Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Μπήκε ο χειμώνας…

Posted by sarant στο 22 Δεκεμβρίου, 2021


Από χτες στις 6 μμ, που είχαμε το χειμερινό ηλιοστάσιο, μπήκαμε επισήμως στον χειμώνα -εννοώ όσους βρισκόμαστε στο βόρειο ημισφαίριο βέβαια, διότι οι άλλοι έχουν την αρχη του καλοκαιριού. Και βέβαια, η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει τον χειμώνα σε κάποια βορειότερη χώρα -δεν είναι έτσι ο ελληνικός χειμώνας, όχι τουλάχιστον στην Αττική.

Πάντως, ημερολογιακά ο χειμώνας θα διαρκέσει από χτες έως τις 20 Μαρτίου, που θα έχουμε την εαρινή ισημερία. Αυτές τις μέρες η νύχτα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου και η ημέρα τη μικρότερη: σήμερα ο ήλιος ανέτειλε στις 07.37 και θα δύσει στις 17.09, δηλαδή η μέρα θα διαρκέσει μόλις 9 ώρες και 32 λεπτά, απέναντι στις 14 ώρες και 28 λεπτά της νύχτας. Από αύριο-μεθαύριο θα αρχίσει η μέρα να τσιμπάει από ένα-δυο λεπτά κάθε εικοσιτετράωρο.

Βέβαια, στα δικά μας κλίματα στα μέσα Μαρτίου δύσκολα θα πει κανείς πως έχουμε χειμώνα -για να θυμηθούμε και την παροιμία, «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα» και, όπως συνηθίζουν οι παροιμίες να αλληλοδιαψεύδονται, «Μήτ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, μήδ’ ο Αύγουστος χειμώνας». (Αλλά να θυμόμαστε πως όταν βγήκαν αυτές οι παροιμίες ο Μάρτιος ήταν καμιά δεκαριά μέρες νωρίτερα).

Ακριβώς επειδή από σήμερα αρχίζει η μέρα να μεγαλώνει ή έστω σταματάει να μικραίνει, το ηλιοστάσιο ήταν μεγάλη γιορτή για τους παλιότερους ανθρώπους που δεν είχαν τις σημερινές ανέσεις κι έτσι δικαίως αντιπαθούσαν και φοβούνταν τα σκοτάδια και το κρύο του χειμώνα περισσότερο από εμάς. Οι Ρωμαίοι γιόρταζαν στις 25 Δεκεμβρίου, διότι τα χρόνια εκείνα τότε έπεφτε το ηλιοστάσιο, τον Sol Invictus, τον ακατανίκητο ήλιο, που από τη μέρα εκείνη θα άρχιζε το ταξίδι της επιστροφής του. Διόλου τυχαία λοιπόν η επιλογή της ημέρας των Χριστουγέννων.

Τόσα χρόνια που υπάρχει το ιστολόγιο, έχουμε γράψει άρθρο για τις άλλες τρεις εποχές, περιέργως όμως ο χειμώνας μάς ξέφυγε (ή μάλλον, δεν είναι και τόσο περίεργο: οι 21 και 22 Δεκεμβρίου είναι μέρες χριστουγεννιάτικες, οπότε συχνά αφιερώνονται σε άρθρα για τις λέξεις των γιορτών). Τέλος πάντων, το χρέος το ξοφλάμε σήμερα, που θα λεξιλογήσουμε για τον χειμώνα.

Η λέξη «χειμώνας» της νέας ελληνικής προέρχεται από την αρχαία «χειμών», όταν, τον μεσαίωνα, η αιτιατική (τον χειμώνα) έδωσε νέα ονομαστική. Η αρχαία λέξη σήμαινε ό,τι και η σημερινή, είχε όμως και την επιπλέον σημασία «χειμωνιάτικος καιρός, θυελλώδης καιρός». Τη βρίσκουμε ήδη στον Όμηρο, ας πούμε «χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν επί χθονί» δηλαδή «[σημάδι] βαριού χειμώνα αβάσταγου, που των ξωμάχων κόβει κάθε δουλειά» [Ρ549] στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή.

Ως προς την ετυμολογία, η λέξη «χειμών» θεωρείται παράλληλος τύπος της λέξης «χείμα» (με περισπωμένη), που σήμαινε «ψύχος, παγετός» και στη συνέχεια χειμώνας (χείματος ώρη στον Ησίοδο), που ανάγεται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gheim, «χειμώνας – παγετός, χιόνι». Άλλωστε και η ίδια η λέξη «χιών» στην ίδια ρίζα ανάγεται, όπως και η χίμαιρα, που αρχικά σήμαινε την κατσίκα που είχε γεννηθεί τον προηγούμενο χειμώνα και μετά πήρε τη σημασία του μυθικού τέρατος», αλλά και ο χείμαρρος.

Από την ιδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα έχουμε επίσης το λατινικό hiems (χειμώνας) και hibernus (χειμερινός) και από τη φράση hibernus tempus, χειμερινός καιρός, προήλθαν οι αντίστοιχες λέξεις hiver των γαλλικών, inverno / invierno των ιταλικών-ισπανικών. (Το αγγλικό και γερμανικό winter ανάγονται σε γερμανική ρίζα που ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα *wend-, κατά λέξη «η υγρή εποχή»).

Κι επειδή όταν λέμε «ινδοευρωπαϊκός» συχνά ξεχνάμε το πρώτο συνθετικό, να πούμε ότι και το τοπωνύμιο Ιμαλάια απο την ίδια ρίζα προέρχεται κατά το πρώτο του μέρος, αφού το σανσκριτικό himalayah σημαίνει «κατοικία του χιονιού» (himah το χιόνι).

Χειμέριος, λοιπόν, ο χειμωνιάτικος, λέξη επίσης αρχαία που την ξέρουμε από το «χειμέρια τα πράγματα» στους Αχαρνής του Αριστοφάνη και του Σαββόπουλου. Οι αρχαίοι κάμνανε διάκριση ανάμεσα στο «χειμέριος» που σήμαινε «χειμωνιάτικος» με τη μετεωρολογική σημασία, κρύα και βροχές, και τη «χειμερινός» που σήμαινε «χειμωνιάτικος» με την ημερολογιακή σημασία δηλ. τους μήνες του χειμωνα, αλλά σταδιακά αυτή η διάκριση, όπως τόσες άλλες, κάηκε.

Από την αρχαιότητα έρχεται και το «χειμάδιον», που έγινε στη νεότερη γλώσσα «χειμαδιό». Όσο για το ρήμα «χειμάζομαι» που είχε την αρχική σημασία «περνάω τον χειμώνα», ήδη από την αρχαιότητα πήρε τη σημασία «βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι», και αυτή η σημασία έχει επιβιώσει στη σημερινή γλώσσα, όπου λέμε π.χ. «η χώρα χειμάζεται από εσωτερικές έριδες» (το παράδειγμα από το ΛΚΝ).

Να σημειώσουμε και το χειμωνικό, όπως έλεγαν παλιότερα σε πολλα μέρη το καρπούζι -δείτε το παλιό μας άρθρο. Ο λόγος είναι ότι τα καρπούζια, και ιδίως τις όψιμες ποικιλίες με το παχύ φλούδι, τον παλιό καιρό στα χωριά ήξεραν να τα διατηρούν μέχρι τα Χριστούγεννα και βάλε («τα χειμωνικά τα κρέμασε στο μεσοδόκαρο» γράφει κάπου ο Πρεβελάκης)  –όχι όπως τώρα που τα φέρνουμε αεροπορικώς από τη Χιλή καταχείμωνο και κοστίζει ο κούκος αηδόνι.

Να σημειώσουμε επίσης τον μεσαιωνικό λαϊκό τύπο «χειμός», π.χ. στον Βάρναλη: «Μα σαν επλάκωνε χειμός, μας έπιανε βαρύς θυμός» αλλά και στα ποντιακά (Τρυγομηνάς, χειμός καιρός, και χιόνια σα ραχία»). Κι ο Βιζυηνός έχει γράψει «ο κυρ Χειμός ο τύραννος».

Εύλογα ίσως, ο χειμώνας έχει μεταφορικά πάρει τη σημασία της τρίτης ηλικίας (ο χειμώνας της ζωής) και θεωρείται σύμβολο της θλίψης («μπήκε χειμώνας στη ζωή μου»).

Παλιότερα, το πλησίασμα του χειμώνα σήμαινε πολλές φροντίδες για κάθε σπιτικό, όπως και προμήθειες που έπρεπε να γίνουν, κυρίως σε τρόφιμα αλλά και καύσιμα για τη σόμπα, το μαγκάλι ή το τζάκι. Μπήκε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τάχει χάσει, και παλτουδιά καινούργια τρέχει ν’ αγοράσει, τραγουδούσε ο Στράτος, θαρρώ το 1946.

Στην εποχή μας, οι ανέσεις του πολιτισμού κάνουν πολύ ευκολότερη τη διαβίωση τον χειμώνα, ενώ και οι πολλές γιορτές την κάνουν και ευχάριστη. Κι έτσι, στα κοινωνικά μέσα βλέπει κανείς μια από τις αστείες διαμάχες να είναι αυτή ανάμεσα σε «χειμωνάκηδες» (που τους αρέσει ο χειμώνας) και σε «καλοκαιράκηδες». «Πονάτε χειμωνάκηδες, που μεγαλώνει η μέρα από σήμερα;» έγραψε κάποιος χτες στο Τουίτερ.

Βέβαια, σε συνθήκες πανδημίας, ακόμα και στην παραδοσιακά ευχείμερη Αττική τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα, καθώς αυτή η ρημάδα η κορόνα δυσκολεύει τις συναθροίσεις, ακόμα και τις οικογενειακές. Τον χειμώνα τούτο, άμα τον πηδήξαμε, για άλλα δέκα χρόνια άντε καθαρίσαμε» (ή κάπως έτσι) τραγουδούσε ο Σαββόπουλος, αλλά αυτό ήταν την προηγούμενη χιλιετία. Τώρα, ποιος ξέρει τι θα φέρει ο χειμώνας…

ΥΓ Διαπιστώνω πως ξέχασα να αναφερθώ στα πολλά ποιήματα για τον χειμώνα -αλλά θα επανορθώσετε εσείς στα σχόλια, είμαι βέβαιος.

Επίσης, μην ξεχνάτε την ψηφοφορία για τη Λέξη της Χρονιάς, στην ωραιότατη ειδική μας σελίδα.

306 Σχόλια προς “Μπήκε ο χειμώνας…”

  1. Κουνελόγατος said

    Μιχάλης Γενίτσαρης ή όχι; Καλημέρα, ευχαριστούμε.

  2. Κουνελόγατος said

    ΓΜΤ. Τούντας και Κοφινιώτης. Γερνάω και ξεχνάω…

  3. Πάνος με πεζά said

    Καλημέρα !

  4. ΓΤ said

    Γιώργος Χειμωνάς

  5. Αντώνης said

    Καλημέρα.
    Και βέβαια, ως γνωστόν, ο χειμώνας έδωσε και το κιμονό:

    Καλό σας χειμώνα!

  6. dryhammer said

    Και με τις φετινές τιμές της ενέργειας, χύμα στα χείμα κι όποιος ζήσει

  7. ΓΤ said

  8. venios said

    Και βέβαια από το χειμώνα βγαίνει και το γιαπωνέζικο κιμονό.

  9. Καλημέερα με το αυθεντικό του τίτλου

  10. dimopal said

    καλημερα, βρηκα πορτα για το χειμωνα

  11. και μια σπέσιαλ καλημέρα στον Λεόνικο :

  12. sarant said

    Καλημέρα -και καλό χειμώνα. Ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    5-8 Παράλειψη του άρθρου, να μην επισημάνει την ετυμολογία του κιμονό! 🙂

  13. Στελλα Μοοχονά said

    Μου λύσατε μια απορία που είχα χρόνια – στην Κεφαλονιά το καρπούζι το λένε χειμωνικό και κανείς δεν μπορούσε να μου εξηγήσει γιατί. Ευχαριστώ!

  14. Spiridione said

    Από την αρχαιότητα έρχεται και το «χειμάδιον», που έγινε στη νεότερη γλώσσα «χειμαδιό».

    Και στην ακόμα πιο νεότερη γλώσσα έγινε χυμαδιό 🙂

  15. ΚΑΒ said

    Καλό χειμώνα λοιπόν και εύχομαι να τον περάσομε ανώδυνα.

  16. Alexis said

    #11: Μπλακ χιούμορ:

    Ερ.: Ποια είναι η ιατρική ειδικότητα με το λιγότερο άγχος;
    Απ.: Ο ιατροδικαστής. Δεν κινδυνεύει ποτέ να του πεθάνει ο ασθενής του.

  17. Alexis said

    Ξέρουμε σίγουρα ότι το χειμωνικό ετυμολογείται από το χειμώνα;
    Το έχω δει γραμμένο και «χυμονικό»
    Βέβαια κι εμένα πιο πιθανή μου φαίνεται η σύνδεση με το χειμώνα παρά τον χυμό.

  18. sarant said

    13 Πολύ χαίρομαι!

  19. ΓΤ said

    17@
    https://lexikolefkadas.gr/cheimoniko-to-kai-chymonik-kai-chimonik/

  20. Alexis said

    #19: Κουρλολευκαδίτες! Το γράφουν όπως ‘νάναι! Χυμαδιό! 😆

  21. ΚΑΒ said

    Μικρά πράσινα σύκα που αρχίζουν να ωριμάζουν από τον Σεπτέμβρη λέγονται στο νησί χειμωνικά.

  22. Παναγιώτης Κ. said

    Ωραία η χριστουγεννιάτικη κάρτα!
    Ένα περίεργο πράγμα. Ενώ απολαμβάνω τους πίνακες που δείχνουν χιονισμένα τοπία, δεν μου αρέσει η ζωή στα χιόνια.
    Χόρτασα…χιόνια επί δώδεκα χρόνια και άλλο δεν θέλω!

  23. LandS said

    @0 Η αρχαία λέξη … είχε όμως και την επιπλέον σημασία «χειμωνιάτικος καιρός, θυελλώδης καιρός»

    Και η μάνα μου έλεγε «κάνει χειμώνα», «έπιασε χειμώνας» και εννοούσε τον καιρό όχι την εποχή. Άλλο το «ήρθε ο χειμώνας» που το έλεγε ταυτόχρονα ημερολογιακά και καιρικά.

  24. spyridos said

    Πριν 5 λεπτά ακριβώς.
    Πάγωσαν οι κερασίτσες.

  25. sarant said

    22 Κι εγώ τα πραγματικά χιόνια τα έχω βαρεθεί, οταν έχουμε στο Λουξεμβούργο εκνευρίζομαι.

  26. Reblogged στις anastasiakalantzi50 http://www.proz.com/profile/3341470.

  27. ΚΑΒ said

    Ειρήσθω εν παρόδω, σήμερα γιορτάζει η Αναστασία η φαρμακολύτρια και θυμίζω το σχετικό διήγημα του Παπαδιαμάντη και τη φράση που θα τον χαροποίησε:Υπαγε, ανίατος ο πόνος στη ζωή σου.
    Πόνος ερωτικός

  28. Πάνος με πεζά said

    Πολύ παλιά αναλαμπή που μου ήρθε, αλλά πρέπει να έχει βάση : τη δεκαετία του 90 που δούλευα σε μια πολυκατοικία του 1940 στα Εξάρχεια, τα σώματα των καλοριφέρ είχαν έναν ορειχάλκινο διακόπτη, με μια μαύρη μανέλα (μοχλό), και με τις δύο ακράιες ενδείξεις «ΧΕΙΜΩΝ – ΘΕΡΟΣ».
    Επιβεβαιώστε αν έχετε δει κάτι τέτοιο, σε παλιές πολυκατοικίες του κέντρου.

  29. 28 Νομίζω τις έχω δει κάπου, κάποτε.

    Και ένα της Λένας Πλάτωνος:

  30. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Καλό μας χειμώνα! Πασπαλισμενη στις κορφές και η Παρνηθα και η Πεντέλη χιονάκι, σηματοδότησαν το έμπα του. Νά σφίξουνε τα φρύα, έλεγε ο πατέρας μου.

    Ξεχειμωνιάζω
    Εγώ μαι απού τον ήβαλα
    το διάολο στην τρύπα
    Και τονε ξεχειμώνιασα
    μ ενα κομματι πίτα

  31. Κιγκέρι said

    >>…Χειμέριος, λοιπόν, ο χειμωνιάτικος, λέξη επίσης αρχαία που την ξέρουμε από το «χειμέρια τα πράγματα» στους Αχαρνής του Αριστοφάνη και του Σαββόπουλου.

    Από τη χειμερία νάρκη την ξέρω εγώ τη λέξη.

    Επίσης, εμείς συνηθίζουμε την έκφραση «χειμώνα καιρό» για επίφαση, π.χ:
    «Πού πας παιδί μου με το πουκαμισάκι, χειμώνα καιρό; Βάλε το μπουφάν σου».
    ενώ με τις άλλες εποχές δεν χρησιμοποιούμε τον ίδιο σχηματισμό.

  32. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Καλημέρα! Κι αν έχουμε Αναστασίες που έχουν διαλέξει να γιορτάζουν σήμερα ΧΡΟΝΙΑ τους ΠΟΛΛΑ!

    17+19.
    Σίγουρα με χει- το γράφουν (από μσν. λέει ο Μπαμπι.), αλλά και μένα μου φαίνεται κάπως αταίριαστο. Παρά το ότι, βέβαια, και τα καρπούζια και –κυρίως- τα πεπόνια μπορούν να διατηρηθούν και τον χειμώνα, κρεμασμένα από τα δοκάρια… Τα θυμάμαι στο σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό!

    21.
    Χειμωνικά σύκα ναι, χειμωνικά αχλάδια ναι, αλλά χειμωνικά χειμωνικά (=καρπούζια);;;! 🙂

  33. odinmac said

    0:
    «Πάντως, ημερολογιακά ο χειμώνας θα διαρκέσει από χτες έως τις 20 Μαρτίου, που θα έχουμε την εαρινή ισημερία. Αυτές τις μέρες η νύχτα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου και η ημέρα τη μικρότερη»
    Ναι αλλά έτσι όπως το διατυπώνεις Νίκο φαίνεται να εννοείς πως μόνο αυτές οι μέρες (εικοσιτετράωρα) έχουν μεγαλύτερη νύχτα.
    Νομίζω πως μια καλύτερη διατύπωση θα ήταν: Ήδη, από την χειμερινή ισημερία, η νύχτα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου και η ημέρα τη μικρότερη (εώς την εαρινή ισημερία)

  34. @ 16 Alexis

    Δηλαδή «δικαστίατρος» όπως «ποταμόιππος». 🙂

  35. ΓΤ said

    0#

    Εγώ απορώ που ξεχάστηκε ο «Χειμώνας» του ογκόλιθου Βάρναλη…

  36. Κιμονό ή χειμωνό; 🙂

    Ναι, ναι… διαψεύδοντας πάλι τον Γκας (Κώστα) Πορτοκάλο που υπερηφανεύεται για τη μεγάλη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, να πούμε πως η λέξη «κι-μονό» 着物 περιέχει τη ρίζα ki- από το ρήμα 着る (ki-ru) που σημαίνει «φορώ» και την πολύ διαδεδομένη λέξη 物 (mono) που σημαίνει «πράγμα». Η σημασία της, δηλαδή, είναι ακριβώς «φόρεμα».

  37. Κιγκέρι said

    33: >>…Ήδη, από την χειμερινή ισημερία..

    Φθινοπωρινή.

  38. leonicos said

    «Μήτ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, μήδ’ ο Αύγουστος χειμώνας».

    Μάρτη, παλουκοκαύτη. Επειδή το ξαφνικό κρύο τον άφησε χωρίς ξύλα και αναγκάστηκε να κάψει τον φράχτη (ή κάποιος ανάλογος νατσουλισμός)

  39. leonicos said

    Οι αρχαίοι κάμνανε διάκριση

    έχεις ξεμείνει στο ‘μν’ του κάμνω;

    Απίστευτο.

    Σωστό, εφόσον έτσι το θέλεις, αλλά απίστευτο

  40. ΞΥΠΕΤΑΙΩΝ said

    Αυτος ο βομβαρδισμος του ΓΤ με απαξιωτικα σχολια στο παρον ιστολογιο για τον Βαρναλη αν δεν ειναι ασεβεια ειναι
    τουλαχιστον απρεπεια προς το προσωπο του κ.Σαραντακου που εχει αφιερωσει πολυ χρονο και κοπο στο εργο του συγκεκριμενου συγγραφεα.

    ΥΓ Ειμαι σιγουρος οτι η απαντηση του ΓΤ θα ειναι πολυ ευρηματικη και θα συγκεντρωσει πληθος επαινετικων σχολιων οπως παντα.

  41. leonicos said

    Δεν νομιζω πως τοση ώρα δεν τα έχουν πει

    αλλά δολίως δεν διαβάζω τα σχόλια, για να φανώ κι εγώ έξυπνος

    χειμαδιά, οι καλύβες που χρησιμοποιούν οι τσομπάνηδςς τον χειμώνα όταν κατεβαίνουν από τα βουνά να
    ξεχειμωνιάσουν στον καμπο, όταν οι αρκούδες, οι χελώνες (και δεν θυμάμαι τι άλλο) πέφτουν σε
    χειμερεία νάρκη

  42. odinmac said

    37 Ε ναι!

  43. leonicos said

    16 Αλέξη

    #11: Μπλακ χιούμορ:

    Ερ.: Ποια είναι η ιατρική ειδικότητα με το λιγότερο άγχος;
    Απ.: Ο ιατροδικαστής. Δεν κινδυνεύει ποτέ να του πεθάνει ο ασθενής του.

    Ακόμα πιο μπλακ

    Όταν κάνει πραγματογνωμοσύνη σε εκταφή 40 ημερών

    Έχουν και οι ιατροδικαστές κάποιες δυσκολίες

  44. leonicos said

    Δεν έχω σακούλες να μοιράσω

  45. ΓΤ said

    40@

    Το #35 είναι ύμνος στο έργο του Βάρναλη. Και πολύ σωστά ο Σαραντάκος μόχθησε για το έργο και όχι για τον βίο.
    Και εγώ είμαι ο παράταιρος που ασχολούμαι με τα έργα του βίου.

  46. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    44# Δεν πειράζει, τα κοψίδια του #43 δεν θα τα τυλίξουμε για το σπίτι, θα τα φάμε επί τόπου.
    (μπλακ δεν ήθελες? πάρε νάχεις, χεχε).

  47. voulagx said

    Ηλεκτρικός Χειμώνας του Βιβάλντι: https://www.youtube.com/watch?v=SHxwrRn-MzU

  48. Μυλοπέτρος said

    Στη Χίο έχουμε τα άνυδρα που τα λέμε πεπόνια. Μεταξύ αυτών είναι και τα χειμωνιάτικα. Αυτά αφού τα πιάσουν με σπάγκο τα κρεμάνε από το ταβάνι. Κρατάνε μέχρι τέτοια εποχή. Και κάτι άλλο. Είναι νοστιμότατα, όπως όλα τα άνυδρα άλλωστε.

  49. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Να μην αφήσουμε παραπονεμένο τον ΓΤ

    Χειμώνας
    Και στ’ άσπρα νέφη τώρα μολυβένια,
    στη μολυβένια γης πὄγινεν άσπρη
    τηράω ενός πολέμου σκληρήν έννοια,
    μα θά ’ρθει της ανοίξεως χρυσό τ’ άστρι,

    το πάντοτε για την καρδιά μου ξένο,
    που θά βρει το μυαλό μου αναλυμένο!

  50. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μια που σήμερα έχει αφιέρωμα στον αγαπητό μου ποιητή Λάμπρο Πορφύρα…

    «Χειμωνιάτικα δέντρα»

    Tα σκοτεινά φυλλώματα στα πεύκα αργοσαλεύουν,

    σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν’ ανέβουν,

    κι ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ’ άδεια βογγάει λαγκάδια

    σα μουσικός αντίλαλος από βαθιά πηγάδια.

    Mαζί τους κάτι ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν

    τρελλά μια χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,

    όπου τα γέρνει ο άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως

    απ’ το βουβό τους σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.

    Kαι στον καθρέφτη του νερού, που σαν την καταχνιά,

    κάποτε -τ’ ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-

    τον κήπο της Nεράιδας εστρώναν τα κλωνιά

    τίποτε τώρα στα θολά δεν απομένει βύθη.

    Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε

    τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,

    τον κήπο της Nεράιδας σβημένο νοσταλγούνε

    και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,

    Ω! κι όλο σκύβουν στα νεκρά νερά τα βουρκωμένα,

    ω! κι όλο σειούνται κι έχουνε μες στον πικρό βοριά

    τα ίδια τα κινήματα, τ’ αργά κι απελπισμένα,

    που ‘χομε μες στη λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.

  51. Γιάννης Κουβάτσος said

    50: Αφιέρωμα η ΕΡΤ στις 8μ.μ.,συμπληρώνω.
    Κι αφού Σαχτούρη θα αναρτήσει ο Theo, ας βάλουμε και Τάκη Βαρβιτσιώτη…

    «Ο χειμώνας περίλαμπρος»

    Ο χειμώνας περίλαμπρος
    Απλώνεται εδώ χάμου
    Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
    Σα μια λάμπα που φωτίζει
    Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
    Αποτυπώματα παγωμένα

    Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
    Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
    Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
    Ένας μανδύας από χιόνι
    Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
    Μια λάμψη φιλντισένια

  52. ΓΤ said

    49@

    Μόνο η κουζίνα;

  53. Αγγελος said

    Odinmac (33), έτσι που το λες είναι ακόμα χειρότερο. Όταν ο Νικοκύρης έγραψε «Αυτές τις μέρες η νύχτα…», εννοούσε… αυτές τις μέρες, δηλαδή χτες-προχτές, σήμερα, αύριο-μεθαύριο. Είναι αλήθεια ότι ο απρόσεχτος αναγνώστης θα μπορούσε να καταλάβει «εκείνες τις μέρες», δηλ. «τις μέρες του χειμώνα», αφού η προηγούμενη φράση μιλάει ακριβώς για το χρονικό διάστημα του χειμώνα· αλλά έτσι που το λες, προδιορίζεις σαφώς ότι η νύχτα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια «από την χειμερινή ισημερία [και] εώς την εαρινή», πράγμα φυσικά ανακριβές.
    Άλλη μικρή ανακρίβεια διέπραξε εκ παραδρομής ο Νικοκύρης: με το παλιό ημερολόγιο, οπότε και βγήκαν οι παροιμίες, ο Μάρτης δεν έπεφτε νωρίτερα, «καμιά δεκαριά μέρες» αργότερα έπεφτε σε σχέση με τον κύκλο των εποχών! Γι’ αυτό λένε π.χ. ότι από του Αγ. Σπυρίδωνος (11 Δεκεμβρίου) μεγαλώνει σπειρί-σπειρί η μέρα κλπ.

  54. Theo said

    @51:
    Ευπειθέστατος, δάσκαλε 🙂
    (Σαχτούρης, φυσικά!)

    Χειμώνας

    Τί ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
    τί τέλεια που μαραθήκαν
    και αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
    με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού
    χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
    γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
    δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
    κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
    αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
    απελπισμένη
    μοιράζοντας τις ομπρέλες της
    τα κάστανα θα τη ζηλέψουν
    και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
    θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι
    αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
    αυτός που πουλάει τις ζεστές ζεστές προβιές
    αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
    κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
    για τις φτωχές καρδιές

  55. Alexis said

    #33: Όχι. Εννοεί ότι αυτές τις μέρες (γύρω στις 20 Δεκέμβρη) έχουμε τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου.
    Δεν εννοεί την περίοδο του χρόνου κατά την οποία οι νύχτες είναι μεγαλύτερες από τις μέρες (που είναι αυτή που λες εσύ)

  56. π2 said

    Ας βάλουμε και το γνωστό ψηφιδωτό του Άργους:

    https://pbs.twimg.com/media/EMVIVNUX0AANaN-?format=jpg&name=small

  57. Alexis said

    #53: Νόμος του Μέφρυ: 12 ο Άγιος Σπυρίδων 🙂

  58. Α. Σέρτης said

    40
    Ο ΓΤ έχει γενικότερα κουράσει (ίσως και όσους χάσκουν προς το τάχα «περίπυστο» ύφος του…) με τις παπαροσύνες του κάθε τρεις και λίγο, πότε κατά του Ψ πότε κατά του Χ και πότε κατά του Φούφουτου

  59. Theo said

    Και Μέσκος (η λέξη χειμώνας δεν αναφέρεται, αλλά όλο το σκηνικό είναι χειμωνιάτικο, κι η ιτιά είναι μια από τις πολλές παραποτάμιες του Εδεσσαίου, «σύνορο» μεταξύ ΔΣΕ και ΕΣ στην πολύνεκρη Μάχη της Έδεσσας, που άρχισε σαν σήμερα το 1948. Τα παιδιά που κατέβαιναν με το ποτάμι ήταν οι νεκροί ένθεν και ένθεν -ο ποιητής ήταν 13 χρονών τότε και οι πληγές έμειναν ανεξίτηλες μέσα του).

    Η ΙΤΙΑ
    Τα παιδιά κατέβαιναν με το ποτάμι. Κυλούσαν, κυλούσαν
    δεν έκλαιγαν δεν τραγουδούσαν — ήταν παγωνιά
    χιόνι λησμονιάς ετρύπαε τα κόκκαλα, Μάης δεν ήταν
    λουλούδια μήτε και μόνο η μάνα με τα πράσινα μαλλιά
    έσκυβε να χαϊδέψει ό,τι έφτανε: Μέτωπα ακίνητα, πόδια
    και χέρια κι αγκαλιές και τώρα βούρλα μέσα στις παλάμες τους
    μια πάνω μια κάτω στο κόκκινο νερό, έσκυβεν η μάνα
    με τα πράσινα μαλλιά (αν είχε πια μαλλιά)
    ό,τι έφτανε ν’ αγγίσει απ’ τα νεκρά παιδιά
    τους άνδρες πες
    που κατεβαίναν σκοτεινά, χωρίς φως το ποτάμι.

  60. Καλημέρα,
    25 (22) Κι εγώ το ίδιο λέω. Το χιόνι είναι όμορφο να πάω να το βρω εγώ. Όχι να με βρίσκει αυτό. Όχι να μούρχεται στην πόρτα μου (ένας λόγος που άφησα τον Άγιο Στέφανο).

    Χμονκό το καρπούζι και στο χωριό μου (παλιά).

    Χρόνια πολλά στις Αναστασίες που γιορτάζουν

  61. Γιάννης Κουβάτσος said

    54:👍😊
    Κι αφού δεν τον ανάρτησε ο Νικοκύρης😊…

    Τοπίο χειμωνιάτικο-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

    Έν’αλλόκοτο φεγγάρι,σαν ένα κομμάτι πάγου,
    πεθαμένο και στημένο μες στη μέση του πελάγου,

    μια βουβή μεγάλη ξέρα,πιο γυμνή κι από παλάμη,
    μ’ ένα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό μικρό καλάμι,

    κι ένας ίσκιος-ένα κάτι, που δεν ξέρω τι έχει χάσει,
    κι από τότες φέρνει γύρα μη μπορώντας να ησυχάσει,

    -παγωμένο,το χαμένο κι όλο φως εκείνο τρίτο,
    σιωπούσε,κι αγρυπνούσε μες τη νύχτα, μες στο κρύο…

    Χειμώνας-ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ

    Απόψε η νύχτα είναι βαριά, κι η μνήμη μου,κι αυτή βαριά,
    και κάποια θύμηση πικρή,μου τυραννεί τη σκέψη,
    καθώς είν’όλα σκοτεινά,κι ακούω τη λύσσα του βοριά,
    που μες στον κήπο πλάκωσε,για να τον καταστρέψει…

    Δεν έχει μείνει τίποτα,μέσα και γύρω μου,γερό,
    κανένα φως,ούτε μικρό,να με κρατεί στην πλάση,
    -μόνο το μίσος του βοριά, σαν ένα χέρι παγερό,
    που μες στη νύχτα προσπαθεί τα πάντα να χαλάσει…

    Κι έτσι,μ’ανάστατο μυαλό,γυρίζω,πάλι στα παλιά,
    ζητώντας απ’το «κάποτε», μια λησμονιά του «τώρα»,
    -μα όλες οι τότε μου χαρές,ήταν αδέσποτα πουλιά,
    γοργά κι αγύριστα πουλιά,χαμένα μες στην μπόρα…

    Μόνο μια θύμηση πικρή,δεν παύει να με τυραννεί,
    καθώς προβάλλει,μακρινή, μες απ’τα περασμένα,
    -κι αυτή,παλιά πληγή νεκρή,κι ωστόσο πάντα ζωντανή,
    δεν είναι για να μαθευτεί,ποτέ,κι από κανένα.

  62. Theo said

    @40, 58:
    Ο ΓΤ κι ο Neokid, με το καλαίσθητο χιούμορ και την ευρηματικότητά τους, είναι το αλατοπίπερο του ιστολογίου. Ούτε βρίζουν, ούτε τους ξινίζουν τα πάντα, σαν κάποιους άλλους.

  63. Theo said

    Κι ένα ποίημα του Δροσίνη για τον χειμώνα (που, ωστόσο, επιγράφεται «Το φθινόπωρο»). Το μαθαίναμε στο δημοτικό, τότε που ο χειμώνας ήταν δριμύτερος, το χιόνι έφτανε ως το γόνατο και φτιάχναμε χιονάνθρωπους.

    Τὸ φθινόπωρο

    Χειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιὰ

    γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει

    κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ

    χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.

    .

    Τοῦ σπίνου χάθηκ’ ἡ γλυκιὰ λαλιά,

    φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι

    κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ

    δὲν τρέχει, δὲν πηδᾶ, δὲν καμαρώνει.

    .

    Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδὶ

    τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,

    ὁ καλογιάνος, πρόσχαρος προβάλλει,

    μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά.

    .

    Μικρὸς προφήτης, φτερωτὸς μηνᾶ

    τὴν Ἄνοιξη, ποὺ θὰ γυρίση πάλι.

  64. Theo said

    Τάσος Λειβαδίτης

    Ιστορίες για το χειμώνα
    Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου — ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ώ, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική — και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ την αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά

    (γι’ αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) — ώ μελαγχολία του απείρου – ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος δε χάθηκε ακόμα κι ότι ίσως έχουμε καιρό.

    Άλλα ας αφήσουμε τις ελπίδες μας γι’ αύριο κι ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα όπως τα πρώτα μας δάκρυα — κι αργότερα έπρεπε να υποφέρω για να κρύβω τη μεγάλη αποστολή μου ώσπου στο τέλος αγάπησα κι αυτό το ωραίο δέντρο στον κήπο έτσι δεν ξέχασα ποτέ πως κάποιος πολύ σοβαρός λόγος με είχε φέρει στη γη ενώ στο βάθος κάθε νύχτας μου υπάρχει ένα μυστικό που φοβάμαι να το ανακαλύψω. Υπερβολές, θα πείτε. Όμως γι’ αυτό θα ‘χουμε ιστορίες για όλο το χειμώνα.

  65. Theo said

    Κι ένα απόσπασμα από τις Βιολέτες για μια εποχή του ίδιου:

    «Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο, η κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι
    που σε λίγο κάτω απ’ τ’ όνομά μας δεν θα ‘ναι κανείς (και μόνον
    η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)
    Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά»

    «Αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή
    μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς
    κινδύνους) έτσι και πίσω απ’ τις πιο ακόλαστες πράξεις μας
    κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει»

    «Α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά
    μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν
    πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν»

    «Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που
    συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου»

  66. Αγγελος said

    Αλέξη (57), 12 Δεκεμβρίου ήξερα κι εγώ, αλλά για να βεβαιωθώ, προτού σχολιάσω, κοίταξα εδώ και… με ηπάτησεν ο όφις. Όπως αντιλαμβάνομαι τώρα, ο ιστότοπος αυτός συστηματικά βάζει τις γιορτές μια μέρα νωρίτερα, και προφανώς αυτό υπαινίσσεται με την εισαγωγική του φράση «Με βάση το ελληνικό εορτολόγιο», ποιος ξέρει με ποια λογική!

  67. Παναγιώτης Κ. said

    Προτρέπω τον ΓΤ να συνεχίσει «μεθ΄ορμής ακαθέκτου…».
    (Τον Kid τον είχα προτρέψει παλιότερα…)

  68. Theo said

    Και πάλι Λειβαδίτης, από Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου που εκδόθηκαν μετά θάνατον:

    Τι θα κάνουμε τον χειμώνα;
    Κάποιοι στέκονταν πλάι στο κιγκλίδωμα, δε φαίνονταν τα πρόσωπά τους, μα οι χειρονομίες τους ακαθόριστες σα να υποδηλώναν και κάτι άλλο, ω φιλίες με πράγματα σκοτεινά και το παλιό φθαρμένο παλτό της Μαρίας με τα ξέφτια του μεγάλα σαν ορτανσίες, το σπίτι μισοφωτισμένο.

    Οι πιο αληθινές ιστορίες είναι αυτές που δεν τις θυμάται κανείς.

  69. Theo said

    Νίκος Καρούζος

    Η Αντίκρουση του χειμώνα

    Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα
    πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο.
    Τι άλλο να προσθέσω πια στη δύναμη του έαρος;
    Πλήρης από έλλειψη νοήματος
    υπερέχω.
    Τίποτ’ άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω
    τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου
    σ’ αυτό τον κόσμο που τον παγιδεύει θανάσιμα
    όχι το σκοτάδι κ’ η μαυρίλα
    μα το βαθύ χαντάκι της προοπτικής…
    Ο χρόνος είχε μόλις ανατείλει.

  70. @ 60 Γιάννης Μαλλιαρός

    >>Χμονκό το καρπούζι και στο χωριό μου (παλιά).

    Κι εμείς έτσι. Αλλά στα δύο ουρανικά (χ και ν) υπάρχει πρόβλημα γραφής-προφοράς. Είτε χ΄ και ν’ είτε χχ και νν (πρόταση).

  71. Alexis said

    #66: Άλλο πάλι και τούτο!
    Έριξα κι εγώ μια ματιά.
    Ήξερα ότι υπάρχουν παλαιοημερολογίτες αλλά ετούτοι δω τι πετριά έχουν φάει;

  72. Babis said

    Πάντως, ημερολογιακά ο χειμώνας θα διαρκέσει από χτες έως τις 20 Μαρτίου, που θα έχουμε την εαρινή ισημερία. Αυτές τις μέρες η νύχτα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου και η ημέρα τη μικρότερη…»

    Απαισιόδοξο σε βρίσκω.
    Από σήμερα οι νυχτες σταματάνε να μεγαλώνουν και αρχίζουν να μικραίνουν.

  73. Theo said

    @69:
    Συγγνώμη. Το παραθέτω ολόκληρο:

    Η αντίκρουση του χειμώνα

    Συχνά πηγαίνοντας με τα πόδια, κουβαλώντας μονάχα
    το μισογεμισμένο σάκκο μου, στα τόσο δροσερά
    κι απόμακρα λαγούμια
    λίγο πιο κείθε απ’ τη φαντασία σ’ εκείνη τη δεύτερη
    μεγάλη και καθάρια πραγματικότητα
    που γιορτάζουν έρημοι σαν όλα τ’ απόκοσμα ζούδια
    οι ουρανόπληχτοι με τ’ άδικο σκοτωμένο
    σαν όρνιο στην άφωνη ρεματιά την απροσδόκητη –
    χάνομαι σ’ αναρίθμητα μόρια ζωής που δεν τα βλέπω.
    Κάθε φορά και πιο πολλές είν’ εκεί πέρα οι γιορτάδες
    κάθε φορά και πιότερα σα ν’ ακούγονται τραγούδια.

    Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας
    ο Έσχατος τ’ Ουρανού με χιλιάδες έντομα στην όραση
    μ’ αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα
    μ’ άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα
    και μ’ άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
    αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
    μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους
    αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες
    και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.

    Σιγά-σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
    αρχίζει το νταούλι μεσ’ στα πανηγύρια
    κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη
    και μας αρωματίζει μ’ ανείπωτο μοσχολίβανο.
    Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ’ στους ύμνους
    κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα
    κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως.
    Εκεί μια τέτοιαν ώρα σαν ωραιότατος
    εγέρθηκε καπνός ο Γελάσιος και είπε:
    «Το μέλλον είναι μάτι
    το παρελθόν αφτί
    για τον απλό χωριάτη
    και για τον ποιητή!
    Το μέλλον είναι κάτι,
    μα όχι κάτι που νομίζουμε…»

    Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα
    πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο.
    Τι άλλο να προσθέσω πια στη δύναμη του έαρος;
    Πλήρης από έλλειψη νοήματος
    υπερέχω.
    Τίποτ’ άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω
    τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου
    σ’ αυτό τον κόσμο που τον παγιδεύει θανάσιμα
    όχι το σκοτάδι κ’ η μαυρίλα
    μα το βαθύ χαντάκι της προοπτικής…

    Ο χρόνος είχε μόλις ανατείλει.

    (Για τον Γελάσιο, Σιμωνοπετρίτη, αγιορείτη μοναχό (1902-1987), που στα τελευταία του που τον γνώρισα ζούσε στη Δάφνη του Αγίου Όρους, παρέα με καμιά εξηνταριά γάτες -τον αγαπούσε πολύ κι ο Νίκος Πεντζίκης- ψάρευε κάθε μέρα με τη βάρκα του και τα ψάρια τα τάιζε στις γάτες του που περίμεναν η μια πίσω από την άλλη και κοιμούνταν μαζί του, σκεπάζοντάς τον σαν με πάπλωμα, έχουν γραφτεί αρκετά, λίγα εδώ.)

  74. Babis said

    «Επίσης, μην ξεχνάτε την ψηφοφορία για τη Λέξη της Χρονιάς…»

    Δεν την ξεχνάμε. Ψηφίζω καθημερινά, και κάποιες μέρες από δύο φορές. 😛

  75. dryhammer said

    48. Ά γειά σου, γιατί κι εγώ ήξερα τα χειμωνικά για πεπόνια (άνυδρα, χοντρότσοφλα, γλυκύτατα), αλλά μπροστά στην καρπουζοθύελλα υποχώρησα. [Ίσως οι δικές μας -οι τότε- ποικιλίες καρπουζιών δε βαστούσαν, ή ίσως δε βγαίνει καρπούζι άνυδρο]

  76. Theo said

    Κι άλλα δυο του Καρούζου:

    ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ ΣΤ᾿ ΑΝΑΠΛΙ
    Χειμωνικά μου χρώματα οἱ ἀποθῆκες τὸ μικρὸ τρένο
    μὲ οὐράνιους καπνοὺς
    χρωματιστὰ παιδιὰ κορδέλες
    οἱ ἕλληνες μὲ βάσανα καὶ δάφνες
    καὶ ὁ θεός μας τόσο πατρικὸς ὑάκινθε.
    Ἀνάληψη ζωαρχικὴ
    μικρὸ τρένο μὲ τοὺς οὐράνιους καπνούς.

    ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
    Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
    τῆς φωνῆς μου ψηλὰ
    ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμώνα
    δὲν προσμένω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
    ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
    κι ὅπως ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν αὔριο
    μὲ τὸ φάσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
    Λὲν εἶναι, πιὰ ἡ Ἄνοιξη
    δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
    ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ᾿ ἐδῶ λησμονημένος
    νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
    Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερὰ ταξιδεύω
    πάνω ἀπ᾿ τὰ γλυκύτερα
    βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.
    Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τύμπανών σου Μελλοντικὲ
    ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
    πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
    τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἄνθη του
    ἰδοὺ λοιπὸν γιατὶ τὸ συντρίβει.
    Λησμόνησέ μας.
    Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
    ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
    κλαδιὰ κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη
    ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
    εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
    Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου
    τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.
    Ἀπὸ χειμώνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα
    ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους
    ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
    σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.
    Μεγάλη ἡ νύχτα κ᾿ ἡ ποίηση
    τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.
    Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.
    Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…
    Ὁ ἥλιος σου μάτωνε τὰ γόνατα κ᾿ οἱ ἄνθρωποι
    φαίνονταν εὐεξήγητοι
    σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!
    Καὶ τώρα νὰ ἡ μοίρα σου
    στὴν πόλη μέσα τὴ φρικτὴ
    μ᾿ ἐνάντιο σπίτι ἐναντίον ἄνεμο.
    Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης —
    μὴ μὲ λησμονήσεις
    πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα
    μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.
    Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.
    Τὴ νύχτ᾿ ἀναστενάζουμε.
    Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου
    ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι
    κ᾿ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη
    εἶμ᾿ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς
    ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.
    Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα
    πνοὴ ποὺ νὰ ῾βγεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου
    δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες
    ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα.
    ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.
    Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ –
    πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ᾿ τὸν ὕπαιθρο
    ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων
    ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.
    Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
    Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ
    φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.
    Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.
    στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
    σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
    Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
    ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.
    Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.
    Μὴ δείχνεις – εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
    σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
    ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.
    Ἡ φωνή μου λυγίζει.
    Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
    σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
    ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
    ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
    μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
    Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.
    Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
    Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
    – ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.

  77. Pedis said

    Invierno

    (Τάνγκο, ειδικά για τη Λουκρητία που της αρέσουν – και μένα!)

    Volvió…
    el invierno con su blanco ajuar,
    ya la escarcha comenzó a brillar
    en mi vida sin amor.

    Profundo padecer
    que me hace comprender
    que hallarse solo es un horror.

    Y al ver…
    cómo soplan en mi corazón
    vientos fríos de desolación
    quiero llorar.

    Porque mi alma lleva
    brumas de un invierno
    que hoy no puedo disipar…

  78. Pedis said

    Πώ πώ, πολύ μαύρο έπεσε (perdon)

  79. Theo said

    Κι ακόμα ένα του Μέσκου:

    Το χιόνι πάλι

    Φαρμακωμένα τα γηρατειά
    ψέματα λένε

    Δεν άνοιγαν τα χείλη του πώς να μιλήσει
    Σαν κάτι μεταξύ ζωής και θανάτου –

    κοσκίνιζε το χιόνι ο ουρανός
    χειμώνα καιρό δίσεκτα χρόνια
    το φόρτωνε στα μονοπάτια της σιωπής
    τώρα λευκά τα ρόδα τ’ ουρανού στο χώμα
    κάτω από το πέλμα της περαστικής ζωής
    εκεί που ο νεκρός ασάλευτος
    ετοίμαζε τα λευκά του δώρα εξισωμένος
    στο Βοριά και στο Νοτιά στην κόκκινη Δύση
    και στα προνόμια της άπιστης Ανατολής.

  80. Georgios Bartzoudis said

    Χειμωνιάτ’κα [χειμουνιάτ’κα] καρπούζια: Ήταν ολοστρόγγυλα, ευμεγέθη, χοντρόφλουδα και ροδόχροα με μεγάλη «καρδιά» [ήτις Μακεδονιστί «κουκουρίκος» εκαλείτο]. Τα αποθήκευαν σε υπαίθριους σικαλοσκεπείς αχυροσωρούς [τα Μακεδονιστί λεγόμενα «τσέτια»] και τα κατανάλωναν στο καταχείμωνο, μετά το «δωδεκάμερο».
    Καλά Χριστούγεννα σε όλον τον κόσμο!

  81. […] Από χτες στις 6 μμ, που είχαμε το χειμερινό ηλιοστάσιο, μπήκαμε επισήμως στον χειμώνα -εννοώ όσους βρισκόμαστε στο βόρειο ημισφαίριο βέβαια, διότι οι άλλοι έχουν την αρχη του καλοκαιριού. Και βέβαια, η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει τον χειμώνα σε κάποια βορειότερη χώρα -δεν είναι έτσι ο ελληνικός χειμώνας, όχι τουλάχιστον στην Αττική. Πάντως,… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2021/12/22/winter/ […]

  82. Theo said

    Σαχτούρης και πάλι:

    Απόσπασμα από το δικό μου χειμώνα

    Στον Νίκο Γαβριήλ* Πεντζίκη

    Όταν τη νύχτα
    μιλάω με πεθαμένους πετεινούς
    με κοιμισμένα σύννεφα
    μες στο βασίλειο της στάχτης
    η άκρη του φετινού άγριου άσπρου
    χιονιού
    με ξεσκεπάζει
    δίχως σάρκες
    μεθυσμένο
    αμόλυντο
    όμως
    δεν κλαίω
    για το ωραίο τ’ όνειρο
    για το κακό τ’ όνειρο
    που χρόνια τώρα κάθε νύχτα
    με βασανίζει μες στον ύπνο μου
    με βασανίζει κάθε μέρα
    στη ζωή μου

    *αφαίρεσα την παύλα, γιατί το Γαβριήλ είναι το πατρώνυμο, όχι το δεύτερο όνομα του Νίκου.

  83. Jago said

    Και Hibernia, δηλαδή η Ιρλανδία, γη του χειμώνα.

  84. Theo said

    Κι άλλος (θλιβερός) Σαχτούρης:

    Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
    Τι θλιβερός χειμώνας!
    Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
    Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι.
    Ένα ξερό δέντρο, ένα
    φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού.
    Ένα δέντρο με πορτοκάλια
    πιο πέρα.
    Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι
    σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε
    Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά.
    Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
    Τι θλιβερός χειμώνας.

    Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά.
    Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί να κρατήσει τα χρόνια.
    Όμως τα χρόνια φεύγουν
    τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της
    τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
    ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται
    και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.

    Η ΣΟΦΙΑ*
    Ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ σ᾿ ἕνα δέντρο
    μὲ ξερὰ κλαδιὰ
    τὸ χειμώνα
    πλάι της τὰ σύννεφα περνοῦν

    ἡ Σοφία εἶναι μία συσκευὴ
    ποὺ ἔσπασε
    πιὰ δὲ λειτουργεῖ

    κι ἡ Σοφία κάθεται ψηλὰ
    τώρα
    σ᾿ ἕνα δέντρο

    * Ὄνομα γυναικεῖο

  85. odinmac said

    53 Άγγελε, εκ παραδρομής έγραψα «χειμερινή ισημερία» (δες 37 & 42), φθινοπωρινή ήθελα να γράψω.

    Λες «Όταν ο Νικοκύρης έγραψε «Αυτές τις μέρες η νύχτα…», εννοούσε… αυτές τις μέρες, δηλαδή χτες-προχτές,..»
    Συμφωνώ ότι αυτό εννοούσε αλλα αυτή η πρόταση αν συνδεθεί με την προηγούμενη: «… ημερολογιακά ο χειμώνας θα διαρκέσει από χτες έως τις 20 Μαρτίου, που θα έχουμε την εαρινή ισημερία. Αυτές τις μέρες… «, καταλαβαίνεις ότι μπορεί να διαβαστεί και αλλιώς.
    Δηλαδή το: «από χτες έως τις 20 Μαρτίου» της προηγούμενης πρότασης με το: «Αυτές τις μέρες» της επόμενης πρότασης.

    Αλλά μην το κάνουμε θέμα 🙂

  86. ΚΩΣΤΑΣ said

    Του πρώτου χιόν΄στου χουριό μ΄

    https://www.ekalampaka.gr/article/ayto-itan-toy-protoy-xioni-stoy-xoyrio-m

  87. 70 Ναι μεν αλλά. Σωστά τα γράφεις, αλλά δεν προσπαθώ να δώσω προφορά. Αν δεν την έχεις, όσα σημαδάκια και να σου βάλουνε ποτέ δεν θα το διαβάσεις σωστά. (Αν ακούς και προσπαθείς, αλλάζει το πράγμα).

  88. Σέβομαι τον αγώνα που κάνει ο Γουτου στην προσπάθεια που κάνει να βγει βουλευτής, όπως ο σπανίως γράφων Ζουράρις που δεν εκτιμώ για καλύτερο από τον καθημερινώς γράφοντα ΓουΤου.

    Οφείλω βέβαια να τον πληροφορήσω πως ο Ζουράρις δήλωνε ΠΑΟΚτσής ενώ ο ίδιος δηλώνει βάζελος, πράγμα που ψαλιδίζει τις όποιες ελπίδες, του, ΣυΡιζΑ !! (από τα δυο τελευταία κόμματα παραλείψατε το ένα με δική σας επιλογή ) 🙂 🙂

  89. sarant said

    31 Στραβομάρα μου που δεν το ανέφερα!

    39 Κατ’ εξαίρεση το έβαλα

    40 Εμένα με παραξενεύει πολύ τι τον έπιασε και γιατί το συνεχίζει, και απάντηση δεν έχω βρει.

    50 κε -… – 61 και ολα τα επόμενα:
    Α γεια σας, για όλες τις προσθήκες και ιδίως για τον Λαπαθιώτη! Πολύ καλά όμως όλα! Και ο Μέσκος…

    53 Ναι, δίκιο έχεις, το μπέρδεψα.

    74 🙂

    80 Ωραίος ο κουκουρίκος!

  90. Theo said

    Γιώργος Σεφέρης

    Καθώς βαδίζει ο χρόνος…Γιώργος Σεφέρης

    Καθώς βαδίζει ο χρόνος
    και προχωρεί ο χειμώνας
    κι η τραχηλιά του κοκκινολαίμη
    στρέφει στο πιο σκούρο
    σαν τα κυκλάμινα –

  91. Theo said

    Το παραπάνω ποίημα του Σεφέρη κι άλλα δέκα από το 11 ποιήματα και πέντε φωτογραφίες για τον χειμώνα

    Έχει κι άλλα δέκα, επιλέγω ένα:

    Χειμώνας 1942 | Μανόλης Αναγνωστάκης

    Ξημέρωσεν o δείχτης πάλι Κυριακή.

    Εφτά μέρες
    η μία πάνω απ’ την άλλη
    δεμένες
    ολόιδιες
    σα χάντρες κατάμαυρες
    κομπολογιών του Σεμιναρίου.

    Μία, τέσσερις, πενηνταδυό.
    Έξι μέρες όλες για μία
    έξι μέρες αναμονή
    έξι μέρες σκέψη
    για μία μέρα
    μόνο για μία μέρα
    μόνο για μίαν ώρα
    απόγευμα κι ήλιος.

    Ώρες
    ταυτισμένες
    χωρίς συνείδηση
    προσπαθώντας μία λάμψη
    σε φόντο σελίδων
    με πένθιμο χρώμα.

    Μια μέρα αμφίβολης χαράς
    ίσως μόνο μίαν ώρα
    λίγες στιγμές
    το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονή
    πάλι μίαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό.

    Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.
    ένα κίτρινο χιονόνερο.

  92. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα!
    «ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε,/ ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι: οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς/
    ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,/ οὔθ᾿ ὁπότ᾿ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
    οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται,/ ἀλλ᾿ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι.»,
    λέει ο Όμηρος στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη (Λ στ.14-19), για την σκοταδερή Κιμμερία (λέξη Ιρανικής καταγωγής που ίσως σημαίνει «νομάδες» ή «φυλή», ίσως και όχι- βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Cimmerians) η οποία θεωρούνταν ως εκ τούτου και πύλη για τον Κάτω Κόσμο, οι δε κάτοικοί της αναφέροντο (από Πορτοκαλεάδες τινές πιθανότατα) και ως Κερβέριοι ή Χειμέριοι, αλλά, όπως και να τους λέγαν, φως θεού δεν έβλεπαν, μοίρα στον ήλιο δεν είχαν, σα να δικάστηκαν να ζουν χειμερινή ηλίου τροπή και νύχτα αιωνία(:«…οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς/ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν,/(…) οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται..»), εξ ου και το αγγλικό επίθετο cimmerian (=σκοτεινός, θολερός – κυριολεκτικά και μεταφορικά).
    «Κιμμέριοι» με την αγγλική έννοια, τείνουμε πλέον να γίνουμε όλοι οι Ευρωπαίοι χειμωνιάτικα λόγω της ενεργειακής κρίσης και του κλειδαμπαρώματος για το μέγα Όμικρον που μας χτυπάει την πόρτα.
    Σε σχετική αντιδιαστολή τα κάτωθι έμμετρα: Του Σουρή που χαίρεται αναίσχυντα το (άνευ κρεβατομουρμούρας;) ζεστό κουκούλιασμά του και του (βολεμένου αστού) Παλαμά που ντρέπεται γι’αυτό
    « (…)Τι όμορφα που είναι να βρέχει, να χιονίζει,
    Και συ εις το κρεβάτι κατακουκουλωμένος
    Ν’ ακούεις τον αέρα τον κρύο να σφυρίζει,
    Και μάλιστα να είσαι κι απογυναικωμένος.
    Ω! συγχωρήσατέ με, κυρίες ευγενείς,
    Και την αδιαντροπιά μου δεν πέρασε κανείς(..)»( Χειμώνας -ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ)
    «Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
    ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
    Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
    Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.»
    (ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, « Ο κύκλος των τετράστιχων»-117)

  93. @ 87 Γιάννης Μαλλιαρός
    Σωστά.

  94. Λεύκιππος said

    Χειμώνας, κυκλοφορεί και σε επώνυμο τουλάχιστον στην περιοχή της Πιερίας.

  95. Theo said

    Τάκης Βαρβιτσιώτης, «Ο χειμώνας περίλαμπρος»

    Ο χειμώνας περίλαμπρος
    Απλώνεται εδώ χάμου
    Σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα
    Σα μια λάμπα που φωτίζει
    Ολοσκότεινους δρόμους όπου γυαλίζουν
    Αποτυπώματα παγωμένα
    Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν
    Όλα περίτρομα φτερουγίζουν
    Κι απομένει πάνω στους ώμους μας
    Ένας μανδύας από χιόνι
    Κι απομένει πάνω στα χείλη μας
    Μια λάμψη φιλντισένια

    Από το Top 5 ποιήματα για τον χειμώνα, όπου κι άλλα τέσσερα.

  96. odinmac said

    Στο μέσο της ζωής (Χαίλντεριν)

    Με κίτρινα αχλάδια
    και γεμάτος με άγρια τριαντάφυλλα
    κρέμεται ο τόπος μέσα στην λίμνη.
    Εσείς κύκνοι χαριτωμένοι
    και μεθυσμένοι από φιλιά
    βυθίστε το κεφάλι σας
    στο άχραντο νηφάλιο νερό

    Αλί μου, από που θα παίρνω,
    σαν έρθει ο χειμώνας, τα λουλούδια
    και από που την λάμψη του ήλιου,
    και τη σκια της γης;
    Οι μάντρες στέκονται
    άφωνες και ψυχρές, στον άνεμο
    Τρίζουν οι σημαίες

  97. Theo said

    Κ. Παλαμάς, «ΧΕΙΜΩΝΑΣ»

    Τα πάντα κρύα και μαύρα και δαρμένα,

    γέρο χειμώνα, σέρνεσαι και κλαις.

    Μα να! βουβά τραγούδια οι μενεξέδες,

    ανθούνε γαληνές οι μυγδαλιές.

    Γοργόνειρο η ζωή σας, μενεξέδες,

    η πνοή σας αθάνατο νερό.

    Μυγδαλιές, θα σας κάψει τ’ αγριοκαίρι,

    το γέλιο σας δροσάτο, ευγενικό.

    Παρηγορείστε τους δυστυχισμένους,

    μπάλσαμο ελάτε στις λαβωματιές,

    βουβά, βαθιά τραγούδια, ω μενεξέδες,

    νυφούλες γαληνές, ω μυγδαλιές.

    Από το Πες το με ποίηση (245ο): «ΧΕΙΜΩΝΑΣ»…, όπου κι άλλα ποιήματα.

  98. Theo said

    Το χιόνι (Κώστας Καρυωτάκης)

    Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
    Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
    να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
    Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.

    Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
    Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
    πως κρυώνει, πως επάγωσε…

    Έλα μέσα κοριτσάκι,
    το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!

    Από το Τα 10+1 καλύτερα ποιήματα για το Χειμώνα, όπου κι άλλα ποιήματα.

  99. Theo said

    Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα – Γιώργος Σεφέρης
    (απόσπασμα)
    Α΄
    Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ
    για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·
    τα λιγοστά λαμπυρίσματα.
    Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους
    αγριεμένους με το χειμώνα.

    Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος
    οι χορευτές έγιναν δέντρα
    ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.

    Β΄
    Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια
    Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
    σχήματα που άλλοτε χορεύαν
    μαρμαρωμένες φλόγες.
    Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο

    Η κακοκαιρία των προσχημάτων – Κική Δημουλά
    Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια
    κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης.
    Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολισθηρή η επιθυμία
    προς τι να έρθεί;

    Ο χειμώνας στη νεοελληνική ποίηση, όπου κι άλλα ποιήματα.

  100. Theo said

    Και το βίβλιο της Ιζαμπέλ Αλιέντε, Πέρα απ’ τον χειμώνα

    Είναι χειμώνας στο Μπρούκλιν. Η χειρότερη θύελλα των τελευταίων ετών σαρώνει την πόλη. Στον χιονισμένο δρόμο, ο Ρίτσαρντ Μπάουμαστερ, ένας μοναχικός εξηντάρης καθηγητής, τρακάρει ελαφρά τη νεαρή Έβελιν Ορτέγα. Τίποτε ιδιαίτερο – μόνο που, λίγες ώρες αργότερα, τη βλέπει έκπληκτος να στέκεται στο κατώφλι του. Η Έβελιν, παράνομη μετανάστρια από τη Γουατεμάλα, δείχνει ταραγμένη και δε μιλάει πολύ. Ο Ρίτσαρντ καλεί τη γειτόνισσά του, τη Λουσία, να τον βοηθήσει να βγάλει άκρη. Αλλά κανείς τους δεν είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό που έχει να τους πει η Έβελιν…
    Σε μια πόλη θαμμένη στο χιόνι, τρεις άνθρωποι έρχονται κοντά με απρόβλεπτο τρόπο. Μέσα σε λίγες ώρες, ανθίζουν ανάμεσά τους η συμπόνια, η αλληλεγγύη, ακόμα κι ένας έρωτας, θυμίζοντάς τους πως, στην καρδιά του χειμώνα, μπορείς να φυλάς μέσα σου ένα ανίκητο καλοκαίρι…
    Η Ιζαμπέλ Αλιέντε αφηγείται με τον ανεπανάληπτο τρόπο της μια ιστορία επίκαιρη όσο ποτέ, για την Αμερική
    του σήμερα, τη μετανάστευση και τη μοναξιά, αλλά και την ελπίδα, την ανθρωπιά και τις δεύτερες ευκαιρίες.
    (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

    Περιγράφει μια περιπέτεια στη Νέα Υόρκη τον χειμώνα 2015-2016. Αντιγράφω από την πρώτη πρώτη σελίδα της ελληνικής μετάφρασης το χειρόγραφο σημείωμα της συγγραφέα:
    Dear Greek readers,
    Thank you for reading my novel in the midst of winter. I hope it will give you a few hours of entertainment and leave you with a few thoughts about the human capacity for compassion and love.

  101. Theo said

    @89β:
    Για την Ιτιάτου Μέσκου ο Ανέστης Ευαγγέλου έγραψε το 1980 (περιοδικό «Διαβάζω», τ. 31, σ. 44) : «ένα σπαραχτικό ελεγείο για τους νεκρούς του αδελφοσκοτωμού, και μια ξεχωριστή ασφαλώς στιγμή για ολόκληρη τη μεταπολεμική μας ποίηση.»

  102. Theo said

    Και δυο αποσπάσματα από την Κυρά Φροσύνη του Βαλαωρίτη:

    Καθώς κρύβεται στα φύλλα το χειμώνα το πουλί,
    για να μη το βρει το χιόνι, το νερό κι η αστραπή·
    καθώς κρύβεται στου ρόδου τη μυρόβλητη αγκαλιά
    η αθώα η πεταλούδα για να φύγει τη δροσιά·
    έτσι κρύβεται η Φροσύνη μες στον κόρφο τον πιστό
    της Χρυσής, που την κοιτάζει με κρυφόνε στεναγμό.
    Κλει τα βλέφαρα τα μαύρα, δεν ακούεται η καρδιά
    μες στα στήθη της σαν πρώτα τρομασμένη να χτυπά.
    […]
    Χειμώνας έρχεται, σύγνεφα, χιόνια,
    τ’ άνθη επετάξανε κι οι μυρωδιές·
    πάνε, Φροσύνη μου, τα χιλιδόνια,
    φυλάξου, επλάκωσαν μαύρες νυχτιές.
    Γεράκι αχόρταγο, σκληρό ξυφτέρι,
    θ’ αρχίσει ολόγυρα να κυνηγά.
    Ψυχή μου, αλίμονο στο περιστέρι,
    αν τό βρει μόνο του μες στη φωλιά.

  103. spyridos said

    Από τα παραπάνω ποιήματα για το Χειμώνα ψηφίζω Σαχτούρη στη πρώτη θέση και Λαπαθιώτη πολύ κοντά στη δεύτερη.
    Γούστα βέβαια.

  104. GeoKar said

    Αν δεν κάνω λάθος, δεν είδα αναφορά στο χειμέριο κύμα που, αν δεν απατώμαι, ορίζει το “βάθος” του αιγιαλού πίσω απο το οποίο μπορεί να επιτρέπει δόμηση.

    #63: το θυμάμαι απ´έξω ακομη αυτό 🤓

  105. sarant said

    Ωραία χειμωνιάτικα ποιήματα!

  106. sarant said

    104 Καλά λες.

  107. Theo said

    Ένα του Ματθαίου Μουντέ, π’ αναφέρει τον χειμώνα:

    ΑΣΜΑ ΠΑΙΔΙΚΟ

    Εμπιστευτείτε το άσμα
    που αναμέλπεται μέσα σ’ένα παιδικό δωμάτιο
    κράμα από νανούρισμα και κλάμα.
    Εξορκίζει το σκότος
    τους αιώνες της πίκρας
    σαρώνει σαν μελτεμάκι
    τους βαριούς ήχους των βασανισμένων.
    Είναι στην αρχή πορφυρό
    ύστερα κίτρινο, ύστερα λευκό
    κι ύστερα γίνεται θαλασσάκι
    και μας προσκαλεί
    κι απλώνεται στους δρόμους των περάτων
    στους πέντε ανέμους των θλιβομένων.
    Κυλάει διαπεραστικό στα πνεύματα
    και στα κορμιά
    σαλεύει μέσα στη νύχτα
    γίνεται φτερούγισμα συννεφιάς
    και λαμπερό νερό και αστράφτει μέσα στο χειμώνα
    φορτωμένο πορτοκάλια και πουλιά
    χιλιάδες μάτια δακρυσμένα
    κι ονόματα ποιητών
    που ακόμα δεν τό’ χουν καταγράψει.

  108. Γιάννης Ιατρού said

    πολύ καλό !
    «χείμα» (με περισπωμένη) 🙂 🙂

    5, 8: 👍👍👍

    16: αλλά να αναστηθεί στα χέρια του Αλέξη; Μπρρρ! 😎

    28: Πάνο, επιβεβαιώνω, κι είχαν κι ένα κενό στην πλακέτα με την επιγραφή, εκεί που η κατά 90° λυγισμένη μανέλα έμπαινε μέσα, δηλ. κάπως σαν stop δεξιά-αριστερά

    32α: ΜΙΚ_ΙΕ Η μία που ξέρω και τριγυρνά κι εδώμέσα, στις 22 του Γενάρη 🙂

    56: Π2 ωραίο👍🤗
    Εδώ για τους ρέκτες μια δημοσίευση της καθ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ Παναγιώτας Ασημακοπούλου-Ατζακά με πληροφορίες για τις <a href="ψηφιδωτές παραστάσεις του Άργους»

    58: Ε, όποιος κουράστηκε, γενικά να πάρει νια άδεια να ξεκουραστεί, θα τα καταφέρουμε κι έτσι στην απουσία του🙄
    62, 67: 👍🤗
    88 (τέλος): χαχα, αμάν ρε😉!

  109. Stelios Kornes said

    Ωραιο χειμωνιατικο αρθρο και πολυ ωραια η χειμερινη μας ποιηση. Να θυμομαστε να την συνδυαζουμε οταν γινεται και με πραξεις αγαπης προς τους συνανθρωπους μας, αλλα οχι μονο τις γιορτες του Δεκεμβρη…

    Τα δεκατέσσερα παιδιά (Νικηφόρος Βρεττάκος)

    «…Εν αρχή ην η αγάπη…»Μελωδούσε γιομίζοντας
    το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα
    καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,
    σαν κλωνὶ λεμονιάς σε νεκρό, αναπαύονταν
    πάνω στο στήθος σου. Κ’ έβλεπες
    πώς άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
    Πώς μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα
    και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν
    σταγόνες σε τζάμια: «Έλεος ! Έλεος ! Έλεος !…»
    Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,
    τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα νά `θελες να τους κόψεις
    την ευτυχία στα μέτρα τους , ενώ η άρπα συνέχιζεν
    απαλά μες στον ύπνο σου: «ό,τι θέλει κανείς
    μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,
    ροδώνες και κλήματα…»Αλλά εσύ προτιμούσες
    μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,
    πουκάμισα κλειστά στο λαιμό-
    γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!
    Έβλεπες πώς ράβεις με τα δυο σου χέρια,
    έβλεπες πώς ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια
    κι ονειρευόσουν πώς μπαίνεις στην τάξη
    με δεκατέσσερες φορεσιές,
    μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου.
    Αλλά ξύπναγες το πρωί κι άκουγες που έβρεχε.
    Σε δίπλωνε σα μια λύπη τ’ αδιάβροχό σου
    κι ο δρόμος για το σχολειό γινόταν πιο δύσκολος.
    Βάδιζες κ’ είχες σκυμμένο το πρόσωπο
    σα να `ταν κάποιος απάνω σου και να σ’ έκρινε
    για τ’ άδεια σου χέρια. Σα νά `φταιγες μάλιστα,
    σ’ όλη τη διαδρομή σε μπάτσιζε το χιονόνερο.
    Έμπαινες στο σχολειό κ’ όπως τ’ αντίκριζες
    μοιραζόταν σε δεκατέσσερα χαμόγελα το πρόσωπό σου.
    Θυμώσουν πώς η αγκάλη σου ήταν μισὴ
    κι ανεβαίνοντας πάνω στην έδρα σου
    άνοιγες τη λύπη σου και τα σκέπαζες
    όπως ο ουρανός σκεπάζει τη γη.
    Ώρα 8 και 20´ ακριβώς.
    Το μάθημα αρχίζει κανονικά.
    Εσύ πάνω απ’ την έδρα κι απ’ αντίκρυ σου ο Χριστός,
    απαλός και γλυκύς μες στο κάδρο του,
    δίνετε τα χέρια πάνω από τα κεφάλια τους
    να τους κάμετε μια στέγη από ζεστασιά
    γιατί σας ήρθανε και σήμερα μουσκεμένα
    κ’ η λύπη περπατάει μες στα μάτια τους
    όπως ο σπουργίτης πάνω στο φράχτη.
    Το καλαμπόκι δεν ψώμωσε το περσινό καλοκαίρι
    κι ακούς το ψωμάκι που κλαίει μες στις μπόλιες τους.
    Ώρα 10 και 20´. το μάθημα συνεχίζεται.
    Οι σπουργίτες σου χτυπούν τα φτερά τους.
    Το μολύβι πεθαίνει ανάμεσα στα κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
    Η καρδιά σου είναι τώρα μια στάμνα σπασμένη.
    Τα λόγια σου βγαίνουν αργά σα μια βρύση που στέρεψε:
    «Ο μέγας Αλέξανδρος… Ο μέγας Αλέξανδρος… Ο μέγας Αλέξανδρος…».
    Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Τα μέτρησες δέκα φορές.
    Τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Μετράς το ένα χέρι σου
    -τ’ άλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σε συννεφιά-
    τα δάχτυλά σου είναι πέντε. Σηκώνεις το πρόσωπο,
    κοιτάζεις τη στέγη, κάνεις πως σκέφτεσαι
    σκύβεις πάλι στην έδρα, ξεφυλλίζεις τον Αίσωπο,
    κατεβαίνεις και γράφεις στο μαυροπίνακα,
    κοιτάζεις τον ουρανό απ’ το παράθυρο,
    γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού,
    δε μπορείς άλλο παρά να κλάψεις.
    Παίρνεις το μαθητολόγιο στα χέρια σου,
    κάτι ψάχνεις να βρεις, το σηκώνεις διαβάζοντας
    και σκεπάζεις το πρόσωπό σου.
    Τα σύννεφα έχουν μπει μες στην τάξη.
    αντίκρυ σου κι ο Χριστός παραδέρνει σ’ αμηχανία.
    Θαρρείς και σηκώνει στ’ αλήθεια τα χέρια του
    ενωμένα στο φως που πέφτει από πάνω του.
    Νιώθει στενόχωρα όπως τα μεσάνυχτα στη Γεσθημανή
    και δεν είμαι εκεί να σου χτυπήσω τον ώμο
    και δεν είμαι εκεί να σου ειπώ: Δός του θάρρος,
    βοήθησε τον να βγει απ’ τη δύσκολη θέση,
    κατέβαινε, διάσχισε την αίθουσα γρήγορα,
    μην τον αφήνεις εκτεθειμένο στα βλέμματα των παιδιών,
    δώσ’ του ένα βιβλίο να κάνει πως συλλαβίζει,
    δώσ’ του ένα βιβλίο να κρύψει τα μάτια του.

  110. BLOG_OTI_NANAI said

    109: Γι’ αυτό από την Ήπειρο μετανάστευαν τόσοι άνθρωποι…

  111. Theo said

    Κι ένα του Νίκου Βέη:

    Φθινόπωρο στη Νέα Υόρκη

    Στην Κατερίνα Διδασκάλου

    Η πόλη πληγή·
    στην αρχή να μην ξέρω από ρυθμούς,
    μόνο σπασμένα λαϊκά τραγούδια χυμένα παντού,
    απ’ αυτά που ανέβαιναν παλιά στο λαιμό μου και μ’ άναβαν,
    τώρα στο πάτωμα χυμένα
    κι εσύ, που μ’ εμπιστεύεσαι μόνο στα όνειρά σου,
    α μην αφήνεις φλέβα για φλέβα, ούτε σταγόνα,
    όλο το αίμα μου να κυλάει στο δικό σου σώμα,
    τα δόντια σου να με πονάνε παντού,
    βράδι του χιονιού κι όλο το σώμα μου δικό σου,
    ναι, αυτός ο χειμώνας είναι με το μέρος σου κι η πόλη πληγή,
    η γλώσσα σου μια κόκκινη πληγή,
    γεμίζει ιδιωματισμούς το στόμα σου,
    λίγοι καταλαβαίνουν πια τι λες.
    Εδώ ρουφάς το παρόν σα να ‘ταν ο καφές σου,
    με τα χίλια κουβάρια της μοναξιάς και της σήψης
    να σέρνονται αργά στους δρόμους σου,
    με τα θαμπά πρωινά φώτα σου,
    με τις σκληρές νύχτες σου,
    καθώς πέφτει το χιόνι σήμερα,
    το σκληρό εκείνο κομμάτι της νύχτας,
    το αδιαπέραστο, γίνεται πάλι ένα με την ψυχή σου,
    έξω, γκρίζοι λύκοι, ας τρέχουν μέχρι το πρωί,
    σκαλί σκαλί ώς την ταράτσα της τρέλας,
    θ’ ανέβω να σε φτάσω, ώς τον θάνατο.
    Άλλοι ας το πουν αυτό έκσταση,
    για μένα είναι ένα ταξίδι μέσα στα μάτια σου,
    άλλοι ας το πουν αυτό αιωνιότητα,
    για μένα η αιωνιότητα αρχίζει απ’ τα μάτια σου.
    Κι ας είναι η πόλη σου πληγή ανοικτή·
    εδώ θα μείνω με το δέρμα μου και τα όνειρά μου ακέραια,
    κάτω απ’ τον υπέροχο ουρανό των μάγων
    και των αγίων σου να μνημονεύω τις πέντε αισθήσεις σου
    και την μεγάλη, αδυσώπητη πόλη σου.
    Νέα Υόρκη, 23-10-1984

  112. BLOG_OTI_NANAI said

  113. ΣΠ said

    66
    Άγγελε, στο μέλλον για τις γιορτές να κοιτάς εδώ: https://www.eortologio.net/

  114. Triant said

    Για ανατολή, δύση του ηλιου (ώρα, γωνία κλπ), ισημερίες, και τα πάντα, εδώ. (Προφανώς όσοι από εσάς δεν ενδιαφέρεστε για την Ν. Σμύρνη μπορείτε να αλλάξετε τοποθεσία αναφοράς)

    Έχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για όλα αυτά μέχρι που αξίζει να αφιερώσει κανείς αρκετή ώρα σε σερφάρισμα (το έχω κάνει κάποιες φορές).

  115. Theo said

    @110:
    Είσαι σίγουρος πως ο Μωραΐτης Βρεττάκος αναφέρεται στο Καλέντζι των Τζουμέρκων, όχι της Αχαΐας;

  116. Theo said

    Τα δέκα πιο όμορφα λουλούδια του χειμώνα

  117. Theo said

    Κι ένα άλλο ποίημα του Βρεττάκου για τις «κατεβασιές του χειμώνα»:

    Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

    Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,

    δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.

    Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
    Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
    νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
    νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
    ἡ ἔρημός μου λαό,
    τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

    Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες

    τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;

    Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
    στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
    Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
    Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
    Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
    Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

    Ὅμως,

    δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.

    Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
    Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
    Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
    τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
    νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
    γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

  118. sarant said

    110-115 Σωστά. Άλλωστε, στις αρχές του 20ού αιώνα είχε επίσης αδειάσει η Πελοπόννησος.

  119. Theo said

    @104:
    Εγώ θυμόμουν μόνο την πρώτη στροφή.

  120. Theo said

    Κι ο Νίκος Καββαδίας για χειμωνιάτικες μέρες:

    Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ

    «Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα –
    τίποτα δὲν μᾶς σώζει…»
    ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

    Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.
    Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,
    κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,
    καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.

    Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,
    ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·
    νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,
    πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.

    Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,
    ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,
    χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν
    μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.

    Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.
    Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ… Σκεφτεῖτε… Ἐγώ.
    Ἕνα καράβι… Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ… Νὰ μᾶς πάρει…
    Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.

    Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.
    – Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,
    τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,
    κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.

    Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,
    οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες
    κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα
    σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.

    Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε
    παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,
    γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,
    γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.

    Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,
    τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε
    καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,
    περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.

    Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,
    κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·
    ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,
    κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.

    Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,
    – μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο –
    μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,
    κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.

    Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια
    στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει
    γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,
    θὰ δεῖτε – ἴσως – τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.

    Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,
    κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,
    δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,
    ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;

    Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,
    λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,
    ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,
    γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.

    Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,
    τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.
    Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,
    γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.

  121. 116,
    Προσθέτουμε και την ανεμώνα
    στην καρδιά του λειμώνα

  122. Theo said

    Κι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης στον Θόλο:

    Ήταν χειμώνας. Νύχτα. Ένας άνεμος παγωμένος, που ερχόταν απ
    την Αρκτική, παράδερνε πάνω απ’ τη θάλασσα της Ιρλανδίας,
    σάρωνε το Λίβερπουλ και χτυπούσε καταπρόσωπο τον άντρα, τον
    καθισμένο μέσα στη μικρή Μπέντφορντ. Τον λέγανε Μαρτέν Τεριέ.
    Στα πόδια του είχε ακουμπισμένο ένα περίστροφο Όρτζις κι έναν
    σιγαστήρα Ρέντφιλντ… «Ο κύριος Κοξ σας κατασκεύασε», είπε.
    «Κατασκεύασε ένα πληρωμένο δολοφόνο, του οποίου τα θύματα ήταν
    όλα ανεξαρτήτως πρόσωπα ύποπτα. Ο κύριος Κοξ έστησε μόνος του
    την απόπειρα κατά της ζωής του σεϊχη Χακίμ. Καταλαβαίνετε τι
    σας λέω; Αν είχατε σκοτωθεί χθες το βράδυ, όπως προέβλεπε το
    σχέδιό του, θα ‘σασταν το τέλειο πτώμα».

  123. Εδώ δεν θα γινότανε ο καβγάς; Πήγα πήρα ποπ-κορν, επέστρεψα και τον βρήκα θαμμένο κάτω από ένα σκασμό στίχους. Γιατί;

  124. spyridos said

    Καλέντζι στην Αχαία και στην Κορινθία.
    Συνήθως ο Βρεττάκος χρησιμοποιεί ονόματα του Ταύγετου.
    Μήπως υπήρχε κάποιο Καλέντζι, οικισμός ή περιοχή και στον Ταύγετο;
    Τι σημαίνει Καλέντζι; Αρβανίτικο είναι;

    ————————–
    γεννήθηκε χθες 21, χειμωνικό, δεν πρόλαβαν να του βάλουν ενώτιο σημάδι.

  125. On such a winter’s day

  126. 31 Kιγκε >> «χειμώνα καιρό» για επίφαση
    Ναι! κι επίσης: Ο καιρός είναι ή είτανε (σε αφήγηση) χειμωνικός. Αντίστοιχα καλοκαιρνός καιρός και άνοιξη καιρού. Για το Φθινόπωρο «κατά τς Οχτωβριάδες» ή «Σετεμπροχτώβρη».

    32β,γ
    Το πεπόνι ήξερα κι εγώ χειμωνικό και τα χειμωνάπιδα/χειμωνάχλαδα*

    «χειμωνικό» και το δωμάτιο με το τζάκι (ή η σόμπα) και γύρω ξαπλωταριές 🙂

    56 >>το γνωστό ψηφιδωτό του Άργους
    Πω! Δεν το ξερα (νομίζω) και είναι πανέμορφο! Με τις πάπιες, τα ψάρια και τ΄αχλάδια* του! Θεός !
    Για τη χαρα αυτή σου χαρίζω ένα παλιούτσικο τραγουδάκι
    Ο χειμώνας είν’ αγόρι,
    θέλει τη λευκή την κόρη,
    το γοβάκι να ταιριάξει,
    τη χιονάτη του ν’ αρπάξει.

    Ο χειμώνας ψάχνει φίλη,
    μα φοβάται τον Απρίλη
    και ζητάει απ’ τις νεράιδες,
    να του βρουν κι άλλες νιφάδες.

  127. Theo said

    Κι ο Μιχάλης Γκανάς, με μπόλικες λογοτεχνικές αναφορές:

    Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
    γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
    Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
    μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
    (Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
    κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

    αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
    και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
    Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
    μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

    αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
    κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
    γραμμένο της στο Γράμμο να καεί
    κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

    Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
    γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
    Το ’στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
    ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι.

    στη Ζυράννα Ζατέλη

  128. Theo said

    @124:
    Ναι, έχεις δίκιο. Το Καλέντζι κοντά στο Ζευγολατιό της Κορινθίας το επισκέφτηκα πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια.

  129. Theo said

    Κι άλλος Γκανάς:

    από το ποίημα ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

    Ξαφνιάζεσαι μια μέρα,
    κοιτάζεις μες τα μάτια μιας γυναίκας,
    όποιας γυναίκας,
    λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
    «θα φύγω το χειμώνα γέρνοντας λίγο αριστερά
    από το βάρος της αγάπης σου»,
    θυμάσαι πόσο σου ᾿λειψε η δίδυμη καρδιά της,
    χαράζεις στίχους, λες σιγανά παλιούς σκοπούς,
    «Λιγνό μου κυπαρίσσι, σ’ ονειρευόμουνα
    τρεις νύχτες»,
    κάποτε να τα σιχαθείς ετούτα,
    να μην βουλιάξεις τη ζωή σου
    μέσα σε τόσες λεπτομέρειες.

    Και (από εδώ) :
    Έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες
    τ΄αλεύρι γίνεται σπυρί, ύστερα στάχυ
    θροϊζει με πολλά δρεπάνια
    αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα
    Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
    και τρέμω μην κοπεί το νήμα.

  130. Theo said

    Μαρμάγκα 😦

  131. Aghapi D said

    http://www.vlahoi.net/politismos/ta-xeimadia-ton-vlahon-sto-kefalovriso

    Επίκαιρο

  132. ΣΠ said

    88
    Μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι τρία τα κόμματα. 🙂

  133. … 22 Δεκεμβρίου είναι …

    … και καρκινική φέτος στα αγγλικά:
    12-22-21

  134. loukretia50 said

    Μπα! Τόσα ρομαντικά λυκόπουλα και δε θυμηθήκατε τα νιάτα μας?
    Χειμώνας – Σοφία Βέμπο

  135. Theo said

    Και λίγος Ελύτης:

    Τώρα ἡ ἀγωνία σκυφτή μὲ χέρια κοκκαλιάρικα
    Πιάνει καὶ σβήνει ἕνα-ἕνα τὰ λουλούδια ἐπάνω της∙
    Μὲς στὶς χαράδρες ὅπου τὰ νερὰ σταμάτησαν
    Ἀπὸ λιμὸ χαρᾶς κοίτουνται τὰ τραγούδια
    Βράχοι καλόγεροι μὲ κρύα μαλλιά
    Κόβουνε σιωπηλοί της ἐρημιᾶς τὸν ἄρτο.

    Χειμῶνας μπαίνει ὣς τὸ μυαλό. Κάτι κακό
    Θ’ ἀνάψῃ. Ἀγριέυει ἡ τρίχα τοῦ ἀλογόβουνου,

    Τὰ ὄρνια μοιράζονται ψηλά τὶς ψίχες τ’ οὐρανοῦ.

  136. leonicos said

    αυτό είναι λογοτεχνικό ποστ.

    όχι το κυριακάτικο

  137. Theo said

    Αλεξάνδρα Μπακονίκα

    Η ΑΛΒΑΝΙΔΑ
    Πάνω από δεκαετία, κάθε καλοκαίρι
    στο ξενοδοχείο που έκανα διακοπές με την ίδια μεγάλη παρέα,
    ήταν καμαριέρα.
    Έτσι κατόρθωνε να συντηρείται,
    ο μισθός της στην Αλβανία πενιχρός,
    γυμνάστρια σε σχολείο τον χειμώνα.
    Από τη σκληρή δουλειά ρυτίδες χαλνούσαν το πρόσωπό της,
    τα αισθηματικά της πάντα σε αδιέξοδο,
    ερωτικό σύντροφο δεν είχε.
    Με έμφυτη εγκαρδιότητα και σπασμένα ελληνικά
    λαχταρούσε να μας μιλάει στα δωμάτια, όταν καθάριζε,
    ή στους διαδρόμους.
    Όσο πλησίαζε ο καιρός να φύγουμε στεναχωριόταν.
    «Εσάς θυμάμαι στην ερημιά μου τον χειμώνα» μας έλεγε.
    Ένα βράδυ σφίχτηκε η καρδιά μου
    όταν την είδα να κάνει βόλτα μόνη στον παραλιακό πεζόδρομο.
    Μέσα στον πολύ κόσμο μια μοναχική φιγούρα,
    που ακόμα και εκείνη την ώρα, ενώ είχε ήδη σχολάσει,
    φορούσε τη γαλάζια στολή της καμαριέρας.

  138. leonicos said

    135
    Loukretia50

    Μια κι έκανες τον κόπο. βάλ’ το με την Ελίζα Μαρέλη

    Χειμώνας, πώς ου φαίνεται η νύχτα σαν αιώνας
    ν’ αποζητώ τη λησμονιά
    μέσα σ’ ατή την παγωνιά
    για να ξεχάσω τη δική σου απονιά

  139. leonicos said

    Ο Τεό θριαμβευσε σημερα

  140. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    ΓΤ για σένα

  141. 22 Δεκεμβρίου 1989 ήταν η μεγαλύτερη και πιο κρύα νύχτα της χρονιάς στο Τέξας (σταλαχτίτες στα σιντριβάνια).
    Αντί περιγραφής σχετικού γεγονότος, αντιγράφω από το Southern Living

    I vow to always put you first, even during football season.
    I promise to never keep score, even when I’m clearly winning.
    You’re the French fries to my chocolate shake.
    When I say, «I do,» I don’t mean the dishes.
    I promise to hire a professional, even if I really want to try to do it (and probably make it worse) myself.
    I promise to continue to make your friends jealous of our amazing relationship.
    I promise to unclog the tub, even though you are the only one of us with long hair.
    I vow to take your hand when it’s too dark, and the dog out when it’s too early.
    I promise to love you for eternity and to trust you with my credit card.

  142. Theo said

    Μάτση Χατζηλαζάρου

    Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη,
    που ξαναφέραμε μαζί.
    Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης
    – τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ
    της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά όταν
    αχνίζουν τα τζάμια.
    Ζωή μου, δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το
    καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
    Ζωή μου, δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
    Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.

  143. Κιγκέρι said

    135: Αχ, Λου, το έβαλε ο Πάνος με πεζά από τις 10 το πρωί (σχ. 3), αλλά δικαιολογείσαι, γιατί είσαι πονεμένο γατί! Να σου ευχηθώ κι εγώ περαστικά κι άλλο κακό να μη σε βρει!

  144. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Με την ανοχή σας, θα ανακαλέσω ή θα φτιάξω μερικές μαντινάδες να τις δωρίσω/αφιερώσω, στο πνεύμα των ημερών.

    Του ιστολογίου

    Άνοιξη και φθινόπωρο
    χειμώνα καλοκαίρι
    όλες του χρόνου τς εποχές
    είσαι του νου μου ταίρι

  145. Theo said

    Κωνσταντίνος Καβάφης

    Καλός και κακός καιρός
    Δεν με πειράζει αν απλώνη
    έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
    Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
    Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
    σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
    του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

    Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
    λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
    Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
    Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
    σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
    πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.

    ————————

    Α μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου —
    χειμώνα, καλοκαίρι , νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
    χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
    Πριν γεννηθούμ’ εμείς — εγώ είμαι είκοσι εννιά ετών,
    εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου —
    πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
    ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
    κι έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.

    (Από το ποίημα Συμεών)

  146. Theo said

    @141:
    Τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος 🙂
    (Μια κι είμαι στο κρεβάτι από οσφυαλγία και δεν μπορώ να δουλέψω στο γραφείο, ψάχνω στις ποιητικές συλλογές και στο Διαδίκτυο και ποστάρω.)

  147. Theo said

    @148:
    από το μικρό μου λάπτοπ, εννοείται 🙂

  148. Pedis said

    # 135 – … Χειμώνας – Σοφία Βέμπο

    Αφού σου ‘χω βάλει κλάσεις πιο ρομαντικό κομμάτι … -> 77. 😀

  149. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Κάθε χειμώνα τα πουλιά
    φεύγουνε σ΄άλλο τόπο
    μα δεν ξεχνούνε τη φωλιά
    που χτίσανε με κόπο

    Παλιά μαντινιάδα και τίνος να ταιράζει; Του Αβο ή και το Κιντ

  150. GeoKar said

    #106: 👍

    #119: ε, υπερέβαλα καπως λόγω του ενθουσιασμού της ανάμνησης, αλλά τις 2 πρώτες στροφές τις θυμόμουν πάντως 🤓🤓

  151. Κιγκέρι said

    139: Λεώνικε,

    η επιθυμία σου διαταγή! Το είχα βάλει και στο μηνολόγιο Δεκεμβρίου (https://sarantakos.wordpress.com/2021/12/01/december-10/#comment-776931) και θυμάμαι ότι σου είχε αρέσει – κι εμένα μου αρέσει περισσότερο η χροιά της φωνής τής Ελίζας Μαρέλλι, όμως δυστυχώς δεν είναι ολόκληρο το τραγούδι, είναι το μισό.

  152. Theo said

    Τον χειμώνα ετούτο:

    Κι ο Νιόνιος ως τραγουδιστής και μόνο:

  153. loukretia50 said

    Πάνο και Κιγκέρι,
    Συμπαθάτε με, δεν το είδα!
    Ρομαντική διάθεση δε με πιάνει, σας έχω άλλο θέαμα όμως! – παντός καιρού!

    Pedis,
    Muchísimas gracias!!
    Λες σε μια προηγούμενη ζωή… να συναπαντηθήκαμε?

    Και ιδού ένα άγριο τανγκό, με μαστίγιο παρακαλώ!
    Το πρώτο -λέει- που παρουσιάστηκε στο βουβό σινεμά, το 1921 !
    Θαυμάστε το απίστευτο μάτσο -χάλια- λουκ , με σπιρούνια και ωτ κουτύρ βρακοζώνα για σούπερ Βαλεντίνο -, ενώ συγκλονίζει η κόμμωση της περφορματρίς – τάχα μου – δε θέλω, που μάλλον συγγενεύει με τη Σαπφώ Νοταρά ή τη Γ.Βασιλειάδου στις δόξες τους.

    Στους εκστασιασμένους θεατές να βρίσκονταν κάποιοι σχολιαστές?
    Tango scene – The Four Horsemen of The Apocalypse 1921
    ( φοβερός ο τίτλος, μη μου πείτε! Ταιριάζει σε δράμα, αλλά για κωμωδία το κόβω!)

    Σε καλύτερη ανάλυση μπορείτε να απολαύσετε τη νεώτερη βερσιόν, μόλις το 1951 !

    This is the full scene featuring the famous Argentine Tango from Valentino (1951), starring Anthony Dexter and Patricia Medina. Dexter, a virtual lookalike to the real Rudolph Valentino, was a dancer in real life. Unlike today’s refined «ballroom tango,» this tango makes use of a whip in the opening and closing moments, and Dexter is wearing real spurs. The original tango was often passionate and savage, and evolved in the barios of South America in the mid to late 1800s. It eventually became a popular salon dance in Victorian society.

    Για να μην πάνε τζάμπα τα ποπ κορν του Δύτη! – τι ωραίο τραγούδι!

  154. Theo said

    5641 71 (69+2) 665

  155. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    61,104β Κι εγώ το θυμάμαι ολόκληρο το ποίημα αυτό. Έχω μιαν αγάπη με τον καλογιάννο κι αυτό το ποίημα θυμήθηκα μόλις είδα το άρθρο, αλλά το είχατε ήδη πει. Μάλιστα στο στίχο «μικρός προφήτης φτερωτός μηνά την άνοιξη που θα γυρίσει πάλι», θεωρούσα ότι θα γυρίσει αυτός, το πουλάκι και το σκεφτόμουν ως ανακριβές γιατί στην Κρήτη αλλά κι εδώ, αντιθετα, τον χειμώνα ήταν που ερχόντουσαν/βλέπαμε του κοκκινολαίμηδες! Και τώρα έχω ένα ζευγαράκι που χαμοπετούνε στον κήπο,κάτι τσιμπολογούν πάνω στη λεμονιά και το γιασεμί και εμφανίζονται νωρίς το φθινόπωρο μένουν όλο το χειμώνα μέχρι την άνοιξη, μετά μάλλον πιάνουν τα βόρεια κλίματα. Αργότερα κατάλαβα ότι είναι η άνοιξη που θα γυρίσει πάλι. 🙂

  156. Theo said

    Τάκης Βαρβιτσιώτης

    9

    Τα όνειρα κρατιούνται από μια κλωστή
    Τα γυμνά τοπία από τους ατμούς των

    Οι πιο ευαίσθητες γραμμές συντρίβονται

    Φρουρούν τα σώματα εχθροί
    Κλείνουν σταυροί τις πεδιάδες

    Και μόνο συ ελπίδα
    Έχεις τις πόρτες διάπλατες

    Με μια ματιά σου γεννιούνται καβαλλάρηδες

    Φορείς τη λάμψη μιας γιορτής

    Και μες στη χλόη της φωνής σου
    Κατοικούν πουλιά

    Από τη συλλογή Χειμερινό ηλιοστάσιο (1955)

  157. A winter’s day
    In a deep and dark December

  158. Theo said

    @157:
    Κι εδώ, στη Μακεδονία, έχω δει κοκκινολαίμηδες και Νοέμβριο.

  159. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στην Αναστασία, γιορτάζει δε γιορτάζει σήμερα, γιορτάδες μέρες είναι 🙂
    Να ξέτε, έχουμε τουλάχιστον τρεις Αναστασίες εδώ, άσχετα αν γράφουνε ή όχι συχνά. Παρονόματα δεν λέμε, περσόνες δεν αποκαλύπτουμε. Σεβόμαστε και εκτιμούμε 🙂

    Τα χειμωνιάτικα πουλιά
    που ξέρουνε το δρόμο
    για να σου στείλω τις ευχές
    τα ‘καμα ταχυδρόμο

  160. Theo said

    Χρόνια πολλά, λοιπόν, στις Αναστασίες που μπαίνουν στο ιστολόγιο, γιορτάζουν δεν γιορτάζουν 🙂

  161. Theo said

    Κοτζιούλας

    ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΜΑΣ

    Θυμάσαι πώς με δέχτηκες γυμνόν απ’ το ποτάμι
    φόντας παράγγειλες γοργού συντρόφου σου να δράμει
    με δεύτερο άτι σελωτό κοντά σου να με φέρει
    την ίδιαν ώρα πόλαβες το βιαστικό χαμπέρι!

    Στις χράσπες μ’ έσυρε της γης κυνηγημένο η σφίξη,
    γιατί απ’ τους λύκους των βουνών είχα πολλά τραβήξει,
    και για να μη με βγάλουνε λουρίδες άγριοι βλάχοι
    ρίχτηκα απόκοτος κι εγώ σ’ άλλου στοιχειού τη ράχη.

    Πέφτανε σπίθες, χιόνιζε κι ήταν, θυμάμαι, γιόμα
    σα βγήκα μές απ’ το νερό με την ψυχή στο στόμα
    πως με τραβούσε η σούδα του, πως γλίστραε το χαλίκι
    με τι λαχτάρα κέρδισα του λυτρωμού τη νίκη!

    Μα όταν σε λίγο μου άπλωσες τα χέρια τα’ ατσαλένια
    και μ’ άγγιζαν στο μάγουλο, πολέμαρχε, τα γένια
    πούχαν φουντώσει, φλογιστεί μες στ’ άναμμα του αγώνα,
    ξέχασα ευθύς τα πάθια μου και το βαρύ χειμώνα.

    Το βλέμα σου τα’ αδείλιαστο φέγγει όλο καλωσύνη
    κι ο λόγος σου έμπνευση, φτερά του μουδιασμένου δίνει.
    Οι οχτροί σε τρέμουν, αλλά εμείς στα μάτια σε κοιτάμε
    κι εγώ που πάντα ξέφευγα μένω δικός σου, να ‘μια.

    Ήρθα αποπίσω σου, έτοιμος μ’ εσέ και να πεθάνω,
    πιστός ακόλουθος κοντά στον πρώτο καπετάνιο,
    τότε που πλάι σου η χώρα μας αναριγούσε ακέρια
    στα χιόνια τα Θεσσαλικά και στ’ άλλα λασπονέρια.

    Τις μέρες πούχαμε άξαφνα περ’ απ’ τον Άσπρο φύγει,
    φάγαμε ανάλατο ψωμί κι εκείνο με το ζύγι,
    μα ήταν ο πόνος πιο μικρός όταν εκεί στο τσόλι
    βλέπαμε αυτούς που ξάπλωσε των πλερωτών το βόλι.

    Μα όταν αντάριασε ο θυμός όλων μας πια τα φρένα,
    κίνησες σαν τα σύγνεφα τα’ αστραποφορτωμένα
    κι όπως κυλά η κατεβασιά τα πήρες όλα σβάρα,
    των φίλων αναγάλιασμα, του αντίμαχου τρομάρα.

    Με το φιλί σου φλογερή στο πρόσωπο σφραγίδα
    μέρα και νύχτα δίπλα σου και σ’ άκουσα και σ’ είδα,
    στο χωρατό και στην οργή, στα γέλια στα μπουρίνια,
    καθώς αλλάζουν οι καιροί κατά τα μερομήνια.

    Κι ούτε ξεχνώ (αν μου δόθηκε του ποιητή η χάρη)
    πως με πρωτόφερες εσύ κοντά σου καβαλάρη,
    ο ίδιος που αράδα κόβοντας κεφάλια ντροπιασμένα
    ξέρεις ωστόσο να τιμάς επάξια τον καθένα.

  162. BLOG_OTI_NANAI said

    115: Δεν ξέρω, είχα αυτή την εντύπωση. Βλέπω ότι αναφέρεται σε παλιό σχολικό βιβλίο:

  163. Theo said

    Υπάρχει κι ένα ποίημα του Κοτζιούλα, με τίτλο «Απόψε θα συλλογιστώ μες στο βαρύ χειμώνα», που δεν μπόρεσα να το βρω. Μάλλον θα το ‘χει ο Νικοκύρης. Ας το ποστάρει, λοιπόν 🙂

  164. ΣΠ said

    Στης καρδιάς μου τον χειμώνα φύτρωσε μια ανεμώνα.

  165. Κιγκέρι said

    160: Έφη,

    καλά που είσαι εδώ, θέλω από προχτές που λέγατε με τη Λου τα πάθια σας και ανέφερες ότι έχεις κάψει το χέρι σου να σου πω: Αν τυχόν ξανακαείς, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να βάλεις το καμένο άκρο σε μια λεκάνη με κρύο νερό. Όλα τα άλλα γιατροσόφια που κυκλοφορούν, λάδια, πελτέδες, οδοντόπαστες, δεν έχουν αποτέλεσμα. Το ζητούμενο είναι να μειωθεί όσο γίνεται γρηγορότερα το θερμικό φορτίο στην καμένη περιοχή. Θα βάλεις λοιπόν το άκρο στο κρύο νερό και θα το αφήσεις τόσο, όσο να μην νιώθεις πια το κάψιμο, δέκα, είκοσι λεπτά, μισή ώρα, ανάλογα, όσο περισσότερο, τόσο καλύτερα. Αν στο μεταξύ το νερό ζεσταθεί, θα το αλλάξεις, να είναι κρύο. Αν τυχόν το κάψιμο είναι σε σημείο που δεν βολεύει να το βάλεις στη λεκάνη, ή αν δεν μπορείς εκείνη τη στιγμή να αφήσεις τη δουλειά που κάνεις, θα βάλεις επάνω μια πετσετούλα βρεγμένη σε κρύο νερό, θα τη δέσεις χαλαρά, αν χρειάζεται, και κάθε τόσο θα τη δροσίζεις και θα την ξαναβάζεις. Εύχομαι βέβαια να μην σου χρειαστεί, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να μην κάνει ούτε καν φουσκάλα. Θυμήσου το και θα με θυμηθείς!

  166. Theo said

    @166:
    Βλ. και #121.

  167. Triant said

    166: Απ’ ότι ξέρω (ας μας πει και ο Λεώνικος) αυτό ισχύει αν το κάψιμο δεν έχει κάνει πληγή οπότε απαγορεύεται. Προσωπικά το βάζω κάτω από τη βρύση (καψίματα από τον φούρνο, την ψηστιέρα κλπ).

  168. leonicos said

    δδ

  169. leonicos said

    152 Κιγκέρι, ευχαριστώ

    Ξέρω πού να το βρω, δεν ξέρω πώς να το ανεβάσω εδώ

  170. Δημήτρης Καραγιώργης said

    Καλησπέρα σε όλους.
    Μια και μιλάμε για χειμώνα άρα και χιόνι, ένας Σαββόπουλος ακόμη αλλά στα Αγγλικά από Daniel Kahn & Painted Bird

    Ά ρε Σαββόπουλε, τα στερνά δεν τιμούν τα πρώτα γμτ (βέβαια το ερώτημα είναι υπήρξαν ποτέ πρώτα, τεσπα)

  171. Κιγκέρι said

    168: : Triant,

    αν το κάψιμο προλάβει και κάνει πληγή, καλό είναι να πάει κανείς σε νοσοκομείο, να δες κι εδώ:
    https://www.hygeia.gr/egkaymata-protes-voitheies-ti-prepei-na-kanete/

    Στα συνηθισμένα όμως οικιακά εγκαύματα, από το φούρνο, την ψηστιέρα, το σίδερο, αν αμέσως κάνεις αυτό με το κρύο νερό, δεν θα προλάβει να κάνει πληγή. Προσωπικά προτιμώ και προτείνω τη μέθοδο με τη λεκάνη κι όχι με το τρεχούμενο νερό, γιατί δεν μπορώ να στέκομαι τόση ώρα μπροστά στη βρύση και το νερό να τρέχει, ενώ μπορώ να κρατήσω το χέρι μου (γιατί εκεί καιγόμαστε συνήθως) μέσα σε ένα δοχείο με νερό για περισσότερο χρόνο, με την προϋπόθεση βέβαια να ανανεώνω συχνά το νερό, ώστε να διατηρείται κρύο.

  172. Theo said

    @166++
    Στα εγκαύματα και τα τραύματα βάζω Αλόη βέρα, κι επουλώνονται γρήγορα.

  173. Κιγκέρι said

    173: Theo,

    αν δοκιμάσεις τη μέθοδο με το κρύο νερό στα εγκαύματα, όπως περιγράφω στο 166 (! – μωρέ, πώς τον πέτυχα έτσι τον αριθμό!), δεν θα χρειαστεί να βάλεις αλόη γιατί δεν θα γίνει πληγή που να χρειάζεται επούλωση.

  174. Theo said

    @174:
    Εννοώ ότι με τα εγκαύματα εμφανίζονται πρηξίματα, όχι πληγές, κι αυτά επουλώνονται με την αλόη. Αλλ’ αντί για κρύο νερό, και τα ψυχρά επιθέματα (κάτι τζελ που πουλάν τα φαρμακεία και τα βάζεις στην κατάψυξη) καλά δεν είναι;

  175. Χαρούλα said

    Καλό χειμώνα!
    Theo τι συλλογή!!! Ατέλειωτη ποιητιάδα☺️
    Ο Κουβάτσος έφαγε την σκόνη σου…🙂
    Σ´ευχαριστώ. Ταξίδι ποιητικό. Βέβαια η ανάγνωση ήταν γρήγορη. Αλλά είναι παραμονές διακοπών. Έτσι τα φυλάμε για μεγαλύτερη απόλαυση. Μπράβο!

  176. Γιάννης Κουβάτσος said

    Στο Καλέντζι Ιωαννίνων είχε διοριστεί δασκάλα η γυναίκα του Βρεττάκου, η Καλλιόπη Αποστολίδη.

  177. Γιάννης Κουβάτσος said

    176:Έλειπα απ’ το σπίτι σήμερα και το εκμεταλλεύθηκε ο Theo. 😂

  178. Αγγελος said

    Καλέντζι είναι και οικισμός λίγο μετά (για όσους έρχονται απ’ την Αθήνα) τη λίμνη του Μαραθώνα. Υποθέτω κι εγώ ότι θα είναι αρβανίτικο όνομα.

  179. Γιάννης Κουβάτσος said

    177:Για την ακρίβεια, η σύζυγός του υποχρεώνεται να εργαστεί ως καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Κατσανοχωρίων, στο Καλέντζι Ιωαννίνων, για το σχολικό έτος 1955-1956. Είχε προηγηθεί η απόλυσή της από τον Ο.Λ.Π., το 1954, λόγω των πολιτικών της φρονημάτων και της έντονης συνδικαλιστικής της δράσης.

    ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΤΟ ΚΑΛΕΝΤΖΙ

    Υπάρχουν σπίτια στον κόσμο
    που δεν έχουν κανένα παράθυρο.
    Ούτε καν για ένα άστρο,
    ούτε για ένα κλωνάρι μυγδαλιάς, για έν στάχυ
    ή για μιάν ηλιαχτίδα διπλωμένη στα τέσσερα,
    σάν ένα γράμμα που το στέλνει ο Θεός.
    (Τέτοιο γράμα δεν έλαβες.)
    Δίχως θέα στο μέλλον,
    περπατούσες στα νύχια, γονάτιζες,
    αφουγκραζόσουν τον ύπνο μας τα μεσάνυχτα,
    μας έλουζες και μας χτένιζες,
    μας φορούσες καθαρά ρούχα την Κυριακή,
    μας συνόδευες κάτου στην πόρτα
    και μας κοίταζες άφωνη, ώσπου
    μας έπαιρνε ο ήλιος.
    Όλα ήταν για μας.
    Για σένα δεν είχε τίποτα ο κόσμος.
    Για μας τα λουλούδια κι η θάλασσα,
    τα τραγούδια και η Λαμπρή.
    Χωρίς δαχτυλίδι στο χέρι,
    περιχαρακωμένη στη μοίρα σου,
    ψήλωνες μέσα στη μοναξιά σου,
    μας μάλωνες με την πίκρα σου.
    Κι ενώ τρέχαμε μείς
    πιασμένοι απ’τα χέρια
    ν’αγκαλιάσουμε τον ορίζοντα, εσύ
    έψαχνες για παράθυρα,
    σ’ένα σπίτι παράξενο και πικρό, που δεν είχε
    τίποτε άλλο εκτός
    από μια πόρτα να φύγεις.
    Μα τα πλοία δεν σε παίρνανε
    γιατί είχες τον άνεμο και τη θάλασσα μέσα σου
    γιατί είχες μιάν έρημο μέσα σου, δίχως
    πουλί και τραγούδι.
    Τα παιδιά μας διαβάζουν γύρω από τη σόμπα.
    Γελούν τα τετράδια τους ανοιγμένα στο φώς.
    Το τραπέζι είναι έτοιμο, κανένας δεν λείπει.
    (Εσύ πάντα έλειπες.)
    Τώρα θα βρέχει εκεί πάνω που βρίσκεσαι
    έτσι δεν είναι; Μπορεί να χιονίζει.
    Τι λέω; Άν χιονίζει; Χιονίζει
    μέσα σ’όλη την έκταση της συλλογής σου.
    Το ξέρουμε
    κι όταν βγαίνει ο ήλιος
    παρακαλούμε κι οι τρείς:
    «Ήλιε μας, κόψε μια πήχυ απ’τη λάμψη σου,
    ν’αναπάψει το χέρι
    σταυρωμένο στο στήθος της.
    Το σπίτι της είναι
    κάτω απ’το σύννεφο».
    Δεν έχουμε άλλο.
    Οι δρόμοι είναι ανάστατοι.
    Τα ποτάμια θολά.
    Καληνύχτα σου.
    (Νικηφόρος Βρεττάκος, «η εκλογή μου», εκδόσεις «Ποταμός»)

  180. Χαρούλα said

    Μετά από τόση ποίηση, ας χαρούμε και μπόλικο τραγούδι…




  181. Theo said

    @177, 180:
    Τότε μάλλον έχει δίκιο ο Μπλογκ.

  182. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλέντζι ετυμολογία :
    «Καλέντζης: (όνομα που αναφέρεται στο μοιρολόγι του Μανόλη Μπλέση). Χωριά Καλέντζι στην Τριταία Αχαΐας, Ήπειρο, Κορινθία, Αττική (Μαραθώνας), Καλέντζι ή Μάνινα Βλυζανών-Αστακού και Εύβοια (Καλέντζι Ταμυναίων, επαρχίας Καρυστίας). Σύμφωνα με τον Ι. Ε. ΠΕΠΠΑ: «.. Το τοπωνύμιον είναι μάλλον Αλβανοτουρκικόν. Συμπεραίνεται κάθοδος από το Καλέντζι της Δωδώνης εις Αιτωλίαν, Αχαΐαν, Κορινθίαν, Αττικήν και Εύβοιαν, ως προελέχθη την εποχή της Τουρκοκρατίας, πιθανότατα την εποχή των βίαιων εξισλαμισμών της Ηπείρου (περί το 1600) αφού το Καλέντζι είναι Αλβανοτουρκικόν επωνύμιον». Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη: Λεξικό Ιστορικό και Λαογραφικό της Ζακύνθου – Αθήναι 1963 (πρώτη έκδοση 1898): Οικογένεια Καλέντζη υπήρχε το 1555 στη Ζάκυνθο καταγόμενη από το Χλουμούτσι αλλά και χωρίον εσώζετο με την ίδια ονομασία στη Ζάκυνθο το 1516 και παραμένει ως τοπωνύμιο στην περιοχή Τραγάκι. Το χωρίον Καλέντζι καταστράφηκε τελείως από τους πειρατές. Ο Πουκεβίλλ υποθέτει ότι η ονομασία Καλέντζι είναι πιθανόν αλβανικής καταγωγής…»
    https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://greeksurnames.blogspot.com/2013/01/blog-post_21.html%3Fm%3D1&ved=2ahUKEwiylNvK_Pf0AhUUhP0HHfokANUQFnoECDAQAQ&usg=AOvVaw2dVzuB5aY_CZ90dIPtbD_d

  183. Χαρούλα said

    #178 Μπορείς μέρες που είναι να κάνεις και ρεπό. Ο Theo δεν θα μας αφήσει πεινασμένους!😊
    Να είστε γεροί και οι δυό σας.

  184. Κιγκέρι said

    175: Δεν έχω τέτοιο, δηλαδή είχα ένα, αλλά χάλασε, κρυστάλλιασε και δεν πήρα άλλο. Νομίζω πάντως πως, γενικώς δεν ενδείκνυνται, γιατί μπορεί να προκαλέσουν έγκαυμα από πάγο, εκτός κι αν πρόκειται για κάποιο ειδικό υλικό που δεν παγώνει.

  185. P said

    # 154 – Ναι-ναι και πολύ πλάκα το δεύτερο. 😀

    Δεν είναι ακριβώς τάνγκο … (αλλά μήπως το Χόλλυγουντ είναι σινεμά;! 😆)

  186. Γιάννης Ιατρού said

    154: έξοχα κομμάτια, αλλά το παλαιότερο, το πρώτο που έχει αναρτήσει είναι διαφορετικό (και καλύτερο) από το δεύτερο που φέρνει περισσότερη στην γνωστή cumbarsita.
    Για τα κουστούμια, τις επιδείξεις τύπου macho κλπ., άλλες εποχές, άλλα πρότυπα…
    Πάντως κι ο Μπαντέρα έχει αναδείξει ικανοποιητικά😍 το σπορ τελευταία.

  187. 108 – 28 Κι εγώ τους θυμάμαι (αλλά ξέχασα πως είχε τεθεί ερώτημα). Έστω κι αν δεν είχαμε καλοριφέρ στο σπίτι μας! Αλλά τους έχω συναντήσει σε παλιά κτίρια.
    Να συμπληρώσω επίσης για τους διακόπτες του βορρά που είναι με θερμοστάτη κι είναι μόνιμα ανοιχτοί χειμώνα καλοκαίρι, Η θέρμανση εκεί δεν σταματάει ποτέ.

    114 Σιγά μην αλλάξουμε κάτι δέκατα του δευτερολέπτου. Πόσο διαφέρει δηλ. η Ηλιούπολη απ’ τη Ν. Σμύρνη; 🙂

  188. Theo said

    @178:
    Ευχαριστώ, Γιάννη μου 🙂
    Κι από την πολλή εκμετάλλευση, ξαναπόσταρα τον Βαρβιτσιώτη που είχες ανεβάσει στο #51.

    @185:
    Έχω τέτοιο και το χρησιμοποιούσα συχνά (αρκετά λιγότερο τώρα) με τις φλεγμονές που κάθε τόσο πάθαινα με την τροχαντηρίτιδα. Δεν μου προκάλεσε έγκαυμα ποτέ.

  189. BLOG_OTI_NANAI said

    173: Αλόη, έχει δίκιο ο Theo. Για μένα είναι το απόλυτο φυτικό γιατρικό που δεν λείπει από το σπίτι μου. Μικροκαψίματα ηρεμούν πολύ γρήγορα, μικρές γρατζουνιές επουλώνονται, μικροκοψίματα στο ξύρισμα, κάποιες μελανιές από χτυπηματάκια, τσιμπήματα π.χ. από κουνούπι, φαγούρα κ.λπ. ηρεμούν αμέσως. Το χρησιμοποιώ χρόνια και δεν το αλλάζω.

    Αντίστοιχο, επίσης εξαιρετικό φυσικό γιατρικό, ο πάγος. Πάντα έχω ένα Gel επίθεμα στην κατάψυξη και ένα εκτός ψυγείου για να το χρησιμοποιήσω ως θερμοφόρα (δηλ. το βουτάς για 5 λεπτά σε αρκετά ζεστό, όχι καυτό, νερό). Δεν υπάρχει μικροπόνος στο σώμα που να μην καλυτερεύει με τον πάγο. Προσοχή μόνο, όχι πάγος σε κοιλιακή και βουβωνική περιοχή διότι από εκεί περνάει κρύωμα. Κυρίως για χέρια και πόδια, χτυπήματα, μελανιές, φαγούρα, κάποιο μικρό στραμπούληγμα, μικροτενοντίτιδες κ.λπ. βελτιώνονται πολύ και άμεσα. Όριο τα 10 λεπτά ο πάγος ακριβώς στο σημείο του πόνου, 2-3 φορές την ημέρα. Η συγκέντρωση αίματος που προκαλεί ο πάγος βελτιώνει πολύ την κατάσταση.
    Γιατροσόφια mode off.

  190. Γιάννης Ιατρού said

    166 και επόμενα: Κιγγέρι, καψίματα
    … με το κάψιμο όσος ιστός έχει καταστραφεί, πάει, ό,τι και να γίνει, δεν φτιάχνει.
    Ο σκοπός λοιπόν είναι να αποφύγουμε τις περεταίρω βλάβες και σε παραπλήσιο ιστό, λόγω του ό,τι η θερμότητα συνεχίζει να μεταδίδεται ανάλογα με τους συντελεστές θερμοδιαπερότητας της περιοχής, όπως γενικά ορίζουν οι νόμοι της θερμοδυναμικής.
    Η βύθιση σε κρύο νερό ή γενικά η με άλλους τρόπους ψύξη της περιοχής περιορίζει ακριβώς αυτό, την μετάδοση της θερμότητας κι επομένως αποφεύγουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στην περιοχή.
    Έτσι προλαμβάνει την περεταίρω καταστροφή ή βλάβες ιστών. Θεραπεία πάντως δεν προσφέρει (ίσως κάποια ανακούφιση από πόνο, για άλλους λόγους όμως, που έχουν σχέση με την μετάδοση ηλεκτρικών σημάτων (νεύρα) και την θερμοκρασία, αλλά αυτό είναι άλλου παππά ευαγγέλιο 🙂 )

  191. Theo said

    Και λίγος Σινόπουλος από τον Νεκρόδειπνο:

    Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.

    Γιάννης Κοντός

    Το κρυφτό

    -Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων-
    Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
    Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
    παλιές φωτογραφίες.

    Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
    χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
    Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
    Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές –
    αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
    Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα – από τότε
    με έχει φάει το σκοτάδι –

  192. Theo said

    Γιώργος Χ. Θεοχάρης

    Χιόνι στο όνειρο

    μνήμη Γιάννη Κοντού

    Ήτανε ζωντανός με το μεγάλο του κασκόλ
    στ’ όνειρο, μα ήξερα ότι δεν ήταν.
    Ακολουθούσαμε μια κηδεία αγνώστου,
    χειμώνας καιρός κι είχε χιονίσει τη νύχτα.
    Το μάτι του λαμπύριζε. Παιδί με φαντασία ενήλικα,
    καθώς οι ποιητές.

    «Τι κάνεις Γιάννη;» τονε ρώτησα, «πώς είναι εκεί κάτω;»
    «Έχεις στον κάτω κόσμο άνοιξη, βρε Γιάννη;
    έχεις ανθισμένες κουτσουπιές;
    Κίσσαβο και Μεταξοχώρι έχεις κάτω εκεί;»

    «Δες, σκέψου, φαντάσου, τι υπέροχες ζωές
    χιονοσκέπαστες έχει στους τάφους
    και παρηγορήσου»
    –αποκρίθηκε.

    Ξύπνησα λυπημένος.
    «Αχ, μωρέ Γιάννη, τι γύρευες
    στης Ιπποκράτους τα υψίπεδα;
    Της Γεωργίου Γενναδίου και της στοάς
    Πανεπιστημίου και Χ. Τρικούπη,
    των πεδινών εσύ παιδί,
    του κέδρου τα αρώματα ξεχείλιζε η ψυχή σου,

    στους χιονισμένους τάφους, Γιάννη, τι γυρεύεις;»
    – μονολόγησα…

  193. Αγγελος said

    (180) Απολύθηκε από τον ΟΛΠ λόγω φρονημάτων και προσλήφθηκε σε δημόσιο σχολείο!
    Αν ήμουν υπεύθυνος της εκκαθάρισης των δημόσιων υπαλλήλων, θα έκρινα ότι κάποιος με λάθος φρονήματα μπορεί να βλάψει πολύ περισσότερο διδάσκοντας παιδιά παρά καταχωρώντας αφιξαναχωρήσεις ή φορτοεκφορτώσεις πλοίων…
    Αλλά και ο πατέρας μου αποβλήθηκε για πολιτικούς λόγους από το Γυμνάσιο (και μάλιστα από όλα τα Γυμνάσια της Ελλάδος, αλλά ευτυχώς είχε γνωστούς στο Υπουργείο Παιδείας που προσέθεσαν στην απόφαση τη λέξη «Παλαιάς», κι έτσι πήγε και τελείωσε στη Θεσσαλονίκη), και λίγα χρόνια μετά (επί Μεταξά!) διορίστηκε στην Αγροτική Τράπεζα! Προφανώς, το φακέλωμα δεν είχε ακόμα αναχθεί σε τελειότητα 🙂

  194. Theo said

    Τίτος Πατρίκιος

    ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ

    Πέρασε ακόμα ένας χειμώνας
    χωρίς να βλέπω το χρώμα των βουνών σου
    ν’ αλλάζει με τις ώρες
    χωρίς να ξέρω ποιον θα ξαναβρώ
    απ’ όσους θα ’θελα να περιμένουν.

    ΙΙ

    Αρχαία πόλη, ένδοξη, μίζερη
    αφετηρία, τέρμα
    και μια ζωή σ’ ενδιάμεσους σταθμούς.

    Μάης ’68

    ΧΕΙΜΩΝΑΣ

    Οι χιοvισμέvες σκέπες
    ύπομέvουv καρτερικά.
    το αβάσταχτο
    βάρος τ’ oυραvoύ.
    ‘Έvα σωρό ψυχές
    άυλες γυμvές ψυχές
    πλαvιούνται παvτού
    κι ό βοριάς
    τρυπάει ως τα κόκαλα .
    Κάτι άvθρωποι
    με ψυχρές στολές
    παγώvουv πιότερο τηv ατμόσφαιρα.

  195. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    166 Κιγκε, 173 Τεό, Ευχαριστώ! Κάπως έτσι. Μετά κρέμα αλόης. Καλά πήγε/ άρχισε η επούλωση. Καν δεν άνοιξαν οι φουσκάλες και συρρικνώνονται.

    159 Σου χαρίζω το χαϊκου
    Μικρό πουλάκι
    σφίγγει το κοκκινάκι
    μην του το κλέψουν

    Για το Καλέντζι
    https://sarantakos.wordpress.com/2011/02/04/kolay/

  196. Γιάννης Κουβάτσος said

    194:Και μετά από προσφυγή της στο Συμβούλιο Επικρατείας επέστρεψε στη θέση της στον ΟΛΠ. 😊

  197. Theo said

    @196:
    Ευχαριστώ.
    Πολλή συζήτηση για το Καλέντζι προ δεκαετίας βλέπω. Και μάλλον είναι η αρβανίτικη εκδοχή του καλαϊτζή/καλιοτζή, όπως υποστηρίζει ο Γρηγόρης.

  198. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στο Γιάννη τον Ιατρού π΄αναρωτήθηκε για ποιον έβαλα τη χέρα μου στη φωθιά 🙂

    Χειμώνιασε κι εβάλαμε
    να βράσει φασουλάδα
    μα έκαψα τη χέρα μου
    στην αχνιστή τσουκάλα

    Χειμώνια λένε κάτι πουλιά

    Χειμωναθός

  199. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    199 >>χειμώνια
    Ωπ βρήκα βίδεο! Πρώτα το γραψα κι απ ύστερα το ψαξα

  200. Nestanaios said

    183.
    Ιστορία και όχι ετυμολογία.
    Η ετυμολογία έχει άλλες αρχές.

  201. 200 Α! Αυτά; Εμείς τα λέμε τσιρκόνια γιατί τσιρίζουν. Μπορεί κι από παράκουσμα – παρετυμολόγηση.

  202. Γιάννης Ιατρού said

    199: α, μάλιστα. Πάντως έθεσα το θέμα διακριτικά, εσύ το δημοσιοποίησες 🙂 🙂 🙂
    ΥΓ: Όλοι για μια φασουλάδα ζούμε, τι; Όχι; 👍

  203. Γιάννης Ιατρού said

    200, 202: Ψαρόνια τα ξέρω εγώ. Σκληρά στο κρέας, σχεδόν δεν τρώγονται.

  204. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    204 Αναρωτήθηκα αν είναι χειμώνια τα ψαρόνια (και τούμπαλιν 🙂 )
    και ναι , εδώ λέει ίδια είναι

    https://www.voltarakia.gr/daily-photos/item/7247-ta-xeimonia-stolisan-tin-poli-photos

  205. 59# Κατά σύμπτωση, Τεό, σήμερα πρόσεξα μια δουλειά του θείου σου, σε εξώφυλλο.
    https://www.vivliopoleio-progoulakis.gr/logotexnika/Logotexnia/Xenh%20logotexnia%20/vivlia-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%B9-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B6%CF%89%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BF%CF%83-%CE%B3.html

  206. loukretia50 said

    Χειμώνας.
    Εμπνέει όσους δε νοιώθουν την παγωνιά.

    Migrants

    Νοιάζεται κανείς πραγματικά?

  207. 204# Τι λες γιατρέμ, πιτσιρικάς έχω (φλομπεριάσει και) φάει μεγάλες ποσότητες. Μια χαρά ήτανε, με ρύζι ή με τηγπατ.

  208. Αιμ. Παν. said

    @207
    «Χειμώνας.
    Εμπνέει όσους δε νοιώθουν την παγωνιά»

    Χειμώνας… καιρός για πλούσιους.

    Φτωχοί, καταδιωγμένοι, άστεγοι, πρόσφυγες, κ.ά. δεν χαίρονται και οι φιέστες των χριστιανών δεν απαλύνουν τον πόνο…

  209. leonicos said

    εε

  210. Γιάννης Ιατρού said

    202: Τα λένε και μαυρόπουλα.
    Για τα τσιρκόνια μιά ιστορία:
    1910. Ο Κωστής Χατζηαντρέας, Ιμβριώτης, είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να μην υπηρετήσει στρατιώτης στην τουρκική επικράτεια. Διατηρούσε κουρείο στην οδό Σολιμάν Πασά του Καΐρου.
    Επειδή κυνηγούσε τσιρκόνια, ήταν πιο γνωστός με το παρανόμι «ο Τσίρκας». Ο πατέρας του γνωστού συγγραφέα Στρατή Τσίρκα.😉

  211. loukretia50 said

    Λεώ, έχουν πλάκα οι αμήχανοι σχολιοδείκτες σου!

  212. Γιάννης Ιατρού said

    208: Η σφεντόνα πάντως δεν τους έκανε τίποτα. Α, εσύ είχες και φλόμπερ, ε; Πάνω κι από αεροβόλο!
    Ρε συ, θα έβρισκες τίποτα άβγαλτα. Εγώ καταπινόμουν με πάνω από 1000 ώρες πτήσης 🙂

  213. Γιάννης Κουβάτσος said

    207,209: Παλαμάς

    «Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι,
    ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
    Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
    Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.»

  214. Dong-ho Spiros Merimanis said

    το τραγούδι «Μπήκ’ ο χειμώνας» κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1940

    Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης
    Μουσική: Πάνος Τούντας
    Πρώτη εκτέλεση 1940: Στράτος Παγιουμτζής, Τεμπέλης

    μπήκ’ ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τά ‘χει χάσει
    και παλτουδιά καινούργια τρέχει ν’ αγοράσει
    μα το δικόμου κι αν επάλιωσε παλτό
    φράγκο δε δίνω κι ούτε νοιάζομαι γι’ αυτό

    Κι αν ο καθένας τουρτουρίζει από το κρύο
    θα την περνώ στην αγκαλιάσου μεγαλείο
    κι όταν το τζάκι μένει σπίτιμας σβηστό
    θα με θερμαίνει το φιλίσου το ζεστό

    Κι αν δεν ανάβουμε κουκλίτσαμου μαγκάλι
    θά ‘μαι ζεστός μες στη δικήσου την αγκάλη
    το πιο θερμό καλοριφέρ ειν’ τα φιλιά
    σαν θα κοιμόμαστε κουκλίτσαμου αγκαλιά

    Κι έτσι δε θά ‘χουμε ανάγκη κι από φώτα
    θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα
    και θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά
    να μη μας πιάνει ξεροβόρ’ ή παγωνιά

  215. Theo said

    @206:
    Είναι πριν το 1980; (Τότε δούλευε περισσότερο χαρακτικά.)

  216. Κι ένα Χριστουγεννιάτικο από τον φούρνο του Βενέτη:
    Winter Wonderland

  217. Καληνύχτα με το (σχεικό) τραγούδι που κάποτε έπαιζαν μόλις έμπαινα στην σπηλιά

  218. Theo said

    Και λίγος Κάλβος:

    θ΄.
    Καθὼς εἰς τὸν χειμῶνα
    τὸ νερὸν ὑπερήφανον
    τοῦ χειμάρρου κυλίεται,
    καὶ τὰ χωράφια χάνονται
    βοσκοὶ καὶ ζῷα.

    ι´.
    Ἢ καθὼς τὴν αὐγὴν
    ἐξαπλώνετ᾿ ὁ Ἥλιος,
    καὶ τ᾿ ἄστρα τ᾿ ἀναρίθμητα
    ἀπὸ τὸν μέγαν Ὄλυμπον
    πάντα ἐξαλείφει·

    ια´.
    Οὕτως τὰ μύρια τάγματα
    ἔχυσεν ὁ Ἀράξης,
    ἀλλά, ὦ Ἀσπὶς Ἑλλάδος,
    σὺ ἐπὶ τοὺς Πέρσας ἄστραψες,
    κ᾿ ἔγινον κόνις.

    ιβ´.
    Περίφημοι ψυχαὶ
    τριακοσίων λακώνων,
    ψυχαὶ αἱ ποὺ ἐδοξάσατε
    τὸν Ἀσωπὸν καὶ τ᾿ ἄλσος
    τοῦ Μαραθῶνος·

    ιγ´.
    Εὔφραινε μὲ᾿ τὸ ἀθάνατον
    μέτρον τὰς Ἀχαΐδας
    χήρας ὁ θεῖος Ὅμηρος,
    καὶ τὸ πνεῦμα σας ἄναπτε
    τὸ ἴδιον μέλος.
    (2η ωδή, Εἰς Δόξαν)

    ι´.
    Ὦ κατοικία Ζεφύρων,
    ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
    καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
    ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
    κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50

    ια´.
    Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,
    φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
    ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
    πολλὴ πάντοτε κρέμεται
    καρποφορία. 55

    ιβ´.
    Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,
    μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
    αἰθέρα, μόνος φαίνεται
    λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
    τῆς Ἀφροδίτης. 60

    ιγ´.
    Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανος
    ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
    καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
    ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
    τὴν χαιρετάῃ· 65

    ιδ´.
    Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριον
    κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
    σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
    λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
    καὶ ἀγαλλιάζει. 70
    (4η ωδή, Εἰς Σάμον)

  219. 216# Του 1980 είναι η έκδοση.

  220. Μαρία said

    220
    Έχω τους 3 τόμους αλλά ποτέ δεν είχα προσέξει οτι η «σύνθεση εξωφύλλου» ήταν του Μέσκου, τόσο που προς στιγμήν νόμισα οτι έβαλες λάθος λινκ. Ρε τι μαθαίνω μετά απο 41 χρόνια!

  221. sarant said

    Σας ευχαριστώ πολυ για τα νεότερα, και να με συμπαθάτε για την πολύωρη απουσία, είχα πάει σε μια παρουσίαση -και στα μετέπειτα.

    215 Καλά λες, του 1940 είναι, άλλωστε ο Τούντας πέθανε μέσα στην Κατοχή.

  222. Theo said

    @220:
    Το ’80 από Αθήνα πήγε Έδεσσα κι άφησε κάπως τα γραφιστικά.

  223. ΣΠ said

  224. Pedis said

    # 215 – Εξαιρετικό κομμάτι!

  225. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    22 Δεκεμβρίου: Ημέρα χειμωνικής ποίησης! (του Σαραντάκιου Ιστολογίου 🙂 )

    Αλλά να μην ξεχάσουμε αυτό:

    ΕΦΗ-ΕΦΗ

    (Δεν μοιάζει με το τζάκι του χωριού, βέβαια… και δεν έχει και ξαπλωταριές 🙂 )
    ===–===
    Υπέροχα είναι τα ψαρόνια να τα βλέπεις από μακριά να πετούν! Έχεις όμως βρεθεί κοντά σε μέρος που φωλιάζουν τα βράδια, να απολαύσεις τις ‘υπέροχες’ …μυρωδιές τους;

  226. 221# Έλεγα πρόσφατα πως με τόσους τσάκαλους σχολιαστές εδωμέσα, προσπαθώ να αποφεύγω τα λάθη 🙂

  227. Γιάννης Ιατρού said

    216β: αυτό 🙂

  228. spyridos said

    «Έχεις όμως βρεθεί κοντά σε μέρος που φωλιάζουν τα βράδια,..»
    Την άνοιξη και το καλοκαίρι, η περιοχή που μένω στην Ολλανδία είναι γεμάτη ψαρόνια.
    Εχει αργιλώδες έδαφος και είναι γεμάτη με φρούτα που τους αρέσουν. Μήλα, αχλάδια, βανίλιες κεράσια αλλά και πολλά άγρια παρεμφερή.
    Φωλιάζουν πάνω στις οξιές και από κάτω γίνεται κόλαση. Αν αφήσεις και αμάξι από κάτω δεν το αναγνωρίζεις μετά.
    Ο μεγάλος χαμός γίνεται την πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη. Μαζεύονται πρώτα σε μεγάλες παρέες, κάνουν τον κόσμο σύσκατο γιατί έχουν πρώτα φάει καλά και ξεκινάνε το ταξίδι τους για τα νότια.

    Το καλοκαίρι έχουμε κοκκινολαίμηδες αλλά λίγους. Κάθε χειμώνα έρχονται εκατομμύρια από την Σκανδιναβία.
    Τώρα έχω στην αυλή μου τρία ζευγάρια μόνιμα και άλλα τόσα καλογεράκια. Μου χτυπάνε και το τζάμι τώρα με το κρύο.
    Αγοράζουμε σπόρους με λίπος για να βγάλουν το χειμώνα και μας περιμένουν.
    Κι από δίπλα τα κωλόγατα προσπαθούν να τσιμπήσουν κανένα.

  229. spyridos said

    Ευχαριστώ για τις απαντήσεις για το Καλέντζι.
    Ωραία και η συζήτηση για τη Σλαβική ή Αρβανίτικη καταγωγή του ονόματος.
    Πιστεύω ότι και η άποψη του Lands για τη Σλαβική καταγωγή έχει πολλά σημεία υπέρ της.
    Σίγουρα αν υπάρχει και στον Ταύγετο Καλέντζι. Ο Νότιος Ταύγετος είχε πολλά τοπωνύμια σλαβικής καταγωγής.

  230. Nestanaios said

    230.
    Οι Σλάβοι και πολλοί άλλοι βάρβαροι δεν μπορούσαν να προφέρουν το «Δ» και την «ενδ» συλλαβή την πρόφεραν «εντζ». Αν είσαι Έλληνας, τώρα έχεις καταλάβει ποια είναι η ετυμολογία του ονόματος.

  231. Pedis said

    Το Καλέντζι δεν θα έπρεπε να ήταν γνωστό επειδή έβγαλε κάτι πρωθυπουργούς …; 😎

  232. Και ο Καλέντζης ο φασίστας ο βομβιστής που τώρα κάνει τον Σκύθη διδάσκοντας έφιππη τοξοβολία.

  233. spyridos said

    232
    Αυτό της Αχαΐας.
    Αλλά τελικά πρέπει να είναι πάνω από τρία που λέγαμε στην αρχή.

    233
    Αυτός με τον Μιχαλολιάκο;

  234. Theo said

    @234α:
    Στο #39 του λίκνου του σημερινού #196 γράφει ο Γρηγόρης:
    «Για την ιστορία να πω ότι Καλέντζια υπάρχουν στα: Νότια Αλβανία, Ιωάννινα, Ακαρνανία, Εύβοια, Ζάκυνθο, Αχαΐα, Αττική, Μεσσηνἰα. Δηλαδή καλύπτουν όλο το χώρο, στον οποίο έχουμε μαρτυρημένες αρβανίτικες εγκαταστάσεις από το μεσαίωνα και δώθε.», δηλαδή καμιά δεκαριά.

  235. Μαρία said

    234
    Απο Συμεωνίδη.
    1.Καλέντζι Μαραθώνος Αττικής/Βόθωνας το 1927/Βόθων απο το 1940
    2.Καλέντζι Καρυστίας Ευβοίας/Καλέντζιον το 1940/ Πράσινον απο το 1954
    3. Καλέντζι Αχαΐας/Καλέντζιον απο το 1940
    4.Καλέντζιον Ολυμπίας/Κεραμίδιον απο το 1955
    5.Καλέντζι Κορινθίας/Καλέντζιον απο το 1940
    6.Καλέντζι Δωδώνης/Καλέντζιον απο το 1940

  236. spyridos said

    235
    Διάβασα όλα τα σχόλια που αφορούν το Καλέντζι.

    236
    Από τα 6 που παραθέτει η Μαρία λείπει αυτό της Μεσσηνίας, που μάλλον είναι κάποιο χωριό στα ΝΔ του Ταΰγετου.

  237. Μαρία said

    Συμεωνίδης (παραλείπω παραπομπές)
    Το επώνυμο Kalendzi επιχωριάζει στους Αρβανίτες και δηλώνει τον γανωτζή, τουρκ. kalaycι. To πρόβλημα είναι αν το τουρκ. kalaycι μπορεί να εξελιχθεί σε αρβανίτικο kalendzi «καλαϊτζής’ ή μήπως ένα παλιό χωριό Καλέντζι ήταν γνωστό για τους καλαϊτζήδες του με αποτέλεσμα το επών. Καλέντζης να δηλώνει στους Αρβανίτες τον γανωτζή.

  238. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    222β Σίγουρα στην παρουσίαση του βιβλίου του Αγγελου Τσέκερη «Λίγος Εμφύλιος Ακόμα» για την 5ετία 1958-1963. Χθες μάλιστα που ήταν ο συγγραφέας στο Κόκκινο στην Ευγενία Λουπάκη*, αναφέρθηκε «δεν το λέω εγώ, ο Σαραντάκος το λέει», για το επεισόδιο με την Μπέτη Αμπατιέλου (χαστούκι) . 🙂 Κυριολεκτικά ξεράθηκα/κέρωσα στην αφήγηση για το τί διαμείφθηκε στην κηδεία του Γιώργου Ερυθριάδη και πολλά άλλα που οι λεπτομέρειες ανατριχιάζουν (πχ συλλάβανε το ζαχαροπλάστη που έκανε τα κόλλυβα για τους 200 της Καισαριανής- οι μανάδες ζούσανε,ο παπάς δεν διάβαζε τα ονόματα) και άλλες φρίκες.
    *Τρίτη 21 Δεκ 2021
    13:00 – 14:00 Allegro μα με τρόπο Ευγενία Λουπάκη & Χρυσόστομος Λουκάς
    https://www.avgi.gr/sto-kokkino#archive

    226 >>Δεν μοιάζει με το τζάκι του χωριού, βέβαια… και δεν έχει και ξαπλωταριές
    Δεν ανοίγει το λινκ 😦

    229 Χμ, πώς τα ξέρω αυτά! Και τούτο να προστατέψουμε και τ΄ άλλο να ταϊσουμε. Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά, αλλά κάθε κήπος έχει και μια (τουλάχιστον) γάτα (κουφαλίτσα 🙂 )
    >>Φωλιάζουν πάνω στις οξιές και από κάτω γίνεται κόλαση.
    Τις κουτσουλιές από τα σμήνη αυτών των πουλιών στα δέντρα στις όχθες του ποταμού (καταχεσμένα και τα παγκάκια και τα ρείθρα της γέφυρας) τις είδα στη Νότια Γαλλία στην Τουλούζη έναν Σεπτέμβρη. Νόμιζα ότι ήταν ο μόνιμος κοιτώνας εκεί των πουλιών και στιβάζονταν οι κουτσουλιές αλλά ήταν μόνο της εποχής.

  239. Γιάννης Ιατρού said

    239β ==> 228

  240. # 229

    Κανένα πετούμενο πουλί δεν «τρώει καλα» γιατί το βάρος είναι κρίσιμο στο πέταγμα. Το εμπέδωσα όταν τάιζα τον Ιωνάθαν σπάρους και μόλις κατάπινε τον δεύτερο-τρίτο πήγαινε βόλτα να ξαλαφρώσει χωρίς να μου λερώσει την βάρκα !
    Η έκφραση «τα κωλόγατα» έρχεται σε αντίθεση με τους πλειοψηφούντες catlovers αμερικανούς …

  241. Alexis said

    Συγκλονιστικό το ποίημα του #162 που έβαλε ο Theo!

    Μεγάλος τεχνίτης του λόγου ο Κοτζιούλας. Και πολύ υποτιμημένος, δυστυχώς…

  242. Alexis said

    Και για να ευθυμήσουμε λίγο πρωί-πρωί μετά τα βαριά χειμωνιάτικα…

  243. leonicos said

    Χειμώνας.
    Εμπνέει όσους δε νοιώθουν την παγωνιά»

    Πολύ ωραίο

  244. # 243

    180 χρόνια μπροστά βρίσκονται !!

  245. leonicos said

    220 Λεώ, έχουν πλάκα οι αμήχανοι σχολιοδείκτες σου!

    Έχω πλάκα γενικως

  246. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    234β# Ναι, αυτός.

  247. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    163 Συγγνώμη, αυτό τώρα το είδα. Το ποίημα που αναζητάς είναι στην αρχή της συλλογής Εφήμερα, ένα άτιτλο:

    Απόψε θα συλλογιστώ μες στο βαρύ χειμώνα
    τα δέντρα τα καρτερικά που δίχως φύλλα μένουν,
    τα παγωμένα τα πουλιά π’ όλη τη νύχτα μόνα
    μάτι να κλείσουν δε μπορούν κι ως την αυγή πεθαίνουν·

    τα πεινασμένα και γυμνά παιδάκια που γυρνούνε
    χωρίς σκοπό κι απαντοχή στην πολιτεία την ξένη,
    τους πονεμένους άρρωστους που άνοιξη δε θα ιδούνε
    κι ακόμα κάποιους νέους ωχρούς που φεύγουν πικραμένοι.

    239α
    Και όμως όχι, πήγα σε μια παρουσίαση για την οποία είχε γίνει λόγος στο πρόσφατο βιβλιοφιλικό μας άρθρο.

    243 Στο Μαυροβούνιο, λένε.

  248. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    171. «ένας Σαββόπουλος ακόμη αλλά στα Αγγλικά από Daniel Kahn & Painted Bird » .Ευχαριστούμε για την νεα εκπληξη της δημιουργικης αντιγραφης του Δ.Σ.!
    Ευχομαι καλες γιορτες με υγεια και καλη χρονια.

  249. Theo said

    Συνεχίζω με ποιητές της Θεσσαλονίκης.

    Κάρολος Τσίζεκ

    Βαρυχειμωνιά

    Άνθισε η μυγδαλιά, ή χιονιού νιφάδες
    της στόλισαν τη νύχτα τα κλαδιά;
    Μου έσβησε το αγριοβόρι τη φωτιά
    και μπαίνει κρύο από τις χαραμάδες.

    Ζοφερές νύχτες, μέρες αποφράδες
    στου χωριού την απόκοσμη ερημιά,
    σε άξενα, κακοτράχαλα βουνά,
    όπου αργούν οι ανοιξιάτικες λιακάδες.

    Λίγοι καπνοί στις γύρω καμινάδες,
    κάποιο φως, που προδίδει ζεστασιά.
    Πιο ανάλγητη απ’ τη βαρυχειμωνιά
    δυο τρυφερές δεν μου ’γραψες αράδες.

    Από τη συλλογή Στίχοι έρωτα και αγάπης (2005)

    Οι σκύλοι του χειμώνα

    Όταν το θέρετρο ερημώνει,
    κάτισχνοι σκύλοι τριγυρνάνε
    στα άδεια σοκάκια και αλυχτάνε,
    σέρνονται ανήμποροι στο χιόνι

    με το πετσί γεμάτο ζάρες
    από την πείνα που τους λιώνει,
    σαν ανεκπλήρωτες λαχτάρες
    γέρων ανθρώπων, που ζουν μόνοι.

    Από τη συλλογή Στίχοι έρωτα και αγάπης (2005)

    Προμήνυμα χειμώνα

    Έπεσε μήλο απ’ τη μηλιά
    στα φύλλα χάμω τα ξερά
    και λιώνει.
    Το καλοκαίρι πέρασε, δε μου ’γραψες
    και το φθινόπωρο τελειώνει.

    Με τον χειμώνα που αρχινά,
    η θάλασσα χλιαρή
    μα κρύος ο αέρας που φυσά
    την ρυτιδώνει.
    Με αφρό τα κυματάκια της στριφώνει
    σαν ράφτης μερακλής που μπιρμπιλώνει
    ολημερίς μια νταντελένια νυχτικιά
    για τη σελήνη. Αυτή όμως κρύβεται στα νέφη,
    στρυφνή ερωμένη που της πέρασε το κέφι
    και του κόρφου της παίρνει το σιντέφι
    από τ’ άπληστα χέρια του εραστή.

    Έπεσε μήλο απ’ τη μηλιά
    στη γη, στα ξερά φύλλα επάνω
    και λιώνει μες στην ερημιά
    σαν την καρδιά μου.

    Από τη συλλογή Στίχοι έρωτα και αγάπης (2005)

  250. Theo said

    Ρούλα Αλαβέρα

    Ο εναγκαλισμός του χειμώνα

    Δεν είμαι ο καιρός που θ’ αφήσω το χορτάρι
    να ξανασκεπάσει τη σκιά
    δεν είμαι το πληγωμένο πουλί που κρατούσες
    ο πόλεμος που εφάρμοζες
    Τώρα κι εσύ δεν βαδίζεις άλλο∙ κι άλλο
    από την ίδια αγωνία να φορτώνεσαι
    ίδιο το κέντρο, ίδιος ορίζοντας
    και τόσος λίγος ο χρόνος να δοκιμάζεις
    τον εναγκαλισμό του χειμώνα στ’ άδεια
    δωμάτια
    Μήτε που έχω αγνότητα
    μήτε που χρειάζεται υπομονή
    μήτε να κρύβεσαι
    Τώρα οι τοίχοι στριφογυρίζουν
    κι ο πιο καλός άγγελος υποφέρει
    απ’ τον σκληρό μας ύπνο

    Από τη συλλογή Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων (1969)

  251. Theo said

    Τόλης Νικηφόρου:

    Χειμωνιάτικος ήλιος, 2

    [Ενότητα Ελεύθερος σκοπευτής (1982)]

    Όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών
    φωτίζονται νοσταλγικά
    από τον ήλιο του χειμώνα
    ακόμα βουτηγμένες στη βροχή

    όπως το μακρινό βουνό
    υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα
    σχεδόν αγγίζει την ακτή
    μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα

    όπως τα μάτια της γάτας
    ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα
    έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει
    ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο

    είσαι ένα φύλλο πράσινο
    με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά
    μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά
    ένα γλυκό του κουταλιού
    ένα νερό στο δίσκο της γιαγιάς
    μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας

    Από τη συγκεντρωτική έκδοση Με τη φωτιά στα μάτια (1982)

    Ο πλοηγός του απείρου, 2

    Το ένα χέρι αγγίζει τις πληγές
    ενώ το άλλο ανιχνεύει το άπειρο
    ενέργεια που μετατρέπεται σε λέξεις
    λέξεις που μεγαλώνουν σαν τρυφερά βλαστάρια
    και κάποτε σφυρηλατούν ένα μεγάλο άνεμο
    που μόνο εκείνος καθορίζει
    ανεξιχνίαστο το φάσμα της σποράς

    αιώνες τώρα
    στην τέφρα υφαίνεται το φως
    ψηφίδες πόνου συνθέτουν το χαμόγελο
    η άνοιξη κυοφορείται στη μήτρα του χειμώνα

    Από τη συλλογή Ο πλοηγός του απείρου (1986)

  252. Theo said

    Ευτέρπη Κωσταρέλη

    Προλετάριοι του χειμώνα

    Απομαγνητοφωνώ
    τα κίνητρα αυτού του
    –ηχορυπαντικού–
    κόσμου,
    αξίες και ιδανικά
    ενός παγετώνα παρόντος.
    Οι διάβολοι χορεύουν
    ειρωνικά
    στους ρυθμούς
    της όποιας επιβίωσης.
    Ακτινογραφώ τη λαϊκή οργή
    σε πολιτείες με εξειδικευμένη σιωπή
    και Πιλάτους με βιολογικά κρεμοσάπουνα
    και αιθέρια έλαια δακρύων.
    Ψυχές στερημένες από αέρα
    βαλτωμένες στη χωνευμένη ανελευθερία
    και τις πρόστυχες ανισότητες.
    Δυο γενιές κομίζουν το βάρος μιας ελπίδας,
    απασφαλισμένη βόμβα
    στα θεμέλια κάποιου ακόμη κατεστημένου.
    Κι η Άνοιξη;
    Ίσως δέσει φτερά
    σε όσες κάμπιες επέζησαν της έκρηξης.

    Από τη συλλογή Βερντάντι (2013)

    Περίπατος

    I

    Μυρίζουνε ακόμα οι βρεγμένες φυλλωσιές
    μαζί με τη μούχλα αυτής της πόλης
    γεμίζουν τα πνευμόνια σου
    θύμησες που δεν υπήρξαν
    και στα δάχτυλά σου χορεύουνε ακόμα
    τα όνειρα που μούσκεψαν
    σαν να ’ταν φυλαγμένα κάτω από τρύπιες στέγες.

    Πετούνε χελιδόνια κι ας έχει κρύο
    είναι αυτά που τάχα ξέχασαν να φύγουν
    τ’ ατίθασα που χάσανε το δρόμο
    και μείνανε ρισκάροντας για μια επανάσταση.

    Είναι περασμένες δώδεκα και τέσσερις
    μοίρες χειμώνα.
    Όχι εκεί έξω.
    Εκεί έξω λένε πως είναι Μάρτης.
    Μα εδώ μυρίζουνε ακόμα οι βρεγμένες φυλλωσιές
    μαζί με τη μούχλα αυτής της πόλης
    σε κάνουν να βαριανασαίνεις
    και να μετράς αντίστροφα – φαντάρος
    10 μέρες θ’ αργήσει η άνοιξη
    9 μέρες με σκυμμένο το κεφάλι
    8 μέρες με άδεια μάτια και ραγισμένα χείλη.

    Ζυγώνουν δυο σύννεφα κι ας έχει ήλιο
    είναι αυτά που προμηνύουν ατομική συσκότιση
    υποτακτικοί στην υπηρεσία σου άνευ αιτήσεως
    συνοδεύουν τη διαπόμπευση της διαφοροποίησης.

    Κι αν πέρασε ώρα
    ακόμα βαριανασαίνεις
    και μετράς αντίστροφα – φαντάρος
    7 μέρες με θλιμμένα χαμόγελα
    6 μέρες με πληγωμένες φτέρνες
    5 μέρες θα περπατάς ακόμα.
    4 μέρες, 3, 2, 1…
    κι αν τέλειωσε το μέτρημα
    μυρίζουνε ακόμα οι βρεγμένες φυλλωσιές
    μαζί με τη μούχλα αυτής της πόλης
    αιχμαλώτισαν την άνοιξη.
    Πάρ’ το απόφαση – δε θα ’ρθει.
    Όχι εκεί έξω.
    Εκεί έξω λέν’ πως είναι Απρίλης.
    Μα εσύ θα περπατάς ακόμα.

    Από τη συλλογή Βερντάντι (2013) 

  253. Theo said

    Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου

    Πρωινό του χειμώνα

    Κι ήταν η μέρα χαμηλή
    Η ομίχλη να κατεβαίνει από τους λόφους στη θάλασσα
    Από τις δύο πόρτες της πόλης περνούσαν αγκομαχώντας
    Αυτοκίνητα με κίτρινα φώτα
    Η έκτη αρμάδα της συμμαχίας έξω απ’ το λιμάνι
    Μούγκριζαν τα πλοία περιμένοντας,
    Στάθηκα στο δρόμο
    Που δύο στροφές τον κατεβάζουν στη θάλασσα
    Όλοι οι φίλοι φευγάτοι σκέφτηκα
    Ενώ με πνίγανε καυσαέρια φορτηγού
    Οχτώ η ώρα το πρωί
    Άνθρωποι ξεχύνονταν από σκοτεινές πόρτες
    Έντρομοι απ’ τα όνειρα της ημέρας.
    Ποιον σκότωναν όλη νύχτα, ρωτούσε μια γυναίκα
    Κάμνοντας το σταυρό της σφουγγίζοντας τις σκάλες,
    Καμιόνια λαδοπράσινα κουβαλούσαν
    Ανθρώπους στο λιμάνι
    Κι ο ήλιος κρεμασμένος από την άλλη μεριά του τοίχου
    Κι οι φίλοι πέρα από θάλασσα πέρα από βουνά
    Μες στο χιονόνερο δέντρα γυμνά
    Κατέβαινα μαζί με τους σπουργίτες το λιθόστρωτο.

    Από τη συλλογή Το δόντι της πέτρας (1975)

  254. Theo said

    Γιάννης Μασμανίδης

    Στη μέση του χειμώνα

    Να έρθω κοντά σου
    Με τα μαύρα
    Φορεμένα
    Κατάσαρκα

    Να ξαναπώ
    Λησμονημένες
    Λέξεις

    Να με ζεστάνει
    Φλόγα
    Παγωμένου
    Καντηλιού
    Στη μέση
    Του χειμώνα

    Από τη συλλογή Παγωμένος Νοέμβρης (2004)

  255. Theo said

    Γιάννης Καρατζόγλου

    Νύχτα του χειμώνα

    [Ενότητα Διαβατήριος έρωτας]

    Νύχτα του χειμώνα που γερνούν και πεθαίνουν τα βουνά
    που κατεβαίνουν λάσπες από την Παιονία, έρχεσαι
    και βίαια σταματάς την άργιλο του ύπνου σαν ταξίδι
    που στέρεψε: αντίο, ποτάμι.

    Περασμένα Χριστούγεννα, πηγαίνοντας για Πρωτοχρονιά
    άλλων εποχών, όχι μακριά, που ολόκληρες ακτές
    σηκώθηκαν σε μια παλίρροια και φάνηκαν ξανά
    υποθαλάσσιες πόλεις βουλιάζοντας, τρομαγμένα πλοιάρια
    κι εγώ έβρισκα μόνη καταφυγή τον κόλπο σου
    το ελατό και όλκιμο κορμί σου.

    Νυχτερινή μου υψικάμινε, τι κρίμα
    τα σκουριασμένα ορυκτά του ονείρου μας
    να θάβονται τώρα βαθιά στις πιο απόκρυφές μου ώρες
    και να μη γίνονται νομίσματα χρυσά μιας τέλειας ανταλλαγής
    στην πιο ποιητική αυτοκρατορία.

    Από τη συλλογή Αποτελέσματα χρήσεως (2006)

    Γιάννης Καρατζόγλου: Έστω αποκλειστικά χειμώνες

    Μισώ τους χειμώνες, έλεγε παλιά,
    δεν το μπορώ το κρύο, τον ουρανό γεμάτο σύννεφα,
    δεν αντέχω τους πάγους και τα χιόνια.
    Αχ, να μην υπήρχανε χειμώνες στη ζωή μου…

    Και μια στιγμή, στους ύστερους χρόνους
    πιάνει τον εαυτό του να υπολογίζει, να μετράει
    πόσους μόνον χειμώνες θα δεχότανε από τούδε
    χωρίς καλοκαίρια ούτε φθινόπωρα ούτε ανοίξεις.

    Έστω αποκλειστικά παγερούς χειμώνες…

    Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017)

  256. Theo said

    Γιώργος Λ. Οικονόμου

    Από χειμώνα σε χειμώνα

    Δεν είναι καλοκαίρι αυτό
    ψέματα γράφει το ημερολόγιο
    ποιος μου φόρεσε μακρύ παντελόνι;

    Άγουρα κορμιά βασανισμένα
    σκεπάζουν τα μάτια μου, βουλιάζω
    σε παγωμένες οθόνες

    πού είναι τα καρπούζια
    πού τα ολόδροσα κορίτσια
    πού είναι ο Όμηρος κι ο Γιάννης
    να με φιλέψουν σπίτι τους.

    Χάθηκε η Αμοργός
    ξεθώριασε η Αστυπάλαια
    ποιος θα με στείλει κατασκήνωση στην Επανομή;

    Όχι! Δεν είναι καλοκαίρι αυτό
    δεν μυρίζει αγιόκλημα.

    Κι η θάλασσα καταπίνει
    κατατρεγμένους.

    Από χειμώνα σε χειμώνα
    τώρα πια τα χρόνια μας.

    Από τη συλλογή Ένα με τη σκόνη (2017)

  257. avadistos said

    . . . . . . . . .
    Οχτώ η ώρα το πρωί
    Άνθρωποι ξεχύνονταν από σκοτεινές πόρτες
    Έντρομοι απ’ τα όνειρα της ημέρας.
    . . . . . . . . .
    Και μόνο ένας στίχος μπορεί να φανερώσει τον ποιητή

  258. Theo said

    Μανόλης Ξεξάκης

    Κορδόνια (απoσπάσματα)

    Φύλλα νεκρά και άταφα
    στα μαντεμένια χαρακώματα της πόλης! 

    Φύλλα βαλβίδες της καρδιάς των υπονόμων
    σαρωμένα από τον άνεμο πάνω στις σχάρες,

    μακριά από τον περίτεχνο τάπητα
    της υπαίθρου που θα ανακατέψει
    το αλέτρι του γεωργού.

    Φύλλα άστεγα
    που σας έχει αξιωματίσει
    η ρηνώδης μεταλλική σιωπή
    της τσιμεντένιας πόλης,

    διωγμένα από κορμούς ερημόφιλους
    που αποφάσισαν γυμνοί το χειμώνα!

    Φύλλα δαρμένα απ’ το φραγγέλιο
    του άγριου καιρού που σαλπίζει επίθεση,

    θα μπορούσατε,

    αν ήσασταν στην ερημία της εξοχής,
    να κρυφτείτε βαθιά στο χώμα,

    μέσα στην υγρή τεφροδόχο του χειμώνα
    να γίνετε ουσίες της γης

    εκτεθειμένα εδώ, στην άσφαλτο
    δεν είστε χρήσιμα σε κανέναν.

    […]

    Φύλλα, εσείς φύλλα των άλλων δέντρων
    έξω από το παράθυρό μου,

    σήμερα 11 Δεκεμβρίου πέσατε όλα.

    Έτσι μπορώ να δω τη θάλασσα
    που το χειμώνα έρπει πάνω της
    παράξενη, λευκή ομίχλη ατμού.

  259. Theo said

    Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

    Γράμμα από τα τελευταία

    Ακόμα θυμάμαι την άνοιξη, σε πονάει σα μια παλιά
    περιπέτεια

    το βράδυ που κατεβαίνει μοιράζοντας μοναξιά, τον πιο
    μυστικό μου καημό

    το απόγευμα μέχρι την ώρα της καρδιάς, το βράδυ ως την
    ώρα του ύπνου

    αγάπη μου, όλο και περισσότερο χάνουμε σε αισθήματα

    στον κινηματογράφο και στις φιλικές συναντήσεις

    στην ευκολία των συναλλαγών, στην κοσμούπολη

    ή στη νεκρή επαρχία, στο βουνό και στη θάλασσα, το χειμώνα

    ή μια έναστρη βαθιά καλοκαιριά

    Η αγνότητα, η καλή καρδιά στην παρέα

    όλα σ΄αφήνουν ή τους αφήνεις στα μικροπράγματα

    από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος

  260. Theo said

    Ηλίας Κουτσούκος (αποσπάσματα)

    αχ οι ποιητές με τις μικρές τους διαδρομές
    που όλο θέλουν
    το πίσω να πηγαίνουνε μπροστά
    αχ οι ποιητές που ονειρεύονται
    στο καταχείμωνο όμορφα καλοκαίρια..

    ———————-

    αχ τα μέσα έξω σου και τα έξω σου μέσα…
    αχ η Δημοκρατία που ξεψυχά
    κι ο δικτάτορας που κοιτάζει τον καθρέπτη του
    να γράφει ‘έσο έτοιμος’…
    αχ η Κοκκινοσκουφίτσα που δεν αγάπησε το λύκο
    αχ οι βλαμμένοι κυνηγοί
    και τα χελιδόνια που φεύγουν χειμώνα
    κι έρχονται πάντα άνοιξη
    αχ αχ αχ

  261. sarant said

    249 Καταλαβαίνω ότι οι Γερμανοί μετέφρασαν το τραγούδι του Σαββόπουλου, όχι;

    250κε Μπράβο Theo!

