκη- ενώ θεωρείται προσκείμενος του προέδρου του ΟΣΦΠ εξ ου και οι αποδοκιμασίες των οπαδών του Αρη για τις προσπάθειες των παικτών της ομάδας τους στο χθεσινό ματς κατά του ΟΣΦΠ στην Θεσσαλονίκη όπου όλη η Ελλάδα το έπαιζε σκέτο διπλό στο στοίχημα, είχαν όοολοι την ίδια ενόραση….
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα,
124/125 Γς, σιγά την έκπληξη ρε συ…. (και τις διαβεβαιώσεις του porompompero… προχθές 🙄)
Ξεφάντωσαν οι γάτες χθες βράδυ, ε; Η μία έκοβε, η άλλη έραβε🙂
sarant said
Καλημέρα από εδώ καλά τα είπατε τη νύχτα!
Γς said
127:
Ούτως εχόντων των πραγμάτων εγώ λέω να παραδοθούμε άνευ όρων με την παράκληση να βάλουν λίγο σάλιο τα μεμέτια
spiridione said
122. Μάλλον την καταχνιά εννοεί
https://books.google.gr/books?id=AukJAQAAIAAJ&q=%22%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%80%CE%B1%22&dq=%22%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%80%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjt8YHgxInlAhUJalAKHa2BA7k4ChDoAQhKMAU
sarant said
Μπράβο
Alexis said
Πολύ ωραίο, τώρα το διάβασα.
Από τα καλύτερα που έχουν ανέβει εδώ!
Alexis said
…κι απ’ όλη τούτη τη δασωμένη τόπα να ξεχωρίζει μονάχα η χοντρή μύτη και τα φουσκωτά μικρά μάτια
Τόπα είναι η μπάλα, προφανές είναι. Δασωμένη μπάλα το κεφάλι του καλόγερου.
Theo said
Καλημέρα και καλή εβδομάδα 🙂
@88:
Κάποια διηγήματα του Παπαδιαμάντη μου έρχονται στο μυαλό:
Ο Καλόγερος, όπου περιγράφει έναν καλόγερο που εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και υπηρετούσε ως καντηλανάφτης σ’ ένα ναΐδριο στην Αθήνα. Μετά από κάποιους πειρασμούς και την υπενθύμιση των υποσχέσεων που έδωσε στην κουρά του, επιστρέφει στη «μετάνοιά» του. Πρόκειται για αληθινή ιστορία με ήρωα ένα φίλο του, με τον οποίο μαζί ξεκίνησαν για μοναχοί, ο ίδιος όμως επέστρεψε:
Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός.[3] Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα μαύρα κούτσουρα, που αναφέρεται σε δυο προγόνους του που έγιναν μοναχοί. Ο πρώτος, γιατί πρώτα πέθανε η αγαπημένη του, που θα την έπαιρνε χωρίς την ευχή των γονιών του, κι εν τω μεταξύ αυτή που του προξένευαν οι γονείς του είχε παντρευτεί. Ο δεύτερος ήταν γιος του αδελφού του, του δάσκαλου Επιφάνιου Δημητριάδη:
μετὰ εἴκοσι περίπου ἔτη, ἐπανέκαμψεν ἀπὸ τὸ Ὄρος ὁ Ἀλύπιος, ἱερομόναχος καὶ πνευματικός. Εἶχεν ἀσκητεύσει τόσα χρόνια εἰς τὰ Κατουνάκια, κατὰ τὰς δυτικομεσημβρινὰς ὑπωρείας τοῦ Ἄθωνος· εἶτα εἶχεν ἀποθάνει ὁ γέροντάς του, αὐτὸς δὲ ἐπώλησε τὴν ἀσκητικὴν καλύβην, κ᾿ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γενέθλιον νῆσόν του.
[…]
Μετὰ χρόνους ὕστερον, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοῦ Ἐπιφανίου, τοῦ Λογιωτάτου, Δημήτριος, ἀφοῦ ἔμεινεν ὀλίγα ἔτη εἰς τὸ Ρωσικὸν μοναστήρι, εἰς τὸν Ἄθωνα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα του. Οὗτος ἔμελλέ ποτε νὰ φημισθῇ ἀργότερα ὡς Διονύσιος ὁ Γέροντας καὶ ὡς πνευματικός. Πλὴν τότε, ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὸν θεῖόν του Ἀλύπιον, μόλις εἰκοσιοκταέτης, ἐκαλεῖτο Δανιὴλ ἱεροδιάκονος μοναχός.
