Έρως-ήρως (διήγημα του Παπαδιαμάντη)
Posted by sarant στο 12 Ιουνίου, 2022
Βάζουμε ταχτικά Παπαδιαμάντη στο ιστολόγιο, είτε χριστουγεννιάτικα διηγήματα ή πασχαλινά, είτε με άλλην αφορμή. Η αφορμή για το σημερινό διήγημα είναι ότι παρακολούθησα, το περασμένο Σάββατο, ένα θεατρικό ανέβασμά του, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ματζιάρη και μουσική Σιμέλας Εμμανουηλίδου, από το γυναικειο φωνητικό σύνολο Chóres. Επρόκειτο για μια πολυφωνική αφήγηση του κειμένου του Παπαδιαμάντη από δέκα κοπέλες, που απάγγελναν το κείμενο της αφήγησης και τους διαλόγους και υποδύονταν τα πρόσωπα του διηγήματος. Δεν πήγα μόνο επειδή μ’ αρέσει ο Παπαδιαμάντης, πρέπει να πω, αλλά και επειδή στην παράσταση συμμετείχε η μεγάλη κόρη μου, που έπαιξε και το ρόλο της Αρχόντως. Εδώ το σύνολο:
Κάθε άλλο παρά αμερόληπτος είμαι, αλλ’ η παράσταση μού άρεσε πολύ και βρήκα ότι ο σκηνοθέτης και οι αφηγήτριες κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον των θεατών παρόλο που ολοφάνερα υπήρχαν πολλές λέξεις και φράσεις που δεν γίνονταν κατανοητές. Κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις χρησιμοποιήθηκαν και σαν επωδοί, ενώ υπήρχε και μια παρένθεση, σε σημερινή γλώσσα, για τον έρωτα, καθώς και εμβόλιμα τραγούδια. Τα τεχνικά στοιχεία του εγχειρήματος, που παρουσιάστηκε ως το δεύτερο μέρος μιας διπλής παράστασης (στο πρώτο μέρος Αντιγόνη του Σοφοκλή και Μήδεια του Μποστ) τα βρίσκετε εδώ.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην Ακρόπολι την 1η Ιανουαρίου του 1897, αλλά δεν έχει αναφορές στο δωδεκάμερο των Χριστουγέννων. Πήρα το κείμενο από το papadiamantis.net, και με αστερίσκο σημειώνονται οι λέξεις που επεξηγούνται στο γλωσσάρι των Απάντων (το οποίο βέβαια εξηγεί λαϊκές και ιδιωματικές λέξεις μόνο, διότι όλος ο κόσμος ξέρει π.χ. το «κατενύγη» στην τελευταία παράγραφο του διηγήματος). Στο τέλος αναπαράγω τις εξηγήσεις αυτές.
Έρως – Ήρως
Ἡ βάρκα ἀραγμένη στὴν ἀκρογιαλιάν, ἡ μπαρούμα* δεμένη ἔξω εἰς ἕνα βράχον, δίπλα εἰς τὴν ἄμμον τοῦ Χειμαδιοῦ, παραπέρα ἀπὸ τὸ Μικρὸ Μουράγιο τῆς Πιάτσας, κάτω ἀπὸ τὸν βραχώδη κρημνὸν τοῦ Πανωμαχαλᾶ.
Καὶ ὁ μικρὸς ναύτης, ὁ Γιωργὴς τῆς Μπούρμπαινας, ἐξαπλωμένος ἐπάνω εἰς τὴν πρύμνην, μὲ μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ἀκίνητος, μὲ ἀνοικτὰ τὰ ὄμματα, σπινθηρίζοντα εἰς τὸ σκότος, ὡμοίαζε μὲ τὸν δράκον τοῦ παραμυθιοῦ κατὰ τοῦτο, ὅτι ἐκοιμᾶτο μὲ ἀνοικτὸν τὸ ὄμμα.
Δὲν ἐξήρχετο στεναγμὸς οὔτε πνοὴ ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸ στῆθός του δὲν ἐκολποῦτο. Θὰ ἔλεγες ὅτι ἀνέπνεε πρὸς τὰ ἔσω, ὅτι ἔζη μόνον ζωὴν ἐνδόμυχον.
Εἶχαν περάσει τὰ μεσάνυκτα πρὸ πολλοῦ. Ὀλίγα φῶτα ἐφαίνοντο ἀκόμη λάμποντα ἀμυδρῶς εἰς τοὺς φεγγίτας τῶν οἰκιῶν, ὁλόγυρα, σιμὰ εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Γαλήνιος ἡ θάλασσα ἐκοιμᾶτο, καὶ μόνον εἰς τὴν ἀκροπελαγιὰν ὡς ρογχάλισμά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε μελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦμα. Καὶ ἡ βάρκα ἐλικνίζετο ἐλαφρά, ὡς διὰ τῆς ἁπαλωτέρας μητρικῆς θωπείας. Καὶ ὁ φωσφορισμὸς τοῦ κύματος ἀπήντα εἰς τὸν σπινθηρισμὸν τοῦ ὄμματος τοῦ ναύτου. Ἦτο καρφωμένον, ἐμπηγμένον ἀτενῶς τὸ ὄμμα του εἰς ἓν σημεῖον, εἰς μίαν οἰκίαν, ὑψηλά, ὄχι μακράν, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἀνοικτὰ ἦσαν τὰ παράθυρα, αἱ ὕαλοι κλεισμέναι, φῶς μέγα ἔφεγγεν εἰς τὰς ὑάλους. Καὶ ἔβλεπες συχνὰ εἰς τὸ φῶς ἐκεῖνο σκιὰς κινουμένας, φευγούσας εἰκόνας, πρόσωπα καὶ ἰνδάλματα. Ὁ μικρὸς ναύτης ἐκοίταζεν ἀπλήστως, καὶ δὲν ἀνέπνεεν οὔτε ἐμορμύριζεν.
Ἤκουε μετὰ πολλοὺς ἄλλους κρότους καὶ ἤχους καὶ μετὰ ὕπνους καὶ ὄνειρα καὶ νευρικοὺς τιναγμούς, ἤκουε πότε-πότε σιγῶντα καὶ πάλιν θορυβοῦντα διὰ μακρῶν βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Καὶ ἐνωτίζετο ρυθμικὸν κρότον χοροῦ, καὶ ἐνηχεῖτο ᾄσματα καὶ ἐκδηλώσεις χαρᾶς καὶ εὐθυμίας. Καὶ ὅλα τοῦ ἐφαίνοντο ἀσυνάρτητα, ἀκατάληπτα καὶ βόμβος ἄναρθρος ἤχει εἰς τὰ ὦτά του. Δι᾽ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε πλέον ᾆσμα οὔτε φθόγγος οὔτε ἦχος, ἱκανὸς νὰ ἐκφράσῃ τὸ τί ὑπέφερε.
*
* *
Τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ἀποβραδὺς ὁ κυβερνήτης τῆς βάρκας, ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς ὁ Σιγουράντσας:
― Αὔριο, πρωὶ-πρωί, μὲ τὸ καλό, ἔχουμε ναῦλο. Θὰ τοὺς κουβαλήσουμε πέρα· (ἔδειξε τὴν συνοικίαν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, καὶ εἶτα ἔκαμε κυματοειδῆ κίνησιν τῆς χειρὸς πρὸς δυσμάς). Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.
― Ποιανοὺς θὰ κουβαλήσουμε; ἠρώτησεν ὁ μικρὸς ναύτης.
― Δὲν ξέρω τί ὥρα θὰ ξεμπερδέψουνε, ἐπανέλαβεν ὁ κυβερνήτης, δεικνύων ἐπιμόνως τὴν συνοικίαν. Μπορεῖ νὰ μᾶς σηκώσουν τὸ ταχὺ-ταχύ, πρὶν φέξῃ. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.
― Ποιοὶ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς σηκώσουν; ἠρώτησε πάλιν ὁ Γιωργής.
― Καλὰ εἶναι νὰ πλαγιάσῃς μὲς στὴ βάρκα. Θέλεις πάλι νὰ πᾷς στὴ γριά σου νὰ κοιμηθῇς, πρὶν χαράξῃ, νά ᾽σαι στὸ πόδι, ἅμα βγῇ ὁ ἀστέρας. Τάχατες πὼς ντρέπεται ἡ νύφη, κατάλαβες, νὰ τὴν καραβώσουνε, νὰ κινήσῃ ἀπ᾽ τὸ χωριὸ μέρα μεσημέρι. Νά ᾽χῃς τὸ νοῦ σου.
― Ποιὰ νύφη; ἠρώτησε μὲ χάσκον τὸ στόμα ὁ Γιωργής.
Ἀλλ᾽ ὁ Σιγουράντσας ἀπῆλθε, χωρὶς ν᾽ ἀπαντήσῃ.
Ὁ μικρὸς ναύτης δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς ὅλας τὰς εἰδήσεις καὶ εἰς ὅλα τὰ συμβάντα τοῦ χωρίου. Ἐταξίδευε δύο φορὰς τὴν ἑβδομάδα, μικρὰ ταξιδάκια, πότε κατὰ διμηνίαν ἓν μακρότερον, τὰ ὁποῖα ὅλα ὁ καραβοκύρης του, ὁ καπετὰν Κωνσταντής, περιέγραφε δι᾽ ἐπιρρημάτων ὡς ἑξῆς: Πότε πέρα, πότε ἀντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εἰς ἕνα χερσαῖον, εὐηρεστήθη νὰ ἐπεξηγήσῃ τί ἐσήμαινον ταῦτα. Ἢ πέρα, στὰ χωριά, ἢ ἀντίκρυ, στὸ Γριπονήσι, ἢ πίσω, στὴν Κεχρεά, ἢ μέσα, στὴ Στυλίδα, ἢ πάνω, στὴ Σαλονίκη, ἢ κάτω, στὸν Πειραιᾶ.
Ὁ Σιγουράντσας εἶχε κάμει πολλὰ ταξίδια, καὶ πρὶν περάσῃ στὰ χαρτιὰ κυβερνήτης μὲ τὴν φελούκαν αὐτήν. Εἶχε φάγει τὴν θάλασσαν μὲ τὴν φούχταν. Ἀπέκτησε δύο ἢ τρεῖς βρατσέρας ἰδικάς του, ἔπεσεν ἔξω ἢ ἐβούλιαξε καὶ μὲ τὰς τρεῖς, καὶ τώρα ἦτο μόνον διὰ τὰ «χαρτιὰ» καραβοκύρης. Ἡ βάρκα αὐτή, ἡ Ἐλεοῦσα, ὅπως τὴν ὠνόμαζαν, ἦτο κτῆμα τοῦ Γιωργῆ τοῦ Μπούρμπα. Τὴν εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τοὺς κόπους του, ὄχι ἀπὸ κληρονομίαν, οὔτε ἀπὸ στραβοῦ διαβόλου, οὔτε ἀπὸ κελεπούρι. Μικρὸς-μικρός, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγύριζε ξυπόλυτος, μ᾽ ἕνα βρακὶ αἰωνίως ἀνασηκωμένον ὣς τὰ γόνατα, μ᾽ ἕνα ὑποκάμισον ἕως τοὺς ἀγκῶνας ἀνασκουμπωμένον, κρατῶν μικρὸν γάντζον μὲ καλαμιάν, τὸν ὁποῖον παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἐχρειάζετο νὰ μάθῃ ὁ ἴδιος τὴν γύφτικην τέχνην διὰ νὰ τὸν κατασκευάσῃ, ἀφοῦ ἐπὶ ἑβδομάδας καὶ μῆνας ἐπαρακαλοῦσε τὸν Γιαλαδρίτσαν, τὸν Γύφτον τοῦ ναυπηγείου, νὰ τοῦ τὸν φτιάσῃ, προσφέρων αὐτὸς τὸ σίδερον, τὸ ὁποῖον εἶχε κλέψει ἀπὸ τὸν πεσμένον ἔξω σκελετὸν μιᾶς σκούνας, καὶ δὲν τὸν ἔπειθε· τέλος, μετὰ πολλά, μίαν Κυριακὴν πρωί, ἐπέτυχε νὰ τὸν εὑρῇ ξεμέθυστον, καὶ τὸν ἐκατάφερε νὰ σφυρηλατήσῃ τὸ σίδερον, ἀναλαβὼν αὐτὸς νὰ δουλεύῃ τὰς φύσας, καὶ οὕτω ἠξιώθη ν᾽ ἀποκτήσῃ γάντζον· ἀπὸ τότε, λέγω, ποὺ ἐγύριζε μὲ τὸν γάντζον του ἀπὸ ἀκρογιαλιὰν εἰς ἀκρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρῶν καὶ βουβώνων, κυνηγῶν τὰ ὀχταπόδια, ἐβγάζων κοχύλια καὶ σκουλήκια διὰ δολώματα, πηγαίνων ὡς μοῦτσος μὲ ὅλες τὲς βάρκες καὶ τὲς ψαροποῦλες, ἀπὸ τότε εἶχεν ἀρχίσει νὰ πιάνῃ λεπτά. Καὶ εἰκοσαετὴς ἤδη εἶχεν ἀποκτήσει τὴν βάρκαν αὐτὴν μὲ τὸν ἱδρῶτά του.
Ἀλλ᾽ ὁ γραμματεὺς τοῦ λιμεναρχείου τοῦ γ´ παραλίου τμήματος δὲν ἠθέλησε νὰ τοῦ δώσῃ πασσάγιο* οὔτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ὅτι ἦτο παραπολὺ νέος διὰ νὰ κυβερνᾷ πλοῖον, καὶ φρονῶν ἴσως ὅτι θὰ εἶχεν ἐξοδεύσει ὅλα ὅσα εἶχεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ κάμῃ ὀλίγα ταξίδια, ὑπὸ ἄλλον κυβερνήτην, διὰ νὰ τοῦ μείνουν τίποτε λεπτά.
Ἐν τοσούτῳ ὁ Σιγουράντσας εἶχε τὴν ἕξιν τοῦ προστάσσειν, καὶ ἐφέρετο πρὸς τὸν Γιωργὴν ὡς πρὸς μοῦτσον, ἤ, ἂν θέλετε, μοῦστον, δηλαδὴ νέον ἀνάγκην ἔχοντα προστασίας καὶ συμβουλῶν. Ὁ νέος τὸν ἠνείχετο πρὸς καιρόν, ἐλπίζων ὅτι τάχιστα θ᾽ ἀπέκτα «τὰς ἀπαιτουμένας ναυτικὰς γνώσεις» διὰ νὰ λάβῃ δίπλωμα.
Χθὲς ἀκόμη, τὸ Σάββατον, εἶχαν ἐπαναπλεύσει ἀπὸ τὸ τελευταῖον ταξίδι, καὶ σήμερον Κυριακήν, τὸ βράδυ, ὁ κυβερνήτης ἔδιδεν εἰς τὸν Γιωργὴν τὰς ἀτελεῖς ἐκείνας πληροφορίας καὶ τὰς ἀσαφεῖς ὁδηγίας, ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ διανυκτερεύσῃ ἐπὶ τῆς λέμβου, διότι εἶχαν ναῦλον, καὶ πιθανὸν ἦτο ν᾽ ἀπέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον «ἡ νύφη ἐντρέπετο νὰ μπαρκάρῃ μέρα μεσημέρι». Ποία νύφη;
*
* *
Δὲν ἦτο ἐνήμερος εἰς τὰς εἰδήσεις τοῦ χωρίου. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς θαλάσσης καὶ ὄχι τῆς ξηρᾶς. Ἀλλ᾽ ἦτο πιστὸς εἰς τὸ καθῆκόν του.
Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐδείπνησε λιτῶς μὲ τὴν μητέρα του, τὴν γραῖαν χήραν Μπούρμπαιναν, καὶ μὲ τὰ δύο μικρὰ παιδία τῆς ὑπάνδρου ἀδελφῆς του, εἶτα ἐσηκώθη, ἐφόρεσε τὰ ναυτικά του, ἤναψε τὸ φαναράκι, ἐκαληνύκτισε τὴν γραῖαν μητέρα του, ἐπῆρε τὴν εὐχήν της, λέγων ὅτι θὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν, διότι θὰ ἔχουν ταξίδι αὔριον τὸ πρωί.
Ἡ γραῖα ἠθέλησε νὰ τοῦ κάμῃ μερικὰς παρατηρήσεις, διατί νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν βάρκαν καὶ ὄχι εἰς τὸ σπίτι, ἀλλ᾽ αὐτός, μὴ γνωρίζων ποίας ἀφορμὰς εἶχεν ἐκείνη, δὲν ἔδωκε προσοχήν, οὐδὲ ὑπώπτευσε τίποτε. Ἐπέμεινεν ὅτι ἦτο καλύτερον νὰ πλαγιάσῃ εἰς τὴν βάρκαν, καὶ ἀπῆλθε.
Διευθύνθη εἰς τὸν βράχον τοῦ Πανωμαχαλᾶ, κατέβη μὲ ἀσφαλὲς βῆμα, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν, ἔσυρε τὴν μπαρούμαν, τὸ σχοινὶ τῆς βάρκας, κ᾽ ἐπήδησε μέσα. Ἐκρέμασε τὸ φανάρι ἀπὸ ἕνα σκαλμόν, πρὸς τὰ ἔσω τῆς λέμβου, ἔψαξε κάτωθεν τῆς πλώρης, ἔβγαλε μίαν καπόταν, μίαν βελέντζαν κ᾽ ἓν προσκέφαλον, ἐξεδύθη τὴν καμιζόλαν* του, ἔστρωσεν ἐπάνω τῆς πρύμνης, ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς πρὸς ἀνατολάς, κ᾽ ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ προχείρου στρώματος.
Ἀπεκοιμήθη σκεπτόμενος τοὺς αἰνιγματώδεις λόγους τοῦ καπετὰν Κωνσταντῆ, τοῦ καραβοκύρη. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἀνετινάχθη ὑπὸ σφοδροῦ κλονισμοῦ κ᾽ ἐξύπνησε. Τί ἦτο;
Τουφεκιές, τρομπονιές. Φῶτα καὶ χαρὲς ἀντικρύ. Ἔπειτα πάλιν ὕπνος, ὄνειρον, ἐγρήγορσις, πνίκτης, κακὸς ἐφιάλτης. Ἔπειτα φθόγγοι μελῳδικοὶ καὶ βιολιὰ καὶ λαγοῦτα. Ποῦ; Ἀπέναντί του, ἄνωθεν τοῦ κρημνοῦ, ὕπερθεν τοῦ κατωφεροῦς βράχου, εἰς μίαν μικρὰν οἰκίαν. Τὰ παράθυρα κατάφωτα, καὶ ζωὴ καὶ κίνησις ἐκεῖ διακόπτουσα τὴν ὁμαλὴν ἠρεμίαν καὶ κρατοῦσα τῶν μονοτόνων ψιθύρων τῆς νυκτός. Τί συνέβαινεν;
Ἐφαίνετο νὰ εἶναι οἰκογενειακή τις χαρὰ κ᾽ ἑορτή. Κάτι ὡς γάμος.
Ὅταν εἶδε τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἀνεγνώρισεν, ὁ νέος ᾐσθάνθη μέσα, βαθιὰ εἰς τὰ σωθικά του, σπαραγμὸν ἀπερίγραπτον.
Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Αὐτὴ τάχα ἦτο ἐκείνη, περὶ ἧς ὡμίλει ὁ Σιγουράντσας; Αὐτή, ἡ νύφη;
*
* *
Εἶχε μάθει πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἡ μάννα της τὴν ἐπανδρολογοῦσε μ᾽ ἕνα νοικοκύρην στεργιώτην, ἀπὸ κεῖ πέραν ἀπ᾽ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά. Ποῦ τὸν ηὗρε;
Τάχα δὲν ὑπῆρχαν γαμβροὶ εἰς τὴν πατρίδα, εἰς τὸ ὡραῖον χωρίον, τὸ παραθαλάσσιον; Καὶ δὲν ἦτο αὐτός, εἷς μεταξὺ ὅλων, καλὸς γαμβρός; Διατί ἐβιάζετο ἡ μάννα της; Ἀλλὰ διατί νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ἐκείνη, περὶ ἧς εἶχεν εἰπεῖ ὁ Σιγουράντσας, ἦτο αὐτή, ἡ εὔμορφη κόρη; Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ; Τάχα δὲν ὑπῆρχον ἄλλαι νύμφαι; Καὶ διατί αὐτή;
Διατί; Διότι ἰδού, γάμος ἐγίνετο, καθ᾽ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἐκεῖ.
Δυνατὸν νὰ ἐγίνετο γάμος. Καμμία πτωχὴ ἐξαδέλφη της θὰ ὑπανδρεύετο εἰς δανεικὸν σπίτι, εἰς τὸ σπίτι τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως. Ὄχι, δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ πιστεύσῃ ὅτι ἦτον αὐτή.
Τὸ Ἀρχοντὼ εἶχε καιρόν. Ἦτο σχεδὸν ὁμῆλιξ μὲ αὐτόν, ἕνα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ἐτῶν. Αὐτὸς τὴν εἶχε γνωρίσει ἀπὸ μικρήν. Μαζὶ ἔπαιζαν. Ἐκείνη μὲ τὲς κοῦκλές της, μὲ τὰ νινιὰ καὶ μὲ τὰ προικιά της. Αὐτὸς μὲ τὰ καραβάκια του, τ᾽ ἀρμίθια* καὶ τὶς ἀπετουνιές του.
Ἐκείνη ἔπαιζε «τὰ συμπεθερικὰ» μὲ δύο ἢ τρεῖς ἄλλας κορασίδας, ὁποὺ ὑπάνδρευαν τὲς κοῦκλές των κ᾽ ἐψέλλιζαν χελιδονιστὶ ἡ μία μὲ τὴν ἄλλην:
― Ἄχ, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό, νὰ φέρουμε πλιὸ τὸν μπακλαβά, πῶς καμαρών᾽ ἡ νύφη, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό. Νά κ᾽ ἡ τέμπλα* μὲ τὰ προικιά, νύφη, νύφη κὶ γαμπρός, σ᾽μπεθερίτσα μ᾽ πλιό.
Κι αὐτὸς ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὸν μικρὸν αὐλόγυρον ἤκουε τοὺς ψιθυρισμοὺς καὶ τὰ κορασιώδη καμώματα, κ᾽ ἐκολλοῦσε τὸ μάτι του στὴν χαρασμίδα τῆς πόρτας, διὰ νὰ ἰδῇ, ὁποὺ τὴν εἶχαν μανδαλωμένην ἀπὸ μέσα, κλείσασαι αὐτὸν ἔξω, αἱ σκληραὶ καὶ τρυφεραὶ καὶ φίλαυτοι. Καὶ ἄλλοτε ἡ Ἀρχόντω ἔπαιζεν ἐνώπιόν του τὸ «ἀνέβα μῆλο – κατέβα κίτρο», καὶ αὐτὸς ἔχασκε βλέπων, καὶ ἐφλέγετο ν᾽ ἁρπάξῃ μὲ τὰ δόντια τὸ πορτοκάλι, καθὼς ἀνέβαινεν εἰς τὸ ὕψος καὶ κατέβαινεν εἰς τὸ λευκὸν χεράκι τῆς φιλοπαίγμονος μικρᾶς.
Καὶ ἄλλοτε πάλιν ἔπαιζαν οἱ δύο τους «τὸν δείχτην», ὁποὺ ἦτον μία ἁπλῆ κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εἰς τὴν χεῖρα τῆς μικρᾶς πότε εἰς πριόνι, πότε εἰς καράβι, πότε εἰς τραπέζι, πότε εἰς τυλιγάδι* καὶ εἰς ἀργαλειόν. Καὶ πάλιν ἄλλοτε ἔπαιζαν, ἐκείνη μὲ τὰ δύο χέρια της, αὐτὸς μὲ τὸ ἓν δάκτυλόν του, τὸ «Δῶ‘ μ᾽ φωτίτσα – ἔλα παραπανίτσα»*, ὁπότε, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δάκτυλόν του εἰς τὸ τελευταῖον σκαλοπάτι, τὸ σκυλί, τὸ ὁποῖον ἐνήδρευεν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς δύο παλάμας της, ὁποὺ παρίστων οἰκίαν, καὶ τὰ συνημμένα δάκτυλά της σκάλαν, τὸν ἔπιανε καὶ τὸν ἐδάγκανε καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσε, γαῦ! γαῦ! Ὢ τῆς ἀθώας παιδιᾶς, ὁποὺ εἶναι κρῖμα νὰ μὴν εἶναί τις ἀκόμη παιδὶ διὰ νὰ τὴν παίξῃ!
*
* *
Καὶ τώρα ἡ μάννα της τὴν ἐπροξένευε, καὶ τὴν ἐπανδρολογοῦσε, καὶ ἤθελε νὰ τὴν κάμῃ νοικοκυράν. Τὸ εἶχεν ἀκούσει αὐτὸς πρὸ ἡμερῶν νὰ ψιθυρίζεται εἰς τὴν γειτονιάν, πλὴν ἡ μάννα της ἦτον πολὺ κρυφοδάκωτη γυναίκα, καὶ ὅσον καὶ ἂν τὴν ἐψάρευαν οἱ γειτόνισσες, δὲν θὰ ἐπρόδιδε ποτὲ τὸ μυστικόν της.
― Λόγια τοῦ κόσμου, γειτόνισσα. Ποῦ ἔχω ᾽γὼ καιρὸ ἀκόμα! Ἐμένα τὸ κορίτσι μ᾽ δὲν τὸ πῆραν τὰ χρόνια μπροστά, ἂς παντρευτοῦν οἱ μεγάλες δά! Τοὺ Κατερνιὼ τ᾽ Μπαρμπαγιάννη, κὶ τοὺ Μαριὼ τς Κάλληνας, κὶ τοὺ Βασὼ τς Χατζηγιώργινας, τί σ᾽νέριο* τς ἔχει; Ἐμένα τ᾽ Ἀρχοντώ μ᾽ τώρα ἀκόμα ἄρχισε νὰ κεντᾷ τὰ προικιά τς.
Πολλοὶ ὁποὺ τὴν ἤκουαν νὰ διαμαρτύρεται οὕτω τὴν ἐπίστευαν, καὶ αἱ γειτόνισσαι ἔμενον ἐν ὑποψίᾳ καὶ δυσπιστίᾳ, ἀλλὰ χωρὶς τεκμήριον ἢ βεβαιότητα, καὶ μόνον ὁ Νταλντογιάννης, κατὰ τὸ φαινόμενον ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ὁποὺ ἐγύριζεν εἰς ὅλες τὶς γειτονιὲς κ᾽ ἐκουβαλοῦσε εἰς τὰ σπίτια στάμνες μὲ νερὸ πρὸς μίαν δεκάραν τὴν μίαν, εὗρε φράσεις διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰς ὑποψίας ὅλων:
― Μὴν τὴν ἀκοῦτε, ἔτσι τὰ λέει. Ἀπ᾽ τὴν περηφάνια τς, γιατὶ θὰ κάμῃ καλὸν γαμπρό, νοικοκύρη ἀπ᾽ τὸ Μπρομύρ᾽. Κὶ τὰ λέει τάχα γιὰ νὰ ρίξ᾽ ὄξου τς ἄλλες ἁπού ᾽ναι ἀνύπαντρες. Δὲν τ᾽νε βλέπετε ποὺ δὲν μαζώνει τὰ χείλια τς ἀπ᾽ τὴ χαρά τς;
Πλὴν ὁ Γιωργὴς δὲν ἔτυχε ν᾽ ἀκούσῃ τοὺς συμπερασμοὺς τοῦ Νταλντογιάννη, καὶ ἦτον παιδὶ τῆς θάλασσας, ὄχι ἀπὸ ἐκείνους ὁποὺ ἀγαποῦν νὰ κάθωνται εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγορὰν καὶ ν᾽ ἀργολογοῦν. Καὶ πάλιν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους εἶχε σπεύσει πρὸ ἡμερῶν νὰ τοῦ πάρῃ τὰ συχαρίκια, ὅτι ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ, ἄλλως θὰ ἦτο ἐν μακαρίᾳ ἀγνοίᾳ. Καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ἡ μάννα του ἦτον, καὶ αὐτή, κρυφὴ γυναίκα, κατ᾽ ἄλλον τρόπον, καὶ δὲν ἐπεθύμει μὲν νὰ νυμφευθῇ ὁ υἱός της τόσον γρήγορα, ἔχαιρε δὲ ἐνδομύχως ἂν ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ.
Τὴν Πέμπτην εἶχεν ἀποπλεύσει ὁ νέος εἰς τὸ τελευταῖον ταξίδι. Τὴν Παρασκευὴν ἡ γραῖα ἐπληροφορήθη θετικῶς ὅτι ὁ ἀρραβὼν εἶχε γίνει πολὺ κρυφά, καὶ ὅτι ὁ γάμος θὰ ἐτελεῖτο πάλιν κρυφά, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ἐρχομένην Κυριακήν. Ἡ Μπούρμπαινα εὐχαριστήθη, ἐλπίσασα ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ υἱός της δὲν θὰ ἐπανήρχετο πρὸ τῆς Δευτέρας, καὶ δὲν θὰ ἦτο ἐδῶ εἰς τὸν γάμον. Διότι ὑπώπτευεν, ἤξευρε καὶ ᾐσθάνετο ὅτι ὁ Γιωργὴς ἔτρεφε παιδικὸν αἴσθημα πρὸς τὴν Ἀρχόντω.
Ἀλλὰ παρ᾽ ἐλπίδα, ἡ ὑπόθεσις τοῦ ταξιδίου ἐτελείωσε γρήγορα, ἢ ὁ καιρὸς ἦτο πολὺ εὐνοϊκός, καὶ ἡ βάρκα ἐπέστρεψε τὸ Σάββατον, ἀργὰ τὴν νύκτα. Τότε συνεκινήθη ἡ γραῖα καὶ ἐφοβήθη. Ὁ Γιωργὴς δὲν εἶχε μάθει τίποτε εἰμὴ περὶ ἐπικειμένου ἀρραβῶνος. Τὴν ἄδειαν τοῦ γάμου εἶχαν ἀναβάλει νὰ τὴν λάβουν τὴν Κυριακήν, ἅμα θὰ ἐνύκτωνε. Τὸ μυστήριον θὰ ἐτελεῖτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ὁ Γιωργὴς δὲν ἤξευρε τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά.
Ὅταν ὁ νέος ἀνήγγειλεν ὅτι θὰ εἶχαν ναῦλον διὰ τὴν Δευτέραν τὸ πρωί, ἡ γραῖα τὸν ἠρώτησε διὰ ποῦ, καὶ ποίους θὰ μετέφεραν. Ὁ Γιωργὴς εἶπεν ὅτι ὁ κυβερνήτης του ἤξευρεν, ὅτι δὲν εἶχεν ἐξηγηθῆ, καὶ τὸ κάτω-κάτω ὀλίγον τὸν ἔμελεν. Ἡ γραῖα δὲν εἶχεν ἀφορμὰς νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι τὸ ταξίδι αὐτὸ εἶχε καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν γάμον.
Ἐλέχθη μὲν ὅτι ἡ νύμφη θὰ ἐπήγαινε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὸ χωρίον τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του, ἀλλ᾽ ἐπιστεύετο ὅτι θὰ παρήρχοντο ἡμέραι πρὸ τῆς μετοικεσίας. Ἀλλ᾽ ἡ γρια-Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, φαίνεται ὅτι ἐβιάζετο νὰ κουβαλήσῃ τὴν κόρην της πέραν, καθὼς εἶχε βιασθῆ καὶ νὰ τὴν «κουκουλώσῃ» μίαν ὥραν ἀρχύτερα.
Ἄλλως, ποίαν τάχα ἐνόει ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης, λέγων ὅτι «ἐντρέπετο νὰ καραβωθῇ ἡ νύφη μέρα-μεσημέρι»; Ποία νύφη;
*
* *
Ἡ γραῖα τὸν παρεκίνησε νὰ μείνῃ στὸ σπίτι νὰ κοιμηθῇ. Ἀνελογίζετο ὅτι, ἂν καὶ ἦσαν γείτονες μὲ τὴν οἰκίαν τῆς μητρὸς τῆς Ἀρχόντως, καὶ ἂν ἤκουε θορύβους καὶ ἐκρήξεις χαρᾶς εἰς τὸν ὕπνον του ὁ Γιωργής, αὐτὴ θὰ τὸν ἐπαρηγόρει καὶ θὰ ἐπροσπάθει νὰ τὸν ἀποπλανήσῃ· καὶ ἔπειτα θὰ τὸν εἶχε σιμά της, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της.
Ὁ Γιωργὴς ὅμως ἤθελε νὰ ὑπάγῃ στὴν βάρκαν, ὄχι διότι τοῦ εἶχε παραγγείλει οὕτω ὁ κυβερνήτης του, ἀλλὰ διότι πάντοτε ἠρέσκετο κ᾽ ἐπροτίμα νὰ κοιμᾶται εἰς τὴν βάρκαν. Ἡ μάννα του ἦτο πλέον γραῖα καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν νανουρίσῃ εἰς τὴν κούνιαν του οὔτε εἰς τὴν ἀγκαλιάν της. Ἡ ἄλλη μάννα του, ἡ θάλασσα, ἀκόμη τὸν ἐλίκνιζε μὲ τὰ κύματά της. Κ᾽ ἐκείνη εἶχε κούνιαν, κ᾽ ἐκείνη εἶχεν ἀγκάλην καὶ ἀγκάλας πολλάς. Διὰ τὴν πρώτην μητέρα ἦτο πλέον μεγάλος καὶ ἡλικιωμένος υἱός. Διὰ τὴν δευτέραν μεγάλην μητέρα, τὴν προσφιλῆ καὶ ὑγρὰν καὶ ἄπιστον, ἦτο ἀκόμη μικρόν, πολὺ μικρὸν τέκνον της.
Ἡ γραῖα δὲν ἐπέμεινε περισσότερον νὰ τὸν ἀποτρέψῃ. Ἐπροσποιήθη μόνον ὅτι γνωρίζει καὶ αὐτὴ ἀπὸ θάλασσαν (καὶ δὲν ἐγνώριζεν ἄλλο παρὰ τοὺς καημοὺς τῆς θάλασσας), καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἀγκυροβόλιον τοῦ βράχου δὲν ἦτο πολὺ ἀσφαλές, καὶ τοῦ ἐσύστησε νὰ πάγῃ ν᾽ ἀράξῃ τὴν βάρκαν ἐκεῖθεν τῶν βράχων, μεσημβρινώτερα, πρὸς τὴν Σπηλιὰν ἢ τὲς Πλάκες. Τοῦτο τὸ ἔκαμε διὰ νὰ εἶναι ὁ υἱός της μακρὰν ἀπὸ τὴν συνοικίαν καὶ εἰς ἄποπτον ἀπὸ τῆς οἰκίας, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ὁ γάμος. Πλὴν αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ἀπῆλθεν.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐσκέπτετο ἡ ἀνήσυχος μητρικὴ στοργή, ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἡ μήτηρ τῆς Ἀρχόντως, οὔτε ἰδέαν εἶχεν οὔτε ὑποψίαν οὔτε ἔννοιαν ἂν ὁ Γιωργής, ὁ υἱὸς τῆς Μπούρμπαινας, ἦτο ἐρωτευμένος μὲ τὴν κόρην της τὴν Ἀρχόντω. Καὶ ἂν εἶχεν ἰδέαν, πάλιν δὲν θὰ τὴν ἔμελε τίποτε. Καὶ ἂν ἐγνώριζεν ὅτι ἡ κόρη της ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸ αἴσθημα, πάλιν ὀλίγον θὰ ἀνησύχει. Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ μόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των. «Νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει». Καθὼς ὅλαι αἱ γραῖαι, ἡ Μαρουδίτσα ἦτο συμφωνοτάτη μὲ τὸν Εὐριπίδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν τιμὴν νὰ τὸν γνωρίζῃ.
Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα. Δὲν πρέπει, ἀλλ᾽ ὅταν ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του τοὺς δύο πυροβολισμούς ― διότι ἀφοῦ ἡ «κουλούρα» ἐμβῆκεν εἰς τὸ κεφάλι, δὲν ἦτο πλέον ἀνάγκη μυστικότητος, καὶ αὐτὸς ὁ κίνδυνος μήπως «ρίξουν τὰ κορίτσια* τῆς νύφης» παρῆλθε πλέον· διότι τὰ κορίτσια, καθὼς εἶναι γνωστὸν εἰς πολλούς, τὰ ρίχνουν αἱ ἐχθραὶ τῆς νύμφης, ἐνόσῳ διαρκεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἀρραβῶνος, ἥτις καὶ δι᾽ αὐτὸ τελεῖται πολὺ μυστικά, κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν πονηρῶν γραϊδίων, χωρὶς νὰ πάρῃ εἴδησιν κανεὶς ἀπ᾽ ἔξω· κ᾽ ἔπειτα ἡ Μαρουδίτσα εἶχε λάβει πρόνοιαν νὰ ὀχυρώσῃ τοὺς κόλπους τῆς κόρης της, καθὼς καὶ τοῦ γαμβροῦ, μὲ δύο μικρὰ ὡραῖα χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οἱ δὲ πυροβολισμοὶ ρίπτονται κατ᾽ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τοῦ Στεφανώματος, εὐθὺς μετὰ τὴν τελετὴν τοῦ Ἀρραβῶνος ― ὅταν, λέγω, ὁ Γιωργὴς ἤκουσε μέσα εἰς τὸν ὕπνον του δύο τουφεκιὲς ἢ μᾶλλον τρομπονιές, ἐξύπνησεν ἔντρομος μὲ ἀνασκίρτημα, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἦτο κακὸς ἐφιάλτης. Ἀλλὰ δὲν ἦτο σωστὸν ξύπνημα.
Ὁ νέος εὑρίσκετο ἐν ἡμιασυνειδησίᾳ καὶ δὲν ἐνόει τίποτε. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ὡς ἐν ὀνείρῳ ἐκεῖ, ἐπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, μίαν οἰκίαν ἐκτάκτως φωτισμένην. Ἔπειτα ἐκοιμήθη πάλιν, κ᾽ ἐκοιμήθη ἐπὶ πολύ. Ἀλλὰ μέσα εἰς τὸν ὕπνον του εἶχε συνείδησιν ὀνείρου μελῳδικοῦ, οὕτως εἰπεῖν, ἐφέρετο ἐπὶ πτερύγων μουσικῶν φθόγγων, ἐπὶ πτίλων αὔρας ἐναρμονίου, λιγυρᾶς. Μετὰ πολλὴν ὥραν ἐξύπνησεν.
Ἤκουσεν εὐκρινῶς βιολιά, λαγοῦτα, λαλούμενα. Τί ἦτο; Ἐκοίταξε κατὰ τὸν βράχον. Ἦτο πράγματι οἰκία λαμπρῶς φωτισμένη, παμφαής, καὶ ἡ οἰκία αὕτη ἦτο τῆς Μαρουδίτσας. Ὑπανδρεύετο λοιπὸν τὸ Ἀρχοντώ; Δι᾽ αὐτὸ ὁ Σιγουράντσας τοῦ εἶχεν εἰπεῖ «ντρέπεται ἡ νύφη»; Ποιὰ νύφη;
Εἶχεν ἀκούσει περί μνηστείας. Ἴσως νὰ ἔκαμαν μνηστείαν, καὶ αὐτὰ ἦσαν τὰ «μβασίδια»* τοῦ γαμβροῦ. Διότι συνήθως, εὐθὺς μετὰ τὴν ἁπλῆν ἀνεπίσημον μνηστείαν, «μβάζουν» τὸν γαμβρόν, δηλαδὴ τὸν εἰσάγουν ἐπισήμως εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νύμφης. Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ γαμβρὸς ἦτο πέραν ἀπὸ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης ἄνθρωπος, ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐμβάσουν ἐν πομπῇ εἰς τὴν οἰκίαν, διότι αὔριον θ᾽ ἀπήρχετο πάλιν εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ὁ γάμος θ᾽ ἀνεβάλλετο μετὰ μῆνας. Αὐτὸ θὰ ἦτον.
Ἐζήτει νὰ εὕρῃ μικρὰν παρηγορίαν, ἐπροσπάθει νὰ πιασθῇ ἀπὸ ὀλίγην σφαλερὰν ἐλπίδα. Ἐπεθύμει νὰ πιστεύσῃ ὅτι αὐτὸ μόνον ἦτον. Ὁ γάμος θὰ ἐβράδυνεν. Εἶχε καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ βάλῃ μέσα εἰς ἐνέργειαν, διὰ νὰ χαλάσῃ τοὺς ἀρραβῶνας. Ἦτο ἱκανός, αὐτός, νὰ τὸ κλέψῃ, τὸ Ἀρχοντώ. Καὶ μὲ ὅλα τὰ δίκια του. Διότι ἐπίστευεν ὅτι διὰ τῆς βίας ἤθελαν νὰ τῆς δώσουν ἄνδρα ξένον ἄνθρωπον, οἰκοκύρην.
Ἀλλὰ τόσα φῶτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ἦτο μόνον διὰ τὰ μβασίδια; Ἠμποροῦσε νὰ τὸ πιστεύσῃ;
Ἔπειτα ἐκεῖναι αἱ φράσεις τοῦ Σιγουράντσα ἤρχοντο πάλιν εἰς τὸν νοῦν του. «Μπορεῖ νὰ τοὺς σηκώσουν πρωί. Θὰ μβαρκάρουν τὴ νύφη. Νά ᾽χῃ τὸν νοῦν του».
Νὰ ἦτο λοιπὸν ἀληθές; Ἐτελεῖτο γάμος ἐκεῖ ἐπάνω; Ὑπανδρεύετο τὸ Ἀρχοντώ;
Ὤ, Τύχη καὶ Πρόνοια! Ὤ, βουλαὶ ἀνθρώπων ὑποβολιμαῖαι, τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί!
*
* *
Τί νὰ σκεφθῇ; Τί νὰ εἴπῃ; Πῶς ν᾽ ἀρθρώσῃ λόγον; Ἤθελε, κατὰ τὸ ᾆσμα, «ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ πῇ τὰ πάθη του τραγούδια». Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ κάμῃ κι ἄλλη γέννα. Ὄχι! Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου!…
Διατί κοιμᾶται; Πῶς ἀγρυπνεῖ; Πῶς μένει ἐξαπλωμένος; Καὶ δὲν ἐξέρχεται πνοὴ καὶ στεναγμὸς ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ τὸ ὄμμα του ἐκαρφώθη ἐκεῖ ἀπλανές, καὶ ζῇ, καὶ δὲν ζῇ, ἐνδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Ὄχι, δρᾶσις. Νὰ σηκωθῇ… Νὰ πηδήσῃ… Νὰ τρέξῃ… νὰ πετάξῃ… Ν᾽ ἀναβῇ τὸν βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενοὺς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Νὰ φθάσῃ ἐκεῖ ἐπάνω… Νὰ χυθῇ, νὰ ὁρμήσῃ… Νὰ τοὺς ταράξῃ. Νὰ τοὺς θαλασσώσῃ… Νὰ ἐπιβάλῃ χεῖρα εἰς τὴν νύφην, ὁποὺ στέκει στολισμένη καὶ καμαρώνει. «Ἔλα ἐδῶ, σύ!»… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ… Νὰ τὴν σηκώσῃ ψηλά… Νὰ τὴν κατεβάσῃ, κάτω ἀπὸ τὴν σκάλαν… Θὰ ἐξαφνισθοῦν… Θὰ μείνουν ἀπολιθωμένοι… Θὰ τὸν νομίσουν διὰ τρελόν… Θὰ συνέλθουν… Θὰ τρέξουν κατόπιν του… Ἡ γριὰ θὰ τραβήξῃ τὰ μαλλιά της, θὰ χυθῇ ἐπάνω του, καὶ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Οἱ ἄλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενεῖς, θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τοὺς γρόνθους, μὲ ράβδους, μὲ τὰς φιάλας τὰς κενὰς καὶ μὲ τὰς φιάλας τὰς μισογεμάτας… μὲ τὴν σκούπαν… μὲ ὅ,τι τύχῃ. Αὐτὸς μὲ τὴν μίαν χεῖρα θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην ἐμπρός, μὲ τὴν ἄλλην θὰ προσπαθῇ νὰ τοὺς φέρῃ γῦρο ὅλους!… Καὶ ὁ γαμβρός, ὁ νοικοκύρης, μὲ τὸ πανωβράκι του τὸ τσόχινον, μὲ τὸ φέσι του τὸ στιλπνόν, μὲ τὴν τσάκαν* του τὴν βελουδένιαν, μὲ τὸ ζωνάρι του τὸ μεταξωτόν, θὰ τρέξῃ ἀπ᾽ ὀπίσω του, καὶ θὰ γυρεύῃ νὰ τοὺς χωρίσῃ… Ὄχι, θὰ τοῦ ἔλθῃ λιγοθυμιά, καὶ θὰ πέσῃ ἀπ᾽ ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρταν… καὶ τότε αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές, καὶ θὰ πασχίζουν νὰ ξελιγοθυμήσουν τὸν γαμβρόν… καὶ θὰ ἐπέλθῃ μικρὸς ἀντιπερισπασμός… κι αὐτὸς θὰ σπρώχνῃ τὴν νύφην κατὰ τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὴν βάρκαν, κάτω, καὶ μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ἀγκῶνάς του, καταπληγωμένος, ἀφρίζων, αἱματωμένος, ἄγριος, θ᾽ ἀπαντᾷ εἰς τὰ κτυπήματα τῶν λυσσασμένων.
Ἐμπρός! θάρρος, ἀπόφασις. Σηκώσου! θὰ κουνηθῇς ἐπὶ τέλους;
*
* *
Εἶχε κοιμηθῇ ἀποβραδὺς ὁ Σιγουράντσας, ὁ καραβοκύρης. Εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ἐξύπνησεν. Εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον.
Ἔτριψε τὰ μάτια του, ἐχασμήθη, ἐγόγγυσεν, ἔρριψεν ὀλίγον νερὸν εἰς τὰ βλέφαρά του, ἐφόρεσε τὴν μικρὰν καπόταν του, καὶ κατέβη.
Διευθύνθη εἰς τὸ σπίτι τῆς χαρᾶς, ἐκεῖ ὅπου ἐγίνετο ὁ γάμος.
Δὲν ἦτο καλεσμένος, ὄχι, ἀλλ᾽ ἦτο καραβοκύρης τῆς βάρκας… τοῦ Γιωργῆ καὶ ἦτο ναυλωμένος νὰ μεταφέρῃ τὸ νέον ἀνδρόγυνον πέραν. Ἡ νύφη δὲν εἶχε σπίτι ὡς προῖκα. Ἡ γριὰ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρία μεταξωτὰ καὶ ὀλίγα βαμβακερὰ φορέματα, δύο χαλκώματα, μισὴν δουζίναν χουλιαράκια τοῦ γλυκοῦ, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφην καὶ μίαν ἀνεμοδούραν* κ᾽ ἔγραψεν εἰς τὸ προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμὰς μέτρημα, τὰς ὁποίας εἶναι ἄδηλον ἂν εἶχε σκοπὸν ποτὲ νὰ δώσῃ, καὶ μὲ αὐτὰ τοὺς «ἐκουκούλωσε».
Τὸ νὰ μὴ λάβῃ σπίτι ὡς προῖκα ἡ νύφη ἐσήμαινεν ὅτι δὲν θὰ ἔμενεν ἐγκάτοικος εἰς τὴν πατρίδα της. Ὁ γαμβρός, πέρα, στὰ χωριὰ τὰ δικά του, ἔλεγαν ὅτι εἶχε σπίτι καὶ σπίτια πολλά. Καὶ χωράφια ὄχι ὀλίγα. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος.
Εἶχεν ἀποφασισθῆ, εὐθὺς μετὰ τὸν γάμον, ἅμα ἐξημέρωνε νὰ μβαρκάρουν ὁ γαμβρός, ἡ νύφη, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὴν γραῖαν, καὶ νὰ περάσουν πέρα εἰς τὸν Πλατανιᾶν, σιμὰ εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωρία τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του κ᾽ εἰς τὰ νοικοκυριά του.
Εἶχαν συμφωνήσει μὲ πολλὴν μυστικότητα ἀπὸ τὸ δειλινὸν τῆς Κυριακῆς (τὴν μυστικότητα τὴν ἤθελεν ἡ γραῖα εἰς ὅλα, φυλαττομένη τὰς κακὰς γλώσσας τοῦ χωριοῦ· ἤθελε ν᾽ ἀποκοιμίσῃ τὴν κοινὴν περιέργειαν· δὲν τῆς ἤρεσκε ν᾽ ἀκούῃ σχόλια, διατί καὶ πῶς ἡ γραῖα Μαρουδίτσα ὑπάνδρευσε τὴν κόρην της καὶ τὴν ἔστειλεν εἰς ξένον μέρος, καὶ τὴν ἐξεπάτρισε, καὶ τὴν «ἐκαράβωσε» μέρα-μεσημέρι· καὶ προσέτι ἂν ἡ νύφη εἶχε καλὰ προικιά, καὶ ἂν «ἐκαμάρωνεν» ὅταν θὰ ἐπήγαινε νὰ μβαρκάρῃ κτλ.), εἶχαν συμφωνήσει, λέγω, μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὸν καραβοκύρην, πρωὶ-πρωὶ νὰ τοὺς περάσῃ πέρα μὲ τὴν βάρκαν, τὴν βάρκαν τοῦ Γιωργῆ. Μὲ αὐτὸ τὸ θάρρος ἐπήγαινεν ὁ καπετὰν Σιγουράντσας τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι, χωρὶς νὰ εἶναι καλεσμένος. Εἶχε σκεφθῆ ὅτι καλὸν θὰ ἦτο νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον ἐνωρίς, ἀφοῦ ἦτον διὰ ταξίδι, καὶ βαθιὰ τὴν νύκτα, περὶ τὸ δεύτερον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, νὰ σηκωθῇ νὰ ὑπάγῃ ἀπροσκάλεστος εἰς τῆς χαρᾶς τὸ σπίτι.
Ἤρκει ἅπαξ νὰ εἴπῃ:
―Ἔ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δά. Ἂς εἶναι στερεωμένα. Κοντεύει νὰ φέξῃ. Ὁ ἀστέρας θὰ βγῇ. Ἡ Πούλια πάγει μεσουρανίς. Νά, τώρα θὰ χαράξῃ. Ἐγὼ λέω νὰ τραβιόμαστε ἀγάλι᾽ ἀγάλια. Τώρα μὲ τὸ ἀπόγειο, τὸ πρωί, θὰ κολλήσουμε μιὰ χαρὰ πέρα, πρὶν ψηλώσῃ ἕνα κοντάρι ὁ ἥλιος… Ἂς εἶναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Μὲ γυιούς! Ἐβίβα σας! Στερεωμένο τὸ ἀνδρόγυνο! Στὴν ὑγειά σας! Καλορρίζικα!
Καὶ ὕστερον ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ὥρας θὰ ἐκερνᾶτο καὶ θὰ ἔπινεν ἀνέτως, ὡς καλεσμένος μὲ τοὺς καλεσμένους, ὑπενθυμίζων μόνον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν:
― Κοντεύει νὰ φέξῃ… Νὰ τραβιόμαστε σιγὰ-σιγά. Ἐβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!
― Ἂς φέξῃ! θὰ ἀπήντων ἑκάστοτε ὁ κουμπάρος καὶ οἱ καλεσμένοι.
Καὶ οὕτω συνέβη. Ἦτο ἤδη τετάρτη μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, ἀπόπασχα, Ἀπρίλιος ὁ μήν. Τὰ πουλιὰ ἐκελαδοῦσαν εἰς τὰ δένδρα, γύρω εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν. Ἡ αὐγὴ ἔδειχνε τὰ ρόδινα δάκτυλά της ψηλὰ ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ ἀντικρύ, καὶ ὅλος ὁ ἀὴρ ἐμοσχοβολοῦσεν ἀπὸ τὰ ρόδα τῶν κήπων ὁλόγυρα, τὰ ρόδα τὰ ὁποῖα εἶχον πλασθῆ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν χωρὶς ἀκάνθας· καὶ τώρα, διὰ νὰ δρέψῃ τις ἓν ἀπὸ αὐτὰ ἀνάγκη νὰ ματώσῃ τὰ δάκτυλα… καὶ πάλιν, ὅταν τὸ ρόδον εἶναι ὑψηλὰ πολύ, δὲν τὸ φθάνει ὅσον καὶ ἂν τανυσθῇ τις, μόνον ἀδίκως ματώνει τὰ δάκτυλα… καὶ καμμίαν φορὰν πέφτει καὶ σπάζει τὰ πόδια.
Ἦτο τετάρτη ὥρα γλυκοχαράματα, καὶ κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχε κινηθῆ ἀπὸ τὴν οἰκίαν. Τέλος, ἡ γραῖα Μαρουδίτσα, ἥτις ἐπεθύμει νὰ γίνῃ τὸ μπαρκάρισμα ὅσον τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα, ἐπῆρε δύο ἀβασταγὲς μὲ ροῦχα, τὰς ὁποίας εἶχεν ἑτοιμάσει, καί, ἀφοῦ συνεννοήθη μὲ τὸν Σιγουράντσαν, τὰς ἔδωκεν εἰς δύο παιδία, ἀνεψιούς της, νὰ τὰς κουβαλήσουν κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν.
―Ἐκεῖ εἶν᾽ ἡ βάρκα, εἶπεν ὁ καραβοκύρης, δεικνύων διὰ τοῦ παραθύρου. Ὁ Γιωργὴς κοιμᾶται μέσα. Ἂς τὸν φωνάξουν νὰ σηκωθῇ, νὰ τοῦ παραδώσουν τὰ πράματα. Κι ὅ,τι ἄλλο ἔχετε, στείλετέ το. Δῶστέ μου κ᾽ ἐμένα νὰ κουβαλήσω τίποτα, τώρα ποὺ θὰ κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε* ὅλοι! Τὸ ἀνδρόγυνο στερεωμένο!
*
* *
Νὰ σηκωθῇ… Νὰ τρέξῃ… Νὰ τὴν ἁρπάξῃ μέσ᾽ ἀπὸ τὰ χέρια τους… Ἡ γριὰ θὰ τὸν σχίσῃ μὲ τὰ νύχια της… Αὐτὸς θὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸν λαιμὸν νὰ τὴν πνίξῃ… Οἱ καλεσμένοι θὰ τοῦ ριχθοῦν μὲ τὶς μπουκάλες, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τὰ ρόπαλα… Αὐτὸς θὰ τοὺς κυνηγήσῃ μ᾽ ἕνα σκαρμόν, μ᾽ ἕνα μπάγκον, μὲ μίαν τροπωτήρα* ὁποὺ μπορεῖ νὰ πάρῃ μαζί του ἀπὸ τὴν φελούκαν… Αἱ γυναῖκες θὰ βάλουν τὲς φωνές… Ὁ γαμβρὸς θὰ τὰς καταπραΰνῃ. «Σιωπᾶτε! σιωπᾶτε!». Εἶναι εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.
Δὲν ἐσηκώθη… Δὲν ἔτρεξε. Δὲν ἦτο πλέον καιρός. Ὁ μακρὸς ἐφιάλτης τὸν εἶχε προδώσει.
Τὰ δύο παιδία κατέβησαν κάτω εἰς τὴν ἄκρην τοῦ βράχου, φέροντα τὰς δύο δέσμας τῶν φορεμάτων. Δύο φανάρια ὑπῆρχον ἐξ ἀρχῆς κρεμασμένα εἰς τὸ μπαλκόνι τῆς οἰκίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, διὰ νὰ φέγγῃ τὸν δρόμον εἰς αὐτοὺς ὁποὺ ἤρχισαν νὰ κουβαλοῦν τὴν ἀποσκευήν. Τὸ οὐράνιον δρέπανον, λευκόν, ἐστιλπνωμένον, εἶχεν ἀνατείλει πρὸ ὥρας, καὶ τώρα εἶχεν ὠχριάσει ἀπὸ τὰς ἐρυθρὰς καὶ κυανᾶς λάμψεις τοῦ λυκαυγοῦς. Καὶ τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐκοκκίνιζαν ὑψηλά, πρωτογενῆ, ἄφθαστα ρόδα… φλογίνη ρομφαία εἰς τὴν πύλην τοῦ φωτός!
Τὰ δύο παιδία ἐφώναξαν τὸν Γιωργήν. Ἀλλ᾽ ὁ νέος εἶχε σηκωθῆ πρὶν τὸν φωνάξουν.
― Μπάρμπα, εἶπ᾽ οὑ καπιτάνιους, νὰ πάρ᾽ς, λέει, τὰ ροῦχα μέσ᾽ τ᾽ βάρκα.
― Εἶπε, λέει, ἡ θειά μ᾽ ἡ Μαρουδίτσα, νὰ τὰ βάνῃς, λέει, σὲ καλὴ μεριά, τὰ ροῦχα, νὰ μὴ βραχοῦνε.
― Νὰ τὰ βάνῃς, λέει, ἀπουκάτ᾽ ἀπ᾽ τὴν πλώρ᾽ τς βάρκας, ὄμορφα-ὄμορφα.
― Τὰ ροῦχα, λέει, κὶ τὰ μάτια σ᾽.
Καὶ συγχρόνως ἠκούσθη ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχομένη ἡ μεγάλη φωνὴ τοῦ Σιγουράντσα:
― Ἀλέστα*, Γιωργή! Τὰ πῆρες τὰ πράματα μέσα;
Εἶχεν ἐξέλθει ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, κ᾽ ἐκεῖ προπεμπόμενος καὶ ξεκολλῶν ἀργὰ-ἀργά, ἐξηκολούθει νὰ κερνᾶται ἀκόμη.
― Γειά μας! Στερεωμένο τ᾽ ἀνδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!
Καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ κατήρχετο βραδὺς τὴν κλιτὺν τοῦ βράχου, ἐξακολουθῶν νὰ φωνάζῃ καθ᾽ ὁδόν:
― Ἀσένιο*, Γιωργή! Θά ᾽χουμε καλὸ ταξίδι.
*
* *
Δὲν ἦτο πλέον ψέμα, ἦτον ἀλήθεια. Ὁ Γιωργὴς ἔπλεε μὲ τὴν βάρκαν του καὶ μὲ τὸν Σιγουράντσαν. Ἔπλεε καὶ μετέφερε τὴν Ἀρχόντω, μὲ τὴν μητέρα της καὶ μὲ τὸν γαμβρόν, τὴν ὥραν τῆς αὐγῆς. Τοὺς μετέφερεν εἰς τὴν Σηπιάδα ἄκραν, εἰς τὰ χωριὰ τοῦ γαμβροῦ, εἰς τὰ σπίτια του, εἰς τὰ νοικοκυριά του.
Καὶ πάλιν ἠμπορεῖ νὰ ἦτον ψέμα, τίς δύναται νὰ εἶναι βέβαιος; Ἦτο ὄνειρον μαγικόν, ἀπαίσιον καὶ τρομερόν, ὄνειρον τὸ ὁποῖον ἔβλεπε μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια. Κ᾽ ἐσφαλοῦσε τὰ μάτια, καὶ ἀκόμη τὸ ἔβλεπε.
Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς ἐφυλλορροοῦσαν κ᾽ ἐκοκκίνιζαν αἱ παρειαὶ τῆς Ἀρχόντως, ἢ ἐκοκκίνιζαν μόναι των εἰς τὴν θέαν τοῦ Γιωργῆ; Αὐτὸς ἦτο χλωμός, μαραμμένος, ἀδρανής.
Τὰ ρόδα τῆς αὐγῆς δὲν ἤρκουν διὰ νὰ τὸν κάμουν νὰ κοκκινίσῃ. Τὰ χέρια του μηχανικῶς, ὡς ξυλιασμένα, ἐτραβοῦσαν τὸ κουπί. Ξύλον κολλημένον ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον.
Μίαν φορὰν μόνον ἐκοίταξε τὴν Ἀρχόντω. Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦτον ἡ τελευταία συγκεντρωμένη ἀκτὶς τῆς ψυχῆς του. Εἶτα ἐκείνη κατεβίβασε τὰ ὄμματα, καὶ τὸ ἰδικόν του ὄμμα κατέστη ἀπλανές.
― Καλὸ κατευόδιο σας!
― Παναγιὰ μπροστά σας!
― Δούλευέ τα*, καπετάνιο.
― Δούλευέ τα! δούλευέ τα!
Ἐμακρύνθησαν, ἐπελαγώθησαν, κ᾽ ἔφευγαν, ἔφευγαν.
Δὲν ἠμποροῦσε νὰ συνάψῃ ἰδέαν πλέον. Δὲν ἦτο τάχα πλέον καιρὸς παλληκαριᾶς; Παρῆλθεν ἡ εὐκαιρία διὰ νὰ ὁρμήσῃ ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι, νὰ τὴν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας ὅλων, μὲ τοὺς γρόνθους καὶ μὲ τοὺς ὀδόντας καὶ μὲ τοὺς ὄνυχας.
Ἡ γραῖα δὲν θὰ τὸν ἔσχιζε πλέον μὲ τὰ νύχια της τὰ μαῦρα… Αὐτὸς ἠμποροῦσε ἀκόμη νὰ τὴν πνίξῃ… νὰ τὴν πνίξῃ… Ἔβλεπε τὸν γαμβρὸν καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὡς ὄρνεον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἔλθει ἀπὸ ξένον τόπον διὰ ν᾽ ἁρπάξῃ τὴν περιστεράν, τὴν τρυγόνα.
Τοῦ ἤρχετο νὰ ξεστηθωθῇ, νὰ πτύσῃ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ νὰ τοῦ εἴπῃ:
― Παλεύουμε, μπάρμπα;
Τοῦ ἤρχετο νὰ συγχαρῇ τὴν γραῖαν διὰ τὸν γάμον της τάχα ― προσποιούμενος ὅτι ἐπίστευεν ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ νύμφη… διότι ἡ ἡλικία τοῦ γαμβροῦ ἐφαίνετο διὰ νὰ εἶναι σχεδὸν πατὴρ τῆς κόρης.
Καὶ νὰ συγχαρῇ τὴν νέαν διότι, μετὰ τόσα ἔτη ὀρφανίας, εἶχεν ἀποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.
Ἔπειτα τοῦ ἦλθεν νὰ εἴπῃ εἰς τὸν γαμβρόν, δεικνύων τὴν θάλασσαν:
― Παραβγαίνουμε στὸ κολύμπι;
*
* *
Ἐκεῖνος θὰ ἐκάγχαζε μὲ τὴν τρέλαν τοῦ νέου. Δὲν εἶχεν ὄρεξιν διὰ θαλάσσιον λουτρόν. Ἦτο χερσαῖος. Θὰ ἐπήγαινεν ὡς μολυβήθρα κάτω εἰς τὸν βυθόν. Οἰκοκύρης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ σπίτια του, μὲ τὰ καλά του.
Τὸ ἀπόγειον ἐφύσα. Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Θὰ ἐδυνάμωνε πολύ. Ἦτο ἡμέρα πλέον, καὶ ὁ ἥλιος θ᾽ ἀνέτελλε πυριφλεγέθων ἐπάνω. Καὶ τὰ ρόδα τῶν παρειῶν τῆς νύμφης δὲν θὰ ἐξηλείφοντο. Καὶ ἡ χλωμάδα ἡ ἰδική του ἐνίκα τὴν ἡλιοκαΐαν τοῦ προσώπου του, τὴν παιδιόθεν κτηθεῖσαν.
Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Σαβούραν δὲν ἐφρόντισαν νὰ βάλουν. Ποῖος νὰ τὸ ἐνθυμηθῇ; Αὐτὸν δὲν τὸν ἔμελεν. Ὁ Σιγουράντσας ἦτο «καπνισμένος»*. Ὁ γαμβρὸς δὲν ἤξευρεν ἀπὸ τέτοια. Ἦτο στεργιώτης ἄνθρωπος, μὲ τὰ χωράφια του, μὲ τὰ ὑπάρχοντά του.
Ὁ ἄνεμος ἐδυνάμωνε. Τάχα δὲν ἠμποροῦσε νὰ δυναμώσῃ ἀρκετά, ὥστε μ᾽ ἕνα σαγανίδι* ν᾽ ἀναποδογυρίσῃ τὴν ἀσαβούρωτην βάρκαν;
Μ᾽ ἕνα σαγανίδι μόνον. Μὲ μικρὰν ἀνεπιτηδειότητα τοῦ Σιγουράντσα εἰς τὸ τιμόνι, μ᾽ ἐλαφρὰν ἀπροσεξίαν τοῦ Γιωργῆ εἰς τὸ πανί.
Καὶ τότε ὅλα θὰ ἔπλεαν εἰς τὴν θάλασσαν… ὅλοι θὰ ἔπεφταν εἰς τὸ κῦμα. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε μολύβι εἰς τὸν πάτον, χερσαῖος, ἀθαλάσσωτος ἄνθρωπος. Τὴν γρια-Μαρουδίτσαν ἂς τὴν ἐγλύτωνεν, ἂν ἤθελεν, ὁ Σιγουράντσας. Ὁ Γιωργὴς θὰ ἐγλύτωνε τὴν Ἀρχόντω κολυμβῶν. «Κ᾽ ἐσένα νὰ γλυτώσω, κορμί μ᾽ ἀγγελικό».
Ἕνα σαγανίδι, ἕνα σαγανιδάκι μόνον. Καὶ τοῦτο τί ἐχρειάζετο; Μία παρατιμονιὰ τοῦ Σιγουράντσα δὲν ἤρκει; Καὶ αὐτὴ τί ἐχρειάζετο; Ἕνα καργάρισμα* τοῦ πανιοῦ δὲν ἦτο ἀρκετόν; Καὶ δὲν ἦτο αὐτὸ εἰς τὸ χέρι τοῦ Γιωργῆ καὶ μόνον;
Μὲ τὸ χέρι του ἠμποροῦσε νὰ βιάσῃ τὸ πανί, καὶ μὲ τὸ πόδι του ἠμποροῦσε νὰ βγάλῃ τὸν πίρον τῆς βάρκας. Ἡ βάρκα εἶχεν ὀπὴν φραγμένην διὰ πίρου, δίπλα εἰς τὴν καρίναν. Ἦτο τοῦτο σχέδιον τοῦ Γιωργῆ, ὅστις ἔσωζεν ἀκόμη παιδικάς τινας κλίσεις εἰς τὰ θαλασσινά του, καὶ ἐπεθύμει, καθὼς βουλιοῦν τὰ παιδιὰ τὲς μικρὲς φελοῦκες κολυμβῶντα, νὰ βουλιᾷ συχνὰ τὴν βάρκαν του, διὰ νὰ χορταίνῃ ἐκείνη θάλασσαν καὶ αὐτὸς κολύμβημα.
Μὲ ἓν λάκτισμα, ἀκόμη ὀλιγώτερον, μὲ ἓν κτύπημα τοῦ δακτύλου τοῦ ποδός, ἠμποροῦσε νὰ στείλῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἄναυλα τρεῖς ψυχάς, τὸν γαμβρόν, τὴν πενθερὰν καὶ τὴν νύφην… ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ γλυτώσῃ τὴν τελευταίαν.
Ὁ κυβερνήτης, ἂν καὶ βαρύς, θὰ ἐκολύμβα ὅπως-ὅπως καὶ θὰ ἐγλύτωνε. Δὲν ἀπεῖχον ἥμισυ μίλιον ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ γαμβρὸς θὰ ἐπήγαινε βολὶς εἰς τὸν πάτον μὲ ὅλα τὰ σπίτια του… ἢ μᾶλλον χωρὶς τὰ σπίτια του, χωρὶς τὰ χωράφια του καὶ τὰ ὑπάρχοντά του. Ἡ γραῖα Μαρουδίτσα… αὐτὴ τὸ ψωμί της τὸ εἶχε φάγει. Τὴν κόρην της τὴν εἶχε «κουκουλώσει» καὶ τὴν εἶχε κάμει νοικοκυρά. Θὰ ἐφρόντιζεν αὐτὸς νὰ τῆς κάμῃ τὰ κόλλυβα… μαζὶ μὲ τὴν Ἀρχόντω.
Ἐμπρός! Καρδιά! Θάρρος!
Ὄχι, δὲν ἔπρεπε νὰ βουλιάξῃ τὴν βάρκαν διὰ τοῦ ἀνοίγματος τῆς ὀπῆς. Τὸ μέσον δὲν μετεῖχε παλληκαριᾶς, ἦτο δὲ καὶ ἀπαίσιον. Ἔπειτα δὲν θὰ ἦτο πολὺ ἀσφαλές, διὰ τὴν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον προπομπήν.
Μὲ βουλιαγμένην βάρκαν ἐσώθησαν πολλοὶ μὴ γνωρίζοντες νὰ κολυμβοῦν. Μὲ ἀναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοὶ καὶ δεξιοὶ κολυμβηταὶ ἐχάθησαν.
Ὄχι, δὲν θὰ ἐβούλιαζε τὴν βάρκαν· θὰ τὴν ἀναποδογύριζε!
*
* *
Θὰ ἔβλεπεν τερπνὸν θέαμα, τὸν Σιγουράντσαν νὰ κολυμβᾷ ὡς φώκη μακράν του. Θὰ ἐξεπιάνετο ἀπὸ τὸν γαμβρόν, θὰ ἀπηλλάσσετο ἀπὸ τὴν πενθεράν, διὰ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν. Ἡ γραῖα μόλις θὰ ἐπρόφθανε νὰ κάμῃ τὸν τελευταῖον σταυρόν της, καὶ ἡ φωνὴ τῆς ἀγωνίας της θὰ ἐπνίγετο βαθιὰ κάτω.
Τὴν ἐπαύριον εἰς τὸ χωρίον, οἱ ἱερεῖς θὰ τῆς ἔψαλλον τὸν «κανόνα» της, καὶ θὰ προέτρεπον τοὺς παρεστῶτας νὰ κάμουν μετανοίας διὰ τὴν ψυχήν της. Καὶ ἐπὶ σαράντα ἡμέρας, ὅλαι αἱ εὐλαβεῖς γραῖαι τοῦ χωρίου θὰ ἔπαυον νὰ τρώγουν ὀψάρια, μὲ τὴν ὑποψίαν ὅτι αὐτὰ εἶχον ἐγγίσει τὴν πνιγμένην.
Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν βραχίονα… ἀπὸ τὴν μασχάλην… ὄχι, ἀπὸ τὴν μέσην. Καὶ ἔπλεεν ἤδη, ἔπλεε κ᾽ ἐκολυμβοῦσε μαζί της. Διὰ μίαν φορὰν ἂς γίνῃ γλυκιὰ ἡ πικρὴ καὶ ἁλμυρὰ θάλασσα.
Ἔφευγεν, ἔφευγεν ὡς δελφίνι, ἐφύσα κ᾽ ἐξέρνα τὸ νερὸν ὡς φάλαινα, καὶ προέβαλλε κοπτερὸν τὸν βραχίονα ὡς ξιφίας. Ἔπλεε μὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ᾽ ἐσφιχταγκάλιαζε τὴν νέαν μὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν κεφαλήν της, ἄνω. Ν᾽ ἀναπνέῃ τὸ δακτυλιδένιο στοματάκι της… «Μὴ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου!» Καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ ὀργυιάς… Θὰ ἐζύγωνε, θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ξηράν. «Τώρα, τώρα, ἐφτάσαμε, ψυχή μου». Κανὲν δυστύχημα δὲν ἔμελλε νὰ συμβῇ. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ ἐσώζετο. «Ἐζαλίσθης, ψυχή μου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς; Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ». Ὤ, πῶς θὰ ἔπεφταν ἀφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον. Ἀναπλασμένοι καὶ ἀναβαπτισμένοι. Νέος Ἀδὰμ καὶ νέα Εὔα, φέροντες τοὺς χιτῶνας θαλασσοβρεγμένους κολλητὰ εἰς τὴν ἐπιδερμίδα των, περισσότερον παρὰ γυμνοί.
«Ἐκεῖ εἰς τὸν βράχον εἶναι μία σπηλιά. Ὕπαγε ἐκεῖ μέσα, φιλτάτη μου, ν᾽ ἀλλάξῃς». Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναμιν νὰ τὸν ἀκούῃ, θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος. Ν᾽ ἀλλάξῃ μὲ τί; «Νὰ στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ᾽ ὅλα τὰ δένδρα τοῦ δάσους, ἀγάπη μου, νὰ σκεπασθῇς».
*
* *
Τέλος, ἀναποδογύρισε τὴν βάρκαν; Ἔπνιξε τοὺς ἐπιβάτας; Τὴν ἔσωσεν ἐκείνην;
Δὲν ἰσχύει τηλαισθησία οὔτε τηλεπάθεια, διὰ νὰ ζητήσωμεν τὰς ψήφους τῶν ἀναγνωστῶν, νοερῶς, ἀκαριαίως, οὐδὲ Κοινοβουλίου τέμενος εἶναι παρ᾽ ἡμῖν ἱερόν, ἀλλὰ ναὸς Εὐβουλίας. Πᾶς συγγραφεὺς ὑποτίθεται ὅτι ἀντιπροσωπεύει τὴν μέσην κρίσιν καὶ τὸ μέσον αἴσθημα τῶν ἀναγνωστῶν του.
Δὲν τὴν ἀναποδογύρισε, δὲν τοὺς ἔπνιξε. Ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε διὰ νὰ τὸ κάμῃ, ἀλλὰ τὸ ὀλίγον αὐτὸ ἔλειψεν.
Ἔξαφνα εἶδε νοερὰν ὀπτασίαν, τὴν μορφὴν τῆς μητρός του τῆς Μπούρμπαινας, ἐναέριον, παλλομένην. Ἐτράβα τὰ μαλλιά της κλαίουσα καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ᾽ εἶν᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς;»
Ἔκαμε κρυφὰ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς καρδίας, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ὑποκάμισόν του. Ἐνθυμήθη καὶ εἶπε τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁποὺ τοῦ τὸ εἶχε μάθει, ὅταν ἦτο μικρός, ἡ μήτηρ του, καὶ αὐτὸς ἔκτοτε τὸ εἶχε ξεχάσει. Εἶπεν: «Ἂς πάγῃ, ἡ φτωχή, νὰ ζήσῃ μὲ τὸν ἄνδρα της! Μὲ γειά της καὶ μὲ χαρά της!»
Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ᾽ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του ― ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
μπαρούμα: σκοινί της βάρκας, το «σχοινίον της πρώρας» κατά Ππδ.
πασσάγιο: άδεια ναυσιπλοΐας
καμιζόλα: μάλλινη αντρική μπλούζα
τα αρμίθια: η ορμιά, σκοινί από τρίχα αλόγου και αγκίστρι για το ψάρεμα
τέμπλα: ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο με ντανιασμένα σκεπάσματα, σεντόνια, κιλίμια κτλ. που υπήρχε στα σπίτια της Σκιάθου.
τυλιγάδι: ξύλινο ραβδί για το τύλιγμα του νήματος
παραπανίτσα: λίγο πιο πάνω
συνέριο: τι σ’νέριο τσ’ έχει; Ποια σύγκριση υπάρχει; (Λέγεται για πράγματα που δεν συγκρίνονται, δεν έχουν σχέση)
κορίτσια: να της ρίξουν τα κορίτσια. Να της κάνουν ξόρκι ώστε να γεννάει μόνο κορίτσια.
μβασίδια, μπασίδια: ο επίσημος ερχομός του γαμπρού στο σπίτι της νύφης
τσάκα, τζάκα: επενδύτης
ανεμοδούρα: εργαλείο με το οποίο αποχωρίζουν τους σπόρους από το βαμβάκι.
τέπερτε: ευχετικό επιφώνημα σε συμπόσια, από τα αλβανικά (τέι περ τέι, πέρα για πέρα).
τροπωτήρα: δακτύλιος από σκοινί ή δέρμα με τον οποίο συγκρατείται το κουπί στον σκαρμό
αλέστα: έτοιμος, γρήγορα, αμέσως!
ασένιο: έτοιμος
δούλευέ τα: ναυτικό κέλευσμα, για την ευθείαση των πανιών ώστε να δέχονται καλά τον άνεμο
καπνισμένος: μεθυσμένος
σαγανίδι: απότομο ρεύμα αέρα
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἠ Σιμέλα εἶναι Συμέλα (Σουμελᾶ)- ὅ,τι κι ἄν λέει ἡ ἴδια ἡ μουσικός. Καί εἶναι παθογνωμονική ποντιακῆς καταγωγῆς! 🙂 ¨Ο μόνος Ἕλληνας πού δέν τό γνώριζε ἦταν ἕνα φιλαράκι μου, ἄγαρμπος Ἀρβανίτης. Ἀνήγγειλε -πρό ἀμνημονεύτων ἐτῶν- τήν γνωριμία του «μέ κάποια -ίδου» στίς ἀδελφές του κι αὐτές τόν ρώτησαν: Βρέ, μήπως εἶναι Πόντια; «Μπά!» ἀπάντησε ὁ φίλος. «Ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;» Τελικά, τήν παντρεύτηκε καί ἔμαθε ὅτι Συμέλα -ίδου ΜΟΝΟ Πόντια μπορεῖ νά εἶναι! 🙂
(Γιά τό παπαδιαμαντικό διαμαντάκι, θά τά ποῦμε μετά τήν κυριακάτικη μαγειρική! 🙂 )
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi59.
ΓΤ said
https://business.facebook.com/chores.voices/photos/pcb.2146345435533327/2146343485533522/?type=3&theater
dimosioshoros said
Εγκάρδια συγχαρητήρια.
Μαρία Τολούδη said
Συγχαρητήρια για το κορίτσι σας και τα κορίτσια !
Έξυπνη η επιλογή του έργου.
Πρέπει να ήταν απόλαυση η παράσταση αν κρίνω από κάποια δείγματα της δουλειάς τους που βρήκα
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Προεισαγωγικά:
Εἶναι τό δεύτερο ἐρωτικό λογοπαίγνιο τίτλου τοῦ Ἐρωτικοῦ Ἀνέραστου.
«Θέρος -Ἔρος»,
«Ἔρως -Ἥρως»
Ρήγας said
Καλημέρα!
Ευχαριστούμε πολύ! Υπέροχη γλώσσα, μελωδική!
Ό,τι καλύτερο να ξεκινά η μέρα με Παπαδιαμάντη. Παρεμπιπτόντως, για όσους ενδιαφέρονται και μπορούν την Παρασκευή 17 και το Σάββατο 18 Ιουνίου ανεβαίνει η παράσταση «Αγρυπνία» για τον ερωτικό Παπαδιαμάντη στον ιερό ναό Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή σε σκηνοθεσία Ιωάννας Λιούτσια και πρωραγωνίστρια την Αναστασία Χατζηλιάδου.
gpointofview said
Καλημέρα
Εξοχος Π»διαμάντης, όσες φορές και να τόχεις διαβάσει, είναι τόσο ζωντανή η περιγραφή που δεν θυμάσαι την κατάνυξη του τέλους και αγωνιάς !!
Συνέριο, στα γαλαξειδιώτικα λένε συνερίζομαι και ξεσυνεερίζομαι για περισσότερη ένταση
ο Σκ. Βυζάντιος θεωρεί πιθανόν την κοινή προέλευση των λέξειων έρως και ήρως. Λογικό να ερωτεύονται οι γυναίκες τους ήρωες …
gpointofview said
Νίκο, τα συγχαρητήριά μου για την κόρη σου.
Υποθέτω πως η Μαρίνα Σάττι είναι αυτή που μας συστήθηκε πριν λίγα χρόνια με κάτι σαν αυτό το τραγούδι, αν θυμάμαι καλά
leonicos said
Συγχαρητήρια Νοικοκυρη και για την Αρχόντω και για την Αρχοντω
Ξεχώρησα δυο λέξεις που μου άρεσαν, και μπορούν να μπουν στο λεξιλόγιό μας: κρυφοδά(γ)κωτη και ἄποπτον
Η πρώτη μου θυμίζει κάποιαν, και αν είχα αρκετή φαντασία κι ευφυϊα, θα την είχα ονομάσει έτσι κι εγώ. Πραγματικά ύπουλη, δάγκωνε το χείλι της να μη μιλήσει, ενώ ‘δάγκωνε’ όπου μπορούσε.
Το ‘άποπτον’ μοιαζει λογιότατο, αλλά το ‘εκτός οπτικού πεδίου’ είναι ακόμα πιο λόγιο. Έτσι που να μη φαίνεται
Στάθηκε άποπτα και παρακολουθούσε…. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα
Ήταν άποπτος και δεν τον είδαν / φρόντισε να είναι άποπτος, ώστε να μην τον δουν
μπήκε στο άποπτο και τους ξέφυγε
Πολύ δυσκολεύομαι, αλλά η λέξη μ’ αρέσει
leonicos said
Πόσες είδαμε σε άλλα χέρια, που τις είχαμε λαχταρήσει….
Σ’ εμένα τουλάχιστο συνέβαινε κάποτε πολύ συχνά.
Και τώρα μου συμβαίνει, αλλά έχει μια μεγάλη διαφορά
Τότε το ‘είχα λαχταρήσει’ εμπεριείχε την υπόρρητη ελπίδα της απόκτησης
Τώρα, λείπει και αυτό.
Αχ, τι μου θύμησε αυτό το διήγημα
ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ said
Μετά το «Όνειρο στο κύμα» είναι το δεύτερο ερωτικό διήγημα του Π που διαβάζω.
Όταν το τέλειωσα, μου ήλθε στο νου το «…μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
leonicos said
7 Ρήγας
Την ώρα δεν μας είπατε
ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ said
Συγχαρητήρια για την κόρη σου, Νικοκύρη! Τι καλά να μας έδειχνες και κανένα βιντεάκι για να πάρουμε κι εμείς μιαν ιδέα από το δρώμενο…
leonicos said
Σε αντίθεση με άλλα έργα του Παπαδιαμάντη, που τ’ απολαμβάνεις απλώς διαβάζοντάς και νιώθοντας την οπτική του συγγραφέα,
εδώ έχεις να νιώσεις και να συναιστανθείς και την οπτική των ηρώων.
και το κατά βάση πικρο συναίσθημα του
ό,τι και να ένιωσαν, και να σκέφτηκαν και να ήλπισαν και να… και να… ΤΕΛΙΚΩΣ τίποτε δεν συνέβη
leonicos said
14
Επιβ’αλλεται θαρρώ
leonicos said
Και λυπάμαι που το λέω
πρώτη φορά άκουσα για τη Μαρίνα Σάττι
και την γκούγκλισα
leonicos said
7
τους πήρα τηλέφωνο: 7.30
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἔχει μεγάλο ἐνδιαφέρον τό κομμάτι πού ἀναφέρεται στήν «ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος» ὅπου «τό μυστήριο» (καί ἡ «κουλούρα») «θά ἐτελεῖτο μεσάνυκτα». Ἡ ἱερουργημένη μνηστεία καταργήθηκε νωρίς μετά τήν δημιουργία τοῦ ἐλεύθερου Ἑλληνικοῦ κράτους, ἀλλά φαίνεται ὅτι ὑπῆρξαν καί ἑστίες καθυστερημένου ἀπογαλακτισμοῦ ἀπό τά Βυζαντινά ἐκκλησιαστικά ἤθη, ὅπως ἡ Σκιαθίτικη..
leonicos said
Πάνε για βόλτα, και μετά φταίω εγώ που γράφω μπαταριές
Αφού λείπουν οι ενδιάμεσοι;
Δεν γράφω εγώ απανωτά
Εσείς δεν γράφετε ενδιάμεσα
Αυτο δεν μορώ να το σιορθώσω εγώ
το σιορθώσω αντί διορθώσω, από τα δορικά ου στοιχεία
leonicos said
βέβαια αυτοί έγραφαν σ αντί θ, αλλά τέρμα οι λεπτομέρειες
leonicos said
Κι ο Τζι μπήκε στη βάρκα
leonicos said
19 Γιωργο
Νομίζω ότι για ‘πρακτικούς λόγους’ μνηστεία και γάμος γινόταν ταυτόχρονα.
Δεν ξέρω καλά, αλλά νομίζω ότι ακόμα και σήμερα στην ‘ακολουθία του Γάμου’ (αν λέγεται έτσι) αρχίζουν με αρραβώνα και προχωρούν σιωπηρώς στον γάμο.
ΓΤ said
10:36
10:40
10:55
10:59
11:00
11:02
11:07
11:10
11:11
11:11
11:14
.
.
.
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@23. «Συμπτύχθηκαν» αὐτά τά δύο στό νεώτερο ἑλληνικό κράτος (ἀντίθετα μέ τά Βυζαντινά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Καί ἐννοεῖται: Δέν θυμᾶμαι λεπτομέρειες περί αὐτοῦ! 🙂 ).
Σήμερα, οὔτε λόγος! Γίνεται ὅπως τό λές.
BLOG_OTI_NANAI said
Συγχαρητήρια για την κόρη σου Νίκο!
Δύτης των νιπτήρων said
Αναρωτήθηκα πώς προέκυψε εδώ η συμπαθέστατη Μαρίνα Σάττι και είδα ότι έχει δημιουργήσει και διευθύνει το φωνητικό σύνολο. Μπράβο της!
Γριπονήσι, ίσως πρέπει να προσθέσουμε, είναι βέβαια το νησί του Ευρίπου, η Εύβοια. Δεν το θυμόμουν να το έχω δει αλλού πέρα από το βιβλίο του Σκαρίμπα.
Α, και βέβαια συγχαρητήρια για την κόρη!
Δύτης των νιπτήρων said
Και εδώ the million dollar question, αι βουλαί του Αχιτόφελ: https://orthodoxfathers.com/Kings-B-17
ΓΤ said
27@
Γριπονήσι και στα «Καπάκια» του Παπαγιώργη.
Δύτης των νιπτήρων said
28 Ενδιαφέρουσα μορφή αυτός ο Αχιτόφελ, και η πρώτη λέει καταγεγραμμένη αυτοκτονία της Ιστορίας: https://en.wikipedia.org/wiki/Ahitophel
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ὅταν βλέπεις κεφάλι σαραντάκειο μέ μακριά μαλλιά κι Ἀρχόντω, ποιά νά εἶναι ἄραγε ἡ κόρη τοῦ Νικοκύρη στήν φωτογραφία; Ποιά; 🙂
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Πάντως, Νικοκύρη, ὁ Πανάγαθος δέν ἔσωσε μόνο τό πλήρωμα τῆς βάρκας ἀπό τίς φαντασιώσεις τοῦ Γιωργῆ, ἀλλά ἔσωσε ἐπιπλέον καί τό παρωνύμιο τοῦ κυβερνήτη. Μέ τρεῖς βουλιαγμένες βρατσέρες καί μερικούς πνιγμένους τῆς βάρκας, ὁ κυβερνήτης της μᾶλλον δέν θά ἐδικαιοῦτο πλέον νά ἀποκαλεῖται Σιγουράντσας.. 🙂
ΣΠ said
Καλημέρα.
Νικοκύρη, συγχαρητήρια για την Εύη. Να θυμίσω και την διάκρισή της κατά την διάρκεια των σπουδών της στο ΕΜΠ.
https://popaganda.gr/stories/avoyog-kalitero-smoothie-stin-evropi/
31 Γιώργο, στο παραπάνω λινκ έχει φωτογραφία.
ΣΠ said
Να συμπληρώσω το γλωσσάρι με το:
καργάρισμα: το τέντωμα του πανιού.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Άξιοι γονείς, άξια παιδιά!
Θερμά, θερμότατα συγχαρητήρια Εύη του Νικοκύρη! 🙂
Η επιδημία, ο φόβος της ακόμη, μου στερεί (και) τέτοιες εκδηλώσεις.
Λάτρεψα τη Μαρίνα Σάτι από την πρώτη της εμφάνιση. Εκπλήσσομαι που δεν ξέρατε πολλοί αυτό το πολυσχιδές πλάσμα. Ταλέντο, σπουδές, προσωπικότητα (και με όλα αυτά-πώς αλλιώς- πανέμορφη! Μαγική). Με όλα αυτά ξαναλέω, όχι με τη μεζούρα των σαρκομάνατζερ. Η Σάττι (πραγματικό όνομα από τον Σουδανό γιατρό μπαμπά), εκπέμπει και ενορχηστρώνει στην τέχνη της, όλον αυτόν τον πλούτο.
Μπράβο χίλια μπράβο στην Σαραντακοπούλα που μετέχει σε αυτήν την εκλεκτή, μαγική θα πω, παρέα! Εκτός από ενθουσιαστική καλλιτεχνικά, γίνεται σοβαρή , υπεύθυνη , επαγγελματική δουλειά.
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα.
“Τὰ κορίτσια δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἔρωτα, τί θὰ πῇ; Τὸ μόνον χρέος των εἶναι νὰ ὑπακούουν εἰς τοὺς γονεῖς των. «Νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει». Καθὼς ὅλαι αἱ γραῖαι, ἡ Μαρουδίτσα ἦτο συμφωνοτάτη μὲ τὸν Εὐριπίδην, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν τιμὴν νὰ τὸν γνωρίζῃ.”
Κατ’αρχάς, ο Παπαδιαμάντης, με το ως άνω υποδόριο χιούμορ του, σαφέστατα καταγγελτικός για την άδικη θυσία ενός ανανεωτικού αγνού έρωτα εν ονόματι μιας συντηρητικής καλής παντρειάς, και αρκούντως ειρωνικός για την γραΐστικη,αρχαιόθεμη πίστη ότι τα κορίτσια δεν έχουν λόγο για ποιον άντρα θε να πάρουν, φαίνεται να κινείται στον αντίποδα της ευριπίδειας πτυχής του τραγικού τριγώνου Νεοπτόλεμος(Αχιλλέως)-Ερμιόνη(Μενελάου)-Ορέστης(Αγαμέμνονος). Τονίζοντας τη διαφορά ότι ο μεν τελευταίος (ορεσίβιος κατά το βαφτιστικό του) φεύγει με την παλιά του αγαπημένη, έχοντας στήσει φονική παγίδα στον άντρα της, το εγγόνι του Πηλέα (θάρσει γέροντος χεῖρα· τὸν δ᾽ Ἀχιλλέως/μηδὲν φοβηθῇς παῖδ᾽, ὅσ᾽ εἰς ἔμ᾽ ὕβρισεν./τοία γὰρ αὐτῷ μηχανὴ πεπλεγμένη/βρόχοις ἀκινήτοισιν ἕστηκεν φόνου/πρὸς τῆσδε χειρός·), ο δε θαλασσογιός Γιωργῆς, πνίγει στη μέσα του φουρτούνα γαμβρόν και πεθεράν, σώζοντας μες στον “πνίκτην” του αυτόν τον έρωτά του, έρωτα τον οποίο όμως στο ξύπνο καταπνίγει, τιμώντας το όραμα μητρός, την ένθεη ανθρωπιά του, τα “ήθη” των πολλών, και υπερβαίνοντας ηρωικά κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αρχέγονο, χείριστο εαυτό, σπάζοντας και την τανταλίδεια παναθρώπινη αρά μας.
Τελικά όμως, ο μπαρμπα-Αλέξανδρος, μοιάζει να συνυπογράφει την αμφιθυμία του Ευριπίδη που λέει δια στόματος Πηλέως:“κᾆτ᾽ οὐ γαμεῖν δῆτ᾽ ἔκ τε γενναίων χρεὼν/δοῦναί τ᾽ ἐς ἐσθλούς, ὅστις εὖ βουλεύεται,/κακῶν δὲ λέκτρων μὴ ᾽πιθυμίαν ἔχειν,/μηδ᾽ εἰ ζαπλούτους οἴσεται φερνὰς δόμοις;/οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν πράξειαν ἐκ θεῶν κακῶς.” (Γι᾽ αυτό λοιπόν πρέπει ο καθένας που σωστά/σκέφτεται να γυρεύει σύζυγο ευγενή/και σε καλούς τις κόρες του να δίνει·/και ν᾽ αποφεύγει τους κακούς τούς γάμους,/ακόμα κι αν του φέρνουνε πολλά προικιά. )
Και αμέσως μετά, δια βοής κοινωνίας (χορού, αναγνωστών, θεατών): “πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων, /πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί:/ καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη, /τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός./ τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.” (Είναι πολλές οι μορφές/που παίρνουνε τα θεϊκά,/πολλά τ᾽ ανέλπιστα/που οι θεοί πραγματώνουν./Αυτά που περιμένουμε δεν γίνονται,/και για τ᾽ απρόσμενα/βρίσκει ο θεός τον τρόπο να γενούνε./Τέτοιο τέλος είχε κι αυτό το δράμα.-μτφρ. Γιώργος Γεραλής) .
Και αφού οι παππούδες μας τα είπαν όλα, και κάπως έτσι αλληλο-επιβεβαιώνονται, εμείς, τριήμερη αργία διανύοντες, ας θυμηθούμε ως δικό μας “τέλος” και την επωδό απ’την τριήμερη “Αγρυπνία της Αφροδίτης”(Pervigilium Veneris):Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet (Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,/κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί-μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης), λέγοντας Όχι στους αλλεπάλληλους πνιγμούς και πνιγαλίωνες.
Υγ:Πολλά Εύγε για την Αρχοντική Παράσταση.
sarant said
Eυχαριστώ πολύ για τα σχόλια και για τα καλά λόγια, έφυγα νωρίς και έχω διάφορα σήμερα, οπότε θα τα πούμε αργότερα
36 Είχε μείνει στη μαρμάγκα. Στην αποστροφή αυτή για τα κορίτσια στάθηκε ο εμβόλιμος σχολιασμός κατά την παράσταση
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Συνέντευξη της Μαρίνας Σάττι, στο περιοδικό Docville της εφημερίδας Ντοκουμέντο, που κυκλοφορεί.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
27
Η Σάττι ξεκίνησε με χορωδία, τις fones, από τις πρώτες της εμφανίσεις. Ήλθε με τη σκευή της (πιάνο και φωνή) από το Ηράκλειο όταν πέρασε αρχιτεκτονική, πειραματίστηκε με θέατρο και χορό εν Αθήναις (σιγά μην δεν έπαιρνε χαμπάρι όλο το χυλό) και ακολούθησε τρίχρονες σπουδές στην Αμερική, επέστρεψε με τη διασκευή στις Κούπες, μετά με τη δική της Νιφάδα (τρελάθηκα), μετά με την Μάντισσα, προ καιρού με το Πάλι προπομπό του πρώτου ολόκληρου «δίσκου» με δικές της συνθέσεις, τη Γέννα. ΥΕΝΝΑ. που μόλις κυκλοφόρησε.
Στο μεταξύ την έχω δει στην καλύτερη Αρετούσα (με Θοδωρή Βουτσικάκη Ερωτόκριτο)
Εδώ η καλή σας κουτσομπόλα 🙂 Ό,τι θέτε για Σάττι.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Όποιοι δεν την ξέρετε, ξεκινήστε με αυτό το παραδοσιακό, για τί ουράνια φωνή λέμε.
Κυρ Αλέξανδρε, συμπάθα με. Κι εσύ θα ενέδιδες πρώτα σ΄αυτή την ομορφιά
Δύτης των νιπτήρων said
ΜΙσή σουδανέζα, μισή κρητικιά λέει: https://www.lifo.gr/culture/music/marina-satti-ti-sebomoyn-ti-moysiki-apo-mikri-eniotha-deos-apenanti-tis
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
41, Ναι! Έχει πει, η γιαγιά μου (κρητικιά) δεν είχε δει απο κοντά ποτέ μαύρο και τον πρώτο που είδε ήταν ο μπαμπάς μου! Οι γονείς γνωρίστηκαν στις σπουδές, παντρεύτηκαν έκαναν τη Μαρίνα κι ένα αγόρι (δικηγόρος τώρα στην Αγγλία) και χώρισαν. Ο μπ. επέστρεψε στο Σουδάν όπου ασκεί την ιατρική.
Χαρούλα said
Νικοκύρη(και όλοι οι γονείς των λοιπών) να χαίρεστε συχνά με χαρές των παιδιών σας.
ΕΦΗ ωραία η παρουσίαση της ανθρώπου Μαρίνα Σάττι.Ευχαριστώ.
Για τον αρραβώνα.
Δεν θυμάται κανείς σας τελετή σε σπίτι παρουσία ιερέα; Και γω δεν θυμάμαι, αλλά παιδάκι βρέθηκα σε μισό γάμο. Μόνο τα στέφανα. Και θυμάμαι την εξήγηση: ο αρραβωνας-βέρες τελέσθηκε στο σπίτι παλαιότερα από κάποιον κοντινό συγγενή τους, ιερέα. Μάλιστα μου είπαν πως έτσι είναι το σωστο. Αυτά τώρα ειναι απλοποιήσεις για οικονομικούς και πρακτικούς λόγους(σαν την γαμοβάφτιση του σήμερα δηλαδή😊).
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
41 Δύτη, χαχα τώρα άνοιξα το λινκ-ποταμός σου, και είδα να έχει όλα όσα έχω μάθει παρακολουθώντας από καιρό τη δουλειά της και τις συνεντεύξεις της.
Αλλά αυτό το επεισόδιο όταν της την πέσανε τα φασιστρόνια επειδή μίλησε μ΄έναν γλυκύτατο μαύρο παππού στο δρόμο, όταν της είπε ότι κοιμάται με το τραγούδι της,,,και της έριξαν το ινστα, νομίζω δεν το έχει.
«Αναστατώθηκες φασίστα;» έγραψε
Δύσκολα βρίσκονται πια τα σχετικά λινκ. Τυχαίο; Τώρα την ανακάλυψε το σύστημα και πέσαν πάνω στ΄άλλα της…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
43β Χαρούλα, χαίρομαι, χαίρομαι!
Από τον ενθουσιασμό μου, τότε κάπου το ΄18, είχα αναφερθεί και ανεβάσει το τραγούδι της «Μάντισσα» εδώ και αργότερα η καλή μας, η αξέχαστη Κρόνη- Cronopiousa, είπε ότι πήρε μετά το τραγούδι και το δίδαξε (και με χορογραφία νομίζω) στα προσφυγόπουλα στη «Μεσοποταμία». Από τις μεγάλες χαρές που έχω πάρει από το ιστολόγιο αυτό-ταπεινή μεσίτρα εγώ, να γίνει μια τέτοια «δράση».
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Η φωτό (με τη συνομιλία) με τον πακιστανό γέροντα στην Ομόνοια που ανέβασε η Μαρίνα κι ερέθισε τα σκοτεινά «μυαλά»

Α. Σέρτης said
ΤΙ ΠΡΟΣ ΛΕΩΝΙΚΟΝ
Και ποιος σου ζήτησε να βάζεις κάθε τρεις και λίγο το χυμαδιό που βάζεις;
Να αρχίσουμε να βάζουμε όλοι μας ό,τι νάναι και όποτε νάναι εδώ;
Άνοιξε δικό σου ιστολόγιο, άμα τόχεις καημό!
freierdenker said
Πέρα από την κορυφαία ποιότητα γραφής, όπως θα περίμενε κανείς από κείμενο του Παπαδιαμάντη, πραγματικά εντυπωσιακή είναι και η πολυπλοκότητα της ψυχολογικής προσέγγισης του ήρωα.
Κυριολεκτικά, βρίσκει κανείς και τα πέντε στάδια πένθους του μοντέλου της Κιούμπλερ-Ρος. Άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση (εκεί που σχεδιάζει να σώσει την Αρχόντω από τον πνιγμό και να ζήσουν σαν πρωτόπλαστοι), κατάθλιψη, και αποδοχή.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>ὡς ρογχάλισμά της ἐρρόχθει, ἐφλοίσβιζε μελαγχολικῶς φωσφορίζον τὸ κῦμα.
ερρόχθει, απ΄όπου ο ρόχθος, ο ήχος νερών που λέγαμε προχθές στα «12 ονόματα της θάλασσας»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>το Αρχοντώ
κι εμείς λέμε το Βαγγελιώ, το Κατινιώ, το Ρηνιώ (αλλά θα τα έγραφα με ο)
ΣΠ said
51
Στην γενική πώς το λέτε;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>ἔπαιζαν οἱ δύο τους «τὸν δείχτην», ὁποὺ ἦτον μία ἁπλῆ κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εἰς τὴν χεῖρα τῆς μικρᾶς πότε εἰς πριόνι, πότε εἰς καράβι, πότε εἰς τραπέζι, πότε εἰς τυλιγάδι* καὶ εἰς ἀργαλειόν.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
52 του Μαργιού, του Κατινιού, (όπως του Μανωλιού 🙂 )
sarant said
51-52-54 Και δεν τα μπερδεύουν 🙂
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Παρ’ὅλο πού νιώθω ὅτι περνῶ (γιά διάφορους λόγους) ξώφαλτσος ἀπό αὐτό τό ἱστολόγιο (ἄρα, μᾶλλον δέν μοῦ πολυπέφτει λόγος γιά τούς ὅρους καί τά ὅριά του..) θεωρῶ ὅτι εἶναι συμπαθητικώτατα καί ἐνίοτε πολυτιμότατα τά σχόλια τοῦ Λεώνικου.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
55 Μάλλον το φροντίζει σοφά η λαϊκή γλώσσα, τώρα που το σκέφτομαι, π.χ τη Γεωργία θα τη λέγανε (οι παλιοί) Γιωργιά 🙂
………………………..
Καὶ πάλιν ἄλλοτε ἔπαιζαν, ἐκείνη μὲ τὰ δύο χέρια της, αὐτὸς μὲ τὸ ἓν δάκτυλόν του, τὸ «Δῶ‘ μ᾽ φωτίτσα – ἔλα παραπανίτσα»*, ὁπότε, καθὼς ἀνέβαινε μὲ τὸ δάκτυλόν του εἰς τὸ τελευταῖον σκαλοπάτι, τὸ σκυλί, τὸ ὁποῖον ἐνήδρευεν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς δύο παλάμας της, ὁποὺ παρίστων οἰκίαν, καὶ τὰ συνημμένα δάκτυλά της σκάλαν, τὸν ἔπιανε καὶ τὸν ἐδάγκανε καὶ τὸν ἐκυνηγοῦσε, γαῦ! γαῦ!
Μικρή τοπική παραλλαγή του παιχνιδιού που το μνημονεύαμε επίσης πρόσφατα εδώ και να πώς πυκνά κι ωραία το περιγράφει επεξηγηματικά, ο μέγας των γραμμάτων μας.
eva matenoglou (@evamaten) said
«Κ᾽ ἐσένα νὰ γλυτώσω, κορμί μ᾽ ἀγγελικό».
Ξύπνα και μή κοιμάσαι
χρυσό μου καναρίνι,
ξέβγα από τήν κλίνη
νά δής πώς τραγουδώ.
Σηχώνομ’ ο καϋμένος,
σα παραπονεμένος
καί τ’ άρματά μου βάζω
πάγω να κυνηγώ,
λαγούς, πέρδικες νάβρω,
πουλάκια να σκοτώσω
καί σένα να γλυτώσω
κορμί μ’ αγγελικό.
Καί κει που κυνηγούσα
ψιλή βροχή με πιάνει
πολύ με κακοφάνη
εκεί ν’ ανεπαυθώ,
και κλίνη νά πλαγιάσω,
δεν ειμπορώ νά βρω.
Τραγούδια της αγάπης από τη Θράκη
Click to access Thrakika11.pdf
Συγχαρητήρια κι από εμένα – πάντα χαρές!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Ἤθελε, κατὰ τὸ ᾆσμα, «ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ πῇ τὰ πάθη του τραγούδια».
Και η γιαγιά μου και η μάνα μου, το λέγανε! :
«όντε κινήσω να τα πω τα πάθη μου τραγούδι» σαν εισαγωγή, με αναστεναγμό, όταν πρόκυπτε ν΄αφηγηθούν κάποια από τις πολλές δυσκολίες της ζωής τους
Τώρα βλέπω/συνειδητοποιώ είναι το παραδοσιακό καστελοριζιό τραγούδι
sarant said
58 Στα Άπαντα, τουλάχιστον, δεν υπάρχει η ταύτιση του στίχου. Μπράβο!
sarant said
59 Α, κι άλλη ταύτιση, μπράβο μπράβο!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Τί νὰ σκεφθῇ; Τί νὰ εἴπῃ; Πῶς ν᾽ ἀρθρώσῃ λόγον; Ἤθελε, κατὰ τὸ ᾆσμα,(..) Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ κάμῃ κι ἄλλη γέννα. Ὄχι! Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου!…
Κλασικά τετράστιχα:
-Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ κάμῃ κι ἄλλη γέννα.
να κάψει κι αλλουνού καρδιά ως ήκαψε κι εμένα
-Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου*,τη μάνα τη δική σου
που δε μας αρραβώνιασε, εσέ κι εμέ μαζί σου
*ανάθεμα τη μάννα σου, ξεκινούν μια αρμαθιά παραδοσιακές μαντινάδες αλλά λέω πως αυτή ταιριάζει στην περίσταση
sarant said
62 Κι αυτό. Αναπνέει λαϊκό λόγο το διήγημα
Α. Σέρτης said
58
Πρωιμότερη και πληρέστερη καταγραφή του τραγουδιού στο Α. Οικονομίδου «Τραγούδια του Ολύμπου» (1881)
https://books.google.gr/books?id=CsIGAAAAQAAJ&pg=PA122&dq=%22%CE%B3%CE%BB%CF%85%CF%84%CF%8E%CF%83%CF%89,+%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%AF+%CE%BC%E1%BE%BD+%E1%BC%80%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiNudTZqaj4AhXIS_EDHctPCMsQ6AF6BAgKEAI#v=onepage&q=%22%CE%B3%CE%BB%CF%85%CF%84%CF%8E%CF%83%CF%89%2C%20%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%AF%20%CE%BC%E1%BE%BD%20%E1%BC%80%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C&f=false
ΚΩΣΤΑΣ said
Εξαιρετικός όπως πάντα ο Ππδμντ, συγχαρητήρια για την κόρη σας, Νικοκύρη. Σε ευχαριστούμε πολύ.
Costas Papathanasiou said
58,59: Και έναν τρόπο τραγουδίσματος αυτών των στίχων ακούμε κι εδώ:
https://www.domnasamiou.gr/?i=portal.el.songs&id=982
gpointofview said
# 56
Κακώς ασχολήθηκες, αγαπητε, εδώ κανόνες βάζει μόνο ο Νικοκύρης. Οταν κάποιου δεν του αρέσουν τα σχόλια κάποιου άλλου, οφείλει να τα προσπερνά χωρίς να τα διαβάσει
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλησπέρα,
Εν πρώτοις χρόνια καλά και πολλά στον Δον. Εν δευτέροις και σ’ ανώτερα στη μικρή(!) Σαραντάκαινα.
Ο αρραβώνας τα παλιά γινόταν συνήθως στο σπίτι.
53 Κι εμείς το παίζαμε αυτό το παιχνίδι, μέχρι κάποιο στάδιο το θυμάμαι. Εμείς το λέγαμε «¨του βοδιού το μάτι» που είναι το σχήμα στο ξεκίνημα.
54 Εμείς τόχουμε αλλιώς: το Ρηνιώ της Ρηνιώς, το Βατώ της Βατώς, το Σαπφώ της Σαπφώς (δηλαδή στη γενική γυρίζει στο θηλυκό – βασικά του Ρηνιώ τς Ρηνιώς).
rogerios said
Πόση δυστυχία πρέπει να κρύβεται πίσω από την ιστορία εκείνων που διαγκωνίζονται για να αναλάβουν τον ρόλο του ετερόφωτου δερβέναγα;
geobartz said
(α) Πολύ ευχάριστη η πολυφωνική αφήγηση διηγήματος του Παπαδιαμάντη, με «πρωταφηγήτρια» μάλιστα την θυγατέρα Σαραντάκου. Φυσικά κρίνω από ότι διαβάζω εδώ, και ελπίζω ότι, στο «θεατρικό ανέβασμα», δεν έγιναν παρεμβάσεις, παρά μόνο οι αναγκαίες.
(β) Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα λεξιλογικά, γνωστού μάλιστα όντος ότι Σκιάθος, Σκόπελος και Ηλιοδρόμια (τουτέστιν Αλόνησος) ήταν πέρασμα και καταφύγιο πολλών Μακεδόνων κατά τον 19ο αιώνα. Έχουμε και λέμε:
– «τί σ᾽νέριο* τς ἔχει; /συνέριο: τι σ’νέριο τσ’ έχει; Ποια σύγκριση υπάρχει; (Λέγεται για πράγματα που δεν συγκρίνονται, δεν έχουν σχέση)».
# Μακεδονιστί λέμε σ(υ)νόριο, και το ρήμα σ(υ)νορίζω, με πιθανή προέλευση από το συνερίζω ή συνορίζω: «Ουλόκληρους μαντράχαλους, μι του πιδουδ(ι) σ(υ)νουρίζ(ει)» = ανταγωνίζεται …
– «πρὶν ψηλώσῃ ἕνα κοντάρι ὁ ἥλιος»
# «προυτού ν’ ανιβή έναν κάτσιανου ήλιους» [έθαπερ κάτσιανος= η βουκέντρα, μήκους 1,5 μέτρων περίπου]
– «τυλιγάδι: ξύλινο ραβδί για το τύλιγμα του νήματος»
# Το Μακεδονιστί λεγόμενο «τ’λυγάδ(ι)».
– «τσάκα, τζάκα: επενδύτης»
# Η Μακεδονιστί λεγόμενη «τζιά-κα», [που φορούσε κι ο πάππος Μπάρτζας!]
– «Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε* ὅλοι! Τὸ ἀνδρόγυνο στερεωμένο!/ τέπερτε: ευχετικό επιφώνημα σε συμπόσια, από τα αλβανικά (τέι περ τέι, πέρα για πέρα)».
# Ίσως ταυτόσημο με το Μακεδονικό «ντάμπιτερ: «Γω τουν πρόμθηυα να μην πάει στου μπαϊρ(ι), αλλά αυτός ντάμπιτερ» = …έκανε του κεφαλιού του
– «Ἀλέστα*, Γιωργή! Τὰ πῆρες τὰ πράματα μέσα;/ αλέστα: έτοιμος, γρήγορα, αμέσως»!
# «Βιάζουνταν μάνα μ’ να πάει στου χουράφ(ι) κι αφήκι του σπίτ(ι) αλέστα» = …απεριποίητο, ασυγύριστο.
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
70β.1 Αυτό το συνέριο/συνόριο πρέπει να είναι πανελλήνιο, γιατί και στην Κρήτη λένε συνορισιά ή κάτι τέτοιο.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
70 ναι, συνορισά ή ξεσυνορισά, η κόντρα, ο ανταγωνισμός (όχι το συνέριο~σύγκριση, του διηγήματος)
Έκφραση/πρό(σ)κληση μεταξύ παιδιών να παίξουν:
» Έλα να ξεσυνοριστούμε» = να παραβγούμε στο τρέξιμο, να τρέξουμε ποιος θα βγει πρώτος.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στο 13:17 «Μερακλίνα», κρητικό, χαρισμένο στην ταλαντούχα Νικοκυροπούλα με πολλές ευχές .
Α. Σέρτης said
69
«Πόση δυστυχία πρέπει να κρύβεται πίσω από την ιστορία εκείνων που διαγκωνίζονται για να αναλάβουν τον ρόλο του ετερόφωτου δερβέναγα;»
Πόση κεκραμένη ευήθεια πρέπει να επιπολάζει σε όσους καταστίζουν την επισεσυρμένη αβρότητά τους με συρφετώδεις ψυχολογισμούς.
Οι οποίοι, ωστόσο, αδυνατούν να ανθιστούν ότι απλώς -πειραματιζόμενος και κόπτων τα κόζια- οιονεί αντέγραψα πρόσφατο «σχόλιο» τρίτου…
sarant said
73 Ευχαριστούμε!
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
Μερικές σκέψεις σχετικά με τις καταλήξεις που σε διάφορα μέρη της Ελλάδας δίνουν υποκορισμό που όμως δείχνει και το παιδί κάποιου με αφορμή τη «Νικοκυροπούλα» της Έφης στο 73. Γιατί κι εγώ ήθελα κάτι παρόμοιο στο 68 και κατέληξα στο «μικρή(!) Σαραντάκαινα».
Το πελοποννησιακό -όπουλος δίνει το θηλυκό -οπούλα.
Το κρητικό -άκη όμως όχι. Ούτε το μυτιληνιό -έλλη (ή -έλι). Ούτε το μανιάτικο -άκο ούτε το βορειοεβρίτικο – ούδη, ούτε το ποντιακό -ίδη (αν είναι της ίδιας κατηγορίας αυτό). Γενικά δηλαδή το θηλυκό δεν σχηματίζεται εύκολα. Σ’ όλες αυτές τις κατηγορίες βλέπω να σχηματίζεται σε σχέση με το αρσενικό (είτε φαίνεται όπως στο -άκαινα που έγραψα είτε όχι με το να μπει η ~ του τάδε).
Τόχει παρατηρήσει άλλος;
Elena said
Ευχαριστούμε για το μοίρασμα! Την καλημέρα μου!
Δύτης των νιπτήρων said
76 Δεν ξέρω για σήμερα (έχουμε εδώ πιο γνήσιους Κρητικούς από μένα 🙂 ) αλλά αν κρίνω από τα βενετσιάνικα και οθωμανικά έγγραφα, ο κρητικός -άκης έχει (συχνά) θηλυκό -οπούλα.
Γιάννης Μαλλιαρός said
78 Α, έτσι ο σχηματισμός της (γνήσιας 🙂 ) Έφης. Πάντως πάλι επίδραση πελοποννησιακή την βλέπω.
Δύτης των νιπτήρων said
Όχι αναγκαστικά, είναι μεσαιωνικό το -όπουλος.
Χαρούλα said
#53 ΕΦΗ, όμορφα με ταξίδεψες. Το κορυφαίο παιχνίδι με την συνονόματη γιαγιά. Η οποία στο τέλος κατάφερνε να το «λύσει». Ποτέ δεν έμαθα πως…
Αχ η Κρόνη!🥲
Λείπουν πολλοί🖤Και πολύ😢!
Γεμίσαμε Φρουρα!!! εδώ μέσα!☹️😠🤨
Δύτη μου συγχώρεσε με, που δεν άνοιξα τι #44. Έτσι ευχαρίστησα μόνο την ΕΦΗ. Αξιόλογες οι πληροφορίες του για την Σάττι. Ευχαριστώ και σένα.
ΓΤ said
Πέθανε ο Νίκος Δεληγιώργης.
(Μανίνα, Αγόρι, Βαβούρα, Πάττυ, Τρουένο, Γκολ)
Αγγελος said
Το «Δῶ‘ μ᾽ φωτίτσα – ἔλα παραπανίτσα» εγώ το ήξερα «Άναψε μου το κεράκι! — Στην πάρα πάνω γειτονιά». Για την ακρίβεια, θυμάμαι τα λόγια αυτά, αλλά ποτέ δεν ήξερα τι ακολουθούσε και ότι στο τέλος σε έτρωγε ο σκύλος 🙂
Κιγκέρι said
76: Το θρακιώτικο -ούδης δίνει θηλυκό -ούδα, πχ Μια Ιντιρνιλούδα, Σουλτάνα Σουφλιουτούδα, σε τραγούδια, αλλά και «οι νύφες οι Γκορτσιλούδες», που άκουσα από μία μακρινή μου θεία.
rogerios said
@74: Το 69, όμως, δεν απευθυνόταν σε εσάς.
Ριβαλντίνιο said
Στην Μάνη είναι δύσκολο να βρεις γιατί έπαιρνε το όνομα του άνδρα με την κατάληξη – νύφη.
Πατσουρόνυφη
Αναειπόνυφη
κ.λπ.
🙂 🙂 🙂
Χαρούλα said
#84 Κιγκέρι χωρίς ειδική γνώση, απλά ως ακούσματα, νομίζω η κατάληξη -ούδα δεν είναι το θηλυκό. Δηλώνει την νεαρή.
Περισσότερο στα θηλυκα του -ούδη ακούγεται -ούδαινα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
76, 78, στην Κρήτη, ναι, σε -οπούλα η εκ πατρός καταγωγή του κοριτσιού(είτε σε -άκης είτε όχι π.χ. Ξυλουροπούλα).
Σε -ιτσα στην Κυνουρία, Λεβεντίτσες, οι κόρες Λεβέντη
Σε -άτισσα στα Γιάννενα, Σαρροάτισσες οι κόρες του Σάρρου
Σε-αινα η σύζυγος, Γιάνναινα, Νικόλαινα ή στο επίθετο: Χαμιλάκαινα (η σύζυγος Χαμ. αλλά Χαμιλοπούλα η κόρη)
Και αλλού όμως. Φώταινα διαβάζω στο Σωτ. Δημητρίου (Ήπειρος).
Στην Πελ/νησο, σε -ού, Γιαννού, Νικολού
Μαρία said
87
ούδ’ και ούδα είναι καταλήξεις υποκοριστικών, π.χ. κουρτσούδ’, Μαριγούδα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
89, και σ΄εμάς το -οπούλα είναι και υποκοριστικό. Κορασοπούλα, θυγατεροπούλα, απιδοπούλα, δεσπολοπούλα.
GeoKar said
Πολλά μπράβο, έστω με καθυστέρηση, αγαπητέ Ν(ο)ικοκυρη κ για την κόρη κ για την ανάρτηση με τις αναφορές στα πατρογονικά μου μέρη (Προμυρι, Πλατανιάς, Σηπιαδα) στο ΝΑ Πηλιο. Και με την ευκαιρία, ο τοπικός θρύλος λέει πως η Σηπιάς Άκρα πήρε το όνομά της διότι απο κει βούτηξε στο πέλαγος η κυνηγημένη απο τον Δια Θέτις μεταμορφουμενη σε σουπιά. Να την / τις χαίρεσαι!
Έρως-ήρως (διήγημα του Παπαδιαμάντη) « Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία – Kon/Spira[l] said
[…] Βάζουμε ταχτικά Παπαδιαμάντη στο ιστολόγιο, είτε χριστουγεννιάτικα διηγήματα ή πασχαλινά, είτε με άλλην αφορμή. Η αφορμή για το σημερινό διήγημα είναι ότι παρακολούθησα, το περασμένο Σάββατο, ένα θεατρικό ανέβασμά του, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Ματζιάρη και μουσική Σιμέλας Εμμανουηλίδου, από το γυναικειο φωνητικό σύνολο Chóres. Επρόκειτο για μια πολυφωνική αφήγηση… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2022/06/12/ppd-15/ […]