Η γαλοπούλα που ήρθε απ’ αλλού
Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2019
Συνεχίζουμε χριστουγεννιάτικα, με ένα άρθρο για το κατ’ εξοχήν χριστουγεννιάτικο έδεσμα στον καιρό μας. Το άρθρο το είχα αρχικά δημοσιεύσει το 2013, καλοκαιριάτικα, σημειωνοντας ότι θα ταίριαζε περισσότερο να το βάλω τα Χριστούγεννα, οπότε τώρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να το (ανα)δημοσιεύσω ώστε να είναι επίκαιρο. Έχω πάντως προσθέσει αρκετό καινούργιο υλικό.
Γιατί όμως λέω ότι η γαλοπούλα ήρθε «από αλλού»;
Ξέρουμε πως η γαλοπούλα ήρθε όχι γενικώς απ’ αλλού, αλλά ειδικώς από τη Βόρεια Αμερική, αλλά την αποκαλώ έτσι επειδή στις διάφορες γλώσσες έχει πάρει ονόματα που δείχνουν ότι ήρθε από κάποιο ξένο μέρος, συνήθως αλλά όχι πάντα μακρινό κι εξωτικό, ότι αυτό το πουλί δηλαδή είναι ξένο. Στο ιστολόγιο έχουμε ήδη συναντήσει ένα παρόμοιο φαινόμενο ονομασίας, με το φραγκόσυκο, που κι αυτό στις διάφορες γλώσσες ή διαλέκτους έχει ονόματα που υπονοούν πως έχει έρθει από μακριά, όπως μπορείτε να δείτε στο σχετικό άρθρο, που υπάρχει επίσης στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.
Λέμε γαλοπούλα, ή γάλος για τα σερνικά, ή γαλιά/γαλόπουλα, λέμε όμως και «διάνος» ή «ινδιάνος», λέμε και «κούρκος». Σπανιότερες διαλεκτικές ονομασίες είναι η βόρεια «μισίρκα» και ο κρητικός «κούβος», ενώ στη Μυτιλήνη (ίσως και τη Χιο) λένε «κάκνος» ή «κακνί». Στην Κέρκυρα τη γαλοπούλα τη λένε «γάλλικο» (ουδέτερο). Σε κάποιο παλιό Λεξικογραφικό Δελτίο της Ακαδημίας υπάρχει άρθρο (ίσως του Κοντοσόπουλου) για τις διάφορες διαλεκτικές ονομασίες του πουλιού και την εξάπλωσή του, αλλά δυστυχώς τώρα δεν το έχω πρόχειρο.
Το επιστημονικό όνομα της γαλοπούλας είναι Meleagris gallopavo, και μελεαγρίς λεγόταν στα αρχαία (στον Αριστοτέλη) όχι βέβαια η γαλοπούλα, που δεν την ήξεραν, αλλά η φραγκόκοτα, που είναι πουλί του Παλαιού Κόσμου, αφρικάνικο. Ξέρουμε βέβαια ότι δεν είναι σπάνιο να δίνονται αρχαιοελληνικά ονόματα σε ζώα και φυτά του Νέου Κόσμου, αλλά εδώ το μπλέξιμο είναι γενικότερο. Όταν είδαν οι Άγγλοι τη γαλοπούλα, τους θύμισε τη φραγκόκοτα, που την ήξεραν, θεώρησαν δηλαδή ότι έχουν μπροστά τους μια πιο μεγαλόσωμη ποικιλία φραγκόκοτας. Οι φραγκόκοτες ήταν γνωστές στην Ευρώπη σαν turkey hen, επειδή φτάνανε στα τραπέζια των Ευρωπαίων μέσω Τουρκίας (ο όρος έπιανε και τη Βόρεια Αφρική) ή μέσω Τούρκων εμπόρων. Οπότε, ονομάστηκε turkey hen (ή -cock για τα αρσενικά) και το καινούργιο, αμερικανοφερμένο πουλί και, όταν κατάλαβαν ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά είδη, το νεοφερμένο «σφετερίστηκε» στα αγγλικά το όνομα του παλιού και ονομάστηκε αυτό turkey, ενώ η φραγκόκοτα πήρε το όνομα guinea fowl, επειδή την έφερναν από τη Γουινέα της Αφρικής έμποροι Πορτογάλοι.
Μέσα στο όλο μπέρδεμα, ο Λινναίος έδωσε το όνομα μελεαγρίς στη φραγκόκοτα σαν όνομα είδους (Numida meleagris) αλλά στην γαλοπούλα, όπως είπαμε, σαν όνομα γένους (Meleagris gallopavo, στα παραπάνω έχω δανειστεί στοιχεία από παλαιότερο άρθρο του Νίκου Λίγγρη στη Λεξιλογία). Και βέβαια από το turkey hen ήταν εύκολο να μεταπέσουμε στο σκέτο turkey, κι έτσι έχουμε το παράδοξο φαινόμενο στα αγγλικά το όνομα της γαλοπούλας να είναι ίδιο με το όνομα της Τουρκίας (αυτό βέβαια γράφεται με κεφαλαία, Turkey), πράγμα που έχει δώσει αφορμή για πολλά λογοπαίγνια και μεταφραστικά λάθη (θα δούμε παρακάτω).
Κάτι ανάλογο έγινε και στα γαλλικά, όπου η φραγκόκοτα αρχικά ονομαζόταν poule d’Inde, κότα της Ινδίας (όπου όμως Inde εννοούσαν την Αβησσυνία). Μάλιστα, στις Ασίζες βρίσκω ότι η φραγκόκοτα ονομάζεται «όρνιθα της Έντιας». Όταν οι Γάλλοι γνώρισαν τη γαλοπούλα, χρησιμοποίησαν το ίδιο όνομα για το νεοφερμένο πουλί, εννοώντας ότι είχε έρθει από τις (Δυτικές) Ινδίες -να θυμηθούμε ότι την εποχή εκείνη πίστευαν ότι η Αμερική είναι Ανατολική Ασία. Και πάλι το ουσιαστικό έπεσε και το επίθετο έγινε ουσιαστικό (θα γράψουμε κάποτε γι΄ αυτό το φαινόμενο) κι έτσι σήμερα στα γαλλικά η γαλοπούλα λέγεται dinde. Η ονομασία αυτή πέρασε και στα ελληνικά, τόσο στη λόγια γλώσσα, όπου ειπώθηκε «ινδόρνις», ινδική όρνιθα, όσο και στην πιο κοινή, όπου είχαμε την ονομασία «ινδιάνος», που ακόμα διατηρείται, αλλά συχνότερο είναι το απλοποιημένο «διάνος». Ονομασία που να υποδηλώνει ινδική προέλευση έχουν και τα τούρκικα (χίντι), αλλά και στα πολωνικά (indyk) και στα ρώσικα (indeyka), ενώ στα ολλανδικά έχουμε kalkoen που προέρχεται από την Καλκούτα της Ινδίας, ενώ παρόμοια είναι η ονομασία και σε σκανδιναβικές γλώσσες.
Συνεχίζοντας το ταξίδι ανά τον κόσμο μέσα από τα ονόματα της γαλοπούλας φτάνουμε στα πορτογαλικά, όπου το πουλί το λένε perú, από το Περού δηλαδή, προέλευση που βρίσκουμε και στην κροατική ονομασία του πουλιού, puran (από το ιταλικό peruano). Η πορτογαλική ονομασία έχει περάσει και στα ινδικά. Τελειώσαμε; Όχι. Καταρχάς, στα βουλγάρικα, μια από τις ονομασίες της γαλοπούλας, αν και όχι η επικρατέστερη, είναι «μισίρκα», από το Μισίρι, την Αίγυπτο. Η ίδια ονομασία έχει περάσει και σε βόρειες ελληνικές διαλέκτους -θα πούμε πιο κάτω ένα σχετικό ανέκδοτο. Έπειτα, στα αραβικά η γαλοπούλα λέγεται «ντικ ρουμί», που σημαίνει, θα λέγαμε, «ρωμιός πετεινός» ! Πιο ασαφείς είναι οι βιετναμέζοι που λένε τη γαλοπούλα gà tây, που σημαίνει “κοτόπουλο από τη Δύση».
Θα προσέξατε ίσως κάτι περίεργο, ότι όλοι «αποποιούνται» ότι είναι από τα μέρη τους η γαλοπούλα. Για τους Άγγλους ήρθε από την Τουρκία, αλλά οι Τούρκοι (και πολλοί άλλοι) τη στέλνουν στην Ινδία. Για τους Ινδούς όμως ήρθε από το Περού. Για τους Βούλγαρους και τους Σερραίους, η γαλοπούλα ήρθε απ’ την Αίγυπτο, αλλά για τους Αιγύπτιους είναι Ρωμιά! Οπότε, δεν είναι άστοχο που είπαμε πως το πουλί αυτό είναι «απ’ αλλού».
Μήπως είναι κι από τη Γαλλία; Δηλαδή, ποια είναι η ετυμολογία της λέξης «γάλος»; Μήπως ο γάλος είναι και Γάλλος; Καταρχήν η απάντηση είναι όχι, αφού η λέξη γάλος προέρχεται από το βενετικό galo (ιταλ. gallo), δηλαδή από το λατινικό gallus, που θα πει απλώς ‘πετεινός’. Βέβαια, η λατινική λέξη έχει αμφισβητούμενη ετυμολογία, και μεταξύ άλλων έχει προταθεί η σύνδεση με το τοπωνύμιο Gallia (Γαλατία), οπότε μπορούμε να προσθέσουμε και τη Γαλλία στον χάρτη των πατρίδων που (δεν) ερίζουν για την καταγωγή της γαλοπούλας. Σήμερα στα ιταλικά ο γάλος λέγεται tacchino (λέξη χωρίς γεωγραφική αναφορά), αλλά παλιότερα λεγόταν pollo d’India, όρνιθα από την Ινδία, περίπου σαν το γαλλικό, και φαίνεται ότι αυτό το dindia πέρασε και στα Εφτάνησα, τουλάχιστον στους Παξούς, αρχικά σαν παρατσούκλι (ντέντιας) και μετά σαν επώνυμο, ενώ και σε τοπωνύμια διασώζεται. Είναι πολύ πιθανό το επώνυμο του υπουργού κ. Δένδια να ανάγεται, ακριβώς, στη γαλοπούλα -ή και στη φραγκόκοτα, όπως είδαμε.
Να μην αφήσουμε παραπονεμένες και τις άλλες ελληνικές ονομασίες της γαλοπούλας. Είπαμε ότι ο ινδιάνος/διάνος είναι από την Ινδία, είπαμε για τον γάλο και τη μισίρκα, ο κούρκος είναι σλάβικο δάνειο, ενώ ο κρητικός «κούβος» θεωρείται δυσετυμολόγητη λέξη αλλά θα μπορούσε να προέρχεται από το ιταλικό cova (που σημαίνει μεταξύ άλλων φωλιά πουλιού ή κλώσσημα). Έχει πάντως προταθεί και η Κούβα ως προέλευση, εκδοχή όχι πολύ πιθανή, παρά τα όσα έχουμε πει πιο πάνω. Το μυτιληνιό «κακνί» δεν ξέρω πούθε ετυμολογείται, ίσως είναι ονοματοποιία.
Να πω εδωπέρα ότι στον Λιθοξόου αλλά και στον Στουγιαννίδη βρίσκω μιαν ακόμα ονομασία του γάλου: τούρκος. Αυτό δεν μπορεί να είναι αγγλικό δάνειο, οπότε μάλλον για παραλλαγή του «κούρκος» θα το θεωρήσουμε. Θα βοηθούσε να ξέραμε και πού ακούγεται ή έχει καταγραφεί. Δεν αμφισβητώ την ύπαρξη του τύπου, από την άλλη όμως θεωρώ εντελώς αστήριχτη την εικασία του Στουγιαννίδη ότι η πασίγνωστη και πανελλήνια έκφραση «έγινε τούρκος» (= θύμωσε πολύ) προέρχεται, τάχα, από την «έγινε κούρκος» (που δεν έχει πουθενά καταγραφεί και ούτε έχει λογική βάση.
Στη φρασεολογία μας λέμε «φουσκωμένος σαν διάνος» για κάποιον που περηφανεύεται, που περπατάει κορδωμένος, ελαφρώς κωμικά. Η φράση λέγεται ιδίως για αξιωματούχους, το πιο πολύ ένστολους. «Κάθε πρωί στην αναφορά το απαίσιο αυτό μούτρο περνούσε σαν φουσκωμένος διάνος από μπροστά τους, σκορπώντας ποινές για το τίποτα», λέει σε ένα διήγημά του ο Γιώργος Ιωάννου για κάποιον στρατιωτικό. Λέμε πάντως και φουσκώνει ή καμαρώνει σαν κούρκος. Άλλη παροιμιακή φράση με γαλοπούλα, γάλο, διάνο ή κούρκο δεν ξέρω. Μόνο σε μια συλλογή παροιμιών και φράσεων από τη Μυτιλήνη βρίσκω «έφαγε τον κάκνο = απέτυχε».
Να θυμηθούμε και μια στροφή από το κλασικό μυτιληνιό «Η Μυτιλήν’ μας είνι…»
Ι μπάρμπας `ιμ Νικόλας
έχασι δυο κακνιά
τύφλις τσι μούτζις να `χ’ τσι
όποιους τα δώκι ξανά
Σιόταν τσι τα ζύριυζι
τσ’ άλλους τα μαζείριυζι
Η γαλοπούλα είναι μάλλον δύσμορφο πουλί και δεν θεωρείται και πολύ έξυπνο, όπως άλλωστε όλα τα ορνιθοειδή (π.χ. κοκορόμυαλος). Μόνο τα αρπαχτικά πουλιά έχουν φήμη έξυπνων. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, αλλά το πιθανότερο επειδή τα γαλόπουλα πηγαίνουν κοπαδιαστά, παλιότερα, ας πούμε προδικτατορικά, τους νέους φαντάρους τους έλεγαν όχι «ψάρια» όπως στον καιρό μου (και υποθέτω σήμερα), αλλά «γαλόπουλα», με πολλές παραλλαγές. Ο νέος ήταν γάλος, γαλί, γαλόπουλο και (σε διασταύρωση με το διαχρονικό «στραβάδι») στραβόγαλο ή στραβογαλάς. Κάποιος που υπηρέτησε στα ’60 μου έχει πει ότι όταν έμπαιναν στο κέντρο οι παλιοί τούς φώναζαν «γλου γλου» και τους πετούσαν καλαμπόκι. Ωστόσο, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια καθόλου αυτός ο χαρακτηρισμός (αν κάνω λάθος, παρακαλώ να με διαψεύσετε!). Φυσικά, η στρατιωτική αργκό έχει πάμπολλες άλλες λέξεις για τους νέους (μερικές τις βλέπουμε εδώ).
