Εσείς τσαντίζεστε ή τσατίζεστε;
Posted by sarant στο 27 Ιουλίου, 2020
Ο μπακάλης σαν φτωχύνει τα παλιά τεφτέρια πιάνει, λένε. Θα μπορούσατε να το πείτε αυτό για το σημερινό άρθρο, αφού παίρνει αφορμή (και αντλεί πολύ υλικό) από μια συζήτηση που είχε γίνει στη Λεξιλογία το μακρινό 2008, πριν από 12 ολόκληρα χρόνια (και καναδυό μήνες) και με δική μου συμμετοχή.
Το ερώτημα του τίτλου το είχα τότε θέσει εγώ και το επαναλαμβάνω τώρα εδώ. Φυσικά, η ερώτηση δεν αφορά το αν είστε ήρεμοι τύποι ή ευέξαπτοι, αλλά ποιον τυπο προτιμάτε. Είχα λοιπόν γράψει τότε:
Μου λέει, φίλος και συνονόματος:
Τις 2-3 πρώτες φορές που είδα γραμμένο το «τσατίζω», νόμιζα ότι ήταν τυπογραφικό λάθος. Τις επόμενες, νόμιζα ότι ήταν κωμικός κι αδέξιος εξευγενισμός. Ώσπου άνοιξα τον Μπάμπι κι είδα ότι έχει τον τύπο κατά προτεραιότητα.
Αλλά μάλλον πρέπει νάχω χάσει συνέχειες…
Κι εγώ ομολογώ ότι τσαΝΤίζομαι το ξέρω, έτσι το ‘λεγα ανέκαθεν και μόνο σε μεγάλη ηλικία συνειδητοποίησα ότι κάποιοι «τσατίζονται». Έχω βγάλει το (προσωρινό) συμπέρασμα ότι στην επιλογή του τύπου παίζει ρόλο και το πού μεγάλωσε κανείς. Οι Αθηναίοι έχουν τάση προς το «ντ», οι Βορειοελλαδίτες και οι Κρητικοί προς το «τ». Γι’ αυτό το λόγο και πολλοί ακούνε μόνο τον έναν από τους δύο τύπους στα παιδικά τους χρόνια.
Τα λεξικά μας κατά πλειοψηφία δείχνουν να προτιμούν τους τύπους με Τ.
Το ΛΚΝ έχει πρώτους τους τύπους με Τ (τσατίζω και τσαντίζω, γράφει στο ρήμα), το ίδιο και ο Μπαμπινιώτης, όπως και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας. Αντίθετα, το πιο καινούργιο, το ΜΗΛΝΕΓ, δίνει την πρωτοκαθεδρία στους τύπους με -ντ, αφού έχει πρώτο το «τσαντίζω» και δεύτερο το «τσατίζω».
Κοιτάζοντας τις συχνότητες του Γκουγκλ, βλέπουμε ότι οι τύποι με «ντ» υπερτερούν στο βασικό λήμμα (τσαντίζω έναντι τσατίζω) αλλά πολύ περισσότερο, συντριπτικά, στα παράγωγα (πχ τσαντισμένος έναντι τσατισμένος· μάλιστα το Γκουγκλ, αν ζητήσεις «τσατισμένος» σε ρωταει μήπως εννοείς «τσαντισμένος»). Συντριπτικά υπερτερεί και η «τσαντίλα» έναντι της «τσατίλας» αν και βέβαια κάποιες από τις ανευρέσεις του τύπου «τσαντίλα» αφορούν την αραιοϋφασμένη σακούλα (γιαούρτι στην τσαντίλα), αν και αυτές δεν είναι πολλές. [Και ακόμα λιγότερες θα είναι, υποθέτω, οι ανευρέσεις του τύπου «τσαντίλα» που αναφέρονται στη… χαρακτηριστική μυρωδιά της τσάντας 🙂 ]
Από τα ευρήματα στο γκουγκλ συνάγεται ότι κάποιοι θα λένε μεν «τσατίζω» αλλά «τσαντισμένος». Αυτή την «ασυνέπεια» (τα εισαγωγικά εδώ έχουν σημασία, δεν είναι πραγματική ασυνέπεια) τη συναντήσαμε και στο πρόσφατο άρθρο μας, όπου κάποιοι είπαν ότι λένε ντους αλλά ντουζιέρα.
Πάμε τώρα στην ετυμολογία.
Τα ετυμολογικά λεξικά μάς λένε ότι η ελληνική λέξη προέρχεται από το τουρκικό çatιş(mak), που σημαίνει «συγκρούομαι, αψιμαχώ», και ότι οι τύποι «τσαντίζω» κτλ. προήλθαν με ηχηροποίηση του τ, πιθανώς λόγω παρετυμολογίας με λέξεις όπως «τσάντα».
Αυτό ωστόσο δεν νομίζω ότι κάνει «λανθασμένο» τον τύπο «τσαντίζομαι» διότι όταν δανειζόμαστε λέξεις ελάχιστα μας ενδιαφέρει να μείνουμε πιστοί προς την ξένη γλώσσα από την οποία προέρχεται το δάνειο, ιδίως μάλιστα όταν η γλώσσα αυτή δεν είναι πλέον και τόσο γνωστή στη χώρα μας. Είναι άλλωστε πολύ συνηθισμένο να τροποποιούμε δάνεια -για να πάρω ένα παράδειγμα που έτυχε να το συζητάω χτες, βάζουμε τη μηχανή «στο ρελαντί» και όχι «στο ραλαντί» παρόλο που έτσι προφέρεται το γαλλικό ralenti.
Ανατρέχοντας σε παλαιότερα λεξικά, όμως, βλέπουμε ένα περίεργο πράγμα. Το λεξικό της Πρωίας (εκδόθηκε στη δεκαετία του 1930) γράφει:
τσατίζω: πειράζω ερωτικώς και κατ’ επέκταση πειράζω δι’ υπαινιγμών. Ουσ. τσάτισμα και τσάντισμα.
Τα ίδια γράφει και το λεξικό του Δημητράκου και περίπου τα ίδια το λεξικό Σταματάκου.
Δεν ξέρω αν υπήρχαν πράγματι αυτές οι σημασίες στον μεσοπόλεμο ή λίγο αργότερα. Εγώ τη σημασία «πειράζω με ερωτόλογα» την αγνοούσα εντελώς. Τα λεξικά έχουν και μια αδράνεια, κι έτσι το λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα. που βγήκε στη δεκαετία του 1980, διατηρεί (έστω και στην τελευταία θέση) τη σημασία «πειράζω με ερωτόλογα», ενώ το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη (δεκ. 1990) δεν αναφέρει τα ερωτόλογα αλλά δίνει τον ορισμό
τσατίζω = πειράζω, εξοργίζω με προσβλητικούς υπαινιγμούς
Νομίζω ότι το ΛΚΝ αποτυπώνει πολύ πιο σωστά τη σημασία που είχε (και έχει ως σήμερα) η λέξη τσατίζω/τσαντίζω: εκνευρίζω κάποιον, τον κάνω να θυμώσει.
Πρόσεξα επισης κάτι άλλο περίεργο, οτι στο Γλωσσάριο τουρκικών δανείων εν Ελλάδι του Κ. Κουκκίδη (του υπαρκτού) που έχει εκδοθεί λίγο μετά τη μικρασιατική καταστροφή και περιέχει πάμπολλες λέξεις τουρκικής προέλευσης που σήμερα δεν τις ξέρει κανείς, ΔΕΝ περιέχει ούτε το τσαΤίζω/ομαι, ούτε το τσαΝΤίζω/ομαι, τίποτα, με καμιά σημασία.
Στην παλιά συζήτηση στη Λεξιλογία, ο Θόδωρος Μωυσιάδης είχε αναφέρει ότι «φαίνεται ότι δεν πρόκειται για πολύ παλαιό δάνειο. Με βάση το κριτήριο των πλευρικών διαλεκτικών περιοχών, διαπιστώνουμε ότι δεν απαντά σε καμμία από τις τέσσερεις περιφερειακές διαλέκτους (Κατωιταλική, Ποντιακή, Καππαδοκική, Τσακονική) και αν σύγχρονοι ομιλητές τους ξέρουν τη λέξη, ασφαλώς την έμαθαν αργότερα. Συναντάται εντούτοις στην Κυπριακή και στα ιδιώματα της Κρήτης, όπου επικρατούν οι τύποι τšαττίζω, τšαττώ (Κυπριακή) και τσατίζω (Κρήτη). Επίσης απαντά στο ιδίωμα της Λέσβου, που ανήκει στα βορειοελληνικά ιδιώματα.
Η γλωσσογεωγραφική παρουσία δείχνει ότι πρόκειται για πιο πρόσφατη είσοδο, που πρέπει να έγινε μέσω των διαλεκτόφωνων ομιλητών. Εφόσον τα δάνεια είναι κατά κανόνα μονόσημα κατά την είσοδό τους στη γλώσσα και κατόπιν αναπτύσσουν λεξιλογική δικτύωση (φαινόμενο κλεψύδρας), θα ήταν λογικό να αναζητήσουμε την αρχική σημασία στους διαλεκτικούς χώρους εισόδου.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι κυπριακοί τύποι τšαττίζω, τšαττώ σημαίνουν «πειράζω με αυτοσχέδια δίστιχα – ταιριάζω, συναρμόζω», ενώ ο λεσβ. τύπος τσατίζου σήμαινε επίσης «συναντώ». Κατανοούμε, ως εκ τούτου, ότι αφετηρία υπήρξε το τουρκ. çatmak, που σήμαινε «δένω, συνταιριάζω, ανταμώνω» και αργότερα «συγκρούομαι» (με προσαρμογή στην Ελληνική κατά τα ρ. σε -ίζω). Το επιτατικό τουρκ. ομόρριζο çatişmak έπαιξε κατόπιν αξιοσημείωτο ρόλο στη σημασιολογική εξέλιξη, επειδή διέθετε ήδη τις σημασίες «συμπλέκομαι, αρπάζομαι, αψιμαχώ», γνωστές στους δίγλωσσους ομιλητές που εισήγαγαν το δάνειο στην Ελληνική.»
Πράγματι, τα τσιαττίσματα είναι ευρύτερα γνωστά και έξω από την Κύπρο: πρόκειται για μια έμμετρη αυτοσχέδια αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο ποιητάρηδες, συχνά με τη μουσικη υπόκρουση, φυσικά σε διάλεκτο.
Οπότε, από την αρχική σημασία «πειράζω κάποιον συγκρούομαι με δίστιχα» ή «με ερωτόλογα» ή «με υπαινιγμούς» έχουμε φτάσει στη σημερινή σημασία «κάνω κάποιον να θυμώσει», χωρίς ο σημερινός χρήστης να έχει στο μυαλό του ούτε αυτοσχέδια δίστιχα, ούτε υπαινιγμούς όταν τσαντίζεται ή τσατίζεται.
Σήμερα, κατά τη γνώμη μου και οι δυο τύποι είναι αποδεκτοί. Θυμαμαι έναν φίλο υποτιτλιστή που μου έλεγε ότι σε μια δουλειά που είχε παραδώσει το μόνο που έκανε ο επιμελητής ήταν να διορθώσει σε δυο-τρία σημεία το «τσαντίστηκα» και «τσαντισμένος» σε «τσατίστηκα» και «τσατισμενος», που το βρίσκω κωμικό σαν στάση. Παλιότερα (πχ πριν από 15 χρόνια) συναντούσα κι εγώ κάποιους που θεωρούσαν «λάθος» τους τυπους «τσαντίζομαι, τσαντισμένος» αλλά τώρα τελευταία δεν έχω προσέξει τέτοιες περιπτώσεις.
Οποτε, θα έλεγα σε όσους χρησιμοποιούν τον τύπο «τσαντίζομαι» να συνεχίσουν εντελώς απενοχοποιημένα να τον χρησιμοποιούν -ή αλλιώς: «τσαντιστείτε ελεύθερα»!
Και για να επιστρέψουμε στο ερώτημα του τίτλου: Εσείς πώς μάθατε παιδιόθεν αυτές τις λέξεις; Με τ ή με ντ; Τσαντίζομαι ή τσατίζομαι; Τσατίλα ή τσαντίλα; Τσατισμένος ή τσαντισμένος; Τσάντισμα ή τσάτισμα; (Και, για να δούμε αν όντως υπάρχει η γεωγραφική διάσταση, σε ποια περιοχή μεγαλώσατε/ από πού ήταν οι γονείς σας;)
rizes said
Εμείς, είμεθα αλλού κ. Σαραντάκο.
https://vgiannelakis.wordpress.com/2013/09/12/%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b3%ce%ba%ce%ac%ce%ba%ce%b9-%cf%80%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af%cf%82/
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα !
To σωστό πρέπει να είναι «τσατιζομαι», αλλά δεν ακούγεται ωραία η «τσατίλα», οπότεε από εκεί προέκυψε και η αλλαγή… Οφείλουμε να πούμε ότι και ο Χρηστάκης στο «Πουλί», το 1976, λέεο «Και ας τσαΤΙζονται πολλές».
dryhammer said
Καλημέρα! Καλή βδομάδα!
Εγώ το ‘ξερα και τ’ άκουγα τσαΤίζομαι. Το τσαΝΤίζομαι το πρωτάκουσα φοιτητής στη Θεσ/νίκη από Πατρινιά και θεώρησα πως είναι τοπικό ιδίωμα. Αργότερα το άκουγα (το ντ) στη Χίο από μη Χιώτες, αλλά από που καταγόταν ο καθένας, θα σας γελάσω…
nikiplos said
ΤσαΝτίζομαι το έμαθα, Αττική και Νότια Πελοπόννησος. Το τσαΤίζομαι το άκουσα στα τέλη των φοιτητικών μου χρόνων όταν τα είχα με κοπέλα από τα Γιάννινα.
ΓΤ said
φτωχΗνει —> φτωχΥνει
(http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CF%84%CF%89%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CF%89&dq=)
https://sarantakos.wordpress.com/2018/07/16/tefter-2/
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Εγώ (δυτική Αιτωλοακαρνανία) το άκουσα πρώτη φορά τη δεκαετία του 80(μαθητής – θυμάμαι ότι με ενόχλησε, μου φάνηκε πολύ πρωτευουσιάνικο).Με ντ το θυμάμαι
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Εγώ είμαι τριατατικός και τα λέω τσεκουράτα: Τσατίλα, τσατίζομαι, τσατισμένος.
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα και καλή εβδομάδα!
Τι ρωτάς ρε Νίκο, εμείς, γενικά, «Τούρκοι γινόμαστε» (κι επίκαιρο είναι και αποφεύγουμε έτσι τα ψευτοδιλήμματα 😂😂).

Νέο Kid said
Τα κυπριακά παραδοσιακά δίστιχα , κάτι σαν τις Κρητικές μαντινάδες, ΔΕΝ λέγονται τσιαττίσματα, αλλά τσιατιστά. Και προφέρονται με ένα τ , όχι με δύο.
atheofobos said
Γεννημένος στην Αθήνα μόνο με Ν το ήξερα και το άκουγα.
Μάλιστα και το επώνυμο που προέρχεται από την τσαντίλα, Τσαντίλης είναι με Ν.
Τσατίλης δεν υπάρχει και δεν γουγκλίζεται.
Γιάννης Κουβάτσος said
Καλημέρα.
Τσαντίζομαι το λέω ανέκαθεν. Τα τσατίζομαι/τσατίλα τα βρήκα γραμμένα σε λογοτεχνικά κείμενα. Είναι απαραίτητο το ντ, για να εκφράσεις τον θυμό σου, ένα τσουρούτικο τ τι να σου κάνει;☺
Πάνος με πεζά said
Αντίστοιχα κάποιος γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, δε θα έχει ακούσει χωρίς αρχικό «γ» τη λέξη «κ@#λί» και τα παράγωγα… 🙂
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Τσατίζομαι το έμαθα, προσφυγικές οι ρίζες μου αλλά ενδεχομένως να είναι επίκτητο (στη Β. Εύβοια γεννήθηκαν οι γονείς μου). Ακούω όμως και ίσως λέω και τα δύο, δεν με εκπλήσσουν.
BLOG_OTI_NANAI said
Καλημέρα!
Απ’ ότι ακούω τον εαυτό μου, «τσαντίζομαι». Άλλωστε το γράφω κι έτσι.
ΚΩΣΤΑΣ said
Εγώ τσαΤίζομαι όταν ακούω τον άλλον να λέει τσαΝΤίζομαι. Όχι λόγω Μπάμπι, αλλά επειδή έτσι το έμαθα στη γλώσσα μαμάς μου και μπαμπά μου.
Και χαρακτηρίζω κάποιον νευρικό και ευέξαπτο τσατή(ι)λα;;;. Άντε να τον πεις τσαντήλα, τυροκομικό πανί! 😉
BLOG_OTI_NANAI said
Έτσι με μια ματιά, βλέπω ότι στα έντυπα κυριαρχεί το «ντ» σε ποσοστό 4 προς 1 σε σχέση με το «τ».
gpointofview said
Κι εγώ τσαΝΤίζομαι όταν με τσαΤίζουν !!
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια! Πολύ καλά κάνετε που προσδιορίζετε προέλευση.
phrasaortes said
Από Δράμα, στον προφορικό λόγο πάντα λέω «τσατίζομαι», όμως έβρισκα ενστικτωδώς το «τσαντίζομαι» σωστότερο, λογικά επειδή αυτή η γραφή προτιμάται στην συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων που διαβάζω.
Νέο Kid said
Επίσης, δεν υπάρχει ο τύπος «τσιαττώ» , αλλά μόνο τσιαττίζω =σκαρώνω τσιαττιστά.
Δεν ξέρω πού βρήκε ο γλωσσολόγος τον τύπο «τσιαττώ»… πιθανολογώ εκεί που βρήκε και την ετυμολογία του σιεφταλιού από τον Σεφ Αλή … (Δηλαδή στη σπηλιά του Αλη μπαμπά )
Γιάννης Κουβάτσος said
Άρα οι νότιοι τσαντιζόμαστε, ενώ οι βόρειοι τσατίζονται. ☺
leonicos said
Κι εγώ ομολογώ ότι τσαΝΤίζομαι το ξέρω, έτσι το ‘λεγα ανέκαθεν και μόνο σε μεγάλη ηλικία συνειδητοποίησα ότι κάποιοι «τσατίζονται».
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σε μένα
Κι ενδομύχως τσαΝΤίζομαι με αυτούς που τσατίζονται, αλλά ευτυχώς δεν μου συμβαίνει συχνά
Έχω χρόνια ν’ ακούσω τη λέξη και αμφιβάλλω αν τη χρησιμοποίησα ποτέ ως ρήμα. Πιο πολύ τρέχει νομίζο το τσαντισμένος και τσαντίλας
Τὠρα… αν τον τσαντίλα τον πςι;τσατίλα….. του αφαίρεσες όλο το τσάντισμα. Τί σα σου κάνει ένα σκέτο τ μπροτά σ’ ένα θορυβώδες ΝΤ;
leonicos said
νομίζο ;
Τα ρήματα τα γράφουμε με ω-μέγα, λόγω του προσφύματος -jω (συνεσταλμένο / ego/
Αν ξέρεις τόσα… γράφ’ το και με ό-μικρον
ΚΩΣΤΑΣ said
Τσαντίζομαι, μήπως τρώω τσαντιές; 😄
leonicos said
1 Ρίζες
Από πότε οι Λαιστρυγόνες θηλύκωσαν; (εννοω έγναν θηλυκοι) από αγριάνθρωποι;
Οι Λαιστρυγόνες δεν θηλυκώνουν (ταιριάζουν) στο θηλυκό.
Δεν αρκεί ο Καβάφης. Χρειαζεται και ο Όμηρος καμιά φορά
leonicos said
μπακάλης σαν φτωχύνει τα παλιά τεφτέρια πιάνει
Σαραντάκο…
δεν σε ξέρω ούτε μπακάλη ούτε φρτωχό
ΣΠ said
Καλημέρα.
Στην Θεσσαλονίκη μεγάλωσα με τσατίλες. Οι τσαντίλες ήρθαν αργότερα.
leonicos said
κάποιοι είπαν ότι λένε ντους αλλά ντουζιέρα.
όπως κι εγώ
antonislaw said
Καλημέρα σας!
Στην Κρήτη που μεγάλωσα τσατίζομαι (με τσάτισες) και τσατίλα λέγεται. Μετά στην Αθήνα όπου έζησα σίγουρα το τσαντίλα ακουγόταν καθώς και το τσαντίζομαι.
Επίσης σε ένα βιβλίο Συλλογή Ξενόγλωσσων Λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη, του Ιδομενέως Παπαγρηγοράκι (2ο Βραβείο Διαγωνισμού Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών), δεν αναφέρει ολωσδιόλου τη λέξη. Η αλήθεια είναι ότι τη λέξη πχ η γιαγιά μου (πέθανε το 1995) νομίζω ότι δεν τη χρησιμοποιούσε , μάλλον θα έλεγε για κάποιον που τσατίστηκε ότι πχ μάνισε (μανίζω=θυμώνω), μανιστικά — επίρρ. με οργή, με μανία, ξεμανίζω — παύω να είμαι θυμωμένος, μού περνά ο θυμός.
Λέει και η Αρετούσα στον κύρη της (415):
Θωρώ, με δίχως αφορμήν αγριεύγεις και μανίζεις·
παιδί σου είμαι και σκλάβα σου, και τη ζωή μου ορίζεις.
Το ρήμα μανίζω εμφανίζεται και ως μεταβατικό, προκαλώ το θυμό, εξοργίζω:
«ποιος έκλεψε το ‘κόνισμα κι εμάνισέ σε τόσο (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 32)»
μη μανίζεις το κοπέλι (μην του μιλάς άγρια)
http://greek_greek.enacademic.com/95058/%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B6%CF%89
http://erotokritos.users.uth.gr/erotokritos.htm
http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B6%CF%89&loptall=true&dq=
dimosioshoros said
Ωραίο τσατ σήμερα.
Στην Πρέβεζα άκουγα από κόσμο της υπαίθρου ‒ποτέ στο πρεβεζο-αιγιώτικο σπίτι μου‒ «τσαντίλα» με τη σημασία της σακούλας με γιαούρτη (ι) καθώς και το επώνυμο Τσαντίλας (με προέλευση από την ύπαιθρο). Αργότερα, ως φοιτητής, άκουσα τσατίλα / τσατίλας / τσατισμένος σε αθηναϊκό περιβάλλον. Μπορεί να ήταν και «τσαντίλα».
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Μην εξάπτεστε ρε παιδιά. Ο κορυφαίος σχολιαστής στο μνημειώδες σχόλιο 7 βάζει, με την καταλυτική του παρέμβαση, τα πράγματα στη θέση τους με ευπρέπεια και ακλόνητα επιχειρήματα.
leonicos said
Σκέψυ τωρα τον Τζι
να τονε πούμε Τι
δεν είναι βέβαια το ίδιο
μα μοιάζει με μιμίδιο
κι αν μου βγαίνει ρίμα πρίμα
δεν φταίω εγώ αλλά ο Γιαννελάκης
που μου αρεσει ως ποιητής
ήγουν τονε γουστάρω
αλλ’ είναι στ’ όνομα μακρύς
και πού να τον ριμάρω
MoD said
Λόγω μικρασιατών προγόνων (ίσως;)… τσατίζομαι και τσατίλα. Το τσαντίζομαι που φαινόταν πάντα καθωσπρεπισμός…
MoD said
…μου φαινόταν…
leonicos said
9 Νεοκίδιε
Σε παρακαλώ έλεγξέ το. Πρέπει να σημαίνει ‘τσαΚιστά’ και πιθανώς να είναι με δύο ττ, αυτό το γνωστό κυπριακό ττ, ππ, κκ που μοιάζουν σαν πνιγμένα d, b, g
dimosioshoros said
Καλό αυτό, ότι τις ξένες λέξεις τις τροποποιούμε. Ή δεν μπορούμε να τις αποδώσουμε όπως είναι.
Παράδειγμα ο τζόκερ (που τον χαρήκαμε ιδιαίτερα κι εφέτος σαν λέξη) του οποίου κανένας φθόγγος δεν συμπίπτει με τους αντίστοιχους του joker.
Όπως και με τη Αντάντ που κανένας φθόγγος της δεν συμπίπτει με εκείνους του γαλλικού πρωτότυπου Entente.
dryhammer said
25. Προέρχονται από το «Λες τρυγόνα ‘μ’ (να σε βάλω κάτου;)»
leonicos said
11
Χαίρομαι Γιάννη που συμφώνησα μαζί σου, πριν σε διαβάσω καν
Jago said
Γνωρίζω και τους δύο τύπους ως Κρητικός διαμένων στην Αττική. Πάντως υπάρχει επώνυμο Τσαντίλας από την Πελοπόννησο μέχρι τη Βέροια, με την πρωταθλήτρια Μάνδρα Αττικής να επιχωριάζουν 56 Τσαντίλες.
https://apps.vrisko.gr/apo-pou-krataei-i-skoufia-sou/%ce%a4%cf%83%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%af%ce%bb%ce%b1%cf%82
sarant said
29 Γι αυτό λένε οτι είναι πρόσφατο σχετικά δάνειο
36 Ωραία παραδείγματα!
leonicos said
31
Μ’ άκανες και ξαναπήγα στο 7 λέγοντας μέσα μου…. ο πολυωνυμος και μου ξέφυγε;
divolos said
Στο Βόλο, με μαμά από την περιοχή και μπαμπά από δυτική Mακεδονία, λέμε τσατίζω, τσατίλα, τσατίζομαι, τσατισμένος χωρίς ντ. Η προφορά με ντ μου φαίνεται εντελώς παράταιρη. Επίσης τζαντίλα με τζ το πανί για στράγγισμα του γάλατος ή του τυριού.
H. Mandragoras said
Τσαντίζομαι στην Άνδρο. Το τσατίζομαι πρώτη φορά το ακούω σήμερα.
Και καθώς γράφω, βλέπω ότι ο διορθωτής υπογραμμίζει τη λέξη με το ντ. :-O
Άρης Γαβριηλίδης said
α. Κερατσίνι, δεκαετία ’50, στην αλάνα το λέγαμε «τσαντίστηκε».
β. 1967, στο φροντιστήριο για το «ακαδημαϊκό», στου Παπατζανάκη, στον Πειραιά, στην ώρα των λατινικών, μια σχολική τσάντα γλιστρά από το θρανίο και σκάει με γδούπο στο πάτωμα. Ο καθηγητής σχολιάζει «η τσάντα ετσαντίσθη. Και τσαντισθείσα έπεσε».
γ. Υπάρχει και ο τσαντίλας και ο τσαντιλιάρης, που τσαντίζεται εύκολα.
Antonis Daremas said
Στην οικοδομική ορολογία τσατίζω σημαίνει στεγάζω, βάζω-κατασκευάζω το τσατί(σκεπή).
sarant said
43 Πρώτη φορά σήμερα;! -και δες διαφορά απο σχ. 42
Γς said
Τσαντίστηκα, τσατίστηκα και όχι μόνο
Τσαντίστηκα κι εγώ εχτές και έγραψα «τσαντΗστηκα» εδώ σ ένα σχόλιο.
Σαν παραλλαγή μετάλλαξη που δεν πιάνει.
Παραλλαγές γενετικής, στρατού, μουσικής, variations, βαριετέ
Ντάξη, μην βαράτε!
π said
Καλημέρα.
Εγώ φαίνεται ότι, περιέργως, μεγάλωσα σε περιβάλλον που δε χρησιμοποιούσε ολωσδιόλου τη λέξη. Την πρωτοείδα σ’ ένα παλιό λεξικό ή γλωσσάρι της αργκό, κάτι τέοιο, με τ: «τσατίζομαι». Μιας κι εξακολουθούθσα να μην την έχω ακούσει, θεώρησα ότι θα πρόκειται για κάτι παλιό και απαρχαιωμένο. Αργότερα άρχισα και να την ακούω, με ντ – τσαντίζομαι. Την έμαθα, τη συνήθισα, την υιοθέτησα. Αριά και πού, ανάμεσα στα πολλά «τσαντίζομαι», άκουγα από μερικούς και λίγα «τσατίζομαι» όπως στο λεξικό, και η σκέψη μου ήταν: «κοίτα να δεις, απαρχαιωμένο αλλά υπάρχει ακόμα!».
Οπότε, ο διαφορετικός τύπος δε με ξενίζει, αλλά πάντως οι οικείος είναι με -τ-.
Αθήνα όλα αυτά.
_____________________________
Δεν ήξερα ότι υπάρχει γλωσσογεωγραφικός διαχωρισμός. Πάντως το ότι οι Κρητικοί δε λένε «τσαντίζομαι» (αλλά «τσατίζομαι»), όσο κι αν δεν το είχα παρατηρήσει, είναι εύλογο, γιατί θα έπρεπε να πούνε «τζαντίζομαι», όπως λένε τζιγκούνης, ατζίγγανος, τζιμπάω, ντεμπέλης και άλλες προληπτικές αφομοιώσεις ηχηρότητας.
_____________________________
Α, ώστε και τα τσιαττίσματα έχουν σχέση! Μέικς σενς, μετά από όλη αυτή την αναδρομή στην ιστορία της λέξης. Εδώ θέλω να σχολιάσω ότι από Κυπρίους το βλέπω πάντα με δύο τ, και νομίζω ότι δύο τ ακούω και στην εκφώνηση στην αρχή του βίντεο της ανάρτησης, οπότε, Κιντ (#9), αν επιμένεις για το ένα τ, μήπως υπάρχει πολυτυπία ή ιδιωματική ποικιλία; Όσο για το τσιάττισμα, ακούγεται γύρω στο 10’30» του βιντέου.
Παρεμπιπτόντως, το βιντεάκι είναι εξαιρετική επιλογή. Δεν υπάρχει ηχογράφηση ή βίντεο που να ξεκαθαρίζει καλύτερα τι είναι τα τσιαττιστά, η διαδικασία τους, οι τρόποι αυτοσχεδιασμού και η ικανότητα των αυτοσχεδιαστών, οι σταθεροί τόποι της στιχουργίας, η ιδιαιτερότητα έναντι 12νησιακών ή κρητικών μαντινάδων κλπ.. Προέρχεται από τις ανέκδοτες καταγραφές του Τζέιμς Νοτόπουλου γύρω στο 1950-1955, που ήρθαν στο φως πολύ πρόσφατα. Είναι ένα τεράστιο αρχείο με επιτόπιες ηχογραφήσεις από πολλά μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά -απ’ όσο έχω αντιληφθεί- μόνο τα κυπραίικα υπάρχουν στο ΥΤ.
B. said
Τσαντίζομαι, στην Αθήνα. Πρωτοάκουσα το τσατίζομαι στην Κρήτη.
Αγγελος said
Αθηναίος. Με ντ το ήξερα πάντοτε. Θυμάμαι όμως ένα χρονογράφημα της Βραδυνής, προδικτατορικό, που σχολίαζε τις μάγκικες λέξεις που χρησιμοποιούν τα μικρά παιδιά και έγραφε σε διάλογο «μαμά, μη με τσατίζεις», και πιο κάτω «δεν ξέρεις τι είναι το τσάτισμα; Ω, μαμά, είσαι πολύ πίσω!». Μικρός κι εγώ τότε, δεν είχα καν αναγνωρίσει τη λέξη!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ως κρητικιά, τσατίζομαι. Μανίζω και διαολίζομαι για πιο .. κρητικά 🙂 . Λέω βέβαια πια και τσαντίζομαι κατά μίμηση.
Τα τσακίσματα στην Κρήτη αφορούν το χορό, είναι το «σπάσιμο» του κορμιού, το τσαλίμι.
Τα κοτσάκια της Νάξου πχ, ως είδος δίστιχων, νομίζω είναι ανάλογο με τα τσιατιστά της Κύπρου.
Μαντίλα λέμε την τσαντίλα (του τυριού) και μαντιλίδια τα πανιά των μωρών.
BLOG_OTI_NANAI said
Σε ένα άρθρο του Ηλία Πετρόπουλου (αφιερωμένο στη λέξη «γιούργια») περνάει και μια κριτική στο «ντ»:
Παναγιώτης Κ. said
«Τσατίζομαι» για να μεταφέρει όλη την ένταση της οργής.
Αν βάλεις το Ν τότε η οργή είναι ιμιτασιόν. 🙂
(Από Γιάννενα).
voulagx said
Νικοκύρη, σήμερα πολύ με τσάτισες! (αλλά θα μου περάσει, μη τσαντίζεσαι) 🙂
BLOG_OTI_NANAI said
Κάποιες εκδοχές:
Πέπε said
@48
Μα τι έγραψα;
Οπότε, ο διαφορετικός τύπος δε με ξενίζει, αλλά πάντως οι οικείος είναι με -τ-. > ο οικειος είναι με ΝΤ βέβαια!
BLOG_OTI_NANAI said
Και ένα σπάνιο συμβάν, όπου κατά την απομαγνητοφώνηση, μπήκαν στο ίδιο κείμενο με απόσταση τριών γραμμών και οι δύο τύποι:
loukretia50 said
Με εκφράζει μόνο το «θορυβώδες -ντ «.
Τσαντίζομαι πολύ συχνά
Μια τσάντα με κοτρώνες
κρατάω πάντα εφεδρική
για φαύλους κι αλαζόνες.
Κι όταν μια λέξη με γυρνά
σε μονοπάτια σκοτεινά
ξεχνάω τους κανόνες
Δεν είμαι επιθετική
μα δε θα υποχωρήσω
Με τ΄άδικο αγανακτώ
και ευστοχία αποκτώ
Κι αν κάποιος ύπουλα χτυπά
και φασαρία αναζητά
δε θα του τη χαρίσω
Δεν είναι καλωσύνη μου
αν δεν πετάω βαράκια
σ΄εκείνους που δεν εκτιμώ.
Μετουσιώνω το θυμό
και να βαράω προτιμώ
μονάχα με στιχάκια
ΛΟΥ
Και πάντα στη βιασύνη μου
ξεφεύγουν και λαθάκια
(μικρό το κακό, n’est-ce pas?)
spiridione said
Μια παλιά συζήτηση, σχόλια 123 και κάτω
https://sarantakos.wordpress.com/2019/08/28/guardian/#comment-601823
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
58 Τώρα με τσάτισες και δε θα σου ξαναμιλήσω. Ποτές πχιά.
loukretia50 said
60. Θα μου τραγουδάς μόνο?
Georgios Bartzoudis said
# Ούτε τσανdίζομαι, ούτε τσαntίζομαι, ούτε τσατίζομαι. Προτιμώ να τσια-τί-ζου-μι, Μακεδονιστί και μόνον! Δεν διέπομαι από καμιά τσια-τί-λα και δεν τσια-τί-ζου-μαν όταν οι μεγαλύτεροι με έστελναν να τσια-τί-σω δυο ζώα ώστε να βόσκουν και να περιφέρονται μαζί. Και όταν η μάννα έπηζε τυρί το έβαζε στην τσέν-dλα για να στραγγίσει, χωρίς να ρωτήσει κανένα …λεξικό! Εμένα πάντως με τσια-τί-ζουν οι σύντροφοι που δεν ανέχονται την αυστηρή κριτική παρά μόνο την …χαϊδεύουσα ώτα! Καλό είναι πάντως να μην τσια-τί-ζου-μα-στι με το παραμικρό, διότι έτσι …τσια-τι-ζου-μι κάποιον Μωϋσιάδη (τον οποίο πάντως, δεν ενοχλούν τα τσια-τι-σμέ-να ζώα).
Μπάμπης α. said
Ζω στη Βέροια και πάντα τσαντίζω, τσαντίζομαι το ακούω (και το λέω), το «τσατίζομαι» πιο πολύ γραπτό σε κείμενα το έχω δει.
sarant said
63 Ωστε και στη Βέροια πέρασε το «αθηναϊκό»
59 Κοίτα να δεις, περσινή συζήτηση και να μην τη θυμάμαι!
Κιέχει μερικά ενδιαφέροντα ευρήματα του Μπλογκ (133, 134, 150) που θα έπρεπε να μπουν σε τούτο εδώ το άρθρο αν το είχα θυμηθεί. Καλά το συνοψίζεις στο 144.
57 Περίεργο!
ΓιώργοςΜ said
60-61 κάτι τέτοιο;
Πουλ-πουλ said
«αφετηρία υπήρξε το τουρκ. çatmak, που σήμαινε «δένω, συνταιριάζω, ανταμώνω»
Προφανώς από εκεί προέρχεται και ο παραδοσιακός τσατμάς, ο ελαφρύς τοίχος που βασίζεται σε ένα ξύλινο σκελετό, ο οποίος γεμίζει με χύδην υλικά (βότσαλα, κλαδιά, καλάμια) και τελικά σοβα(ν)τίζεται.
Πέπε said
Η τρέχουσα και κοινή σημασία του ρήματος σήμερα είναι βέβαια «εκνευρίζω – εκνευρίζομαι». Αλλά παρατηρώ ότι τα λεξικά, σύμφωνα τουλάχιστον με τη σύντομη αναφορά της ανάρτησης, δεν αναφέρουν το ιδιαίτερο υφολογικό επίπεδο της λέξης:
Δεν είναι βέβαια πια αργκό (όπως την είχα βρει σε παλιά πηγή, βλ. #48) ή μάγκικη (όπως την είχε βρει σε λιγότερο παλιά πηγή ο Άγγελος, #50), οπωσδήποτε όμως έχει έναν αέρα οικειότητας, απουσίας τύπων. Δε συνηθίζεται να τη γράφουμε σε εκθέσεις, να την ακούμε στις ειδήσεις ή να την πούμε σε κάποιον στον οποίο μιλάμε στον πληθυντικό.
_______________________________
Τώρα τις προάλλες δεν είχε γράψει ο Νικοκύρης κάτι για μια «βέργα» που διαβαθμίζει μια έννοια ανάμεσα σε δύο ακραίες τιμές; Με τα ρήματα που σημαίνουν «προκαλώ / μου προκαλούν το Α ή Β συναίσθημα» (π.χ. θυμό) έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς τέτοιες «βέργες»: θυμώνω, τσαντίζω, εκνευρίζω, νευριάζω, εξοργίζω, και τόσα άλα, σημαίνουν βασικά το ίδιο πράγμα αλλά σε διαφορετικούς βαθμούς έντασης.
Παρεμπιπτόντως, έχω διαπιστώσει ότι οι μαθητές τείνουν να ξεχάσουν τη λέξη «θυμώνω» και να την αντικαθιστούν με το «νευριάζω». (Κανονικά βέβαια δεν είναι το ίδιο – δε νευριάζεις αν σου σκοτώσουν τη μάνα και τον πατέρα, ούτε ξεκινάς πόλεμο επειδή νευρίασες με κάτι.) Το παρατηρώ εδώ και χρόνια να συμβαίνει με συστηματικότητα, μαζί με το «λησμονώ = νοσταλγώ», μια ορισμένη κατηγορία σχιζολεξιών (είχα ξανά έρθει, το πρώτο είδα) και μερικά άλλα περίεργα που δεν έχουν να κάνουν με συγκεκριμένο περιβάλλον και τόπο.
BLOG_OTI_NANAI said
Άσχετο, αλλά βρήκα τις πιθανές προελεύσεις του ονόματος της γνωστής μηχανής αναζήτησης «Γκούγκλ». Αν γίνει ποτέ σχετικό άρθρο, παρακαλώ να ληφούν υπόψη:
Γιάννης Κουβάτσος said
Ρε σεις, κάνανε απόπειρα δολοφονίας στον Στέφανο Χίο! Τσαντίστηκα τώρα, με βροντερό το ΝΤ!
BLOG_OTI_NANAI said
64: Ούτε εγώ θυμόμουν τη συζήτηση… Οι εικόνες ας μπουν κι εδώ στο ομώνυμο άρθρο:
sarant said
70 Α μπράβο!
68 🙂
67 Μεγαλύτερη απόσταση υπάρχει στο λησμονώ/νοσταλγώ παρά στο θυμωνω/νευριάζω
BLOG_OTI_NANAI said
70: Δηλ. «τσάτισμα» με έννοιες «πείραγμα», «επίμονο φλερτ».
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
65 Ε όχι και Νταλάρα στη Λου! Μετά δε θα μου ξαναμιλήσει αυτή, ούτε κι εγώ στον εαυτό μου.
Λεύκιππος said
Για το γιαούρτι τσαντίλα, για τον θυμό τσατίλα στην Βόρειο Ελλάδα. Δύο διαφορετικές λέξεις για δύο διαφορετικές έννοιες.
Πέπε said
71 γ:
Αγεφύρωτη απόσταση. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς προέκυψε, πάντως όχι από σημασιολογική μετακύλιση. Από κάποια παρανόηση, κάποιον ηχητικό συνειρμό, ποιος ξέρει…
Άσχετη περίπτωση από το θυμώνω-νευριάζω. Τα αναφέρω μαζί απλώς επειδή και τα δύο τα συναντώ συστηματικά.
H. Mandragoras said
46-42. Διάβασα και το 42. Στην Άνδρο το τυροκομικό πανί είναι κυρίως σαντίλα με σ (αν και λέγεται και η τσαντίλα). Δεν θα συνεννοηθούμε Βολιώτες και Αντριώτες 😛
Γιάννης Κουβάτσος said
«Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου.»
Από την κλασική μετάφραση του «Φύλακα στη σίκαλη», διά χειρός Τζένης Μαστοράκη εν έτει 1978.
mitsos said
Τσαντίζω και τσαντίζομαι το έμαθα πΑΙδιόθεν
Αλλά και τσαντίλας αυτός που είναι ευέξαπτος
Σε αυτό το τελευταίο εικάζω πως γίνεται ένα μπέρδεμα με την τσαντήλα ( πανί για σούρωμα τυριών , γιαουρτιών κ.λ.π.
Και ίσως από εκεί στην παρετυμολόγηση βικιλεξικού : τσαντίλα < σλαβική čedilo (σουρωτήρι) < πρωτοσλαβική *cědidlo < *cěditi (σουρώνω, διηθώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skéyd-sti < *skeyd- (διαιρώ, χωρίζω)
που περίμενα να σχολιάσει ο Νικος ή κάποιος άλλος.
Νομίζω πως κάποιος ειδικότερος εμού θα ήταν καλό να διορθώσει και το βικιλεξικό ( και είναι εύκολο )…
γιατί μπορεί να τσαντιστεί κανένας τσαντίλας 🙂
Voyageur autour de la chambre said
Κι εγώ από Μυτιλήνη με -τ- το ξέρω: τσατίζομαι. Έχω όμως την εντύπωση ότι αν το ακούσω με -ντ- ίσως και να μην αναγνωρίσω τη διαφορά.
Κι ένα σχετικό περιστατικό από τα σχολικά μου χρόνια (Γυμνάσιο ή Λύκειο): Σε μάθημα Ιστορίας για τον Αττίλα (τον Ούννο) ρωτά η καθηγήτρια πώς αλλιώς τον λέγαν – εννοώντας «Μάστιγα του Θεού». Η απάντηση έρχεται από συμμαθητή: «Τσατίλα!».
Ατακαμα said
Δηλαδή υπάρχει κόσμος που λέει τσατιλα και όχι τσαντιλα;
ΚΩΣΤΑΣ said
Είναι αποδεδειγμένο ότι οι βόρειοι Έλληνες έχουν καλύτερο γλωσσικό αισθητήριο από τους νότιους. 😜 Ας αφήσουμε στην άκρη το σουβλάκι και το καλαμάκι … κλπ. Ας πάμε σε σημερινό παράδειγμα: «Έχω μια τσαντίλα», τι καταλαβαίνετε εσείς οι νότιοι, έχω ένα πανί για στράγγισμα τυριού ή είμαι νευριασμένος; Εδώ σε θέλω μάστορα που περπατάς στα κάρβουνα! (κλεμμένο, ξέρετε από ποιον) 🤗
venios said
Τσαντίζομαι, τσαντίλα, τσαντίλας: λέξεις του δρόμου (Αθήνα)
Γιάννης Κουβάτσος said
81:Δεν έχουμε τσαντίλες στην Αθήνα, δεν είμαστε βλάχοι. 😜 Η λέξη είναι μονοσήμαντη για μας.
sarant said
79 Καλό!
80 Όπως βλέπεις… 🙂
ΚΩΣΤΑΣ said
83 😉
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
79 Και σε μας είχε γίνει παρόμοιο σκηνικό αλλά με τον Σκαττίλα και τους Γουρούννους.
Πέπε said
@81, 83:
Δεν έχουμε τσαντήλες εμείς οι νότιοι; Σάματις εκείνοι, οι Βόρειοι, άλλη δουλειά δεν κάνουν όλη μέρα μόνο να πήζουν το γιαούρτι; Έτσι κι αλλιώς η έννοια (με οποιαδήποτε λέξη) είναι εντελώς φολκλόρ.
Τόσοι αργόσχολοι μπολσεβίκοι βγήκαν να ισχυριστούν «εμείς τσαντήλα λέμε το τέτοιο για το γιαούρτι» και κανείς δε βρέθηκε, μετά από τόσες ώρες στον ουρανό του διαδικτύου, να τους διορθώσει: «το ΛΕΓΑΤΕ».
Γιώργος said
(σχόλιο 78)
Την τσαντίλα, με «ι» την ξέρω (από μικρός στο Καρπενήσι) και έτσι την έχει και το ΛΚΝ (αυτό το έμαθα στην Αθήνα) http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22%CF%84%CF%83%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BB%CE%B1+1%22&dq=
loukretia50 said
65. ΓΜ
Αν εκφράζεσαι με νότες
συντονίζονται κι οι κότες!
———————————-
Σαν πιω κρασί ζαλίζομαι, δεν τσαντίζομαι
Τραγουδώ
Και χαλαρά βυθίζομαι και λικνίζομαι
στο σκοπό
Για κόντρες δε σκοτίζομαι μα – ορκίζομαι!
δεν ξεχνώ!
ΓιώργοςΜ said
87 Καταρχάς δε χρησιμοποιείται η τσαντίλα στο πήξιμο του γιαουρτιού. Βάζει κανείς μαγιά στο γάλα και τέλος. Χρησιμοποιείται μόνο για να το στραγγίξει κανείς (σπανίως γίνεται).
Κατατέλος, για οικιακή παραγωγή τυριού, είναι απαραίτητη. Η μάνα μου ακόμη τη χρησιμοποιεί, όταν πήζει φρέσκο τυρί για την τυρόπιτα στο χωριό, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να φτιάξουν τυρί στο σπίτι, τώρα με τους κυριλέ τηλεμάγειρους πρέπει να έχει αυξηθεί το ποσοστό και στα άστεα (σικ, μωρέ!), αλλά πιθανόν να την αναφέρουν με κάποιο εξωτικό όνομα, φίλτρο τυροκόμησης ξερωγώ…
ΓιώργοςΜ said
89 Κότα εγώ; Με προσβλύνετε, Αποχωρώ διαμαρτυρόμενος, πάω να κλωσήσω τ’ αυγά μου.
loukretia50 said
91. Mεγαλόθυμε συσχολιαστή!
Αντί να σκεφτείς το προφανές – συσχετισμός με το προηγούμενο σχόλιο και να θεωρήσεις ότι κλωσσάω μετά μουσικής!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Λες κάτι λόγια που με κάνουνε τσαντίλα,
βάλε φραγμό για να μην πάθεις καμιά νίλα.
στίχοι/μουσική Βασίλης Τσιτσάνης (τραγούδι Ρένα Στάμου, Προδρ. Τσαουσάκης)
Συγκεντρώσου βρε αντράκι,
συμμορφώσου βρε κορόιδο,
πριν με πιάσουν οι τσαντίλες
και τα κάνω όλα ρόιδο.
Κώστας Βίρβος/Θόδωρος Δερβενιώτης/Γρηγόρης Μπιθικώτσης
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Χαρούλα said
Βρε τι μαθαίνει κανείς…!!! Βορράς-Νότος πάλι! Μέχρι τώρα πίστευα πως ήταν πόλη-χωριό. Εμείς στην πόλη(μορφωμένοι γαρ) δεν βάζαμε ν! Οι άλλοι οι ημιμαθείς λαϊκοί τύποι τσα-ν-τιζότανε! Και για το πανί/τουλπάνι, πάλι εμείς το λέγαμε σωστά τσαντήλα. Γιατί και από τυριά/γιαούρτια ξέραμε σωστότερα😸! Και γνωρίζαμε και τα υφάσματα Τσαντίλης, βεβαίως-βεβαίως! Αυτοί στο χωριό που δεν τα ´ξεραν, στραγγίζαν στην τσατήλα!!!😂🤣😂🤣🤪
Πρόταση: μια φορά την βδομάδα να έχουμε τέτοιο αρθρο. Εσείς πως το λέτε;
Μ´αρεσε και το ντουσάτο και το τς@ντισμένο!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
66 >>τελικά σοβα(ν)τίζεται
το σοβαντίζω τώρα που λεμε για ντ και τ, πάει τριπλέτα: λέγεται και σοβάδισμα! 🙂
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
96 Στα ψηλά σημεία που δε φτάνουν, σοβαδίζουν με κονδάρι 🙂
Χαρούλα said
#95 συνέχεια
και αφού λύσουμε τον κωδικό ν, ας βρούμε και τα σωστά η/ι! Παιχνιλδια ενηλίκων!
Ερώτηση προς τουρκόφωνους. Υπάρχει ένα μαχαίρι-μπαλταδάκι που το χρησιμοποιούν όταν ψιλοκόβουν το κρέας σε κιμά. Λέγεται κάπως έτσι νομίζω. Αν κάποιος το ξέρει, περιμένω παρακαλώ. Γιατί εχω τσατιστεί πολύ, που δεν το θυμάμαι!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
98 (Τ)σατίρα < τρκ satır.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
98 https://sarantakos.wordpress.com/2016/01/18/satura/
aerosol said
Τσαντίζομαι, Αθήνα και Αχαϊα. Γιατί; Διότι το ν οξυγονώνει τον εγκέφαλα και βοηθά στην τσαντίλα. Κι επειδή στην οικογένειά μου δεν είχαμε ζώα (εμού εξαιρουμένου), οπότε δεν υπήρχαν γαλακτοκομικές εργασίες για να δημιουργηθεί μπέρδεμα. Μόνο γαλακτοκωμικές καμιά φορά…
Δεν θυμάμαι να έχω απαντήσει δια ζώσης το τσατίζομαι. Το είδα μάλλον μεγάλος, γραμμένο. Τότε το θεώρησα εξευγενισμό.
κασσάνδρα said
Τσαντίζομαι,κι αυτόν που τσαντίζεται συνέχεια ,η θεία μου τον έλεγε ,Τσαντίλα.
Χαρούλα said
Ευχαριστώ πολύ χτήνος!
Τώρα ξετσατισμένη, πάω για σιέστα!
LandS said
Εγώ πάντως νομίζω ότι άμα πω «άσε με σήμερα έχω τσατίλες» δεν θα μου δώσει κανείς σημασία.
Όταν όμως λέω «άσε με έχω τσαντίλες» όσο νάναι με σέβονται
Eli Ven said
με ‘ντ’. Μεσσηνιακή Μἀνη
Stazybο Hοrn said
Τσατίζομαι, φυσικά.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
101 >>γαλακτοκωμικές
γαλαντοκομικές! 🙂 (πάντα με νου)
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
93 Ωραίος ο Τσιτσάνης!
98-100 Με πρόλαβε.
Μιχάλης Νικολάου said
Πού και πού
τσαντίζομαι,
αλλά σπάνια με
τσιτ-τσατ
όταν
τσατάρω,
όπως θα ‘λεγε («…κι αν σε τσατάρω πουθενά…») κι ο
Τσιτ-τσάνης
Χαρούλα said
Γιάννης Μηλιώκας
Έχω θυμό μεγάλο, έχω τσατίλα,
εγίνανε τα νεύρα μου τσατάλια,
λες κι η ζωή επίτηδες το κάμνει
και μου πετάει ομπρός μου κι ένα βλαμμένο,
κι ένα βλαμμένο, κι ένα βλαμμένο,
κι ένα βλαμμένο, κι ένα βλαμμένο.
Χαρούλα said
Και αφού ακούσαμε τον βόρειο, να κι οι νότιοι
Mazoo and the zoo
Ένας μαλλιαρός γορίλας
Που είναι τρομερός τσαντίλας
Ένας μαλλιαρός γορίλας
Φεύγει απ’ την Αφρική.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
103 Γκρρρράααααοοορρρρρρ γκρρρρρρ (=Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα. Πάντα στη διάθεσή σας).
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@81. Τί χρειάζεται το καλύτερο γλωσσικό αισθητήριο, Κώστα; Το çatιş(mak)= συγκρούομαι, αψιμαχώ, δεν φτάνει; Το ότι υπερέχουμε στην γλωσσική διεκπεραίωση τουρκικών όρων από το πλειοψηφικό προσφυγικό στοιχείο, δεν φτάνει;
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλησπέρα
Κι εγώ από Μυτιλήνη με -τ- το ξέρω: τσατίζομαι. Έχω όμως την εντύπωση ότι αν το ακούσω με -ντ- ίσως και να μην αναγνωρίσω τη διαφορά.
Κι ένα σχετικό περιστατικό από (αν κάτι θυμίζουν είναι το σχόλιο 79 που μέχρις εδώ βγαίνει με κοπιπάστη, αλλά τώρα αλλάζει) τον πατέρα μου: Μιας και η λέξη μας ήρθε αργά και δεν υπήρχε διαφάνεια το έλεγε «τσακίστηκε» και το εξηγούσε πως τσακίστηκαν – έσπασαν τα νεύρα του.
Και κάτι ακόμα για το μάνισμα. Σε μας μανίζω σημαίνει πως κρατάω μούτρα, δεν μιλάω στον άλλον. Δυο που δεν μιλιούνται είναι μαν’σμέν’ (αλλά κι ανάποδα μπορείς να το πεις).
Γιάννης Μαλλιαρός said
111 Λίγα με τους Μαλλιαρούς 🙂
Γιάννης Κουβάτσος said
Να βάλουμε και κάνα ωραίο τραγουδάκι:
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@113. Προς επίρρωσιν.. Στην οικογένεια γνωστότατου πολιτικού στελέχους, μιλάνε ακόμη μεταξύ τους Τουρκικά 🙂
Pedis said
και τσα(ν)τίστηκε ο Πέτσας
διότι επρόκειτο για εκπλήρωση πρωθυπουργικων καθηκόντων
.. και ιδού για να βγάλετε το σκασμό κομπλεξικοί και ζηλιάρηδες
spiridione said
Εδώ μαθαίνουμε ότι το πικέ σκέπασμα τα έλεγαν τσατισμένο
https://books.google.gr/books?id=r-RIsZAOw10C&pg=PA53&dq=%22%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%BD%22&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiMoPWZ5O3qAhVyBhAIHQ4oBL0Q6AEwAHoECAEQAg#v=onepage&q=%22%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%BD%22&f=false
Και στον Βιζυηνό υπάρχει φράση με τσατισμένο (άλογο):
Την άλλη την ημέρα τραβώ το άλογο και κάμνω τον σταυρό μου να καβαλικέψω. Η γιαγιά σου· ―τότε δεν ήτον ακόμη Χατζίδενα― έσκυψεν από την θύρα να με διή· εγώ το είχα “τσατισμένο”·
Και λίγο παρακάτω επαναλαμβάνει:
Όλος ο κόσμος να χαλούσε ― το είχα τσατισμένο.
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=307&author_id=74
Τι εννοεί όμως εδώ ότι είχε το άλογο «τσατισμένο»; Το είχε ας πούμε σαμαρωμένο, ή το είχε κεντρισμένο ή κάτι τέτοιο για να είναι έτοιμο για ταξίδι (εξού και τα εισαγωγικά); Μάλλον το δεύτερο λέω.
Χαρούλα said
Δάσκαλε(116),
Να βάλουμε ωραίο τραγουδάκι του …βορρά!
😊😜🤣🤪😸 …..το πειραχτήρι!
Έμαθα είναι εδώ ο γείτονας μου/φίλος σου. Δεν τον συνάντησα. Να δώσω χαιρετίσματα;
Γιάννης Κουβάτσος said
Ο κύριος Γιώργος;☺ Εννοείται. 👍
Δύτης των νιπτήρων said
Νότος εδώ. Τσαντίζομαι παιδιόθεν.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κατ.
Στο κοκκινο 105.5, έχει ένα έξοχο αφιέρωμα στον Σόλωνα Λέκκα που μας άφησε στα 74 του
sarant said
119 Με εκπλήσσει, όχι ευχαριστα, ότι η εκδοση του Μουλλά, που την έχω σε βιβλίο, δεν εξηγεί το «τσατισμένο» (και καμιάν άλλη λέξη) και με ενοχλεί που αφήνει περίεργες ορθογραφίες όπως «τα ύπατα» ( = ήπατα).
sarant said
119 Όπως μου είπαν από το ΦΒ, η σημασία είναι:
Τσατιζω .Το λέμε στο χωριό μου. Σημαίνει ζευω το ζώο στο κάρο ή σε κάτι άλλο που αυτό θα σύρει. Άροτρο ας πούμε. Χρησιμοποιείται και για φορτηγά. Π.χ.έχω τσατισμενη (κοτσαρισμενη )την καρότσα.
Είναι λοιπόν η σημασία «ταιριασμένο» που είδαμε στο άρθρο ότι ήταν η αρχική.
Nestanaios said
Επειδή δεν βλέπω διάθεση για ετυμολογία,
θα ετυμολογήσω εγώ αυτή την λέξη.
Τσαντίζομαι από το τσαντίρι (τσαντήρι).
Η σημασία είναι «βγαίνω έξω από το σπήτι μου»
με την έννοια του «βγαίνω έξω από τα ρούχα μου».
Γιάννης Κουβάτσος said
119, 124: Το είχα αποφασισμένο, σημαίνει. Το είχα αποφασίσει, δηλαδή. Δεν αναφέρεται στο άλογο, αλλά στην απόφαση που είχε πάρει.
https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.eap-forums.gr/modules.php%3Fname%3DForums%26file%3Dviewtopic%26p%3D507972&ved=2ahUKEwip9c28hO7qAhXIjKQKHXkxAsAQFjAPegQICBAB&usg=AOvVaw22QDeFSG45JnKIDM0ICGVq&cshid=1595873907672
BLOG_OTI_NANAI said
Υπάρχει στα ποντιακά το «τσατίρι», φαντάζομαι καλύβα, σπίτι:
119: Το τσατισμένο άλογο μήπως σήμαινε το κράταγε σφιχτά ή κάτι τέτοιο:
Γιάννης Κουβάτσος said
Ο παππούς διηγείται στον εγγονό πως, όταν ήταν νέος, ήθελε να πάει στον Άγιο Τάφο, το είχε «τσατισμένο», επειδή είχε κάνει τάμα, αλλά η γυναίκα του δεν τον άφηνε. Και δεν πήγε. Στη θέση του έστειλε τη γυναίκα του με τον αδερφό της.
sarant said
127-129 Γιάννη, η εξήγηση που βρήκες στο φόρουμ του ΕΑΠ είναι εκ των υστέρων προσπάθεια να βγει νόημα από τα συμφραζόμενα. Μάλλον θα γράψω ειδικό άρθρο, αλλά υπάρχει και σε γλωσσάρι η σημασία «τσατίζω = ζεύω». Ζεμένο ήταν το άλογο στο κάρο, για να φύγουν ταξίδι.
Γιάννης Κουβάτσος said
Σύμφωνοι, Νικοκύρη, αλλά διαβάζοντας τη σελίδα, ιδίως στη δεύτερη παρουσία της λέξης, μόνο η σημασία της ειλημμένης απόφασης στέκει νοηματικά.
«Και εκπεπληγμένος εκ των κοσμητικών τούτων του επιθέτων ο παππούς: Αυτό, ψυχή μου, είπε δεν το επερίμενα. Όλος ο κόσμος να χαλούσε ― το είχα τσατισμένο. Μα σαν είδα την γιαγιά σου, την γυναίκα μου, να κλαίη, εκόπησαν τα ύπατά μου! Πώς να την αφήσω να πάγω στην άκρηα του κόσμου;
― Είμαι ταμμένος στον Άγιον Tάφο, της λέγω, ψυχή μου, πώς να κάμω τώρα; Σαν δεν πάγω θα κριματισθούμεν.
― Σαν είσαι συ ταμμένος, νοικοκύρη μου, ανδρόγυνο δεν είμασθε; ένα πράγμα είμασθε. Είτε συ επήγες, είτ’ εγώ, το ίδιο πράμμα κάνει.»
sarant said
131 Ναι, αλλά αυτό ακολουθεί, πριν λέει:
Την άλλη την ημέρα τραβώ το άλογο και κάμνω τον σταυρό μου να καβαλικέψω. Η γιαγιά σου· ―τότε δεν ήτον ακόμη Χατζίδενα― έσκυψεν από την θύρα να με διή· εγώ το είχα “τσατισμένο”· κύτταξε!
Δεν αντιλέγω πως είναι εύλογη προσπάθεια εξήγησης -ένας λόγος παραπάνω που έπρεπε να έχει υποσημείωση.
Γιάννης Ιατρού said
126: Νικόλα, εδώ το αυθεντικό, μην κουράζεσαι 🙂 🙂

Γιάννης Κουβάτσος said
132: Νομίζω πως είναι ζήτημα ερμηνευτικής οπτικής. Τέλος πάντων. ☺
sarant said
134 Προφανώς το διήγημα ήταν στην ύλη κάποιου μαθήματος στο ΕΑΠ και κάποιοι φοιτητές έφτιαξαν γλωσσάρι.
Πέπε said
Η σημασία «αποφασίζω» τεκμηριώνεται γενικώς πουθενά; Ή κάποια άλλη που να κολλάει μ’ αυτό που λέει ο Γιάννης; (Φέρ’ ειπείν κανονίζω, ή κάποια μεταφορική έννοια όπως λέμε «μην το δένεις και κόμπο»…)
Διότι, αν η μόνη τεκμηριωμένη σημασία που να μας ταιριάζει είναι «ζεύω», τότε το «το ‘χα αποφασισμένο» είναι απλή μαντεψιά, όπως αυτές που θα ‘κανε ο κάθε αναγνώστης.
Γιάννης Κουβάτσος said
135: Νομίζω ναι.
136: Εγώ τουλάχιστον δεν βρήκα τίποτα. Δυστυχώς ο Βιζυηνός δεν έχει τον δικό του Φώτη Δημητρακόπουλο.
Γιάννης Κουβάτσος said
137: Ή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, ακόμα καλύτερα.
sarant said
136 Μαντεψιά είναι, αλλά ταιριάζει στα συμφραζόμενα -τώρα που το ξαναδιαβάζω μάλιστα δεν φαίνεται να υπάρχει κάρο αφού τη γυναίκα του την ανεβάζει στο άλογο. Μπορεί να εννοεί «ετοιμασμένο», μπορεί να είναι «ζεμένο» και να μην αναφέρει ρητά το κάρο, πάντως λείπει η επιμέλεια.
loukretia50 said
139. Mε την έννοια «τακτοποιημένο», «έτοιμο», εύκολα φτάνουμε στο «κανονισμένο», «αποφασισμένο»,έτσι δεν είναι?
Spiridione said
Και το τζατίζω στις Εφημερίδες του Κοδρικά – η παλιά ανεύρεση μέχρι τώρα:
Νοέμβριος 1796 … Ούσης της εορτής της Αγίας Αικατερίνης κατέβην προς χαιρετισμόν της κοκκόνας Κατήνκως, εκινδύνευσα δε να πνηγώ εις το από Δ\ιβανχανέ μέχρι Φαναρίου πέρασμα με το να ετζάτισε το καΐκι.
Και λίγο πιο κάτω:
Εις τας εννέα ώρας, εκπλεύσας από Παγτζεκαπισί διά να περάσω εις το Μεήτ Ισκελεσί, ετζάτισε το καΐκι μου ένας των καϊκτζίδων κατά πείσμα προς τον καϊκτζήν μου, ος τις ην γέρων και οργήλος.
Εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαίνει συγκρούομαι, και το ερμηνεύει σωστά στο γλωσσάρι ο Άλ. Αγγέλου.
Πέπε said
@119
> > …το πικέ σκέπασμα τα έλεγαν τσατισμένο
Καβούδι μου πυκνόραφτο και πυκνοτσιατισμένο:
Πολύ βιζυηνικό τραγούδι. Ράφτει κι ένα ραφτόπουλο, είναι και θρακιώτικο… Καβούδι είναι το καββάδι, πανωφόρι (γούνα άλλωστε το λέει το ίδιο το τραγούδι σ’ άλλο σημείο).
Το είχα ξαναποστάρει νομίζω όταν λέγαμε για τον δουλγέρη.
Γς said
118:
APOCALYPSE NOW!
sarant said
141 Α μπράβο.
Ἀρχιμήδης Ἀναγνώστου said
Εγώ λέω τσαντίζομαι και δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν να λέει τσατίζομαι. Το έχω δει όμως πολλές φορές γραμμένο.
calliope said
Στην Κρήτη πάντως αν δεν μανίσουμε τσατιζόμαστε.
sarant said
136-137 Για το «τσατισμένο». Υπάρχει η έκδοση των Αποστολίδηδων που, αφού αναφερθεί στο çatismak κτλ. με τις σημασίες συγκρούομαι, συναρμόζω, και προσδένω, κι αφού δώσει μια παραπομπη που δεν μπορώ να την ελέγξω, καταλήγει «άρα, εδώ, το είχα δεμένο κόμπο, αποφασισμένο». Φαίνεται πειστικό έτσι που το εξηγεί.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Τσαντισμένοι 🙂

Dr Moshe said
@ 20: Αγαπητέ, ευχαριστώ για την επισήμανσή σας. Ο τύπος τšαττώ της Κυπριακής διαλέκτου είναι μαρτυρημένος και λεξικογραφημένος. Μπορείτε μεταξύ άλλων να ανατρέξετε στο Ετυμολογικό λεξικό τής ομιλουμένης Κυπριακής διαλέκτου του Κ. Χατζηιωάννου (Λευκωσία 1996, σελ. 197). Ευχαριστώ.