Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας
Posted by sarant στο 17 Σεπτεμβρίου, 2020
Θα δημοσιεύσω σήμερα το δεύτερο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.
Το πρώτο μέρος το είχα δημοσιεύσει πριν από ενάμιση χρόνο, εδώ. Σήμερα δημοσιεύω το δεύτερο μέρος. Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών, ενώ επίσης έχω προσθέσει ορισμένα λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να μη βαρύνει το κείμενο). Προσθέτω ένα υστερόγραφο και κατά τα άλλα κάνω μόνο διευκρινιστικές αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο «Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν ενδιαφέρον τα σχόλιά του.
Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας
Πολλοί παρομοιάζουν το ρεμπέτικο με το μπλουζ. Ομοιότητες ίσως υπάρχουν πολλές. Κατά τη γνώμη μας, μια απ’ τις διαφορές ανάμεσα στο μπλουζ (και γενικότερα το αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι) και στο δικό μας προπολεμικό ρεμπέτικο, διαφορά που αναντίρρητα οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στις δυο χώρες, είναι η στάση απέναντι στην εργασία. Ενώ το αμερικάνικο λαϊκό ήταν εργατικό, μαχητικό τραγούδι, στο προπολεμικό ρεμπέτικο το εργοστάσιο είναι άγνωστη λέξη. Έχουμε πολλές αναφορές σε μικρέμπορους και τεχνίτες (χασάπηδες, τσαγκάρηδες), αλλά είναι ευκαιριακές· αντιμετωπίζονται σαν άτομα (μερακλήδες) και όχι σαν τάξη. «Είμαι γω το μαναβάκι, όλο σκέρτσο και μεράκι» λέει ο Μπαγιαντέρας. Αλλού ο εργάτης υπόσχεται στην καλή του μια πλούσια ζωή:
Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου
πες της μάνας σου πως θέλω να σε κάνω ταίρι μου
«Εργάτης τιμημένος», του Τούντα.
Υπάρχουν και μερικά δείγματα διαφορετικής αντιμετώπισης, όπως «Η μόρτισσα η Κική» του Τούντα πως «μέσα στην τίμια εργατιά βρίσκεις τα πιο καλά παιδιά», όπως επίσης οι ρωμαλέοι στίχοι στον γνωστό «Θερμαστή» του Γιώργου Μπάτη, και τέλος το «περίεργο» του Μάρκου, που φυσικά δεν δισκογραφήθηκε:
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι
(και όπου ο Μάρκος θαυμάζει επίσης τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, δηλαδή τους πολιτικούς «με πυγμή»).
Αν και εδώ οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν τάξη, αυτά δεν είναι παρά δείγματα του δρόμου που έμελλε ν’ ανοίξει. Ο ρεμπέτης δεν έχει προς το παρόν πλησιάσει τον εργάτη. Ο πλάνης βίος, οι μικροκομπίνες, η πιάτσα δεν συναρτώνται με το εργοστάσιο — το πολύ πολύ με την οικοδομή. Υπάρχουν και αντίθετα δείγματα, άλλωστε, τραγούδια που «υμνούν» την τεμπελιά, όπως ο πιο κάτω αυτοσχεδιασμός:
Με μαχαιρώσαν στην κοιλιά και μόνο από τεμπελιά
γιατί αν σηκωνόμουνα δεν θα μαχαιρωνόμουνα
(Παραλλαγή στα «Λεμονάδικα»)
Μετά τον πόλεμο, αντίθετα, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Όχι μόνο η εργατιά πλησιάζει το ρεμπέτικο, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ρεμπέτης βλέπει στον εργάτη ένα πρότυπο.
Για να γίνει αυτή η μεταστροφή πιο καθαρή θα παραθέσουμε δυο περιπτώσεις «απάρνησης» της μάγκικης ζωής· στην πρώτη, την προπολεμική, ο «Αλάνης» του Γενίτσαρη βαρεθηκε τη μαγκια, θέλει ησυχία και προσβλέπει σε πλούτη:
Γι’ αυτό τη μόρτικια ζωή θα τήνε παρατήσω
θα γίνω αρχοντόπαιδο τον κόσμο να γνωρίσω (1937)
ενώ ο μεταπολεμικός μάγκας θρηνεί που δεν μπορεί να φτάσει την απλή, τίμια ζωή του εργάτη:
Κοίτα να βρεις ένα παιδί εργατικό
να παντρευτείς κι ευτυχισμένη πια να ζήσεις
εγώ επήρα πια το δρόμο τον κακό
και δεν αξίζει ένα ρεμάλι ν’ αγαπήσεις.
(«Της αμαρτίας το σκαλί», Καλδάρας)
Στο μεταπολεμικό τραγούδι, ο εργάτης δεν ντρέπεται για τη φτώχεια του, αντίθετα διαφαίνεται μια ταξική περηφάνια:
Δεν θαμπώνουμαι χρυσάφια κι αν φοράς
κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς
ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
κι αν είμαι φτωχαδάκι παράβλεψε λιγάκι.
(«Το μεροκάματο», Μητσάκης)
ή πάλι:
Είμ’ εργάτης στο λιμάνι που κανένας δε με φτάνει
και δουλεύω νύχτα μέρα σα λιοντάρι διαλεχτό
(«Είμαι εργάτης στο λιμάνι«, Χρυσίνης, 1947)
Και βέβαια η εξύμνηση της εργατιάς, σαν τάξης, φτάνει οτο αποκορύφωμα με τις «Φάμπρικες» του Τσιτσάνη:
Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράζει
οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά
για να δουλέψουνε όλη τη μέρα
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά! (1951)
Δηλαδή, στο μεταπολεμικό ρεμπέτικο, όσον αφορά την εργασία, έχουμε τις εξής αλλαγές: α) Τα σχετικά τραγούδια αυξάνονται θεαματικά σε ποσοστό, β) Αντικείμενο των τραγουδιών, συνήθως, είναι ο βιομηχανικός εργάτης και η εργατιά, σαν τάξη, και μάλιστα αναδεικνύονται σε πρότυπα, γ) Τα τραγούδια που μιλούν για μανάβηδες και γενικά μικρέμπορους υποχωρούν πολύ. Εκτός από τον βιομηχανικό εργάτη, στο μεταπολεμικό ρεμπέτικο μόνο ο ναύτης (δηλ. ναυτεργάτης) και ο ψαράς συναντιούνται.
Πιστεύουμε πως αυτή η αλλαγή στάσης είναι ίσως η πιο θεαματική απ’ όσες εξετάζουμε. Και έχει σαν συνέπεια να εγκολπωθεί το ρεμπέτικο τις αξίες της εργατικής τάξης και σε πολλά άλλα θέματα.
Μια και το σαράντα και πάνω τοις εκατό των ρεμπέτικων είναι ερωτικά, θα ‘ταν παράλειψη να μη δούμε αν και τι μεταβολές υπάρχουν κατά τις δυο περιόδους που εξετάζουμε. Πάντως, το θέμα αυτό είναι απέραντο (γυναίκα, γάμος, οικογένεια, ισότητα των φύλων, ηθική, σεξουαλικές σχέσεις, παρέμβαση γονιών, φίλων, κοινωνίας, προίκα, κοινωνική διαφορά κτλ.) και δεν θα προσπαθήσουμε να το εξαντλήσουμε. Μπορούμε όμως να πούμε πως είναι αμέτρητες και πολύ ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που μπορεί κανείς να βρει στα ρεμπέτικα αυτά.
Να αρχίσουμε από το γάμο και την οικογένεια. Στην προπολεμική πιάτσα ξέρουμε ότι υπάρχουν πολλές ελεύθερες συμβιώσεις, αστεφάνωτα νοικοκυριά και μια άστατη οικογενειακή ζωή. Υπάρχουν βέβαια αρκετές αναφορές στο γάμο, ειδικά από τους Σμυρνιούς (αυτοί αποτελούν εξαίρεση), αλλά αυτές δεν είναι όλες ευτυχισμένες. Ο Παπαϊωάννου στη «Μοδιστρούλα» βέβαια αδημονεί να ζητήσει την καλή του από τη μάνα της, αλλά ο Μάρκος που πέρασε πολλά βάσανα στους γάμους του, έχει πάρα πολλές αρνητικές αναφορές (Διαζύγιο, Η γυναίκα μου ζηλεύει, Ο κουμπάρος ο ψαράς κτλ.) με αποκορύφωμα το «Μικρός αρρεβωνιάστηκα», ένα αριστουργηματικό χασαποσέρβικο όπου ο γάμος παρουσιάζεται σαν ισόβια δεσμά:
Στο γάμο μάγκα να ‘σουνα να δεις καλαμπαλίκι
σα να ‘μουνα υπόδικος και περιμένω δίκη
και βγήκε η απόφαση πως είμαι παντρεμένος
να κουβαλώ καθημερνώς σα γάιδαρος στρωμένος.
Την άλλη μέρα ξύπνησα τότε να δεις μεράκια
εμείς δεν είχαμε ψιλή, αυτή ‘θελε χαδάκια.
Να φύγω και να κουνηθώ δε μ’ άφηνε απ’ το σπίτι
κι ένα χαλκά από σίδερο μου πέρασε στη μύτη
(1938)
Αν μάλιστα προσθέσουμε ότι στα τραγούδια της εποχής δεν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ έγγαμων και ελεύθερων συμβιώσεων, ότι είναι λίγα τα τραγούδια που μιλούν για σπίτι (δηλ. οικογένεια) και κυρίως για παιδιά, βγαίνει το συμπέρασμα ότι προπολεμικά ο ρεμπέτης παραπαίει ανάμεσα στην ελεύθερη και τη σταθερή συμβίωση, ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά. Πάντως, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών μιλά για αποτυχημένες σχέσεις, δεν πρέπει να μας κάνει να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα· ο ρεμπέτης έχει τον αντρισμό να ομολογήσει «η γκόμενα μ’ απάτησε», αλλά θεωρεί όχι καθώς πρέπει να πολυμιλά για ευτυχισμένες στιγμές («τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε», λέει κάπου ο Κερομύτης).
Στο μεταπολεμικό ρεμπέτικο η πλάστιγγα έχει γείρει οριστικά υπέρ του γάμου. Η εικόνα μιας ανέφελης συμβίωσης, ήρεμης, με σπίτι και παιδιά, ανάγεται σε ιδανικό.
Με χίλιες δυο τριγυρνούσα, μα όλ’ αυτά μέχρι χτες
(«Όσο αξίζεις εσύ», Καλδάρας)
Τα βάσανα μες στη ζωή θα τα περάσουμε μαζί
(«Τα βάσανα μες στη ζωή» Τσιτσάνης)
και οι ηθικοί κώδικες αλλάζουν:
Με μένανε που έμπλεξες, στο σπίτι μου που μπήκες
όχι όπως ήξερες αλλού, αλλά εδώ όπως βρήκες
(«Μένα με λένε Περικλή», Καλδάρας)
Πάρα πολλά τραγούδια μιλούν για «σπίτι» και παιδιά, και η εγκατάλειψη του σπιτιού ανάγεται σε μέγιστο αμάρτημα:
Λογάριασε ποιο σπίτι θα γκρεμίσεις
και δώσε μπέσα σκάρτος μη φανείς.
(«Της ορφανής το κρίμα», Παπαϊωάννου, 1948)
Το σπιτικό του ρεμπέτη έχει ενταχθεί για τα καλά στην κοινωνία. Επομένως, η κοινωνία παρεμβαίνει αποφασιστικά στη σχέση.
Αντίθετα, στα προπολεμικά τραγούδια ο ρεμπέτης αδιαφορεί:
Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα με τσαχπινιά και νάζι
κι όλος ο κόσμος τι θα πει ποτέ να μη σε νοιάζει
(«Ντυμένη σαν αρχόντισσα», Κερομύτης, 1936;)
Αυτή η αδιαφορία, φυσικά, οφείλεται στη δομή του χώρου όπου ζούσαν τότε οι ρεμπέτες, στη χαλαρή ηθική και στην τάση της πιάτσας να μη χώνει τη μύτη της στην ιδιωτική ζωή του άλλου. Η μόνη περίπτωση όπου ενδιαφέρει η γνώμη του σιναφιού είναι όταν η κατάκτηση της γυναίκας ισοδυναμεί με την καταξίωση του μάγκα, ή, όπως λέει ο Καρίπης στο «Ελενάκι», «θα σε κάνω γω δική μου, για να σκάσουν οι εχθροί μου». Έτσι, το «φεύγεις κι έχω μείνει μοναχός μου, κι έχω την κατακραυγή του κόσμου» του Μάρκου («Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου»), πρέπει να το δούμε σαν την τρανταχτή εξαίρεση.
Μετά τον πόλεμο, όμως, η γνώμη του «κόσμου» βαραίνει όλο και περισσότερο. Εμφανίζονται τα κουτσομπολιά, οι διαβολές, τα ανώνυμα γράμματα, η γενική κατακραυγή για τον «όχι καθώς πρέπει» δεσμό, πράγματα πρωτοφανέρωτα. Ο ρεμπέτης έχει προφανώς δημιουργήσει νόμιμη οικογένεια και κατοικεί σε γειτονιά, άρα υφίσταται όλες αυτές τις μικροκακίες.
Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα
από δω και πέρα όμως κάτσε φρόνιμα.
(«Πληροφορίες», Χάρμας 1949)
ή:
Έκτακτο παράρτημα μόλις κυκλοφόρησε
βούιξε η γειτονιά, σ’ είδε ο κόσμος όλος
(«Έκτακτο παράρτημα«, Καλδάρας).
Δεν δέχεται άκριτα τα μαντάτα, βέβαια, αλλά η στάση του διαφέρει πολύ απ’ την πρωτύτερη περήφανη αδιαφορία. Καμιά φορά φοβάται τον τσακωμό, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί «θα μας γράψουνε τα «Νέα» και τους δυο – στην πρώτη στήλη θα ‘σαι συ και δίπλα εγώ» (Σκαρπέλης).
Όταν ο παντρεμένος αγαπήσει άλλη, έχει συναίσθηση του αμαρτήματός του και απολογείται· ταυτόχρονα, άλλες φορές, κατακρίνει την κακία της κοινωνίας:
Φωνάζουν όλοι είν’ αμαρτία το φλογισμένο μας φιλί
μα ποιος ακούει την κοινωνία, αυτή ‘ναι η πρώτη αμαρτωλή
(«Εμείς ταιριάξαμε«, Καλδάρας)
Γίνεται καχύποπτος και παραπονιάρης προσπαθώντας να βρει τον ένοχο της διαβολής:
Ποιος σού ‘πε κούκλα μου ποιος είν’ αυτός
που σου είπε δε σ’ αγαπώ
(«Ποιος σου’πε κούκλα μου«, Καλδάρας)
ή
Πες μου τι σου είπανε για μένα
και τα μάτια σου είναι πάντα βουρκωμένα
(«Κάθε βράδυ», Τσιτσάνης)
Οι αστεφάνωτες συμβιώσεις, οι άστατες, που προπολεμικά περνούσαν στο ντούκου, τώρα γίνονται αντικείμενο έντονης κριτικής. Εμφανίζονται στα τραγούδια δυο λέξεις που πριν ήταν άγνωστες: ο παράνομος (δεσμός) και η αμαρτία. Προπολεμικά, θα ήταν αδιανόητο να χαρακτηριστεί παράνομος ένας δεσμός – αφού και τους λαθρέμπορους π.χ. αλλιώς τους έλεγαν, όχι παράνομους. Τώρα, η παρανομία, δηλαδή η σχέση παντρεμένων ή απλώς χωρίς στεφάνι γίνεται κοινός τόπος. Όπως λέει ο Κλου βάτος στο «Ανήλικο»: «Εάν ζούμε παρανόμως – θα μας κυνηγάει ο νόμος».
Αλλά δεν οφείλεται η αλλαγή μόνο στο ότι ο ρεμπέτης μπήκε στην κοινωνία· και η ηθική του μοιάζει να ‘χει αλλάξει. Αυτό ήδη φάνηκε με την «ανακάλυψη», μεταπολεμικά, της λέξης «αμαρτία». Μια έρευνα που πρόχειρα κάναμε, δείχνει ότι το πιο συνηθισμένο επίθετο που χρησιμοποιεί ο Μάρκος για να παινέσει μια γυναίκα είναι το «τσαχπίνα», συχνά δε «τρελή τσαχπίνα», ενώ στον (κατά βάση μεταπολεμικό) Τσιτσάνη το πιο συχνό επαινετικό επίθετο είναι το «γλυκιά» (μου). Ανάλογα, προκειμένου για να κατακρίνει, ο Μάρκος κυρίως χρησιμοποιεί τα «κακούργα» και «σκύλα», ενώ ο Τσιτσάνης το «τρελή». Νομίζουμε πως η αντιπαράθεση είναι πολύ εύγλωττη. Να δούμε δυο παραδείγματα:
Μια γαλανομάτα, μια τρελή τσαχπίνα μ’ έχει παλαβώσει στην Αθήνα
(«Μια γαλανομάτα στην Αθήνα«, Μάρκος 1938)
Γιατί το δρόμο σου ν’ αλλάξεις, για δυο στολίδια άμυαλη τρελή
και το στεφάνι σου να το πετάξεις, να ζήσεις στη ζωή αμαρτωλή
(«Αμαρτωλή«, Τσιτσάνης 1947).
Μην ξεχνάμε πως το παραπάνω κομμάτι του Τσιτσάνη, το σαφώς επικριτικό, πιο κάτω υπαινίσσεται πως η «τρελή» έγινε πόρνη. Η πορνεία προπολεμικά πολύ σπάνια στιγματίζεται.
Παρ’ όλο που τα ρεμπέτικα γραφόντουσαν σχεδόν αποκλειστικά από άντρες, η θέση της γυναίκας, χωρίς να είναι ισότιμη, είναι πολύ ανώτερη σε σύγκριση με τη θέση της μικροαστής γυναίκας της εποχής. Η «μόρτισσα» πολύ συχνά πατάει πόδι, διεκδικεί τα δικαιώματα της και δεν ανέχεται την καταπίεση. Υπάρχουν μερικά μεταπολεμικά στα οποία η γυναίκα προσπαθεί να «τυλίξει» τον άντρα, π.χ. το «θα μου βάλεις την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι» («Θα μου βάλεις την κουλούρα«, Χιώτης), αλλά, ειδικά στα παλιότερα, και το στεφάνι η γυναίκα ειρωνικά το αντιμετωπίζει. Λέει, λόγου χάρη, και δεν ξέρω αν είναι με παράπονο, η γυναίκα στον «Πολυτεχνίτη» του Μάρκου:
Όλες τις τέχνες που ‘ κανες, μα μια δεν έχεις κάνει
εμένα που μ’ αγάπησες δε μου ‘βαλες στεφάνι.
Πρέπει να φτάσουμε στο ‘ 55 και αργότερα ακόμα για να εμφανιστούν τα μαζοχιστικά γυναικεία του τύπου «Τι να μου κάνουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν’ αγαπάει και να δέρνει», κι αυτά είναι πολύ πιο αξιοπρεπή από τα σύγχρονα ελαφρολαϊκά («Άσε με εσύ να φταις κι εγώ συγνώμη να ζητάω» κτλ.).
Τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια αγνά. Η σεξουαλική πράξη σχεδόν απουσιάζει από αυτά, αντίθετα με τα ελαφρά της εποχής που βρίθουν από μιξοχυδαίους υπαινιγμούς. Από τον κανόνα αυτόν αποκλίνουν κάποια μεταπολεμικά τσιφτετέλια (αλλά το τσιφτετέλι δεν έχει ανάγκη τους στίχους — και από μόνο του αποπνέει ερωτισμό), όπως και κάποια «διφορούμενα», σαν τη θρυλική «Βαρβάρα» του Τούντα που την απαγόρεψε ο Μεταξάς:
Ένας κέφαλος βαρβάτος όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει το καλάμι της κουνάει …
τον κρατάει στα δυο της χέρια και λιγώνεται απ’ τα γέλια
… βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι (1936)
ή κάνα δυο του Παπάζογλου («Θα σου το λύσω«, «Της το βγάλανε»).
Πάντως, σε όλα τα ρεμπέτικα κυριαρχεί το ανικανοποίητο, είτε αυτό εκφράζεται με προτροπές
Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου («Βάλε με στην αγκαλιά σου» Παπάζογλου)
είτε με σκαλοπάτια — στα οποία ο ρεμπέτης ματαίως ξενυχτά — και παραθύρια που όπως υπέροχα διατυπώνει ο Μάρκος «μόλις με δούνε κι έρχομαι, δίχως αέρα κλειούνε).
Με αυτά τα λίγα δεν εξαντλήσαμε τα ερωτικά ρεμπέτικα, αλλά και με τα ερωτικά δεν κλείνει το θέμα «ρεμπέτικο». Προσπαθήσαμε απλώς να θίξουμε ακροθιγώς ορισμένα ζητήματα σχετικά με τη μεταστροφή των αξιών που παρατηρήθηκε στο ρεμπέτικο τραγούδι σαν αποτέλεσμα της προσέγγισης στην εργατική τάξη και των μεγάλων πολιτικών μεταβολών. Αυτό το οποίο είναι σίγουρο, είναι πως το υλικό που προσφέρει το ρεμπέτικο είναι τεράστιο — και ανεκμετάλλευτο ως τώρα.
Υστερόγραφο 2020: Τα τραγούδια (ή: πολλά τραγούδια) της δεκαετίας του 1950 πολλοί τα θεωρούν λαϊκά. Στη μικρή αυτή μελετούλα δεν με ενδιαφέρει τόσο η κατηγοριοποίηση, αλλά σε κάθε περίπτωση όλα τα τραγούδια που ανθολογούνται στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Σχορέλη θεωρούνται ρεμπέτικα. Αυτός ο κάπως απλοϊκός χωρισμός έχει το πλεονέκτημα ότι είναι απλός και γλιτώνει πολλούς πονοκεφάλους και υποκειμενισμό.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
Η «Πολιτιστική» της Π.Π.Κ. δεν ήτανε;
Γιάννης Μαλλιαρός said
Και πληθυντικός. Της μεγαλοπρεπείας ή να μοιραστεί το βάρος του κειμένου; 🙂
dimosioshoros said
Πολύ καλό.
Μια πλευρά είναι ίσως και η λειτουργία της σύγχρονης πόλης σε σχέση με τον εργαζόμενο του λαϊκού τραγουδιού. Η σχέση του με το μηχανάκι, το βεσπάκι (χωρίς κορίτσι), το τραμ (το πρώτο, όχι το τελευταίο), το μετρό (που περνούσε από τις γειτονιές τους) και το αυτοκίνητο. Και η σχέση με την πολυκατοικία, όχι μόνο με τους διπλανούς με την κατεβασμένη μούρη αλλά ως προς την καταθλιπτική πυκνοκατοίκ(ι)ηση της πόλης. Τα διαισθάνθηκαν αυτά οι δημιουργοί του ρεμπέτικου;
Δύτης των νιπτήρων said
Προπολεμικό ρεμπέτικο με εργάτες (εργάτριες) είναι η Κλωστηρού του Μάρκου. https://youtu.be/QGM-J5oBQ0Q
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα ! Πολύ ωραίο άρθρο, πράγματι !
Μου έκανε εντύπωση ο στίχος του τραγουδιού του Παπαϊωάννου, που για την ακρίβεια είναι «Λογάριασε πως σπίτι θα γκρεμίσεις. Δε μελοποιήθηκε με ιδιάιτερα σπουδαία μουσική, αλλά σα στίχος (Βασιλειάδης) είναι σπουδαίος…
Όσον αφορά το σεξουαλικό στοιχείο, πράγματι απουσιάζει έντονα από το ρεμπέτικο, τη στιγμή που στο σύγχρονό του είδος της Οπερέτας, πολλές «σπόντες» είχαν περάσει σε τραγούδια («Θέλω να δω τον πάπα», «Τρίβε-τρίβε» κλπ.) Διαβάζω όμως ότι υπήρξαν και ακραιφνώς χυδαίοι ρεμπέτικοι στίχοι σε κάποιους αμανέδες, όπως οι παρακάτω :
«Θα ήθελα να ήμουνα γύρος του φουστανιού σου,
για νά ‘σκυβα και νά ‘βλεπα την τρύπα του μ….. σου»
«Ποτέ δεν αποφάσισα εγώ να σε προσβάλω,
μ’ ανάμεσα στα σκέλια σου τον ψώ.. μου να βάλω»
και δεν αποκλείεται να υπήρξε μεγάλη ποσότητα τέτοιων τραγουδιών που όμως να μην ηχογραφήθηκαν/διασώθηκαν, ακριβώς λόγω περιεχομένου…
antonislaw said
Καλημέρα σας! Πολύ ωραίο το άρθρο σας-και κλασικό, όπως και τα ρεμπέτικα! Πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρηση για τη διαφορά αμερικάνικου μπλουζ και ρεμπέτικου η οποία σχετίζεται με τη διαφορά στο επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος
Πάνος said
Ωραίο!
Για την παρατήρηση του συνόματου (5) Υπάρχουν πολλά σόκιν ρεμπέτικα. Κάποια τραγούδησε ο Αγάθωνας. Μη ξεχνάμε ότι ήταν τραγούδια που άνθισαν στις φυλακές και στους τεκέδες. Επαναλαμβάνεται όμως το φαινόμενο με τα αντίστοιχα «άσεμνα» δημοτικά: όλοι τα ξέρουν και τα τραγουδάνε, αλλά σε προσδιορισμένο χώρο και χρόνο. Στις οπερέτες δούλευε το υπονοούμενο, που περνούσε από τη λογοκρισία. Τέτοια τραγούδια υπήρχαν φυσικά και στο λαϊκό-ρεμπέτικο. Παράδειγμα, η Βαρβάρα. Πήγε και δικαστήριο, αλλά… πέρασε!
rizes said
Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
https://vgiannelakis.wordpress.com/2018/08/25/%ce%b7-%cf%80%ce%bb%ce%b1%ce%bd%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%85/
Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας « Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία – Kon/Spira[l] said
[…] Θα δημοσιεύσω σήμερα το δεύτερο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2020/09/17/rembetes-2/ […]
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστω πολύ για τα πρώτα σχόλια!
1 Όχι, δεν είχε καμιά σχέση με την ΠΠΚ. Ήταν κοντά στο ΚΚΕ, αλλά μετά τα έσπασαν όταν ο Στεμνής κριτίκαρε τον Ρίτσο (μια ιστορία που κάποτε θα την αφηγηθούμε).
4 Ναι, πράγματι. Βεβαια, ερωτικό.
5 Για τον Πάπα είχαμε γράψει παλιότερα
https://sarantakos.wordpress.com/2013/02/12/papa/
7 Καλώς τον! Καλά λες
Δύτης των νιπτήρων said
10α https://sarantakos.wordpress.com/2010/01/17/stemnis/
sarant said
11 Χμ, την έχουμε ήδη αφηγηθεί 🙂
Αλλά το λινκ προς το phorum.gr δεν δουλεύει, φυσικά, και φοβάμαι πως δεν έχω κρατήσει πουθενά το κείμενο αυτό.
Άρης Γαβριηλίδης said
«Τι να μου κάνουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν’ αγαπάει και να δέρνει».
Το ορθόν: «Να μου λείπουν οι ντιντήδες κλπ»
https://www.greekstixoi.gr/stixoi/%CE%B8%CE%AD%CE%BB%CF%89-%CE%AC%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%B1-%CE%BD-%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%B5%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%AE%CE%B4%CE%B5%CF%82/
Άρης Γαβριηλίδης said
Σκέπτομαι τι τραβούσαν κάποτε οι αστεφάνωτες (π.χ. η ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»). Ο γάμος ήταν το ιδανικό κάθε γυναίκας, πράγμα που αποτυπωνόταν στις ελληνικές ταινίες. Ο Σαββόπουλος σχολίαζε «δεν υπάρχει έργο, είτε με Σταυρίδη είτε με Γκιωνάκη που να μην τελειώνει σε γάμο λαμπερό!».
Υπήρχε και η υπόσχεση στεφανιού: «Πρέπει νάσαι στον λόγο σου εντάξει / αφού στεφάνι, στεφάνι μούχεις τάξει» έλεγε κάποιο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του 60. Και «τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις» έλεγε ο Τσιτσάνης σε κάποια αστεφάνωτη.
Σήμερα υπάρχουν οι συμβιώσεις με τους συντρόφους. Αστεφάνωτες αλλά κανείς δεν τις λέει έτσι. O tempora o mores!
sarant said
14γ Μερικοί το λένε ακόμα
Κουνελόγατος said
15. «smile»
divolos said
«και τέλος το «περίεργο» του Μάρκου, που φυσικά δεν δισκογραφήθηκε:
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι
(και όπου ο Μάρκος θαυμάζει επίσης τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, δηλαδή τους πολιτικούς «με πυγμή»).»
Να πούμε ότι το τραγούδι γράφτηκε πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν ακόμη κι ο Καζατζάκης πχ έγραφε με θαυμασμό για τον Μουσολίνι. Λέγεται πως ο ίδιος ο Μάρκος άλλαξε τους στίχους γιατί θεώρησε ότι δεν θα πέρναγε από την λογοκρισία του Μεταξά και πάνω στην ίδια μελωδία έγραψε το «Μ’ έμπλεξες βρε πονηρή» (1937).
leonicos said
αντίθετα με τα ελαφρά της εποχής που βρίθουν από μιξοχυδαίους υπαινιγμούς.
Νομίζω το έχω ξαναγράψε εδώ
Έλεγε κάποιος λίγο ντιντής στο στρατό «τα ρεμπέτικα είναι πρώτον και κύριον άσεμνα»
Τότε μεσουρανούσε ο ……………. που έλεγε ‘μπρος στα σκαλοπάτια σου ………………………….. θα με φάει το κρύο η παγωνιά, από τη δική σου απονιά’
και το «εγώ θα κόψω το κρασί, για σένα αγάπη μου χρυσή» ……….. αφού αχόρταγα μπορώ, από τα χείλη σοτ να πιω, απ’το κρασι που μόλις πίνω ξανανιώνω
Και φυσικά του απέδειξα ότι τα ελαφρά είναι τα άσεμνα και τα ρεμπέτικα τα σεμνά
leonicos said
‘μπρος στα σκαλοπάτια σου, να χαρείς τα μάτια σου, καλέ, θα με φάει το κρύο η παγωνιά, από τη δική σου απονιά’
το θυμήηκα. βάλτρ σεις τον τραγουδιστή
leonicos said
Χρηστάκης
τώρα τα θυμήθηκα όλα
leonicos said
Βεβαίως το
σὲ ἠγάπον, σὲ εἶχον θεάν μου, κι ἡ ψυχή μου ἐπέτα πρὸς σεεεεεεεεεε
ἴσως ἦτο γλυκύ ὄνειροοοοοοοοόν μου…..
είναι σεμνότερο
leonicos said
Μεγάλο μέρος των μεταπολεμικών τραγουδιών είχε και η Ξενιτειά
sarant said
22 Σωστό
leonicos said
Η Φωτεινή όταν ακούει το Σταθμό του Μονάχου…. τής αρέσει πολύ. Και δεν είχε κανένα ξενιτεμένο.
dimosioshoros said
Ο Μάρκος αναφέρεται πολύ συχνά στη φραγκοσυριανή (και ως εκ τούτου ταπεινότατη) καταγωγή του. Μπορούμε να πούμε πως η «πολεογραφική» του αναφορά στην όμορφη φραγκοσυριανή κοπέλα είναι ένα είδος εθνικού (διάβαζε: εθνοτικού) ύμνου του καταπιεζόμενου δικού τους στοιχείου; Ο ίδιος δεν υπαινίσσεται κάτι παρόμοιο στη βιογραφία του αλλά η φραγκοσυριανή του ταυτότητα είναι ζωντανή στις αυτοβιογραφικές περιγραφές του. Εξάλλου πάντα γίνονταν υπαινιγμοί και αλληγορίες για τις πόλεις και το λαό τους, ακόμα και με το αντάρτικο.
Ατακαμα said
Έχει πλάκα που σε άλλα τραγούδια ο Μάρκος τον δουλεύει τον Μουσολίνι. Ή Μουσουλίνι όπως τον αποκαλεί
Κουτρούφι said
#0. Έχουμε πολλές αναφορές σε μικρέμπορους και τεχνίτες (χασάπηδες, τσαγκάρηδες), αλλά είναι ευκαιριακές· αντιμετωπίζονται σαν άτομα (μερακλήδες) και όχι σαν τάξη. «Είμαι γω το μαναβάκι, όλο σκέρτσο και μεράκι» λέει ο Μπαγιαντέρας. Αλλού ο εργάτης υπόσχεται στην καλή του μια πλούσια ζωή:
Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου
πες της μάνας σου πως θέλω να σε κάνω ταίρι μου»
Γράφει ο Νέαρχος Γεωργιάδης για τον «Εργάτη» του Τούντα.
