Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Μνήμη Μάριου Χάκκα (μια συνεργασία του Χρήστου Γιαννακού)

Posted by sarant στο 4 Ιουλίου, 2021


Συμπληρώνονται αύριο 49 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του Μάριου Χάκκα, στις 5 Ιουλίου 1972 -αν ζούσε ακόμα θα ήταν ένας θαλερός ενενηντάχρονος, αλλά τον γκρέμισε ο καρκίνος στα 41 του χρόνια. Το ιστολόγιο μάλλον έχει παραμελήσει τον Χάκκα -ένα μόνο διήγημά του έχουμε αναδημοσιεύσει, το Ένας αγνοημένος φιλέλληνας. Του χρόνου ελπίζω να έχουμε επανορθώσει.

Ο φίλος μας ο Χρήστος Γιαννακός μου έστειλε δυο κείμενα για τον Χάκκα, που τα δημοσιεύω σήμερα. Το ένα είναι ένα μικροδιήγημα του ίδιου, εις μνήμην Μάριου Χάκκα, με τίτλο «Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία» (δηλαδή ακριβώς στα μέρη του Χάκκα). Το άλλο είναι ένα άρθρο του, δημοσιευμένο το 2012 στο περιοδικό Μανδραγόρας, αλλά σε επικαιροποιημένη έκδοση τώρα, στο οποίο ο Γιαννακός παρουσιάζει εναν φάκελο με γραφτά του Χάκκα, που βρέθηκε στο αρχείο του ποιητή Θανάση Κωσταβάρα. Ανάμεσα σε αυτά, ανέκδοτα ποιήματα του Χάκκα, ένα αφήγημά του και μια επιστολή σταλμένη από το νοσοκομείο.

Πρώτα το μικροδιήγημα του Χρήστου Γιαννακού:

Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία

Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία εμφανιζόταν κάποτε ένας νέος, που νόμιζε πως ρύθμιζε την κυκλοφορία. Μαυρομάλλης, μουστακαλής και λιπόσαρκος είχε χαρακτηριστικά κοινά και ύψος μεσαίο. Φορούσε καθαρά, καθημερινά ρούχα –επομένως οι όποιοι δικοί του, κατά πάσα πιθανότητα, είχαν επίγνωση της κατάστασης. Οι κινήσεις του θύμιζαν τροχονόμο. Τα χέρια του ακολουθούσαν τις αναλαμπές «Γρηγόρη»-«Σταμάτη», για να επιτρέψει, δήθεν, το πέρασμα των πεζών, αφού πρώτα είχε σταματήσει τα αυτοκίνητα.

Καμαρωτός, με ύφος ανάλογο της περίστασης, έπιανε «δουλειά» για ποικίλα χρονικά διαστήματα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Στεκόταν στην άκρη και δεν ενοχλούσε κανένα. Κατά παρέκκλιση, συγχρόνως με τα συλλογικά, έδινε και κατ’ ιδίαν σήματα: έκλεινε διακριτικά το μάτι σε καμιά ομορφούλα, που περίμενε πριν τη διάβαση για να περάσει το δρόμο.

Με τον καιρό απέκτησε, εύλογα, χρονικό αυτοματισμό· δεν χρειαζόταν πια να συμβουλεύεται τα φανάρια για τις υποδείξεις του.

Βρέθηκε δηλαδή ένας άνθρωπος, που, μολονότι άθελά του είχε διαφύγει από τα κοινώς παραδεκτά όρια νοοτροπίας και συμπεριφοράς, μιμήθηκε μια πράξη εντατική ως προς την αφοσίωση και συστημικά ενταγμένη, για να νιώσει, έστω στα ψέμματα, την περηφάνια τού να είναι χρηστός.

Θα ήταν δυνατό μάλιστα, από μία σκοπιά, να τον ζηλέψει κανείς. Θα διέθετε άλλος το παιδικό θράσος να στήσει τέτοιο αξιοπρόσεκτο στην ανοησία του παιχνίδι;

Όπως και να ’χε, συνέβη τυχαία, όταν κάποιο πρωί τα φανάρια στη διασταύρωση χάλασαν, να γίνει όντως ο άνθρωπος της ημέρας.  Αρχικά, δεν κατάλαβε πως τα κόκκινα, πράσινα και πορτοκαλιά φώτα είχαν, απροειδοποίητα, σβήσει. Συνέχιζε απερίσπαστος να εκτελεί τη ρουτίνα του. Αλλά κι όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, απλά πρόσθεσε στις κινήσεις του μια ιδέα επίσημης ακαμψίας, για να δηλώσει προφανώς ότι  κατανοούσε το απρόσμενο ειδικό βάρος της θέσης του.

Καθώς εμφανίστηκε σαν απροσδόκητη λύση στην επερχόμενη αταξία, οι ενέργειές του έχασαν ξαφνικά την ελαφρότητα ενός μάταιου κόπου. Στoιχημένοι όλοι, οδηγοί και πεζοί, έδιναν νόημα για πρώτη φορά στις χειρονομίες του πειθαρχώντας στα σήματα.

Οι θαμώνες ενός κοντινού καφενείου δεν έχασαν την ευκαιρία να σχολιάσουν:

«Χρειαζόταν κάτι παράδοξο να τονίσει πόσο ασυντόνιστη είναι η λειτουργία της πόλης»,

«Η τρέλα βάζει σε τάξη το χάος».

Η αυτόματη σήμανση, εντούτοις, αργούσε να επανέλθει κι έπειτα από πολλή ώρα ορθοστασίας στο εφήμερο καθήκον ο νέος κουράστηκε. Ο χρονισμός των οδηγιών άρχισε ν’ αλλάζει· οι μιμήσεις εξελίσσονταν σε αυτοσχεδιασμούς, δημιουργώντας εκφράσεις μιας γλώσσας διαφορετικής απ’ αυτή που γνώριζαν ή προτιμούσαν να βλέπουν οι εποχούμενοι. Δεν άργησαν τα παρατράγουδα, ο ψιλοπανικός, το βρισίδι.

«Φύγε από τη μέση, τρελέ. Μας έκανες άνω κάτω»,

«Άντε να χαθείς, βαρεμένε».

Ο παππούς Χάκκας, που καθόταν στο καφενείο, θυμήθηκε πως σε μια άλλη γωνία, όχι μακριά από κει, σκότωσαν στην κατοχή τον τρελό της Καισαριανής, γιατί παρίστανε πως απ’ την τσέπη θα τράβαγε όπλο, ενώ στ’ αλήθεια κράταγε τσόκαρο.

Πάνω στην ώρα φάνηκε στη διασταύρωση ένας κανονικός τροχονόμος, που ανέλαβε να ρυθμίσει την κυκλοφορία. Δεν απόφυγε, ωστόσο, να προκαλέσει συμφόρηση πέφτοντας σε μετά βίας ανεκτά, λόγω στολής κι ιδιότητας, λάθη. Ίσως έπρεπε πράγματι να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά, αφού προσπαθούσε αβοήθητος κι απομονωμένος. Αν όμως έτσι είχε η κατάσταση, γιατί άραγε ήτανε πιο κατάλληλος απ’ τον προκάτοχό του;

Μπορεί ο νεαρός να βρισκόταν ήδη αρκούντως εκτός της πραγματικότητας, μα η φασαρία φάνηκε ότι τον παρέσυρε πιο βαθιά στα δικά του νερά. Εξαφανίστηκε αργά στην κατωφέρεια της Φορμίωνος κουνώντας τα χέρια του συνεχώς, σαν να μετέδιδε, τότε, ένα παραφθαρμένο «Περάστε ελεύθερα» -ή μήπως ένα «S-O-S» πριν την επερχόμενη σιωπή;

Χρήστος Γιαννακός

Στη συνέχεια, δημοσιεύω το άρθρο του Χρήστου Γιαννακού για τα κατάλοιπα του Χάκκα.

«ΜΗΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΓΡΑΦΩ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΩ;»[1]

 ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΚΚΑ,

ΕΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ

 Επιμέλεια και σχολιασμός: Χρήστος Γιαννακός

Ερευνώντας το έργο και το βίο του Μάριου Χάκκα, στα πλαίσια της ετοιμασίας για μια επιθυμητή αναφορά στο περιοδικό Μανδραγόρας, απευθυνθήκαμε για βοήθεια στον αγαπητό φίλο του περιοδικού Κωνσταντίνο Κωσταβάρα[2], γιο του αείμνηστου ποιητή Θανάση Κωσταβάρα (1927-2007). Οι εγκάρδιες σχέσεις των δύο λογοτεχνών είναι γνωστές, υποθέσαμε λοιπόν πως ο Θανάσης θα είχε κάποια στοιχεία στο αρχείο του, που θα μπορούσαν να μας φανούν χρήσιμα. Στο αρχειακό υλικό ο Κωνσταντίνος ανακάλυψε έναν κόκκινο φάκελο με λευκή ετικέτα που φέρει τον τίτλο «Μάριος Χάκκας», με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του. Βρέθηκαν και παρουσιάζονται ένα χειρόγραφο αφήγημα του Μάριου Χάκκα σε αποκομμένο από μπλοκ γραφής φύλλο λευκού χρώματος, χωρίς διαγραμμίσεις, διαστάσεων 23,0×17,4 εκ., δίχως ημερολογιακές ενδείξεις, μια επιστολή του συγγραφέα σε κόλλα λευκού χρώματος, χωρίς διαγραμμίσεις, διαστάσεων 29,5×21,0 εκ., γραμμένη από τη σύζυγό του Μαρίκα σε δωμάτιο του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» προς τον Θανάση Κωσταβάρα, με ημερομηνία 13-10-1971, κι ένα χειρόγραφο τετράδιο ποίησης με κόκκινο σπιράλ στο πλάι, με εξώφυλλο από χοντρό, ανάγλυφο, γκριζογάλανο χαρτόνι και με 90 σελίδες λευκού χρώματος, χωρίς διαγραμμίσεις, διαστάσεων 20,0×15,0 εκ.. Δεν αναφέρονται ημερομηνίες. Για την ακρίβεια της περιγραφής ας προσθέσουμε πως ένα τμήμα χαρτιού έχει εγκλωβιστεί στις σπείρες του σπιράλ, πράγμα που υποδεικνύει αφαίρεση φύλλου ή φύλλων. Άγραφο έμεινε δε μόνο ένα εσωτερικό φύλλο του τετραδίου.

Για να βεβαιωθούμε πως πρόκειται για γραπτά του Μάριου Χάκκα, συγκρίναμε τον γραφικό χαρακτήρα με αυτόγραφο που παρείχε ο Γιώργος Πέππας, ο οποίος συμμετέχει στη Σύνταξη του περιοδικού Μανδραγόρας και είναι εγγονός του Θανάση Χάκκα, αδελφού του λογοτέχνη.

Στον κόκκινο φάκελο υπάρχουν επίσης ένα σχέδιο επιστολής (σε φύλλα κομμένα από το τετράδιο με το κόκκινο σπιράλ ή ένα όμοιο) κι ένας ταχυδρομικός φάκελος με τα περιεχόμενά του, τα οποία υπεισέρχονται σε ζητήματα προσωπικού χαρακτήρα κι εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο φίλων, οπότε αποφασίσαμε να μην τα παρουσιάσουμε.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ

 Όσον αφορά λοιπόν στο τετράδιο πρόκειται για ένα γραμμένο με μπλε μελάνι σχέδιο της συλλογής Όμορφο Καλοκαίρι, η οποία τελικά τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1965 με έξοδα του ίδιου του Μάριου Χάκκα.

Στην πρώτη σελίδα του τετραδίου εμφανίζεται ο δοκιμαστικός τίτλος ΙΣΟΠΕΔΕΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ. Αναλυτικά η διάρθρωση των περιεχόμενων ποιημάτων έχει ως εξής:

σ.1, τίτλος ΙΣΟΠΕΔΕΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ*

σ.3, τίτλος κύκλου «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ»*

σ.5, ποίημα 1. «Μυρτώ στη χινοπωρινή λιακάδα/…»

σ.7, ποίημα 2. «Μυρτώ ωσανά των αιώνων/…»

σ.9, ποίημα 3. «Μυρτώ λιγνή ψιχάλα της αυγής/…»

σ.11, ποίημα 4. «Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων/…»

σ.13, ποίημα 5. «Μυρτώ της βροχής στο πρόσωπο/…»

σ.15, ποίημα 6. Μυρτώ η μάσκα της εσπέρας/…»

σ.17, ποίημα 7. «Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις/…»

σ.19, ποίημα 8. «Γεννηθήκαμε ένα μεσημέρι του φθινοπώρου/…»

σ.21, τίτλος κύκλου «ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΑ»

σ.23, πεζοποίημα 1. «Αν δεν ήταν τα χέρια σου να σφίγγουν,…»

σ.25, πεζοποίημα 2. «Το φεγγάρι χαμογελούσε,…»*

σ.27, πεζοποίημα 3. «Όπου νάναι το τηλέφωνο θα μας συνδέσει…»

σ.29, τίτλος κύκλου «ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ»

σ.31, ποίημα «Νότιες Σποράδες/…»

σ.33, ποίημα «Στο χαμόγελο της καλοκαιριάτικης θάλασσας…»

σ.35, ποίημα «Ο ήλιος που έδυε στο καταμεσήμερο/…»

σ.37, τίτλος κύκλου «ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»

σ.39, ποίημα 1. «Όμορφο καλοκαίρι καθυστερεί στον καλαμιώνα/…»

σ.41, ποίημα 2. «Έρχεται μέσα από τη χινοπωρινή βροχή/…»

σ.43, ποίημα 3. «Άγρυπνη μνήμη καιροφυλακτεί μέσα στις φλέβες/…»

σ.45, τίτλος κύκλου «ΡΙΜΕΣ»

σ.47, ποίημα 1. «Έφυγαν οι φίλοι/…»

σ.49, ποίημα 2. «Το σπίτι με τα γιασεμιά ερηπώθη/…»

σ.51, ποίημα 3. «Κι αν ξεγελάσαμε τον Ποσειδώνα/…»*

σ.53, τίτλος κύκλου «ΝΕΚΡΩΣΙΜΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ»

σ.55, ποίημα 1. «Εβδομάς προλήψεως ατυχημάτων/…»

σ.57, ποίημα 2. «Γέμισαν οι παραλίες ψόφια γατιά/…»

σ.59, ποίημα 3. «Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος/…»

σ.61, ποίημα 4. «Τα βρύα στις πέτρες όπως και η μούχλα/…»*

σ.63, ποίημα 5. «Βρωμόμυιγες, κρεατόμυιγες, χρυσόμυιγες/…»

σ.65, ποίημα 6. «Ύστερα η έννοια του θανάτου/…»

σ.67, ποίημα 7. «Κι αν πεθάνουν τα ψάρια/…»

σ.69, τίτλος κύκλου «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ»*

σ.70, ποίημα «Αθήνα, τα παιδιά σου σκορπίσανε/…»*

σ.71-72, ποίημα «Με κουβαλάνε θυμωμένοι αγέρηδες/…»

σ.73, ποίημα «Θα μπορούσα νάμουν ένα δέντρο/…»*

σ.75, ποίημα «Θρασομανάει βαρδάρης/…»

σ.76, ποίημα «Αγώνας»*

σ.77, ποίημα «Έζησα τη μισή ζωή μου φυλακή/…»*

σ.79-80, λευκό φύλλο

σ.81, ποίημα 1. «Για να φτάσουμε στη καρδιά των πραγμάτων/…»

σ.83, ποίημα 2. «Αν υπήρχε μια πόρτα/…»

σ.86, ποίημα Ι. «Ένας χτικιασμένος γλόμπος ελεεί τυφλές κάμπιες/…»

σ.87, ποίημα ΙΙ. «Οι άνθρωποι πάνω στις βαθειές αυλακιές/…»

σ.90, σημειώσεις «Διάσταση βιβλίου – Σεφέρης

                             ένα οριστικό τίτλο –

                             οριστικά στοιχεία

                             χαρτί·

                             κοστολόγιο.»

Ακολουθούν νούμερα και τέσσερις αριθμητικές πράξεις.

Με αστερίσκο (*) σημειώνονται οι τίτλοι και τα ποιήματα που δεν περιελήφθησαν τελικά στο Όμορφο Καλοκαίρι. Η διάρθρωση των ποιημάτων στη συλλογή[3] έχει ως εξής:

κύκλος «ΜΥΡΤΩ ΣΤΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΛΙΑΚΑΔΑ» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα Ι «Μυρτώ στη φθινοπωρινή λιακάδα/…», το αντίστοιχο της σ.5 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Μυρτώ ωσαννά των αιώνων/…» της σ.7 του σχεδίου

ποίημα ΙΙΙ «Μυρτώ λιγνή ψιχάλα της βροχής/…» της σ.9 του σχεδίου

ποίημα ΙV «Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων/…» τής σ.11 του σχεδίου

ποίημα V «Μυρτώ της βροχής στο πρόσωπο/…» της σ.13 του σχεδίου

ποίημα VI «Μυρτώ η μάσκα της εσπέρας/…» της σ.15 του σχεδίου

ποίημα VII «Γεννηθήκαμε ένα μεσημέρι του φθινοπώρου» της σ.19 του σχεδίου

κύκλος «ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα Ι «Νότιες Σποράδες/…» της σ.31 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Στο χαμόγελο της καλοκαιριάτικης θάλασσας…» της σ.33 του σχεδίου

ποίημα ΙΙΙ «Ο ήλιος που έδυε στο καταμεσήμερο/…» της σ.35 του σχεδίου

κύκλος «ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΑ»

πεζοποίημα Ι «Αν δεν ήταν τα χέρια σου να σφίγγουν,…» της σ.21 του σχεδίου

πεζοποίημα ΙΙ «Όπου και να ’ναι το τηλέφωνο θα μας συνδέσει…» της σ.27 του σχεδίου

κύκλος «ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»

ποίημα Ι «Όμορφο καλοκαίρι πυρπολεί το θυμάρι/…» της σ.39 του σχεδίου -με προσθήκες και αφαιρέσεις

ποίημα ΙΙ «Έρχεται μέσ’ απ’ την καλοκαιρινή μπόρα/…» της σ.41 του σχεδίου -με ορισμένες αλλαγές σε στίχους

ποίημα ΙΙΙ «Άγρυπνη μνήμη καιροφυλαχτεί μέσα στις φλέβες/…» της σ.43 του σχεδίου

κύκλος «ΡΙΜΕΣ»

ποίημα Ι «Έφυγαν οι φίλοι/…» της σ.47 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Θρασομανάει βαρδάρης/…» της σ.75 του σχεδίου

ποίημα ΙΙΙ «Το σπίτι με τα γιασεμιά ερειπώθη/…» της σ.49 του σχεδίου

κύκλος «ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ»

ποίημα Ι «Με κουβαλάνε θυμωμένοι αγέρηδες/…» των σ.71-72 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Τα φύλλα αργοπεθαίνουν κιτρινίζοντας/…» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα ΙΙΙ « Ένας χτικιασμένος γλόμπος ελεεί τυφλές κάμπιες./…» της σ.86 του σχεδίου

ποίημα IV «Οι άνθρωποι πάνω στις βαθιές αυλακιές/…» της  σ.87 του σχεδίου

κύκλος «ΝΕΚΡΩΣΙΜΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ»

ποίημα Ι «Εβδομάς προλήψεως ατυχημάτων/…» σύνθεση των σ.55 και 57 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Μπορύμε να πούμε μετά βεβαιότητος/…» της σ.59 του σχεδίου

ποίημα ΙΙΙ «Βρωμόμυγες, κρεατόμυγες, χρυσόμυγες./…» της σ.63 του σχεδίου

ποίημα IV «Ύστερα η έννοια του θανάτου/…» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα V «Κι αν πεθάνουν τα ψάρια/…» της σ.67 του σχεδίου

κύκλος «ΣΤΑΘΗΚΑ ΣΤΙΣ ΔΑΙΔΑΛΩΔΕΙΣ ΠΟΛΕΙΣ» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα Ι «Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις/…» της σ.17 του σχεδίου

ποίημα ΙΙ «Αν υπήρχε μια πόρτα/…» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα ΙΙΙ «Για να φτάσουμε στην καρδιά των πραγμάτων/…» της σ.81 του σχεδίου

ποίημα ΙV «Ουδέν καινόν. Όλα κενά/…» -δεν υπάρχει στο σχέδιο

ποίημα V «Τα ποιήματά μας δεν ολοκληρώθηκαν/…» -δεν υπάρχει στο σχέδιο.

Υπάρχουν λοιπόν στο σχέδιο ένας τίτλος, τρεις κύκλοι και επτά ποιήματα που δεν μεταφέρθηκαν -σαν να λέγαμε δεν έφτασαν– στο Όμορφο Καλοκαίρι, ενώ στη συλλογή περιελήφθησαν τέσσερις κύκλοι και πέντε ποιήματα που δεν γράφηκαν στο τετράδιο.

Τα ποιήματα «Το φεγγάρι χαμογελούσε και «Αθήνα, τα παιδιά σου σκορπίσανε πρωτοδημοσιεύθηκαν στο μικρό αφιέρωμα του περιοδικού Λέξη, τεύχος 16, Ιούλιος-Αύγουστος 1982, σ. 419, 421.

Στην εκδοχή του ομότιτλου με τη δημοσιευμένη συλλογή ποιήματος εμφανίζονται ορισμένες αλλαγές με κυριότερη την απαλοιφή μιας ολόκληρης στροφής (με πλάγια παρακάτω). Αντιγράφουμε τα χειρόγραφα διατηρώντας την ορθογραφία της αρχικής γραφής προσαρμοσμένης στο μονοτονικό.

Κύκλος «ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΑ»

Το φεγγάρι χαμογελούσε, πρόσκληση στην ασημένια λεωφόρο που άπλωνε στη θάλασσα.

Κινήσαμε. Ειρωνικό γελάκι ρυτίδωσε το είδωλο του στον υδάτινο δρόμο που γινόταν σαρκασμός καθώς σωνόταν κι έλυωνε στενεύοντας την ατραπό.

Ήταν και τα σύννεφα που δεν τα υπολογίσαμε. Κι όταν χάθηκε και μείναμε πελαγωμένοι χωρίς γλάρους, δελφίνια, κατεύθυνση, σαρδώνιο γέλιο ξέσπασε, προανάκρουσμα της τρικυμίας που θα μας καταπόντιζε.

Κύκλος «ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»

Όμορφο καλοκαίρι καθυστερεί στον καλαμιώνα
αργοσαλεύει στις κουτσούρες τ’ αμπελιού
στέκεται πάνω απ’ το ζευγάρι που παλεύει
ακινητώντας με το ζουζούνι που αιωρείται
ο βόμβος του στο διάφανο μεσημέρι
η δυνατή ρού στις φλέβες
και στον χυμό της ρόγας
μουσική στον γυμνόν έρωτα.

Σφριγηλό καλοκαίρι πυρπολεί το θυμάρι
κι οι μέλισσες μεθυσμένες ήλιο
όρμησαν στο ξωκλήσι τσιμπώντας τους αγίους
που άφησαν τον σκοτεινό νάρθηκα
να κυλιστούν στο ξερό χορτάρι
και στο άπλετο φως

Αποσταμένο το ζευγάρι κοιμήθηκε στο ελληνικό τοπείο
κατ’ απ’ τα φύλλα της συκιάς με τ’ όνειρο
του Διόνυσου να περιδιαβαίνει τα κλήματα
κι όμορφοι κούροι λουσμένοι στον ήλιο
να παραστέκονται στη γιορτή της γονημότητας

Κύκλος «ΡΙΜΕΣ»

Κι αν ξεγελάσαμε τον Ποσειδώνα
κι αν αγνοήσαμε την χολιασμένη Ήρα
φούσκωνε τα πανιά ενάντια μοίρα
κι οδήγησε το σκάφος στον κυκλώνα

Κύκλος «ΝΕΚΡΩΣΙΜΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ»

Τα βρύα στις πέτρες όπως και η μούχλα
είναι μια κατάσταση ζωής
και πρέπει τουλάχιστον να την ανεχθούμε

Κύκλος «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ»

Αθήνα, τα παιδιά σου σκορπίσανε
Το κράνος του ΕΛΑΣ
στο μουσείο του εγκλήματος
Τώρα λυπημένα φοράνε στο μέτωπο
δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού
Στα σεντόνια της Σωτηρίας
ζωγραφίζονται παπαρούνες
Το σύρμα και το κάγκελο μεσολαβούν
Ζητιανεύοντας χαμόγελα
Χωρίς το πρίσμα των συρμάτων
Τα σίδερα λυώσανε στα χέρια
και το μειδίαμα απόμεινε κρεμασμένο
στην άκρη των χειλιών να περιμένει
την ολοκλήρωσή του.

Θα μπορούσα νάμουν ένα δέντρο
σε μια ηλιόλουστη πλαγιά
με τα φύλλα όλα να χειροκροτούν
στην παρέλαση της αύρας

Κι είμαι δέντρος σ’ άγριο φαράγγι
με τις ρίζες του βαθιά στα βράχια
να ποτίζονται σε υπόγεια ποτάμια
με τις κλάρες μου γυμνές
να τσακώνονται ολόχρονα
στου βοριά το παγωμένο χνώτο

Θα μπορούσα νάμουν ένα ήσυχο ρυάκι
και να φειδοσέρνομαι απαλά
μέσα στις φτελιές μέσα στα ρείκια
να φιλώ και να χαϊδολογώ
παπαρούνες κι ανεμώνες

Κι είμαι ποταμός που κατεβαίνει
τρώγοντας τα θεμέλια της γης
που παραμερίζουν τα βουνά για να περάσω
κάμποι – θάλασσες
που με καλούν στην αγγαλειά τους

Αγώνας

Σπασμένη μια χορδή στο μαντολίνο μου
Η σβυσμένη λαλιά του τουφεκιού
Στ’ άλλα τέλια θα τραγουδήσω τον αγώνα

Στη χορδή του χαμώγελου
θα αιχμαλωτίσω τους εχθρούς μου

Στο σύρμα του θανάτου μου
οι νότες θ’ αφήνουν ήχους θλιβερούς
δένοντας τους φονιάδες με τις τύψεις

Κι η μνήμη μου στα στόματα των φίλων
η αντήχηση όλων των χορδών του μαντολίνου
ανάσα πύρινη που θα γκρεμίζει

Έζησα τη μισή ζωή μου φυλακή
και ξέχασα το χρώμα των αγρών
το φως της μέρας

Στη θύμηση μου είναι θαμπή
η ήσυχη εικώνα του σπιτιού
και της μητέρας

Χαμένα νειάτα μου, χαρές,
τραγούδια
Για τον πατέρα
ειν’ το παράπονό μου το πικρό
τον ταξειδέψαν μιαν αυγή
μακρυά για πέρα

Αν και σημειώνουμε τις αλλαγές του τίτλου και των κύκλων από το σχέδιο ως τη συλλογή κι έως τις μετατοπίσεις ποιημάτων κατά την τελική εσωτερική διάρθρωση, πιστεύουμε ότι γενικά το ύφος του έργου δεν θα άλλαζε αν δεν απαλειφόταν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ», ο οποίος  αντικαταστάθηκε από τον παραπλήσιας διάθεσης μα διαφορετικής θεματικής κύκλο «ΣΤΑΘΗΚΑ ΣΤΙΣ ΔΑΙΔΑΛΩΔΕΙΣ ΠΟΛΕΙΣ».

Δεδομένου ότι πρόκειται για ποιήματα που κατά πάσα πιθανότητα γράφηκαν και διαμορφώθηκαν από το 1952 έως το 1965 -διάστημα που περιλαμβάνει τέσσερα χρόνια φυλακής (1954-1958) και δύο χρόνια στράτευσης (ως το 1960)- μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε για τους λόγους που οδήγησαν τον Μάριο Χάκκα στην περικοπή ή στη μη περαιτέρω διαμόρφωση του ενδιαφέροντος τμήματος του έργου.

Πώς επηρεάζει η εποχή και το περιβάλλον την κρίση -ενίοτε δε και την αυτολογοκρισία- του συγγραφέα; Κατά την άποψή μου ο Μάριος Χάκκας κατασταλάζει στην υπαρξιακή, προσωπική μα συνάμα κοινωνικο-πολιτική χροιά του ύφους του παίρνοντας κατ’ αρχήν μια απόφαση αισθητική αλλά ίσως κι επειδή, μέχρι να εκδοθεί το πρώτο βιβλίο, είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα από τον καιρό της εμφύλιας σύγκρουσης. Προβληματίστηκε άραγε για το αν θα ήταν θεμιτό να συνδέσει, τότε, τον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα της γενιάς του με μια αντίληψη ήττας κι απογοήτευσης; Περνώντας ο ίδιος από εκείνο το μεταπολεμικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, ιδίως κατά την περίοδο 1960-1966 ως ενεργό μέλος της ΕΔΑ και δημόσιο πρόσωπο στον Δήμο Καισαριανής, είχε κατά πάσα πιθανότητα συνειδητοποιήσει πως κανένας δίκαιος αγώνας δεν είναι μάταιος. Ας μνημονεύσουμε σχετικά όχι ένα παράδειγμα από τον Τυφεκιοφόρο του εχθρού αλλά την κεντρική ιδέα του μετέπειτα γραμμένου διηγήματος «Λαχείο» του Μπιντέ. Η έξαρση της ελευθερωτικής προσπάθειας, εξάλλου, δεν αποκλείεται να προκαλέσει ευδαιμονία. Δείτε για παράδειγμα το αναπάντεχα ισχυρό και ορμητικό ποίημα «Θα μπορούσα νάμουν ένα δέντρο». Ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του και στην τέχνη του, ωστόσο, ο Μάριος Χάκκας δεν μπορούσε παρά να εκφράσει -δίχως διακρίσεις- παρατηρήσεις ή αρνητικές διαπιστώσεις με ένταση, ανησυχία και σαρκασμό. Με την τάση αυτή να κορυφώνεται αργότερα, 1968-69, στα πεζογραφήματα του Μπιντέ. Τότε γίνεται και η διάγνωση της ασθένειας του νεφρού, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο.

Αν και η αποκοπή της πλαγιογραμμένης στροφής από το «Όμορφο καλοκαίρι καθυστερεί στον καλαμιώνα» εξορίζει από το τελικά δημοσιευμένο ποίημα τους «αγίους» και το «ξωκλήσι», ανάλογα θρησκευτικά στοιχεία, με αφορμή το Μοναστήρι της Καισαριανής και τον Άι-Γιώργη τον Κουταλά, αξιοποιούνται κι εμφανίζονται στα αφηγήματα «Τοιχογραφία» του Μπιντέ και «Το Κοινόβιο» του ομότιτλου βιβλίου, αντίστοιχα. Η διαφορά είναι πως η μεταφυσική, ποιητική σκοπιά του σχεδίου της συλλογής δίνει τη θέση της στον μέχρι κυνισμού ρεαλισμό και το απομυθοποιητικό περίπαιγμα των πεζογραφημάτων.

Ο Μάριος Χάκκας του αφρόντιστου ποιήματος «Αθήνα τα παιδιά σου σκορπίσανε» μπορεί να άλλαξε αρκετά μέχρι να γράψει την «Τοιχογραφία», ωστόσο η με λογοτεχνικούς όρους πικρή διάθεση των στίχων μοιάζει να ενοφθαλμίζεται στο εν λόγω αφήγημα, απολήγοντας σε ένα χαρακτηριστικό δείγμα της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας.

ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ

Πρόκειται για ένα συναισθηματικό δείγμα γραφής, το οποίο, καίτοι γνώριμα νοσταλγικό,  πικρό και βασανιστικό, αποκλίνει, τρόπον τινά, από την ύστερη, ευθεία κι ατίθαση έκφραση του πεζογράφου Χάκκα -μια έκφραση που, δείτε, δηλώνει παρακάτω την παρουσία της ενθυλακωμένη στη μοναδική  πρόταση εντός παρενθέσεων. Ως ύφος το αφήγημα φέρνει στο νου το συγγραφέα των διηγημάτων που εντάχθηκαν στον τόμο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, δίχως όμως να ταιριάζει απόλυτα στη συγκεκριμένη σειρά. Όντως λοιπόν, μια σύντομη εκδοχή του κειμένου, σε τρίτο πρόσωπο, αποτελεί παράγραφο του εξαιρετικού κατά τη γνώμη μου διηγήματος «Καταπληκτικό!» από τον κύκλο «Της ζωής» του προαναφερθέντος βιβλίου. Δεν είναι μόνο η αλλαγή του προσώπου και τα πρόσθετα στοιχεία που καθιστούν το αφήγημα αυτοτελές και το διαφοροποιούν. Από την πλευρά της υποκειμενικής διάθεσης του δημιουργού το κείμενο αγγίζει τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στον κύκλο «ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ» του παραπάνω σχεδίου ή στον αντίστοιχο κύκλο «ΜΥΡΤΩ ΣΤΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΛΙΑΚΑΔΑ» της συλλογής Όμορφο Καλοκαίρι. Επιπροσθέτως, αν κάνουμε την όχι αβάσιμη υπόθεση εργασίας πως ένας συγγραφέας εμπνέεται από γεγονότα της ζωής κι έχοντας υπόψη τα βιογραφικά στοιχεία του Μάριου Χάκκα θα τοποθετούσαμε το χρόνο συγγραφής του ερωτικού αφηγήματος μετά την απόλυσή του από το στρατό και πριν την έκδοση της ποιητικής συλλογής.

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ιχνηλάτησα την Πανεπιστημίου αναζητώντας το σώμα σου μέσα από το ποτάμι του πλήθους. Σκούπισα την Σταδίου προσδοκώντας να σε ξεχωρίσω σε πολύβουα πεζοδρόμια, να ξεκόβεις απο το ποικιλόχρωμο ρεύμα και νάρχεσαι προς εμένα.

Έψαξα όλες τις στοές, όλα τα παταράκια των μπαρ, τ’ απόμερα ουζερί, τα ξεχασμένα στέκια μας, τους δρόμους, τις παρόδους, τις γωνίες που περάσαμε έστω και μια φορά που σταθήκαμε έστω και μια στιγμή.

Εκεί που σε φίλησα ένα βράδυ ακριβώς στις στις δώδεκα και που κράτησε το φιλί μας όσο κι οι αργοί χτύποι του ρολογιού της εκκλησιάς. Εκεί που χωρίζαμε, εκεί που ανταμώναμε, έξω απ’ το Ρέξ, στα Προπύλαια, στην οικοδομή που μας φιλοξένησε μια βραδυά με ψιλή βροχή να κάνουμε έρωτα πάνω στα μαδέρια και που κρατούσαμε την αναπνοή μας μέσα στο σκοτάδι μη μας ψιλιαστούν οι περαστικοί (Τώρα σοβατισμένη, ασπρισμένη, πανέτοιμη, με σφαλιστή την σιδερένια πόρτα κι ένα «ενοικιάζεται» κολημένο με σελοτέι στα μάρμαρα της εισόδου περίμενε καθωσπρέπει ενοίκους να το βρωμίσουν. )

Πήγα στις στάσεις των λεωφορείων, χώθηκα στις ουρές των τρόλεϋ, τα είδα να φεύγουν χωρίς εσένα, χωρίς το σώμα σου που αποζητούσα, χωρίς την οσμή σου που κυνηγούσα ώρες τώρα στην Αθήνα του Καλοκαιριού.

Τράβηξα το σιωπηλό δρομάκο πούταν το παλιό σου σπίτι, στην αυλή με τα γιασεμιά, που κύκλωναν πόθοι και κισσοί. Έρημο φάνταζε χωρίς καμιά ανασεμιά στο πνιχτό καλοκαίρι. Το φάντασμα της εγκατάλειψης περιπλανιόνταν στους σκοτεινούς τοίχους, κι οι κλώνοι, αυλοί χωρίς ήχο, τόνιζαν την απουσία σου.

Τάχυνα το βήμα και βρέθηκα να περιπλανιέμαι στην έρημη πλατεία με τα μεγάλα πεύκα. Δεν ήταν η πλατεία μας, δεν ήταν τα πεύκα μας, δεν ήταν το παγκάκι μας, το δάσος μας, το βουνό μας, το σπίτι μας. Ήταν το παγκάκι μου στην προχωρημένη νύχτα το παγκάκι της μοναξιάς της αναπόλησης και των ναυαγισμένων ονείρων.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ» ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ

Ας μου επιτραπεί να ερμηνεύσω την ύστερη βιασύνη του Μάριου Χάκκα αντιλέγοντας ακόμα και στον συγγραφέα του «Τρίτου νεφρού» και του «Κοινόβιου» ή τής πιο κάτω επιστολής. Για τα τελειωμένα γραφτά του, από μια θέση κρίσης κι εκτίμησης, επιφυλάσσομαι να εκλάβω τον πεζογράφο ως βιαστικό με την έννοια της γρήγορης εξάντλησης ενός θέματος ή σε σχέση με το ποια επίδοση θα προλάβαινε τελικά να καταγράψει. Από ένα σημείο και έπειτα, προφανώς, δεν είχε την πολυτέλεια να προχωρά σε μακροχρόνιες έρευνες, επεξεργασίες ή ζυμώσεις ενός υλικού που θα οδηγούσε σε εκτεταμένες μορφές. Ποιος όμως θα υποστήριζε πως οι σύντομες μορφές είναι λιγότερο απαιτητικές; Και μάλιστα με την παράδοση της ελληνικής διηγηματογραφίας;

Ο Μάριος Χάκκας είχε θέσει τις βάσεις της  πεζογραφικής του πορείας με τη σημαντική συλλογή διηγημάτων Τυφεκιοφόρος του εχθρού. Παρά τη  σχετική διαφοροποίηση του ύφους του στα δύο επόμενα βιβλία, αξιοποίησε πάλι τις εμπνεύσεις που ανάβρυζαν από τον πλούτο των βιωμάτων και οι οποίες ήταν δυνατό να αποδοθούν σε σύντομες ιστορίες. Στο πιο εκτεταμένο «Κοινόβιο» δε, εκεί που φαίνεται πως αλλάζει θέμα, τρέπει ή παραλλάζει, ουσιαστικά, την ανάπτυξη του αφηγήματος. Εκ του αποτελέσματος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον Μάριο Χάκκα επινοητικό ή δαιμόνιο  -ασφαλώς δεν θα ήταν κάποιος που ίσα ίσα πρόλαβε να ξεπετάξει ένα «βιβλίο με ούρα», κατά μια δική του έκφραση. Φρονώ δηλαδή πως προσάρμοσε την κλίση του στο αναγκαίο -και όχι εξαναγκασμένο- ύφος. Πάθημα και ξόρκι μαζί, χρήσιμη κι επαχθής, ίσως αυτή να ήταν και η πιο πηγαία ομού και μοιραία εκδήλωση του ταλέντου του.

Από κοινού με την απόλαυση της ανάγνωσης, μας μένει επίσης να ανιχνεύουμε τα κανάλια στα οποία συναντήθηκαν η συνείδηση του εσπευσμένου τέλους και η συνείδηση της καλλιτεχνικής γραφής.

Ας δούμε επομένως, αντί τελικού σχολίου, την έως και πέραν της τελευταίας ανάσας ευχή για γραφή του Μάριου Χάκκα κατά την εποχή που διαμορφωνόταν η ύλη του Κοινόβιου. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει το ίχνος του υλικού που έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του αφηγήματος «Τα τελευταία μου» από το Κοινόβιο.

(Διά χειρός Μαρίκας Χάκκα)

13-10-1971

Φίλε μου καλέ,

            Το γράμμα σου με στεναχώρησε πολύ, τόσο που σκέφτηκα να σου γράψω ένα λυπητερό για να βάλης τα κλάματα. Η Μαρίκα στο προσκέφαλο του πόνου γραμματέας και νοσοκόμος μαζί. Μικρή αδιαθεσία. Νύχτωσε κι έξω βρέχει. Τετάρτη.

            Έχω έναν φίλο στην Αθήνα, που θάθελε νάναι ο βιρτουόζος του γραψίματος. Δεν τον νοίαζει τι θα πούνε γι’ αυτά που γράφει, καλά, κακά, αρκεί που είναι κλεισμένος στο γραφείο του μέρες νύχτες και γεμίζει τις κόλες με διάφορες σκέψεις. Τον ζηλεύω, αυτός είναι ο ευτυχέστερος. Θέλεις και το όνομα; Θανάσης. Τώρα θα πεις ποιος Θανάσης; Όποιος έχει μάτια βλέπει.

            Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θ’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, μέχρι βόλτα θα κάνω, αρκεί να μη σπαταλιέμαι στο γράψιμο.

Τους απάντησα: μήπως γίνεται να γράφω χωρίς να αναπνέω; Σήκωσαν τα χέρια ψηλά κι έδειξαν με τόνα δάχτυλο σε μια κατεύθυνση αόριστα. Πήγα. Είτανε εκεί ένας με μια γενειάδα μεγάλη. «Τι γίνεται» μου κάνει. «Εσύ όλο μου τα μπερδεύεις. Οι ψυχές με τις ψυχές και τα σώματα με τα σώματα». «Επειδή άρχισα λιγάκι αργά, τριαντάρης περίπου», δικαιολογήθηκα.

                        Πρέπει να βιαστώ, πρέπει να βιαστούμε, κι όχι άλλες κακίες.

                                    Γεια χαρά

                                    Μάριος

 

Ο Μάριος πέρασε μια ανήσυχη μέρα. Τώρα μόλις συνέρχεται κάπως. Γράψε όταν μπορείς. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπά πολύ.

                                    Σας φιλώ και τους δυο

                                    Μαρίκα

[1]                                 Επικαιροποιημένη εκδοχή του άρθρου που δημοσιεύτηκε στα πλαίσια του αφιερώματος για τον Μάριο Χάκκα του περιοδικού Μανδραγόρας, τεύχος 47, Δεκέμβριος 2012, σ. 30-34.

[2]                                 Ο Κωνσταντίνος Κωσταβάρας ανήκει στην ομάδα Σύνταξης του Μανδραγόρα από το 2019 και επιμελείται την ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού https://mandragoras-magazine.gr/

[3]                                 ΑΠΑΝΤΑ ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΚΚΑ, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα, 1986, σ.640.

Kλείνοντας, ένας σύνδεσμος προς το γνωστό διήγημα του Χάκκα «Το ψαράκι της γυάλας«

55 Σχόλια προς “Μνήμη Μάριου Χάκκα (μια συνεργασία του Χρήστου Γιαννακού)”

  1. atheofobos said

    Ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας στα νιάτα μου! Όταν πέθανε, χωρίς να τον ξέρω προσωπικά, αισθάνθηκα σαν να έφυγε κάποιος δικός μου άνθρωπος.

  2. nessim said

    μια συνέντευξή του του 1972
    https://www.lifo.gr/blogs/almanac/marie-hakka-gia-ti-thatheles-na-milisoyme

  3. Γιάννης Κουβάτσος said

    Από τους αγαπημένους μου συγγραφείς, δεν μας κούρασε με πολυσέλιδα φλύαρα μυθιστορήματα, είπε ό,τι πρόλαβε να πει στα θαυμάσια λιγοσέλιδα διηγήματά του. Από τις ωραίες μορφές της λογοτεχνίας μας.

    «Aϊ-Γιώργη Kουταλά και προστάτη μου, άφησε να τελειώσω αυτές τις σελίδες. Δεν ξέρω πόσες. Όσο θα νομίζω πως κάτι πάω να πω κι ας μην το λέω. Eσύ ξέρεις πως δεν κοροϊδεύω, πως δεν πετάω την μπάλα έξω για καθυστέρηση. Aσχολούμαι τίμια μ’ αυτή την υπόθεση περιγράφοντας το βίο αγίων φίλων μου που ήτανε πέτρες και γίναν σφουγγάρια.»
    (Απόσπασμα από το διήγημα «Το κοινόβιο»)

  4. ΚΩΣΤΑΣ said

    Μάριος Χάκκας, κι εμένα από τους αγαπημένους μου. Και τα δύο του, «Ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού» και
    «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες», υπέροχα, τα ρούφηξα στην κυριολεξία όταν τα πρωτοδιάβασα. Κρίμα που χάθηκε νέος, είχε πολλά να δώσει και στη λογοτεχνία.

    Αξιέπαινη η επιλογή σου, Νικοκύρη, να του κάνεις αφιέρωμα στα 49 χρόνια από το θάνατό του.
    Ωραίο και το διήγημα καθώς και το άρθρο – πολύ ενημερωτικό – του Χρήστου Γιαννακού.

    Σας ευχαριστούμε και τους δύο.

  5. Πουλ-πουλ said

    «Η τρέλα βάζει σε τάξη το χάος».
    Ναι, σωστά, αλλά αυτή η τάξη, όπως και στο διήγημα, είναι προσωρινή.

  6. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Όμως δε θα έχουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Tόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. (Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω· έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος.) Oυ να χαθούνε. Eμ κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχτήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»; Kαι να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Tι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως, εγώ, απ’ όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα. Aν πρόκειται για λογοτεχνικό σωματείο, γραμματείς, πρόεδρο και ιερατείο, δεν κάνουμε τίποτα. Δεν έχουμε χρόνο πια για μια δοκιμή, κι άλλωστε γιατί να επιχειρήσουμε από δρόμους που ξέρουμε πως δεν οδηγούν πουθενά; Mήπως φταίγαν τα πρόσωπα κι οι αρχές παραμένουν αλώβητες; Nα τελειώνει αυτό το μπέρδεμα, αρχές και πρόσωπα, μορφή και περιεχόμενο, ιδέες και πράξη, όλα είναι ένα, όταν τα ξεχωρίζετε πάτε να περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπόν στο σύνολο αυτή η ίδια η υπόθεση, οι αρχηγοί και τα μέλη, ιεράρχηση και επιτροπάτα, οικουμενικές και μη σύνοδοι με αποφάσεις «πιστεύω». Tίποτα πια δεν πιστεύω, όλα σαβούρα για πέταμα.
    Nα το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα. Eκεί ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες, χώμα, κι ας χτίσουν ένα νέο κόμμα. Eμείς πια αποκλείεται, τουλάχιστον με τη θέλησή μας, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια. Aν μας στριμώξουνε, θα πάμε, τι να κάνουμε; Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Mαραθώνα ούτε Γοργοπόταμο. Mόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας, πώς θα την κοπανήσουμε επιστρέφοντας στο σπίτι με τα φερ φορζέ που θέλουν ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά, να, κάτι τέτοια θα σκεφτόμαστε. Για τις «σταυροφορίες» μην ελπίζουν, σε τέτοια κόλπα πια δεν ξαναμπαίνουμε. Πόσο φυράναν οι ιδέες, πόσο λιγόστεψαν οι αφελείς σ’ αυτόν τον κόσμο και οι ήρωες.»
    (Απόσπασμα από το διήγημα «Το κοινόβιο»)

  7. ΚΩΣΤΑΣ said

    Φορμίωνος και Φιλολάου γωνία

    Ένα από τα πρώτα συμπτώματα όσων παθαίνουν κάποια ψυχολογική διαταραχή είναι να παριστάνουν τον τροχονόμο. Δυστυχώς έχω προσωπική εμπειρία με αείμνηστο ήδη φίλο μου. Καταπληκτικό παιδί, ήθος, μόρφωση, οξύνοια, ρήτορας,.. και ξαφνικά ένα πρωί εμφανίστηκε ως τροχονόμος απέναντι από τον νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό.

    Το θυμήθηκα τώρα με το διήγημα και μελαγχόλησα κάπως.

  8. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Kύριε δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα σας είναι γνωστό πως μεταξύ των Eλλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα και να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη τους». Φυσικά μου αφαιρούνε το λόγο, επιχειρώ να συνεχίσω, μου βουλώνουν το στόμα, άλλοι με βρίζουνε, «βέβηλε» φωνάζει κάποιος από το ακροατήριο.
    Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα κι ιδανικό τους τη ρεζέρβα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Kαι πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Oι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα. Oι άλλοι, οι περισσότεροι, είχαν πού ν’ ακουμπήσουν, όραμα, μια υπόθεση που πίστευαν πως πάει μπροστά, άσχετα αν χαντακώθηκε κι αυτή στο τέλος, υπήρχαν εκείνοι που συνέχιζαν και κάποτε θα φτάνανε στο μεγάλο τους σκοπό, κι εκεί πια οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις θα διαλαλούσαν τα ονόματα αυτών που πέσαν. Σε ποιες ιδέες ν’ ακουμπήσει ο σαλταδόρος;
    (Απόσπασμα από το διήγημα «Σκοπευτήριο Καισαριανής»)

  9. sarant said

    Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλιά σας και για τις προσθήκες στη μνήμη του Μάριου Χάκκα.

    Και για τον Υμηττό έχει γράψει πολλά.

    3 Κι ένα σχετικά πρώιμο «πετάει τη μπάλα έξω» με μεταφορική χρήση

  10. Πουλ-πουλ said

    3.»Aϊ-Γιώργη Kουταλά και προστάτη μου….»
    Το μοναστηράκι αυτό το ξέρω καλά, είναι στη γειτονιά μου. Νομίζω ότι και ο Νικοκύρης θα το έχει επισκεφτεί στις βόλτες του στον Υμηττό. Αξίζει πάντως τον κόπο…

  11. sarant said

    10 Ναι, αξίζει.

  12. Alexis said

    #8: Έξοχο απόσπασμα!

    #3, τέλος: Πολύ πρώιμο όντως. Λεγόταν από τόσο παλιά; Βέβαια σήμερα λέγεται συνήθως «πετάει τη μπάλα στην εξέδρα»

  13. BLOG_OTI_NANAI said

  14. 8, 12 Τους τραγούδησαν όμως κι αυτούς τελικά.

    Χάκκας. Ευχαριστούμε Νικοκύρη.

  15. dryhammer said

    5. Κι ύστερα, όπως και στο διήγημα, έρχεται η τάξη και βάζει το χάος στην τρέλα [μόνιμα].

  16. BLOG_OTI_NANAI said

  17. BLOG_OTI_NANAI said

  18. BLOG_OTI_NANAI said

    Το υπόλοιπο αφοέρωμα από το περιοδικό «Περίπλους» σε PDF:

    https://docdro.id/1ngWXUT

  19. BLOG_OTI_NANAI said

    Νίκο, στο άρθρο σου, στον στίχο από το «Αγώνας» γράφει: «δίνοντας τους φονιάδες με τις τύψεις«. Αλλά στο τυπωμένο γράφει «δένοντας».

  20. BLOG_OTI_NANAI said

    Επίσης στο «ΣΧΕΔΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ», γράφει: «σ.51, ποίημα 3. «Κι αν ξελογιάσαμε τον Ποσειδώνα/…»*»

    Στο ποίημα όμως γράφει «Κι αν ξεγελάσαμε τον Ποσειδώνα».

  21. BLOG_OTI_NANAI said

    Σε PDF και το αφιέρωμα του «ΑΝΤΙ» (τεύχ. 77-78, 6-8-1977) στον Μάριο Χάκκα:

    https://docdro.id/8PBHwgq

  22. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    21 και πριν: Μπράβο για τις προσθήκες και τις διορθώσεις.

  23. sarant said

    19-20 Εύλογες οι διορθώσεις. Τις έκανα εδώ.

  24. ΣΠ said

    Στην εκδοχή του ομότιτλου με τη δημοσιευμένη συλλογή ποίημα

    ποιήματος

  25. Μιρέλα said

    Εγω νομίζω πως ο Χάκκας είναι υπερεκτιμημένος. Όπως λέει ο Αλέξης Ζήρας στο αφιέρωμα του «Αντί», ο πρόωρος θάνατός του μέσα στη Χούντα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του τύχει για την αξία του έργου του. Από οίκτο και μόνο, μετά τη Μεταπολίτευση, όλοι έσκυψαν πάνω στα γραφτά του για να βρούν κρυφά νοήματα κι έτσι τον έκαναν ευρύτερα γνωστό.

    Κατά τη γνώμη μου η μόνη αξία του έργου του Χάκκα είναι ότι διασώζει κάποια πικάντικα στιγμιότυπα της κομμουνιστικής προπαγάνδας εν Ελλάδι, που έχουν αποσιωπηθεί με την πάροδο του χρόνου. Στο διήγημα ο «Γαλατάς» για παράδειγμα, όταν ο αποτυχημένος γαλατάς της Καισαριανής συνεχίζει να κάνει κομμουνιστική προπαγάνδα στις γυναικούλες από πόρτα σε πόρτα όπως οι Ιεχωβάδες, ο σύζυγος μιάς από τις γυναίκες του λέει:

    «Ούστ στο διάολο παλιοκομμουνιστή. Πάλι τα ίδια άρχισες; Αν δεν σταματήσεις την πάρλα, θα σε κόψουμε. Πάψε να ξεσηκώνεις τα μυαλά των γυναικών για ισότητα και για τις γυναίκες της Ρουσίας που αλλάζουν κάθε νύχτα άντρα. Δεν βλέπεις πού ζείς κακομοίρη μου; Θέλεις να μιλήσεις και για τη Ρουσία;»

    Αυτή η μαρτυρία του Χάκκα είναι πολύ σημαντική και δεν καταγράφεται από κανέναν άλλον συγγραφέα, παρά μόνο από τις προφορικές διηγήσεις όσων έζησαν εκείνη την εποχή: Προπολεμικά, ένα απο τα πιό πειστικά επιχειρήματα των κομμουνιστών για να πείσουν τις Ελληνίδες να ασπαστούν τον Κομμουνισμό, ήταν ότι ο Μπολσεβικισμός επιτρέπει στις γυναίκες να είναι πολυγαμικές και να αλλάζουν κάθε νύχτα άντρα

  26. Alexis said

    Να επέμβει πάραυτα η φρουρά για να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία.

  27. Γιάννης Κουβάτσος said

    Γεια σου, ρε Βάτμαν, μεγάλε κριτικέ λογοτεχνίας!😂

  28. BLOG_OTI_NANAI said

    Ρε τον άνθρωπο, καλό λόγο για κανέναν!

  29. Χαρούλα said

    Ε, όχι κανένα καλό. Μιά χαρά καλος(´) είναι χτες,προχτές,παραπροχτές!

  30. Καλέ, πρώτη φορά ακούω πως γινόταν κομμουνιστική προπαγάνδα εν Ελλάδι (την εποχή, μάλιστα, του ολοκληρωτικού κράτους της Δεξιάς).

  31. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ἀρχές δεκαετίας τοῦ ’70, πρωτοετής, διαβάσματα μέχρι τότε κλασσικά, δοκιμασμένα. Καί ξαφνικά, ἡ ἔκπληξη: Μάριος Χάκκας ἀπό τό βιβλιοπωλεῖο τῆς Καίτης («Να δοῦμε τήν ταυτότητά σου!» 🙂 ), γραφή βουτηγμένη σέ αἱματηρές ἐμπειρίες καί πόνο, ἦθος ἀδέσμευτου ἰδεολόγου, μυρωδιές θανάτου. Ἀπό τότε, ὁ Μπιντές καί τό Κοινόβιό του στέκουν πάντα στήν πρώτη σειρά του τμήματος «Ἑλληνική Πεζογραφία» τῆς βιβλιοθήκης μου..

  32. Μαρία said

    31
    Το βιβλιοπωλείο Θυμέλη εννοείς;

  33. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Προφανῶς! 🙂

  34. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ψάχνοντας στό διαδίκτυο γιά κάτι πολύ πολύ εἰδικό σχετικά μέ τόν Χάκκα, διαπίστωσα πώς ὑποστηρίχθηκε τουλάχιστον ἕνα διδακτορικό μέ θέμα τό ἔργο του. Τό χάρηκα ἰδιαίτερα!

  35. sarant said

    26-27 Και σκέφτηκα να γράψω «Ευτυχώς που έχουμε μπανάρει τον Βάτμαν και δεν θα μας μαγαρίσει το άρθρο».
    Αλλά εκανα λάθος.

    Από την άλλη, πόσα κεφάλια έχουν μείνει πια στο ψυγείο;

  36. Γιάννης Ιατρού said

    26: από το τέλος Μαϊου ….

  37. Βάτμαν τι σημ(β)αίνει;

  38. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @34. ..καί -τουλάχιστον μία- διπλωματική (σέ μεταπτυχιακό τμῆμα)..

  39. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα!
    Ωραίο το μικροδιήγημα του Χρήστου Γιαννακού και το συνακόλουθο αφιέρωμα στο Χάκκα.
    Χαρακτηριστικό για την τροχο(υγειο)νομική τρελή χαρά που κυριεύει τον κόσμο όταν και εάν λυτρώνεται (π.χ. από Ναζί, Χούντα ή άλλους Ιούς- βλέπε την εν εξελίξει επιχείρηση «Γαλάζια Ελευθερία») είναι το κάτωθι ποιητικό απόσπασμα (έχον ίσως ηθικό δίδαγμα το κλασικό “Αμήν και πότε” ή -επί το δραστκότερον- το φουτουριστικό “Εμπρός της Γης μπολιασμένοι”):
    «(…)και τούτος ο αστυφύλακας της τροχαίας — τί έπαθε | μέσα στο ξύλινο κουτί του — χειρονομώντας με τ’ άσπρα του γάντια | τί σήματα δίνει; σταμάτησαν τα τραμ | και τ’ αυτοκίνητα στριμώχτηκαν — πήξαν οι δρόμοι | τα καμπανάκια και τα κλάξον και τα ζήτω | και τα τηλέφωνα στ’ αστυνομικά τμήματα | και τα τηλέφωνα της Ασφάλειας | και των Υπουργείων | και τα τηλέφωνα των Επιτελείων | ο υπ’ αριθμ. 44 αστυφύλακας της τροχαίας τρελάθηκε | — τρελάθηκε; Λοιπόν; Τρελάθηκε, τρελάθηκε. | Λοιπόν, λοιπόν — τρελάθηκαν τα τηλέφωνα | τρελάθηκαν τα κλάξον, τα καμπανάκια, τα ζήτω | τρελάθηκε ο υπ’ αριθ. 44 αστυφύλακας της τροχαίας | τα ’χασε, τα ’χασε — δίνει εσφαλμένα σήματα | αλλάζει την πορεία των οχημάτων| κυνηγάει τις προκηρύξεις ο αστυφύλακας | χειρονομεί, φωνάζει τ’ άσπρα γάντια του | πάνου από τα σταματημένα τραμ, πάνου απ’ τ’ αυτοκίνητα | πάνου απ’ τους πυροσβέστες, πάνου απ’ τα τανκς | τ’ άσπρα του γάντια φτερουγίζοντας — παράξενο | σα δυο μεγάλα περιστέρια — τρελάθηκε, τρελάθηκε | τί σήματα δίνει; — αποκεί τα τανκς | αποκεί τα θωρακισμένα — στη μπάντα, στη μπάντα — | τα τηλέφωνα, τα τηλέφωνα. Έσπασε ο άξονας. Τί είπες; Το Παρίσι; | Τί ’πες για το Παρίσι; Κι ο Τολμπούκιν; Τί; | Κι ο ΕΛΑΣ, τί; Και τα χωνιά; Κι ο κόσμος | κατηφορίζοντας απ’ τις γειτονιές στα επιταγμένα αυτοκίνητα, | ο λαός φωνάζοντας απ’ τους εξώστες των θεάτρων — | οι φοιτητές απ’ τα μπαλκόνια, καβαλώντας το μέλλον. | Αποκεί τα τανκς — αποκεί, αποκεί. Τί δείχνει | μ’ αυτό το τεντωμένο δάχτυλο — ο αστυφύλακας 44 — | προστάζοντας το θάνατο με τις μπότες — προστάζοντας το θάνατο | έξω απ’ την απ’ την Αθήνα, έξω απ’ την Ελλάδα, έξω απ’ τον κόσμο — | τί δείχνει αυτό το αυτό το τεντωμένο δάχτυλο ψηλά; | Η υποστολή του αγκυλωτού σταυρού από την Ακρόπολη — | νά τη, ανεβαίνει η Ελληνική σημαία | Ζήτω, Ζήτω, Ζήτω. (…)
    Ο τροχονόμος-Λαός σαλεύει τα μυριάδες χέρια του, τα τρισμεγάλα χέρια της δουλειάς πάνω απ’ τους δρόμους. |
    Τι σήματα δίνει; Στη μπάντα. Στη μπάντα. | Στη μπάντα εσείς που δεν έχετε αντίχειρα | εσείς που με τα στόματα των κανονιών βυζαίνετε τον κόσμο | εσείς που δίχως χέρια αρμέγετε χρυσάφι απ’ τους τάφους μας. | Στη μπάντα, Τζον. Στη μπάντα, Τομ. | Περνάει ο λαός. (…)»
    (Γιάννης Ρίτσος “Οι Γειτονιές του Κόσμου” [1949-1951])

  40. Γιάννης Κουβάτσος said

    37: Ένας συμφυρμός του Βάταλος και Μπάτμαν.☺

  41. sarant said

    40 Kαι βέβαια το σχόλιο το έπιασε η μαρμάγκα διότι είχε το όνομα Βάτ*λος

  42. Γιάννης Ιατρού said

    35: έστειλα λίστα

  43. sarant said

    42 Ελήφθη!

  44. Γιάννης Ιατρού said

    43: Πάντως ο τύπος είναι η χαρά κάθε ψυχολόγου…

  45. Pedis said

    Eπιεικώς;

  46. Pedis said

    Ωπς! Λάθος νήμα. Στο χτεσινό πήγαινε. Σόρρυ.

  47. MA said

    Καλησπέρα,

    Κι άλλο ένα μνημόσυνο:
    https://www.avgi.gr/tehnes/390719_mnimi-marioy-hakka

    Ευχαριστώ και τους δυο σας

  48. Μαρία said

    47
    Ανεψιός του είναι ο συντάκτης. Είχε ανοίξει το βιβλιοπωλείο Περιπλανήσεις στη Μάρκου Μουσούρου στο Μετς αλλά δεν φτούρησε και έκλεισε.

  49. @ 40 Γιάννης Κουβάτσος
    🙂

  50. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Ωραία και ενδιαφέροντα, και το μικροδιήγημα και τα αδημοσίευτα του Χάκκα!

    Παρά το ότι το διάβασμα του «μπιντέ» το έχω συνδέσει με ένα δυσάρεστο προσωπικό γεγονός, θυμάμαι και το πόσο με συντάραξε τότε ως ανάγνωσμα!

    Εδώ http://politis.eu.org/images/pdf01/1967_146.pdf το επίσης καταπληκτικό «Μη μόναν όψιν» στην ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ (σ. 25 του pdf).

    Καλημέρα!

  51. nikiplos said

    Καλημέρα…
    Γερή πέννα. Πόσο με έχει βοηθήσει η συλλογική σοφία του ιστολογίου να μάθω έλληνες συγγραφείς που κάτι αξίζει να τους διαβάζεις δεν λέγεται… Ανήκω βλέπεις στη γενιά που άλλα έβλεπε τυπωμένα στα υποτίθεται καλά και ψαγμένα βιβλιοπωλεία. Ευχαριστώ τον Νικοκύρη και για τον πατέρα του, και για τον Κίμωνα Λώλο και για τον Μάριο Χάκκα. Και τους άλλους συνσχολιαστές βεβαίως που μου έχουν μάθει εξίσου πολλά πράγματα.

  52. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    51 Νάσαι καλά, πολύ το χαίρομαι αυτό που λες

  53. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    @ 25 , 6

    Ο Χάκκας δεν είναι υπερεκτιμημένος. Αντιθετως πολυ καλος λογοτεχνης, λακωνικος, διεισδυτικος, ελευθεριαζων για τους συντηρητικους του κομματος.

    Οπως γραφεις «…διασώζει κάποια πικάντικα στιγμιότυπα (και θλιβερες πρακτικες) της κομμουνιστικής προπαγάνδας εν Ελλάδι, που έχουν αποσιωπηθεί με την πάροδο του χρόνου. » αλλα δυστυχως τις ενθυμουμεθα εως σημερα.

    Στο 6 (Απόσπασμα από το διήγημα «Το κοινόβιο») φαινεται οτι Μ.Χ. εχει «μπουχτισει» απο τους διορισμενους «ηγετισκους» του κομματος και θελει τα μελη του να ξεεφυγουν οριστικα απο τετοιες τυπολατρικες και αδιεξοδες πρακτικες.

  54. […] Αναδημοσίευση: https://sarantakos.wordpress.com/2021/07/04/hakkas/#more-39961 […]

  55. […] Θυμίζω ότι πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα μικροδιήγημα και ένα άρθρο του Χρήστου Γιαννακού για τον Μάριο […]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: