Ερωτήσεις και απαντήσεις, νούμερο πέντε
Posted by sarant στο 28 Ιανουαρίου, 2022
Νούμερο πέντε, επειδή δεν είναι το πρώτο άρθρο της κατηγορίας αυτής, αν και βέβαια πάει αρκετός καιρός από το προηγούμενο αντίστοιχο.
Στις στήλες των χρονογραφημάτων, αν υπάρχουν ακόμα χρονογραφήματα σε εφημερίδες, όσες εφημερίδες υπάρχουν ακόμα, συνέβαινε πότε πότε ο χρονογράφος να δημοσιεύει μία ή περισσότερες επιστολές αναγνωστών, άλλοτε σχολιάζοντας κι ο ίδιος κι άλλοτε παραχωρώντας ολόκληρο τον χώρο της στήλης στους αναγνώστες του. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στα Νέα έβαζε στα χρονογραφήματα αυτά τον τίτλο «Απ’ όσα μου γράφουν». Τέτοια άρθρα, πέρα από την επικοινωνία, έδιναν στον συντάκτη μιαν ανάπαυλα, διότι είναι μεγάλη καταδίκη να πρέπει να γράφεις κάθε μέρα τις εξακόσιες, οχτακόσιες ή χίλιες λέξεις για να γεμίσεις τη στήλη σου.
Εμείς εδώ δεν είμαστε εφημερίδα και δεν γράφουμε χρονογράφημα, όμως έχουμε κάθε μέρα καινούργιο άρθρο (εντάξει, κάποτε επαναλαμβάνουμε παλιά άρθρα, αλλά με μέτρο). Βέβαια, τη γνώμη σας την εκφράζετε στα σχόλια, δημόσια.
Συχνά συμβαίνει όμως να μου κάνουν ερωτήσεις, για γλωσσικά κυρίως θέματα, είτε γνωστοί είτε άγνωστοι, άλλοτε με ηλεμήνυμα (email που λέει ο κ. Μπαμπινιώτης) κι άλλοτε στο Φέισμπουκ. Όταν μπορώ απαντάω, όπως μπορώ, αν και μερικές φορές δεν προλαβαίνω να το κοιτάξω σε βάθος το θέμα. Μια φορά στο τόσο, κρατάω σε ένα αρχείο την ερώτηση και την απάντηση, μήπως και έχει ενδιαφέρον να ξαναδώ το θέμα ή να το αναπτύξω σε άρθρο στο ιστολόγιο, όπως έχω κάνει όχι λίγες φορές.
Πριν από χρόνια σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να βλέπουν κι άλλοι την απάντηση, όχι για να μάθουν αλλά κυρίως γιατί μπορεί να έχουν κάτι να προσθέσουν, κι έτσι βάλαμε τον Ιούνιο του 2015 ένα τέτοιο άρθρο, με ερωτήσεις που μου είχαν γίνει και με τις αντίστοιχες απαντήσεις, και μερικούς μήνες αργότερα ένα ακόμα. Το τρίτο άρθρο της σειράς αυτής το έβαλα το 2017, το τέταρτο το 2019 και σήμερα βάζω το πέμπτο άρθρο της κατηγορίας, διότι έχουν μαζευτεί αρκετές ερωτήσεις ίσως και για δύο άρθρα.
Παρουσιάζω λοιπόν 15 ερωτήσεις που μου έγιναν, μαζί με τις απαντήσεις, που εδώ τις έχω ενδεχομένως αναπτύξει κάπως περισσότερο.
Κάθε διαφωνία, συμπλήρωση ή άλλο σχόλιο είναι ευπρόσδεκτα.
* Καλησπέρα, κύριε Σαραντάκο! Συγνώμη που ενοχλώ καλοκαιριάτικα με γλωσσικές ερωτήσεις, αλλά θέλω τη βοήθειά σας! Πρώτη φορά χρειάστηκε να γράψω κάτι που λέω συχνά: τη φράση «ότι κι ότι» (θέλω να τη βάλω σε μια μετάφραση). Όπως έλεγε κείνη η διαφήμιση «δεν είναι ότι κι ότι, είναι φαρίνα γιώτη». Και κατάλαβα ότι δεν ξέρω πώς γράφεται. Δηλαδή πρέπει να γραφτεί «ότι κι ότι» ή «ό,τι κι ό,τι» ή «ότι κι ό,τι»; Έψαξα στο ίντερνετ, αλλά τζίφος! Ελπίζω να ξέρετε εσείς! Ευχαριστώ!
Καλησπέρα αγαπητέ.
Είναι «ό,τι κι ό,τι», αναφορικό και στις δυο περιπτώσεις. Το έχει το ΛΚΝ αλλά ίσως δεν βγαίνει στην αναζήτηση.
Και βέβαια η συχνή τελευταία έκφραση «ό,τι να’ναι» με το αναφορικό «ό,τι» γράφεται, άσχετο αν στο διαδίκτυο ελάχιστοι τηρούν τη διάκριση ανάμεσα σε «ό,τι» και «ότι».
* Καλησπέρα. Ένας Άγγλος που γνωρίσαμε μας εκανε 2 ερωτήσεις. Πώς μεταφράζεται η λέξη frustration στα ελληνικά και πώς μεταφράζεται η λέξη οιονεί στα αγγλικά.
Γεια σου, χαθήκαμε. Η frustration είναι από τις πιο δυσκολομετάφραστες λέξεις γι’ αυτό και πολλοί συνάδελφοί μου όταν περιγράφανε πώς νιώθουν στο Λουξεμβούργο έλεγαν ‘φρούστρα’. Κάποτε θα πεις ματαίωση, άλλοτε θα πεις διάψευση ή απογοήτευση, αλλά η πικρή αλήθεια ειναι πως δεν έχουμε μονολεκτική καλή απόδοση για όλα τα συμφραζόμενα.
Το οιονεί στα αγγλικά είναι quasi -λατινικό είναι βέβαια.
* Κύριε Σαραντάκο καλησπέρα. Θα ήθελα τα φώτα σας σχετικά με τα ρήματα «διαφευγω» και «διαλανθάνω». Συντάσσονται στη νεοελληνική με γενική ή με αιτιατικη όπως διαβάζω σε διάφορα φόρα; Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Καλησπέρα σας. Ο Μπαμπινιώτης και το Χρηστικό δίνουν και για τα δύο αιτιατική και θεωρούν τη γενική εσφαλμένη. Δηλαδή: διέλαθε την προσοχή μου, δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή σου.
Το ΛΚΝ για το διαφεύγω χρησιμοποιεί αιτιατική και δίνει τη γενική σπάνια και λόγια.
Το ΜΗΛΝΕΓ επίσης δίνει παραδειγματικές φράσεις σε αιτιατική, αλλά χρησιμοποιεί συχνά το «από» που είναι και η δική μου προτίμηση: διέφυγε από την προσοχή μου.
Όμως το ΜΗΛΝΕΓ έχει την εξής ενδιαφέρουσα σημείωση:
Σε όλες τις παραπάνω συντάξεις, όπου αναφέρεται ότι το ρ. συντάσσεται με αιτ., αυτό είναι μια διαπίστωση με βάση την αρχ. ελλ. σύνταξη του ρ. και με βάση τους κανόνες που μας παραδίδουν οι γραμματικές και τα λεξικά. Όμως οι περισσότεροι Νεοέλληνες συντάσσουν το ρ. με γενική, ίσως από μια εσφαλμένη ιδέα ότι τα λόγια ρήματα συντάσσονται με γενική (η γεν. θεωρείται πιο «καθωσπρέπει»). Τι πρέπει να γίνει όμως; Ή πρέπει να εκπαιδεύσουμε όλους τους συμπατριώτες μας να συντάσσουν το ρ. με αιτ., πράγμα αστείο να το πιστεύει κανείς, ή πρέπει κάποτε να τους συγχωρήσουμε το «αμάρτημα» να το συντάσσουν με γεν. Μία συμβουλή όμως είναι η εξής: Μη νομίζετε ότι η γεν. ως αντικ. είναι πιο σωστή.
Ενώ έχει μια βάση η παρατήρηση του ΜΗΛΝΕΓ, διότι πράγματι πολλοί συντάσσουν και τα δύο αυτά ρήματα, που είναι άλλωστε λόγια, με γενική, εγώ θα σας συνιστούσα να σκεφτείτε το «από + αιτιατική» που είναι στα δικά μου αυτιά η πιο φυσιολογική λύση, χωρίς την δυσκαμψία της γενικής και χωρίς τη ναφθαλίνη της απρόθετης αιτιατικής. Προσωπική προτίμηση, εννοείται.
* Καλησπέρα, συγγνώμη για την ενόχληση.Στην πεδιάδα στο νομό Ηρακλείου υπάρχει μια πολύ παλιά λέξη : το βατσιπέτι = ταράτσα . Μήπως γνωρίζετε κάτι για την προέλευση ή έχετε καμιά ιδέα για την προέλευση; Ευχαριστώ
Καλησπέρα. Δεν ενοχλείτε. Βρίσκω ότι έχει τον παράλληλο τύπο «ματσιπέτι». Θα μπορούσε να έχει ιταλική αρχή, έτσι υποθέτει ο Πιτυκάκης στο λεξικό του.
* Καλησπέρα, ποια λέξη χαρακτηρίζει τη σχέση ανάμεσα στα παιδιά του ιδίου πατέρα από διαφορετική μητέρα στα αρχαία ελληνικά; (αφού δεν μπορούν να είναι αδέλφια=αυτάδελφα δλδ από την ίδια μήτρα)
Καλησπέρα. Το αδελφός δεν απέκλειε το να είναι από διαφορετική μητέρα, δεν έμεναν κολλημένοι στην ετυμολογία οι αρχαίοι. Το λέγανε και περιφραστικά, «ουχ ομομήτριος αδελφός», το λέγανε όμως και «αμφιμήτορες».
* Γεια σας! Σε ενα γκρουπ μεταφραστων καποιος ρωτησε για τη φραση «γατα με πεταλα» απο πού κι ως πού τα πεταλα. Εγω ημουν σιγουρη οτι τη φραση τη λεμε για να ειρωνευτουμε καποιον χαζο, αλλα ειδα οτι εκανα εντελως λαθος. Οπότε εψαξα να βρω, οντως, απο πού κι ως πού τα πεταλα; και δεν υπαρχει τιποτα απολυτως! γι’ αυτο σας ενοχλω, αν και όποτε εχετε χρονο να απαντησετε, μηπως εχετε υποψη σας κατι; μου φαινεται πολυ περιεργη εκφραση.
Καλησπέρα. Η έκφραση αυτή έχω την εντύπωση ότι γεννήθηκε στη δεκ 1980, πιο πριν δεν την ήξερα. Έγινε γνωστή από τον Χάρρυ Κλυνν αλλά δεν νομίζω ότι είναι δική του, χωρίς να το αποκλείω.
Πώς την καταλαβαίνω: Λέμε, είναι γάτα ο τάδε, παμπόνηρος, ελίσσεται κτλ. Θέλουμε υπερθετικό της γάτας, και λέμε: γάτα με πέταλα, κάτι παραπάνω από την απλή γάτα.
Βέβαια, αυτό είναι η μαντεψιά μου. Αν βρω κάτι άλλο θα σας πω.
[Ξέρετε εσείς κάτι άλλο; Πείτε!]
* Αγαπητέ κ. Σαραντάκο. Γράφει στο ποίημα Βροχή και άλλα κατακρημνίσματα ο Γκανάς: «Σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά». Απ’ τα συμφραζόμενα μπορούμε να συμπεράνουμε πως ίσως πρόκειται για ονομασία του χαλαζιού που (ίσως) συναντάται στην ΒΔ. Μακεδονία. Δυστυχώς στα λεξικά ΛΚΝ, Μπαμπινιώτη, Κριαρά δεν απαντάται η λέξη. Μήπως γνωρίζετε κάτι; Καλή σας μέρα και καλό καλοκαίρι
Καλημέρα. Να βάλουμε το ποίημα.
Τέτοιες ιδιωματικές λέξεις δεν υπάρχουν στα λεξικά της κοινής. Σε κάποια γλωσσάρια το βρίσκω, αλλά μάλλον για ηπειρώτικο, άλλωστε τα όρη Τσαμαντά βρίσκονται στη Θεσπρωτία. Πράγματι σημαίνει χαλάζι. Βρίσκω ότι είναι σλάβικης αρχής.
[Δική μου ερώτηση, προς Ηπειρώτες και κατοίκους ΒΔ Μακεδονίας (όχι Βόρειας!), αν ξέρουν τον σιούγκραβο]
* Ψιλή ή ψηλή φωνή ;
Ψιλή, διότι λεπτή. Με αυτή τη σημασία. Και όχι σε ψηλές νότες απαραίτητα.
* Νίκο, συμβουλή σε παρακαλώ. Όταν λέμε: «η κυβέρνηση διανέμει δημόσιο χρήμα» το σωστό είναι: σε ημέτερους ή σε υμέτερους;
Εχει επικρατήσει το «ημέτερος» (δικός μας, με τη σημασία της κομματικής πελατείας) ανεξάρτητα από το ποιος και για ποιον το λέει. Άρα, σε ημέτερους, ή κατεβάζοντας τον τόνο, σε ημετέρους. Παρόλο που μπορεί να τον λέει η αντιπολίτευση στον πρωθυπουργό, οπότε είναι, στην πραγματικότητα, σε υμετέρους.
* Διαβάζω την Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα όπου συνάντησα την λέξη «ρατέ» ως προσδιορισμό δημοσιογράφου εννοώντας από τα γαλλικά τόσο τον αποτυχημένο όσο και τον προδότη. Στη σελ 146. Ο Βασιλικός σε μια βιβλιοκριτική του την λέξη την αποδίδει ως ματαιωμένος αλλά στην Χαμένη Άνοιξη του Τσίρκα έχει νομίζω την διπλή σημασία του αποτυχημένου/προδότη που δεν ξέρω ποια ελληνική λέξη θα μπορούσε να αποδώσει.
Δεν έχω πρόχειρη τη Χαμένη άνοιξη, αν και την έχω διαβάσει. Προφανώς ο χαρακτηρισμός «ρατέ» (ή, εξελληνισμένα, «ρατές») αποδίδεται στον Κακομοίρα. Ο Κακομοίρας του μυθιστορήματος πατάει πάνω σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, που έχει μεταφερθεί και σε άλλα λογοτεχνικά έργα, αλλά να μην πλατειάσουμε.
Ρατέ, από γαλλ. râté, όταν λέγεται μόνο του είναι νομίζω ο ξοφλημένος, ο αποτυχημένος. Οπωσδήποτε όχι ο προδότης. Ο όρος από τα γαλλικά έχει περάσει στα ελληνικά, αν και έμεινε σε κύκλους που είχαν επαφή με το αριστερό κίνημα και τη γαλλική κουλτούρα. Ο Τσίρκας χρησιμοποιεί τον όρο και στην Αριάγνη.
Στο απόσπασμα του Βασιλικού έχουμε un écrivain râté, κάποιον που θα μπορούσε να γίνει συγγραφέας αλλά δεν έγινε, κι εκεί ταιριάζει το «ματαιωμένος», αλλά σε γενική χρήση θα προτιμούσα το «ξοφλημένος».
* Νομίζετε ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φράση «απύλωτη επιθυμία του ανθρώπου»; Στο διαδίκτυο βρήκα πως χρησιμοποιείται μόνο για να συνοδεύσει τη λέξη στόμα.
Γεια σας. Νομίζω πως σωστά το βρήκατε. Χρησιμοποιείται μόνο στην έκφρ. απύλωτο στόμα και έχει αρνητική χροιά, λέγεται για κάποιον που βρίζει ή κακολογεί. Δεν λέγεται ουδέτερα, ούτε βέβαια με θετική χροιά.
Μήπως σας ταιριάζει περισσότερο «η ασίγαστη επιθυμία»;
* Λέμε χιονανθρώπους ή χιονάνθρωπους;
Στα λαϊκά σύνθετα ο τόνος συνήθως δεν κατεβαίνει: του παλιάνθρωπου, του παλιοσίδερου. Το ίδιο και στα πολυσύλλαβα: του μουστοκούλουρου (γενική, έτσι;) ή του αρχοντάνθρωπου. Ούτε θα κατεβάσουμε τον τόνο σε λαϊκές λέξεις, πχ του ανήφορου, του παίδαρου.
Οπότε κατά κανόνα ο τόνος δεν κατεβαίνει. Αλλά θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς, στον χιονάνθρωπο, έλξη από το απλό (τους ανθρώπους) και να κατεβάσει τον τόνο. Εγώ πάντως θα έγραφα «τους χιονάνθρωπους», αν και ομολογώ πως δεν το έχω γράψει ποτέ.
* Καλησπέρα, έχω μια απορία. Με ένα συνάδελφο είχαμε μια διαμάχη για τη χρήση του ένας, μια, ένα. Αυτός λέει ότι είναι λάθος να γράφουμε πχ μια γυναίκα 55 χρόνων σε ένα κείμενο αφού δε γίνεται να είναι δύο άρα πρέπει να γράφουμε σκέτο γυναίκα 55 χρόνων. Ο αντίλογος μου ήταν ότι εκεί το μια/ ένας δεν λειτουργεί ως αριθμητικό, αλλά ως αόριστο άρθρο. Ποιος έχει δίκιο; Δεν πρόκειται να σας επικαλεστώ, απλώς το ‘χω απορία.
Καλησπέρα. Καταρχάς, το «μια» είναι πάντοτε αόριστο άρθρο, το αριθμητικό είναι «μία». Κατά δεύτερο, ίσως δεν είναι καλό το παράδειγμα του φίλου σας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε άλλα παραδείγματα όπου το άρθρο μπορεί να λείπει. Πχ Ο Καβάφης είναι (ένας) Έλληνας ποιητής. ή Ο καθηγητής κ. Χ. έδωσε (μια) διάλεξη με θέμα την ποίηση του Παλαμά.
Στα παραδείγματα αυτά, το αόριστο άρθρο πράγματι μπορεί να λείπει: Ο καθηγητής έδωσε διάλεξη, ο Καβάφης είναι Έλληνας ποιητής. Παλιότερα μάλιστα έμπαινε πιο σπάνια σε ανάλογες περιπτώσεις, σήμερα από την επιρροή της αγγλικής το βάζουμε περισσότερο.
Παίζει βέβαια ρόλο και το αν έχουμε επίθετα και πόσα, διότι πχ μπορούμε να πούμε «Ο καθηγητής έδωσε διάλεξη με θέμα τον Παλαμά» αλλά θα πούμε «ο καθηγητής έδωσε μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη διάλεξη με θέμα τον Παλαμά.
Γενικά λοιπόν, το αόριστο άρθρο δεν μπορούμε πάντα να το αποφύγουμε ή να το απαγορέψουμε, αλλά κάποιες φορές ο φίλος σας, που το αποφεύγει, θα πετύχει πιο σφιχτό στιλ.
* Καλημέρα! Έχουμε ξαναχρησιμοποιήσει τον ενικό, οπότε ελπίζω να μην θεωρηθεί αγένεια που θα το κάνω και τώρα! Θυμήθηκα εκείνη την πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτησή σου για το «όντας» [μάλλον αυτήν], που πράγματι δεν ήξερα ότι χρησιμοποιείται και ως επίρρημα (εγώ πάντα χρησιμοποιούσα το «ούσα» για τα θηλυκά πχ), γιατί μου συνέβη τις προάλλες το εξής. Μου ζήτησαν να υπογράψω μία δήλωση μη σύγκρουσης συμφερόντων στο πλαίσιο της συμμετοχής μου σε δημόσιο διαγωνισμό, στην οποία δήλωση είδα μέσα καμιά εικοσαριά φορές το «τυχών αρμοδιοτήτων«. Φυσικά το άλλαξα παντού σε «τυχόν» (διότι βέβαια να μιλάμε για τύχες και.. μοίρες δεν ξέρω αν είναι σωστό σε επαγγελματικό έγγραφο ). Και αναρωτιόμουν το εξής. Έχει άραγε και το «τυχόν» λειτουργία τέτοια; Δηλαδή χρησιμοποιεί ως επίρρημα; Γιατί πράγματι, δεν λέμε πια «τυχουσών αρμοδιοτήτων». Ακούγεται υπερβολικά παλιό. Θα με ενδιέφερε η γνώμη σου. Ευχαριστώ πολύ!
Καλημέρα. Ναι, στον ενικό, προφανώς. Το «τυχόν» είναι επίρρημα ήδη από την αρχαιότητα, και ως επίρρημα χρησιμοποιείται σε προτάσεις όπως «αν τυχόν έρθει….», «μην τυχόν και σε πετύχω κοντά στο σπίτι μου» κτλ.
Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία (πολλά) χρόνια, είναι ότι χρησιμοποιείται και επιθετικά, ως επίθετο δηλαδή, να συνοδεύει ουσιαστικό, οπότε έχει τη σημασία «πιθανός, ενδεχόμενος». Πχ «τα έστειλε για τυχόν διορθώσεις», «Είσαι υπεύθυνος για τις τυχόν παραλείψεις».
Στην περίπτωση που σε απασχόλησε, έπρεπε να είναι «των τυχόν αρμοδιοτήτων». Ποτέ δεν λέγαμε «των τυχουσών αρμοδιοτήτων» για την περίπτωση αυτή, και νομίζω πως δεν θα μπορούσαμε να το πούμε, διότι υπάρχει μια (λεπτή, αλλά υπαρκτή) διαφορά σημασίας. Λέμε στη γεωμετρία «μια τυχούσα ευθεία» εννοώντας ότι την επιλέγουμε τυχαία, είναι οποιαδήποτε. Ενώ «οι τυχόν αρμοδιότητες» είναι οι πιθανές, οι ενδεχόμενες, αυτές που ενδεχομένως θα ανατεθούν στον υπάλληλο, όχι οι οποιεσδήποτε.
* Κύριε Σαραντάκο, καλησπέρα σας, σας ενοχλώ πάλι, υπάρχει ρήμα κυκλοφορούμαι; Είδα «Κυκλοφορήθηκε η έκδοση….»
Καλησπέρα. Στα αρχαία ήταν «κυκλοφορούμαι» και είχε τη σημασία «περιστρέφομαι». Έτσι, στην καθαρεύουσα διατηρήθηκε το «κυκλοφορούμαι» και για βιβλία, περιοδικά κτλ. δηλαδή πριν από 100 χρόνια έγραφαν «το βιβλίο κυκλοφορήθηκε» ή μάλλον «εκυκλοφορήθη το βιβλίον». Μερικοί το χρησιμοποιούν και σήμερα, και φυσικά παραξενεύουν τους περισσότερους, όπως κι εσάς.
Βέβαια, εδώ και αιώνες έχει εμφανιστεί και ενεργητικός τύπος, «κυκλοφορώ», ίσως από την κυκλοφορία (όπως αδιαφορώ από την αδιαφορία) και αυτός ο τύπος έχει επικρατήσει.
Ο Μπαμπινιώτης σημειώνει ότι «Ορισμένοι προσεκτικοί ομιλητές της Ελληνικής, ακολουθώντας παλαιότερα φιλολογικά διδάγματα» χρησιμοποιούν τον μεσοπαθητικό τύπο κυκλοφορούμαι, αλλά αναγνωρίζει ότι «ο τύπος κυκλοφορώ έχει επικρατήσει».
LandS said
Γιατί όχι της Βόρειας; Αν είναι ο σιούγραβος σλαβικής αρχής, θα βοηθούσαν.
Πουλ-πουλ said
Καλημέρα
Α Νικοκύρη, και με το φως του πρωιού επανέρχονται!
Τον είχα γνωρίσει τον Κακομοιρα, όταν έγραφε-ζωγράφιζε ένα βιβλίο μαγειρικής με κατατοπιστικά σχεδιάκια, κάτι σαν κόμικ συνταγών μαγειρικής. Ένας πανύψηλος, ξερακιανός, λίγο κλειστός τύπος, αφοσιωμένος στο έργο του..
Παναγιώτης Κ. said
Η σημερινή ανάρτηση μπορεί να διαβαστεί και σαν τεστ.
Διαβάζω στον Φοίβο Παναγιωτίδη: frustration=απογοήτευση και βουβή οργή.
(Το χρησιμοποιεί ως παράδειγμα όπου μία αγγλική λέξη αποδίδεται με τέσσερις ελληνικές)
Σιούγκ(ρ)αβο: Με εξογκώματα (Β.Δ Πίνδος)
π.χ η πέτρα είναι ζ(σ)ιούγκαβη.
ΣΠ said
Καλημέρα.
Είναι «ό,τι κι ό,τι», αναφορικό και στις δυο περιπτώσεις. Το έχει το ΛΚΝ αλλά ίσως δεν βγαίνει στην αναζήτηση.
Αν στο ΛΚΝ βάλουμε «~ κι ~» και ‘Αναζήτηση και στο σώμα των λημμάτων’, βρίσκουμε τις εξής εκφράσεις:
αλλού κι αλλού
ένας κι ένας
έτσι κι έτσι
όποιος κι όποιος
όπου κι όπου
ό,τι κι ό,τι
Costas X said
Καημέρα !
Το «βατσιπέτι» δεν θα μπορούσε να έχει αγγλική προέλευση, όπως ο «βατσιμάνης», δηλ. watch+κάτι άλλο (π.χ.pediment), αφού η ταράτσα ήταν και παρατηρητήριο ;
Μάλλον παρετυμολογώ ! Αλλά από τα ιταλικά πάλι, «vacci-» ή «pacci-» + τι ;
ΣΠ said
https://www.slang.gr/definition/20080-me-petala
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
2 Τυχερέ
3 Ναι, αλλά η σημασία είναι εντελώς διαφορετική.
4 Δεν είχα σκεφτεί ότι στο ΛΚΝ μπορείς να ψάξεις το ~
6 Χμμμμ
Γιάννης Κουβάτσος said
Ένας από τους ερωτώντες γράφει «στα φόρα»; Μόνο πιυ δεν μιλάμε λατινικά. «Στα φόρουμ» δεν είναι το σωστό στα ελληνικά; Για τους γνωστούς λόγους της ακλισιάς των ξένων λέξεων;
Costas X said
«Γάτα με πέταλα» : ίσως και με την επίδραση της παλιάς φράσης «πεταλώνω / καλιγώνω τον ψύλλο».
gpointofview said
Καλημέρα
Απ’ ότι θυμάμαι έχουμε τους τύπους όμαιμος για τα παιδιά από ίδιο πατέρα, κασίγνητος για τα παιδιά από την ίδια μητέρα και αυτάδελφος για τα παιδιά από ίδια μάνα και ίδιο πατέρα, όπως…» Ω κοινόν αυτάδελφον Ισμήνης κάρα»
Παναγιώτης K. said
Έχω την εντύπωση ότι κάποιες εκφράσεις…σταδιοδρομούν πρώτο χάρη στην ευφωνία τους («τετραγωνισμένες» τις ονομάζω) και δεύτερο λόγω παραδοξότητας ή υπερβολής. Έτσι λοιπόν βλέπω την φράση «γάτα με πέταλα».
Spiridione said
Στις παροιμίες του ΚΕΕΛ έχουμε
λύκος με τα πέταλα (Μακεδονία, 1910, Ι. Τσικόπουλος)
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/277466
χωρίς ερμηνεία. Υπάρχουν κάποιες ανευρέσεις της φράσης στον γούγλη.
Και
Είν’ διάουλους μι τα πέταλά τ’
Ερμηνεία: πανουργότατος, επιτηδειότατος
1939, Οικονόμου Μάνθος
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/178451
Spiridione said
Και στο Ζαγόρι, 1910, η ίδια φράση
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/186399
leonicos said
εγώ θα σας συνιστούσα να σκεφτείτε το «από + αιτιατική» που είναι στα δικά μου αυτιά η πιο φυσιολογική λύση, χωρίς την δυσκαμψία της γενικής και χωρίς τη ναφθαλίνη της απρόθετης αιτιατικής. Προσωπική προτίμηση, εννοείται.
εφόσον παρεμβάλλεις το ‘από’ θα κάνεις το ‘διέφυγε’ ‘ξέφυγε’
όχι τσαρουχι και αρβύλα μαζί
sarant said
8 Φυσικά έχεις δίκιο, δεν θέλησα να του το επισημάνω
12 Eνδιαφέρον και πειστικό
14 Δεν συμφωνώ, το «από» το χρησιμοποιώ και με το βρίθουν.
leonicos said
3 Παναγιώτη
frustration=απογοήτευση και βουβή οργή
Θα έλεγα frustration=απογοήτευση και αμηχανία
μάλλον αμηχανία και απογοήτευση
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Ματσιπέτι, το = 1) Υπερυψωμένο άκρο αυλής ή στέγης, στηθαίο. 2) πλάκα σε στέγη που προεξέχει του τοίχου μερικούς πόντους. «Ο μακρολαίμης πετεινός στο ματσιπέτι κράζει» (από μαντινάδα). Ιταλ. mezzo+petto = μισό στήθος.
(Από το Λεξικό του Ξανθινάκη)
Λέγεται και ματζιπέτι = χαμηλός τοίχος, αυλότοιχος. Έχομε και επίθετο Ματζαπετάκης (παλιός βουλευτής Ε.Κ.)
leonicos said
15 Νοικ Νικ
14 Δεν συμφωνώ, το «από» το χρησιμοποιώ και με το βρίθουν.
Αλλά το βρίθουν δεν έχει μη λόγιο τύπο. Αλλιώς θα πας στο ‘είναι φίσκα’ ‘πλημμυράνε’ που πάμε σε άλλο επίπεδο λόγου.
(το πλημμυράνε το έβαλα με δύο μμ για να μη με κράξετε)
sarant said
17 Α μπράβο
18 Είναι γεμάτες από…
leonicos said
17 Μίκιος
Πρέπει να είσαι ο σωστός.
τοίχος, τοιχαλάκι, στηθαίο (που είναι αντίστοιχο αν όχι μεταφραστικό δάνειο του mezzo petto)
τη λεξη δεν την ήξερα ομολογώ
leonicos said
Να βάλω κάτι κι εγώ.
Η Μάρω Σεφεριάδη στη μετάφρασή του του Ταό Τε Κινγκ γράφει
Πρεπει να βάλουμε τριανταδύο ακτινες σε μια πλήμνη, για να φτιάξουμε μια ρόδα.
Θα διόρθωνα το ‘ρόδα’ σε ‘τροχό’ αλλα΄το σημείο δεν ειναι αυτό.
Επειδή πολλές φορές προσπαθω να ‘χώσω’ μερικές obsolete απαρχαιωμένες ή μάλλον σιγημένες λέξεις, μπας και τις ξαναζωντανέψω, η πλήμνη με ξάφνιασε.
Πρώτα πρώτα δεν την ήξερα. Το ΛΣ λέει η χοινακίς στην οποία… ο άξων. ΝΒ χοινακις < χοίναξ, κουφάλα, κοιλότητα, σπηλιά
Την πλήμνη ήδη την χρησιμοποίησα. Την χοινακιδα όχι
Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν πια κάρα και άμαξες με άλογα
Πέπε said
Καλημέρα.
@διαφεύγει:
Είμαι με τα χίλια υπέρ της αιτιατικής, αλλά αναγνωρίζω ότι υπάρχει ένα πρόβλημα: όχι ότι πολλοί νομίζουν ότι η γενική είναι πιο λόγϊα, και μάλιστα τόσο πολλοί ώστε καλύτερα να μην τους προκαλούμε, αλλά ότι λέμε πάντοτε και αποκλειστικά «μου διαφεύγει», ποτέ «με διαφεύγει», και μάλιστα το λέμε και σε πολύ λιγότερο λόγιο ύφος από το «διαφεύγει τ** προσοχ** μου». Το «μου διαφεύγει» παραπέμπει οπωσδήποτε είτε σε γενική είτε σε από+αιτιατική.
@γάτα με πέταλα:
Μήπως παίζει κανένας συμφυρμός με το «πεταλώνει ψύλλο» (ή «καλλιγώνει»), που σημαίνει περίπου το ίδιο, καπάτσος, ικανός, γάτα;
ΓΤ said
Μαρώ
sarant said
22α Καλό επιχείρημα.
odinmac said
Α ωραία! να ρωτήσω κι εγώ με την ευκαιρία πόθεν το: «διαόλου κάλτσα»;
Πέπε said
@22
> Το «μου διαφεύγει» παραπέμπει οπωσδήποτε είτε σε γενική είτε σε από+αιτιατική.
Χμ… Οπωσδήποτε;
«Μου» βάζουμε, για αδύνατο τύπο, και όταν ο δυνατός είναι «σ’ εμένα», σε+αιτιατική, η οιονεί δοτική μας.
Επίσης, άλλη είναι η σημασία του ρήματος στο «μου διαφεύγει» και άλλη στο «διαφεύγει τ** προσοχ* / τ** σύλληψ*» κλπ. Όχι έντονα διαφορετική, αλλά μπορούμε να πούμε «ξέφυγε από την προσοχή μου» και, ακόμη περισότερο, «ξέφυγε από τη σύλληψη», αλλά αν πούμε «μου ξέφυγε» σημαίνει άλλο. Ίσως το διατυπώνω κάπως βιαστικά, άγαρμπα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχουμε «διαφεύγω 1» και «διαφεύγω 2» και ότι «μου διαφεύγει 1» σημαίνει «διαφεύγει 2 την προσοχή μου». Διαφεύγω 2 = διαλανθάνω, ενώ διαφεύγω 1 όχι…
Και τέλος, θα έλεγα ότι δεν έχουμε στα νέα ελληνικά ρήμα «διαλανθάνω», αλλά μόνο «διέλαθε» από άχρηστο ενεστώτα (=χωρίς ενεστώτα). Το απλό λανθάνω το λέμε, λόγϊα μεν αλλά όχι σπάνια. Το σύνθετο, δε νομίζω.
nikiplos said
10@ Tzi κασίγνητος δεν είναι ο γνήσιος αδερφός?
odinmac said
25 χμ… βρήκα 2 εκδοχές, εντάξει ξεχάστε το
https://www.randombrewing.gr
https://www.slang.gr/definition/9478-diaolou-kaltsa
dimosioshoros said
Πολύ καλό το σημερινό (διάβαζε: τα σημερινά).
ΚΩΣΤΑΣ said
22β
«Μήπως παίζει κανένας συμφυρμός με το «πεταλώνει ψύλλο» (ή «καλλιγώνει»), που σημαίνει περίπου το ίδιο, καπάτσος, ικανός, γάτα;»
Μια ιστορία από τις παιδικές μου θύμησες.
Παλιά, στα χωριά, τις ζημιάρες γάτες τις έστηναν παγίδες, τις έπιαναν και τις καλίγωναν (πετάλωναν). Δηλαδή, άνοιγαν καρύδια στη μέση, έβγαζαν την ψίχα και τοποθετούσαν τα καρυδότσουφλα στα πόδια (πατούσες) της γάτας. Ύστερα μαύλιζαν και τα σκυλιά και τις άφηναν στο έλεός τους. Η γάτα είναι σκληρός αντίπαλος για τα σκυλιά, δεν την βάζουν εύκολα χέρι. Με τα νύχια της όμως καλυμμένα, ούτε να σκαρφαλώσει κάπου μπορούσε, ούτε να τρέξει γρήγορα, ούτε να επιτεθεί στα σκυλιά. Κι όμως, πολλές φορές ξέφευγε.
Λέω τώρα εγώ, σε σχέση και με το δικό σου παραπάνω ερώτημα, μήπως από εκεί βγήκε το γάτα με πέταλα;
καλά, μια απλή σκέψη έκανα, δεν το θεωρώ και θέσφατο!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
30# Για την ακρίβεια, το καλίγωμα γινόταν με καυτή, λιωμένη πίσσα για να κολλήσουν τα τσόφλια.
ΚΩΣΤΑΣ said
31
Δεν ξέρω πως ακριβώς γινόταν το καλίγωμα. Έχω μια τέτοια σκηνή στο μυαλό μου, έγινε στην αυλή καφενείου. Ούτε ξέρω τι απέγινε η γάτα.
dryhammer said
21. Την πλήμνη την ήξερα λόγω 4Τ
https://www.caroto.gr/2009/03/18/%cf%80%ce%bb%ce%ae%ce%bc%ce%bd%ce%b7-%ce%ae-%ce%bc%ce%bf%cf%85%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%ad/
Πέπε said
30 Αυτά όμως δεν είναι πέταλα, είναι καλίκια (~παπούτσια).
Νομίζω ότι καλιγώνω κανονικά σημαίνει ποδένω (παπουτσώνω), και μόνο κατ’ επέκταση πεταλώνω. Δεν είμαι βέβαιος ποιο είδος υποδήματος είναι το καλίκι, ούτε η αρχική ρωμαϊκή cal(l?)iga, πάντως όχι πέταλα.
ΚΩΣΤΑΣ said
34 Πήρα το καλιγώνω ως πεταλώνω, έτσι κατέληξα στον συνειρμό γάτα με πέταλα. Ούτε βέβαια επιμένω, μια σκέψη έκανα.
gpointofview said
# 27
Το έγραψα όπως θυμόμουνα από το Βαρβάκειο, τις τρεις περιπτώσεις αδελφών. Κοίταξα και το Πάπυρος και γράφει : «κασίγνητος ο αδελφός και δη ο ομομήτριος και μια άλλη έννοια, συγγενής». Από την άλλη ο Σ. Βυζάντιος έχει την δική σου εκδοχή αλλά για τον γνήσιο αδερφό υπάρχει το αυτάδελφος, καθαρό από λογική πλευρά και το κάσις απ’ ότι κατάλαβα ήταν λέξη περίεργη.
Διαλιέχτε !
Spiridione said
Το πεταλώνω μύγες, κουνούπια, τζιτζίκια, ψύλλους κλπ στην αρχή βλέπω είχε τη σημασία της τεμπελιάς.
http://repository.kentrolaografias.gr/xmlui/handle/20.500.11853/1/discover?query=%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9&submit=&rpp=10
Αργότερα, με αντίφραση (και σε ερωτηματική πρόταση) θα πήρε τη σημασία της καπατσοσύνης.
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
«το «μια» είναι πάντοτε αόριστο άρθρο»
περίεργο μου φαίνεται «σου το πα μια και δυο και τρεις» λέει το τραγούδι, «δώσε μια πεντάρα …»(όχι δύο)
antonislaw said
38 Και απο τον σπαρακτικό
«ηθοποιό» της Οδού Ονείρων του Χατζιδάκι:
«Σ’ αναζητώ στο χώρο αυτό,
γιατί είμ’ εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο»
Πέπε said
38
Ναι, ίσως το πάντοτε να είναι υπερβολικό. Λίγο όμως.
Γεγονός είναι ότι όταν μετράμε φωναχτά θηλυκά πράγματα, π.χ. μέρες, σφαλιάρες κλπ., πιο συχνά θα πούμε «μία, δύο, τρεις…» παρά «μια, δυο, τρεις», και ποτέ, νομίζω, «εικοσιμιά, τριανταμιά». Ωστόσο, το σκέτο «μια, δυο, τρεις» (π.χ. «ήρθε, μου τα ‘πε, ξανάρθε, μου είπε τα ίδια, ε, μια, δυο, τρεις, τον εσιχτίρισα κι εγώ») το λέμε, και όντως είναι αριθμητικό.
Λέμε σχεδόν αποκλειστικά «μια» στο «μια-δυο» (=καναδυό, περίπου μία ή δύο). Προσπαθώ να σκεφτώ αν λέμε ποτέ «ήρθε μία φίλη μου» (=κάποια φίλη μου), και νομίζω πως ναι.
sarant said
37 Ίσως επειδή είναι μια ανέφικτη άρα άχρηστη ασχολία. Αλλά ότι καλιγώνει τον ψύλλο έχει ειπωθεί μόνο θετικά. Δεν ξέρω ποιο προηγείται χρονικά πάντως.
38 Σωστά. Οι όμορφες διακρίσεις όμορφα καίγονται.
28 Για το «διαόλου κάλτσα» δεν με έχει πείσει καμιά εκδοχή. Θεωρώ πιθανό να βρίσκεται από πίσω κάποιος ξεχασμένος μύθος.
odinmac said
41γ
Θα συμφωνήσω, και ‘γω την ίδια αίσθηση έχω
Μαρία said
Μόνο 112 νεκροί (107+5).
Νίκος said
Νίκος said
Πως ανεβάζει εικόνα;
https://ibb.co/ncmvBY7
ΣΠ said
45
Δεξί κλικ πάνω στην εικόνα και επιλέγεις αντιγραφή του λινκ της εικόνας. Το λινκ πρέπει να έχει extension .jpg, .png, .gif.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@46. Τσέκ! (..καιρός νά το μάθω κι ἐγώ!)
https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/styles/big_article_image/public/2022-01/palko-foto-ninou.jpg.webp?itok=94s6Hbez
Γιάννης Ιατρού said
Να κυριολεκτούμε κιόλας… 🙂

Γιάννης Ιατρού said
47: Γιώργο, είπαμε να τελειώνει σε .jpg, .png, .gif Τα επιπλέον τα κόβουμε 🙂
Έστι: https://www.iefimerida.gr/sites/default/files/styles/big_article_image/public/2022-01/palko-foto-ninou.jpg (δεν το βάζω ξεχωριστά σε μιά γραμμή, μόνο τον σύνδεσμο/URL για να κατάλαβεις). Άσε που βγαίνει και λίγο μεγάλη (με το συμπάθιο 🙂 )..
ΣΠ said
47

Έπρεπε να αφαιρέσεις το τελευταίο κομμάτι μέχρι το .jpg
Α. Σέρτης said
34
«καλιγώνω» σημαίνει αποκλειστικά «πεταλώνω»
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Για να δοκιμάσω αυτό του #45 να ιδούμε…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Κοίτα να δεις που πέτυχε 🙂
Κιγκέρι said
Ο διάβολος τραγοπόδαρος δεν είναι; Φοράει κάλτσες; Θα μπορούσε άραγε ο ξεχασμένος μύθος να αφορά κάποιον τόσο δαιμόνια έξυπνο, που να πούλησε κάλτσες στον διάβολο; Λέω εγώ τώρα!🙂
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@49, 50. Νομίζω ὅτι τώρα τό κατάλαβα. Εὐχαριστῶ, Γιάννη.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Τώρα που περιμένω τα τυλιχτά με το ντονέρ (μμμμ) ας πει κάποιος και πώς βάζουμε στο σχόλιό μας αυτά τα ωραία μπλε γράμματα που λινκάρουν κάπου, χωρίς να χρειάζεται να παραθέσουμε το ίδιο το λυγξ.
Μαγδαληνή said
21. 33. πλήμνες. Τις έμαθα από ανάγκη. Το αυτοκίνητό μας ήταν για χρόνια (και συνεχίζει σαν δεύτερο) ένα τζιπάκι Νταϊχάτσου Φερόζα. Και επειδή όταν το πήραμε δεν φτάναν τα λεφτά για να αλλάζεις την κίνηση από 2τροχούς σε 4 τροχούς από μέσα από το αυτοκίνητο με ειδικό λεβιέ, έπρεπε κάθε φορά που χρειαζόταν να σταματάς, να βγαίνεις και να γυρίζεις τις πλήμνες στις δυο μπροστινές ρόδες. Κι τότε συνήθως έβρεχε, χιόνιζε, έκανε ψοφόκρυο… Παρεμπιπτόντως το καλύτερο αυτοκίνητο σε σχέση με την τιμή του. Το έχουμε τριάντα χρόνια και κάποια πράγματα που έχει πάνω του είναι τα αρχικά του. Συν ότι δεν μας άφησε ποτέ σε ό, τι χωματόδρομους και αν πήγαμε. Συν που τράβηξε βάρκες που κολλάγανε τζιπούρες κλπ.
ΣΠ said
56
Όλες οι πληροφορίες σε αυτό το παλιό σχόλιο του Στάζυμπου: https://sarantakos.wordpress.com/2010/06/08/baresmezedakia/#comment-36477
Κιγκέρι said
56: Χτήνος,
γράφεις
τις λέξεις που θες να είναι μπλε
Κιγκέρι said
59: 🤓
Μαρία said
56
Αν δεν βαριέσαι όλο αυτό: μπλα μπλα μπλε
Πέπε said
(Ίσως βγει διπλό)
51
Πιθανόν, όχι βέβαιο. Πάντως καλικώνω σημαίνει βάζω (σε κπ) παπούτσια. Και ο Κασσωτάκης (Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Οροπεδίου Λασιθίου – ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δε λημματογραφεί το καλίκι ή την καλίκα ή τίποτε παρόμοιο, μόνο το ρήμα και διάφορα παράγωγα) το παράγει από μσν. καλιγώνω, το οποίο είναι λογικό να σημαίνει το ίδιο αφού το αρχικό καλίγιον και η ακόμη αρχικότερη caliga είναι υποδήματα.
Παρόμοια και ο Μηνάς για τα καρπάθικα. Εκεί το καλίκι (χαμηλό παπούτσι) λέγεται: δεν το λημματογραφεί απλώς, το έχω ακούσει και λάιβ.
Το καλιγώνω (με οποιαδήποτε σημασία) δεν αναφέρεται για κανένα από τα δύο ιδιώματα.
Τέλος, ένας λεγεωνάριος σε κάποιον Αστερίξ λέει νομίζω «στις παλιές μου τις caligae».
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
59# Ευχαριστώ Κιγκέρι, κατατοπιστικότατο 🙂
Μαρία said
61
Όχι ρε! Το γράφω με κενά
μπλα μπλα μπλε
Α. Σέρτης said
62
«Πιθανόν, όχι βέβαιο.»
Βέβαιο. Βλ. όλα τα λεξικά
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
58# Ευχαριστώ Σταύρο.
Μαρία said
63
Πάνε στο σχόλιο του Στάζυ και δες αυτό που αρχίζει με a href …
Κιγκέρι said
63: Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι! Τεχνολογία, όχι αστεία! 🙂
Μαρία said
68
Αυτή είσαι. Σαν το χειροποίητο δεν έχει.
Costas Papathanasiou said
Καλησπέρα!
—Το ”σιούγκραβος”, κατά τα φαινόμενα, σλαβικής προέλευσης με πιθανή σημασία “τα κατακέφαλα, ουρανοκατέβατα κατακρημνίσματα”, αφού μοιάζει να συγγενεύει με τα γκλάβα(κεφάλι).γκλαβανή(καταπακτή) <πρωτοσλαβική *golva” <ΠΙΕ *gelH- (“κεφάλι, καραφλός, γυμνός”), από την οποία ενδεχομένως και τα ελλ, γαλεός/γαλέος, γαλή, γουλί, λατ. glis(μυωξός) , στα οποία υπεισέρχεται η σχετική σημασία “λείου, απαλού δέρματος” [ βλ. https://en.wiktionary.org/wiki/%D0%B3%D0%BB%D0%B0%D0%B2%D0%B0 , https://en.wiktionary.org/wiki/Reconstruction:Proto-Slavic/golva και https://en.wiktionary.org/wiki/Reconstruction:Proto-Slavic/gol%D1%8A ). Ωραίο συνώνυμο με διαφανέστερη ετυμολόγηση το κρητικό “κουκοσάλι”(<κόκκος+σάλος=,χαλάζι).
—Το “γάτα με πέταλα” (σπανίως και “γάτος πεταλωμένος”) συνώνυμο του “κωλοπετσωμέν-ος.-η”,= επιδέξιος, έμπειρος, αυτός που ξέρει, να καλύπτει τα νώτα του, να τα καταφέρνει στις κακοτοπιές, να ξεφεύγει χωρίς να πληγώνει τα πόδια του, να μην πιάνεται ( όπως και το άλογο το πεταλωμένο).
— Παρεμφερώς το “διαόλου κάλτσα”, για το “ντυμένο” ποδάρι του διαόλου (ο οποίος ως γνωστόν τα έχει πολλά κι αν σπάσει και κανένα, πάλι του περισσεύουν), το οποίο μπορεί να χώνεται παντού (συνήθως εξαπατώντας), δηλωτικό ως εκ τούτου για την καπατσοσύνη, την χειριστικότητα,αλλά και την ικανότητα κάποιου για μπαγαποντιές.
f kar said
Ειλικρινής απορία: ο προσεκτικός ομιλητής του Μπαμπινιώτη από πού προκύπτει; Υπάρχει κάπου στη βιβλιογραφία της γλωσσολογίας των τελευταίων ~100 ετών;
Λεύκιππος said
Γάτα με ερπύστριες, για πιο υπερθετικό βαθμό από την περίπτωση αυτής με τα πέταλα.
Κιγκέρι said
69: Το πινακάκι το είχε βάλει κάποτε ο συχωρεμένος ο Γς και για να μην το ψάχνω κάθε φορά, το αντέγραψα και το κόλλησα στο ντουλάπι της κουζίνας, στο αρχηγείο!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
68# Ωραία γράμματα 🙂
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Για να δούμε…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
🙂
Μαρία said
75
Τελικά μόνο εγώ βαριέμαι τη διαδικασία 🙂
Πέπε said
65
Ό,τι πεις. Όσο διατηρούσε το αρχικό -γ- η λέξη είχε αλλαγμένη σημασία, και όταν το άλλαξε το σε -κ- επανήλθε στην αρχική, παντού και καθολικά. Συνηθισμένο γνωσσικό φαινόμενο!
Πέπε said
@71
Φυσικά και υπάρχει στη βιβλιογραφία. Μπαμπινιώτη δεν έχεις διαβάσει καθόλου;
Πέπε said
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CF%89&dq=
dimosioshoros said
@ 71 F Kar
Από όσο ξέρω, οι γλωσσολόγοι, όταν αναφέρονται σε φωνητική/φωνολογική μεταρρύθμιση της γραφής της γλώσσας τους, κάνουν και έναν υπαινιγμό στην πρότυπη ομιλία/προφορά και τους αντίστοιχους ομιλητές.
Triant said
56: Ή, μπορείς να κατεβάσεις αυτό που κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά και σε προφυλάσσει από λάθη πληκτρολόγησης.
Είναι καθαρό (το έχω γράψει εγώ) και θέλει Java Run time.
Το έχω ξαναποστάρει και μπορεί βέβαια να το πάρει όποιος θέλει.
Μιχάλης Νικολάου said
Για το «frustration» χρησιμοποιούσα πάντα το «απόγνωση», (frustrated = απεγνωσμένος) αλλά όντως έχει πολλές λεπτές πτυχές.
odinmac said
70 Costas Papathanasiou
Πειστικό, μάλλον με ικανοποιεί η ανάλυση (και για την γάτα).
Σε σχέση με την «κάλτσα» υπάρχει, μια γερμανική παροιμία η οποία λέει «το πουκάμισο του άντρα είναι πολύ κοντύτερα σ’ αυτόν απ’ ότι το παλτό του». Είναι πιο κοντά στο δέρμα συνεπώς εκφράζει μία πιο στενή σχέση (Marie-Louise von Franz, «Η σκιά και το κακό στα παραμύθια» ), πόσο μάλλον η κάλτσα.
odinmac said
84 σωστότερα:
Σε σχέση με την «κάλτσα» σκέφτομαι ότι υπάρχει…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Αγγελος said
Νικοκύρη, μια σχολαστική παρατήρηση: το γαλλ. raté (=αποτυχημένος) δεν έχει circonflexe. To râteau (=τσουγκράνα) έχει.
Μιχάλης Νικολάου said
… Το οιονεί στα αγγλικά είναι quasi -λατινικό είναι βέβαια. …
Θυμάμαι τις οιονεί στατικές (quasi-static) διεργασίες της θερμοδυναμικής στο βιβλίο του Κουμούτσου στο ΕΜΠ.
… Στα λαϊκά σύνθετα ο τόνος συνήθως δεν κατεβαίνει: … Αλλά θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς, στον χιονάνθρωπο, έλξη από το απλό (τους ανθρώπους) και να κατεβάσει τον τόνο. …
Διότι χιονάνθρωπος = χϊονί άνθρωπος (ιδέ προηγούμενο σχόλιο)
Η λεπτή διάκριση επισημαίνεται και από τον λαϊκό δημιουργό:
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
17 >>ματζιπέτι/ματσιπέτι (βατσιπέτι σ΄εμάς) ναι, τοιχάκι,πεζούλι, στηθαίο
Μια αστεία/σκωπτική μαντινάδα
Θε μου και βγάλε ένα δεντρί
πάνω στο ματσιπέτι
να μπει το βούι στο δροσό
γιατί στον ήλιο στέκει
62 >>καλικώνω, καλικώνομαι Ναι, βάζω παπούτσια*
καλίκωση=τα παπούτσια και
καλικώτριμα=η πληγή που σου κάνει το παπούτσι
-Τί φωνάζει μωρέ αυτή,γεννά;
-όχι, καλικώτριμα έχει
Δέκα βοσκώ καλίκωση
έχω καταλυμένη
γιατ΄η γυναίκα π΄αγαπώ
σ΄αλλο χωριό ΄ξωμένει
*Λέγανε ας πούμε για έναν ευεργέτη ότι πήρε σαν ψυχοπαίδι το ορφανό, το τάισε, το καλίκωσε (ή το ΄πόδεσε) , του ΄δωκε σειρά. Του αγόρασε δηλαδή παπούτσια του ξυπόλητου φτωχού κλπ
Μιχάλης Νικολάου said
54, … Ο διάβολος … Φοράει κάλτσες; …
Είχε διακριθεί μ΄ αυτό το τραγούδι παλιά, στο
Καλτσονίσιμα
Axelandir said
Στο word.reference βρίσκω τη «δυσφορία» ως στοιχείο/απόδοση του frustration, και το νιώθω στη σωστή κατεύθυνση.
«του μουστουκούλουρου (γενική, έτσι;)» κορυφαίο σχόλιο με πολύ χιούμορ! Πράγματι, μπορεί να είναι μια ωραιότατη ονομαστική.
Αμαλία said
21,33: Σε κάποια μοντέλα παλιών Vitara, στο βιβλιαράκι οδηγιών γράφει ότι αφού βγάλουμε το μοχλό από τη θέση της τετρακίνησης πρέπει να κάνουμε λίγα μέτρα οπισθεν για να «ξεκλειδώσουν οι πλήμνες». Εκεί το πρωτοσυνάντησα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>> «Ό,τι ό,τι»
το λέμε κάτω με την έννοια του ελάχιστου. «Ίσα που» .
Μικιό κοπελιδάκι μου*
αγάπα με ό,τι ότι
κι εγώ θα σ΄έχω στην καρδιά
απ΄όλες πρώτη πρώτη
*μικρό μου κοριτσάκι
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα. Να με συμπαθάτε που έλειπα, είχα άδεια εξόδου μετά δημοσίων θεαμάτων.
Μιχάλης Νικολάου said
91α,
Η δυσφορία δεδομένη, αλλά και συνοδευόμενη από αδυναμία αντιμετώπισης, αδιέξοδο:
frustrate implies making vain or ineffectual all efforts however vigorous or persistent.
91β,
Όντως! 🙂
Triant said
77: Μαρία, κι εγώ τη βαριέμαι. Γι αυτό έγραψα αυτό που έβαλα στο 82. Αν θες,δοκίμασέ το.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κλασσική Τετάρτη, για τους Θεούς και τους Σατανάδες. Σε συνεννόηση με τον Φλορεντίνο Πέρεθ, κλείνουν γηπεδάκι με αντάλλαγμα την αθανασία του προέδρου της Ρεάλ. Σε μια ανύποπτη φάση, μετά από ένα τζαρτζάρισμα μεταξύ του Διαβόλου με τον Μεντζέλο, ο πρώτος χτύπησε στον αστράγαλο. Αμέσως το ιατρικό τιμ, πήγε για τις πρώτες βοήθειες, ώστε να περιποιηθεί το τραύμα του Βελζεβούλ. Μετά το τέλος του ματς, βρέθηκε μια κάλτσα στον πάγκο των γηπεδούχων και όλοι ρώταγαν ποιανού είναι. Για να του «φτιάξουν» τον αστράγαλο, είχαν αφαιρέσει τις κάλτσες του Διαβόλου, στον οποίο προφανώς ανήκε το χαμένο αξεσουάρ.
🙂
https://provocateur.gr/out-about/18214/oi-alhthines-istories-pisw-apo-6-gnwstes-paroimies
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
54 >>Ο διάβολος τραγοπόδαρος δεν είναι; Φοράει κάλτσες;

Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
(Λίγο πρίν τήν μαρουλοσυγκομιδή, καί γιά νά γράψη τό 100ο σχόλιο 🙂 ..)
Νικοκύρη, γιά τό «Ερωτήσεις και απαντήσεις, νούμερο έξι» καταθέτω μία ἐρώτησί μου:
Κάπου κάπου ἀκούω νά χαρακτηρίζουν κάποιον «προσκολυόμενο» [ἐδῶ ἡ ὀρθογραφία δέν ἔχει σημασία..], μᾶλλον ὑποτιμητικά (γλείφτης κάποιου ἀνώτερου κλπ). Ὑποψιάζομαι ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοια λέξι, δέν μοῦ βγαίνει τίποτε ἔγκυρο, μέ ὁποιονδήποτε συνδυασμό γραμμάτων τοῦ κορμοῦ τοῦ ἀκούσματος. Εἶναι ἔτσι;
Καλή σας μέρα!
BLOG_OTI_NANAI said
«βατσιπέτι»;
Κιγκέρι said
100: Γιώργο, καλημέρα!
Εγώ θα σκεφτόμουν ότι, αφού υπάρχει η λέξη προσκόλληση και η έκφραση «της προσκολλήσεως», ίσως από αυτήν κάποιος, χαριτολογώντας, να έφτιαξε τον προσκολληόμενο (μπλιαχ για την ορθογραφία!), κατά τον εορταζόμενο.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BA%CF%8C%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B7&dq=
Α. Σέρτης said
87
Σωστός ο Άγγελος για το raté
Όσο για το τι σημαίνει στον Τσίρκα, στο γλωσσάρι στη «Νυχτερίδα» υπάρχει σχετικό λήμμα (=αποτυχημένος)
Κιγκέρι said
Αφ’ ενός έχετε τον νου σας μήπως δείτε κανένα, αφ’ ετέρου, μια που ξημέρωσε Σάββατο και θα σερβιριστούν μεζεδάκια, στο «30 ίβις του Ουάλντραπ», η λέξη ίβις, ιδιότροπη – ξεϊδιότροπη, θα έπρεπε να κλίνεται – ίβιδες, αφετρίτου 🙂 μου φάνηκε πολύ αστείο αλλά και εύστοχο το λατινικό όνομα της ίβιδας (Geronticus eremita)!
https://www.protothema.gr/greece/article/1206222/zimies-kai-sto-attiko-zoologiko-parko-apo-tin-kakokairia-elpida-drapeteusan-32-poulia/
Α. Σέρτης said
100
Proskoliomenoi
Ε, το σωστό είναι Προσκολλώμενοι/προσκολλημένοι
Προσκολλώμαι: προσηλώνομαι εις την ιδεολογίαν ωρισμένων προσώπων ή εις ωρισμένας καταστάσεις, μετά ιδιοτελείας δε πάντοτε//υπεισέρχομαι εις τον κύκλον συναναστροφής τινος όλως απρόσκλητος και κατά οχληρόν τρόπον, αποβαίνω αναπόσπαστο μέλος της , κολλάω (σαν τσιμπούρι, σαν βεντούζα)
«είναι της προσκολλήσεως»: επί ανθρώπων συστηματικώς προσκολλωμένων εις άτομον ή ομάδα ατόμων, ίνα τρώγουν και πίνουν δωρεάν
Πρέπει να ξεκίνησε από τη στρατιωτική αργκό, όπου σημαίνει την προσωρινή τοποθέτηση στρατιωτικών σε μονάδα για μισθοτροφοδοσία
(όλες οι πληροφορίες από Σταματάκο)
BLOG_OTI_NANAI said
Αναφορά του 1888 σε πραγματικά πεταλωμέν η γάτα, ως παιχνίδι-βασανιστήριο.
Επίσης, ως αστείο στα 1940.
Το βατσιπέτι και ως «ματσιπέτι»:
BLOG_OTI_NANAI said
Από το παραπάνω λεξικό:
BLOG_OTI_NANAI said
«Σιούγκραβος»:
BLOG_OTI_NANAI said
«Ρατέ»
BLOG_OTI_NANAI said
«απύλωτη».
κάποιες σπάνιες χρήσεις:
BLOG_OTI_NANAI said
100: Αναφορές σε έντυπα για «προσκολ(λ)υ(η)όμενους» δεν βρήκα.
Βρήκα μια αναφορά σε γλωσικά λάθη ειδικά για τον στρατό, και έβαλα ολόκληρο το άρθρο αφού αφορά τη γενικότερη θεματολογία του ιστολογίου:
antonislaw said
105-109
Πολύ ωραία παρσθέματα Μπλογκ!
Άλλες εποχές, άλλα ήθη -και «ήφη» κριτικής.
Εκείνο που αναφέρει για το Φώτο Πολίτη η Πρωτοπορία τι να σημαίνει άραγε;»Ούτε ο κ Φώτος πολίτης ούτε τα τσουκάλια του μπορούν ακόμα να νιώσουν τι θα πει Νέος στην τέχνη».Τι να εννοεί με τα «τσουκάλια του»;
f kar said
79 Πέπε,
81 Δημοσιοχώρε
Δεν ξέρω αν το εννοείς ειρωνικά, αλλά όχι δεν έχω διαβάσει. Καμια πρόταση; (@79 αυτό).
Από γλωσσολογία ό,τι θυμάμαι από Ντε Σοσuρ και Τσόμσκι και άλλους περι αυτών, για προτεραιότητα προφορικού έναντι γραπτού λόγου, για εγγενή γλωσσική γνώση, για φυσική γλώσσα έναντι συμβατικών λεκτικών κανόνων κλπ.. Προσεκτικό ομιλητή δε θυμάμαι.
BLOG_OTI_NANAI said
112: Να’ σαι καλά!
Πράγματι, αξίζει μια αναζήτηση για τα τσουκάλια.
Α. Σέρτης said
112
«Τι να εννοεί με τα «τσουκάλια του»;»
Τα συνεργαζόμενα έντυπα/εφημερίδες με τον Φ. Πολίτη.
«τσουκάλια»=ουροδοχεία
sarant said
Καλημέρα και από εδώ!
87 Δικιο έχεις, πώς μου ήρθε;
100 Καλή ερώτηση, πρόλαβαν άλλοι. Όπως λέει το πολύ καλό άρθρο του Κ. Αθανασόπουλου (που έχει βγάλει και βιβλίο για τη γλώσσα του στρατού) πρέπει να είναι πάντρεμα του «κωλυόμενου» με τον «προσ[κε]κολλημένο».
106 κε Καταπληκτικά ευρήματα, Μπλογκ, μπράβο.
112-115 Λογική εξήγηση βέβαια, αλλά αναρωτιέμαι μήπως εννοεί «τα τσανάκια του», δηλ οι παρατρεχάμενοί του, οι ακόλουθοί του.
BLOG_OTI_NANAI said
116 τέλος: Σωστό και γενικότερα υποτιμητικό, όπως λέγαμε εμείς «τι τενεκές είναι αυτός»:
Δύτης των νιπτήρων said
81 Πφφφ… Λεξικό είναι δα αυτό το ΛΚΝ;
Δύτης των νιπτήρων said
Σημασιολογικά πάντως, τσανάκι (πηλινο σκευος) και τσουκάλι είναι κοντά.
https://sarantakos.wordpress.com/2014/01/22/tsanakia/
Η σημασία τσουκάλι=ουροδοχειο μαρτυρείται αλλου;
gpointofview said
# 116
και στο ναυτικό το αδέκαστος με το άψογος έδωσαν τον αψέκαστο που έπρεπε να είμασταν…(από πιλάφι στην ορκωμοσία σαν αξ/κοι)
sarant said
117 Στο μεσαίο παράθεμα τα τσουκάλια είναι σαφώς έντυπα, στο τελευταίο είναι άτομα.
Α. Σέρτης said
119
«Η σημασία τσουκάλι=ουροδοχειο μαρτυρείται αλλου;»
Π.χ. στα λεξικά! (ποια λεξικά θα μου πεις…)
antonislaw said
116-117
Σας ευχαριστώ πολύ για τη διευκρίνιση για τα «τσουκάλια του κ. Πολίτη». Επομένως τα τσανάκια του, οι κολαούζοι του, οι ντενεκέδες ακόλουθοί του θα λέγαμε. Δεν την είχα ξανακούσει τη φράση πραγματικά.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@102, 105, 111, 116. Τί ὡραῖες ἑρμηνεῖες! Σᾶς εὐχαριστῶ! Κάποια ἀπό αὐτά τά ὑποψιάστηκα, ἀλλά τό ἄκουγα τόσο ἐπίμονα τό proskoliomenos, ὥστε εἶχα ἀρχίσει νά πιστεύω ὅτι μοῦ διαφεύγει κάποια νεοπαγής λέξι εἰδικοῦ λεξιλογίου.. 🙂
Δύτης των νιπτήρων said
Για να καταλάβω δηλαδή, έχουμε καταλήξει ότι το ΛΚΝ δεν θεωρείται λεξικό;
Α. Σέρτης said
123
Να είσαι καλά, εδώ είμαστε για τα δύσκολα.
antonislaw said
121, 117
Νομίζω ότι και στο μεσαίο υπάρχει μια αμφισημία για το αν μιλάει για άτομα ή για έντυπα όταν λέει για τσουκάλια: » Εκείνοι που παριστάνουν τον κριτικό στην «Ελληνική», στην «Πρωία» και στα «Ουνιτικά Γράμματα» και τ’άλλα τσουκάλια του κ. Φώτου Πολίτη, είναι τόσο γελοίοι αν τους πάρει κανείς για κριτικούς και τόσο τιποτένιοι αν τους πάρει κανείς γι’ανθρώπους, ώστε δεν αξίζουν τον κόπο να τους προσέξουμε».
Νομίζω ότι αν ήταν συντακτικά στην ίδια θέση τα τσουκάλια με τα Ουνιτικά γράμματα πχ, θα έλεγε «και στ’άλλα τσουκάλια του κ Φώτου Πολίτη» και θα είχε κόμμα πριν το Ουνιτικά Γράμματα και δε θα έλεγε «και στα». Δηλαδή κτγ μου υποκείμενα στο είναι είναι το «εκείνοι» και (τ’άλλα) «τσουκάλια». Βέβαια μικρή διαφορά αν πρόκειται για έντυπα ή πρόσωπα τσανάκια του Πολίτη.
Από την άλλη βλέπουμε δύο αναφορές με τη φράση «τα τσουκάλια του κ Φώτου Πολίτη», μήπως ήταν κάτι σαν καθιερωμένη φράση για τον Πολίτη ειδικά για κάποιο λόγο; (πώς αργότερα ήταν πχ η όρνιθα-κότα του Τσάτσου στη γελοιογραφία;)
122, 117
Στο πρώτο απόσπασμα που κάνει την αντιπαραβολή των τσουκαλιών με τα μυρωμένα ανθογυάλια εμένα αυτά τα τσουκάλια με παραπέμπουν σε όζοντα κατρουλοκανάτια πάντως
Δύτης των νιπτήρων said
Τώρα που μπήκα σε υπολογιστή και μπόρεσα να δω τα παραθέματα του Μπλογκ, πιο πιθανή μου φαίνεται η σημασία ουροδοχείο.
leonicos said
Άρα δεν είναι άγνωστη η πλήμνη
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
129 >>δεν είναι άγνωστη η πλήμνη
Αφαίρεση του πίσω ρουλεμάν πλήμνης.
https://gtshina.ru/el/violations-and-penalties/snyatie-zadnego-podshipnika-stupicy-kak-pomenyat-perednii-i-zadnii/
***
Σχεδίαση άξονα, πλήμνης και εδράνων.
https://eclass.emt.ihu.gr/courses/PTD156/
Δες και πλήμνη,τσιμούχα κλπ 🙂
Αγγελος said
Κι εμένα, όταν ήμουν πολύ μικρός και τα έκανα σε καθικάκι, τσουκαλάκι το λέγανε στο σπίτι μου.
Πέπε said
119
> Η σημασία τσουκάλι=ουροδοχειο μαρτυρείται αλλου;
Δεδομένου ότι τσουκάλι, πανελληνίως, δε σημαίνει πολύ συγκεκριμένο είδος δοχείου αλλά κάτι γενικό που σε κάθε τόπο προσλαμβάνει ειδικότερη έννοια, αλλού πήλινο, αλλού κοινή σύγχρονη κατσαρόλα κλπ., να θυμηθούμε ότι η εξίσου γενικόλογη λέξη «αγγείο», στη μορφή «αγγειό», σημαίνει ακριβώς καθίκι. Και η παροιμία, τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά κλπ., και το μωρουδιακό «γκιογκιό»…
Νομίζω δε ότι και «κανάτι» έχω ακούσει για το ουροδοχείο.
sarant said
132 Υπάρχει κι ένα «αισχρόν αγγείον» ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, όχι ;
odinmac said
Στο σπίτι μου το λέγανε γυάλι (ή γιάλι; ποιός ξέρει…)
Α. Σέρτης said
118/80
«Πφφφ… Λεξικό είναι δα αυτό το ΛΚΝ;»
Χα χα…δεν είχα προσέξει την κούφια που έριξες!
Για κοίταξε λοιπόν το ΛΚΝ στο πεπεσχόλιο 80 να δεις τι γράφει στο «καλιγώνω»…
Α. Σέρτης said
134
Ο Κοραής και ο Βλαστός αναφέρονται στο «καθίκι» και ως «κατουρογυάλι»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
«Κακό αγγειό» λέγανε τον κακό άνθρωπο, τον βαθιά κακό.
Δύτης των νιπτήρων said
135 Α, καλώς, του Κριαρά δεν θεωρείται λεξικό λοιπόν. Mea culpa σ’ αυτό (εγώ, τουλάχιστον, δεν έχω πρόβλημα να το αναγνωρίσω…)
Α. Σέρτης said
Κακόν αγγείον ονομάζεται ευλόγως ο διεστραμμένος άνθρωπος , επειδή και αι πράξεις και οι λόγοι του πνέουσιν αποστροφήν τοιαύτην , οποίαν και τα κοπροδόχα αγγεία.» (ΚΟΡΑΗΣ)
ΣΠ said
Φαίνεται ότι καλιγώνω σημαίνει πεταλώνω και καλικώνω σημαίνει βάζω παπούτσια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Το σιουγκράβι θυμάμαι ότι το άκουσα από τη μάνα μιας φίλης από την Πωγωνιανή.
Ψάχνοντας λίγο, έπεσα στη λέξη, αλλά και σ΄ένα γεγονός του β΄ΠΠ, της τοπικής μικροϊστορίας (αλί), σε κάποια επιμνημόσυνη αναφορά για έναν άνθρωπο από την περιοχή της Πωγωνιανής
«…ο μόνος απ΄όλους τους Βοστινιώτες που θύμισε στους Πωγωνίσιους στο εξαίρετο λαογραφικό έργο του «Το σιουγκράβι», να στηθεί μια αναμνηστική στήλη στη δημοσιά, στον τόπο του μαρτυρίου, εκεί που τα συμμαχικά αεροπλάνα χτυπώντας τη γερμανική φάλαγγα, έγιναν αιτία, χωρίς να το θέλουν να καούν μέσα στα αμάξια και δικοί μας Έλληνες όμοιροι από τον Κακόλακκο και άλλα χωριά. …»
https://vostiniotis.blogspot.com/2013/01/http3bpblogspotcom-lg7kxl6d8l0te1bqlbmx.html#more
dryhammer said
141. > δικοί μας Έλληνες όμοιροι
Οι άμοιροι οι όμηροι…
Πέπε said
140
Ναι, μέχρι στιγμής έτσι φαίνεται. Παρατήρησε ωστόσο ότι ο Κριαράς (πεπεσχόλιο #80) τα λημματογραφεί μαζί: φαίνεται να τα θεωρεί μία λέξη, η οποία έχει προσλάβει κατά καιρούς και κατά τόπους δύο μορφές και δύο σημασίες (*), όχι όμως σε αντιστοιχία μεταξύ τους (μία μορφή = μία σημασία, άλλη μορφή = άλλη σημασία). Βέβαια στα παραδείγματά του το καλικώνω είναι για παπούτσια και το καλιγώνω για πέταλα, αλλά αυτό μάλλον το θεωρεί τυχαίο, αφού δεν παρέχει ενδείξεις για το αντίθετο.
Όσους άλλους θυμάμαι να είδαμε (χωρίς να πάω να τους ξανακοιτάξω τώρα έναν έναν), έλεγαν ότι το καλιγώνω = πεταλώνω είναι από το μσν. καλικώνω, κι αυτό από το καλίκιον = υπόδημα, κι αυτό από την calliga = υπόδημα, παραλείποντας όμως (όλοι!) να δώσουν ερμήνευμα για το καλικώνω! Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι είναι η ίδια λέξη (=η ίδια σημασία), απλώς σε παλαιότερη μορφή.
Παρεμπιπτόντως, η ετυμολογία δεν έχει ασχοληθεί και πολύ με τη σήμανση της διάκρισης ανάμεσα στις διαδικασίες «παλιότερη μορφή της λέξης α > νεότερη μορφή της ίδιας λέξης α» και «πρωτότυπη λέξη α > παράγωγη λέξη β».
_______________________
(*) Τρεις μορφές μαζί με τις διαφορετικές ορθογραφίες, και τρεις σημασίες μαζί με το «σολιάζω» που δε μας απασχολεί αυτή τη στιγμή.
Κιγκέρι said
Τόση κουβέντα έγινε, ε, ας βάλουμε εδώ και τις ρωμαϊκές καλίγες, που έδωσαν και το παρατσούκλι στον Καλιγούλα:
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Caligae
Πέπε said
> τρεις σημασίες μαζί με το «σολιάζω» που δε μας απασχολεί αυτή τη στιγμή (#143)
> ας βάλουμε εδώ και τις ρωμαϊκές καλίγες (144)
Χμ… Μήπως να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο;
Τώρα που βλέπω και διαβάζω περισσότερα για το ρωμαϊκό καλίκι, βλέπω ότι η σόλα και ο τρόπος που ήταν ενωμένη με το υπόλοιπο ήταν ιδιαίτερος, πολύ χαρακτηριστικός του συγκεκριμένου υποδήματος, και όχι εντελώς άσχετος από τον τρόπο που στερεώνεται το πέταλο στην οπλή. Θα μπορούσε η σημασία «πεταλώνω» για το ρήμα να έχει ξεπηδήσει πριν αρχίσει το ουσιαστικό να απομακρύνεται από τη στενή έννοια του συγκεκριμένου είδους υποδήματος και μετακινηθεί, μαζί και με το ρήμα, είτε προς άλλα είδη είτε προς τη γενικότερη έννοια της υπόδησης.
Κιγκέρι said
Πέπε, αν και δεν παρακολούθησα με προσοχή τη συζήτηση και δεν κατάλαβα ακριβώς ποια διαφωνία προέκυψε, νομίζω ότι ίσως να σε ενδιαφέρει κι αυτό:
http://www.stougiannidis.gr/epi_podos_prt.htm
Πέπε said
146
Κιγκέρι, μα πώς δεν κατάλαβες ακριβώς τη διαφωνία; Αν είναι δυνατόν, μα είναι κοσμοϊστορικής σημασίας! Συζητάμε κατά πόσον το καλιγώνω, που σημαίνει πεταλώνω και που προέρχεται από αυτό που βρήκες, σημαίνει ή σήμαινε επίσης παπουτσώνω ή όχι. Ενώ αντίθετα συμφωνούμε ότι ο τύπος καλικώνω σημαίνει παπουτσώνω.
Διαβάζω λοιπόν στον Στουγιαννίδη που λινκάρεις:
> Κάλικες ή καλίκια ή καλίγια έλεγαν οι Βυζαντινοί χαμηλά παπούτσια με σόλα καταλληλα για σκληρές χρήσεις.
Δεν το τεκμηριώνει μεν με παραπομπή, αλλά έστω κι έτσι είναι (νομίζω) η πρώτη μέχρι στιγμής αναφορά ότι η λέξη που σημαίνει παπούτσι εμφανίζεται και με γ. Καθιστά επομένως λιγάκι πιθανότερη την απάντηση «ναι, καλιγώνω σημαίνει και παπουτσώνω, εκτός από πεταλώνω».
Αποφασιστική η συμβολή σου, ευχαριστούμε!
(Βέβαια παρατηρώ ότι ο Στουγιαννίδης, ακόμη και αναφερόμενος στην έκφραση «καλιγώνει ψύλλο», ή στο επαγγελματικό επώνυμο Καλιγάς, μοιάζει να αγνοεί τελείως τη σημασία του πεταλώματος.)
Πέπε said
146
> …ίσως να σε ενδιαφέρει…
Εδώ που τα λέμε, το διακύβευμα αυτό καθαυτό έχει πάψει να μ’ ενδιαφέρει και τόσο. Ή είχε και τη σημασία παπουτσώνω ή δεν την είχε, σιγά τ’ αβγά τώρα. Ο λόγος που συνεχίζω είναι επειδή η συζήτηση δεν παύει να δίνει ευκαιρίες να μαθαίνω διάφορα ενδιαφέροντα, όπως π.χ., στο λινκ σου, αυτό με τα τσαγγιά και τον τσαγγάρη. Επίσης και για τους φελλούς: δεν ξέρω αν η ετυμολογία πατόφελλο > παντόφλα ισχύει, αλλά τους είχα ακούσει σε δημοτικό τραγούδι (μάνα μου ωσάν την είδα εγώ χρυσούς φελλούς εφόρει: η μάνα του του λέει μην την πάρεις αυτή, είναι φτωχιά, κι εκείνος λέει όχι μάνα, είναι πλούσια) και ο Στουγιαννίδης έρχεται τώρα και κουμπώνει.
BLOG_OTI_NANAI said
147: Κι εγώ δεν παρακολούθησα τι ακριβώς ψάχνουμε, πάντως τουλάχιστον από τα 1807 το καλιγώνω φαίνεται ότι σημαίνει πεταλώνω. Αυτούσια η παροιμία καταγράφεται στα 1867. Και διάφορα άλλα.
sarant said
149 Προσέχω την παροιμία «Ξυπόλυτη σ’ εκάτεχα…» που είναι περίπου το «Ήσουνα ξυπόλυτη και γυρναγες στους δρόμους…» !
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Στο #149 και η δημώδης ρίζα του μουρμούρικου «ήσουνα ξυπόλυτη».
Πέπε said
149
Τρελό εύρημα αυτό με το δίστιχο!!
Κατά τα άλλα, Μπλογκ, δικαιολογημένα έχασες το νήμα της συζήτησης. Δεν αμφισβητείται ότι καλιγώνω σημαίνει πεταλώνω και καλικώνω σημαίνει παπουτσώνω. Συζητάμε όμως αν αυτά ισχύουν *και* χιαστί, και κυρίως αν το καλιγώνω σημαίνει και παπουτσώνω!
Από τα παραθέματά σου, στα «Θρακικά» αναφέρεται το καλιγώνω/καλιβώνω αλλά χωρίς να δίνεται η σημασία του…
Spiridione said
Έχει επισημανθεί βλέπω απ τον Γκώντλετ
https://www.google.com/search?q=%22%CE%B6%CE%B7%CF%84%CE%AC%CF%83+%CE%BA%CE%B1%CE%B9%22+%CF%83%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%B9%CE%B1&client=ms-android-tmobile-gr&prmd=mivxn&sxsrf=APq-WBtKjYTu2xN9Il8ksdA6YQj32VwHJQ:1643577764478&source=lnms&tbm=bks&sa=X&ved=2ahUKEwjTsb-mtNr1AhUI7aQKHYplDlsQ_AUoBnoECAIQBg&biw=360&bih=512&dpr=2
Κουτρούφι said
Στη Σίφνο, καλίκια είναι (και) οι οπλές των ζώων και καλικιά είναι το ίχνος που αφήνουν οι οπλές. «Καλικιά και πατουχιά» έλεγε μια φορά ένας που από τη σούρα του είχε πέσει στο έδαφος και πήγαινε με τα τέσσερα.
Η λέξη «καλίκια» χρησιμοποιείται και μεταφορικά με ειρωνικό τρόπο. Στην ερώτηση «Πώς είσαι; Καλά;» άμα δεν είμαστε καλά απαντάμε φουρκισμένοι «ίντα καλά; καλίκια!»
Μαρία said
154β
Καλάμια λέμε οι υπόλοιποι.
Πέπε said
154α
Και στην Κέρκυρα το ίδιο, βλέπω στον Μπλογκ.