Ὅταν τὸν εἶδεν ἔξαφνα ὁ θεῖός του, μὲ λύπην καὶ πόνον ἀνέκραξε:
― Μαῦρο κούτσουρο ἐγώ, μαῦρο κούτσουρο ἐσύ.
antonislaw said
13 «Το «κορκοδειλάκι» δεν είναι φυσικά μικρός κροκόδειλος, είναι πιθανότατα το σαυροειδές laudakia stellio, που λέγεται σε πολλές περιοχές «κροκοδειλάκι», και στην Κέρκυρα «σκούντζικας».»
Χωρίς να είμαι ερπετολόγος το συγκεκριμένο ζωάκι ανήκει στο είδος Stellagama stellio (Linnaeus, 1758), που φτάνει τα τριάντα εκατοστά μήκος (προσωπικώς έχω δει και πολύ μεγαλύτερο αλλά επειδή ήταν μακριά, στο ναό του Ατταβυρίου Διός στην κορυφή του ομώνυμου βουνού στη Ρόδο, δεν μπορώ να πω πόσο ακριβώς με σιγουριά) έχει το γενικό όνομα «Κροκοδειλάκι» και εξαπλώνεται στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή, τη Β. Αφρική και την Κύπρο. Στην Ελλάδα απαντάται στους νομούς Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων (Μύκονος, Δήλος, Πάρος, Αντίπαρος, Νάξος κ.α.) και σε πολλά νησιά του Α. Αιγαίου (Σάμος, Λέσβος, Χίος, Ικαρία κ.α.) και των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως, Νίσυρος, Λέρος, Σύμη, Τήλος, Καστελλόριζο).
Και στη Ρόδο, τη Νίσυρο και αλλαχού στη Δωδεκάνησο απαντάται με το όνομα «κουρκούταβλος», υποκοριστικό, «κουρκουταβλάκι».
Άλλες ονομασίες: σκούτζικας, σκουτζίκι, δράκος, κασιδιάρης, κουρκουτάς (Κύπρος), κουρκούδιαλος (Κάλυμνος), κροκάς (Χάλκη), κορκόφιλας (Ικαρία).
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%BB%CE%AC%CE%BA%CE%B9
Τελευταία μάλιστα επισήμως παρατηρήθηκε και στην Κρήτη στη Σητεία!
https://parapona-rodou.blogspot.com/2014/11/blog-post_296.html
loukretia50 said
135. ώστε έτσι!
«κουρκούταυλος» λαθρεπιβάτης!
απεβιβάσθη στη Σητεία
να βρει το σόι – δυναστεία.
Δε συνελήφθη δι΄αλητεία
Και τον εντόπισε ορειβάτης
gpoint said
# 135
Τελευταία μάλιστα επισήμως παρατηρήθηκε και στην Κρήτη στη Σητεία…
Μήπως όμως επρόκειτο περί μετεμψυχώσεως του «Σήφη» του γνησίου ;
antonislaw said
136 αξιωθηκε το ταπεινο κουρκουταβλακι τετοιου ωραιου στιχουργηματος! Τελειο!
137 χαχα, ηταν μεγαλυτερος ο ηρωικος Σηφης ο Κροκοδειλακης , ο ουδεποτε συλληφθεις και εν τελει υπο του κρυου κατανικηθεις. Παντως μια φορα στο Ρεθυμνο, γυρω στο 1985, ενας γειτονας μου σκοτωσε μια τεραστια κολισαύρα κ την ειχε βαλσαμωσει με ενεση φορμολης κ διατηρησει σε φιαλη απο ουΐσκι. Μου την ειχε αναφερει θυμαμαι ως κροκοδειλακι αλλα δεν ειχε το πλατυ κεφαλι του κουρκουταβλου
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κουρκούταυλος
Οι κίτρινες κηλίδες στο κορμί, μου θύμισαν μια περίσταση που τα χρειάστηκα με τέτοιο σαυράκι.
(μικρόφωνο σ΄εμένα 🙂 )
Λόγω έκτακτης ασθένειας μιας συνοδού σε 5ήμερη εκδρομή του σχολείου, την τελευταία στιγμή η δασκάλα έψαχνε εθελοντές και μου έλαχε (το μεγάλο δώρο) να τα συνοδεύσω εγώ.
Μάη μήνα στα 3-5 Πηγάδια, στις εγκαταστάσεις του χιονοδρομικού. Από κει κάναμε εξορμήσεις, εκδρομές, μίνι ορειβασία στα πέριξ.