Τα Χριστούγεννα τρώμε γαλοπούλα, ένα έθιμο πάντως που δεν είναι και πάρα πολύ παλιό, ούτε συνηθιζόταν σε όλα τα ελληνικά μέρη. Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο έδεσμα ήταν το χοιρινό,
Θα άξιζε να ψάξει κανείς περισσότερο την ιστορία του εθίμου -αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι δεν είναι και εντελώς καινούργιο, αν σκεφτούμε ότι γάλο έκλεψε ο καημένος ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος στα παπαδιαμαντικά «Χριστούγεννα του τεμπέλη», στα πρώτα χρόνια του 200ύ αιώνα, ενώ λίγο νωρίτερα, περί το 1886, στην Κεφαλονιά, ο Λασκαράτος μας παρουσιάζει την «Ιστορία ενός γαλόπουλου διηγημένη από το ίδιο» (ή κάπως έτσι, δεν έχω το βιβλίο πρόχειρο) όπου βλέπουμε ότι το έθιμο της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας ήδη υπήρχε και ήταν εδραιωμένο.
Αυτο μας το μαρτυρεί και ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά από την πρώτη του συλλογή, που εκδόθηκε το 1886 όπου περιγράφει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι:
Κούρκος στη μέση ολόζεστος μοσχοβολά, ροδίζει,
και τρέχει ολούθε το κρασί και κελαδεί κι αφρίζει.
Δυστυχώς το βιβλίο του Λουκάτου «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» το εχω στο άλλο σπίτι, οπότε δεν μπορώ να δω τι λέει για το έθιμο της γαλοπούλας. Πάντως, και στην Ευρώπη η γαλοπούλα εμφανίστηκε ως χριστουγεννιάτικο έδεσμα τον 19ο αιώνα.
Κλείνω μ΄ εκείνο που είχα υποσχεθεί, τα λογοπαίγνια και τα λάθη που έχουν την αιτία τους στο ότι turkey είναι και η γαλοπούλα και η Τουρκία. Σε αγγλικές γελοιογραφίες του 19ου αιώνα μπορεί κανείς να δει τον γελοιογράφο να παριστάνει την Τουρκία σαν γαλοπούλα, ενώ συχνά λογοπαίζει και με το όνομα της Ελλάδας και με το λίπος (Greece και grease). Δεν βρήκα τη γελοιογραφία που είχα στο νου μου, με τη γαλοπούλα που τσιμπολογάει ένα κομμάτι μαγειρικό λίπος (η Τουρκία είχε βλέψεις κατά του νεαρού ελληνικού κράτους), οπότε θα αρκεστείτε σε αυτήν που ακολουθεί, όπου η ρωσική αρκούδα έχει αρπάξει έναν ογκόλιθο, την Ελλάδα, που πάνω του είναι ένας τσολιάς, και πατάει πάνω στο λαιμό μιας γαλοπούλας, που είναι η Τουρκία, αποκεφαλίζοντάς την, ενώ Γαλλία και Αγγλία διαμαρτύρονται ανήμπορες. Όλα αυτά περί τα μέσα του 19ου αιώνα.
Κι άλλη μια γελοιογραφία του 1869 απο το Punch με τίτλο Grease and Turkey
Η γαλοπούλα-Τουρκία ψήνεται στο λίπος-grease, ενώ οι κορυφαίοι Ευρωπαίοι πολιτικοί προσπαθούν να σβησουν τη φωτιά -φοβερό το ομηρικό Poluphlosboi thalasses (πολυφλοίσβοιο θαλάσσης) ενώ οι στίχοι που συνοδεύουν το σκίτσο αρχίζουν:
Roast turkey is a standing dish
for festive Christmas season
Όσο για τα μεταφραστικά λάθη, τα μηχανάκια κάμποσες φορές την έχουν πατήσει με το Turkey και το turkey. Είχα μια φωτογραφία, αλλά δεν τη βρίσκω, με την ετικέτα ενός τισέρτ που έγραφε «Fabriqué en dinde» που είναι η μετάφραση του Made in turkey. Κι άλλες φορές έχει γίνει ανάλογο λάθος, με μηχανάκια ή με μεταφραστικές μνήμες -και μάλιστα σε μια περίπτωση το μαργαριτάρι ξέφυγε από την προσοχή του διορθωτη και τυπώθηκε στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ.
Τελικά όμως λέω να κλείσω όχι με λογοπαίγνιο ή μεταφραστικό λάθος, αλλά με ένα ανέκδοτο που το έχουμε ξαναπεί, μια παρεξήγηση με τις ονομασίες της γαλοπούλας.
Δεν παίρνω όρκο για την αλήθεια του ανεκδότου, αλλά το βρίσκω γουστόζικο. Λοιπόν, γύρω στο 1905, όταν στην οθωμανική Μακεδονία είχε ανάψει ο ανταγωνισμός Ελλάδας και Βουλγαρίας, ο πρόξενος της Ελλάδας στις Σέρρες, ο Αντ. Σαχτούρης, καθώς έφευγε από το προξενείο ένα απομεσήμερο για να πάει σε μια σουλτανική γιορτή, παράγγειλε στο προσωπικό του «να σφάξουν το γάλο» -κάποιος που του είχε φέρει πεσκέσι από το χωριό μια γαλοπούλα και ήθελε να τραπεζώσει το βράδυ δυο φίλους του. Όταν γύρισε από τη γιορτή, του είπαν ότι δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα με το γάλο.
—Πως τίποτε; ρώτησε θυμωμένος.
—Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σαράι (Διοικητήριο), του απάντησαν.
—Και τι δουλειά είχε ό γάλος στο Σαράι;
—Ήταν «ντουναμάς». Μεγάλη γιορτή του Σουλτάνου. Πολύς κόσμος. Και ό δεσπότης είδε το παιδί πού στείλαμε και τού είπε να φύγει.
Τι είχε γίνει; Οι Σερραίοι δεν ήξεραν τη λέξη «γάλος» (τον έλεγαν μισίρκα, όπως έχουμε ξαναπεί) και σκέφτηκαν πως ο πρόξενος τούς είχε παραγγείλει να σφάξουν, να σκοτώσουν έναν Γάλλο αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, ο οποίος είχε μπει στο μάτι των Ελλήνων από άλλες φορές, επειδή ήταν φανατικός βουλγαρόφιλος!
Μπορεί να μην είναι αληθινό το ανέκδοτο και να είναι μπεντροβάτο. Πάντως οι Σερραίοι ακόμα λένε μισίρκα τη γαλοπούλα, αν και βέβαια ξέρουν πλέον όλοι την κοινή λέξη.
Γς said
Καλημέρα
Γς said
Καλημέρα
Φέρε μου γαλοπούλα να σφάξω!
λέγεται;
Ενώ
Φέρε μου τούρκο να σφάξω;
ε;
Κι επάνω σγην ΑΟΖ μας, τον East Med μας, τα γόνατά μας βρε αδελφέ
Γς said
Αντε και μου την έχει δώσει!
Κλέπτης said
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
Άρης Γαβριηλίδης said
«Ι μπάρμπας `ιμ Νικόλας»
Από μικρός το άκουγα «Η θειά μου η Αμερσούδα»
Τώρα έμαθα τι σημαίνει το «κακνιά» και ότι το άρθρο για τα αρσενικά γράφεται ι και όχι η όπως νόμιζα.
Χρόνια πολλά!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
4 Ως γνωστόν ο Πολάκης είχε λάβει το χρίσμα του αρχηγού της κομματικής νεολαίας από τον Κιμ Ιλ Σουνγκ αυτοπροσώπως.
Δύτης των νιπτήρων said
«Ήταν πολλοί Τούρκοι, Γάλλοι στο Σαράι» – το «Γάλλοι» εδώ μάλλον έχει ξεφύγει ε;
Η λεζάντα της γελοιογραφίας μιλάει και για the bewildered bulbul of the boundless Bosphorus. bülbül=αηδόνι
leonicos said
Η Φωτεινή απρόσεκτα (ξέρει καλά αγγλικά)
Τι έχει αυτό το σάντουιτς; Κάτι τούρκικο λέει πως έχει.
Είχα γαλοπούλα. έλεγε slices of Turkey φέτες από γαλοπούλα (κακομεταφρασμένο εννοείται0 αντί slicedTurkey
leonicos said
Περί γαλοπούλας δεν έχω να προσθέσω τι. Πρέπει να μη δοκίμασα ποτέ, μέχρι τα 27 μου. Έκτοτε…
Γιάννης Μαλλιαρός said
Μαλλιαρός το ολόκληρο, αλλά με τα κόλπα της αυτόματης συμπλήρωσης βγήκε μισό.
Καλές γιορτές (ξεκίνησαν οι διακοπές 🙂 )
Χαρούλα said
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
10 Έκτοτε τι, Λεώνικε? Γενοκτονία? Όλεθρος? Δερβενάκια με πλήθος σφαγιασθέντων Τούρκων? Μας κρύβεις κάτι?
B. said
Να εικάσουμε ότι το παιδικό (ή «παιδικό») τραγουδάκι με το μπαρμπα-Μπρίλιο που είχε ένα γάλο πολύυυυ μεγάλο δεν θα είναι πολύ παλιό, ε;
loukretia50 said
Misirlou !

Γιάννης Μαλλιαρός said
Και μπήκε το 11 που είναι ολόκληρο και περιμένει έγκριση το άλλο, το μισάδι μιας και δεν είμαστε γνωστοί μ’ αυτό. Τι να γίνει; Να το ξαναγράψω; Μπα, θ’ ανέβει. Ήταν σχετικά με τα κακνιά αλλά και «του μπάρμπα του Ν’κόλα»
Κιγκέρι said
Γλου- γλου γεμιστό με αγριογούρουνο
leonicos said
Κάτι από τα χθεσινά, μαλώστε με!
Η περιοχή που λεγόταν Τσεχοσλοβακία. αποτελείται από τρεις διακεκριμένες οντότητες ιστορικά, την Τσεχία με πρωτεύουσα την Πράγα, την Μοραβία με πρωτεύουσα το Μπρνο και τη Σλοβακία με πρωτεύουσ την Μπρατισλάβα. Η Μοραβία ήταν πάντα πιο ‘τσεχικη’ γλωσσικά από την Σλοβακια, της οποίας η γλώσσα διαφέρει σημαντικά από τα τσέχικα.
Επίσης πάμε Γιουγοσλαυία
Η σΣλοβενική είναι εντελώς διακριτή γλώσσα, όπως και η πρόσφατα γεννηθείσα βορειο-μακεδονική (που είναι καρα παντανάμ βουλγάρικα και ας μην το παραδέχονται) είναι διακριτές γλώσσες προς τα σέρβικα. Τα σέρβικα είτε σερβοκροάτικα τα πεις, είτε κροάτικα τα επις, είτε μαυροβουνιώτικα τα πεις, είτε τσερνογκόρσκι τα πει,είτε βοσνιακά τα πεις, (ερζεγοβίνικα δεν έχω ακούσει να λέει κανείς) είναι μια γλώσσα, ίδια και απαράλλαχτη, και ας προσπαθούν να »φτιάξουν» διαφορες.
rogerios said
@18: Αγαπητέ Λεώνικε, ιστορικά ο όρος ΅Τσεχία» δεν ήταν γεωγραφικός, αλλά γλωσσικός-εθνοτικός προσδιορισμός. Τα γεωγραφικά συστατικά της μετέπειτα Τσεχίας ήταν η Βοημία (Πράγα) και η Μοραβία (Μπρνο και Όλομουτς). Βοημία και Μοραβία, αφενός, και Σλοβακία, αφετέρου, είχαν διαφορετικές πορείες ιστορικά, κάτι που εξηγεί και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους. Βοημία και Μοραβία διοικούνταν από τη Βιέννη και είχαν από νωρίς γνωρίσει ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη (το όνομα Σκόντα φαντάζομαι ότι είναι ενδεικτικό της ανάπτυξης αυτής). Η Σλοβακία βρισκόταν υπό ουγγρική κυριαρχία και, όχι απροσδόκητα, παρέμενε πρωτίστως αγροτική. Οι γλώσσες, τσεχική και σλοβακική, έχουν αρκετές διαφορές ώστε να θεωρηθούν διακριτές, μολονότι είναι αμοιβαία κατανοητές για τους ομιλητές τους.
Πολύ σωστά όσα επισημαίνεις για τα γλωσσικά της τέως Γιουγκοσλαβίας. Πράγματι η γλώσσα ήταν κοινή για Σέρβους, Μαυροβούνιους, Βόσνιους και Κροάτες. Υπήρχαν διαφοροποιήσεις που δήλωναν την ύπαρξη διαλέκτων, όμως αυτές δεν ήταν εθνοτικές/ θρησκευτικές αλλά αμιγώς γεωγραφικές (ας δει κανείς πού προφέρουν λ.χ. Μπάεβιτς και πού Μπάγεβιτς). Η ύπαρξη, όμως, διαφορετικών κρατών οδηγεί μοιραία και στη δημιουργία διαφορετικών γλωσσών: υπάρχει σαφής πολιτική επιλογή να επιλέγονται και να υπερτονίζονται διαφορές που πλέον παρουσιάζονται ως χαρακτηριστικό γλώσσας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) η οποία ταυτίζεται με κάποιο κρατικό μόρφωμα. Λυπηρό, αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως.
spiridione said
Ο ίδιος ο Δένδιας έχει πει ότι η απώτατη οικογενειακή καταγωγή του από το 1700 και κάτι είναι από ένα χωριό στη Χειμάρρα.
– Και γι’ αυτό γνωρίζει καλά τι συμβαίνει στην Αλβανία!
https://www.dendias.gr/portfolio-posts/%CE%BF-%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%B4%CE%AD%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AE-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-4/
Πρόσφατο αλβανικό δημοσίευμα χαρακτηρίζει τον Δένδια «Αλβανο-Ελληνα»
https://www.in.gr/2019/07/15/politics/alvano-ellinas-o-dendias-se-alvaniko-dimosieyma/
Όπως είχα ξαναπεί στο παλιό άρθρο, υπάρχει αρκετά συνηθισμένο αλβανικό επώνυμο Dedja, (πχ. Dedja Arben – Αρμπέν Ντέντια αλβανός ποιητής).
dryhammer said
> στα πρώτα χρόνια του 200ύ αιώνα,
δε θα υπάρχει ούτε η σκόνη μας…
Στη Χίο τους γάλους τους λέμε «κούκλους» (μάλλον ηχομιμητικό) και το τραπέζι των χριστουγέννων θέλει χοιρινό με σέλινο (βάζω και κάνα πράσο και γλυκαίνει).