«Ο «Εργάτης» του Παναγιώτη Τούντα είναι το τραγούδι της ταξικής συνειδητοποίησης. Εκφράζει την περηφάνια του προλετάριου όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει και με την οποία είναι αλληλέγγυος»
Σε άλλο σημείο:
«…ο Παναγιώτης Τούντας, στην έξαρση των εργατικών αγώνων του Μεσοπολέμου, με το στίχο «Ειμ’ εργάτης τιμημένος όπως όλη η εργατιά» παρουσίαζε την εργατική τάξη στην ενότητά της…»
Στο «Ρεμπέτικο και πολιτική». Έχω την «3η έκδοση βελτιωμένη», Σύγχρονη Εποχή, 2009. Πρώτη έκδοση, 1993.
sarant said
27 Δεν είχε βγει αυτό το βιβλίο όταν τα έγραψα 🙂
Κουτρούφι said
#28. Προσωπικώς, είμαι πιο κοντά στη δική σου γνώμη.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Σε αγαπημένα μου «νερά» -και πολλών άλλων, νομίζω- το σημερινό. Και με άπειρες δυνατότητες σχολίων και απόψεων, αλλά και παράθεση στοιχείων, κειμένων κλπ. Οψόμεθα…
– Παράγοντες που δεν ξέρω αν έχουν επαρκώς μελετηθεί ως προς τη διάδοση του ρεμπέτικου -και ειδικά κάποιων τραγουδιών- είναι ο χορός, τα γλέντια στρατιωτών σε ταβέρνες (γειτνιάζουσες με στρατόπεδα) και, βέβαια, μετά το 1970 οι φοιτητοπαρέες.
– Μικρή συμπλήρωση στα εργατικά θα μπορούσε να ήταν: (Ελπίζω να μην τα κάνω μαντάρα με τα λίκνα…)
Είμαι τεχνίτης ξακουστός, Κ. Σκαρβέλης με το Γ. Κάβουρα, 1940
Ο εργάτης, Απ.Καλδάρας με το Nτούο Χάρμα, 1948
Τρεις μάγκες είμαστε, Γ. Μητσάκης, 1949
Φτωχόπαιδο με γνώρισες, Β. Τσιτσάνης με Άννα Χρυσάφη, 1953
Και το πολύ νεότερο
Εργατοπούλες, Μπ. Γκολές, 2001
Μυλοπέτρος said
Ένα καταπληκτικό διήγημα του παλιού καλού κρασιού που λέγεται Παπαδιαμάντης μιλάει για μια αστεφάνωτη που λίγο απείχε να την πει οσία. Ήταν πολύ μπροστά ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο από την εποχή του αλλά και σήμερα. Μετρούσε τον άνθρωπο ανεξάρτητα από τα εξωτερικά του γνωρίσματα. Δες το Δερβίση. Ακόμα και τα αρνητικά τα αντιμετώπιζε με συμπάθεια και κατανόηση. Δες τα Χριστούγεννα του τεμπελη.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Καλά το υποψιάστηκα!!
Τα λίκνα που δεν δουλεύουν, τα δίνω …απλά: https://youtu.be/trUH9adUPgw (Είμαι τεχνίτης ξακουστός) https://youtu.be/CrPK-_4m3r4 (Φτωχόπαιδο με γνώρισες) https://youtu.be/gpjtVSxGXbw (Εργατοπούλες)
dryhammer said
Να θέσω ένα ερώτημα. Η αλλαγή στη θεματολογία, ύφος, «αξίες» κλπ κλπ του προπολεμικού από το μεταπολεμικό τραγούδι (για να μη μπλέκομε δεν χρησιμοποιώ την ορολογία -λαϊκό, ρεμπέτικο και τα ρέστα) έχει να κάνει με την «συνειδητοποίηση», τη προσέγγιση στην εργατιά, κι όλα τ΄άλλα ή απλά και κυνικά άλλαξε (για όλους τους λόγους που αναγράφονται κι άλλους τόσους ακόμα) το ακροατήριο; Τεκέδες δεν είχε πια. Ουσιαστικά ούτε ρεμπέτες. Τα μαγαζιά άλλαξαν θαμώνες. Το περιθώριο άλλαξε κι αυτό. Από λούμπεν λούμπεν στοιχεία για ακροατές – ζωντανούς και δίσκων-, είχαμε προλεταριάτο. Τέσπα, άλλοι τα ξέρουν πιό καλά και θα τα πούνε πιο σωστά από τα πασαλείμματά μου.
Εν περιλήψει: Άλλαξε η πελατεία (το κοινό), δεν θα άλλαζε και το προϊόν;
spiridione said
Δεν το έχω δει, το βάζω εδώ, μια σειρά έξι επεισοδίων της Ερτ του 2002.
Η εκπομπή «ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΚΙ ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΡΓΑΤΙΑ» πραγματοποιεί διαδρομή στο ελληνικό εργατικό, κοινωνικό τραγούδι του 20ου αιώνα. Παρουσιάζει αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών μέσα από ανέκδοτο και σπάνιο υλικό, όπως και σύγχρονες εκτελέσεις των τραγουδιών, πιστές στον παλιό ήχο, από ειδικά διαμορφωμένα συγκροτήματα, με δημοφιλείς τραγουδιστές και δεξιοτέχνες μουσικούς. Στην εκπομπή συμμετέχουν ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, που ως Οικοδόμος και Μουσικός έχει βιωματική σχέση με την τάξη των εργαζομένων και ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΝΑΔΗΣ, Μελετητής του ελληνικού τραγουδιού.
https://archive.ert.gr/?s=%CE%95%CE%A1%CE%93%CE%91%CE%A4%CE%99%CE%91&cat=256
Alexis said
#33: Πολύ σωστά. Θεωρώ ότι σοβαρό ρόλο στην αλλαγή θεματολογίας έπαιξε το μαζικό κύμα αστυφιλίας που παρατηρήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο.
Όπως η μικρασιατική καταστροφή το ’22 έφερε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στα μεγάλα αστικά κέντρα και γέννησε το προπολεμικό ρεμπέτικο, έτσι και τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της δεκαετίας του ’40 έφεραν ένα δεύτερο μεγάλο κύμα «εσωτερικής προσφυγιάς», αλλάζοντας εκ νέου τα δεδομένα, πληθυσμιακά και κοινωνικοοικονομικά.
GeoKar said
Πολύ ενδιαφερον άρθρο, ευχαριστούμε! Μια (υπο)σημείωση μόνον, με κατι που μπορώ να θυμηθώ απο ανάλογο δικό μου «νεανικό αμάρτημα»: τα μπλουζ, με ρίζες στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, οφείλονται σε (κ σχετίζονται με) χειραφετημένους / απελευθερωμένους νέγρους σκλάβους στο Νότο των ΗΠΑ που εργάζονταν κυριως σε μεγάλες φυτείες κ.ά. γεωργικές κυριως εργασίες και όχι σε εργοστάσια, κ.λπ. «Λαϊκό» τραγούδι με εργατικό / αριστερό κ αργότερα αντιπολεμικό προσανατολισμό στις ΗΠΑ πρεπει να αναζητηθεί μάλλον (σε συγκεκριμένο κλάδο) στη φολκ μουσική. Καλή συνέχεια σε όλους κ όλες κι ευχές στις εορτάζουσες!
Χαρούλα said
Μέχρι την χούντα νομίζω πως όσο όμως κι αν πλησίασε την εργατιά, το ρεμπέτικο άργησε να γίνει αποδεκτό από την αριστερά. Και εντάξει η δεξιά κατηγορούσε το ρεμπέτικο για το γεγονός της παραβατικής συμπεριφοράς και του ιδιόμορφου χαρακτήρα και ήθους των ανθρώπων που σχετίζονταν με αυτό, η αριστερά; Η αριστερά νομίζω τόνιζε ότι το ρεμπέτικο, σαν αστικό προϊόν, έχει σαν σκοπό και επιδίωξη την απόσπαση της εργατικής τάξης από τα πραγματικά της προβλήματα και τις επιδιώξεις που θα έπρεπε να έχει.
Για την περίοδο της χούντας μάλλον άρχισε να λειτουργεί ως …επανάσταση και στην μεταπολίτευση πιά, έγινε κομμάτι της κουλτούρας των αριστερών.
nikiplos said
Καλησπέρα… Ομολογώ, πως και το δεύτερο μέρος μου άρεσε όσο και το πρώτο. Για να είμαι ακριβής λίγο περισσόττερο. Περιττό να πούμε πως ελάχιστα θα άλλαζε κανείς σήμερα σε εκείνη τη γραφή, καίτοι με τη ρεμπετομάνια των 80ς-90ς, πολλοί εργάστηκαν και έβγαλαν διαμάντια, από την αφάνεια, τόσο σε τραγούδια όσο και σε δημιουργούς. Ωστόσο οι γενικές αξίες υπάρχουν και είναι ακριβώς έτσι όπως περιγράφονται.
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι παραλληλισμοί του μπλουζ με το ρεμπέτικο. Εκτός του διαφορετικού ήχου, του διαφορετικού κλίματος, υπάρχουν και χαώδεις διαφορές όσον αφορά την κοινωνική δομή, κλιμάκωση και οργάνωση του χώρου που τα δύο αυτά διαφορετικά είδη ανθούν. Το μπλουζ, μοιραία λόγω χώρου, χρόνου και ήχου είναι πιο οικουμενικό είδος. Αντίθετα το ρεμπέτικο έχει την εσωστρέφεια, την ενδοσκόπηση της Ανατολής. Δεν ενδιαφέρεται να το αγαπήσουν. Είναι ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους και τίποτε άλλο. Είναι μια μύηση σε κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν να είναι ανοιχτό.
Τα «ήθη» δεν άλλαξαν τόσο στην ελληνική κοινωνία, αλλά ενδεχομένως να διευρύνθηκε ο χώρος αναφοράς των τραγουδιών. Πριν τον πόλεμο το Ρεμπέτικο, αφορούσε τους τεκέδες και τις παραγκουπόλεις των μικρασιατών. Ποιά ηθική να στεριώσει και ποιός να την στηρίξει? Τι αξία να έχει το στεφάνι, όταν σε εκείνες τις γυναίκες οι 8 στις 10 είχαν παιδιά εκτός γάμου? Μόνες, «απροστάτευτες» από αδελφό ή οικογένεια, ήταν έρμαιο στα γούστα των νεαρών της εποχής. Ποιές προφυλάξεις τώρα και ποιός να τις παντρευτεί. Ο πατέρας μου φερειπείν, που έκανε την υπέρβαση και παντρεύτηκε προσφυγοπούλα, ήταν αποδιοπομπαίος για την οικογένειά του, ένα είδος μαύρου προβάτου, ένας λούζερ, ένας άμυαλος που τον τύλιξε η τουρκόσπορη.
Μετά τον πόλεμο που το λαϊκό τραγούδι άγγιξε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, λόγω εμφυλίου, λόγω συσσώρευσης κόσμου στην Αθήνα, λόγω αθρόας εσωτερικής μετανάστευσης, αυξήθηκαν οι θιασώτες των λαϊκών κέντρων, ενώ τα κλασσικά ας πούμε ρεμπέτικα – χασικλίδικα υποχώρησαν από το προσκήνιο. Η λαϊκή τέχνη έπρεπε να εκφράσει το νέο λαϊκό στοιχείο στην πρωτεύουσα: Εργάτες, τεχνίτες και λοιπά επαγγέλματα. Ταξικά ζητήματα? Όχι, αλλά σίγουρα διαφορετικά από εκείνα τα «παραδοσιακά» ακούσματα που μιλούσαν για πριγκήπισσες και για βασιλόπουλα.
Έτσι μαζί με την διεύρυνση, μπήκε και το ηθικό στοιχείο που κουβαλούσαν όλοι αυτοί που συνωστίστηκαν στην πρωτεύουσα. Οικογένεια, φιλότιμο, χρέος προς την οικογένεια, να παντρέψουν τις αδελφές και μετά να παντρευτούν, ειδάλλως θα έμεναν ανύπανδροι κλπ, η αδελφή να προικισθεί, ο αδελφός να υπερασπίσει την τιμή της αδελφής κλπ. Υπήρχαν αυτοί πριν τον πόλεμο? Σαφώς απλά δεν αφορούσαν καθόλου τους ρεμπέτες. Οι ρεμπέτες ζούσαν αλλού. Μετά τον πόλεμο όμως οι Ρεμπέτες γίνονται λαϊκοί, και πλέον περιγράφουν και αγγίζουν τα ήθη και έθιμα που φέρει μαζί του αυτό το λαϊκό στοιχείο.
Αυτό το είδαμε και σε άλλες μορφές τέχνης, όπως στον Αμερικανικό Κινηματογράφο. Αν δει κανείς ταινίες του 50 ή 60 δεν παίζει ούτε ένας μαύρος στο καστ. Κυρίως όλοι είναι λευκοί, ενώ οι μαύροι οπουδήποτε εμφανίζονται αφορούν κυρίως υπηρετικό προσωπικό. Μετά τα 70ς πληθαίνουν και παίρνουν σημαντικό μέρισμα του καστ, στα 70ς και 80ς μπαίνουν και οι λατίνοι, στα 90ς και 00ς οι Κινέζοι και λοιπές φυλές των ΗΠΑ. Το κοινό, η παλιά μεσαία τάξη, περιλαμβάνει και μαύρους στα 70ς, γι’ αυτό και πρέπει να φαίνονται στις ταινίες, το ίδιο και στις υπόλοιπες δεκαετίες οι λατίνοι κοκ.
Άρης Γαβριηλίδης said
Δεκαετία του ’50 άκουγα μια γειτόνισσα να τραγουδά, ενώ τηγάνιζε ψάρια, ένα τραγούδι όπου εμφανίζονται τρία γυναικεία επαγγέλματα:
Μια μοδιστρούλα επήγαινε δουλειά της
ήταν ωραία και μελαχρινή
κι εγώ ο μάγκας για να την πειράξω
της λέω
-«πατώνεις, δεσποινίς;»
-» ‘Α, να χαθείς βρε παλιοαλανιάρη,
ά, να χαθείς βρε παλιοαναιδή
εσύ θαρρείς πως είμαι καμιά δούλα
είμαι μοδιστρούλα ωραία και σεμνή».
-«Της μοδιστρούλας τα μάτια να φιλήσω
της καπελούς να μην τα ξαναδώ
μου έχουν κάνει την καρδιά μου μαύρη
αχ, μοδιστρούλα μου εσένα αγαπώ»
(συνεχίζει)
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
34 Μπράβο!
37 Δεν ξέρω αν το έχεις δει αυτό
https://sarantakos.wordpress.com/2016/09/04/rebetiko/
Γιάννης Μαλλιαρός said
10 Ε, κι η ΠΠΚ δεν ήταν του ΚΚΕ (τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια, αργότερα δεν ξέρω) Το ΚΚΕ την έλεγε ΠΠΚ που έμοιαζε με ΠΣΚ και το ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα την έλεγε ΠΑΠΟΚ (Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση το πλήρες όνομα για τους μη γνωρίζοντες).
Χαρούλα said
#40 όχι, δεν ήμουν ακόμη στην παρέα. Ευχαριστώ!
Παω για ανάγνωση
Theo said
@31:
Μάλλον για το διήγημα «Χωρίς στεφάνι» θα λες που έχει αναρτηθεί κι εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2014/04/20/xwristefani/
(Το έψαξα αρχικά στο εξαιρετικό site papadiamantis.org κι είδα πως το έχουν μπλοκάρει. Γνωρίζει κανείς τον λόγο; )
@36:
Και μένα με ξένισε η σύγκριση ρεμπέτικου και μπλουζ. Εκτός που τα μπλουζ ξεκίνησαν από τις φυτείες, ενώ τα ρεμπέτικα από τους περιθωριακούς των πόλεων, τα μπλουζ έχουν έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο που απουσιάζει από το ρεμπέτικο.
ΣΠ said
Σήμερα γιορτάζουν οι Σοφία, Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα. Χρόνια πολλά λοπόν στην Σοφία Κολοτούρου, στην Αγάπη Νταϊφά και σε όποια εορτάζουσα του ιστολογίου ξεχνώ.
sarant said
44 Kαλά κάνεις που το θυμίζεις, χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν!
43 Μήπως συγχωνεύτηκε με το papadiamantis.net; το οποίο είναι ανοιχτό όπως βλέπω
Αιμ said
Πιο εύστοχη ίσως από τα μπλουζ είναι η σύγκριση του ρεμπέτικου με το φάδο και συγκεκριμένα με τα φάδος της Λισσαβόνας, τα γνωστά μας δηλαδή.
Αστικό (με την έννοια της πόλης) τραγούδι με γκιτάρα πορτουγκέζα να σολάρει στην θέση του μπουζουκιού (ή του βιολιού παλιότερα) και τη φωνή σαν το πιο σημαντικό στοιχείο.
Θεματολογικά όμως τέμνονται μόνο μιας και το φάδο έχει πιο πολύ νοσταλγία και έρωτα.
Περιοδολογικά τώρα εκεί δεν είχαν πόλεμο αλλά πριν και μετά την Αμάλια που θεωρείται αυτή που έβαλε την ποίηση στο φάδο. Άλλη διαφορά αυτή.
Επίσης θεωρείται ότι και σήμερα γράφονται φάδος. Πολλά είπα
Theo said
@45β:
Μάλλον.
ΚΩΣΤΑΣ said
Ρεμπέτικα, ναι, από τα γεννοφάσκια… 😜 Όχι ταξική διάσταση, ψευτομαγκιές, όταν βγαίναμε στην κοινωνική νυχτερινή ζούγκλα. Μάρκος ο δάσκαλός μας… και όλη η λοιπή κομπανία.
Μπλουζ, μόνο χορός, ο αγκαλίτσας… 🤗 τί γλύκες; ωραίες εποχές! 😪
Triant said
χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν Εδώ ειδικά, το ‘όσες’ πάει ταμάμ. 🙂
ΚΩΣΤΑΣ said
Χρόνια πολλά στις: Σοφία Κολοτούρου, Αγάπη Νταϊφά και τυχόν άλλη εορτάζουσα εδώ μέσα.
Αν γιορτάζουν και οι σοφοί, χρόνια πολλά σε όλους σας εδώ μέσα, με προεξάρχοντα τον καλόψυχο Γιάννη! 😉
dryhammer said
Χρόνια πολλά στις εορτάζουσες. [Οι Αγαπητοί κι οι Ελπιδοφόροι – ξέρω κι απ’ τα δυο – σήμερα γιορτάζουν;]
Γ-Κ said
Η Αραράτ από την Αρμενία απόκλεισε την ομάδα από το Λουξεμβούργο με το φοβερό όνομα «Φόλα»… Πανατινάικος στάιλ. Έχανε 3-1, πήρε δύο πέναλτι στις καθυστερήσεις (και μια αποβολή) και νίκησε στην παράταση.
(Αν ήταν μπάσκετ, βέβαια, θα έδιναν και δυο βολές στον Δημήτρη Διαμαντίδη και θα γλύτωναν την παράταση, χεχε)
aerosol said
Πολύ ενδιαφέρον το… αμάρτημα, και νομίζω πολύ εύστοχο. Νομίζω όμως έχει δίκιο ο Πάνος στο #7: τα άσεμνα ρεμπέτικα υπήρχαν αλλά δεν έφταναν σε ηχογράφηση.
Μικρή ένσταση (στην ουσία εκτός θέματος, αλλά αφού συζητήθηκε…) για τα μπλουζ και το αμερικάνικο «λαϊκό»:
Μόνο με μεγάλες, και σχετικά απατηλές, παραδοχές μπορούμε να βρούμε το αμερικάνικο αντίστοιχο του λαϊκού. Η παλιά κάντρυ, η φολκ, τα μπλουζ (πιθανώς και τα γκόσπελ) φτιάχνουν το μωσαϊκό του. Νομίζω μόνο η φολκ είχε κάπως συχνές κοινωνικές, ταξικές ή μαχητικές αναφορές -συμφωνώ με το #36 του GeoKar. Τα μπλουζ ήταν συνολικά στο κλίμα του ρεμπέτικου, προσωποποιημένα και, ας πούμε, απολιτικά. Η βασική διαφορά είναι πως μπορούσες να μην είσαι ρεμπέτης αν ήθελες. Αν ήσουν μαύρος… μπορούσες να μην είσαι πολύ αλάνι αλλά μαύρος θα ήσουν έτσι κι αλλιώς, και πολλά από αυτά που καθορίζουν τη ζωή σου δεν μπορούσες να τα αποφύγεις.
Θα διαφωνήσω με το Νίκιπλο του #38. Δεν υπάρχει κάποια μεταφυσική, ρομαντική θα έλεγα, εσωστρέφεια στα ρεμπέτικα και εξωστρέφεια στα μπλουζ. Δεν ήταν οικουμενικό είδος τα μπλουζ, ακόμα και με την ευρύτατη χρήση της μπλε νότας σε τζαζ και ροκ’ν’ρολ. Χρειάστηκαν τα μέσα των ’60ς και η αγάπη κάποιων Άγγλων ροκάδων για να μάθει ακόμα και η Αμερική την παράδοσή της. Οι μεγάλοι των μπλουζ ήταν σε αφάνεια, άγνωστοι, έκαναν άλλα επαγγέλματα για να ζήσουν. Το ροκ και η πολιτιστική κυριαρχία της αγγλόφωνης μουσικής και σχετικής βιομηχανίας ήταν ο παράγοντας που τα έφερε στον κόσμο -όπου βέβαια έγιναν αγαπητά.
Το ρεμπέτικο είναι στα ελληνικά, που δε μιλά κανείς άλλος, κι έχει ανατολίτικη μουσική που είναι δύσκολη για το Δυτικό αυτί. Αυτά δεν αποτελούν κάποια βαθύτερη, υπαρξιακή εσωστρέφεια, είναι δύσχρηστα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Έστω κι έτσι, έχω πετύχει Ολλανδούς και Γερμανούς να παίζουν ρεμπέτικα -ίσως και Άγγλους, αν δεν τα μπερδεύω.
Θα διαφωνήσω και με το #43 του Theo, τα μπλουζ σπάνια έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Ενώ μπορεί κανείς να βρει επιρροές από τα πολύ συγγενικά γκόσπελ και σπιρίτσουαλ, τα μπλουζ ήταν η «μουσική του διαβόλου» που η καθωσπρέπει μαύρη νοικοκυρά φρόντιζε να μην ακούει το παιδί της μήπως και πάρει τον κακό δρόμο (και γίνει ρεμπέτης, θα έλεγα!). Θα βρεις το εκάστοτε John the Revelator (υπέροχο άσμα) αλλά αυτά είναι εξαιρέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί ο δημιουργός να λέει πως θα το ρίξει στη θρησκεία, εννοώντας την μάλλον σαν δρόμο βιοπορισμού: χτες χαρτοπαίκτης, σήμερα πάστορας, αύριο εργάτης, μεθαύριο πάλι μουσικός.
Και μη μένουμε τόσο στις αγροτικές ρίζες. Γρήγορα τα μπλουζ της επαρχίας (συνήθως ραχατλίδικα, ακουστικά και λιτά) υποσκελίστηκαν από τον ήχο που εξελίχτηκε στις πόλεις που ταξίδεψαν οι μαύροι φεύγοντας από το Νότο για να βρουν καλύτερη τύχη -βασικά το Σικάγο. Ξεκινώντας από το ’16, εκατομμύρια Νότιων μαύρων αστικοποιήθηκαν, κυρίως προς τα βόρεια. Σύντομα ο κυρίαρχος ήχος στα μπλουζ ήταν η αστική μετεξέλιξη των μπλουζ του Δέλτα, ειδικά μετά τον εξηλεκτρισμό της κιθάρας. Ήχος τελείως αστικός, «βιομηχανικός», το Σικάγο μπλουζ, το είδος που πρώτα γνώρισε ο υπόλοιπος κόσμος.
sarant said
52 Η Φόλα Ες είναι η νεότερη ομάδα του Ες-συρ-Αλζέτ, της βιομηχανικής πόλης του Λουξεμβούργου στα γαλλικά σύνορα, που θα το θυμάστε από τη Ζενες Ες την οποία απέκλεισε ο Παναθηναϊκός όταν πήγε στο Γουέμπλεϊ.
dryhammer said
54. Ες είναι η πόλη ΟΚ. Φόλα και Ζενες σημαίνουν κάτι ή είναι αρχικά; [όπως πχ ο Λέων Αφροδισίων, όπου Λέων το όνομα και Αφροδίσια το χωριό]
ΓΤ said
54@
🙂 https://www.youtube.com/watch?v=3Pb9Lt4LRWo
BLOG_OTI_NANAI said
Ωραίο το άρθρο.
Μια γενική σκέψη χωρίς τίποτα από αυτά να αφορά τον Νίκο. Απλώς με αφορμή το διάβασμα του άρθρου θυμήθηκα ότι πολλές φορές η λόγια σκέψη έχει την τάση να φορτώνει και πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν. Για όλα ισχύει πως πρέπει κάποιος να γνωρίζει πολύ καλά τη ζωή του συστήματος που θέλει να μελετήσει. Αλλά σχετικά με τις γυναίκες π.χ., δεν μπορώ να δεχτώ ότι υπήρξε ένας πυρήνας σκέψης κάπου, σαν να βρίσκονταν οι ρεμπέτες μέσα σε προστατευμένο εξωγήινο θόλο, όπου η αποκατάσταση διά του γάμου ή η κοινωνική αντίληψη της πατριαρχίας ήταν μειωμένα.
Όσο γνωρίζουμε την κοινωνία από τη ζωή των παππούδων και των προπαππούδων μας ουδέποτε μειώθηκε η αξία τους. Κι αν μια γυναίκα που πλησίαζε την ζωή του ρεμπέτη, ήταν περισσότερο ελευθεριάζουσα ώστε να μπορεί να δρα πέρα από τον έλεγχο της οικογενείας της, αυτό δεν σημαίνει αλλαγή του παραδείγματος. Άλλο πράγμα οι συγκεκριμένες χρονικές-τοπικές συνθήκες που μπορεί να αλλοτριώσουν ένα πλαίσιο αξιών και άλλο αν οι αξίες («καλές» ή «κακές») πράγματι αμφισβητούνται.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Ο Παν. Κουνάδης, σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ (Απρίλιος 1975 ;), γράφει για ’’φαινόμενα όμοιου τύπου με αυτό του ρεμπέτικου τραγουδιού όσο αφορά την προέλευση, ανάπτυξη, εξέλιξη και εξάπλωση … σε διάφορες χώρες του κόσμου, που την ίδια περίοδο ή με μια διαφορά φάσεως (θετική ή αρνητική) πέρασαν κάτω από ανάλογους κοινωνικοοικονομικούς μετασχηματισμούς’’
Αναφέρει (επιγραμματικά):
– Στη Γαλλία, στα τέλη του 19ου αιώνα, «τα τραγούδια των αλητών».
– Στην Ισπανία και στην Αργεντινή, αντίστοιχα, το Φλαμένγκο και το Τάνγκο.
– Στις ΗΠΑ, τα τραγούδια των κοινωνικών μειονοτήτων (τζαζ, νέγρικα θρησκευτικά τραγούδια, τραγούδια φυλακών). [ΣΗΜ: δεν αναφέρει τα μπλουζ].
– Στη Ρουμανία, τα περίφημα τραγούδια των λαϊκών συνοικιών, τα ονομαζόμενα «τραγούδια του μαχαλά».
– Σε Κούβα, Μεξικό, Βραζιλία με το Τσα-τσα, την Σάμπα, την Ρούμπα κ.λ.π.
– Επίσης, σε Τουρκία, Περσία, Αίγυπτο, όπου θα βρούμε και μουσικολογικές συγγένειες.
Γ-Κ said
Ζενές είναι η… Γιουβέντους στα Γαλλικά (νεολαία). Για τη Φόλα δεν βρήκα τίποτα.
sarant said
54 Ζενές είναι γαλλικό Jeunesse, Νεολαία
H Φόλα είναι ακρώνυμο, την ίδρυσε ένας δάσκαλος αγγλικών και την ονόμασε Football and Lawn Tennis Club
Αγγελος said
Ξεροσφύρη, αυτά συμβαίνουν με τις μεταγραφές στα ελληνικά. Ζενές είναι η γαλλική λέξη Jeunesse, νιότη. Φόλα δεν είναι αυτό που σκέφτηκες, είναι τα αρχικά των αγγλικών λέξεων Football και Lawn-tennis, όπως λεγόταν παλιότερα το τένις — διότι ο εν λόγω αθλητικός όμιλος ασχολιόταν στην αρχή και με το τένις.
https://fr.wikipedia.org/wiki/Club_sportif_Fola_Esch
Theo said
Πριν από καμιά εικοσιπενταετία γνώρισα έναν Τούρκο (δίδασκε αγγλικά σ’ ένα πανεπιστήμιο της Πόλης) που ασχολιόταν με τα ρεμπέτικα κι είχε έρθει στην Ελλάδα για μια εισήγηση γι’ αυτά σ’ένα συνέδριο στην Αθήνα. Τον ρώτησα αν θεωρούσε τα ρεμπέτικα τούρκικα ή ελληνικά και μου απάντησε πως η λαϊκή μουσική στην περιοχή μας δεν χωρίζεται από σύνορα, δηλαδή το ρεμπέτικο είναι μια λαϊκή μουσική της καθ’ ημάς Ανατολής.
dryhammer said
60-61. Ευχαριστώ για τις διευκρινήσεις. [Ξενέρωτοι Ευρωπαίοι. Ούτε Λέοντα, ούτε Ατρόμητο, ούτε Ατσαλένιο – να φοβίζουν τον αντίπαλο – έχουνε…]
Πέπε said
Καλησπέρα.
Δεδομένης της ιδιαίτερα πρώιμης εποχής (1984!), βρίσκω το άρθρο πολύ εμπεριστατωμένο. Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται δε με είχε απασχολήσει ποτέ ώστε να έχω εκ των προτέρων κάποια άποψη, και η άποψη που προβάλλεται μέσα από τα παραδείγματα που παρουσιάστηκαν μου φαίνεται πειστική.
Η μόνη μου επιφύλαξη είναι κατά πόσον είναι συγκρίσιμα τα μεν με τα δε. Λέει ο Νίκος:
> > Τα τραγούδια (ή: πολλά τραγούδια) της δεκαετίας του 1950 πολλοί τα θεωρούν λαϊκά. Στη μικρή αυτή μελετούλα δεν με ενδιαφέρει τόσο η κατηγοριοποίηση, αλλά σε κάθε περίπτωση όλα τα τραγούδια που ανθολογούνται στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Σχορέλη θεωρούνται ρεμπέτικα. Αυτός ο κάπως απλοϊκός χωρισμός έχει το πλεονέκτημα ότι είναι απλός και γλιτώνει πολλούς πονοκεφάλους και υποκειμενισμό.
Υποκειμενισμός; Δεν ξέρω αν επισημάνθηκε ήδη (δεν έχω δει ακόμη κανένα σχόλιο), όμως έκανε κανείς μια σύγκριση της μετρικής ανάμεσα στα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά παραδείγματα; Μοιάζει να μην υπάρχει κοινή γλώσσα. Όλοι οι στίχοι που επιλέχτηκαν για να αντιπροσωπεύσουν την προπολεμική νοοτροπία είναι ιαμβικοί ή τροχϊκοί, 15σύλλαβοι ή 8σύλλαβοι, με ομοιοκαταληξία ανά δύο, δηλαδή η απλούστερη δυνατή στιχουργία και η πιο άμεσα συνδεόμενη με τη δημοτική παράδοση. Μοναδική εξαίρεση η Γαλανομάτα του Μάρκου, με το ελάχιστα πιο περίπλοκο μετρικό της σχήμα:
Μια γαλανομάτα, μια τρελή τσαχπίνα μ’ έχει παλαβώσει στην Αθήνα
Αντίθετα, όλα σχεδόν τα παραδείγματα της άλλης άποψης είναι σε πιο σύνθετες μετρικές μορφές, με σαφείς επιρροές από οτιδήποτε γράφεται με χαρτί και μολύβι (λόγϊα ποίηση, ελαφρό τραγούδι κλπ.) και με μόνο καναδυό εξαιρέσεις.
Είμαι βέβαιος ότι αν το ψάξουμε πιο μεθοδικά, θα βρούμε ότι τελικά οι διαφορές ανάμεσα στο προπολεμικό και το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι είναι τόσες και τόσο πολυεπίπεδες (μάνι μάνι, μόνο στον στίχο, είδαμε μέχρι τώρα ριζικές αντιθέσεις και στο περιεχόμενο και στη μορφή) ώστε τελικά είναι αμφίβολο αν υπάρχει πουθενά ο κοινός παρονομαστής.
sarant said
64 Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, ενδιαφέρουσα η μετρική ανάλυση.
Από την άλλη, καποιες φορές είναι οι ίδιοι άνθρωποι στα προ- και στα μεταπολεμικά.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι το μεταπολεμικό τραγούδι έχει αυτή την, πώς να το πούμε, λογιότητα (;) Τότε που πέθανε ο Τσιτσάνης, δηλ πάλι το 1984, είχα γράψει στην Πολιτιστική ότι «εξευγένισε» το ρεμπέτικο εννοώντας αυτό το στοιχείο -και έγινε ένας φοβερός επιστολιμαίος καβγάς.
ΓΤ said
O Απόλλων Λεμεσού αποκλείει μέσα στην Κρήτη τον ΟΦΗ.
Πέπε said
65
Οι ίδιοι άνθρωποι αλλά σε άλλες εποχές! (Και η κοινωνία που πριν πίστευε ετούτο και μετά το άλλο, από τους ίδιους ανθρώπους αποτελούνταν.)
Ως προς το δεύτερο: μπορεί εξευγενισμός ή λογιοποίηση να μην είναι ακριβώς κατάλληλες λέξεις, αλλά συμφωνώ μ’ αυτό που (νομίζω ότι) πας να πεις.
ΓΤ said
Η Κόλος Κοβαλίβκα αποκλείει τον Άρη μέσα στη Θεσσαλονίκη.
Corto said
65:
Καλησπέρα! Νίκο σε ευχαριστούμε πολύ για το κείμενο!
Ήδη στην εδώ δημοσίευση του α΄μέρους είχα γράψει πως η ανάρτηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα -το ίδιο βεβαίως ισχύει και για το β’ μέρος.
Επειδή τα ζητήματα αυτά τα έχουμε προσεγγίσει πλειστάκις, δεν ξέρω αν υπάρχουν και πολλά πράγματα να προσθέσει κανείς.
Για την διαφορά στην μετρική του στίχου μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού (διότι εκεί έγκειται η διαφοροποίηση, όχι μεταξύ προπολεμικού και μεταπολεμικού λαϊκού τραγουδιού γενικώς), που ορθώς επισημαίνει ο Πέπε (σχ.64), έχουμε κάνει εδώ εκτενή διάλογο:
https://sarantakos.wordpress.com/2018/09/14/delivorias/#comment-526911
Τώρα ειδικά για το θέμα της «λογιότητας» ως στοιχείο διαφοροποίησης ή εξέλιξης μάλλον έχω διαφορετική γνώμη. Θεωρώ ότι το στοιχείο της «λογιότητας» υπήρξε εντόνως καθοριστικό για την διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού, ήδη από τα προπολεμικά χρόνια.
Γ-Κ said
Το παιχνίδι ΟΦΗ – Απόλλωνα θα μείνει στην ιστορία για το οφσάιτ που έδωσε ο διαιτητής (και πήρε πίσω).
Μιχάλης Νικολάου said
54, … θα το θυμάστε από τη Ζενες Ες την οποία απέκλεισε ο Παναθηναϊκός όταν πήγε στο Γουέμπλεϊ. …
Μα ναι!
(Μπόνους: «Το Θούριο»)
sarant said
69 τέλος
Να το συζητήσουμε αυτό. Ίσως μας δοθεί αφορμή σε επόμενο άρθρο που σκέφτομαι να βάλω αν ησυχάσω λίγο. Το ότι ο Μάρκος όμως έχει ξεσηκώσει δημοτικά δίστιχα δεν το θεωρώ λογιότητα, το αντίθετο μάλιστα.
voulagx said
#62: Εκατοντάδες τούρκοι χορεύουν το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας στην Σμύρνη
voulagx said
#63: Εχουνε λυκους (Wolves)
voulagx said
#71: Δεν τον ηξερα. Γηρασκω αει διδασκομενος!
Corto said
72:
Είναι μεγάλη συζήτηση και εν μέρει έχουμε κάνει σχετικές αναφορές. Αναμφιβόλως το γεγονός ότι ο Μάρκος όμως ξεσηκώσει δημοτικά δίστιχα δεν είναι λογιότητα, και συμφωνώ απολύτως ότι συνιστά το αντίθετο (στοιχείο δημοτικής/ ανώνυμης/ προφορικής παράδοσης).
Όμως η τυποποίηση του μάγκα όπως αποδίδεται μέσα από δεκάδες στίχους δημιουργών που έγραψαν ρεμπέτικα, αλλά δεν ήταν μάγκες οι ίδιοι, προϋποθέτει μία νοητική επεξεργασία η οποία ξεφεύγει από το στενό βιωματικό πλαίσιο της προφορικής παράδοσης. Αρκετοί από τους στιχουργούς ήταν άνθρωποι της πένας (δημοσιογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς κλπ) και γενικότερα μορφωμένοι. Πρόχειρα να αναφέρουμε τον Μάτσα, τον Κοφινιώτη, τον Καμβύση, τον Φαλτάιτς, αλλά και τον Αιμίλιο Σαββίδη – αργότερα τον Ρούτσο, τον Βασιλειάδη, την Παπαγιαννοπούλου κλπ.
Δεν είναι τυχαίο ότι η σκληρότερη και δυσκολότερη αργκό στα ρεμπέτικα μάγκικης θεματολογίας προέρχεται κυρίως από τους λόγιους δημιουργούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας γλώσσας το Για να ξέρεις αλανιάρη του Καμβύση.
(Ας προσεχθεί το επιτηδευμένο κερία, αντί κυρία)
Corto said
76 (διόρθωση):
…ότι ο Μάρκος έχει ξεσηκώσει…
Γ-Κ said
63, 74.
Στην αποδώ μεριά έχουνε διάφορα άλλα. Παρτιζάνους, προλετάριους, ατμομηχανές, δυναμό, τορπίλες και κάμποσα ακόμα. Υπάρχει κι ένας σερίφης (σεριφάτο υπήρχε και στο Αίγιο).
Για την αποκεί μεριά αξίζει να αναφέρουμε τους γρύλους (grasshopers)…
Και… να μην ξεχάσουμε ειδικά την Τετάρτη του Σέφιλντ (Sheffield Wednesday).
Πέπε said
@72
Δε θα το έλεγα ξεσήκωμα.
Τα τραγουδούσε έτσι κι αλλιώς (δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μουσικός που να μην τραγουδάει παρά μόνο τα δικά του). Και, όπως ήταν απόλυτα φυσικό στην παράδοση στην οποία ήρθε να ενσωματωθεί ο Βαμβακάρης, τα πηγαινόφερνε από σκοπό σε σκοπό, συμπεριλαμβανομένων και δικών του σκοπών, και τα ανακάτευε μεταξύ τους και με τα δικά του.
Κάποια από αυτά τα κοκτέιλ τα ηχογράφησε κιόλας. Και τα υπέγραψε κιόλας, γιατί μπορούσε.
Θα έλεγα ότι ούτε καν δανεισμός δεν είναι. Δεν είναι ότι ο Μάρκος, ένας επώνυμος δημιουργός, βγήκε από τα όρια του χώρου της προσωπικής του επώνυμης δημιουργίας και μπήκε στον χώρο του αδέσποτου για να δανειστεί κάτι και να ξεναγυρίσει. Ανήκε ο ίδιος οργανικά στον χώρο του αδέσποτου, και ως τέτοιος προσέθεσε και δικά του στα προϋπάρχοντα.
Αυτά βέβαια μέχρι κάποια στιγμή, γιατί στην πορεία βγήκε πια από τα όρια αυτού του χώρου και έγινε πια ο ίδιος επώνυμος δημιουργός προσωπικών έργων. Στην αρχή όμως ήταν αλλιώς.
aerosol said
#76
Ξέρουμε αν ήταν λόγιος ο Καμβύσης; Δεν βρίσκω κάτι γι αυτόν.
BLOG_OTI_NANAI said
Ο Γ. Καμβύσης όπως φαίνεται είχε παιδεία και μόρφωση:
BLOG_OTI_NANAI said
Έχουν αναρτηθεί τουλάχιστον 5 ενδιαφέρουσες διδακτορικές διατριβές ( https://www.didaktorika.gr/eadd/ ) για το ρεμπέτικο:
1) «Εικόνες εγκλήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – Ρεμπέτικο και κοινωνικός έλεγχος»
2) «Η χρήση τοξικών ουσιών στην Ελλάδα μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι (1920-1940)»
3) «Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΡΝΕΙΩΝ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΑΓΚΙΑΣ»
4) «Το ρεμπέτικο στο δημόσιο λόγο της περιόδου 1931- 40»
5) «Ρεμπέτικα τραγούδια – η σημειωτική ενός αντιφατικού λόγου»
Στην τελευταία υπάρχουν αρκετά σχόλια για το πώς κατάφεραν πολλοί εξετάζοντας το μέρος και όχι το όλο, να συνδέσουν το ρεμπέτικο με ό,τι ήθελε ο καθένας ή ό,τι απαιτούσε η εποχή του μελετητή, καταλήγοντας σε πλασματικά και αντιφατικά συμπεράσματα.
BLOG_OTI_NANAI said
Σε κάποιο σημείο, γίνεται παραπομπή στον Στάθη Gauntlett ο οποίος θίγει ως απαράδεκτο το ζήτημα να βγαίνουν συμπεράσματα για το ρεμπέτικο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι συμμετείχαν στην παραγωγή του επώνυμοι και απόλυτα νομοταγείς πολίτες.
Δύτης των νιπτήρων said
To 3, του Ζαϊμάκη, έχει βγει και σε βιβλίο. Επειδή πρόλαβε τους τελευταίους γέροντες μάγκες του Ηρακλείου, είναι η μόνη μελέτη που έχει γνήσιο ανθρωπολογικό υλικό. Το διάβαζα θυμάμαι στη σκοπιά στη ΝΔΑ περιμένοντας να με στείλουν στη Λήμνο.
http://www.biblionet.gr/book/30712/%CE%96%CE%B1%CF%8A%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82,_%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CE%B1%CE%BA%CE%BC%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα, ανοίγει πεδίο για πολλές συζητήσεις!
79 Ίσως είναι άστοχο το «ξεσηκώσει» πάντως συμφωνούμε ότι έχει πάρει πολλά και συμφωνώ ότι ήταν μέσα στο ρεύμα όταν το έκανε αυτό.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
84 >> διάβαζα θυμάμαι στη σκοπιά
Η Τουρκ Χαβά Γιολλαρί σας καλοσωρίζει στο γκιουζέλ Καρπενήσι μας και σας εύχεται καλή διαμονή 🤪
BLOG_OTI_NANAI said
84: Ναι, έχει πολλές ενδιαφέρουσες μαρτυρίες.
Corto said
80 (Aerosol):
Τώρα είδα την ερώτηση, συγγνώμη για την καθυστέρηση.
Ναι, ο Γ. Καμβύσης ήταν λόγιος, «μορφωμένος» εν πάση περιπτώσει. Ήταν τενόρος, γνώστης της δυτικής μουσικής, και συγγραφέας πλήθους επιθεωρησιακών σκετς, πολλά εκ των οποίων ερμήνευσε μαζί του ο Π. Κυριακός.
Ως προς τον τρόπο που μπορούσε να τραγουδήσει ο Καμβύσης, χαρακτηριστική είναι η ηχογράφηση του τραγουδιού «ο Γιάννης χασικλής» με στίχους δικούς του και μουσική του Ογδοντάκη (1931). Δεν είναι τυχαίο ότι το τραγούδι αυτό το ηχογράφησε και ο Μπέζος.
dryhammer said
76. > Δεν είναι τυχαίο ότι η σκληρότερη και δυσκολότερη αργκό στα ρεμπέτικα μάγκικης θεματολογίας προέρχεται κυρίως από τους λόγιους δημιουργούς.
Γενικότερα, οι φυσικοί ομιλητές μιας αργκό (όχι μόνο μάγκικης αλλά και τεχνικής κλπ), παλιά αλλά και τώρα, ιδίως όταν απευθύνονται σε άτομα εκτός του χώρου τους, αγαπούν να χρησιμοποιούν λόγιες ή «λόγιες» εκφράσεις [για επίδειξη μόρφωσης, ευγένειας;]. Αντίθετα οι δήθεν, αρέσκονται στη χρήση βαριάς αργκό (του χώρου) σαν ένδειξη σχετικότητας, γνώσης κλπ. Και τα δύο αναγνωρίζονται από την έλλειψη φυσικότητας, το παραπανίσιο της επιτήδευσης. [Σαν τον ένοχο που «χτίζει» πιο ντούρο άλλοθι από τον αθώο και επιμένει περισσότερο σ’ αυτό]
Δύτης των νιπτήρων said
76, 89 Κάπου εδώ είχε εμφανιστεί ένα βιντεάκι με κομμάτι από τη διήγηση του Μάρκου για τη ζωή του στην Αγγέλα Βέλλου-Κάιλ (αυτό που εξελίχτηκε στην αυτοβιογραφία του), όπου ο άνθρωπος μιλάει απλά και κανονικότατα, ενώ όπως ξέρουμε όταν τραγουδούσε είχε το γνωστό μάγκικο στιλ.
Corto said
89 (Dryhammer):
Σε γενικές γραμμές η προσπάθεια χρήσης λογιότερης γλώσσας ή και καθαρεύουσας γίνεται φανερή στις υπάρχουσες ηχογραφημένες (ή κινηματογραφημένες) συνεντεύξεις με ρεμπέτες. Χαρακτηριστικότερος όλων ο Μπαγιαντέρας. Ωστόσο δεν θεωρώ ότι αυτό συνιστά έλλειψη φυσικότητας. Αυτήν την γλώσσα (την πιο επίσημη) φαίνεται ότι την αγαπούσαν, γιαυτό και χρησιμοποίησαν αφθονία τέτοιων γλωσσικών τύπων στα τραγούδια τους (ήταν άνοιξις που σ’ είδα κλπ)
90 (Δύτης):
Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα, ο Μάρκος πιθανότατα παράλλασσε και την χροιά της φωνής του στα τραγούδια. Ο θεατρινισμός στο ρεμπέτικο, εν μέρει έργο των στυλοβατών Σπύρου Περιστέρη και Μίνωος Μάτσα, αποτελεί βασικό στοιχείο λογίας επιδράσεως.
dryhammer said
90. Άραγε, για τα ίδια πράγματα, θα χρησιμοποιούσε το ίδιο λεξιλόγιο το 1935 με το 1970 (σε μια υποθετική συνέντευξη); [Ίσως, λέω ίσως, το ’35 να μιλούσε στη συγκεκριμένη με πιο λόγιο λεξιλόγιο και διανθισμένο με κάποια (πιθανά λάθος) γαλλικά -όχι «γαλλικά»- που ήταν και της μόδας στους ευγενείς κύκλους].
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Θυμήθηκα τη διήγησή του στην Βέλλου-Κάιλ, που μιλάει για τον καιρό που δούλευε στο κάρβουνο. Έλεγε για την πετσέτα που έβαζαν στο σβέρκο για τον ιδρώτα. Πετσέτα ειδήμων.
Theo said
@25:
Κάπου στο βιβλίο της Βέλλου-Κάιλ (το έχω διαβάσει τρεις φορές αλλά δεν το θυμάμαι καλά) ο Μάρκος παραπονιέται πως δεν τον βοήθησε καθόλου η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Και θυμάμαι σε μια συνέντευξη, 2-3 χρόνια μετά τον θάνατό του, ενός από τους γιους του να λέει πως του πατέρα του δεν του επέτρεπαν να κοινωνήσει επειδή είχε παντρευτεί Ρωμιά και πως τον πλησίασαν μόνο στα τελευταία του, όταν είχε γίνει διάσημος.
@79:
Θυμάμαι τον παππού μου, που πήγε φαντάρος στις αρχές του 1918, να μου διηγείται πως στο έμπεδο της Τούμπας Θεσσαλονίκης (ήταν στρατόπεδο νεοσυλλέκτων πριν από την ανταλλαγή του 1922-1924) τραγουδούσαν το «αν είσαι μάνα και πονείς/ έλα στην Τούμπα να με δεις/ μανάκι μου μανάκι μου/ πονεί το κεφαλάκι μου». Ο Μάρκος έχει ενσωματώσει τους δύο πρώτους στίχους στο Αντιλαλούνε οι φυλακές Προφανώς το δίστιχο προϋπήρχε του Μάρκου, είτε αυτόνομο είτε ενσωματωμένο σε τραγούδια των φυλακών ή του στρατώνα, ανώνυμου δημιουργού, κι αυτός το ενσωμάτωσε στο δικό του. Και μια δεύτερη εκδοχή, όλο το τραγούδι να τραγουδιόταν έτσι στις φυλακές, κι οι νεοσύλλεκτοι να απέσπασαν κάποιους στίχους του.
Πέπε said
@91:
Κι εγώ θυμάμαι κάποια συνέντευξη του Τσιτσάνη (ο Τσιτσάνης, ως γνωστόν, δε μεγάλωσε «στην πιάτσα», ήταν κάποιας μόρφωσης) όπου πετούσε με φυσικότητα και χωρίς λάθη κάποια καθαρευουσιάνικα. Για κάποιες γενιές ήταν αρκετά συνηθισμένο να λένε «της λύσεως, οι φοιτηταί, παρετείνετο» – δε θυμάμαι τι ακριβώς έλεγε ο Τσιτσάνης αλλά σ’ αυτό το στιλ ήταν.
Είναι διαφορετικό από το να προσπαθείς να βάλεις δύσκολες, «γραμματιζούμενες» λέξεις από την ανασφάλεια μη χαρακτηριστείς αγράμματος.
Corto said
95:
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του στον Περδικόπουλο, που κουμπάρος του και μεγάλος φίλος του ήτο (ειδικότης του τα καλαματιανά), όπως ακούγεται στην εισαγωγή του τραγουδιού «ο αμαξάς» (σιγά καλέ την άμαξα).
Δεν υπάρχει καμία επιτήδευση. Αυτήν την γλώσσα την αγαπούσαν οι άνθρωποι.
Παρόμοιο δεν είναι αυτό που παρατηρούμε στους παλιούς ποδοσφαιρόφιλους που λένε «οι παίκται», «οι ποδοσφαιρισταί», «τους θεατάς», «του Άρεως» κλπ;
Για τον χαρακτηρισμό της μάγκικης αργκό ως μίγμα τύπων βαριάς δημοτικής με τούρκικα, γαλλικά (ή ψευδογαλλικά) και λόγια / καθαρευουσιάνικα στοιχεία, μαζί με παραλλαγμένες λέξεις και συνθηματικές εκφράσεις, αρκεί να ανατρέξουμε στα σχετικά χιουμοριστικά δημοσιεύματα των προπολεμικών εφημερίδων (έχουμε γράψει πολλά για το θέμα).
Corto said
Μιας και ο λόγος περί Μάρκου Βαμβακάρη, ιδού δείγμα δημοσιογραφικής προχειρότητας:
«…ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής», ο άνθρωπος που έγραψε και τραγούδησε τον «Αντώνη τον βαρκάρη», τα «Καβουράκια» και τόσα άλλα τραγούδια που ακόμη τα ακούμε σαν να ήταν η πρώτη φορά…»
https://www.tovima.gr/2020/09/17/culture/markos-vamvakaris-to-mousiko-fainomeno-pou-trexei-sto-dna-mas/
(ΤΟ ΒΗΜΑ 17/9)
Βέβαια ο Αντώνης ο βαρκάρης είναι του Περιστέρη και του Μάτσα, τα δε Καβουράκια του Τσιτσάνη και της Παπαγιαννοπούλου…
Δύτης των νιπτήρων said
97 Κύριε των δυνάμεων!!!
Γιάννης Ιατρού said
97/98: καβούρια έχει η τσέπη τους εκεί στοΒΗΜΑ και δεν πληρώνουν κανένα δημοσιογράφο της προκοπής και βάζουν τριτοδεύτερους με προχειράτζες… (δεν τά ΄παιρνε το παιδί τα γράμματα, το κάναμε δημοσιογράφο 🙂 )
Corto said
98 & 99:
Πολύ γέλιο!
Theo said
@99:
Βλέπω πως ο Γιάννης Ζουμπουλάκης από το 1999 είναι ο κριτικός κινηματογράφου και υπεύθυνος των κινηματογραφικών θεμάτων της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ με συνεργασίες στα έντυπα που εκδίδονται μαζί με το Κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας (ΒΗΜΑgazino, BHMAdonna κ.ά.) .
Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κριτικές του, αλλά μάλλον είναι άσχετος με το ρεμπέτικο, δεν είχαν ίσως κάποιον ειδικό γι’ αυτό και έβαλαν τον Γ.Ζ. να γράψει 😳 😥 😡
sarant said
97 Νομιζω όμως ότι τραγούδησε όντως στον Σερέτη
Corto said
102:
Το τραγούδησε μαζί με τον Χατζηχρήστο, αλλά το άρθρο λέει «έγραψε και τραγούδησε». Δεν το έγραψε (συνέθεσε) ο Μάρκος αλλά ο Περιστέρης. Για τα «καβουράκια» πάλι η μόνη σχέση του Μάρκου είναι το γεγονός ότι αργότερα ηχογράφησε με παρεμφερές μοτίβο το «κάποιο βράδυ με φεγγάρι» (1950) και η οικογένειά του διεκδίκησε την πατρότητα της μελωδίας. Ωστόσο ήδη από το 1936 είχε εμφανιστεί η ίδια μελωδία στα «βάσανα της πλύστρας» του Σέμση.
Όλα αυτά όμως είναι άσχετα με το θέμα.
Εν πάση περιπτώσει ο αρθρογράφος έγραψε εκ του προχείρου.
dryhammer said
98 >Κύριε των δυνάμεων!!!
… με θυμόν γενού.
Triant said
95: Άλλωστε, ως γνωστόν, ο Τσιτσάνης είχε κατέβει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική.
skolotourou said
Με μια μικρή καθυστέρηση, να σας ευχαριστήσω όλους για τις ευχές και που με θυμηθήκατε !