Είχαμε μοιράσει οι τρεις συνοδοί τα παιδιά και πηγαίναμε μαζί μεν, αλλά και αυτόνομα κάπως, κάθε ομάδα. Σ΄ένα τέτοιο περίπατο μας έπιασε βροχή, χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά -αυξημένη προσοχή για εμάς. Είχαμε βέβαια εξοπλιστεί όλοι με τα σχετικά αδιάβροχα,αρβύλια κλπ αλλά η επιστροφή με βρεγμένο πλέον το δασωμένο έδαφος και γλιστερά τα μονοπάτια, με 24-25 παιδιά 10 χρονών, απαιτεί όλες τις κεραίες στο φουλ. Διάλεξα με την οχτάδα μου μια λοξή πορεία, ακολουθώντας ένα μικρό ρήγμα-ξερό χείμαρο που όπως το «έκοψα» ήταν πιο πλούσιο το περιβάλλον του και θα μας έδινε πιο πολλά ερεθίσματα για κουβέντα ώστε κατεβαίνοντας να κρατώ την προσοχή τους και να κουμαντάρω έτσι τα μικρά μου κατσικόπουλα. Μαζεύαμε πχ διάφορα κουκουναροειδή, μικρά και μεγάλα, κάναμε στάση να τα εξετάσουμε αν έχουν σποράκι, ψάχναμε μετά κανένα πιο «προκομένο», αναζητούσαμε βελανίδια, λέγαμε σε ποιον αρέσουν τα βελανίδια, πες εσύ ,ποιος άλλος ξέρει κλπ και σιγοπροχωρούσαμε.
Μια μικρή βρήκε ένα ζωντανό σαλιγκάρι (η βροχή βλέπεις) κι έγινε η εξέχουσα εξερευνήτρια με αλλαλαγμούς, μέχρι που έρχεται μια άλλη περιχαρής να κρατά στην παλάμη ένα μαυροκίτρινο μικρούτσικο σαυράκι, μισολασπωμένο, φαίνεται το ακινητοποίησε το νερό, και το χουχούλιαζε με την ανάσα της. Μου κόπηκαν τα ύπατα. Οι κίτρινες βούλες σε ερπετό, δεν ξέρω πού το είχα μάθει/ακούσει σημαίνει δηλητηριώδες! Όλα τα τριβολάκια στριμώχνονταν γύρω να δουν και ν΄απλώσουν τα δαχτυλάκια πάνω του! Τους λέω μαλακά,με αστείο στόμφο, παιδιά, το πνεύμα του δάσους (ή της φύσης-κάτι τέτοιο είπα, με την ψυχή να τρέμει) μου λέει πως καλύτερα να το αφήσουμε κάτω πρώτα, μην το πειράζουμε γιατί μάλλον φοβάται και μετά θα σας αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό γι΄αυτό το είδος σαύρας.
Αφού το ακούμπησε κάτω, τους είπα πως αν τρομάξει μπορεί να τσιμπήσει και αν έχει 7 βούλες κίτρινες ίσως είναι και δηλητηριώδες. Μέχρι να μετρήσουν τις βούλες αυτό είχε γλιστρήσει στα κλαδιά κι άντε γεια.
Δεν ξέρω αν ειν αλήθεια αυτό με τις κίτρινες βούλες. (Κι αν το έμαθα, πάλι το ξέχασα).Το παιδί ευτυχώς δεν εμφάνισε τίποτε, οι δυο οδηγοί που είχαμε έξτρα (για αναρριχήσεις και κάτι ήπια σπορ του βουνού), καθηγητές φυσικής αγωγής που χρόνια ήσαν αρχηγοί σε κατασκηνώσεις, διαβεβαίωναν ότι δεν είναι δηλητηριώδες είδος, αλλά εμένα αυτός ο κουρκούταυλος με τα κίτρινα, μου ξύπνησε την τρομάρα της στιγμής εκείνης!
(Το καημένο το κροκοδειλάκι! 🙂 )
Ευχαριστώ!
Αιμ said
Γειά σου Εφη-Εφη φυσιοδίφισα (έμφυλος τύπος)
Εκεί στα ορεινά ή σαλαμάντρα με κίτρινες ή αλπικό τρίτωνα με πορτοκαλί βούλες μάλλον συναντήσατε. Αμφότερα αργοκίνητα, εντυπωσιακά και καθόλου δηλητηριώδη. Αυτά κινδυνεύουν από μας