Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Κοσμικά – σερέτικα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2022


Θα παρουσιάσω σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο πάνω σε ένα εύθυμο χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, που σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου. Ωστόσο, ο Κόρτο δεν περιορίστηκε στο να πληκτρολογήσει το χρονογράφημα του Ψαθά ή έστω να το σχολιάσει σε εισαγωγή και επίλογο, αλλά πρόσθεσε επίσης ένα απόσπασμα από ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ψαθά, οπως και ένα παρεμφερές χρονογράφημα του Δημ. Γιαννουκάκη -κι έτσι εμπλούτισε πάρα πολύ το αρχικό κείμενο.

Μια και ο Κόρτο έχει γράψει και εισαγωγή, εγώ δεν θα πω τίποτε άλλο, του δίνω ευχαρίστως τον λόγο. Προσθέτω μόνο μερικά γιουτουμπάκια σε λινκ. Αλλά επειδή εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω ότι το κείμενο έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, τόσο ως προς τη μίμηση της διανθισμένης με γαλλικά ιδιολέκτου των νεόπλουτων ή τις παρατηρήσεις του Ψαθά για τα ρήματα σε -άρω, όσο και ως προς την αναφορά στο επιφώνημα «Ιφ» (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο).

Εισαγωγή

Τον σφετερισμό του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ και μάλιστα από κάποιους εκ των «πλουτισάντων επί Κατοχής» θίγει ο Δημήτρης Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Κοσμικά – σερέτικα». Στο κείμενο στηλιτεύεται η υποκριτική μεταστροφή ενός κόσμου που ενώ μέχρι πρόσφατα περιφρονούσε και επιτίθετο σε οτιδήποτε λαϊκό και ελληνικό, ακόμα και στην γλώσσα μας, εκ των υστέρων υιοθέτησε συνήθειες συμπεριφοράς και ψυχαγωγίας που κανονικά ήταν ταυτισμένες με τα λαϊκά στρώματα –εκτοπίζοντας τα τελευταία από τους δικούς τους φυσικούς χώρους.

Το κείμενο αντλήθηκε από αχρονολόγητο τόμο ανθολόγησης δημοσιευμάτων του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο «Από την εύθυμη πλευρά», εκδόσεις Μαρή (πιθανώς επανέκδοση). Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι μία έκδοση με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε το 1960. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί η ακριβής χρονολόγηση και το φύλλο της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύθηκε το εν λόγω χρονογράφημα. Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα. Οπωσδήποτε η χρονολόγηση του ακολούθου κειμένου θα πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1948, δεδομένου ότι το τραγούδι «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» (ή αλλιώς «η ντερμπεντέρισσα») του Βασίλη Τσιτσάνη και του Νίκου Ρούτσου πρωτοηχογραφήθηκε στις 18/10/1947, σε ερμηνεία της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του συνθέτη (η σχετική πληροφορία από τον ιστότοπο rebetiko sealabs).

 

ΚΟΣΜΙΚΑ – ΣΕΡΕΤΙΚΑ

Πήγατε στα μπουζούκια; Όχι; Κύριε ελέησον! Όλος ο καλός κόσμος πηγαίνει στα μπουζούκια σήμερα –είνε πολύ της μόδας. Δεν το ξέρατε; Τότε, λοιπόν, δεν παρακολουθείτε τις τάσεις και τις ψυχαγωγικές προτιμήσεις της εποχής. Τα μπουζούκια είνε από τις βαρύτερες και τις πιο σέρτικες μουσικές απολαύσεις των λεπτοφυών ψυχών που εμπούχτισαν όλα τα άλλα. Ως τώρα η καρδιά τους ήταν δοσμένη ολοκληρωτικά στον Μπετόβεν και τον Μοζάρ. Τώρα ο Μοζάρ και ο Μπετοβέν μοιράζονται την δόξα με τα μπουζούκια! Μπορώ να σας πω, μάλιστα, ότι η «ντερμπεντέρισσα» έχει περισσότερο σουξέ από τις συμφωνίες του Μποτοβέν.

Μια πολύ καθώς πρέπει κυρία, που τρώει το ρο, ήταν καταγοητευμένη.

-Πήγατε μπουζουκιά;

-Μπουζουκιά, μαντάμ;

-Βουί. Τ’ ακούσατε; Είνε υπέγοχα! Εγώ πηγαίνω κάθε βγάδυ!

Κι’ άρχισε να τραγουδά με καλλικέλαδη φωνή ένα βαρύ ρεμπέτικο:

Είμαι μια γυναίκα φίνα – ντεγμεντέγισσα

που τους άντγες σαν τα ζάγ-για – τους μπεγλέγισα

Ομολογώ ότι δεν περίμενα τόσο σερετιλίκι από μια τέτοια ύπαρξη:

-Τους μπεγλερίσατε, μαντάμ;

-Βουί.

-Από κάτω απ’ το ραδίκι, κάθονται δυο πιτσιρίκοι.

-Τι είνε απτό;

-Απτό είνε ένα παληό ρεμπέτικο, κλασσικό.

Έδειξε πολύ ενδιαφέρον γιατί ο καλός κόσμος τελευταία δείχνει πολύ ενδιαφέρον για κάθε τι σερέτικο. Ως τώρα όχι μονάχα τ’ απέφευγε με φρίκη, όλα αυτά, αλλά και δεν καταδεχόταν ούτε καν τα ελληνικά του να μιλήση παρά μονάχα εν εσχάτη ανάγκη κι’ όταν τύχαινε να τα μιλά, φρόντιζε να τ’ αραιώνη με λίγη ξενική διάλυση για να μη του τσούζουν το λαρύγγι. Γι’ αυτό άκουες εκείνα τα θελκτικά φραγγολεβαντίνικα εστιμάρω, πλεζαντάρω, φρεκαντάρω, ανταπτάρω, κονσολάρω, ντεφινάρω, ντιβορσάρω κι’ άλλα τέτοια ων ουκ έστιν αριθμός –εκλεπτισμένες αποδόσεις αντιστοίχων ελληνικών ρημάτων με γαλλοποιημένες καταλήξεις, επί το αριστοκρατικώτερον. Αλλά η γλωσσική ιδιορρυθμία του καλού κόσμου προχωρούσε συχνά πολύ περισσότερο κι’ έπαιρνε απροσδόκητες εκφραστικές μορφές. Δεν μ’ έφερε σ’ αδιέξοδο μια φορά κάποια τέτοια κυρία με κάτι τέτοια; Μόλις μας είχαν συστήσει. Μου έσφιξε το χέρι με κύτταξε στα μάτια και με ρώτησε:

-Πώς κάνετε;

Έμεινα! Και σκεφτόμουν –μωρέ τι με ρωτάει τούτη; Και γιατί τάχα το ρωτάει;

-Πώς κάνω, είπατε;

Χαμήλωσα τα μάτια με συστολή και προσπαθούσα να βρω τρόπο ν’ απαντήσω περιφραστικά στην απορία της όταν ευτυχώς μου ξαναείπε:

-Τι κάνετε;

-Παρντόν μαντάμ. Κάτι άλλο με ρωτήσατε.

-Ναι. Ρώτησα πώς κάνετε. Έτσι συνηθίζεται τώρα.

Στον καλό κόσμο συνηθιζόταν τότε να ρωτάνε πώς κάνετε, αλλά δεν ήταν τίποτε κακό. Επρόκειτο απλούστατα για την επί λέξει μετάφραση του αγγλικού «χάο ντου γιου ντου» που δεν θα πη «τι κάνετε» αλλά «πώς κάνετε». Κι’ επειδή οι Εγγλέζοι δεν ρωτάνε τι κάνετε αλλά πώς κάνετε με ερώτησε κι’ εκείνη πώς κάνω και με μπέρδεψε. Σήμερα όμως ο καλός κόσμος εγκατέλειψε όλα αυτά –μόδες είναι και περνάνε- και τόρριξε στο σερετιλίκι. Στους κοσμικούς κύκλους είναι τώρα πολύ αν βογκ οι λαϊκές εκφράσεις και βλέπετε την καθώς πρέπει δεσποινίς να τραβά το πακετάκι και να λέη:

-Ντάρλιγκ, τσίμπα τσιγαράκι.

Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα από αυτά κι’ ένα βράδυ ένιωσα κατάπληξη. Βρέθηκα στα «μπουζούκια» κι’ εκεί που περίμενα να δω «αδερφάκια», και «ιφ», και ωραία λαϊκά βαρύθυμα τσαλιμάκια στις στροφές του χασάπικου, με το μαλλί πεσμένο στο κούτελο και με τις στράκες των δακτύλων στις βαρύγδουπες αναπηδήσεις του χορού, είδα λιμουζίνες και κομψές κυρίες ν’ αριβάρουν. Άρχισα ν’ αμφιβάλλω, αν βρισκόμουν στου Γιαννάκη ή στις Τζιτζιφιές, αλλά η μελωδικά βραχνή φωνή της μάγγικης ορχήστρας με τα μπουζουκάκια και τα μπαγλαμαδάκια δεν επέτρεπαν αμφιβολίες. Κομψότατες κυρίες καθόντουσαν εκεί κι’ απολαμβάνανε μερακλωμένες το πιο σέρτικο χαρμάνι της λαϊκής μουσικής παραγωγής:

Τρέξε, μάγγα, να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμ’ εγώ…

-Πούσαι καϋμένε Μπετόβεν προδομένε! είπα μέσα μου κι’ ύστερα γύρισα σ’ έναν βαρύθυμο λαϊκό τύπο που ερέμβαζε συννεφιασμένος στο πλαϊνό τραπεζάκι και ρουφούσε μόνος τη ρετσίνα του.

-Χάλασε το μαγαζί!

Γύρισε και με κύτταξε:

-Ναι, μωρ’ αδερφάκι! Δε γλέπεις τι γίνεται; Μπουκάρισε το Κολωνάκι. Ένα σερετιλίκι μας έμεινε, μας το πήρανε κι’ αυτό.

Κύταξε δεξιά, έφτυσε αριστερά, ύστερα τράβηξε το ποτήρι του και πρόσθεσε:

-Κύττα πέρα, μωρ’ αδερφάκι. Ο Κοκός έγινε ντερβίσης!

Κι’ ένα αδιόρατο χαμόγελο ανέβηκε στο βαρύθυμο πρόσωπό του, ενώ ο Κοκός παραπέρα τα κοπανούσε γενναία απολαμβάνοντας με την καθώς πρέπει συντροφιά του την σέρτικη μουσική του ρεμπέτικου. Μίλησε επί τέλους, η ψυχή της εξελιγμένης μαυραγοριτίας.

*********************

ΣΧΟΛΙΟ

Το μοτίβο της απροσδόκητης επαφής της ξενομανούς και υπεροπτικής «καλής κοινωνίας» με τον λαϊκό πολιτισμό έχει καταγραφεί σε έναν αριθμό τραγουδιών, κειμένων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών. Ενδεικτικώς σημειώνεται το τραγούδι «Παλιά ταβέρνα» σε μουσική του Γ. Βιτάλη και στίχους του Σπύρου Μελά και του Αλέκου (ή ίσως του Μιλτιάδη) Λιδωρίκη (1931). Σκηνή ρεμπέτικου γλεντιού σε κατοικία νεόπλουτων που προσπαθούν να μιμηθούν την ευρωπαϊκή αριστοκρατία απαντάμε στην ταινία «Ο πύργος των ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου και του Γιώργου Ασημακόπουλου (1952), όπου εμφανίζεται η ορχήστρα του Γιώργου Μητσάκη, μαζί και την Άννα Χρυσάφη (ερμηνεία) και τον Γιώργο Ζαμπέτα (μπουζούκι) να παίζει το γνωστό «Μια γυναίκα δύο άντρες» (στίχοι – μουσική του Μητσάκη, ηχογράφηση σε δίσκο 1952). Αλλά και ο ίδιος ο Ψαθάς στο ευθυμογράφημά του «οικογένεια Βλαμένου», γραμμένο σε συνέχειες σε περιοδικό περί το 1950, περιλαμβάνει την ακόλουθη αστεία σκηνή από την δεξίωση του λόρδου Φαγάνα, όπου παρευρίσκεται και ο πολιτευτής Ζαν Βλαμένος:

(…)

Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη από την «οικογένεια Βλαμένου» του Δημήτρη Ψαθά.

Στο μεταξύ, όμως, κάποιος από το «χάι λάιβ», σκασμένος απ’ τις σάμπες και τα σουίγκ γλύστρησε στο ραδιογραμμόφωνο κι’ έβαλε μια πλάκα ρεμπέτικη. Ύψιστε! Τα πάντα άλλαξαν αστραπιαία! Με τους πρώτους ήχους των μπουζουκιών όλοι οι αετονύχηδες της μαύρης αγοράς και του λαθρεμπορίου στάθηκαν έκπληκτοι. Με τους δεύτερους αναγάλλιασαν. Με τους τρίτους χλιμίντρισαν. Βαρύ, γλυκό, σερέτικο χύθηκε το τραγούδι στην ατμόσφαιρα:

Η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι
Στον κόσμο το σημερινό, αυτό το ξέρουν όλοι!…

Και τότε, λόρδοι και λαίδες ξεσπάσανε σ’ ένα απολυτρωτικό:

-Αμάν! Βαγγελίστρα μου!

Κατακόκκινος από οργή ο οικοδεσπότης λόρδος Φαγάνας είδε την καταστροφή κι’ έτρεξε ανάστατος στο ραδιογραμμόφωνο να βγάλη την πλάκα σαν πυροσβέστης που τρέχει να σβύση τη φωτιά. Αλλά δεν ήταν φωτιά εκείνο που άναψε. Ήτανε έκρηξη πυριτιδαποθήκης. Πάταγος γινόταν. Οι καλεσμένοι ουρλιάζανε σφυρίζανε, χτυπούσαν παλαμάκια και δυο τρεις πετάξανε τα φράκα κι’ ώρμησαν στην μέση να χορέψουν το ζεμπέκικο ενώ ο κυρ-Αντρέας Βλαμένος συνεπαρμένος απ’ τη μελωδία των μπουζουκιών –στους οίστρους του τσακίρ κεφιού- τραγουδούσε μουγκρίζοντας τους πολυσήμαντους στίχους:

Ζηλεύουνε οι φίλοι μου ντυμένο
σαν με δούνε

Μπατίρη θέλουν να με δουν
για να φχαριστηθούνε!…

Του κάκου ο λόρδος Φαγάνας φώναζε:

-Όχι! Όχι! Αυτά απαγορεύονται!

Οι καλεσμένοι όμως βοούσαν:

-Άστους Φαγάνα! Άσε τα παιδιά να ξεθυμάνουν! Γεια σας τζιμάνηδες! Γεια σας δερβισόπουλα!

(…)

 

Περίπου την ίδια εποχή, στις αρχές του ’50, το θέμα της επαφής του μπουζουκιού με τα υψηλά κοινωνικά στρώματα και την υποτιθέμενη διείσδυση του ρεμπέτικου μέσα στις φόρμες της ακαδημαϊκής τέχνης, διακωμωδεί ο Δημήτρης Γιαννουκάκης από την στήλη «Σοβαρά και αστεία» της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (5/10/1951) στο ακόλουθο ευθυμογράφημά του με τίτλο «ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΣΤΡΙΕΣ»:

 

Με παρεκάλεσαν να μην κάμω χρήσιν ονομάτων και σέβομαι την παράκλησι. Το γεγονός όμως είναι εξακριβωμένο και αδιαφιλονίκητο. Μου το επιβεβαίωσε γνωστός λαϊκός μουσικός, του οποίου η στιχουργική φαντασία δεν φτάνει βέβαια τον Μπωντελαίρ, αλλά το πολύ έως το ποιητικώτατο τετράστιχο:

Γεια-χαρά νταν, γεια-χαρά νταν
σε είδα στο καφέ σαντάν
να πίνης ούζο και κρασί
και να μη λες ούτε μερσί…

Μου το εβεβαίωσε λοιπόν και μου είπε:

-Ίσαμε τώρα έχω τρεις.

-Μαθήτριες;

-Μαθήτριες.

-Στο μπουζούκι;

-Αμέ πού; Στο βιολοντσέλλο; Μπουζούκι ξέρω, μπουζούκι ήρθαν να μάθουν τα κορίτσια.

-Τι πράγματα είναι αυτές;

-Πρώτης γραμμής κοπέλλες. Η μία είναι κόρη πρώην υπουργού. Της αλληνής ο μπαμπάς είναι βιομήχανος και η τρίτη είναι ορφανή από πατέρα, έχει όμως κληρονομήσει δύο πολυκατοικίες και η προίκα της κουβεντιάζεται σε δέκα χιλιάδες κομμάτια.

-Και θέλει να μάθει μπουζούκι;

-Θέλει λέει; Δίπλωμα πιάνου, θεωρία, αρμονία, απ’ όλα. Πέρυσι το καλοκαίρι ερχότανε στα «μπουζούκια». Ξετρελλαμένη. Κουβάλησε κι’ άλλες φίλες της. Και φέτος μου αρριβάρησε κι’ ήρθε να μάθη.

-Έμαθε;

-Πάει φίνα. Στην διπλοπεννιά δεν τα καταφέρνει, μα θα την ξεσκολίση κι’ αυτή.

-Τη διπλοπεννιά;

-Μάλιστα.Η άλλη, η κόρη του υπουργού έμαθε μπουζούκι τέλειο. Τώρα άρχισε μπαγλαμαδάκι.

-Κι’ η τρίτη;

-Μπουζούκι κι’ αυτή. Τα κορίτσια έχουν δίκιο. Γίνονται συναυλίες και ρεσιτάλ και δεν πατάει ψυχή. Μπετόβεν σου λέει και τρέχα γύρευε. Καλός ήτανε ο Μπετόβεν βέβαια και μεγάλος, μα τώρα αυτοί παλιώσανε. Είναι η σειρά μας.

-Σωστά. Γεια-χαρά νταν, γεια-χαρά νταν.

-Σε είδα στο καφέ σαντάν!… Πού το ξέρεις;

-Έχω καταγίνει λίγο με την ποίησι, του είπα, και τέτοια αριστουργήματα δεν τα ξεχνώ εύκολα.

-Λοιπόν, τι λέγαμε; Α, ναι… για τις κοπέλλες. Βλέπουνε ότι στα ρεσιτάλ δεν πατάει κόσμος, ενώ τα μπουζούκια τραβάνε τους φιλόμουσους, σκεφτήκανε να δώσουν μια συναυλία μπουζουκιών.

-Μπουζουκορεσιτάλ;

-Ακριβώς;

-Τι θα παίξουν;

-Ου!… Ένα σωρό πράγματα. Εκτός από διάφορα τραγούδια έχουν γραφτή και συμφωνίες.

-Δεν το ήξερα αυτό.

-Πού ζης κακομοίρη; Έχει γράψει ο Νώντας ο Στραβοκάνης τη «Συμφωνία του Μαστούρη…».

-Ενδιαφέρον. Θα είναι σε τόνο «ρε».

-Ναι, πού το ξέρεις;

-Μα όλες οι συμφωνίες που κάνετε είναι σε ρε. «Παίξε μας ρε…», «Καλά ρε…», «Τι γουστάρετε να παίξω ρε;».

-Μου φαίνεται πως με δουλεύεις ρε…

-Όχι ρε!… Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα;…

-Υπάρχουν κι’ άλλες συνθέσεις: «Το πρελούδιο του χαρμάνη», «Η παθητική σονάτα του Τεκέ», η συμφωνία «Ντα-ρα-ντα-ντραμ… ντα-ρα-ντα-ντραμ, θα ξηγηθούμε με το τραμ» κι’ άλλες πολλές.

-Δηλαδή μεγάλη μουσική κίνησις.

-Πολύ μεγάλη. Αν πάη έτσι το πράγμα, θα ανοίξω «Μποζουκείο».

-Τι μπουζουκείο;

-Πώς είναι το Ωδείο; Εγώ θ’ ανοίξω σχολή για μπουζούκι κι’ ελπίζω σε δυο –τρία χρόνια να γραφτούν και μελοδράματα με ορχήστρα μπουζουκιών.

-Μελοδράματα;

-Αμέ; Πόσα χρόνια θα βλέπη ο κόσμος Ριγκολέτο και Φάουστ; Υπάρχει ένα λιμπρέττο με τον τίτλο «Το μπεγλέρι του Τσίφτη», που θα γίνη μπουζουκόδραμα.

-Πώς το είπες;

-Μπουζουκόδραμα πρώτης τάξεως. Η Τραβιάτα θα πεθάνη…

-Μα πέθανε φυματική, νομίζω…

-Θα πεθάνη άλλη μια φορά και στη θέσι της θα παίζεται το μπουζουκόδραμα «η Ντελμπεντέρισσα».

-Είναι καλό;

-Τσίφτικο. Και υπόθεση πολύ δραματική: Η Ντελμπεντέρισσα αγαπάει τον Μαγγιόρο μα εκείνος της κάνει κορδελλάκια με μια φραγκοραφτού. Έχει μια άρια μέσα στην ώρα που συναντάται στη ζούλα με τη φραγκοραφτού που θα χαλάση κόσμο.

-Δεν μου λες; Ποιος μαέστρος θα διευθύνη τα μπουζουκοδράματα; Δεν πιστεύω να φέρετε απ’ έξω;

-Και βέβαια θα φέρωμε απ’ έξω. Γιατί η Λυρική Σκηνή φέρνει μαέστρους απ’ έξω; Θα φέρωμε κι’ εμείς. Λογαριάζομε μάλιστα για την έναρξι να φέρωμε τον μαέστρο τον Μεμέτη τον Αμπού-Χασσάν.

-Τι είναι αυτός;

-Τούρκος! Μπουζουκτζής μεγάλος. Μας τρώει όλους εμάς!…

-Κι’ οι μπουζουκίστριες; Πότε θα κάνουν εμφάνισι;

-Μα ίσως τον χειμώνα να τις χειροκροτήσετε…

Τι άλλο θέλομε; Παραπονούμεθα ότι δεν έχει μουσική κίνησι ο τόπος. Τα μελετώμενα σχέδια το διαψεύδουν.

*********************

Εν κατακλείδι ας σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου τραγουδιού αναφέρθηκαν στην αποδοχή του μπουζουκιού από την αριστοκρατία, άλλοτε ως μία χιουμοριστική φαντασία, όπως απεικονίζεται στο τραγούδι «Παραπονούνται οι μάγκες» του Γιοβάν Τσαούς (1936) και άλλοτε ως πραγματικότητα, όπως περιγράφεται στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά» (1947), «Κολωνάκι Τζιτζιφιές» (1948) και στο μεταγενέστερο «Το μπουζούκι στο Παρίσι» (1960). Είναι εξαιρετικά επισφαλές να αποφανθεί κανείς ποιοι από τους λαϊκούς μουσικούς -όσοι επέζησαν μετά την Κατοχή- υποδέχθηκαν με ικανοποίηση ή απέρριψαν την διεύρυνση του ακροατηρίου τους προς την «καθώς πρέπει» κοινωνία. Εξίσου παρακινδυνευμένη είναι η υπόθεση ότι η διεύρυνση αυτή αποτέλεσε την βασική αιτία της μετέπειτα εμπορευματοποίησης και ποιοτικής υποβάθμισης του λαϊκού μας τραγουδιού. Το σίγουρο είναι ότι η εκβιασμένη προσπάθεια των νεόπλουτων να αποστασιοποιηθούν από την φυσική τους κοιτίδα, δηλαδή τον ελληνικό λαό, οδήγησε συχνά σε πραγματικά κωμικοτραγικές καταστάσεις…

 

Προσθήκη: Ο φίλος μας ο Σπύρος μού στέλνει το χρονογράφημα του Ψαθά στα Νέα στις 10.9.1948, που έχει πολλές ομοιότητες με το κείμενο που δημοσιεύεται στο άρθρο μας.

Advertisement

214 Σχόλια προς “Κοσμικά – σερέτικα (μια συνεργασία του Κόρτο)”

  1. leonicos said

    την καθώς πρέπει δεσποινίς

  2. leonicos said

    την καθώς πρέπει δεσποινίς

    γιατί μου χτύπησε στο μάτι;

    έχει τίποτα το παράξενο;

    Ο Τζι ν’ απαντήσει

  3. Το θυμάμαι το χρονογράφημα του Ψαθά, κάπου υπάρχει ο τόμος στο πατρικό. Νομίζω μια παρόμοια σκηνή υπάρχει και στη Μαντάμ Σουσού.
    Το κείμενο του Γιαννουκάκη, από την άλλη, διαβάζεται λίγο διαφορετικά στο φως των έργων του Μίκη λίγα χρόνια αργότερα.

  4. leonicos said

    Θα σας πω μια ιστορία

    Τον Λεώνικο τον ξέρετε;
    Δεν τον ξέρετε!
    Ο Λεώνικος, λοιπόν, ήταν ένας τύπος αμόλυντος από λαϊκή μουσική.
    Ήξερε μόνο κλασική και εκκλησιαστική (ας την πούμε έτσι, χωρίς λεπτομέρειες)
    Ξαφνικά εμφανίστηκε στο Λαϊκό Νοσοκομείο ένας νεαρός κύπριος, ο Φαίβος ο Γεωργιάδης,
    αδελφός του …. Γεωργιαδη του ΡΙΚ, κι εγιναν φίλοι.
    Ο Φοίβος είχε μερικές ιδιότητες α) ήταν ωραίος αλλά όχι ωραιοπαθής, με μεγάλη επιτυχία στι γυναίκες.
    β) πολύ έξυπνος κα ανοιχτό μυαλό.
    γ) πολύ καλός χειρουργός και κατέληξε και διευθυντής στο Τζάννειο, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε αλλά
    δ) ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΌΤΕΡΟ,
    ήταν καταπληκτικός ακκορντεονίστας με εξαιρετικές ικανότητες.

    Μέχρι που τον γνώρισα, δεν είχα φανταστεί τι πολυδύναμο όργανο είναι το μεγάλο ακκορντεόν,

    Ο αδελφός του, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος, ζώντας στην Ελλάδα τη δεκαετί του 50, είχε μαζεψει μια μεγάλη συλλογή δίσκων 78 στροφών. Με αποτέλεσμα, ο Φοίβος να έχει εντρυφήσει πραγματικά, δεν σαχλαμαροέπαιζε, στο ρεμπέτικο τραγούδι της πιο ατόφιας και γνήσιας κοπής. Κι επειδή είχει γνώσεις και αφτί, μπορούσε να εξηγήσει, ν’ αντιπαραβάλει κοκ

    Με αποτέλεσμα ο Λεώνικος να γίνει κι εκείνος ‘ακόλουθος’ του ρεμπέτικου, συχνά και πάνω από τον Νεμπισί (τον έβαλα για ποικιλία)

    Γι’ αυτή τη συλλογή έχω αναφερθει και πάλι εδώ, ότιείχε εγκαταληφθεί στα κατεχόμενα, στη Μόρφου και, μετά την εισβολή, οι τουρκόφωνοι γείτονές τους, βλέποντας ότι δεν θα επιστέψουν, τους μάζεψαν όλο το σπίτι, και τη συλλογή, και τους το έστειλαν στον νότο. .

  5. Κιγκέρι said

    Και η Καίτη Λαμπροπούλου στη Σωφερίνα άκουγε «λίγο Μπιθικωτσή»!

  6. BLOG_OTI_NANAI said

    Πολύ ωραίο και λεπτομερές το άρθρο.

    «Μοζάρ-Μπετοβέν»

    Για κάποιον λόγο ο Μότσαρτ γραφόταν Μοζάρ. Στην εποχή, το συχνότερο ήταν «Μόζαρτ», κατόπιν «Μότσαρτ» και κάπως λιγότερο «Μοζάρ»

  7. 6 Εκ του γαλλικού, όπως και Πικασσό.

  8. Πέπε said

    Πολύ καλή δουλειά. Εύγε Κόρτο!

    > Είναι εξαιρετικά επισφαλές να αποφανθεί κανείς ποιοι από τους λαϊκούς μουσικούς -όσοι επέζησαν μετά την Κατοχή- υποδέχθηκαν με ικανοποίηση ή απέρριψαν την διεύρυνση του ακροατηρίου τους προς την «καθώς πρέπει» κοινωνία.

    Γι’ αυτούς που εκφράστηκαν σχετικά δεν είναι και τόσο επισφαλές. Ο Βαμβακάρης πάντως χαιρόταν, ένιωθε δικαίωση. Άλλωστε υπάρχουν μερτυρίες ότι αυτή τη δικαίωση την περίμενε αλλά αργούσε.

    Κάπου μπερδεύτηκα με τους πλουτίσαντες επί Κατοχής: αυτοί πρέπει να ήταν γνήσιοι γόνοι των λαϊκών τάξεων, να είχαν το μπουζούκι ως φυσική τους κουλτούρα και, άλλωστε, υποθέτω, να ήταν αποκλεισμένοι από τους κύκλους της παλαιάς αριστοκρατίας, ανεξάρτητα αν κι αυτή έκανε -με διαφορετικά κίνητρα- τη στροφή προς το λαϊκό τραγούδι. Αυτή η στροφή μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί υποκριτική (σαν τη Μαρία Αντουανέτα που ντυνόταν βοσκοπούλα), ενώ για τους νεόπλουτους λαϊκής προέλευσης, μαυραγορίτες ή και τυχόν έντιμους, ούτε υποκριτική ήταν αλλά ούτε και στροφή.

  9. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    6 Και ο Δον Γκιοβαννης! 🙂

    8 Ίσως ο Ψαθάς να ήθελε να χτυπήσει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αφενός αριστοκράτες αφετέρου μαυραγορίτες, ίσως πάλι οι πλουτίσαντες να θέλησαν να βάλουν αριστοκρατικό λούστρο.

  10. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλημέρα.

    Πολὺ ὡραῖο τὸ σημερινό. Κι ὄχι μόνο γιὰ τοὺς λάτρεις τοῦ ρεμπέτικου, ὅπως ἡ ἀφεντιά μου.

    Σκιαγραφεῖ τὶς μεγάλες ἀλλαγὲς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα μὲ τὴν κοινωνικὴ ἀναρρίχηση παρασιτικῶν στοιχείων, ὅπως οἱ μαυραγορίτες τῆς Κατοχῆς, καὶ τὴ βαθμιαία ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν ἑτερόφωτη ντόπια ἀστικὴ τάξη, ἡ ὁποία μέχρι τότε πιθίκιζε τὶς ἀντίστοιχες εὐρωπαϊκές, κάποιων «λαϊκῶν» στοιχείων.

    Μπράβο, Κόρτο.
    Εὐχαριστοῦμε, Νικοκύρη.

  11. Πέπε said

    -Ωδείο;
    -Όχι, μπουζουκείο.

    -Μπουζουξής;
    -Σας παρακαλώ, όχι! Μπουζουκίστας.

  12. Spiridione said

    Ευχαριστούμε Κόρτο. Η πρώτη έκδοση είναι του 1948, εκδόσεις Θ. Κωνσταντινίδη & Κ. Μιχαλά


    https://www.dodonipublications.gr/product/10359/apo-tin-eythymi-pleyra.html

  13. # 2

    Γουντ μόρνινγκ Λεόνιξ (σικ)

    Μα αν δεν ήταν καθώς πρέπει δεν θα ήταν δεσποινίς !!

    Ετσι σκεπτόμαστε εμείς οι πσαράδες στο Γαλαξίδι

  14. BLOG_OTI_NANAI said

    Ένα άρθρο του Ψαθά με θέμα τα λαϊκά τραγούδια και τη λογοκρισία (1936):

  15. atheofobos said

    Πολύ ενδιαφέρον το σημερινό άρθρο . Πιστεύω πάντως ο Ψαθάς και ο Γιαννουκάκης αναφέρονται κυρίως στα ρεμπέτικά τραγούδια που από τα τέλη της δεκαετίας του 40 και σε όλη την 10ετία του 60 ήταν γνωστά ως αρχοντορεμπέτικα και που ήταν αυτά που πέρασαν εύκολα στην τότε αστική κυρίως τάξη μέσω των γνωστών τραγουδιστών της εποχής και άνοιξαν τον δρόμο για τα γνήσια ρεμπέτικα.
    Αντιγράφω από την Βικιπαίδεια:
    Το αρχοντορεμπέτικο τραγούδι (ή και πιο γενικά και συνηθέστερα στον πληθυντικό: αρχοντορεμπέτικα) είναι ένα είδος μουσικής που γεννήθηκε και εμφανίστηκε στην Ελλάδα πριν την δεκαετία του 1950 και το οποίο αναπτύχθηκε αλλά και άκμασε κατά τα χρόνια της και ήδη από το ξεκίνημα του. Αποτελεί σχολή ενός τραγουδιού που σε γενικές γραμμές συνδύαζε λαϊκότροπους -συχνά χιουμοριστικούς- στίχους και μουσική (επηρεασμένο σαφώς από το ρεμπέτικo), με δυτικότροπες (ευρωπαϊκές) ενορχηστρωτικές επιρροές.
    Πρώτο τραγούδι της σχολής αυτής ήταν «Το τραμ το τελευταίο» που ακούστηκε κατά την διάρκεια του προγράμματος της αθηναϊκής επιθεώρησης του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι, Άνθρωποι» το 1948, το οποίο έχει στίχους δικούς τους και του Κώστα Γιαννίδη και μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ, ενώ στην ερμηνεία ήταν η Σπεράντζα Βρανά· ωστόσο στην πρώτη ηχογράφηση του στην δισκογραφία το ερμήνευσαν ο Τώνης Μαρούδας και ο Νίκος Παπαδάκης
    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF

  16. sarant said

    12 A, ωραία.

    14 Ενδιαφέρον έχει αυτό το άρθρο. Πολύ θετική η στάση του Μίμη (έτσι υπέγραφε τότε)

    Θα λείψω για μερικές ώρες.

  17. Pedis said

    Ένα μπράβο στον Κορτό 😀!!

    μικροτάιπος

    Ως τώρα η καρδιά τους ήταν δοσμένη ολοκληρωτικά στον Μπετόβεν και τον Μοζάρ. Τώρα ο Μοζάρ και ο Μπετοβέν μοιράζονται την δόξα με τα μπουζούκια! Μπορώ να σας πω, μάλιστα, ότι η «ντερμπεντέρισσα» έχει περισσότερο σουξέ από τις συμφωνίες του Μποτοβέν.

    —-

    Γι’ αυτό άκουες εκείνα τα θελκτικά φραγγολεβαντίνικα εστιμάρω, πλεζαντάρω, φρεκαντάρω, ανταπτάρω, κονσολάρω, ντεφινάρω, ντιβορσάρω κι’ άλλα τέτοια ων ουκ έστιν αριθμός –εκλεπτισμένες αποδόσεις αντιστοίχων ελληνικών ρημάτων με γαλλοποιημένες καταλήξεις, επί το αριστοκρατικώτερον.

    Τα μπέρδεψε λίγο εδώ?

    -Πώς κάνετε;

    Έμεινα! Και σκεφτόμουν –μωρέ τι με ρωτάει τούτη; Και γιατί τάχα το ρωτάει;

    Και το «πώς πάτε?» από πότε παίζει?

    Αυτού του είδους τα γκρινιάρικα (και βαρετά και ψεύτικα) κείμενα, σα να παίζει ο Ορέστης Μακρής τον κλασικό του ρόλο, σε ποιον απευθύνονταν? Στη μικρή φέτα της τότε μικρομεσαίας τάξης? Που ήξερε λίγα γραμματάκια και αγόραζε εφημερίδες και περιοδικά? Και, υποτίθεται ότι τη δικαίωναν … κατα κάποιον αδιόρατο τρόπο? (Φιλειρηνικά ρωτάω. 😎)

  18. Εξαιρετική η δουλειά του Κόρτο, ψαγμένη λεπτομερώς. Τον Ψαθά, βέβαια ουδέποτε τον χώνεψα, Τσιφορικός γαρ από το Ρομάντσο που αγόραζε η θεια μου μανιωδώς,αλλά παραβλέπεται.
    Το 80-90 υπήρξε μια πιο μικρή βέβαια προσέγγιση της πλουτοκρατίας στα βλαχοπανηγύρια- με μπίρες και κοψίδια, εννοείται- και τα αντίστοιχα άσματα ( έλα ντιπι-ντίπι ντίπι- δάει κ.λ.π. η ποικιλία πάντοτε ενδιέφερε τους μη έχοντες οικονομικά προβλήματα
    Ευχάριστη έκπληξη το σημερινό, εύγε στον Νικοκύρη

  19. dryhammer said

    6,9. Ήταν τότε που το G μεταγραφόταν σαν Γκ, όπως ο Βέρντι που έγινε Γκιουζέπε [όπως πριν λίγες μέρες μας θύμισε ο …Γκη]

  20. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Να και μια Κυριακή που ξεκινάει εύθυμα στο ιστολόγιο, μπράβο ρε Corto, γι΄αυτό σε πάω με χίλια.👍😊
    Έχοντας την χαρά να σε γνωρίζω προσωπικά, και ξέροντας πως είσαι ένας υπέροχος και ευαίσθητος (πολύ όμως🤔) τύπος, πέρα από τις πολλές γνώσεις σου για το ρεμπέτικο (και όχι μόνο) περιμένω από σένα να γράψεις κάτι δικό σου, έχω την αίσθηση πως θα είναι υπέροχο σαν κι εσένα, δοκίμασέ το.👍

    Βέβαια περιμένω κάτι χρόνια από τον Μιχάλη και τον Σκύλο (που είσαι ρε μοναδική ράτσα, κάνε και κάνα γάβ από δώ😂) να γράψουν κάτι αντίστοιχο με το χιούμορ τους, αλλά ακόμα στο περίμενε είμαι.😂
    Δεν πειράζει, εγώ θα περιμένω, άλλωστε θα πεθάνω υπεραισιόδοξος!😂

    Καλημέρα

  21. Spiridione said

    Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Σάκη Πάπιστα ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ «ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΙ»:

    Η σημαντικότερη, πάντως, από τις επιθεωρήσεις που έγραψε ο Κώστας Μάνεσης είναι η «Ντερμπεντέρισσα», που την ανέβασε το 1948 στο θέατρο Περοκέ.
    Λίγο νωρίτερα, την άνοιξη του 1948, κάνει μεγάλη επιτυχία ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη που λέει ο Πέτρος Γιαννακός στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Δημήτρη Ψαθά «Μαντάμ Σουσού»*, με σενάριο του Νίκου Τσιφόρου, σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη και πρωταγωνιστές τη Μαρίκα Νέζερ, τον Βασίλη Λογοθετίδη και τον Γιώργο Παππά. Είναι η «Ντερμπεντέρισσα (Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις) (Είμαι ‘γω γυναίκα φίνα)», το οποίο πρωτοτραγουδήθηκε στη δισκογραφία από τους Μάρκο Βαμβακάρη –Στέλλα Χασκίλ –Βασίλη Τσιτσάνη (1947, ODEONGA7399). Η επιτυχία του τραγουδιού αυτού είναι τέτοια που ο τίτλος του «βαφτίζει» την επιθεώρηση του επόμενου καλοκαιριού (1948), που ανταγωνίζεται το «Άνθρωποι…άνθρωποι» και παίζεται στο «Περοκέ» από μουσικό θίασο με επικεφαλής τους Μαυρέα, Χαντά, Αυλωνίτη και Καλή Καλό, με κείμενα των Κώστα Μάνεση και Κρέοντα Ρηγόπουλου και μουσική του Θόδωρου Παπαδόπουλου.
    Είναι εύκολο, λοιπόν, να αντιληφθεί κανείς πόσο συγκοινωνούντα – ή μάλλον ανταγωνιστικά – ήταν τα «δοχεία» λαϊκό – ελαφρό τραγούδι, απ’ όπου η επιθεώρηση της εποχής αντλούσε τις δυνάμεις της. Η κριτική της εποχής εκείνης βρίσκει ως βασικό μειονέκτημα της επιθεώρησης το ότι «είναι παραφορτωμένη, μέχρι ασφυξίας, από μάγκικα τραγούδια»! Ίσως την περίοδο εκείνη να έχουμε και την κορύφωση του ανταγωνισμού μεταξύ των αντιπάλων στρατοπέδων: ρεμπέτικου/λαϊκού και ελαφρού/ευρωπαϊκού, σε όλα τους τα μέτωπα.
    Μάλιστα δε (με αφορμή την «Ντερμπεντέρισσα») υπάρχει ένα χαρακτηριστικό έμμετρο κείμενο του Ασημάκη Γιαλαμά, με τον εύγλωττο τίτλο… Λόξες της εποχής – Η Ντερμπεντέρισσα», που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μοντέρνο Τραγούδι» του Κώστα Μάνεση, τον Δεκέμβρη του 1948 και περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι του μουσικού θεάτρου της εποχής, απέναντι στη «μόδα» του «ρεμπέτικου»:
    Με βάδισμα σερέτικο
    και τσιγαριλικάκι,
    περνά η ντερμπεντέρισσα
    από το Κολωνάκι!

    Από μικρή ανατράφηκε
    με γλώσσες και με πιάνα,
    μα τώρα για ρεμπέτικα
    είναι πολύ …χαρμάνα.

    Διψά τραγούδια μόρτικα
    ν’ ακούει στα μπουζούκια
    και να ‘χει κι ένα γκόμενο
    να της τραβά χαστούκια!

    Και να γυρίζει πάντοτε
    μαστούρα στο κονάκι,
    η νέο-ντερμπεντέρισσα
    από το Κολωνάκι!

    Αυτός λοιπόν ο πόλεμος
    μαντάρα τα ‘χει κάνει,
    το Κολωνάκι μπέρδεψε
    με το Πασαλιμάνι!

    Και βλέπεις μια που ήτανε
    μεσ’ στα σαλόνια λάμια,
    να σπάει κέφι σήμερα,
    στα ξακουστά «Καλάμια».

    Και όλοι οι μάγκες να ‘χουνε
    για δαύτηνε να λένε,
    όταν αρχίζει το άσμα της
    «σαν δεις φωτιές να καίνε»!

    Κι ωχ! Τι καημούς αγιάτρευτους,
    και τι τρελλό μεράκι
    που ανάβει η ντερμπεντέρισσα
    από το Κολωνάκι!

    Τις σχέσεις πια τις έκοψε
    με τους αμπασαντέρ
    και πια νταραβερίζεται…
    αβέκ λε ντερμπεντέρ!

    Δεν θέλει να τις φέρονται
    «σικ», όπως στο Παρί,
    και λαχταρά η καρδούλα της
    να την ειπούν «μωρή».

    Παραξηγιέται πάραυτα
    εάν της πεις«μαντάμ»,
    φουμάρει πάντα δεύτερα
    και μπαίνει και στα τραμ.

    Και αν της πεις και τίποτε,
    τη ζώνη αμολάει
    κι αμέσως σου …κολλάει!

    Το τένις πια το ξέχασε,
    σπορ έχει το μπαρμπούτι,
    κι από καθήκον μάγκικο
    περιφρονεί τα πλούτη.

    Αν κι έχει και την κούρσα της
    και μπόλικα χρυσάφια,
    και ξέχειλ’ από τρόφιμα
    στο σπίτι της τα ράφια.

    Τα πλούτη τα σιχαίνεται
    κι είναι τρανός καημός της,
    που έχει …εργοστάσιο
    ο βλαξ ο σύζυγός της.

    Ενώ αυτή τον ήθελε
    να είναι πιο μαγκιώρος
    και να ‘τανε τουλάχιστον
    στην πιάτσα… σαλταδόρος!

    Και κατά τ’ άλλα αισθάνεται
    πως είναι τρε… μαγκιώρα,
    τσαμπουκαλού και βλάμισσα
    με ύφος λίγο τζώρα.

    Και τις βραδιές που βρίσκεται
    στα λαϊκά τα κέντρα,
    σαν μάγκας βέρος φέρνεται
    και νιώθει σαν αφέντρα.

    Κι απ’ τη γωνιά που κάθονται
    οι λαϊκοί οι τύποι,
    κοιτάνε τα παράξενα
    και λέν’ με κάποια λύπη.

    Σαν βλέπουνε στα κέντρα τους
    τις κοσμικές κυράδες:
    Βρε μαγκιά την είχαμε
    και μεις οι φουκαράδες.

    Και τώρα μας την παίρνουνε
    κι αυτήν, μωρ’ αδελφάκι,
    οι νέο-ντερμπεντέρηδες
    από το Κολωνάκι!

    *η ταινία αυτή έχει χαθεί.

  22. Μπράβο Κόρτο, ανασκαπτικός και ζουζούνης όπως πάντα!

    Κι εγώ το θυμάμαι το πρώτο κείμενο του Ψαθά, αλλά δε θυμάμαι πού το είχα διαβάσει πριν από τριαντατόσα χρόνια.
    Ένα πραγματολογικό λάθος του ΔΨ νομίζω υπάρχει (αν υποθέσουμε ότι στην Οικογένεια Βλαμένου μπήκε στο γραμόφωνο πλάκα με τον Σαλταδόρο του Γενίτσαρη). Αν δεν κάνω λάθος το συγκεκριμένο ηχογραφήθηκε τελικά μόλις στα 80ζ.

    Το κλείσιμο μου θύμισε εκείνη τη μάλλον επί χούντας φωτό του Γιάννη Παπαϊωάννου που παίζει μπουζούκι καθιστός στην πίστα, δίπλα σ’ ένα σωρό σπασμένα πιάτα.

  23. Πολύ καλή εργασία.

  24. ΓΤ said

    6@
    Εντύπωση κάνει ότι «ο Μοζάρ […] ήτο 31 έτους».

  25. ΓΤ said

    Νικοκύρη, αγνόησε σε παρακαλώ τη μαρμάγκα. Εκεί έβαλα κατά λάθος «Γτ» (οπότε περιμένω έγκριση)

  26. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα.
    “Κύταξε δεξιά, έφτυσε αριστερά, ύστερα τράβηξε το ποτήρι του και πρόσθεσε:-Κύττα πέρα, μωρ’ αδερφάκι. Ο Κοκός έγινε ντερβίσης!
    Κι’ ένα αδιόρατο χαμόγελο ανέβηκε στο βαρύθυμο πρόσωπό του(…).”
    Δοθείσης της σημασίας κόσμος=στόλισμα και της ετυμογραφίας σερέτης < τουρκική şirret < αραβική شر (sharrat=“κακός”), προκύπτει -λίγο πολύ- και ως αυτεπάγγελτη τραγική ειρωνεία, το μεταιχμιακό αντάμωμα κάλπηδων-καλού κόσμου και σερέτηδων-κακόφημου υπόκοσμου, έτσι ώστε οι μεν δεύτεροι, όντας σένιοι-δημοτικιστές, να στολίζουνε καλά-καλά τους πρώτους ψευτο-καθαρολόγους, αυτοί δε, γελοίοι και κατάπτυστοι εξ ορισμού, να χαίρουνε πιστεύοντας πως με πενιάς-φωτίκια σαν κι αυτά αναβαπτίζονται και ως αλάνια μαγκιόρικα, αγνά και “αρχοντορεμπέτικα”.
    Εν τούτοις,δυστυχώς, αυτή η διαπίστωση της κωμικής συνεύρεσης άφραγκων και φραγκόφωνων, πράγματι αρκεί εντέλει για ένα στραβό χαμόγελο και μόνον, αφού σαφώς υπερτερεί το τραγικό: Ο μέλας ζωμός της μαύρης αγοράς, σταγμένος από κόπους και τυράγνια του κοσμάκη, ξεπλένεται -εν είδει φαύλου κύκλου- εκεί απ’ όπου τον βουτήξαν, στα στέκια για τα ντέρτια των φτωχών, φανταχτερή μαυρίλα πίσω του αποβάλλοντας, μελάνι ανεξίτηλο να γράφεται η μαύρη ντόμπρα μαρτυρία πως “δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι” και ότι σε τούτο τον ντουνιά ακόμα κι “η μαγκιά πληρώνεται”, έτσι και αλλιώς, καθόσον: παράς και χρήμα=πούλημα παραχρήμα..
    Διπλά μπράβο στον Κόρτο (και τον Νικοκύρη-Συμποσιαστή), για την εύστοχη επιλογή και τον ωραίο εμπλουτισμό του εν λόγω (δια)χρονογραφήματος.

  27. ΓΤ said

    26@
    «αραβική شر (sharrat)»

    Γιατί δεν βλέπουμε το -at;

  28. Corto said

    Χαίρετε!

    Ευχαριστώ πολύ τον Νίκο για την δημοσίευση και όλους τους φίλους σχολιαστές για τα καλά τους λόγια!

    12 (Spiridione): Ωραίο εύρημα! Συνεπώς επιβεβαιώνεται ότι είναι κείμενο του 1948. Δυστυχώς όμως δεν ξέρουμε αν δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα, για να το συγκρίνουμε με το δημοσίευμα στα ΝΕΑ (10/9/1948).

    14 (BLOG_OTI_NANAI): Είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος αυτό το ρεπορτάζ του Ψαθά για την «Βαρβάρα». Η ανακάλυψή του από τον Κώστα Βλησίδη, ο οποίος το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο» ήδη το 2006, αποτέλεσε τομή στην σχετική έρευνα.

    17 (Pedis): Έχεις δίκιο ως προς το ΜπΟτοβέν. Είναι δικό μου λάθος δακτυλογράφησης. Στο βιβλίο γράφει Μπετοβέν (τόνος στην λήγουσα). Πιο πριν γράφει Μπετόβεν (τόνος στην παραλήγουσα): …η καρδιά τους ήταν δοσμένη ολοκληρωτικά στον Μπετόβεν…

    22 (Χτήνος): Υπάρχει και η ηχογράφηση του σαλταδόρου από τον Γιώργο Κατσαρό στην Αμερική, οπότε εντελώς τυπικά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στέκει η ύπαρξη δίσκου με το τραγούδι την δεκαετία του ’50. Προφανώς επί της ουσίας έχεις δίκιο, γιατί οι αμερικάνικες ηχογραφήσεις σπανίως έφταναν στην Ελλάδα.

  29. Χριστοδούκας said

    Καταλαβαίνω το να στηλιτεύονται όσοι πλούτισαν στην Κατοχή, το κείμενο όμως αφήνει μια έντονη αίσθηση θυροφύλαξης[1] ή όπως αλλιώς μεταφράζεται στα ελληνικά το «gatekeeping». Σαν να πρέπει να περάσει εξετάσεις κάποιος για ν’ αποδείξει ότι μπορεί να έχει συγκεκριμένα ακούσματα, είτε αυτό είναι ρεμπέτικο είτε είναι η ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή μουσική. Ειδικά σήμερα, με τη ροή πληροφοριών του Διαδικτύου και την ελευθερία πρόσβασης στον πολιτισμό που αυτό παρέχει, τα στεγανά κουλτούρας μοιάζουν ιδιαίτερα αστεία. Επιπλέον, το κείμενο είναι ιδιαίτερα δηκτικό όσον αφορά τις γυναίκες.

    1.https://en.wikipedia.org/wiki/Gatekeeping_(communication)

  30. freierdenker said

    Πολύ ενδιαφέρον κείμενο.

    Το αν πρέπει να κάνουμε την διάκριση ανάμεσα στο λαϊκό και στο ρεμπέτικο είναι μεγάλη ιστορία. Το ρεμπέτικο σίγουρα ξεκίνησε ως τραγούδι του περιθωρίου. Αν αργότερα από περιθωριακό είδος έγινε λαϊκό, ή μεταξελίχθηκε στο κατεξοχήν λαϊκό, ή απλά επηρέασε το λαϊκό είναι συζητήσιμο.

    Για την ιστορική διαδρομή του καθευατό είδους, το μουσικό κομμάτι Histoire du Tango του Piazzolla αποτελείται από 4 μέρη: Bordello 1900, Cafe 1930, Night Club 1960, Modern-Day Concert. Εντελώς πρόχειρα, κάτι αντίστοιχο για το ρεμπέτικο θα ήταν: τεκές 1930, ταβέρνα / κέντρο διασκέδασης 1950, πολιτικό φεστιβάλ / κομπανία 1980, και σήμερα ethnic φεστιβάλ (world music) WOMAD, Νεστόριο.

    Η πρόσφατη μουσική παραγωγή είναι συνήθως πειραγμένα ρεμπέτικα (feat. Βαμβακάρης), αλλά έχω ακούσει και ρεμπέτικη διασκευή τραγουδιού trap. Και εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, οι αναφορές στα ναρκωτικά μας ενοχλούν πολύ περισσότερο στην trap παρά στα παλιά ρεμπέτικα.

  31. BLOG_OTI_NANAI said

    28: Ναι, εγώ το βρήκα σε μια δ.διατριβή με τίτλο «Εικόνες εγκλήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Ρεμπέτικο και κοινωνικός έλεγχος».

  32. Corto said

    Συνεχίζω με κάποια πρόσθετα επί των ενδιαφερόντων σχολίων:

    3 (Δύτης): «Νομίζω μια παρόμοια σκηνή υπάρχει και στη Μαντάμ Σουσού.»
    Πράγματι και είναι η εξής, από το τηλεοπτικό σήριαλ του Θανάση Παπαγεωργίου:

    Ωστόσο η σκηνή εμπεριέχει μία τρομερή θλίψη, γιατί η Μαντάμ Σουσού συγκλονίζεται από την ανάμνηση της λαϊκής της καταγωγής.
    Ο Θανάσης Παπαγεωργίου λέει ότι η Μαντάμ Σουσού είναι τραγικό πρόσωπο, διότι δεν έχει αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι σπουδαία αυτή η προσέγγιση του Παπαγεωργίου, γιατί πραγματικά μας κάνει να βλέπουμε το έργο του Ψαθά με άλλο μάτι.
    Αξιοσημείωτη και η αξιοπρεπής στάση του μπουζουξή, που δεν αποδίδεται ως καρικατούρα μάγκα, αλλά ως ένας ευθύς λαϊκός καλλιτέχνης.

    21 (Spiridione):
    Την «ντερμπεντέρισσα» την έχει τραγουδήσει (και υποδυθεί) σε επιθεώρηση η Σπεράντζα Βρανά. Πιθανόν πρόκειται για την επιθεώρηση στο «Περοκέ» που αναφέρει ο Πάπιστας.

  33. ΓΤ said

    30@
    «[…] αλλά έχω ακούσει και ρεμπέτικη διασκευή τραγουδιού trap».

    Ο Νέγρος του Μοριά (γειτονάκι μου) για το ρεμπέτικο

  34. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ο Corto μας, ο ακούραστος ερευνητής. Ευχαριστούμε!

    Παρότι ο Ψαθάς » σατιρίζει το ενδιαφέρον κοσμικών κύκλων για το ρεμπέτικο στα χρόνια μετά το τέλος του Β’ παγκ. πολέμου»,
    το 1961, ξέσπασε μια κόντρα με τον Μίκη (με αφορμή ένα ειρωνικό δημοσίευμα του Ψαθά κατά Τσιτσάνη-αναφερθήκαμε πρόσφατα, δεν το βρίσκω από το ιστολόγιο).
    Ομολογώ σας διάβασα γρήγορα, μεταξύ κηπουρικής και μαγειρικής (η μάνα γιορτάζει και …μαγειρεύει! χαχα -μάνα τροφός ες αεί. )κι ανα ναδερθήκατε και μου διέφυγε, συγγνώμη.

    Click to access f216d9bcdde0b68a9545390f890b45607cc8dcb2.pdf

  35. Spiridione said

    Στο διεξοδικότατο ευρετηριακό έργο του Κώστα Βλησίδη με τίτλο «Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002) καταγράφεται παρεμφερές (αλλά όχι ταυτόσημο) κείμενο του Ψαθά με τίτλο «Στα μπουζούκια», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (10/9/1948). Δεν είναι σαφές αν ένα αρχικό κείμενο ξαναδουλεύτηκε για να συμπεριληφθεί στο βιβλίο ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικά δημοσιεύματα.

    Η δομή των δύο άρθρων είναι ίδια, και επίσης ταυτίζονται κατά τα δύο τρίτα. Νομίζω είναι σαφές πρόκειται για το ίδιο άρθρο των Νέων που δημοσιεύτηκε με κάποιες αλλαγές στο βιβλίο.

  36. Χαρούλα said

    Νάσαι καλά και πάλι Κόρτο! Σ´ευχαριστώ(και τον Νικοκύρη)! Τόσο όμορφα μαθαίνω τα γύρω από το ρεμπέτικο μαζί σου!

    Μου γεννήθηκε μια απορία. Αυτή η αναγνώριση, διαμόρφωσε την πορεία του ρεμπέτικου; Έχω την αίσθηση πως ναι. Αν τότε δεν γινόταν αποδεκτά απο αστούς και λοιπούς καθωσπρέπει, θα συνέχιζε ακόμη σε ένα αυθεντικό, παρακμιακό στυλ, όπως ξεκίνησε. («»»»»» για χρήση σε πολλούς χαραχτηρισμούς με επιλογή σας)

  37. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Τώρα στο Κόκκινο, 105.5, ο Αλέξης Βάκης σ΄ένα αφιέρωμα στο (νεότερο και παρεξηγημένο) λαϊκό τραγούδι.

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    37. Οι αναλογίες (στην υποδοχή του λαϊκου τραγουδιού) δεν είναι ακριβώς ίδιες με το ρεμπέτικο, να μην παρεξηγιόμαστε, όπως μόλις είπε και ο Αλ.Βάκης.

  39. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Οικογένεια Βαλαμένου

  40. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    39. Βλαμένου ρε βλαμένο ! 🙂

  41. Costas Papathanasiou said

    27:Ιδέα δεν έχω αγαπητέ ευηκοότατε, περί της προφοράς (διότι εστίασα απλώς στις σημασίες). Συν-απορών όμως στοιχειωδώς βρήκα όμοιο “αραβούργημα” (شر) να ακούγεται και ως sharrin (ακουόμενο, κατά διαβολική σύμπτωση, όπως το κάκιστο αέριο Sarin -βλ. https://context.reverso.net/translation/arabic-english/%D8%B4%D8%B1 ). Οπότε, εάν απατάται, στο λήμμα του “σερέτης”, το βικιλεξικό (μαζί κι εγώ ή άλλος τυχόν αντιγραφέας του), είτε θα πρέπει το -at να αποκοπεί, είτε να αλλάξει σε < αραβική شر (sharrin=κακό, νοσηρότητα), είτε ό,τι άλλο υπ’ ευθύνη αραβολόγου μερακλή.

  42. SearchPeloponnese said

    شر

    Βασικά βλέπουμε δύο γράμματα, ένα «σ» (παχύ) κι ένα «ρ».
    Το google translate το «φωνηεντίζει» shar. Και το μεταφράζει «κακό», «evil».

  43. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    απόσπασμα από σατιρικό άρθρο του Δημήτρη Ψαθά στον Ταχυδρόμο:
    Φεστιβάλ; Επίδαυρος; Τραζεντί; Μαρί Καλάς; Ω, νο! Βουαλά [τα μπουζούκια] λε βραι φεστιβάλ ντ’ Ατέν! Αυτό, δηλαδή, είναι το αληθινό φεστιβάλ των Αθηνών. Το οποίον σημαίνει ότι έγινε τόσο θαυμάσια προπαγάνδα στο εξωτερικό για τα μπουζούκια […] που πιστεύουν ότι Ελλάς θα πη μπουζούκι. Όπερ σημαίνει ότι το μπουζούκι είναι πλέον εθνικό κεφάλαιο. […] Δεν θα πρέπει τάχα να περιληφθούν και τα μπουζούκια, που τόσο συγκινούν τους Έλληνες αλλά και τους ξένους μέσα στα πλαίσια του μουσικού φεστιβάλ των Αθηνών; Μας έρχονται εδώ τόσοι και τόσοι ξένοι μαέστροι και ορχήστρες ώστε καταντά πλέον ζήτημα εθνικού φιλότιμου να προβληθή και το μπουζούκι καταλλήλως.
    https://tvxs.gr/news/blogarontas/i-epinoisi-toy-entexnoy-laikoy-tragoydioy

  44. SearchPeloponnese said

    شرن > sharrin
    شرت > sharat

  45. Corto said

    35 (Spiridione):
    «Νομίζω είναι σαφές πρόκειται για το ίδιο άρθρο των Νέων που δημοσιεύτηκε με κάποιες αλλαγές στο βιβλίο.»

    Και εγώ αυτό πιστεύω. Ωστόσο με μπλοκάρει λίγο η εισαγωγή του ίδιου του Ψαθά στην απανέκδοση της «Οικογένειας Βλαμένου» (1977, εκδόσεις Μαρή), όπου γράφει:

    «Κάθε αλλαγή -κατά το πατροπαράδοτο «έκδοση επηυξημένη και βελτιωμένη»- νομίζω ότι θα έμοιαζε σαν ένα φτιασίδωμα, που το αποφεύγω πάντα στις επανεκδόσεις των παλαιοτέρων ευθυμογραφικών κειμένων».

    Τέλος πάντων, κατά πάσα πιθανότητα ισχύει αυτό που λες, αλλά παραμένει κάποια βάσιμη απορία.

  46. Αγνοείστε τα -ιν -ουν κλπ σε αραβικές φράσεις, είναι πτωτικές καταλήξεις και δεν ανήκουν στη λέξη καθαυτή.

  47. Corto said

    34 (Έφη) και 36 (Χαρούλα): Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ πολύ. Ελπίζω να άρεσε στους φίλους αναγνώστες η επιλογή των κειμένων, διότι το θέμα έχει πολλές προεκτάσεις για συζήτηση.
    (Έφη χρόνια πολλά για την γιορτή! )

    Ειδικότερα για τον εύλογο προβληματισμό της Χαρούλας:
    «Αν τότε δεν γινόταν αποδεκτά απο αστούς και λοιπούς καθωσπρέπει, θα συνέχιζε ακόμη σε ένα αυθεντικό, παρακμιακό στυλ, όπως ξεκίνησε.»

    Βεβαίως και είναι βάσιμο αυτό ως υπόθεση, αλλά το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο, καθώς οι ρεμπέτες τραγούδησαν σε οικογενειακά/ κοσμικά κέντρα και προπολεμικά, τόσο στην Σμύρνη και στην Πόλη, όσο και στην Αθήνα (και στην Ελλάδα γενικότερα).
    Με άλλα λόγια: το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε στους τεκέδες και στις φυλακές.
    Όσον αφορά την σχέση αρχοντορεμπέτικου και καθεαυτού ρεμπέτικου -αυτό κι αν είναι μεγάλο λακριντί- θα θυμίζω το κάτωθι τραγούδι του μέγιστου Σογιούλ και σε στίχους του επίσης μέγιστου Κοφινιώτη (1938):

  48. Corto said

    ΣοΥγιούλ βέβαια.

  49. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μάγκες μου συμμορφωθείτε,
    πάψτε τα σερέτικα
    και καθίστε να σκεφθείτε
    τη ζωή την ψεύτικια.

    Στίχοι, μουσική
    Στελλάκης Περπινιάδης 1936

  50. Corto said

    8 (Πέπε):
    Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο!

    «Κάπου μπερδεύτηκα με τους πλουτίσαντες επί Κατοχής: αυτοί πρέπει να ήταν γνήσιοι γόνοι των λαϊκών τάξεων…»

    Οι πλουτίσαντες στην Κατοχή πρέπει να ήταν μόνιμος στόχος της σάτιρας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αναφέρονται και στο επιθεωρησιακό σκετς του Πέτρου Κυριακού με μουσική του Σπύρου Περιστέρη (1947):

    «‘- Ώστε έχετε και σωματείο μπεκρήδων;
    -Από σωματεία στην Ελλάδα, άλλο τίποτα. Αφού φτιάξανε σωματείον οι πλουτίσαντες στην Κατοχή»
    (στο 1.03 περίπου):

  51. Corto said

    49: Έφη, κατά την γνώμη μου το «μάγκες μου συμμορφωθείτε» είναι του Παπάζογλου -πεσκέσι στον Στελλάκη.

  52. sarant said

    Επανήλθα και ευχαριστώ για τα νεότερα!

    21 A μπραβο!

    25 Οκ

    28 Εμείς ευχαριστούμε, Κόρτο!

    35-45 Λογικό αυτό που λέει ο Σπύρος. Επιπλέον, αν υπήρχε άλλο ρεμπετοχρονογράφημα του Ψαθά θα το είχε αποδελτιώσει ο Βλησίδης.

  53. Πέπε said

    @6

    > Ως γνωστόν, ο Μπετόβεν ημοίρει της περί το μελοποιείν ευχερείας; !!!

    Ε, το προσπαθούσε βέβαια ο κακομοίρης, αλλά άμα δεν το ‘χεις…

    (Ημοίρει = ήταν άμοιρος, δηλαδή δεν είχε ευχέρεια να μελοποιεί.)

  54. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    51. Σεις ξέρετε οπωσδήποτε (πολύ) καλύτερα!
    Βλέπω τώρα από άλλη ανάρτηση του τραγουδιού να αποδίδεται πράγματι στον Παπάζογλου.

  55. aerosol said

    Στα σχετικά κείμενα δεν αντιπαραβάλλεται η δυτικότροπη μουσική («ελαφρά» ή «σοβαρή») με την λαϊκή, ανατολίζουσα, επί ίσοις όροις. Είναι συνεχής και σταθερή η υποτίμηση των λαϊκών ή λαϊκότροπων ήχων. Καυτηριάζονται οι μεγαλοαστοί όχι μόνο για επιδερμική και επιπόλαια μεταστροφή στο λαϊκότροπο, με σκοπό να ενδυθούν κάτι από τη μαγκιά του, αλλά και το ίδιο το λαϊκότροπο ως χαμηλής πολιτιστικής στάθμης δευτεράντζα. Αν συνοψίσω σε μια φράση το νόημα θα έλεγα: «Οι κυριλέδες γελοιοποιούνται ασχολούμενοι με αηδίες».
    Αναρωτιέμαι ποιό είναι το άρρητο πολιτισμικό ιδανικό πίσω από αυτή την διπλή κριτική. Νομίζω πως εννοείται η ύπαρξη ενός καλόγουστου αστού που χωρίς ακρότητες εκτιμά την κλασική, ανέχεται την ελαφρά (για περιορισμένη χρήση) και αποφεύγει τα λαϊκορεμπέτικα ως εμφανώς υποδεέστερα και λούμπεν.

  56. Ήταν και η γραμματική
    Βαμπούλη-Ζούκη,
    όπου με απλή διαγραφή λίγων γραμμάτων
    προέκυπτε εύκολα το λαϊκό μας όργανο

  57. sarant said

    53 Δεν είχε ευχέρεια, λέει -σε σχέση με τον Μότσαρτ. Δεν μπορώ να κρίνω αν ισχύει αλλά δεν το θεωρώ παράλογο.

  58. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    56, Ήταν και η γραμματική
    Βαμπούλη-Ζούκη,
    όπου με απλή διαγραφή λίγων γραμμάτων
    προέκυπτε εύκολα και το λαϊκό μας θέατρο 🙂

  59. Alexis said

    Πολύ καλό άρθρο, από τα καλύτερα του είδους που έχουν δημοσιευτεί εδώ.
    Συγχαρητήρια Κόρτο!

  60. Spiridione said

    45. 52. Ίσως έγιναν αλλαγές στο κείμενο με υπόδειξη της εφημερίδας. Ας πούμε, από το κείμενο της εφημερίδας λείπει η αναφορά στην μαυραγοριτία, που υπάρχει στο βιβλίο. Επίσης, από την εφημερίδα λείπουν οι γλωσσικές αναφορές, που πιθανόν τις κόψανε στην εφημερίδα λόγω χώρου. Απ’ την άλλη, το περίεργο είναι ότι ο Ψαθάς στο βιβλίο έχει αφαιρέσει μια περικοπή που είχε στην εφημερίδα, μια δική του θετική εκτίμηση για το ρεμπέτικο σε σχέση με το ελαφρό:
    «…Γιατί από τους τρεις καμπαλλέρος που πάνε πάντα στο ίδιο μέρος με τις πάμπες και με τις καράμπες και με τις άλλες ανοησίες, σίγουρα τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι απείρως περισσότερο ευπρόσδεκτα. Έχουν τουλάχιστον ένα χρώμα, ύφος καθαρά δικό τους. Είναι γνήσια και πολλές φορές κλείνουν στίχους καθαρά ποιητικούς».

    8. κλπ. Νομίζω ότι μαυραγορίτες δεν ήταν ήταν μόνο λαικοί μικροέμποροι, αλλά και μεγαλέμποροι και μεγαλοβιομήχανοι, και παλιά αριστοκρατία. Και θα υπήρχε πιστεύω η αίσθηση στο λαό μετά τον πόλεμο ότι όσοι ξόδευαν και έβγαιναν και επεδείκνυαν πλούτο, ήταν μαυραγορίτες, ανεξάρτητα αν ήταν νεόπλουτοι ή παλιοί. Βέβαια Μοζάρτ και Μπετοβέν δεν μπορεί να ακούγανε οι νεόπλουτοι μαυραγορίτες, αλλά εδώ είναι και η ασάφεια και γενίκευση ας πούμε που υπάρχει γενικά στη σάτιρα.

  61. Corto said

    55 (Aerosol):
    «Αναρωτιέμαι ποιό είναι το άρρητο πολιτισμικό ιδανικό πίσω από αυτή την διπλή κριτική. Νομίζω πως εννοείται η ύπαρξη ενός καλόγουστου αστού που χωρίς ακρότητες εκτιμά την κλασική, ανέχεται την ελαφρά (για περιορισμένη χρήση) και αποφεύγει τα λαϊκορεμπέτικα ως εμφανώς υποδεέστερα και λούμπεν.»

    Στην περίπτωση του Ψαθά, αν συμπεριλάβουμε την κριτική του (ή καλύτερα την σάτιρά του) σε αυτήν την κατηγορία, τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως, νομίζω ότι το πολιτιστικό ιδανικό είναι ανάλογο του Α. Ξένου που έγραφε στον Ριζοσπάστη στις 4 Φεβρουαρίου 1947 ότι: «Νομίζω πως τους εαυτούς μας δε θα τους βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι αλλά στα λίγα τραγούδια της νεώτερης αντίστασης του λαού μας και σε κείνα που στο μέλλον θα γραφούν γι’ αυτήν.»
    Δηλαδή αυτής της μορφής η κριτική στο ρεμπέτικο είναι ας πούμε, ξεχειλωμένα, «εαμογενής».

    59 (Alexis): Ευχαριστώ πάρα πολύ!

    60 (Spiridione): Αν έχεις πρόχειρο το δημοσίευμα στα ΝΕΑ, αν μπορείς βάλτο εδώ να δούμε τις διαφορές -εκτός αν είναι ακριβώς αυτές που εντόπισες οπότε μην μπαίνεις σε κόπο. Σε ευχαριστώ ούτως ή άλλως.

  62. ΣΠ said

    Ένα ακόμα ενδιαφέρον και εμπεριστατωμένο άρθρο από τον Κόρτο. Ευχαριστούμε.

  63. … ο Μπετόβεν ημοίρει της περί το μελοποιείν ευχερείας …

    Ο Μπετόβεν ήτο
    άμοιρος εφθηνών
    ασμάτων ευκαιρίας

  64. Ευχαριστούμε Corto και Νικοκύρη για το σημερινό. Που να βρούμε ευκαιρία να διαβάσουμε Ψαθά. Κάτι μάθαμε και για το ρεμπέτικο.

  65. sarant said

    63 Και «ευθηνών» το λες

  66. 65,
    Και έτσι!

  67. Πέπε said

    55
    Υπήρχε επίσης μία τάση να γίνεται αποδεκτό (στα λόγια) το δημοτικό τραγούδι. Που ανάθεμα αν είχαν ακούσει δημοτικά τραγούδια κι αν είχαν διακρίνει την αξία που κρύβεται πίσω από τα παράξενα ακούσματά του. Μάλλον πρόκειται για μια εθνικιστική ρητορική της εποχής που θα την ανέπτυξαν άνθρωποι που είχαν διαβάσει δημοτικά τραγούδια σε κείμενα, άντε το πολύ πολύ και σε παρτιτούρες μερικοί. Ειδάλλως, δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι ενώ τους χάλαγε ο αμανές, εκτιμούσαν τα φωνητικά κορδελάκια του κλέφτικου. Ή τον ζουρνά, τον κεμεντζέ, το νταούλι. Ή τον ταμπουρά, που πρέπει να υπήρχε τότε ακόμη, και να ακουγόταν ακριβώς σαν το μπουζούκι!

    Το ρεμπέτικο δε νομίζω ότι κατά βάθος ήγειρε ιδιαίτερα προβλήματα αισθητικής. Οι στίχοι του ενοχλούσαν, και κυρίως όλη η κοινωνική του διάσταση. Ας πούμε ότι και ο ζεϊμπέκικος χορός μπορεί να απέπνεε κάτι το απειλητικό, όπως και το ηδυπαθές τσιφτετέλι που όμως δεν ήταν και τόσο ρεμπέτικο, ήταν άλλο καπέλο. Ο ήχος όμως που βγάζει ένα μπουζούκι με μια κιθάρα κι έναν μπαγλαμά, λίγο διαφέρει από τον ήχο μιας μικρής μαντολινάτας. Οι ρυθμοί και οι κλίμακες, κλάιν μάιν, σιγά μην καταλάβαιναν σε τι διαφέρουν από τους δυτικότροπους.

    Καθαρά αισθητικό πρόβλημα ήγειρε ο αμανές. Και το πρόβλημα ήταν ότι δεν τον καταλάβαιναν. Στηριγμένος σ’ έναν μουσικό κώδικα ριζικά διαφορετικό από ό,τι ήταν οικείο στα οικονομικώς και μορφωτικώς ανώτερα αστικά στρώματα, έμοιαζε σαν ένας ολολυγμός χωρίς δομή και χωρίς αρχή και τέλος.

    Και θα μς πουν οι άνθρωποι που έπεφταν σε μια τέτοια πλάνη, ότι αναγνώριζαν την αισθητική και μουσική αξία του δημοτικού τραγουδιού, με τους ακριβώς εξίσου ανοίκειους κώδικές του; Δεν πείθει.

  68. Alexis said

    #47, Corto: Με άλλα λόγια: το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε στους τεκέδες και στις φυλακές.

    Ok, αλλά το ότι ήταν μέχρι κάποια εποχή περιθωριακό και μη αποδεκτό από τους «καθωσπρέπει» είναι αναμφισβήτητο.

    Το έχουν αποτυπώσει και οι ίδιοι οι ρεμπέτες σε τραγούδια τους.

    Μιχάλης Γενίτσαρης: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα» (1937)
    «Οι συγγενείς μου έλεγαν να το απαρατήσω
    αυτό το παλιομπούζουκο για θα τους ξεφτιλίσω»

  69. Corto said

    68 (Alexis): «…ότι ήταν μέχρι κάποια εποχή περιθωριακό και μη αποδεκτό από τους «καθωσπρέπει» είναι αναμφισβήτητο.»

    Στην Αθήνα, όχι όμως στην Σμύρνη και στην Πόλη.

  70. spyridos said

    Ωραίο το σημερινό.

    Είναι το κλείσιμο του Κόρτο αυτό;
    «Εξίσου παρακινδυνευμένη είναι η υπόθεση ότι η διεύρυνση αυτή αποτέλεσε την βασική αιτία της μετέπειτα εμπορευματοποίησης και ποιοτικής υποβάθμισης του λαϊκού μας τραγουδιού.»
    Δεν συμφωνώ. Μόνο βελτίωση γνώρισε το λαϊκό τραγούδι από τη δεκαετία του 50 και μετά.

    Πιστεύω ότι το ρεμπέτικο πέθανε μαζί με την εποχή του.
    Αν θέλουμε να βάλουμε και μια ημερομηνία θανάτου, κάπου εκεί στις αρχές του 80 μαζί με την επανεμφάνισή του.
    Αυτό που έλεγε ο Τζιμάκος
    «Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης
    δεν έχουν κάνει ούτε ένα βίντεοκλιπ
    σαν τα κοράκια σου χιμάνε όταν πεθάνεις
    οι κομπανίες με τους πράκτορες της Κ.Υ.Π»
    Η ταινία του Φέρρη ήταν πραγματικά οι τίτλοι τέλους.
    Ευτυχώς ζουν ακόμα παραφυάδες του, στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.

  71. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Οι μαυραγορίτες

  72. Corto said

    70 (Spyridos):
    «Μόνο βελτίωση γνώρισε το λαϊκό τραγούδι από τη δεκαετία του 50 και μετά»

    Αυτό είναι υποκειμενικό και σεβαστό, για όποιο το βλέπει έτσι. Το βέβαιον είναι ότι τα ινδοπρεπή λαϊκά άσματα της δεκαετίας το ’50 στηλιτεύτηκε από τον Τσιτσάνη, ο οποίος καταφέρθηκε κατά του Καλδάρα που διασκεύαζε τέτοιες μελωδίες (ινδικές, τούρκικες, αραβικές κλπ). Άρα για κάποιους υπήρξε ποιοτική υποβάθμιση του λαϊκού τραγουδιού.
    Αλλά και αργότερα θα γίνει κριτική από τον Τάσο Φαληρέα στις 12 Φεβρουαρίου 1972, στο έντυπο ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΕΝΙΑ, ως προς την αφομοίωση ή εκμετάλλευση από το σύστημα της διασκέδασης γνήσιων λαϊκών μουσικών, όπως ο ίδιος ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου.
    Εξίσου σίγουρο είναι ότι το ρεμπέτικο πέθανε πολύ νωρίτερα από την δεκαετία του ’80 -κατά την γνώμη μου στις αρχές του ’50, σύμφωνα με άλλους το ’60. Και όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, δεν είναι μόνον οι κοινωνικές ή αισθητικές μεταβολές ανά τις δεκαετίες που οδήγησαν το ρεμπέτικο στο τέρμα του. Τεράστιος παράγοντας υπήρξε το γεγονός ότι πλήθος σπουδαίων συντελεστών του πέθαναν μέσα στην Κατοχή. Τους ξαναγράφω: Τούντας, Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς και η σύζυγος αυτού, Παπάζογλου, Μπέζος, Κάβουρας , Δελιάς, Νταλγκάς (στις 18 Δεκεμβρίου του 1944) και άλλοι…

  73. freierdenker said

    33, ΓΤ, το ρεμπέτικο, ίσως επειδή είναι απλό, προσφέρεται για αλληλεπιδράσεις.

    Οι Goin’ Through έχουν βγάλει την Άτακτη, ft. Μάρκος Βαμβακάρης. Στην αντίστροφη κατεύθυνση, που είναι και πιο σπάνια, ο Δημήτρης Μυστακίδης έχει πει το mama του Sin Boy σε ρεμπέτικο στυλ.

    Υπάρχουν βέβαια και τα λεγόμενα ρεγκέτικα (ή ρεγγέτικα), με πιο γνωστό νομίζω την Φραγκοσυριανή των Locomondo. Η Φραγκοσυριανή έχει βγει και σε mashup με μουσική από το Paranoid των Black Sabbath. Αν και το mashup έγινε εμφανώς με χιουμοριστική διάθεση, το τελικό αποτέλεσμα δεν προσβάλλει.

    Υπάρχει κάποιο όφελος από όλο αυτό το πάρε δώσε; Δεν έχω πειστεί. Για όσους πάντως το έχουν απωθημένο να τραγουδήσουν το Paranoid και τα βρίσκουν μπαστούνια με τους αγγλικούς στίχους, το mashup του Αριστοτέλη Ρήγα είναι μια κάποια λύση.

  74. Πέπε said

    70
    > Πιστεύω ότι το ρεμπέτικο πέθανε μαζί με την εποχή του. Αν θέλουμε να βάλουμε και μια ημερομηνία θανάτου, κάπου εκεί στις αρχές του 80 μαζί με την επανεμφάνισή του. […] Η ταινία του Φέρρη ήταν πραγματικά οι τίτλοι τέλους.

    Παράξενη μου φαίνεται αυτή η χρονολόγηση.

    Βέβαια, αν είχα να προτείνω μιαν άλλη, παλιότερη, κι έλεγα π.χ. το ’50 ή το ’45 ή με τον πόλεμο κλπ., θα έπρεπε να δικαιολογήσω γιατί θεωρώ ότι τα μέχρι τότε ήταν ρεμπέτικα και τα μετέπειτα δεν ήταν, κι αυτό το ειδολογικό ζήτημα είναι σκέτη παγίδα. Αλλά όπως και να ‘χει το ’80 το ρεμπέτικο είχε προ πολλού ολοκληρώσει τον δημιουργικό του κύκλο. Η ταινία του Φέρρη ασχολούνταν με μια ξεκάθαρα παλιά μουσική. Το ότι για την ίδια την ταινία γράφτηκαν και μερικά τραγούδια που ήταν περισσότερο ή λιγότερο a la maniere de, και κάποια -π.χ. το Δίχτυ- έπιασαν και ως λαϊκά ανεξαρτήτως ταινίας, δεν αλλάζει τίποτε ως προς τα ίδια τα ρεμπέτικα τραγούδια.

    Σήμερα μπορεί κανείς να πει ότι το ρεμπέτικο είναι ζωντανό με μιαν άλλη έννοια. Το ρεπερτόριο είναι ένα κλειστό κόρπους, όμως ανακαλύπτονται συνέχεια «καινούργια» παλιά τραγούδια, σε ρυθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι το ’80, ενώ παράλληλα βράζουν οι αναζητήσεις σχετικά με την αποκωδικοποίηση της τότε μουσικής πράξης (δρόμοι, κουρδίσματα, τεχνικές παιξίματος). Υπάρχει μεγάλη κίνηση στον χώρο της θεωρητικής έρευνας, και πολλοί από τους νέους (σε ηλικία εννοώ) θεωρητικούς είναι οι ίδιοι και μάχιμοι μουσικοί του παταριού, που επιστρέφουν στην έμπρακτη μουσική δραστηριότητα το προϊόν της έρευνάς τους για την τότε αντίστοιχη δραστηριότητα – και το ίδιο κάνουν και άλλοι μουσικοί που δεν είναι θεωρητικοί οι ίδιοι αλλά παρακολουθούν τι παίζει. Γενικά οι μουσικοί είναι πάρα πολλοί, και οι ακροατές ομοίως. Το πράγμα κινείται, δεν είναι στάσιμο, απλώς δε γράφονται πια τραγούδια (πού και πού γράφεται και κανένα, αλλά σε επίπεδο εξαίρεσης).

    Αλλά αν αυτό θεωρηθεί ως ότι το ρεμπέτικο δεν έχει πεθάνει, τότε δεν είχε πεθάνει και το ’80. Αν πάλι θεωρηθεί ως ένα διακριτό φαινόμενο, ενώ το ίδιο το ρεμπέτικο δεν υφίσταται πια, τότε δεν υφίστατο ούτε το ’80 (και ούτε το ’60, και με πολλή συζήτηση και για το ’50 ακόμα…)

  75. Konstantinos said

    Μετζελος λαικο ραπ

  76. Konstantinos said

    Μετζελος ρεμπετικο ραπ

  77. Konstantinos said

    Στέλιος Βαμβακάρης ρεμπέτικο μπλουζ
    Σημείωση ότι ο Στέλιος δεν ήταν απλά γιος αλλά οταν ήταν πιτσιρικάς συνοδευε με το μπουζούκι του το Μεγάλο Μάρκο. Ήταν η εποχή που τους διωχναν κι από την αγορά που πήγαιναν να παίξουν γιατί η μουσικη τους δεν είχε πέραση ενώ τα έντεχναλαικα της εποχης ακουγοντουσαν στα κοσμικά κέντρα.

  78. Corto said

    71: Έφη δες όμως και μία κάποια υπόρρητη συμπάθεια που δείχνει ο Γενίτσαρης στους μικρούς μαυραγορίτες στο τραγούδι οι λαδάδες , όπου ναι μεν τους στηλιτεύει (οι παλιομασκαράδες), αλλά από την άλλη κατηγορεί τους Γερμανούς ως βάρβαρους, που τους κρέμασαν τους ανθρώπους αυτούς. Δηλαδή είναι σαν να λέει ο Γενίτσαρης, ότι λάθος τους που θέλησαν να πουλήσουν μαύρη αγορά, αλλά δεν τους άξιζε και τέτοια μοίρα, να τους σκοτώσουν οι κατακτητές.

  79. 77: Όταν ήμουν πιτσιρίκι, ο Στέλιος Βαμβακάρης έμενε ακριβώς από κάτω μας. Την ημέρα, λοιπόν, τον ακούγαμε που έκανε τις πρόβες του και το βράδυ από κοντά στο μαγαζί. Καμιά φορά, μάλιστα, πηγαίναμε όλοι μαζί με την πρώτη γυναίκα του και τις δύο κόρες του, θάλασσα. Ωραία χρόνια…

  80. Μαρία said

    72
    Σ’ ευχαριστούμε, Κόρτο, για το σημερινό.
    Και τα ινδοπρεπή αναβιώνουν απο το γκρουπ λαϊκίντια, που έχει στους κόλπους του αυτή τη γλυκύτατη Ινδή. Ο λαουτιέρης είναι Ιταλός, Σικελός, αν θυμάμαι καλά.

  81. sarant said

    74 Έτσι. Και υπάρχουν εξαιρετικοί νεότατοι μουσικοί, κάνω λάθος; Πέρα από το ότι τραγουδάνε ρεμπέτικα νέοι γεννημένοι τούτον τον αιώνα.

    80 Πολύ καλοί. Και διαβάζοντας Λαϊκίντια δεν πήγε το μυαλό μου στην Ιδία.

  82. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Πολύ ενδιαφέρον και ψαγμένο –ως συνήθως– το σημερινό του Corto. Ενδιαφέροντα –ως συνήθως 🙂 – και τα σχόλια.
    Πάνω σε ένα θέμα ΤΕΡΑΣΤΙΟ όπως είναι «ο σφετερισμός του λαϊκού πολιτισμού από την μεταπολεμική κοινωνική ελίτ» (Corto) και η «επιδερμική και επιπόλαια μεταστροφή στο λαϊκότροπο, με σκοπό να ενδυθούν κάτι από τη μαγκιά του (οι μεγαλοαστοί)» (Aerosol). Που διαχέεται και σε άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις (ιδιαίτερα στον χορό) αλλά και επεκτείνεται χρονικά τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 20ου αι. (π.χ. την βαθμιαία αποδυνάμωση -μέσω της οικειοποίησης- των αντιστασιακών/αντιπολεμικών τραγουδιών
    των δεκαετιών 60-70-80).
    ====+==
    47, 68, 69
    Γι’ αυτό 🙂 : Με άλλα λόγια: το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε μόνο στους τεκέδες και στις φυλακές.
    ====+==
    Την ανατροπή -όχι τέλεια, αλλά σε σημαντικό βαθμό- της μέχρι τα μέσα του ’50 κατάστασης των λαϊκών μαγαζιών με μπουζούκια και των κοσμικών κέντρων που άρχισαν τότε να ανθίζουν, εκφράζουν οι παρακάτω στίχοι του Γ. Μητσάκη στο τραγούδι «Ρέστοι και μπατίρηδες» – 1960.
    Το μπουζούκι που ’χαμε εμείς ψυχαγωγία,
    πήγε και την άραξε στην αριστοκρατία.

    Και αμέσως μετά:
    Ρέστοι και μπατίρηδες εμείς κάθε βραδάκι,
    με πικ απ την βγάζουμε σε κανα κουτουκάκι.

  83. Corto said

    80: Να είσαι καλά Μαρία!
    Και δίπλα στην όντως γλυκύτατη Ινδή, η επίσης γλυκύτατη και βιρτουόζα Γαλλίδα Violette Boulanger στο βιολί, η οποία όμως (και αυτό δεν είναι κριτική, το θεωρώ πολύ συμπαθητικό στοιχείο), αν δεις όλην την εκπομπή, πού και πού δεν καταφέρνει να κρατηθεί στους ανατολικούς δρόμους (στα μακάμια μας) και εκτρέπεται σε δυτικές κλίμακες. Έχει πολύ γοητεία όλο αυτό…

  84. Χαρούλα said

    Corto ευχαριστώ για την απάντηση στην απορία μου. Δεν ξεχνώ πως κι άλλη φορά έψαξες για μένα.
    Γενικότερα θα ήθελα να σε συγχαρώ επίσης και για τις τεκμηριωμένες απαντήσεις στα σχόλια, αλλά κυρίως για την ευγενική αντιμετώπιση. Ειλικρινά ζήλεψα… Θα ήθελα να είσαι εκπαιδευτικός.

  85. Ριβαλντίνιο said

    @ 75 , 76 Konstantinos

    Κι αυτό μου άρεσε όταν ήμανε μικράκι :

  86. Corto said

    82 (ΜΙ_ΚΙΟΣ): Ευχαριστώ πολύ!

    «Με άλλα λόγια: το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε μόνο στους τεκέδες και στις φυλακές.»

    Εγώ θα έλεγα ότι το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε στους τεκέδες και στις φυλακές. Ναι μεν διαμορφώθηκε στην πορεία και εκεί, αλλά η αφετηρία του είναι διαφορετική. Είναι η συνέχεια του ανώνυμου παραδοσιακού τραγουδιού που βεβαίως σε κάποιον βαθμό πέρασε στα αστικά κέντρα από τον αγροτικό χώρο. Για παράδειγμα τα ληστρικά τραγούδια που σαφώς ανήκουν στον αγροτικό χώρο τραγουδήθηκαν με μπουζούκι και στις φυλακές π.χ. του Ναυπλίου, όπως μαθαίνουμε από τον Καρκαβίτσα και από εκεί μεταφέρθηκαν προφανώς στην Αθήνα κλπ. Ωστόσο αστικό λαϊκό τραγούδι προϋπήρχε και στις πόλεις (τα λεγόμενα «πούστικα» τραγούδια της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων ελληνικών πόλεων, που αναφέρει ο Φωριέλ και τα οποία περιφρονούσαν οι Έλληνες της υπαίθρου). Τα αστικά τραγούδια κατά κανόνα είχαν ομοιοκαταληξία, τα αγροτικά όχι πάντα. Η ενορχήστρωσή τους επίσης διέφερε (τα πνευστά και τα κρουστά σπάνιζαν στα αστικά τραγούδια). Αυτοί οι δύο παρεμφερείς κλώνοι αποτελούσαν την μουσική του λαού, και όταν συναντήθηκαν τρόπον τινά (αν και είναι πιο σύνθετο το θέμα) διαμόρφωσαν το λεγόμενο ρεμπέτικο. Μοιραία και οι περιθωριακοί αυτούς τους ήχους γνώριζαν και αγαπούσαν.

  87. spyridos said

    74
    Το 80 αρκετοί από τους συντελεστές του ζούσαν και έπαιζαν ακόμα στις γειτονιές του Πειραιά.
    Ο Αγιος Νείλος και το Χατζηκυριάκειο ήταν ήδη πάνω από δεκαπενταετία απλησίαστα για τους ρεμπέτες.
    Στη Κοκκινιά, Κορυδαλλό, Κερατσίνι, Πέραμα οι συνθήκες ζωής δεν είχαν ακόμα αλλάξει και οι ρεμπέτες έπαιζαν ακόμα στα κουτούκια. Από το 81 και μετά άρχισαν να εξαφανίζονται ταχύτατα. Έμειναν μόνο οι φιέστες για τους τελευταίους διάσημους εν ζωή και ο πλήρης αποκλεισμός των λιγότερος διάσημων.

  88. Μαρία said

    83
    Ναι. Όταν είδα την εκπομπή, αναρωτήθηκα αν έχει συγγένεια με τη Νάντια Μπουλανζέ, την πρώτη γυναίκα μαέστρο, αλλά μάλλον πρόκειται για συνωνυμία. Αλλιώς κάτι θα έλεγε ο Λιάβας.

  89. Πέπε said

    @80
    Κοίτα να δεις που τελικά δεν είναι το ίδιο τραγούδι! Αυτό που στο ελληνικό είναι ρεφρέν, και στο ινδικό μόνο α-α-α, είναι το μόνο κοινό σημείο. Το υπόλοιπο, δηλαδή εισαγωγή και κουπλέ του ελληνικού, είναι πρωτότυπο. Ή με μπερδεύει κάτι;

  90. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    78, Ευχαριστώ για το τραγούδι, δεν το ήξερα/θυμόμουν.Φαίνεται να είναι από πραγματικό περιστατικό με τίποτε μαρίδες-μαυραγορίτες και σαν να γνώριζε ότι επρόκειτο για ψιλικατζήδες (ναι, που τους κρέμασαν οι κατακτητές,και προφανώς χωρίς δίκη και ακόμη και σ΄αυτή την περίσταση, η απόδοση όποιου δίκιου από τον ξένο πονάει-λέω τώρα γω).
    Η θεια μου, 92, λέει «την Κατοχή,στη μαύρη αγορά» όταν πήγαινε ο πατέρας της (παππούς μου) να βρει τρόφιμα κλπ, πότε ανατολικά στη Σητεία, πότε δυτικά στο Αρκαλοχώρι αλλά αναφέρεται απλά,ως κάτι «φυσικό». Σαν να μην υπήρχε δηλαδή άλλη, «άσπρη αγορά», σκέτη αγορά τελοσπάντων. Έπαιρνε δικά τους προϊόντα ή και ζώα του σπιτιού και τ΄αντάλλασσε. Πήγαινε μέσα από ρουμάνια για να μην πέσει σε Γερμανούς, ή Ιταλούς (ανατολικά). Δεν μιλάει όμως για τέτοια απάνθρωπα / εξωφρενικά αλίσια βερίσια που γίνανε στις πόλεις. Σαν ανταλλαγή είδους προς είδος.Μαύρη αγορά, ως κατάσταση αναγκαστικά παράνομη δηλαδή, κρυφά από τους κατακτητές είτε γιατί τους αρπάζανε τα πράγματα με το έτσι θέλω, είτε γιατί δεν επιτρεπότανε το εμπόριο(;).
    Ο «μαυραγορίτης» βέβαια, και για κείνην, έχει απολύτως τη σημασία του απεχθή αισχοκερδή.

  91. Corto said

    84: Χαρούλα σε ευχαριστώ ιδιαιτέρως για τα καλά σου λόγια! Στην διάθεσή σου, για οτιδήποτε πιθανόν γνωρίζω. Αλλά πληροφορίες βρίσκεις και αλλού – η συζήτηση έχει την μεγαλύτερη αξία εδώ. Όλοι μαθαίνουμε, ο ένας από τον άλλον. Κατά τα άλλα…δυστυχώς δεν είμαι εκπαιδευτικός!

    Με την ευκαιρία να ευχαριστήσω και πάλι όλους τους σχολιαστές για την συμβολή τους στην παρούσα δημοσίευση και ζητώ συγγνώμη από όσους δεν ανέφερα ονομαστικά. Γενικώς γράφηκαν μέχρι στιγμής σχόλια πολύ ενδιαφέροντα και ελπίζω να υπάρχουν και άλλα, γιατί το θέμα φρονώ ότι έχει πολύ ψωμί. Και στον Νίκο πάλι απευθύνω τις ευχαριστίες μου για το όμορφο βήμα που μας παρέχει!

  92. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Όπως και η μουσική, έτσι και τα τραγούδια καλύπτουν την ανάγκη έκφρασης των ανθρώπων. Τι είναι καλό και τι όχι, είναι καθαρά υποκειμενικό και η υποκειμενικότητα έχει να κάνει με τις εμπειρίες και τα βιώματα του καθενός.
    Αυτός είναι κι ο λόγος της μεγάλης ποικιλίας μουσικών και τραγουδιών.
    Το ρεμπέτικο όπως και το δημοτικό τραγούδι, κάλυψαν συγκεκριμένες ανάγκες σε συγκεκριμένες συνθήκες που τώρα δεν υφίστανται, μοιραία έπαψαν να δημιουργούνται νέα τραγούδια και απλώς αναπαράγονται τα παλιά, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, το αντίθετο θα έλεγα.
    Οι μόδες έρχονται και παρέχονται, τελικά μένει ότι είναι διαχρονικό και έχει κάτι να πει στις μελλοντικές γενιές.

  93. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Παρέρχονται γμ το τάμπλετ μου.😡

  94. Μαρία said

    89
    Ναι. Το ίδιο και στη Μαντουμπάλα, μόνο το ρεφρέν είναι κλεμμένο https://www.youtube.com/watch?v=kwHmujvVgN0

  95. Corto said

    90: ‘Εφη αυτήν την εικόνα που περιγράφεις έχω διαμορφώσει και εγώ. Άλλοι μαυραγορίτες ήταν στυγνοί εκμεταλλευτές, άλλοι ευκαιριακοί φτωχοδιάβολοι που προσπαθούσαν να επιβιώσουν και εν μέρει βοήθησαν και ένα μέρος του πληθυσμού για να βρει τα βασικά υλικά αγαθά, όταν έπεσε μεγάλη στέρηση στην αγορά.
    Αυτό που ίσως αξίζει να προσεχθεί είναι ότι στο δεύτερο κείμενο του Ψαθά, οι πλουτίσαντες στην Κατοχή τραγουδούν και μερακλώνουν με το τραγούδι «ο σαλταδόρος». Πιθανόν κάποιοι σαλταδόροι, ενδεχομένως άνθρωποι του περιθωρίου (που όμως δικαίως θεωρούνται άτυποι ήρωες της Αντίστασης), στην μαύρη αγορά διοχέτευαν και αυτοί τα κλοπιμαία τους, και βεβαίως κέρδιζαν χρήματα από αυτήν την συναλλαγή. Από την άλλη υπάρχουν αναφορές για σαλταδόρους που πέταγαν τις κουραμάνες από τα γερμανικά καμιόνια στον δρόμο, προκειμένου να τις μαζέψουν οι λιμασμένοι Έλληνες. Είναι σύνθετες αυτές οι ιστορίες. Δεν ερμηνεύονται σκέτα ως άσπρο -μαύρο.

  96. Πέπε said

    @90, 95

    Λίγο πολύ εγίναμε όλοι μαυραγορίτες,
    η πείνα μάς κατήντησε στους δρόμους σαν αλήτες…

    Ενός λαϊκού ριμαδόρου από κάπου στην ανατολική Κρήτη (Γ. Κον[τ?]ζάκης). Καταγραφή λίγα χρόνια μετά την Κατοχή, συγκεκριμένα 1953. Φαντάζομαι ότι θα το πρωτοέβγαλε τότε που γίνονταν αυτά.

    Όταν το πρωτοάκουσα μου φάνηκε σαν σοκαριστικό ξέπλυμα, γιατί πράγματι φτωχοδιάβολους περιγράφει κι όχι αισχροκερδείς. Δεν είχα σκεφτεί αυτή την πιο ήπϊα διάσταση του μαυραγοριτισμού…

    https://mps.lib.harvard.edu/sds/audio/462417059 – αρχίζει περίπου στο 19ο λεπτό.

  97. Μαρία said

    95
    Δεν νομίζω οτι ο Ψαθάς ταυτίζει κάποιους σαλταδόρους ή φτωχοδιάβολους με τους μαυραγορίτες πλουτίσαντες. Την αντίθεση ειρωνεύεται.
    Θυμήθηκα οτι πριν απο χρόνια βρέθηκα μετά απο βαφτίσια σε πλούσιο γεύμα μετά ζωντανής μουσικής κι η ορχήστρα έπαιξε κάποια στιγμή το «Μη κλαις και μην λυπάσαι που βραδιάζει, εμείς που ζήσαμε φτωχοί …» που ήταν τότε στη μόδα.

  98. ΣΠ said

    89, 94

  99. Πέπε said

    95
    > Αυτό που ίσως αξίζει να προσεχθεί είναι ότι στο δεύτερο κείμενο του Ψαθά, οι πλουτίσαντες στην Κατοχή τραγουδούν και μερακλώνουν με το τραγούδι «ο σαλταδόρος».

    Εφόσον δε λέει «θα σαλτάρω θα σαλτάρω», δεν είναι βέβαιο ότι είναι Ο Σαλταδόρος. Το δίστιχο θα μπορούσε να υπάρχει και ανεξάρτητα, και να εντάσσεται στην κλασική θεματική ότι δεν υπάρχει φιλία, αισθήματα, τίποτα, μόνο το χρήμα κοιτάνε… Βέβαια δε γνωρίζω ηχογραφημένο τραγούδι που να περιλαμβάνει αυτό το δίστιχο, εκτός από τον Σαλταδόρο, αλλά από τη στιγμή που ούτε ο Σαλταδόρος είχε ηχογραφηθεί τότε, δεχόμαστε την πιθανότητα να αναφέρει ο Ψαθάς ένα τραγούδι που στην πραγματικότητα ήταν γνωστό μόνο προφορικά. Αδισκογράφητα τραγούδια ήταν βέβαια κυρίως αυτά της ανώνυμης δημιουργίας, αλλά γιατί όχι και επώνυμων; Δεν προκύπτει από πουθενά ότι κάθε τραγούδι που συνέθεσε ο κάθε γνωστός ρεμπέτης, και το έλεγε στο πάλκο, το έβγαλε υποχρεωτικά και σε δίσκο. Ή, μπορεί και να έχει ηχογραφηθεί (ως Σαλταδόρος ή ως άλλο τραγούδι) και απλά να μην το ξέρουμε εμείς τώρα…

    _____________________

    Οφτόπικ: τις προάλλες κάποιος σχολιαστής εμφανίστηκε ως Οσία Μαρία, και απόρησε κι ο ίδιος πώς έγινε αυτό το θαύμα. Ε λοιπόν, το ίδιο πήγε να μου κάνει κι εμένα με το παρόν σχόλιο, αλλά το πρόλαβα. Το μέιλ μου και το «όνομα» (πέπε) μου τα βγάζει αυτόματα μόλις μπω στα αντίστοιχα κουτάκια, οπότε πλέον αυτές τις κινήσεις τις κάνω μηχανικά και δεν πολυκοιτάω τι γράφει. Τώρα όμως έτυχε και το κοίταξα: με σωστό το μέιλ, ετοιμαζόταν να δημοσιεύσει ως όνομα το Οσία Μαρία και ως ιστότοπο (που εγώ τον αφήνω κενό) πάλι κάτι με Οσία Μαρία… Αναγκάστηκα να πληκτολογήσω ολόκληρο το «πέπε» μόνος μου κι αμοναχός, και να κάνω ντιλίτ όλο το λινκ του αγιωτικού σάιτ.

    Edit: Και το ‘γραψα και λάθος το Πέπε, έφαγα τον τόνο, με αποτέλεσμα να μου φάει το σχόλιο η μαρμάγκα. Το ξαναστέλνω, και παρακαλώ να αγνοηθεί το άλλο που περιμένει έγκριση.

  100. Μαρία said

    98
    Δερβενιώτης. Και τα στιχάκια της Ευτυχίας πρέπει να είναι.

    99
    Ο ΚΩΣΤΑΣ είχε γίνει οσία. Η πόρσε τρελάθηκε.

  101. Μαρία said

  102. Alexis said

    Συμπτωματικά προχθές ξεκίνησα να βλέπω στο ERTFLIX το παλιό σίριαλ της ΕΡΤ «Το μινόρε της αυγής» του Φώτη Μεσθεναίου, που δεν είχα δει στην εποχή του.
    Από τα δύο πρώτα επεισόδια οι εντυπώσεις ήταν γενικά θετικές αν και εντόπισα κάποιες (κατά τη γνώμη μου) αδυναμίες.
    Θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω τη γνώμη του Corto, και οποιουδήποτε άλλου φυσικά, για τη σειρά.

    #99, τέλος: Μου έχει τύχει αρκετές φορές. Την πρώτη φορά, που δεν το πρόσεξα, εμφανίστηκα ως Stazybo Horn, τις επόμενες που ήμουν υποψιασμένος, το πρόλαβα και το διόρθωσα.
    Μία φορά πήγε να με εμφανίσει και ως Sarant 🙂

  103. Παναγιώτης Κ. said

    @67. Πολύ ενδιαφέροντα αυτά με τα οποία εν πολλοίς συμφωνώ!
    Σε κάποιο άλλο σχόλιο ( οι ευκαιρίες πάντα δίνονται σε αυτό το ιστολόγιο) να προσθέσεις σε αυτά που έγραψες και την επίδραση της μουσικής παιδείας που αποκτάμε όντας ακροατές των εκκλησιαστικών ύμνων.
    Επιπλέον, αν σας φέρει ο δρόμος κατά Τουρκία μεριά, να μη διστάσετε να μπείτε σε κάποιο τζαμί για να ακούσετε τα σχετικά.
    Πρόκειται για αξιόλογη εμπειρία!

  104. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Σχετικά με τον ρόλο και τη φύση της μαύρης αγοράς έχω ξαναναφέρει το ενδιαφέρον βιβλίο του Μαργαρίτη «Από την ήττα στην εξέγερση».

  105. loukretia50 said

    Καλημέρα!
    Eξαιρετική δουλειά Corto, μερακλής όπως πάντα!
    Ευχαριστούμε πολύ, περιμένουμε κι άλλες πεννιές!

  106. loukretia50 said

    γιατί μαρμάγκα σερ? Με ξεχάσατε?

  107. loukretia50 said

    (έφυγε πάλι!)
    Κι επειδή στην ελληνική δισκογραφία δύσκολα θα βρω κομμάτι να σε ξαφνιάσει, ορίστε και μια Αυστραλέζικη βερσιόν!
    Είναι μερακλής κι αυτός, όταν λέει «μάγκας» και «κυρία Κούλα»!

    Brendan Perry – In The Basement

    Ολόκληρος ο δίσκος έχει ενδιαφέρον νομίζω

  108. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    106 –> 107

    99 Εντωμεταξύ, πρώτα βλέπω εγώ τα κρατημένα, τα ετεροχρονίζω και τα αποδεσμεύω και μετά αντιλαμβάνομαι ότι το έχει ήδη αντιληφθεί ο σχολιαστής και έχει επαναλάβει το σχόλιο, οπότε πάω και σβήνω το αποδεσμευμένο.

  109. Corto said

    99 (Πέπε): «Εφόσον δε λέει «θα σαλτάρω θα σαλτάρω», δεν είναι βέβαιο ότι είναι Ο Σαλταδόρος»

    ‘Oμως γνωρίζουμε από αφήγηση του Γενίτσαρη ότι ο εν λόγω στίχος είναι δικός του και ότι τον ενεπνεύσθη μέσα στην Κατοχή, από κάποιον που ερχόταν καλοντυμένος κλπ. Συνεπώς μάλλον δεν πρόκειται για αδέσποτο στιχάκι. Προφανώς το τραγούδι του Γενίτσαρη παιζόταν και είχε διάδοση στους θαμώνες των σχετικών μαγαζιών πριν την ηχογράφησή του. Βέβαια όπως ανέφερα στο σχ.28, ηχογράφηση υπήρξε ήδη από το 1947 στις ΗΠΑ.

  110. Corto said

    102 (Alexis):
    Σχετικά με το σήριαλ «το μινόρε της αυγής», ομολογουμένως το είχα δει ολοκληρωμένα παλιά, όταν πρωροπαίχτηκε στην ΕΡΤ και αργότερα (νομίζω δεκαετία ’90 ή στις του αρχές του 2000) όταν το ξανάδειχνε το έβλεπα περιστασιακώς. Συνεπώς δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. επίσης δεν κατάφερα να δω το θεατρικό που παίχτηκε φέτος. Πάντως γενικά έχω θετική εικόνα. Δεν παρουσιάζει τους ρεμπέτες ως καρικατούρες. Εμπεριέχει σπουδαία πλάνα – ντοκουμέντα με πραγματικούς ρεμπέτες (τουλάχιστον τον Γενίτσαρη θυμάμαι), έχει καλές ερμηνείες (ξεχωρίζει ο μέγιστος Ηλίας Λογοθέτης ως χωροφύλακας) και στηρίζεται χαλαρά στην βιογραφία των μελών της «τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς». Βέβαια η έλλειψη τεχνικών και οικονομικών μέσων, αλλά και το γεγονός ότι η έρευνα περί του ρεμπέτικου δεν ήταν ακόμα τόσο ολοκληρωμένη όσο σήμερα, περιορίζουν κάπως την αξία του τελικού αποτελέσματος. Οπωσδήποτε για την εποχή του ήταν πρωτοποριακό καλλιτεχνικό έργο -και παραμένει σημείο αναφοράς.

    105: Γεια σου Λουκρητία! Να είσαι καλά!

  111. Corto said

    104: Χτήνος σε ευχαριστώ! Πολύ ενδιαφέρον φαίνεται το βιβλίο αυτό. Βλέπω βέβαια ότι αναφέρεται στο διάστημα ’41 – ’42. Δεν ξέρω βέβαια αν ίσχυαν τα ίδια (ως προς την μαύρη αγορά) και τα υπόλοιπα χρόνια της Κατοχής. Πάντως θα το αναζητήσω το βιβλίο με την πρώτη ευκαιρία…

  112. sarant said

    Μου έστειλε ο Spiridione το χρονογράφημα του Ψαθά στα Νέα στις 10.9.1948 και το πρόσθεσα στο τέλος του άρθρου.

  113. Corto said

    112:
    Ευχαριστώ πολύ Νίκο και Spiridione! Πολύ σημαντική προσθήκη. Πράγματι είναι ο ίδιος σκελετός του άρθρου, όπως υποπτευτήκαμε, και στην έκδοσή του στο βιβλίο είναι επηυξημένο (έστω και αν ο ίδιος ο Ψαθάς έλεγε ότι θέλει να αλλάζει τα ευθυμογραφήματά του στις μεταγενέστερες εκδόσεις, βλ. σχ.45). Περί του εξαιρετικώς ενδιαφέροντος σημείου όπου ο Ψαθάς υπερασπίζεται τα ρεμπέτικα σε σχέση με τα τραγούδια του τύπου οι τρεις καμπαλλέρος, αξίζει να προστεθεί η τελευταία παράγραφος από έτερο ευθυμογράφημα/ χρονογράφημα με τίτλο «οι τρεις καμπαλλέρος» που περιλαμβάνεται στον τόμο «Από την εύθυμη πλευρά»:

    » (…)
    -Οι τρεις Καμπαλλέρος γνωστοί στους Βακέρος, κι’ οι τρεις πάντα στο ίδιο το μέροοοοοος.
    -Γιατί στο ίδιο;
    -Σε όλη την πάμπα, τους έχουνε στάμπα και λένε καράμπα…
    -Τι λένε;
    -Οι τρεις καμπαλέροοοοοοός!
    -Ούστ!

    Και σαν να μην έφταναν οι τρεις καμπαλλέρος που μας λυσσάξανε παραμένοντας με άσπλαχνη επιμονή στο ίδιο το μέρος, ήλθαν τώρα σ’ ενίσχυσή τους και οι τρεις θανασίμως βαρύθυμοι συναδελφοί τους ρεμπέτηδες:

    Τρεις καβαλλάρηδες πρώην…βαρκάρηδες,
    μάγγες κι’ οι τρεις από την…Λέρο
    κοτσάραν φίρμα οι τρεις καμπαλλέρος!…

    Τι διάολο τώρα θέλουν οι τρεις καμπαλλέρος στη Λέρο ( ! ) και πώς από βαρκάρηδες γίνηκαν καβαλλάρηδες, αυτό μόνον ο μεγαλοφυής τους μουσικοσυνθέτης μπορεί να μας το πη.
    Στο μεταξύ ένα είνε γεγονός. Ότι οι τρεις καμπαλλέρος τόσον οι εκ…Βακέρος όσο και οι εκ Λέρου, έξη εν συνόλω μας έχουν καταδυναστέψη όσο κανένας άλλος. Η άθλια συμμορία τους πρέπει να εξοντωθή μαζί με τους μουσικούς όλμους των Αθηνών προτού μας στείλουν στο φρενοκομείο.»

    Ο Ψαθάς αναφέρεται βεβαίως στο τραγούδι – παρωδία των Σ. Περιστέρη & Ζακ Ιακωβίδη (μουσική) και Μ. Μάτσα (στίχοι) του 1948.

  114. Corto said

    113:
    Διόρθωση: …ότι ΔΕΝ θέλει να αλλάζει τα ευθυμογραφήματά του…

  115. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    102 – Όπως τα λέει ο Corto στο 110, κι εγώ το είχα δει όλο στην αρχή (83-84; κάπου εκεί) και αποσπασματικά, το 2013 όμως.
    Εμένα πολύ μου είχε αρέσει τότε, αλλά και το 13, έστω τα λίγα επεισόδια που είδα. Και η θεατρική παράσταση με τον Μιχαηλίδη και τον Σκιαδαρέση, ήταν πολύ καλή, αν κι εκ των πραγμάτων πιο συμπυκνωμένη.
    Το σίγουρο, είναι πως δεν θα χάσεις τον χρόνο σου, αλλά νομίζω πως αξίζει να το δει κανείς.

  116. aerosol said

    #61
    Ευχαριστώ Corto. Δεν πήγε το μυαλό μου σε αριστερογενή οπτική.
    Α, και ήταν παράλλειψή μου που δεν σε ευχαρίστησα από χτες για άλλο ένα εξαιρετικό κείμενο που μας πρόσφερες!

    Προσωπικά θεωρώ την δουλειά που έκανε ο Ζωρζ Πιλαλί στην Θεοκωμωδία του την πιο ενδιαφέρουσα οπτική στη μίξη μπλουζ και ρεμπέτικου. Με συγκίνησε περισσότερο από την σύμπραξη Louisiana Red (που συνεργάζεται και με τον Πιλάλα) και Βαμβακάρη. Βάζω ένα μικρό πανέξυπνο μεζεδάκι, κάτω του λεπτού. Ίσως σας ανοίξει την όρεξη για περισσότερα.

  117. Corto said

    116: Aerosol να είσαι καλά! Ναι ο Πιλαλί είναι σπουδαίος. Θα τον έχεις δει πιθανόν και στην εκπομπή του Χρήστου Παπαδόπουλου «χάριν ευφωνίας», όπου αν δεν απατώμαι έπαιζε το «ζούλα σε μια βάρκα μπήκα» (ζεμπεκάνο σπανιόλο) και τον «μπουφετζή» του Γιώργου Μπάτη, τον οποίον εξάλλου έχει ως πρότυπο ως προς το χιούμορ και την θεατρικότητα (Ζωρζ Μπατέ ή Βατέ – Ζωρζ Πιλαλί).

  118. sarant said

    116-117 Πολύ κακά έχω κάνει που δεν έχω ασχοληθεί περισσότερο με τον Πιλαλί…

  119. aerosol said

    #118
    Δεν έχω δει την εκπομπή -θα την ψάξω στο γιουιούμπι. Ευτυχώς και τα δυο έχουν δισκογραφηθεί (στην Θεοκωμωδία).
    Αξιοσημείωτο: με αφορμή την απάντησή σου άρχισα να γκουκλάρω υλικό για τον Μπάτη. Κι έπεσα πάνω στο αμερικάνικο How dry I am που προφανώς αποτέλεσε την έμπνευση του Μπάτη για τον Μπουφετζή, κάτι που δεν γνώριζα!

  120. Δεν είναι το When the saints;

  121. Corto said

    118 (Sarant): Ιδίως στις παραστάσεις του είναι καταπληκτικός.

    119, 120: Ακριβώς, είναι το παραδοσιακό σπιρίτσουαλ When the Saints Go Marching In, του οποίου ένα μέρος χρησιμοποίησε κάποτε και ο Ίρβινγκ Μπέρλιν. Το τραγούδι του Μπέρλιν μάλλον είναι απίθανο να είχε φτάσει στην Ελλάδα, ενώ η μελωδία του when the saints παιζόταν από τις τζαζ μπάντες παντού, άρα θα είχε φτάσει και εδώ. Στον μεσοπόλεμο στην Ελλάδα η τζαζ είχε πολύ μεγάλη πέραση.

  122. sarant said

    119-120-121 Πάντως κι εγώ για το When the Saints… έχω ακούσει

  123. Πέπε said

    Εγώ τα θεωρώ λίγο νατσουλισμούς αυτά. Το κοινό σημείο ανάμεσα στα τρία τραγούδια (τον Μπουφετζή όπως τον έπαιξε ο Μπάτης, διαφορετικά από μεταγενέστερες εκτελέσεις) είναι μία σειρά από τέσσερις νότες κοινότατη, που μπορεί να τις εμπνευστεί ο καθένας σε όποιο μουσικό κόσμο κι αν κινείται.

    Ο Πιλαλί έχει πράγματι κάνει ωραίες και ουσιαστικές μπλουζ διασκευές ρεμπέτικων (αυτών των δύο δηλαδή, Μπουφετζή και Ζούλα). Το αντίστροφο, μπλουζ με μπουζούκια που ακούσαμε στο #116, δε μου λέει κάτι τρομερό. Κανονικό μπλουζ, απλώς παίζει και μπουζούκι! Είναι ωραίο, αλλά δε νομίζω ότι θα πει κανείς «κοίτα τι πήγε και σκέφτηκε, κοίτα τι αναπάντεχο ταίριασμα».

    Την αναλογία στα ονόματα (Ζωρζ Μπατέ – Ζωρζ Πιλαλι) δεν την είχα σκεφτεί ποτέ. Εύστοχο! Εντωμεταξύ νομίζω ότι κανονικά ούτε Πιλάλα δεν τον λένε, κι αυτό καλλιτεχνικό είναι.

  124. dryhammer said

    77. Τότε δεν ήταν που έγραψε το «Απελπίστηκα»;

  125. Corto said

    123 (Πέπε):
    «Το κοινό σημείο ανάμεσα στα τρία τραγούδια (τον Μπουφετζή όπως τον έπαιξε ο Μπάτης, διαφορετικά από μεταγενέστερες εκτελέσεις) είναι μία σειρά από τέσσερις νότες κοινότατη, που μπορεί να τις εμπνευστεί ο καθένας σε όποιο μουσικό κόσμο κι αν κινείται.»

    Το βρίσκω πολύ βάσιμο αυτό που γράφεις. Πάντως εάν κάτι είχε φτάσει στα αυτιά του Μπάτη και υπήρξε μια κάποια τζαζ επιρροή, αυτό είναι το When the Saints. Περί τζαζ στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, τα έχει αναλύσει ο σημαντικός Μανώλης Σειραγάκης.
    Ας θυμηθούμε και την τρομερή σκηνή του Βιλλάρ με την ορχήστρα με μαύρους μουσικούς παρακαλώ, πιθανόν στον Φλοίσβο του Φαλήρου ή σε κάποιο αντίστοιχο αναψυκτήριο (στο 7.10 περίπου):

  126. Corto said

    125 (συνέχεια): Θα πιάσατε πιθανόν και το when the saints στο 9.28 (αν και η μουσική επένδυση είναι σύγχρονη προσθήκη).

  127. Α. Σέρτης said

    99/109
    Ο σαλταδόρος εφημεριδέ στα 1945:

    https://rembetiko.gr/t/%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BB%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BB%CE%B1%CE%B8%CF%81%CE%AD%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%82/8698/35

  128. sarant said

    127 Μπράβο.

  129. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    118 – Ως προς την καλλιτεχνική πλευρά όντως κακώς έχεις κάνει, τον είχα δεί πρώτη φορά στο Ροντέο με τον Μηλιώκα το 86 και τελευταία στο Κύτταρο την ίδια χρονιά, ήταν ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ!
    Όμως, ήδη είχα αποφασίσει ποιόν δρόμο θα ακολουθήσω στην ζωή μου, κι αυτός δεν περιλάμβανε την μαγκιά* και την δήθεν αυθεντική λαϊκότητα που πρέσβευε (προωθούσε καλλιτεχνικά;) ο Πιλαλί αλλά και όλοι όσοι συμμετείχαν σ΄ αυτό το ευρύτερο καλλιτεχνικό και μη φάσμα. Δεν ξαναπήγα ποτέ σε κανέναν, χωρίς να απορρίπτω την όποια καλλιτεχνική τους αξία. Έχουμε διαφορετικές αξίες ζωής.

    Γενικά η μαγκιά και οι μάγκες, έχουν μια πολύ σκοτεινή πλευρά που αν δεν αποκρύπτεται εντελώς, περνάει σε δεύτερη μοίρα από τις διάφορες μελέτες, και εν πολλοίς βγαίνει μια ωραιοποιημένη έως και ηρωποιημένη θα έλεγα εικόνα, που όμως απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

    * Τι είναι η μαγκιά, και ποιά η ετυμολογία της; Τι λές, αξίζει άρθρο;😊

  130. Alexis said

    #110: Corto σ’ ευχαριστώ για την απάντηση. Εγώ έτυχε να δω το θεατρικό φέτος, μου άρεσε πολύ, και αυτό με παρακίνησε να ξεκινήσω να βλέπω και το σίριαλ.
    Περίπου ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Βλέπω κάποιες αδυναμίες, δικαιολογημένες ίσως λόγω μπάτζετ, στην αναπαράσταση της εποχής (ντυσίματα, χώροι, γλώσσα ακόμα) αλλά κατά τ’ άλλα θεωρώ ότι είναι πολύ αξιόλογη δουλειά.
    Έκπληξη η συμμετοχή κάποιων ρεμπετών που ήταν ακόμα εν ζωή τότε, στα δύο πρώτα επεισόδια συμμετείχε ο Μουφλουζέλης!

  131. aerosol said

    #121
    Corto θα ήθελα τη γνώμη σου γι αυτό:

    Είχα δεχτεί κι εγώ την άποψη για το When the saints, όμως εδώ βλέπω εκτέλεση του How dry I am όπου οι συγχορδίες της βασικής μελωδίας δεν είναι ίδιες με τους When the Saints…, αλλά είναι ίδιες με του Μπουφετζή. Βέβαια… δεν ξέρω ποια εκτέλεση χρησιμοποιήθηκε στην σύγκριση, το οποίο συσκοτίζει τα πράγματα.
    Δεν το έψαξα σε βάθος αλλά βρήκα αναφορά πως το μεν τραγούδι του Μπερλιν δεν έμεινε και αξέχαστο, όμως επιβίωσε ο πρώτος στίχος σαν τραγούδι του ποτού και της παρέας. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να εξηγήσει το πώς έφτασε στ’ αυτιά του Μπάτη.

    #123
    Δεν είναι κανονικό μπλουζ. Μετά την μπλουζ εισαγωγή, τα πρώτα μέτρα είναι ένα ρεμπετοειδές χασάπικο (από το 3ο ως το 10ο δευτερόλεπτο) το οποίο έξυπνα μετατρέπεται σε μπλουζ. Οι πενιές στη συνέχεια έχουν πινελιές ρεμπέτικου μέσα στο μπλουζ. Προσωπικά εντυπωσιάστηκα, όχι γιατί είναι πρωτάκουστη η ιδέα αλλά γιατί θεωρώ τη μίξη των δυο ειδών (σε ένα κομματάκι κάπου 40 δεύτερα όλο κι όλο) την πιο φυσική και αβίαστη που έχω ακούσει. Αντιθέτως, η ενδιαφέρουσα προσπάθεια στο τζαμάρισμα Καλδάρα-Ρεντ δε μου έβγαλε ούτε ρεμπέτικο ούτε μπλουζ και μου φάνηκε σχετικά αμήχανη.

    #129
    Ο Πιλάλας δεν πρεσβεύει τη μαγκιά και την αυθεντική λαϊκότητα. Μάλλον δεν έπιασες ακριβώς αυτό που κάνει.

  132. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Καλημέρα
    129 >>Τι είναι η μαγκιά, και ποιά η ετυμολογία της;
    https://sarantakos.wordpress.com/2020/10/15/manga/
    Καλημέρα, μαγιάτικη, λαμπερή

  133. Πέπε said

    131
    > Αντιθέτως, η ενδιαφέρουσα προσπάθεια στο τζαμάρισμα Καλδάρα-Ρεντ δε μου έβγαλε ούτε ρεμπέτικο ούτε μπλουζ και μου φάνηκε σχετικά αμήχανη.

    Καλδάρα-Ρεντ; Μήπως εννοείς Βαμβακάρη-Ρεντ; Γιατί η περιγραφή σου αποδίδει ακριβώς και τη δική μου εντύπωση: αμηχανία και απουσία κοινού κώδικα.

  134. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    130. Ήταν σοβαρή δουλειά, με εκλεκτές συμμετοχές. Γνώρισα τον καλό κινηματογραφιστή και φωτογράφο, εκ Κρήτης ορμώμενο, Φώτη Μεσθεναίο, στην παρέα του Κούνδουρου, από την εποχή της προετοιμασίας των γυρισμάτων. Ήταν ανιψιός του Μήτσου Περδικόπουλου. Θυμάμαι που αφηγούνταν τις προσπάθειες να προσεγγίσει/συναντήσει και πείσει τον Μουφλουζέλη (έμενε κάπου στο Γαλάτσι) που ήταν δύσκολος άνθρωπος, εν τέλει τα πήγαν περίφημα , προηγήθηκε του σήριαλ το βιβλίο τους «Όταν η λήγουσα είναι μακρά».
    Προετοίμαζε το «Σαν τα τρελά πουλιά» όταν πέθανε από καρδιά.
    Στη ΕΡΤ την εποχή έγκρισης της σειράς, Γεν.Δντης ήταν ο Βασίλης Βασιλικός, αν καλά θυμάμαι.

  135. Corto said

    131α: Αγαπητέ Aerosol, όλα είναι πιθανά. Την ανακάλυψη/ υπόθεση ότι η μελωδία του «how dry i am» προέρχεται έστω εν μέρει από το «when the saints» την είχε κάνει ο Κώστας Φέρρης (τουλάχιστον από αυτόν την είχα διαβάσει). Δεν αμφισβητώ ότι τα πρώτα μέτρα της εκδοχής του Μπέρλινγκ είναι πιο κοντά στην μελωδία του Μπάτη σε σχέση με κάποιες εκδοχές του «when the saints» (υπάρχουν διάφορες), αλλά φαίνεται ότι και αυτή η μελωδία ήταν προγενέστερη -ας πούμε παραδοσιακή αμερικάνικη ή εγγλέζικη.

    Στο σχετικό λήμμα της wikipedia (κι όπου φαντάζομαι ότι έχει μπει ελληνικό χέρι) αναγνωρίζονται επιδράσεις του «how dry i am» στον «μπουφετζή» του Μάτη , ενώ στο λήμμα «When the saints Go Marching In» δεν γίνεται αναφορά στο ελληνικό τραγούδι.

    https://en.wikipedia.org/wiki/The_Near_Future

    https://en.wikipedia.org/wiki/When_the_Saints_Go_Marching_In

    Από την άλλη, στο πρώτο λήμμα (The Near Future) γίνεται αναφορά για εμφάνιση του γνωστού μοτίβου ήδη σε έργο του Μπετόβεν ( ! ) αλλά βέβαια και σε μουσική που έγραψε ή κατέγραψε ο Άγγλος μουσικολόγος Edward F. Rimbault ή ακόμα παλαιότερα από τον Μπετόβεν σε έργο του Άγγλου υμνογράφου Philip Doddridge το 1755!

    «The origin of the melody predates Berlin’s song. The distinctive four-note motif was used by Ludwig van Beethoven in his Sonata, Op. 10 No. 3, published in 1798. The motive is also used in Oh Happy Day, the earliest known printing of which is in The Wesleyan Sacred Harp from Boston in 1855 (although the words to Oh Happy Day can be traced even further back to 1755). This melody is in turn attributed to English composer Edward F. Rimbault.»

    Το ίδιο μπλέξιμο και με τους στίχους, όπου φαίνεται να πρωτοεμφανίζονται σε μία μορφή κωμική το 1874 και αργότερα αναφορικά με την ποτοαπαγόρευση ήδη το 1917:

    «When the State of Kansas passed a Prohibition law in 1917, which was signed by the governor on «the 23rd» (of February or March) the legislature greeted the event by singing «How Dry I Am.» This also strongly suggests that a song with these lyrics existed prior to Irving Berlin’s treatment of the melody.»

    Τώρα επειδή οι νότες είναι όλες κι όλες επτά (ή έστω δώδεκα), οι συνδυασμοί δεν είναι και άπειροι, οπότε εύκολα τυχαίνει κανείς σε παρεμφερείς μελωδίες ανά την παγκόσμια μουσική δημιουργία.
    Προφανώς το ερώτημα είναι ποια ήταν η άμεση πηγή έμπνευσης του Μπάτη, ασχέτως απωτέρας προελεύσεως της μελωδίας. Άκουσε π.χ. Άγγλους ή Αμερικανούς ναύτες (όπως έχει υποστηριχθεί) να τραγουδούν τον σκοπό κάπου στον Πειραιά; Άκουσε κάποια ξένη τζαζ μπαντ, που εμφανιζόταν στην Ελλάδα;
    Τι να πω; Τείνω λίγο παραπάνω στη άποψη του Πέπε (σχ.123) ότι πρόκειται για σύμπτωση. Η απορία παραμένει προφανώς -αλλά έχει πλάκα το γεγονός ότι μουσικολογικώς γεφυρώθηκε ο Μπετόβεν με το ρεμπέτικο!

  136. Spiridione said

    135. Βλέπω ότι ο Σπ. Παπαιωάννου είχε αναφέρει τη σύνδεση με το how dry I am το 1983

    Το τραγούδι που έχει ο Aerosol στο σχ. 131 διαβάζω προέρχεται από εδώ
    https://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?t=1066

  137. sarant said

    136 Αυτό είχα ακούσει λοιπόν

  138. Corto said

    136 (Spiridione): Ναι, έτσι είναι. Ο Σπύρος Παπαϊωάννου είχε επιμεληθεί αυτήν την ενδιαφέρουσα έκδοση με τίτλο «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2006, Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», το οποίο είχε πέσει στα χέρια μου και το οποίο εμπεριείχε ψηφιακό δίσκο με ρεμπέτικα (συν ένα «ελαφρό» τραγούδι – με χασικλίδικους στίχους). Στον «μπουφετζή» του Μπάτη είχε βάλει κολλητά εισαγωγή τα πρώτα μέτρα από «το how dry I am». Νομίζω ότι οι πληροφορίες συγκλίνουν στην υπόθεση ότι η εν λόγω μελωδία διαδόθηκε μέσω της εκκλησιαστικής μουσικής (γκόσπελς ή σπιρίτσουαλς). Από εκεί πέρασε και στο μουσικό θέατρο ή σε λαϊκά τραγούδια της Αμερικής κλπ. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο Μπάτης άκουσε κάποιαν από αυτές τις διασκευές, με ποιο μέσο (ζωντανά ή σε δίσκο γραμμοφώνου) και αν εν τέλει επηρεάστηκε. Αυτό θα μείνει άλυτο. Πάντως, από όσο καταλαβαίνω, η μελωδία αυτή ήταν διαδεδομένη πριν το τραγούδι του Μπέρλινγκ.

  139. Spiridione said

    138. Την επιμέλεια του cd την είχε ο Πάνος Σαββόπουλος. Σε ένα κείμενό του λέει ότι διαθέτει μία ηχογράφηση του how dry I am από τις 28 – 8 – 1929. Πιθανόν αυτή θα έβαλε στο cd.
    https://24grammata.com/%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-blues-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BB%CE%BF%CE%B9/

  140. Corto said

    Ας συμπληρώσω ότι σαφώς υπήρξαν δυτικές επιδράσεις στο ρεμπέτικο τραγούδι, όχι μόνον στο πειραιώτικο -που στο κάτω κάτω στηρίζεται σε συγκερασμένο όργανο, όπως διαμορφώθηκε εν τέλει το μπουζούκι και μάλιστα κουρδισμένο κιθαρίστικα (ΡΕ – ΛΑ – ΡΕ), αλλά και στο σμυρναίικο. Για παράδειγμα το διάσημο αστικό λαϊκό «δεν σε θέλω πια» που ηχογραφήθηκε και από την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Σμύρνη και στην Πόλη το 1910 χρησιμοποιεί (εξ ολοκλήρου νομίζω) την μελωδία της ναπολιτάνικης καντσονέτας των Vincenzo di Chiara και Antonio Barbieri με τίτλο «Mbraccia a me!…»

    https://vmrebetiko.gr/item/?id=4372

  141. Corto said

    139: Γράφει ο Πάνος Σαββόπουλος:
    «Το πολύ διαδεδομένο και πολυηχογραφημένο, λοιπόν, How dry I am (διαθέτω μία ηχογράφησή του από τις 28 – 8 – 1929), φαίνεται ότι άκουσε ο ευφυέστατος Γιώργος Μπάτης κι έτσι μάς χάρισε τον Μπουφετζή που επιβιώνει αγέραστος μέχρι σήμερα.»
    Ναι αλλά αυτό είναι μία εικασία, όχι βεβαιότης…

  142. aerosol said

    #133
    Σωστά με διορθώνεις Πέπε. Το μυαλό μου έπαθε τιλτ και μετάτρεψε τον Στέλιο Βαμβακάρη σε Καλδάρα -κι ας έχω το άλμπουμ απ’ όταν κυκλοφόρησε.

    #135 και 140
    Πράγματι δεν θα βρούμε μια οριστική απάντηση -και τελικά δεν παίζει τόσο ρόλο. Πάντως δε με πείθει τόσο η τυχαιότητα στην σύλληψη της μελωδίας, καθώς δεν μιλάμε μόνο για τις χαρακτηριστικές τέσσερεις πρώτες νότες αλλά για όλη την βασική μελωδία.
    Προσωπικά έχω σταθεί ιδαίτερα στο Πέντε Μάγκες στον Περαία ως πολυπολιτισμικό (ας πούμε) παράδειγμα επιρροών στο ρεμπέτικο. Νομίζω πως κουβαλά απόηχους από τη μισή Μεσόγειο αλλά και κλασικότροπο χαρακτηριστικό πέρασμα. Λογικά όλα αυτά καθώς οι δημιουργοί δεν ζούσαν σε κενό, και αποκτούσαν διάφορα ακούσματα τα οποία ενσωμάτωναν στο έργο τους.
    Ενδιαφερουσα όλη η κουβέντα, έμαθα πολλά!

  143. Πέπε said

    135
    > Τώρα επειδή οι νότες είναι όλες κι όλες επτά (ή έστω δώδεκα), οι συνδυασμοί δεν είναι και άπειροι

    Δεν είναι εκεί το θέμα. Οι συνδυασμοί είναι άπειροι, γιατί δεν έχεις μόνο νότες, έχεις και χρονικές αξίες. Οι συνδυασμοί που μπορούν να γίνουν με τις συγκεκριμένες τέσσερις νότες στην ίδια σειρά είναι ήδη άπειροι.* Το χαρακτηριστικό δεν είναι οι τέσερις νότες αλλά όλο μαζί: νότες, σειρά τους, αξία της καθεμιάς. Και το επιχείρημά μου είναι ότι αυτή η συγκεκριμένη φράση προκύπτει σχεδόν αυτόματα από την κλίμακα, και ότι όποιος ψάξει θα τη βρει σε δεκάδες συνθέσεις που κατά τα άλλα είναι άσχετες μεταξύ τους. Προχείρως ας πούμε μου έρχεται το You are my sunshine.

    142
    > δεν μιλάμε μόνο για τις χαρακτηριστικές τέσσερεις πρώτες νότες αλλά για όλη την βασική μελωδία

    Αυτό είναι ένα πόιντ πράγματι. Αλλά ποια είναι η βασική μελωδία;
    -οι 4 νότες
    -ξανά οι 4 νότες, σε ακριβή επανάληψη
    -παραλλαγή της φράσης που μας ρίχνει σε άλλη συγχορδία, τη Νο 1 πιο αναμενόμενη, δηλαδή της δεσπόζουσας (μέχρι τώρα ήμασταν στη συγχορδία τονικής)
    -επιστροφή στην τονική, με μια καταληκτικού χαρακτήρα παραλλαγή της ίδιας πάντα φράσης.

    Πραγματικά, τίποτε εδωμέσα δεν είναι δύσκολο να το σκεφτεί οποιοσδήποτε, ακόμη και πολλοί ανεξάρτητα.

    _____________________________
    Ακόμα και οι συνδυασμοί ανάμεσα σε μία και μόνη νότα είναι άπειροι:

  144. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    131 – Και ακριβώς το έπιασα και ήξερα πολύ καλά τι έκανε (δεν ξέρω τι κάνει, από το 90κάτι και μετά δεν ξανασχολήθηκα καθόλου μαζί του όπως και με το ευρύτερο φάσμα αυτού του χώρου) όπως και τι έκαναν και πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν, Πουλικάκος, Τζιμάκος, Πρίγκιπας, το ηρωποιημένο σίχαμα, η δευτεράντζα που έγινε πρωταγωνίστρια, κλπ που έκαναν πολύ φασαρία και λίγη τέχνη.
    Μάλλον δεν το διατύπωσα καλά και παρερμηνεύτηκε αυτό που ήθελα να πώ, αλλά είπα να φανώ λίγο ευγενικός.
    Κράτα την «σκοτεινή πλευρά» και το «ωραιοποιημένη», και για τον Πιλαλί (κατά κόσμον Παπαδόπουλο) και για την μαγκιά και τους μάγκες.

    132 – Όλα έχουν ειπωθεί εδώ πχιά, ποιός ξέρει πού έβοσκα εκείνη την μέρα.😂
    Θα μείνω με το αίτημα για την λέξη ελευθερία!

  145. Καταπληκτικός ο Λίγκετι!

  146. aerosol said

    #143
    Έχεις δίκιο πως είναι πιθανό να καταλήξουν στην ίδια αυτή μελωδία άσχετοι μεταξύ τους δημιουργοί, καθώς δεν πρόκειται για κάτι περίπλοκο ή ιδιαίτερο. Μια που ποτέ δεν θα μάθουμε, τα όποια επιχειρήματά μας είναι εικασίες. Εγώ (αναπόδεικτα και υποκειμενικά) βρίσκω πιθανότερη την εκδοχή να υπήρξε άκουσμα. Σ’ αυτό με ωθεί και ο ρυθμός και το συνολικό κλίμα των «ύποπτων» τραγουδιών. Μια που το ανάφερες, δεν βρίσκω επαρκώς όμοιο το You are my sunshine, απλά κοντινό.

    #144
    ΟΚ, διαφωνούμε.

  147. Πέπε said

    Απ’ όσα προκύπτουν από την παρουσία του ως σόουμαν και μουσικού, ο Πιλαλί έχει κάνει τα εξής πράγματα:
    -ναρκωτικά
    -παρέα με τους υπόλοιπους (Σιδηρόπουλο,. Πουλικάκο, Βαμβακάρη, Λουιζιάνα, ή τέλος πάντων κάποιους από όλη αυτή την παρέα)
    -ταξίδια στην Αμερική

    Στη μουσική και τις αφηγήσεις του, αυτά παρουσιάζει. Έτσι όπως το πρωτόκανε, ήταν εμπνευσμένο, αν και το ναρκοχιούμορ μπορεί να εγείρει κάποιες επιφυλάξεις. Μετά, μέχρι που παρακολουθούσα, απλώς ξανάκανε το ίδιο.

  148. 143,
    Πολύ ωραίο σχόλιο!

    Για τους συνδυασμούς που προκύπτουν από διακριτές νότες και χρονικές αξίες (οι οποίοι, αν όχι άπειροι, σίγουρα αστρονομικά πολλοί) ενδιαφέρον έχει και μια πρόσφατη επινόηση που χρησιμποποιεί πρόγραμμα στον υπολογιστή για να δημιουργήσει «όλες» τις δυνατές μελωδίες, λέει:

    To determine the finite nature of melodies, Riehl and Rubin developed an algorithm that recorded every possible 8-note, 12-beat melody combo. This used the same basic tactic some hackers use to guess passwords: Churning through every possible combination of notes until none remained. Riehl says this algorithm works at a rate of 300,000 melodies per second.

    Σχετικά με το βιντεάκι, να θυμηθούμε και το Ricercar της Μουσικής Προσφοράς του Μπαχ στον Φρειδερίκο (size L) της Πρωσίας, βασισμένο σε ένα σύντομο μουσικό μοτίβο του δεύτερου. Το θέμα, από την άποψη δημιουργίας αλληλόπλοκων μοτίβων (πχ όσον αφορά την πατρότητα της σύνθεσης στην έμπνευση του Φ. ή στην δεξιοτεχνία του Μπ.) περιγράφεται και στην εισαγωγή του αριστοτεχνικά γραμμένου Goedel Escher Bach:

    Six-Part Ricercar. This Dialogue is an exuberant game played with many of the ideas which have
    permeated the book. It is a reenactment of the story of the Musical Offering, which began the
    book; it is simultaneously a «translation» into words of the most complex piece in the Musical
    Offering: the Six-Part Ricercar. This duality imbues the Dialogue with more levels of meaning
    than any other in the book. Frederick the Great is replaced by the Crab, pianos by computers, and
    so on. Many surprises arise. The Dialogue’s content concerns problems of mind, consciousness,
    free will, Artificial Intelligence, the Turing test, and so forth, which have been introduced earlier.
    It concludes with an implicit reference to the beginning of the book, thus making the book into
    one big self-referential loop, symbolizing at once Bach’s music, Escher’s drawings, and Godel’s
    Theorem.

    Bonus: Από τρέχουσα έκθεση στο Museum of Fine Arts, Houston

  149. aerosol said

    #147
    Αναλόγως, ο Τόνυ Σφήνος μεγάλωσε στα Μάταλα με τον Τσιβιλίκα χίπυ και ο Χάρυ Κλυν έβοσκε τα πρόβατα παρατηρώντας ούφο και το τέρας του Λοχ Νες.
    Ο Πιλάλας χρησιμοποιεί ιδιότυπες χιουμοριστικές περσόνες με έναν σουρεαλιστικό τρόπο -καλά ή κακά, αυτό είναι θέμα γούστου. Ο λαϊκοφρίκουλας που σνιφάρει στο Αμέρικα, ο σκυλάς που παίζει σε μαγαζιά με θαμώνες γύφτους (εδώ δεν θα πω Ρομά, για να είμαι ταιριαστός στο κλίμα) κλπ. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση αν αυτά εκλαμβάνονται κυριολεκτικά. Είναι τόσο έντονα και απροκάλυπτα καρικατούρες. Υπηρετεί την Τέχνη του (ή «Τέχνη» του, για όσους δεν αρέσει) και με την εικόνα του, και με το παιχνίδι της αισθητικής που χρησιμοποιεί κάθε φορά, και με τη μουσική που παίζει ή συνθέτει. Αν δεν σου πάει η μανιέρα του, δεν σου πάει. Πάντως στη μουσική του δεν έχει μείνει στάσιμος.

  150. Πέπε said

    149
    Για την Αμερική, νομίζω ότι το είχα ακούσει κάπου (σε συνέντευξη, βιογραφικό, κάτι τέτοιο), με βάζεις σε σκέψεις τώρα: λες να το φαντάστηκα;

    Για την παρέα, είναι προφανές, αφού τους βλέπουμε μαζί. Με τον Σιδηρόπουλο δεν τον έχω δει μαζί (όσο ζούσε ο Σιδηρόπουλος δεν ήξερα τον Πιλαλί και μετά βίας και τον ίδιο τον Σιδηρόπουλο), ούτε θυμάμαι αν τους έχω δει μαζί σε δίσκο. Αν δεν έχουν κάνει τίποτα μαζί και απλώς τον μνημονεύει σε αυτοβιογραφικοφανείς αφηγήσεις, πάω πάσο. Με τον Πουλικάκο πάντως δεν πιστεύω να υποδύονται τις περσόνες των παλιόφιλων όντας απλοί συνεργάτες, και μόλις σχολάσουν να ανταλλάσσουν μία τυπική χειραψία και να στρίβουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.* Γενικά έχω την εικόνα ότι όλοι αυτοί -και άλλοι, μπορεί και αφανέστεροι μουσικοί, και μαζί ο Σιδηρόπουλος και δεν ξέρω αν και άλλοι μακαρίτες- είναι/ήταν μια παρέα. Μες στην παρέα κάποιοι θα είναι πιο κολλητοί…

    Για τα ναρκωτικά, ε καλά τώρα. Μη με βάλεις να σου πω αν τον έχω δει να κουμπώνεται μπροστά στα μάτια μου (δεν τον έχω δει).

    Τέλος, για το ότι εξελίσσεται ακόμη, χαίρομαι που το μαθαίνω.

    _______________________________
    *Θυμήθηκα ένα τσοντοκόμιξ που είχα διαβάσει στην εφηβεία. Μια τύπισσα κι ένας τύπος είναι πορνοστάρ, και δουλεύουν μαζί. Όλη μέρα πηδιούνται μπροστά στις κάμερες και στον σκηνοθέτη που φωνάζει «όχι έτσι, πάμε πάλι». Μόλις σχολάσουν, ούτε καν χειραψία, ένα ψυχρό γεια κι ο καθένας τη βόλτα του. Όμως ο τύπος έχει αρχίσει να την ερωτεύεται. Είναι ντροπαλός, δεν ξέρει πώς να την προσεγγίσει, και το γεγονός ότι την πηδάει κάθε μέρα, νιώθοντας πράγματα που αυτή δεν υποψιάζεται, τον βασανίζει. Τελικά μια μέρα μαζεύει τα κουράγια του, και αντί για το τυπικό γεια τής λέει «ε, ξέρεις, μπορώ να σου πω λίγο κάτι;»
    -Τι, άντε λέγε γρήγορα.
    -Ε, να, εγώ ας πούμε… Δηλαδή, έλεγα μήπως…
    -Αργείς ακόμα;
    -Να, δηλαδή έλεγα μήπως θα ήθελες κάποιο βράδυ να πάμε για ένα ποτάκι…
    -ΤΙ;;;!!! Σα δεν ντρέπεσαι! Τι με πέρασες εμένα; Άντε χάσου!

  151. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    150α >>λες να το φαντάστηκα;
    Πώς και πότε αποφάσισες να πάς στην Αμερική;
    -Ψυχικώς από το 1974 έως το 2000.
    https://rocktime.gr/index.php?view=view_articles&option=sinenteuxeis&item=1486488625&lang=el

    Ανάλογο του τσοντοκόμιξ
    -Μη με φιλάς με γλωσσόφιλο, παραπάει, είσαι άντρας της κουνιάδας μου, μη σου πω και που πηδιόμαστε.

  152. Πέπε said

    151
    Η απόφαση ήταν ψυχική. Η ίδια η μετάβαση επίσης, ή και υλική;
    Η απάντηση του ίδιου είναι κάπως σιβυλλική, αλλά μάλλον για όχι (όχι υλική, μόνο ψυχική) μοιάζει…

    > Ψυχικώς από το 1974 έως το 2000. Παράλληλα αρχίζει η περιήγησίς μου από το 1989 μέχρι σήμερα στον 5ο αιώνα έως τον 21ο. Kατά την περίοδο αυτή θα επικοινωνήσω με σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης ανά τους αιώνας.

  153. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    150 – «Γενικά έχω την εικόνα ότι όλοι αυτοί -και άλλοι, μπορεί και αφανέστεροι μουσικοί, και μαζί ο Σιδηρόπουλος και δεν ξέρω αν και άλλοι μακαρίτες- είναι/ήταν μια παρέα.»

    Περίπου έτσι, βασικά από την στιγμή που δεν έχεις ευρύτερη αποδοχή, μπαίνεις σ΄ αυτή την «παρέα» αν θές να επιβιώσεις, κάτι που συνέβαινε και με τους παλιούς ρεμπέτες (μια εικόνα από αυτό έχει και το Μινόρε της Αυγής) μόνο που δεν είναι και τόσο αθώα και καλλιτεχνικής δημιουργίας όπως παρουσιάζεται.
    Ο κανόνας, είναι εμπορία ναρκωτικών, μαστροπεία και ρουφιανιλίκι στην ασφάλεια, δεν είναι τυχαίο που ενώ όλοι «παίρνουν» ανοιχτά σκληρά, δεν έχει μπεί κανείς φυλακή που είναι γεμάτη από πρεζάκια και βαποράκια, κι οι περισσότεροι από αυτούς, είναι αδίστακοι, έχουν καταστρέψει εκατοντάδες κορίτσια κι αγόρια ο καθένας τους.
    Φασαρία φίλε μου, πολύ φασαρία και μερικά ψήγματα τέχνης που όμως δεν μπορεί να την καταλάβει ο μαλακισμένος κόσμος, οπότε, τον σοκάρουμε για ν΄ακουστούμε και λοιδορούμε τους μεγάλους για ν΄αποκτήσουμε λίγο μέγεθος.

    Από το 85 και μετά, δύο είναι τα βασικά μου κριτήρια για οποιαδήποτε μορφή τέχνης που θέλει να λέγεται προοδευτική και ανατρεπτική, το πως αντιμετωπίζεται η φυσική σεξουαλικότητα και η γυναίκα. Μέχρι και σήμερα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, (ο Πιλαλί δεν είναι μέσα σ΄αυτές) ο φαλοκρατισμός κυριαρχεί.

    Ξέρεις, δεν έχει πάντα άδικο το ΚΚΕ!😊

  154. Πέπε said

    153
    > οι περισσότεροι από αυτούς, είναι αδίστακοι, έχουν καταστρέψει εκατοντάδες κορίτσια κι αγόρια ο καθένας τους.

    Αυτό είναι εικασία ή συγκεκριμένοι μουσικοί έχουν καταστρέψει συγκεκριμένους άλλους ανθρώπους;

  155. aerosol said

    #150
    Έχεις το δίκιο σου Πέπε! 😀
    Δεν το εννοούσα τόσο κυριολεκτικά. Είναι σίγουρα στενός φίλος του Πουλικάκου (εξάλλου συνεργάζονται όλη την ώρα) και ήταν όντως φίλος του Σιδηρόπουλου.
    Δεν αμφιβάλλω πως έχει ταξιδέψει στην Αμερική. Θεωρώ πιθανό να έχει πάρει ναρκωτικά -αλλά δεν έχω ιδέα. Και τα δύο ισχύουν για πολλούς Έλληνες.
    Εστιάζω στο ότι δεν πάει κανείς να δει μια συναυλία για αυτά τα χαρακτηριστικά. Πάει γι αυτό που του προσφέρει ο καλλιτέχνης. Αυτό που προσφέρει ο Πιλάλας είναι μουσική συν ένα συγκεκριμένο αισθητικό και χιουμοριστικό παιχνίδι που καλό είναι κάποιος να μην το πάρει σοβαρά, διότι είναι μια καρικατούρα που κάλλιστα δεν έχει σχέση με την πραγματική ζωή του. Ενδεικτικά: έγινε γνωστός παρωδώντας το πιο ακραίο λούμπεν σκυλάδικο, υιοθετώντας ανάλογη περσόνα. Ακόμα και το μουστάκι είναι ψεύτικο. Παίζει ρόλους. Τρολάρει -με «καλή» πρόθεση. Εκπλήσσομαι όταν αυτά κάποιοι τα παίρνουν κατά γράμμα.

  156. aerosol said

    #152
    Χα, τελικά αμφιβάλλω ΚΑΙ για την Αμερική! Το οποίο εξηγεί σαφώς τα λόγια μου.
    Επίσης:
    «Πώς αντιμετωπίζεις το ενδεχόμενο ένα μέρος του κοινού σου να σε βλέπει σα διασκεδαστή, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι υποσκάπτεις και διακωμωδείς πολλά από τα ήθη που παρουσιάζεις με τα κείμενά σου και τις ιστορίες που παρουσιάζεις επί σκηνής;
    Συμβαίνει αυτό, ως ένα σημείο να παραμένει η παράσταση ακατανόητη και ιδιαίτερα στο κοινό των τυχαρπάστων.»

  157. Πέπε said

    155
    > δεν πάει κανείς να δει μια συναυλία για αυτά τα χαρακτηριστικά

    Προφανώς δεν πάω σε μια συναυλία επειδή ο άλλος έχει πάει Αμερική! 🙂 Το θέμα είναι ότι θ’ ακούσω ιστορίες για την Αμερική, σ’ ένα ορισμένο ύφος. Αν είμαι προϊδεασμένος γι’ αυτό, τότε ή μ’ αρέσει και θα πάω ή δε μ’ αρέσει και δε θα πάω. Εάν μ’ αρέσει, δεν έχει καμία σημασία αν είναι αληθινές αυτοβιογραφικές οι αφηγήσεις (της Αμερικής και άλλες) ή όχι. Η διακωμώδηση είναι ανεξάρτητη από την ιστορική ακρίβεια: και με εντελώς πραγματικές ιστορίες μπορεί κανείς να την κάνει, όπως και με εντελώς φανταστικές και με διάφορες ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Σημασία έχει ποιος λέει την ιστορία, πώς τη λέει, γιατί τη λέει, και τι μου λέει εμένα.

    Τώρα που κι εγώ αρχίζω να αμφιβάλλω για την Αμερική, δεν αλλάζει τίποτε στην άποψή μου για τον Πιλάλα.

    Τον πρωτοέμαθα από κασέτες, με ρεμπετομπλούζ, μπλουζ, αφηγήσεις, και μερικά τραγούδια όπως ο Χωροφύλακας. Όχι τα σκυλοειδή (αυτά πολύ αργότερα). Μου άρεσε, κυρίως η μουσική του, λιγότερο οι παρλάτες. Πήγα μία φορά να τον δω, δε μ’ ενθουσίασε. Ούτε και τον απέρριψα όμως. Μπορεί να πήγα και μία δεύτερη, δεν είμαι σίγουρος. Σιγά σιγά τον ξέχασα. Πέρασαν πολλά χρόνια, και ενώ δεν ξανασχολήθηκα, τύχαινε μια φορά στα τόσα να τον θυμηθώ και να τον ψάξω στο ίντερνετ. Δεν έτυχε να δω κάτι φρέσκο που να μου ανανεώσει το ενδιαφέρον. Σήμερα λοιπόν μαθαίνω, πρώτον, ότι μάλλον δεν έχει πάει Αμερική (*Χ/μου), και δεύτερον, ότι έχει κάνει αξιόλογα πράγματα που μου έχουν διαφύγει (καλό αυτό). Πριν από αυτό το τελευταίο, δηλαδή μέχρι σήμερα νωρίτερα, η άποψή μου ήταν: καλός σε ορισμένα απ’ όσα κάνει, αλλά επαναλαμβάνεται. Αν λοιπόν δεν επαναλαμβάνεται, να αναθεωρήσω αυτό το σημείο.

  158. Κανείς (σχεδόν) δεν μπορεί να τρέφεται καθημερινά με φασιανό και αστακουδάκι, αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως πρέπει να δοκιμάσει φίδια κι αράχνες. Ισχύει και στο σεξ- εξαιρούνται οι μονογαμικοί κι ο ΛΑΜΠΡΟΣ, φυσικά, αλλά και εδώ δεν σημαίνειπω θα γίνουμε ΓΟΒες
    (ΓΟΒ= γ@μούμε ό,τι βρούμε)
    Μέτρον άριστον κι ο πήχυς αριστότερος !!
    Τον Πιλαλί θυμάμαι τον είδα τσόντα κάπου στο πεδίο του Αρεως που έπαιζαν οι Φατμέ-πιθανόν ο Πορτοκάλογλου σκέτος- μαζί μ’ ένα θηλυκό φρικιό. Τραυματική εμπειρία, μαλακίες στο τετράγωνο, αμφότεροι και οι δύο, ομού και μαζί.
    Ο zio πάντα μου έλεγε » ό,τι δεν είναι Βέρντι είναι σκουπίδι». Λατρεύω τον Σούμπερτ, τον Χατζηδάκι, τον Ντύλαν, τον Βαμβακάρη, τους Γουότερμπόυς, αλλά όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πλησιάζω στην ρήση του γιατί ξεθωριάζουν οι συναισθηματικές αναμνήσεις σε γνωστά ακούσματα και μένει η μουσική σκέτη, που επειδή δεν την έχω σπουδάσει την εισπράττω αφιλτράριστη.
    Στα τραγούδια βέβαια, μεγάλη σημασία έχουν τα λόγια, στην όπερα ουδείς ασχολείται με τα λόγια από το λιμπρέτο, μια γενική εικόνα από την υποθεση τoυ έργου fφτάνει και τα συναισθήματα να εκφράζονται με νοτες.
    Τυχαίο δεν είναι το επόμενο (χιλιοπαιγμένο) κομμάτι

  159. aerosol said

    Βρίσκω πάντα σαγηνευτικό το πλήθος των ανθρώπων που νιώθουν την ανάγκη να σου εκφράσουν πως κάτι που σου αρέσει είναι σκατά. 🙂

  160. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    154 – «Αυτό είναι εικασία ή συγκεκριμένοι μουσικοί έχουν καταστρέψει συγκεκριμένους άλλους ανθρώπους;»
    Δεν είναι εικασία, είναι το δεύτερο από προσωπική μαρτυρία που φυσικά δεν μπορώ να αποδείξω, ειδικά μετά από τόσα χρόνια. Είναι κάτι σαν την «προστασία» των μαγαζιών, όλοι γνωρίζουν πως υπάρχει αλλά κανείς δεν αποδεικνύει τίποτε κι η αστυνομία σφυράει κλέφτικα.
    Το 1983 (φαντάρος εγώ) είχαμε ανοίξει με τον αδερφό μου κι ένα φίλο μία πάμπ (Καρίνο) στα Βριλήσσια κι ενώ πήγαινε καλά, πάνω στον χρόνο μας την έπεσαν δυό τύποι και ζήτησαν νταβατζιλίκι 10,000 δραχμές το μήνα για προστασία. Ο αδερφός μου τους είπε να πάνε να γαμηθούν και με τα χίλια ζόρια τον συγκράτησα να μη τους σκοτώσει. Σε τρείς μέρες ήρθαν οι μπάτσοι για έλεγχο και «βρήκαν» πως γίνεται διακίνηση ναρκωτικών. Το μαγαζί έκλεισε και κάναμε δυό χρόνια να ξεμπλέξουμε χάρη σ΄ένα φίλο μεγαλοδικηγόρο που γνωρίζαμε από παλιά από την σχολή Κουνγκ Φού.

    Οι συγκεκριμένοι μουσικοί, θυμάμαι πως είχαν συλληφθεί πρίν κάμποσα χρόνια για μαστροπεία, με κάποιες Ουκρανές που τις κακομεταχειρίζονταν. Όσο κι αν έψαξα στο διαδίκτυο δεν βρήκα τίποτα. Μάλλον θα ήταν ψέματα, συμβαίνουν και στην εποχή μας θαύματα.😊

  161. nikiplos said

    160@ τα είχαμε πει και στην περίπτωση του Στάθη Παναγιωτόπουλου. Η διασημότητα, έλκει, γοητεύει. Αλλά καίει και συγχρόνως. Τις λίγες φορές που εμείς οι άσημοι/ταπεινοί άνθρωποι έχουμε γοητεύσει κάναν δύο γύρω μας, φουσκώνουμε σαν διάνοι και δυσκολευόμαστε να το διαχειριστούμε. Αρκετοί δεν το διαχειρίζονται και κάνουν τη ζωή τους τατάνα όλα. Πόσο μάλλον οι διάσημοι, αναγνωρίσιμοι κλπ, που καθημερινά βλέπουν να αποδέχεται το κοινό/κοινωνία και ακόμη και τις ουρανομήκεις μλκς που ξεστομίζουν.

    Άσχετο με το σχόλιο του φίλτατου Λάμπρου:
    Τα ναρκωτικά βοηθούν να αντέχει κανείς την καθημερινότητα, νόμιμα και παράνομα. Δεν μπορεί κάθε βράδυ να κάνεις τον καραγκιόζη με μπρίο απέναντι σε ένα αδηφάγο κοινό. Αυτό ωστόσο ηθικά τουλάχιστον, πόρρω απέχει από το να τα διαφημίζεις ως στάση ζωής: σεξ ντραγκσ ανδ ροκ εν ρολ.

    Για το ροκ στην Ελλάδα…
    Ποτέ δεν υπήρξα θιασώτης της «θεοποίησης» ως «πριγκήπων» μερικών ταλαντούχων κάποτε χρυσών μετριοτήτων. Ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία της Ροκ, θα έλεγα πως στην Ελλάδα Ροκ έκαναν δύο μόνο:
    Ο Σαββόπουλος
    Ο Πουλικάκος
    Όλοι οι άλλοι, τουλάχιστον που έγιναν διάσημοι, κυρίως μιμήθηκαν τα ξένα ρεύματα. Εδώ να εξαιρέσω το προγκρέσιβ ροκ (Ηρ. Τριανταφυλλίδης, κλπ) αλλά αυτό δεν έγινε διάσημο έτσι κι αλλιώς.

    Το Ροκ έσκασε στα 50ς και 60ς ως αυτό που ήταν και αφορούσε τον Δυτικό κυρίως κόσμο περισσότερο και λιγότερο τη ράθυμη καθ’ ημάς ή όχι Ανατολή. Αν στριμώχτηκε στην Ελλάδα, στριμώχθηκε, δλδ επικράτησε σε ένα τμήμα της νεολαίας που ήθελε να ξεφύγει από τη τοπική μιζέρια της χώρας μας, της μονοθεματικότητας που διέρρεε τον τόπο και που καθοριζόταν κυρίως από δύο πράγματα:
    – Από τα τρομερά γεγονότα που μάστιζαν τη χώρα: Εθνικός Διχασμός, Μικρ. Καταστροφή, Μεταξάς, Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Πέτρινα χρόνια.
    – Από τον ασφυκτικό αποκλεισμό της νεολαίας από τις προηγούμενες γενιές που όντας χρόνια σε εξορίες, διώξεις, αιρέσεις, ήθελε την ύστερή της (κατά Καρέκλες του Ιονέσκο) δικαίωση.
    Κοινώς «κάτσε μικρέ να μιλήσουν οι μεγάλοι πρώτα, μετά οι μεσήλικες και μετά θα μας πεις κι εσύ την άποψή σου. Βούλωνε τώρα»
    Έπρεπε επομένως να βρει ένα έδαφος η νεολαία που ήθελε να ξεφύγει από όλα αυτά και το βρήκε στη Ροκ. γιατί κακά τα ψέμματα, από το 1962 έως το 1967, υπήρξε δημιουργικότατο ροκ στην ελλάδα.

    Αυτά τα ανέτρεψε η Χούντα. Η Χούντα ήταν ένα πολιτιστικό πισωγύρισμα. Αίροντας τις όποιες ασθματικές πολιτικές ελευθερίες είχαν κατακτηθεί, τη λήθη του μίσους κλπ, επαναφέροντας το μετεμφυλιακό κράτος των 50ς, υποχρέωσε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας να στραφεί ξανά στα νάματα των προηγούμενων γενιών και να αγωνιστεί, απομακρυνόμενοι από το Ροκ και τους «γιεγιέδες». Όχι αμέσως βέβαια αλλά σταδιακά…

    Την Μεταπολίτευση και τα 70ς δεν την λογαριάζω στο αφήγημα, γιατί ήταν ένα είδος πανηγυριού. Όλοι οι καταπιεσμένοι βγήκαν από το κλουβί κι άρχισαν να βατταρίζουν ξέφρενα, ο καθένας το σκοπό του, η κάθε παρέα να αφηγείται την ιστορία της.
    Μετά ήρθαν τα 80ς, όπου μεγάλο μέρος των παλαιών εκείνων ροκάδων έσωσαν την τιμή μεγάλου μέρους της νεολαίας που ήθελε να ζήσει και να αναπνεύσει μακριά από τα μαντρώματα, τις φράξιες και τη «πρέπει», δημιουργώντας κι αναπνέοντας μακριά από τη θυματοποίηση και τη στράτευση…

    Αυτά και συγγνώμη για το σεντόνι.

  162. Πέπε said

    161
    > Τα ναρκωτικά βοηθούν να αντέχει κανείς την καθημερινότητα, νόμιμα και παράνομα. Δεν μπορεί κάθε βράδυ να κάνεις τον καραγκιόζη με μπρίο απέναντι σε ένα αδηφάγο κοινό.

    Ακόμη και σ’ ένα πολύ πιο απλό επίπεδο: Ο μουσικός ή ο κάθε άνθρωπος του θεάματος ζει τη νύχτα. Ο Γιοκαρίνης λέει:

    Το πρωινό το πούσι με δροσίζει
    καθώς γυρνώ στο σπίτι για να κοιμηθώ
    κι εσένα σε ξυπνάει καθώς πηγαίνεις
    στη στάση του λεωφορείου για τον Περισσό.

    Αυτό, το να βλέπεις τον ήλιο σπάνια, είναι πολύ βαρύ. Δεν παλεύεται εύκολα. Όποιος έτυχε να κάτσει σ’ ένα μαγαζί αφού τελείωσε το λάιβ (ως εργαζόμενος ή ως πελάτης που δεν ξεκολλάει κλπ.) θα παρατήρησε ότι μετά το τέλος οι μουσικοί μαζεύουν για ώρες. Μετά κι από αυτό, μπορεί να θέλουν να έρθει κι η δικιά τους ώρα: νά κάτσουν λίγο να χαλαρώσουν. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εύκολα περνάει ολόκληρη η νύχτα. Ο άνθρωπος δεν αντέχει εύκολα να ζει έτσι σαν τον βρικόλακα. Η μέρα που θα πρέπει να πάει νωρίς στο ΙΚΑ ή να δει τη θεία του κλπ. είναι πολύ δύσκολη, όπως και το να συναντήσει το τυχόν κανονικά εργαζόμενο ταίρι του που περιγράφει ο Γιοκαρίνης στο τραγούδι του.

    Από πάνω από όλα αυτά, έρχεται και το στρες του σόουμαν που περιγράφεις, Νίκιπλε. Και βέβαια, μπορεί όλοι να έχουμε δει κάποιο από τα άσημα μέλη μιας μπάντας να βαριέται απροκάλυπτα, αλλά τον σταρ που έχει όλα τα φώτα επάνω του δεν τον παίρνει να κάνει το ίδιο.

  163. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    161 – Δεν μιλάω για την όποια διασημότητα Νikiplos, αλλά για την ωραιοποίηση έως και ηρωοποίηση του μάγκα και της μαγκιάς, και εκεί εστιάζω κυρίως, στον λάθος τρόπο που περνούν τα μηνύματα διάφοροι μελετητές και καλλιτέχνες. Κατά βάσιν είναι αυτό που λέω έχοντας απόλυτη επίγνωση των λόγων μου, εμπορία ναρκωτικών, μαστροπεία, και ρουφιανιά στην ασφάλεια. Φιλοτομαριστές, εξαρτημένα θρασύδειλα ανθρωπάκια που σε πουλάνε για 30 αργύρια (πρέζα) κι αδίστακτοι «νταήδες» που εξαντλούν το νταηλίκι τους στις πουτάνες που ελέγχουν και σε όσους «νταήδες» αμφισβητούν την εξουσία τους στον χώρος τους, καμία σχέση με τον (δήθεν) κοινωνικό αλτρουϊσμό που αφήνουν να φανεί πολλοί.

    Για τους (δι)άσημους έχω να πώ πως ο καθένας βρίσκει το κοινό που του ταιριάζει και σ΄αυτόν το χώρο, ως επί το πλείστον βρίσκονται αυτοί που κάνουν πολλή φασαρία και λίγη τέχνη. Στον κύκλο των ναρκωτικών δεν βρίσκονται μόνο αυτοί φυσικά, αλλά και πολλοί διάσημοι, αλλά οι άλλοι είναι που ρίχνουν στο λούκι τα παιδιά, οι προσιτοί που βασικά με αυτό τον τρόπο βιοπορίζονται μια κι η καλλιτεχνική τους βαρύτητα δεν αντιστοιχεί με τα οικονομικά τους.
    Οπότε δεν είναι η διασημότητα που ελκύει, αλλά η οικονομική ανέχεια ή εξαθλίωση που σπρώχνει τα παιδιά στο περιθώριο και τι πιο εύκολο να δελεάσεις ένα πεινασμένο σκυλί δείχνοντάς του μια λαχταριστή μπριζόλα, μετά όλα ακολουθούν τον δρόμο τους που παραμένει ίδιος κι απαράλλαχτος από τότε.

    Ήταν ο φίλος μου ο Γιώργος που μου είπε πρώτη φορά για πώληση ναρκωτικών. Ήμασταν 16 χρονών, (1976) εγώ ήδη δυό χρόνια ορφανός από πατέρα, δούλευα στην οικοδομή υδραυλικός (και πήγαινα στη νυχτερινή σχολή για επιπλοποιός) για 40 δραχμές την μέρα, ο Γιώργος δεν είχε τόσο μεγάλο οικονομικό πρόβλημα (είχαν δικό τους σπίτι) αλλά ήταν χωρισμένοι οι γονείς του με άσχημο τρόπο. Παίζαμε ποδόσφαιρο εγώ στον ΠΟΨ, κι αυτός στον ΑΠΟΨ. Εκεί τον πλησίασε ο αντιπρόεδρος ο Καραγιαννάκος που είχε και χαρτοπαιχτική λέσχη και ήταν και λίγο αδερφή και πολύ μισογύνης.
    Ήταν η εποχή που μπήκαν στην ζωή μας οι μάρκες (brand names στα σημερινά ελληνικά) στα ρούχα, όπως π.χ τα Λέβις, (μετά μας έμαθε η TV πως γράφεται λέβις προφέρεται λιβάϊς) και μη κοιτάς τώρα που τα σκισμένα είναι μόδα και τα χρυσοπληρώνουν, τότε ντρεπόμασταν να τα φοράμε (πού να ξέραμε πόσο πρωτοπόροι ήμασταν😂) και με τι λεφτά να τ΄αγοράσεις που έκανε 250 -300 δραχμές το παντελόνι κι εγώ ίσα που είχα να φάω.

    Έλα ρε χαζέ, θα δίνουμε την Παρασκευή και το Σάββατο μερικά φακελάκια σε πελάτες του Καραγιαννάκου και θα μας δίνει 500 δραχμές. Θόλωσα, σε μερικές ώρες, πιο πολλά από δυό βδομάδες σκληρής δουλειάς, συν τα έξτρα, ρούχα από το κατάστημα του προέδρου που είχε Levi’s, Lee, Wrangler, Lacoste, Polo κλπ.
    Ήξερα τι είναι τα ναρκωτικά από πιο μικρός, είχα δεί διάφορα πρεζόνια στον δρόμο την νύχτα που γύρναγα από την σχολή στην Μενάνδρου, κι είχαμε πεί εμ τον αδερφό μου πως εμείς δεν θα γίνουμε ποτέ έτσι. Εδώ όμως δεν θα έπαιρνα εγώ αλλά θα έδινα και τα λεφτά ήταν πολλά για μένα, κι έτσι ξεκίνησα κι εγώ.

    Ο Γιώργος όπως κι όλοι οι φίλοι μου είχαν αρχίσει να καπνίζουν τσιγάρο, έτσι για μαγκιά και μ΄έλεγαν ξενέρωτο που επέμενα να μη το δοκιμάζω. Αρχίσαμε να βγαίνουμε με κορίτσια που τα εντυπωσιάζαμε με το ντύσιμο και την χαρτούρα μας (πάντα κερνάγαμε) που κι αυτά όμως, ήταν στο ίδιο κύκλωμα, ανήλικα πουτανάκια που τα είχαν σπρώξει οι γονείς τους, κυρίως οι μαμάδες τους, στο μόντελινγκ.
    Ακόμη θυμάμαι μιά μαλάκω στη ντίσκο Barbarella που γινόταν επίδειξη εσωρούχων (ο αδερφός μου πήγαινε στην Cristi για μοντέλο και με είχε καλέσει) κι έλεγε στην κόρη της, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΟΤΙ ΣΟΥ ΛΕΝΕ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΡΗΣΕΙΣ!

    Μετά την επίδειξη είχε πάρτυ σε μια βίλα του Billy bo, κι εκεί κυκλοφορούσαν εν αφθονία κι έγιναν διάφορα, ήταν κι η μικρή εκεί.

    Μέσα στον χρόνο ο Γιώργος (όπως και τα περισσότερα παιδιά της παρέας) άρχισε την πρέζα, συνέχισε να με λέει ξενέρωτο που δεν δοκίμαζα τουλάχιστον για να δώ τι είναι. Όσο κι αν προσπάθησα να τον πείσω να το κόψει ήταν αδύνατο, είχε μπεί πολύ βαθιά στο λούκι και της διακίνησης, (είχε γίνει ντίλερ) αλλά και της χρήσης. Εγώ συνέχισα την περιστασιακή διακίνηση για οικονομικό συμπλήρωμα μια κι είχα πιάσει δουλειά στο βιβλιοδετείο στην Ασκληπιού κι έπαιρνα περισσότερα (πάντα ελάχιστα σε σχέση με τα φακελάκια😊) κι είχα πεί στον αδερφό μου που μου φώναζε, πως θα σταματήσω, είχαμε αποφασίσει να ανοίξουμε γυμναστήριο σε μερικά χρόνια (αλλιώς τα έφερε η ζωή τελικά) μια και κάναμε Κούνγκ Φού από το 1972.

    Στα 18 μου τους ξέκοψα πως σταματάω, έγιναν κάποιοι εκβιασμοί αλλά ήξεραν πως δεν μάσαγα κι αν χρειαζόταν δεν είχα πρόβλημα να τους σκοτώσω, κυρίως ήξεραν πως δεν θα μίλαγα πουθενά, όχι πως θα είχαν πρόβλημα με την αστυνομία, με τους αντίπαλους ήταν το ζόρι.
    Κι έτσι την έκανα ήσυχα κι απλά από εκεί, μετά ήρθε η σέχτα με τα παιδιά του Μο που πήγαμε με τον φίλο μου τον Χρήστο (έλα να πάμε ρε, θα πηδήξουμε ένα σωρό γκόμενες, όλες είναι για όλους. Κι εκεί μια από τα ίδια, πρέζα, πρέζα, πρέζα, άφθονη για όλους, και σέξ, όλοι μαζί μπορούμε, και η γραμμική διαπλοκή της διακίνησης ακριβώς ίδια.
    Στο εξάμηνο που έπρεπε να μυηθούμε (να ξυρίσουμε τα μαλλιά αφήνοντας κοτσίδα) και να αρχίσουμε το κήρυγμα, την κάναμε με ελαφρά πηδηματάκια και για ένα τρίμηνο κρυβόμασταν να μη μας βρούν και μας καθαρίσουν.

    Το καλοκαίρι του 79 έφυγα από την ΚΝΕ και το Φθινόπωρο μπήκα στους αναρχικούς στα Εξάρχεια. Γρήγορα κατάλαβα πως δεν έχουν ΚΑΜΙΑ σχέση με την αναρχία, κι εκεί πρέζα, πρέζα, πρέζα, και σεξ με διαφορετικές χαμένες στο διάστημα. Εκεί είδα πολλούς και πολλά που είναι πολύ μακριά από αυτό που φαίνεται. Κυρίως, ότι δεν έχει όριο η ξευτίλα και πόσο χαμηλά μπορούν να πέσουν οι εξαρτημένοι άνθρωποι.

    Τέλος πάντων δεν έχουν τελειωμό αυτά.

    «Για το ροκ στην Ελλάδα…
    Ποτέ δεν υπήρξα θιασώτης της «θεοποίησης» ως «πριγκήπων» μερικών ταλαντούχων κάποτε χρυσών μετριοτήτων. Ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία της Ροκ, θα έλεγα πως στην Ελλάδα Ροκ έκαναν δύο μόνο:
    Ο Σαββόπουλος
    Ο Πουλικάκος»

    Έλα ρε συ υπερβάλεις, είναι πολλοί, άλλοι σαν τον Σαββόπουλο πέτυχαν κι άλλοι σαν τον Πουλικάκο όχι. Πουλικάκος τώρα, ποιός τον ξέρει; ούτε η μάνα του, τον Σαββόπουλο τον τραγουδάνε ακόμη τα νέα παιδιά, τον Πουλικάκο κανένας. Ακόμη κι εσύ, πάω στοίχημα πως αυτή την στιγμή, δεν ξέρεις κάποιο τραγούδι του, κι εγώ τώρα που σκέφτηκα, θυμήθηκα το Πολύ ωραίο στύλ!😊
    Πολιτιστική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.😂
    Φασαρία φίλε μου φασαρία, πολλή φασαρία και λίγη τέχνη αλλά και αρκετό γλείψιμο εκεί που πρέπει, και μια χαρά περνάει η παλιοζωή.

  164. aerosol said

    Κρατάω την εντυπωσιακή πληροφορία πως Η Οικογένεια (τα παιδιά του Μο) ήταν ενεργή στην Ελλάδα.
    Νομίζω είναι η πιο ακραία σεξουαλικά θρησκευτική σέκτα που έχω συναντήσει.

  165. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    164 – Δεν βλέπω τι το εντυπωσιακό έχει, ένα σωρό σέχτες ήταν και είναι ενεργές, απ΄όλα έχει ο μπαξές.😊 Στα τέλη του 70 ήταν αρκετά συχνή η παρουσία των «ιερέων» με με τον χιτώνα, το ξυρισμένο κεφάλι και την κοτσίδα, στο κέντρο της Αθήνας.

    Το «γραφείο» και ο πρώτος τόπος «επαφής» ήταν στην Αραχώβης κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, το κοινόβιο ήταν στο Ζούμπερι. Δεν ξέρω αν ήταν η πιο ακραία, σίγουρα ήταν ακραία.😉
    Αλλά κι ο άλλος ο μέτριος καλλιτέχνης που έβραζε ζωντανές γάτες στα Εξάρχεια ακραίος ήταν, όμως τον ηρωοποίησαν μετά.

  166. # 363

    Λάμπρε, ο Πουλικάκος έγινε γνωστός στους κάπως πιο έξω κύκλυς από το Ελλαδέξ του λογοθέτη όπου εκτός από το Πολύ ωραίο στυλ είπε το πολυφιερωένο Αδερφοί Γρασίδη ή πάρεμου μια πίπα και το η κασσέτα και η Λέττα με την Κιουρτόγλου.
    Τρία τραγούδια-επιτομή της κοινωνίας του 70 που ανεχότανε την χούντα την χούντα του Π’δόπουλου, έδινε μια ευκαρία δοκιμστικ΄΄α στην χούντα του Ιωανίδη και αποθέωνε τον (μη χέσω) εθνάρχη που τις αθώωνε με το στιγμιαίο.
    Ποιός Σαββόπουλος και τρίχες, τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται ΠΑΝΤΟΤΕ χιουμοριστικά.

    Αφιερωμένο σ’ όσους είναι ακόμα παντρεμένοι (με την χούντα και δεν τόχουν καταλάβει)

  167. aerosol said

    Αν είναι όντως τα παιδιά του Μο, η σέχτα του David Berg, κατά τόπους υπήρξε ιδιαίτερα σοκαριστική. Όμως λογικά αυτοί δεν τριγυρνούσαν με κοτσίδα και ρόμπες, οπότε δεν ξέρω. Ευχαριστώ για τις πληροφορίες.
    Για ποιόν λες πως έβραζε ζωντανές γάτες στα Εξάρχεια?

  168. Α. Σέρτης said

    167
    Για βραστές γάτες δεν ξέρω. Για κρεμαστές έχω διαβάσει (Ν. Άσιμος):

    «Ο συμπατριώτης του, και εμβληματική μορφή της Αριστεράς, Πάνος Τζαβέλας, διαβεβαίωνε πως είχε δει με τα μάτια του, τον Νικόλα να κρεμά γάτες στα δέντρα, με πρόθεση μετά, να τις αναστήσει»
    https://www.iefimerida.gr/news/477945/ta-peiramata-toy-nikola-asimoy-gia-na-anastisei-nekra-zoa

  169. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    167-α) Η σέχτα αυτή ήταν, οι δύο τύποι που ήρθαμε σε επαφή για να μπούμε στην σέχτα, ήταν όπως λεω. Απ’ όσα λίγα ξέρω, δεν ήταν ο κανόνας για όλους αυτή η αμφίεση, μόνο οι πιο μυημένοι ή υψηλόβαθμοι(;) δεν ξέρω με σιγουριά. Λάβε υπόψιν σου πως ήμουν στα 18, φευγάτος απο την ΚΝΕ τον Ιούλιο και ήδη επηρεασμένος από τον Ράιχ από τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, ενώ τα δύο προηγούμενα χρόνια είχα βίωσε πολύ ακραίες καταστάσεις στα όρια ζωής και θανάτου, δηλαδή ΜΥΛΟΣ. Όπως αντιλαμβάνεσαι, στην σέχτα πήγαμε καθαρά για (ιδεολογικούς 😊) λόγους. Στο κοινόβιο μείναμε 3,5 μήνες, όταν είδαμε πως δεν ήταν και τόσο αθώα τα πράγματα αποφασίσαμε να φύγουμε κάτι που αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο απλό.

    Αυτό που ήθελα όμως να δείξω, δεν ήταν η συμμετοχή μου εκεί, αλλά πως το κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών είναι το ίδιο και κυρίως πως γίνεται με την ευλογία του κράτους, είτε σε θρησκευτικές σέχτες, είτε σε εκκλησιαστικούς, κομματικούς, αναρχικούς, καλλιτεχνικούς και σε υπεράνω πάσης υποψίας κύκλους, (πόσο μάλλον της «μαγκιάς»).

    Για τέτοια θέματα μιλάω πάντα βιωματικά και δεν μ’ενδιαφέρει να πείσω κανέναν. Επειδή όμως πέρα από προσωπική μαρτυρία δεν έχω κάποια άλλη χειροπιαστή απόδειξη, προσπαθώ να αναδείξω το όποιο θέμα μέσα από το γενικό πλαίσιο χωρίς αναφορά προσώπων.
    Κατά πόσο το καταφέρνω, είναι ενα ζήτημα.😊

    Είναι κάποιες φορές όμως που η γενική εικόνα για κάποιους, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτό που γνωρίζω εγώ εμπειρικά, όπως π.χ για τον καλλιτέχνη που διαφωνούμε, εκεί μπορεί να ξεφύγω κάπως και γίνομαι πολύ ενοχλητικός.😊

    Είναι σαν τον Φιλιππίδη, εγώ (όπως κι οι περισσότεροι) έχω την εικόνα ενός εξαιρετικού ηθοποιού και μέσω αυτής μια διαμορφωμένη για τον ίδιο ώς άνθρωπο, κάποιες έχουν εντελώς διαφορετική.

    β) Αν αρχίσω να αραδιάζω όνοματα για το ποιοί είναι σάϊκο τι έπαιρναν και τι διαστροφές έκαναν χωρίς αποδείξεις, δεν θα ξαναδώ το φώς του ήλιου.😂
    Έλα στην επόμενη σύναξη να τα πούμε από κοντα και να βγάλεις μόνος σου τα όποια συμπεράσματα.😊

    Αυτό που έχω πεί στις κόρες μου, είναι πως στον κόσμο της εικόνας που ζούμε, λίγα είναι όπως φαίνονται.
    Αν θέλουν να δούν τι αξίζει αληθινά, να αφαιρούν το χρήμα από αυτό. Η διαχρονική αξία δεν στηρίζεται στο χρήμα, οτιδήποτε άλλο, είναι ψέμα ή ψευδαίσθηση, και σίγουρα κάποιοι κερδίζουν από αυτό.

    Καλημέρα

  170. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    166 – Γιώργο είπα ξεκάθαρα πως τον έναν τον τραγουδούν ακόμη και σήμερα τα νέα παιδιά, ενώ τον άλλον, πλήν από μερικούς της ληγμένης γενιάς δεν τον ξέρει κανείς. Αυτή είναι και η παρακαταθήκη τους.
    Από κει και πέρα,η άποψή μου, είναι πως η κοινωνία δεν ανεχόταν απλώς την χούντα, στην μεγάλη της πλειοψηφία την ήθελε και την στήριζε, κάτι που εξακολουθεί να κάνει και μετά την «μεταπολίτευση».

  171. Πέπε said

    #163 (Λάμπρος):
    > Πουλικάκος τώρα, ποιός τον ξέρει; ούτε η μάνα του, τον Σαββόπουλο τον τραγουδάνε ακόμη τα νέα παιδιά, τον Πουλικάκο κανένας.

    #166 (Τζη):
    > Τρία τραγούδια-επιτομή της κοινωνίας του 70 […]. Ποιός Σαββόπουλος και τρίχες, τα πιο σοβαρά πράγματα λέγονται ΠΑΝΤΟΤΕ χιουμοριστικά.

    Άλλο λέτε ρε παιδιά. Ο ένας λέει ότι δεν τον θυμούνται σήμερα, ενώ θυμούνται τον Σαββόπουλο, ο άλλος λέει ότι ο Πουλικάκος είπε σημαντικά πράγματα. Δηλαδή δεν μπορεί να είπε σημαντικά πράγματα αλλά να μην τον θυμούνται; Δεν μπορεί να θυμούνται τον άλλο ακόμη κι αν τυχόν δεν είπε τίποτε άξιο λόγου;

    Δεν είμαι βέβαιος αν είπε σημαντικά πράγματα ο Πουλικάκος, μπορεί. (Και μπορεί κα να τα είπε χωρίς λόγια, με τη μουσική του – που ο Σαββόπουλος σίγουρα το έκανε.) Αλλά είμαι απολύτως βέβαιος ότι πολλοί στίχοι του Σαββόπουλου έχουν γίνει αποφθέγματα, και από αποφθέγματα έχουν γίνει κλισέ, και ότι πολλά τραγούδια του (παλιά και όχι τα πιο αξιόλογα) ακούγονται ταχτικά, ενώ τον Πουλικάκο τον ακούνε λίγοι και πολύ -πώς να το πω…- εξειδικευμένοι, στοχευμένοι ακροατές. Ποσοτικά είναι αναμφίβολο ότι το στίγμα του Σαββόπουλου σήμερα είναι πιο αισθητό από του Πουλικάκου.

  172. Χμμμ… να φέρω ποπκόρν ή να ακονίσω τα μαχαίρια;

  173. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    171 – Πέπε στο 163 μιλάω για την καλλιτεχνική αξία των δύο, ε δεν θεωρώ πως είναι ισάξιοι όπως αφήνει να εννοηθεί ο Nikiplos, ασχέτως αν δεν συμπαθώ για πολλούς λόγους τον Σαββόπουλο.
    Την άποψή μου την είπα, πολλή φασαρία και λίγη τέχνη.

    Για τα όποια σημαντικά, πάντα το κριτήριο είναι ο χρόνος, ό,τι είναι διαχρονικό, μένει. Υπάρχουν και τα σημαντικά ημέρας, μήνα ή χρόνου, αλλά αυτά είναι άλλο θέμα.😊,

  174. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    172 – Μαχαίρια καλύτερα, έχει και Σαββόπουλο η συζήτηση.😂

  175. Εμ γι αυτό το λέω…

  176. odinmac said

    Βρε παιδιά, γνωρίζει κανείς αυτόν τον καλλιτέχνη; ποιος, που, πότε και γιατί; 🙂 (από το 12:41 περίπου και μετά) :

  177. Πέπε said

    173
    > Για τα όποια σημαντικά, πάντα το κριτήριο είναι ο χρόνος, ό,τι είναι διαχρονικό, μένει.

    Ναι, αλλά πόσος χρόνος; Εγώ νομίζω ότι χρειάζεται αρκετός. Εδώ μιλάμε για δυο μουσικούς που είναι εν ζωή, τουλάχιστον ο Σαββόπουλος είναι και ενεργός, για τον Πουλικάκο δεν έχω ακούσει κάτι πρόσφατα αλλά δεν αποκλείεται να είναι κι αυτός. Είναι νωρίς. Το ότι μέσα σε λίγες δεκαετίες από τη δημιουργία τους υπάρχουν τραγούδια του Σαββόπουλου που ακόμα ακούγονται, δε λέει και τίποτα.

    Σε εκατό χρόνια από τη δημιουργία τους είναι περίπου βέβαιο ότι δε θα ακούγονται εξίσου. Αν όμως υπάρχουν έστω και κάποιοι στενοί εξειδικευμένοι κύκλοι που τα τραγουδάνε, τα αγαπάνε, τα μελετάνε και τα μνημονεύουν, ή αν γράφονται καινούργια τραγούδια εμπνεόμενα από αυτά, είτε του ενός είτε του άλλου, τότε μάλιστα…

  178. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    177 τέλος – Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε λοιπόν.😂

  179. Πέπε said

    178
    Ναι, αλλά πώς θα περάσει η ώρα μέχρι τότε; Μπορούμε κάλλιστα, περιμένοντας 🙂 , να λέμε και τη γνώμη μας σύμφωνα με άλλα κριτήρια πέρα από το θεωρούμενο αντικειμενικό κριτήριο του χρόνου. Που κανείς δεν είπε ότι είναι το μοναδικό.

    Προσωπικά για τον Σαββόπουλο έχω εκφραστεί αρκετές φορές. Για τον Πουλικάκο δεν έχω διαμορφωμένη άποψη. Όποιος άλλος έχει κάτι να πει, δεν είναι υποχρεωμένος να περιμένει 100 χρόνια.

  180. spyridos said

    176

    https://music.metason.net/artistinfo?name=South%20Of%20No%20North%20%282%29

    Φοίβος Περγαλιώτης
    https://music.metason.net/artistinfo?name=%CE%A6%CE%BF%CE%AF%CE%B2%CE%BF%CF%82%20%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82

  181. odinmac said

    180

    Σ’ ευχαριστώ αγαπητέ!

  182. spyridos said

    181
    Γράψε λάθος. Ανδρέας Γρηγοριάδης ο τραγουδιστής.

  183. aerosol said

    #176
    Κάποιες συμπτώσεις παραείναι! Την Τρίτη έπαιζα αυτό το κομμάτι σε φίλους. Είχα να το θυμηθώ χρόνια.

    #179
    Προσπαθώ να πω λίγα Πέπε. Να μην ανοίξω το στόμα μου.
    Κάποιοι μπορεί να ξέρουν τον Πουλικάκο από τα τραγουδάκια του Λογό και δεν ξέρω ποιου άλλου. Όσοι ασχολούνται με το Ελληνικό ροκ δε νομίζω πως μένουν εκεί.
    Εγώ τον ξέρω από τους MGC που διασκευάζουν Χέντριξ το ’68. Από τους Εξαδάχτυλος και το Ξεχασμένο πηγάδι που καταδοκούσε το θύμα του (!). Από το υπέροχο Σκόνη, Πέτρες, Λάσπη. Από τις φορές που τον έχω δει σε συναυλίες. Από την θρυλική συναυλία στου Ζωγράφου και το Crazy Love. Από την πανέξυπνη διασκευή στο Υπάρχω. Από την μελοποίηση Εγγονόπουλου με τον Socos. Από τις εξαιρετικές ραδιοφωνικές εκπομπές του. Από την πολυποίκιλη δράση με underground περιοδικά, φιλμάκια, κείμενα, σε αμέτρητες συνεργασίες. Τον ξέρω και ως τον άνθρωπο που με εντυπωσιακή ταχύτητα ενστερνίστηκε μια α λα Φρανκ Ζάπα οπτική για το ροκ: σατυρική, αυτοσχεδιαστική, αντικομφορμιστική, fusion, μεταμοντέρνα, αυτοσαρκαστική. Εν Ελλάδι, μέσα στη Χούντα, την εποχή που το μεγάλο κοινό δεν είχε ακόμα χωνέψει τους Beatles της εποχής Love me do. Όχι πάντα φιλική προς το χρήστη, όχι πάντα εύληπτη, σίγουρα όχι για χιτάκια και να τραγουδάμε αντάμα γύρω από τη φωτιά μπας και βγάλουμε γκόμενα.
    Αλλά…
    Θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Σαββό, πως κάποιοι τρώνε βρώμικο ψωμί στην Ελλάδα -όσοι μπλέχτηκαν από παλιά με το ροκ. Εϊναι ανεκδιήγητο να συζητάμε για το πόσο γνωστός είναι σε σχέση με τον Σαββό, τη στιγμή που τα τραγούδια του ενός τα άκουγες πενήντα φορές την ημέρα και του άλλου μια φορά το χρόνο αργά το βράδυ. Είναι παντελώς άσχετο να συγκρίνουμε το δημοφιλές ενός καλλιτέχνη που έγινε από νωρίς γνωστό όνομα με αυτό ενός που κινήθηκε μάλλον underground (και που μια γενιά τουλάχιστον νόμιζε πως είναι απλά ένας ηθοποιός). Και, για την ιστορία, δέχομαι την εκδοχή πως το Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής (του Ντύλαν, μη ξεχνιόμαστε…) το μετέφερε στα ελληνικά ο Πουλικάκος και το «δανείστηκε» ο Διονύσης βάζοντας τη τζίφρα του από κάτω.

    Για άλλα που έχουν ειπωθεί στο νήμα, καλύτερα να περιμένω 100 χρόνια.

  184. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    179 – Ένα άλλο πιο σύντομο κριτήριο, είναι η επιδραστικότητα στην κοινωνία του όποιου καλλιτέχνη, λογοτέχνη, διανοούμενου κλπ.
    Του Σαββόπουλου είναι καταγραμμένη, (ας πεί κι ο Δύτης😊) του Πουλικάκου ποια είναι; Γενικά ενοχλούμαι από τις πάσης φύσεως μετριότητες που τυχαίνει να κάνουν μια κάποια επιτυχία και μετά γαντζώνονται πάνω της εφ’ όρου ζωής, και το χειρότερο, μη έχοντας να πουν κάτι αξιόλογο, κάνουν φασαρία για να τους προσέξουν, σοκάροντας την κοινή γνώμη ή μειώνοντας τους πραγματικά μεγάλους δημιουργούς.

    Αυτή είναι κατά την γνώμη μου και διάφορα τους, οι μέτριοι κάνουν φασαρία επιδιώκοντας την αναγνώριση τους, οι μεγάλοι δημιουργοί, δημιουργούν αδιαφορώντας γι’ αυτήν. Κοινό χαρακτηριστικό τους, και οι δύο το κάνουν για βαθύτερους υπαρξιακούς λόγους.

  185. Πέπε said

    183
    Να, αυτό εννοώ «λίγοι εξειδικευμένοι ακροατές».

    Δεν απευθύνονται όλα σε ίσο δυνητικό αριθμό αποδεκτών. Και το καθετί θα πρέπει να κρίνεται ως αυτό που είναι, άρα και εδώ, ανάλογα με το αν είναι ευρείας ή στενότερης απεύθυνσης. Πράγματι, δε συγκρίνουμε έναν χιτά με έναν μη χιτά.

  186. # 171

    Πέπε άλλη μια φορά με εκπλήσσεις δυσάρεστα. πρώτα από όλα ανέφερα πως έγινε γνωστός παραέξω (όπως σε μένα) ο Πουλικάκος με τραγούδια όμως του ΛΟΣΟΘΕΤΗ (απλά έτυχε όσα είπε να βγουν τα πιο πετυχημένα του δίσκου) Η σύγκριση γίνεται με τα τραγούδια του ΛΟΓΟ.
    Τώρα η παρακαταθήκη που άφησε ο Σαβόπουλος έχει δυο αναγνώσεις : από την μια μας έλεγε ευκολοχώνευτα πράγματα όπως ο ήλιος ο κόκκινος ο ζεστός και το βιετνάμ γιεγιε που εύκολα τα χάβαμε και μερικοί έμειναν εκεί, ενώ άλλοι είδαν αργότερα κολλέγιια, σουίτες στην ΓκρανΒρετάνια και απροκάλυπτη στήριξη στον Μητσοτάκ και κατάλαβαν πως μας κορόιδευε για να πουλάει.
    Θυμίζει η περίπτωση αυτούς που συγχωρούν την γυναίκα τους που τους κεράτωσε ( ή απλά αδιαφορούν γιια να είμαι πιο δίκαιος) κι αυτούς που προλαβαίνουν να την διώξουν πριν τους τα φορέσει και γίνουν σαν τους πρώτους.
    Αυτά συμβαίνουν όταν τα ακούσματα προκαλούν σκέψεις γιατί ο Νιόνιος λέγοντας το σας γαμώ τα λύκεια μαζί με το δεν είμαι πασόκα ούτε κουκουέ ξεγελούσε όσους δεν σκεφτότουσαν και είχανε συμπάθειες για τον Κοεμτζή, ενώ στα τραγούδια του ΛΟΓΟ αν τα σκεφτόσουνα έβλεπες την κρυφή σάτιρα της ελληνικής κοινωνίας όπως την διαμόρφωσαν τα επτά χρόνια της χούντας και συνέχισαν μετά όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.
    Πολύ ωραίο στυλ ο υπαλληλάκος που βολεύτηκε και λουφάρει, με πειρατικές κασέτες και λαθραίες μπανάνες μπήκε ο ρομά στην αθηναϊκή κοινωνία με πρωτεύουσα τα Λιόσια και με δουλειές του ποδαριού (του σηκωμένου) η Λέττα στήριξε την ελληνική οικογένεια και ο έχων λεφτά έχει και συλλογή από πίπες

  187. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    169 >>Είναι σαν τον Φιλιππίδη, εγώ (όπως κι οι περισσότεροι) έχω την εικόνα ενός εξαιρετικού ηθοποιού και μέσω αυτής μια διαμορφωμένη για τον ίδιο ώς άνθρωπο, κάποιες έχουν εντελώς διαφορετική.
    Τί λες ρε Λάμπρο! «Εξαιρετικού ηθοποιού…και ..ώς άνθρωπο»! Να σηκώσουν το χέρι ποιοι από δω είχαν πάει να τον δουν στο θέατρο. Πολύ πριν βγουν οι βρωμιές, προσωπικά τον απεχθανόμουν, είχα και μια εμπειρία από κάτι εξετάσεις προ 15ετίας, για εισαγωγικές σε δραματικές σχολές που περνούσε και σταμάτησε μπροστά από το θέατρο και με το έτσι θέλω, ούτε που έβλεπε τους υπαλλήλους που του έλεγαν ότι δεν επιτρέπεται να μπει στο χώρο των εξετάσεων, διέσχισε τους διαδρόμους αγέρωχος και πήγε κατ΄ευθείαν στην επιτροπή/ποιος ξέρει τί τους είπε «στ΄αυτί». Σίχαμα . Ούτε στο 50/50 τον άντεχα. Ομοίως και το Χαϊκάλη.
    Τελικά έχω ένστικτο. Και μιας αι πήγαμε στα σιχάματα, για το Λιγνάδη, κυκλοφορούσαν από παλιά οι φήμες , απ΄όταν λέγανε ότι τον έστειλε στο νοσοκομείο πατέρας παιδιού κακοποίησε.

    Για τον Νιόνο, τα στερνά @@μούν τα πρώτα. Τα τραγούδια του μού ηχούν σαν ειρωνία πλέον. Όταν έδωσα τους δίσκους του στο γιο μου, τους συνόδεψα με ανάλογο σημείωμα.

  188. # 173 τέλος

    Ναι μεν αλλά, ο Μότσαρτ άρχισε να «μεγαλώνει» αρχές του 1900 ενώ τον Λιστ πριν τον Φον Κάραγιαν τον ήξεραν ελάχιστοι. ούτε ο χρόνος είναι σίγουρο κριτήριο.
    Και κάποια «ξεχασμένα» τραγούδια έγιναν χιτ όταν συνόδευσαν διαφημίσεις !!

  189. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    183 >>Από την πανέξυπνη διασκευή στο Υπάρχω.
    Ναι και ναι!
    Μια νεότερη του Μεσιέ Μινιμάλ με τη Μαρία Παπαγεωργίου ανέδειξε, πόσο μεγάλο τραγούδι είναι.

  190. Θα πω λοιπόν τα δυο λογάκια μου και τέλος. Τον συμπαθώ πολύ τον Πουλικάκο και πάντα χαίρομαι να τον ακούω, και καταλαβαίνω το μοναδικό που περιγράφει ο Αεροζόλ. Από κει και πέρα, βάζω δύο ερωτήματα: Μπορούμε να φανταστούμε το ελληνικό τραγούδι χωρίς τον Σαββόπουλο; Μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας χωρίς τον Σαββόπουλο; Η δική μου απάντηση είναι αρνητική και στα δύο, νομίζω κανείς δεν μπορεί να απαντήσει αρνητικά στην πρώτη, η δεύτερη είναι εντελώς υποκειμενική αλλά καθορίζει και τι γράφουμε εδώ, κακά τα ψέματα. (Παρομοίως για τον Πουλικάκο, τον Σιδηρόπουλο, τον Άσιμο κλπ., ο καθένας μπορεί να σκεφτεί τις αντίστοιχες απαντήσεις του). Με άλλα λόγια, ο Σαββό μπορεί όπως λένε όλοι να είναι παλιοχαρακτήρας, αλλά αυτό που έκανε είναι κάτι εντελώς δικό του: δεν είναι Ντίλαν, δεν είναι Στόουνς, δεν είναι καν το ουγγαρέζικο τραγούδι που έκλεψε για το μεσαίο ρεφρέν του Μπάλου. Το υπόλοιπο ελληνικό ροκ είναι αυτό, ροκ με ελληνικά λόγια. Καλό, κακό, ιδιοφυές, ευαίσθητο, ή όχι, αλλά ροκ με ελληνικά λόγια.

  191. aerosol said

    #185
    Συμφωνώ απολύτως.
    Επιπλέον, το πόσο επιδραστικός είναι ένας καλλιτέχνης δεν είναι εύκολα μετρήσιμο, ούτε όλοι χρησιμοποιούν το ίδιο σετ κριτηρίων. Σίγουρα περνά και από το πόσο προσβάσιμο στο κοινό έγινε το έργο του, κάτι που έχει να κάνει και με τους κλειδοκράτορες αυτής της πρόσβασης (εταιρίες, ΜΜΕ, παράγοντες του χώρου). Χωρίς, βέβαια, να υπονοώ πως οι γνωστοί είναι απαραίτητα «εύκολοι» ή παιδιά του συστήματος, και οι άγνωστοι αδικημένες μεγαλοφυϊες. Πλέον στη μουσική είναι πολύ λιγότεροι οι κλειδοκράτορες, κι ένας καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργήσει και να δημοσιοποιήσει την δουλειά του μόνος του. Με το μείον πως πλέον δεν έχει να συναγωνιστεί για την προσοχή μας με 10 ομοειδείς καλλιτέχνες αλλά με 100. Κάθε εποχή κρύβει τα δικά της αγγούρια!

  192. aerosol said

    #190
    Καταλαβαίνω απόλυτα τι λες (με ενστάσεις στο «εντελώς δικό του», αλλά το προσπερνώ). Όμως δεν βρίσκω εξαρχής γιατί μπήκαμε σε λογική σύγκρισης, λες και πρέπει οπωσδήποτε να διαλέξουμε τι να μην υπήρξε ποτέ. Και μάλιστα σε σύγκριση δυο ανθρώπων με έντονα άνιση αποδοχή και αναγνωρισιμότητα, δηλαδή όχι Μίκυς-Μάνος ή… Καρέζη-Βουγιουκλάκη.

  193. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    186 – Εντάξει, με αυτά που λες ξεγελούσε για να πουλάει, με το μια θάλασσα μικρή και το αμαξάκια κάτασπρα, ποιούς ξεγελούσε και γιατί;
    Θέλω να πώ πως το έργο του, είναι μεγάλο και πολυδιάστατο και έτσι πρέπει να κρίνεται. Αντίθετα του Πουλικάκου, είναι μονοδιάστατο και κυρίως ρηχό, δηλαδή μόνο για τους«ψαγμένους» γι’ αυτό και δεν είχε ποτέ ευρεία κοινωνική αποδοχή, όπως τα έργα των μεγάλων αλλά και πολλών μεσαίων δημιουργών.

    Τα πράγματα για μένα έχουν ως εξής, όσοι δημιουργοί (γενικώς) απευθύνονται στο ευρύ κοινό, οφείλουν να γίνονται κατανοητοί και μέσω αυτής της κατανόησης θα κριθούν αναλόγως.
    Όσοι κατηγορούν το κοινό πως δεν τους καταλαβαίνει, απλά είναι ατάλαντοι, ανόητοι ή και τα δύο, το πρόβλημα βρίσκεται σ’αυτούς κι όχι στο κοινό.

  194. aerosol said

    #189
    Ένας λόγος που θεωρώ πανέξυπνη την διασκευή Πουλικάκου είναι διότι περιλαμβάνει και τις δυο όψεις του τραγουδιού. Τη μία μιας καλής σύνθεσης, και την άλλη ενός τραγικά εγωκεντρικού, μεγαλομανούς, τοξικού, μάτσο ανδρισμού, χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας -ειδικά την εποχή που το είπε ο Πουλικάκος. Η εκτέλεση στην ταινία Δράκουλας των Εξαρχείων, με τον Πουλικάκο ντυμένο ναζί ζόμπι δεν είναι τυχαίο αστείο. Και το ότι το τραγουδά πάντα με μανιακό ύφος, σαν δικτάτορας που βγάζει λόγο. Κάθε φορά που ακούω για νέα γυναικοκτονία (είχαμε άλλη μια πρόσφατα) σκέφτομαι και το Υπάρχω…
    Σε αντιδιαστολή, η συμπαθής διασκευή του Μεσιέ Μινιμάλ (καλλιτέχνης που μου αρέσει) μου φαίνεται πιο επιδερμική και λιγότερο ενδιαφέρουσα.

  195. aerosol said

    #193
    Με την λογική σου, κι ο Σαββόπουλος στους ψαγμένους απευθυνόταν. Αν η λαϊκή αποδοχή είναι το μέτρο σου, οι πραγματικά τεράστιοι καλλιτέχνες ήταν ο Πάριος και ο Βοσκόπουλος. Τα άλλα ήταν για… εσάς τους κουλτουριάρηδες.
    Παρεμπιφτού, ο Πουλικάκος ουδέποτε κατηγόρησε το κοινό για απολύτως τίποτα. Δεν το κάναμε ούτε καν εμείς εδώ. Οπότε το συγκεκριμένο πρόβλημα βρίσκεται σε σένα.

  196. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    187 – Μείνε στο παράδειγμα βρε ΕΦΗ ΕΦΗ, δεν είναι ο Φιλιππίδης το θέμα.
    Και ναι, μια φορά πριν πολλά χρόνια που τον είχα δεί στο θέατρο, ήταν εξαιρετικός, και στο 50-50 στα πρώτα δύο χρόνια, όσες (αρκετές) φορές τον είδα μου άρεσε, την τρίτη χρονιά ζήτημα να είδα δυό τρία επεισόδια και μετά κανένα.
    Την δική μου εικόνα είχαν όλοι όσοι γνωρίζω που τον έβλεπαν, εσύ αν και κρι κρί, είσαι γατόνι.😊
    Ίσως μετά την τηλεοπτική επιτυχία καβάλησε καλάμι, που είναι το πιο άγριο άλογο.😂

  197. # 190

    Θα ήθελα να μου εξηγήσεις γιατί είναι ελληνικό ροκ τα κομμάτια του Σαββόπουλου (που στο κάτω κάτω θέσεις εκφράζουν σε μένα μόνο κάτι παρλάτες του θεωρώ ροκ) και οχι του Μηλιώκα (πιο λίγα βέβαια αλλά ποιοτικό σαν το Ροζ δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει ο Σαββό, ο Μηλιό απλώς χαράμισε το ταλέντο του σε απολαύσεις.0.Αλλά τα τραγούδια του Μηλιώκα αναφέρονται στην ζωή κι αυτό εγώ θεωρώ ροκ και όχι δήθεν πολιτικές προτάσεις
    Γενικά ο Σαββό είναι υπερεκτιμημένος σαν τραγουδοποιός ενώ είναι πετυχημένος σαν παρουσιαστής, παραγωγός κ.λ.π. Οπως πολλοί γράψανε ένα δίσκο και τέλος, υπάρχουν κι αυτοί που έγραψαν δυο ή λίγους ακόμα αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να αναφέρεται μαζί με Χατζηδάκι και Θεοδωράκη (κι ο ίδιος να θεωρεί τραγουδιστά τον εαυτό του…ριγμένο) πάει πολύ.
    Υπάρχει κάποιος Ξαρχάκος για τους έχοντες μνήμη με απίστευτα ποιοτικά τραγούδια και το ελάττωμα να είναι δεξιός χωρίς να προσποιείται αριστεροσύνη μοιράζοντας κουτόχορτο σαν τον Σαββόπουλο.
    Είχα την τύχη (ή την ατυχία) να ασχοληθώ με Ντύλαν από τα 14 μου, αυτό διαμορφώνει, πιστεύω, ένα διαφορετικό κριτήριο από το κοινό και εύλογα απορούσα με την λατρεία των άλλων για τον Σαββόπουλο, προσωπικά το μόνο τραγούδι που θάπαιρνα από αυτόν είναι το «τα πιο ωραία παραμύθια», από τον Μηλιώκα θάπαιρνα πολλά

  198. # 193

    Λάμπρο μου, το έργο του Πουλικάστην ουσία το αγνοώ, αναφέρθηκα μόνο στα τραγούδια του ΛΟΓΟ που ο Π.

  199. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    195 – Το σχόλιό μου είναι εκεί και για μένα, είναι ξεκάθαρο τι λέει, δεν έχω σκοπό να ξαναμπώ στο τρυπάκι, δεν λέω αυτό που λές αλλά άλλο κλπ, και να εξηγώ τα αυτονόητα.
    Επίσης στο δεύτερο μέρος, μιλάω γενικά κι όχι για τον Πουλικάκο που προσωπικά τον συμπαθώ περισσότερο από τον Σαββόπουλο αλλά όχι ως δημιουργό.
    Επιπλέον, δεν τον έχω κατηγορήσει ΠΟΥΘΕΝΑ για το έργο του, το ότι τον θεωρώ μετριότητα, είναι προσωπική κρίση κι όχι κατηγορία, σωστά; όπως λέμε, καλούτσικος.😊) Οπότε, το πρόβλημα μάλλον βρίσκεται σε σένα.😊

    Υ.Γ – Επειδή υποψιάζομαι πως ζοχαδιαστηκες με το «ψαγμένοι» ξαναδέστο πιο χαλαρά.😊

  200. Πέπε said

    197
    Μα το λες και το ξαναλές τόσο συχνά αυτό με το Ροζ του Μηλιώκα, Τζη, που ενώ είχα πει ότι θα κρατήσω τη γνώμη μου για την πάρτη μου, τελικά εσύ και άγιο κολάζεις:

    Το Ροζ είναι καλό τραγούδι, αλλά σε σύγκριση με το έργο του Μηλιώκα είναι σκέτος συμβιβασμός. Ο Μηλιώκας έγραψε το «Δι’ ευχών» (Της Άννας ο αδερφός είναι αδερφή…), έγραψε «Είμαστε δύο και γουστάρουμε μια γκόμενα», έγραψε αυτό που παραθέτεις, έγραψε τα δύο «βλάχικα», Ποιμενικό Ροκ και Κακοσάλεσι, έγραψε «Για το καλό μου», έγραψε «έχω ένα μήνα να λουστώ, να φάω ένα φαί ζεστό, και δεν προφταίνω να σκεφτώ γιατί υπάρχω». Μπορεί να μην είναι ό,τι πιο κορυφαίο έχει αναδείξει το ελληνικό πεντάγραμμο, αλλά είναι η ταυτότητά του και η υπογραφή του. Το Ροζ είναι ένα τραγούδι απαλό σαν το ροζ, ξεπλυμένο σαν τα ρούχα που περιγράφει. Είναι λες γραμμένο από έναν λύκο που έχασε τα δόντια του.

    Στο άλλο (#186) δεν κατάλαβα ούτε τι σε εκπλήσσει, ούτε γιατί όλο το μήνυμα απαντά σε δικό μου (εκτός αν δεν απαντά).

  201. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    198 – Ναι αλλά το θέμα μας δεν είναι ο Λογό. Κι εσύ σαν το θεοπάλαβο κρι κρί ένα πράγμα.😂

  202. dryhammer said

    Σειστήκαν πάλι οι λιχανοί
    υψώθηκαν οι μέσοι
    κι όποιος μ΄ εμέ δε συμφωνεί
    εδώ δεν έχει θέση

    Μπροστά ‘πο τη γνωμάρα μας
    στηθήκαν Θερμοπύλες
    και της Δημοκρατίας μας
    ειν σφραγιστές οι πύλες

    Σας αγαπώ σας εχτιμώ
    μα σαν ΕΓΩ μιλάω
    όποιονε δω να διαφωνεί
    χάμω τονε πατάω

    Άθεοι μονοθεϊστές
    κατρέφτες προσκυνάμε
    κι όλα των άλλων άδικα
    -φάνηκε πως γερνάμε-.

    όσο γηραιότερος (όχι οπωσδήποτε ηλικιακά) τόσο πιο πείσμων -τα μαλλιά του πνιγμένου άραγε;

  203. dryhammer said

    202 ΥΓ.
    Δυστυχώς δεν αναφέρομαι σε έναν ή δυο μόνο. Ο πληθικός αριθμός μεγαλώνει κι ο καθένας θα βρίσκει κάποιον άλλον στον οποίο να αναφέρεται ή θα παρεξηγιέται: «Αν τό ‘γραψες για μένα, έχε υπόψη σου πως…»

  204. aerosol said

    #204
    Ίσως δεν είναι και άγονη κάθε «σύγκρουση», φίλε Ξεροσφύρη. 🙂

  205. aerosol said

    Ε, ναι… 203…

  206. # 200

    Το λέω και το εννοώ Πέπε. Βέβαια δεν είσαι υποχρεωμένος να συμφωνήσεις ειδικά αν δεν παντρεύτηκες μικρός κι από έρωτα.

    Κι εμένα το Ιμάτζιν του Λέννον δεν μου λέει τίποτε το ιδιαίτερο, είμαι άλλης προσέγγισης του θέματος

    Η θρυλική Γιουβέντους είχε παραγγείλει ροζ φανέλλες αλλά τελικά της δώσανε φανέλλες της Νιούκαστλ, έτσι είναι ο κόσμος

  207. loukretia50 said

    Γειά σου Dry ! Think pink! …. γιατί…
    Η ροκιά θέλει μαγκιά!

  208. Πέπε said

    206
    > Το λέω και το εννοώ Πέπε. Βέβαια δεν είσαι υποχρεωμένος να συμφωνήσεις ειδικά αν δεν παντρεύτηκες μικρός κι από έρωτα.

    Πρόσεξε: ότι το τραγούδι λέει αλήθειες, δεν το αμφισβητώ. Όχι απλώς λέει αλήθειες αλλά τις λέει και με τρόπο ευρηματικό και πάρα πολύ εύστοχο. Και όμορφο επίσης. (Όχι επειδή αισθάνομαι υποχρεωμένος να συμφωνήσω, αλλά επειδή αυθορμήτως αυτό πιστεύω.) Αλλά δεν είναι ενδεικτικό του Μηλιώκα. Το ότι το ‘γραψε αυτός και όχι άλλος, λες και συνέβη κατά λάθος!

  209. 197 Θα ήθελα να μου εξηγήσεις γιατί είναι ελληνικό ροκ τα κομμάτια του Σαββόπουλου

    Συγγνώμη, τώρα το είδα ότι απευθυνόταν σε μένα. Λέω ελληνικό ροκ γιατί παίρνει τα μουσικά μοτίβα της ροκ, την ενορχήστρωση, τη μπάντα, τα όργανα, όλα τα εργαλεία και βγάζει τραγούδια που περιέχουν όλη τη μουσική παράδοση του ελληνικού τραγουδιού, το δημοτικό, το λαϊκό, ακόμα και το ελαφρό τραγούδι του μεσοπολέμου. Μιλάω για την περίοδο μέχρι το ’74, άντε μέχρι το ’77, δες για παράδειγμα το «Βρώμικο ψωμί» που είναι κατ’ εμέ το αποκορύφωμα (και όπου για παράδειγμα το ατόφιο κομμάτι του Ντίλαν είναι το πιο αδύναμο του δίσκου, όπως και στον Μπάλο). Δεν καίγομαι να το χαρακτηρίσω ροκ ντε και καλά (ο ίδιος έτσι έλεγε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80), αλλά προσπαθώ να δείξω τη διαφορά με μια σειρά ευφυέστατους δημιουργούς και περφόρμερ που έγραψαν ελληνικούς στίχους πάνω σε μουσικές που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί οπουδήποτε.

  210. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    208. Τον συμπαθώ πολύ το Μηλιώκα. Έχει γράψει κι ένα δυνατό, επειδή βιωματικό, τη Στούκα μετά το φοβερό τρακάρισμά τους οικογενειακώς στην Εθνική.Μπρρ. Με σφήνες αυτοσαρκασμού. Καλός είναι. Περνάει ! 🙂

  211. # 208

    Να δοκιμάσω να στο πω αλλιώς Πέπε : στη ζωή μου συνάντησα αυτά που περιγράφει ο Μηλιώκας κι ο Ντύλαν κι όχι αυτά που περιγράφει ο Σαββόπουλος, οπότε λογικά αυτά μου αρέσουν πιο πολύ, ταιριάζουν με τις εμπειρίες μου.
    αν ήμουνα αγρότης κι ανησυχούσα για την σοδειά θα μπορούσε να με συγκινήσει ο Μπακαλάκος, ενώ τώρα δεν μπορώ να τον ακούσω

  212. voulagx said

    #194: Αεροζόλ, βαλε και το οπτικοακουστικο υλικο για να καταλαβαινομαστε. (Ο θειος Νωντας δεν ητανε; Πως περναν τα ατιμα…)

  213. Πέπε said

    211
    Εντάξει, είναι σαφές αυτό. Δε χρειάζεται να μου το ξαναεξηγείς. Απλά εγώ δεν μπορώ να το αποσυνδέσω από το γεγονός ότι είναι του Μηλιώκα. Ποιος είναι ο Μηλιώκας, τι ξέρουμε γι’ αυτόν; Βλ. αν. (δεν ξέρω τίποτε πέρα από τα τραγούδια του).

    Πάντως, μιας και αναφέρεις αυτό το προσωπικό, βέβαια, κριτήριο, θα σχολιάσω ότι αποκλείεται να μην έχεις ζήσει αυτό που περιγράφει ο Πουλικάκος στο «Σουπερμάρκετ», αλλά αυτό δε σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην θα το πεις σπουδαίο τραγούδι. Ο Πιλαλί πάλι δεν αρέσει μόνο σε τοξικομανείς Μπρούκληδες.

    Καλοδεχούμενα τα διηγήματά σου παραδίπλα, θα τα διαβάσω μάλλον το βράδυ.

  214. aerosol said

    #212
    Ετς!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: