Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού)
Posted by sarant στο 10 Σεπτεμβρίου, 2021
Λοζετσινές είναι οι λέξεις από το Λοζέτσι και το Λοζέτσι ήταν η παλιά ονομασία του χωριού Ελληνικό, του νομού Ιωαννίνων (ανήκει στον καλλικρατικό δήμο Βορείων Τζουμέρκων). Το χωριό έχει, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, 443 κατοίκους και ανήκει στα Κατσανοχώρια. Η ονομασία Λοζέτσι είναι σλάβικο δάνειο (λόζα, αμπέλι ή κληματσίδα).
Το χωριό αξίζει να το επισκεφτεί κανείς επειδή στεγάζει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεόδωρος Παπαγιάννης, με πάρα πολλά έργα του γλύπτη και καθηγητή της ΑΣΚΤ Θ. Παπαγιάννη που είναι Λοζετσινός -ενώ πολλά έργα του βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του χωριού. Λίγο έξω από το χωριό βρίσκεται και το μοναστήρι της Παναγίας, αξιόλογο βυζαντινό μνημείο με θέα στον Άραχθο.
Είχα πάει πρόπερσι το Πάσχα -η φωτογραφία είναι από τον κήπο του Μουσείου.
Ο φίλος μας ο Λοζετσινός μού έστειλε τις προάλλες μια συνεργασία με 32 λέξεις, που εντάσσεται στη σειρά άρθρων με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας, που τέτοιες έχουμε δημοσιεύσει αρκετές στο ιστολόγιο. Με την ευκαιρία, ανανεώνω την πρόσκληση προς όποιον φίλο θέλει και μπορεί, να μας γράψει ένα άρθρο με λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Λίγα δικά μου σχόλια, [μέσα σε αγκύλες]
32 λοζετσινές λέξεις
- αποχάκ(ι) –Έρχομαι σε κάποιον αποχάκι, το λέμε όταν κάποιος μού έκανε κακό αλλά τώρα που αυτός έπαθε μεγαλύτερο κακό κι εγώ χαίρομαι, η χαιρεκακία. [Αναρωτιέμαι αν έχει να κάνει με το τουρκικό και ηπειρώτικο χάκι, παίρνω χάκι = εκδικούμαι]
- γρουμπανιά η: ρίχνω γρουμπανιά, σφίγγω το χέρι μου σαν γροθιά αλλά τον αντίχειρα τον βάζω πάνω από τον δείκτη ίσια και χτυπώ με το μέρος της παλάμης και των 4 σφιγμένων δακτύλων γιατί δεν θέλω να κάνω ζημιά σ΄αυτόν που χτυπώ στην πλάτη ή στη μέση.
- ζγκαϊδός –ή -ό . Ο αλλήθωρος [Σε άλλα μέρη είναι «γκαϊδός», λέξη για την οποία έχουμε άρθρο]
- ζντόκος ο. Αφροξυλιά, λιλιτσιά. Η φλούδα του ζντόκου βρασμένη με λάδι θεραπεύει τα εγκαύματα.
- ζντρόχ(ι) το. Μας έβαλαν στο ζντρόχ, μέρος απ΄το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις.
- κανταρέλα η: τον ψήφσαν μονοκούκ και κανταρέλα. Τον ψήφισαν μονοσταυρία ο ένας πίσω από τον άλλον. Δέσε τα μπλάρια κανταρέλα με την τριχιά [τα μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο]. Πριν λίγα χρόνια άκουσα στα Γιάννινα γνωστό να λέει πως κέρδισε στο ΚΙΝΟ γιατί βγήκαν κανταρέλα τα νούμερα που έπαιξε!
- καταφλετσί το. Η κορυφή: κόλλσε στο καταφλετσί να μαζέψ όλα τα κεράσια. Πάντα λέγαμε κολλάω στο δέντρο, όχι ανεβαίνω.
8. κατσκάρ(ι) το. Μικρή πέτρα: μ’ πέταξε ένα κατσκάρ.
9. κουσιέλ(ι) το. Μικρό χωράφι, λίγες γουμαρογκυλσιές τόπος. [Η γομαροκυλισιά, ως μέτρο επιφάνειας]
10. κωλοκότες. Πέτρες από το ποτάμι στρογγυλεμένες, περίπου στο μέγεθος μεγάλου αυγού κότας η κατατομή τους. αλλά λεπτές για να αναπηδάν -γκελάρουν- όταν τις ρίχναμε στο ποτάμι.
11. λιτσοπούλα η. Μικρό μεταναστευτικό μάλλον πουλί γκρι χρώματος που έρχονταν το καλοκαίρι να φάει τους καρπούς της λιλιτσιάς. Με τους καρπούς αυτούς στο Ζαγόρι μού είπαν πως έκαναν γλυκό του κουταλιού.
12. μπιρμπλιά, τα. Ζαχαρωμένα μαλακά στραγάλια, γλύκισμα για παιδιά.
13. μπουλόκοβα, τα. Τα μεγάλα και σαρκώδη κεράσια από την μπουλοκοβιά, ποικιλία κερασιάς
14. μπούρμπος ο. Ο πρόλοβος από τις κότες ή τους πέτους και γενικά απ΄όλα τα πτηνά. Οι μπούρμποι είχαν μέσα τους άμμο και πετραδάκια. Μετά από καλό πλύσιμο γίνονταν καλό μεζεδάκι στο τζάκι.
15. ντζιουμπόχελα. Μικρά χέλια, ίσως να ήταν και ειδική κατηγορία χελιών. Ο παππούς τα γύριζε σαν σπείρα και τα σκέπαζε με αναμμένα κάρβουνα και στάχτη. Όταν έσκαγαν μετά από ώρα μάς έδινε ένα μικρό κομμάτι γιατί ήταν πολύ βαρύ για τα παιδιά.
16. ντζιούτσκα, η. Το καρούμπαλο: βάρεσα κι έχω ντζιούτσκα στο κεφάλι.
17. ξιούσια, τα. Η μεγάλη άπλα, μεγάλος ελεύθερος χώρος γύρω από το σπίτι.
18. όρκος: πού έγινες όρκος; πού λερώθηκες τόσο πολύ;
19. παπάδες. Τα μικρά σκουλήκια στα κεράσια. Απορώ για το όνομα, γιατί είναι άσπρα.
20. προσοϊτίζω. Ανατρέχοντας στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή στις συμπεριφορές προηγούμενων γενεών και προσώπων από ένα σόι (σωματότυπος, μύτες, μάτια, μαλλιά κλπ ) συμπεραίνω πως κι αυτός που έχω μπροστά μου αλλά δεν τον γνωρίζω ανήκει σ΄αυτό το σόι.
21. προύσκαλο, το. Άγουρο σύκο που όταν το κόψεις βγάζει εκείνο το άσπρο υγρό σαν το γάλα. Τα χείλη μας και το στόμα μπρούτζιαζαν, καίγονταν όταν τρώγαμε προύσκαλα σύκα.
Θυμάμαι αμυδρά κι ένα τραγούδι: «Ο Υφαντής επλούτινε κι αγόρασε γουμάρι… και στην ουρά του γουμαριού μια σ(υ)κιά ήταν φυτρωμένη…και μπαινοβγαίνει ο Υφαντής και χάφτει απόνα σύκο…το σύκο ήταν προύσκαλο και τ΄πρήστηκαν τ΄α….ια..»
22. σιορβίτσ(ι) το, ξύλο. Θ’ αρπάξω κανά σιορβίτς να σ΄δείξω ιγώ.
Πολλοί χωριανοί τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας πήγαιναν πεζή στα Γιάννινα, με άλογα, μουλάρια ή γουμάρια φορτωμένα με παζαρόξυλα (πουρναρίσια συνήθως) για να τα πουλήσουν. Τα λεπτότερα ξύλα διαμέτρου τριών-τεσσάρων εκατοστών δεν συνέφερε να τα πάρουν και τα έκαιγαν οι ίδιοι για τις ανάγκες του σπιτιού. Αυτά ήταν τα σιορβίτσια, ξύλα γερά, ούτε πολύ μεγάλα ούτε πολύ χοντρά, με τα οποία μπορούσες να δείρεις κάποιον χωρίς τον κίνδυνο να σπάσουν.
23. σκορτίτσα η, να ρίξουμε σκορτίτσα. H διαδικασία για να ρίξουμε κλήρο, κόβουμε πχ τρία ισομεγέθη κλαράκια ή χορταράκια κι ένα πιο μικρό. Όποιος βρεί το μικρό είναι ο χαμένος.
24. σούμπρο (το) Η ψίχα του καρυδιού. Σούμπρο γκουστενίκας κοκόσιας – Ψίχα καρύδας που βγαίνει πολύ δύσκολα από το τσόφλι. Στο χωριό υπήρχαν πολλές στο λάκκο του Γκουστενίκα ή Γαϊδάρου
25. σπόκα η. Το φυσοκάλαμο. Για βόλια βάζαμε λιλίτσια, στραγάλια ή κουκούτσια από μελίκοκκα.
26. στούφος. Η καφεμαύρη πέτρα που τρίβεται εύκολα. Τα πρώτα έργα του χωριανού γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη ήταν στούφια σμιλεμένα με τον σουγιά.
27.ταγκούτς. Στο ένα πόδι: Τον έβαλε ο δάσκαλος τιμωρία ταγκούτς.
28. ταπίπκα. Ανάσκελα: Έπεσε ταπίπκα κάτω.
29. τζαμαρίζω. Παίζω κλαρίνο.
Σαν παροιμία η έκφραση: πρέπει να τζαρίσει για να τζαμαρίσει. Πρέπει να πληρώσει ο χορευτής για να παίξει κλαρίνο ο κλαριτζής, εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν.
30. τσαμπουγάνια, τα. Λεπτά άγρια χόρτα, ορθά με λεπτά φυλλαράκια, που τρώγονταν κι από ανθρώπους.
31. τσιόπνα η. Παγίδα για τα πουλιά. Αποτελούνταν από δύο πέτρες, το γρουθάρι και την πλάκα και από 4 ξύλα : τον κόπανο, το αχπανάρ(ι) και τα 2 απκατάρια Όταν το πουλί πήγαινε να φάει το ψωμί ή το σιτάρι χαλούσε η ισορροπία και η πλάκα έπεφτε και το παγίδευε.
Πιο παλιά φτιάχναν και περδικότσιοπνες με μία πέτρα μόνο κι ένα ξύλο με κλίτσιο και σκοινί.
32. φιδορούτ(ι) το. Το φιδοπουκάμισο που το βρίσκαμε γυρισμένο ανάποδα.
Λοιπόν; Σας είναι οικείες κάποιες από αυτές τις λέξεις; Στοιχηματίζω πως οι περισσότερες θα είναι άγνωστες στους περισσότερους. Εγώ ήξερα μερικές από τον Κοτζιούλα, αλλά λίγες.
Λοζετσινός said
Καλημέρα σας
Ο ποταμός είναι ο Άραχθος
Δύτης των νιπτήρων said
Θαρρώ από όλα τα παρόμοια άρθρα, εδώ έχουμε τις περισσότερες λέξεις που δεν απαντώνται σε άλλα ιδιώματα!
Και στις περισσότερες περιπτώσεις, ούτε που μπορώ να φανταστώ την ετυμολογία τους.
ΓΤ said
κατσκάρ —> Φώτης Κατσικάρης
(Είχα 0/32. Βάγγελίστρα μ’, τι ‘ν’ τούτο το σημερ’νό; Κόλαφος για την Αθήνα!)
http://romiazirou.blogspot.com/2017/06/video_16.html
greggan193 said
ζγκαϊδός, προύσκαλο (το ήξερα και μπρίσγαλο, ίσως παραφθορά του προύσκαλου). Μόνον αυτά. Καλημέρα.
dryhammer said
Καλημέρα!
Μια και είμαι από την άλλη μπάντα της Ελλάδας 0/32 κι εγώ.
Μόνο το 28. ταπίπκα που μου φέρνει προς το «τ’ απίκουπα»
Νέο Kid said
Οι γιαγιές μου (κεντροδυτική Ρούμελη) έλεγαν «βίτσα» θ αρπάξω καμιά βίτσα και…! που υποθέτω συνδέεται με το σιορβίτσι
Και γκαϊδος
Πουλ-πουλ said
Λοζέτσι τι σημαίνει; Η μετονομασία σε Ελληνικό με υποψιάζει…
Α. Σέρτης said
«29. τζαμαρίζω. Παίζω κλαρίνο»
Ποιό «κλαρίνο»;
Παίζω τη «τζαμάρα» πρέπει να σημαίνει, όργανο που ανήκει στην οικογένεια της φλογέρας.
Παναγιώτης Κ. said
Το συνηθισμένο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να τεστάρουμε τις γνώσεις μας.
Πολύ χαμηλή επίδοση!
3/32.
15. ντζιουμπόχελα. Μικρά χέλια. Τζαμπόχελα τα ξέρω.
28. ταπίπκα. Ανάσκελα: Έπεσε ταπίπκα κάτω.
32. φιδορούτ(ι) το. Το φιδοπουκάμισο που το βρίσκαμε γυρισμένο ανάποδα.
Νέο Kid said
Η κανταρέλα Cantarella ήταν το διαβόητο δηλητήριο που χρησιμοποιούσε η αξιαγάπητη και φιλήσυχη οικογενεια Βοργία σμα κοντά στη Μάνια Γρέτσια.
Alexis said
Καλημέρα.
2/32 (ας πούμε)
Την «κανταρέλα» ξέρω και τον «γκαϊδό»
Το «ταπίπκα» θυμίζει λίγο το «ταπίστομα» που λένε στο Ξηρόμερο με την ίδια έννοια.
Η κανταρέλα προέρχεται προέρχεται από το καντάρι που είναι η σειρά, η γραμμή (π.χ. καντάρι με ελιές)
Την είχα γράψει και στο παλιότερο άρθρο για τις «30 λέξεις από το Ξηρόμερο»
sarant said
Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
1 Ωχ, έχεις δίκιο, το διόρθωσα.
2 Πράγματι
7 Είναι από το σλαβ. λόζα = αμπέλι, κληματσίδα. Είχα ξεχάσει να το βάλω στο άρθρο, τώρα το πρόσθεσα.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα κι από δω
0/32 κι εγώ. Και μπορεί νάμαι απ’ την άλλη άκρη της Ελλάδας αλλά 5 χρόνια της νιότης στα Γιάννενα. Κι είχα γνωστούς απ’ το ‘ληνικό (αλλά δεν πήγα ποτέ απ’ το χωριό παρά τις προτροπές τους, δεν είχε το μουσείο τότε σ’ αντίθεση με τους Μουζακαίους, συχνό προορισμό 🙂 ).
Δύτης των νιπτήρων said
Ξέχασα να πω ότι δεν ξέρω καμία λέξη. Ξέρω τον Γκουαϊδό, αλλά αυτόν όπως φαίνεται ούτε στη Βενεζουέλα δεν τόνε ξέρουν.
Alexis said
#9: Παναγιώτη, αν εσύ που είσαι κοντινός σχετικά με το Λοζέτσι έχεις 3/32, τι να πιάσουμε κι εμείς οι πιο μακρινοί; 🙂
Λοζετσινός said
6. Αγαπητέ Νεο Kid και η βίτσα στο χωριό είχε την τιμητική της. Να ήξερες τι ξύλο έριχναν παλιά οι δάσκαλοι σ΄αυτό το Σχολείο (που στεγάζει και το Μουσείο)
7.Λοζέτς από το Σλάβικο λόζα που σημαίνει αμπέλι, κληματόβεργα (Κ .Οικονόμου Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων 2002)
ΓΤ said
7@ Πουλ-Πουλ
Πηγή: Κώστας Ευ. Οικονόμου, «Τα οικωνύμια του Νομού Ιωαννίνων. Γλωσσολογική εξέταση», Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002, σελ. 179-180
Λοζέτσι, τό [stuluzets] – (132)
’Ονομασία χωριού στην περιοχή Κατσανοχωρίων, τό όποιο είναι
γνωστό καί με τό επίσημο όνομα Ε λληνικό (μετον. 20.8.1927).
Τό τοπν. άναφέρεται ήδη άπό τό 1321 στο γνωστό χρυσόβουλλο3,
όπως καί σέ χειρόγραφο τού Α γίου Ό ρους: «Ή παρούσα δέλτος έγράφη διά χειρός… Ζαχαρίου τού έξ Ίωαννίνων έκ κώμης Λοζέτζη…» 4.
Κατά τον Vasmer5 6 τό τοπν. προέρχεται άπό τό σλαβ. ]Qgb «δάσος,
δρυμός» καί την ύποκορ. κατάλ. -bCb6 μέ τροπή τού g σέ z πριν άπό b
καί άπόδοση τού σλαβ. b μέ [e] στήν έλληνική 7 8.
Ωστόσο λόγοι φωνητικοί: [ζ/ζ]Ά μέ κάνουν έπιφυλακτικό στήν άποδοχή τής παραπάνω έτυμολογίας. Γι’ αύτό νομίζω πώς τό τοπν. πρέπει
νά άποδοθεΐ στο έπίσης σλαβ. loza «ή κληματίδα // τό άμπέλι»9 καί τήν
κατάλ. -bCb μέ άπόδοση τού σλαβ. b μέ [e] στήν έλληνική.
Πβ. καί τά τοπν.: Lozen (βουλγ.), Lozani, L ozje(γιουγκ. Μακ.), Loza,Lozanj, Loznica, Lozica (σερβοκρ.), Loza (τσεχ.), Lozy, (πολ.), Lozova,
Lozovaja(oi)KQ.), Lozova (λευκορ.), Lozovka{QiOO.) κλπΛ
3. Άραβαντινοΰ, Χρονογραφία 2, 308.
4. Lambros 1, 128 (1434).
5. Vasmer, 40.
6. Ή κατάλ. προστίθεται σέ ούσ. καί έπίθ. (βλ. Miklosich, Bildung, 209-210).
7. Γιά σχετικά τοπν. βλ. στά λήμματα Λοζιανά καί Ζάλογγο.
8. Οί Ιδιοι λόγοι δεν ένθαρρύνουν τήν άπόδοση τού τοπν. στο σλαβ. luza «τό έλος»,
μολονότι ή λ. δίνει πολυάριθμα τοπν.: Luzovica (βουλγ.), Luzane, Luznica (σερβοκρ.),
Luza, Luze. Luznice (σλοβ.) κλπ. (βλ. Miklosich, Bildung, 280* Smilauer, 116) καί ή λ. συναντιέται ώς δάνειο καί σέ άλλες βαλκανικές γλώσσες: έλλ. λούτσα (ή), άλβ. Jluc/e, -a.
9. Miklosich, 174-175* Bemeker, 736.
Νέο Kid said
Το 80% (τουλάχιστον) των λέξεων πρέπει να είναι σλαβικές .
H. Mandragoras said
Και το jamming από μας το πήρανε οι Αμερικάνοι. 😛
Και το τζαμαρω είναι αντιδάνειο λοιπόν 😛
https://www.slang.gr/lemma/12585-tzamaro
sarant said
17 Μπράβο αλλά κάτι πήγε στραβά στο οσιάρισμα.
ΚΩΣΤΑΣ said
Συγχαρητήρια στον φίλο Λοζετσινό, μ’ αρέσουν όσοι προσπαθούν να σώσουν ντοπιολαλιές.
Παρόλο που νομίζω ότι γνωρίζω αρκετά ηπειρώτικα ιδιώματα, εδώ τα βρήκα λίγο μπαστούνια.
αποχάκ(ι): ξέρω το χάκι
ζγκαϊδός : γκαϊδός
ζντρόχ(ι)
κανταρέλα
σούμπρο
φιδορούτ(ι): το εικάζω από το παλιορούτ(ι), παλιόρουχο.
sarant said
19 Θα το πιστέψεις ότι το σκέφτηκα κι εγώ αλλά δεν το έγραψα στο άρθρο;
Παναγιώτης K. said
«Σούμπρο γκουστενίκας κοκόσιας – Ψίχα καρύδας που βγαίνει πολύ δύσκολα από το τσόφλι».
Αυτό τον τύπο καρύδας όπου η ψίχα βγαίνει δύσκολα από το τσόφλι (αλλά και να βγει είναι διαλυμένη και ανακατεμένη με το ξυλώδες του καρπού) στην περιοχή της Πίνδου λέγεται «κόστραβη».
Αν κατάλαβα σωστά από την ίδια την καρυδιά μαζί με τα καλά καρύδια είχαμε και τα κόστραβα σε μικρή αναλογία.
Το ενδιαφέρον όμως για τη λέξη είναι άλλο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να χαρακτηρίσει κάποιον που έχει δύστροπο χαρακτήρα. Ο τάδε είναι κόστραβος.
Δεν χρησιμοποιείται εκτεταμένα. Ίσως γιατί οι δύστροποι χαρακτήρες είναι σχετικά λίγοι. (Δεν επιβιώνεις εύκολα αν είσαι δύστροπος 🙂 ).
Από όλο το χωριό ας πούμε τριακοσίων κατοίκων,μόνο για έναν χρησιμοποιήθηκε (μακαρίτης τώρα) και χωρίς να τον αδικούμε. 🙂
sarant said
17 Τελικά το βιβλίο του Οικονόμου είναι διαθέσιμο ονλάιν από το πανεπ. Ιωαννίνων (γκουγκλίστε τον τίτλο)
ΓΤ said
20@
Ένα κοπιπάστωμα από το βιβλίο 🙂
Βασίλης Φίλιππας said
Καλημέρα
στο ιδίωμα της Λευκάδας συναντούμε τα:
2. γρουμπανιά: γροθιά με φορά προς τα κάτω
6. κανταρέλα: σειρά ζώων κ.λπ.
28 ταπίπκα: τ’ απίκ(ου)πα
καθώς και
21. προύσκαλο: στα λευκαδίτικα πρήσκος: το άγουρο σύκο
dimosioshoros said
Ωραίο κομμάτι.
Δεν ξέρω αν οι λέξεις είναι διορθωμένες [= υπερδιορθωμένες].
Με εκπλήσσει ότι υπάρχουν άτονα -ε- και άτονα -ο-.
Θα τα περίμενα:
καταφλετσί > καταφλιτσί > καταφλ’τσί
κωλοκότες > κουλουκότις > κουλουκότις > κ’λουκότις
σκορτίτσα > σκουρτίτσα
στούφος > στούφους
κ.λπ.
Βασίλης Φίλιππας said
καθώς και
18. όρκος: στα λευκαδίτικα όρκο (το) < ιταλ. orco: αίσχος, ντροπή, περίγελος, «γου τρομάρα μου μα κιο θα γένουμ’ όρκο κι όνειδο τση κοινωνίας».
Πέπε said
> ξιούσια, τα. Η μεγάλη άπλα, μεγάλος ελεύθερος χώρος γύρω από το σπίτι.
Άραγε από την εξουσία; Ο χώρος που εξουσιάζεις, η ιδιοκτησία σου; Από τις λίγες λέξεις της λίστας που κάτι θυμίζουν (έστω και πιθανώς σφαλερά), καθώς οι περισσότερες πρέπει να είναι δάνειες.
> τζαμαρίζω. Παίζω κλαρίνο.
Η τζαμάρα είναι είδος φλογέρας, που προφανώς θα ήταν κύριο όργανο στην περιοχή πριν έρθει το κλαρίνο, και άφησε κληρονομιά τη φρασεολογία του. Το Κουτρούφι μάς έχει πληροφορήσει ότι αντίστοιχα στη Σίφνο μιλάνε για λύρες (που παίζονταν τόσο παλιά ώστε δε σώζεται κανένα απτό ίχνος) εννοώντας βιολιά.
Επίσης τζαμάρα ονομάζεται και ένα είδος σόλου του κλαρίνου, ο αλλαχού λεγόμενος Σκάρος. Προέρχεται από σκοπούς που έπαιζαν στη φλογέρα οι βοσκοί την ώρα του σκάρου, της νυχτερινής βοσκής. Τρίτη ονομασία είναι «ντόινα», που επίσης σημαίνει φλογέρα.
ΓΤ said
23@ Παναγιώτης Κ.
Της οποίας λέξης τον μεταφορικό χαρακτήρα έμαθες τον Δεκέμβριο του 2014 🙂
(24.12.2014, 17:32)
@72.Φυσικέ μου έδωσες έναυσμα για μια λέξη που την ήξερα κατά κυριολεξία και εσχάτως έμαθα την μεταφορική της χρήση.
Τυχαίνει στο καρύδι να έχει εισχωρήσει η ξυλώδης μεμβράνη στην ψίχα κατά τρόπο που την αχρηστεύει διότι δεν μπορούν να αποχωριστούν. Το καρύδι λοιπόν αυτό στην Κόνιτσα το λέμε «κόστραβο».
Μεταφορικά λοιπόν, κόστραβος χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος με δύστροπο χαρακτήρα.
Alexis said
#23: Έχω ακούσει κι εδώ στην Πρέβεζα να λένε τα καρύδια καρύδες και με παραξένεψε λίγο.

Καρύδες εγώ ήξερα αυτές:
ΚΩΣΤΑΣ said
«Κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες». 😜
Κι, εμένα, αληθινά, μου ήρθε στο νου η τζαμάρα, αλλά δεν το έγραψα. Αιτούμαι την κατάταξή μου στα μεγάλα πνεύματα… 🤣
ΓΤ said
@29 Πέπε
Οπότε ο Πετρολούκας Χαλκιάς τζαμάρει στον Σκάρο 😉
Πάμε με Βασίλη Κώστα λοιπόν!
Παναγιώτης K. said
19.22. Έχω μια φωτό που δείχνει ένα παραδοσιακό συγκρότημα τζαζ με μαύρους μουσικούς στην Ν.Ορλεάνη. Είναι απόκομμα από κάποιο τεύχος του Ταχυδρόμου. Κράτησα λοιπόν αυτή τη φωτογραφία διότι το στήσιμο των μουσικών πάνω στο πάλκο είναι σχεδόν ταυτόσημο με το στήσιμο των ηπειρωτών μουσικών. Από εκεί και πέρα άφησα τον εαυτό μου να κάνει διάφορες σκέψεις…
Ότι η λαϊκή έκφραση λες και υπάρχει κάποια…αόρατη δύναμη που την κάνει να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο κ.λπ , κ.λπ.
sarant said
32 🙂
29 Α μπράβο
28 Οπότε βρέθηκε η ετυμολογία, ευχαριστούμε!
26 και πριν
Λοζετσινέ, μήπως το «ταπίπκα» που γράφεις είναι λάπσους αντί για «ταπίκπα»;
Παναγιώτης K. said
@30. Τς! Τς ! Τς !
Οποία τιμή! 🙂
dimosioshoros said
@ 31 Alexis
Ναι, ναι «παίζουμι τς καρύδις;»
Παναγιώτης Κ. said
@33. Έγραψα σε κάποιο σχόλιό μου, με αφορμή τον Βάιο Μαλλιάρα από το Πυργετό της Λάρισας, ότι ακροάστηκα γύρω στους ενενήντα σκάρους και τους…αξιολόγησα! (Τεχνική και συναίσθημα). Από όλους ξεχώρισα τέσσερις ως τους καλύτερους. Μέσα στους τέσσερις είναι και αυτός με τον Πετρολούκα. (Οι άλλοι τρεις είναι με τον Μαλλιάρα, τον Τάσο Χαλκιά και τον Μιχάλη Πανουσάκο από την περιοχή της Κόνιτσας). Ο κατάλογος είναι ανοιχτός και πρέπει να μεγαλώσω τον αριθμό των ξεχωριστών εκτελέσεων. Να προσθέσω μια εκτέλεση του Περικλή Χαλκιά, (πατέρας του Πετρολούκα) καθώς και κάποιων άλλων…αστεριών από την περιοχή Βοϊου.
Λοζετσινός said
23.Παναγιώτης Κ
Όχι σε μας δεν χρησιμοποιείται μεταφορικά για να χαρακτηρίσει τον δύστροπο.
Απλά σούβγαινε η ψυχή για να μπορέσεις να βγάλεις το σούμπρο γιατί τα ξυλωδη χωρίσματα του εσωτερικού της καρύδας ήταν πολύ σκληρά.
29. Πέπε
Σύμφωνα με το ξυράφι του Ώκαμ πιστεύω πως από το όξω και ουσία=(περιουσία,βιός) πρέπει να είναι. Βέβαια όποιος έχει περιουσία συνήθως έχει κι εξουσία 🙂
Λοζετσινός said
27. dimosioshoros
Γιάννη στο Κοτόρτς (διπλανό χωριό) το καταφλετσί το δικό μας το λένε καταφλέτς. Το συζήτησα πριν χρόνια με τον Γρηγόρη τον Κοτορτσινό και πρέπει να είναι σλάβικο.
Και το Κοτόρτς πρέπει να είναι Σλάβικο .Θυμάμαι σε τμήμα χάρτη της Γιουγκοσλαβίας σε πολύ παλιό National Geographic να γράφει kotor (ήταν σαν κέρατο, σαν μηνίσκος περίπου) Στο χωριό Καλέτζι υπάρχει επίθετο Κοτόρτσης.
Αγγελος said
Κι εγώ καμία λέξη δεν ήξερα, και νομίζω καμία (εκτός ίσως απ’ το φιδορούτι) δεν θα μάντευα. Αλλά βέβαια δεν έχω απολύτως καμία σχέση με την Ήπειρο 🙂
ΓΤ said
39@ Λοζετσινός
«[…] Βέβαια όποιος έχει περιουσία συνήθως έχει κι εξουσία 🙂 »
Συνήθως δε ο φιλεξούσιος θαρρεί ότι είναι περιούσιος…
Πουλ-πουλ said
12, 16, 17
Ευχαριστώ.
Είναι πια διαπιστωμένο ότι χωριά με όνομα Ελληνικό είχαν συνήθως παλαιότερα σλάβικη ονομασία.
Και η κυκλαδίτικη λόζα, το αλλαντικό, έχει κάποια σχέση ή είναι απλή συνωνυμία;
Να υποψιαστώ ότι καπνιζόταν σε κληματόβεργες ή η φαντασία μου καλπάζει;
Λοζετσινός said
27. dimosioshoros
Γιάννη στο Κοτόρτς (διπλανό χωριό) το καταφλετσί το δικό μας το λένε καταφλέτς. Το συζήτησα πριν χρόνια με τον Γρηγόρη τον Κοτορτσινό και πρέπει να είναι σλάβικο.
Και το Κοτόρτς πρέπει να είναι Σλάβικο .
.Θυμάμαι σε τμήμα χάρτη της Γιουγκοσλαβίας κάποια τοποθεσία σε πολύ παλιό National Geographic να γράφει kotor (ήταν σαν κέρατο, σαν φεγγάρι στο πρώτο τέταρτο περίπου, ) Στο χωριό Καλέτζι υπάρχει επίθετο Κοτόρτσης.
Αγγελος said
(43) Σλαβική λέξη στις Κυκλάδες, λίγο απίθανο μου φαίνεται. Αρβανίτικη, ενδεχομένως (στην Άνδρο π.χ.)
ΣΠ said
40
Το Κότορ βρίσκεται στο σημερινό Μαυροβούνιο.
ΓΤ said
Ρακοσυλλέκτης, συνταξιούχος του Λιμενικού, έκανε ανάληψη 315.000 ευρώ…
Αλλά… https://www.protothema.gr/greece/article/1159678/thessaloniki-rakosullektis-kataggellei-oti-tou-eklepsan-tsada-me-315000-euro-deite-video/
William T. Riker said
Κι εγώ καμία λέξη δεν ήξερα. Ντροπή μου, κι έχω βαφτιστεί και στην παρακείμενη Μονή Τσούκας…
Λοζετσινός said
43. Πουλ-πουλ
Δεν ξέρω. Πριν 50 χρόνια υπήρχαν δυο τρία αμπέλια μόνον στο χωριό.
Λουκάνικα δεν θυμάμαι να έκαναν.
Επειδή ο Άραχθος χώριζε μέχρι το 1913 την ελεύθερη Ελλάδα από την Οθωμανική αυτοκρατορία και το χωριό δυστυχώς ήταν τούρκικο (θυμάμαι διήγηση της νούνας της μακαρίτισσας της μάνας μου για έναν Τούρκο αγά που έπαιζε στην πλατεία του χωριού με το κομπολόι του με ένα κουκουβαγιόπουλο που είχε πέσει από τη φωλιά του και τσίμπαγε τις χάντρες) ήταν από τα πρώτα που απελευθερώθηκαν οπότε έστω και αργότερα το ονόμασαν τιμητικά Ελληνικό.
Μικροί βρίσκαμε παράδες -τούρκικα νομίσματα- έχω κρατήσει μερικά.
Μια άλλη λέξη που θυμάμαι είναι
τσιαφλέκ(ι) το
παίζαμε βώλους, μπίλιες τις λέγαμε και προσπαθούσαμε να χτυπήσουμε δυνατά κι εντελώς ίσια την μπίλια του αντιπάλου.Όταν το πετυχαίναμε (πλαστική κρούση υποθέτω) η δική μας μπίλια έμενε εκεί που βρίσκονταν η άλλη και στριφογύριζε για ώρα- στροφορμή;- Τα χρώματα της μπίλιας που στριφογύριζε ήταν πολύ όμορφα.
Τελικά η λέξη στούφος , shtuf » κίσσηρις, ελαφρόπετρα, πωρόλιθος» (Γκίνης414. Bucholz,555)
Από την αλβ.λ προέρχονται τα Ηπειρωτ.στούφος, ο «σάπιο λιθάρι, πωρόλιθος¨Μπ.2, 183
γράφει το βιβλίο
Η Αλβανική Γλωσσική επίδραση στα Ηπειρωτικά Ιδιώματα
Κ.ΕΥ.Οικονόμου Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Ιωάννινα 1997
Λοζετσινός said
46.ΣΠ
Ευχαριστώ, καλά θυμόμουνα
48 William Thomas Riker
Aπαράδεκτος κύριε αντιπλοίαρχε 🙂
Λοζετσινός said
35 sarant
τέλος. Μόλις πήρα τηλέφωνο τον χωριανό ποιητή, λέμε ταπίπκα. Πάντως εμένα μου φαίνεται πιο ευκολοπρόφερτο ταπίκπα από ταπίκπα.
Νέο Kid said
43. Η λόζα υποθέτω ότι είναι το pork tenderloin αλλαντικό, αυτό που στην Κύπρο λέγεται λούντζα.
Προέλευση βενετσιάνικη/ιταλική απ το lonza salumi (αλλαντικό)
Πέπε said
@51
> …πιο ευκολοπρόφερτο ταπίκπα από ταπίκπα
Ας εκφωνήσουμε δυνατά αυτό το παράθεμα, όλο μαζί και τις 5 λέξεις, και μετά ας αναρωτηθούμε: «είπα ευκολοπρόφερτο;» 🙂
Πέπε said
52
Πέρα από την Κύπρο, που δεν το ήξερα, αυτό το αλλαντικό φτιάχνεται στα περισσότερα Κυκλαδονήσια με μικροπαραλλαγές τόσο στη συνταγή όσο και στην ονομασία (λούζα, λούντζα κλπ.)
dryhammer said
τα πιπκα
https://www.christmas-treasures.com/Pipka/Pipka.html
και τα πικπα
https://www.slang.gr/lemma/12659-pikpa
BLOG_OTI_NANAI said
voulagx said
#40: Η παλια σλαβικη ονομασια του χωριου Υδρουσα Φλωρινας ηταν Κότορι.
Λοζετσινός said
53 Αγαπητέ κύριε Πέπε
Ο χωριανός Πανεπιστημιακός Χ.Ν. πριν λίγο μου εξήγησε πως λέγοντας ταπίπκα και ταπίκπα εννοούμε το ίδιο πράγμα.
Επίσης μου εξήγησε πως γρουμπανιά έλεγαν παλιά ένα παιδικό παιχνίδι που το παιδί που έχανε δέχονταν αυτές τις φιλικές «γροθιές» στο στήθος. Ο ΧΝ είναι 15 χρόνια μεγαλύτερος.
spyridos said
43 , 52
Η λούζα ωριμάζει στον αέρα. Δεν είναι καπνιστό.
Μόνο η Τηνιακή έχει έμμεση σχέση με αμπέλι γιατί τη βουτάνε σε κρασί πριν την ξεράνουν.
————–
ζγκαιδός και μπουλόκοβα οι μόνες λέξεις που αναγνώρισα γιατί τις έχω ξαναδιαβάσει στο ιστολόγιο.
leonicos said
Νοικοκύρη Νικ Νοικ
Ο Θόδωρος Παπαγιάννης είναι φίλος μου, παρακολουθώ όλες του τις εκθέσεις, χθες πίναμε καφέ μαζί κοντά στο εργαστήριό του στις Κουκουβάουνες, τον συναντώ σχεδόν κάθε μήνα σε μια ειδική συγκέντρωση, και φυσικά έχω επισκεφθει και το Μουσείο με τον ίδιο.
Ετοιμάζουμε και μια εκδρομή τον χειμώνα, άνευ Φωτεινης. Είναι μέρος της αντροπαρέας μου. Μονο καφε και που και που κανένα τσιμπούσι. Απλώς είμαστε πιο λίγοι, μόνο έξι, και συνεννοούμαστε καλύτερα.
Αγνοούσα (εγώ) ότι το Ελληνικό λεγόταν Λοζέτσι και χάρηκα πολύ όταν είδα να τον αναφέρεις
Τον πήρα τηλέφωνο και του το είπα. Σ’ ευχαριστεί πολύ και σου στέλνει τους χαιρετισμούς του
Θα σου στείλω και το τηλέφωνό του σε μαίηλ
Είναι ευπροσήγορος και εξαιρετικά προσεγγίσιμος άνθρωπος, αφοπλιστικά ταπεινός.
Μόνο αν δεις τι κάνει, μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι
leonicos said
9. κουσιέλ(ι) το. Μικρό χωράφι, λίγες γουμαρογκυλσιές τόπος. [Η γομαροκυλισιά, ως μέτρο επιφάνειας]
Ένα από τα πρώτα μέρη που εφαρμόστηκε το Κτηματολόγιο, επί δευτέρου ελεεινού ΠΑΣΟΚ, ήταν και ορισμένα νησιά των Κυκλάδων, όπως η Μ΄ξλος και η Κίμωλος
Εκεί όλα τα παλιά συμβόλαια μετρούσαν με ζευγαριές. Κι επειδή το κτηματολόγιο δεν τις δεχόταν, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να ξανακαταμετρησουν τις εριουσιες τους
leonicos said
σούμπρο (το) Η ψίχα του καρυδιού
και στην Αρτοτινα. εχω την εντυπωση, ψυχανεμίζομαι επί το ποιητικότερον, ότι είναι πλατύτερης χρήσης
ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ said
α. Άγνωστες όλες οι λέξεις.
β. Καταπληκτικο το μουσείο που στεγάζεται στο παλιό σχολείο σε μια αίθουσα του οποίου υπάρχει γλυπτικη αναπαράσταση σχολικής αίθουσας με παιδιά και δάσκαλο.
γ. Εκθέματα και στη τεράστια αυλή και στα πλαϊνά της ασφάλτου που οδηγεί στο χωριό.
δ. Στο γωνιακό καφενεδάκι απέναντι απο την είσοδο του σχολείου-μουσείου φτιάχνουν ωραίο ελληνικό καφέ.
ε. Στις 6 λέξεις που είχα βρει να τελειώνουν σε -έτσι (έτσι, γιουβέτσι, κοκορέτσι, κοτέτσι, στουπέτσι, γαϊδουροπέτσι) προσθέτω τώρα και το Λοζέτσι και τις κάνω 7! Έπιασα τον…μαγικό αριθμό!
στ. Τα Τζουμέρκα έχουν ωραιότατα χωριά! Θα ξαναπάω!
Πέπε said
Ωπ! Βρήκα μια λέξη που θα μπορούσε κανείς να την αναγνωρίσει, αν και εγώ δεν την είχα αναγνωρίσει:
> μπιρμπλιά, τα. Ζαχαρωμένα μαλακά στραγάλια, γλύκισμα για παιδιά.
Αλλού νεμπλεμπλιά, λεμπλεμπλιά κλπ. τα στραγάλια (το είδος, όχι κάποιος συγκεκριμένος τρόπος να τα κάνουν). Λεπλέπ θαρρώ στα τούρκικα. «Μπιρμπλιά» είναι βέβαια αρκετά παραλλαγμένο, αλλά μέσα σε εύγλωττο συμφραζόμενο μπορεί και να μαντευόταν.
Λοζετσινός said
56 BLOG_OTI_NANAI
Ευχαριστώ. Πρόλαβα το Αμελικό -Πανδοχείο- στο χωριό που κοιμόταν (ισως και να συγκέντρωναν εκεί τους φόρους) οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες. Δεν τους φιλοξενούσαν στα Χριστιανικά σπίτια για να αποφύγουν τις δύσκολες καταστάσεις
Ο μπάρμπα Κώστας από την Πλατανούσα – το χωριό του Κοτζιούλα- μου είπε πως τους φόρους σε γεννήματα τους μάζευαν στο κιοτσέκ(ι)
Περισσότερα για το Αμελικό εδώ λίγο πριν το 18.00
Κώστας Βασιλείου «το Ελληνικό» (Λοζέτσι) Ομιλία Χαράλαμπου Νούτσου, τ. καθηγητή Παν Ιωαννίνων
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ (ΛΟΖΕΤΣΙ) ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Δ. ΚΩΣΤΑΣ
Εισαγωγή
Ο Άραχθος και η Σιορόκα
Το Ελληνικόν (Λοζέτσι)
Το Παρθεναγωγείον
Παναγιώτης Ιωαννίδης-Παπαχρήστου
Οι πόλεμοι του 1912-13 και η απελευθέρωση
Το μοναστήρι της Παναγίας Τσούκας
Το πανηγύρι
Η Σιορόκα
Οι κτηνοτρόφοι (τζομπαναραίοι)
Μύλοι και μυλωνάδες
Οι Χουλιαράδες και η Σιορόκα
Η λυσιά
Τα χουλιάρια
Οι ξυλοκόποι
Οι καρβουνιάρηδες
Οι κερατζήδες
Οι τσαμπάσηδες
Οι μαστόροι
Η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων
Ο αρραβώνας και ο γάμος
Τα Δωδεκαήμερα
Οι Αποκριές
Ο Λάζαρος και τα τραγούδια του
Οι νύφες και τα Βάγια
Το Μεγαλοβδόμαδο και η Λαμπρή
Επίλογος
ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ι. Υλικός βίος και τέχνη του λαού
Α. Συνοικισμός
Β. Οικία και αυλή
Γ. Τροφές και ποτά
Δ. Καλλωπισμός και ενδυμασία
Ε. Βίος
ΣΤ. Βιοτεχνία και λαϊκές τέχνες
ΙΙ. Πνευματικός βίος
Α. Λαϊκή πίστη
Β. Μαγεία
Γ. Οιωνοί και μαντεία
Δ. Λαϊκή κοσμοθεωρία
Ε. Μνημεία του λόγου
III. Κοινωνικός βίος
Α. Γέννηση – βάφτιση – ανατροφή του παιδιού
Β. Έρωτας – αρραβώνες – γάμος
Γ. Καθημερινά έθιμα
Δ. Παιδικές γιορτές
Η ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Εισαγωγή
Τραγούδια του χορού
α) Της κλεφτουριάς και της σκλαβιάς
β) Της αγάπης
γ) Της ξενιτιάς
δ) Διάφορα
ε) Της τάβλας
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ
Εισαγωγή
Ο γέρος με τον κόκορα και η γριά με την κότα
Η αλεπού και ο λύκος
Ο Γιάννης ο τρελός και ο φρόνιμος Γιώργος
Η πλούσια και η φτωχιά γυναίκα
Ο λαίμαργος παπάς και η νύφη του
Η γριά κι ο Μάρτης
Η αλεπού, η αρκούδα και τα μελίσσια
Ο Χριστός και τα τρία αδέλφια
Ο Μήτσος γίνεται κουμπάρος με το διάβολο
Ο γέρος, η γριά και τα γίδια
Ο γύφτος που έγινε κουμπάρος με το βλάχο
Η φοραδίτσα της αλεπούς
Η κακή πεθερά και η νύφη της
Η κακή μητριά
Η νύφη που δεν ήθελε την πεθερά της
Ο άδικος παπάς και ο γιος του ο χαμόραγκας
Ο γύφτος γίνεται κούκος
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Το φίδι και ο σκαντζόχοιρος
Η νύφη γίνεται αρκούδα
Η Σταχτομάρω
Το βασιλόπουλο και η αδελφή του η Λάμια
Ο κακός βασιλιάς
Ο άρρωστος βασιλιάς κι ο παράξενος γιατρός
Ο έξυπνος γάιδαρος
venios said
58 Κουρμπανιά ή κουρμπανιάτς λέγαμε (στο Νέο Κόσμο της Αθήνας, δεκαετία του 1940+) τη διαδικασία με την οποία έβγαινε ποιος τα φυλάει: στο τέλος των τριών συλλαβών βάζαμε την παλάμη προς τα πάνω ή προς τα κάτω και η πλειοψηφία κέρδιζε, η διαδικασία επαναλαμβανόταν μέχρι να μείνει ένας ο οποίος τα φύλαγε (αν έμεναν δύο έμπαινε κι ένας βοηθός και «με του βοηθού το χέρι χάνει»).
Γιάννης Μαλλιαρός said
40 – 46 Ω, ναι. Πανέμορφο. Φιόρδ στο νότο. https://www.google.gr/maps/place/%CE%9A%CF%8C%CF%84%CE%BF%CF%81,+%CE%9C%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B9%CE%BF/@42.4330225,18.7039217,13z/data=!4m5!3m4!1s0x134c33063d70c91b:0x7a73f15e212e9306!8m2!3d42.424662!4d18.771234?hl=el

dimosioshoros said
@ 40 Λοζετσινός
🙂
BLOG_OTI_NANAI said
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
Λεώνικε, να μου το στείλεις. Κι εγώ αλλά κυρίως η Νικοκυρά θαυμάζουμε τον Παπαγιάννη.
BLOG_OTI_NANAI said
Σχετικό άρθρο για εκλογές επιτρόπων στο Λοζέτσι το 1908. Είναι 20 σελίδες και το ανέβασα σε PDF εδώ: https://docdro.id/TIIAmDx
Οι δύο πρώτες σελίδες:
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
66# Πρόσφατα λέγαμε για την κορ(υ)μπανιά. Το άλλο με το χέρι, αρχές/μέσα ’70 το λέγαμε «με του βοηθού το χέρι και του δράκου το μαχαίρι κε-ρδί-ζεις, χά-α-νεις».
BLOG_OTI_NANAI said
65: «Πρόλαβα το Αμελικό -Πανδοχείο- στο χωριό που κοιμόταν (ισως και να συγκέντρωναν εκεί τους φόρους) οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες.»
Με συγκινεί πολύ να πηγαίνω σε έναν τόπο και να βλέπω κτίρια με παρελθόν στην νεώτερη ιστορία.
Λοζετσινός said
60 Λεώνικος
Πολύ χαίρομαι που μας κάνατε την τιμή να έρθετε στο χωριό και στο μουσείο.
Το πατρικό μου σπίτι είναι το πρώτο αριστερά στη φωτογραφία που έβαλε ο Νίκος. Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω τα έργα!
Πήρα κι εγώ τηλέφωνο τον γλύπτη για να δει το σημερινό, μου είπε πως είστε φίλοι.
63.ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
β. Καταπληκτικο το μουσείο που στεγάζεται στο παλιό σχολείο σε μια αίθουσα του οποίου υπάρχει γλυπτική αναπαράσταση σχολικής αίθουσας με παιδιά και δάσκαλο.
https://www.cyprushighlights.com/2017/04/10/%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%80/
Τα θρανία της αίθουσας αυτής είναι τα παλιά και πιθανό είναι να έχουν και τα ονόματά μας πάνω γραμμένα.
Ο Δάσκαλος που απεικονίζεται στο έργο θαρρώ πως είναι ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Δ. ΚΩΣΤΑΣ που προανέφερα.
Να ξαναρθείτε και να γυρίσετε όλα τα χωριά, μέχρι τα Πράμαντα, την έδρα των Βορείων Τζουμέρκων.
Πριν την πανδημία έρχονταν ως τουρίστες πολλοί Έλληνες και ξένοι κι έφευγαν γοητευμένοι.
Σας ευχαριστούμε
BLOG_OTI_NANAI said
BLOG_OTI_NANAI said
Στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας εμφανίζει 162 τεκμήρια από το Λοζέτσι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους από τη Μαρία Λιουδάκη: https://tinyurl.com/3nmc3jp8
spiridione said
Το κατσκάρι βλέπω έχει ενδιαφέρον και έχει απασχολήσει. Ο Τζιτζιλής σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Linguistique balkanique (2006) αναφέρει τα εξής:
κατσκάρ’ ‘very fine gravel, sand’ (Epirus, Μπόγκας 1964: 169). Meyer (1894: 30) derives the word from Serb. kocka, while Μπόγκας traces it back to *κατεσχάριον* -*κατεσχαρώ (for wound) form a scab. The word is undoubtedly connected with Pontic κασκάριν, κασκάρ’ ‘flint’ (Παπαδόπουλου 1958: 413), Cappadocian κατσκάρι, which Kapoàións (;) ( 1885 : 87 ) has correctly derived from Armenian kajckar ‘ flint ‘ – kajc ‘spark ‘ + kar ‘stone’.
https://books.google.gr/books?id=_xUjAQAAMAAJ&q=%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B9&dq=%CE%BA%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B9&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjJrerXj_TyAhWag_0HHURkDR4Q6AF6BAgCEAI
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ωραία! μ΄αρέσουν οι ντοπιολαλιές!
Μόνο το ζγκαϊδός και φιδορούτι (από Γιαννιώτισσα φίλη) ήξερα
>>21 προύσκαλο
πρίσκος σ΄εμάς . Μην πας στα σύκα. Επέρασα και ειναι ακόμη πρίσκοι
Λοζετσινός said
66 Αγαπητέ κύριε Βένιο πάντα τα παιδιά θα βρίσκουν τρόπους για να παίξουν σ΄όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Πρίν 23 χρόνια φωτογράφιζα τους τσιγγάνους στην περιοχή των Ιωαννίνων με ασπρόμαυρο φιλμ κι έβλεπα τη χαρά στο πρόσωπο των παιδιών αυτών που είχαν ελάχιστα μέσα. Συγκεκριμένα μια φορά έπαιζαν με πλαστικά δοχεία (μπότια) που τα τσούλαγαν σαν να ήταν τροχοφόρα. Ο πατέρας μου έπαιζε ροβολτήρες ( με μεγάλες κοκόσιες,καρύδες).
Κι ένα παιχνίδι χειμωνιάτικο τώρα
Στο χωριό οι χειμώνες ήταν βαριοί και όταν πέφταμε να κοιμηθούμε σκεπασμένοι με τσέργα ή βελέντζα παίζαμε «αυτός, αυτή» ένα παιχνίδι που έπρεπε να βρεις την οικογένεια του χωριού και πόσα μέλη είχε ως απάντηση στην ερώτηση πχ:
αυτός αυτή, αυτή, αυτός αυτή δυό παιδιά και δυό κοπέλες. Φυσικά οι κοπέλες θεωρούνταν βάρος λόγω προίκας
Τότε αρκετοί παντρεύονταν κι έμεναν με τους γονείς τους, Αν υπήρχε ανύπαντρη θεία έμενε κι αυτή στο ίδιο σπίτι οπότε έπρεπε να ανατρέξεις νοητικά όλες τις ευρύτερες οικογένειες που είχαν 7 μέλη για να κερδίσεις.
Δεν ξέρω αν το ίδιο γίνονταν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας πάντως ο εκ των Χιονιάδων της Κόνιτσας μακαρίτης φίλος Γιάννης Χ. όταν του το ανέφερα δάκρυσε από συγκίνηση γιατί το είχε ξεχάσει εντελώς
Λοζετσινός said
76.BLOG_OTI_NANAI
Ναι είχα δει κι εγώ τη Λιουδάκη κι έστειλα στο Νίκο κάτι αλλά δεν το έβαλε γιατί ήταν κακόηχο!
78.Έφη Έφη
Η φίλη σου θα ξέρει περισσότερες λέξεις
Και κάτι που ήθελα να σε ρωτήσω από καιρό ειδικά εσένα.
Όταν πχ γίνονται τα κεράσια και πρωτοδοκιμάζουμε εμείς λέμε καλοσκαίρισα (ή μήπως καλωσκέρισα δεν ξέρω) κεράσια δηλαδή έφαγα κεράσια πρώτη φορά φέτος
Nestanaios said
Δεν υπάρχουν σλάβικες ονομασίες. Όλες ελληνικές είναι αλλά λίγο βαρβαροποιημένες. Το γειτονικό «Χασάνι» φαίνεται σλαβικό αλλά είναι ελληνικό.
Λοζετσινός said
73.BLOG_OTI_NANAI
κι εγώ συγκινούμαι. Μέχρι πριν 30 χρόνια περίπου υπήρχε στο κέντρο του χωριού το Παρθεναγωγείον δωρεά ντόπιων ευεργετών. Πήγαιναν οι πάμπτωχες κοπέλες, έφτιαχναν κεντήματα και μάθαιναν αργαλειό. Βέβαια εγώ το πρόλαβα γρέβια -είχε πέσει και οι τοίχοι έχασκαν- αλλά διατηρούσε ακόμη ένα μέρος της μεγαλοπρέπειάς του.Χτισμένο με πελεκητή μαύρη πέτρα..
Στο Δελβινάκι και στη Βήσσανη όταν πήγα πριν 20-25 χρόνια είδα πολλά κτήρια πανέμορφα αλλά άδεια. Δεν υπήρχε κόσμος, τα χωριά ερημώνουν εκεί.
ΚΩΣΤΑΣ said
Καλοσκαίρισα: δοκίμασα-έφαγα για πρώτη φορά κάποιο φρούτο αυτή τη χρονιά.
Έτσι το ξέρω κι έτσι το βρίσκω και καταγραμμένο από καταγραφέα ντοπιολαλιάς της ορεινής Καρδίτσας.
Καλουσκέρ’σα, στην καθιαυτού!… 😉
dimosioshoros said
@ 83 ΚΩΣΤΑΣ said
[…] Καλουσκέρ’σα, στην καθιαυτού!…
Σουστό. (Και προτιμότερο χωρίς αποστρόφι.)
dimosioshoros said
Reblogged στις "Δημόσιος Χώρος Γ. Ρέντζος".
Georgios Bartzoudis said
4. «ζντόκος ο. Αφροξυλιά, λιλιτσιά. Η φλούδα του ζντόκου βρασμένη με λάδι θεραπεύει τα εγκαύματα».
# Αν (όπως υποθέτω) πρόκειται για την κουφοξυλιά (ζαμπούκος), Μακεδονιστί το λέμε βούζι (το)
12. «μπιρμπλιά, τα. Ζαχαρωμένα μαλακά στραγάλια, γλύκισμα για παιδιά»
# Μακεδονιστί, μπιμπλιά (τα)
14. «μπούρμπος ο. Ο πρόλοβος από τις κότες ή τους πέτους και γενικά απ΄όλα τα πτηνά. Οι μπούρμποι είχαν μέσα τους άμμο και πετραδάκια»
# Μακεδονιστί, βαλανίδι (το)
16. «ντζιούτσκα, η. Το καρούμπαλο»
# Μακεδονιστί, μπισιούκα (η)
18. «όρκος: πού έγινες όρκος; πού λερώθηκες τόσο πολύ»;
# Μακεδονιστί, όρκος=το πύον (αλλά και ο …όρκος)
23. «σκορτίτσα η, να ρίξουμε σκορτίτσα. H διαδικασία για να ρίξουμε κλήρο»
# Μακεδονιστί, ρίχνουμε τσιόπ(ι)
27. «ταγκούτς. Στο ένα πόδι»
# Μακεδονιστί, αγκούτς-αγκουτς
antpap56 said
Το μοναστήρι είναι η Τσούκα, που για τους Ηπειρώτες είναι περίπου ό,τι η Παναγία Σουμελά για τους Ποντίους. Αν δεν κάνω λάθος, γιόρταζε προχθές (στο Γενέσιο της Παναγίας).
Βλ. σχετικά: https://www.monastiria.gr/iera-moni-tsoukas/
Πριν χρόνια είχαμε την καλή τύχη να ξεναγηθούμε στο μουσείο από τον ίδιο τον Θεόδωρο Παπαγιάννη, και ήταν μια ιδιαίτερη εμπειρία.
Λοζετσινός said
77spiridione
βλέπω στη σελίδα 65 του
Η Αλβανική Γλωσσική επίδραση στα Ηπειρωτικά Ιδιώματα
Κ.ΕΥ.Οικονόμου Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Ιωάννινα 1997
shkrurte/ shkurtez » δύο διαφορετικού μήκους καλάμια σταχυού που μπαίνουν για κλήρο, λαχείο» ( Fjalor,1166. Buchholz,539).
Συγγενικά προς τα αλβ.προσηγ. πρέπει να θεωρηθούν τα Ηπειρωτ.σκουρτίτσα, η ¨ο λαχνός. φρ.: έλα να ρίξουμε σκουρτίτσα να ιδούμι ποιός θα πάει πρώτος.Ο λαχνός ριχνόταν ΄ είτε με δυό σπίρτα από τα οποία το ένα φρόντιζαν να είναι κοντότερο από το άλλο είτε με λιφτόκαρα ή κατσ΄κάρια»(Μπ. 1,352), την ονομασία του βραχύτερου μήνα του έτους τόσο στην ελλ.: Σκούρτης (Μπ.2,97) όσο και στα αλβ.: Shkurt (Γκίνης,401) και στα αρομ. Scurtu (Papahagi,1148) καθώς κι επών.Σκούρτης, Τρι8ανταφυλλίδης.78
έχει και υποσημείωση πως προέρχεται η σκουρτίτσα
83,84
ωραία τελικά φαίνεται πως δεν ήμασταν και τόσο μονήρεις, είχαμε επικοινωνία και με τις γύρω περιοχές 🙂
Λοζετσινός said
87 antpap56
Ναι κύριε antpap56 δεν κάνετε λάθος, το χωριό γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου και το Μοναστήρι μαζί.
Πραγματικά η ξενάγηση όταν γίνεται από τον ίδιο τον καλλιτέχνη έχει άλλη αξία γιατί εκτός από τα έργα έχεις δίπλα σου και τον δημιουργό τους και μπορείς να τον ρωτήσεις πως το εμπνεύστηκε, πως το υλοποίησε, τι συμβολίζει κλπ.
aerosol said
Μου κάνει εντύπωση πως απ’ όλες τις ντοπιολαλιές που έχω πετύχει (ακόμα και Γιαννιώτικα) εδώ δεν ήξερα καμία λέξη -κατάλαβα την σημασία από μια δυο.
Εξαίρεση οι κοκόσιες, που νοτιότερα τουλάχιστον, θα προφέρονταν κάπως σαν κουκόshι(ε)ς.
Δεν ξέρω ποιο παιδικό παιχνίδι θα ήταν, ίσως οι ροβολτήρες που λέει ο Λοζετσινός στο #79, αλλά έχω ακούσει την ερώτηση «παίζουμε τσ’ κουκόσιες;».
Αναλόγως υπήρχε και παιδικό δίστιχο:
«Στην πουδίτσα ‘μ κουκουσούλες
στου χειράκι μ’ δεκαρούλες»
gpointofview said
Είχα στείλει ένα σχόλιο που το έφαγε η μαρμάγκα ή η αφηρημάδα μου δλδ να ξέχασα να πατήσω «ανάρτηση’
Εν πάση περιπτώσει δεν ήταν μνημειώδες (το πως δεν φάνηκε ο ακατανόμαστος δείχνει πολλά για το άρθρο) ανέφερα και γω την σημερινή ιστολογική παγκόσμια σταθερά… 0/32
Πισμάνης said
Το Λοζέτσι στους παλιούς χάρτες, καθώς και η Μονή Τσούκας.
Β. said
0/32 εννοείται, καθότι από νησί ανατολικά. Κοντεύω βέβαια δύο χρόνια στα Γιάννενα, αλλά τα (ελάχιστα, λόγω λοκντάουν ) νταλαβέρια μου είναι προφανώς με μη Ηπειρώτες.
Λοζετσινός said
63 ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Να συμπληρώσετε στην ομάδα λέξεων σε -έτσι και τη λέξη τραπέτσι. Εμείς τη λέμε για κάτι που είναι πολύ ξινό πχ μην τρως απ΄αυτά τα σταφύλια ή τα κούμπλα (κορόμηλα) είναι τραπέτσι
dimosioshoros said
@ 94 Λοζετσινός
>> Να συμπληρώσετε στην ομάδα λέξεων σε -έτσι και τη λέξη τραπέτσι…
Προφέρετε πραγματικά «τραπέτσι» και όχι «τραπέτς» που είναι το σωστό βορειοϊδιωματικό;
Λοζετσινός said
95. τραπέτς Γιάννη όπως καστραβέτς χωρίς γιώτα αλλά καστραβέτσια ο πληθυντικός
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
80 Όχι επειδή ήταν κακόηχο (ή κακέμφατο) αλλά δεν μου ταίριαζε στη δομή του άρθρου.
Ήταν η λοζετσινή (και όχι μόνο φυσικά) παροιμία:
Πότε σκα ο διάβολος; Σίντας κλάνει ο πεθαμένος.
Καταγραμμένη απο τη Μαρία Λιουδάκη, ίσως σε αποστολή στην Ήπειρο, αφού ήταν Κρητικιά.
sarant said
91 Τζι, δικό σου σχόλιο δεν έχει η μαρμάγκα, έχει ένα του Λοζετσινού μόνο, που όμως το ξαναέστειλε και δημοσιεύτηκε.
94 Τραπέτσι και δραπέτσι, και πολλά άλλα. Ίσως αξίζει να μπει σε αρθράκι αυτή η λέξη κάποτε.
Γιάννης Μαλλιαρός said
94 – 95 Δρασπέτς σε τα μας το πολύ ξινό.
Για την πρώτη φορά μεσ’ τη χρονιά που τρώμε ένα φρούτο λέμε πως έκανα νιόσκιρο. (νέο εμφανισμένο στον καιρό, στην εποχή).
ΚΩΣΤΑΣ said
98β
Γνωστό και το τραπέτσι, υπάρχει και το καρκαλέτσι, ο κοκκύτης.
dryhammer said
94,95, 98,99. Σε μας το έχω ακούσει «ρασπέτι»
Jorge said
Πάντως , οι φιδοπουκαμίσες , δεν γυρνανε αναποδα, ανοιγουν απο την κοιλιά και μονο της κεφαλής το χυτινοδερμα γυρνά τα μεσα έξω. στο χωριο μου θεωρειται γούρι αποτρεπτικό, και το κρεμαμε εξω μεχρι να λειωσει τον επερχομενο χειμωνα
voulagx said
#79: Το παιχνιδι «αυτός, αυτή» το παιζαμε κι εμεις στα Βλαχικα, το λεγαμε χουρχοάμπι.
Μαγδαληνή said
Επίσης 0/32. Κατάλαβα 2-3 με σκέψη.
Τι να γράψουμε για λέξεις του τόπου μας εμείς απ’ τη Χαλκίδα; Ένα μπέκα αντί μπες, βγέκα αντί βγες και μπεκάτε, βγεκάτε αντίστοιχα, έχουμε να λέμε. Μας έφαγε η γειτνίαση με την πρωτεύουσα.
Λοζετσινός said
103 voulagx
Σε ποιά περιοχή,Ήπειρο,Θεσσαλία ή αλλού;
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Καμία επαφή με τις λοζετσινές λέξεις! Είναι και πολύ μακριά μας το Λοζέτσι, γμτ 🙂 . Κάποιες κάτι μου θύμισαν, όμως:
– κατσκάρ(ι): Λόγω του προφανώς τούρκικου Kaç-, αλλά πέραν τούτου μηδέν.
– μπιρμπλιά: Με τη βοήθεια και του Πέπε (#64), θυμήθηκα την παλιά ηρακλειώτικη γειτονιά ‘Μπεμπλεμτζίδικα ή Λεμπλετζίδικα’ δηλ. με στραγαλατζίδικα και, γενικότερα, μαγαζάκια με ξηρούς καρπούς, ζαχαρωτά κ.τ.ό. (< τουρκ. leblebi = στραγάλια)
– παπάδες : Εδώ έχομε είδος χοχλιών ‘παπαδούλες’ (νομίζω έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτές). Τώρα, συσχέτιση με σκουλήκια, χμμμ… 🙂
– φιδορούτ(ι) : Λόγω φιδιού, το έκανα …φιδορούχι!
sarant said
104 Πιο πάνω στην Εύβοια, στα χωριά, όλο και κάτι θα υπάρχει, δεν μπορεί.
voulagx said
#105: Σε χωριο της Λαρισας. Ειχαμε συνθηματικα ονοματα: πέφ’ου=παππους, πεάφâ=γιαγιά, χουρχόμπου=άντρας, χουρχοάμπâ=γυναίκα, καρκαραντάshι’ου=αγόρι, πουρπουλίτσâ (με λου της Αμαλίας)=κορίτσι.
ΓΤ said
104@
Τι να μας πούνε, ρε Μαγδαληνή, εμείς έχουμε τη «σφυριά»! 🙂
https://www.documentonews.gr/article/antia-to-xwrio-poy-milane-me-sfyrigmata-mia-glwssa-poy-xanetai-video/
Λοζετσινός said
108.
Ωραία!
Θα ρωτήσω λοιπόν φίλους και γνωστούς βλάχους για να μάθω περισσότερα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
82 >>Όταν πχ γίνονται τα κεράσια και πρωτοδοκιμάζουμε εμείς λέμε καλοσκαίρισα (ή μήπως καλωσκέρισα δεν ξέρω) κεράσια δηλαδή έφαγα κεράσια πρώτη φορά φέτος
Θα ρωτήσω τη φίλη, ως προς την Ήπειρο, στην Κρήτη λέμε πρωτοφανίστικα τα φρούτα/μα και κάποια λαχανικά ( τα λαχταριστά μάλλον πχ ντομάτες,ντόπια φασολάκια κλπ) όταν πρωτοδοκιμάζουμε, στην εποχή τους, με την ευχή «λίγωση και γέμωση ο κόσμος να γεμίσει»
Βρήκα σχετικά στο «Αρχείον Θράκης» :
καλοκαιρίζω (ρ.) = τρώγω κάτι για πρώτη φορά φέτος.
Εφέρετε κεράσια, εμείς ακόμα δε καλοκαιρίσαμε. Φέρε κανένα απίδι να καλοκαιρίσουμε, να πούμε: «Καλός καιρός και χρόνος»,
h ttps://www.he.duth.gr/erg_laog/arxeio/arxeio_thrakikou_laografikou_glossikou_thisavrou_t38.pdf
πρωτοφανήσιμα λέει ο Νικοκύρης από τη γιαγιά του, πρωτοφανίστικα στην Κρήτη
https://sarantakos.wordpress.com/2010/05/28/prwtofanhsima/
https://sarantakos.wordpress.com/2010/05/28/prwtofanhsima/#comment-34666
Κουτρούφι said
Και εγώ έχω κάποια πάρε δώσε με τα Γιάννενα (αν και όχι τόσο πολύ με ντόπιους) αλλά δεν αναγνωρίζω καμιά από τις 32 λέξεις. Τα λήμματα έχουν περιγραφεί τόσο διεξοδικά που οι έννοιες μερικών από αυτά μού φέρνουν αμέσως στον νου τους αντίστοιχους ορισμούς από μας (Σίφνος):
20. «προσοϊτίζω». Δεν έχουμε ρήμα αλλά για την έννοια έχουμε το ουσιαστικό «χαραή» (η). Από τη χαραή αναγνωρίζουμε από ποιο σόι είναι κάποιος. Κατ’ αρχήν, η χαραή αναφέρεται στο χάραγμα που κάνουν οι κτηνοτρόφοι στα ζώα τους για να τα ξεχωρίζουν όταν μπερδεύονται τα κοπάδια, αλλά μεταφορικά χρησιμοποιείται και για τους ανθρώπους.
21. «προύσκαλο». Σε εμάς το άγουρο σύκο λέγεται λίθι (το «λ» προφέρεται όπως στον Κυπρο). Μεταφορικά αναφέρεται και για τον εκνευριστικά χαζό. «Αυτός είναι ολωσδιόλου λίθι»
31. «τσιόπνα». Μου θυμίζει μια παρόμοια παγίδα με πλάκα που έχουμε και μεις. Ο δικός μας όρος είναι «πλακότσουνο». Δεν ξέρω πώς λέγονται τα επιμέρους εξαρτήματα παρά μονάχα ένα, τον «σκάστη». Σαν δόλωμα για τα πουλιά χρησιμοποιούνταν ζωντανές ακρίδες οι οποίες στερεώνονταν στον “σκάστη». Το πουλί πήγαινε να τραβήξει την ακρίδα, η πλάκα έπεφτε και το πουλί παγιδευόταν. Η εποχή για το στήσιμο των πλακότσουνων είναι ο Αύγουστος.
———————————-
#29, Για τη λύρα, πιο συγκεκριμένα, έχουμε τον όρο λυριά αντί για δοξαριά.
Λοζετσινός said
Βρήκα από που προέρχεται και η λιλιτσιά
lile το e με 2 τελείες πάνω του
¨σιδερενιο βραχιόλι // χειροπέδες// κρίκοι της αλυσίδας» ( Buchholz,284). Mε το αλβ.προσηγ.πρέπει να συναφθούν τα Ηπειρωτικά:
λιλ΄το «το νόμισμα στη νηπιακή γλώσσα¨, λιλίτσις, οι ¨οι στρογγυλοί σπόροι της φροξυλιάς¨ λιλί, το ¨» η μικρή χάντρα» (Μπ.1,216) και λίλια, τα ¨τα παιδικά παιγνίδια» (Μπ. 2,225)
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
Τελικά έγινε καλή συζήτηση, παρά το γεγονός ότι οι Λοζετσινές λέξεις ήταν άγνωστες στους περισσότερους.
Λοζετσινός said
Το 113 στη σελίδα 48 του ίδιου βιβλίου
Η Αλβανική Γλωσσική επίδραση στα Ηπειρωτικά Ιδιώματα
Κ.ΕΥ.Οικονόμου Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών Ιωάννινα 1997
Είχα ψάξει στο l για τη λιλιτσιά αλλά δεν είδα τι έγραφε παρακάτω.
από εδώ αρκετές ομοιότητες, βέβαια η Άρτα δεν είναι μακριά μας
Τοπικοί Γλωσσικοί Ιδιωματισμοί
https://www.koukoulia.gr
πρίσκαλα (τα), άγουρα, άγουρα σύκα
σφλέκα (η), κομμάτι καλαμιού 20 εκ. περίπου, σαν φυσερό, κομμένο λοξά στο εμπρόσθιο μέρος. Παλιά μέσα στη σφλέκα βάζαμε μολόκοκα ή κουκούτσια από μολόκοκα και αφού φυσούσαμε με δύναμη τα εκσφενδόνιζε μακριά, ήταν ένα είδος παιχνιδιού σκόπευσης
τσιόπνα (η), παγίδα για πουλιά με επίπεδη πέτρινη πλάκα που πέφτει με μηχανισμό μόλις το πουλί πάει από κάτω
σκλέντζα (η), είδος παιχνιδιού. Αποτελείται από δύο ξύλα: τη «σκλέτζα» (50) εκ. περίπου και το «σκλετζάρ» που είναι (30) εκ. περίπου
Σκλέντζια, σκλεντζιάρ και σκλεντζί σε μάς
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>> μπιρμπλιά, τα. Ζαχαρωμένα μαλακά στραγάλια, γλύκισμα για παιδιά.
64 >>Αλλού νεμπλεμπλιά, λεμπλεμπλιά κλπ. τα στραγάλια (το είδος, όχι κάποιος συγκεκριμένος τρόπος να τα κάνουν)
106 – μπιρμπλιά: Με τη βοήθεια και του Πέπε (#64), θυμήθηκα την παλιά ηρακλειώτικη γειτονιά ‘Μπεμπλεμτζίδικα ή Λεμπλετζίδικα δηλ. με στραγαλατζίδικα
Έχουμε ένα ταχτάρισμα (εγώ νόμιζα ότι σημαίνει στολιδάκια)
Οπα όπα οπαλά του
απου θα΄ρθει ο μπαμπάς του
να του φέρει μπεμπεμπλιά
και πολλώ λογιώ λιολιά
«Μπεμπεμπλιά Ξέρετε τι είναι τα μπεμπεμπλιά; Ένα μείγμα από ανακατεμένους ξηρούς καρπούς και σταφίδες.»
https://www.cretangastronomy.gr/2017/02/sokolatakia-efkola-polixroma/
Είναι κι ένα κρητικό τραγούδι με μπεμπεμπλιά που πλέει τώρα στο μυαλό μου, θυμάμαι δυο στίχους μόνο. Θα επανέλθω.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Βασίλης Ορφανός
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
.σελ.103
καστανόμπεμπλα, τα [kastanóbebla] : περιληπτικό ουσιαστικό που σημαίνει «φιλοδώρημα διδόμενον υπό των γυναικών εις μικρά παιδία συνήθως (και εις μεγάλους ενίοτε) αποτελούμενον από κάστανα, αμύγδαλα, κουλούρια, σακχαρωτά, σταφίδες κ.ά.» (Κρητικαί Μελέται, 1/5(1933), 150).
[ [be] < κάστανα + μπεμπεμπλιά (Συντ.)]
{Καστανομπέμπεμπλα έλεγε η μάνα μου συνολικά τους ποικίλους ξηρούς καρπούς που φύλαγε σε ένα ντουλάπι «να έχει να κεράσει έναν άθρωπο [= έναν επισκέπτη]».}
σελ.139
λεμπλεμπί*, το [leblebí], & λεμπλεμπίδι
[leblebíδi], πληθ. λεμπλεμπιά [leblebjá] & λεμπλεμπλιά [leblebλá] & (με αναγραμματισμό,μόνο στον πληθ.) μπεμπεμπλιά [bebebλá] &μπεμπελιά [bebeλá] (Παπ., Πάγκ., Πιτ., Ροδ.,Ιδομ., Τσιρ., Κριτσ., Χουστ., ΚριτσΓ.) : 1. ρεθύθι καβουρντισμένο, στραγάλι· 2. ο πληθ. μπεμπεμπλιά σημαίνει επίσης ‘διάφορα δωράκια για μικρά παιδιά (παιγνίδια, καραμέλες, σουσαμωτά κλπ.)’.[< leblebi (Παπ.)] (لبلبى(
{Ο Ροδάκης λημματογραφεί τον ενικό λεμπλέμπλι.}
συνέχεια
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
σελ.139
λεμπλεμπιτζής, ο [leblebidzís] (Σταυρινίδης) :
στραγαλατζής (Μεταφράσεις, Γ 399).[< leblebici «ο παρασκευαστής ή πωλητής ερεβίνθων, φρυκτών, κ. στραγαλάς» (Χλωρός, Β(لبلبيجى) [(1479
λεμπλεμπιτζίδικο, το [leblebidzíδiko] : στραγαλατζίδικο, μαγαζί που πουλούσε ξηρούς καρπούς.[< λεμπλεμπιζής (Συντ.)]
{Στο Ηράκλειο τα μαγαζιά αυτά ήταν συγκεντρωμένα στον ίδιο δρόμο, τα λεμπλεμπιτζίδικα, όπως γινόταν επί Τουρκοκρατίας με τα ομοειδή καταστήματα, πβ. ντερμιτζίδικα, τερζίδικα, στιβανάδικα, μαχαιράδικα, βλ. και Αραστάς. Εκεί ήταν τα γραφεία και το τυπογραφείο της εφημερίδας Μίνως, όπως αναγράφεται στην κεφαλίδα της εφημερίδας, βλ. φύλλο 2/27-12-1880.}
ΣΠ said
64, 106, 117
Στα σέρβικα леблебије/leblebije είναι τα ρεβύθια.
voulagx said
#115: Η σφλέκα σα λέξη μου είναι άγνωστη αλλά σαν κατασκευή γνωστότατη. Τα μολόκοκα τι ειναι; Μήπως τα μπορμπότσιαλα;
Το παιχνίδι «σκλέντζα» πρέπει να ειναι η τσιουλίκα.
sarant said
119 Και τα στραγάλια πώς είναι;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Η Γιαννιώτισσα φίλη επιβεβαιώνει/συμπληρώνει
αποχάκι: πχ γονείς σε παιδί «Πρόσεξε, δε θέλω να μου ρθει αποχάκι ο κόσμος» (να με κοροϊδεύει, να κακοχαίρεται)
>>ζντόκος ο. Αφροξυλιά, λιλιτσιά. Η φλούδα του ζντόκου βρασμένη με λάδι θεραπεύει τα εγκαύματα.
είναι ο γνωστός σαμπούκος!
ζαμπόχελα, μικρά παστά χέλια
κατσκάρ, χαλικάκι : γιόμσαν τα παπούτσια μου κατσκάρια
καλοκαίρσα, εγκαινίασα το φάγωμα (έτσι μου το είπε) των πρώτων φρούτων του καλοκαιριού
κλιτσιά/κλιτσοπόδαρη η με πολύ λεπτά πόδια
κλιτσινάρια λεπτά ψηλά πόδια
καστραμπέτσι, το ξυλάγγουρο
φουρλέτσο, το ξύλινο κοντάρι που χτυπάνε το γάλα να βγει το βούτυρο
μπούντα , το δοχείο που μέσα του ανεβοκατέβαινε το φουρλέτσο
Πρίτσαλα, τα άγουρα σύκα
Ταπίκοπα , ανάσκελα
Τζαμάρω
Τζαμάρα η φλογέρα
Τσαμπούρανα, τα βατόμουρα
Τσόπνες ναι , οι πετρόπλακες, παγίδες για πουλιά
φιδορούτ(ι), ναι
ρούτι, το μακρύ πουκάμισο που φοράνε οι γυναίκες κάτω από τα υφαντά ρούχα τους
Λοζετσινός said
120. Αγαπητέ voulagx περιγράφει τη δική μας σπόκα, το φυσοκάλαμο. Τα μελίκοκα ή μελόκοκα είναι καρποί μεγάλου δέντρου -διάμετρος καρπών 12-18 περίπου χιλιοστά- που απέξω έχουν πολύ λεπτό μαύρο περίβλημα που σπάει όταν το τρίψεις με τα δάχτυλα και μέσα ένα χοντρό κουκούτσι που η λεπτή εξωτερική επιφάνειά του έχει μια κιτρινωπή ουσία σαν μέλι γλυκειά. Δεν είναι μπορμπότσιαλα αν εννοείς αυτά που είναι σαν βελανίδια.
Ναι το ξυλίκι είναι η σκλέντζια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
120 >>Τα μολόκοκα τι ειναι;
(η φίλη στο τηλέφωνο ακόμη, ρωτάω)
Αγριο δέντρο. Είχε μολοκοκιά ή μελικοκιά δίπλα στου παππού της.Φουντωτό και ψηλό δέντρο. Ο καρπός, σαν μικρό λίτσις, αλλά κίτρινο, νόστιμο πολύ το κουκούτσι όπως του του κερασιού
σσ νομίζω τα μελίκοκα τα λέει ο Σωτήρης Δημητρίου στα Οπωροφόρα της Αθήνας, εκτός κι αν είναι απ τον Κοτζιούλα.
Αγριόμπουνες τα γκόρτσα, λέει.
ΣΠ said
121
Ψητά ρεβύθια: печене леблебија.
voulagx said
#123: Αν εννοεις αυτην εδω: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AD%CE%BB%CF%84%CE%B9%CF%82_%CE%B7_%CE%BD%CF%8C%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%82
αυτή λέμε μπορμποτσαλιά.
voulagx said
#121: Στα βλαχικα τα στραγαλια λεγονται bilbici, το c παχυ τσ, ισως δανειο απο τα σερβικα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
123 Σκλέντζα λεπτό μακρύ ξύλο, ευλύγιστο που το εκτοξεύανε να «γυρίσουν» τα πρόβατα .Παίζανε και παιχνίδι σκλέντζα αλλά δεν θυμάται πώς (η φίλη)
sarant said
125 Όπως και είναι, δηλαδή
124 Ο Δημητρίου πρέπει να λέει για μελίκοκα.
Λοζετσινός said
122. ΕΦΗ – ΕΦΗ
Ευχαριστώ για τον κόπο που κάνατε και συ και η πατριώτισσα
αποχάκι. το ίδιο μας έλεγε και η μάνα μου όπως η δικιά της
Αφροξυλιά και τώρα θυμήθηκα και αβζιάς. τα αβζιάνθια μύριζαν ωραία. Το σαμπούκος πρωτη φορά το βλέπω
Κλιτσνάρια ναι και σε μας
αμούρες για μας τα τσαμπούρανα. Εγώ να τρώω αμούρες; μονολογούσε ο Κοτζιούλας.Τώρα θεωρούνται υπερτροφή.
Τη ντζιούτσκα απορώ πως και δεν την ξέρει κανείς.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Γκρέγκιζα, ένα δέντρο που από το ξύλο του, πολύ σκούρο σαν έβενος λέει κάνανε σφοντύλια, ρόκες, μικροξυλογλυπτική δηλαδή.
Μπίμτσα, η καταπακτή
Λοζετσινός said
126. Μοιάζουν αλλά δεν πρέπει να είναι αυτά. Τα περισσότερα μελίκοκα ήταν μικρά και ολοστρόγγυλα. Ελάχιστα ήταν τα κάπως μεγάλα και σίγουρα δεν έφταναν σε διάμετρο τα 18 χιλιοστά που λάθος έγραψα στο 123. Sorry
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Τα μελίκοκα είναι ψιλά, σαν τα μύρτα. Το 1/3 του κερασιού
Celtis australis, το επιστημονικό της όνομα.
και μελικουκιά (και μπλοκοκιά το είδα)
Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%AC
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα! Καθυστερημένη απόκριση…
Απ΄ όλες τις λέξεις, μόνο τα μπιρμπλιά (ως μπλεμπ(λ)ιά) ήξερα. Δεν ξέρω αν είναι προσφυγικό ή ευβοιώτικο, θα μπορούσε και τα δύο,
Η χαρακτηριστική ιστορία που θυμάμαι με τη λέξη είναι πως όταν η μάνα μου ήταν μικρή, βουτούσαν το χέρι σε ένα τσουβάλι με (κατοχικά) λεφτά, έπαιρναν όσα χωρούσε η χούφτα τους, κι αγόραζαν ένα μικρό χωνάκι μπλεμπλιά.
Τα οποία μπλεμπλιά, το στραγάλι δηλαδή, είναι καβουρντισμένο ρεβίθι. Έμαθα και την ετυμολογία σήμερα…
sarant said
Καλημέρα από εδώ!
130 Ο Κοτζιούλας ήθελε τις αμούρες, αλλά συλλογιόταν πως δεν ταιριάζει σε κάποιον που έχει έρθει από την πρωτεύουσα.
Εγώ, ένας κύριος ευγενής από την πόλη,
να τρώω αμούρες! τι παράξενο κι ετούτο,
σα να μην είχα ιδεί ποτέ μου τέτοιο φρούτο
που βγαίνει δίχως κέντρωμα ούτε περιβόλι.
dryhammer said
Καλημέρα!
Στους δικούς μου (μια και δεν ξέρω ποια είναι χιώτικα και ποια μικρασιάτικα), όταν γευόμαστε το πρωτόβγαλτο, «πασκάζαμε το προφαντό».
Τα στραγάλια ήταν στραγάλια και τα μαλακά στραγάλια «ζεβλεπιές»
Η πλάκα που σκότωνε πουλιά (και ποντίκια) ήταν «τσουνόπλακα»
Nestanaios said
124. «Αγριόμπουνες τα γκόρτσα»
Τι σύμπτωση! Στα ελληνικά ακόμα «αγραπιδιά» λέμε.
Πέπε said
Λεμπλεπιτζήδες:
Λιλιτσα (τονίστε κατά βούληση):
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα
112 Ναι, τώρα που το είδα το θυμήθηκα. Και στα μέρη μας τα αγίνωτα σύκα είναι λίθ (ενικό η λίθους).
136 Κι εδώ ομοιότητες (αναμενόμενο). Προφαντά τα πρωτοεμφανιζόμενα (και μάλλον πρώιμα). Αλλά το πασκάζω πάει στο τρώω κάτι το ιδιαίτερο, το εξαιρετικό, κάνω Πάσχα.
Και θυμήθηκα και τις ζαβλαπίδις, τα αφράτα στραγάλια. Σταφίδις μι ζαβλαπίδις από κέρασμα μέχρι μεζές για κονιάκ (μπράντι, με συγχωρείτε 🙂 ). Στραγάλια τα σκληρά (και αρμυρά). Αργότερα έγιναν όλα στραγάλια (μέχρι που εξαφανίστηκαν – σήμερα τριμμένο στραγάλι μόνο για τα κόλλυβα).
Δημήτρης Καραγιώργης said
Καλημέρα (ακόμα ήλιος 😉 )
1)Ποια η ετυμολογία του Κατσανο από τα Κατσανοχώρια; (εκτός κι αν είναι αναγραμματισμός από Καστανοχώρια). Το επώνυμο Κατσάνος, που μου είναι γνωστό, παράγεται από αυτό;
2) Η λέξη τα πίπκα (στον πληθυντικό πάντα) μου είναι γνωστή μόνο που την ξέρω με ανάποδη σημασία: μπρούμυτα κι όχι ανάσκελα. Θυμάμαι ακόμη τον σκεπατζή στο χωριό μου να φωνάζει από κάτω στα μαστορόπουλα, που ήταν σκαρφαλωμένα στη στέγη, «μια σειρά τ’ ανάσκελα κι ύστερα απ’ παν’ μια σειρά τα πίπκα» για τα κεραμίδια. Ποιο είναι τελικά το σωστό;
3)Το πολύ ξινό, ειδικά για τα άγουρα φρούτα, το άκουγα να το λέει η γιαγιά μου: «στραπίτς»
Και δεν είμαι από Ήπειρο, ίσως μια μακρινή γραμμή από την καταγωγή μου να είναι από την περιοχή της Μοσχόπολης.
dryhammer said
139β. Επειδή ήταν προφαντό ήταν εξαιρετικό και το πασκάζανε [τότε που τα φρούτα -κυρίως- τά ‘βρισκες μόνο στην εποχή τους]
Πέπε said
140
> Ποιο είναι τελικά το σωστό; […] Και δεν είμαι από Ήπειρο
Στην Ήπειρο, προφανώς, το σωστό δεν είναι αυτό αλλά το αντίθετο, ανάσκελα. Σ’ εσάς, όπου κι αν είναι αυτό, το σωστό είναι μπρούμυτα.
Δημήτρης Καραγιώργης said
142 <– Πέπε. Οι Γιαννιώτες δεν είναι Ηπειρώτες; Βρε τι μαθαίνει κανείς!! Για δες λέξη πιπκα παρακάτω:
https://egiannina.wordpress.com/2014/10/11/%CF%84%CE%BF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF/
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
142 Ναι, συμβαίνει:
τ΄απίστομα =μπρούμυτα,
» …σέρνουνε το κορμί σου τ΄απίστομα , τ΄ανάσκελα και το ποδοκυλιούνε.»
https://lexikolefkadas.gr/apistoma-epirr/
εντούτοις κατά τόπους λένε απίστομα το ανάσκελα
https://www.patrasnews.com/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%BB%CF%8C%CE%B3/
Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού) – Site Title said
[…] Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού) […]
Γιάννης Ιατρού said
144: Τ’ ανάσκελο» που έλεγε η αξεπέραστη Βασιλειάδου (στη «Θεία απ΄το Σικάγο» 😂)
nkatrivesis said
Για τις λέξεις δεν μπορώ να προσθέσω κάτι . Πάντως εάν βρεθείτε στα μέρη βραδάκι επισκεφθείτε την ταβέρνα του Καραμπά για κρεατικά , δεν θα χάσετε.
ΓιώργοςΜ said
Πίστομα
sarant said
148 Το συγκλονιστικό μικρό διηγημα του Θεοτόκη.
Πέπε said
143
> Οι Γιαννιώτες δεν είναι Ηπειρώτες; Βρε τι μαθαίνει κανείς!!
Δεν καταλαβαίνω το νόημα της ερώτησης. Εγώ είδα ότι οι Λοζετσινοί (περιοχή Ιωαννίνων) λένε «ταπίπκα = ανάσκελα» και εσείς (πού αλήθεια;) το αντίθετο, «τα πίπκα = μπρούμυτα», και αυτό ακριβώς σχολίασα: ότι το σωστό είναι διαφορετικό σε κάθε περιοχή.
Όσο για το λινκ, διαβάζω:
> πίπκα (τα) μπρούμυτα
> ταπίκπα ανάσκελα
…και ειλικρινά δεν ξέρω τι να συμπεράνω.
Πέπε said
150
> …και ειλικρινά δεν ξέρω τι να συμπεράνω
Α, άσε κατάλαβα… Χάζεψα λίγο όλο το γλωσσάρι, οθντκ.
Alexis said
Στο Ξηρόμερο γυρνάω κάτι ταπίστομα (ή τ’ απίστομα) δεν σημαίνει ούτε μπρούμυτα ούτε ανάσκελα, απλώς γυρνάω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω.
Π.χ. μία χελώνα θα πω ότι την γύρισα ταπίστομα όταν την γυρίσω ανάποδα, με το καύκαλο κάτω και τα πόδια πάνω.
Μία καρέκλα όταν την βάλω κάπου ανάποδα, με τα πόδια πάνω, όπως κάνουν στα καφενεία όταν τις μαζεύουν το βράδυ.
Υπάρχει και ρήμα απιστομάω (του ‘δωκε μια και τ’ απιστόμησε=του ‘δωσε μια και το αναποδογύρισε)
Πέπε said
152
Μα ανάσκελα δεν είναι αυτό με τη χελώνα ή την καρέκλα; Και άλλωστε τι διαφέρει το ανάποδα (με τα πόδια άνω) από το ανάσκελα (με τα σκέλη άνω);
Alexis said
#153: Λέγεται όμως και για άψυχα, όπου δεν υπάρχει κυριολεξία του ανάσκελα/ανάποδα, π.χ. γύρισε το ποτήρι του τ’ απίστομα (=το πάνω κάτω) για να μην του βάλουν άλλο κρασί.
Το ανάσκελα/μπρούμυτα εγώ προσωπικά θα το χρησιμοποιούσα μόνο για ανθρώπους, άντε και για κανένα ζωάκι, σκύλο, γάτα κλπ.
Πέπε said
154
Εντάξει, ας μην υπερβάλλω. Δεν είναι πλήρως ταυτόσημα το ανάποδα και το ανάσκελα. Το ανάποδα το λέμε επίσης:
-για τη μέσα πλευρά αντί της έξω (έβαλε την μπλούζα του ανάποδα)
-για κατεύθυνση προς τα πίσω αντί προς τα μπρος
-για την εκάστοτε άλλη πλευρά, χωρίς να υπάρχει καλή και κακή
-σε χαλαρή χρήση, αντί για το αντίθετα, το αντίστροφα κλπ.
Φαντάζομαι ότι το απίστομα δεν πάει για όλα αυτά, ίσως μόνο για το τρίτο, αλλιώς μόνο για το πάνω κάτω.
Dino said
σιορβίτσ’ < πρβλ. μακεδονικά суровица (surovica) = χλωρό ξύλο που το έχουμε ξεράνει για καύση, ξυλοκόπημα & βουλγάρικα суровица (surovica) = χλωρό ξύλο, χοντρή ράβδος, βέργα. Τόσο η μακεδονική, όσο και η βουλγάρικη λέξη, προέρχονται από το επίθετο суров (surov) = ωμός, χλωρός, ανεπεξέργαστος.
Από τη σλάβικη λέξη суровица (surovica) προέρχεται και η ηπειρώτικη λέξη šουρουβίτσια (τα) = ξηρά ξύλα, όχι πολύ μικρά, αλλά χειρόξυλα, την οποία καταγράφει ο Ε. Μπόγκας στο βιβλίο του "Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου" (τόμος πρώτος).
Dino said
ζντόκος < αλβανικά shtog (και διαλεκτικά shtok) = αφροξυλιά. Η αλβανική λέξη έχει περάσει και στα βλάχικα: shtog = αφροξυλιά
Dino said
Σκορτίτσα < βλάχικα σκουρτίτσã & šκουρτίτσã = λαχνός, κλήρος. Από το επίθετο σκούρτου/šκούρτου = κοντός, βραχύς
Dino said
Σούμπρο < βλάχικα σãμbουρ, σούμbουρ, σούμbρου = κουκούτσι. Η βλάχικη λέξη είναι ομόρριζη με τη ρουμάνικη sâmbure = κουκούτσι, λέξη που θεωρείται ότι προέρχεται από το παλιοβαλκανικό υπόστρωμα και συνδέεται με την αλβανική λέξη sumbull = στρογγυλό κουμπί, στρογγυλή σταγόνα.
Dino said
Μπούρμπος. Είναι η ίδια λέξη που αναφέρει ο Μπόγκας υπό τη μορφή μπούμπους (ο) = το στομάχι των πουλερικών. Λέξη που φαίνεται να είναι σλάβικης προέλευσης, πρβλ. βουλγάρικα баба (baba) = αμνιωτικός σάκος, λουκάνικο φτιαγμένο με παχύ έντερο γουρουνιού, πομάκικη διάλεκτος бабка (babka) = σπλήνα, μακεδονικά бапка (bapka) = πρόλοβος, λέξεις που ανάγονται στα πρωτοσλάβικα *baba = γιαγιά, γριά, μαία, τροφός. Από τα σλάβικα προέρχονται οι ιδιωματικές νεοελληνικές λέξεις αμπάμπκα (η) = το στομάχι της κότας (Δαμασκηνιά Κοζάνης), μπάμπα (η) = στομάχι (Επανομή Θεσσαλονίκης) και μάμα (η) = το στομάχι των πουλερικών (Ήπειρος, Μπόγκας). Οι λέξεις μπούμπους (ο) και μπούρμπος (ο) πρέπει νάναι απλά παραλλαγές των παραπάνω ιδιωματικών λέξεων.
Dino said
Λιλίτσι (σπόρος αφροξυλιάς), λιλιτσιά (αφροξυλιά). Στα βλάχικα λãλίτσã & λιλίκã = άνθος φροξυλιάς, λέξεις που πρέπει να είναι ομόρριζες με τη βλάχικη λέξη λιλίτσι = άνθος, λουλούδι. Ίσως άρα να είναι βλάχικα δάνεια και όχι αλβανικά, όπως αναφέρει ο Κ. Οικονόμου.
sarant said
156 κε
Ευχαριστούμε πολύ για τα πολύ χρήσιμα σχόλιά σας!
Γιάννης Μαλλιαρός said
https://www.skai.gr/news/travel/elliniko-ioanninon-to-agnosto-xorio-tis-ipeirou-me-ta-mystiriodi-diasparta-erga-texnis
Μαρία said
160
Η σλαβόφωνη θεία μου τον πρόλοβο της κότας τον έλεγε γκάσγκα.
sarant said
163
«Μιλάμε για το Ελληνικό Ιωαννίνων η Ελληνικόν όπως είναι και το επίσημο όνομα του.»
!!
Κιγκέρι said
160, 164:
Γκούσια είναι η λέξη που ξέρω εγώ για τον πρόλοβο των πτηνών – τη χρησιμοποιούμε απαξιωτικά και για το προγούλι των ανθρώπων:
– Πω πω, πώς πάχυνε έτσι η Έλλη, τι γκούσια είν’ αυτά που έκανε!
Μπάπκα ή μπάμπκα ξέρω το επιμετώπιο κόσμημα της καβακλιώτικης φορεσιάς:
https://lykeionellinidon.com/endymata-el/epimetopio-kosmima-950-2d-gr/
Missing Ink said
Περί υποτιτλισμών συνέχεια:
Το «στούφο» τον έχω συναντήσει μόνο στο Pulp Fiction (μέσα 90s, αλλά σινεμά ή TV?), στη σκηνή που ο Vincent Vega πηγαίνει να ψωνίσει κι ο ντίλερ διαφημίζει κάποιο απ’ τα καλούδια του ως «σκέτο στούφο». Αργότερα, όταν στο τέλος της βραδιάς η Mia Wallace θα βαρέσει OD, ο Βέγκα στην ερώτηση «Τι έπαθε;» θ’ απαντήσει «Στούφιασε!».
Πρόκειται για το μερακλή υποτιτλιστή που μας έδωσε και τα “hash bars” ως «χεράτα μπαρ» (;!) κ.ά. ’Ντάξει, έγραψε το άτομο, μας είχε…σημαδέψει (αν θυμάται κανείς ποιος-α ήταν ρίξτε μια ενημέρωση, χωρίς πλάκα, μ’ ενδιαφέρει).
Πολύ ωραίο το άρθρο btw. Κι αυτό το «λοζετσινές», έτσι…αλλόκοσμο.
Τριάντα και μία πολίτικες λέξεις (από αναρτήσεις της Νεκταρίας Αναστασιάδου) - Χάρης Μεταλλίδης said
[…] οικοσύστημα. Το τελευταίο από τα άρθρα αυτά ήταν οι λοζετσινές λέξεις, συνεργασία (φυσικά) του φίλου μας του […]