  262. Theo said

    Κλείτος Κύρου

    ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

    Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμες
    Απόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονές
    Η νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μας
    Κι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπή
    Μονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη τού χειμώνα
    Ζητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτες
    Χάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτια
    Ψάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψει
    Όλα μας άφησαν γοργά –τα πεύκα οι αμμουδιές
    Του ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις
    Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού να ξημερώσει
    Θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν

    από τη συλλογή Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής (1949)

    ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ
    (Με στοιχεία ποιήματος)

    Έγλειφε ο ξανθός αγέρας τα πανιά μας
    Κι εμείς γλιστρούσαμε φεύγαμε
    Πάνω στα τραχιά νερά
    Κρύσταλλα κρέμονταν
    Στα παλαμάρια στις αντένες και στα ξάρτια
    Και όλο πλέαμε χωρίς σταματημό
    Και ξαφνικά ορθώθηκε μπροστά μας
    Ένα νησί πανύψηλο πεντακάθαρο κι απότομο
    Με τρεις αρπάγες μυτερές
    Με γλιστερές βουνοκορφές
    Μ’ αισιοδοξία κι ελπίδες
    Σκύψανε στο αυτί και μας εξήγησαν
    Είναι η Πελοπόννησο
    Κι εμείς πικρόχολοι πλέαμε

    Κι ολοένα πλησιάζαμε
    Το νησί που λεγόταν Πελοπόννησο
    Μα βέβαια του Πέλοπα το νησί το νησί του Πέλοπα
    Κάτι ξέρουμε κι εμείς από ιστορία
    Και βρεθήκαμε στην πόλη
    Περνούσαμε από τους υδάτινους δρόμους
    Και βλέπαμε τα πεζούλια
    Να τα σκεπάζει το κύμα
    Ταξίδεψα στη Βενετία διηγόταν κάποιος ναύτης
    Κι εμείς ανεβαίναμε τους δρόμους
    Εκεί που σπίτια αγκαλιάζαν καρτερικά το νερό
    Και γυναίκες κουβαλούσανε στάμνες
    Και μαστέλα κι άντρας κανένας
    Κι εξηγούσαν με χαμόγελο σαθρό
    Οι γυναίκες οι κουρασμένες
    Μην απορείτε
    Είν’ ο χειμώνας ο σκληρός
    Που μας αφάνισε έτσι
    Τώρα οι άντρες μας κατάσαρκα φορούν
    Φανέλες μάλλινες χοντρές
    Και κλαιν και συλλογιούνται
    Όμως την άνοιξη
    Τα νερά είναι χλιαρά
    Και περνούμε από μέσα τους
    Και χαϊδεύουν τα πόδια μας τρυφερά
    Κι όλο ανεβαίναμε το ρέμα
    Να ’ρθετε και την άνοιξη να δείτε
    Συνέχιζαν οι γυναίκες της Πελοπόννησος

    από τη συλλογή Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής (1949)

  263. Theo said

    Και Ρίτσος

    Επιτάφιος (1936, απόσπασμα)

    II

    Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,

    ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

    Πώς μ᾿ άφησες να σέρνουμε και να πονά μονάχη

    χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φώς κι ανθό κι αστάχυ ;

    Με τα ματάκια σου ‘έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,

    με τα χειλάκια σου έλεγα τ᾿ αυγερινό τραγούδι.

    Χειμερινή διαύγεια (1957, απόσπασμα)

    Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα

    λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο

    κ’ ή επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια

    Το σπίτι του συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα

    τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,

    μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,

    ολόκληρο κερδισμένο απ’ το χειμώνα,

    με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,

    με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι της τραπεζαρίας —

    κ’ οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας

    παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, πού χάσανε τη δύναμή τους και το

    χρώμα τους

    και λίγο – λίγο χάσανε το νόημά τους

    κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους

    κι αργότερα τη νοσταλγία τους

    ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
    Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
    τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
    και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα πού τόσο σου πήγαινε
    παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
    τις λίγες μέρες πού μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
    τούς στίχους πού έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
    αν και φοβάμαι πώς τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
    πώς έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
    η σκοτεινή υποψία πώς αυτό το καλοκαίρι
    με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσα του,
    με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
    με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
    και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.

    Καρλόβασι, 3.IX.89

  264. Theo said

    Γιώργος Θέμελης

    ΕΛΕΓΕΙΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ (απόσπασμα)

    Λησμονημένος ταξιδευτής.

    Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
    Ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ’ άναψαν
    Μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.

    Πικρός κι αλύγιστος.

    Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
    Και δεν φορούσες παρά μονάχα μαύρα, το πένθος της μοναξιάς.

    από τη συλλογή Ποιήματα Ι (1969)

  265. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΩΛΗΣ said

    Μήπως ἀπὸ 21 Δεκεμβρίου ἀρχίζει ἡ πορεία πρὸς τὸ καλοκαίρι; Ἡ διάρκεια τῆς ἡμέρας μεγαλώνει καὶ οἱ ἡλιακὲς ἀκτῖνες ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα γίνονται – ἔστω καὶ λιγάκι- πιὸ θερμές.

  266. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Χειμωνιάτικα Δέντρα

    Τὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τὰ πεῦκα ἀργοσαλεύουν,
    σὰ ρασοφόροι στὸ βουνὸ ποὺ μάχονται ν᾿ ἀνέβουν,
    κι ὁ θλιβερός τους ὁ ψαλμὸς στ᾿ ἄδεια βογγάει λαγκάδια
    σὰ μουσικὸς ἀντίλαλος ἀπὸ βαθιὰ πηγάδια.
    Μαζί τους κάτι ὁλόγυμνα κλαριὰ δὲν ἀποσταίνουν
    τρελλὰ μιὰ χειμωνιάτικη καμπάνα νὰ σημαίνουν,
    ὅπου τὰ γέρνει ὁ ἄνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
    ἀπ᾿ τὸ βουβό τους σήμαντρο ποτὲ νὰ βγαίνει ὁ ἦχος.
    Καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ νεροῦ, ποὺ σὰν τὴν καταχνιά,
    κάποτε -τ᾿ ἀνοιξιάτικο τὸ λέει τὸ παραμύθι-
    τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας ἐστρῶναν τὰ κλωνιὰ
    τίποτε τώρα στὰ θολὰ δὲν ἀπομένει βύθη.
    Σὲ ραγισμένους γύρω αὐλοὺς οἱ καλαμιὲς φυσοῦνε
    τὰ νυφικὰ μαλλάκια τους μαδοῦν μαδοῦν οἱ ἰτιές,
    τὸν κῆπο τῆς Νεράιδας σβημένο νοσταλγοῦνε
    καὶ κλαῖν τὶς ἀνοιξιάτικες ἐφήμερες σκιές,
    Ὤ! κι ὅλο σκύβουν στὰ νεκρὰ νερὰ τὰ βουρκωμένα,
    ὤ! κι ὅλο σειοῦνται κι ἔχουνε μὲς στὸν πικρὸ βοριᾶ
    τὰ ἴδια τὰ κινήματα, τ᾿ ἀργὰ κι ἀπελπισμένα,
    πού ῾χομε μὲς στὴ λύπη μας κι ἐμεῖς τὴν πιὸ βαριά.

    Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

  267. Theo said

    Δήμητρα Χριστοδούλου

    ΣΥΖΥΓΟΙ ΣΕ ΑΜΕΛΗΤΕΑ ΧΙΟΝΟΠΤΩΣΗ
    Τον έχει λησμονήσει η νεότητα.
    Η ωραιότητα δεν τον θυμήθηκε ποτέ.
    Η υγεία πάντα, έτσι κι αλλιώς, αδιαφορούσε
    (Υγρά του σώματος, διαμαρτυρίες
    Σε απρόθυμους ακροατές στα φαρμακεία).
    Η Μίνα προσπαθεί να μη μισήσει,
    Δεν έχει βέβαια ανατραφεί γι’ αυτό!
    Εξάλλου από χρόνια τώρα
    Ξεχνάει τα κλειδιά της κάτω απ’ τ’ άστρα.
    Αυτό εκείνος μόνο το αποδέχεται.
    Προσεύχεται γι’ αυτήν κάθε βράδυ,
    Και πάλι κρέμονται πορτοπαράθυρα.
    Αλλά απόψε είναι μια Τρίτη του χειμώνα.
    Χιονίζει ελαφρά απ’ τα χαράματα.
    Δεν λέει να το στρώσει μα στην γλάστρα
    Όλο και κάτι μένει, λευκή ύλη
    Μιας αρχαίας εμμονής στην Ανάσταση.
    Ασώματες χειρονομίες σκεπάζουν
    Με λίγες τούφες παγερής αθανασίας
    Την τριανταφυλλιά, σκυμμένη πια στο επέκεινα.
    Και από τη θεία μακρινή εκπνοή
    Το χιόνι υλοποιείται απαλύνοντας
    Όσα δεν λησμονήθηκαν ακόμη,
    Όσα εισακούστηκαν στη βραδινή προσευχή.

    ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΚΗΣΙΑΣ (απόσπασμα)
    Μένουν επίσης οι τίτλοι ευγενείας:
    Αναρίθμητα βιβλία στη σκόνη.
    Των τελευταίων χρόνων άκοπα. Άλλα πάλι
    Μικρά βουνά επάνω στο κρεβάτι της
    Προορισμένα να συντηρούν κάποια τύψη
    Που τόσο σκέφτηκε τις ιστορίες αγάπης
    Μα δεν τις καταδέχτηκε παρά μόνον
    Με την υπογραφή των Άγγλων ποιητών.
    Αν κάποιος της χρωστά χειροφίλημα
    Είναι μόνον ο ουρανός του χειμώνα
    Αυτός που τώρα κατεβαίνει τα σκαλιά.

    ΠΩΣ ΠΕΡΝΩ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
    Σε μια αγροικία από χιόνι
    Καίει καταγάλανη φωτιά.
    Μοιράζουν τράπουλα και παίζουν
    Γύρω της οι ακέραιοι Μήνες.
    Μόνος ο ανάπηρος Φλεβάρης
    Περιφρονεί τη θαλπωρή.
    Σαν της καρδιάς μου τον θαμμένο χτύπο
    Με το γερό του πόδι σκάβει
    Να χώσει την υπομονή
    Σε μια λακκούβα μες στον πάγο.
    Εξέγερση αδημονίας
    Ανάβει γύρω του τριαντάφυλλα
    Σε μια λιποθυμία αγάπης
    Που δεν ανταποδόθηκε.
    Σαν βλέφαρα μετά από κώμα
    Ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα.
    Αναρριπίζουνε τα τραπουλόχαρτα
    Κι η συντροφιά μελαγχολεί.
    Σκυφτή επιστρέφει στην παρτίδα.
    Βαδίζει εκείνος στην εξάντληση
    Ξένος ανάμεσα στους τέλειους
    Σχεδόν τρεκλίζει από το τραύμα.
    Μα εγώ απαλά απαλά του δένω
    Το ποδαράκι που πονεί.

    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΣΤΕΓΟΥ
    Αν είχα ένα σπίτι το χειμώνα,
    Μέσα η φωτιά παντοδύναμη,
    Έξω η θάλασσα να δέρνεται,
    Θα πέθαινα χαμογελώντας.
    Όχι ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου.
    Αυτά είναι της ζωής, τα εναγώνια.
    Χρειάζεσαι έναν ωραίο χώρο να πεθάνεις.
    Κήπο μ’ ερωτιδείς στα σιντριβάνια,
    Κούνιες στο δάσος με τις μηλιές,
    Λησμονημένους περιπατητές
    Ανάμεσα στα κουρεμένα παρτέρια.
    Πρέπει να σε περιστοιχίζουν πράγματα όμορφα,
    Πορσελάνη, κρύσταλλο, συνθέσεις με άνθη,
    Παμπάλαιες επιστολές δεμένες, αρχειοφύλακας
    (Αυτός με στολή και με γάντια)
    Κι ένα άγνωστο στην οικογένεια χαμίνι
    Σκαρφαλωμένο στη βελανιδιά.
    Αφού τα δεις όλα αυτά και τόσα άλλα,
    Έτσι σκόρπια κι αστραφτερά, χωρίς έγνοια
    Να τα δέσεις σ’ ένα έλλογο σύνολο
    – Είναι ώρα χαράς, όχι τάξης – ,
    Μπορείς να πεις χωρίς μελαγχολία:
    Για δες, υπάρχει, επιτέλους, υπάρχει,
    Υπάρχει ένα ντεκόρ παραδείσου!
    Απλώς, με το φωτισμό τον επόμενο
    Δεν με περιλαμβάνει πλέον.

    ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
    Όλη τούτη την ατέλειωτη άνοιξη
    Θ’ ακούς τη βοή της χλόης,
    Που όλο κυλάει στην πλαγιά και ξετυλίγει
    Τα ρείκια, τα νερά, τα βελάσματα.
    Λεία και δροσερή περνά σαν φόρεμα
    Πάνω απ’ το σώμα μιας μικρής κοπέλας,
    Την ώρα που τραβάει ο κατάδικος
    Τη μαχαιριά στο λαιμό της.
    Το αίμα κυλάει ως το καλοκαίρι.
    Ψοφάνε από το θειάφι του τα χόρτα
    Και σέρνει εδώ κι εκεί ξέφτια απ’ το ρούχο της
    Ένας απαρηγόρητος ήλιος.
    Μα όταν οι πρώτες βροχές
    Θ’ αρχίσουνε το σάρωμα των φύλλων,
    Όταν δέσουν σταφύλια και κάστανα
    Κι όταν, φτυαριές φτυαριές, ο χειμώνας
    Σκεπάσει ως και στη φωλιά τους τ’ αετόπουλα,
    Κουκουλωμένη κάτω από το χιόνι
    Πάλι βαριά θ’ αναστενάζει η χλόη.
    Για ένα πέρασμα με πόνο θερμό
    Πάνω από τ’ απαλά της στήθη,
    Για ένα τύλιγμα γύρω απ’ τη μέση της,
    Για μια λιγόζωη χλιδή.

    ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
    στην ‘Ελένη
    Ήθελα να ’μουν αδελφή σου
    Να ’χα τα μαλλιά και τα μάτια σου
    Το κεφάλι σου στον ώμο μου το χειμώνα
    κι εξουσία στις επιστολές σου.
    Έρχεται η μυρωδιά του τσαγιού
    Κατιτί σαν κουτάλι στο φλιτζάνι,
    Εκεί δίπλα μια μοναχοκόρη
    αρχίζει το απόγευμά της.

    ΟΙ ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΥΜΒΙΑ ΣΤΗΛΗ
    — Σε κλαίω κοπέλα μου.
    — Όχι εμένα.
    Τις κόκκινες πλεξούδες μου.
    — Τα σπουργίτια ψάχνουν για ψίχουλα.
    — Όχι εκείνα.
    Ο πέτρινος, ο νηστικός χειμώνας.

    ΑΚΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
    Μια φωτεινή παραβολή
    Για συμπολίτες, εραστές και φίλους
    (απόσπασμα)

    Το κορίτσι
    Πιστέψτε με, έφτασε χθες βράδυ, άκουσα καθαρά —εσείς κοιμόσασταν ήδη, εγώ τελείωνα για λογαριασμό μου το βιβλίο που σας διαβάζω— άκουσα καθαρά τον κραδασμό από το αγκυροβόλημα της πλατείας, κατέβηκα μάλιστα στο υπόγειο να δω μην έμπασε νερά. Όταν ανέβηκα, πήρα την πολυθρόνα μου από πλάι σας και τη μετέφερα σιγά σιγά στο παράθυρο. Δεν μου κόλλαγε ύπνος. Κι ύστερα ξέρετε πια πόσο αγαπώ το χειμώνα, τίποτε δεν μου κάνει συντροφιά γλυκύτερη από τις αστραπές και το κρύο. Τράβηξα λοιπόν την κουρτίνα, εσείς είχατε κουκουλωθεί ως τ’ αυτιά. Και τότε τον είδα. Ανέβαινε φανερά κουρασμένος προς την ΑΚΤΗ, θα γνώριζα το βήμα του, το σουλούπι του, ακόμη και μετά από άλλα τόσα χρόνια, ακόμη και στο πιο πηχτό σκοτάδι. Τώρα όμως οι λάμπες του δρόμου έκαναν ακόμη αρκετή δουλειά. Έσερνε κάποιο δέμα ή κιβώτιο, κάθε τόσο τ’ ακουμπούσε και το εξέταζε. Δεν ήθελα ούτ’ εγώ να το πιστέψω, μ’ έπιασε τρέμουλο, δείτε, και τώρα ακόμη τρέμω. Όμως στ’ αλήθεια πήγε στην ΑΚΤΗ, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.

    Ο ΦΟΥΡΝΟΣ (απόσπασμα)
    Το χειμώνα, που έφευγαν τα κοπάδια, νερά και χιόνια ανανέωσαν το χόρτο και σύντομα ούτε τα ερείπια δεν διακρίνονταν, το καθετί καταχώθηκε κι ο αέρας ακουμπούσε θάμνους. Μόνος που σώθηκε ένας φούρνος. Χτισμένος πάνω σε μικρό βράχο που ξεφύτρωνε, φαίνεται, μέσα στην ίδια την αυλή του πλακωμένου σπιτιού, δεν απειλήθηκε από τα χόρτα. Κι όταν ο τόπος όλος έγινε μια χορταριασμένη μαγούλα, ο φούρνος απόμεινε έξω, παράταιρος, με σκουριασμένη πια την πόρτα του αλλά το μάνταλό της στη θέση του. Βέβαια, αν το άγγιζε απρόσεχτο δάχτυλο, θα γινότανε κι εκείνο σκόνη.
    Όταν το φούρνο τον σκεπάζανε τα χιόνια, όπως το καθετί τριγύρω, η πόρτα αυτή θαρρούσες ότι έφραζε λαγούμι προς την καρδιά του βουνού, όπου, αν χωνόσουν, έφτανες σε τόπο μαύρο και πυρακτωμένο. Το καλοκαίρι όμως έμοιαζε φιλόξενος, καθώς τον σκαρφαλώναν τα κατσίκια και στέκονταν για λίγο στην καμπούρα του σαν σε καλό παρατηρητήριο, απ’ όπου μπορούσανε να μετρήσουνε ένα ένα τα ραδίκια μες στα σπάρτα. Η φυσική του πέτρινη βάση, κάποτε ασπρισμένη κι αυτή, ξανάχε πάρει με τα χρόνια τα χρώματα των πετρωμάτων της. Κουβάλαγε μ’ απέραντη εγκαρτέρηση το άχρηστο χτίσμα, σαν να ήξερε πως δεν θα το σκεπάσουν παρά οι αράχνες που θα βγουν από μέσα του όταν ολόκληρο κατοικηθεί.

  268. Theo said

    Θανάσης Κωσταβάρας

    ΕΝΝΙΑ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ

    VII
    Ά, τι πικρή, τι μπάσταρδη εποχή για τους κατατρεγμένους.
    Γι’ αυτούς που πέφτει ο δύσκολος καιρός κι ο ανάποδος
    χειμώνας
    Που σκοτεινιάζουν τα βουνά και κλείνουν τα φαράγγια
    και σταματούν τα ρέματα.

    Και πουθενά ν’ ανοίξει μια χάντρα ο ήλιος.
    Να ρίξει ο κλέφτης τη βελέντζα απάνω στα χαμόκλαδα
    να πέσουν και τα κρούσταλλα, να λιώσουν και τα χιόνια.
    VIII
    Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει
    δεν είναι τούτος ο κακός χειμώνας πέρασμα.
    Να’ ρθει ξανά μια άνοιξη, να’ ρθει ένα καλοκαίρι.
    Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.
    […]

    ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ
    Μια μέρα θα συναντηθούμε.
    Μέσα στην ερημιά ενός άλλου, άγριου, κόσμου
    στις παγωμένες νύχτες ενός χειμώνα δίχως τέλος
    θα βρούμε πάλι τα μυστικά μονοπάτια.
    Θ’ ανακαλύψουμε την ίδια αθώα φράση
    για να μπορέσουμε να γνωριστούμε
    όπως τότε που αγαπηθήκαμε για πρώτη φορά.
    Τίποτα δεν θα θυμίζει εκείνη την ανεπανάληπτη Άνοιξη.
    Όλα θα είναι κρύα εκεί κάτω.
    Και τα δέντρα θα είναι εντελώς άγνωστα.
    τα δέντρα και τα πουλιά
    για να τραγουδήσουν μαζί μας το θρίαμβο της Αγάπης.
    Όμως εμείς θα είμαστε ευτυχισμένοι που συναντηθήκαμε.
    Κι αν υπάρχει κάπου ένα ρόδο, έτοιμο ν’ ανοίξει εκείνη την ώρα
    θα ξεδιπλώσει τα πέταλά του και μέσα από έναν κόμπο δροσιά
    θα μεταδώσει στον κόσμο το μήνυμα.
    […]

    ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ
    Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
    τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
    για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
    που έχουν τα δέντρα.
    Όχι όλα τα δέντρα.
    Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
    Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
    δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
    Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
    να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.
    Έτσι και κείνος.
    Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
    που τον έκανε ποιητή.
    Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
    Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.
    […]

  269. Theo said

    Θανάσης Μαρκόπουλος

    Βίος και πολιτεία του Χρίστου Βλαχάβα
    Στον Κλείτο Κύρου

    Με φθαρμένα παπούτσια κι ένα παλτό τριμμένο της ΟΥΝΡΑ κατηφόριζε για τον άλλο συνοικισμό τις άγριες νύχτες του χειμώνα ο εκτελών χρέη νοσοκόμου στο χωριό Χρίστος Βλαχάβας πολιτικός εξόριστος άλλοτε στα βράχια του Αιγαίου παραγωγός καπνού στα Κρανίδια κατόπιν με σακατεμένη γυναίκα και τρία κορίτσια κατηφόριζε λοιπόν μέσ’ απ’ το πλημμυρισμένο ρέμα με μόνο φως το αναμμένο τσιγάρο κι αφού έκανε την ένεση με τα σύνεργα που είχε ήδη απολυμάνει στο κατσαρόλι η μονίμως γερασμένη γυναίκα έπαιρνε τον ανήφορο της επιστροφής αφήνοντας πίσω του το φόβο και την υποψία πως όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνονται για μια ιδέα

    1985 μεσούντος του καλοκαιριού έγειρε ο Χρίστος Βλαχάβας με δίχως ένα χέρι να στηρίζει τον ίσκιο του

    Μη ρωτάτε

    Μη ρωτάτε
    πού βρίσκω το κουράγιο κι ανθίζω
    Εγώ που λέτε είμαι από άλλο ανέκδοτο
    Μοιάζω το δίδυμο αδερφό μου
    που αιμορραγώντας ανέρχονταν μια μέρα
    να φυτέψει στη γη τα μαχαίρια
    μα μου τον φύτεψαν στο Γράμμο μια νύχτα
    οι λόγχες του Τρούμαν

    Σαν δε λέει να βιαστεί ο χειμώνας
    τραβώ απ’ το μανίκι την άνοιξη
    και φεύγω

  270. Theo said

    Θεοδόσης Νικολάου

    ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ TOΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
    Όλα τα χρώματα είναι ωραία
    Και όλα τα χρώματα είναι αγνά.
    Γυρίζουν οι εποχές και εκθέτουν
    Τις ζωγραφιές της γης
    Καμωμένες με άνθη.
    Το μαύρο βλέμμα της παπαρούνας
    Μέσ’ από τα κόκκινα πέπλα των φρουρών του,
    Η θάλασσα των σταχιών
    Που ξεδιπλώνει κίτρινα τα κύματά της
    Μέσα στο καλοκαίρι.
    Και η άλλη, η άλλη θάλασσα η μεγάλη
    Με τα λευκά και τα γαλάζια των γαλάζιων
    Ως τη χάλκινη κραυγή που αφήνει
    Το φύλλο της χαρουπιάς
    .Δροσίζοντας την κεφαλή των ανθρώπων.
    Το τόξο του ουρανού τα αναλαμβάνει
    Και πλυμένα από τη βροχή
    Τα ταξινομεί.
    Η ευαισθησία όμως για το λευκό
    Δεν είναι γιατί λευκές είναι οι φτερούγες
    Και λευκή η στολή των Αγγέλων.
    Καθίσαμε κάποτε στον ποταμό της Αλβιόνος.
    Εκεί μήτε κλάψαμε, μήτε γελάσαμε
    Μήτε ρωτηθήκαμε, μήτε απαντήσαμε.
    Το νερό του ποταμού κυλά
    ’Αλλά στην όαση φτάνει μια γκρίζα ακινησία.
    Την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μονάχα
    Με τα πανιά των καραβιών πού ταξιδεύουν
    Ή όταν ένα σώμα παρασύρεται
    Και συλλογίζεσαι πώς αυτό το σώμα
    Μπορεί να είναι το δικό σου σώμα.
    Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα
    Παρά μόνο μια έρημος
    Κι εσύ μόνος μέσα στην έρημο γυμνός,
    Όπου με λύσσα μάχονται οι τέσσερεις ανέμοι
    Κουβαλώντας στα φτερά τους την παγωνιά,
    Αντήχησε
    Γλυκύτατη, αγαπημένη, οικεία
    Η φωνή.
    «Τα μάτια σου ακόμα συντηρούν τη λάσπη
    Και δεν βλέπεις γύρω σου τούς ποταμούς του ελέους
    Δεν βλέπεις τη βροχή της αγάπης.
    Πάρε τα ιμάτια μου και κρύψε τη γύμνωσή σου.»
    Τότε απέραντα από τον ουρανό ξετυλίγονταν
    Ιμάτια λευκά, και αναδιπλώνονταν —
    Γέμισε η γη με χιόνι.
    Το χιόνι ανεβαίνει στα δέντρα
    Ανεβαίνει ίσαμε την καρδιά σου
    Το θάλπος της αγάπης τη ζεσταίνει.
    Πάνω στα σκουριασμένα κλωνάρια της αμυγδαλιάς
    Ανεβαίνουν χιλιάδες λευκές πεταλούδες.
    Πάνω στη σκουριασμένη ψυχή μας ξεπετάγονται
    Χιλιάδες λευκοί ανθοί ωσάν το χιόνι. 
    Εδώ στο κράτος του θανάτου λαμπροφορεί η ζωή
    Και η οπτασία της ανθισμένης αμυγδαλιάς
    Γαληνεύει το χειμώνα και το πνεύμα σου.

    ΦΩΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ
    […]
    Γιατί αυτή ή φωνή πού τραγουδά στη μέση της Θαλάσσης
    Ακούεται σαν ξένη και παραμένει ακατανόητη
    Γι’ αυτούς πού ήρθαν χρόνια πολλά μετά τον Πλάτωνα.
    Κι έτσι ο Βασίλης κρυώνει ακόμα μέσα στους γυμνούς
    δρόμους του χειμώνα
    Καμμιά υποψία
    Ποιες ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του
    Ποιους ρυθμούς ξυπνά ο άνεμος που πνέει
    Μέσα σε τούτο το έναστρο δέντρο
    Που ακατάπαυστα αναθάλλει.

    ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ
    (απόσπασμα)
    Δεν είμαι ούτε πουλί, ούτε χαρταετός.
    Είμαι ένας άνθρωπος κοινός, κι αυτός μισός
    Πού προτιμά το χειμώνα τη θαλπωρή στην καλύβα του
    Και το καλοκαίρι τη δροσιά μέσα σε γαλάζια σεντόνια.

  271. Νέο Kid said

    Και λίγη παιδική ποίηση.
    https://storage.ning.com/topology/rest/1.0/file/get/9938338455?profile=original

  272. Theo said

    Κώστας Κρεμμύδας (αποσπάσματα)

    ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ

    Το κάτω κενό αναμετριέται με το ύψος μιας αλέας
    στα γνωστά Ιλίσια Πεδία του Χίλτον
    με τις γκαρνταρόμπες έκθετες στον ήλιο
    για να φύγει η υγρασία του χειμώνα
    «Ανοίξαμε λοιπόν και σας περιμένουμε» στην πελατεία
    Πριν την καθιερωμένη πτώση
    Αναμετρώντας στην κάθοδο

    ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

    Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός για την επιστροφή
    Όταν οι φλαμουριές ανθίζουν είναι καιρός να μένουμε μόνοι
    Με τ’ άρωμά τους ν’ απλώνεται στις πλατείες
    αρκούν μια-δυο ημέρες ανθοφορίας
    για να την αγκαλιάσεις
    Ό,τι δεν πιάνεται δεν φυλακίζεται και δεν υπάρχει
    Η ανθοφορία της φλαμουριάς σαν ναρκωτικό
    Γλυκαίνει, συμπαρασύρει την ψυχή μας
    Σκάει μισό χαμόγελο στα πρόσωπα
    όπως η έκφραση παρηγοριάς στα χείλη
    Ένα καλά κρυμμένο μυστικό που φανερώνεται
    Ένας θησαυρός στα βάθη της θάλασσας
    Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να διασχίσουμε τον Έλβα
    Να φτάσουμε αρτιμελείς στο Βερολίνο
    Οι φλαμουριές δεν θα σημάνουν άνοιξη
    Δεν υπάρχει περίπτωση για υπεκφυγές και παρελάσεις
    Χειμώνιασε για τα καλά μέσα μας

    ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΕ ΠΟΣΑ ΔΑΚΡΥΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ;

    Τα ποιήματα δεν γράφονται στο χαρτί
    χαράζονται πάνω σε πλάκες πεζοδρομίων
    ακούγονται στις αγορές
    ποδοπατούνται στις διαδηλώσεις
    απλώνονται σε κείνες τις μακρόστενες ταινίες που
    εμποδίζουν τη διέλευση
    ή εφιστούν την προσοχή στο κενό
    Τα ποιήματα τραγουδάνε την άνοιξη
    τρομοκρατούνται στη θέα του χειμώνα
    πέφτουν σε λήθαργο γιορτές και πανηγύρεις
    παζαρεύονται στις Αγορές
    σταυροκοπιούνται μπροστά στο απρόσμενο
    για να σκύψουν ξανά και ξανά το κεφάλι
    Απόμαχα ξυλιασμένα εγκαταλειμμένα
    τρέμουν τις Κυριακές στις αποβάθρες
    χειρονομούν στα γήπεδα λένε συνθήματα στις συγκεντρώσεις
    κι ύστερα κλείνουν το γόνυ τους ευλαβικά στη μοίρα

  273. Theo said

    Κώστας Μόντης

    ΧΕΙΜΩΝΑΣ
    Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλοιώτικα
    το πέρασες το καλοκαίρι.
    Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
    κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσης,
    μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
    ένα καλοκαιράκι του Θεού.
    Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνη
    που νάτος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
    και μήνυσε πως έρχεται;
    Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
    για να περάσης τον χειμώνα.
    Και δεν την έχης τη χαρά αυτήν εσύ.

  274. Theo said

    Κούλα Αδαλόγλου

    ΤΡΑΓΟΥΔΙ

    Ξεκουράσου πια, παλιέ αγωνιστή.
    Τόσοι χειμώνες και χιόνια στα μαλλιά σου.
    Οι άλλοι βολεύτηκαν μέσα σε μαλακές παντόφλες
    και φιλολογικά απογευματινά.
    Εσύ απόμεινες να κοιτάς το παρελθόν και το μέλλον
    με κάτι απορημένα μάτια.
    Δεν καταλάβαινες καλά-καλά πώς φτάσατε σ’ αυτή τη θέση.
    Βαστούσες ένα τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα νύχια.
    Κάπου κάπου χάιδευες κάτι ετοιμοθάνατα όνειρα.
    Όμως το αίμα σου δε χτυπούσε όπως άλλοτε
    να σπάσει τις φλέβες.
    Εσύ που κουμαντάριζες το όπλο
    το ίδιο καλά με τη γυναίκα.
    Τώρα σε κουμαντάραν χάπια, αρθριτικά
    και στο δωμάτιο μυρωδιά από οινόπνευμα και καμφορά.
    Κι έτσι έγειρες να ξεκουραστείς-για πάντα.
    […]

    Η απομάκρυνση

    Τώρα θα κρυώνεις
    τούτη την άνοιξη που μπολιάστηκε χειμώνα,
    που το πρώτο ανθισμένο χαμόγελο των δέντρων
    μαράθηκε και σβύστηκε
    και η βροχή σού γεμίζει τα μάτια με δάκρυα.
    Θ’ ανοίγεις τη μπαλκονόπορτα
    να μπει το χλιαρό ανοιξιάτικο αγέρι
    και θα μπαίνει ένας αέρας υγρός και πηχτός.
    Τώρα θα κρυώνεις
    και πιο πολύ η ψυχή σου…
    Τα μεσημέρια
    θα παλεύεις μάταια να διακρίνεις λίγο ουρανό
    πάνω ή δίπλα απ’ τις απέναντι πολυκατοικίες.
    […]

  275. Theo said

    Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

    Σεντόνια της αγρυπνίας

    Μ’ αρέσει ν’ απλώνω τα ρούχα στο σκοινί
    Εδώ τα μικρά εκεί τα μεγάλα σώματα
    Ασήκωτα ανομήματα ζωής χαρισάμενης
    Λευκά συντρίμμια στη στρόφιγγα στο ατσάλι
    Στο γίγνεσθαι του αίματος σαν ψέμα πορφυρό
    Εσώρουχα μεταξωτά σεντόνια της αγρύπνιας
    Νερά φανταστικής βροχής τόξα ουράνιας μνήμης

    Ας έρθει ένας ήλιος να τα λάμψει μυστικά
    Ας έρθει ένα φεγγάρι να τα φέξει ολόγυμνα
    Γένοιτο το θέλημα του καιρού κι ας χειμωνιάζει
    Κι ένα αεράκι καλός οιωνός να στεγνώσει
    Τα δάκρυα της νύχτας τ’ αλμυρά φιλιά

  276. Theo said

    Μαρία Πολυδούρη

    ΘΑΡΘΗΣ ΑΡΓΑ

    Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθής και πάλι
    σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
    Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,
    ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι…
    Άκου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,
    μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα
    το θόλωσαν τα σύννεφα… Μια κρύα ανατριχίλα
    στα λουλουδάκια χύνεται… κι’ αργείς, αργείς ακόμα!
    Θαρθής αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
    με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο
    και δε θα βρης ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο
    να μου χαρίσης… ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.

  277. Theo said

    Σταύρος Ζαφειρίου (αποσπάσματα)

    Έμαθα τότε για τις εποχές.
    Χειμώνας, των νεκρών ο άνοστος δείπνος
    κι οι μέρες οι κενές της ιστορίας.
    Άνοιξη, των θεών η μετάσταση
    και της αγάπης η αήθης προσήνεια.
    Θέρος, η ερημοσύνη των νερών
    και των μυγών ο βόμβος στα κρανία.
    Φθινόπωρο του δέσμιου φωτός
    κι η κίνηση η άργη των ιοβόλων.
    Λοιμοκρουσμένες οι πόλεις
    στολίζουν τους άγιους.

    ————————

    Είμαι ο λύκος.
    Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας,
    αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας.
    […]
    Το δέρμα μου ανοίγει καταπάνω σας σαν φως!
    Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή
    αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις.
    Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας
    ούτε με την πασίγνωστη στολή του εαυτού μου.
    Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος
    ομοιώνομαι τον ναυαγό που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.

  278. Theo said

    Γιώργος Μολέσκης

    ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

    Τώρα πια έχουν αλλάξει τόσα πολλά,
    μετατοπίστηκαν τα οπτικά σημεία,
    μεταβλήθηκαν οι προοπτικές.
    Το σπίτι στέκει ή δε στέκει,
    άντεξε τις βροχές του περασμένου χειμώνα ή υποχώρησε;
    Σαλεύει σαν κουρτίνα στη μνήμη και διαθλάται
    όλη εκείνη η σειρά των γεγονότων:
    πότε και ποιος μπήκε και βγήκε,
    πότε και με ποια σειρά γεννηθήκαν τα παιδιά,
    πότε πέρασε ο θάνατος…
    Εκείνο που μένει πάντα και με βασανίζει πιο πολύ
    είναι το πόσο δύσκολα μεγάλωναν όλα και όλοι.
    Το χειμώνα σφύριζε ο αγέρας μέσα από τις τρύπιες πόρτες και τα παράθυρα,
    έμπαινε η βροχή, η αστραπή και η βροντή από τις ίδιες τρύπες.
    Τις κλείναμε, πότε με κουρέλια και πότε με χαρτιά.
    Έμπαινε και το κρύο και μας πάγωνε τα κόκκαλα προχωρώντας
    ως μέσα στον ύπνο μας.
    Κάποτε τέτοιες νύχτες γυρίζανε μέσα στο σπίτι
    τα κλάματα και οι φωνές σαν τα φαντάσματα.
    […]

  279. Theo said

    Τεύκρος Ανθίας

    Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ

    Φτωχέ παλιάτσε κι έρημε, που μες στο θέατρο της ζωής
    τούμπες εδώ κάνεις φριχτές και τούμπες παραπέρα,
    σάμπως σκουπίδι ανώφελο σε κάποιο δρόμο θα βρεθείς,
    μια χειμωνιάτικη βραδιά, μια παγερήν εσπέρα.

    Το φως της μέρας το θαμπό, θα ‘χει σβηστεί, θα ‘χει σβηστεί.
    Και δε θ ‘ανάψουνε για σε λαμπάδες κι αγιοκέρια.
    Μόνο οι παλιάτσοι φίλοι σου, με μια φωνή τρεμοσβηστή,
    θα ψέλνουν: «Άμωμοι εν οδώ…» με σταυρωμένα χέρια.

    Και τι μ ‘αυτό; Τους ρόλους σου τους έχεις παίξει μια χαρά,
    και σε χειροκροτήσανε στ’ αλήθεια ή και στ’ αστεία
    και, «δόξα-δόξα σοι ο θεός», έχεις γελάσει τρομερά
    με θεωρεία επίσημα, μ’ εξώστες και πλατεία.

  280. Α. Σέρτης said

    108
    «Ε, όποιος κουράστηκε, γενικά να πάρει μια άδεια να ξεκουραστεί, θα τα καταφέρουμε κι έτσι στην απουσία του»

    Προηγούνται στην αδειοδότηση οι αυτόκλητοι εξωφυλαρούχες αλφαμίτες που chatίζουν αενάως το σύμπαν

  281. Γιάννης Ιατρού said

    Μιλάς εσύ !! για αυτόκλητους κι αλφαμίτες;; Που στο #58 μόνο «φεφτά» δεν έβγαλες!
    Είμαι σίγουρος πως το επόμενο βιβλίο σου θα έχει για τίτλο «η τέχνη του αυτογκόλ»…

  282. Δημήτρης Καραγιώργης said

    262 Sarant + 249 Αφώτιστος Φιλέλλην Olaria Olara <– Ο Daniel Kahn είναι νεαρός (για την ηλικία μου) ΗΠΑνός – Μίτσιγκαν μουσικός Εβραϊκής καταγωγής που του ήρθε μια μεγάλη "πετριά" με τα Γίντις και σταδιοδρομεί στην Ευρώπη – Βερολίνο. Έχει εκμοντερνίσει παλιά τραγούδια σε Γίντις των Εβραίων ριζοσπαστών της Τσαρικής Ρωσίας καθώς νέα δικά του. Το ολαρία ολαρά είναι μεταγραφή στα Αγγλικά από τα Ελληνικά αλλά δεν ξέρω ποιος Έλληνας τον βοήθησε. Εδώ οι στίχοι:
    https://lyrics.lol/artist/1158461-daniel-kahn-the-painted-bird/lyrics/4198311-olaria-olara
    Τον πάω πολύ για τους στίχους του και την πρωτότυπη μουσική του.
    Αυτααα 😉

    ΥΓ: Μπράβο στον Theo για τα ποιήματα που ανέβασε. Εξαιρετικά!!

  283. Theo said

    Να βάλουμε κι αυτό με την Μπέλου
    (τα καλοκαίρια μας μικρά /κι ατέλειωτοι οι χειμώνες)

  284. 284,
    Θυμάμαι φίλο που στα μεταπτυχιακά του στον Αμερικάνικο βορρά, με κρύα, χιόνια, και γκριζίλα, είχε κορνιζάρει τους στίχους.

  285. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    207 Λου, το βιντεάκι είναι θαυμάσιο μέχρι δακρύων! 😦

    Τεό έσκισες! Συλλογή από χειμώνες των ποιητών.Κοίτα που μπορεί η καθήλωση, αν έχεις ψυχή, μπορεί να είναι γόνιμη! Περαστικά.Διαβάζοντας τα ποιήματά του και για το χαρακτικό στο εξώφυλλο, μου ήρθε μπρος στα μάτια η απόκοσμη σαν σκηνοθετημένη, ατμόσφαιρα της κηδείας του Μέσκου στο Γραμματικό-πορεία μέσα στο χιόνι…

    Κι από τον αγαπημένο Αργύρη Χιόνη -όνομα και ουσία πάνω στο θέμα- που έφυγε καταχείμωνο- ανήμερα Χριστούγεννα 😦

    Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο.
    Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.
    Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
    Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
    Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών.
    Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
    Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
    Είναι βροχή δωματίου.

    Αργύρης Χιόνης (1943-2011),
    Λεκτικά τοπία, εκδόσεις Καστανιώτη, 1983

  286. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    –Μήτσου Παπανικολάου, «Χειμώνας»

    Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
    Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
    Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
    Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.

    Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
    Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
    Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
    Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.

    Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
    Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
    Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
    Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.

    Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
    Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
    Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
    η μοίρα μας κι οι ξένοι.

  287. Theo said

    @267:
    Ευχαριστώ, Έφη.

    Ψάχνοντας, ανακάλυψα και δυο ιστότοπους που έχουν μπόλικη ποίηση ανεβασμένη, και κάποιους ποιητές (που οι περισσότεροι εμφανίστηκαν από το ’70 και δώθε) τους πρωτοδιάβασα σ’ αυτούς:
    https://whenpoetryspeaks.blog/
    και https://www.translatum.gr/

    Αυτή η … υπέροχη κηδεία μού θύμισε ταινία του Αγγελόπουλου και λίγο Κουστουρίτσα 🙂

    Έγραψες για τους χειμώνες των ποιητών, και θυμήθηκα Tα Λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών του Σαχτούρη:

    στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη

    Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
    είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
    ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
    σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
    Α! ναι είναι πάρα πολλά.
    Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
    ο Διονύσιος Σολωμός
    πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
    ο Νίκος Εγγονόπουλος
    πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
    ο Μπουζιάνης
    πόσα ο Σκλάβος
    πόσα ο Καρυωτάκης
    πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
    πέρασε ο Σκαλκώτας
    πόσα
    πόσα
    Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.

  288. sarant said

    Μπράβο Theo, πολύ καλά όλα -και ο Σαχτούρης του 288

    287 Κι ο Μήτσος Παπ, τι ωραίο…

  289. dryhammer said

    285. >…στον Αμερικάνικο βορρά, με κρύα, χιόνια, και γκριζίλα,…

    και γκρίζλις…

  290. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    283. το ολαρια-ολαρα του Δ.Σ. ειναι απο το βρωμικο ψωμί(1972).
    Η μπαντα που τελικα μετεγραψε το olaria-olara δημιουργηθηκε το 2005.

    Αρα – ισως – ειναι η πρωτη περιπτωση διασκευης ενος ασματος του Δ.Σ. !

  291. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Τους αγαπώ, οι αρμονικές ρίμες τους με συγκινούν. Μες το μυαλό μου οι Καρυωτάκης, Λαπαθιώτης, Κοτζιούλας, Παπανικολάου – παρέα τούς νιώθω, είναι ποιητές του χειμώνα (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Στοχασμός,

    Παραμύθι/Ναπολέων Λαπαθιώτης

    Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
    πᾶνε τώρα χρόνια,
    σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό,
    ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια.

    Πάγωναν τὰ λούλουδα,
    μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια,
    καλοκαίρι ζύγωνε
    κι ἦταν ὅλο χιόνια!

    Μάτια πάντα σκοτεινά,
    μέτωπα σκυμμένα,
    κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν
    μὲ ρυθμὸ κανένα…

    Μιὰν ἀγάπη πέρασε,
    -μετὰ πόσα χρόνια;-
    καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν
    κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια…

  292. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Κυριακή μες στο χειμώνα,/Μήτσος Παπανικολάου

    Κυριακή μες στο χειμώνα
    Κυριακή χωρίς φωτιά
    και τα κρύα χέρια μόνα
    πάνω στ’ άγραφα χαρτιά.

    Με τα χέρια στα μαλλιά μου
    άσκοπα κοιτάζω μπρός μου:
    είναι, τάχα, τα χαρτιά μου
    η κατάκτηση του κόσμου;

    Κυριακή μές στο χειμώνα
    με τις νοσταλγίες του θέρου.
    Kρύα χέρια, χέρια μόνα
    στ’ ωχρό μέτωπο ενός γέρου.

    Αχ, οι δρόμοι είν’ όλοι άδειοι
    μα τα μάτια μου είν’ εκεί
    και τους βλέπουν ένα βράδυ
    καλοκαίρι, Κυριακή. . .

    Νοσταλγίες που ζούν μάταια
    στ’ αυγουστιάτικο όνειρό των,
    τότε που ήτανε τα μάτια
    ταχυδρόμοι των ερώτων.

    Κυριακή μες στο χειμώνα:
    το βιβλίο και το γραφείο
    κι η καρδιά μέσα στο σώμα
    τάφος σε νεκροταφείο.

  293. 290, 🙂
    Κι απ’ αυτά!

  294. sarant said

    291 Ναι, αυτό ακριβώς. 🙂

  295. Theo said

    Λίγοι ακόμα χειμώνες ποιητών της Θεσσαλονίκης

    Μαρία Αρχιμανδρίτου

    Άτιτλο
    Σαν χιόνι στο χειμώνα υπάκουο
    στέκει ο καιρός στα χέρια μας
    κι έξω η βροχή ξεσπάει την οργή της στο Δεκέμβρη.
    Μια μεταμέλεια τα βήματα μαζεύει απ’ τα σκαλιά,
    το χρόνο.

    Από τη συλλογή Η κατίσχυση των ρόδων (2002)

  296. Theo said

    Νίνα Κοκκαλίδου-Ναχμία

    Οι αποσταμένοι

    Τόσο ωραίοι στις μπλεγμένες ανταύγειες
    των μισόκλειστων ματιών τους.

    Μια κόκκινη γραμμή
    στον άσπρο λαιμό περιστεριού το χαμόγελό τους
    μια σχισμή αβύσσου η ρυτίδα στο μέτωπό τους.
    Ήρθε ο χειμώνας
    κι ο ένας ζεσταινόταν απ’ την ανάσα του άλλου
    ήρθε το καλοκαίρι
    κι ο ένας δροσιζόταν απ’ τον ιδρώτα του άλλου
    ήρθε η άνοιξη
    και δεν μπορούσαν να τεντώσουν τα μπράτσα τους
    να πηδήσουν τους βάτους
    να φεγγαριάσουνε τα όνειρά τους
    και να τ’ αποκοιμίσουν στ’ ασπροκέντητα μαξιλάρια
    τα παλιά.
    Κι όταν απαντούσαν τις μικρές ελαφίνες
    με τα κυματιστά κορμιά
    άπλωναν τα χέρια σα σπαραγμένα κλαδιά
    να φυλλώσουν.

    Αποσταμένους τους ονομάσαμε
    μα πώς να εξηγήσουν ότι
    δεν απόστασαν από το δρόμο
    μα απ’ την απόσταση που μας χωρίζει.

    Από τη συλλογή Οι αποσταμένοι (1964)

  297. Theo said

    Μάρκος Μέσκος,

    [Τέφρα χειμώνος και τέφρα συκιάς ακόμη…]

    πάντα σα νύχτα και σα μέρα φεύγει η ζωή

    Τέφρα χειμώνος και τέφρα συκιάς ακόμη
    κουλουριασμένα φίδια στη σιωπή κι αρκούδες του ονείρου που χασμουριούνται
    των αθώων αίμα πώς να μιλήσει ουσίες πραγμάτων που σιωπούν
    ψυχούλες ξύπνησαν νωρίς και τα πουλιά το φως ανάβουν με το τσακμάκι

    ανοίγει η μέρα το χρώμα αλλάζοντας ρυθμό
    λευκή σημαία της νυχτός παραδομένη σελήνη
    και η στερνή ντουφεκιά στον ουρανό, έι κότσυφα ξύπνα
    ξυπνήστε ποντίκια μισό σκοτάδι κι εδώ
    στον αέρα πλανώνται οι μπαλάντες του αλήτη και μαύρο κυπαρίσσι ξημερώνει
    στον δρόμο πρωί πουλάκι λαλεί και πάλλει το στήθος
    ντο-ρε-μι λουλούδι γιασεμί
    απ’ το παράθυρο η φωνή που περιμένει — μίλησέ μου!

    Το φως χύθηκε γάλα στο σκοτάδι
    το φως είναι στρωμένο, περπάτησε.

    Από τη συλλογή Τα φαντάσματα της ελευθερίας (1979)

  298. Theo said

    Σάκης Σερέφας

    Τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι

    Τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
    πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.

    Μέσα στο τζάκι
    λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα της οξιάς.

    Την περασμένη άνοιξη
    δυο άντρες κάθονταν κάτω από αυτήν την οξιά.
    Πίνουν τσιγάρα και λένε ιστορίες.
    Ύστερα πιάνουν τα τσεκούρια και τη βαρούν.

    Εκείνη την ώρα
    περνάει παραπέρα ένας
    σιωπούν τα κοτσύφια
    θλίβεται λίγο η λιακάδα.

    Χαιρετά τους ξυλοκόπους γέρνοντας το κεφάλι
    και χάνεται
    κανείς τους δεν τον είδε ξανά.

    Οι ξυλοκόποι τελειώνουν το τσεκούρεμα
    και γυρίζουν ο καθένας στο σπίτι του.
    Ανοίγουν την τηλεόραση και πίνουν μπίρες
    μέχρι να τους πάρει ο ύπνος στον καναπέ.

    Δεν είχαν τσεκούρια
    ηλεκτρικό πριόνι είχαν.
    Το είδε ο περαστικός.

    Δεν ήταν περαστικός
    φάντασμα ήταν.
    Το είδαν οι ξυλοκόποι.

    Την Κυριακή στο καφενείο κανείς δεν τους πιστεύει
    φαντάσματα και φούμαρα ου ρε, τους φωνάζουν
    απ’ τα γύρω τραπέζια.

    Όσο για τον περαστικό
    γελάνε κι οι πέτρες μαζί του στα δάση
    όταν τραγουδά για το κορεάτικο πριόνι.

    Πάντως η ξυλεία καλοπουλήθηκε.

    Τον επόμενο χειμώνα
    τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
    πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.

    Μέσα στο τζάκι
    λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα εκείνης της οξιάς.

    Ταξιάρχης Χολομώντα, 15.3.2004

    Από τη συλλογή Πρώτα πέθανε η κότα (2007)

  299. Theo said

    Μίμης Σουλιώτης

    Θα πάμε τους χειμώνες μαζί

    Θα πάμε τους χειμώνες μαζί
    εσύ τους καινούριους κι εγώ τους παλιούς
    τους κουβαλώ σαν σκληρό κέλυφος, που ασπρίζει
    στην άκρη των κυρτών κεραμιδιών της Αχρίδας,
    ξερό λευκό σαν ίχνη αγριόπαπιας. Στο μεταξύ
    τ’ αποδημητικά πουλιά θα είχαν παλιώσει
    όποτε εμφανίζεσαι εσύ
    στην καταθλιπτική φάση,
    παίρνουμε μία από τις εποχές
    που μας βγάζει στα ξακρίσματα του τοπίου.
    Γονατίσαμε εκεί, αντικριστήκαμε
    και τα μέτωπά μας λάμπαν στο αεράκι,
    τα χέρια μας λυτά σαν μαλλιά λίγο φυσημένα
    κι οι είκοσι ρώγες στ’ ακροδάχτυλα
    βάραιναν από έρωτα.

    Από τη συλλογή Υγρά (2000)

  300. Theo said

    Άνθος Φιλητάς

    Αδιέξοδος

    [Ενότητα Περισυλλογή]

    Πού
    χωρεί
    η θλιβερή
    συγκίνηση,
    πού
    συγκινείται
    ο θάνατος,
    πού
    πεθαίνουν
    οι νύμφες!
    Φύγανε
    οι έρωτες
    κυνηγημένοι
    απ’ τα παιδιά
    του χειμώνα,
    ερήμωσε
    το δάσος
    των φλαμουριών.
    Τα πουλιά
    σκάψανε
    τον τάφο τους
    στην ατμοσφαίρα,
    γυμνώσανε
    τα πένθη τους
    τα δέντρα
    κι εμείς
    ακόμα
    ελπίζουμε,
    ελπίζουμε
    χωρίς
    ελπίδα.

    Από τη συλλογή Η αποσύνθεση της γαλήνης (1985)

  301. Theo said

    Αρχοντούλα Διαβάτη

    ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ

    Το απογευματινό φως που αργοπορούσε στοίχειωνε τις
    κουρτίνες, φώτιζε ακόμα τα δωμάτια με ένα μωβ που
    χρύσιζε, αλκυονίδες μέρες. Θα έβγαιναν σήμερα, και το σπίτι
    όλο αναστατωμένο. Τα δωμάτια και τα πράγματα, το
    κομπιούτερ και τα βιβλία, οι ορτανσίες και τα παχύφυτα,
    τα κυκλάμινα και η μανταρινιά στις γλάστρες τους όλα, που
    τα είχε πάρει μέσα, μην τα κάψει ο χειμώνας, όλα τώρα
    σε συνωμοτική σιωπή, περιμένουν. Οι μεταλλικοί σωλήνες
    του αερίου μόνο διαστέλλονται και συστέλλονται, μια
    ηχηρή αποδοκιμασία. Έπρεπε να απολογηθεί; Ε, ναι, θα
    έβγαιναν, μετά από τόσες μέρες κλειδαμπαρωμένοι, θα
    πήγαιναν σε ένα κάλεσμα με φίλους, να δουν αληθινούς
    ανθρώπους, να συζητήσουν αληθινά προβλήματα, να
    συνειδητοποιήσουν τον καιρό που περνάει, να επαληθεύσουν
    τις ρυτίδες στα φιλικά πρόσωπα της Πωλίνας, του
    Φίλιππου ή του Θωμά.

  302. sarant said

    Μπράβο και πάλι!

  303. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Φώτης Αγγουλές, /Προσευχή

    Κρύο, χειμώνας, παγωνιά,
    όξω η βροχούλα κλαίει
    φύλαγε Θε μου τα πουλιά
    που μείνανε χωρίς φωλιά
    και τους αλήτες που γυρνούν
    στους δρόμους δίχως στέγη.

  304. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Τραγουδάς το χιόνι…

    Τραγουδάς το χιόνι από το σπίτι
    μέσα στη ζεστή σου γειτονιά;
    Να το τραγουδήσεις απ’ του αλήτη,
    αν μπορείς την ξέσκεπη γωνιά.

    Να το τραγουδήσεις με το χτίστη
    στ’ ανεμοδαρμένο του γιαπί
    με την εργατιά, γεμάτη πίστη
    που τους πάγους σπάει με το τσαπί.

    Να το τραγουδήσεις ζευγολάτης
    της κρουσταλλιασμένης γης σποριάς
    στα ψηλά γιδόστρατα αγωγιάτης,
    που στο χιόνι τα ’θαψε ο βοριάς.

    Να το τραγουδήσεις στο σοκάκι,
    σαν εμένανε, όπως, μια βραδιά,
    χιόνι από το τρύπιο μου σακάκι
    γέμιζε την άδεια μου καρδιά.

    Ναπολέων Λαπαθιώτης

    304 Αναρωτιέμαι, μήπως το πρωτότυπο γράφει «όξω η βροχούλα κλαίγει»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: