Χθόνια Οδύσσεια (διήγημα του Δημ. Σαραντάκου) – 8 και τέλος
Posted by sarant στο 4 Μαρτίου, 2020
Για λίγες συνέχειες, κάθε δεύτερη Τρίτη δημοσιεύω σε συνέχειες το διήγημα «Χθόνια Οδύσσεια» του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, το πρώτο διήγημα από το βιβλίο του «Ο βενετσιάνικος καθρέφτης», που το είχε έτοιμο όταν αδόκητα έφυγε από τη ζωή πριν από οχτώ χρόνια και που το εκδώσαμε λίγο πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατό του.
Η νουβέλα αυτή έχει την ιδιαιτερότητα ότι ο αφηγητής -ο πατέρας μου- μεταφέρει την αφήγηση ενός άλλου, οπότε στο βιβλίο οι δυο αφηγήσεις, που αλληλοπλέκονται, τυπώθηκαν με διαφορετική γραμματοσειρά. Εδώ βάζω με πλάγια τα λόγια του πατέρα μου ή τους διαλόγους του με τον Ηλία, τον άλλον αφηγητή, και με ίσια γράμματα την καθαυτό αφήγηση του Ηλία.
Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη και τελευταία, ο επίλογος ας πούμε της ιστορίας -αφού ο αφηγητής, ο Ηλίας, έχει βρει νεκρό τον επίτροπο, τον Γρηγόρη, που μαζί περιπλανιούνταν μέσα στη σπηλιά στη Λακωνία. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.
4
Ο Ηλίας σταμάτησε να μιλά για αρκετήν ώρα, φορτισμένος καθώς ήταν από τις αναμνήσεις του.
«Τελικά πώς γλίτωσες;» τον ρώτησα.
— Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων τύχη. Ώσπου να σκοτεινιάσει έμεινα κρυμμένος πίσω από το τείχος της εισόδου, που με έκρυβε κυρίως από τα σπίτια του χωριού. Φυσικά αν ερχόταν κανένας κοντά θα μ’ έβρισκε αμέσως. Καθρεφτίζοντας το πρόσωπό μου στο νερό, σε μια στιγμή που ήταν τελείως γαλήνιο, τρόμαξα. Σαν τον Άγιο Ονούφριο ήμουνα, αποσκελετωμένος, με μακριά γενειάδα και άφθονα μαλλιά. Τότε είδα κάπου πενήντα μέτρα πιο πέρα, πάνω στο βράχο που ορθωνόταν δεξιά μου, ένα ξωκκλήσι. Μόλις νύχτωσε για καλά, το επισκέφθηκα. Η πόρτα του δεν ήταν κλειδωμένη κι αυτό στην αρχή μ’ έβαλε σε υποψίες. Σε πολλά εκκλησάκια είχαν παγιδευτεί καταδιωκόμενοι, που καταφεύγαν σ’ αυτά για να προστατευτούν από το κρύο και τη βροχή. Οι χίτες, οι μάυδες και ο στρατός εκεί ψάχνανε πρώτα. Άσε που στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ’49, με διαταγή του Τσακαλώτου ανατινάξανε ένα σωρό ξωκκλήσια, για να μη βρίσκουν στέγη οι αντάρτες. Γι’ αυτό κοιμόμασταν μέσα σε πουρνάρια. Είχε βγει τότε η παροιμία: «Κάλλιο να σε φυλάει η πουρναριά, παρά να σε φυλάει η Παναγιά».
Τελικά τόλμησα και μπήκα μέσα. Πήρα μερικά κεριά για το ενδεχόμενο να χρειαζόταν να ξαναμπώ στη σπηλιά και ψάχνοντας με την τελείως τρελή ιδέα μπας και βρω κανένα ξεχασμένο πρόσφορο, βρήκα σε μια γωνιά του ιερού κάτι ράσα κι ένα καλογερίστικο σκουφί. Πήρα ένα ράσο, ένα μαύρο ρασογέλεκο και το σκουφί. Αφού μοιάζω σαν ασκητής, σκέφτηκα, ας γίνω ασκητής. Γύρισα στα βράχια όπου κρυβόμουν όλη μέρα, έβγαλα το χιτώνιο, το τύλιξα γύρω από μια βαριά πέτρα, έβαλα μαζί και το πιστόλι μου, τα έδεσα γερά και τα φούνταρα όσο πιο μακριά μπορούσα από την ακτή. Κατόπιν φόρεσα τη δεύτερη αλλαξιά ασπρόρουχα πάνω από αυτά που ήδη φορούσα, έβαλα το ρασογέλεκο, το ράσο και το σκουφί, τυλίχτηκα με την κουβέρτα μου και κοιμήθηκα.
Με ξύπνησαν οι αχτίνες του ήλιου. Το ρολόι μου που σε όλη αυτή την περιπλάνηση φρόντιζα να το κουρδίζω ταχτικά και να το προσέχω, έδειχνε εννιά. Έφαγα την τελευταία μου κονσέρβα, άδειασα το τελευταίο κουτί με γάλα εβαπορέ και ξεκίνησα. Πέρασα από το ξωκκλήσι, όπου δεν είδα ψυχή και ακολουθώντας το μονοπάτι έφτασα στη δημοσιά. Δεν ήταν άσφαλτος, ήταν αυτό που λέγανε τότε σκυρωτός δρόμος, αλλά μπροστά στους ατέλειωτους υπόγειους διαδρόμους, τις εφιαλτικές στοές και τα κακοτράχαλα λαγούμια που περπάτησα, μου φαινόταν πως ήταν στρωμένος με χαλί. Στο δρόμο συναπαντήθηκα με πολλούς χωριάτες, που πήγαιναν στις δουλειές τους. Με χαιρετούσαν άντρες και γυναίκες κι εγώ τους ευλογούσα με το δεξί μου χέρι, όπως είχα δει να κάνουν οι παπάδες. Μια γυναίκα με ρώτησε
«Από το Δυρό έρχεσαι παππούλη;»
«Ναι κόρη μου» της λέω.
«Από κει είσαι; Δε σ’ έχω ξαναδεί».
«Ξενομερίτης είμαι, έρχομαι από το Άγιον Όρος με τα πόδια, το έχω τάμα να πάω αγιορείτικο λάδι στο μοναστήρι του Ντέκουλου».
Η γυναίκα εντυπωσιάστηκε και με λυπήθηκε.
«Έχεις πολύ δρόμο ακόμα, ώς το Βίτυλο, να κάνεις, έρημέ μου. Να σε φιλέψω λίγο τυρί και κάνα σύγγληνο, που έχω στο καλάθι;»
Παραλίγο να ορμήσω να τα πάρω εγώ από το καλάθι της. Τέτοια πείνα μ’ έδερνε. Αμέσως όμως σκέφτηκα πως δεν είχα ιδέα τι μέρα ήταν. Αν ήταν Παρασκευή ή αν βρισκόμασταν σε μέρες νηστείας, στη Σαρακοστή ή τη Μεγάλη Βδομάδα να πούμε; Θα γινόμουν αμέσως ύποπτος.
«Δε θέλω να αρτυθώ. Αν έχεις τίποτα σταφίδες ή καρύδια, μετά χαράς».
«Δεν έχω η δόλια. Πάρε όμως αυτό το ψωμί που μου βρίσκεται κι αυτές τις ελιές».
«Να είσαι ευλογημένη» της λέω κι ενώ αυτή μου φιλούσε το χέρι εγώ την ευλόγησα.
Αυτό το συναπάντημα μ’ έβαλε σε σκέψεις. Το θετικό ήταν πως ήμουνα πολύ πειστικός για ασκητής. Το αρνητικό ήταν πως δεν είχα ιδέα τι μέρα και τι μήνας ήταν και φυσικά θα ήταν πολύ παράξενο να ρωτούσα οποιονδήποτε να μου πει. Τέλος, δε μπορούσα ακόμα να πιστέψω πως είχα βγει στον Πύργο του Δυρού. Το χωριό μου είναι στη Μεσσηνιακή Μάνη, πενήντα τουλάχιστον χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή προς τα βόρεια! Αποφάσισα να μπω στην Τσίμοβα που φαινόταν κι όλας μπροστά μου. Εκεί θα μάθαινα από τις εφημερίδες, που θα έβλεπα κρεμασμένες στα περίπτερα τι μήνα και τη μέρα είχαμε.
Μπαίνοντας στην Αρεόπολη, το πρώτο που είδα ήταν πως οι τοίχοι αλλά και κάθε διαθέσιμη επιφάνεια ήταν σκεπασμένες με εικόνες πολιτικών και αφίσες κομμάτων. Κυριαρχούσαν του Λαϊκού Κόμματος, του Τσαλδάρη και του Μαυρομιχάλη, υπήρχαν όμως πολλές του Πλαστήρα, που είχε φαίνεται φτιάσει κόμμα με τα αρχικά ΕΠΕΚ. Άρα έχουμε εκλογές, σκέφτηκα. Άρα τέλειωσε ο πόλεμος!
Στην πλατεία, στο πρώτο περίπτερο, είδα επιτέλους σε μια εφημερίδα πως ήταν 25 Φεβρουαρίου του 1950 και πως σε μια βδομάδα θα είχαμε εκλογές. Δεν το πίστευα. Με το Γρηγόρη μπήκαμε στη σπηλιά τον Οχτώβρη του ’49, δηλαδή είχαμε περάσει τέσσερις μήνες στα έγκατα της γης!
Να μη σας τα πολυλογώ, γιατί θα σας κούρασα τόσες ώρες με τη φλυαρία μου, φαίνεται πως είχα πέραση σαν αγιορείτης καλόγερος, γιατί με φίλεψαν μερικές γυναικούλες (είχα εξακριβώσει πως δεν ήταν ούτε Παρασκευή ούτε Μεγάλη Βδομάδα κι έτσι έτρωγα άφοβα ό,τι μου δίνανε). Τέλος ένας φορτηγατζής, πολύ ευλαβής κατά τα φαινόμενα, δέχτηκε να με πάρει ως την Τρίπολη, αλλά ζητούσε να μάθει για το Όρος. Τι να του έλεγα. Το μόνο βιβλίο που είχα διαβάσει για τον Άθω και τα μοναστήρια του ήταν Οι Άγιοι χωρίς μάσκα του Θέμου Κορνάρου και ό,τι θυμόμουνα από τα μαθήματα βυζαντινής ιστορίας, που κάναμε στο Πανεπιστήμιο. Επιστράτευσα τη φαντασία και τη μνήμη μου και άρχισα να του λέω ένα σωρό ιστορίες για το «περιβόλι της Παναγιάς». Φαίνεται πως έπεισα τον αγαθό άνθρωπο για την αυθεντικότητα τη δική μου και των αφηγήσεων μου, γιατί ζήτησε να του γράψω ένα συστατικό γράμμα για τον ηγούμενο της Μονής Βατοπεδίου, όπου του είχα πει πως μόναζα. Στο Μονοδέντρι, που κάτσαμε να φάμε, σε χαρτί και με μολύβι που μου έδωσε, του έγραψα το ποθητό γράμμα προς τον «Άγιο Ηγούμενο και το Ιερό Ηγουμενοσυμβούλιο», προσπαθώντας να μιμηθώ την παπαδίστικη φρασεολογία. Τώρα αν οι τίτλοι και οι προσφωνήσεις ήταν σωστά γραμμένες, ούτε εγώ ούτε αυτός ξέραμε.
Στην Τρίπολη φτάσαμε όταν σουρούπωνε και πέσαμε σε μια προεκλογική συγκέντρωση. Αυτό με διευκόλυνε πολύ, γιατί μπόρεσα να πάω απαρατήρητος ώς το σπίτι του Γιάννη του Παπαλεξόπουλου, ενός στενού συγγενούς μου, δικηγόρου, που ήξερα πως ήταν δεξιός μεν αλλά καλός άνθρωπος. Πραγματικά κι αυτός και η γυναίκα του, μετά την αρχική τους έκπληξη, με δέχτηκαν εγκάρδια, σαν αληθινοί συγγενείς. Έμεινα τρεις μέρες εκεί, πλύθηκα, ξυρίστηκα, βολεύτηκα με κάτι δικά του ρούχα και με δυο λόγια ξανάγινα κανονικός άνθρωπος. Ο ξάδερφος ερεύνησε διακριτικά την υπόθεσή μου και μου είπε πως δεν εκκρεμεί σε βάρος μου, ούτε καταδίκη, ούτε επικήρυξη, ούτε δίωξη. Δεν μπόρεσε μόνο να μάθει αν με είχαν κηρύξει ανυπότακτο, μια που δεν παρουσιάστηκα τη χρονιά που έπρεπε στο Στρατό. Αυτό θα το ερευνούσε αργότερα, αλλά ήταν κάτι που θα μπορούσα να αντιμετωπίσω με κάποιο πρόστιμο ή κάτι τέτοιο. Δε μας βίαζε. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως δεν είχα ταυτότητα, ούτε κανένα άλλο χαρτί επάνω μου. Μου έδωσε πάντως λεφτά, μου σύστησε να αποφεύγω μπλόκα και κακοτοπιές και μ’ έβαλε στο τρένο για την Αθήνα.
Σώπασε για λίγη ώρα, ολοκληρώνοντας κατά τα φαινόμενα την αφήγησή του
«Με συγχωρείτε αν σας ζάλισα με τη φλυαρία μου, αλλά ξέρετε, είναι η πρώτη φορά που διηγήθηκα σε κάποιους άλλους, έτσι όλα μαζί, αυτά που τράβηξα».
«Ήταν τόσο συναρπαστικά όσα μας διηγήθηκες Ηλία, που θα μπορούσα να σ΄ ακούω άλλες τόσες ώρες» τον διαβεβαίωσα, «αλλά μου έχουν μείνει κάποιες απορίες. Για παράδειγμα, πώς βρήκες το κουράγιο και γύρισες στο χωριό και στο σπίτι σου, ύστερα από όσα γίνανε;»
Μα δε γύρισα αμέσως πίσω. Στον Πειραιά βρήκα τη μάνα μου και τις αδερφές μου. Έπιασα δουλειά και ταυτόχρονα τέλειωσα το Πανεπιστήμιο. Μετά το ’64 με τη βοήθεια του ξαδέρφου μου εκείνου, που τα κατάφερε και μου έβγαλε χαρτί κοινωνικών φρονημάτων, χωρίς να μου ζητηθούν δηλώσεις μετανοίας και τα παρόμοια, διορίστηκα στην Εκπαίδευση. Αλλά όλον αυτόν τον καιρό ερχόμασταν κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Ξαναφυτέψαμε τις ελιές και ξαναχτίσαμε το σπίτι όπως ακριβώς ήταν. Οι αδερφές μου σπούδασαν, πιάσανε δουλειά, παντρεύτηκαν. Η μάνα μας στο μεταξύ συχωρέθηκε. Παντρεύτηκα κι εγώ και τελικά ανάστησα τον πατέρα μου στον πρώτο μου γιο, που έχει το όνομα, το πατρώνυμο και το επώνυμό του. Και του μοιάζει κιόλας. Αυτός τώρα μένει στο πατρικό μας το σπίτι, γιατί εγώ ήρθα στο Κρυονέρι, σώγαμπρος στα πεθερικά μου, που είναι γέροι κι ανήμποροι.
Οι φίλοι μου στην Αθήνα, που είχαν μάθει όσα γίνανε στον τόπο μας, τα ίδια μου ’χαν πει. «Καλά δε βολεύτηκες εδώ; Γιατί να ξαναγυρίσεις στους αγριανθρώπους;» Όμως εγώ το έκανα για ν’ αποδείξω πως δεν πέρασε το δικό τους. Θέλανε να μας εξαφανίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Γιατί εμείς αγαπάμε τη ζωή. Δεν ξέρω αν θυμάσαι ένα ποίημα του Χικμέτ, που λέει
η ζωή δεν είναι παίξε γέλασε
πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Ε, λοιπόν, την επήρα σοβαρά και μια και δε χρειάστηκε να κάνω συμβιβασμούς, είμαι ικανοποιημένος. Και ξέρεις κάτι; Εμείς είμαστε σαν τον Ανταίο της Μυθολογίας μας. Παίρνουμε δύναμη από τη γη. Εμείς, οι παλιοί επαναστάτες ας πούμε, οι αριστεροί αν θες, έχουμε το καβουράκι μέσα μας. Νοιαζόμαστε και παλεύουμε για την προκοπή αυτού του τόπου. Εμείς πολεμήσαμε τη θεωρία της Ψωροκώσταινας, της πτωχής και εντίμου Ελλάδος, που την έλεγαν πιο κομψά. Και η προκοπή βρίσκεται στη γνώση, στη δουλειά και στη γη. Πάρε την Αντίσταση. Ποιοι την κάνανε; Οι εξαθλιωμένοι; Τα λούμπεν στοιχεία; Αυτοί πουλιούνται για πενταροδεκάρες, δε γίνονται επαναστάτες. Αυτοί πήγανε στα Τάγματα. Εμείς την κάναμε την Αντίσταση.
Μπορεί στην Ελλάδα να ήρθαν τα πράματα ανάποδα, απ’ ό,τι στην άλλη Ευρώπη. Μπορεί εδώ να νίκησαν οι συνεργάτες των Γερμανών, αλλά δε θα είναι για πάντα νικητές. Πώς να το κάνουμε. Προδότες ήτανε. Μαζί με τους Γερμανούς μακελέψανε τον κόσμο και σα φύγανε τα αφεντικά τους συνεχίσανε, με τα καινούργια, να καταδιώκουν και να σκοτώνουν τους πατριώτες. Αλλά να μου το θυμάσαι. Αργά η γρήγορα, το επίσημο κράτος θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει την Αντίσταση και θα ’ναι μέρα μεσημέρι. Γιατί η Εθνική Αντίσταση αποτελεί το πιο πολύτιμο κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας. Ενοποίησε τους Έλληνες, κατάργησε τον χωρισμό τους σε «Παλιολλαδίτες» και «Νεοελλαδίτες», μας έδωσε καινούργια εθνική ταυτότητα.
«Μακάρι. Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Έχω όμως άλλη μιαν απορία. Δεν ενδιαφέρθηκες να βρεις τα λείψανα του Επίτροπου;»
Περίμενα πως θα με ρωτούσες. Και βέβαια τα βρήκα και το σκελετό του και το τενεκεδένιο κουτί με τα ημερολόγια και τα άλλα χαρτιά. Όταν έμαθα πως σπηλαιολόγοι ερευνούν τα σπήλαια του Δυρού και καθώς είχα γνωρίσει την Άννα την Πετροχείλου και τον άντρα της τον Γιάννη –ήταν σπουδαίοι άνθρωποι και οι δύο– τους μίλησα για τις ενδείξεις που βρήκα, που μαρτυρούν την ύπαρξη προϊστορικής οίκησης του ενός τουλάχιστον από τα σπήλαια του Δυρού. Δεν τους είπα φυσικά την Οδύσσειά μου μέσα στη σπηλιά, ήταν ακόμα δύσκολοι καιροί και φυλαγόμουνα, αλλά τους είπα πως εικάζω ότι τα δύο σπήλαια, αυτό που είναι κοντά στο χωριό μου και το άλλο στο Δυρό, επικοινωνούν. Δεν το πολυπίστεψαν. Αυτοί τότε ερευνούσαν το σπήλαιο της Βλυχάδας. Είχαν ξεκινήσει να το μελετούν από το 1949. Σκέψου, τότε που εμείς είχαμε τρυπώσει στη σπηλιά. Διαπίστωσαν όμως πως σταματούσε σε βάθος τριών χιλιομέτρων. Ύστερα θέλανε να εξερευνήσουν ένα διπλανό σπήλαιο, της Αλεπότρυπας, που ήταν ώς τότε τελείως ανεξερεύνητο. Για το δικό μου δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον.
«Το Καταφύγι είναι γνωστό από παλιά» μου είπαν και μου εξήγησαν πως το τείχος στην είσοδό του ήταν από τον καιρό της Τουρκοκρατίας και προστάτευε όσους κατέφευγαν εκεί, κυνηγημένοι από τους Τούρκους ή τους κουρσάρους.
Έτσι έμαθα το όνομα της εξόδου της σπηλιάς μου. Υποσχέθηκαν πάντως να το ερευνήσουν εν καιρώ. Ύστερα πέθανε ο Γιάννης ο Πετρόχειλος και η Άννα απορροφήθηκε με την αξιοποίηση των σπηλαίων του Δυρού. Εγώ, το μόνο που κατάφερα, ήταν να μπω μόνος μου στο Καταφύγι για πάρω το σκελετό του Γρηγόρη και το κουτί με τα χαρτιά του.
Λοιπόν, μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά, εφοδιασμένος αυτή τη φορά με έναν ισχυρό ηλεκτρικό φακό κι έχοντας μαζί μου ένα μεταλλικό κιβώτιο σα βαλίτσα, για να βάλω τα κόκαλα του Γρηγόρη, διαπίστωσα πως η πολύμηνη παραμονή μου στα βάθη της γης με είχε μπολιάσει με κάτι σαν κλειστοφοβία. Δεν μπορώ αλλιώς να ερμηνεύσω το ανυπόφορο αίσθημα δυσφορίας που με κυρίευσε. Μάζεψα τα κόκαλα του συντρόφου μου, τα έβαλα στο κιβώτιο και έφυγα, χωρίς φυσικά να αγγίξω το σκελετό του είλωτα, αν ήταν είλωτας. Ελπίζω πως κάποτε θα τον μελετήσουν σπηλαιολόγοι και αρχαιολόγοι. Εγώ ξεμπέρδεψα πια με τα σπήλαια.
Τον έθαψα στο νεκροταφείο του χωριού μου και φέτος πήγα και συμπλήρωσα στην ταφόπλακα, κάτω από το όνομα και το επώνυμό του: «Επίτροπος Τάγματος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». Βλέπεις τώρα δεν κρυβόμαστε πια και κάποια μέρα, που δε θ’ αργήσει, θα το λέμε με καμάρι: «Ναι ήμουν αντάρτης στον Δημοκρατικό Στρατό». Γιατί δε θα αναγνωριστεί μόνο η Αντίσταση. Πιστεύω πως και ο Εμφύλιος θα πάψει κάποτε να λέγεται «Συμμοριτοπόλεμος» και οι αγωνιστές του θα αποκατασταθούν, όπως τους αξίζει.
«Τα ημερολόγια, το δικό του, του Θόδωρου και του ανώνυμου αντάρτη, τα φύλαξα. Ίσως κάποτε να τα επεξεργαστώ και αν παρουσιάζουν ενδιαφέρον να τα εκδώσω. Γιατί τίποτα από όσα γίνανε δεν πρέπει να ξεχαστεί».
ΤΕΛΟΣ
ΑΡΗΣ said
Καλημέρα.
Πολύ ενδιαφέρον αφήγημα.
Δύτης των νιπτήρων said
Έχει να πέσει πάλι Κορνάρος και Μάο στα σχόλια μου φαίνεται…
Η αναφορά στον Ανταίο δεν είναι καθόλου τυχαία. Έτσι λεγόταν το περιοδικό που έβγαζε ένας κύκλος ΕΑΜιτών επιστημόνων, μεταξύ των οποίων ο Μπάτσης που εκτελέστηκε μαζί με τον Μπελογιάννη, και στο οποίο υποστήριζαν τη δυνατότητα αυτοδύναμης παραγωγικής ανάπτυξης της Ελλάδας – η αντίθετη θεωρία, της Ψωροκώσταινας που μπορεί να προσφέρει μόνον υπηρεσίες, υποστηρίχθηκε στην έκθεση Βαρβαρέσσου και φυσικά επικράτησε.
Φαντάζομαι μακρινός απόγονος του Ανταίου ήταν ο Ζίγδης που τον θυμάμαι στα τελευταία σκιρτήματα της ΕΔΗΚ, αρχές δεκαετίας του ’80, να αναφέρει όπου σταθεί και όπου βρεθεί τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας.
Click to access %CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B7_%CE%91%CE%BD%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CE%BC%CE%B7%CF%83%CE%B7.pdf
https://www.academia.edu/16111391/%CE%A4%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B7_%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1_%CF%89%CF%82_%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82_2014_
Παναγιώτης Κ. said
Μετά από αυτό τι θα διαβάζουμε Τρίτη παρά Τρίτη; 🙂
Ινδιάνος Μπάρτελμπουθ said
Alexis said
Καλημέρα.
Ωραίο και το τέλος της «Χθόνιας Οδύσσειας», όπως θα ταίριαζε σ’ ένα τόσο όμορφο αφήγημα!
gpointofview said
Καλημέρα
Ομορφο τέλος, καλή συντροφιά ήταν για καιρί το ανάγνωσμα.
atheofobos said
Και η προκοπή βρίσκεται στη γνώση, στη δουλειά και στη γη. Πάρε την Αντίσταση. Ποιοι την κάνανε; Οι εξαθλιωμένοι; Τα λούμπεν στοιχεία; Αυτοί πουλιούνται για πενταροδεκάρες, δε γίνονται επαναστάτες. Αυτοί πήγανε στα Τάγματα. Εμείς την κάναμε την Αντίσταση.
Πολύ σωστό! Οι πρωτεργάτες επαναστατικών αλλαγών στην ιστορία δεν ανήκαν ποτέ στους λούμπεν αλλά τις περισσότερες φορές στην αστική τάξη που είχε παιδεία.
nikiplos said
καλημέρα…
4@ αναχρονιστικός βολονταρισμός φυσικά… (Του Ζίγδη, όχι του Δύτη φυσικά μην τρελαθούμε!)
Όχι ότι θα εξέλειπαν σε έναν τόπο γεμάτο εξαρτήσεις, οι φανατικοί πολέμιοι μιας αυτοδύναμης ανάπτυξης, πάντως ο ορυκτός πλούτος δεν θα επαρκούσε για κάτι τέτοιο. Βέβαια αν είχαμε εξαγάγει στοχευμένα, ίσως να είχαμε έλξει έστω και 20 χρόνια εταιρίες που είχαν ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο, αλλά αφενός αυτό μπορεί να μην ήταν κατ’ ανάγκη καλό, αφετέρου «δρόμο που δεν πήρες, μη τον μελετάς» που έλεγε κι ο παππούς μου…
Ωραίο πάντως το τέλος του διηγήματος που δικαιολογεί κάλλιστα τον ευρηματικό τίτλο. Ευτυχώς πάντως δεν είπε στον φορτηγατζή για τα «διωκτικά»… 🙂
Παναγιώτης Κ. said
Φοβούμαι ότι ο πόθος για αυτοδύναμη ανάπτυξη μας εμποδίζει να δούμε τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας μας. Αν εξετάσουμε συνολικά την Ελληνική Ιστορία θα διαπιστώσουμε ότι πάντοτε οι Έλληνες ξενιτεύονταν και δημιουργούσαν αποικίες. Αυτό δεν γινόταν για λόγους…περιπέτειας αλλά από πραγματικές ανάγκες.
Και καλά η Ελλάδα λόγω εξάρτησης δεν μπορούσε να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις. Η διπλανή όμως Αλβανία που δεν είχε τις δικές μας δουλείες δεν έκανε δα κάποιο…ξεπέταγμα.
Ακούγεται κοινότοπο αν πω «το πρόβλημα της ανάπτυξης είναι σύνθετο» αλλά δεν έχω καλύτερη προς το παρόν εξήγηση.
Ένα περίεργο πράγμα! Περιμένοντας να πάει 9.40 για να διαβάσω τη συνέχεια, έπεσα σε ένα σάιτ που είχε τους «μοιραίους» του Βάρναλη.
leonicos said
Συνταρακτικό, όπως ολα της σειράς.
Καλημέρα, ξαναγύρισα.
leonicos said
Λιόλουστη Χαϊλδεβεργη Φλεβάρη μήνα!
Καταρράκτες Ρήνου να χιονίζει. Απίστευτη ομορφιά. Τους είχα δει και με ήλιο. Καμιά σύγκριση
Δεν σας απασχολώ αλλο με το ταξίδι. Μόνο που στενοχωρήθηκα είναι που έχασα τον Νίκο
leonicos said
Επιτρεπεται να ‘πω πράμα’ γι’ αυτά που εχασα;
leonicos said
ή θ μου τραβήξετε το αφτί;
Νέο Kid said
Να μας πεις για την εξωτική Χαϊλδεβέργη!
Παναγιώτης Κ. said
Δεκαετία του ΄60. Η οικογένειά μου λίγο έλειψε για να γίνουμε ιδιοκτήτες… ορυχείου αμιάντου. 🙂
Πράγματι στο χωράφι μας βρέθηκε φλέβα αμιάντου και μάλιστα πολύ καλής ποιότητας απ΄ό,τι είχαν πει οι ειδικοί. Διατηρώ την εικόνα του υλικού αυτού το οποίο είχα πιάσει στα χέρια μου. Μπορείς με το χέρι να ξεχωρίσεις τις ίνες σαν να είναι γιδόμαλλο.
Αναπτερώθηκαν οι ελπίδες των κατοίκων του χωριού ότι θα υπάρξουν δουλειές και δεν χρειάζεται οι άντρες, οικοδόμοι στο επάγγελμα, να ξενιτεύονται.
Ναι μεν η ποιότητα ήταν άριστη αλλά η ποσότητα σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν ήταν εκμεταλλεύσιμη. Άνθρακες λοιπόν ο θησαυρός!
Παιδί εγώ τότε, θυμάμαι σχόλια από δεξιά και αριστερά στόματα ότι κάτι κάτι έπαιξε και το κουκούλωσαν…Η συνηθισμένη λαϊκή ροπή προς τη συνωμοσιολογία.
gpointofview said
Χθες είχαμε κάτι ωραία σκηνικά στο ΣΕΦ,από την ομάδα που αντικαθιστά το κράτος. Εννοείται πως αντίσταση μόνο μια ομάδα προβάλλει και κυνηγιέται γιατί λέει τα πράγματα με το όνομά τους και δεν λογαριάζει το πολιτικό κόστος, εξ άλλου αυτή τιμωρήθηκε για να ξεβρωμίσει κάπως η διαιτησία γι αυτό τώρα την παλεύουν στα δικαστήρια. Αν περιμέναμε αντίσταση από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, χαιρέτα μου τον πλάτανο…
Το βίδδεο δεν αντιγράφεται ή τουλάχιστον εγώ δεν τα κατάφερα οπότε όποιος θέλει το βλέπει από την διεύθυνση https://www.paok24.com/paok24tv/videos/32423/i-istoria-tou-koreo
Γιάννης Κουβάτσος said
«Πολύ σωστό! Οι πρωτεργάτες επαναστατικών αλλαγών στην ιστορία δεν ανήκαν ποτέ στους λούμπεν αλλά τις περισσότερες φορές στην αστική τάξη που είχε παιδεία.»
Ναι, αλλά στους αναρχοκρατούμενους δρόμους το πάνω χέρι το παίρνουν τα λούμπεν στοιχεία και εξελίσσονται στον δυναμικό και αδίστακτο βραχίονα των διανοούμενων πρωτεργατών. Όταν η επανάσταση (πραξικόπημα συνήθως) εδραιωθεί, αυτοί στελεχώνουν τα τάγματα εφόδου του καθεστώτος, ανεξαρτήτως χρώματος. Ο 20ος αιώνας, ο αιώνας των άκρων και των ολοκληρωτισμών, μάς δίδαξε καλά και οδυνηρά επί του θέματος.
Κιγκέρι said
> >σκέφτηκα πως δεν είχα ιδέα τι μέρα ήταν. Αν ήταν Παρασκευή ή αν βρισκόμασταν σε μέρες νηστείας, στη Σαρακοστή ή τη Μεγάλη Βδομάδα να πούμε; Θα γινόμουν αμέσως ύποπτος
> >είδα επιτέλους σε μια εφημερίδα πως ήταν 25 Φεβρουαρίου του 1950 και πως σε μια βδομάδα θα είχαμε εκλογές.
> >φαίνεται πως είχα πέραση σαν αγιορείτης καλόγερος, γιατί με φίλεψαν μερικές γυναικούλες (είχα εξακριβώσει πως δεν ήταν ούτε Παρασκευή ούτε Μεγάλη Βδομάδα κι έτσι έτρωγα άφοβα ό,τι μου δίνανε).
Κι όμως στις 25 Φεβρουαρίου του 1950 ήταν Σαρακοστή!
Είδα στο πασχάλιο του 1950 ότι εκείνη τη χρονιά η Καθαρά Δευτέρα ήτανε στις 20 Φεβρουαρίου και το Πάσχα στις 9 Απριλίου. Στις 25 Φεβρουαρίου λοιπόν, ήταν το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής, των Αγίων Θεοδώρων.
http://www.saint.gr/easter2.aspx
(Πού κόλλησα τώρα κι εγώ σαν άπιστος Θωμάς…)
Costas Papathanasiou said
ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΑΠ’ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
«…δεν είχαν ακόμα σαφή επίγνωση(…)δεν είχαν δηλαδή χωνέψει πως… (και…)πολλοί θυμήθηκαν τα κατορθώματά τους στην περίοδο του Εμφυλίου,(…) χωρίς να νιώσουν(…) χωρίς να αντιληφθούν ή να υπολογίσουν(…)» (Δ.Σαραντάκος, “Χθόνια Οδύσσεια”)
Αυτή η θηριώδης, πολλαπλή ασυλλογισιά (ως έλλειψη επίγνωσης, δεκτικότητας, αίσθησης, αντίληψης, εκτίμησης, κατανόησης) συνιστά–κατά το μάλλον– και την αφόρμηση της μυθoπλαστικής αναδρομής του Σαραντάκου στα χρόνια του αλληλοσπαραγμού, στην μονομερή θεώρηση του οποίου αντιτάσσει –τι άλλο;– έναν πολυεπίπεδο διάλογο, το μόνο γνωστό(δημοκρατικό) μέσο κατά της διχαστικής μισαλλοδοξίας.
Αρχικά, αυτό τονίζεται μέσω «κουβέντας(λογομαχίας καλύτερα)», τόσο όσο φαίνεται να επιτρέπει εις εαυτόν κάθε ευγενής φιλοξενούμενος ευμενούς οικοδεσπότη, κι αυτό με το “θάρρος που δίνει το κρασί”.
Εν συνεχεία, εξελίσσεται σε απολογία του δεξιωτικού κουμπάρου, σε διάλογο του συγγραφέα-μηχανικού με τον φιλόλογο Ηλία, του Ηλία με τον σύντροφο Γρηγόρη (μαθητή του Γληνού), των δύο με την Ιστορία και την Ποίηση και όλων –ως παραμέτρων της συλλογικής μνήμης– με την Γη και τον όποιο αναγνώστη και τέκνο της.
Το ευρηματικό αμφιθέατρο αυτής της οδυσσειακής συ(ν)ζήτησης είναι μία αρχετυπική Σπηλιά, σαν αυτές «κάθε μεγέθους και μορφής (που) αφθονούν στο βουνό» – και ήταν ή είναι νεολιθικές εστίες ή τουριστικά προϊόντα, καταφύγια αγριμιών ή κατατρεγμένων, ναοί ή στάνες, λημέρια ή αποθήκες– ή σαν εκείνες που μένουνε κρυφές με ανεξερεύνητες διακλαδώσεις [και ίσως βγάζουν “ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι” όπως είναι το κοίλο του κρανίου μας, το σπήλαιο Ιδεών του Πλάτωνα ή του Σωτήρα με τη Φάτνη, το Ιδαίον Άντρο (Διός και Πυθαγόρα) ή εκείνο στο Χορράθ του Ηλιού ή τ’άλλα του Κρυφού -τάχα- Σχολειού, επίσης, σε γραμμένα όπως ”η Ζωή εν Τάφω”, “Η κάθοδος των εννιά” και “Το Υπόγειο” ή σε ταινίες όπως “Kaos(1984)”, “Underground(1995)” και “Parasite”(2019)].
Η συγκεκριμένη ιστορείται ως ένα σπηλαιοδίκτυο του Δυρού με δύο μπασιές που τις «χωρίζουν πενήντα και πάνω χιλιόμετρα κακοτράχαλου βουνού», η μία «στο κεντρικό του τμήμα, στην ακτή ενός κόλπου», κι η άλλη «στο βάθος μιας (…) χαράδρας, που (…) βγάζει (…), ψηλά, στο βορινό μέρος του βουνού» όπου, σ’ένα κυνήγι του, «ακολουθώντας τα ίχνη μιας αλεπούς» την ανακαλύπτει ο πατέρας του κυνηγημένου φιλόλογου.
Έτσι, προoικονομείται και η Επιστροφή του τελευταίου από Βορρά προς Νότο [αφού το βουνό είναι μια «ραχοκοκαλιά(…), που δείχνει σαν τεντωμένο δάχτυλο την Αφρική»― και ίσως, επακριβώς, τη Λίμνη του A. anamensis], άλλως, η κατάβασή του απ’ την κορυφογραμμή στη θάλασσα (συγχρόνως: από το κατάφυτο στην ξέρα αλλά και από το σκοτάδι στον Ηλιο), παραλληλιζόμενη σαφώς και με την πτώση του Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα απ’ οπου κι εκείνος σώθηκε, κατ’αρχάς, χάρη σε έναν αετό (κατά τον Παυσανία) ή χάρη στις αεροστατικές ιδιότητες της ασπίδας του (κατά τον Πολύαινο τον Μακεδόνα), εν τέλει, συρόμενος προς την έξοδο από μία (νεκρο-φάγο/-πομπό) αλεπού.
Διαβάζεται λοιπον και ως μια Νέκυια ή εις Άδου κάθοδος, άρα και ως προϋπόθεση Νόστου και Ανάστασης, αφού κάθε σπηλιά μπορεί να νοηθεί και ως στόμα που καταπίνει ή εκφράζεται, κοιλιά που τρώει ή γεννά, μεταίχμιο φθοράς και αναγέννησης, πρωτίστως δε, εν προκειμένω, ως διερμηνέας της συνομιλίας του Πάνω με το Κάτω, του Σταλακτίτη με τον Σταλαγμίτη, στάλα τη στάλα, λέξη τη λέξη, μήπως και δέσουν το κενό ανάμεσά τους, δυναμώνοντας ο ένας απ’τον άλλο, πριν τους γκρεμίσει ο Ενοσίχθων.
Του οποίου, γιος-τέρας που κοιτά μ’ένα μάτι κακό, ανθρωποβόρο, μονόπλευρα, σαν μισός από δω ή μισός από κει, δίχως αίσθηση βάθους, είναι βέβαια κι ο Εμφύλιος, ο χειρότερος από τους Ωμοφάγους με τα μελανά πουκάμισα και τους χοιρογρυλλίζοντες Άξεστους του Νερού του Ελύτη ή τους κατά λαόν Δράκους (σαν κι εκείνον, του Βροτολοιγού, που σκότωσε ο Κάδμος) που κόβαν την πηγή του χωριού και ζητούσανε Κόρης θυσία γι’αντάλλαγμα.
Σαν κι αυτούς που οι υπηρέτες τους (χιταριό. μάυδες, παρακρατικοί ή μοναρχοφασίστες κατά τον Αφηγητή) χτίσανε και την υδροφόρα αλεπότρυπα των δύο οδυσσάμενων στη Μάνη, θαρρώντας πως τους θάβουν ζωντανούς, έτσι που να μη βρούν ποτέ τους Γυρισμό στο Σπίτι όπου αναθρώσκει “Τ’ όνειρο του παιδιού”, με «σκοπούς αλάθευτους», πιστό “στο πρόσταγμα της μάνας λευτεριάς”.
Από βουνό κατέβηκε μες στην κοιλιά της μάνας του με χαλασμό Κυρίου κι ο Πλάνης του τυφλού τραγουδιστή –με βάπτισμα απ’ τον Δία που “κατά την ὁδόν ὗσεν”, λέει ο Πτολεμαίος Χέννος ή ως κληρονόμος του παππού του Αυτόλυκου, διότι “ὀδύσαντο αὐτῷ” θεοί και δαίμονες– δυσοίωνος ως nomen omen και δισσός (εύνους και δόλιος μαζί, φιλέταιρος και ιδιοτελής και τα λοιπά) και Τοξικός στο δια ταύτα δι’ εαυτόν, οικείους κι άλλους, λες γεννημένος ν’ αποδείξει ότι ο Κανείς (κι “ο έξαλλός του πόθος” που λέει κι ο Εγγονόπουλος) ειν’ το δεινότερον εξ όλων των δεινών κι οι Λωτοφάγοι, Λαιστρυγόνες, Κίρκη, Καλυψώ το υποδεέστερό του σόι.
Βουνοκορφή που θάλασσα δεν ξέρει, του είπε κι ο μάντης ο τυφλός να βρει για να καλογεράσει, μα εκείνος πήγε “εξ αλός”, από το χέρι γόνου υπεράκτιου, σαν να μην ήθελε ένα τέλος γλυκανάλατο, σαν να μην ένιωσε τα λόγια των νεκρών και το αίμα που ήπιαν, την εκατόμβη-χοιροσφάγιο στου Αγαμέμνονα (“περὶ δ᾿ ἄλλοι ἑταῖροι νωλεμέως κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες”), ομού, το στίγμα του ασπροδόντη κάπρου πάνω του(:”γουνὸς ὕπερ”), τον οίκτο του Ηρακλή (“καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις, ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον(…)μάλα γὰρ πολὺ χείρονι φωτὶ δεδμήμην”), της μάνας το μαράζι που τον έχασε.
Απηλογιά του (υπό σκιάν Αριστομένη, Ανταίου και Αιθαλίδη) μοιάζει να είναι ο ανεπιλήσμων απ’τη Μάνη, ο Αφηγητής Ηλίας (μαζί του κι ο Δημήτρης Σ.) –που δεν ξεχνάει τον Γρηγόρη [:«δεν είχαμε τη διορατικότητα που χρειαζόταν(…)Πρώτα πρώτα δεν υπολογίσαμε πως αυτή τη φορά δεν ήταν απελευθερωτικός ο αγώνας αλλά εμφύλιος»], φορτώνεται το πτώμα του, κοπιάζει να του βρει πρέπουσα θέση πλάι σ΄αρχαίο αγωνιστή (είλωτα, ίσως) και βάζει θυμητάρι του κουτί τενεκεδένιο μ’ όλα τα χαρτιά(«δικά του, του Θόδωρου και του άγνωστου αντάρτη»), σαν ξόδι αιώνιου σύντροφου, σαν επιτύμβιο νίκης Καδμείας– ο Αλωτοδίαιτος που ξέρει από στήθους ποιητές [«Βρε Ηλία, (…)η ποίηση. Είναι η ουσία, η συμπύκνωση της ζωής. Θαρρώ πως οι μεγάλοι ποιητές είναι κάτι, πώς να το πω, κάτι σαν προφήτες»] και τους ακούει ν’ αλληλαηδονίζουν στο σκοτάδι που σταματάει (και «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο οδυνηρό είναι») το Χρόνο: «Το χρώμα του εμφυλίου είναι το μαύρο, ένα απέραντο απ’ άκρη σ’ άκρη μαύρο, κι η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά» είπε ο Αναγνωστάκης, « ἡ ἐποχή/ τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ/ δέν εἶναι ἐποχή/ γιά ποίηση/ κι ἄλλα παρόμοια», προείπε ο Εγγονόπουλος, «Μά ποιός μέ πόνο θά μιλήσει γιά ὅλα αὐτά;» αναρωτιέται επ’ αυτού ο Μανόλης και γράφει εν συνεχεία το «Μιλώ».–«Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ’ άλλο μέρος τραβούσανε», ψέλνει ο Ελύτης (θυμίζοντας και το βράχο που φυλάκιζε την Ειρήνη του Αριστοφάνη), «Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο./ Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδερφού μικρού ο μεγάλος» προσθέτει πριν θέσει ως «ενδέκατη εντολή» το όραμα “Ανθρωπιά ή Τίποτα, Αδελφοσύνη-Ελευθερία-Ισότητα ή θάνατος”(:«Ή θα ‘ναι αυτός * ο κόσμος ή δε θα ‘ναι») που εμπνέει ομοτίτλως και τον Γκάτσο– «[…] και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο/ και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα/ και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.» λέει ο Σεφέρης που ακούει την Ελένη του Ευριπίδη και συλλαβίζει “το αλφαβητάρι των άστρων” στον Τελευταίο Σταθμό για να αναγνωστεί με τη σειρά του σαν “Μαλαματένια Λόγια” από τον Μάνο Ελευθερίου. Κα πάει λέγοντας ο αηδονοκαημός, γραμμή στην κώφευση και τύφλα των Επάμερων (“τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος”) και στη σειρά με τα Γερόντια του Γκάτσου ή τους Γερόντους του Ρίτσου, κατά περίπτωση.
Έτσι ισκιωμένα ανάφεγγη κι η Σπηλιάδα του Σαραντάκου και του «παππούλη» Ηλία όπου “Καθ’ οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι”, καρδιά βουνού κλειστή, γραφτού ανοιχτή που ξέρει να θυμάται («Γιατί τίποτα από όσα γίνανε δεν πρέπει να ξεχαστεί») και κουβεντιάζει “ήσυχα κι απλά” το πώς να δεξιώνεσαι «με αφοπλιστική εγκαρδιότητα» τον Μονομάτη μέσα σου κι εκτός (και ιδού το αυτοστερεόγραμμά σου), πώς ράβουν τραύματα τα έπη και σηκώνουνε ό,τι άχθος, άχος, άγος, άλγος απ΄τη Γη την Επικάστη (:που πάει να πει υπερΚόσμια), πώς βρίσκεις ότι “τετρα-, δι- και τρί-πουν” σημαίνει “ζώον όμαιμον(:όχι Άνθρωπος ακόμη)“ κι ότι κι η Σφίγγα που ρωτά κι αυτή “η Δίπους” είναι, πώς βλέπεις μόνον όταν δεις ότι τυφλωθηκες και ακόμα πώς “Ο τρόπος να μετράς σύνολα αστερισμών είναι απαράλλαχτος με τον/ τρόπο που μετράς σύνολα λέξεων συν ένα.[κι] Αυτό το συν αποτελεί,/ όσο μικρούτσικο και αν είναι, ακόμη και δισύλλαβο, τη μόνη μας/ υπεροχή απέναντι στον απέραντο όγκο του υλικού κόσμου” και βάσει αυτού νογά και κάθε ξενομερίτης κοσμοναύτης ότι “To be whole is to be part; true voyage is return-ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή “ και τότε μόνον “Κι η τυχοδιώκτις του καρδιά/ ευφραίνεται θερμώς, πλήρης αγάπης”(*) και ημερεύει.
(*)αντιστροφή του Καβαφικού στίχου
Georgios Bartzoudis said
# Καλή η αφήγηση. Έχει και χάπυ εντ. Γεννάται όμως ένα ερωτηματικό: Ίσως «μετά το 1964» να μην χρειάζονταν «χαρτί κοινωνικών φρονημάτων» για να διοριστεί κανείς «στην Εκπαίδευση» (δεν μπορώ και γω να θυμηθώ). Οπωσδήποτε όμως χρειαζόταν πιστοποιητικό στρατολογίας (τύπου Α το λέγανε, νομίζω), και ο αφηγητής δεν μας λεει πως τα κατάφερε ο ήρωάς μας με τη στρατολογία.
Πάντως, όπως και όλοι μας, θυμάται ότι του αρέσει και προβλέπει τα μέλλοντα να συμβούν όπως του αρέσει. Πως να προβλέψει ότι στις μέρες μας η «αριστερά» του θα μας έβγαινε από δεξιά;;;
dryhammer said
2. > Έχει να πέσει πάλι Κορνάρος και Μάο στα σχόλια μου φαίνεται…
Κορναροιός και Κορονοιός μαζί; Αγάντα!…
gpointofview said
# 18 μα και στο κείμενο στην πρώτη χωρική που θέλησε να τον φιλέψει
Δεν ισχύει το ασθενής και οδοιπόρος για τους ασκητές ;
Νέο Kid said
19. !! Τί πες τώρα ρε συ! Πςςς…!
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
18 Βρήκες τρύπα, μπράβο!
3 Πολύ καίριο ερώτημα, τι θα βάλουμε από την άλλη Τρίτη. Ίσως το δεύτερο διήγημα του Καθρέφτη -για πεντέξι συνέχειες.
Aghapi D said
Τελείωσε!!!!!
Θα μού λείψει πολύ
atheofobos said
17
Έχεις απόλυτα δίκιο!
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Έχασα το κομμάτι που πέθανε ο επίτροπος, γυρίζω πίσω να το διαβάσω.
Capten Vilios said
Παντρεύτηκα κι εγώ και τελικά ανάστησα τον πατέρα μου στον πρώτο μου γιο, που έχει το όνομα, το πατρώνυμο και το επώνυμό του.
Ανάστησα. Θα το λέω στο γιο μου.
tryfev said
2. Θυμάμαι πριν από τη Χούντα τα τεύχη του «Ανταίου» στο δικηγορικό γραφείο του θείου μου Γιάννη Ευαγγελίδη, βουλευτή της τότε ΕΔΑ και συνεργάτη του Μπελογιάννη και του Μπάτση. Στο γραφείο αυτό ανδρώθηκα κι εγώ επαγγελματικά. Μπήκα 17χρονος πρωτοετής φοιτητής της Νομικής το 1963 και έμεινα εκεί ως δικηγόρος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Παναγιώτης said
@18 Η 25 Φεβρουαρίου 1950 ήαν Σάββατο οπότε αν δεν είναι μεγάλο Σάβατο η νηστεία καταλύεται
(https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1#%CE%9D%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CE%A3%CE%B1%CE%B2%CE%B2%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%9A%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE%CF%82)
Θα μπορούσε να πέι ότι και ότι είναι οδοιπόρος οποτε ασθενής και οδοιπόρος αμαρτάιν οικ έχει. Αλλά υπήρχεο ο κίνδυνος να έχουν δει οι γυναικες στο φέισμπουκ ή κάπου αλλού στο ίντερνετ ότι η φράση λέει για διπόρο και 😉
https://sarantakos.wordpress.com/2015/03/17/odoiporos-2/
Πάντοως το Καταφύγι είναι υπαρκτό ακι φάινεται ότι το είχε επισκευτέι ο συγγραφέας αν κρίνουμε από τις φωτογραφίες εδώ :
http://users.ntua.gr/paneios/katafygidirou.htm
Costas X said
Υπέροχο το διήγημα του πατρός Σαραντάκου, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος!
Η μεταμφίεση του Ηλία σε καλόγερο, κινηματογραφική!
Κιγκέρι said
30: Παναγιώτη, τι νομίζεις ότι επιτρέπεται να φάει ένας Αγιορείτης μοναχός, όπως παρουσιάζεται εδώ ο αφηγητής, τα Σάββατα της Σαρακοστής;
gpointofview said
Κάτι περίεργο γίνεται στο ΟΑΚΑ στο ημίχρονο. Ο Αρης ισοφάρισε από το πουθενά μόλις έφαγε γκολ όταν σε βολέ του τερματοφυλακά του η μπάλα έσκασε στην μεγάλη περιοχή της Αεκ και ικατέληξε άουτ αλλά ο διαιτητής σφύριξε πέναλτυ γιατιο Σβάρνας της ΑΕΚ πήρε κατά λάθος σβάρνα το πόδι του Λάρσον και ο διαιτητής με την σύμφωνη γνώμη του VAR έδωσε την πονή. Υποθέτω πως ακολούθησαν τα έθιμα υωνμ Μαρινάκη-Καραπαπά στα αποδυτήρια των διαιτητών (να μην τους βλέπουμε-σιγά μην λειτουργήσουν οι κάμερες ασφαλείας) και οι Πορτογάλοι αρνούνται να βγουν αν δεν νοιώσουν ασφαλείς
Πέπε said
30
Μέσα στη Σαρακοστή η μόνη περίπτωση που σπάει η νηστεία είναι του Ευαγγελισμού, που τρώμε ψάρι. Αν αναστελλόταν κάθε Σάββατο θα ‘ταν εύκολα!
…Για σκέψου όμως τον τύπο! Αφανισμένος από την πείνα, να του προσφέρουν τυρί και σύγληνο και να λέει όχι ευχαριστώ για να μην προδοθεί, ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ που ήταν μέρα νηστείας που δεν το ήξερε καν!
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
30 Πολύ ενδιαφέρον!
Κιγκέρι said
34: Πέπε,
κι αυτό το σημείο της διήγησης μπάζει λιγάκι. Άντε καλά, ο Ηλίας δεν ήξερε ότι ήταν Σαρακοστή. Η γυναίκα όμως το ήξερε. Μου φαίνεται εντελώς απίθανο λοιπόν μια χωρική εκείνη την εποχή, που ο κόσμος κρατούσε περισσότερο τις νηστείες, να προσφέρει σε καλόγερο τη Σαρακοστή τυρί και σύγλινο. Ούτε η ίδια θα τα έτρωγε (δεν κάθομαι να ψειρίσω τώρα το γιατί τα είχε μαζί της και σταματάω εδώ με τα πραγματολογικά).
Πέπε said
36
Ε καλά τώρα, που μπάζει η αφήγηση… Μια δραματική λεπτομέρεια είναι, που, κρίνοντας από ένα δείγμα κοινού (εμένα), πέτυχε τον σκοπό της. Και τέλος πάντων γιατί να μη μεταφέρει σύγληνο και τυρί; Είναι τρόφιμα μακράς διαρκείας.
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
36 Δεν νομίζω ότι μπάζει η διήγηση. Στην αγωνία του να μη φανερωθεί σκέφτηκε και την πιο απιθανη περίπτωση.
Γιάννης Ιατρού said
Καλησπέρα απ΄εδώ
λίγα σχόλια βλέπω εδώ, αλλά στα κορονιασμένα μεζεδάκια βλέπω να γίνεται νταβαντούρι…
Η επικαιρότητα γαρ!
Ακόμα δεν διάβασα το άρθρο εδώ ..
ΥΓ: έχουμε και την μαρμάγκα …, στο χθεσινό
leonicos said
Με 39 σχόλια μέχρις αυτή την ώρα… τι να πω;
Δεν ήθελα να παραβιάσω τον όρο να μη σχολιάζουμε περασμένα άρθρα
αλλά νομίζω
είμαι υποχρεωμένος να σχολιάσω το πολύ διασκεδαστικό διήγημα του Μαρτίνου
Το βρήκα εξαιρετικό
Αυτό σημαίνει ότι ήταν ακριβώς γραμμένο όπως έπρεπε για το θέμα και το σκοπό που είχε γράφοντάς το.
Δεν είδα πώς το σχολίασαν άλλοι, αλλά καθώς θυμάμαι τι λέχτηκε και για τον Τζι, φαντάζομαι πως κάποιοι θα το ειδαν κάπως
Κι εγώ δεν θα πω πως είναι αριστούργημα. Αλλά για τη θεση του και τον στόχο του, δεν θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα.
Ηθογράφημα εξαιρετικό πάντως
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Καλησπέρα κι ἀπὸ μένα.
Τὸ τέλος εἶναι ἀντάξιο τοῦ ἐξαιρετικοῦ διηγήματος τοῦ Δημήτρη Σαραντάκου.
Περιμένουμε τὸ ἑπόμενο.
@40. Γειά σου Λεώνικε κι εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια.
leonicos said
Περί πολυτονικου
Κι εγώ απόρησα που διάβαζα πολυτονικά σε βιβλίο και δεν το είχα προσέξει
Αλλά γράφω κανονικότατα σε πολυτονικό εκεί που χρειάζεται, χωρίς πρόβλημα, εννοώ δε και όλα τα συμπράγκαλα με τις υπογεγραμμένες
Η βαρεῖα μπαίνει όταν τονίζεται η λήγουσα και παίρνει οξεῖα, αλλά δεν έπεται σημείο στίξης. ἡ οἰκία τοῦ πατρὸς του…. (βαρεία στο πατρὸς) εὑρίσκεται ἐντός. (οξεῖα λόγω τελείας)
Δεν μπαίνει βαρεῖα αν ο τονος προέρχεται από έγκλιση τἂ ἁμἀρτημα τῆς μητρός μου (οξεῖα, λόγῳ έγκλισης τοῦ τόνου)
Νομίζω οτι το ερωτηματικό Τί παίρνει πάντα οξεῖα, αλλά μᾶλλον πρόκειται για κανόνα της καθαρεύουσας και όχι αλεξανδρινό. Το διάασα σε μια ‘κινηση πολιτων για την επαναφορά του πολυτονικού’.
Υπάρχουν κι αυτοί!
gpointofview said
Λένε για μερικούς κατηγορύμενους πως «την τραβάει η φάτσα του την ποινή’, το ίδιο συμβαίνει και με τον ΠΑΟΚ όταν παίζει με ΟΣΦΠ ή Αγιαξ…
Τι VAR, τι ισπανοί διαιτητές, τύφφλα τους έπιασε στο τρίτο λεπτό που κάνει τακουνάκι στον εκτεθιμένο ; Κι όλοι ξέρουμε τι σημαντικό είναι το γκολ στο 3ο λεπτό εκλός έδρας !!
Μήπως ήταν ο Κουβάασος ή κανένας ισπανός ξάδερφλος του στο VAR ; Στα σοβαρ΄λα κάτι τρέχει λες κι έρχονται δασκαλεμ΄ενοι όλοι οι ξένοι !!
leonicos said
τὸ ἁμάρτημα
leonicos said
Για να είμαι τίμιος, γύρισα ξανά και διάβασα και τα σχόλια.
Με ευχαρίστησε πραγματιά που μεχρι περίπου το 50, επειδή μετά αλλάζει το θέμα των σχολιών. όλοι εκφράζονται επαινετικά για το διήγημα.
Θα μου ειτρέψετε όμωενα επισημάνω το 34 του Πέπε, που τα λέει όλα
και όπως του λέει και ο Δυτης Νιπτ. στο 35, θα μπορούσε το τέλος του σχολίου του να το κάνει διήγημα.
Εγώ τα έβαλα δίπλα δίπλα το μυλό μου σαν ένα. Τι με νοιάζει ποιες αράδες έγραψε ο Μαρτίνος και ποιες ο Πέπε.
Εντυπωσιακή στο 40 η Γιάννα, η οποία έβαλε την πραγματική της υπογραφή με το ύφος και το ‘κράζω’ στη συνέχεια.
Και πιστεύω ότι η αφιάρωση του Πέπε στο 45 έπιασε τόπο.
Εππλέον διδάσκει λανθασμένα β) η «κρυψώνα» θέλει περισπωμένη,
αλλά δεν μας λέει γιατί. Την πληροφορούμε επομένως ότι στην ελληνική, τα θηλυκά της πρώτης κλίσης στην ονομαστική έχουν το -α μακρό, όπως και τα ξαδερφάκια τους σε -η. δεν ήσαν παράλογοι οι αρχαίοι! εξου σημαία παίρνει οξεία, μολονότι το ‘αι’ είναι μακρόν, ως γνωστόν.
το α βραχ’υ στην ονμαστική το έχουν τα ουδέτερα στον πληθυντικό, εξου και τὰ δῶρα
Κράξε, κράξε, κράξε, ρε Νοικοκυρη!
sarant said
45 Λεώνικε, μη λες πια «Γιάννα» γιατί σε πιάνει η παγίδα.
leonicos said
Ομολογώ ότι δεν είχα ποτέ προσέξει τη σημασία το γκολ στο τρίτο λεπτό εκτός έδρας.
Μετά κάααααααααααααθονται! Κι ένα ένα να πάει το ματς, πάλι νίκησαν!
Για να μη πάρετε για μπιτ καταμπιτ αστοιχείωτο
leonicos said
Δεν την ξαναλέω. Αλλά τη μύρισα.
Άρα: δεν έχω σινάχι > άρα δεν έχω κορονοϊό > άρα πάμε καλά
mitsos said
¨Ηταν πολύ όμορφο αυτο το ταξίδι πίσω και κάτω ( ακόμα και όταν και στα πιο ψυχοπλακωτικά )
Χρωστάμε πολλά στον Δημήτρη Σαραντάκο.
Νά ‘σαι καλά Νίκο που μας τον γνώρισες.
Είδα προχθές στο Μηνολόγιο πως ο Άχθος ( του Άχθου ) Αρούρης παραμένει άγνωστος. ‘Ισως γι αυτόν πρέπει να φροντίσει ο εγγονός
…………
Νομίζω το σύνθημα της (εθνικής ) ανεξαρτησίας ( και κυριαρχίας ) έδωσε ότι μπορούσε να δώσει. Σήμερα το θέμα είναι οι όροι της διεθνοποίησης. Το θέμα δε της τοπικής ανάπτυξης όλο και πιο έντονα φαίνεται ότι δεν είναι θέμα πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά οικονομικών – πρωτίτως, αλλά και – κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Έχω το βιβλίο, μα ξαναδιάβασα με την ίδια αγωνία το καλοχτισμένο διήγημα. Σαν κινηματογραφική που είναι η γραφή μου άφησε αξέχαστες σαν ζωντανές τις σκηνές του.
Ναι,να συνεχίσουμε με το Βενετσιάνικο Καθρέφτη. Μου άρεσε επίσης. Εκτός των άλλων, έχει ιδιαίτερο γυναικείο ενδιαφέρον
>>ο Εμφύλιος θα πάψει κάποτε να λέγεται «Συμμοριτοπόλεμος» και οι αγωνιστές του θα αποκατασταθούν, όπως τους αξίζει
«Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.»
gpointofview said
# 47
Λεώνικε το 0-1 στο τρίτο λεπτό φέρνει εύκολα το 0-2 ατο 8ο λεπτό. Αλλο αν ο ΠΑΟΚ απόψε έτρεχε κι όπως έχω πει όταν ο ΠΑ:ΟΚ τρέχει δεν μπορεί να χάσει από ελληνική ομάδα έχει μεγαλύτερη ποιότητα παικτών. Τελικά κέρδισε 3-2 και πρέπει να μη χάσει στην ρεβάνς για να προκριθείή να χάσει 3-4 !
Σωτήρς said
Μ’άρεσε το διήγημα κι ας είναι φανταστική η σπηλιά. Έτσι για την ιστορία ας βάλω ένα γεωλογικό χάρτη της Μάνης (Αρεόπολη-Γερολιμένας-Μαυροβούνι). Όποιος μπορεί να τον θέλει σε μεγαλύτερη ανάλυση ας το πει.
Εδώ: https://imgur.com/a/GiqPQKe
sarant said
52 Να’σαι καλά!