Χαρούλα said
Κούρκος στην παλιά Αλεξανδρούπολη. Όχι όμως και στις κουζίνες της. Χριστούγεννα με χοιρινό.
Όλη την περίοδο του χειμώνα δε (κυρίως όμως τις γιορτές για οικονομικούς λόγους), τα κρεοπωλεία γεμάτα με φτερωτά θηράματα. Πάπιες, ορτύκια κλπ. Κρεμασμένα ανάποδα με τα πούπουλα τους… Αβάσταχτα στενάχωρη εικόνα τις μέρες αυτές στα παιδικά μου μάτια. Δεν έχω φάει ποτέ για ψυχολογικούς λόγους. Ενώ γαλοπούλα για …γευστικούς.
Με την ευχή όλοι οι άνθρωποι να έχουν τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ… Και του χρόνου!
Γιάννης Μαλλιαρός said
21β-τέλος Έτσι. «βάζω και κάνα πράσο και γλυκαίνει» Αυτό το έμαθα φοιτητής και το μετέφερα στο χωριό μου και ενθουσιάστηκαν 🙂
Πάντως, το σελινάτο (ή πρασοσέλινο με την παραλλαγή που δίνεις) είναι το μεσημεριανό. Γιατί προηγείται(;) η μπριζόλα ανάμεσα σε κρεμμύδια ψημένη στα κάρβουνα και με χυμό ανακατεμένο λεμόνι και νεράτζι
Georgios Bartzoudis said
«Η γαλοπούλα είναι μάλλον δύσμορφο πουλί και δεν θεωρείται και πολύ έξυπνο, όπως άλλωστε όλα τα ορνιθοειδή (π.χ. κοκορόμυαλος)»
# «Συνώνυμος» του κοκορόμυαλου είναι ο κοκορίκος_κουκουρίκους. Πολύ διαδεδομένο πάντως είναι το κουτορνίθι!
Πάντως, εν Σέρραις υπάρχουν και τα …γαλιά!
spiridione said
‘Ιστορία ενός γαλόπουλου διηγημένη από αυτό το ίδιον εις τους αγριογάλους’. Δεν διαδραματίζεται τα Χριστούγεννα, αλλά υπάρχει αναφορά σε αυτά
https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/3/9/7/metadata-46ecc6bc55361185bb0c01258b7fdd46_1245750596.tkl&do=75642_w.pdf&pageno=87&pagestart=1&width=728&height=516&maxpage=133&lang=en
Theodoros said
Το Μυτιληνιό «κάκνος» (και «κακνί»), πρέπει να προέρχεται από το κάχνα (kachna), που είναι η πάπια στις σλαβικές γλώσσες.
argyris446 said
Reblogged στις worldtraveller70.
Janni said
το ιταλικο «tacchino», ερχεται αμεσα απο το αγγλικο turkey, που προφερεται ταρκι,στα ιταλικα tarchi. το μικρο ταρκι ειναι ταρκινο, και κατα (scivolamento fonetiko) συνεχεια τακκινο, οπου το δευτερο «c» παιρνει τη θεση του «r». Ειναι γνωστο στην Ιταλια τουλαχιστον απο οσους ασχολουνται με ετυμολογια
Γιάννης μ said
Καλημέρα,
Δεν το τέλειωσα (το διάβασμα του άρθρου) αλλά δυο παρατηρήσεις: Στο χωριό ήταν διάνος (ή διάνα) το ενήλικο πουλί και κακνί το μικρό, το φρεσκοβγαλμένο απ’ τ’ αυγό, που δεν έχει φτερώσει καλά καλά ακόμα.
Παραπέρα, παρά το όσα γράφουν οι διάφοροι που μεταφέρουν τα λόγια του τραγουδιού, ι μπάρμπας ‘ιμ ι Ν’κόλας δεν «Σιόταν» αλλά «Λιόνταν» πα να πει γύριζε, πήγαινε περαδώθε και τάψαχνε κι δεν κουνιόταν να τα γυρεύει…
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
29 Αυτό είχε κρατηθεί, όπως και τα 26-28
Capten Vilios said
Ο Bertrand Russell και η επαγωγίστρια γαλοπούλα(στην πραγματικότητα κοτόπουλο)
Υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι αύριο ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι; Προφανώς όχι. Επειδή κάθε μέρα, ανελλιπώς, ο ήλιος ανατέλλει. Εφόσον δεν υπήρξε ως τώρα καμία εξαίρεση, ένας επαγωγιστής θεωρεί λογικό να συμπεράνει ότι ούτε αύριο θα υπάρξει εξαίρεση, κάνοντας έτσι μια πρόβλεψη για το μέλλον.
Ο Bertrand Russell, το 1912, στο 6ο κεφάλαιο του βιβλίου του The Problems of Philosophy, με τίτλο «On Ιnduction», επανέρχεται σε ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει τον σκεπτικιστή φιλόσοφο David Hume. Ο Hume, μιλώντας για την αιτιότητα στη φύση, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση στην εμφάνιση δύο συμβάντων Α και Β. Απλώς έχουμε τη «συνήθεια» να αναμένουμε ότι η εμφάνιση ενός γεγονότος Α θα οδηγήσει σε ένα γεγονός Β.
Ο Russell αποδεικνύει πως ο Hume έχει δίκιο: η επαγωγή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Όπως το θέτει ο Russell, πρέπει να προβληματιστούμε εάν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε σε ό,τι ονομάζουμε «ομοιομορφία της φύσης». Πρόκειται για την πίστη πως ό,τι συνέβη ή θα συμβεί είναι ένδειξη ενός γενικού νόμου στον οποίο δεν χωρούν εξαιρέσεις. Μπορούμε όμως να βεβαιώσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια «ομοιομορφία της φύσης»;
Κι εδώ εμφανίζεται η περίπτωση της επαγωγίστριας γαλοπούλας , την οποία χρησιμοποιεί παραδειγματικά ο Russell για να δείξει τους περιορισμούς της επαγωγής, και η οποία έχει ως εξής:
Όταν η γαλοπούλα μεταφέρθηκε στη φάρμα, διαπίστωσε ότι ο αγρότης τάιζε όλα τα πουλερικά του την ίδια ώρα κάθε μέρα. Επειδή ήταν μια πολύ προσεκτική επαγωγίστρια, δεν βιάστηκε να βγάλει συμπεράσματα, αλλά περίμενε να συγκεντρώσει περισσότερα στοιχεία. Μετά από κάμποσο καιρό, μπορούσε πια να πει με βεβαιότητα ότι ο αγρότης, κάθε μέρα, με ζέστη ή με κρύο, με ήλιο ή με βροχή, τάιζε τα πουλερικά του την ίδια ώρα. Τα στοιχεία ήσαν, λοιπόν, αρκετά και πλέον ήταν σε θέση να προβλέψει τεκμηριωμένα πως την επόμενη ημέρα, τη συνηθισμένη ώρα, ο αγρότης θα ταΐσει και πάλι τα πουλερικά του. Συνέβη όμως, δυστυχώς, η επόμενη ημέρα να είναι η παραμονή των Χριστουγέννων. Εκείνη την ημέρα, ο αγρότης, αντί να φέρει φαγητό στα πουλερικά του, τους έκοψε τον λαιμό.
Επομένως, η επαγωγή μπορεί μόνο να μας πει το εξής: όταν βρεθεί πως ένα πράγμα Α συνδέεται με ένα πράγμα Β, και δεν βρεθεί ποτέ να μην συνδέεται με το πράγμα Β, τότε, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των περιπτώσεων που το Α συνδέεται με το Β, τόσο μεγαλύτερες είναι πιθανότητες τα δύο πράγματα να συνδέονται και σε μια άλλη περίπτωση στην οποία να εμπλέκεται το ένα από τα δύο.
Η επαγωγή δεν μπορεί, λοιπόν, να εγγυηθεί την αλήθεια, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος για να βγάλουμε συμπεράσματα για τον κόσμο. Γιατί τότε θεωρούμε ότι η επαγωγή είναι αποτελεσματική; Επειδή ήταν αποτελεσματική στο παρελθόν. Όμως, έτσι, μπλεκόμαστε σε ένα φαύλο κύκλο, αφού προσπαθούμε να τεκμηριώσουμε την επαγωγή με την επαγωγή. Και αυτή η λογική πλάνη πρέπει να προβληματίσει όχι μόνον τους φιλοσόφους αλλά και όσους, σαν τον εντιμότατο κύριο Sherlock Holmes, ερευνούν το έγκλημα.
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi50.
ΓιώργοςΜ said
Αναφορά τη γαλοπούλας σε ανέκδοτο, πολύ παλιό πο δεν καλοθυμαμαι, διορθώσετε οι παλιότεροι:
Στην παλιά Αθήνα, κάποιος Γάλλος φλέρταρε μια Ελληνίδα, αλλά έφαγε χυλόπιτα. Εν είδει εκδίκησης, έφτιαξε ένα σκίτσο με δύο μισά αυτιά, ένα φεγγάρι και μια δάδα, που διαβαζόταν «μισ-ώτα, Σελήνη, δας», για να του απαντήσει με τον ίδιο τρόπο ο Ελληνας αντιζηλός του, σχεδιάζοντας μια γαλοπούλα να πετάει πάνω από την πόλη, με τίτλο «Γάλλος επί πόλεως»
Δύτης των νιπτήρων said
33 ποντίκι και αυτιά (μυς – ώτα)
sarant said
34 Κι εγώ με ποντίκι το ξέρω.
Μαρία said
34
Κι εγώ, εξ απαλών ονύχων.
ΓιώργοςΜ said
Πιθανόν να είναι δική μου παραλλαγή, το είχα ακούσει μικρός και δεν το θυμόμουνα καλά. Ο Γάλλος, Γάλλος όμως 🙂
sarant said
Σε άλλα νέα, στις 7μμ θα είμαι καλεσμένος στο Κόκκινο 105.5.
ΣΠ said
33κε
https://sarantakos.wordpress.com/2016/02/07/rimario/#comment-335111
σχόλια 62, 66
Γιάννης Ιατρού said
Θυμάμαι τέτοιες μέρες πλανόδιους πωλητές, κυρίως Ρομα (ή τέλος πάντων κάπως ηλιοκαμένους) να τριγυρνούν στις γειτονιές με ένα κοπάδι γαλοπούλες για πούλημα. Τις καθοδηγούσαν με ένα μακρύ καλάμι περπατώντας πίσω από το κοπάδι και κραδαίνοντας το καλάμι μιά δεξιά, μιά αριστερά. Και πότε-πότε σφύριζαν και οι γαλοπούλες ανταποκρίνονταν κάνοντας γλου-γλου κλπ.
Καλό ήταν να πάρει κανείς ένα-δύο μικρά γαλάκια κατά τον Οκτώβριο και να το εκθρέψει ο ίδιος, ιδίως αν είχε κάποιο τόπο/χωράφι με ελαιόδενδρα. Οι γαλοπούλες έτρωγαν όλες τις ελιές που έπεφταν κάτω από τον αέρα κλπ. και γίνονταν τετράπαχες, και με ωραία γεύση.
‘Οταν σφάζονταν (ενίοτε και πιό μπροστά, αν τις πετυχαίναμε…) τα φτερά τους ήταν περιζήτητα από εμάς τους πιτσιρικάδες. ήταν αφ΄ενός βασικό μέρος της αμφίεσης του ινδιάνου, έως τις απόκριες τα χρησιμοποιούσαμε, αλλά επίσης ήταν ιδιαίτερα κατάλληλα για φτερά σταθεροποίησης για τα βέλη για τα τόξα που φτιάχναμε.
Τέλος πάντων, δεν νομίζω πως αυτά έχουν ακόμα επιζήσει κάπου στην Ελλάδα, άλλοι καιροί και άλλα τα ενδιαφέροντα σήμερα… Αλλά και άλλη η γεύση της αγοραστής γαλοπούλας κι άλλη αυτής που τρεφόταν με καλαμπόκι και ελιές… 🙂
Stazybο Hοrn said
38: Εδώ, δηλαδή… https://www.stokokkino.gr/uploadArchive/191223_190000.mp3
gpointofview said
# 40
θυμάμαι που είχαμε αγοράσει μια κάπου στο 55,, την βάλαμε στο κοτέτσι με τις κότες και…μας ψόφησε νοεμβριάτικα !!. Εκτοτε μόνο αρνάκι παίρναμε τον γενάρη μέχρι που κτίστηκε η Κυψέλη και δεν σήκωνε άλλο ζωντανά
loukretia50 said
40 …όνειρα γλου – γλού ( επί πόλεων )…

Jane said
Τις γαλοπούλες σε χωριά της Θεσσαλίας τις λένε και μισίρια. Ενικός το μισίρ’.
Τα Χριστούγεννα πάντως χοιρινό τρώνε οι περισσότεροι στα μέρη μας, όχι γαλοπούλα.
Μαρία said
Νικοκύρη, τη frustration στα ελληνικά τη λέμε ματαίωση. Έχουμε λέξη.
loukretia50 said
45. 45. Και αυτούς πώς θα τους μεταφράζαμε ? https://www.bedetheque.com/media/Planches/PlancheA_11877.jpg Les frustrés
‘Ηταν σειρά κόμικς της Claire Bretecher προ αμνημονεύτων βέβαια, με τύπους που μόνο ο χαρακτηρισμός «μπαφιασμένοι» τους ταίριαζε
Jane said
Γιάννης Ιατρού said
41: Καλά, το ανεβάζουν το αρχείο προτού τελειώσει η εκπομπή; (ώρα σχολίου σου 19:23!, η εκπομπή τελείωσε στις 20:00 περίπου);
Γιάννης Ιατρού said
45: και απογοήτευση, ταιριάζει και στο #46 της Λου
venios said
46: Les frustrés θα το μετέφραζα «οι στερημένοι».
Μαρία said
46
Ο Δαβαράκης στον Ταχυδρόμο το απέδωσε οι ανικανοποίητοι.
Μαρία said
Και σε μετάφραση Γιούλης Αναστασοπούλου.

Jane said
Οι γαλοπούλες γλου-γλου-γλου κι ο Λοβερδος γλειψ-γλειψ-γλειψ
https://pbs.twimg.com/media/EMe0mbgX0AAm-2T.jpg:large
Αιμ said
Κι έλεγα ποια είναι αυτή η γνώριμη φωνή που ακουγότανε στο ραδιόφωνο ενώ έβγαζα χειμωνιάτικα παπούτσια (!) μέχρι που το κατάλαβα .… και το δυνάμωσα. Ωραίος
Επί του θέματος , η κύρια λέξη για την γαλοπούλα στα βουλγάρικα είναι πούικα που το χω ακούσει και σαν παρατσούκλι (λογω φυσιογνωμίας) αλλά και κάνει σαν μισίρκα λέγεται χωρίς να χει να κάνει με επίδειξη, ψωροπερηφάνια κλπ .
Άραγε χρησιμοποιούν άλλοι τον γάλο έτσι μεταφορικά ;
Γιάννης Ιατρού said
54: Αιμίλιε, δες το μέηλ σου !!
loukretia50 said
54. Πήρες γάλο για ρεγάλο, πλουμιστό , χοντρό μεγάλο
απ΄το φίλο σου το Γάλλο, που θυμίζει παπαγάλο
όταν λέει : «κι άλλο κι άλλο – μ΄ένα ούζο θα τη βγάλω?»
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα και για την ακρόαση!
45κε Όπως φαίνεται δεν έχουμε μία λέξη
loukretia50 said
67. Γαλλίδα φίλη χρησιμοποιούσε συχνά τη λέξη, ποτέ όμως με την έννοια «στερημένη».
Έλεγε ότι είναι πιο «κομπλικέ», συνδυάζει βαριεστημάρα κι απογοήτευση.
Βέβαια αυτή είχε καταθλιψάρα, κι αν νοιώθεις έτσι, κολλάει και το ανικανοποίητο!
Μαρία said
54
Μισίρκα είναι στα μακεδόνικα. Την πούικα την ξέρω απ’ τη βρισιά να μάικατα να πούικατα αλλά σημαίνει άλλο πράμα 🙂
57
Στην ψυχολογία για τη φρουστρασιόν έχουμε μία λέξη.
ΚΩΣΤΑΣ said
Ο μπάρμπα-Μπρίλιος
είχε ένα γάλο
πολύ μεγάλο
Και τόνε τάιζε
μέλι και ταχίνι
για να τον παχύνει
Και τόνε τάιζε
ψωμί κι αλάτι
για να κάνει πλάτη
Και τόνε τάιζε
ψωμί γαρδούμπα
για να κάνει τούμπα
Και τόνε τάιζε
ψωμί μπουγάτσα
για να κάνει μπράτσα
Και τόνε τάιζε
ψωμί και χόρτα
ώσπου δε χώραγε
κάτω από την πόρτα
Ώσπου μια μέρα
κοντά στη δύση
όρμησε ο γάλος
να τον… γαρύφαλλο στ’ αυτί… 😜
Stazybο Hοrn said
48: Πιο γρήγορος κι απ’̶ ̶τ̶η̶ ̶σ̶κ̶ι̶ τον δύτη 🙂
Αμαλία said
Συγγενείς μου έλληνες που μεγάλωσαν στη Ρουμανία έλεγαν τη γαλοπούλα «κουρκάνο», η λέξη μου θυμίζει τους πολεμιστές Κουργκάνους που ήταν στολισμένοι ίσως σαν γαλοπουλες.
sarant said
60 Mέλι και κρέμα
για να κάνει δέρμα
ΚΩΣΤΑΣ said
63
Μέλι κι αγγούρι
για να κάνει μούρη
μέλι κι αντίδια
για να κάν’ ακοιλιακούς 🙂
Αιμ said
54. Άλλο πούικα άλλο πούτκα, ουδεμία σχέση 🙂
Ντεν ξέρει και μακεντόνικα καρντιά μου
Γιάννης Ιατρού said
Στα γερμανικά η γαλοπούλα λέγεται Τρούτχαν (Truthahn), λέξη σύνθετη, όπως πάρα πολλές στα Γερμανικά. Το δεύτερο συνθετικό, το Χαν [-hahn] σημαίνει κόκορας (αρσ. πουλί), αναμενόμενο, άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Το πρώτο συνθετικό όμως, το Τρουτ, προέρχεται (κατά την επικρατούσα αντίληψη) από την λέξη drōten (μεσ. ολλανδικά, 1150 – 1500), σημερινό γερμ. drohen => απειλώ.

Επειδή το αρσ. γαλόπουλο (τα θηλυκά περιέργως είναι πιο ήρεμα😂😍) «φουσκώνει τα φτερά του» και προσπαθεί να φανεί απειλητικό (ή να εντυπωσιάσει γενικά). Πολλές φορές μάλιστα κινείται και κατ’ αυτού που νομίζει πως το επιβουλεύεται και τσιμπάει κιόλας κλπ.
Γιάννης Ιατρού said
61: 😇
Δύτης των νιπτήρων said
61 διότι ο Δύτης είχε πάει σινεμά
Τον κουβεντιάζαμε πρόσφατα εδώ τον μπαρμπα-Μπρίλιο, θυμάμαι είχα κάνει την υπόθεση ότι είναι προσκοπικής – αμερικάνικης προέλευσης χωρίς όμως να μπορέσω να το τεκμηριώσω.
Spiridione said
κάτι πρέπει να έχει η μαρμάγκα
Αιμ said
55. Έχω συγγράψει μνημειώδη απάντηση, λαμβάνω όμως σταθερά το μήνυμα
Server Error in ‘/owa’ Application και Description: An unhandled exception occurred during the execution of the current web request. Please review
Αύριο απ τη δουλειά
Αγγελος said
Ρογήριε, έχω την εντύπωση ότι Čechy λέγεται τσέχικα η Βοημία, ενώ η όλη σημερινή Τσεχία λέγεται České země, κυριολ. «τσέχικες χώρες», ή φυσικά Česká republika. Čechy-Morava και γερμανικά Böhmen-Mähren λεγόταν το Προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας από το 1939 ως το 1945. Γι΄αυτό και οι Τσέχοι δεν θέλουν να λέγεται στις ξένες γλώσσες σκέτη Τσεχία η χώρα τους — αφενός, Τσεχία είναι στη γλώσσα τους η μισή μόνον χώρα, αφετέρου θυμίζει σκοτεινά χρόνια. Το έθνος όμως και η γλώσσα σαφώς Τσέχοι/τσέχικα λέγονται.
rogerios said
@71: I stand corrected! Έχεις απόλυτο δίκιο (οπότε, κι ο Λεώ το ίδιο). Η Βοημία ήταν η γερμανική ονομασία. [παρεμπ., για το σκέτη Τσεχία νομίζω ότι υπάρχει διαφοροποίηση τα τελευταία χρόνια]
Αιμ said
Το 65 είναι για το 59 όχι για το 54, χάλια τα έκανα. Το μουλτιτάσκινγκ δε βοηθάει
rogerios said
[συνέχεια του προηγούμενου σχολίου, ως προς τη χρήση του ονόματος «Τσεχία»: εννοώ ότι η λέξη Česko χρησιμοποιείται πλέον από τους ίδιους για να δηλώσει τη χώρα, πέραν του επίσημου Česká republika]
Λευκιππος said
Ο φίλος μου ο Ελληνοαμερικανός, που σαν παιδί είχε συνηθίσει να λέει αυτό το πουλι γαλοπούλα και στα σαράντα του μετά από κάποια χρόνια στην Αμερική έπρεπε να το λέει τάρκυ, κατέληγε, δηλαδή του έβγαινε αυθόρμητα στο τουρκοπουλα.
spiridione said
Σε ένα από τα πρώτα βιβλία μαγειρικής που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το 1863 συναντάμε την συνταγή «Δίνδιος παραγεμιστός αλά Γραίκα» η οποία προβάλλεται ως η ελληνική εκδοχή για την ετοιμασία της γαλοπούλας, ένα τρόφιμο που εισήχθη πρόσφατα στην Ελλάδα.
Click to access metaptychiaki1.pdf
Είναι το «Σύγγραμμα της Μαγειρικής περιεκτικόν και ευμέθοδον εις την απλοελληνικήν υπό Νικολάου Σαράντου, διηρημένου εις τόμους τρεις, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Τυπογραφείου Εξάρχου, 1863». Δυστυχώς δεν υπάρχει ονλάιν.
Στον Σομαβέρα, (1709), υπάρχει λήμμα όρνιθα μισιριότικη: η φραγκόκοτα, η γαλλοντίντια, η ντιάνα, η γαλιδίντια
https://books.google.gr/books?id=hmxpAAAAcAAJ&pg=PA300&lpg=PA300&dq=%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1&source=bl&ots=1-oqmceJkP&sig=ACfU3U2v-zhsE7M0zWNd-k_GWCYyHQ2QYQ&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwitlPnU1cvmAhXC5qQKHUycBTQQ6AEwAHoECAIQAQ#v=onepage&q=%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B1&f=false
sarant said
76 Αυτό το είχε κρατήσει η μαρμάγκα. Πρέπει να βρούμε και να εκδώσουμε τον… συνονόματο!
sarant said
Δίνδιος παραγεμιστός αλά Γραίκα (η γέμιση γίνεται με κιμά, συκώτια του γάλου, λαρδί, βούτυρο, κρεμμύδια, σταφίδες, κουκουνάρια, 40 πράσινες ελιές, ρύζι, κάστανα ψημένα, αλάτι, πιπέρι, κανέλα, μοσχοκάρυδο, ρίγανη, βασιλικό, κρασί, δεντρολίβανο.
Ψήνεται στη σούβλα ή στον φούρνο σκεπασμένο με μια κόλα χαρτί αλειμμένη με βούτυρο)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
38 Σε άκουσα καθ΄οδόν Νικοκύρη. Έστειλα κ μήνυμα αλλά δεν κληρώθηκα! 🙂
63. Μέλι και ρόδια
για να κάνει πόδια
ρόκα και ραπάνι
φτερά να κάνει
σύκα και χαλβά
για χοντρά αυγά
Πάντως τα μικρά κουβάκια είναι μπελαλίδικα στην ανατροφή. Για να πάρουν πάνω τους, ανακατεύουν για κάποιο διάστημα βραστά αυγά με το φύραμά τους.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Τ αυγά της γαλοπούλας είναι λίγο πιο μικρά απ΄τα κοτίσια, πιο μακρουλά και με στίγματα.
Επειδή είναι δύσκολα στην ανατροφή τους τα μικρά, θένε πιο προσεγμένη ζεστασιά απ τα κοτόπουλα και καλύτερη διατροφή κι όλη αυτή η φροντίδα μάλλον γέννησε την έκφραση κάτω, «τα ανάθρεψε σαν τα κουβάκια» (παιδιά κακομαθημένα). Κουβάκι το μικρό μικρό παιδάκι. Κούβακας ο νεαρός κηφηνάκος.
sarant said
79 Εγώ φταίω που είπα 17 και 19….
loukretia50 said
Σε χαρωπό νησιώτικο σκοπό
Αν γουστάρεις γαλοπούλα,
για το καλό – για το καλό
Αν γουστάρεις γαλοπούλα,
ζουμερή – λίγο σκληρούλα!
με φτερούγες και πλατάρια
ένα κιλό* – ένα κιλό / * μόνο αυτά!
Θέλεις ρύζι με καντάρια,
κάστανα και μανιτάρια
και σταφίδες , κουκουνάρια
με το κιλό – με το κιλό
—(ρεφραίν πιο ζωηρό – χοροπηδηχτό)
Ώρες φούρνο να προσέχεις – πόση υπομονή να έχεις!
Να μη βγει σκληρή και τρέχεις
ως το γιαλό – ω!- ως το γιαλό!
Πιο καλά τα πετεινάρια
τα κρασάτα με μπαχάρια
λειώνουν σαν τα παλληκάρια
χωρίς μυαλό – χωρίς μυαλό!
Να σωθούν τα γιοματάρια
που ρουφάμε σα σφουγγάρια
(απ΄το καλό) – για το καλό!
ΛΟΥ
Είν’ καλύτερες οι κότες – αλανιάρες και κοκότες
οι γριές στη σούπα πρώτες
παρακαλώ!- ω! -Με το καλό!
ΥΓ. Αν δε γνωρίσατε το σκοπό… αδιάβαστοι είστε θα πω!
Το μαρτυράω γιατί δεν έχει γούστο:
Ξεκινάει μια γαλοπούλα απ΄τη φάρμα τη μικρούλα…
loukretia50 said
Χμμμ! στο ρεφραίν βγαίνει ο καπετάν Αντρέας Ζέπος…
Μας χαλάει?
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
81, εμ τ΄αφήκαμε στην τύχη 🙂
82 Λου
γλου γλου!*
*Απίθανο! 🙂 Καραχριστουγεννιάτικο. Εύγε!
Γιάννης Ιατρού said
80: Άξια! Ήθελα να γράψω κι εγώ για την ανατροφή των γαλόπουλων, αλλά μετά το άφησα (ποιός θα το κάνει σήμερα, τα παίρνουν έτοιμα από την κλωσομηχανή…).Θέλουν και «στρώμα με άχυρα» γιατί είναι ντελικάτα 🙂
Η Γαλοπούλα κλωσά και ξένα αυγά εύκολα, πάπιας, χήνας, κότας κλπ.
82: Λού, μάλλον απ΄το «Μιά γαλοπούλα, πού ΄ναι αραγμένη» βγαίνει ο σκοπός 🙂 🙂
loukretia50 said
84. Γειά χαρά σου Dear Efi,
σε προσκαλώ
πάντα να κρατάς το ντέφι, είσαι ωραία, κάνεις κέφι
κι η μιζέρια αν μας γνέφει
πάει στο καλό!
Avonidas said
Καλησπέρα και χρόνια πολλά!
Οι Σερραίοι δεν ήξεραν τη λέξη «γάλος» (τον έλεγαν μισίρκα, όπως έχουμε ξαναπεί) και σκέφτηκαν πως ο πρόξενος τούς είχε παραγγείλει να σφάξουν, να σκοτώσουν έναν Γάλλο αξιωματικό
Σαν τον αστικό μύθο με τον Ναπολέοντα: υποτίθεται πως ειχε πει «ma sacrée toux!» (ο καταραμένος ο βήχας μου!) , κι οι αξιωματικοί του ακουσαν «massacrez tous» (σκοτώστε τους ολους), και εκτέλεσαν τους αιχμαλώτους 🙄
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
85 Μια γαλοπούλα ειν αγριεμένη
loukretia50 said
Μια γαλοπούλα είναι αραγμένη
Σε πυρέξ μεγάλο, είν’ πατικωμένη
Δε θυμάμαι το σκοπό για να συνεχίσω! ΄Αξιζε όμως η πάσα! Μερσί!
loukretia50 said
Avonidas!!
μου θύμισες τις holorimes
À Lesbos, à Tyr, l’évangile est appris
Ah ! laisse, beau satyre, l’Ève en gilet t’a pris
(David P. Massot)
Andorre-la-Vieille
Endors la vieille
Ardemment
Hard amant
Artie Shaw (jazzman américain)
Artichaut
Γιάννης Ιατρού said
89: ο σκοπός https://www.youtube.com/watch?v=G4K6Ja9KTuU
ΚΩΣΤΑΣ said
Σε πυρέξ μεγάλο,
να τον κάνει μεγάλο
σε μεγάλο πυρέξ
για να κάνει σεξ
ο απρόσκλητος πρόστυχος της παρέας, φεύγω πριν με φτύσετε 🤪
loukretia50 said
Γλου- γλου κλωσσόν ξένον ωόν
Πώς ονειρεύεται τον νεοσσόν?
Ον παχουλόν, χωρίς μυαλόν
loukretia50 said
Ποιος κάνει σεξ σ’ ένα πυρέξ?
Φαντάσου – λέμε! – να ήταν αιξ!
loukretia50 said
Μπα! η μαρμάγκα εγκρίνει το σεξ? και με ex?
Γιάννης Ιατρού said
95: Έχει κάνει άλματα τελευταία η επιστήμη στην ΑΙ 🙂
loukretia50 said
Eδώ έχουμε Alien που μιλάει τη γλώσσα των γλου -γλου.
Συμπαθητική παλιά ταινία, βασισμένη σ΄ένα βιβλίο με γλυκόπικρη γεύση. Αναρωτιέμαι αν τη θυμάται κανείς
La soupe aux choux (1981) – https://youtu.be/ohU26fbW6-s Gamin, on attaque
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Μια γαλοπούλα είναι αραγμένη
μέσα στη γάστρα χρυσοκοκκινισμένη
Γαλοπούλα σε χαζεύω
και τα σάλια δε μαζεύω
και τα σάλια δε μαζεύω
τρόπο να σε φάω γυρεύω.
Όλοι φουρνίζουνε
στίχους και στιχάρια
φουρνίζει η Λου μας
και βγάζει συναξάρια
Καπετάνισσα κυρά μου
μπράβο Λου αρχόντισσά μου
loukretia50 said
Κιαλάρει η Έφη βγάζει μαργαριτάρια!
loukretia50 said
ουπς – έφυγε!
Στη γέμιση μετράει ο κιμάς
Στα λόγια σου μετράει το «μας»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Το μυτιληνιό «κακνί» δεν ξέρω πούθε ετυμολογείται,
μήπως πίσω απ΄το κάκνος είναι ο κόκκινος (με την κόκκινη μύτη χαρακτηριστική μύτη)
Ο κούβος της Κρήτης μήπως σχετίζεται με το κουβαρωτός (φουσκωτός). Το κουβάρι πούθε βγαίνει;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
100 Φςς!! 🙂
Κι απ τα μουπες σουπα
καλύτερη ΄ν η σούπα
Από τη γλαρόσουπα
καλύτερη η γαλόσουπα
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αγαπητοί Σαραντακιστές
το πρωί ν΄ανοίξετε στους καλαντιστές
loukretia50 said
Μακάρι να είμαστε και του χρόνου γεροί, και να χαρούμε όμορφες στιγμές με αγαπημένα πρόσωπα!
Ας γιορτάσουμε την αγάπη, είναι κάτι πολύτιμο που δε μπορούν να μας στερήσουν!
loukretia50 said
Αν είχες γαλοπούλες και με κοίταγες
Τη συνταγή θα θέλεις, που δε ζήταγες
Μα το ταψί μου τι σούχει φταίξει
και το καπάρωσες, πόσα ν΄αντέξει…
Αχ!
Αν έπαιρνες φουφούδες
Δε θα έφταιγες
Τα φύλλα- Αμερσούδες
Αν τα έκαιγες
Καληνύχτα!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
104
Αμήν! Ναι σε όλα Λου 🙂
Καλο βράδυ
Αιμ said
Ποιος κάνει σεξ σ’ ένα πυρέξ?
Φαντάσου – λέει – να ταν πεντέξ
οι εραστές, κι όποιος αντεξ’
Γς said
101:
>Το κουβάρι πούθε βγαίνει;
Απ όπου κι η κουβαρίστρα
https://caktos.blogspot.com/2015/10/blog-post_27.html
Γς said
103:
>το πρωί ν΄ανοίξετε στους καλαντιστές
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Και τόνε τάιζε
πούτσα και φάπα
του ΄πρηζε τη μάπα
Και τόνε τάιζε
φάπα και πούτσα
και στο Τμήμα λούτσα
https://tvxs.gr/news/ellada/i-astynomia-paradexetai-basanismo-amea-sto-omonoias
ΚΩΣΤΑΣ said
Καλήν ημέραν, Νιικοκύρη, άρχοντες, μπολσεβίκοι, μενσεβίκοι, κυρίες και και κύριοι, να τα πούμε; αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννηση να πούμε στο ιστολόγιό σας.
Καλά Χριστούγεννα σε όλες/ους, να τα γιορτάσουμε με υγεία, χαρά, αγάπη!
sarant said
Χρόνια πολλά σε όλους!
101 Το κουβάρι είναι ελληνιστικό αλλά όχι σίγουρης ετυμολογίας.
Α said
Το τραγούδι του μπάρμπα-Μπρίλιου, που εγώ προσωπικά δεν το ξέρω, πρέπει να είναι ιταλικό, διότι σε μια ταινία των αδελφών Ταβιάνι με τίτλο San Michele aveva un gallo το απαγγέλλει μετά μανίας ο ήρωας όταν συλλμβάνεται για πολιτικούς λόγους, όπως έκανε και όταν ήτανε μικρός και λόγω αταξιών τον κλείνανε κάπου.
Ιδού τα λόγια, όπως τα βρήκα στο Google (από την ταινία τα θυμάμαι λίγο διαφορετικά — είναι άλλωστε το μόνο που θυμάμαι 🙂 ) :
San Michele aveva un gallo
bianco, rosso, verde e giallo
e per farlo ben cantare
lui gli dava da mangiare:
panettone, latte e miele;
che simpatico Michele!!!
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα,
Δώστε κανένα δίφραγκο με κουραμπιέ/μελομακάρονο στον Κώστα που μας είπε τα κάλαντα (111) ρε παιδιά!
Και του χρόνου Κώστα, νά ΄σαι καλά 🙂
Και γενικώς σ΄όλους κι όλες, καλά να περάσετε τις γιορτές. Και υγεία προπαντός!
Γς said
110:
Πιο κόσμιος:
>και στο Τμήμα λούτσα
και στο Τμήμα άρτεμις
loukretia50 said
Σφήνα
… και επειδή μπορεί κάποιοι ν΄αναρωτιούνται για την τύχη της γαλοπούλας του σχ. 82 μετά την ξαφνική εμφάνιση του λεβέντη καπετάνιου, ιδού :
Μια γαλοπούλα είναι αραγμένη
μπρος στο τσουκάλι, το Ζέπο περιμένει :
– Καπετάν Αντρέα Ζέπο, χαίρομαι όταν σε βλέπω!
με ψαρόσουπα και φέτο, θα γιορτάσουμε πακέτο!
Ώπα!
Γιάννης Ιατρού said
116: Με το «λεβέντη καπετάνιο» μ΄έκανες να ψάχνομαι προς στιγμήν 🙂 🙂
loukretia50 said
117. θα μπερδεύτηκε κι η μαρμάγκα!!
spiridione said
Επειδή άλλαξε η μέρα, να βάλω στο τέλος των σχολίων το διήγημα του Λασκαράτου. Συγγνώμη για το σεντόνι, αλλά να τιμήσουμε την καημένη τη γαλοπούλα μέρες που είναι.
Ιστορία ενός γαλόπουλου διηγημένη από αυτό το ίδιον εις τους αγριογάλους
Δεν ηξέρω να σας ειπώ τίποτε διά τη γέννησή μου, ούτε διά τους γονείς μου. Επειδή, καθώς όλοι γνωρίζετε, εμείς γαλόπουλα ημερωμένα και δούλα, μην έχοντας πολιτικά δικαιώματα, δεν βαστούμε ληξιαρχικά βιβλία. Όταν ανενοήθηκα πως υπάρχω, θαν ήμουνα δύο ή τριώ μηνώνε. Από τότε ‘μπορώ να σας ειπώ την ιστορία μου.
Μ’ εκατέβασε τότες ένας χωριάτης αφέντης μου, αντάμα με άλλα γαλόπουλα συνομήλικά μου, στην αγορά του Αργοστολιού• όπου ένας Κύριος ήλθε κ’ επήρε τέσσαρα από εμάς, και μας έδωσε ενός ανθρώπου να μας πάη στο σπήτι του. Εκείνος εκρέμασε τα δύο απάνου στον ώμο του κ’ εμέ μ’ ένα άλλο μας εβάσταε στο χέρι του και μας επήε.
Το τι υποφέραμε στον πηγαιμό μας, σκληρόν εστί και λέγειν. Ενός από εκείνα τα δύο που ήτανε στον ώμο του ανθρώπου, του ετσακίστηκε το ποδάρι του! Εγώ κ’ εκείνο το άλλο, που εκρεμόμασθε από το χέρι του κάτου, υποφέραμε κ’ εμείς χειρότερα. Φθάνει να σας ειπώ ότι, εκείνος ο άκαρδος άνθρωπος δεν μας εσήκωνε αρκετά ψηλά, και τα κεφάλια μας εσερνόντανε σε όλον το δρόμο!
‘Όταν φθάσαμε στο σπήτι, ο άνθρωπος εκείνος μας έρριξε απάνου στο πάτωμα ‘σα νάθελ’ ήμασθε κορμιά ψόφια! Ή απονιά και η σκληρότητα είναι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων!
Η αρχόντισσα που ήλθ’ ευθύς και μας είδε, άρχισε να φωνάζη τον άνδρα της, λέγοντας πως τι ναν τα κάμη τόσα γαλόπουλα• και γαλόπουλα ‘ξαναγκαιρνά που δεν ετρεγόντανε. Ο αφέντης ήθελε ναν την εξηγηθή, μα εκείνη δεν του έδινε καιρό, κ’ εφώναζε. Έπειτα όμως της είπε πως τα γαλόπουλα δεν ήτανε για το σπητι, αλλ’ ότι εσυμφώνησε μ’ ένα του σέμπρο ναν τ’ αγοράση ο αφέντης και ναν του τα δώση ναν τα θρέψη στον κάμπο, και όταν αξήνουνε ναν τα μοιράσουνε δύο καθένας.
Η Κυρία τότες ησύχασε• κ’ εμείς πάλε ακούσαμε την απόφασή μας. «Είχαμε να γυρίσωμε στον κάμπο». Πράμα που πολύ μας ευχαρίστησε• επειδή στη χώρα που επήγαμε δεν ευρήκαμε καμμία φιλοξένια, δεν είδαμε κανένα καλό. Πείνα, δίψα, κακή μεταχείρηση, και δεσμά, ήταν’ όσα ελάβαμε στη χώρα. Και, για κάθε γαλόπουλο καλοαναθρεμμένο, και συνηθισμένο στην ελευθερία του κάμπου, μία τέτοια μεταχείριση είναι και πολύ ανοίκεια.
Ο σέμπρος με τον οποίον εσυμφώνησεν ο αφέντης, είχε ν’ αναχωρήση για το χωριό του την ακόλουθην ημέρα, και τότες είχε να ‘περάση να μας πάρη. Έτσι το κοντόβραδο η δούλα μας έλυσε τα πόδια και μας εκατέβασε στο κατώι, όπου εκοιμηθήκαμε, αφού πρώτα οι τρεις γεροί επαίξαμε τες κανονικές εκείνες τσιμπιές όπου προς διασκέδασήν τους παίζουν όλα τα καλώς ανατεθραμμένα γαλόπουλα. Εκειός ο άλλος με το πόδι το τσακισμένο, έμενε καταγής, έβογκε, και δεν είχε τον βοηθούντα. Εκεί επεράσαμε τη νύχτα, κ’ εκεί είδα ένα όνειρο πολύ περίεργο.
Moυ εφαινότουνε πως είμαι στη Ζάκυθο, και πως ευρισκόμουνα μέσα σ’ ένα μεγάλο κοπάδι από γαλόπουλα• κ’ ένας Κύριος έτσι τουλάχιστον ήτον ενδυμένος, ‘σαν Kύριος, μ’ ένα μακρύ καλάμι στο χέρι του, μας επέρναε από τον Άμμο: Όσοι μας απαντούσανε, μας εκάνανε τόπο να ‘περάσωμε, αλλά μας εκοιτούσανε με ψυχοπόνεση. – «Ο Λομπάρδος με τα γαλόπουλά του, έλεγ’ ένας, τα ‘πάει να ψηφίσουνε!» – Και παρέκει άλλος πάλε – «Όσo οι Ζακυνθινοί είμασθε γαλόπουλα, ο Λομπάρδος θα βαστάη πάντα το καλάμι.» – Ερώτουνε μία γαλοπούλα τείναι τούτα που ‘λένε για ‘μας, κ’ εκείνη μόκανε γκιου, γκιου, γκιου, ‘ίου, ‘ίου. Εξύπνησα χωρίς να καταλάβω τίποτες απ’ όλο εκείνο∙ μα ήτανε όνειρο.
Την αυγή ήλθε ό σέμπρος του αφεντός να μας πάρη. Ο αφέντης μας του εξαναθύμισε τη σύβαση και τες υπόσχεσές του• κ’ εκείνος είπε• – Μη φοβείσαι, αφέντη, επειδή εγώ είμαι τίμιος άνθρωπος και θέλω το δίκηο, και δε θέλω το άδικο. Το ‘δικό μου, ‘δικό μου’ και το ‘δικό σου, ‘δικό σου. Από ‘με μη φοβείσαι να σε γελάσω, γιατί εγώ είμαι χριστιανός, και μου αρέσουνε τα σωστά και τα δίκαια. Θαν τους θρέφω ναν τους κάμω κοντσά μου γάλους, και θα σου φέρω τους δύο τους καλήτερoυς. Έτσι, μας επήρε ο χωριάτης, κ’ εκινήσαμε.
Εμείς οι τρεις γεροί εκάμαμε το δρόμο με τα πόδια μας, βοηθημένοι κάποτε από καμμίαν καλαμιά που μας έδινε ο χωριάτης. Τον κουτσόν, εχρειάσθηκε ο χωριάτης, ο νέος μας αφέντης, ναν τον ‘πάη στην αγκαλιά του• και μόλις εφθάσαμε εκεί, τον έστειλε με τη γυναίκα του και τον επούλησε ένας αρχοντοχωριάτης όπου, καθώς ακούσαμε, τον εσκοτώσαν’ ευθύς και τον εφάγανε! …. Ήτον η πρώτη φορά τότες όπου ακούαμε πως οι άνθρωποι τρώνε ζώα, κ’ εφρίξαμε! ….
Μα ελησμόνησα να σας ειπώ πως και η γυναίκα του χωριάτη, όταν είδε τον άντρα της με τέσσερα γαλόπουλα, άρχισε κ’ εκείνη ναν τόνε φωνάζη πως εξόδεψε τόσα χρήματα για να πάρη μπελιάδες. Ως φαίνεται τα θηλυκά των ανθρώπωνε, συνηθούνε να γκρινιάζουν τα ‘σερνικά τους. Μα ο άνδρας της – Καϋμένη! της είπε, μήπως ήμουνα ζουρλός να πάω ν’ αγοράσω γαλόπουλα; Ετούτα μου τα ‘χαρίσανε. Μου τα εχάρισε ο αφέντης ο σέμπρος. Ναίσκε• μούπε ναν τα θρέψω, κ’ έπειτα να τα μοιράσωμε• μα όταν οι άρχοντες μας δίνουνε γαλόπουλα, ή γίδες, ή γουρούνια, ή ό, τι άλλο, ναν τα θρέψωμε …. εννοείται πως έπειτα θαν τους ειπούμε πως εψοφήσανε• και ο αφέντης, τι να ‘πη; το πιστεύει, δεν το πιστεύει, θα κάμη πως το πιστεύει. Ετούτα τώρα είναι ‘δικά μας.
Για τρεις ή τέσσαρους μήνες, εχαρήκαμε ζωή χαρισάμενη. Η πλέον ελεύθερη δημοκρατία ήτανε στο σπήτι του χωριάτη• κ’ εμείς εβγαίναμε όταν ηθέλαμε, και όταν ηθέλαμε εμπαίναμε κ’ εκουρνιάζαμε. Εβόσκαμε σ’ όλα τα τριγυρινά μέρη, χωρίς να μας ‘γνοιάση ποιο του αφεντός μας και ποιο το ξένο• κ’ εχαιρόμαστε αθώα και με πλατωνικήν αγάπη με κάτι γαλοπούλες γειτόνισσές μας, βόσκοντας μαζί στα χωράφια των καλών εκείνων χωρικών, όπου εσπέρνανε διά να μας προμηθεύουνε τη βοσκή μας. Το ‘ξαναλέω, – διά τρεις ή τεσσάρους μήνες, επεράσαμε ζωή, που και οι μηδενισταί οι ίδιοι ήθελε τη ζηλέψουνε.
Ωστόσο εμείς αξήναμε κ’ εχοντρέναμε, κ’ εγινήκαμε τρεις γάλοι πρώτης ποιότητος.
Ήτανε τότες όπου ο άρχοντας εμήνυσε του χωριάτη ναν του στείλη τον ένα γάλο τον καλητερόνε, που είχε να γέψη κάτι φίλους του• και ότι τον άλλονε ναν τον βαστάξη για παρεμπρός. Μα ο χωριάτης του εμήνυσε πως ο ένας, ο κoυτσός, εψόφησε ευθύς την άλλη ‘μέρα όταν τους έφερε στο χωριό, και τον επετάξανε. Και πως οι άλλοι τρεις επέσανε στο πηγάδι κ’ επνιγήκανε! …. Έτσι, εμείς εμείναμε δικοί του τού χωριάτη• κ’ εχαιρόμασθε ζωήν ευτυχισμένη• όταν για κακή μας τύχη το παιδί του χωριάτη αρρώστησε.
Κάθε που στα χωριά αρρωστάη κάποιος, κράζουν τον παπά και τόνε διαβάζει• αποδίδοντες εις εκείνο το διάβασμα ιαματικήν δύναμιν. Έτσι, ο παπάς του χωριού που επισκεφτότουνε το παιδί, ήλθε κ’ έκαμε έως από ευθύς τη διάγνωση, και είπε πως το παιδί είναι αβασκαμένο. Το εξόρκισε, το εδιάβασε, σκεπάζοντάς το με το ‘πετραχείλι του, και εβεβαίωσε πως το παιδί θα ιδή την υγειά του• μα το παιδί την ίδια ‘μέρα εχειροτέρεψε. O παπάς τότε είπε πως το παιδί ήτανε χτυπημένο από ανεραγδικό. Έκαμε ακολούθως μεγάλον αγιασμόν εις το σπήτι, και πάλε τότες εβεβαίωσε πως ο αγιασμός θα κάμη την ενέργειά του και το παιδί θε να ‘γειάνη.
Μα το παιδί εξεναντίας κάθε ‘μέρα εχειροτέρευε! Έτσι, ο πατέρας του, συμβουλεμένος και από τους γειτόνους, εκαβαλίκεψε το μουλάρι του και επήε στη χώρα κ’ έφερε γιατρό χωραΐτη. O γιατρός είπε πως το παιδί είχε παρμένον έναν καλόν πλευρίτη, πως οι γονείς του το αμελήσανε, και πως τώρα είναι πάρα αργά.
Εμείς τότε εκοιταχτήκαμε, και είπαμε πως κάλλιο εμείς όπου δεν έχουμε παπάδες να μας διαβάζουνε.
Είπε ο γιατρός πως ήτανε πάρ’ αργά, και όμως εκάθισε να κάμη πλήθος συνταγές διά τα φαρμακεία της χώρας επειδή τούτος ήτον ο μεγαλήτερος συνταγιοδόρος του Τόπου.
Όταν έβγαλε από την τσέπη το χαρτί και βολιμόπεννα, για να γράψη• – «Άι, είπε η χωριάτισσα, ο αφέντης μας εκατάλαβε πως εμείς στο χωριό δεν έχουμε τα χρειαζόμενα για γράψιμο και τάφερε μαζύ του από τη χώρα».
«Όχι, καϋμένη, της είπε ο γιατρός, αλλά και στη χώρα την ίδια είμαι υποχρεωμένος να τα έχω μαζύ μου, επειδή σε ‘λίγα σπήτια ‘βρίσκω τα χρειαζόμενα δια να γράψω μία συνταγή».
«Μα πώς μπορεί, αφέντη; που άρχοντες όλοι είσθενε προκομμένοι, και ‘ξέρετε να διαβάζετε και γράφετε;»
«Και όμως, είπε ό γιατρός, αν γυρέψωμε στ’ αρχοντόσπητα που πάμε τα χρειαζόμενα δια να γράψωμε, δεν έχουνε ούτε χαρτί, ούτε πένα, ούτε μελάνι• αλλά θα στείλουν’ τη δούλα τους τριγύρου στα σπήτια, γυρεύοντες να δανειστουνε! κ’ εμείς πρέπει να προσμένωμε νάλθη η δούλα! και τες περισσότερες φορές έρχεται με πένα, χωρίς χαρτί, ή με καλαμάρι χωρίς μελάνι• ή έρχεται λέγοντας πως εγύρισε όλα τ’ αρχοντόσπητα της γειτονιάς, και δεν εύρηκε τίποτα. Έτσι, εμείς είμασθε υποχρεωμένοι να βαστάμε χαρτί και βολιμόπεννα απάνου μας.
Τα πράματα που ακούσαμε από τον γιατρό, δεν μας εδώσανε μίαν υψηλήν ιδέαν για τους πρωτευουσιώτας της Κεφαλλονιάς.
Εκεί που ο γιατρός έγραφε τες συνταγές, η μάνα του παιδιού επήγε απάνου από τον γιατρό και τον εκουβέντιαζε• – «Αφέντη, τόλεγε, πρώτα η Παναγία, κ’ έπειτα η ευγένειά σου, να μου γλυτώσετε το παιδί μου. Να ιδώ την υγειά του και να ‘πάω ξυπόλητη στη χάρη της ναν της ‘πάω τα σκολαρίκια μου. Γιατί άλλο αξιοζούμενο δεν έχω η φτωχή».
Μα τότες ο γιατρός εταράχτηκε και• – «Εσείς, λέει, οι γυναικούλες έτσι κάνετε πάντα• αν το παιδί λυτρώση, η Παναγία το ελύτρωσε• αν ‘πεθάνη, ο γιατρός το εσκότωσε! η Παναγία λαβαίνει τα σκολαρίκια σας, και ο γιατρός τη γλωσσοφαγιά σας …. ».
Το παιδί ακούσαμ’ έπειτα πως απέθανε. Μα πριν αναχωρήση ο γιατρός εκείθε, εμάτιασ’ εμάς τους τρεις γάλους, μας εθαύμασε, και είπε πως καλότυχος όπου έτρωγε κομμάτι γάλο!. .. Έτσι, ο γιατρός εμίλησε αρκετά καθαρά• και ο χωριάτης ανέβηκ’ ευθύς εκεί που ήμασθε κουρνιασμένοι, και πιάνει εμέ κ’ έναν άλλονε, μας έδεσε από τα ποδάρια, και μας εκρέμασε στο σαμάρι του μουλαριού, που είχε να ‘πάη οπίσω το δοττόρο.
Δε λέω τα όσα υπόφερα και σε τούτο μου το ταξείδι• μα κρεμασμένος από τα ποδάρια, με το κορμί όλο κάτου, και χτυπούμενος απάνου στο σαμάρι, έβλεπα το δοττόρο καθισμένονε με όλες του τες ανάπαυσες, και αναθεμάτιζα τον πατέρα μου που δε μ’ έκαμε κ’ εμέ δοττόρο.
Όταν εφθάσαμε στη χώρα και στο σπίτι, ο χωριάτης ο αφέντης μας, μας έβγαλε από το σαμάρι, μας ανέβασε στο σπίτι, και μας απίθωσε με τα πόδια δεμένα στο μαγεριό, όπου δεμένοι εξενυχτήσαμε. Εκεί δεν ήτανε νοικοκυρά, ούτε υπηρέτρια. Ένας υπηρέτης, και άλλοι δύο, που απ’ ο,τι εκαταλάβαμε έπειτα, ήτανε αδέλφια του δοττόρου, ήσαν οι κάτοικοι του σπιτιού εκείνου.
Ο δοττόρος είχε διορίσει να μη μας λύσουνε, για να μη φύγωμε• επειδή εσκόπευε να μας πουλήση. Έτσι, την ακόλουθην αυγή έκαμε κ’ ήλθε ένας ματαπράτης, μα δεν εσυβάσθηκε μ’ εδαύτονε, και δε μας έδωσε, κ’ εχρειάσθηκε να μείνωμε εκεί δεμένοι όλη ‘μέρα, να υποφέρωμε τα μαρτύρια της Ιεράς Εξετάσεως.
Υποφέραμε, αλλά εμάθαμε και πολλά για ‘κείνην την οικογένεια• αν ημπορή να ‘πωθή οικογένεια, όπου δεν υπάρχει γυναίκα. Εκειά τα τρία αδέλφια ήτανε σχετικώς βαθύπλουτοι, μα εζούσανε φτωχά, πολύ φτωχά, ήθελε ‘πω βαθύφτωχα, επειδή στο άκρον φιλάργυροι. Είχανε χιλιάδες πολλές σε διάφορες Τράπεζες• μα δεν εχορταίνανε ψωμί στο σπίτι τους, και δεν είχανε φορέματα, ούτε αρκετά, ούτε καινούργια. Είχαν’ ένα μόνο ‘ξωφόρι για όλους τους, και καθένας το εφόρουνε στη φορά του, έβγαιν’ όξου μ’ εδαύτο, και στην επιστροφή του το έπαιρνε ο άλλος. Ετρώγανε από τα φθηνότερα φαγητά. Εδραγκόνανε το χειμώνα, κ’ εβρωμούσαν το καλοκαίρι. Αν τους εφιλεύανε ‘πωρικά, δεν τα ετρώγανε, αλλά τα επωλούσανε στους ματαπράτες. Αν τους εκαλένανε σε κανένα γεύμα, τους εκάνανε ψυχικό• επειδή ετρώγανε κ’ εχορταίνανε από φαγητά γι’ αυτούς άγνωστα μέσ’ στο σπήτι τους. Εννοείται δε πως κ’ εμείς δεν εκαλοπεράσαμε από φαγητό σ’ εκείνο το σπήτι.
‘Ήταν’ έτσι τα πράματα, όταν έγινε ζήτημα ανάμεσα στους νοικοκυραίους τι να μας κάμουνε• επειδή ένας από αυτούς είπε να μας φάνε! Θε μου! Θε μου! να μας φάνε! …. Εκείνος όμως όπου το επρότεινε ομολόγησ’ ευθύς ότι το είπε αστειευόμενος• αφού οι άλλοι δύο τον επιπλήξανε με αυστηρότητα διά τη λαιμαργία του! – «Από δύο γάλους, είπανε, χοντρούς και παχυούς ‘σαν τούτους, ημπορούμε να πιάσωμε αρκετά χρήματα.»
Το βράδυ λοιπόν ο δοττόρος έκαμε τον υπηρέτη και μας έλυσε τα ποδάρια, και μας έβαλε στο κατώι. Μα ούτ’ εγώ, ούτε ο σύντροφός μου, ημπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Ο σύντροφός μου μόλις σερνόμενος, επήε κ’ ετρύπωσε οπίσω σ’ ένα βαρέλι. Εγώ, ανίκανος ως και να συρθώ, έμεινα εκεί εμπρός όμως μ’ ερρίξανε.
Οι άνθρωποι που καυχώνται τόσο για εσπλαγχνία, και κάνουν τόσην επίδειξην ευαισθησίας, πώς ημπορούν να είναι τόσον αναίσθητοι εις τα παθήματα των λοιπών ζώων; τόσο σκληρόκαρδοι και ασυνείδητοι στη μεταχείριση που μας κάνουνε;! Υπομονή αν η φύση τους έκαμε να είναι ζωοβόρα θηρία• μα τουλάχιστον να μεταχειρίζονται τα θύματά τους μ’ εσπλαγχνία και μ’ ευσυνειδησία, έως ότου τάχουνε ζωντανά στα χέρια τους.
Αποκοιμήθηκα ευθύς• κ’ εκοιμήθηκα ‘σα σκοτωμένος, έως τα μεσάνυχτα.
Τα μεσάνυχτα μ’ εξύπνησε ένας εχτύπος μεσ’ στον κήπο. Αυτιάστηκα, και άκουσα πατήματα’ κ’ ευθύς έπειτα κάποιος άνοιξε σιγαλά την πόρτα κ’ εμπήκε μέσα. Ένας άλλος έμεινε απ’ έξω.
«Μωρ’ δε μας είπε ο δούλος πως είναι δύο;» είπ’ εκείνος που έστεκε απόνουθέ μου.
«Κάπου αυτού πρέπει νάναι κι’ ό άλλος», του αποκριθήκανε άπ’ όξουθε. «Κύτταξε όπίσω στα ξύλα.»
«Στα ξύλα δε βλέπω τίποτα.»
«Ας ήναι. παρ’ εκείνονε και προβάτει.»
Έτσι, εκείνος μ’ επήρε στην αγκαλιά του, κ’ εβγήκε, και ανεβήκανε το μουράγιο, και μ’ επετάξανε κάτου σε κάποιους άλλους νέους όπου επροσμένανε. Εκείνοι πάλε με αρπάξανε, και αντάμα όλοι μ’ επήγανε σε μίαν ταβέρνα, ξενοδοχείο του χυδαίωνε.
«Καλώς τ’ αρκοντοπουλάκια,» τους είπε ό ξενοδόχος. «Τι μοφέρετε απόψε; Γάλο κι’ απόψε; Και πούθε;»
«Μη σε μέλη. Ναν τόνε σκοτώσης ευθύς, για νάναι τρυφερός για τ’ αύριο το βράδι. Και μία σαλάτα. Κατά το συνηθισμένο.»
Ωιμέ! είπα με τον νου μου. Τώρα δεν τήνε ξεφεύγω!. ….
Οι κλέφτες μου εφύγανε• κ’ έμεινα εγώ με τον ξενοδόχο• ή, για να ‘πώ καλήτερα, τον κλεφτοδόχο, ο οποίος εκείνην τη στιγμή δεν ημπόρηε να με περιποιηθή, επειδή ήτανε πολύ ενασχολημένος εις το μαγειρειό του, για κάποια άλλα παιδιά που σ’ εν’ άλλο μέρος του Καταστήματος επαίζανε τα χαρτιά, και στο τέλος του παιγνιδιού είχανε δείπνο.
‘Όλο τούτο μου έδωσε μίαν πολύ κακήν ιδέα για την αγωγή των νέων. Σ’ εκείνα τα μέρη έβλεπα τόσα καταγώγια, όπου εφθείρετο η αγνότης των παιδιών• κ’ εκατάκρινα την ανεχτικότητα της Αστυνομίας, η οποία δε ‘μπορεί να μην εγνώριζε την ύπαρξην των καταγωγίων εκείνων.
«Να πάρω να σκοτώσω το γάλο;» είπε το παιδί του ξενοδοχείου.
«Όχι τούτονε•» λέει ό ξενοδόχος. «Να σκοτώσης τον εδικόνε μας. Ετούτος είναι χοντρός και παχυός, και είναι για ‘μένανε.»
Α! είπα, μου ήλθε η χάρις!. …. Το παιδί επήρε τον άλλο γάλο, εκείνον του ξενοδόχου, ένανε μικρόνε και αχαμνόνε• κ’ εμέ μ’ έβαλε στο μέρος όπου είχανε τον αντικατάστατόν μου.
Όταν εξημέρωσε μου έδώσαν’ κ’ έφαγα πλουσιοπάρουχα• κ’ έφαγα με όρεξη, επειδή επείναγα. Κι’ αφού εχόρτασα, ετραβήχθηκα σ’ ένα μέρος, κ’ έκλεισα τα μάτια μου κ’ εσκεφτόμουνα, μελετώντας τες περιπέτειές μου. «Αν ήξερα να γράφω, έλεγα με το νου μου, ήθελα να γράψω τη βιογραφία μου• η οποία ήθελ’ είναι στο σύνολό της η αποκάλυψη των κακοηθειών του ανθρώπου. Τούτη μάλιστα η ύστερη κακοήθεια!. …. τ’ αρκοντόπουλα να προβατούν τη νύχτα να κλέφτουνε! …. «Α! έλεγα με τον νου μου, αν τ’ αρκοντόπουλα είναι τέτοια, τα γαλόπουλα να μην καταβιβασθούν ποτέ έως εις τα πράματα που κάνουν τ’ αρκοντόπουλα.»
Τα εσκεφτόμουνα τούτα όλη-μέρα. Το βράδι, ήμουνα μισαποκοιμισμένος, όταν άκουσα κοντά μου αναφτερούγιασμα. Άνοιξα τα μάτια μου, και τι να ιδώ!. …. το σύντροφό μου, τον παλαιό μου σύντροφο που είχα αφήσει στο κατώι του φιλάργυρωνε! …. εκείνην την στιγμή ο ταβερνιάρης-ξενοδόχος τον έρριχνε κ’ εκείνονε κοντά μου! …. «Ω ψυχούλα μου! τούπα εγώ. Αγαπημένε σύντροφε της κακής μου μοίρας! Αναγάλλιασε η καρδιά μου. Έτρεξα και τον αγκάλιασα• και στο αγαπημένο εκείνο συναγκάλιασμα, επαίξαμε τσιμπιές φιλικώτατες. Όταν εχορτάσαμε τσιμπιές, ησυχάσαμε• και άκουσα από το στόμα του πράματα πρωτάκουστα και απίστευτα.
Εις την κλεψιά που έγινε του φιλάργυρωνε, φαίνεται πως ο δούλος να ήτανε σύμφωνος, επί ανταμοιβή, με τους κλέφτες.
Να με συμπαθήσουνε τ’ αρκοντόπουλα, αν τα λέω κλέφτες, επειδή όποιος κλέφτει, είναι κλέφτης.
Τον υπηρέτην εκείνον, οι φιλάργυροι είχε τον πάρουνε στη δούλεψή τους, επειδή ευχαριστήθηκε κ’ εσυμφώνησε μ’ αυτούς ναν τους δουλεύη χωρίς μισθό, (και ιδού γιατί είχανε δούλο). Αλλ’ αυτός είχε κάμει τα σχέδιά του, ναν τους κλέφτη για να πληρώνεται, και να πληρώνεται με το παραπάνου. Έτσι, κ’ εμάς τότε μας έδινε στ’ αρκοντόπουλα και τους δύο για τρία φράγκα! ευκολύνοντάς τους και τον τρόπο για να μας κλέψουνε.
Όταν την αυγή εκατέβηκε στο κατώι κ’ ευρήκε το σύντροφό μου τρυπωμένονε, είπε• «Τόσο το καλήτερο. Moυ εδώσανε ‘λίγο τρία φράγκα. Τούτονε, αν τόνε θέλουνε, θαν τον πληρώσουνε με άλλα δύο.» Τον ετρύπωσε ακόμη καλήτερα για να μη φαίνεται, κι’ ανέβηκε απάνου δίνοντας τάχα την απελπιστικήν είδησην εις τους αφεντάδες του πως οι γάλοι εκλεφτήκανε: Έτσι, τη νύχτα επήρε το σύντροφό μου, και τον έφερε, και τον επούλησε χώρια του κλεφτοδόχου μας … Θε μου, Θε μου! τι βρωμοδουλειές, και τι κακοήθειες! …
O ταβερνιάρης ήθελε να μας φυλάξη για τα Χριστούγεννα. Μα έπειτ’ από τέσσαρες ημέρες, ήλθε στην ταβέρνα ένας ματαπράτης, κ’ έδωσε μίαν καλήν τιμήν του ταβερνιάρη-ξενοδόχου, και μας επήρε.
Ο ματαπράτης μας επήγε σ’ ένα ξυλόσπητο. Ελπίσαμε πως τότε τουλάχιστον ήθελε τελειώσουν τα βάσανά μας, και ήθελε ησυχάσουμε, όταν όλο με μίας είδαν τα μάτια μου το φρικωδέστερο από όλα τα θεάματα. Ο ματαπράτης εκείνος ετρόχισ’ ένα μαχαίρι, και έκοψε το λαιμό του συντρόφου μου! …. Εγώ τότες εσκέπασα το κεφάλι μου με τη φτερουγά μου, και είπα τετέλεσται!. ….
Ο ματαπράτης, καθώς άκουσα έπειτα, ετοίμαζε τον δυστυχή σύντροφό μου για ναν τόνε ‘βγάλη την άλλη μέρα στα μπουλετιά!. .. κ’ εμέ μ’ εφύλαε για μετέπειτα!!! Το ψυχικό μου αναστατώθηκε, εταράχθηκε ομπρός σε μίαν τόση κακοήθεια, εμπρός σε μίαν τόσην αφιλοξένια, και είδα ότι μόνον μία γρήγορη φυγή εμπόρηε να με λητρώση. Μα, η περίσταση; …. η ευκαιρία; ….
Εκείνην την ίδια νύχτα ήθελε κ’ εχτυπήσανε στην πόρτα του ματαπράτη. – Ήτον ο υπηρέτης ενός πλούσιου αρχόντου, κ’ εγύρευε του ματαπράτη αν είχε ναν του δώση δύο παχυούς γάλους, όπου ο αφέντης του την ακόλουθην ημέρα είχε συμπόσιο. Ο ματαπράτης ευρίσκοντας το συμφέρον του και κατ’ εκείνον τον τρόπον, εις την τιμήν όπου εδίνανε, έδωσε τον σκοτωμένον σύντροφό μου και εμέ αντάμα. Ο υπηρέτης μας έβαλε στο νώμο του, κ’ εντός ολίγου ευρεθήκαμε κ’ οι δύο σ’ ένα παλάτι.
Εκεί πάλι μας επήρε η υπηρέτρια. Το σύντροφό μου τον εκρέμασε σ’ εν’ αγκύνι• κι’ εμέ με άφησε ελευθερόνε στο μαγερειό, υποσχόμενη εκεινού που μ’ επήγε – ήτον ό μάγερος – ν’ σηκωθή πριν φέξη να με σφάξη!!! Καταλαβαίνετε, φίλοι Αγριόγαλοι, πως εμέ με έπιασε το τάραμα, και πουλιό δεν ημπόρηα να κλείσω μάτι ….
Επέσαν’ οι αφεντάδες, επέσανε οι δούλοι, όλοι όλοι εκοιμόντανε, μα εμέ δε μόμπαινε ύπνος. Τότε πλέον έβλεπα πως με την αλήθεια ήλθε η ώρα μου, πως δεν ημπορούσα ν’ αποφύγω πλέον το θάνατο, και πως κάθε στιγμή που επέρνα μου εκόντευε το μαχαίρο στο λάρυγγά μου! …. Έτρεμα ιδεαζόμενος το κόψιμο του λαιμού μου, αφού μάλιστα είδα ‘λίγες ώρες πρωτήτερα τη σφαγή του μακαρίτη συντρόφου μου: και έβλεπα με τη φαντασία μου πως θα ‘βρεθώ κ’ εγώ σ’ εκείνην τη θέση, εντός ολίγου.
Η νύχτα επέρνα με άκραν ησυχία. Ήθελε ‘πει κανείς ησυχία του θανάτου. Ήτανε μεσάνυχτα, όταν απουκάτου στο παραθύρι του μαγερειού άκουσα σουριξιά σιγαλή σιγαλή και τραβηγμένη. Εσήκωσα το κεφάλι, κ’ ενστιγματικώς πως έκαμα γόργοργορ! και πάλιν αυτιάστηκα, ένα ‘λίγο και πάλιν άκουσα κι’ άλλη σουριξιά, κ’ εγώ πάλε γόργοργορ. Μα τότες είδα που η πόρτα του μαγερειού άνοιξε αγάλι-γάλι χωρίς διόλου να κάμη θόρυβο, κ’ εμπήκε η υπηρέτρια, πατώντας απαλά απαλά με τη μύτη των ποδιώνε της, επήγε και άνοιξε το παρεθύρι κ’ εκύτταξε κάτου στο δρόμο, και σιγαλά σιγαλά είπε εκεινού που εσούριζε «Τώρα έρχομαι, τώρα έρχομαι». Με τούτο, άφησε ανοιχτό το παρεθύρι, κ’ εβγήκε από την ίδια πόρτα, κ’ εκατέβηκε κάτου.
Εγώ τότες είχα τα πόδια μου λυτά, και τα φτερά μου σε καλήν κατάσταση. Το παρεθύρι ήτανε ανοιχτό!. …. Έτσι, η καρδιά μου αναγάλλιασε σ’ εκείνην την ανέλπιστην ευκαιρία που μου επαρουσιαζότουνε για τη σωτηρία μου• και κάνοντας δύναμη στον εαυτό μου, επετάχτηκα απάνου στα κεραμίδια ενός άλλου σπητιού εκεί σιμά, από το οποίο έφυγα ευθύς, και ήλθα σ’ εσάς, φίλοι αγριόγαλοι.
Έτσι, εγνώρισα κ’ εγώ τους ανθρώπους, και ‘ξέρω τι αξίζουνε. Έχουνε μεγάλην ιδέαν του εαυτού τους. Θέλουνε να δείχνονται και να φαίνονται εκειό που δεν είναι. Αλλ’ είναι αξιοκαταφρόνητοι και αξιομίσητοι. Είναι γεμάτοι σφαλερές ιδέες, δεισιδαιμονίες και πρόληψες. Γεμάτοι ελαττώματα. Τα σκοντάμματά τους και τα κακά τους είναι προϊόντα άξια της βλακείας τους, και της κακίας τους. Τα έθιμά τους είναι βάρβαρα, και τα ήθη τους αποτρόπαια. Δεν έχουν δε καν το ένστιγμα, που έχουμ’ εμείς τα χτήνη, διά να διακρίνουν τα πράματα. Λέγουνται νουνεχείς, επιδεχτικοί τελειοποιήσεως• και η πείρα χιλιάδων χρόνων δεν τους ωφέλησε διά να γένουν καλήτεροι! …
Αν τους ακούετε να ‘μιλούν για τον εαυτόν τους, θ’ ακούετε mirabilia. Η γη, έγεινε για να τους βασταίνη. Ο Ουρανός, για να τους σκεπάζη. Ο Ήλιος, για ναν τους φωτίζη την ημέρα• και το Φεγγάρι, για ναν τους φέγγη τη νύχτα. Ο Θεός, δεν έχει άλλην έγνοια από τη ‘δική τους. Το Σύμπαν, έγινε διά αυτούς• και αυτοί είναι οι Kύριοι, και η ανώτατη έκφραση του σύμπαντος Κόσμου! Η βλακεία τους υπερήρε την κεφαλήν τους και ήθελ’ είναι καταβιβαστική, ως και για ‘μας τα γαλόπουλα.
Stazybο Hοrn said
48: Κανένας άλλος δεν κατάλαβε το ταξίδι στον χρόνο…
sarant said
119 Α γεια σου!
Γιάννης Ιατρού said
119: Ωραίο, ευχαριστούμε Σπύρο!
120: Εμ…, μόνο όσοι έχουν κάνει Χριστούγεννα με τους Μάγους τα νιώθουν αυτά 🙂
νεσσίμ said
119. εξαιρετικό, σας ευχαριστούμε!
spiridione said
Τα μπουλετιά
https://ekefalonia.gr/to-palio-eortastiko-dodekaimero-sto-l/
BLOG_OTI_NANAI said
Καλά και χαρούμενα Χριστούγεννα σε όλους για αύριο!
Επειδή έχω το βιβλίο του Λουκάτου «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών», σκάναρα τα σχετικά με το έθιμο της γαλοπούλας:
sarant said
125 Σε ευχαριστώ πολύ Μπλογκ και καλά Χριστούγεννα και σε σένα, με υγεία και αγάπη!
Γιάννης Κουβάτσος said
125: Καλώς τον Μπλογκ, πού χάθηκες; Καλά Χριστούγεννα! ☺
loukretia50 said
125. …κι αναρωτιόμουν από χθες:
Μα δε θα θελήσει ένας Χριστιανός, μέρες που είναι, να μας σερβίρει γαλοπούλα α λα Λουκάτο?
(εξωτικό ακούγεται!)
Ευχές και από μένα , μη μας αποκρύπτετε ενδιαφέρουσες πληροφορίες!
Καλές γιορτές και σε όλους τους σιωπηλούς !
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ανατρέφοντας διανόπουλα (διανιά τα λέει). Ήξερα για αυγά κάπου στην αρχή αλλά δω πέρα βλέπω χρειάζεται ειδικός διανοδιαιτολόγος. Μωρέ μπράβο! :
Ινδιανοτροφία (έτσι τη λέει το κείμενο)
………
Το σιτηρέσιο μετά τη 10η μέρα:
Καλαμποκάλευρο 25 οκάδες
Κριθαράλευρο κοσκινισ. 10 »
Σιταράλευρο 15 »
Βρωμάλευρο κοσκινισμ. 3 »
Πίτουρα σιταριού ψιλά 14 »
Κρεατάλευρο 5 »
Ψαράλευρο 5 »
Γάλα σκόνη άποβουτυρ. 5 »
Κοκκαλάλευρο 1 οκά
Στρειδάλευρο 200 δρμ.
Αλάτι του φαγητού 200 δρμ.
Κρασί 1 οκά
Τριφυλλάλευρο 8 οκάδες
Επί πλέον χορταράκι τρυφερό ψιλοκομμένο άφθονο, στα 100 πουλιά 5—10 οκάδες. Μαϊντανό 100 δράμια. Κρομμύδι ψιλοκομμένο 2 οκάδες. Τσουκνίδα 10 οκάδες.
Μετά δυο μήνες το σιτηρέσιο θα είναι μεν θρεπτικό με 16-17 %, πρωτεΐνες, αλλά θα είναι ελαφρότερο.
Το παρακάτω είναι κατάλληλο για διανιά πάνω από δυο μήνες:
Πίτουρα 15 οκάδες
Καλαμποκάλευρο 30 »
Κριθαράλευρο 10 »
Βρωμάλευρο 5 »
Κρεατάλευρο 5 »
Ψαράλευρο 5 »
Γάλα σκόνη 8 »
Τριφυλλάλευρο 8 »
Κοκκαλάλευρο 2 »
Στρειδάλευρο 1 »
Αλάτι 200 δρ.
https://www.ftiaxno.gr/2014/12/galopoules-anaparagogi-kai-ektrofi.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
119, 125 Ευχαριστούμε!
Και γαλοπούλες για τους τροχονόμους.

Για τις γαλοπούλες που τις οδηγούσανε τσούρμο με το καλάμι, μου μένει μια αφήγηση, δεν ξέρω αν τη διάβασα ή την άκουσα για ομάδα ανθρώπων που τους οδηγούσανε από πίσω οι Γερμανοί με τα όπλα για εκτέλεση, «σαν τσι κούβες στο κασαπιό» .
loukretia50 said
…χίλια μύρια άλευρα για ένα πουλί που κορδώνεται?
Τςςς! Τςςς!
ούτε πριμαντόνα!
loukretia50 said
ΕΦΗ-ΕΦΗ, το κρασί το πίνει ο εκτροφεύς?
Αιμ said
Όχι, είναι για να δέσει το χαρμάνι 🙂
Χρόνια Πολλά, κορίτσια
loukretia50 said
133. Ινδικό χαρμάνι? Εμ ! χρειάζεται κι εκείνος τονωτικό, πώς θα πετύχει διάνα?
Bye!
spyridos said
Εξελίχθηκε σε ένα καταπληκτικό άρθρο.
Εγώ το απόλαυσα πάντως. Εξαιρετικά και τα ευρήματα του Spiridione
και πολύ καλές οι προσθήκες όλων των σχολιαστών.
Ενα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους.
Γιάννη Ιατρού
Τη λένε Truthahn οι Γερμανοί αλλά έτυχε μια φορά να τη ζητήσω έτσι στο Ντίσελντορφ και με κοιτούσαν σαν εξωγήινο.
Όταν την παραγγέλνουν σφαγμένη την λένε Pute. Μπορεί να είναι τοπικό αλλά μου φάνηκε γενικότερο.
Η γαλοπούλα σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο δεν έπιασε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Οι Αγγλοι ναι και οι Γάλλοι αρκετά.
Οι Ιβηρες και οι Ιταλοί επιμένουν χοιρινά.
Το ίδιο σε Αυστρία, Νότια Γερμανία. Βορειότερα στη Γερμανία κερδίζει με μεγάλη διαφορά η χήνα
και στο Βορρά και στη Δανία η πάπια.
Ναι μεν στην Ελλάδα το χοιρινό παραμένει το αγαπημένο φαγητό των Χριστουγέννων αλλά η γαλοπούλα έχει κερδίσει σημαντική θέση.
Το απόσπασμα που παραθέτει ο Μπλογκ εξηγεί αρκετά το γιατί.
Εχω ακούσει και διάφορα και για Ελληνοαμερικάνους που έκαναν τη γαλοπούλα γνωστότερη προπολεμικά αλλά δεν ξέρω αν ισχύουν.
Το αναφέρουν κι άλλοι. Η γαλοπούλα που έχει μεγαλώσει στα χωράφια και έχει καλοταϊστεί έχει πολύ καλύτερη γεύση από αυτές του εμπορίου.
Οι γαλοπούλες που έχουν όμως αγριέψει και δεν τους έχουν κόψει τα φτερά γίνονται επιθετικές και είναι τελικά εξυπνότερες απ ότι φαίνονται.
Μια θειά μου σε χωριό της Αργολίδας είχε πάρει ένα φθινόπωρο μια δεκαριά γαλόπουλα για να τα μεγαλώσει σε ένα χωράφι δίπλα από το χωριό.
Αυτά μεγάλωσαν μια χαρά την κοπάνησαν από το χωράφι και με επικεφαλείς τους αρσενικούς έκαναν επιδρομές μέσα στο χωριό.
Την έπεφταν σε κοτέτσια, σε μικροπωλητές, σε παιδιά στις αυλές μέσα και τους έπαιρναν το κολατσιό τους.
Οι γείτονες διαμαρτύρονταν αλλά δεν ήταν εύκολο να τα τσακώσεις.
Μπορούσαν να πετάξουν για μερικές εκατοντάδες μέτρα και τη νύχτα κοιμόντουσαν σε δέντρα και δεν πιανόντουσαν.
Κατάφεραν με δυσκολίες να τις πιάσουν και τις έφαγαν φυσικά. Τα Χριστούγεννα της επόμενης χρονιάς είχε μείνει μόνο ο μεγαλύτερος αρσενικός.
Τον πιάσαμε με δίχτυα πάνω στο δέντρο παραμονή πρωτοχρονιάς.
Τον ψήσαμε στην ψησταριά κομμένο σε μπριζόλες, σαν χοιρινές, αλλά πιο σκούρες.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους
Γιάννης Ιατρού said
135γ: Βεβαίως κι αυτό υπάρχει και χρησιμοποιείται επίσης. Το Truthahn είναι όμως παλαιότερο.
Το Pute (μην μπερδευτεί με το Γαλλικό με την ίδια γραφή, καμία σχέση), προέρχεται από τους ήχους, κράξιμο ας πούμε, που κάνει το πτηνό (κυρίως το αρσενικό, όταν θέλει να καλοπιάσει το θηλυκό και του δείχνει που έχει τροφή – είδες κόλπο, ε;; 🙂 🙂 ). Επίσης το put-put-put είναι κάτι ανάλογο με το δικό μας κο-κο-κο που φωνάζουν π.χ. τις κότες για να τις ταΐσουν. Υπάρχει και μιά παλιότερη θεωρία, που σήμερα δεν γίνεται δεκτή, πως το πρώτο συνθετικό στο Truthahn (το Trut) ότι, κι αυτό, προέρχεται από ήχο που κάνει το αρσενικό γαλόπουλο.
Επίσης καλές Γιορτές Σπύριδε!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
129 Η μέτρηση σε οκάδες είναι προφανώς από το βιβλίο του 1959 που λέει το λυγξ. Με τόσα κρεατάλευρα πάλι καλά που δεν προκύψανε και τρελές γαλοπούλες, κι άντε μετά να τις κυνηγάς για το τραπέζι. Εμείς οι γουρουνοφάγοι δεν έχουμε τέτοια προβλήματα, εκτός κι ο θεός είναι κάνας αλλάχ οπότε την κάτσαμε.
BLOG_OTI_NANAI said
127: Όχι επίτηδες σίγουρα, προέκυψαν διάφορα, μαζί και κάποια τρεξίματα, αναμενόμενα δυστυχώς, με ανθρώπους μας ηλικιωμένους.
Περνάω όμως και ρίχνω μια ματιά και όσες φορές θα είμαι πιο χαλαρός θα κάνω και κανένα ψάξιμο σχετικά με τα άρθρα που μου αρέσει κιόλας.
126: Αμήν, ευχαριστώ πολύ!
130: Παρακαλώ!
128: Ο Λουκάτος πολύ καλός σε όλα, και στις γαλοπούλες του!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Καλά Χριστούγεννα σε όλους να πω που δεν είπα, με υγεία και χαρά! 🙂
112 >>Το κουβάρι είναι ελληνιστικό αλλά όχι σίγουρης ετυμολογίας.
Ευχαριστώ!
130 Δεν μπήκε η πρώτη φωτό με τον τροχονόμο περιτριγυρισμένο με τα προσφερθέντα δώρα (και γαλοπούλες) από το κόσμο , στην παλιά Κομοτηνή,
Άλλη μια προσπάθεια
https://scontent.fath3-3.fna.fbcdn.net/v/t1.0-9/26166064_1646245468805655_1063737554490783390_n.jpg?_nc_cat=110&_nc_ohc=7OU_Cil52aEAQnP_aBwkd3MfEbG10LV5xdkmKfmM9SIWmjoZjwINfOx_w&_nc_ht=scontent.fath3-3.fna&oh=d16dbe61c915aa29ce91b1eb208476c0&oe=5E78B47C
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Η άγνωστη ιστορία πίσω από την τελευταία γαλοπούλα του Ντίκενς
https://diastixo.gr/epikaira/eidiseis/13394-galopoyla-toy-dickens
Δύτης των νιπτήρων said
Γεια σου Μπλογκ!
Γιάννης Ιατρού said
130/139: και οπτικά 🙂
Κι από μένα καλές γιορτές Blog_O_N !
Costas X said
Καλημέρα και χρόνια πολλά στους εορτάζοντες !
Μόλις τώρα, πρωί Χριστουγέννων κατάφερα να το διαβάσω.
Πολύ ωραίο και πολύ επίκαιρο άρθρο !
«…Στην Κέρκυρα τη γαλοπούλα τη λένε «γάλλικο» (ουδέτερο).»
Ισχύει, αλλά συνήθως στον πληθυντικό, «τα γάλικα», «αυτός κουναρεί γάλικα».*
Για μεμονωμένα πουλιά λέγανε «ο γάλος», «η γάλισσα» και «το γαλί» ή «το γαλόπουλο».
Βέβαια τις τελευταίες δεκαετίες το κορφιάτικο ιδίωμα είναι υπό εξαφάνιση.
* Το γράφω σκόπιμα με ένα «λ», αλλιώς θα γράφαμε και «γαλλοπούλα», και θα θύμιζε Μπάμπι ! 🙂
BLOG_OTI_NANAI said
141: Γεια σου Δύτη, Χρόνια πολλά και χαρούμενα!
142: Ευχαριστώ Γιάννη, Καλά Χριστούγεννα!
dryhammer said
143. γαλλοπούλα
ΚΑΒ said
BLOG_OTI_NANAI,
Χρόνια πολλά και καλά. Εύχομαι να είναι περαστικά τα προβλήματα και καλή δύναμη.
Η απουσία σου είναι αισθητή, αφού πάντα η προσφορά σου είναι αξιόλογη κι ας πικραίνει κάποιους.
BLOG_OTI_NANAI said
146: Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, αλλά και για τις ευχές, είναι προβλήματα που σχεδόν αναπόφευκτα όλοι θα τα περάσουμε… Ο χρόνος κυλά, τι να τον κάνουμε…
Εύχομαι όμορφες και χαρούμενες γιορτές για σένα και τους δικούς σου ανθρώπους!
sarant said
138 Ωραία, εύχομαι να περάσουν τα προβλήματα.
Γιάννης Κουβάτσος said
Σφάξτε τον γάλο!
https://www.mixanitouxronou.gr/sfaxte-to-galo-i-entoli-pou-paranoithike-ke-paraligo-to-christougenniatiko-trapezi-na-exelichthi-sti-dolofonia-enos-misthoforou-ton-tourkon/
sarant said
149 Σύμπτωση ή μας διαβάζουν;
Stazybο Hοrn said
139: Η βαρέλα πριν τρία χρόνια -παρά κάτι μέρες…
Δημήτρης Α said
Αρχές δεκαετίας ’90 πάντως, το «γαλί» και το «στραβόγαλο» χρησιμοποιούνταν ευρέως στο στρατό, μαζί με το «ψαράς» και «ψάρακας» για τους νέους!
Δύτης των νιπτήρων said
sarant said
153 Πολύ καλό. Και κατά σύμπτωση και το σημερινό άρθρο έχει ένα μεζεδάκι με γαλοπούλα.
Γιάννης Ιατρού said
Δεν θα ήταν σωστό να παραλείψουμε και τις δικαιολογημένες ενστάσεις «ελληνόψυχου» (και προφανώς αγγλομαθούς) τουιτερά 😂
