Οι πόλεις του νεαρού Μίκη (απόσπασμα από τους Δρόμους του Αρχάγγελου)
Posted by sarant στο 5 Σεπτεμβρίου, 2021
Καθώς τιμούμε ακόμα τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, σκέφτηκα για σήμερα, στο καθιερωμένο λογοτεχνικό μας κυριακάτικο άρθρο, να δημοσιεύσω ένα δικό του κείμενο. Από το δίτομο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από τον Κέδρο, διάλεξα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από την αρχή (σελίδες 15-25 του πρώτου τόμου). Σημειώνω ότι έχει κυκλοφορήσει και δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του Μίκη, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο απόσπασμα που δημοσιεύω εδώ.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο απόσπασμα αυτό διηγείται τις επαρχιακές πόλεις που γνώρισε στα παιδικά του χρόνια και τα ταξίδια που έκανε με το πλοίο, καθώς, επειδή ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος, είχαν αλλάξει πολλές φορές τόπο διαμονής στις δεκαετίες του 20 και του 30.
Οι απόψεις για την καθυστέρηση και την κακή εικόνα που παρουσίαζαν οι επαρχιακές πόλεις του μεσοπολέμου ίσως φανούν υπερβολικές, διασταυρώνονται όμως από άλλα κείμενα της εποχής και αφηγήσεις άλλων παρατηρητών, το ίδιο και η άποψη για τα πιο πολιτισμένα Επτάνησα.
Σημειώνω ακόμα ότι ο Γιαννάκης, ο αδελφός του συνθέτη, δηλαδή ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, που έχει γράψει μερικούς εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών του Μίκη, ήταν επτά χρόνια νεότερος.
Μετέτρεψα σε μονοτονικό αλλά άφησα ως επί το πλείστον την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Όλο και κάποιο λαθάκι θα έχει ξεφύγει όμως, το κείμενο είναι μεγάλο.
Ας μην ξεγελιόμαστε… Από κείνο που λέμε «μουσική υποδομή», η Ελλάδα, ιδιαίτερα εδώ και μισό αιώνα, δεν είχε ίχνος… Συμφωνικές ορχήστρες. Χορωδίες. Συναυλίες. Ωδεία. Μουσικές εκδόσεις. Όλ’ αυτά, πράγματα άγνωστα στην ελληνική επαρχία.
Ούτε φυσικά υπήρχε και ραδιόφωνο, για να έχεις, όπως σήμερα, διάφορα μουσικά ακούσματα. Kι εγώ υπήρξα γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία. Δείτε πίνακα πόλεων και ημερομηνιών για να καταλάβετε καλύτερα: Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930-32. Αργοστόλι, 1933-36. Πάτρα, 1937-38. Πύργος, 1938-39. Τρίπολη, 1939-43. Αθήνα, 1943.
Mόνο σ’ ένα καπρίτσιο -να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»;- θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα του δεκαοχτώ χρονιά, οδηγήθηκε στη μουσική… Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωσή μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφερον… Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομπανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» — ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλαμά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» — αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνικό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940… Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…
Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσικά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τι ήταν τότε το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυχος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα και, σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη, στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φορντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τί θηρίο ήταν αύτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε στην Πάτρα —ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια- και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές… Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα, Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…
Από τη Χίο έως την Πάτρα, όσο κι αν ψάξω μέσα στο «αρχείο της μνήμης» μου, δε θα βρω τίποτε άλλο, έξω από τους βρώμικους μαχαλάδες και την ακίνητη ζωή, κρεμασμένη σαν άπλυτο ρούχο, πάνω από τη σκοτεινή πόλη. Εκεί στο Αργοστόλι τα πράγματα φωτίσανε κάπως. Ήμουν οχτώ με δέκα χρονών. Η πόλη χτισμένη πλάι στη θάλασσα. Η φύση γύρω πανέμορφη. Οι δρόμοι οι κεντρικοί λιθόστρωτοι, οι άλλοι καθαροί. Το σχολείο μας, το Α’ Δημοτικό, στη ρίζα του λόφου, πάνω από την πόλη, σχεδόν καινούργιο κι απέναντι το στοιχειωμένο σπίτι με τον παραδείσιο κήπο. Πριν δυο χρονιά έκοψα μια κουκουνάρα από το ίδιο πεύκο, που βρίσκεται στη γωνία της μάντρας. Το σπίτι στη θέση του κι ας βούλιαξε όλο το Αργοστόλι από το σεισμό. Αυτό 0α πει στοιχειωμένο!
Το καλοκαίρι, τα μπάνια στην πλατεία του Μέτελα. Οι ξύλινες μπανιέρες —αριστερά των ανδρών, δεξιά των γυναικών— βρωμούσαν σάπιο ξύλο. Έπαιρνα τον πατέρα μου από τη Νομαρχία το μεσημεράκι και πιάναμε πάντα την ίδια καμπίνα —την τελευταία δεξιά. Καθώς γδυνόμαστε, μου ’δειχνε πρώτα την ουλή ψηλά στο στήθος και μετά γύριζε να μου δείξει το μέρος που βγήκε η σφαίρα, από τον πισινό του, Κάποτε σκέφτηκα: «Κι αν μπήκε από πίσω και βγήκε από μπρος;» Σαν να διάβαζε την κακή σκέψη, έλεγε και ξανάλεγε πάντα την ίδια ιστορία: «Ξαφνικά βλέπω τον Τούρκο πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πριν προλάβω να κρυφτώ, νιώθω τη σφαίρα να μπαίνει στο στήθος. Έπεσα κάτω… Ήμουν σαν νεκρός. Ευτυχώς, γιατί οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους τραυματίες… Αργότερα, ήρθαν οι δικοί μας και με πήγαν με κάρο στην Πρέβεζα…». Μετά βγαίναμε στη στενή εξέδρα. Ο πατέρας μου βουτούσε πάντα με τον κώλο. Έπιανε τη μύτη και πλαφ, άνοιγε τη θάλασσα, φτιάχνοντας γύρω γύρω πελώρια κύματα. Μα θα ζύγιζε τότε πάνω από 100 κιλά… Χωνεύοντας καθημερινά το μάθημα πατριδογνωσίας, βουτούσα κι εγώ κανονικά, με το κεφάλι… Κολυμπούσα πλάι του κι ένιωθα σβέλτος και χαρούμενος. Όταν βρισκόμαστε μακριά, σχεδόν κοντά στο φάρο, τότε κάναμε βουτιές και άλλα παιχνίδια. Λόγου χάρη κάθονταν ο ένας πάνω στον άλλο και τον κλωτσούσε να πάει στον πάτο. Άνοιγα τα μάτια μου κι έβλεπα το γυάλινο κόσμο… Την άμμο και τα χόρτα στο βυθό. Κανένα ψάρι. Και ψηλά τη σκιά του πατέρα, που με περίμενε να τον σπρώξω κι εγώ με τη σειρά μου.
Όταν καθόμαστε στο σπίτι του κυρίου Ολυμπίδη, προς του Φαραώ, ο δρόμος ήταν μακρύς. Σχεδόν μισή ώρα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τακτικός. Όταν έφευγε από το γραφείο, τακτοποιούσε τα αντικείμενα και τα χαρτιά πάντα στην ίδια τάξη. Με μικρές, σπαστικές κινήσεις, διόρθωνε πολλές φορές τη θέση της πένας, του μολυβιού, του χάρακα, του ταμπόν —ιδιαίτερα το ταμπόν- να έχουνε ακριβώς κάθετη ή οριζόντια θέση… Έτσι, όταν πηγαίναμε προς στο σπίτι, περνούσαμε από τα ίδια μέρη, τα ίδια μαγαζιά. Επειδή είχε δυο καλά μπακάλικα -του Koυνάδη και του Πεφάνη- ψωνίζαμε πάντα μια μέρα από το ένα, την άλλη από το άλλο. Ο πατέρας μου δοκίμαζε το τυρί και τις σαρδέλες. Παράγγελνε πάντα το ίδιο βάρος. Μια οκά — πεντακόσια δράμια- έβγαζε το τεφτέρι να του τα γράψουνε κι έφευγε με χίλιες δυο τσιριμόνιες. Γενικά, του άρεσε να σκορπίζει τον καλό λόγο γύρω του. «Σήμερα είσθε ωραιότερη από ποτέ» στις γυναίκες, ή «Τι θαυμάσιο χρώμα πού έχεις!» στους άντρες, ιδιαίτερα τους φιλάσθενους και τους κιτρινιάρηδες. Και φυσικά «ο καιρός θαυμάσιος» – «η θάλασσα υπέροχη» — «πόσο σας πηγαίνουν τα λευκά» — «πόσο σάς πηγαίνουν τα πράσινα!» — όλα στον υπερθετικό – όλα προς το αισιόδοξο. Κι από μέσα, όλο και λίγη ειρωνεία, όπως το συνηθίζουν στο Γαλατά της Κρήτης, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε…
Μετά τα παντοπωλεία, πιάναμε το λιθόστρωτο. Αγοράζαμε ψαράκι ψιλό, φρεσκότατο, μαρίδα ή σαρδέλα, ο ψαράς το τύλιγε στην εφημερίδα-χωνάκι, μια δραχμή η οκά, και λίγο πριν τη Μητρόπολη, παίρναμε, στα δεξιά μας, τον άλλο λιθόστρωτο, τον ανηφορικό – τόση ανηφόρα, να σου βγει η ψυχή στο στόμα! Ο πατέρας μου, χοντρός και φορτωμένος, φούσκωνε και ξεφούσκωνε, χωρίς όμως να σταματά να μου διηγείται ιστορίες. Κάτι για τη γιαγιά του, κάτι για την κρητική επανάσταση, και πάλι στο Μπιζάνι και μετά στά Βουρλά, που γνώρισε τη μαμά μου, που ήταν στρουμπουλή και ξανθωπή -τη γύρεψε αμέσως από τον αδελφό της, το θείο Αντώνη, που υπηρετούσε διευθυντής Ταμείου Βουρλών. Ο ίδιος ήταν βοηθός Αρμοστού! Μόνο τη λέξη Βενιζέλος δε μου ’λεγε τότε… Ίσως γιατί ένιωθε να πλησιάζουν τα σύννεφα της δικτατορίας και φοβόταν. Στη γωνία του δρόμου της βιβλιοθήκης του Βαλιάνου, στο μανάβικο, διάλεγε το καρπούζι. Το ύψωνε πλάι στ’ αυτί του και το ζουλούσε. «Πρέπει να κάνει κρακ για να είναι γλυκό…» Από κει είχαμε ακόμα εκατό διακόσια μέτρα ανηφόρα. Δεξιά, ήταν το σπίτι μας και συνήθως στην ταράτσα μάς περίμενε ο αδελφός μου, ο Γιαννάκης, που ήταν δεν ήταν τριών χρονών.
Από κάτω από τη σκάλα, άρχιζαν τα κομπλιμέντα, τα ερωτόλογα και τα τραγούδια για τη μάνα μου. Αν είχε πιει μάλιστα στο μπακάλικο μια δυο ρομπόλες, θα ’λεγε οπωσδήποτε το «Άμε να πεις της μάνας σου, να κάνει κι άλλη γέννα». Κι η μάνα μου τον μάλωνε με νάζι, λες και είναι ερωτευμένη δεκάξι χρονών. Και μετά αρχίζανε οι μυρουδιές από την κουζίνα. Οι φωνές του Γιαννάκη, καθώς ο πατέρας τον σήκωνε ψηλά κι όλα τα υπόλοιπα, έως ότου πλαγιάσουμε όλοι μαζί στρωματσάδα. Αυτό φαίνεται ήταν μικρασιάτικο έθιμο, γιατί όσα καλοκαίρια έτυχε να τα περάσω στη Χίο, εκεί οι θειες μου, οι πρόσφυγες, στρώνανε το μεσημέρι κουβέρτες και σεντόνια κατάχαμα, στο πάτωμα, για να ναι δροσερά, κι έτσι πλαγιάζαμε στη σειρά όλοι μαζί, φύρδην μίγδην. Από τα τέσσερα καλοκαίρια —που ζήσαμε στο Αργοστόλι— τα δυο τα πέρασα με τη μητέρα και τον αδελφό μου στη Χίο. Εκεί ζούσε η μανα της, η αδελφή της Φρόσω, παντρεμένη με το Μάνο Μαστρομανώλη, και οι αδελφές της μάνας της, ανύπαντρες, το Μαριγακι και η Ερωφίλη, που ήταν δασκάλα, όμως τα ’χε αφήσει, γιατί έπασχε από καρκίνο και είχε πολλούς πόνους.
Μόλις έκλεινε το σχολείο, ο πατέρας μάς έβαζε στο «φορτακι», κι αυτό μοναδικό σ’ όλη την Κεφαλονιά, μαζί με τις βαλίτσες και τα κοφίνια, και ξεκινούσαμε για τη Σάμη. Εκεί περιμέναμε στην παραλία να ρθει το πλοίο της γραμμής, από την Πρέβεζα. Και τις δυο φορές που ταξίδεψα, θυμάμαι τη θάλασσα αγριεμένη και πάνω της να σκαμπανεβάζουν φορτωμένες οι μαούνες και οι βάρκες με τους επιβάτες και τις αποσκευές τους. Άλλες πάλι, ξεφόρτωτες, περίμεναν ανοιχτά να παραλάβουν το φορτίο τους από το πλοίο. Καθόμαστε στο καφενεδάκι της παραλίας και παραγγέλναμε συνήθως από ένα υποβρύχιο, δηλαδή βανίλια γλυκό. Ο πατέρας μου, ως διευθυντής της Νομαρχίας, εδικαιούτο της καλύτερης βάρκας, με τον πιο έμπειρο βαρκάρη, που έχαιρε της εμπιστοσύνης των τοπικών αρχών! Μόλις το πλοίο αγκυροβολούσε στ’ ανοιχτά, σφυρίζοντας χαρούμενα και ξεφυσώντας σαν θεριό καπνό από το φουγάρο, που ήταν ολόισιο, ψηλό και λεπτό, ο βαρκάρης μάς βοηθούσε να μπούμε στη βάρκα. Το πρόβλημα ήταν η μάνα μου, που έτρεμε τη θάλασσα, και φυσικά ο Γιαννάκης, που έπρεπε κάποιος να τον κρατά στα χέρια.
Για μένα όλ’ αυτά ήταν ένα ωραίο παιχνίδι. Μ’ άρεσε η θάλασσα, οι βάρκες, η τρικυμία, μα προ παντός είχα λατρεία για τα πλοία. Δεν ξέρω, αλλά ακόμα και τώρα, όταν τα βλέπω, ιδιαίτερα εκείνα τα παλιά, νιώθω κάτι μέσα μου, ένα σκίρτημα, λες και κάνουν μάγια στην ψυχή μου. Άλλοι ερωτεύονται τις νεράιδες των παραμυθιών. Εγώ είχα ερωτευθεί τα πλοία της γραμμής, με τις άσπρες γέφυρες, τα χρωματιστά φουγάρα, τους εξαεριστήρες, τα στρογγυλά παραθυράκια στις καμπίνες, τα βίντσια και τα κατάρτια, με τα λευκά συρμάτινα σχοινιά… Μικρός όλο τέτοια πλοία ζωγράφιζα και γι’ αυτό πήγα σ’ ένα αντρόγυνο στο Αργοστόλι, που δίδασκε σε παιδιά ζωγραφική. Γιατί ο άντρας ζωγράφιζε μονάχα πλοία της γραμμής. Όμως, για κακή μου τύχη, εμένα με παρέλαβε η γυναίκα του, που με έβαλε να αντιγράφω τοπία ευρωπαϊκά. Μου ’μεινε όμως -από κείνο το εργαστήρι- η μαγεία της μυρουδιάς των χρωμάτων. Θα ’λεγα πως δε ζωγράφιζα, αλλά μύριζα. Και να δεις πως κάθε σωληνάριο είχε τη δική του μυρουδιά. Με κλειστά μάτια μπορούσα να διακρίνω το σκούρο μπλε από το κίτρινο ή το άσπρο.
Έτσι λοιπόν, καθώς πλησιάζαμε το μυθικό πλοίο, έξω από το Λιμάνι της Σάμης, είχα κιόλας ξεχάσει τον πατέρα μου, που μας αποχαιρετούσε όρθιος στην παραλία. Έπειτα, ήταν τούτο το άλλο, που το έχω ακόμα. Η μανία μου να φεύγω. Το ταξίδι, που με τραβάει σαν μαγνήτης. Κι άκου εκεί να δεις! Χαιρόμουνα όταν, στα 1947 και 1948, μάς «ταξιδεύανε», με το έτσι θέλω, για να μας στείλουν στην εξορία. Στην παραλία θρηνούσαν οι δικοί μου κι εγώ μετά βίας, αν και δεμένος με χειροπέδες, να κρύβω το κύμα της χαράς, πού φούντωνε μέσα μου, γιατί σε λίγο θα σαλπάραμε με στόχο να τρυπήσουμε τον ορίζοντα —το ταξίδι! Κοίταζα λοιπόν το πλοίο. Εμείς να ανεβοκατεβαίνουμε σαν καρυδότσουφλο και κείνο σιδερένιο, μυστηριακό, περήφανο, απόκοσμο, να μένει ακίνητο, σαν να κοροϊδεύει τη θάλασσα που το έγλειφε γύρω γύρω, θα ’λεγες θυμωμένη που την περιφρονούν. Κάποτε γυρνούσα το κεφάλι κι έβλεπα το νησί, ν’ ανεβαίνει κάθετα προς τον ουρανό. Ο πατέρας μου, μια κουκκίδα. Και ξαφνικά, στριγκλιές και ξεφωνητά, καθώς οι βαρκάρηδες προσπαθούσαν να βγάλουν τη ζωντανή τους πραμάτεια στη σκάλα του πλοίου. Όταν και η βάρκα μας έπαιρνε θέση, κοντά στη μαύρη λαμαρίνα, τότε έβλεπες το ξύλινο κεφαλόσκαλο, με τα μικρά τετραγωνάκια, μια φορά δυο μέτρα πάνω και μια φορά δυο μέτρα κάτω από το κεφάλι σου. Η καημένη η μάνα μου να σφίγγει στην αγκαλιά της το Γιαννάκη, να μου φωνάζει: «Πρόσεχε, θα πνιγείς» και να την πιάνουν τρεις μαζί, για να την πετάξουν στη σκάλα… Για μένα όλ’ αυτά ήταν παιχνιδάκι. Έδινα έναν πήδο και μετά σκαρφάλωνα με την καρδιά να σπάσει από τη συγκίνηση, για ό,τι θαυμαστό έμελλε να δω! Το σαλόνι του πλοίου, η εσωτερική σκάλα, η καμπίνα με το φινιστρίνι, το δοχείο του εμετού και οι κουκέτες η μία πάνω στην άλλη. Αμέσως η μάνα μου έπεφτε πτώμα στο κάτω κρεβάτι και πριν ξεκινήσει το πλοίο είχε κάνει τουλάχιστον δυο εμετούς. Ο Γιαννάκης κοντά της, είτε γελούσε είτε έκλαιγε. Κι εγώ πανευτυχής και ελεύθερος, ξεκινούσα την εξερεύνηση του πλοίου.
Αφήναμε τη Σάμη πίσω μας. Αριστερά η Ιθάκη και μόλις το πλοίο ξεμπουκάριζε, μετά το τελευταίο ακρωτήριο της Κεφαλονιάς, ερχόταν εκείνος ο άνεμος του πελάγους, ο καθαρός, ο φρέσκος, ο δυνατός, και μονομιάς το πλοίο άρχιζε το πάνω κάτω και το αριστερά δεξιά. Η θάλασσα έπαιρνε την εκδίκησή της, που ίσως πιο πολύ απ’ όλους, την πλήρωνε η καημένη η μητέρα μου, που αγκομαχούσε στην καμπίνα. Πιάναμε νύχτα την Πάτρα και δε θυμάμαι πιά παρά τα φώτα —πολλά και παράξενα, για έναν που, όπως εγώ, έζησε σέ μικρές πολιτείες με λιγοστά φανάρια στους δρόμους. Μετά κοιμόμουνα. Δεν είχα δει και στις δυο φορές που περάσαμε τον Ισθμό. Ξυπνούσαμε πια στον Πειραιά. Αυτό το καταλαβαίναμε ευθύς στην καμπίνα, από τη μεγάλη γαλήνη και τον ήσυχο ήχο της μηχανής. Έτρεχα στο κατάστρωμα να δω το μεγάλο λιμάνι. Με ζάλιζαν τα πολλά πλοία, oι βάρκες, οι μαούνες, τα σφυρίγματα… Και κείνη η απέραντη η προκυμαία, με τα πελώρια χτίρια, το ρολόι, τα τραμ, τα λεωφορεία, τα αυτοκίνητα, τις άμαξες, τα κάρα, τον κόσμο πού προχωρούσε βιαστικός στα πεζοδρόμια, σαν μυρμήγκια.
Το πλοίο πλεύριζε και μεις περιμέναμε στο σαλόνι, να ρθει να μας πάρει ο θείος Αντώνης ο Πουλάκης, αδελφός της μάνας μου, που ήταν ανώτερος υπάλληλος στο Λογιστήριο του Κράτους. Είχε μαζί του δυο τρεις χαμάληδες και στην προκυμαία μάς περίμενε το ταξί. «Φαντάσου, Στάσα, θα ’λεγε το μεσημέρι στη γυναίκα του, σε μια στιγμή, ο σοφέρ πάτησε τα πενήντα!»
Η διαδρομή Πειραιάς-Αθήνα, από την οδό Πειραιώς, ήταν για μένα συναρπαστική. Το ταξί μας γλιστρούσε σαν φίδι, ανάμεσα σε κάρα, λεωφορεία, πεζούς, μουλάρια, αχθοφορους και τραμ. Όλα φύρδην μίγδην, και θα πρέπει, μετά το Σύνταγμα, να καθάρισε ο δρόμος, για να πιάσουμε σαν βολίδα τα 50 χιλιόμετρα την ώρα! Τότε χτιζότανε η μονοκατοικία τους στη Νέα Σμύρνη και γι’ αυτό οι Πουλάκηδες έμεναν στου αδελφού της θείας Στάσας, το Γιάννη Ισηγόνη, πολιτικό μηχανικό, που δούλευε στην Εθνική Τράπεζα. Το σπίτι του, ολομόναχο μέσα στα χωράφια, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Φιλοθέη. Μπροστά του περνούσε το θηρίο, δηλαδή το τρένο που έκανε τη γραμμή Σταθμός Λαυρίου- Kηφισιά. Άλλο πράγμα η αθηναϊκή βίλα, σε σχέση με τα τουρκόσπιτα της επαρχίας! Έτσι είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου μπάνιο, ψυγείο, παρκέ και άλλες πολυτέλειες, που με έκαναν να ντρέπομαι και να πιάνομαι από τα φουστάνια της μανας μου. Δεν αισθανόμουνα καλά. Ήμουν έξω από τα νερά μου και γι’ αυτό γινόμουν πιο ανυπάκουος, πιο άταχτος. Γύριζα ξυπολυτος στα γύρω χωράφια κι έτρωγα το φαγητό μου ανόρεχτα, λες και τα ακριβά σερβίτσια να μού ψιθύριζαν: «Δεν είμαστε για σένα, βρώμικε επαρχιώτη…». Έτσι ένιωθα ανακούφιση, όταν ύστερα από λίγες μερες —όταν η μάνα μου είχε κάπως συνέρθει— παίρναμε το δρόμο για τον Πειραιά.
Από τα πλοία της γραμμής εκείνης της εποχής θυμάμαι το Αλμπέρτα. Πάντως τα βαπόρια που πήγαιναν Χίο-Μυτιλήνη ήταν σαφώς μεγαλύτερα από κείνα της Κεφαλονιάς. Ίσως γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν δυσκολότερους καιρούς, καθώς έσχιζαν ένα ολόκληρο πέλαγος —το Αιγαίο! Ανεβαίναμε στο πλοίο όλοι μαζί και καθόμαστε στο σαλόνι. Σε λίγο περνούσε ο ναύτης με το καμπανάκι, που προειδοποιούσε τους επισκέπτες να κατέβουν. Όταν οι θείοι έφευγαν, πηγαίναμε στην καμπίνα, όπου αμέσως η μητέρα πλάγιαζε. Το πλοίο ξεκινούσε μαλακά. Έβγαζε τρεις χαρούμενες σφυριξιές. Χαιρετούσε. Το χαιρετούσαν. Μετά ο τρανταγμός δυνάμωνε. Οι μηχανές δούλευαν φουλαριστά. Είχαμε βγει στο Σαρωνικό. Ακόμα τίποτα το σημαντικό. Η μάνα μου μου ’λεγε τότε να ταΐσω το μικρό και να φάω κι εγώ. Τρόφιμα είχε στο καλάθι. Πίναμε νερό από την κανάτα της καμπίνας. Πήγαινα το Γιαννάκη στην τουαλέτα και κατουρούσαμε. Μετά ανεβαίναμε κι οι δυο μας στην απάνω κουκέτα κι εγώ περίμενα να κοιμηθούν για να το σκάσω. Ανέβαινα στο σαλόνι και έβγαινα στο κατάστρωμα. Πλησίαζα το φουγάρο, που το ’νιωθα μυστηριακό, λες και δεν ήταν αντικείμενο, μα κάποιος θεός η δράκος. Έβαζα το κεφάλι μου πάνω από το μηχανοστάσιο. Έβλεπα τους εργάτες, σχεδόν γυμνούς, γυαλιστερούς από τον ίδρωτα, να ρίχνουν κάρβουνο στο φούρνο, κάτω από το καζάνι. Μετά έτρεχα στην πλώρη να κρατηθώ γερά από την κουπαστή, και να βλέπω μια τη θάλασσα και μια τον ουρανό. Έπαιρνα το ρυθμό του καραβιού, καθώς έσχιζε τα μεγάλα κύματα, μια πάνω μια κάτω, και έλεγα μέσα μου ότι είμαι εγώ που το οδηγώ, όπως ο καβαλάρης το άλογό του. Ποιος ξέρει τι άλλες σκέψεις γέμιζαν τότε το μυαλό μου. Και, ξαφνικά, να τος και πάλι ο Μεγάλος Άνεμος, ο φρέσκος, ο γρήγορος, ο παντοδύναμος! Είχαμε σκάσει μούρη, επιτέλους, στο Αιγαίο. Ό Καβοντόρος, ο ξακουστός, χόρευε το «Αλμπέρτα» σαν καρυδότσουφλο. Μ’ είχανε πιάσει πολλές φορές οι ναύτες και μου τις βρέξανε. Κάποια φορά, η δύστυχη μάνα μου αναγκάστηκε ν’ ανεβεί στο σαλόνι, μέσα στα μαύρα της τα χάλια, και να φωνάξει, πριν κάνει εμετό: «Σώστε το παιδί μου». Τότε έτρεχαν τσούρμο οι μούτσοι να με βρουν και να με κλείσουν στην καμπίνα, δίνοντας μου συγχρόνως και τα σχετικά σκονάκια…
Ταξιδεύαμε νύχτα, μετά μάς έπιανε η μέρα στην καρδιά του Αιγαίου, για να φτάσουμε απογεματάκι στη Χίο. Θεέ μου, τι ωραίο λιμάνι! Μιλιούνια τα καΐκια, χρωματιστά. Πλοία της γραμμής, ποστάλια, αλλά και φορτηγά, με πελώρια βίντσια. Το «Αλμπέρτα» άραζε με την πρύμη στην παραλία και βάζανε σκάλα. Κόσμος, κόσμος πολύς. Μαγαζιά, καφενεία, πλανόδιοι πουλητές. Σωστή γιορτή… Στην προκυμαία περίμεναν τσούρμο οι συγγενείς. Φιλιά, αγκαλιές, φωνούλες: «Πόσο μεγάλωσε», «πόσο ομόρφυνε». Μπαίναμε στις άμαξες, με το ένα η με τα δυο άλογα, που ένιωθες στο σκληρό κάθισμα την υπερφυσική τους δύναμη. Και μετά, το μεγάλο παλιό σπίτι. Τα γλυκά του κουταλιού. Το πλούσιο γεύμα. Τα φρούτα και η μεσημεριάτικη στρωματσάδα. Στη Χίο μέναμε δυο μήνες. Μου ’χανε αγοράσει και πατίνι και ήμουν πιο πολύ περήφανος παρά ευτυχισμένος, γιατί ξεχώριζα μέσα στα παιδιά του μαχαλά. Άλλωστε ήμουνα ο «ξένος». Ο Ταξιδεμένος. Αυτός που είχε δει την Αθήνα. Που είχε μπει και σε αυτοκίνητο και σε πλοίο…
Από όλα τα μέρη της Χίου περισσότερο μ’ άρεζε το λιμάνι. Ιδιαίτερα το καρνάγιο. Ένα πελώριο κόκκινο σκαρί τελείωνε εκείνο τον καιρό και μείς, ένα τσούρμο παιδιά, παρακολουθούσαμε τις τελευταίες εργασίες. Πόσο γλυκομύριζε η πίσσα και τα άλλα υλικά πού έβαζαν πάνω στη μεγάλη φωτιά. Και πόσο το ζήλευα, αυτό το καΐκι, πού σέ λίγο θα αρμένιζε περήφανο και λεύτερο τα πελάγη. Το άλλο που μ’ άρεσε ήταν η μικρή μου ξαδέλφη, η Πόλη, κόρη της θείας Φρόσως, συνομήλικη του Γιαννάκη… Εμείς στο σπίτι ήμαστε δυο αγόρια κι όταν την είδα να κάνει τα τσίσια της, αισθάνθηκα κάτι περισσότερο από περιέργεια. Ήταν ακατανόητη, αλλά όμορφη η ταραχή μου, γι’ αυτό επεδίωκα να την πηγαίνω στον κήπο για κατούρημα. Μια μέρα όμως μάς είδε ο πατέρας της, ο θείος Μάνος, και με χτύπησε με τη ζώνη του και τότε συνειδητοποίησα, για πρώτη φορά, ότι το ευχάριστο συναίσθημα πρέπει να το ’χω κρυφό, γιατί είναι αμαρτία. Τον άλλο χρόνο, που λούζανε όλες οι γυναίκες το Γιαννάκη στη σκάφη και η Πόλη έβλεπε την τσουτσούνα του, της έριξα τη σκούπα στο κεφάλι. Παραλίγο να της βγάλω το μάτι. Και πάλι, ο θείος Μάνος μού τις έβρεξε με τη ζώνη. Όμως, γιατί η αμαρτία να είναι μόνο για τη μια πλευρά; ρωτούσα τον εαυτό μου, καθώς μετρούσα τις βουρδουλιές.
Στο σπίτι, μιλούσαν όλο για τον Τσεσμέ. Η θεία Ερωφίλη -όταν δεν ήταν στο κρεβάτι- ντυνόταν με ωραία μακριά φορέματα, που είχαν πάντα νταντέλες στο λαιμό. Λιγνή, ψηλή, με μάτια θλιμμένα, πάντα αυστηρή, κρατούσε τα κλειδιά του μπαούλου, όπου είχαν φυλαγμένα τα «χαρτιά». Καθόντουσαν τακτικά και οι πέντε γυναίκες γύρω γύρω και όταν η θεία Ερωφίλη το άνοιγε και έβγαζε έξω τους «τίτλους ιδιοκτησίας», τις έπιανε όλες μαζί ένα κλάμα σιγανό. Μοιρολογούσανε το χαμένο παράδεισο. Η μία έλεγε για το σπίτι, η άλλη για το μποστάνι κι η άλλη για την ωραία ζωή… Ύστερα ανοίγανε το παράθυρο, που το είχανε πάντα κλειστό, και βλέπανε με τη σειρά τη Μικρασία, δυο βήματα από τη Χίο και κάτω δεξιά ό Τσεσμές. «Μίκη, έλα να σου δείξω, μου ’λεγε η γιαγιά η Σταματία. Βλέπεις εκείνα τα σπίτια… Να, εκεί στην άκρη, είναι το σπίτι μας. Πάνω στη θάλασσα… Ποιος να ’χει τώρα τη βάρκα του παππού σου, του συγχωρεμένου…» Και τότε τσίριζε πιο πολύ η θεία Φρόσω, που ’χε φωνή σοπράνο. Κάνανε όλες μαζί το σταυρό τους. Η γιαγιά μου άρχιζε τις μετάνοιες, ως το πάτωμα. Έφερνε το Μαριγάκι το θυμιατό με το λιβάνι. Πήγαιναν κατά το εικονοστάσι και ανάμεσα στους θρήνους και στις στριγκλιές λέγανε και κανένα τροπάριο για την Παναγία… Παράξενα πράγματα, σκεφτόμουν. Ακατανόητα. Έβλεπα μια τις εικόνες, μια το μπαούλο με τα χαρτιά και μια τις πέντε γυναίκες, που κλαίγανε και ψάλλανε μαζί και κάπου κάπου από το παράθυρο αντικρίζανε το σπίτι και τον μπαξέ τους, στην Τουρκία… Μια φορά που αρρώστησα, έμαθα την ιστορία της «θαυματουργού» εικόνας με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Την είχαν βρει, λένε, στα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς στο λιμάνι της Χίου. Θάμα! Ο Θεός τη φύλαξε και αυτός που την έσωσε πήρε την ευλογία του. Μες στον πυρετό μου, μ’ έβαζαν να φιλώ την εικόνα, που την είχαν συνέχεια κάτω από το προσκεφάλι μου. Έκτοτε, σέ κάθε αρρωστια, δε μ’ έσωζε ούτε ό γιατρός ούτε τα φάρμακα, αλλά ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, με τα χρυσά φτερά του και το βλέμμα το μελαγχολικό. Η θεία Μαριγάκι θα ’μενε μαζί μας, έως τα βαθιά της γεράματα, μαζί με τη γιαγιά Σταματία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τα άλλα εικονίσματα. Επίσης θαυματουργά. Όμως εμένα, με είχε αναλάβει αποκλειστικά ο συνονόματός μου. Έως και σήμερα ακόμα, που σας εξιστορώ, τον έχω στο τζάκι του σπιτιού μου.
Δύτης των νιπτήρων said
Άκουσα στο ράδιο σε κάποια παλιά συνέντευξη του Μίκη μια αρκετά διαφορετική περιγραφή του πατέρα, ότι ήταν αυστηρός, μπροστά του δεν τολμούσε κανείς να πει κιχ κλπ.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἔτσι μπράβο! Ὁ Μίκης δέν χωράει σε καναδυό ἀφιερώματα..
Καλημέρα σας!
dimosioshoros said
Πολεογραφικό αριστούργημα.
dimosioshoros said
Reblogged στις "Δημόσιος Χώρος Γ. Ρέντζος".
LandS said
Αυτό είναι.
Μόνο ο Μίκης μιλάει σωστά για τον Μίκη.
dimosioshoros said
Όταν αντιμετωπιστεί σοβαρά η πολεογραφική παιδαγωγική και η διδασκαλία της πόλης στο σχολείο, το κομμάτι αυτό θα αποτελέσει μία σημαντική διαθεματική πρόταση.
Costas X said
Καλημέρα !
«…στην πλατεία του Μέτελα» : Πρόκειται γιά τον αδίστακτο Άγγλο Αρμοστή (τοποτηρητή) Τόμας Μαίτλαντ, το άγαλμα του οποίου βρίσκεται στην συγκεκριμένη πλατεία. Ο «Μέτελας» έχει μείνει στη συλλογική μνήμη των Επτανησίων ως μισητό πρόσωπο.
dimosioshoros said
Θα λέγαμε πως ξαναγράφει τεκμηριωμένα την Πρέβεζα έστω και αν εκεί υπήρχε πάντα ακουγόταν τις Κυριακές η μπάντα.
dimosioshoros said
…και ακουγόταν…
Costas X said
«Ο πατέρας μου[…]παράγγελνε πάντα το ίδιο βάρος. Μια οκά-πεντακόσια δράμια…»
Στην Κεφαλονιά τότε, και γενικά στα Επτάνησα, η μονάδες βάρους ήταν η λίτρα (λίμπρα) και οι ουγγιές. Ο καημένος ο μπακάλης έπρεπε κάθε φορά να υπολογίζει την μετατροπή ! 🙂
sarant said
Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
6 Χαίρομαι που το εκτίμησες
7 Ακριβώς, ο Μέτελας!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ὁ Μίκης ἦταν ὁλοφάνερα μπαμπάκιας (κατά τό μαμάκιας). Τίς σμυρναίικες ἐπιρροές καί ὀφειλές τίς ἐξέφρασε ὅψιμα.
https://www.in.gr/2021/09/04/plus/features/asikiko-poulaki-tou-miki-theodoraki-kai-tou-mixali-gkana/
gpointofview said
Ομορφο ανάγνωσμα !
Ταξιδεμένος κι εγώ στα μικράτα μου με τον πατέρα τοπογράφο μηχανικό στο υπουργείο Γεωργίας κάθε καλοκαίρι και σε άλλο νομό, συγκρατώ μνήμες από την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του 50 και 60, πηγαίνοντας μαζί του κάθε μέρα και σ’ άλλο χωριό.
…Από τα πλοία της γραμμής εκείνης της εποχής θυμάμαι το Αλμπέρτα….
Παναγιώτης K. said
Το διάβασα εύκολα και ευχάριστα.
Η οκά έχει 400 δράμια.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα για την Ήπειρο.
Κτγμ η μεταμόρφωση της χώρας άρχισε με την είσοδό μας στην ΕΟΚ.
greggan193 said
Reblogged στις THE BROOM.
Αγγελος said
«Μια οκά — πεντακόσια δράμια».
Η οκά είχε τετρακόσια δράμια. Ίσως βέβαια να εννοεί ότι ο πατέρας του ψώνιζε πότε μια οκά, πότε 500 δράμια — ίσως και να είναι απλώς αφηρημάδα.
Σύμφωνα με το Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος , η επτανησιακή λίτρα «Ισούται με 112 δράμια ή 453 γραμμάρια» και υποδιαιρούνταν σε 16 ουγγιές των 9 δραμιών. Φυσικά, αυτά δεν μπορεί να ισχύουν όλα, αφού 112 δράμια είναι 336,4 γραμμάρια και 9*16=144 🙂 Αυτό δείχνει τι μπέρδεμα επικρατούσε πριν από την καθιέρωση του μετρικού συστήματος… Φαίνεται πως υπήρχαν δύο ενετικές λίτρες εν χρήσει, η χοντρή (γύρω στα 453 γραμμάρια) και η ψιλή (361 γραμμάρια).
sarant said
16 Kι εμένα με παραξένεψε αυτό.
Νέο Kid said
Με αφορμή το: « δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλαμά ή βιολί.» του Μίκη, ήθελα απλώς να εκφράσω το θαυμασμό μου για το βιολί!
Το μοναδικό όργανο, έτσι νομίζω δηλαδή δεν υπάρχει άλλο πασπαρτού, που είναι και του λιμανιού και του σαλονιού!
Με το ίδιο μαραφέτι μπορείς να είσαι βιολιτζής σε πανηγύρια ή βιολιστής στις καλύτερες φιλαρμονικές και στέγες του κόσμου!
dimosioshoros said
«Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…
Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες…»
Να πούμε όμως πως τα μέλη του αθηνοκεντρικού δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού είχαν υιοθετήσει μια κάπως αποικιοκρατική οπτική και συμπεριφορά απέναντι στους επαρχιακούς τόπους και τους κατοίκους τους. Ήταν φορείς συναισθήματος ανωτερότητας που το έδειχναν κάθε στιγμή.
Δεν είναι παράξενο που, στις πόλεις/εδάφη που είχαν όψιμα ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος, είχαν αναπτυχθεί συναισθήματα εχθρότητας και αποστροφής απέναντι στους παλιο(ε)λλαδίτες φορείς του «σωστού».
atheofobos said
Ακόμα και μεγάλες επαρχιακές πόλεις, τα χρόνια που περιγράφει, είχαν σημαντική διαφορά από την Αθήνα.
Πηγαίνοντας στις αρχές της δεκαετίας του 60 στην Θεσσαλονίκη για να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, μου έκανε εντύπωση η τεράστια διαφορά που είχε από την τότε Αθήνα. Λίγα κέντρα στην παραλιακή, πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ και με φουγάρα από σόμπες να βγαίνουν από τα παράθυρα τους.
15-20 χρόνια μετά η Θεσσαλονίκη μου φάνηκε ωραιότερη από την Αθήνα.
ΓΤ said
Να παίζει βοϊδόχρημα από κούνια στο σόι, κι εσύ να ρίχνεις φως με την γκαζόλαμπα στο δέρμα σου για να δεις τα αδυσώπητα τσιμπούρια…
Κουνελόγατος said
Έχω το παραπάνω έργο σε πέντε τόμους από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Α-1986
Β-1986
Γ-1987
Δ-1988
Ε-1995
Κουνελόγατος said
«Να πούμε όμως πως τα μέλη του αθηνοκεντρικού δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού είχαν υιοθετήσει μια κάπως αποικιοκρατική οπτική…»
Που να δείτε πώς περιγράφει ο ίδιος τη συμπεριφορά προς το υπηρετικό προσωπικό. 🙂
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Οἱ ἀναμνήσεις καί οἱ μυρωδιές τοῦ Τσεσμέ. Μέ τήν μητέρα του..
Ανδρέας Τ said
@16 Μήπως το μια οκά -πεντακόσια δράμια σήμαινε μια οκά πάνω κάτω έως πεντακόσια δράμια;
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@20. Σωστά σοῦ φάνηκε ἔτσι. Εἶναι ὡραιότερη! (Ἔχει τόν ΠΑΟΚ, ἔχει τό γήπεδο τοῦ ΠΑΟΚ, ἔχει τό πρατήριο δώρων μέ τό σῆμα τοῦ ΠΑΟΚ, καί δεκάδες ἄλλα ἐνδιαφέροντα σημεῖα) 🙂 🙂
dimosioshoros said
@ 23 Κουνελόγατος
Κατάλαβα.
Costas X said
Μόλις το ξαναδιάβασα, επειδή την πρώτη φορά κολλούσα στις λεπτομέρειες. Τελικά ο Θεοδωράκης, εκτός από μεγάλος συνθέτης, ήταν και λογοτέχνης! Όμορφη, λαϊκή και άμεση γραφή, ωραίες ποιητικές εικόνες και συναισθήματα.
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi50.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Είχε και στο γράψιμο ευχέρεια/ταλέντο ο Μίκης (όπως και στο λέγειν, βέβαια).
16, 25
Έτσι κι εγώ το θεώρησα: πότε μια οκά, πότε 500 δράμια. Ή «περίπου μια οκά, (έως) 500 δράμια». Όπως σήμερα λέμε «βάλε μισό κιλό, εξακόσια γραμμάρια…»
20.
>>Ακόμα και μεγάλες επαρχιακές πόλεις, τα χρόνια που περιγράφει, είχαν σημαντική διαφορά από την Αθήνα.
Και όχι μόνο τα χρόνια που περιγράφει!
Το Ηράκλειο της δεκαετίας του ’50 είχε, σε ορισμένες γειτονιές -προάστια προσφυγικά κυρίως- μερικά από τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Μ.Θ. (π.χ. απόνερα λάτρας του σπιτιού, -αλλά δεν θυμάμαι ’’χαρμάνι με κατρουλιά’’ 🙂 – να τρέχουν στους δρόμους, χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό κ.λπ.). Ακόμη και στο κέντρο του Ηρακλείου, πολλά σπίτια είχαν μόνο μια βρύση, συνήθως κοντά στην είσοδο, και από αυτήν κουβαλούσαμε το νερό για να πιούμε (σε πιθάρια πήλινα το αποθηκεύαμε), λάτρα κουζίνας, μπάνιο κ.λπ.
Και τότε (δεκαετία του ’50) υπήρχαν, σε χωριά, παιδιά που πήγαιναν ξυπόλητα στο σχολειό –και μάλιστα περπατώντας καθημερινά κάμποσα χιλιόμετρα από το σπίτι τους…
Και βέβαια, οι διαφορές από την Αθήνα… τεράστιες! (Πήγα πρώτη φορά το 1960, κι ‘έπαθα πλάκα’…)
voulagx said
«Καθώς γδυνόμαστε, μου ’δειχνε πρώτα την ουλή ψηλά στο στήθος και μετά γύριζε να μου δείξει το μέρος που βγήκε η σφαίρα, από τον πισινό του,
Όταν καθόμαστε στο σπίτι του κυρίου Ολυμπίδη, προς του Φαραώ, ο δρόμος ήταν μακρύς.»
γδυνόμαστε, καθόμαστε παράξενος παρατατικός
Ανδρέας Τ said
Τη δεκαετία του 50 υπήρχαν δρόμοι που γινόντουσαν αδιάβατοι από τις λάσπες στις λαϊκές γειτονιές του Πειραιά. Με τα απόνερα να τρέχουν στους δρόμους. Με μια μόνο βρύση για κάθε σπίτι. Και δεν μιλάμε για τις πλημμύρες με τη πρώτη βροχή.
Costas X said
@ 31. Πώς θα έπρεπε να είναι, «καθόμασταν» ;
Κι εγώ «καθόμαστε» λέω για τον παρατατικό, για να μην πω το κορφιάτικο «καθομάστενε». 🙂
ΚΩΣΤΑΣ said
Ωραία και η σημερινή ανάρτηση-αφιέρωμα και ωραίος ο Μίκης και ως λογοτέχνης.
Επειδή σήμερα μιλάμε πιο ελεύθερα, ας ρίξω και την μπηχτή μου… Αν ο Μίκης έγινε μέγας συνθέτης, κομμουνιστής και άνθρωπος, αυτό το οφείλει κατά κύριο λόγο στην αστική αγωγή που έλαβε από τα γεννοφάσκια του… 😉
SteliosZ said
Σύμφωνα με την Απογραφή του 1961 (δηλαδή, περίπου 30 χρόνια μετά την εποχή που περιγράφει ο Μίκης) υπήρχαν 2.077.819 νοικοκυριά που ζούσαν σε κανονικές κατοικίες (άλλα 65.149 ζούσαν σε μη-κανονικές).
Από αυτά που ζούσαν σε κανονικές κατοικίες:
το 29,4% δεν είχε μαγειρείο
το 88,9% δεν είχε λουτρό ή ντους
το 46,6% δεν είχε ηλεκτρικό φως
το 20,8% δεν είχε αποχωρητήριο
το 5,7% έπαιρνε νερό με βυτίο ,από στέρνα, πηγή, κλπ.
Μπορούμε να φανταστούμε τα αντίστοιχα ποσοστά τη δεκαετία του 30…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
35# Πιθανώς σχετικό:
http://laiki-patrwn.blogspot.com/2017/11/blog-post_31.html
ΣΟΦΙΑ ΣΩΤΗΡOΠΟΥΛΟΥ said
Για όλα τα δημοσιευματά σας σας ευχαριστώ κ. Σαραντάκο. Για αυτό εδώ, ιδιαίτερα.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
– Ποια είναι η πρώτη παιδική όμορφη εικόνα σου;
-Ο παγωτατζής με τα χωνάκια στη Μυτιλήνη. Hμουν 3 ετών..
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
31 Νομίζω όμως ότι αυτός, σε -στε, είναι ο στάνταρ παρατατικός (όχι ο δικός μου).
35 Α μπράβο!
37 Να είστε καλά!
gbaloglou said
Ευτυχώς, γιατί οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους τραυματίες…
dryhammer said
Ο Μίκης με το πατίνι στη Χίο 1934
https://postimg.cc/2VX1b8bH/8a40ea7f
ΣΠ said
31
Το είχαμε συζητήσει παλιότερα ξεκινώντας από δικό σου σχόλιο.
https://sarantakos.wordpress.com/2017/02/21/voiesacree/#comment-416133
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@39α. Μέχρι Τριανταφυλλίδη:-όμαστε. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα -όμασταν
dimosioshoros said
Μερικές φορές το standard σε -στε δεν εκφράζει την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβάνεται ο ομιλητής.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Χαίρετε,
41 Καταπληκτικό. Τι αρχείο έχεις!!!
Απ’ αυτά που γράφει, παρατήρησα πως ήταν ανηψιός Ισηγόνηδων. Οι Ισηγόνηδες ήταν Σμυρνιά οικογένεια που είχε χυτήρια (τα περισσότερα πιεστήρια για το λάδι στη Μυτιλήνη ήταν κατασκευασμένα στα εργοστάσιά τους – κι όχι μόνο και καζάνι για ατμό κλπ) ενώ ένας απ’ την οικογένεια έγινε αργότερα σερ. Σερ Άλεκ Ισηγόνης, αυτός που σχεδίασε το Μίνι Κούπερ.
dryhammer said
45. Δεν έχω αρχείο. Τίποτα δεν έχω.
Είναι από τα δημοσιεύματα-αφιερώματα του τοπικού τύπου, μετά το θάνατο του Μίκη.
Αφώτιστος Φιλέλλην said
«….Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσικά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή.»
Το 1975 στην πόλη της Λευκάδας , στους δρομους, υπηρχε ενα ανοικτο αυλακι για ελαφρα λυματα.
Πέπε said
44
Αμφιβάλλω αν αυτός ο παρατατικός ήταν ποτέ όντως στάνταρ, δηλαδή ως αυθόρμητη επιλογή των ομλητών. Διδασκόταν πάντως ως ο στάνταρ μέχρι τουλάχιστον τα χρόνια μου. Συγκεκριμένα: ενεστώτας μόνο «λεγόμαστε, λέγεστε», παρατατικός μόνο «λεγόμαστε (ίδιο), λεγόσαστε». Πλέον όχι: διδάσκεται αυτό που λέγεται.
Αγγελος said
Νομίζω πως οι τύποι του παρατατικού σε -σταν είναι ρουμελιώτικοι, που λίγο-λίγο διαδόθηκαν και στην κοινή νεοελληνική, γιατί έχουν το προσόν να ξεχωρίζουν από τον ενεστώτα.
ΓΤ said
γδυνόμαστε, καθόμαστε
Με τα λίγα γράμματα που κατάφερα να μάθω στην αλητεία της κερκίδας, εξωνορμίτης γονυπετής στο απείθαρχο, προσώρας έμοιασε στα μάτια μου ιστορικός ενεστώτας. Με μάθατε βέβαια σήμερα ότι όσοι πρωτόκλαψαν το 1968 δεν διδάχτηκαν τον παρατατικό σε αυτή του τη μορφή. Αλλά, παραδοσιακά, διάβασα το κείμενο μέσα από ανάποδο πρίσμα. Μπορεί να είναι παρατατικός, μπορεί να μην είναι, και η μορφή του Μίκη να φέρνει μπροστά τον παρατατικό και να τον κάνει ενεστώτα, για ένα βίωμα αμετάκλητη ουλή, γιατί εκείνο το κομμάτι της δραματικής ζωής του Μίκη έχει τη δική του γραμματική, που σε πάει και σε φέρνει, ένα Voy a vivir ξανά, είναι θεοδωράκειοι χρόνοι ο παρατατικός ενεστώτας και ο ενεστωτικός παρατατικός, γιατί μια τέτοια μορφή είναι υπέρχρονη και τόσο μεγάλη, που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει του χρόνου το άνυσμα, ένα αέναο μπρος-πίσω στη μνήμη, σωστός διωστήρας, ένα post mortem που δεν γνωρίζει θάνατο, και το οποίο, μοιραία, μικραίνει, ευτυχώς για χρόνου απειροστημόρια, όταν συνδέεται με δηχθείσες υπό κροτώνων υπάρξεις…
ΣΠ said
Από το σπίτι μου είχα μάθει τον παρατατικό σε -σταν. Στο σχολείο διδασκόμασταν (σικ 🙂) το -στε και με παραξένευε αλλά σκεφτόμουν ότι ότι πρέπει να ήταν τύπος της καθαρεύουσας.
Konstantinos said
Και να μην ητααν μουσικος, θα αξιζε να μεινει στην ιστορια σαν λογοτεεχνης.
Στην Κερκυρα και στην Ηπειρο, σε περιοχες που υπαρχουν βοθροι και ανοιχτα καναλακια εξω απο τα σπιτια για τα ομβρια (αλλα οχι κεντρικα δικτυα αποχετευσης) οι κατοικοι για να μην πληρωνουν το βυτιο αδειαζουν τους βοθρους με α ντλια στο καναλι που περναει ανοιχτο μπροστα απο το σπιτι τους! Επειδη οι κλισεις ειναι μικρες η και αναποδες σε μικρα τμηματα, τα λυμματα λιμναζουν και ολη η περιοχη ζεχνει.
Αυτο ειναι κοινη πρακτικη, τωρα που μιλαμε, 2021…
Μαγδαληνή said
Τα βρήκανε και συμφωνήθηκε η κηδεία του να γίνει σύμφωνα με την επιθυμία του. https://www.topontiki.gr/2021/09/05/mikis-theodorakis-oristika-ston-galata-chanion-i-tafi-se-laiko-proskinima-i-soros-os-tin-tetarti/
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ας βάλουμε τους έξοχους στίχους του Μιχάλη* Γκανά στο τραγούδι
Οι δρόμοι του Αρχάγγελου – 1996
τραγούδι Βασίλης Λέκκας
Χρυσά φτερά, βυζαντινό μου βλέμμα,
αρχάγγελοι χορεύανε στο αίμα,
κι ένα τραγούδι μέσα στη φωνή μου,
μού γύρευε μιαν έξοδο κινδύνου.
Γιάννενα και Τρίπολη και Σύρα,
όμορφη σκονισμένη μου πορφύρα,
Χίος, Κεφαλλονιά και Μυτιλήνη,
μοίρα μου πελαγίσια Ρωμιοσύνη.
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα,
τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει,
μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπείρει τα πελάγη με σιτάρι,
για να θερίσει το μαργαριτάρι.
Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη,
ρίζα μου περηφάνεια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας,
φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
*άλλος αρχάγγελος του στίχου αυτός
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
45 Πιο κάτω για τη Μυτιλήνη, λέει (αλλά δεν το έβαλα) πως ήταν συγγενείς του και οι Άντοβικ, που το όνομα το βρίσκουμε στο βιβλίο του πατέρα μου για τους καθηγητές του γυμνασίου Μυτιλήνης.
46 Έχει αρχείο ο τοπικός τύπος 🙂
54 Προσπαθω να θυμηθώ αν η Σύρα δικαιολογείται ή μπήκε ποιητική αδεία.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
55τέλος Το γράφει (ς)! 1929 Σύρος και Αθήνα:)
sarant said
56 Ωχ ναι, αν και δεν την αναφέρει καθολου στη συνέχεια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
ο Μίκης Θεοδωράκης σε ηλικία 7 ετών. Mια φωτογραφία από τη διάνοιξη κάποιου δρόμου στα Ζαγόρια. Δίπλα του ο πατέρας και ο παππούς του.
https://www.ieidiseis.gr/ellada/107942/mikis-theodorakis-i-mystiriaki-sxesi-me-ton-patera-tou-esose-dekades-fores-ti-zoi-tou
ΓΤ said
55γ
Επίσης: Επίτιμος Δημότης Σύρου στις 13.04.1983 και Επίτιμος Δημότης Σύρου-Ερμούπολης στις 22.07.2011.
Μυλοπέτρος said
1. Διερωτωμαι. Πόσες ζωές έζησε ταυτόχρονα ο άνθρωπος αυτός;
2. Μήπως η κυρία δίπλα του στη φωτογραφία είναι η Μυρτώ;
dimosioshoros said
Επειδή στο σχολείο επικρατεί η παιδαγωγική της γραπτής μορφής των λέξεων, το πληροφοριακότερο «ήμασταν» έδωσε τη θέση στο «ήμαστε» (ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν) που δεν δημιουργεί συνθήκες αμφιβολίας. Όμως, στην προφορική γλώσσα, όλες οι εκδοχές σε -στε είναι αμφίσημες.
Πέπε said
61
> Όμως, στην προφορική γλώσσα, όλες οι εκδοχές σε -στε είναι αμφίσημες.
Μα εξίσου και στη γραπτή, εκτός μόνο από το ήμαστε που αλλάζει ορθογραφία από τα ει- του ενεστώτα.
Πέπε said
Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, οι διακριτικές έως ενίοτε ανύπαρκτες ενδείξεις για το αν έχουμε ενεστώτα ή παρατατικό, στους συγκεκριμένους δύο τύπους (α’ – β’ πληθ. μεσοπαθητικής φωνής), είναι παράδοση από τ’ αρχαία, ενώ η σαφής διάκριση αποτελεί νεοελληνική καινοτομία.
ΓΤ said
@24, 60
Είναι η Μυρτώ
https://www.pontosnews.gr/662788/politika-mikrasiatika/mikis-theodorakis-spiti-miteras-toy-ston-tsesme/
dimosioshoros said
@ 63 Πέπε
Σωστό.
dimosioshoros said
@ 62 Πέπε
Ναι, ναι. Παρασύρθηκα από το ζευγάρι είμαστε/ήμαστε.
sarant said
63 Εύστοχο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
64. Απροπό, το όνομα της μητέρας Ασπασίας το έχουν κόρες και των δυο της γιων: Μαργαρίτα-Ασπασία και Άννα-Ασπασία
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@63. Νά ποῦμε κάποιο παράδειγμα «ανύπαρκτης ένδειξης για το αν έχουμε ενεστώτα ή παρατατικό, στους δύο τύπους (α’ – β’ πληθ. μεσοπαθητικής φωνής), από τ’ αρχαία» γιά νά τό καταλάβω κι ἐγώ;
BLOG_OTI_NANAI said
58: Κοίτα πόσο ψηλός είναι 7 ετών…
Α. Σέρτης said
69
ιστάμεθα/ίστασθε (ενεστώς και παρατατικός το ίδιο)
ιέμεθα/ίεσθε (ενεστώς και παρατατικός το ίδιο)
Λεύκιππος said
… Ευτυχώς, γιατί οι Τούρκοι πυροβολούσαν τους τραυματίες……. Ευτυχώς. Γιατί η ιστορία μας θα γραφόταν αλλιώς. Κι ευτυχώς η ιστορία δεν γράφεται με ΑΝ.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, που έχει γράψει μερικούς εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών του Μίκη
Μελοποιημένα ποιήματα-στίχοι του Γιάννη Θεοδωράκη από τον αδερφό του Μίκη (20)
https://mikisguide.gr/melopoiimena-poiimata-tou-gianni-theodoraki/
Αγγελος said
(71) Και όπου αλλού δεν υπήρχε ορατή αύξηση, π.χ. στα ρήματα από υ ή ω (ωθούμεθα, ωφελούμεθα…) Αλλά και στην ενεργητική φωνή συνέβαινε αυτό, στο β΄πληθυντικό (ὑστερεῖτε, ὠφελεῖτε — ενεστώς ή παρατατικός;)
Πέπε said
69
Όπου το ρήμα αρχίζει από μακρό φωνήεν και δεν υπάρχει καμία ανώμαλη έξτρα αύξηση (π.χ. στο ωθώ έλεγαν εωθούμην). Στα παραδείγματα του #71 υπάρχει χρονική αύξηση αλλά δεν είναι ορατή, ήταν όμως ακουστή (τον καιρό βέβαια που οι Ερασμίτες ήταν στα πράγματα). Στο ηττώμαι όμως (ηττώμεθα, ηττάσθε), στο ωφελούμαι κλπ. δεν υπάρχει ούτε καν αόρατη.
Ο δε Άγγελος #74 έχει δίκιο, και στην ενεργητική το ίδιο ισχύει. Κι εδώ η ν/ελλ καινοτομεί, εισάγοντας αυτή τη σειρά καταλήξεων που είναι κοινή σε παρατατικό και αόριστο, είναι δηλωτική του παρελθόντος (ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω), και προέρχεται (ή μοιάζει) εν μέρει από τον ένα αρχαίο χρόνο και εν μέρει από τον άλλο.
Πέπε said
Επίσης, ουρούμεν, ουρείτε: πού η σαφήνεια της ν/ελλ διάκρισης, κατουράμε/κατουρούσαμε και κατουράτε/κατουρούσατε!
Όταν γεράσει ο άνθρωπος και χάσει και το φως του,
θαρρεί πως κατουρεί μακρία μα κατουρεί ομπρός του.
ΣΠ said
75
Δηλαδή το ι από βραχύ γινόταν μακρό;
Πέπε said
77
Ναι. Εκτός αν ήταν ήδη μακρό, αλλά αυτό είναι πιο δύσκολο να το ξέρουμε.
Και το υ ομοίως.
sarant said
75 και πριν: Πολύ ωραία σχόλια.
Georgios Bartzoudis said
# Ο Μίκης μεγάλωσε σε μεγαλοαστικό περιβάλλον, και φυσικά δεν γνώρισε φτώχεια. Όσο για τη φράση «πλαγιάσουμε όλοι μαζί στρωματσάδα, αυτό φαίνεται ήταν μικρασιάτικο έθιμο», κάνει βέβαια λάθος, αφού η στρωματσάδα ήταν κανόνας στη Μακεδονία, από αντάν-μπαμπαντάν: Όταν στις 16.11.1948 οι αντάρτες του (αντι)Δημοκρατικου Στρατού Ελλάδας επιστράτευσαν βιαίως τον πατέρα μου, κοιμόμασταν σε μια στρωματσάδα εγώ, ένας μεγαλύτερος αδερφός και τρεις αδερφές. Μόνο ο πιο μεγάλος αδερφός κοιμόταν μονάχος σε μια γωνιά, ενώ η μικρότερη αδερφή μου που ήταν μόλις ενός έτους κοιμόταν μαζί με τους γονείς μου στο κρεββάτι (=4 γκαζοτενεκέδες που κρατούσαν το ξύλινο σασί, με στρώμα από σάλμα). Όλοι βέβαια σε ένα δωμάτιο. Στο άλλο δωμάτιο φιλοξενούσαμε μια άλλη οικογένεια.
# Καλα! Από λάσπες άλλο τίποτα. Κι από μπάνιο; Εμείς τα παιδιά μόνο το καλοκαίρι στις γούρνες και στις ποτίστρες και στον Παλιό Στρυμόνα. Οι μεγάλοι στη σκάφη. Όταν από το 1960 μπήκαμε στο ΑΠΘ, μπάνιο μια φορά την εβδομάδα στα λουτρά εκεί στο Αλκαζάρ. Κόστιζε 4 δραχμές, όσο και μια φασουλάδα. Σου έδιναν και σαπούνι και πετσέτα. Μόνο στο 5ο έτος αξιωθήκαμε να νοικιάσουμε σπίτι με μπάνιο, τέσσερεις μαζί (Σπάρτης 35 η διεύθυνση. Κάποιος σύντροφος εν τω ιστολογίω τούτω ίσως έχει δει το σπίτι αυτό).
# Έχω 2 ή 3 βιβλία από μια σειρά του Μίκη. Νομίζω ότι αυτά τα βιβλία είναι απομαγνητοφωνημένες ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του Μίκη. Γι’ αυτό είναι τόσο ζωντανές οι αφηγήσεις. [Πριν χρόνια, τον είχα ακούσει 2-3 φορές στο ραδιόφωνο. Ο λόγος του ήταν χειμαρρώδης!].
# Ένα άλλο χαρακτηριστικό των αφηγήσεων του Μίκη είναι ότι λεει τα πράγματα όπως τα είδε και όπως τα ένοιωσε. Δεν κρύβει τίποτα, δεν προσθέτει τίποτα. Είναι αληθινός, πρώτα-πρώτα με τον εαυτό του και βεβαίως με όλους μας. Είναι ο Μίκης. Είναι Μεγάλος!
dimosioshoros said
@ 80 Georgios Bartzoudis
Καλό.
Αλλά γιατί μακεδονική (ή μικρασιατική) η τόσο γνωστή «στρωματσάδα»;
ΓΤ said
81@
Η διεκδίκηση πρωτοκαθεδρίας ακόμη και στη «στρωματσάδα» δηλοί την παντελή άγνοια για το έργο του Ματσάδο.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Τά σχόλιά σας διαφωτιστικά (ἔστω καί ἄν ἀφοροῦν ἕναν περιορισμένο ἀριθμό ρημάτων πού ἴσως δέν δικαιολογεῖ γενικεύσεις) ἀλλά ἐπανέρχομαι ζαλισμένος καί ἀνήμπορος νά συνεχίσω τήν συζήτηση ἐξαιτίας τῆς βοῆς τοῦ χείμαρρου Θεοδωράκη, μέ τίς ἀπίστευτες ἱστορίες τῆς ζωῆς του (ΕΡΤ 2). Δαιμόνιο!
Πέπε said
Η στρωματσάδα ήταν κανόνας, αν μη τι άλλο, παντού όπου τα σπίτια είχαν σουφάδες, εκείνο το παταράκι με τα ξύλινα κάγκελα που απάνω κοιμάσαι και από κάτω είτε συνεχίζεται το υπόλοιπο δωμάτιο είτε είναι κλειστός αποθκευτικός χώρος, ανάλογα με τις αρχιτεκτονικές συνήθειες κάθε τόπου. Στον σουφά είναι και αδύνατο να ανεβάσεις κρεβάτι αλλά και τελείως περιττό.
Αλλά όχι απκλειστικά σε τέτοια σπίτια βέβαια.
mitsos said
Πολύ καλό απόσπασμα διάλεξες Νικοκύρη.
Ευχαριστούμε.
Είχα παλιότερα διαβάσει αρκετά ( τουλάχιστον τους 2 πρώτους τόμους και κάποια αποσπάσματα από τα υπόλοιπα ). Μου άρεσαν τότε πολύ.
Πάντως η στρωματσάδα και την δεκαετία του 60 ήταν συνήθης πρακτική σε όλη την Ελλάδα όταν η επίσκεψη συγγενών δεν ήταν κοντινή μονοήμερη . Οι οικογένειες ήταν συνήθως το ελάχιστον πενταμελείς. Στα χωριά χώροι φιλοξενίας δεν υπήρχαν και αν δεν υπήρχαν πολλά σπίτια στενών συγγενών για να διασκορπηθούν οι επισκέπτες, η διανυκτέρευση σήμαινε στρωματσάδα τουλάχιστον για τα παιδιά.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ιωάννινα, 1930-1932, φωτογράφος Ernst Nowack
φωτογραφίες από την ΗΠΕΙΡΟ του 1930-32
https://xiromeropress.gr/%CE%B7%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82-1930-32%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%AC%CE%BB/
Γιαννη Ι. αν μπορείς βρες κι άλλες εποχής από τον Ernst.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Στη γωνία του δρόμου της βιβλιοθήκης του Βαλιάνου
Βιβλιοθήκη στο Αργοστόλι βρίσκω την Κοργιαλένειο. Οι Βαλλιάνοι, παλιά εφοπλιστική οικογένεια, ήσαν μεγάλοι ευεργέτες, έκαναν πολλά εκεί και υπάρχει μεγάλη πλατεία Βαλλιάνου (μήπως αυτήν εννοεί).
Το μαρμάρινο νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι γνωστό ως «Βαλλιάνειο», αφού χρηματοδοτήθηκε από τρία αδέλφια με καταγωγή από την Κεφαλονιά αλλά διαμένοντες στη Διασπορά, τους Παναγή, Μαρίνο και Ανδρέα Βαλλιάνο
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%82
(Μπροστά από την κεντρική είσοδο στην Πανεπιστημίου, ανάμεσα στις δυο σκάλες είναι το άγαλμα Βαλλιάνου)
Alexis said
Καλημέρα.
Πολύ καλό κείμενο, ωραία, στρωτή αφήγηση και όμορφες εικόνες.
Όμορφες παρά την «ασχήμια» που βγάζουν κάποιες από αυτές.
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Πληθωρικός, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς, ο λόγος του μεγάλου απόντα.
Για το περιεχόμενο και τα πραγματολογικά, ήταν ένα πολύ περιεκτικό ταξίδι στο χρόνο. Στο όχι και τόσο μακρινό το παρελθόν, αλλά ξεχνάμε εύκολα (και μεγαλώνουμε χωρίς να το παραδεχόμαστε/καταλαβαίνουμε). Να βάλω για να βρίσκονται και καναδυό δικές μου βιωματικές αναφορές, από γονείς, παππούδες κλπ:
Οι παππούδες μου ήρθαν το 22, στο χωριό εγκαταστάθηκαν λίγο μετά, τα προσφυγικά σπίτια χτίστηκαν γύρω στο 1930 (οι τίτλοι είναι του 1931). Στα σπίτια αυτά, αν και σύγχρονα για την εποχή, δεν υπήρχε λουτρό ή αποχωρητήριο. Υπήρχε το ρέμα και τα χωράφια 🙂 .
Η ατομική υγιεινή στους ντόπιους περιοριζόταν στο πλύσιμο προσώπου, χεριών και ποδιών. Ανάμεσα στα πολλά για τα οποία κατηγορούσαν τους πρόσφυγες οι ντόπιοι είναι ότι κάθε δεκαπέντε μέρες έκαναν μπάνιο στο ρέμα και έπλεναν τα σεντόνια τους τακτικά. Έλεγαν πως για να το κάνουν αυτό θα ‘ναι άρρωστοι, αφού μάλλον αυτή ήταν η μόνη συνθήκη που το επέβαλλε στους ντόπιους.
Στο σπίτι αυτό, το μαγείρεμα γινόταν σε τσουκάλι, είτε στην αυλή το καλοκαίρι, είτε στο τζάκι το χειμώνα.
Εξωτερική τουαλέτα φτιάχτηκε αργότερα, αρκετά μακριά από το σπίτι. Ένας μπάρμπας μου, στην ίδια γειτονιά, δέχτηκε αρκετή πίεση από τα παιδιά του για να φτιάξει εσωτερική πόρτα από το σπίτι προς το μπάνιο (κάποτε στα τελευταία 10-15 χρόνια), ώστε τώρα στα γεράματα που ήδη δυσκολευόταν στο περπάτημα, να μη χρειάζεται να κάνει το γύρο του σπιτιού!
Στο δικό μας σπίτι στο χωριό, η τουαλέτα και η κουζίνα προστέθηκαν σα δωμάτια στην ανακαίνιση που έγινε το ’81. Τότε πρέπει να μπήκε και παροχή νερού από το δίκτυο στο σπίτι (βέβαια δεν το κατοικούσαμε για πολλά χρόνια, δεν έχω μνήμες πριν). Δεν πρέπει να είχε πολλά χρόνια που ήρθε το δίκτυο ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, ίσως γύρω στο 1965-70.
Για να μην περιοριζόμαστε στην επαρχία, να πούμε και για τα αθηναϊκά προάστια:
Στο σπίτι που γεννήθηκα, το 1968, δεν είχαμε νερό από δίκτυο ύδρευσης, ένας νερουλάς γέμιζε το ντεπόζιτο στην ταράτσα, και το νερό ήταν με το δελτίο μέχρι τουλάχιστον το 1971-72. Δίκτυο υπήρχε, αλλά τα σπίτια της γειτονιάς ήταν εκτός σχεδίου (Μυτιληνέικα, Νικοκύρη, στα όρια Άνω Νέας Σμύρνης-Αγίου Δημητρίου) κι έτσι η αρχική λύση ήταν να συνδέσουμε μια σωλήνα στο ρολόι ενός σπιτιού στη Νέα Σμύρνη, κάπου 70 μέτρα μακριά. Δικό μας ρολόι αποκτήσαμε αρκετά αργότερα.
Αποχέτευση μπήκε στα μέσα της δεκαετίας του 80, ενώ ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε όταν ήμουν φοιτητής, γύρω στο 1990.
Αυτά για να μην ξεχνάμε πως δεν είναι παρά πολύ πρόσφατες οι αλλαγές στο βιοτικό επίπεδο και τις συνθήκες ζωής, για τον ιστορικό χρόνο. Οι περιγραφές λοιπόν του Μίκη δεν με εκπλήσσουν καθόλου. Οι (αμυδρές πλέον) αναμνήσεις που έχω από μια εκδρομή στην Άρτα και στα Γιάννενα, έμοιαζαν με τις εικόνες που είχα από το χωριό μου. Είναι πολύ εύλογο να είναι σημαντικά χειρότερη η κατάσταση άλλα 30-40 χρόνια πριν. Έτσι, σ’ εμένα δε φαίνεται αφ’ υψηλού περιγραφή της επαρχίας από έναν αστό, μάλλον περιγραφή της παιδικής ηλικίας ενός πενηντάρη, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφω εγώ τα δικά μου εδώ, εν είδει απολογισμού.
Alexis said
Ο πατέρας μου, ως διευθυντής της Νομαρχίας, εδικαιούτο της καλύτερης βάρκας…
Να παρατηρήσω ότι υπήρχε από τότε μια τάση κατάχρησης της σύνταξης με γενική. Κάποια λόγια ρήματα θαρρείς και σε προκαλούν να βάλεις γενική.
ΓιώργοςΜ said
Α, και κάτι συμπληρωματικό. Η περιοχή της Άνω Νέας Σμύρνης στο τέρμα της οδού Αιγαίου λεγόταν μέχρι σχετικά πρόσφατα «Λουτρά», επειδή εκεί ήταν δημόσια λουτρά. Απ’ ότι βλέπω, η στάση «Λουτρά» του λεωφορείου λέγεται πλέον «7η Αιγαίου».
Το λουτρό στα σπίτια δεν ήταν αναμενόμενο να υπάρχει, ακόμη και στη δεκαετία του ’60.
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα,
91: Σωστά, θυμάμαι που τονίζονταν ιδιαίτερα στις αγγελίες ενοικιαζόμενων: «…με λουτροκαμπινέ…»
sarant said
Kαλημέρα από εδώ!
89 Το Φάληρο δεν ήταν έτσι, ομολογώ. Ούτε η κεντρική Νέα Σμύρνη. Τωρα δεν υπάρχει καμιά διαφορά διά γυμνού οφθαλμού. Και το τοπωνύμιο Μυτιληναίικα, όπως και το Λουτρά παραμένει και το βρίσκεις στους χάρτες του Γκουγκλ.
Alexis said
#90: Το «δικαιούμαι» βέβαια έχει συνταχθεί στο παρελθόν και με πιο περίεργο τρόπο (δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε!) 😆
Alexis said
#91, 92: Φίλος που είχε ζήσει ως παιδί (δεκαετία ’70) με τον παππού του σε ορεινό χωριό των Ιωαννίνων, μας διηγούνταν κάποτε ότι όταν έγιναν τα πρώτα σπίτια με τουαλέτα στο χωριό, είχε γίνει χαμός από τους γεροντότερους:
-Τι πράματα είν’ αυτά, θα μας φέρετε τους χαλέδες* μες στα σπίτια μας!
*χαλές= η τουαλέτα (τούρκικο δάνειο;)
ΓιώργοςΜ said
93 Η Νέα Σμύρνη φτιάχτηκε με ρυμοτομικό σχέδιο από την αρχή. Παρότι καταστρατηγήθηκε σε κάποια σημεία, διατηρείται γενικά. Ήταν πάντως πόλη από την αρχή, σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τις περισσότερες περιοχές του λεκανοπεδίου όπου η ένταξη στο πολεοδομικό σχέδιο ακολούθησε την οικιστική ανάπτυξη-άλλη μια περίπτωση από τις πολλές που βάλαμε το κάρο μπροστά από το άλογο…
Στο σπίτι μου μπροστά, ούτε 50μ από τη Ν. Σμύρνη, θυμάμαι να βόσκουν πρόβατα, η στάνη ήταν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά. 197λίγο όλα αυτά.,
Georgios Bartzoudis said
81, dimosioshoros said…, 82 ΓΤ said…
# Μακεδονική η στρωματσάδα αν δεν διάβασες σωστά το σχόλιο, η αν το διάβασες …στροιυθοκαμηλοειδώς!
Οι δρόμοι του Αρχάγγελου (Απόσπασμα) - agriniostories.gr said
[…] AgrinioStories | Πηγή: Νίκος Σαραντάκος […]
Αγγελος said
(95) Κι ο Παύλος Παλαιολόγος διηγείται ότι όταν πρωτοήρθε από την Πόλη στην Αθήνα και νοίκιασε δωμάτιο, στραβομουτσούνιασε όταν του έδειξαν το αποχωρητήριο στην άλλη άκρη της αυλής και είπε «τόσο μακριά;» — και η σπιτονοικοκυρά απάντησε «εμ τι θέλεις, μέσα στο σπίτι μου να το´χω; Πού είσαι μαθημένο, παιδί μου;»
Αλλά βέβαια, ο Παλαιολόγος θα ήρθε στην Αθήνα πριν γίνει η Ούλεν. Χωρίς άφθονο τρεχούμενο νερό, πράγματι, πώς να το ´χεις μέσα στο σπίτι σου;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Το σχολείο μας, το Α’ Δημοτικό,
αποφοίτησε από το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αργοστολίου και ξαναβρέθηκαν με τον Κεφαλονίτη δάσκαλό του Λεωνίδα Σταματάτο μαζί στην εξορία, στη Μακρόνησο!
“Μίκης Θεοδωράκης” θα ονομαστεί το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αργοστολίου

Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Δέν ξέρω Νικοκύρη ἄν συνεργάζεσαι μέ τήν ΕΡΤ ἤ ἁπλῶς σέ παρ- ἀκολουθοῦν, ἀλλά σήμερα συνεχίζουν (ὄμορφα, λόγῳ Σγουράκη) τηλεοπτικά τό θέμα σου. Δεῖτε το!
https://program.ert.gr/details.asp?pid=3762367&chid=49
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἄς ἔλεγε μέ τό στόμα! Ἅπλῶς, Τοῦ ἦταν θυμωμένος..
sarant said
101 Tα μεγάλα πνεύματα ….
Οι πόλεις του νεαρού Μίκη (απόσπασμα από τους Δρόμους του Αρχάγγελου) « Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία – Kon/Spira[l] said
[…] Καθώς τιμούμε ακόμα τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, σκέφτηκα για σήμερα, στο καθιερωμένο λογοτεχνικό μας κυριακάτικο άρθρο, να δημοσιεύσω ένα δικό του κείμενο. Από το δίτομο αυτοβιογραφικό του έργο “Οι δρόμοι του Αρχάγγελου”, που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από τον Κέδρο, διάλεξα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από την αρχή (σελίδες 15-25 του… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2021/09/05/mikis-2/ […]