Ο αιγιαλός δεν ήταν γαλανός
Posted by sarant στο 16 Σεπτεμβρίου, 2022
Πριν από λίγο καιρό, τότε που είχαμε στο ιστολόγιο ένα άρθρο για τη λέξη «γιαλός», ένας φίλος με ρώτησε στο Φέισμπουκ: Να θυμηθούμε και τον στίχο «ο γελαστός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος». Του Παράσχου είναι;
Δεν είναι του Παράσχου, και δεν είναι ακριβώς έτσι. «Ίσως αξίζει άρθρο», απάντησα στον φίλο μου. Όπως καταλαβαίνετε, σήμερα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το άρθρο αυτό.
Τον στίχο αυτό τον ήξερα από μικρός, διότι ο παππούς μου συνήθιζε να αναφέρει σαν παράδειγμα παρήχησης, τον στίχο «ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος». Γαλανός, όχι γελαστός. Δεν θυμάμαι να μου είχε πει ποιανού ποιητή ήταν ο στίχος, επειδή όμως, σε άλλες ευκαιρίες, μου παίνευε και το ποίημα «Διονύσου πλους» του Α. Ρ. Ραγκαβή, σαν στιχουργικό άθλο, είχα σχηματίσει την εντύπωση πως ο στίχος ήταν από το ποίημα αυτό του Ραγκαβή.
Αργότερα διάβασα ολόκληρο το ποίημα του Ραγκαβή (δύσκολο εγχείρημα) και τότε κατάλαβα ότι δεν είναι από εκεί. Αλλά δεν ενδιαφέρθηκα, τότε, περισσότερο να αναζητήσω την πατρότητα του στίχου.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα χρονογραφήματα του Βάρναλη, συνάντησα πάλι αυτόν τον στίχο. Σε ένα χρονογράφημά του, κατοχικό, λέει:
και τότες μεταμορφωνότανε η «κοιλάδα του κλαυθμώνος» σε Ηλύσια Πεδία κι «ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος», όταν εκείνη χαμογελούσε από ένα μίλι μακριά!
Και σε άλλο χρονογράφημα, που το έχω παρουσιάσει και στο ιστολόγιο, χρησιμοποιεί τον ίδιο στίχο και μάλιστα με την ίδια εικόνα, για να περιγράψει την αγαλλίαση των ερωτευμένων, που περιμένουν έξω από τον κινηματογράφο, όταν βλέπουν να έρχεται το ταίρι τους:
Επιτέλους έρχεται βιαστικός εκείνος ή εκείνη, σφίγγουν τα χέρια, «ο γαλανός αιγιαλός γελάει γάλα όλος», βγάζουν αμέσως το εισιτήριό τους και πάνε στην ευκή του θεού ̶ του φτερωτού εννοώ.
Αναζήτησα λοιπόν την πατρότητα του στίχου, και τότε βρέθηκα σε έκπληξη: ο παροιμιώδης στίχος που τον επαναλάμβανε ο Βάρναλης, που ο παππούς μου αγαπούσε να μνημονεύει, που κι άλλοι, όπως θα δούμε, τον έχουν επικαλεστεί, δεν είχε γραφτεί έτσι!
Πράγματι, ο διάσημος για την παρήχησή του στίχος δεν έχει «γαλανό αιγιαλό» αλλά «σιγαλό αιγιαλό». Πιο συγκεκριμένα, ο Παν. Σούτσος στο ποίημα «Μεσσίας ή τα πάθη Ιησού Χριστού», που εκδόθηκε το 1839, έχει τους εξής στίχους, που υποτίθεται πως τους λέει ο Ιούδας:
Ο Ιησούς … αλλ’ άκουσε, εις το υγρόν πεδίον
ταχύπτερον μετέφερε εμέ κι εκείνον πλοίον.
Κι εν πρώτοις ήτον κυανούς ο στέφων την γην θόλος
ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος.
Ο Ζέφυρος επέπνεεν ολίγος· διεκόπη
και μετά κόπου έκοπτε τα ύδατα η κώπη.
Αλλ’ έπειτα εφύσησε πελαγιαίον πνεύμα
κι η πρώρα διαπρήσσουσα διέσχιζε το ρεύμα
και ήκουες επί πολύ, πυκνούς επί πελάγους
πολλών πιπτόντων κεραυνών τους κτύπους, τους πατάγους.
Κι εις της αβύσσου άλλοτε τον αχανή πυθμένα
επίπτομεν· και άλλοτε εις όρη αφρισμένα
κυμάτων ανεβαίνομεν· αλλά την τρικυμίαν
και όλην την των βροντερών ανέμων συνοδείαν
επιτιμά ο Ιησούς ευθύς από της πρύμνης
η θάλασσα δε, πρόσωπον νεκράς λαμβάνει λίμνης
…..
και συνεχίζεται έτσι μέχρι την τελική εξάντληση του αναγνώστη. Επίτηδες παρέθεσα κάμποσους στίχους, για να σχηματίσουμε μια ιδέα για το ποίημα. Ο Ροΐδης στην Πάπισσα Ιωάννα, σε μια από τις αμέτρητες παρεκβάσεις του, λέει για τους Γερμανούς θεολόγους της εποχής του, ότι «κατώρθωσαν να σχηματίσουν είδος χριστιανισμού άνευ Χριστού, ως έφθασαν να παρασκευάζωσι και οι εξευγενισμένοι μάγειροι σκορδαλίαν άνευ σκόρδου και ο Κος Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως», οπότε μπορείτε να κρίνετε αν ήταν δίκαιη η μπηχτή του Ροΐδη,
Βλέπουμε ακόμα ότι ο Σούτσος αγαπούσε τις παρηχήσεις διότι στο μικρό αυτό απόσπασμα υπάρχουν κάμποσες, ας πούμε αμέσως μετά τον σιγαλό αιγιαλό διαβάζουμε «διεκόπη / και μετά κόπου έκοπτε τα ύδατα η κώπη», που δεν είναι βεβαια και τόσο πετυχημένη παρήχηση.
Ο στίχος του Σούτσου με τον σιγαλό αιγιαλό που εγέλα γάλα όλος παρατίθεται συχνά, ακόμα και στις μέρες μας, ως παράδειγμα παρήχησης (και μερικές φορές και ως παράδειγμα προς αποφυγήν).
Ωστόσο, το λάθος του Βάρναλη και του παππού μου, που ήξεραν τον στίχο ως «ο γαλανός αιγιαλός», δεν ήταν δική τους πρωτοτυπία. Βρίσκουμε ότι κι άλλοι έχουν κάνει αυτή την αλλαγή, ήδη από το 1869, όταν κάποιος Αφεντουλης παρέθεσε τον στίχο ως «ο γαλανός ο ουρανός εγέλα γάλα όλος», σε πεζογράφημα του Σπυρ. Βασιλειάδη ο στίχος παρατίθεται στον ενεστώτα («ο γαλανός αιγιαλός γελάει γάλα όλος») και με αλλη γραμματοσειρά ως παράθεμα, αλλά και στους Πρωταγωνιστές του Τόλη Καζαντζή, ενώ σε δοκίμιο του Γιώργου Βέλτσου (στη συλλογή κειμένων «Για τη δημοτική γλώσσα») ο «γαλανός αιγιαλός» αναφέρεται ανάμεσα σε κλισέ που έχουν περάσει από την ποίηση στη γλώσσα (όπως: τον κεραυνόν εις φάκελον, ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης, ο αρνηθείς δεν μετανιώνει -και άλλα καβαφικά). Και σε χρονογράφημα του ηρακλειώτη Στυλ. Βασιλάκη για το περίφημο μέγαρο Φυτάκη διαβάζουμε:
Εθεμελιώθη εις τα θεμέλια του θαλάσσιου βενετσάνικου τείχους, το οποίον επί ήμισυ περίπου χιλιετηρίδα άλλοτε εδέρνετο από το μένος του μαινομένου Κρητικού Πελάγους και άλλοτε εχαϊδεύετο, όταν “ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος”.
Φαίνεται δηλαδή ότι σε μια εποχή που τα ποιήματα διαδίδονταν από μνήμης ή αντιγράφονταν με το χέρι, που δεν υπήρχε γκουγκλ να επαληθεύεις τα πάντα με δυο κλικ, και επειδή το βιβλίο του Σούτσου δεν βρισκόταν σε κάθε βιβλιοθήκη, ο στίχος του Σούτσου άρχισε να διαδίδεται αλλαγμένος, από «σιγαλός αιγιαλός» σε «γαλανός αιγιαλός», και έγινε παροιμιώδης (και) με αυτή τη μορφή.
Όταν εχεις συνηθίσει κάτι δεν είσαι αμερόληπτος, το αναγνωρίζω αυτό, αλλά προσωπικά βρίσκω καλύτερο τον στίχο έτσι που τον ηξερα, δηλαδή «ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος».
Ωστόσο, ο αιγιαλός δεν ήταν γαλανός. Και σήμερα που είναι πιο εύκολο να ανατρέξουμε στις πηγές, ο στίχος συνήθως αναφέρεται στη μορφή που είχε θελήσει ο ποιητής του.
Πριν κλείσουμε, μια ερώτηση από μένα για σας: Τον ξέρατε τον στίχο; Και, αν ναι, πώς τον ξέρατε; Με σιγαλό αιγιαλό ή με γαλανό αιγιαλό;
atheofobos said
Προσωπικά δεν θυμάμαι να τον έχω ξαναδιαβάσει.
Χαρούλα said
Καλημέρα!
Δεν το πιστεύω…! Από τους πρώτους σήμερα; Δευτερη φορά το «παθαίνω»😊
Εντελώς άγνωστη φράση. Ούτε έτσι, ούτε αλλιώς την έχω ακούσει…
Α. Σέρτης said
Ας βάλουμε και το κόμμα μετά το «εγέλα’ για να είμαστε σένιοι σουτσιοτρόπως
LandS said
Όχι δεν τον ξέρω και αν τον είχα ακούσει μάλλον τον ξέχασα.
Οι παρηχήσεις δεν μου αρέσουν. Συνήθως μουρμουράω κοροϊδευτικά «καλά· φως υπέφωσκε φωτίζον φωτισμένους φωταγωγούς» όταν συναντάω τέτοιο πράμα.
Οφείλω όμως να υποκλιθώ, για μια ακόμη φορά, στη μεγάλη μαστοριά του Βάρναλη να κάνει χρυσάφι ό,τι και να αγγίζει.
Ανδρέας Τ said
Καλημέρα. Δεν γνώριζα τη φράση με το γιαλό. Αντίθετα μου θύμισες το Ροΐδη που όσο περνάει ο καιρός τόσο τον βρίσκω όλο και πιο ενδιαφέροντα. Πάνε πάνω από 50 χρόνια που πρωτοδιάβασα την πάπισσα του. Να είσαι καλά.
Κιγκέρι said
Δεν τον ήξερα τον στίχο και δεν τον καταλαβαίνω κιόλας – πού κολλάει το γάλα; Να έλεγε, ξερωγώ, ο γαλανός αιγιαλός γελά γαληνεμένος, μάλιστα!
leonicos said
Τον στίχο δεν τον ήξερα.
Πιο συγκεκριμένα, ακόμα και αν τον είχα ακούσει δεν θα με είχε κινητοποιήσει να τον συγκρατήσω,
εκτος αν κάποιος τον επανελάμβανεγια να μ’ εκνευρίσει.
Γενικώς με απωθούν ποιήματα και λογοτεχνήματα που αναφέρονται σε λουλουδάκια,
αρνάκια, κατσικάκια, εκκρίματα σωματικά όπως το γάλα και άλλες βιολογικές διαδικασίες.
leonicos said
Μια δική μου παρήχηση
Μύριες σε μύρωσαν φορές παρθένες μαυροφόρες
και μύριοι ειν’ οι τάφοι σου που σ’ έχουνε δεχτεί.
Αλλά δεν έχω άλλη
Γιώργος Λυκοτραφίτης said
Κάντε υπομονή και οι αιγιαλοί θα γίνουν πιο γαλανοί.
leonicos said
2
Χαίρε Χαρούλα χαρά γεμάτη
LandS said
6
Αποκλείεται ο Π. Σούτσος να έγραφε «ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γαληνεμένος». Θα του ‘βγαινε μια συλλαβή παραπάνω και θα ‘σκαγε.
Το «γελά» δεν παίζει γιατί είναι ενεστώτας.
Κιγκέρι said
11: Ο γαλανός αιγιαλός γαλήνιος εγέλα – λύσεις υπάρχουν! 🙂
Theo said
Καλημέρα!
Τον στίχο δεν τον ήξερα. Όμως, όταν διάβασα τον τίτλο, νόμισα πως θα έγραφες για το γαλανός = λευκός κατά τους Κρητικούς και άλλους Αιγαιοπελαγίτες.
Γιώργος Λυκοτραφίτης said
Αντί να ασχολούμεθα με τας συνταγάς της σκορδαλίας άνευ σκόρδου, ασχολούμεθα με τας συλλαβάς και το μήκος αυτών του Σούτσου.
LandS said
12
Πολύ σωστά! 👍🙌
Πάνος με πεζά said
Καλημέρα ! Ομοίως, πρώτη φορά βλέπω αυτόν τον στίχο… Ενώ το «Οι σπανοί Ισπανοί εις πανί…», φαντάζομαι το ξέρουν όλοι…
ΓΤ said
διαπρΗσσουσα —> διαπρΥσσουσα
πρωί πρωί πρηχτήκαμε
με Παναγιώτη Σούτσο
καλά θα κάνω στίχους του
να γράφω εις τον π@τσο
που ήρθαν και ζευγάρωσαν
με τα γραφτά του Βάρναλη
και βασανίζεται η ψυχή
θαρρείς ΕΣΑ του Μπάμπαλη
Αλλά ας μην ήσασταν εσείς
γαμάτο παρεάκι
κι ολημερίς θα έβλεπα
σινέ του Καουρισμάκι
LandS said
13 γαλανός = λευκός κατά τους Κρητικούς
Να που κολλάει το «γάλα» στον στίχο 😜
Χαρούλα said
…………Αιγαίο μου γαλήνεψε
Ε ε αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου……..
Leo 🌺
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Πρώτη φορά συναντώ το στίχο, αλλά δεν είμαι και τόσο γνωστός για την εμβρίθειά μου στο αντικείμενο…
6 «εγέλα γάλα», αν έχει νόημα, θα μπορούσε να αφορά τη λευκότητα, σαν το γάλα, του χαμόγελου. Θα στοιχημάτιζα την ημίσειαν περιουσίαν μου πως δεν έχει νόημα, αλλά δεν είναι εδώ ο ποιητής να μας εξηγήσει κι έτσι τη γλίτωσα. Θα τη χρησιμοποιήσω μαζί με την άλλη ημίσεια για να πάρω σουβλάκια το βράδυ.
LandS said
20
Σαν εικόνα ο στίχος προβληματικός ως προς το νόημα όπως και να τον διαβάσεις/ακούσεις.
Είναι «εγέλα γάλα» ή «εγέλα γάλα όλος» (εντάξει για τη γαλήνη λέμε «είναι λάδι» αλλά σκατώνεται η παρήχηση).
Από την άλλη όλος άσπρος είναι ο γιαλός όταν έχει κύμα και τότε δεν είναι «σιγαλός».
LandS said
21 Σαν εικόνα ο στίχος προβληματικός ως προς το νόημα
Κάπως προβληματικό και αυτό. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
Πουλ-πουλ said
Νικοκύρη, εγώ από αιγιαλούς και γάλατα δεν ήξερα, αλλά μου έλυσες μιαν απορία για την παρέκβαση του Ροίδη. Από τη μια, η οξύνοια της μικρής του φράσης, και απέναντι, οι ατέρμονες βερμπαλισμοί.
Αγγελος said
Εγώ το είχα ακούσει, αλλά με μετοχή («τον γαλανός αιγιαλός γελώντας γάλα όλον». Πού, δεν ξέρω• μήπως τον παραθέτει πουθενά ο Ροΐδης, του οποίου έχω διαβάσει κάμποσα; Πάντως κι εγώ νόμιζα πως ήταν του Ραγκαβή.
Αγγελος said
Φτού! Έγραφα σ´ένα ταμπλετάκι που δεν δείχνει καλά τι γράφεις, και ο ρθογραφικος διορθωτής, που δεν νιώθει από καθαρεύουσα, μου τα ´κανε μαντάρα!
Γιάννης Κουβάτσος said
Εγώ τον στίχο τον ξέρω ως»Ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος», επειδή περιλαμβάνεται σε όλα τα παραδείγματα παρήχησης. Σχεδόν πάντα, όμως, αποδίδεται στον Ραγκαβή.
ΓΤ said
Αναστάσιος Κ. Γιαννόπουλος, «Περί του θρησκευτικού ποιήματος του υποβληθέντος εις τον ποιητικόν διαγωνισμόν του 1868», Πανδώρα, τόμ. ΙΘ, φυλλ. 453, 01.02.1869, ιδίως σελ. 411, στλ. 1, όπου βλέπουμε ότι ο Σούτσος μιμείται τον Όμηρο κ.λπ. κ.λπ.
Ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος. Παρά τίνος ο Σούτσος εδιδάχθη τον τρόπον τούτον του ποιείν; Εις τον κ. Αφεντούλην φαίνεται ότι είναι πρωτότυπος. Αλλά τον επιστομίζει αυτός ούτος ο Σούτσος, απωθών και επιμαρτυρόμενος, ότι εμιμήθη τον Όμηρον. […] ο εθνικός ποιητής […] διαβεβαιοί ότι αυτός ούτος εμιμήθη εις τούτο τον Όμηρον, εξ ου παρατίθησιν εξ στίχους, παρασημειοί και τους κατά μίμησιν υπ’ αυτού πεποιημένους, εν οις και ο εν λόγω «ο σιγαλός αιγιαλός» […]
Theo said
Εντάξει, είναι «ποίημα άνευ ποιήσεως» (όπως και πολλά των αγαπημένων σου ποιητών, Νικοκύρη -έχω εκφράσει κατά καιρούς εδώ τις ενστάσεις μου) αλλά, για τους εξοικειωμένους με την καθαρεύουσα, ρέει, αντίθετα με τα στιχουργήματα πολλών συγχρόνων μας που κυκλοφορούν.
Μην τον απαξιώνουμε τον Σούτσο, μόνο και μόνο επειδή εκφραζόταν στη γλώσσα των λογίων της εποχής του.
konstantinos said
σίγουρα δεν είναι Μποστ το ποιηματάκι;
ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ said
Οχι δεν το ξέρω.
Ως υπόδειγμα παρήχησης έχω το ανυπέρβλητο «Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ εί» (Οιδίπους τύραννος).
Theo said
Να προσθέσω πως, όπως συνήθως είναι «άνευ ποιήσεως» τα ποιήματα που γράφτηκαν για να προπαγανδίσουν κάποια ιδεολογία ή να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία του στιχουργού, έτσι και τα ποιήματα του Σούτσου δεν έχουν ψυχή, γιατί απλώς για μια πόζα γράφτηκαν.
atheofobos said
Είναι προφανές πλέον ότι από την εποχή του Ροΐδη με το «ο Κος Π. Σούτσος ποιήματα άνευ ποιήσεως» ο στίχος του Παν. Σούτσου «ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος», αποτελούσε αντικείμενο θυμηδίας για πολλούς τότε, μέχρι την εποχή του παππού σου.
Όπως βλέπεις τα τζόβενα του ιστολογίου σου, πλην των φιλολογιζόντων, δεν τον έχουν ξανακούσει, ενώ είμαι σίγουρος πως όλοι αν τους ρωτήσεις θα ξέρουν από που είναι το «ήταν τα στήθια της άσπρα σαν τα γάλατα, γαργάλατα, γαργάλατα»
Είμαι σίγουρος επίσης αν θα ρωτήσουμε τα παιδιά μας για το γαργάλατα που γελάσαμε τότε όλοι, δεν θα το ξέρουν.
Αυτή είναι η αναπόφευκτη πορεία των πραγμάτων και θυμήθηκα αυτό που έχει πει και για τους ανθρώπους ο Ναμπόκοφ:Και μετά θα ‘ρθει κάποια μέρα που το τελευταίο πρόσωπο που θα με θυμάται θα πεθάνει.
voulagx said
«…το οποίον επί ήμισυ περίπου χιλιετηρίδα…»
Δεν θα ‘πρεπε «επί ημισείαν» ;
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ε, να βάλω κι εγώ ένα ποίημα αγνώστου που θυμάμαι από το γυμνάσιο. Τι δηλαδή, καλύτερος είναι ο Σούτσος? Άσε που έχει και σιγαλιά μέσα.
Στις ρίζες μιας μπλε πορτοκαλιάς
σαν αυτοκίνητα κρεμόντουσαν τα μούρα
και στη φωνή της σιγαλιάς
ο μπαρμπα-Λιάς αρχίζει τη μουρμούρα:
Ω νερόβραστης κιθάρας το ζουμί να πιώ
κι απ’ του κεφτέ τα σκουλαρίκια να πιαστώ
του δωματίου μου ο φρεσκοξυρισμένος γλόμπος
στου ταβανιού μου το λαιμό δέθηκε κόμπος.
Κι ευθύς με μια βαριά ντουλάπα οπλίζομαι
ω, σταματήστε πια τις καρπαζιές γιατί ζαλίζομαι.
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα!
Τον «σιγαλό γελαδερό γαλακτερό γιαλό», ισότιμο του «γαργάλα τα», μάς τον είχε διδάξει* (δεκαετία ’80) η αγαπητή φιλόλογος Ε.Δ. ως παράδειγμα ανούσιας (αν όχι γελοίας) παρήχησης, αντιδιαστελλόμενο με τον περίφημο αλαζονικό τερετισμό του τυράννου προς τον “τυφλό” γερο-μάντη “ τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματ᾽ εἶ” [που εισέπραξε την (προφητική) απάντηση «κι εσύ άθλιος που τυφλόν χλευάζεις, για όσα, όπου να’ναι,θε να πάθεις(…)δεν είν’ ο Κρέων που σε βλάπτει, αλλά εσύ τον εαυτό σου»: σὺ δ᾽ ἄθλιός γε ταῦτ᾽ ὀνειδίζων, ἃ σοὶ οὐδεὶς ὃς οὐχὶ τῶνδ᾽ ὀνειδιεῖ τάχα.(…) Κρέων δέ σοι πῆμ᾽ οὐδέν, ἀλλ᾽ αὐτὸς σὺ σοί].
Ως ομοίως ωραίο παράδειγμα, ξένης λογοτεχνίας, μας είχε παρουσιάσει τον στίχο του γαλλόφωνου Φλαμανδού, Emile Verhaeren «Voici le vent,/Le vent sauvage de Novembre», όπου ακούς -ιδιώς με μάτια κλειστά- το άγριο “βούου”του αέρα (“Εὐοῖ ο Βορέας/βουερό αγριοβόρι Νοέμβρη”, θα το λέγαμε μιμητικώς).
(*)Κάτι θα μας έμεινε απ’ τα μαθήματα αυτά γιατί αργότερα σκαρώναμε πολλά ανόητα στιχάκια, στο ίδιο πνεύμα, όπως: Ρίγος!…/ένιωσε ο Συρίγος–όταν πίσω του, σαν πάγος,/μίλησε ψυχρά ο Παπάγος.
konstantinos said
ένα τραγουδάκι με παρήχηση
Michail Dim. Drakomathioulakis said
Πρώτη φορά τον βλέπω τον στίχο αυτόν. Αντιθέτως, έχει πάνω από 20 χρόνια που πρωτάκουσα «τα γάλατα, γαργάλα τα», που γράφει πιο πάνω ο Αθεόφοβος.
Πάντως, η μπηχτή του Ροΐδη, που δεν την θυμόμουν, δείχνει την υψηλή ποιότητα του χιούμορ του!
Stelios Kornes said
Καλημερα! Δεν ειχα ξανακουσει νομιζω το στιχο αυτον, ουτε ειχα ξαναδει τους στιχους του Π. Σουτσου. Του Ροΐδη το σαρκαστικο σχολιο το ηξερα, ομως…
@28: γιατι ειναι απαξιωση για τον Σουτσο, το να πουμε τη γνωμη μας για καποιους στιχους του; Δεν τον εβρισε κανεις χυδαια ή τιποτα τετοιο… Κανεις και τιποτε δεν ειναι υπερανω κριτικης, ουτε κι ολο αυτο που μολις εγραψα.
Γιάννης Κουβάτσος said
«Εντάξει, είναι «ποίημα άνευ ποιήσεως» (όπως και πολλά των αγαπημένων σου ποιητών, Νικοκύρη -έχω εκφράσει κατά καιρούς εδώ τις ενστάσεις μου)
Θα συμφωνήσω, Theo, ιδίως όσον αφορά τον Κοτζιούλα.😊
Έχουμε ξαναμιλήσει στο παρελθόν για την καθαρευουσιάνικη ποίηση. Είχα διατυπώσει την άποψη ότι μόνο ποιήματα άνευ ποιήσεως έχουν γραφτεί στην καθαρεύουσα και εμμένω σ’ αυτήν την άποψη. Υπήρχαν ποιητές όπως ο Καρασούτσας που αδίκησαν το έργο τους γράφοντας στην καθαρεύουσα. Ο Κάλβος δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι τυπικός καθαρευουσιάνος ποιητής, η γλώσσα του είναι εντελώς προσωπική.
ΓΤ said
https://globalnews.ca/news/9131997/magnus-carlsen-chess-scandal-cheating-allegations-sex-toy-hans-niemann/
Χρηστάρας said
Το στίχο με το «σιγαλός» χρησιμοποιούσε ο θείος μου ο Κώστας, παλιός ΕΛΑΣίτης, όταν τον τσάντιζα κερδίζοντάς τον στη «δηλωτή». Βλέπετε, ήμουν μεν σιγανό ποταμάκι στα νιάτα μου, αλλά τη νίκη στα χαρτιά τη γλεντούσα.
Το στίχο δεν τον χρησιμοποίησα ποτέ, κι αναρωτιέμαι πώς τέτοιες στιγμές καρφώνονται στη μνήμη για πάντα…
ΑΡΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ said
«Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φύλλο», που λέγαμε πιτσιρικάδες!
Georgios Bartzoudis said
«συνήθιζε να αναφέρει σαν παράδειγμα παρήχησης, τον στίχο ‘ο γαλανός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος’»
# Νομίζω ότι ανέφεραν αυτόν τον στίχο [που δεν τον ματαείδα] ως μια πετυχημένη παρήχηση που (όμως) νοηματικά είναι φτωχή έως ανόητη.
# Μια από τις κλασσικές περιπτώσεις παρήχησης, είναι το επίγραμμα:
Σώσος και Σωσώ/ Σώτερ σοι τώδε ανέθηκαν/ Σώσος μεν σωθείς/ Σωσώ δ’ ότι Σώσος εσώθη.
# Σε ένα παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού υπήρχε ένα όμορφο ποιηματάκι με εξαιρετική «αντήχηση» των υγρών συμφώνων «λ» και «ρ»:
Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά,/ γοργά ο πελαργός τα πέλαγα οργώνει,/κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά/ χορτάριασε παντέρημη και μόνη./ Του σπίνου χάθηκε η γλυκειά λαλιά,/ φοβήθηκε ο κορυδαλός το χιόνι,/ κι η σουσουράδα στην ακρογιαλιά/ δεν παίζει δε γελά δεν καμαρώνει.
[πώς λέγεται ο κορυδαλός Μακεδονιστί? Το αφήνω για κουϊζ]
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Χαίρε Χαρά χαριτωμένη
Φίλος έστειλε στο φίλο
τριαντάφυλλο με φύλλο
και παράγγειλε στο φίλο
φίλε φύλαττε το φύλλο
17 Καούρα πρωινιάτικα με τον Καουρισμάκι
θα κάνω βουρ με του Καβούρ @αμάτο ταινιάκι
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Τα πέντε φι είναι (μητσοτάκεια) παρήχηση?
Φίλε φέρε φίλους φάγε φύγε.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Γαλανή γαλαζανή
Γραία γαία Μεσογαία
Εις υς και μία μυια ,
εις Λαμία
υδωρ έπινον
43 γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει
(νομίζω τα πελαγώσατε ελαφρώς στο σημείο κι εσείς 🙂 )
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Μόλις μου ήρθε:
Ο πελαργός πελαγώνει
αλλά το πελαργόνι δεν πελαγώνει
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας ἀπὸ τὰ Θερμιά.
Λέμε γιὰ τὴν ἀπόλυτη νηνεμία:
Ἡ θάλασσα εἶναι λάδι.
Κάποιοι, ἀναπολῶντας παλιές, καλὲς ἐποχές:
Τώρα ποὺ ἔγινε ἡ θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τὰ κουτάλια.
Πάντως τὸ χρῶμα τῆς τελείως γαλήνιας θάλασσας εἶναι τὸσο ἀνοιχτὸ γαλάζιο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἄσπρο.
Μιὰ λέξη ποὺ ταιριάζει στὴν περίσταση εἶναι τὸ ἀσπρογαλιάζει:
ασπρογαλιάζω [asproγaljázo] ipf ασπρογάλιαζα, aor ασπρογάλιασα (subj ασπρογαλιάσω)
① appear or shine white or bright, gleam (syn ασπρίζω B1):
ασπρογαλιάζει η θάλασσα, το χιόνι |
ασπρογαλιάζουν τα σπίτια |
πέρα μακριά στο λόφο φαίνεται να ασπρογαλιάζει ένα χωριό
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
47# Καλά, άμα είναι έτσι…
Κόρη κορυδαλλού επί κορύνης εις Κορίνθια κορυφή κορυβαντιά.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Γειά σου Δον!
ΣΠ said
Πράγματι, στο γυμνάσιο φτιάχναμε τέτοια λίγο χαζά στιχάκια με παρήχηση. Ένα που θυμάμαι: Για φαντάσου φαντασία να φανταστεί έναν φαντάρο φάντασμα!
Theo said
@38:
Γενικά συμφωνούμε. Αυτό που ήθελα να πω είναι πως δεν μπορεί η γλωσσική μορφή να είναι κριτήριο για την ποιητικότητα ενός ποιήματος. Τεχνικά, όμως, ο Σούτσος, όπως φαίνεται στο απόσπασμα που παρέθεσε ο Νικοκύρης, είναι πολύ καλύτερος του Βάρναλη ως στιχοπλόκου ή και των περισσότερων στιχουργημάτων του Ρίτσου ή του Λάγιου. Ο λόγος του ρέει και δεν αγκομαχά σαν των άλλων. Αν αυτός είναι συντηρητικός κι οι άλλοι «προοδευτικοί» ουδόλως με αφορά και ουδόλως οφείλει να επηρεάζει τις εκτιμήσεις μας για την τέχνη του.
@39:
Για τον Κοτζιούλα διαφωνούμε. Έχει μιαν ευαισθησία, μια γνησιότητα κι έναν πόνο και δεν είναι προχειρογράφος. Είναι καθαρός, γι’ αυτό και γνήσιος ποιητής, κατά Σεφέρην.
Και, ναι, ο Κάλβος δεν είναι τυπικός καθαρευουσιάνος ποιητής. Η ένταση των αισθημάτων του και η έμπνευσή του έσπασαν τον κώδικα της γλωσσικής μορφής και δημιούργησαν κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να επαναληφθεί.
Theo said
Μια παρήχηση του Παλλαδά του Αλεξανδρινού που θυμάμαι απ’ το σχολείο:
Ει το φέρον σε φέρει, φέρε και φέρου.
Eι δ’ αγανακτείς, και σαυτόν λυπείς και το φέρον σε φέρει.
Γιάννης Κουβάτσος said
52:Δεν μιλάω για όλο το ποιητικό έργο του Κοτζιούλα, μιλάω για τα στρατευμένα ποιήματά του και μόνο.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σου ΣτοΔγιαλοΧτῆνε.
Μὴ ζηλεύεις δὲν ψαροντουφεκάω, μαστοροπαλεύω.
Καὶ μιὰ μικρὴ συνεισφορὰ στὶς παρηχήσεις, χωρὶς νὰ τὸ παραχέσω (ἐλπίζω).
Σὲ συνάντησα στὴν Ἄντισσα καὶ δές με πῶς κατάντισα.
Ἀπ᾿ ὅσα ἐκαζάντισα τίποτα πιὰ δὲ μένει.
Τέτοια γυναίκα φάντισσα ἄλληνε δὲ ἀπάντησα
ψεύτρα, πολιτικάντισσα καὶ κατὰ βάθος ξένη.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@55. κατάντΗσα.
Theo said
@54:
Δεν θυμάμαι να ‘χω διαβάσει στρατευμένα ποιήματα του Κοτζιούλα, οπότε δεν μπορώ να τον κρίνω επ’ αυτών.
Πέπε said
Ο αιγιαλός είναι όλος γάλα όταν ασπρίζει, δηλαδή όταν αφρίζει.
Φυσικά αφρίζει όταν έχει κύμα, οπότε πώς μπορεί να είναι σιωπηλός;
Όμως είναι βέβαιο ότι σιγαλός σημαίνει σιωπηλός; Από πού έχω μια εντύπωση ότι κάπως συνδέεται με το φωτεινός, λαμπρός;
Μια παρήχηση έχει λόγο ύπαρξης όταν δεν επαναλαμβάνει την ίδια λέξη. Ακριβώς όπως και η ομοιοκαταληξία – δε νοείται να ριμάρεις μια λέξη με τον εαυτό της! Μ’ αυτό το κριτήριο απορρίπτονται και ο Σώσος με τη Σωσώ (43), και το για φαντάσου φαντασία (#51) και άλλα, ενώ το «φίλος έδωσεν εις φίλον» (#42, 44) και «οι σπανοί Ισπανοί» (16), που παίζουν με τις συμπτωμαατικές ομοιότητες λέξεων, μάλλον άλλη περίπτωση είναι και όχι παρηχήσεις.
Τέλος: τον στίχο τον είχα ψιλοακουστά, χωρίς λεπτμέρειες και ασφαλώς με γαλανό. ΠΟυ παρηχητικά είναι επιτυχέστερο, νοηματικά δεν ξέρω.
Γιάννης Κουβάτσος said
57:Κάτι τέτοιο, ας πούμε :
ΔΕΙΛΟΣ ΕΓΩ;
Τι λες δεν ξέρεις αν ειπείς δειλόν εμένα
θαρρώντας στα σωστά πως σκιάζομαι ένα ή άλλο.
Παράσημο γενναίου πήρα το πιο μεγάλο
σε πλήθος παλληκάρια ανάμεσα αντρειωμένα.
Το ’χω και το φυλάω ατίμητο κειμήλιο
τέτοιο πού δε μπορείς εσύ ποτέ να πάρεις·
μου το ’δώσε όταν ζούσε ο καπετάνιος ο Άρης,
ενώ έλεγα πως πια δε θα ξανάβλεπα ήλιο.
Μ ’ απόφαση θανάτου ή λευτεριάς ελπίδα
σ’ ανήμερο ποτάμι χώθηκα ως τ’ αστήθι
κι εκείνος, σαν απόσωσα, έτσι μου αποκρίθη :
«Σ’ άλλον γραφιάνο τέτοια αποκοτιά δεν είδα».
Βούλα στο λόγο του, μ’ ασπάστηκε ο γενάτος
που πρώτος σήκωσε όπλο ενάντια του τυράννου
κι απ’ τις βουνοκορφές της Ρούμελης απάνου
βρέθηκε στα ζερβά του Αράχθου, ομπρός μας, να τος.
Δεύτερος βάρδος δε θα υπάρχει στην Ελλάδα
που να ’χει τιμηθεί απ’ τον αρχηγό παρόμοια,
πολέμαρχο ακριβόν στο να μοιράζει εγκώμια
– κι αυτό καθόλου για του στίχου την αξιάδα.
Theo said
@59:
Πράγματι, αυτό είναι «άνευ ποιήσεως» και δεν μοιάζει του Κοτζιούλα που ξέρω.
spyridos said
#0
«έχει τους εξής στίχους, που υποτίθεται πως τους λέει ο Ιούδας:»
Φρικτό. Η ανάγνωσή του και μόνο ισοδυναμεί με πνευματικό σεπούκου.
Δεν είναι μόνο ότι δεν υπάρχει ποίηση εδώ. Δεν υπάρχει τίποτα. Το απόλυτο κενό.
Δεν ξέρω αν υπάρχει καμιά λίστα για ψώνια στο μπακάλικο από τον Βάρναλη. Αλλά αν υπάρχει θα έχει κάποιο περιεχόμενο.
#59
Τι να πω, πρέπει να προσπάθησε πολύ για να γράψει κάτι τόσο άσχημο ο Κοτζιούλας.
Τον θεωρώ πολύ μεγάλο. Στη φωτογραφία ο Κώστας Μπαλάφας ήταν το αντίστοιχό του.
Ενα βιβλίο με συνδυασμό ποιημάτων του ενός και φωτογραφίες του άλλου θα ήταν θαυμάσιο.
Εντάξει θα έβγαλε και ο Μπαλάφας κάποια αποτυχημένα καρέ, όταν έκανε τα πρώτα κλικ του κάθε φιλμ για να προσπεράσει τα καμένα.
#31
Ο προπαγανδισμός συχνά στερείται και αισθητικής οπότε αποτυχία.
sarant said
Καλημέρα και καλησπέρα από την πρωτεύουσα της Βρετάνης, σας ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα και τα δευτερα σχόλια!
17 Ωραίος! Αλλά τυπωμένο είναι διαπρήσσουσα νομίζω
24-26 Άρα είχα παρέα
33 Προφανώς, αλλά κόπι πάστε το πήρα
48 Καλώστον!
freierdenker said
Ένα ποίημα που βασίζεται στην παρήχηση (έτσι τουλάχιστον νομίζω ότι λειτουργεί) είναι το κακόηθες μελάνωμα του Αλκαίου. Νοηματικά, βγάζουν δεν βγάζουν νόημα, γραμματικά είναι τετριμμένες, αλλά η ποίηση έχει τους δικούς τις κανόνες και μελοποιημένες τουλάχιστον κάπου λειτουργούν.
Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα
Καχύποπτοι ανύποπτοι και ύποπτοι
Οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις
Μεγάφωνοι μικρόφωνοι παράφωνοι
aerosol said
#29
Λίγη ανορθογραφία να είχε και θα ήταν!
#52
Δεν είναι η γλωσσική μορφή το πρόβλημα του Σούτσου. Είναι η έλλειψη ταλέντου, επιπέδου ανεκδότου. Το ότι ακολουθείται προσεκτικά το μέτρο, οπότε η γλώσσα κατά κάποιον τρόπο (πολύ συγκεκριμένο) ρέει, δεν αλλάζει το θλιβερό γεγονός πως ρέει πηγαίνοντας στο παντελώς ανούσιο, το συναισθηματικά πεθαμένο, και την πομπώδη ατζαμοσύνη. Δεν γελοιοποιήθηκε τόσο νωρίς και τόσο πολύ από λάθος κατανόησης των αναγνωστών -ακόμα και τις εποχές που η καθαρεύουσα κυριαρχούσε.
Spiridione said
Στα Άπαντα που εξέδωσε ο Παν. Σούτσος (πρώτος τόμος, 1851, μάλλον δεν δημοσιεύτηκε δεύτερος) έχει πλάκα ότι στον πρόλογο, που μιλά για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, γράφει «Η νεωτέρα ποίησις των Ελλήνων παρουσιάζει της αυτής ωραιότητος έπη [σε σύγκριση με τον Όμηρο κτλ.], οίον …». Και ακολουθεί το απόσπασμα με τον σιγαλό αιγιαλό.
https://books.google.gr/books?id=UoUTAAAAYAAJ&pg=PP29&lpg=PP29&dq=%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CF%82+%CE%B5%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B1&source=bl&ots=A0kwOEc7Sa&sig=ACfU3U049J-hbsFkr0QYfoczkbd_oK7AHQ&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjM-Z_XvJn6AhXfxAIHHc-RDtkQ6AF6BAgMEAM#v=onepage&q=%CE%B1%CE%B9%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CF%82%20%CE%B5%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%B1&f=false
Επίσης, στα Άπαντα έχει παραλλαγμένους τους στίχους (και πιο κάτω στη σελ. 222 οι ίδιοι είναι):
Ο πλάνος εἶπες; ἄκουσε· εἰς τὸ ὑγρόν πεδίον
ἱστόλευκον μετέφερεν ἐμὲ κ ̓ ἐκεῖνον πλοῖον·
Κ ̓ ἐν πρώτοις αἰθριόλαμπεν ὁ στέφων τὴν γῆν θόλος,
ὁ σιγαλὸς αἰγιαλὸς ἐγέλα, γάλα ὅλος·
ὁ Ζέφυρος ἐπέπνεεν ὀλίγος . . . διεκόπη·
Καὶ μετὰ κόπου ἔκοπτε τὰ ὕδατα ἡ κώπη.
̓Αλλὰ ἐκ νέου οὔριον βοᾷ ἀέρος πνεῦμα
Καὶ τρέχει πριζοτρύζουσα ἡ πρώρα εἰς τὸ ῥεῦμα
Καὶ ἤκουες ἐπὶ πολὺ πυκνοὺς ἐπὶ πελάγους
Πολλῶν πιπτόντων κεραυνῶν τοὺς κτύπους τοὺς πατάγους.
Κ ̓ εἰς τῆς ἀβύσσου ἄλλοτε τὸν ἀχανῆ πυθμένα
ἐπίπτομεν· καὶ ἄλλοτε εἰς ὄρη ὠργισμένα
Κυμάτων ἀνεβαίνομεν …. ἀλλὰ τὴν τρικυμίαν
Καὶ ὅλην τὴν τῶν βροντερῶν στοιχείων συνοδίαν
ἐπιτιμᾷ ὁ ̓Ιησοῦς εὐθὺς ἀπὸ τῆς πρύμνης,
Η θάλασσα δὲ πρόσωπον νεκρᾶς λαμβάνει λίμνης.
Πριζοτρύζουσα;;;
Costas Papathanasiou said
Γνωστοί ανά την υφήλιο και οι παρηχητικοί, κλιματολογικοί γλωσσοδέτες“The rain in Spain stays mainly in the plain“ και “In Hartford, Hereford, and Hampshire Hurricanes hardly happen*” οι οποίοι, ως άσκηση ορθοφωνίας, λεγόμενοι απ’ έξω και αναμίξ, κάνουν αηδόνι και κακοφωνίξ: βλ..https://www.youtube.com/watch?v=uVmU3iANbgk My Fair Lady – The Rain In Spain
(*)Αντίστοιχο το ελληνικό: “τι τρομερό, τί φοβερό, να μη μπορώ να πω το ρο!- Γι’ αυτό θα πέσω να πνιγώ στα γάργαρα νερά του ποταμού Νιαγάρα
Costas X said
1) Δεν έχω ξανακούσει τον «γαλανό» ή «γελαστό αιγιαλό».
2) Το «Καὶ ἤκουες… πολλῶν πιπτόντων κεραυνῶν…» δεν θυμίζει έντονα Μποστ ;
Peter G said
Εγώ τό’ ξερα «ο γαλανός αιγιαλός γελούσε όλος γάλα,» έτσι γιά νά’ νε καλλίτερα το μέτρο (ανάπαιστος μου φαίνεται).
Είναι και το «Λάκων τις ήνοιξε λάκκον, ίνα πέσει άλλος Λάκων.»
Alexis said
Καλησπέρα.
Δεν ήξερα τον στίχο, πρώτη φορά τον ακούω.
Σε αντίθεση με τους περισσοτερους από τους προλαλήσαντες εγώ θα πω ότι το ποίημα του Σούτσου το βρίσκω στιχουργικά άψογο και μου αρέσει.
Τώρα, αν είναι «ποίηση άνευ ποιήσεως» και νοηματικά κενό, ε, εντάξει, η πρόσληψη της ποίησης είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση και ο καθένας καταλαβαίνει ό,τι νομίζει ή ό,τι θέλει να καταλάβει.
Μπορώ να αναφέρω πάμπολλα στιχουργήματα, τόσο σε παραδοσιακό όσο και σε ελέυθερο στίχο, που νοηματικά, εμένα τουλάχιστον, μου προκαλούν θυμηδία, αλλά παρ’ όλ’ αυτά οι ποιητές τους αποθεώνονται σήμερα.
Τέλος, ένα ποίημα νοηματικά δεν μπορώ να το κρίνω από ένα μικρό απόσπασμα, θα ήθελα να το διαβάσω όλο για να έχω πλήρη άποψη.
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Την έκφραση δεν θυμάμαι να την έχω ακούσει η διαβάσει. (πάντως, φαίνεται ότι γράφτηκε για εντυπωσιασμό…)
Βέβαια, οι συνήθεις μεταφορές για την πολύ ήρεμη θάλασσα είναι «λάδι» ή «γιαούρτι», όπως λέει και ο Δημ. Μαρτίνος στο #48, επισημαίνοντας όμως ότι το χρώμα της «εἶναι τὸσο ἀνοιχτὸ γαλάζιο ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἄσπρο».
Συναντάται π.χ. στο δημώδες «Ο Σκυροβορράς» ο στίχος:
«Κ’ η θάλασσα γαλήνεψε, ‘γίνηκε ‘σαν το γάλα»
Και η συσχέτιση γαλανός – γαληνός – γάλα ήταν αποδεκτή (ή τουλάχιστον συζητήσιμη) από μερικούς γλωσσολόγους, όπως ο Φιλήντας και ο Ανδριώτης.
Alexis said
#43, τέλος: κατσ’λιέρης;
#67β: Εκ πρώτης όψεως ναι, αλλά γραμματικά είναι άψογο:
«Καὶ ἤκουες…
…Πολλῶν πιπτόντων κεραυνῶν τοὺς κτύπους τοὺς πατάγους.»
Γιάννης Κουβάτσος said
Η καθαρεύουσα είναι ό,τι πρέπει στον σατιρικό λόγο, έμμετρο ή ποιητικό.
michaeltz said
Ας αναφέρουμε και τους στίχους:
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγο
και φέρνει τα λόγια μου …
Απλότητα και υψηλή ποιητική αισθητική, χορός των άλφα, νι, γάμμα, λάμβδα…
Και ας σας εκμυστηρευτώ την τεράστια έκπληξή μου όταν διάβασα το ποίημα στα Σουηδικά:
Jag öppnar min mun och talar och då börjar havet dansa.
Ανοίγω το στόμα μου και ομιλώ
και τότε αρχίζει η θάλασσα να χορεύει…
Βλέπεις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν το ανοίγω για να χασμουρηθώ ούτε για να χάψω κάποια μύγα…
και το ευλογημένο «αναγαλλιάζει το πέλαγο» γίνεται χορός της θάλασσας.
Αυτά για λαό με υψηλότατο IQ , όχι τα δικά μας χάλια!
‘Οχι ότι η σουηδική γλώσσα δεν είναι ωραιότατη, αλλά…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
70 Μάλλον όπως λες, γάλα~γαλήνιο:
η ακύμαντη θάλασσα ήταν σαν γάλα (Karagatsis)
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%B1%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82+-%CE%B7+-%CE%BF
και πάλι Καραγάτσης
Κάθισε σε μια καρέκλα κι άφησε τη ματιά του να περιπλανηθεί στη θάλασσα. Ήταν ακύμαντη, σταχτωπή, με ανάρια και αμυδρώς γαλατερά αντιφεγγίσματα της
https://www.oanagnostis.gr/%CE%BF-%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B7-%CF%89%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B2/
Η Γαλάτεια ως «θαλάσσιας-ηρεμίας Θεά» φαίνεται μια πιθανή συναγωγή· το σκεπτικό για τη Γαλάτεια ως Γαλακτώδης-Λευκή προέρχεται από τη μορφή του επιθέτου του γάλακτος, γαλακτεία.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1_(%CE%9D%CE%B7%CF%81%CE%B7%CE%AF%CE%B4%CE%B1)
Costas Papathanasiou said
70:Πράγματι, το “γαλανός” ερμηνεύεται ευλογοφανώς ως χρώμα της γαλήνιας θάλασσας, η δε “γαλήνη” σχετίζεται μάλλον με το “γελώ” το οποίο ανάγεται στην ΙΕ *ghel- (2) =λάμπω (πρβλ. αγγλ. glow, glad‧ συγγενή και τα yellow/ χλωρός, χολή), δηλαδή στην έννοια “θάλασσα-καθρέφτης”, νερών ήρεμων που αντανακλούν τις ηλιαχτίδες και θυμίζουν και τη λάμψη προσώπου που γελά- εξ ου και Χαράλαμπος [βλ.Greek (Liddell-Scott) https://lsj.gr/wiki/%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CE%B7 και Frisk Etymological English στο https://lsj.gr/wiki/%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%AC%CF%89 ]
Χαρούλα said
#66 Costas Papathanasiou
και τα γαλλικά αντίστοιχα(όπου όμως παίζει και με διαφορές προφοράς).
la mère du maire est tombée à la mer(λα μερ ντι μερ ε τομπέ α λα μερ-η μητέρα του δημάρχου έπεσε στην θάλασσα)
le poisson sans boisson est poison(λε πουασόν σαν μπουασόν ε πουαζόν-ψάρι χωρίς ποτό ειναι δηλητήριο)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
73 >>Βλέπεις, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν το ανοίγω για να χασμουρηθώ ούτε για να χάψω κάποια μύγα…και το ευλογημένο «αναγαλλιάζει το πέλαγο» γίνεται χορός της θάλασσας.
Πραγματικά έξοχη απόδοση.
Κι στο φτερό, ένας μικρός διάολος με τσίγκλισε και ,δίχως παρεξήγηση, πέστε είναι σαν/από τα χαριεντίσματα που κάνουμε τακτικά εδώ με τις λέξεις,να μη γελώ και μόνη μου, μου ήρθε, ανοίγω το στόμα μου κι αναγουλιάζει το πέλαγο
(είναι να μην αναγουλιάζει , μ΄αυτά που λέω η βλάσφημη ; 🙂 )
Theo said
@73:
Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Ψάλλεται άνετα κατά έναν από τους πιο γνωστούς ειρμούς της υμνογραφίας μας, γιατί ο Ελύτης μιμήθηκε τον υμνογράφο του, γράφοντας στο ίδιο μέτρο αυτήν και τις επόμενες συτροφές, σαν τροπάρια αυτού του γνωστού κανόνα:
Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος
καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί
καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων
καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τὰ θαύματα
Είχε μάλλον δίκιο ο Ζουράρις που είχε πει κάποτε πως αν δεν υπήρχε ο Ακάθιστος Ύμνος, δεν θα υπήρχε ο Ελύτης (το Άξιον Εστί τουλάχιστον, που είναι γεμάτο υμνολογικές και βιβλικές αναφορές).
Theo said
στροφές
Α. Σέρτης said
65
«Πριζοτρύζουσα;;;»
«πριζοτρύζουσα ἡ πρῶρα» ≈ «τρύζ ̓ ἡ πρῶρα πρήσσουσα»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
78, >>το Άξιον Εστί τουλάχιστον, που είναι γεμάτο υμνολογικές και βιβλικές αναφορές
Μα ναι, έχει ειπωθεί από τον ίδιο τον Ελύτη (δεν θυμάμαι πού και πότε το διάβασα) ότι κάποιος ή μάλλον κάποια του χάρισε ένα εκκλησιατικό βιβλίο, δεν είμαι σίγουρη αν την Αγία Γραφή, ή τον προέτρεψε να διαβάσει εκκλησιαστικά κείμενα, την εποχή του Παρισιού, που αρκετά αργότερα στάθηκαν προζύμι και πηλός και συνέπλασε ποιητικά τα ελληνικά πάθη με τα υμνολογούμενα στα ιερά βιβλία.
Costas Papathanasiou said
80:…ή, ίσως, εκ του πρίω/πρίζω (=πριονίζω,κόβω) + “τρύζω”(=μουρμουρίζω) οπότε, “πριζοτρύζουσα”=η σχίζουσα ψιθυριστά τη θάλασσα
Costas X said
@ 71. Συμφωνώ, είναι άψογο γραμματικά, αλλά και πάλι το ύφος μου θυμίζει Μπόστ, «Ακούω ήχον κώδωνος» !
Αγγελος said
Αρα πιθανότατα ο Σουηδός μεταφραστής σωστά πρόσθεσε κάποιες λέξεις που αλλιώς θα έμοιαζαν παραγεμίσματα — ήθελε να μπορεί να ψάλλεται η μετάφραση στον ίδιο ρυθμό.
Theo said
@39:
Υπάρχουν και κάποιοι στίχοι καθαρευουσιάνων ποιητών εμπνευσμένοι και ποιητικοί. Μου έχει μείνει η αρχή του Διονύσου πλου του Ραγκαβή (έχει μια μαγεία, αν και το ποίημα είναι άνισο) :
1
Η έκτασις του αχανούς
Αιγαίου εκοιμάτο,
κ΄ έβλεπες δυο ουρανούς·
ο είς ην άνω κυανούς
γλαυκός ο άλλος κάτω.
2
Αι διαλείπουσαι πνοαί
του έαρος εφύσων
αμφίβολοι και αραιαί·
μακράν δ΄εφαίνοντ΄ ως σκιαί
αι κορυφαί των νήσων.
3
Η δύσις, πύλη φλογερά,
λαμπράς αντανακλάσεις
ηκόντιζεν εις τα νερά,
ως αν ενέμοντο πυρά
την πλάκα της θαλάσσης.
4
Αλλ΄ όπου νότος εις γλαυκάς
ταινίας την ερρίκνου,
τι ήτον; όρνις ή ολκάς,
η τις ετάνυεν λευκάς
τας πτέρυγας ως κύκνου.
Φυσικά η παραγωγή ποίησης στη δημοτική είναι ποιητικότερη και πολύ περισσότερη, αλλά και η καθαρευουσιάνικη δεν μπορεί να διαγραφεί με μονοκονδυλιά. Κληρονομιά μας είναι κι αυτή, εξάλλου.
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Δεν ήξερα τον στίχο, είχα ακούσει το «…γαργάλατα γαργάλατα» και το «φαντάσου φαντασία φαντάστηκε φαντάρος φάντασμα φανταχτερό»
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
85# Λοιπόν αυτό θα γινότανε ωραία ζακυνθινή ή κεφαλλονίτικη καντάδα με κιθάρες και μαντολίνα.
gpointofview said
Ας γράψω και γω την μπούρδα μου…
Καθήμενος όρθιος
επί ξυλίνης πέτρας
σκέπτομαι και λέω του εαυτού μου…
Εύγε στον Νικοκύρη μας που τόψαξε με πάθος
και στον αποδιδόμενον βρήκε πως ήταν λάθος
Δεν ήτανε του πλοίαρχου, μον΄ήτανε του μούτσου
δεν ήτανε του Βάρναλη, μον’ ήτανε του Σούτσου !
Και αν ποτέ ασχοληθείς με Εθνική βιβλιοθήκη, περιοδικόν «Στερεά Ελλας», 18 τεύχη καλύπτοντα έτη 2005-7, θέμα Ναυπάκτιοι ποιητές, ειδικά στον Νόβα σ’ένα μακρύ του ποίημα θα βρεις τους στίχους με τα στήθια και τα γάλατα, πληρως εναρμονισμένους με το υπόλοιπο ποίημα κι ας λέει ό,τι θέλει ο Λευτέρης Π» δόπουλος
Αν όχι…με συγχωρείται λάθπς (του Φρ. Γερμανού)
Theo said
@87:
Ναι, κάτι σαν «Εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θάλασσας…»
Theo said
Theo said
Μοσχομύρισε θαλασσινή αύρα σήμερα 🙂
BLOG_OTI_NANAI said
Ωραίο το άρθρο.
Κάποια αναφορά:
Theo said
@88:
Με το «γαργάλατα» έχει ασχοληθεί αρκετά ο Νικοκύρης. Εδώ η τελευταία ανάρτησή του.
Γιάννης Ρέντζος said
«Γαλανός» κι εγώ.
dimosioshoros said
Γαλανός [δοκιμή]
Theo said
Εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2015/07/12/gargalata-3/
sarant said
65-80 Μάλιστα…
86 Αυτό με τα Φ το είχε κι η παρέα του ΣΠ, σχόλιο πιο πάνω. Υπάρχουν βέβαια και τα 5Φ σε ταβέρνες (Φέρε Φίλους Φίλε, Φάγε Φυγε)
94 – 95 Σε ελευθέρωσα και με το κατά κόσμον όνομα 🙂
BLOG_OTI_NANAI said
Και αυτό, από ΕΔΩ: https://catalogue.nlg.gr/Record/b.504438
BLOG_OTI_NANAI said
98: Λάθος λινκ… Από εδώ: https://catalogue.nlg.gr/Record/b.656303
BLOG_OTI_NANAI said
Και ο Λαπαθιώτης «γαλανός»:
BLOG_OTI_NANAI said
Δύο αναφορές ο Δημητράκος, και οι δύο λάθος. Μία στον τόμο «γ» το αποδίδει στον Ραγκαβή, και στον τόμο «σ» το θεωρεί όλο δημώδες:
Spiridione said
Ο Μεσσίας δεν είναι ποίημα, είναι θεατρικό έργο, ρομαντικό δράμα.
Μερικές παρατηρήσεις από τον Πούχνερ που ανθολογεί το έργο στην Ανθολογία Νεοελληνικής Δραματουργίας:
Τι είναι εκείνο όμως που παρακίνησε τον 35χρονο Παναγιώτη Σούτσο να ανεβάσει τα πάθη του Χριστού στη σκηνή; Βεβαίως το δράμα αυτό, σε αντίθεση με τον Οδοιπόρο, δεν παραστάθηκε ποτέ, αν και δεν είναι κατώτερο, όσον αφορά τη σκηνική οικονομία, από εκείνο. Με ορισμένες επεμβάσεις θα μπορούσε, πιστεύω, να παρασταθεί ακόμα και σήμερα, μολονότι η «σούτσεια» γλώσσα, που συχνά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε αντικείμενο δριμείας κριτικής, λειτουργεί αποτρεπτικά. Και πάλι, τι τον παρακίνησε τον συγγραφέα να αναφέρει στον υπότιτλο ότι το έργο γράφτηκε κατά μίμηση του Χριστού πάσχοντος, ενώ με μια ματιά στο κείμενο του δράματος αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι δεν έχει καμία σχέση με τον διαλογικό «κεντρώνα», που χρονικά τοποθετείται στον 4ο ή 5ο, ή και στον 11ο ή 12ο αιώνα. Όπως προκύπτει από μια ανάλυση του έργου, πρόκειται απλώς για μια στρατηγική άμυνας εναντίον πιθανών επιθέσεων κληρικών ή συντηρητικών κύκλων, του τύπου «πως τολμάει να φέρει στη σκηνή τον ίδιο τον Χριστό, και μάλιστα ως επαναστάτη και απελευθερωτή των λαών;». Η σεπτή μορφή του Πατέρα της Εκκλησίας αποτελεί ένα είδος ασπίδας στην υπεράσπιση ενός ασυνήθιστου, για την εποχή, εγχειρήματος…
Ο Μεσσίας, μια αρκετά καλοστημένη πεντάπρακτη πολυπρόσωπη τραγωδία γύρω από τη Σταύρωση του Χριστού, που εισάγει και πρόσωπα έξω από το Ευαγγέλιο, εκτείνεται σε 1.564 δεκαπεντασύλλαβους και άλλα μέτρα, χρησιμοποιεί ζευγαρωτή και πλεκτή ομοιοκαταληξία, ρέοντα διάλογο, αρκετά ζωηρή δράση και ενδιαφέρουσες συγκρούσεις. Σχετικά μεγάλους ρόλους έχουν, εκτός από τον Χριστό, η Αυρηλία, κόρη του Πιλάτου, και ο Λίβιος, γιος του Ηρώδη, που θαυμάζουν τον Μεσσία και τρέφουν τρυφερά αισθήματα ο ένας για τον άλλο. Έντονο είναι και το μεταφυσικό στοιχείο, με δαίμονες, με τον Σατανά, δαίμονες της Γης, πνεύματα, με τον τον Θεό, με αγγέλους και άλλα…
Υπάρχουν δύο σταθερά στοιχεία που περιβάλλουν τη δράση του Χριστού στο έργο: η ειδική σχέση του με την Ελλάδα και η αποστολή του για την αφύπνιση της πολιτικής συνείδησης, της δημοκρατίας και της ισοπολιτείας…
Η δεύτερη πράξη παρουσιάζει τον Ιούδα Ισκαριώτη, ο οποίος ζει αποσυνάγωγος στα βουνά και στα έλη. Προστίθενται ο Άννας και ο Καιάφας που πείθουν τον Ιούδα για την προδοσία. Ωστόσο ο αποσυνάγωγος δεν πείθεται τόσο εύκολα. Εξιστορεί την πολιτεία του ανάμεσα στους μαθητές, παραβάλλοντας τη ζωή του με την πορεία του προς την ήσυχη θάλασσα, που φουρτουνιάζει και την καταπραύνει ο Χριστός. Αυτό που πείθει τελικά τον Ιούδα να αναλάβει την αποστολή της προδοσίας δεν είναι μόνο τα αργύρια, αλλά και η κοινωνική αδικία στην οποία ζει, που τη φέρνει ο πλούτος και η φτώχεια. Στη Β’ πράξη γ’ σχολιάζουν οι δύο αρχιερείς τη δράση του Μεσσία με την πολιτική ορολογία της εποχής του Όθωνα. …
Ύστερα μεταφερόμαστε στο όρος των Ελαιών, όπου εκτυλίσσεται η σκηνή με την αγωνία του Χριστού και τους Απόστολους αποκοιμισμένους. Οι σκέψεις του Χριστού, πέρα από τη βιβλική δέσμευση, επικεντρώνονται πάλι στην ανισότητα των ανθρώπων. Στη σκηνή Β’ στ’ φτάνει ο Ιούδας, ο Κούιντος Κορνήλιος και η σπείρα μετά φανών και λαμπάδων, και γίνεται η σύλληψη του Χριστού. Ο Παν. Σούτσος χειρίζεται ελεύθερα το πρότυπο της Γραφής: δέσμιος ήδη ο Μεσσίας κηρύττει τώρα πιο ανοιχτά την εξέγερση. Η τελευταία σκηνή αποτελεί ρομαντική έκπληξη: ανοίγεται ο ουρανός και φαίνεται ο Δημιουργός στο θρόνο, ενώ κάτω ακούγονται οι φωνές των δαιμόνων. …
Ε’ πράξη, ο Πιλάτος τρελάθηκε: περιγράφει η γυναίκα την κατάστασή του με ένα παραστατικό δίστιχο: Επάνω περιστρέφεται μαλακοστρώμνου κλίνης/ Και ρήματα μονολογεί μωρίας και οδύνης. Εμφανίζεται ο ίδιος στη σκηνή βασανιζόμενος από τις τύψεις. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του σε όραμα τον Εσταυρωμένο. Γίνεται σεισμός. Καταφθάνει ο Ηρώδης και φέρνει την είδηση της επανάστασης των λαών. Η Ανάσταση έγινε επανάσταση. Ακολουθεί πάλι σεισμός. Ο σεισμός των λαών και της ιστορίας. Ακούγεται φωνή λαού. Όλοι φεύγουν έντρομοι. Ο Πόντιος Πιλάτος μένει μόνος του. Η Αυρηλία εξηγεί σε μακρές ρήσεις στον φαρμακωμένο Λίβιο πώς για χάρη του Χριστού θα πάει στην έρημο (ερημίτις κόρη) και θα τον αφήσει. Εκείνος πικραίνεται γιατί την αγαπούσε κρυφά. Η τελευταία σκηνή παρουσιάζει περισσότερη λειτουργικότητα ως προς το κλείσιμο της υπόθεσης: δείχνει τους Αποστόλους κεκλεισμένων των θυρών, όπου εμφανίζεται ο Χριστός και γίνεται η ψηλάφηση επί των τύπων των ήλων. Ύστερα ο Χριστός εξαφανίζεται σε ένα σκηνικό νέφος, ανοίγει ο ουρανός και χορός αγγέλων φαίνεται εν των μεσουρανήματι ψάλλων σε δύο ημιχόρια.
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα δραματικά έργα του 19ου αιώνα από σκηνική άποψη, που προυποθέτει μια σκηνική τεχνολογία ανύπαρκτη στο θέατρο του Σκοντζόπουλου, στη μόλις απελευθερωμένη Αθήνα. Αλλά οι ρομαντικοί δραματογράφοι δεν υπολογίζουν τη σκηνική παρουσίαση του έργου τους.
sarant said
100 Δεν το θυμόμουν, αν και την επιστολή την ξέρω και την έχω καταγράψει, μπράβο.
101 Χαχαχά, το «λεξικό χωρίς λάθη», όπως πλασαριζόταν. Αλλά για να πούμε και του στραβού το δίκιο, στο δεύτερο παράθεμα δεν θεωρεί δημώδη τον στίχο αλλά δημοτική τη γλώσσα.
102 Μπράβο Σπύρο, πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο Πούχνερ.
Spiridione said
Και η γλωσσική – και όχι μόνο – διαμάχη μεταξύ Π. Σούτσου («Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου») και του Κ. Ασώπιου («Τα Σούτσεια»).
https://www.researchgate.net/publication/303596197_E_diamache_P_Soutsou_-_K_Asopiou_1853_kai_e_istorike_synkyria
https://www.tovima.gr/2013/06/07/books-ideas/o-prwtos-kabgas-gia-ta-swsta-ellinika/
Georgios Bartzoudis said
46, ΕΦΗ – ΕΦΗ said: «43 γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει(νομίζω τα πελαγώσατε ελαφρώς στο σημείο κι εσείς )»
# Έτσι το θυμόμουν και γω αλλά το διόρθωσα επειδή μου φάνηκε ότι δεν βγάζει νόημα. Σε κάθε περίπτωση, μετά από εβδομήντα τόσα χρόνια μάλλον πολλά θυμάμαι!
58, Πέπε said: «Μια παρήχηση έχει λόγο ύπαρξης όταν δεν επαναλαμβάνει την ίδια λέξη. Ακριβώς όπως και η ομοιοκαταληξία – δε νοείται να ριμάρεις μια λέξη με τον εαυτό της! Μ’ αυτό το κριτήριο απορρίπτονται και ο Σώσος με τη Σωσώ (43)…».
# Απ’ ότι θυμάμαι ότι ο Σώσος και η Σωσώ είναι υπαρκτό αρχαίο επίγραμμα. Μάλλον περιλαμβάνονταν σε αναγνωστικό των τελευταίων τάξεων του πάλαι ποτε Γυμνσσίου. Άλλωστε, και σήμερα έχουμε ζευγάρια όπως Θανάσης-Θανασία, Βαγγέλης-Βαγγελιώ κλπ.
71, Alexis said: «43, τέλος: κατσ’λιέρης»;
# Μακεδονιστί, ο κορυδαλός ονομάζεται τσιτσιλιάνος ή τσιουτσιουλιάνος, λόγω του λοφίου που φέρει στο κεφάλι του, δίκην τσιουτσιούλας ή κουκούλας: Καμία σχέση με αυτή των «σύγχρονων» κουκουλοφόρων. Την (Μακεδονική) κουκούλα την φορούσαν τα παιδιά το καλοκαίρι για να προστατεύονται από τον καυτό ήλιο. Υπάρχει και η φράση (ας πούμε) «έφαγαμι ένα τσιανάκ(ι) γκάσες, γιομάτο [με] τσιουτσιούλα»= …υπερπληρωμένο ώστε να σχηματίζεται κωνική κορυφή.
odinmac said
Άσχετο αλλά δεν ξέρω γιατί τα 5φ τα αποδίδετε έτσι, εγώ το ξέρω: φίλε φέρε φίλους φάτε φύγετε.
Τέλος πάντων, κουβέντα να γίνεται…
sarant said
106 Έτσι μου το είχε πει ο παππούς μου, αλλά φυσικά υπάρχουν πολλές δυνατότητες.
odinmac said
Εννοώ τον ενικό στο τέλος, σαν να θέλει ο ταβερνιάρης να φύγει μόνο αυτός που του έφερε τους πελάτες-φίλους.
Alexis said
#0: …ενώ σε δοκίμιο του Γιώργου Βέλτσου (στη συλλογή κειμένων «Για τη δημοτική γλώσσα») ο «γαλανός αιγιαλός» αναφέρεται ανάμεσα σε κλισέ που έχουν περάσει από την ποίηση στη γλώσσα
Πολύ ωραίο θέμα αυτό! Κλισέ που έχουν περάσει από την ποίηση στη γλώσσα. Αξίζει άρθρο (ας πω κι εγώ ένα κλισέ 😆 )
…επειδή όμως, σε άλλες ευκαιρίες, μου παίνευε και το ποίημα «Διονύσου πλους» του Α. Ρ. Ραγκαβή, σαν στιχουργικό άθλο…
Κάτι ήξερε ο παππούς…
Alexis said
#108: Ο ενικός έχει επιλεγεί προφανώς για λόγους μετρικούς, για να είναι όλες οι λέξεις δισύλλαβες.
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
108 – 110 Κι όχι μόνο. Στο φίλο δίνει οδηγίες τι να κάνει. Βέβαια η παραλλαγή του πληθυντικού είναι ποιο γενική, πάντως κι εγώ με συνεχόμενο ενικό την ξέρω.
loukretia50 said
Απάντηση στο Χχτήνος
(ταμάμ δι΄απαγγελίαν!)
Δανδής ηδύς και ευειδής
ενδοσκοπεί ο αναιδής
γαλιάνδρας την φωλέα
Νυκτός πεσούσης, ορατός.
Σελήνη λύνει του φωτός
τη δέσμη – προβολέα
Και άρτι αναρριχηθείς
λανθάνει, εναγκαλισθείς
φαιδράν πορτοκαλέα,
νυν θαλλερή, και αυθωρεί,
εγγύς παράθυρον θωρεί
ως κλαρωτήν αυλαία
Αρχή δη, ήμισυ παντός.
Ο πλους του πόθου ρέει εντός
καρδίας εισβολέα
Ως αίλουρος καραδοκεί
την δεσποσύνην προσδοκεί
να ίδη φευγαλέα,
δολίως επωφεληθείς
( ο κύρης αποχαυνωθείς
κι η νόννα νυσταλέα )
ουδόλως αναρωτηθείς
εάν θα τύχει συλληφθείς
περιπολών λαθραία.
Η παις*, σεμνή,
θλιμμένη υμνεί,
ως κλαίουσα ιτέα.
* Ανθή : κοσμία ως Ατθίς
τυγχάνει , καίτοι η εσθής
ανθεί αβυσσαλέα
Ιππότου ίμερον ποθεί.
Ανήμερον** δεν απωθεί.
** εσθίων σκορδαλέα
Την αοιδόν ο παις ιδών,
εις αηδόνα μελωδόν,
ποιεί υποβολέα
Ωδήν συνθέτει αναφανδόν
και επί κλώνου οκλαδόν
συνάδει φρικαλέα
Τα μάλα ουν μερακλωθείς,
προσθίως πάνυ τανυσθείς,
ωθεί δενδρογαλέα
Με πήδον ένδον εφορμών
έμπλεος δέους και ορμών
βρυχάται αγελαία
Εις άκουσμα ανδρός αυδής
η παις, η τόσον ευφραδής
κατέπιεν λαλέα
κι ως απεφάνθη παρευθύς :
«Η όψις – θρέψις συμπαθής!»
εγκύπτει λυσσαλέα
Αιδούς συναγερμός βραδύς,
ανδρείος δείχνει ο δανδής,
με ρώμην κραυγαλέα
Ενδίδει δήθεν ενδεής
Δριμεία πάθους καταιγίς
Και πίπτει η αυλαία
Ηδύς ο αναιδής δανδής
Μειδιών συνάδει, απεκδυθείς
μεταξωτήν σκελέα
ΛΟΥ
Γλυκό μυστήριον της ζωής!
Ιδού ιππότης… Παναής!
(Κι ας μην τον είδατε υμείς!)
με περικεφαλαία!
ΥΓ 1 ; Λατρεύω τις παρηχήσεις, αλλά μόνο για παιχνίδι.
ΥΓ 2 : Γνωρίζω τη φράση με «γαλανός»
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
112# Μου κάνεις καντάδα? 🙂
nessim said
29. το «..πολλών πιπτόντων κεραυνών..» πάντως είναι της σχολής Μπόστ
sarant said
109 Να το έχω στο νου μου
112 Μπράβο βρε Λου!
114 Όντως.
Πέπε said
105
> Απ’ ότι θυμάμαι ότι ο Σώσος και η Σωσώ είναι υπαρκτό αρχαίο επίγραμμα. Μάλλον περιλαμβάνονταν σε αναγνωστικό των τελευταίων τάξεων του πάλαι ποτε Γυμνσσίου. Άλλωστε, και σήμερα έχουμε ζευγάρια όπως Θανάσης-Θανασία, Βαγγέλης-Βαγγελιώ κλπ.
Είναι υπαρκτό, και (απ’ ό,τι θυμάμαι κι εγώ) επίσης από σχολικό βιβλίο αρχαίων το θυμάμαι, είτε τωρινό είτε πριν την τελευταία αλλαγή. Και δεν αμφιβάλλω ότι τα ονόματα είναι υπαρκτά ή έστω ρεαλιστικά. Αλλα΄επειδή είναι αρχαίο και ρεαλιστικό δεν είναι κατ’ ανάγκην και καλό! Ακόμα κι οι αρχαίοι, καμιά φορά, …!
Εκτός βέβαια αν το πάρουμε όχι σαν παρήχηση αλλά σαν γλωσσοδέτη. Εκεί πάω πάσο.
Απο τις Σείσες είσαι συ κι από τις Σείσες είσαι,
κι απ’ όλες ομορφότερη εσύ ‘σαι, σύ ‘σαι, σύ ‘σαι.
Δεν έχει πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ποίηση από τον Σούτσο, όσο κι αν οι Σείσες είναι υπαρκτό χωριό, αλλά για γλωσσοδέτης μια χαρά δεν είναι; Και πάνω στην πλάκα μπορεί κανείς κάλλιστα να συνθέτει επίτηδες τζούφιους στίχους. Αν ήταν να πεις κάτι που αξίζει τον κόπο, θα ‘ταν κρίμα να το κρύψεις πίσω από όλο αυτό το πανηγύρι με τα σισεσισεσισε.
Δύτης των νιπτήρων said
Σίσες γράφεται το χωριό, βρε!
loukretia50 said
Πέπε,
ασκήσεις ορθοφωνίας μετά από εξαγωγήν οδόντος
Συ σώσον σον Σώσον , Σωσώ,
Σωσώ, σον Σώσον σώσον
ή μήπως…
Συ ΄σαι από Σείσες ω Σωσώ
Σωσώ, σον Σώσον, σείσον!
Συ έσωσας Σώσον τον σον
Σωσίας Σώσου ήσσων