Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 2 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)
Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2022
Εδώ και 15 μέρες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.
Οι δημοσιεύσεις γίνονται κάθε δεύτερη Τρίτη, εκτός απροόπτου. Κανονικά η σημερινή δεύτερη συνέχεια ήταν να δημοσιευτεί χτες, αλλά την εκτόπισε το Μηνολόγιο. Οπότε σήμερα έχουμε τη δεύτερη συνέχεια, το δεύτερο μισό από το πρώτο κεφάλαιο. Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας, και όπως θα δούμε σήμερα συγκεκριμένα το 1973. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας.
Το καφενείο είχε την πρόσοψή του στον κεντρικό δρόμο της πόλης και αγνάντευε από μακριά τη θάλασσα, ενώ το πίσω μέρος του έβλεπε σε έναν εσωτερικό, παράλληλο, δρόμο. Καθώς το έδαφος ανηφόριζε λιγάκι, ανάμεσα στους δύο δρόμους υπήρχε κάποια μικρή υψομετρική διαφορά, με αποτέλεσμα τα καφενείο να έχει δύο επίπεδα. Το μπροστινό, χαμηλότερο και μεγαλύτερο, ήταν το κυρίως καφενείο. Είχε δυο μεγάλους καθρέφτες στους τοίχους, αναπαυτικούς καναπέδες από κάτω τους και μια μεγάλη μαντεμένια σόμπα στο κέντρο. Μολονότι οι ιδιοκτήτες (τρία αδέρφια, εγγονοί και κληρονόμοι του ιδρυτή) ήταν δημοκράτες, είχαν παλαιότερα κρεμάσει σε περίοπτη θέση, με υπόδειξη της Ασφάλειας εννοείται, τα έγχρωμα πορτραίτα των βασιλέων, τα οποία όμως, μετά το οπερετικό πραξικόπημα του Κοκού, πάλι με υπόδειξη της Ασφάλειας, τα είχαν αντικαταστήσει με το πουλί της Χούντας. Το πίσω, μικρότερο και ελαφρώς υπερυψωμένο, τμήμα, είχε δυο μπιλιάρδα, τρία φλιπεράκια και ήταν ο χώρος της νεολαίας.
Μπαίνοντας είδε αμέσως τον Τάκη τον Παπαθανασόπουλο, και τον Βάσο τον Αργυριάδη, που πίνανε τον καφέ τους στο καθιερωμένο τους τραπεζάκι, δεξιά μόλις έμπαινες.
«Πώς τα περνάτε;» τους λέει, απαντώντας στον χαιρετισμό τους
«Τα συνηθισμένα. Η καθημερινή κραιπάλη» του λέει ο Βάσος, δείχνοντας με το χέρι του το περιβάλλον.
«Ο Αντρέας πώς και δεν είναι μαζί σας;» ρώτησε καθώς επισήμανε την απουσία του τρίτου τακτικού μέλους της παρέας
«Παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα» του λέει ο Τάκης, χαμογελώντας με νόημα.
Κατάλαβε. Ο εν λόγω Αντρέας ήταν επίσης εκπαιδευτικός, αλλά λόγω φρονημάτων δεν είχε διοριστεί στη Δημόσια Εκπαίδευση. Δούλευε στο μεγαλύτερο φροντιστήριο της πόλης και οι αποδοχές του ξεπερνούσαν κατά πολύ τον μισθό που θα έπαιρνε στο Δημόσιο. Ήταν κι αυτός ανύπαντρος, αλλά σε αντίθεση με τον Δήμο και τη μετρημένη, ρεγουλαρισμένη, ζωή του, είχε τη φήμη γυναικά και ρέμπελου και οι σοβαροφανείς, συντηρητικοί συμπολίτες τους, που δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά, τον έλεγαν «ανερμάτιστο».
Από την μεριά του ο Αντρέας, τη γνώμη που είχαν γι΄ αυτόν οι σοβαροφανείς και ευυπόληπτοι, την έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια. Έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν επεδίωξε να κάνει τη γνωριμία τους, ούτε θέλησε να γίνει αποδεκτός στους κύκλους τους. Είχε τη δικιά του παρέα, που την αποτελούσαν κάτι τύποι τελείως ανόμοιοι και ετερογενείς, με μόνα κοινά σημεία, την αίσθηση του χιούμορ, κυρίως δε τη ροπή προς στο κρασί, το τραγούδι, το καλαμπούρι και τον χαβαλέ γενικώς. Είχαν αυτοονομαστεί «τα ρεμάλια της Πιερίας» και σε λίγο έτσι τους έλεγαν όλοι. Επίλεκτα «ρεμάλια» ήταν ο Νίκος, ηλεκτρολόγος το επάγγελμα, ο Λάμπης, κουρέας, ο Απόστολος, τραπεζικός υπάλληλος, ο Στρατής, ο ένας από τους δύο ταξιτζήδες της κωμόπολης, ο Μαθιός, ψαράς, ο Αργύρης, μικροεργολάβος οικοδομών και ο Τάσος με τον Στέφανο, δυο δίδυμα αδέρφια, μικροκτηματίες.
Στις, συνήθως εβδομαδιαίες, συνάξεις των ρεμαλιών, κάθε μέλος είχε κάποιον προκαθορισμένο ρόλο να παίξει, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε οργανωμένη και σιτεμένη με τα χρόνια παρέα.
Ο Νίκος, ο ηλεκτρολόγος, είχε ταλέντο να αφηγείται τερατώδεις και πολύ τολμηρές ιστορίες, με πρωταγωνιστές καλόγριες, καλόγερους ή παπάδες.
Οι δίδυμοι είχαν ανακηρυχθεί «τιμωροί των γραφειοκρατών», γιατί είχαν επινοήσει πολλούς τρόπους να κάνουν δύσκολη τη ζωή στους δυνάστες των κρατικών ή δημοτικών υπηρεσιών, που ταλαιπωρούσαν το συναλλασσόμενο με αυτές κοινό. Οι τιμωρίες που εφάρμοζαν ήταν πολλές και ποικίλες. Η απλούστερη αφορούσε τους δημόσιους υπάλληλους, που απουσιάζανε αδικαιολογήτως από το γραφείο τους και μάλιστα τις ώρες που ήταν ανοιχτό για το κοινό. Ο Τάσος ή ο Στέφανος, όταν έμπαιναν σε ένα γραφείο και δεν υπήρχε, ως όφειλε, κανείς υπάλληλος να τους εξυπηρετήσει, παίρνανε διάφορα χρήσιμα αντικείμενα, που είχαν αφήσει οι απουσιάζοντες, σαν ένδειξη πως είχαν πάει για λίγο σε κάποιο διπλανό γραφείο, να πούμε γυαλιά, στυλό, πακέτα με τσιγάρα κλπ και αδιστάκτως τα πετούσαν από το παράθυρο ή μεταφέρανε έγγραφα και λοιπά χαρτιά, από το ένα γραφείο στα συρτάρια ενός άλλου.
Ο Απόστολος, ο τραπεζικός μπορούσε να μιμηθεί με απόλυτη επιτυχία τις φωνές του δήμαρχου και του νομάρχη, σε σημείο να μην τον ξεχωρίζουν ακόμα και οι δικοί τους όταν τους έπαιρνε τηλέφωνο, κυρίως όμως τους εμιμείτο με ξεκαρδιστικό τρόπο στην εκφώνηση πανηγυρικών λόγων, καθώς επρόκειτο για σοβαροφανή και γελοία υποκείμενα.
Ο Στρατής ο ταξιτζής ήταν στιχοπλόκος πολύ εύστοχων επιγραμμάτων και σατιρικών ποιημάτων.
Ο Μαθιός συνόδευε τα καταπληχτικά θαλασσινά που έφερνε στα συμπόσιά τους με εξίσου καταπληχτικές, όσο και φανταστικές, αφηγήσεις, για το πώς τα είχε πιάσει.
Ο Αργύρης, ο οικοδόμος ήταν ειδικός να σκαρώνει φάρσες, που έμεναν στην ιστορία της μικρής πόλης.
Τέλος ο Λάμπης ο κουρέας, εκτός του ότι τραγουδούσε και έπαιζε ωραία κιθάρα, ήταν η ακένωτη πηγή πληροφοριών για ότι συνέβαινε στον τόπο τους, γιατί δεν ήταν μόνο ομιλητικός αλλά το είχε σύστημα να πιάνει κουβέντα με κάθε πελάτη του.
Έτσι έγινε όταν ο Δήμος, τη δεύτερη βδομάδα της εγκατάστασης του στην κωμόπολη, πήγε στου Λάμπη να κουρευτεί. Είχε καθιερώσει να κουρεύεται κάθε είκοσι μέρες και τηρούσε απαρεγκλίτως αυτό το ρυθμό. Με την πρώτη που μπήκε στο κουρείο, του έκαναν εντύπωση δυο πράγματα: δυο εμαγέ λαβές, εντοιχισμένες στον τοίχο, μπροστά στην πολυθρόνα όπου κάθισε και εκατέρωθεν του καθρέφτη και ένα μικρό σκυλί, που όσο κρατούσε το κούρεμα και το ξύρισμα που επακολουθούσε, καθόταν δίπλα στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τη διαδικασία, κουνώντας την ουρά του.
Η αδιάκοπη πολυλογία του κουρέα δεν έκανε εντύπωση στο Δήμο, που τη θεωρούσε μάλιστα σύμφυτη με το επάγγελμα. Εκείνο που τον εντυπωσίασε ήταν πως ο Λάμπης, ζητώντας συγγνώμη για την φλυαρία του, επικαλέσθηκε τον βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης Αρχέλαο.
«Δεν ξέρω αν το έχετε ακουστά αλλά φαίνεται πως οι ομότεχνοί μου ήταν ανέκαθεν φλύαροι. Όταν ο Αρχέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, πήγε μια φορά να κουρευτεί και ο κουρέας τον ρώτησε….»
«Πώς σε κείρω; Σιωπών έφη» συμπλήρωσε αμέσως, χαμογελώντας, ο Δήμος.
Και οι δύο απόμειναν έκπληκτοι. Ο Δήμος, γιατί δεν περίμενε τέτοιες γνώσεις από έναν κουρέα και ο Λάμπης, που αγνοώντας την ιδιότητα του Δήμου, δεν περίμενε να ξέρει το ανέκδοτο και μάλιστα στα αρχαία ελληνικά. Όπως ήταν επόμενο ενημέρωσε τα υπόλοιπα ρεμάλια στην πρώτη σύναξή τους. Τα ρεμάλια ενδιαφέρθηκαν για τον καινουργιοφερμένο και αναθέσαν στον Αντρέα, ως φιλόλογο, να τον πλησιάσει.
Στον Δήμο, ο Αντρέας του άρεσε, από την αρχή που τον γνώρισε, κυρίως για τον ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα του και το χιούμορ του και όταν τον προσκάλεσε, δέχτηκε πρόθυμα να πάρει μέρος σε κάνα δύο γλεντάκια της παρέας του. Από την πρώτη κι όλας συναναστροφή με τα «ρεμάλια» διακρίθηκε, κυρίως για την ωραία του φωνή και το πλήθος των τραγουδιών που ήξερε, προσόντα που δεν είχε ως τότε προβάλει στην κωμόπολη και αποτέλεσαν την ευχάριστη έκπληξη των συμποσιαστών.
Διαπίστωσε αμέσως πως ο Αντρέας ήταν αρχηγός και ψυχή αυτής της ιδιόμορφης ομάδας και πως συναγωνιζόταν επαξίως όλους και σε όλα, γιατί ήταν αστείρευτη πηγή ανεκδότων, τραγουδούσε υποφερτά, έπαιζε φυσαρμόνικα, απάγγελνε σατιρικά ποιήματα και συχνά τους έκανε τον ταχυδακτυλουργό, με τρομερή επιτυχία. Δεν ήταν μόνο άνθρωπος του κρασιού, του τραγουδιού και του γλεντιού, ήταν και γλυκοαίματος, που εύκολα κέρδιζε την εμπιστοσύνη των άλλων. Το ότι ήταν γυναικάς οι φίλοι του το θεωρούσαν μάλλον προσόν, παρά μειονέκτημα και, πράγμα παράξενο, η επαρχιώτικη υποκρισία και σεμνοτυφία ανεχόταν τις όποιες και συχνές παρεκτροπές του. Επί πλέον ήταν αριστερός και δεν το έκρυβε, αλλά την πολιτική του αυτή τοποθέτηση, η δημοκρατική, στην πλειοψηφία της, κοινωνία της πόλης, από την οποία ουσιαστικά ξεκίνησε το δεύτερο αντάρτικο, την έβλεπε με συμπάθεια, ενώ η σοβαροφανής ηγεσία της Ασφάλειας, έχοντάς τον κατατάξει αμετάκλητα στους ανώδυνους καλαμπουρτζήδες, δεν του έδινε σημασία.
Για λίγον καιρό οι σχέσεις του Δήμου με τον Αντρέα και τους φίλους του παρέμεναν στο επίπεδο της εγκάρδιας γνωριμίας. Επισήμανε πάντως πως κανείς τους δεν του έκανε ποτέ τον παραμικρόν υπαινιγμό για τους μοναχικούς απογευματινούς περίπατους, ούτε για τις σχέσεις του με την Ντίνα, μολονότι ήξερε πως ήταν όλοι ενήμεροι και για τα δύο. Αυτή η διακριτικότητα του άρεσε, γιατί μαρτυρούσε πως, παρά τη θορυβώδη ευθυμία τους, ήταν στο βάθος άνθρωποι πολιτισμένοι. Εκείνο που του έκανε πάντως εντύπωση, ήταν πως και τις τρεις φορές που πήρε μέρος στα γλέντια τους, τον είχε διπλαρώσει ο Νίκος, ο ηλεκτρολόγος, με τον οποίο δεν είχε προηγουμένως καμιά γνωριμία και ο οποίος του έκανε πολλές, ξεκάρφωτες κατά τη γνώμη του, παρατηρήσεις ή ερωτήσεις, που οπωσδήποτε δεν αφορούσαν την προσωπική του ζωή ή το βιογραφικό του.
Μετά από τρία ακόμη τέτοια γλεντάκια, ο Αντρέας του ανακοίνωσε πως τα «ρεμάλια» τον αποδέχτηκαν ως κανονικό μέλος της παρέας τους και πως ένας από τους ρόλους του στις συνάξεις τους ήταν να τραγουδά, όταν το γλέντι καταλάγιαζε και οι γλεντοκόποι πέφτανε σε κάποια νοσταλγική περισυλλογή. Ο φίλος του τον πληροφόρησε επίσης πως έγινε παμψηφεί αποδεκτός και του παρέδωσε το καλλιγραφημένο «πάπλωμα» αποδοχής.
«Ξέρεις, διπλώματα δίνουν σήμερα οι πάντες. Ακόμα και σχολές οικοκυρικής. Εμείς όμως δίνουμε παπλώματα», του δικαιολόγησε την ονομασία του εγγράφου και με την ευκαιρία του εξήγησε πως οι ερωτήσεις του Νίκου στις προηγούμενες συμμετοχές του στις μαζώξεις τους, είχαν το χαρακτήρα δοκιμασίας, για να δουν αν ταιριάζουν τα χνώτα τους, γιατί πολλοί συμπολίτες τους, θελγόμενοι από την ατμόσφαιρα των συνάξεών τους και παραβλέποντας την αποδοκιμαστική στάση των καθώς πρέπει, επιζητούσαν να γίνουν δεκτοί στην παρέα των ρεμαλιών. Τα ρεμάλια όμως περιφρουρούσαν τη στάθμη ποιότητας της παρέας τους και για να σε αποδεχτούνε έπρεπε να πεισθούν πως έχεις το αίσθημα του χιούμορ, πως σηκώνεις το κρασί, πως σου αρέσει το καλαμπούρι και ο χαβαλές, πως δεν είσαι κουτσομπόλης ή σπαγκοραμμένος, ούτε συνηθίζεις να μιλάς στις συνάξεις της παρέας για λεφτά, για επιχειρήσεις, για πολιτική και για ποδόσφαιρο.
Κριτής της καταλληλότητας ή μη, κάθε επίδοξου ρεμαλιού, ήταν ο Νίκος ο ηλεκτρολόγος, ο οποίος διπλάρωνε τον υποψήφιο και συζητώντας μαζί του, έβγαζε τα συμπεράσματά του, που εν συνεχεία τα ανακοίνωνε στην ολομέλεια. Δεν του έκανε ποτέ ερωτήσεις για τη ζωή του, τις πεποιθήσεις ή τις απόψεις του, αλλά σχόλια και παρατηρήσεις γενικού περιεχομένου και σκοπίμως ξεκάρφωτες. Επίσης του διηγόταν ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα. Καθώς την αφήγησή του την εμπλούτιζε με πλήθος λεπτομερειών, επικαλούμενος συνήθως και τη μαρτυρία γνωστών μεν προσώπων, τα οποία όμως συμπτωματικώς λείπανε από τον τόπο τους, ήταν πολύ πειστικός. Από τις αντιδράσεις του υποψήφιου στη «δοκιμασία» και τις αφηγήσεις του Νίκου, τα ρεμάλια κρίνανε αν ήταν κατάλληλος για μέλος τους.
Λίγες βδομάδες μετά την ένταξή του στα ρεμάλια, πήρε και ο Δήμος μέρος στη διαδικασία αποδοχής ενός άλλου επίδοξου μέλους της παρέας, που κρίθηκε όμως παμψηφεί, ακατάλληλος.
Ο Θόδωρος είχε αντιπροσωπεία οικοδομικών υλικών και ειδών υγιεινής και είχε πελάτη του τον Αργύρη, όταν δε τον γνώρισε καλύτερα, αυτόν και την παρέα του, θέλησε, ντε και καλά να γίνει μέλος της. Τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν σε πολλούς τομείς, πέρα των επαγγελματικών. Ήθελε να φαίνεται στην κοινωνία της πόλης τους μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, που μπορούσε να έχει έγκυρη γνώμη επί παντός επιστητού. Για να ενισχύσει αυτή την εικόνα, αγόραζε ταχτικά όσα καινούργια βιβλία έφερνε το βιβλιοπωλείο του Μαθιούδη. Στην πραγματικότητα αποστρεφόταν και το διάβασμα και τα βιβλία, τα οποία τιμωρούσε, κατά κάποιον τρόπο, κλειδώνοντάς τα για πάντα στη βιβλιοθήκη του.
«Τα καταδικάζει σε ισόβια ειρκτή» σχολίασε ο Αντρέας όταν το έμαθε.
Ουσιαστικά ήταν ένας επηρμένος ξερόλας και τα προσόντα του για να γίνει μέλος της παρέας των ρεμαλιών ήταν μηδαμινά.
Την ανεπάρκεια του απέδειξε πανηγυρικά ο Νίκος όταν σε μια σύναξη «δοκιμασίας», τον διπλάρωσε και άρχισε να του μιλά για τον Καβάφη, γενικώς και αορίστως, χωρίς να μνημονεύσει την ιδιότητά του. Σα να ήταν συνεννοημένα, όλα τα παρόντα ρεμάλια πήραν μέρος στην κουβέντα τους. Ο ξερόλας ακούγοντας τους όλους, μηδέ του Μαθιού, του ψαρά και του Στρατή, του ταξιτζή, εξαιρουμένων, να αναφέρονται σ΄ αυτόν τον Καβάφη, σα να ήταν κάποιο πολύ οικείο και πασίγνωστο πρόσωπο, δεν κρατήθηκε και ρώτησε, απευθυνόμενος όχι στον Νίκο αλλά στον φίλο του, τον Αργύρη
«Μα ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Καβάφης;»
ο Αργύρης τον κοίταξε καταπρόσωπο, προσποιήθηκε πολύ πειστικά τον κατάπληκτο και τον ρώτησε με κάποιο επιτιμητικό ύφος
«Σοβαρά τώρα ρε Θόδωρε, δεν ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη;»
«Ναι κάτι έχω ακούσει» τα μάσησε αυτός
«Μα δε μπορεί να μην ξέρεις τον στρατηγό Καβάφη, το δεξί του Πλαστήρα, που αν δεν τραυματιζόταν στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ, μπορεί να παίρναμε την Άγκυρα;»
«Ναι τώρα που το λες, κάτι θυμήθηκα. Αλλά με μπέρδεψε πως μιλούσατε για ποιήματα»
«Μα αυτό ήταν το κυριότερο γνώρισμα του χαρακτήρα του» πετάχτηκε ο Νίκος «.Στη φωτιά της μάχης και κάτω από τα εχθρικά πυρά, αυτός καθόταν και έγραφε ποιήματα!»
«Πολλά μάλιστα ποιήματά του, μελοποιήθηκαν» συμπλήρωσε ο Απόστολος «τα λόγια των εμβατηρίων «περνάει ο Στρατός της Ελλάδος φρουρός» και «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» είναι από δικά του ποιήματα»
Ακολούθησε μακρά αφήγηση των κατορθωμάτων του στρατηγού Καβάφη, από τον Αργύρη, που τη συμπλήρωναν τα υπόλοιπα ρεμάλια, με τέτοιες λεπτομέρειες, που ο Θόδωρος αποδέχτηκε τα λεγόμενά τους ως άρθρα πίστεως. Πολύ επηρεάστηκε από την συμμετοχή στη συζήτηση του Δήμου, που είχε ακούσει πως ήταν ο νέος φιλόλογος στο Γυμνάσιο. Έτσι πολύ εντυπωσιασμένος, μετέφερε αυτολεξεί τις περί του στρατηγού Καβάφη πληροφορίες στους γνωστούς του, σε μιαν οικογενειακή βεγγέρα, το επόμενο Σαββατοκύριακο, οπότε έγινε χαμός.
Παρεμπιπτόντως τα ρεμάλια, σχολιάζοντας τη φάρσα που κατέληξε στην απόρριψη του Θόδωρου, οι καινούργιοι φίλοι του ενημέρωσαν τον Δήμο για τις λαβές που είδε στο κουρείο του Λάμπη και για τη συμπεριφορά του σκυλιού του κουρέα. Τις λαβές τις είχε τοποθετήσει ο Αργύρης και όσες φορές κάποιο από τα ρεμάλια ξυριζόταν, παρουσία όμως και άλλων πελατών, που περίμεναν τη σειρά τους, κρατιόταν από τις λαβές, δήθεν για να αντέξει στον πόνο που του προκαλούσε το ξύρισμα.
Όσο για το σκυλί, αυτό το είχε εκπαιδεύσει, άγνωστο με ποιον τρόπο, ο Λάμπης, να παρακολουθεί τη διαδικασία του ξυρίσματος με πραγματική λαχτάρα, κουνώντας την ουρά του. Σε τυχόν ερώτηση του πελάτη γιατί το σκυλί συμπεριφέρεται έτσι, ο Λάμπης του έλεγε αφελώς
«Να ξέρετε, άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε και καμιά φορά ξεφεύγει το ξυράφι και πέφτει κανένα αυτί…»
Τα ρεμάλια ενημέρωσαν επίσης τον Δήμο για μιαν άλλη πολύ σοβαρότερη και μεγαλύτερης διαρκείας φάρσα που οργάνωσαν και είχε θύμα τον καινούργιο αρχιμανδρίτη, αρχιερατικό επίτροπο της μητρόπολης. Ήταν τύπος εξουσιαστικός και φανατικός, ο οποίος, μόλις εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη τους, πλήρης ενθέου ζήλου, αναδιοργάνωσε επί το αυστηρότερον τα κατηχητικά σχολεία, σκάρωσε μια μαχητική ένωση ευσεβών χριστιανών και εγκαινίασε επιθετικά κηρύγματα από του άμβωνος, με τα οποία στηλίτευε τις αμαρτίες γενικώς, ειδικότερα όμως όσες είχαν σχέση με τη σάρκα, τις οποίες και θεωρούσε σοβαρότερες από όλες τις άλλες.
Όταν οι πρωτοβουλίες αυτές του νέου αρχιμανδρίτη άρχισαν να απασχολούν την κοινή γνώμη της κωμόπολης και της περιοχής της, με προτροπή και οργάνωση του Αργύρη, σύσσωμη η παρέα των ρεμαλιών άρχισαν να εκκλησιάζονται ταχτικά και κυρίως έγιναν οι προσεκτικοί ακροατές των κηρυγμάτων του, πράγμα που έκανε μεγάλη αίσθηση στον κόσμο, καθώς ως τότε είχαν τη φήμη αλιβάνιστων. Κατόπιν τα ρεμάλια καθιέρωσαν, ανελλιπώς κάθε Κυριακή, να εξομολογούνται και κατόπιν να κοινωνούν. Το ότι κατάφερε να φέρει στο δρόμο του Θεού τα «ρεμάλια της Πιερίας», για τον βίο και την πολιτεία των οποίων είχε μάθει από το δίκτυο των ευσεβών πληροφοριοδοτών του, ανέβασε πολύ το κύρος του αρχιμανδρίτη στα μάτια των πιστών και στον ίδιον προκάλεσε αρχικά αισθήματα ευφορίας και αυτοπεποίθησης.
Αρχικά όμως, γιατί προϊόντος του χρόνου, άρχισε να αισθάνεται μάλλον άσχημα, καθώς στις εξομολογήσεις τους, τα ρεμάλια, ομολογούσαν, με την προσήκουσα βεβαίως συντριβή και μεταμέλεια, τέτοιες φοβερές αμαρτίες, όλες σχετικές με τη σάρκα, που ο αρχιμανδρίτης, ακούγοντάς τους, έφριττε. Ο νους του δεν το χωρούσε πώς τέτοιοι, κατά τεκμήριον ευυπόληπτοι άνθρωποι, πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας, διέπρατταν τέτοιες ανήκουστες αμαρτίες, μπροστά στις οποίες ωχριούσαν η σοδομία, η αιμομιξία, η παιδεραστία ή η κτηνοβασία. Και όσο προχωρούσε ο καιρός και συνεχίζονταν οι ταχτικές κυριακάτικες εξομολογήσεις, ένιωθε όλο και μεγαλύτερη ταραχή.
Άρχισε να τους επιβάλλει αυστηρότατους κανόνες νηστείας και προσευχής, ο δε Αργύρης φρόντισε, με τη βοήθεια εμπίστων φίλων του, να μαθευτεί στην κοινή γνώμη της κωμόπολης, πως τα ρεμάλια τηρούσαν τους κανόνες του αρχιμανδρίτη. Μάλιστα σε μια συνεστίαση, που οργάνωσε η δημοτική αρχή και είχαν προσκληθεί τα περισσότερα από τα ρεμάλια, επειδή συνέπεσε να είναι Παρασκευή, αρνήθηκαν να «αρτυστούν», επικαλούμενα τον κανόνα που τους είχε επιβάλει ο αρχιμανδρίτης και περιορίστηκαν να φάνε μόνο ανάλαδες σαλάτες και φρούτα.
Ο Αργύρης πάλι, κανόνισε ένα σούρουπο να τον αντιληφθούνε κάποιες περαστικές θεούσες να αυτομαστιγώνεται σε μια οικοδομή, που είχε ξεκινήσει και ήταν ακόμα γιαπί. Τη συνταρακτική είδηση την πρόφτασαν αμέσως στον αρχιμανδρίτη, στον οποίον η επίγνωση πως οι ενορίτες του ήταν τόσο αμαρτωλοί, του είχε γίνει αληθινός βραχνάς και, το χειρότερο, δε μπορούσε να τα πει σε κάποιον και να ξαλαφρώσει, γιατί, τυπολάτρης καθώς ήταν, εμποδιζόταν από το απόρρητο της εξομολόγησης.
Το κακό ήταν πως παρά τις νουθεσίες και τους αυστηρότατους κανόνες του, τα ρεμάλια υπέκυπταν ξανά και ξανά στους πειρασμούς της σάρκας και στο τέλος, όσο το βιολί συνεχιζόταν, του αρχιμανδρίτη άρχισε να του στρίβει. Στα κηρύγματά του, που είχαν πάρει τώρα μορφή παραληρήματος, καταφερόταν με ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα όχι μόνο κατά της αμαρτίας γενικώς, αλλά και κατά του ποιμνίου του ειδικότερα, που το στηλίτευε σαν εσμό υποκριτών, βουτηγμένων στην αμαρτία, που θα πήγαιναν οπωσδήποτε στην κόλαση.
Ο Δήμος εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη, όταν ο αρχιμανδρίτης μόλις είχε φύγει ή καλύτερα είχε εκδιωχθεί. Αυτό συνέβη όταν ο δεσπότης, καλοκάγαθος και πράος κληρικός, πληροφορήθηκε το περιεχόμενο και το ύφος των κηρυγμάτων του αρχιμανδρίτη, ήρθε επιταυτού από την Κατερίνη και του συνέστησε κάποιο μετριασμό του ζήλου του, οπότε αυτός, σε έξαλλη κατάσταση, τον καθύβρισε, από του άμβωνος μάλιστα, «εμπαίκτη» και «φαρισαίο».
Σιγά σιγά ο Δήμος, κάνοντας ταχτικότερη παρέα με τον Αντρέα, τον πρόσεξε καλύτερα και με κάποια έκπληξη διαπίστωσε, πως κάτω από το προσωπείο του ρέμπελου και ανέμελου καλαμπουριτζή, κρυβόταν ένας άλλος, πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Αυτό το υποπτεύθηκε για πρώτη φορά, όταν, σε μια κουβέντα που είχαν οι δυο τους, ο Αντρέας του είχε πει.
«Δεν ξέρω αν έχεις υπ΄ όψη σου ένα ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου, (αλήθεια τον έχεις ακουστά;), αλλά το θεωρώ σα να γράφτηκε για σένα»
«Ποιο ποίημα;»
«Αυτό που λέει:
Ειν΄ η ζωή μου εν΄ άδειο ονειροπόλημα
στο φως μιας ανοιξιάτικης λιακάδας
πάντα η ζωή μου εμένα χαραμίζεται
μες στα δεσμά της κρύας της φρονιμάδας
Πότε ποθώ ταξίδια πολυτάραχα
σε κάποια τροπική ονειρώδη χώρα,
πότε ποθώ μια ακράτητη επανάσταση,
σαν που η φρυγμένη γη διψά μια μπόρα.»
Το ήξερε το ποίημα, όπως και πολλά άλλα του Πανσέληνου, αλλά ακούγοντας τον Αντρέα εντυπωσιάστηκε, γιατί, πρώτον: δεν περίμενε από τον ρέμπελο φίλο του, να ξέρει τον ποιητή και το ποίημα και δεύτερον: να τον έχει ψυχολογήσει τόσο καλά. Αυτό το τελευταίο κυριολεκτικά τον κατέπληξε. Ήταν ο μόνος από τους γνωστούς που είχε αποχτήσει σ΄ αυτό το μέρος, ο οποίος διέγνωσε τον πραγματικό χαρακτήρα του και είχε μαντέψει, κατά κάποιον τρόπο, τις κρυφές ονειροπολήσεις του, τα ονειρικά «πολυτάραχα ταξίδια» του, όπως ακριβώς έλεγε το ποίημα.
Κατάληξε στο συμπέρασμα πως, παρά τα φαινόμενα, ο Αντρέας δεν ήταν ούτε ρέμπελος ούτε ανερμάτιστος. Αυτά ήταν τα επιφαινόμενα, που, σαν αόρατη προστατευτική πανοπλία, τον προστάτευαν επικαλύπτοντας τον πραγματικό του χαρακτήρα. Σκέφτηκε πως στο σημείο αυτό και εκείνος έμοιαζε με τον Αντρέα. Κι αυτός, στην πραγματικότητα, κάπως έτσι ήταν. Όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, «έξωθεν ψυχρός και έσωθεν φλεγόμενος». Κατά βάθος ήταν εύθυμος άνθρωπος και συνήθως όταν ξυπνούσε, είτε όταν πλενόταν, είτε όταν ετοίμαζε το πρωινό του σιγοσφύριζε ή μουρμούριζε κάποιο τραγούδι. Οικογενειακό τους γνώρισμα. Θυμόταν τον παππού του να ψέλνει το πρωί, χαμηλόφωνα, διάφορα τροπάρια ή απολυτίκια και τον πατέρα του να σιγοτραγουδά ρομάντζες του Χαιρόπουλου, του Γιαννίδη και του Αττίκ ή αντάρτικα, ανάλογα με τη διάθεσή του.
Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον Αντρέα αναπτύχθηκε σιγά σιγά οικειότητα μεγαλύτερη από εκείνη που είχε με τους συναδέλφους του στο Γυμνάσιο ή με τα υπόλοιπα ρεμάλια ή με τους γνωστούς του στο καφενείο, οικειότητα που εξελίχθηκε σε φιλία. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος φίλος που αποχτούσε, καθώς η παρέα της νιότης του, είχε με τον καιρό αποσαθρωθεί από τη ζωή.
Χωρίς να σχολιάσει περισσότερο την απουσία του Αντρέα, πήρε μέρος στη χαμηλόφωνη συζήτηση των άλλων δύο για τις συνταρακτικές ειδήσεις που έρχονταν από την Αθήνα. Κάτι σοβαρό γινόταν από τα νέα παιδιά, που είχαν καταλάβει και κλειδωθεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Λέγανε μάλιστα πως είχαν φτιάσει και ραδιοφωνικό πομπό και εκπέμπανε φλογερές διακηρύξεις κατά της Χούντας και των Αμερικανών! Πρωτοφανή πράγματα. Δυστυχώς κανείς από τους συνομιλητές του δεν κατάφερε να πιάσει αυτό τον σταθμό. Ίσως η εμβέλειά του να ήταν μικρή. Όπως ήταν πια καθιερωμένο, τους είπε τα τελευταία αντιχουντικά ανέκδοτα που είχε ακούσει.
Οχτώ παρά τέταρτο πλήρωσε τον καφέ του, σηκώθηκε και βγήκε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει αλλά εξακολουθούσε να φυσάει γερά. Τάχυνε το βήμα του, αποφεύγοντας τις λακκούβες με τα νερά που αφθονούσαν στο πεζοδρόμιο και στη φθαρμένη άσφαλτο του παραλιακού δρόμου και προσέχοντας να μην πατήσει άχυρα ή κλαδάκια που σχημάτιζαν σταυρό, γιατί το θεωρούσε γρουσουζιά. Δεν ήθελε να χάσει το έργο. Ήταν του Φελίνι, λεγόταν «Λα Στράντα» και έπαιζε ο Άντονυ Κουίν, που τον είχε θαυμάσει πέρσι στο «Βίβα Ζαπάτα», δίπλα στον Μάρλον Μπράντο. Καλησπέρισε τη Μάρω, το γελαστό κορίτσι του ταμείου, πήρε το εισιτήριό του και μπήκε στην αίθουσα, πριν ακόμα σβήσουν τα φώτα. Βρήκε καλή θέση και νοιώθοντας κάτι σαν θαλπωρή, βυθίστηκε στην άνεση της πολυθρόνας του και περίμενε.
Φυσικά πριν από την ταινία προβλήθηκαν σκηνές από το προσεχές έργο και τα απαραίτητα Επίκαιρα. Λίγο μπαγιάτικα βέβαια, αφού αφορούσαν το προηγούμενο τρίμηνο και γι΄ αυτό δεν προσηλώθηκε στην οθόνη. Δεν άντεχε να βλέπει τη φάτσα του Μαρκεζίνη, που το έπαιζε πρωθυπουργός. Τελικά, σκέφτηκε, ήταν αξιολύπητος άνθρωπος. Με τέτοια φάτσα τι σόι σταδιοδρομία περίμενε να κάνει σαν πολιτικός. Άραγες δεν το ξέρει πως η εξουσία του είναι δοτή από τον Παπαδόπουλο και τη Χούντα; Πρέπει να το ξέρει, γιατί είναι έξυπνος άνθρωπος. Έπαψε να παρακολουθεί τον Μαρκεζίνη και άρχισε να περιεργάζεται τους πλαϊνούς του και, παρά το μισοσκόταδο, αντάλλαξε κάνα δύο χαιρετιστήρια νεύματα με κάποιους γνωστούς. Η αίθουσα στο μεταξύ είχε γεμίσει. Ξαφνικά αναστατώθηκε. Στην οθόνη είδε την Έζμπα! Δεν είχε αντιληφθεί πως από τα πολιτικά και τα διεθνή επίκαιρα είχαν περάσει στις καλλιτεχνικές ειδήσεις και εκείνη τη στιγμή δείχνανε μιαν έκθεση ζωγραφικής με δικά της έργα, που είχε γίνει στην Αθήνα τον περασμένο Αύγουστο!
Κοίταζε το πανί και δεν πίστευε στα μάτια του. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που την είδε για τελευταία φορά να στέκει στο μουράγιο του λιμανιού του νησιού της και να τον κοιτάζει με ανείπωτη θλίψη, καθώς απομακρυνόταν το φέρυ μπωτ, που θα τον πήγαινε στον Πειραιά.
Την έβλεπε πολύ συγκινημένος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, από την τελευταία φορά που την είχε δει, είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο. Φαινόταν φυσικά πιο ώριμη και με μια έκφραση σιγουριάς, που δεν την είχε άλλοτε, αλλά ήταν το ίδιο κομψή και καλοβαλμένη όπως τότε.
Αναστατώθηκε. Όσο κρατούσε η προβολή κοιτούσε σα μαγνητισμένος το πανί, όταν όμως τέλειωσαν τα επίκαιρα και άναψαν για λίγο τα φώτα, πριν αρχίσει το έργο, ένοιωσε να πνίγεται. Δεν άντεχε να μείνει άλλο εκεί μέσα και δεν τον ένοιαζε αν δε θα έβλεπε την ταινία. Ήθελε να βγει οπωσδήποτε έξω να ανασάνει. Σηκώθηκε από τη θέση του και ενοχλώντας τους πλαϊνούς του, βγήκε στο διάδρομο και τράβηξε βιαστικός προς την έξοδο.
«Κάτι ξέχασα, θα ξανάρθω» πέταξε της Μάρως που του έριξε μιαν απορημένη ματιά από το ταμείο της.
Έξω ο καιρός ήταν χάλια. Στον μανιασμένο αγέρα είχε προστεθεί ξανά η βροχή, αλλά αυτό δεν τον επτόησε και άρχισε να βαδίζει άσκοπα σαν υπνωτισμένος. «Κοίτα σύμπτωση» σκέφτηκε «χτες την είδα στον ύπνο μου και σήμερα στα επίκαιρα». Τότε που ήταν ερωτευμένοι, αυτό ήταν ο κανόνας. Όταν την έβλεπε στον ύπνο του την άλλη μέρα θα είχε γράμμα της ή θα του τηλεφωνούσε. Αψηφώντας τις επιθετικές ριπές της βροχής, που την κατακερμάτιζε ο άνεμος, πήρε το δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, προς την ακτή. Σε λίγο αντίκρισε τη θάλασσα και παρά το σκοτάδι ξεχώρισε τα άσπρα μανιασμένα κύματα που τη γέμιζαν.
dryhammer said
Καλημέρα! Για να λέμε την αλήθεια εγώ περίμενα κάτι για το καρέ του 2 (2-2-22). [Όχι πως μου ξίνισε η συνέχεια…]
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ για το πρώτο σχόλιο.
1 Το άφησα για το πενταρέ (22-2-22) που είναι και η μέρα του 22. Αρκεί να μην το ξεχάσω.
ΚΩΣΤΑΣ said
Ωραιότατο, το ενδιαφέρον όσο πάει και φουντώνει.
Τελικά το Λιτόχωρο ο τόπος, εκεί που ξεκίνησε το δεύτερο αντάρτικο.
sarant said
3 Ναι. Αναρωτιέμαι βέβαια αν ταιριάζουν οι άλλες ενδείξεις που έχουμε.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Πολύ με ιντριγκάρει, όσο πάει και καλυτερεύει 🙂
>> ο Λάμπης ο κουρέας…ήταν η ακένωτη πηγή πληροφοριών για ότι συνέβαινε στον τόπο τους
για να σε αποδεχτούνε έπρεπε να πεισθούν…πως δεν είσαι κουτσομπόλης
Είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα στην κυρα-Κατίνα και στον Α2 ή εδώ υπάρχει αντίφαση?
Πέπε said
Καλημέρα.
> «Πολλά μάλιστα ποιήματά του, μελοποιήθηκαν» συμπλήρωσε ο Απόστολος «τα λόγια των εμβατηρίων «περνάει ο Στρατός της Ελλάδος φρουρός» και «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» είναι από δικά του ποιήματα»
Χα χα! Με το «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» έχει μια ωραία ιστορία ο πατέρας μου, που στο Δημοτικό τον ρώτησε ο δάσκαλος αν ξέρει ποιανού είναι. Ο πατέρας μου ήξερε, γιατί ο Κολακλίδης ήταν συγγενής του, έλα όμως που δεν το ήξερε ο δάσκαλος.
-Του Σολωμού, ζώον!
(Για να το μπερδέψεις αυτό το πράγμα για Σολωμό απαιτείται ελάχιστα περισσότερη εγγραμματοσύνη από του Θόδωρου, έτσι;)
______________________
Κατά τα άλλα, ενδιαφέρουσα η τροπή αλλά ωστόσο, δεν ξέρω ρε παιδιά, δε με έπεισε η σημερινή αφήγηση. Τέτοια παρέα με δομή συγκροτημένης οργάνωσης, με κατάλογο μελών, ρόλους και πόστα, ιεραρχία, πρωτόκολλο, συνωμοτικό λεξιλόγιο (το πάπλωμα), που να αποδύεται σε τόσο συστηματικό χτίσιμο του σκηνικού για φάρσες (οι λαβές, ο σκύλος, η εξομολόγηση…), δεν είναι ρεαλιστικό. Να είναι πλακατζήδες και γλεντζέδες, να δείχνουν ρεμάλια αλλά να κρύβουν ευαισθησίες, αυτό μάλιστα, αλλά μέχρι ένα σημείο.
Η φάση με το σινεμά δε θα έπρεπε να είναι σε ξεχωριστό κεφάλαιο;
atheofobos said
Απολαυστική η σημερινή περιγραφή της παρέας των ρεμαλιών!
Αυτό που είναι αρκετά άσχετο για το 1973, που αναφέρεται το διήγημα , είναι οι ταινίες που έπαιζε ο κινηματογράφος που και για τότε ήταν πολύ παλιές. Το La strada είναι του 1954 και το Viva Zapata του 1952.
Τέλος ο τίτλος του διηγήματος μου θύμισε πως τότε που αναφέρεται το διήγημα σίγουρα οι κοπέλες φόραγαν φουστάνια. Το ερώτημα όπως το θέτω σε πρόσφατο ποστ μου είναι:
ΦΟΡΑΓΑΝ ΦΟΥΣΤΑ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΑΓΟΡΙΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 1900;
http://atheofobos2.blogspot.com/2021/12/1900.html
Χρίστος said
Buongiorno !
youtu.be/H1zUQefNLjw
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, ένα πράγμα που δεν με πείθει είναι πως ο αρχιμανδρίτης, που μου φέρνει σε τυπικό παραεκκλησιαστικό χουντόσπερμα, δεσμευόταν από το απόρρητο της εξομολόγησης.
dryhammer said
Το πενταρέ του 2 είναι αυτό που λέμε «μια μούτζα δυάρια»; [γιατί αν φτάσει στο μια μούτζα διάρροια, hasta la hesta, baby!]
dryhammer said
9. Είχαμε κι εδώ κάτι παρόμοιο, στη μεταπολίτευση όμως, αλλά η Χίος που βγάζει μεταξύ άλλων Μηταράκηδες και Μενδώναινες (για να μείνω στα πρόσφατα) δεν αντιδρούσε μα προσκυνούσε…
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
6 Ωραία η ιστορία με τον Σολωμό.
Για την παρέα με το καταστατικό κτλ. ο πατέρας μου έχει μοντέλο. Είναι η περίφημη παρέα των Βασιβουζούκων στη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου.
Που είχε σχεδόν όλα όσα και η μυθιστορηματική παρέα του Λιτόχωρου και άλλα πολλά.
Δύτης των νιπτήρων said
Είναι λίγο δύσκολο να γίνει πιστευτός αυτός ο συνδυασμός ακραίας μοναχικότητας και κοινωνικότητας του ήρωα – μ’ άλλα λόγια, ο συνδυασμός του πρώτου με το δεύτερο κεφάλαιο. Τούτων ούτως εχόντων, διαβάζεται πολύ ευχάριστα και με ενδιαφέρον για τη συνέχεια. (Να που έγινα κι εγώ ξινός, φταίνε οι κακές συναναστροφές· προσπαθώ όμως να το σώσω όπως βλέπετε).
leonicos said
Αν το πρώτο μέρος ήταν απολαυστικό
αυτό είναι έξι φορές απολαυστικότερο
και πολύ συγκινητικό
και γεμάτο χιούμορ κι εκπλήξεις.
Μου θύμισε ένα μπουκάλι μπύρας γεμάτο κονιάκ που ήπια μονορούφι
Μη γελάτε τέρατα!
Επιστρέφοντας στην Αρτοτίνα χειμωνιάτικα, το λεωφορείο μας άφησεστην Πενταγιού. Διανυκτερεύσαμε εκεί και την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε πέντε άνθρωποι για την Αρτοτίνα με τα πόδια, 25 χιλιομετρα δρόμο δρόμο (Ήμουν 27 χρονώ)
Ξεκινήσαμε 8 το πρωί, κάπου στον δρόμο μας πρόλαβαν κάποιοι από την αρτοτίνα και μας έφεραν λίγο φαγητό, και μας συνοδευσαν μέχρι το χωριό. Φτάσαμε κατάκορφα στις 7, είχε βέβαια νυχτώσει, οπότ μας υποδεχτηκε μια άλλη παρέα με κονιάκ (3* του καφενείου)
Έβαλα το μπουκάλι στο στόμα μου, κι το περιεχόμενο εξαφανίστηκε. Δεν κατ΄λαβα ούτε τη γεύση του.
Η διαφορα με τοεδώ μυθιστόρημ είναι ότι καταλαβαίνεις τη γεύση του
leonicos said
Ο τέως σύζυγος της Φωτεινής, νεότερός μου κατά 10 περίπου χρόνια, έλεγε ότι μικρός φορούσε φούστα, μέχρι τα πέντε, στην αγροτική Θεσσαλία. Γεννημένος το 55, μιλάμε για το 1960
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi59.
phrasaortes said
4. Πολιτικά το Λιτόχωρο ήταν όντως αριστερό. Είχε βέβαια και Μάυδες, αλλά η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν προοδευτικοί. Αριστερός ήταν και ο Φούντος, ο δήμαρχος που έπαυσε η Χούντα. Στους εορτασμούς για την επέτειο της επίθεσης στον σταθμό Χωροφυλακής, οι χουντικές αρχές φέρνανε ακροδεξιούς από τον Κούκο (το χωριό του διαβόητου Κισά Μπατζάκ) για τις ανάγκες της παρέλασης, επειδή υπήρχε έλλειψη τοπικών εθελοντών. Και στην Μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ κυριαρχούσε μέχρι την μεταρρύθμιση του Καλλικράτη και την αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ. Το κέντρο έχει πλέον διασπαστεί και η Δεξία επικρατεί στις εκλογές, χάρη στις ψήφους από τα γειτονικά χωριά.
Ο παπάς της κεντρικής εκκλησίας ήταν ο χαφιές του χωριού. Βέβαια παρέμεινε στην θέση του μέχρι και την δεκαετία του ’80. Πριν γίνει παπάς ήταν αγροφύλακας, οπότε έπεφτε καλαμπούρι με την γνωστή παροιμία («Ο κλέφτης κι ο φαγάς, ή δραγάτης ή παπάς. Αμ εσύ παπά-Βασίλη τα κατάφερες και τα δύο!»).
Όσον αφορά τις ανακρίβειες, νομίζω ότι η γενικότερη περιγραφή αντιστοιχεί περισσότερο σε ακμάζουσα πρωτεύουσα νομού παρά στο Λιτόχωρο, το οποίο ήταν μεν ο πλουσιότερη και μεγαλύτερη κοινότητα στην νότια Πιερία, αλλά παρέμενε χωριό. Σχετικά με το φροντιστήριο, για παράδειγμα, τα λίγα παιδιά που φιλοδοξούσαν να περάσουν στο Πανεπιστήμιο, πήγαιναν το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη για την προετοιμασία τους. Ούτε καν στην Κατερίνη. Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες φυσικά.
leonicos said
Πραγματολογικά τώρα
Πείθει ή δεν πείθει η σημερινή αφήγηση;
Πρώτα πρώτα, δεν πρόκειται για βίντεο αλλά για αφήγηση. δηλαδή για παρεμβολή τρίτου προσώπου, ενός αφηγητή, ο οποίος για να οργανώσει το υλικό του με τρόπο κατανοητό και που να δημιουργεί την αίσθηση ‘νήματος (fil)’ παίρνει οπωσδήποτε ορισμένες ελευθεριότητες, ‘αναθέτει ρόλους’, διαμορφώνει τους χαρακτήρες επί το ‘ρωμαλεοτερο’ για να τους κάνει πιο πικάντικους.
Το κείμενο δεν αποτελεί καταγραφή πληροφοριών. αποσκοπεί να μας διασκεδάσει, με την ευρεία ε΄ννοια του ‘σκεδάζω’. Τα περί λαβών και σκύλου, μπορείεπίσης να είναι εκ των ενόντων εξηγηση. ‘Γιατι ρε Λεώνικε έχεις αυτό το σημάδι στη μύτη σου;» > «Με τσίμπησε ενα περιστερι». Αν θεωρήσεις ότ το είπα για να με πιστέψεις, ενώ είναι σαφές ότι πρόκειται για μπιμπίκι…. δεν φταίω 100% εγώ.
Η αλήθεια είναι ότι αυτοί που γράφουν αντιμετωπίζουν ορισμένα προβλήματα και διλήμματα που συχνά αγνοούν εκείνοι που κρίνουν
sarant said
17 Eυχαριστούμε για τα πραγματολογικά!
Κιγκέρι said
17: Εμένα πάντως αυτό που με παραξενεύει είναι το πώς είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για το Λιτόχωρο και να αναφέρει τη θάλασσα κι όχι για τον Όλυμπο!
Πέπε said
13
Μπα. Εγώ, αν και εξέφρασα δυσπιστία (#6) προς άλλα σημεία, μ’ αυτό δεν έχω κανένα πρόβλημα. Άμα δε βρεις παρέα που να ταιριάζετε σε όλα τα γούστα χωρίς ανάγκη εκπτώσεων και συμβιβασμών, ή: μέχρι να τη βρεις, κάνεις παρέα με τον εαυτό σου.
Δε θα το κάνει ο καθένας. Άλλος θα πει «παρά να μείνω μόνος μου, θα κάνω και μερικές συμβατικές παρέες να μιλάμε για το ψάρεμα», άλλος πολύ απλά θα ταιριάξει εύκολα γιατί τα γούστα του δεν είναι σπάνια, αλλά πάντως υπάρχει και η περίπτωση του δασκάλου εδώ.
Κιγκέρι said
20: Διορθώνω:
γιατον Όλυμποgpointofview said
Δεδομένου πως είχαν ακόμα χούντα Παπαδόπουλου και γεγον΄τα Πολυτεχνείου ήταν αδύνατον τα επίκαιρα που έβλεπε να ήταν τριμήνου μια που ο Μαρκεζίνης ανέλαβε 8 οκτώβρη
ΚΩΣΤΑΣ said
Το Λιτόχωρο έχει και το επίνειό του, την Πλάκα, 5-6 χλμ δρόμος, μια ώρα φυσιολογικό περπάτημα. Συγγραφική αδεία όλα επιτρέπονται…
phrasaortes said
20. Η πρόσβαση στην θάλασσα είναι πολύ εύκολη. Συχνότερη επαφή είχαν οι Λιτοχωρίτες με την θάλασσα, παρά με το βουνό. Πολλοί μπαρκάρανε στα καράβια και το χωριό έχει μάλιστα και ναυτικό μουσείο. Μονάχα τελευταία έχει αλλάξει αυτή η σχέση με την άνοδο του ορειβατικού τουρισμού και την αντίστοιχη παρακμή των ναυτικών επαγγελμάτων.
kalantzianastasia said
Καλημέρα Νίκο, απλά υπέροχο, θαυμάσιο, είχα καιρό λόγω δουλειάς να διαβάσω ολόκληρο διήγημα του αείμνηστου πατέρα σου, αλλά πες μου υπάρχει συνέχεια αυτού του διηγήματος, έτσι δεν είναι; Καλή συνέχεια, καλά κουράγια σε όλα, καλό μήνα σε όλους με υγεία, πάνω απ’ όλα υγεία!
geobartz said
Δεν μπορώ να ξέρω πού (θα) το πάει ο πατήρ Σαραντάκος. Πάντως, την οργάνωση των «ρεμαλιών» την κτίζει (και) με κάποια δοκιμασμένα υλικά από την οργάνωση του κόμματος (ένα είναι, το είπαμε αυτό!): Για να γίνει κάποιος μέλος τον ξεσκόνιζαν οι «φωτισμένοι». Αυτό ήταν καλό, διότι εμπόδιζε κάποια κοινά καθάρματα να αναρριχηθούν σε θέσεις ευθύνης. Εμπόδιζε όμως τα κοινά καθάρματα, όχι τα επιτηδευμένα τοιαύτα, που ξεγλιστρούσαν, οπότε μπορούσαν να διαπράξουν πολλαπλάσια και θηριωδέστερα εγκλήματα. [παρακαλώ τους φίλους συσχολιαστές που ίσως αισθάνονται «αριστεροί» να μην ζητήσουν παραδείγματα, διότι …θα τα πω!].
Κατά τα λοιπά, ως αφήγημα κουράζει, διότι εισάγει πολλά πρόσωπα, προφανώς με σκοπό να δώσει ένα ιδιαίτερο ρόλο στον καθένα.
Κιγκέρι said
>>…και ένα μικρό σκυλί, που όσο κρατούσε το κούρεμα και το ξύρισμα που επακολουθούσε, καθόταν δίπλα στην πολυθρόνα και παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τη διαδικασία, κουνώντας την ουρά του.
Και είπε ο κουρέας:
– Μη φοβάστε, κύριε, δεν δαγκώνει, απλώς περιμένει να πέσει κανένα κομμάτι αυτί, ως συνήθως! 🤪
sarant said
24 Ε, ναι. Άλλωστε λέει ότι η θάλασσα ήταν πολύ κοντά.
28 🙂 🙂 🙂
Κιγκέρι said
28: Βιάστηκα να σχολιάσω! Διαβάζοντας παρακάτω, βλέπω ότι το ίδιο ανέκδοτο το ήξερε κι ο Λάμπης ο κουρέας! 🙂
>>…Όσο για το σκυλί, αυτό το είχε εκπαιδεύσει, άγνωστο με ποιον τρόπο, ο Λάμπης, να παρακολουθεί τη διαδικασία του ξυρίσματος με πραγματική λαχτάρα, κουνώντας την ουρά του. Σε τυχόν ερώτηση του πελάτη γιατί το σκυλί συμπεριφέρεται έτσι, ο Λάμπης του έλεγε αφελώς
«Να ξέρετε, άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε και καμιά φορά ξεφεύγει το ξυράφι και πέφτει κανένα αυτί…»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
28,29 -Ψιτ, Γκωγκέν!
leonicos said
is made against the backdrop of a highly specialized literary studies
in the academia the world over, resulting in a double tragedy: the alienation of literature from
the common reader and the divorce between literature and criticism.
από το To Critique or To Criticize Himansu Mohapatra
κοπιπαστωμένο
Κιγκέρι said
31: Έφη,
μάλλον δεν το ξέρω αυτό το ανέκδοτο! Τι είναι το ψιτ, Γκωγκέν;
dryhammer said
31,33 Μήπως ήθελε να πει «Ψιτ, Βαν γκονγκ»;
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Εγώ ξέρω το άλλο, με τον ζοχαδιακό κουρέα που πήρε στο μαγαζί τον γιό του για να του μάθει τη δουλειά.
Μπαίνει πελάτης για ξύρισμα, απλώνει ο νεαρός τη σαπουνάδα και αρχίζει να τον ξυρίζει, ενώ ο πατέρας του παρακολουθούσε.
Κάποια στιγμή, άμαθος ο νεαρός, χραααπ κατεβάζει ένα σαλάμι απ’ το μάγουλο του πελάτη. Πετάγεται απάνω ο πατέρας του, «κωλόπαιδο, αλήτη, θα μου το κλείσεις το μαγαζι!», και μέσα στα νεύρα του βουτάει το ανθοδοχείο και το πετάει στον γιό του. Σκύβει το παιδί, μπαμ το τρώει κατακέφαλα ο πελάτης, να το καρούμπαλο.
Τεσπα συνεχίζει το ξύρισμα, μετά από λίγο χραααπ άλλο σαλάμι. Πάλι ο πατέρας «τσογλάνι θα μου σκοτώσεις την πελατεία!», χριστοί, παναγίες, μπαμ του σβουράει τον ανεμιστήρα, σκύβει πάλι ο νεαρός, τον τρώει κατάμουτρα ο πελάτης, φόρα τα αίματα.
Μετά το τρίτο σαλάμι και το σκαμπό που έφαγε στο κεφάλι ο πελάτης, κοντά στο τέλος του ξυρίσματος, κάνει μια ατσαλιά ο νεαρός και του κατεβάζει ολόκληρο το αυτί. Οπότε του κάνει χαμηλόφωνα ο πελάτης:
-Παρ’ τ’ αυτί και κρύφτο για θα με σκοτώσει ο πατέρας σου.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
33 Ως ..κοψαύτης 🙂 Αλλά και…Ραχήλ κάνει 🙂
https://www.elculture.gr/blog/article/otan-o-gkogken-ekopse-to-afti-tou-van-gkogk-mia-apithani-theoria-ke-mia-epistoli-ekatontadon-chiliadon-evro/
Alexis said
Ωραία και ενδιαφέρουσα η συνέχεια.
Σχετικά με την ταυτότητα της κωμόπολης, να θυμίσω και πάλι ότι πρόκειται για μυθοπλασία, πράγμα που σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να περιγράψει με ακρίβεια τον τόπο.
Είναι ελεύθερος να βάλει κάποια δικά του στοιχεία για τις ανάγκες της πλοκής, όπως π.χ. το φροντιστήριο.
Η απόσταση από τη θάλασσα, αν θυμάμαι καλά, είχε πει στο προηγούμενο ότι ήταν 2 χιλιόμετρα, απόσταση που με κανονικό βάδισμα καλύπτεται σε 20-25 λεπτά.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Χαίρετε,
12β Κι εγώ με το που διάβασα την ένσταση σκέφτηκα (αλλά είπα να διαβάσω και τα σχόλια) πως ο Πέπε δεν έχει υπόψη του τους Βασιβουζούκους (που ο πατέρας σου θα είχε ακουστά τα κατορθώματά τους από τις διηγήσεις του παππού σου που ήταν μέλος – ή κάνω λάθος).
sarant said
38 Όχι, ο παππούς δεν ήταν στους Βασιβουζούκους, από επιλογή του, αλλά τους ήξερε καλά.
GeoKar said
Ομολογώ πως απορώ με κάποιες απο τις «πραγματολογικές» απορίες παραπάνω, αφού πρόκειται για μυθιστόρημα και, μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον κ ευχάριστο και όχι για ιστορικό ρεπορτάζ, επομένως μάλλον υπάγεται στις …διατάξεις περί ποιητικής αδείας – ή κάνω λάθος?
Αν, όμως, παρασυρομουν κι εγώ σε …πραγματολογικές διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με το σημερινό καρέ του 2, θα έλεγα ότι η λέξη «δυο» πριν τα «ΔΙΔΥΜΑ αδέρφια» περιττεύει – ή κάνω λάθος?
Καλό απόγευμα σε όλες κ όλους 🤓
GeoKar said
#37: 👍🤝🤝😊
Triant said
20: Δεν το βλέπω και πολύ λιτό το Λιτόχωρο.
Στο προκείμενο: Εμένα μου αρέσει πολύ και δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει κανείς να το δει σαν τουριστικό οδηγό ή ιστορικό δοκίμιο.
Επι πλέον, το να είναι κανείς κοινωνικός και κατά βάθος μοναχικός δεν νομίζω οτι είναι εξαίρεση, μάλλον ο κανόνας.
Την πλάκα με τις εξομολογήσεις την κάναμε κι εμείς στο Λύκειο αν και δεν μπορώ να φανταστώ τι λέγανε που ήταν χειρότερο από αιμομιξίες και κτηνοβασίες. Σ/Μ ίσως;
sarant said
42 Σας καταλάβαινε όμως ο εξομολόγος, υποθέτω,
ΓΤ said
40@
Άσε εκείνες τις εμαγέ λαβές που ήταν εντοιχισμένες στον τοίχο…
Alexis said
Ως προς το ρεαλιστικό της παρέας των ρεμαλιών:
Η αλήθεια είναι ότι τέτοιες πολυμελείς παρέες και με τέτοια δομή και κανόνες δεν υπάρχουν στις μέρες μας.
Το ερώτημα είναι αν ήταν δυνατόν να υπάρχει σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη το 1973. Αν η απάντηση είναι όχι (δεν το γνωρίζω), τότε ο Δ.Σ. έχει κάνει έναν αναχρονισμό μεταφέροντας πρότυπα και αφηγήσεις παλαιότερων εποχών.
Παναγιώτης Κ. said
Στο σχόλιο #17 διάβασα τη λέξη «χαφιές» και μου γεννήθηκε η περιέργεια αν η λέξη αυτή είναι σημασιολογικά ισοδύναμη με τα συνώνυμά της όπως: μάρτυρας κατηγορίας, πληροφοριοδότης, καταδότης, προδότης, ρουφιάνος, σπιούνος, καρφί, εφιάλτης, δωσίλογος, συκοφάντης,…
Φαντάζομαι , μπορούμε να σχολιάσουμε τη σημερινή ανάρτηση και παράλληλα να λεξιλογήσουμε πάνω στη λέξη που ανάφερα καθώς και στα συνώνυμά της.
Η λέξη χαφιές συναντιέται στο λεξιλόγιο της Αριστεράς. Στο λεξιλόγιο της…αντίπερα όχθης κυρίως ποιά λέξη χρησιμοποιούν για την ίδια έννοια;
ΣΠ said
8
Καθώς διάβαζα, αυτή η ταινία ήρθε στο μυαλό μου.
———–
Αφού έγιναν τόσες σχολαστικές παρατηρήσεις, ας κάνω κι εγώ μια. Λέει: «Είχε καθιερώσει να κουρεύεται κάθε είκοσι μέρες και τηρούσε απαρεγκλίτως αυτό το ρυθμό».
Απαρεγκλίτως δεν θα μπορούσε να το τηρεί αφού κάποιες φορές θα ήταν Κυριακή ή αργία.
BLOG_OTI_NANAI said
Έψαξα να βρω το ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου, αλλά δεν κατάφερα να το βρω κάπου.
Ψάχνωντας όμως κάποιους στίχους, βρήκα μία και μοναδική όμοια φράση στον Καζαντζάκη: «άδεια ονειροπολήματα»
Βλέπω ότι ο Πανσέληνος έχει γράψει για τον Καζαντζάκη, προφανώς θα έχει μελετήσει το έργο του και η φράση αυτή είναι αρκετά χαρακτηριστική για να είναι τυχαία:
ΓιώργοςΜ said
Καλησπέρα! Πολύ ωραία η συνέχεια, ανυπομονώ για το επόμενο.
…«η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» …
Τι σύμπτωση, μόλις χτες διάβασα ένα κεφάλαιο από τον «Καθρέφτη και το μαχαίρι» του Χατζιδάκι, με ακριβώς αυτόν τον τίτλο!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Το ήξερε το ποίημα, όπως και πολλά άλλα του Πανσέληνου,
Ένα άλλο που κάπως μου το θύμισε εμένα και νόμιζα ήταν αυτό :
ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ
Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.
Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.
https://sarantakos.wordpress.com/2012/05/13/panselinos/
William T. Riker said
Ωραία η συνέχεια, αδημονώ κι εγώ για την επόμενη! Αυτή η φάρσα με τα κατορθώματα του Καβάφη μου θύμισε μία αντίστοιχη που σκαρώσαμε με την παρέα μου πριν πολλά χρόνια σε έναν βαθμοθήρα κι απίστευτα ανταγωνιστικό, πλην όμως αφελή συμφοιτητή μας. Βρισκόμασταν έξω από το αμφιθέατρο περιμένοντας να έρθει η ώρα για την εξέτασή μας στο μάθημα της Νεότερης Ιστορίας, οπότε άρχισε να μας ρωτά για τα sos. Αφού είπαμε τα κλασικά (ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 19ου αι. κλπ), αρχίσαμε να του τσαμπουνάμε και για τον περίφημο πόλεμο της Μπεγκούμ μεταξύ Άγγλων και Ινδών, με αφορμή την απαγωγή από Βρετανό ταξιδιώτη μίας καλλονής χήρας τοπικού μαχαραγιά που επρόκειτο να καεί στην πυρά παρά τη θέλησή της και την αμύθητη περιουσία της (500 εκατομμύρια έτσι, μην ξεχνιόμαστε) κ.ο.κ. Στο τέλος κόντεψε να σκάσει από το άγχος μην τυχόν και πέσει αυτό το θέμα!
Θρακας said
Σε ενα τοπο και χρονο οπου ολα τασκιαζε η φοβερα τη χουντας και τα πλακωνε η επαρχιακη μικροαστικη σκλαβια,τετοιες παρεες απο ανοιχτομυαλους και ευαισθητους ανθρωπους ηταν βαλσαμο και χωρος ελευθερης εκφρασης και αλληλοκατανοησης.Ομορφη η παρουσιαση μιας τετοιας ανακατης παρεας,απο ψαρα και κουρεα μεχρι ας πουμε και καπως διανοουμενους.Αναμενουμε τις επομενες σκανταλιες,φιλια ζωης, της παρεας.
phrasaortes said
42. Δεν νομίζω ότι τα σχόλια έγιναν με κριτική διάθεση. Η κοινωνία του Λιτοχώρου πριν 50 χρόνια παρουσιάζει ιδαιέτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση, καθώς, σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά που παρήκμασαν λόγω της αστυφιλίας, το Λιτόχωρο διατήρησε τον πληθυσμό και τον πλούτο του, χάρη στον τουρισμό (χειμερινό και θερινό). Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με τις ψαροκαλύβες της Χαλκιδικής, γιατί ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής και πριν την έκρηξη της βιομηχανίας του τουρισμού, με σημαντικές υποδομές για μη αστική κοινότητα (Γυμνάσιο, ταξί, καφενείο με τηλεόραση κ.α.).
46. Προσωπικά την λέξη «χαφιές» την χρησιμοποιώ ως συνώνυμο του πληροφοριοδότη της αστυνομίας. Σε αντίθεση βέβαια με τον πληροφοριοδότη, ο χαφιές έχει αποκλειστικά αρνητική σημασία.
sarant said
48 Δυστυχώς τις συλλογές του Πανσέληνου δεν τις έχω εδώ.
51 🙂
Triant said
43: Υποθέτω πως ναι. Πάντως το τμήμα μας εξαιρέθηκε από την υποχρεωτική εξομολόγηση, που ήταν και το ζητούμενο 🙂
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Αυτή η Έζμπα από που προέκυψε; Δεν αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος, απ ό,τι θυμάμαι. Και τι όνομα είναι αυτό;
Mitsi Vrasi said
Πολύ ωραία! Άντε τώρα το δεκαπενθήμερο μαρτύριο της σταγόνας!
Το είπαν και άλλοι, το είπα και την προηγούμενη φορά: αδιαφορώ αν είναι στην Κοζάνη ή στη Λωζάνη.
Τέτοιες παρέες υπήρχαν και όχι μόνο στις πόλεις. Δημοκρατικοί άνθρωποι που ταίριαζαν τα χνώτα τους.
«Ανάκριση» πάντα γινόταν, κι απ’ όσο ξέρω γίνεται, για κάθε νεοφερμένο/η σε ήδη παλιές παρέες.
Όσο για πλάκες, τουλάχιστον στα χρόνια μου, γίνονταν. Πολλές.
Μια δική μου. Γνωρίσαμε στην τότε εφηβική παρέα μας, ένα πολύ καλό παιδί, λίγο μεγαλύτερο από μας, τον Ατρείδη. Η πιο στενή μου φίλη έλειπε, θα τον γνώριζε εκείνο το απόγευμα. Την πιάνω και της λέω, «κοίτα, κακομοίρα μου, μην μπερδέψεις το όνομα!» -οι άλλοι της παρέας μπροστά, κι η φίλη μου έκανε συχνά σαρδάμ. Ε… ας ρίξω αυλαία σ’ αυτή τη θλιβερή σκηνή.
Πάντως, μονοκατοικία δεν ξενυχτήσαμε για να χτίσουμε με τούβλα τα δυο παράθυρα και την εξώπορτα. Ούτε βάλαμε κάσα με κρέπια έξω από σπίτι κάποιου. Αυτά τα ‘κανε η παρέα του πατέρα μου.
ΥΓ. «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» δεν είναι παρθενογένεση.
Mitsi Vrasi said
56
Πώς δεν υπήρχε! Και μάλιστα στο β’ μέρος μαθαίνουμε και περισσότερα!
Παναγιώτης Κ. said
@53. Αν κατάλαβα καλά χαφιές είναι ο κάθε πληροφοριοδότης της αστυνομίας. Ακόμη και ο πληροφοριοδότης που δίνει πληροφορίες για ένα π.χ φορτίο ηρωίνης που έφτασε στον Πειραιά. Και αυτός ο πληροφοριοδότης είναι με «αρνητική σημασία»;
Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος.
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
58 Ναι μωρέ, ξαναδιάβασα το πρώτο, πως το ξέχασα τέτοιο όνομα!
phrasaortes said
58. Ο χαφιές είναι ο πληροφοριοδότης της αστυνομίας, αλλά λόγω της αρνητικής χροιάς της λέξης, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον όρο για κάποιον για τον οποίο έχεις θετική η ουδέτερη άποψη. Οπότε, στο παράδειγμα σας, ο ναρκέμπορας μπορεί να αναφερθεί στον πληροφοριοδότη ως χαφιέ, αλλά αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση ενός νομοταγούς πολίτη. Ο παπά-Βασίλης ήταν χαφιές, από την σκοπιά των αριστερών, αλλά νομιμόφρων από αυτή των καθεστωτικών. Τουλάχιστον έτσι χρησιμοποιείται ο όρος στο Λιτόχωρο, αλλά σίγουρα υπάρχουν κι άλλες σημασίες.
sarant said
57τέλος: Σωστά!
gpointofview said
# 57
Στην Κυψέλη έμενε σε απομονωμένη μονοκατοικία μια μάρτυς του Ιεχωβά, σε εποχές (55) κάποιου θρησκευτικού φανατισμού. Της έβαλαν έξω από την πόρτα πάνω σ’ ένα κοντάρι μια νεκροκεφαλή από μοσχάρι και τρελλάθηκε η γυναίκα, άλλαξε σπίτι.
Χαρούλα said
Επειδή και στο προηγούμενο αλλά και αυτό το απόσπασμα, ασχολούμαστε με ακριβείς-μη ακριβείς αναφορές αναρωτιέμαι. Εσείς πιστεύετε πως ένας καλός συγγραφέας δεν ήξερε, δεν ρώτησε πριν γράψει; Μήπως τελικά ξέρουν οι περισσότεροι τι γράφουν; Αφού δεν είναι ιστορική πραγματεία ή αστυνομικό, ποιός ο λόγος ο κάθε συγγραφέας να μην γράφει όπως τα φαντάζεται;
Προσωπικά δεν χαλάω την απόλαυση ένος καλογραμμένου ενδιαφέροντος κειμένου, προσπαθώντας να …διορθώσω τον συγγραφέα.
dimosioshoros said
Μας ήρθε στο νου η ταινία του Φελίνι I Vitelloni (1953) που νομίζω πως έμεινε αμετάφραστη στα ελληνικά ως «Οι Βιτελόνι». Η ταινία περιγράφει τα κατορθώματα κάποιων «ρεμαλιών» και, πραγματικά, ο Δημήτρης Δανίκας έτσι το αποδίδει. Οι αναφορές είναι στο Ρίμινι, όπου γυρίστηκε η ταινία, και είναι ο γενέθλιος τόπος του Φελίνι (όπου ο ίδιος ξαναγύρισε εκεί δημιουργικά με την ταινία του Amarcord (1974, [= «Θυμάμαι»]).
Mitsi Vrasi said
63
Το χτίσιμο ήταν σε σπίτι φίλου τους. Αλλά τα κρέπια όχι, και ήταν πολύ άσκημο. Η φίλη μου, που κοκκίνιζε με το παραμικρό, κρύφτηκε στο σπίτι της μια-δυο βδομάδες, μου μίλησε μετά την πρώτη, κι ευτυχώς, ο Ατρείδης ήταν εξαιρετικό παιδί. (Θα πω όμως, ότι για χρόνια γελάγαμε, και η ίδια.)
dimosioshoros said
Ειδήσεις από Λιτόχωρο παίρναμε συχνά τον καιρό πού ήμασταν στο Λουξεμβούργο και που ο δάσκαλος των παιδιών μας Χρήστος Σκρέτας, συμπαθής εκπαιδευτικός, είχε καταγωγή από εκεί. 🙂
Mitsi Vrasi said
65
Πάντως, δεν ήταν η γενιά των Βιτελόνων! 🙂
Μάλλον η διαφορά είναι ότι το ένα είναι κοινωνικό/δραματικό, ενώ το άλλο, επιστροφή στην εφηβεία; ΄
dryhammer said
Καταντήσαμε χειρότεροι κι απ’ τον Buttman με τίς «πραγματολογικές λαθοθηρίες» και τις «διορθώσεις». Λογοτεχνία είναι το γ..νο. Ή σε τέρπει ή δεν σε τέρπει.
[Στο φινάλε, πείτε πως αν προλάβαινε να το δώσει για έκδοση ο ίδιος, θα το «χτένιζε'» πριν και θα το «διόρθωνε»]
dryhammer said
#69. Συγγνώμη για την έκφραση, αλλά μου βγήκε το λιμανίσιο…
dimosioshoros said
@ 68 Mitsi Vrasi
Σωστά.
Christos D. Tsatsaronis said
Προσπάθησα να δημοσιεύσω το παρακάτω σχόλιο και στην πρώτη συνέχεια, αλλά για κάποιο λόγο δεν τα είχα καταφέρει:
Θα το μεταφέρω από μνήμης, γι αυτό και με μεγάλη επιφύλαξη. Σε κάποιο κείμενο του για την τέχνη της συγγραφής, ο Αμερικανός Στήβεν Κινγκ, αναφέρει ότι θεωρεί το πλέον σημαντικό συγγραφικό προσόν, αυτό που περιγράφει σε ένα βιβλίο ο συμπατριώτης του, Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ (1875 – 1950) ο οποίος και λέει (ως ο εαυτός του ή ο συγγραφέας – ήρωας, πίσω από τον οποίο «κρύβεται» ο Ε.Ρ.Μπ./δε θυμάμαι ακριβώς), κάτι σαν: «Ξεκίνα να διαβάζεις αναγνώστη και σε λίγο εγώ θα έχω ξεχαστεί»…
Συμφωνώ 100%. Πολύ σπουδαίο να σε παρασέρνουν μέσα τους τα κείμενα, οι ιστορίες, τα βιβλία, να ξεχνάς τον κόσμο. Και κάθε άλλο παρά αυτονόητο χαρακτηριστικό για κάθε συγγραφέα.
Στα βιβλία του Κου Δ. Σαραντάκου που έχω και σε όσα έχω διαβάσει εδώ, το στοιχείο αυτό υπάρχει πάντα. Μαζί με την υπέροχη αυτή γλώσσα που κυλάει αβίαστα.
Ευχαριστούμε και πάλι.
Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
http://www.badsadstories.blogspot.gr
http://www.badsadstreetphotos.blogspot.gr
sarant said
69 Μπορεί να υπάρχουν ανακολουθίες στη χρονολογική ροή, που αν το χτένιζε να τις έβλεπε. Τις γεωγραφικές κτλ. δεν νομίζω να τις θεωρούσε καν ανακολουθιες
72 Χίλια συγγνώμη που το σχόλιο αυτό είχε μείνει πιασμένο στη βαθιά μαρμάγκα
Mitsi Vrasi said
69
Εμάς που μας αρέσει όμως, για κάτι προσωπικά και για σινεμά που έχει σχέση με το βιβλίο, να μιλάμε, ε; Σκιάχτηκα!
Αστειεύομαι και τα ιμότζια τα βαριέμαι.
Δύτης των νιπτήρων said
68 Θα μπορούσαν οι Αmici miei να είναι οι Βιτελόνοι ενήλικες – εκείνοι που έμειναν στην κωμόπολη δηλαδή, όχι αυτός που φεύγει (και που πιθανόν πρόκειται να γυρίσει το Άμαρκορντ, πολλά χρόνια αργότερα).
Και τα δύο κοινωνικά/δραματικά θα τα έλεγα σε τελική ανάλυση.
ΚΩΣΤΑΣ said
Νικοκύρη, επειδή το διήγημα ήδη διήγειρε πολύ την φαντασία μας, βάλτο τουλάχιστον κάθε Τρίτη, τώρα τα 200 χρόνια της επανάστασης πέρασαν.
Προσπαθώ από τον τίτλο να μαντέψω που το πάει ο αείμνηστος Δ.Σ. αλλά, φευ, το μυαλό μου δεν πάει πουθενά. Ε! φουστάνια φορούσαν τα κορίτσια τότε, η Βαλεντίνα πρωτοφόρεσε παντελόνια. 😜
Υποψιάζομαι ότι κάτι μπορεί να έχει σχέση με τον εμφύλιο. Εκτός από την πρώτη επίθεση εκεί το 1946, ανήμερα των εκλογών, υπάρχει κι ακόμη ένας κάπως διάσημος νεκρός του εμφυλίου, ο Γρηγόρης Κολωνιάρης, παίχτης και παράγοντας του Άρη, με καταγωγή από το Λιτόχωρο. Το ξέρω από τα οδωνυμικά που ασχολήθηκα. Στα όρια των δήμων Θεσσαλονίκης και Αμπελοκήπων υπάρχει κοινή οδός, η Γρηγ. Κολωνιάρη.
Ενδεχομένως ο αγαπητός σχολιαστής Phrasaortes να ξέρει περισσότερα.
Γιάννης Κουβάτσος said
Συμφωνώ με τη Χαρούλα και τον Ντράι:λογοτεχνικό κείμενο είναι, ας το απολαύσουμε ως τέτοιο ή ας το παρατήσουμε στην ησυχία του. Με την εμμονή τους στα πραγματολογικά στοιχεία σκότωναν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας ακόμα και τα λίγα καλά λογοτεχνικά κείμενα που υπήρχαν στα σχολικά μας βιβλία.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
59 – Δεν είναι λάθος, για να έχει τέτοια πληροφορία, χαφιές του υποκόσμου θα είναι, δηλαδή τους πούλησε κανονικά.
Γενικά όποιος δίνει πληροφορίες στην αστυνομία, στην συνείδηση του λαού, είναι χαφιές, γιατί η αστυνομία δεν εκπροσωπεί τον λαό αλλά την άρχουσα τάξη την οποία όπως είναι φυσικό, δεν αγγίζει ΠΟΤΕ!
Alexis said
Οι αντροπαρέες αυτού του τύπου για να είναι δεμένες και σφιχτές πρέπει να είναι ολιγομελείς, μέχρι 5-6 άτομα το πολύ, Παραπάνω το πράμα ξεχειλώνει και δυσκολεύει. Εκτός από τους κλασικούς Amici miei που ήταν πέντε και εν συνεχεία τέσσερις όταν πέθανε ο ένας, να θυμίσω και το δικό μας 50-50 με τα τρία 50+ «ρεμάλια» που συναντιόνταν κάθε Παρασκευή βράδυ στο τσιπουράδικο.
Ίσως παλιότερα οι ρυθμοί της ζωής και τα κοινωνικά ήθη να ευνοούσαν τις μεγαλύτερες παρέες, σήμερα όμως όχι…
Alexis said
#0: Μολονότι οι ιδιοκτήτες (τρία αδέρφια, εγγονοί και κληρονόμοι του ιδρυτή) ήταν δημοκράτες, είχαν παλαιότερα κρεμάσει σε περίοπτη θέση, με υπόδειξη της Ασφάλειας εννοείται, τα έγχρωμα πορτραίτα των βασιλέων, τα οποία όμως, μετά το οπερετικό πραξικόπημα του Κοκού, πάλι με υπόδειξη της Ασφάλειας, τα είχαν αντικαταστήσει με το πουλί της Χούντας.
Mitsi Vrasi said
75
Ίσως να μπορούσαν, αν ζούσαν 30 χρόνια μετά (οι Βιτελόνι), αλλά έμειναν στην προηγούμενη ηλικία. Οι Βιτελόνι είναι σκληροί, το βλέπεις.
Διαφορά γυρισμάτων. Ίδια προβλήματα, άλλες εποχές.
Το κοινωνικά/δραματικά τώρα, ήταν το ψωμοτύρι του σπουδαίου ιταλικού σινεμά. Ό,τι και να γύριζαν είχε αυτή την αύρα.
Λοιπόν, έχω σπάσει το χέρι μου και γράφω εμ… δύσκολα. Πραγματικά θα μπορούσα να γράψω σεντόνι, αλλά κωλύομαι (π.χ. κοινωνικό μήνυμα Τσίτσο-Φράνκο-κολοσάλ-σπαγγέτι, και ανάλυση άμα βγει ο παλιογύψος)
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Στην περίπτωση του 19χρονου που μαχαιρώθηκε στην Θεσσαλονίκη, δύο νεαροί αυτόπτες μάρτυρες πήγαν μόνοι τους στην αστυνομία και έδωσαν πληροφορίες. Δεν νομίζω ότι κάποιος μη εγκληματίας θα τους χαρακτήριζε χαφιέδες.
SearchPeloponnese said
72.
«Ξεκίνα να διαβάζεις αναγνώστη και σε λίγο εγώ θα έχω ξεχαστεί.»
Χωρίς να θέλω να γίνω αγενής, αυτό θυμίζει λίγο Άρλεκιν.
Κατά την προσωπική μου άποψη, ο συγγραφέας κρίνεται από το πόσο αληθοφανώς αποδίδει τους χαρακτήρες και την κοινωνία που περιγράφει. Επομένως, λογικό είναι ο αναγνώστης να αναρωτιέται αν αυτά που διαβάζει θα μπορούσαν να είναι αληθινά («κατά το εικός και αναγκαίον», που λένε και στο χωριό μου).
Εντάξει, ο πατήρ Σαραντάκος δεν είναι ούτε Τολστόι, ούτε Μπαλζάκ, οπότε τον κρίνουμε με μια σχετική επιείκεια…
Mitsi Vrasi said
82
Για μένα ο χαφιές είναι το συνώνυμο (άλλης βαρύτητας βέβαια ο χαφιές) του μαρτυριάρη στο σχολείο. Ήταν το απόλυτα μισητό άτομο. Ο χαφιές είναι λέρα, βδέλλα, κάθαρμα, καθίκι…
Προσθέστε ελεύθερα
SearchPeloponnese said
«Χαφιές». Όπως την ξέρω εγώ τη λέξη, έχει πολιτική απόχρωση. Όχι κάποιος που μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με το «κοινό ποινικό δίκαιο», αλλά κάποιος που ενημέρωνε (τω καιρώ εκείνω) για το «ποιόν» του Α και του Β.
Έχω την αίσθηση (δεν μπορώ να το ξέρω από μέσα) ότι οι ναρκέμποροι (που αναφέρθηκαν ως παράδειγμα) δεν θα αποκαλούσαν χαφιέ αυτόν που τους κάρφωσε.
sarant said
76 Κώστα, θα τελειώσει πολύ γρήγορα αν το βάλω κάθε Τρίτη.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
– Τι ωραία παρέα! Τι απολαυστικό γράψιμο! Και οι υπερβολές χρειαζούμενες είναι μερικές φορές, για να δώσουν βαρύτητα σε κάποια γεγονότα ή πρόσωπα ή μέρη κλπ.
(Βέβαια, γούστα είν’ αυτά… 🙂 )
>>Η αδιάκοπη πολυλογία του κουρέα δεν έκανε εντύπωση στο Δήμο, που τη θεωρούσε μάλιστα σύμφυτη με το επάγγελμα.
Περιττό να πούμε ότι το επάγγελμα, όπως το ξέραμε παραδοσιακά, φθίνει συνεχώς. Με τα μεικτά κομμωτήρια για άντρες και γυναίκες, με κομμωτές και κομμώτριες, τα περιθώρια φλυαρίας (και κουτσομπολιού, βεβαίως-βεβαίως…) έχουν στενέψει.
Είναι εντυπωσιακό ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία, σχετικά με τη ζωή στο Ηράκλειο στις αρχές του 20ου αιώνα, είναι γραμμένο από τον ‘κουρέα του Μεγάλου Κάστρου’ Μανόλη Δερμιτζάκη.
7.
Όχι, Αθεόφοβε. Ναι μεν το La strada είναι του 1954, αλλά εγώ το είδα πρώτη φορά στην ‘Αλκυονίδα’, φοιτητής ων, αρχές του ’70 (νομίζω…). Θα πρέπει να προβλήθηκε και αλλού, φαντάζομαι!
ΚΩΣΤΑΣ said
86 Καλά, όπως νομίζεις, Νικοκύρη. Τουλάχιστον αν ήταν τυπωμένο, αυτό θα ήταν μια κάποια λύση, για μας.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
82 – Χαφιές, είναι ο «συνεργάτης» της εξουσίας-αστυνομιας, π.χ αυτοί που δίνουν ναρκωτικά στους «αναρχικούς», κι όχι όποιος δίνει μια οποιαδήποτε πληροφορία γενικά.
Υπάρχουν κι αυτοί που δίνουν μια πληροφορία για εκδίκηση, αυτούς τους λένε καρφιά.
Γιάννης Κουβάτσος said
Το λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι ούτε ρεπορτάζ ούτε αφήγηση πραγματικών γεγονότων. Είναι μυθοπλασία. Ο συγγραφέας κρίνεται από την τέχνη του να αφηγείται ιστορίες που γοητεύουν τους αναγνώστες, δεν κρίνεται από την πιστή αναπαράσταση των περασμένων. Το θέμα, βέβαια, είναι αν μιλάμε για αμιγώς λογοτεχνικό κείμενο ή αφήγηση παρελθόντων γεγονότων εμπλουτισμένη με λογοτεχνικά στοιχεία.
sarant said
88 Δίκιο έχεις κι εσύ ως αναγνώστης, αλλά είναι το τελευταίο του μεγάλο κείμενο που είναι αδημοσίευτο και θέλω να κρατήσει περισσότερο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Συμφωνώ με όσους προείπαν δεν νοιάζονται για ρεαλιστικές αναφορές στη λογοτεχνία και ειδικά στο συγκεκριμένο για μένα, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας άρχισε να με ιντριγκάρει, που αλλιώς τον είχα κι αλλιώς μου βγαίνει και μ΄έχει φάει ήδη κι εμένα η περιέργεια για τη συνέχεια. 🙂
Βρίσκω ζηλευτές αυτές τις επαρχιακές παρέες (αντροπαρέες στο προκείμενο) και την ατμόσφαιρά τους.
Στο Λεσβιακό ημερολόγιο του 2019 (Έχει γράψει σ΄αυτό και ο Νικοκύρης-το συζητήσαμε κι εδώ) έχει πολλά για τις παρέες μιας εποχής καθώς και για τους αλαφρούς ή ιδιόρρυθμους, ή σαλεμένους τύπους που έδιναν χρώμα δίπλα και μαζί με τις λογοτεχνικές και ευφρόσυνες αυτές συντροφιές.
Και μια και λέγαμε για ρουφιάνους και καρφιά (που ποτέ δεν απολείπουν από καμιά συνθήκη) :
» …Από την καθημερινότητα της Μυτιλήνης διαβήκανε πολύ τύποι, όπως η Κάιντα, η Κουτίλα που έκανε νέος τον μασίστα, ο Τζατζάς, ο Φερούκας, η Φόνισσα που λέγαν ότι “έδωσε” τον Πασχαλιά, …»
(διαβάστε το, αξίζει)
https://www.politikalesvos.gr/oi-palioi-quot-typoi-quot-tis-mytilinis-zontaneyoyn-xana-to-2019/
Υστερότοκος said
Ωραίο το αφήγημα. Οι αλήτες προσπαθούν να βγάλουν ψεύτρα την κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη που κατήγγειλε βιασμό
BLOG_OTI_NANAI said
«είδε την Έζμπα»
«Κανονικά» γράφεται «ίσμπα» και λιγότερο «ίζμπα» (=αγρόκτημα, εξοχικό σπίτι), το έζμπα είναι πολύ σπάνιο. Επίσης πουθενά δεν είδα να προσωποποιείται μια έζμπα. Στα λογοτεχνικά πράγματα, η πιο γνωστή, κατά γράμμα, «έζμπα» είναι στο ποίημα αυτό:
Alexis said
#90: Ναι σωστά έτσι είναι. Αλλά εδώ υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια. Ο συγγραφέας «προδίδει» από μόνος του την ταυτότητα της πόλης. Λέει «κωμόπολη της Πιερίας» στο πρώτο μέρος και σε τούτο εδώ υπονοεί σαφέστατα ότι είναι το Λιτόχωρο. Και ορίζει, με ακρίβεια μάλιστα, και τον χρόνο, 1973.
Οπότε ναι, ο αναγνώστης είναι λογικό να αρχίσει να αναζητά διασυνδέσεις με πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις. Υποσυνείδητα έστω, χωρίς να το θέλεις, διαβάζεις κάτι και αναρωτιέσαι «μα υπήρχε αυτό στο Λιτόχωρο του 1973;»
Αυτό δεν σημαίνει, όπως προείπα, ότι ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να τα περιγράψει όλα με σχολαστική ακρίβεια, υπάρχει κάποια ελευθερία να βάλει δικά του στοιχεία για τις ανάγκες της πλοκής.
Όμως με κάποιο μέτρο. Εάν γράψω ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο Λιτόχωρο το 1973 δεν μπορώ να γράψω π.χ. ότι στην πόλη υπάρχουν τρία Γυμνάσια και πεντ’ έξι οργανωμένα φροντιστήρια, ή ότι στην παραλία της περιοχής αράζουν το καλοκαίρι πολυτελή κρουαζιερόπλοια με τουρίστες.
Πέπε said
94
Δεν είναι προσωποποίηση εδώ, όνομα είναι. Τώρα θα μου πεις τι σόι όνομα είναι αυτό; Ποιος ξέρει, μπορεί κάποιο παρατσούκλι που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους…
Το ότι δημιουργεί απορίες πάντως δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Θα δούμε τι θα βγάλουν οι επόμενες συνέχειες…
ΣΠ said
96
Φαίνεται να είναι αραβικό όνομα: https://www.names.org/n/ezba/about
antonislaw said
Εξαιρετικό το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου, λαχταριστό και συντασσόμενος με τους λοιπούς συμφορουμίτες θα μας ανοίξει πολύ η όρεξη κάθε δεκαπέντε που θα δημοσιεύεται αλλά αξίζει!!!
15″ έλεγε ότι μικρός φορούσε φούστα, μέχρι τα πέντε, στην αγροτική Θεσσαλία. Γεννημένος το 55, μιλάμε για το 1960″
Και εμένα ο παππούς μου (γεν.1912-2010) μέχρι τα πέντε-έξι, μέχρι να πάει στο δημοτικό δηλαδή ή και στις πρώτες τάξεις του-δεν θυμάμαι καλά- μου έλεγε ότι στο χωριό του που ζούσε, Μοναστηράκι Ρεθύμνου, φορούσε κάτι σαν μακρύ φουστάνι, και μάλιστα από μέσα χωρίς εσώρουχο (ο προππάπους μου ήταν μεσαίος νοικοκύρης του χωριού). Μάλιστα θυμόταν με πικρία ότι όταν περνούσαν κοντά από γέρους εκείνοι συνήθιζαν με την κατσούνα τους να τους ανασηκώνουν τα φουστανάκια και να τα περιγελούν.
Πέπε said
Τα φουστανάκια των μικρών αγοριών τα αναφέρει νομίζω ο Τρελαντώνης. Τα έχω δει σε πολλές παλιές φωτογραφίες, και οικογενειακές μου και άλλες. Προφανώς εξυπηρετούσε το άλλαγμα στην ηλικία της πάνας, και το κατούρημα στην ηλικία που έχουν βγάλει την πάνα αλλά ακόμη δεν έχουν κατακτήσει την τέχνη σε όλο της το βάθος και την έκταση.
sarant said
98-99 Kαι του πατέρα μου μωρουδίστικη φωτογραφία έχει ένα φουστανοειδές
Μαρία said
98
Κοντά στο δημοτικό μου βρισκόταν ο μοναδικός τότε δημόσιος παιδικός σταθμός. Τα αγοράκια τα θυμάμαι με γκρι μπλε ποδιές και τα κοριτσάκια με ροζέ.
Ο πιο προχώ όμως ήταν ο χασάπης μας που του δεύτερου αγοριού του, όσο ήταν νήπιο, του φορούσαν σκουλαρίκια. Ήθελαν κορίτσι και δεν τους βγήκε.
ΓΤ said
100@
Και ο Ελύτης μωρό με φουστανάκι
Γιάννης Μαλλιαρός said
100 Μήπως φουφούλα;
Πάντως, στο δημοτικό φοράγαμε (και τ’ αγόρια) ποδιά. Η οποία λίγο διέφερε από φορεματάκι στις πρώτες τάξεις, μετά έγινε σε μέγεθος μπουφάν (κι ύστερα καταργήθηκε – μιλάω πάντα για τ’ αγόρια).

Μαρία said
103
Ποδιά και κορδέλα εμείς φορέσαμε υποχρεωτικά στο γυμνάσιο και τ΄αγόρια μόνο πηλήκιο.
spyridos said
101
Ενας πρώτος μου ξάδελφος πρωτοφόρεσε παντελόνι όταν πήγε πρώτη δημοτικού το 1976 ή 1977.
Πάντα με ροζ φουστανάκια, μακριά μαλλιά , σκουλαρίκια κτλ
Οι γονείς του απελπισμένοι που σε αυτή την τελευταία προσπάθεια και χρόνια μετά την προηγούμενη, έκαναν πάλι αγόρι.
Ως το 1900 περίπου σε ολόκληρη την Ευρώπη τα αγόρια φορούσαν φουστάνια ως τα έξι τους.
Μερικές φωτογραφίες από την ιστορία του γκολφ. Παιδάκια (αγοράκια δηλαδή) αριστοκρατών που τα έπαιρναν μαζί τους στο γκολφ.
Ο πρίγκηπας (2 χρονών) Χένρυ Φρέντερικ, γιός του Ιάκωβου Α΄ και ΣΤ΄ το 1595

Δυό αγόρια στην Ολλανδία έτοιμα να παίξουν γκολφ

