Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ξεδιάλεγμα

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2021


Συμπληρώνονται σήμερα 133 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με τη διαφορά ότι φέτος θα παρουσιάσουμε όχι μόνο κείμενα του Λαπαθιώτη αλλά και ένα βιβλίο αφιερωμένο στον ποιητή, μια σημαντική θαρρώ προσθήκη στη λαπαθιωτική βιβλιογραφία.

Το βιβλίο εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις Τύρφη και το υπογράφει ο Τάκης Σπετσιώτης, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης που έχει καθοριστικά συμβάλει στο να γίνει γνωστός ο Λαπαθιώτης στις νεότερες γενιές, αφενός με την ταινία του Μετέωρο και σκιά (1984) στην οποία βιογραφεί τον ποιητή, και αφετέρου με το εξαιρετικό βιβλίο του Χαίρε Ναπολέων, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ανθολόγηση ή συγκέντρωση των πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη -παθιασμένο και καλογραμμένο, είναι και βιογραφία, είναι και δοκίμιο, είναι τελος πάντων υποχρεωτικό ανάγνωσμα για κάθε έναν που αγαπάει τον Λαπαθιώτη.

Tο Ξεδιάλεγμα, όπως το λέει κι ο τίτλος του, είναι μια ανθολόγηση του Λαπαθιώτη -όχι όμως μόνο του ποιητή Λαπαθιώτη. Ο Σπετσιώτης ανθολογεί, πέρα από τα ποιήματα, και τα πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη, τους στοχασμούς του, τα σατιρικά ποιήματα, τα πεζά αφηγήματά του (διηγήματα ή νουβέλες), τις αυτοβιογραφικές του σελίδες, καθώς και συνεντεύξεις του. Ανθολογεί δηλαδή σχεδόν το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου (μένουν απέξω κάποια χρονογραφήματα και άλλα ελάσσονα) παραλείποντας το, όχι ασήμαντο αλλά πάντως διαφορετικής υφής, δοκιμιακό του έργο.

Σημαντικός είναι και ο εκτενής πρόλογος του Σπετσιώτη, με τίτλο Μακρύ ταξίδι με τον Λαπαθιώτη, όπου ο ανθολόγος εξηγεί τη λογική του εγχειρήματός του.

Ο Σπετσιώτης σε τούτο το εγχείρημα ακολουθεί θα έλεγα το πνεύμα του Λαπαθιώτη, ο οποίος είχε φανταστεί μιαν ανθολογία των κειμένων του, αντί της έκδοσής τους στο ακέραιο, και ο οποίος, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε παρά μία μόνο ποιητική συλλογή, με 50 ποιήματα (που, πάντως, την ονόμασε Πρώτη επιλογή) ενώ αργότερα, λίγα χρόνια πριν από την αυτοκτονία του, σχεδίασε αλλά ματαίωσε κι έναν δεύτερο τόμο.

Προσωπικά, καταλαβαίνω απόλυτα τη λογική της ανθολόγησης αλλά πιστεύω ότι δεν αναιρεί την ανάγκη να κυκλοφορήσει (σε χαρτί ή έστω ηλεκτρονικά) και το πλήρες έργο. Αυτό άλλωστε έκανα στα διηγήματά του, που τα εξέδωσα όλα (ή, τέλος πάντων, όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω) σε τρεις τόμους, αν και δεν είναι όλα στο ίδιο επίπεδο. (Παρεμπιπτόντως, ο Σπετσιώτης δεν εκτιμά ιδιαίτερα τα διηγήματα του Λ. και ανθολογεί μόνο 3 από αυτά, αν και ασφαλώς σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι τα πεζά πιάνουν περισσότερο χώρο κι έτσι δεν χώρεσαν πολλά στις 220 σελίδες του συνολικού έργου).

Θέλω να δώσω μερικά ακόμα ποσοτικά στοιχεία. Ο Σπετσιώτης ανθολογεί 77 ποιήματα του Λαπαθιώτη, αν μέτρησα καλά, από τα περίπου 225 του λαπαθιωτικού κόρπους. Από τα πεζά ποιήματα, ανθολογεί 30, από τα περίπου 120 που έχουν συγκεντρωθεί (στο Χαίρε Ναπολέων ο Σπετσιώτης δημοσιεύει 63, χωρίς όμως να επιδιώκει να τα συμπεριλάβει όλα, άλλωστε έχει και μερικά ακόμα διεσπαρμένα στη βιογραφική ενότητα του βιβλίου). Ανθολογεί με μεγαλύτερη γενναιοδωρία τους Στοχασμούς, που είναι θετικό διότι πρόκειται για ένα παραμελημένο κομμάτι του λαπαθιωτικού έργου.

Μ’ άλλα λόγια, και παρόλο που δεν συμμερίζομαι πολλές από τις κρίσεις του Σπετσιώτη, το Ξεδιάλεγμα είναι ένα καλό βιβλίο για να γνωρίσει κανείς τον Λαπαθιώτη και να προχωρήσει στη συνέχεια, αν το θελήσει, στο υπόλοιπο έργο του. Αξίζει να δείτε και την κριτική του Παναγιώτη Ελ Γκεντί για το βιβλίο του Σπετσιώτη, που έχει και μια σπάνια φωτογραφία του ποιητή από τα φοιτητικά του χρόνια.

Πριν προχωρήσω στα κείμενα του Λαπαθιώτη (διότι δεν θα είχε νόημα το επετειακό άρθρο χωρίς και κάτι δικό του), να εκφράσω μιαν επιφύλαξη για την επιμέλεια του βιβλίου. Δεν έχω κάνει συστηματικό έλεγχο, δεν προλαβαίνω καθόλου αυτές τις μέρες, αλλά όπως φυλλομετρούσα βρήκα έναν λαθεμένο τίτλο ποιήματος. Στη σελ. 55 Languere d’amour αντί για το σωστό Langueur d’amour. Αλλά και στα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα που θα διαβάσετε παρακάτω υπήρχε ένα «η αρχηγεία του … κινήματος» αντί για το σωστό «η αρχηγία». Τέλος πάντων, ίσως να βρήκα τα δυο μοναδικά λάθη του βιβλίου.

Παραθέτω τώρα λίγο περισσότερα από τα μισά (5 σελίδες από τις 9) αποσπάσματα που επέλεξε ο Σπετσιώτης από την αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη, αποσπάσματα που όλα τους αφηγούνται περιστατικά της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ως το 1910. Θυμίζω ότι η αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη, με τίτλο «Η ζωή μου», δημοσιεύτηκε αρχικά σε συνέχειες στο Μπουκέτο το 1940, και σταμάτησε (απότομα) στα γεγονότα του 1917, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940 και ίσως εξαιτίας αυτού.

Αυτοβιογραφικές σελίδες

Η ζωή μου

Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας

[…]

[…] Εγώ όμως παράλληλα μ’ αυτά άρχισα να γράφω ποιήματα και δράματα, που τα παράσταινα στο σπίτι, σ’ ένα αυτοσχέδιο μικρούλι θεατράκι, με χρωματιστά χαρτένια πρόσωπα και με σκηνογραφίες και αυλαία δικής μου, εντελώς, επινοήσεως! Έν’ απ’ αυτά τα έμμετρά μου δράματα έλαβε τύχη κάπως ιδιαίτερη: Μου το τύπωσε, για δώρο, ο πατέρας μου και το μοίρασα σε φίλους, άαόμα και σε μερικούς κα­θηγητές μου… Τίτλος του καθώς κι η υπόθεσή του ρωμαϊκής εμπνεύσεως αρχαίας: Νέρων ο Τύραννος, δράμα εις δύο πράξεις!

Έπαιζα ακόμα και κωμωδίες μονόπρακτες του Λάσκαρη, του Κορομηλά και του Αννίνου: Ήταν το Ζητείται υπηρέτης, ο Θάνατος του Περικλέους, η Ελενίτσα της οδού Αγχέσμου, κι άλλα. Μάζευα τα ξαδέρφια μου, αρσενικά και θηλυκά, κι έπαιζα μόνος μου όλα των τα πρόσωπα, κάνοντας τις διάφορες φωνές.

Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος, η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ’ το φλογερό τον έρωτά του:

Αλλά, Οκτάβίε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;
Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;

Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε:

Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Τις αφορμή σε θίγει;

Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ’ άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους […]

[…] Μια απ’ τις ταχτικές μας επισκέψεις ήταν, με τη μητέρα μου, και τότε και κατόπι, στο γειτονικό μας σπίτι – στην άλλη άκρη ακριβώς του τετραγώνου – της Σοφίας Τρικούπη, της αδελφής του Χαριλά­ου. Η μητέρα μου, καθώς το ξαναείπα, ήταν δεύτερή τους ανιψιά κι έζησε στο σπίτι τους μικρή επί καιρό. Την αγαποϋσαν εξαιρετικά κι οι δυο, κι είχαν αναλάβει τη μόρφωση και την ανατροφή της με μέριμνα τελείως πατρική. Έτρωγε πάντα δίπλα στον Χαρίλαο, που της δίδασκε, καλόβολα, το φέρεσθαι, την εθιμοτυπία στο τραπέζι. Κι ως τον καιρό ακόμα που παντρεύτηκε, την είχαν κλείσει σε διά­φορα σχολεία, στο αγγλικό παρθεναγωγείο του Χιλλ, στην Πλάκα, έπειτα στις Καλόγριες, και τέλος στο Αρσάκειο. Κι ο Χαρίλαος κι εμένα μ’ αγαπούσε, καθώς μου διηγόταν η μητέρα μου, αν κι εγώ δεν τον θυμούμαι ζωντανό, εκτός από την ύστατην εικόνα του νεκρού προσώπου του, στο φέρετρο, που έχω ήδη αναφέρει πιο μπροστά. Αλλά τη Σοφία, υστερότερα, την επισκεπτόμεθα συχνά, στο έρημο, κατάκλειστο, μαυροντυμένο σπίτι της, με τους λίγους κι εκλεκτούς του επισκέπτες – ιέρεια παράδοξη κι αθέατη της μνήμης του μεγάλου αδελφού της […]

[…] Ο πατέρας μου, συμμαθητής και φίλος του Αριστομένους Προβελεγγίου, με πάει σπίτι του να τον επισκεφθούμε. Εκεί συνάντησα και τον Πέτρο Ραΐση, το μεταφραστή του Χάινε, νεαρό λόγιο, λεπτόν, ωχρό, ψηλόν, που πέθανε λιγάκι υστερότερα στην ακμή της ηλικίας του και στην αρχή της αξιόλογης δράσεώς του. Κι ο Προβελέγγιος, ο γλυκός κι ευγενικός στους τρόπους και την έκφραση, με την ποιητι­κότατη μορφή, σε κάποια παρατήρηση, νομίζω του πατέρα μου, ότι η ποίηση πολύ μ’ απασχολεί, και θα ‘ταν ίσως πιο καλά να μετριάσω τους παιδιάστικούς μου οίστρους, του είπε: «Και αν έχει το δαιμόνιον;…». και με τη μητέρα μου κάποτε, όταν θέλαμε να τον αναφέρουμε, δε λέγαμε πιά τ’ όνομά του, αλλά γελώντας τον βαφτίσαμε «Δαιμόνιον» […]

[…] Μετά τις εξετάσεις και τις θερινές διακοπές που επακολούθησαν, ήρθε η εποχή να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα δεν είχ’ αποφασίσει τίποτε για το δρόμο που θ’ ακολουθούσα. Μερικές βολιδοσκο­πήσεις του πατέρα μου και της μητέρας μου αν θα ήθελα να γίνω στρατιωτικός η και ναυτικός, με βρήκαν αδιάλλαχτα αντίθετο και στις δυο αυτές απόψεις. Πρέπει να τονίσω ότι οι γονείς μου δεν με στενοχώρησαν ποτέ για να πάρω την απόφασή μου. Μ’ άφησαν ολότελα ελεύθερο να διαλέξω τη σταδιοδρομία μου. Ήταν βέβαιο πώς η μελλοντική μου ασχολία κι ο καθαυτό προορισμός μου θα ήταν η φι­λολογία. Αλλά τούτο, που ήταν ολοφάνερο, δεν απέκλειε την είσοδό μου σ’ ένα ορισμένο στάδιο, υποτιθέμενο βιοποριστικό, όπως έκαναν και κάνουν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου. Και βρισκόμουν, μαζί με τον πατέρα μου, μπροστά στο χτίριο του Πανεπιστημίου χωρίς να ‘χω αποφασίσει ακόμα τι θα κάνω.

«Ε, λοιπόν», μου λέει, «πού θέλεις να σε γράψω;».

Σκέφτηκα, και πέταξα στην τύχη:

«Άς γραφτώ στα Νομικά!».

Είχα ζυγίσει προηγουμένως όλες τις ενδεχόμενες σχολές, που θα μπορούσα να γραφτώ, και πίστεψα πώς η Νομική ήταν η πιο ενδεδειγμένη: δεν ήθελα να γίνω ούτε δάσκαλος ούτε φυσικομαθημα­τικός, ούτε, φυσικά, και θεολόγος! Όλ’ αυτά τα είχα ήδη αποκλείσει. δεν έμενε παρά η Νομική, γιατί αυτή μου άφηνε ελεύθερες κινήσεις για το μέλλον. Ας γραφόμουν μια φορά εκεί και βλέπαμε τί θα ‘κανα αργότερα…

Και γράφτηκα στα Νομικά, αν και λίγο συμπαθώντας τα κι εκείνα. Αλλά ήταν «το μη χείρον» άρα «βέλτιστον» […]

[…] Τον Κωστή Παλαμά πρωτογνώρισα περίπου τότε έτσι: Είχε προ­κηρυχθεί από το Πανεπιστήμιο ένας ποιητικός διαγωνισμός, δεν θυμάμαι για ποια περίσταση, κι ένα απόγευμα παρουσιάστηκα στη Γραμματεία να πληροφορηθώ τους όρους του. Με δέχτηκε ο Παλαμάς – Γενικός Γραμματεύς του Πανεπιστημίου επί πολλά χρόνια – στο γραφείο του. Με κοίταξε με τα βαθειά του μάτια, τα ερευνητι­κά, ανασηκώνοντας τα πυκνά του φρύδια, και περιεργαζόμενός με μ’ ενδιαφέρον (φαινόμουν δα για νεαρός ποιητάκος, αφού ζητούσα τέ­τοιες πληροφορίες), μου ’δωσε ό,τι ζητούσα ευγενικά, περιποιητικά, με καλοσύνη. Κι ένα άλλο απόγευμα, στο σπίτι τού Πολίτη, σε μια συ­γκέντρωση που απαγγείλαμε και παίξαμε και πιάνο, ήρθε κι η σειρά μου ν’ απαγγείλω κι εγώ κάτι. Απάγγειλα δραματικά κάποιο ποίημά μου, που επιγραφόταν «Ο Τρελός», και τελείωνε μ’ έναν κλαυσίγελω:

 Κι έχω απομείνει, μοναχά,
εγώ, ο τρελός! Χα, χα, χα, χα!

Όταν τελείωσα, ο Παλαμάς πλησίασε και μου ’σφιξε σιωπηλά το χέρι. Κι αυτό, το άφωνό του, θερμό συγχαρητήριο, με συγκίνησε, θυμάμαι, πολύ βαθύτερα παρά αν μου ‘λεγε κοινές φιλοφρονήσεις ή κι αν πρόφερε έστω και μια λέξη ενθαρρυντική κι επιεική! Και το λογάριασα αυτό με πιο ικανοποίηση, παρά τα τυπικά χειροκροτήματα της κατά­μεστης και φωτισμένης σάλας […]

[…] Σε κάποιαν απ’ αυτές τις παραδόσεις, ο Χρηστομάνος μάς ανήγγειλε πως την ερχόμενη φορά θα μάς παρουσίαζε τον παλιό του μα­θητή της «Νέας Σκηνής» και φίλο, ποιητή ‘Άγγελο Σικελιανό, που μό­λις είχε έρθει από την Αμερική, και που μου τον είχαν ήδη δείξει στην οδό Σταδίου, με τα ξανθά, ποιητικά, μεγάλα του μαλλιά και την αέτεια ματιά. Και πραγματικά, ο Σικελιανός ήρθε κι ο Χρηστομάνος μάς πα­ρουσίασε έναν-έναν στη σειρά, προτού μας απαγγείλει, όπως επρόκειτο, κομμάτια από τον Αλαφροΐσκίωτό του. Πρώτος ήμουν εγώ, και θυμάμαι ακόμα τα λόγια με τα οποία ο Χρηστομάνος υπογράμμισε τη σύστασή μας: «Ο κ. Ν. Λ., με τον οποίον, κάποτε αργότερα, θα συναντηθείτε και στις κορυφές του Παρνασσού!». Ο Σικελιανός μάς έσφιξε τα χέρια, κι άρχισε ν’ απαγγέλλει, με τη βροντερή, παλλόμενη, εντυπωσιακή, γνωστή φωνή του. Τα τζάμια των παραθυριών έτρε­μαν απ’ τον αδρό, μεστόν, αρρενωπό παλμό της! Αυτό το είδος της απαγγελίας, καθώς μας είχεν ήδη πει ο Χρηστομάνος, πρώτη φορά τ’ ακούγαμε και μείναμε κατάπληκτοι! Και τις τόσες, υστερότερα, φορές που μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ξανακούσω, το ίδιο ακα­θόριστο συναίσθημα εκπλήξεως και ταραχής εξακολουθούσε να μου δίνει, και θα μου δίνει πάντα υποθέτω […]

[…] Κάνοντας, όσο συντομότερα μπορώ, την ψυχολογική μου ανασκόπηση, ανακαλύπτω πως αυτό το αίσθημα είναι το κυρίαρχο, το μόνιμο, το θεμελιώδες της ζωής μου. Κι ένα φυσικό και συνεπές αι­σθηματικό του παρακλάδι, η βαθειά, βαθυτάτη, ανέκαθεν, αφοσίωση κι αγάπη μου στα ζώα. Τα ζώα, με την όψη που μάς δείχνονται, είναι οι πιο αδικημένοι σύντροφοί μας – τόσο αδικημένα κι απ’ τη φύση όσο κι απ’ τους ίδιους τους ανθρώπους: αδικημένα απ’ τη φύση πρώτα, γιατί τους λείπουν τ’ απαραίτητα εφόδια -τα ηθικά και υλικά μαζί- για ν’ αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους. Αδικημένα κι από τους ανθρώπους, που τα τυραννούν, τα κατατρέχουν και τα εκμεταλλεύονται σκληρά. Είναι πολύ ελάχιστοι οι άνθρωποι που τα συμπαθούν πραγματικά και που τα σέβονται αυτά καθ’ εαυτά, χω­ρίς ιδιοτέλειες και υπολογισμούς. Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ. Τ’ αγαπώ θερμά, ανυπολόγιστα – πιο θερμά και πιο πολύ κι απ’ τους ανθρώπους! […]

[…] Ένα πρωί, μόλις είχα ξυπνήσει, ο πατέρας μου μπήκε στην κρε­βατοκάμαρά μου και μας ανήγγειλε, εμένα και της μητέρας μου, ότι εξερράγη κίνημα στρατιωτικό, εναντίον της τότε κυβερνήσεως. Ήταν τότε αντισυνταγματάρχης, και πηγαίνοντας στην υπηρεσία του βρήκε τους στρατώνες άδειους κι όλο το στρατό μαζί με τους αξιωματικούς του φευγάτο στο Γουδί, όπου είχε εγκατασταθεί η αρχηγία του ιστορικού κινήματος. Αρχηγός όλης εκείνης της κινήσεως ήταν ο Νικόλαος Ζορμπάς, συνταγματάρχης του πυροβολικού και υποκινητής της.

Ο πατέρας μου, βολιδοσκοπημένος πρωτύτερα για να λάβει μέρος, είχε κρατήσει στάση επιφυλακτική, και ήταν από τους λίγους που δεν είχαν συμμετάσχει, αλλά ούτε, καθώς άλλοι, κι αντιδράσει. Και το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου με το μικρό μου φίλο, βρήκα το σπίτι μου κατάφωτο, κόσμο ν’ ανεβοκατεβαίνει, αξιωματικούς στη σάλα, και τη μητέρα μου στην πόρτα, που συγκινημένη μου ανήγγειλε: «Ξέρεις, ο πατέρας σου έγινε υπουργός!…». Και θυμάμαι που με φίλησε […]

[…] Λίγο πρωτύτερα, η λίγο υστερότερα, ήταν που ξέσπασε και το περίφημο, και ιστορικό πιά, σκάνδαλο της Ανεμώνης! Το σκάνδαλο αυτό έδειχνε την αθωότητα αλλά κι ακινησία της εποχής εκείνης, που οι παραμικρότερες κινήσεις των ανθρώπων έπαιρναν διαστάσεις, κι απασχολούσαν τις εφημερίδες, ελλείψει άλλων πιο σπουδαίων γε­γονότων. Η Ανεμώνη ήταν ένα περιοδικό νεανικό, συνηθισμένο, που το εξέδιδε μια τριάδα φιλολογικών νεοσσών – ο Γιάννης Μηλιάδης, ο αγαπητός μου σήμερα αρχαιολόγος, ο Σπύρος Σολάτσης, υπάλληλος βιβλιοπωλείου τότε (πέθανε νεότατος, μερικά χρόνια μόλις υστερότερα), κι ο Μπάμπης Οικονομόπουλος, λιγότερο ασχολούμενος με τη φιλολογία, κι έπειτα διά της Σχολής των Ευελπίδων αξιωματικός του Ιππικού. Με είχαν παρακαλέσει και μένα να τους δίνω πού και πού συνεργασία, έτσι όπως γίνεται συνήθως. Στο τρίτο φύλλο, η στο τέταρτο – δεν καλοθυμούμαι – έτυχε μια σύμπτωση περίεργη: όλα σχεδόν τα περιεχόμενά του, μηδέ της συνεργασίας τού Παλαμά και τοϋ Βλαχογιάννη εξαιρουμένων, μιλούσαν γι’ απολαύσεις, ή άφηναν υπαινιγμούς για ωραιοπάθειες. Ο Παλαμάς είχε ένα «Αμαρτωλό Τρα­γούδι»! Εγώ είχα το γνωστό, έκτοτε, και χιλιοειπωμένο:

Κι ήταν οι μπερντέδες κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι.

Και την άλλη μέρα, ο Τσοκόπουλος μ’ ένα χρονογράφημά του έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, καυτηριάζοντας την υλιστική κι ανήθικη ύλη του περιοδικού, και υποδεικνύοντας τ’ άτοπα που εγκυμονούσε, κυκλοφορώντας σ’ αθώα χέρια νέων! Ο Μελάς, στην «Εστία», επέπεσε δριμύτερος, με τον τίτλο: «Σάρκα! Σάρκα!»… Το πράγμα πήρε φωτιά αμέσως και στις άλλες εφημερίδες. Σάτιρες, βρισιές επακολούθησαν, τυμπανοκρουσίες υπέρ της ηθικής, πύρινα άρθρα, με στοιχεία κεφαλαία – και συγχρόνως συνεντεύξεις με τους δράστας, φωτογραφίες των διευθυντών και των συνεργατών της Ανεμώνης και, τελοσπάντων, γενική κατακραυγή! Μες στην παραζά­λη αυτή των επιθέσεων, άλλοι από τους υπευθύνους κρύφτηκαν κι άλλοι απάντησαν πολύ προκλητικά, υπερθεματίζοντας σε τολμηρές εκφράσεις. Βγήκε κατόπιν κι άλλο φύλλο – το τελευταίο της φτω­χής της Ανεμώνης – ακόμα τολμηρότερο κι εκείνο. Θρύλοι δημιουργήθηκαν κακόβουλοι, κι η υπόθεση πήρε όψη καθαρού κοινωνικού σκανδάλου! Και διαδόθηκε ευρύτατα ακόμα, πως εγώ ήμουν ο πραγ­ματικός διευθυντής, και πως μεταχειρίστηκα σαν όργανα, γι’ αριβιστικούς, κακούς σκοπούς, τα καημένα τα παιδιά που την εξέδιδαν…

Εγώ γελούσα με τις διαδόσεις, κι έκανα τον ταχτικό περίπατό μου τ’ απογέματα – και υπήρχαν άνθρωποι καλοί κι απλοϊκοί που έφριτταν με την αναίδειά μου! Αλλά υπήρξαν και οι λογικοί και οι δίκαιοι – οι φρόνιμοι και οι υπερασπιστές μας! […]

70 Σχόλια προς “Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ξεδιάλεγμα”

  1. dryhammer said

    Καλημέρα!
    Η ώρα άλλαξε!!

  2. Νέο Kid said

    2. Και τι ήθελες ρε φίλε δηλαδή; Να περιμέναμε ακόμα μία ολόκληρη ώρα για Λαπαθιώτη;
    Καλύτερα να μας στερήσουν το ψωμί, παρά τον Λαπαθιώτη! 🥴🤭

  3. Γιάννης Κουβάτσος said

    Χάρη στον Νικοκύρη και τον Σπετσιώτη, ο Λαπαθιώτης είναι ο πιο προβεβλημένος από τους ελάσσονες ποιητές, από τις «χαμηλές φωνές». Μέχρι και ταινία αξιώθηκε να γίνει. 😊

  4. sarant said

    Καλημέρα με την καινούργια ώρα, και όπως κάθε μα κάθε φορά έτσι και τώρα τα μπέρδεψα.

    2 Όπως τα λες. Ο Θεός να μας κόβει χρόνια και να δίνει ώρες δημοσίευσης του Λαπαθιώτη 🙂

  5. Νεσταναίος said

    Εγώ δεν νομίζω ότι συμπαθούσε πολύ τον πατέρα του. Θυμάται το φιλί της μητέρας του αλλά τίποτα για τον πατέρα του. Οι στρατιωτικοί της τότε εποχής κακοποιούσαν τη μητέρα των παιδιών τους με διάφορους τρόπους. Δυστυχώς.

    «Και το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας απ’ τον περίπατό μου με το μικρό μου φίλο, βρήκα το σπίτι μου κατάφωτο, κόσμο ν’ ανεβοκατεβαίνει, αξιωματικούς στη σάλα, και τη μητέρα μου στην πόρτα, που συγκινημένη μου ανήγγειλε: «Ξέρεις, ο πατέρας σου έγινε υπουργός!…». Και θυμάμαι που με φίλησε […]».

  6. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος θα είναι ο παππούς του αρχιτέκτονα, να υποθέσω;
    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CF%81%CE%BF%CE%B2%CE%B5%CE%BB%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82

  7. Καλημέρα
    1 Σωστά. Αλλά υπάρχουν και κάτι παραδόσεις 🙂 Όταν η ώρα αλλάζει, τις πρώτες μέρες ο Νικοκύρης μπλέκεται και τα βάζει νωρίτερα, αλλά αυτό δεν ενοχλεί. Απ’ την άλλη, αφού γυρίσαμε στην τυπική ώρα, η χρονοσήμανση των σχολίων γίνεται σωστά.

  8. Καλημέρα, πουρνό-πουρνό όλοι.

  9. sarant said

    6 Nαι, αυτός. Σιφνιός.

  10. Costas X said

    Καλημέρα !

    Συνήθης διάλογος, τις πρώτες μέρες της αλλαγής ώρας:
    – Ξύπνα, πήγε έντεκα η ώρα!
    – Με την παλιά, ή με την καινούργια;

    Λαπαθιώτης:
    «…και υπήρχαν άνθρωποι καλοί κι απλοϊκοί που έφριτταν με την αναίδειά μου!»
    Μάλλον εννοεί αυτούς που σήμερα αποκαλούνται μειωτικά «νοικοκυραίοι», no pun intended! 🙂

  11. Καλημέρα

    ώστε άλλαξε η ώρα ; κάτι η βαριά συννεφιά, κάτι που γυρίζουν αυτόματα τα ρολόγια στην σωστή, χαμπάρι δεν πήρα !
    Είμαι εκτός χρόνου, εκτός τόπου λίαν προσεχώς.

  12. sarant said

    10 Ναι, κάπως έτσι.

  13. ΓΤ said

    3@

    ‘που Σαραντάκου και Σπετσιώτ’
    έμαθ’ ου λαούς του Λαπαθιώτ’

  14. atheofobos said

    Ο Λαπαθιώτης δεν θυμάται πως το τεύχος της Ανεμώνης είχε βγει ως 3-4.
    Το τεύχος αυτό εδώ:
    https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/23162/Anemwni%20ar.%203%20-%204.pdf?sequence=3&isAllowed=y

  15. sarant said

    14 Α μπράβο!

  16. atheofobos said

    το γλυκό γλυκό Σου μάτι

    Γιατί στον παραπάνω στίχο του ο Λαπαθιώτης στο ποίημα του Κ΄ ΕΠΙΝΑ ΜΕΣ ‘ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΣΟΥ, στο πρώτο γλυκό βάζει βαρεία;
    Ο λόγος είναι αυτός που γράφει η Βίκυ;
    Η βαρεία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πολυτονική ορθογραφία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για να επισημάνει χαμηλότερο τονισμό από αυτόν της οξείας προφοράς.

  17. ΓΤ said

    16@

    λήγουσα δίχως να ακολουθεί εγκλιτικό

  18. sarant said

    16-17 Ακριβώς, στο δεύτερο θέλει οξεία επειδή υπάρχει το εγκλιτικό.

  19. Theo said

    Ο Σικελιανός μάς έσφιξε τα χέρια, κι άρχισε ν’ απαγγέλλει, με τη βροντερή, παλλόμενη, εντυπωσιακή, γνωστή φωνή του. Τα τζάμια των παραθυριών έτρε­μαν απ’ τον αδρό, μεστόν, αρρενωπό παλμό της! Αυτό το είδος της απαγγελίας, καθώς μας είχεν ήδη πει ο Χρηστομάνος, πρώτη φορά τ’ ακούγαμε και μείναμε κατάπληκτοι!

    Κάποτε όποιος απήγγειλε με στόμφο θεωρούνταν καλός ποιητής. Και νόμιζα πως αυτό το είχαμε κληρονομήσει από τον 19ο αιώνα, αλλά φαίνεται πως μας τον έφεραν κάποιοι φαντασμένοι εγωπαθείς στις αρχές του 20ου (μάλλον ταίριαζε με την εποχή που μεγάλωνε η Ελλάδα).

  20. Georgios Bartzoudis said

    Τί χρήσιμο μπορεί να έχουν οι «στοχασμοί» και το «πνεύμα» ενός δραπέτη της ζωής;; Εντάξει. Σε ένα «σύγγραμμα» μπορούν να υπάρχουν και «ουδέτερα» στοιχεία, ας πούμε ιστορικά ή λαογραφικά. Όμως, σε μια αρμάθα συλλογισμών αρκεί ένα «λαθάκι» να τα κάνει όλα στάχτη. (Οι μαθηματικοί το ξέρουν αυτό πολύ καλά).

  21. Ο Λαπαθιώτης (μην κάνω λάθος και γράψω το σωστό ΛαπΗθιώτης) ήταν κολλητός με τον κουνιάδο του αδελφού του πατέρα μου, τον Ιωάννη Χρ. Τσαγγαρίδη, που ήταν και αυτός από τη Λάπηθο. Ο Τσαγγαρίδης σπούδαζε χημικός αλλά τα εγκατέλειψε για το στράτευμα, όπου εξελίχτηκε σε (αντι-μεταξικό) Στρατηγό.
    Όλα ταιριάζουν σήμερα που ταξιδεύω για Πρέβεζα (όπου μένω σχεδόν απέναντι από το σπίτι το Καρυωτάκη).

  22. @ 13 ΓΤ

    Σουστά τα λιές.

  23. Χαρούλα said

    Καλημέρα!
    Αναμενόμενος μεν Λαπαθιώτης, ωραιότατος δε!
    ΑΝΕΜΩΝΗ
    https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/23162/Anemwni%20ar.%203%20-%204.pdf?sequence=3&isAllowed=y

  24. Costas Papathanasiou said

    Γεια και χαρά!
    Πολύ θα του άρεσε του Λαπαθιώτη, που ανθολογείται απ’ το αλωνάκι των κρυμμένων στο μισόφωτο της ποίησης ανθών, αφού πολύ συμπάθησε “…τ’ ανθάκια, τα λιγόχαρα/ κι ωστόσο μυροβόλα,- κι όλα όσα σβήνουν μες στο φως,/ κι όλα όσα φθίνουν, όλα”, αφού πλιότερο αγάπησε το κρύφιο άρωμα παντός θνητού παρά την θεία αίγλη των πολυελαίων, σάμπως να δήλωνε έτσι ότι ταίριαζε κι αυτός αργά το βράδυ ως ο “ἀνθῶν πάλι ἤ ἅλως ποτέ”—κερματισμένος “Ναπολέων Λαπαθιώτης”, νυχτολούλουδο σε αναγραμματισμό.

  25. Νέο Kid said

    0. 19. Ας προσθέσω λίγη λυρική επιστημονικότητα στην πεζή Λαπαθιωτιάδα…
    «Τα τζάμια των παραθυριών έτρε­μαν απ’ τον αδρό, μεστόν, αρρενωπό παλμό της!»
    Για να τρέμουν τα τζάμια των παραθυριών πρέπει να βρίσκονταν ένα μόλις βήμα πριν το συντονισμό και το συνεπακόλουθο σπάσιμο, πράγμα που σημαίνει ότι η φωνή του Σικελιανού είχε φτάσει τα 100 db (ντεσιμπέλ) ! Κι αν , οπως φαίνεται, η απαγγελία ήταν με γοργό ρυθμό, πα να πει ότι ο Σικελιανός ακουγόταν λίγο πιο δυνατά από ένα μεγάλο και ισχυρό μπλέντερ! What a joy!🙃😱

  26. Νέο Kid said

    19. 25. … άρα το «μείναμε κατάπληκτοι» που γράφει ο Λαπαθιώτης θα μπορούσε και να έχει τη σημασία «μείναμε θεόκουφοι»! Κουφαθήκαμε ρε παιδάκι μου! 😜

  27. sarant said

    21 A, αυτή την πληροφορία δεν την ήξερα. Για μάθε αν έχει τίποτα γράμματα ο Τσαγγαρίδης (δηλ. οι απόγονοι).

  28. Γιάννης Κουβάτσος said

    Απαγγελία Σικελιανού στα 65 του χρόνια:

  29. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @28. Φιλῶ τό χέρι σου, φιλῶ τόν ὦμο τό δεξό σου, φιλῶ τόν ὦμο τό ζερβό σου, Ποιητή!

  30. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Κώστα, κάπου -ποῦ;- πῆρε κάτι τό μάτι μου γιά ἀρρώστιες. Περαστικά!

  31. Theo said

    @28:
    Εντάξει, ο άνθρωπος ήτανε φευγάτος.

  32. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ἔμ!!! Ἀγαπημένε ποιητή τοῦ Νικοκύρη, πρός τί ἡ ἔκπληξι; Ἐν ἔτει 1910, στήν μιά σταλίτσα φουστανελοφοροῦσα καί βρακοφορεμένη Ἑλλάδα καί μέ τέτοιο ἐλευθεριάζον περιεχόμενο (..καί ὀνόματα, καί ψευδώνυμα) τῆς Ἀνεμώνης, τί άντιδράσεις περίμενες;; 🙂

  33. Theo said

    Και κάποιοι αγαπημένοι μου ποιητές διαβάζουν ποιήματά τους, έτσι, για να έχουμε κι ένα μέτρο σύγκρισης:

  34. Γιάννης Κουβάτσος said

    31:Κι όμως, Theo, ο Σικελιανός ίσως είναι ο πιο γνήσιος Έλληνας ποιητής, ο ποιητής με το πιο πηγαίο ταλέντο. Κι αυτό ασχέτως με το αν μας αρέσει και πόσο μας αρέσει η ποίησή του. Πόσες λυρικές ποιητικές συνθέσεις μπορούν να συγκριθούν με τον «Αλαφροΐσκιωτο»; Ακόμα και ο πολύ αυστηρός με την παλαιότερη ποίηση και τους ποιητές της Ελύτης υποκλίνεται στο ταλέντο του. Το να συγκρίνουμε δε την απαγγελία παλαιοτέρων ποιητών με την απαγγελία μεταγενέστερων δεν έχει νόημα, άλλες εποχές, άλλη νοοτροπία, άλλη αισθητική, άλλες απαιτήσεις.

  35. Γιάννης Κουβάτσος said

    Να αφιερώσω στον Πρόεδρο ένα μικρό διαμάντι του Σικελιανού, ένα ποίημα για έναν «δραπέτη της ζωής», τον Ατζεσιβάνο…

    Ἡ Αὐτοκτονία τοῦ Ἀτζεσιβάνο
    Μαθητῆ τοῦ Βούδα
    (1937)

    Ἀνεπίληπτα ἐπῆρε τὸ μαχαίρι
    ὁ Ἀτζεσιβάνο. K᾿ ἤτανε ἡ ψυχή του
    τὴν ὥρα ἐκείνη ὁλάσπρο περιστέρι.
    Κι ὅπως κυλᾶ, ἀπὸ τ᾿ ἄδυτα τοῦ ἀδύτου
    τῶν οὐρανῶν, μὲς στὴ νυχτιὰ ἕν᾿ ἀστέρι,
    ἤ, ὡς πέφτει ἀνθὸς μηλιᾶς μὲ πρᾷο ἀγέρι,
    ἔτσι ἀπ᾿ τὰ στήθη πέταξε ἡ πνοή του.

    Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δὲν πᾶνε.
    Γιατί μονάχα ἐκεῖνοι π᾿ ἀγαπᾶνε
    τὴ ζωὴ στὴ μυστική της πρώτη ἀξία,
    μποροῦν καὶ νὰ θερίσουνε μονάχοι
    τῆς ὕπαρξής τους τὸ μεγάλο ἀστάχυ,
    ποὺ γέρνει πιά, μὲ θείαν ἀταραξία!

  36. Theo said

    @34:
    Περί ορέξεως…
    Άλλο το ταλέντο, κι άλλο το πώς το χρησιμοποιεί ο καθένας.
    Προσωπικά ο Σικελιανός (είχε-δεν είχε ταλέντο) με κουράζει. Με κουράζουν και τα περισσότερα ποιήματα του Ελύτη (όχι τα πρώτα του) με τον βερμπαλισμό τους, κάτι που μοιάζει του Σικελιανού.

  37. Νέο Kid said

    Κανας καλός πειρατής που να μην κολλάει πολύ για να δω Πανάθα παίζει;
    Thanks in advance for any link provided !

  38. sarant said

    36 H αλήθεια είναι πως ο Σικελιανός λίγο διαβάζεται σήμερα -αλλά αυτό ισχύει για πολλούς.

  39. 6, … Ο Αριστομένης Προβελέγγιος θα είναι ο παππούς του αρχιτέκτονα, να υποθέσω; …

    Ήταν ο
    Προ-προ-προβελέγγιος

  40. @ 27
    Sarant

    Βέβαια, πρέπει να πληροφορηθώ.

  41. sarant said

    39 Όπου το όνομα Προβελέγγιος προέρχεται από το privileggio, υποθέτω

    40 Ωραία!

  42. … Κι αυτό, το άφωνό του, θερμό συγχαρητήριο, …

    Ενδιαφέρων ο ενικός «το συγχαρητήριο».
    Το λέμε σίγουρα ως επίθετο («το συγχαρητήριο τηλεγράφημα»), αλλιώς μάλλον «τα συγχαρητήρια».
    Γενικότερη αλλαγή χρήσης με τον χρόνο, ή ειδική χρήση του ποιητή;

  43. sarant said

    42 Eιδική, θα έλεγα.

  44. Γιάννης Κουβάτσος said

    48:Για όλους πλην Καβάφη. Μόνο αυτός διαβάζεται και από ανθρώπους που δεν διαβάζουν συστηματικά ποίηση.

  45. leonicos said

    Δυστυχώς, μόλις τώρα χαιρετε

    Κάτι σχετικ΄μα το χτεσινό αρνιόταν / αρνούνταν

    Μόλις αναγκάστηκα να γράψω ‘δικαιούνταν’ ως γ΄ενικό. Το δικαιόταν μου φάνηκε ασαφες

    Τώρα που το έγραψα εδώ, μου φαίνεται μια χαρά. Θα το αλλάξω και στο άλλο κείμενο

    δικαιόμουν / δικαιούμουν
    δικαιόσουν / –
    δικαιόταν / – δικαιούταν(Shit)
    δικαιόμασταν
    δικαιόσασταν
    δικαιόνταν / δικαιούνταν

    Trisb;arbara ta ellhnik;a toy

  46. Γιάννης Κουβάτσος said

    Το 44 στο 38. Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα ειναι μικρό και αυτό διαβάζει κυρίως μυθιστορήματα και βιβλία ιστορίας. Οι αναγνώστες της ποίησης είναι, πόσοι, λίγες χιλιάδες; Εξ ου και διαδίδονται τόσο εύκολα τα αποφεύγματα με κοελικούς στίχους που χρεώνονται στον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη… Άρα το ότι δεν διαβάζεται από πολλούς ο Σικελιανός σήμερα δεν σημαίνει τίποτα για την ποιητική του αξία. Μήπως διαβάζονται οι γίγαντες Σολωμός και Κάλβος; Καποια κορφολογήματα για ποστάρισμα στο φουμπού μόνο.

  47. leonicos said

    μποροῦν καὶ νὰ θερίσουνε μονάχοι
    τῆς ὕπαρξής τους τὸ μεγάλο ἀστάχυ,
    ποὺ γέρνει πιά, μὲ θείαν ἀταραξία!

    Oι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές, μεσ’ στα τείχη πού’χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει τις μεγαλες του στιγμές.

  48. dryhammer said

    Πόσοι δραπέτες της ζωής, φρέσκια δροσιά μυρίζουν
    και πόσοι ισοβίτες της ζέχνουνε πτωμαΐνη;
    Σε γης όπου ανεμπόδιστα όλα τα ρόδ’ ανθίζουν
    βάτα κι αγκάθια δε χωρούν. Το ξέρουνε κι εκείνοι.
    (D.H. 2021)

  49. Missing Ink said

    «Είμ’ ένα φύλλο του φθινόπωρου που πέφτει/ Είμ’ ένα στρώμα από φύλλα πεταμένα»… Ένα τραγούδι του Ντίνου Σαδίκη για καλό χειμώνα, σήμερα που άλλαξε κι η ώρα:

  50. leonicos said

    ;;

  51. leonicos said

    @ Θενκς Dryhammer

    Δώσε κι άλλα! Φαινεται πως είσαι ωραίος

  52. Α. Σέρτης said

    42/43

    Δεν προκύπτει «ειδική» χρήση του ουσιαστικού «συγχαρητήριο» από τον Λαπαθιώτη, αν κρίνει κανείς αφενός από το λήμμα του Ηπίτη («Συγχαρητήριον, το: η απευθυνομένη προς τινα ευχή διά προβιβασμόν, εορτήν κτλ» , Λεξικόν ελληνογαλλικόν, 1910) και από το ότι γραφόταν σποραδικά σε κείμενα 1850-1900 και βάλε.

  53. ΚΩΣΤΑΣ said

    Γρήγορο πέρασμα και στην ανάρτηση και στα σχόλια.

    Ωραία και εν πολλοίς πιπεράτη αυτοβιογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Εμένα μου αρέσει ο ΝΛ και επικροτώ την συνήθεια του Νικοκύρη να αναρτά, αραιά και που, 😉 θέματα που μιλάνε γι’ αυτό το πρόσωπο.

    Εντάξει, το έχω πει και άλλη φορά. Η ποίηση για μένα είναι γούστο. Καλό είναι ό,τι αρέσει σε μένα, τα άλλα μου είναι αδιάφορα.
    Κατάντησα να διαβάζω και να απολαμβάνω Βάρναλη, Κοτζιούλα, Λαπαθιώτη… και να είμαι αδιάφορος για Ελύτη, Σεφέρη, Σικελιανό…
    .

    Γιατρέ μου, Γιώργο, πάω καλά;
    (ευχαριστώ για το άλλο που ρώτησες, για την ώρα όλα είναι καλά).

  54. Γιάννης Ιατρού said

    53 (τέλος): Αφού ήταν επαρκώς εμβολιασμένος, όλα καλά θα πάνε Κώστα. Τις ευχές μου για τον γυιόκα σου😉

  55. ΚΩΣΤΑΣ said

    54 Ευχαριστώ! 😉

  56. sarant said

    52 Ωραία, στέκομαι διορθωμένος.

    Ποια γαλλική λέξη αντιστοιχεί στο «συγχαρητήριον, το» του Ηπίτη;

  57. Α. Σέρτης said

    félicitation

  58. sarant said

    57 Μερσί

  59. freierdenker said

    Η ποίηση είναι όντως πιο δύσκολη στην παλαίωση από την πεζογραφία. Δεν είναι τυχαίο οτι πολλοί από τους προπολεμικούς νομπελίστες που το έργο τους σήμερα είναι σχετικά άγνωστο ήταν ποιητές.

    Η εξήγηση που δίνω είναι οτι η ποίηση είναι πιο άχρονη ενώ η πεζογραφία συνδέεται πιο εύκολα με την εποχή της, και αυτό της δίνει μια μοναδικότητα. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, οπότε οτι συνδεθεί με μια συγκεκριμένη εποχή γίνεται ανεπανάληπτο.

    Αυτό φαίνεται και στο σημερινό κείμενο του Λαπαθιώτη. Ταπεινό, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες ή ιδιαίτερες λογοτεχνικές αρετές, αλλά καταφέρνει να σε γυρίσει 100 χρόνια πίσω.

  60. Κιγκέρι said

    Λοιπόν, το σπίτι του Λαπαθιώτη εμφανίζεται στην ταινία Νόμος 4000, όπως έμαθα από αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιντεάκι (από το 3:20 ως το 3:60 περίπου)

  61. Κιγκέρι said

    60: Ωχ, 3:59 έπρεπε να πω, είπα να το στρογγυλέψω, αλλά μου ξέφυγε ότι δεν λέμε 3:60!

  62. sarant said

    60 Τι ωραίο ντοκιμαντέρ!

  63. […] AgrinioStories | Πηγή […]

  64. Καλημέρα, καλή βδομάδα, καλό μήνα.
    60 – 61 Ευχαριστούμε. Εξαιρετικό κι όσο για το λαθάκι, ε, δεν έγινε και τίποτα.

  65. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Καλημέρα, Καλό μήνα! Λάμπει η γιαγιά μας η Αθήνα κι ετούτον τον μικρό Νοέμβρη (κι όποιον πάρει ο χάρος-να τα λέμε όλα με τον ανεξέλεγκτο κορονιό να σαρώνει 😦 )

    60 ωραίο και μελαγχολικό.

    Ας βάλουμε και το ντοκιμαντέρ-έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου ,όπως λέει ο ίδιος ο Τάκης Σπετσιώτης στη Σύνοψη :»χωρίς να το περιμένω, πριν αρκετά χρόνια, ξαφνικά, για την ΕΡΤ, μου παράγγειλαν ένα ωριαίο ντοκιμαντέρ – πορτραίτο του, στη σειρά «Εποχές και Συγγραφείς».

    Και μια συνέντευξη του συγγραφέα
    https://www.lifo.gr/culture/vivlio/napoleon-lapathiotis-epistrofi-ston-anexitilo-thrylo

  66. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    64 Παρεμβαίνει και ο Νικοκύρης

  67. sarant said

    64 Nαι μπράβο, καλά που το θυμήθηκες.

  68. […] Συμπληρώνονται σήμερα 133 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888. Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με τη διαφορά ότι… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2021/10/31/spetsiotis/ […]

  69. 66 67 Εγώ άσχετος, Δεν δικαιούμαι δόξα καμιά. Για το 65 λέτε.

  70. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    69 Για πες παραπονιάρικο
    ποιον ΄ν το παράπονό σου
    -πρώτη φορά γκρινιάρικο-
    ποιο είναι τ΄άδικό σου ; 🙂

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: