Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 21 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)
Posted by sarant στο 25 Οκτωβρίου, 2022
Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.
Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή πρώτη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.
Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίζεται στη μεταπολίτευση -ήδη βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1980. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Έχει μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε, ενώ η σχέση του με τη νεότερη συνάδελφό του Φανή διακόπτεται αναπάντεχα. Σήμερα ολοκληρώνουμε το ενδέκατο κεφαλαιο, που έχει τίτλο Προσπάθειες ανάταξης. Βρισκόμαστε στα 1986.
Ένα πρωί του τηλεφώνησε η γυναίκα του Βαγγέλη. Φαινόταν αναστατωμένη και στις ερωτήσεις του τον πληροφόρησε πως τον πήγαν επειγόντως στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, γιατί είχαν μπερδευτεί τα πόδια του σε κάποιο χαλάκι στο σαλόνι τους και είχε πέσει, σπάζοντας τον γοφό του. Αμέσως πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε να τον δει. Τον βρήκε διασωληνωμένο και ακίνητο στο κρεβάτι του νοσοκομείου, αλλά με το βλέμμα όπως πάντα ζωηρό και το ηθικό ακμαίο. Χάρηκε πολύ που τον είδε και έμεινε αρκετήν ώρα κουβεντιάζοντας. Του εξήγησε πως τα τελευταία χρόνια στα στρατιωτικά νοσοκομεία, δέχονταν και ιδιώτες, ιδίως σε περιπτώσεις εκτάκτων περιστατικών.
Όταν μπήκε η νοσοκόμα για να του αλλάξει τον καθετήρα και τους σωλήνες και καθώς εν συνεχεία θα γινόταν η επίσκεψη των γιατρών, ο Δήμος χαιρέτησε τον φίλο του και πήγε να φύγει. Τότε η νοσοκόμα, που μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά της, τον ρώτησε
«Έχετε αυτοκίνητο;»
και όταν αυτός απάντησε καταφατικά, τον παρακάλεσε να πάρει μια συνάδελφό της που βιαζόταν να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά δεν είχε μέσο. Δέχτηκε χωρίς άλλη κουβέντα και όταν η νοσοκόμα του έφερε τη συνάδελφό της, πήγανε μαζί ως το αυτοκίνητό του και της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Όταν συστηθήκανε έμαθε πως τη λέγανε Μίνα, αλλά δε συγκράτησε το επώνυμό της, που είχε πάντως κρητική κατάληξη. Ήταν καλοκαμωμένη, μάλλον παχουλή και κάπως συνεσταλμένη, όπως δε υπολόγισε, θα είχε περάσει τα σαράντα.
Στην αρχή δε μιλούσε, όταν όμως κατέβαιναν τη Μεσογείων με βήμα σημειωτόν, καθώς είχανε πέσει στην ώρα της μεγάλης κίνησης, πιάσανε κουβέντα. Τον ρώτησε αν είναι γιατρός και αυτός της απάντησε αρνητικά και την πληροφόρησε πως ήταν φιλόλογος ή δε η παρουσία του στο νοσοκομείο ήταν για να δει ένα φίλο του. Με τη σειρά του τη ρώτησε τα τυπικά και τον πληροφόρησε πως ήταν όντως από την Κρήτη, πως εργαζόταν ως νοσηλεύτρια και πως ανήκε στο στρατιωτικό προσωπικό του νοσοκομείου.
Όταν φτάσανε κοντά στο Χίλτον και μια που της είπε πως θα συνέχιζε προς Νέα Σμύρνη, εκείνη του ζήτησε να σταματήσει, για να πάρει το τρόλεϋ για την Ομόνοια. Πριν τον αποχαιρετήσει όμως και αφού τον ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση που της έκανε, του ζήτησε το τηλέφωνό του, διευκρινίζοντας πως θα ήθελε να ξαναβλεπόντουσαν. Παραξενεύτηκε λίγο, αλλά πρόθυμα της έδωσε μια κάρτα του.
Είχε σχεδόν ξεχάσει το περιστατικό αυτό, όταν την άλλη βδομάδα του τηλεφώνησε και του πρότεινε να συναντηθούν «για να τα πούνε». Δεν το περίμενε αλλά μη έχοντας, έτσι κι αλλιώς τι άλλο να κάνει, συμφώνησε και κανόνισαν να συναντηθούν σε ένα ζαχαροπλαστείο-μπαρ σε μια στοά κοντά στο Σύνταγμα.
Παραξενεύτηκε με τον εαυτό του, όταν ένιωσε πως χάρηκε βλέποντάς την. Δεν το περίμενε. Αυτή τη φορά η Μίνα ήταν ντυμένη με τα καλά της και κρατούσε, εκτός από την τσάντα της και κάτι λιγοσέλιδα βιβλία. Με πρότασή του ανέβηκαν στο πατάρι του μαγαζιού και όταν κάθισαν και δώσανε τις παραγγελίες τους, πιάσανε κουβέντα. Κολακεύτηκε σαν την άκουσε να τον ρωτά αν ετοίμαζε άλλο βιβλίο, γιατί αποδείχτηκε πως ήταν ενήμερη (από ποιόν άραγε;) για τα δυο προηγούμενα του.
«Ξέρετε γράφω κι εγώ» του λέει με κάποια συστολή και του έδωσε ένα λιγοσέλιδο βιβλίο
Κάπως ξαφνιασμένος πήρε το ένα και άρχισε να το ξεφυλλίζει, ενώ εκείνη τον παρακολουθούσε με μιαν έκφραση προσμονής στο πρόσωπό της. Από την πρώτη ματιά που έριξε στο βιβλίο, ένοιωσε πολύ άβολα. Αυτά που διάβασε «διαγωνίως» δεν του έλεγαν τίποτα απολύτως. Φλύαρη και άτεχνη παράθεση κοινοτυπιών, που φανερά τις είχε εμπνευστεί ή τις είχε αντιγράψει από φτηνά ρομάντζα, που δημοσίευαν περιοδικά σαν το «Μπουκέτο» τον «Θησαυρό» και άλλα. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τι να της πει;
«Λοιπόν;» τον ρώτησε, όταν σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο.
«Ξέρετε, με μια πρώτη ματιά και μάλιστα σε τέτοιο περιβάλλον, δε θα μπορέσω να κρίνω. Αν συμφωνείτε να τα πάρω σπίτι μου να τα μελετήσω με άνεση»
«Δε θα σας βάλω σε κόπο;»
«Κάθε άλλο. Θα ήταν μεγάλη μου χαρά»
Έτσι πήρε τα τρία βιβλία και τα έβαλε στον χαρτοφύλακά του. Κατόπιν συνέχισαν την κουβέντα τους.
Όταν τα ξαναείδε στο σπίτι του, η αρχική γνώμη του εμπεδώθηκε. Τα γραφτά της δεν άξιζαν ούτε το χαρτί όπου είχαν τυπωθεί. Το τρίτο μάλιστα τομίδιο, που ήταν συλλογή ποιημάτων, ήταν κυριολεκτικά για γέλια. Πιο ποιητικό χαρακτήρα θα είχαν τα στιχάκια που έχουν πίσω τους τα φύλλα των ημερολογίων που κρεμάμε στους τοίχους. Όλα αυτά τον προβλημάτισαν πολύ. Από τη μια δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει, έτσι που την είδε να περιμένει με τέτοια προσδοκία τη γνώμη του κι από την άλλη του ήταν αδιανόητο να της πει ψέματα για ένα τόσο σοβαρό, για κείνη βέβαια, ζήτημα.
Το κακό ήταν πως η Μίνα ήταν τελείως διαφορετική από τις άλλες κοπέλες που είχε γνωρίσει και έκανε κατά καιρούς παρέα. Δεν είχε τη ζεστασιά της Ντίνας, την ευθυκρισία και το χιούμορ της Φανής, το ανοιχτό μυαλό της Αναστασίας ή την ντομπροσύνη της Πόπης, και της Κατερίνας. Και φυσικά δεν τόλμησε ούτε καν να τη συγκρίνει με τη Βασιλική. Ήταν απολύτως αταίριαστη με όλες αυτές τις γυναίκες. Αλλά και με τις άλλες παρέες του εύρισκε πως δεν κολλούσε. Ήταν κλασσική μικροαστή, με όλα τα γνωρίσματα του είδους. Μόλο που ήτανε πολύ θρήσκα, ούτε κατά διάνοιαν δε θα ταίριαζε με την Αναστασία. Δεν είχε την ευθυκρισία και το θάρρος της. Τους παπάδες τους έβλεπε όπως τους αξιωματικούς προϊσταμένους της στο Νοσοκομείο. Αποδεχόταν τις εντολές τους, χωρίς να τις κρίνει, σαν κάτι το καθιερωμένο, το φυσικό και το πάγιο.
Όμως ανεξάρτητα από την απογοήτευση που του προκάλεσαν οι λογοτεχνικές της επιδόσεις και παρά τον κομφορμισμό της, συνέχισε να συναντιέται μαζί της και σιγά σιγά άρχισε να τη βλέπει με άλλο μάτι. Την αντιμετώπιζε όχι σα μια φιλολογούσα γνωριμία, αλλά σα γυναίκα. Από τον πληθυντικό και τις τυπικότητες πέρασαν στον ενικό και σε πιο εγκάρδιες σχέσεις. Καθιερώσανε να βγαίνουν τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα για σινεμά ή θέατρο και κατόπιν να τρώνε μαζί σε κάποιο εστιατόριο.
Του αφηγήθηκε τη ζωή της, πως η οικογένεια της ήταν φτωχή και βιάστηκαν να την παντρέψουν δεκαεννιά χρονών με έναν αξιωματικό, αυταρχικό και βάναυσο, που την κατατυράννησε. Το μόνο θετικό που αποκόμισε από τον βραχύβιο γάμο της, ήταν πως με τη βοήθεια του αντρός της μπήκε στο σώμα των αδελφών νοσοκόμων και κατάφερε σα χώρισαν να διοριστεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου τη γνώρισε ο Δήμος.
Όταν καλοκαίριασε, αντί για θέατρο ή σινεμά συνήθισαν να κάνουν μικρές εκδρομές με το αμάξι του προς τις παραλίες, άλλοτε στην Κινέττα και τους Αγίους Θεοδώρους, άλλοτε προς το Σούνιο κι άλλοτε προς το Μάτι ή τον Άγιο Αντρέα. Γυρίζοντας από μια τέτοιαν εκδρομή, κοντά στο Μεγάλο Πεύκο, σταμάτησαν σε μιαν έρημη ακρογιαλιά. Είχε πια σουρουπώσει και η γαλήνια θάλασσα φωτιζόταν από την ανταύγεια του δυτικού ορίζοντα
«Πεθύμησα να κάνω μπάνιο» του λέει
«Μα δεν έχεις το μαγιό σου» παρατήρησε
«Θα κάνω χωρίς μαγιό. Έλα κι εσύ» απάντησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Και χωρίς να περιμένει την απάντηση του βγήκε από το αυτοκίνητο, γδύθηκε με βία και ολόγυμνη βούτηξε στο νερό. Πρώτη φορά την έβλεπε γυμνή και το θέαμα τον ξεσήκωσε. Γδύθηκε κι αυτός και την ακολούθησε. Πραγματικά ήταν πολύ όμορφα. Η θάλασσα του φάνηκε ζεστή, ήταν άλλωστε τέλη Ιουνίου, και το γεγονός πως κολυμπούσε γυμνός δίπλα σε μια γυμνή γυναίκα του προκάλεσε μεγάλη διέγερση. Κολυμπώντας την αγκάλιασε κι άρχισε να τη φιλά και να τη χαϊδεύει. Ανταποκρίθηκε με μεγάλη όρεξη και καταλήξανε να κάνουν έρωτα μόλις βγήκαν στην αμμουδιά.
Σκουπίστηκαν εκ των ενόντων με τη φανέλα του και μισόστεγνοι φόρεσαν τα ρούχα τους και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Μόλις κάθισε δίπλα του τον φίλησε στο στόμα και του λέει
«Ήταν πολύ όμορφα»
Από τότε γίνανε κανονικοί εραστές. Στην αρχή σμίγανε ερωτικά μια ή και δυο φορές τη βδομάδα, αργότερα όμως όταν πέρασε η αρχική έξαρση, περιόρισαν τα ερωτικά σμιξίματά τους σε μια φορά στις δέκα μέρες. Βλέπονταν όμως και άλλες μέρες, συνήθως για να πάνε σε κάποιο θέατρο ή σινεμά ή απλώς για να φάνε έξω. Η εξέλιξη αυτή τον βόλευε. Δεν αισθανόταν πια ταπεινωμένος, όπως όταν επισκεπτόταν την Άντζυ και η μοναξιά του, κατά κάποιον τρόπο, τέλειωσε. Και ναι μεν τέλειωσε η μοναξιά του κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, άρχισαν όμως κάποια άλλα προβλήματα. Πολύ γρήγορα κατάλαβε πως η Μίνα άρχισε να κάνει σχέδια για μονιμότερη σχέση μαζί του. Δεν του το είπε ποτέ καθαρά, αλλά το έδειχναν όλες οι κινήσεις της.
Εν πρώτοις του γνώρισε κάποιες «στενές φίλες της». Έτσι του τις σύστησε, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως μαζί τους δεν την έδενε μαζί τους καμιά πραγματική φιλία. Τυπικές και συμβατικές ήταν οι σχέσεις τους. Όταν βεβαιώθηκε γι΄ αυτό, απροσδόκητα ένοιωσε κάτι σαν συμπόνια γι΄ αυτήν. Ήταν ένα μοναχικό, αβοήθητο πλάσμα, που από κάπου ήθελε να πιαστεί. Βέβαια μέσα του απέκλεισε από την αρχή την πιθανότητα να την παντρευτεί. Καλή και άγια ήταν για την παρούσα μορφή της σχέσης τους, αλλά δεν ένοιωθε γι΄αυτήν κάποια, έστω και υποτυπώδη μορφή έρωτα, που θα τον έκανε να ζήσει μαζί της τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Κάτι τέτοιο δε θα το άντεχε. Με κανέναν τρόπο, όμως, δεν ήθελε και να την πληγώσει.
Ούτε και μπορούσε να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα με προσωπικότητα και ανοιχτό μυαλό, όπως ο Αντρέας μεταμόρφωσε την Αναστασία «από κάμπια σε χρυσαλίδα» σύμφωνα με τα λεγόμενά της. Δεν έλειπαν μόνο οι προϋποθέσεις από μέρους της, έλειπε η ικανότητα, ίσως και η διάθεση, από μέρους του. Αισθανόταν αρκετά μεγάλος για παρόμοια αισθήματα και εγχειρήματα. Έτσι συνέχισαν το δεσμό τους με αυτή τη μορφή. Χαρακτηριστικό της διάθεσής του αυτής ήταν πως απέφυγε να τη γνωρίσει με τους φίλους του, τον Βαγγέλη, που τη σκαπούλαρε κι αυτή τη φορά και τον κάλεσε δυο φορές στο σπίτι του, τον Αλέκο και την Κατερίνα, που τους επισκέφθηκε τρεις φορές στο σπίτι τους στο Μαρούσι, ακόμα και τους γείτονές του, τον Νίκο και τη Μαργαρίτα και τους καινούργιους του φίλους, τον Δημήτρη και τη Λασκαρίνα.
Τελικά αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του πολύπειρου σε τέτοια θέματα Αντρέα. Όταν πήγε πάλι να τον δει και να τα πούνε, για το μόνιμο θέμα της πινακίδας και των αλφαβήτων, σε μια στιγμή που ήταν μόνοι τους, γιατί η Αναστασία με τα παιδιά είχανε πάει κάπου, του είπε τι τον απασχολούσε. Του έκανε μεγάλο καλό που ο Αντρέας άκουσε το πρόβλημά του με προσοχή και κατανόηση, χωρίς να κάνει καμιά πειραχτική παρατήρηση ή σχόλιο. Η στάση αυτή του θύμισε τον τρόπο με τον οποίο είχε ακούσει την εξομολόγησή του για τον έρωτα του με τη Βασιλική, τότε στην πρώτη τους εκδρομή στην Αίγινα.
Ο Αντρέας, όταν κατάλαβε πως ο Δήμος του είπε όσα είχε να πει, πήρε το λόγο και τότε το ύφος του έγινε το γνώριμο πειραχτικό.
«Σε ξέρω σχεδόν τριάντα χρόνια και για να ανακεφαλαιώσω την ερωτική σου ιστορία, οι γυναίκες με τις οποίες πλάγιασες είναι: η Βασιλική, η Ντίνα, εκείνη η μικρή, η Φανή και τώρα αυτή η Μίνα, που μου την είπες. Όμως μεταξύ της μίας σχέσης και της επόμενης μεσολαβούν αρκετά χρόνια. Πώς την έβγαζες στα διαστήματα που σου έλειπε η μόνιμη γυναικεία συντροφιά;»
«Εννοείς από σεξουαλικής πλευράς;»
«Φυσικά. Δε σε έχω να καταφεύγεις στην ηλικία σου στη χείρα με τα πέντε ορφανά, αλλά πάλι δε μπορώ να σε φανταστώ να επισκέπτεσαι μπορντέλα».
«Κι όμως εκεί κατέφευγα, όχι βέβαια σε πορνεία ομαδικού εταιρισμού, όπως τα λέγανε, τα οποία άλλωστε έχουν προ πολλού καταργηθεί, αλλά σε κάποια ατομικά» και του ανέφερε τη σχέση του με την Άντζυ, προσθέτοντας
«Τι τα θες, όμως, κάθε φορά που πήγαινα ένοιωθα ταπεινωμένος»
«Το καταλαβαίνω και σε δικαιολογώ»
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Φαινόταν πως αναζητούσε κάποια λύση στο πρόβλημα του φίλου του. Στο τέλος του λέει
«Άκου να δεις, Δήμο μου, δε μεταμόρφωσα μονάχα εγώ την Αναστασία, κι εκείνη με άλλαξε βαθιά. Θυμάσαι πώς ήμουνα; Δεν άφηνα ούτε γάτα θηλυκή. Ε λοιπόν στα εικοσιεφτά χρόνια που είμαστε μαζί, δε γύρισα να κοιτάξω άλλη γυναίκα. Έγινα συνεπής μονογαμικός. Ποιος θα το πίστευε, έ;. Και να σου πω κάτι; Μ΄ αρέσει που έχω μόνο με την Αναστασία σχέσεις. Μπορεί να γέρασα κι εκείνη να μεγάλωσε αναλόγως, πέρασε τα πενήντα πέντε, αλλά να ξέρεις κάτι, Δήμο: Τη γυναίκα που της έκανες έρωτα όταν ήταν νεαρή κοπέλα, θα τη βλέπεις νέα ακόμα κι όταν γίνει εξηντάρα και εβδομηντάρα. Εγώ κοντεύω τα ογδόντα κι όμως κάνουμε ακόμα έρωτα. Βοηθάει βέβαια το ότι εκείνη είναι πολύ μικρότερη μου. Αλήθεια εσύ τα καταφέρνεις στο κρεβάτι με την καινούργια σου φιλενάδα;»
«Το κατά δύναμιν» του λέει ο Δήμος γελώντας
«Όσο για το πρόβλημα που σε απασχολεί, τι να σου πω. Δε νομίζω πως ένας γάμος μαζί της θα πρόκοβε. Από όσα μου έχεις πει κατάλαβα πως διαφέρετε πολύ, οπότε μάλλον προβλήματα και στους δυο σας θα δημιουργούσε ο γάμος. Ούτε πάλι σε έχω ικανό να την πληγώσεις, ούτε και να ξαναγυρίσεις στον αγοραίο έρωτα. Θα έλεγα να κρατήσεις τη σχέση σου μαζί της στο σημερινό επίπεδο, όσο πάει. Αλήθεια στον κύκλο της δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να σε υποκαταστήσει. Να επαναληφθεί δηλαδή η περίπτωση της Ντίνας, η οποία, α-προπό, τα πάει πολύ καλά με τον άντρα της, το γιατρό τον Ευσταθίου».
Μ΄ όλο που ο Αντρέας δεν του πρότεινε κάποια λύση, η κουβέντα που κάνανε τον απασχολούσε σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής του. Αποφάσισε να γνωριστεί καλύτερα με τον κύκλο των φίλων της Μίνας. Για άλλη μια φορά στη ζωή του άρχισε να παίρνει μέρος σε συναντήσεις με ανθρώπους που δεν τον συνδέανε μαζί του κοινές ιδέες ή κοινά ενδιαφέροντα. Η πρώτη ήταν τότε που διορίστηκε στους Σοφάδες. Τότε το έκανε εξ ανάγκης, ενώ τώρα το ξεκίνησε εσκεμμένως, μήπως και βρεθεί κάποια λύση που δε θα πλήγωνε τη Μίνα. Περιέργως όμως, με τον καιρό, άρχισε να κάνει γούστο με τις συνάξεις αυτές, πράγμα που τον παραξένεψε γιατί δεν το περίμενε από τον εαυτό του.
Διαπίστωσε πως αυτοί οι ρηχοί και ανούσιοι άνθρωποι, όπως τους έβλεπε εκ πρώτης όψεως, είχαν τη δικιά τους προσωπικότητα και κάποιων η προσωπική ιστορία παρουσίαζε ενδιαφέρον. Φυσικά καθώς τη μάθαινε από τρίτους, είχε τον χαρακτήρα κουτσομπολιού. Η πιο ενδιαφέρουσα ήταν η περίπτωση κάποιου Στάθη Μαυρόπουλου, που κάποτε δούλευε λογιστής σε μεγάλη επιχείρηση, αλλά τώρα ήταν συνταξιούχος. Είχε παντρευτεί μιαν αρκετά μεγαλύτερη του γυναίκα, μάλλον από συμφέρον, παίρνοντας καλή προίκα. Κάνανε δυο παιδιά, αλλά, όπως αποδείχτηκε, δε μπόρεσε ποτέ να τα κάνει να τον αγαπήσουν. Ίσως κι αυτός από χαρακτήρος να μη μπόρεσε να βρει τρόπο επαφής με τα παιδιά του. Το ζήτημα ήταν ότι μόλις πέθανε η γυναίκα του, τα μεγάλα πια παιδιά του τον έδιωξαν από το σπίτι!
Εντυπωσιασμένος από αυτή την όχι και τόσο συνηθισμένη ιστορία, ο Δήμος επιδίωξε να γνωρίσει προσωπικά αυτόν τον άνθρωπο. Πράγματι συναντήθηκαν και σύντομα διαπίστωσαν πως ταίριαζαν τα χνώτα τους. Έτσι άρχισαν να κάνουν ταχτική παρέα και σιγά σιγά έμαθε πώς αυτός ο Στάθης αντιμετώπισε με θάρρος και αξιοπρέπεια την απόρριψη του από τα παιδιά και την εκδίωξή του από το σπίτι, που αυτός το διαμόρφωσε, έστω και με τα λεφτά της προίκας.
Όπως του είπε η σύνταξη του ΤΕΒΕ, που έπαιρνε ήταν πολύ μικρή και αν νοίκιαζε έστω και ένα δυαράκι, δε θα του έμενε σχεδόν τίποτα για τις λοιπές ανάγκες του. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει άστεγος! Οργανωμένος όμως άστεγος. Εξακρίβωσε πως με την κατάλληλη εμφάνιση και συμπεριφορά, μπορούσε να κινείται άνετα παντού, χωρίς να προκαλεί την προσοχή θυρωρών, υπαλλήλων ή οργάνων της τάξης και το πέτυχε δημιουργώντας μια προσωπικότητα περιθωριακού μεν αλλά ακίνδυνου διανοούμενου.
Ξεκίνησε από την εμφάνιση του. Αγόρασε δυο πανταλόνια και δυο πουκάμισα μπλου-τζιν, ένα χοντρό μπουφάν, αθλητικά παπούτσια πάνινα, άφησε μουστάκι και γένια και περιόρισε το κούρεμα σε μια φορά κάθε τρεις μήνες, με αποτέλεσμα να μακρύνουν τα μαλλιά του και να αποχτήσει εμφάνιση διανοούμενου χίπη. Την εντύπωση αυτή την ενίσχυε κυκλοφορώντας πάντοτε με ένα περιοδικό στη μασχάλη ή κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι.
Κατόπιν εξασφάλισε μέρη, όπου θα μπορούσε να κάθεται με τις ώρες χωρίς να χρειαστεί να πληρώσει και φυσικά όχι στα παγκάκια των δημόσιων πάρκων ή των πλατειών. Ιδανικά τέτοια μέρη ήταν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, όπου καθιέρωσε να περνά, διαβάζοντας, πολλές ώρες τη μέρα, ιδίως όταν είχε λιοπύρι ή αντίθετα όταν έβρεχε κι έκανε κρύο. Εναλλακτική επιλογή ήταν οι κεντρικές αίθουσες μεγάλων τραπεζών, Ελλάδος, Εθνικής, Εμπορικής Αθηνών και άλλων. Τις ώρες που οι βιβλιοθήκες και οι τράπεζες δε λειτουργούσαν, κατέφευγε σε δημόσια νοσοκομεία, στις αίθουσες αναμονής του κοινού. Για τις σωματικές του ανάγκες εξακρίβωσε πως πολλά μοντέρνα κτίρια υπουργείων, όπως π.χ. το Υπουργείο Εμπορίου στην πλατεία Κάνιγγος, διαθέτανε ευρύχωρους και καθαρούς χώρους υγιεινής, όπου αν πήγαινε σε κατάλληλη ώρα μπορούσε να κάνει μέχρι και ντους.
Επειδή δε μπορούσε να κυκλοφορεί με τσάντες ή ακόμη χειρότερα με μπόγους ή πλαστικές σακούλες, που οπωσδήποτε θα κινούσαν την προσοχή, νοίκιασε στον αποθηκευτικό χώρο του ΟΣΕ, στο σταθμό Λαρίσης, μια θυρίδα, δηλαδή ένα ντουλάπι, όπου έβαζε σε πλαστικούς σάκους, δυο αλλαξιές ασπρόρουχα, κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα χοντρό μπουφάν. Το ενοίκιο ήταν πολύ μικρό και ουσιαστικά μαζί με την αγορά της εφημερίδας, αποτελούσαν τα μόνα πάγια έξοδά του. Άλλο ένα πάγιο έξοδο αποτελούσε το πλύσιμο των ρούχων του, όταν λέρωναν, που τα έπλενε κάθε δεκαπέντε μέρες σε ένα δημόσιο συγκρότημα ατομικών πλυντηρίων, που ανακάλυψε να λειτουργεί κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Το πρόβλημα του φαγητού το έλυσε διαφορετικά. Μελετώντας τις ειδικές στήλες κοινωνικών νέων και πολιτιστικών ειδήσεων στην εφημερίδα, εξακρίβωσε πως καθημερινά σχεδόν γίνονταν στην Αθήνα παρουσιάσεις βιβλίων, εγκαίνια εκθέσεων εικαστικών έργων τέχνης και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις, όπου κατά κανόνα λειτουργούσε μπουφές. Βέβαια όλες αυτές οι εκδηλώσεις γίνονταν τα απογέματα ή τα βράδια, οπότε αναγκαστικά μετέτρεψε το γεύμα σε δείπνο. Σε πολλές τέτοιες εκδηλώσεις τα εδέσματα που προσφέρανε ήταν κυριολεκτικά πλουσιοπάροχα, και καθιέρωσε, φεύγοντας να συναποκομίζει, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, σάντουιτς, τυρόπιτες ή γλυκίσματα, για το πρόγευμα και το γεύμα της επομένης.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του ήταν βεβαίως, το πού θα κοιμόταν τις νύχτες. Τελικά το έλυσε, ύστερα από πολλές αναγνωριστικού τύπου επισκέψεις σε πολλά, δημόσια νοσηλευτήρια, κατά τις οποίες εξακρίβωσε πως υπήρχαν κρεβάτια που μένανε αδιάθετα, ελλείψει ασθενών. Δοκιμαστικά στην αρχή, συστηματικά εν συνεχεία, αφού έμενε στην κεντρική αίθουσα υποδοχής μέχρι τα μεσάνυχτα, προσποιούμενος τον επισκέπτη, διάλεγε αίθουσες νοσηλείας με πολλά τέτοια αδιάθετα κρεβάτια και χωρίς αποκλειστικές νοσοκόμες να περιποιούνται τους υπάρχοντες ασθενείς και έπεφτε, με τα ρούχα φυσικά, και κοιμότανε ως το πρωί.
Τελικά ένα σχεδόν εξάμηνο από την εκδίωξή του από το σπίτι του, ο Στάθης είχε βρει έναν ανεκτό τρόπο αξιοπρεπούς επιβίωσης του ως αστέγου, που τον ικανοποιούσε. Με την ταχτική του επίσκεψη σε βιβλιοθήκες, εκτός από την ευχαρίστηση που βρήκε διαβάζοντας ενδιαφέροντα βιβλία, άρχισε να κρατά σημειώσεις και κατόπιν να γράφει σύντομα κείμενα με τις ιδέες και τις απόψεις του. Παράλληλα δημιούργησε εγκάρδιες σχέσεις με βιβλιοθηκάριους και βιβλιοθηκονόμους, που σχημάτισαν την εντύπωση πως ήταν συγγραφέας, λίγο ιδιόρρυθμος ίσως ή έστω περιθωριακός. Κάποιος από τους νέους γνώριμους του, που είχε γνωστούς σε μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα, τον σύστησε στον υπεύθυνο, στον οποίον ο Στάθης έδωσε κάτι γραφτά του. Τα κείμενα του άρεσαν και δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο περιοδικό του συγκροτήματος. Σιγά σιγά η συνεργασία του μονιμοποιήθηκε και άρχισε να αμείβεται με ποσά που ξεπερνούσαν την πενιχρή σύνταξή του. Νοίκιασε τότε ένα μικρό διαμέρισμα και έπαψε να είναι άστεγος, διατήρησε όμως την κάπως γραφική εξωτερική του εμφάνιση.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Δήμος, ακούγοντας την ιστορία του Στάθη, ήταν πως ο περίπλοκος, σκληρός και άγριος, για τους αδύνατους και απροστάτευτους, κόσμος του καπιταλισμού, μπορεί εντούτοις να τους προσφέρει δυνατότητες επιβίωσης, όπως ακριβώς στον άγριο κόσμο της ζούγκλας, μπορεί να επιβιώσει ένα αδύνατο αγρίμι.
Η ιστορία αυτή τον έκανε να αντιμετωπίζει τις κοσμικές αυτές συναναστροφές, στις οποίες μετείχε με τη Μίνα, όχι πια σα μαρτύριο, όπως στην αρχή, αλλά με ανοχή και με την προσδοκία πως θα βρισκόταν λύση στο πρόβλημά του. Τον ενθάρρυνε το γεγονός πως μερικές φιλενάδες της, έχοντας τον ψυχολογήσει σωστά, άρχισαν να την κατηχούν να παρατήσει μια σχέση, που δεν είχε προοπτικές και να βρει κάποιον άλλον, καταλληλότερο για σύζυγο. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Ζαχαρίας.
Ήταν απόστρατος ταγματάρχης του πυροβολικού, αρκετά μεγαλύτερός του, τον υπολόγιζε στην ηλικία του Αντρέα, εμφανίσιμος όμως και ευχάριστος συζητητής. Το καλό είναι πως λόγω της στρατιωτικής προέλευσης και των δύο, ταίριασαν εύκολα με τη Μίνα. Κανόνισαν να βγαίνουν κάπου κάπου οι τρεις τους και όταν αυτή η κοινή έξοδός τους καθιερώθηκε, ο Δήμος συχνά, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες έφευγε, αφήνοντας να τα λένε οι δυο τους. Δεν έφευγε μόνο από υπολογισμό αλλά και γιατί βαριόταν να τον ακούει, καθώς ο Ζαχαρίας μιλούσε μόνο για τον εαυτό του, για την καριέρα του στο στράτευμα, για τον κύκλο των γνωστών του, που κατά τα λεγόμενά του ήταν «άνθρωποι του καλού κόσμου» και άλλα παρόμοια θέματα, που τον έκαναν να πλήττει.
Τελικά δεν ήταν ευχάριστος συζητητής, όπως τον χαρακτήρισε όταν τον γνώρισε αλλά μόνο αφηγητής. Αντίθετα η Μίνα έγινε πρόθυμη ακροάτριά του. Με ευχαρίστηση διαπίστωσε πως της άρεσε ο Ζαχαρίας, ο οποίος από τη μεριά του έδειχνε γοητευμένος μαζί της. Όταν ο Δήμος κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν μπει σε κάποιο δρόμο, τα κουβέντιασε με τη Μίνα. Της είπε στα ίσια πως μαζί του δεν είχε κανένα μέλλον, γιατί ήταν αποφασισμένος να μην παντρευτεί ποτέ και γι΄ αυτό ο γάμος της με τον Ζαχαρία θα ήταν η καλύτερη λύση γι΄ αυτήν. Τη βεβαίωσε πως θα την σκεφτόταν πάντα με αγάπη, αλλά εκείνη θα έπρεπε να κοιτάξει το προσωπικό της συμφέρον. Κατάλαβε πως είχε ήδη πεισθεί, όχι τόσο από τη δικιά του επιχειρηματολογία, όσο από τα λεγόμενα του Ζαχαρία και την επιμονή των φιλενάδων της.
Ένα μήνα μετά από αυτή την κουβέντα τους, του ανακοίνωσε πως την ερχόμενη Κυριακή θα παντρευόταν με τον Ζαχαρία. Ένοιωσε πραγματική ανακούφιση. Της αγόρασε ένα ακριβό δώρο και όταν ήρθε η ώρα πήγε στο γάμο. Ακολούθησε το γαμήλιο γεύμα, όπου από την ανακούφιση που ένοιωθε ήπιε κρασί περισσότερο από όσο συνήθιζε, με αποτέλεσμα να γίνει για πρώτη φορά εκδηλωτικός και διαχυτικός, σε σημείο που φίλησε σταυρωτά όχι μόνο τη νύφη αλλά και τον γαμπρό.
dimosioshoros said
Καλημερίζοντας…
dimosioshoros said
Α… μια και δεν είναι κανένας ακόμα, να πω πως το τελείωσα και μου άρεσε.
Πέπε said
> Πιο ποιητικό χαρακτήρα θα είχαν τα στιχάκια που έχουν πίσω τους τα φύλλα των ημερολογίων που κρεμάμε στους τοίχους.
Να, για τα χτεσινοβραδινά μας λέει! Παντελόνι, Άγια Ζώνη…
(Πάντως ρε παιδί μου τι σόι αφήγηση είναι αυτή; Δεν μπορώ να τη συνηθίσω:
> Όταν συστηθήκανε έμαθε πως τη λέγανε Μίνα…
> Τον ρώτησε αν είναι γιατρός και αυτός της απάντησε αρνητικά και την πληροφόρησε πως ήταν φιλόλογος ή δε η παρουσία του στο νοσοκομείο ήταν για να δει ένα φίλο του.
> …μια που της είπε πως θα συνέχιζε προς Νέα Σμύρνη, εκείνη του ζήτησε να σταματήσει
> Πριν τον αποχαιρετήσει όμως και αφού τον ευχαρίστησε για την εξυπηρέτηση που της έκανε, του ζήτησε το τηλέφωνό του…
Γιατί τόση αποστασιοποίηση; Ο παντογνώστης αφηγητής πού ήταν όταν συνέβαιναν όλα αυτά;)
dimosioshoros said
>>… περιοδικά σαν το «Μπουκέτο» τον «Θησαυρό»…
Επειδή δεν ήταν σύγχρονα θα έλεγα …το παλιό «Μπουκέτο»…
Αλλιώς …περιοδικά σαν το «Ρομάντζο», τον «Θησαυρό»…
leonicos said
Από τότε γίνανε κανονικοί εραστές.
Έξι μήνες τους πήρε με τόσο συχνές συναντήσεις; Αρειανοί ήταν; Επειδή στη γη δεν νομίζω να συμβαίνουν αυτά.
Έχω ακούσει ότι οι Αρειανοί είναι εξαιρετικά βραδύφλεκτοι. Για ν’ ανάψεις ένα τσιγάρο στον Άρη, χρειάζεται να κρατάς τον αναπτήρα μισή ώρα. Όταν ε΄χα πάει εγώ, μου πήρε μισή μέρα για να βράσω ένα αβγο
Παναγιώτης Κ. said
Μας αφηγείται λοιπόν τις εμπειρίες, τι εμπειρίες άλλων και την φαντασία του ο ΔΣ. Να π.χ αυτή: «Τη γυναίκα που της έκανες έρωτα όταν ήταν νεαρή κοπέλα, θα τη βλέπεις νέα ακόμα κι όταν γίνει εξηντάρα και εβδομηντάρα».
leonicos said
που θα τον έκανε να ζήσει μαζί της τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
πόσα του είχαν μείνει του ανεκδιήγητου;
χωρίς μασελα εννοώ
Κιγκέρι said
Και δυστυχώς πλέον όλοι ξέρουμε ότι όποιος είναι κανονικά διασωληνωμένος δεν μπορεί ούτε να κουβεντιάζει, ούτε να διατηρεί ακμαίο ηθικό!
leonicos said
Τελικά
ο άστεγος
ποιος είναι;
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
4 Ναι, το Ρομάντζο θα ταίριαζε
8 Προφανώς. Ίσως εννοεί απλώς μηχανική υποστήριξη της αναπνοής.
leonicos said
8
μπορεί να είσαι κανονικά διασωληνωμένος αλλά χωρίς καταστολή. Δεν μιλάς βέβαια
Πιστεύω όμως ότι εννοεί παροχετεύσεις τρύματος ή απλώς καθετήρα
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
@10. Εἶναι βέβαιο Νῖκο, ὅτι ὁ ἀσθενής ἥρωας τοῦ πατέρα σου δέν ἦταν διασωληνωμένος. Τό ἔχω ἀκούσει καί ἄλλη φορά, νά χαρακτηρίζουν (ἄνθρωποι ἄσχετοι μέ τά ἰατρικά) ὡς διασωληνωμένο, τόν «καλωδιωμένο» (καλώδια μόνιτορ, καθετῆρες, γραμμές κλπ)
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἄμ, ὁ βασικός ἥρωας; Πού τά μπλόκα τῆς ψυχῆς του τοῦ ὑπαγορεύουν τήν εὐφροσύνη τοῦ παρανύμφου στούς γάμους τῶν ἐρωμένων του; 🙂
nikiplos said
Καλημέρα. Να αναφέρω εδώ ένα πραγματολογικό. Δεν ξέρω σε ποιά περίοδο αναφέρεται πλέον η ιστορία. Εικάζω αρχές 90ς. Αν μιλάμε για τότε (ή είναι απλά μια αναχρονιστική προβολή εκείνης της περιόδου σε κάποια προηγούμενη) πρέπει να τονίσουμε την περίοδο που ο Μητσοτάκης Πατήρ είχε κλείσει την ΕΑΣ, τα λεωφορεία της Αθήνας. Μιλάμε για μια περίοδο πλέον των 6 μηνών που η Αθήνα (χωρίς μετρό, χωρίς τπτ) είχε μείνει χωρίς συγκοινωνίες. Το θυμάμαι καλά γιατί ήμουν φοιτητής και είχα υποστεί τις … συνέπειες. Κυριολεκτικά όσοι δεν είχαν αυτοκίνητο ή μηχανάκι (Ο Μάνος ακόμη δεν είχε φέρει την απόσυρση) δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Ήταν συχνό εκείνη την περίοδο κάποιος να αφήσει κατά μέρος τις αναστολές και να σου ζητήσει να τον πετάξει κάπου. Το εξάμηνο εκείνο ήταν που είχα στο παπάκι (που αγόρασα μετά κόπων εξαιτίας αυτών που συνέβαιναν) τους περισσότερους διαφορετικούς συνεπιβάτες που μπορούσα να έχω ποτέ μου. Συνήθως κοπέλες που έκαναν ωτοστόπ στην Πολυτεχνειούπολη ή και στου Ζωγράφου, να τους κατεβάσω στο κέντρο.
Σήμερα θα φάνταζε παράταιρο αυτό που γράφεται στο κείμενο, όμως για μια εποχή που τα πράγματα ήταν πιο ήπια, ήταν τελείως φυσιολογικό. Να πούμε πως την ίδια περίοδο τα ταξί είχαν θησαυρίσει καθώς έβαζαν τρεις πίσω και έναν μπροστά κατά κύριο λόγο.
sarant said
14 Το γράφω, είμαστε στο 1986. Αλλά τη θυμάμαι εκείνη την περίοδο.
dimosioshoros said
@ 11 Leonicos
>>…εννοεί παροχετεύσεις τρύματος ή απλώς καθετήρα…
Τρήματος; (Ερώτηση, όχι διόρθωση).
gpointofview said
Προκαλεί εντύπωση πόσο εύκολα (για τους αναγνώστες αλλάζει το κλίμα της διήγησης, από συνταρακτικό σε απλοϊκό χωρίς να χάνεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο Δήμος, άσσος στις πάσσες, μάλιστα τις κάθετες, ούτε ο Μπερνάρ, να ήτανε !
Alexis said
Από έκπληξη σε έκπληξη μας πάει ο Δημήτρης Σαραντάκος.
Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στο σημερινό είναι η ιστορία του άστεγου.
Τέτοια οργάνωση…
Μου θύμισε αυτήν την ταινία
Δύτης των νιπτήρων said
Τελικά δεν μαθαίνουμε τι είπε για τα ποιήματα.
nikiplos said
18@ Εμένα μου θύμισε μια παλιά Ιταλική ταινία, όπου ο πρωταγωνιστής προσποιούταν ότι ήταν Ανώτερος Διευθυντής Υπουργείου. Κάθε πρωί έμπαινε με τους υπαλλήλους κι έπαιρνε το ασανσέρ των Ανώτατων Υπαλλήλων. Στα χρόνια εκεί είχε γνωριστεί με τους Διευθυντές και όλοι αποκαλούνταν με τα μικρά τους ονόματα. Χανόταν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Υπουργείου και την έβγαζε στο πλυσταριό του κτηρίου, που δεν πατούσε ποτέ κανείς καθόλη τη διάρκεια του ωραρίου. Το μεσημέρι έφευγε και στο σπίτι του δεχόταν (με το αζημίωτο) αιτήματα για ρουσφέτια. Στην πραγματικότητα «λάδωνε» τον αργό Ιταλικό γραφειοκρατικό δημόσιο οργανισμό. Όταν εξυπηρετούσε τα ρουσφέτια έμπαινε άνετος στις Διευθύνσεις (αφού ήξερε τους Δντές) και ζητούσε τους φακέλους των πελατών του, σπρώχνοντάς τους να κινηθούν μακριά από τη στασιμότητα και λησμονιά τους.
Δεν θυμάμαι τα λοιπά, ούτε πως τελειώνει η ταινία ούτε τι τίτλο είχε.
sarant said
19 Ελα ντε, αυτό είναι αδυναμία -όσο κι αν το απέφευγε, δεν τον ρώτησε ποτέ η Μίνα;
Georgios Bartzoudis said
«φτηνά ρομάντζα, που δημοσίευαν περιοδικά σαν το «Μπουκέτο» τον «Θησαυρό» και άλλα».
# Ο «Θησαυρός» βασίλευε στη δεκαετία του ’50. Έκαμναν πάταγο τα σκίτσα του με τη Χοντρή και τον Ζαχαρία. Στη συνέχεια κυριάρχησε το «Ρομάντζο», και μετά βγήκαν πλείστα όσα. Το «Μπουκέτο» το ξέρω για πολύ παλιότερο από τον «Θησαυρό», δεν θυμάμαι όμως αν ξαναβγήκε στην πιάτσα.
Theo said
@22:
Τον «Θησαυρό» και το «Ρομάντζο» τα θυμάμαι τη δεκαετία του ’60, να κυκλοφορούν αρκετά στη γειτονιά. Το «Μπουκέτο» δεν το πρόλαβα. Θυμάμαι όμως έναν παππού μου σε φωτογραφία με το «Μπουκέτο» στα νιάτα του, μάλλον προπολεμικά.
sarant said
22-23 Το Μπουκέτο άρχισε να κυκλοφορεί το 1924, σταμάτησε για λίγους μήνες το 1941, επανεκδόθηκε το 1941 και συνέχισε έως το 1945 ή το πολύ 1946.
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα!
Το κακό είναι ότι η Εζμπα ανέβασε πολύ τον πήχη των Δημεγερτικών ορέξεων, κάνοντάς τον, υπό το αξίωμα «ουδεμία βασιλικότερη της Βασιλικής», επιρρεπή στο να ζητήσει τη χείρα (βοηθείας) της χήρας της πεντάρφανης, η οποία θα ήταν μάλλον προτιμότερη από το να “ταπεινώνει” το υψηλό ερωτικό και πνευματικό του επίπεδο πληρώνοντας μιαν Άντζυ, άσε που με μια τέτοια“οικεία χήρα”, δεν θα φαινόταν τόσο Μινάρας όσο φτιάχνοντάς τα με γυνή που θεωρεί κατώτερή του, απεργαζόμενος μετά το πώς να την ξεφορτωθεί σε τρόμπα-ταγματάρχη, ανώτερό του [: «Το κακό ήταν πως η Μίνα ήταν τελείως διαφορετική (…)Και φυσικά δεν τόλμησε ούτε καν να τη συγκρίνει με τη Βασιλική (…).Ήταν κλασσική μικροαστή, με όλα τα γνωρίσματα του είδους.(…) Ούτε και μπορούσε να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα με προσωπικότητα και ανοιχτό μυαλό(…)θα παντρευόταν με τον Ζαχαρία. Ένοιωσε πραγματική ανακούφιση. Της αγόρασε ένα ακριβό δώρο(…)»].
Το καλό είναι ότι αυτό το μέγα δεύτερο (μετά την α-γραμματοσύνη του) ατόπημα του Δήμου (αυτού του αδέσποτου έρωτος κυνός), μάλλον τελείωσε αισίως (και ευτυχώς), με δυο φιλιά στρατιωτικά –αντί φωτιάς στου Δημουλά τον πύργο απ’τη Δέσπω– και με χορό Δημώδη, μεθυσμένο, τραγουδώντας «Μίνα σε γάμο ρίχνεται, Μίνα σε χαροκόπι»
Theo said
@25:
Σ’ ωραίος!!! 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Μου έχει εξάψει την περιέργεια η περίπτωση του Δήμου. Πού θα το πάει. Δεν ξέρω καθόλου αυτόν τον τύπου τού «άντε γεια». Μια ιδέα, κύριος οίδε γιατί, έχω/είχα για τους άνδρες φιλόλογους ότι είναι λίγο μουρτζούφληδες, μονόχνωτοι, μοναχόλυκοι (σόρι καλοί μου φίλοι εδώ- π.χ. ο Πέπε ειδικά καμία σχέση 🙂 )
Το πρωί μόλις θυμήθηκα ότι είναι Τρίτη, αχα! πήρα μια χαρά που θα έχουμε τη συνέχεια στο Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια -που ακόμη δεν έχει «δικαιωθεί» ως τίτλος 🙂
>>διάλεγε αίθουσες νοσηλείας με πολλά τέτοια αδιάθετα κρεβάτια
Πέρα για πέρα πραγματικό! Το συνάντησα να γίνεται σε δημόσιο νοσοκομείο, όπου είχαν τη σιωπηλή ανοχή/συγκατάνευση των εργαζόμενων. Έτυχε να δω, αργούτσικα το βράδυ, να λέει η νοσηλεύτρια βάρδιας σε άστεγον σε ποιανού δωματίου το μπάνιο βολεύει να πάει να πλυθεί. Μερικοί μπαίνανε μόνο για το μπάνιο, άλλοι κοιμόντουσαν είτε σε κρεβάτια είτε σε εσοχές με καθίσματα.
Δημήτρης Καραγιώργης said
Διαγραφή Πάτση από τη ΝΔ. Για να δούμε τι θα κάνει με τον Πιερρακάκη.
https://www.news247.gr/politiki/i-nd-diegrapse-ton-patsi.9806548.html?utm_source=News247&utm_medium=MintaXasete_article&utm_campaign=24MediaWidget&utm_term=Pos1
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
25 Χαχα! Στο τέλος γέλασα αλλά πιο πριν, όπως απομονώσατε τις φράσεις, μαζί με εκείνες του Πέπε στο σχ.3 ,σκέφτηκα, μωρέ τί επηρμένο στραβόξυλο! Πώς κρίνει έτσι τις γυναίκες. Αφού δεν μπορεί να τις φέρει στα μέτρα του, τις ξεφορτώνεται και κάνει και ολόκληρες στρατηγικές στην «τακτοποίησή» τους. Αντρικές δικαιοσύνες. Πφ! 🙂
14 >>Συνήθως κοπέλες που έκαναν ωτοστόπ στην Πολυτεχνειούπολη ή και στου Ζωγράφου, να τους κατεβάσω στο κέντρο.
Αξέχαστα! Τί έπαθα να δεις σ΄εκείνη τη φάση που μες την απελπισία, έκανα ωτοστόπ σ΄ένα φανάρι στο Χαλάνδρι σε αυτοκίνητο με δύο άντρες. Πήγαιναν μέχρι το Ψυχικό αλλά μπήκα έστω να πάω παρακάτω Κηφισίας για ευκολότερα. Στο πίσω κάθισμα που κάθισα ξέχασα έναν χαρτοφύλακα όπου είχα τις φορολογικές δηλώσεις,της πεθεράς μου και τη δική μας, που είχα αναλάβει να καταθέσω-έληγε και η προθεσμία (τότε τις πηγαίναμε στην Εφορία). Κατέβηκα στη Λεωφόρο κι αυτοί έστριψαν δεξιά μέσα προς ψυχικό. Μεγάλη σκασίλα όταν διαπίστωσα ότι έχασα τις φορ. δηλώσεις/. Μες την αγωνία μου να βρω να συνεχίσω ως το κέντρο, καλά καλά τί χρώμα είχε τ΄αμάξι δεν θυμόμουν μετά.
Έληξε καλά, αλλά πολύ περίεργα. Ο φάκελος ήταν σκούρος και δεν τον είδε ο οδηγός. Τον είδε η γυναίκα του δυο μέρες μετά και του ζήτησε να της πάρει κι αυτηνής έναν τέτοιο χαρτοφύλακα (νόμισε ότι ήταν δικός του και είχε χαρτιά της δουλειάς του-δεν τον ξεψάχνισε). Ποιο χαρτοφύλακα αναρωτήθηκε αυτός, οπότε βρεθήκανε μ΄ένα άγνωστης προέλευσης αντικείμενο στ΄αμάξι τους, καθότι δεν θυμήθηκε αμέσως το ωτοστόπ. Μετά που το συνέδεσε, μας ψάξανε με το όνομα και την Ταχ. Δνση-καλή τους ώρα- και το παραλάβαμε και μάθαμε τα διαμειφθέντα.
sarant said
25 Δημεγερτικών, έξοχο!
28 Μάλλον υπάρχει ψωμί στην υπόθεση.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
28,30β
Φουλ του πι : Πέτσας Πάτσης Πιερακάκης
spyridos said
Πάλι απαράδεκτος και χυδαίος ο Πολάκης που τους έδωσε στεγνά.
Σαβούρα βιβρ ρε παιδί μου.
aerosol said
#25
Συμφωνώ. Δεν βλέπω τίποτα προτιμότερο ή αξιοπρεπέστερο στην σχέση που δημιούργησε. Τουλάχιστον με την Άντζυ υπήρχε η εκτίμηση ενός συγκεκριμένου, καθορισμένου πάρε-δώσε, συμφωνημένου και από τα δυο μέρη.
Δημήτρης Καραγιώργης said
Πάει κι ο Τσιο των ΕΛ.ΤΑ. Όμως εγώ κεινο το καλό παιδί του Hellas 5-0, τον Πιερρακάκη, που καίγεται σιγολιώνει σκέφτομαι
https://www.efsyn.gr/politiki/kybernisi/364549_ntomino-exelixeon-paraiteitai-o-dieythynon-symboylos-ton-elta-meta
gpointofview said
Σχετικά με αρκετά περί Δήμου σχόλια, θεωρώ πως το μεγαλύτερο πρόβλημα είχαν οι γυναίκες που συνδεότουσαν μαζί του γιατί παρά τα θρυλούμενα η σβηστή λυχνία ισχύει και για γυναίκες, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό.
crystallomath said
βγαλμένο απ τη ζωή 🙂
sarant said
34 Μπα; Κοίτα να δεις….
freierdenker said
Το κεφάλαιο λέγεται προσπάθεια ανάταξης, αλλά δεν βλέπω καμιά προσπάθεια από πλευράς Δήμου. Της Μίνας όλες οι πρωτοβουλίες, η Μίνα του παίρνει το τηλέφωνο, η Μίνα του τηλεφωνεί, η μικροαστή η Μίνα τον παρασύρει να κάνουν μπάνιο ξεβράκωτοι στην παραλία.
Αν ήμουν εγώ ο φίλος του ο Ανδρέας και μου έλεγε το πρόβλημα του, θα προσπαθούσα να τον ταρακουνήσω, Δήμο σύνελθε θα του έλεγα.
Αλλά επειδή εκείνο που τελικά μετράει στον άνθρωπο δεν είναι τα μεμονωμένα ελαττώματα ή προτερήματα του, αλλά οι συνδυασμοί τους, ο Δήμος διασώζεται από τον εξαιρετικά ήπιο χαρακτήρα του και την σεμνή και ταπεινή συμπεριφορά του. Στην πραγματική όμως ζωή, κάτι τέτοιοι ονειροπαρμένοι, όχι μισαλλόδοξοι αλλά απλά με μια φυσιολογική δόση επιθετικότητας, όχι ψώνια αλλά με μια φυσιολογική δόση αυταρέσκειας, από τους χειρότερους γαμπρούς να σου πετύχουν.
gbaloglou said
14 Όταν ζούσα στις ΗΠΑ το ωτο-στοπ είχε ήδη θεωρηθεί επικίνδυνο, και δεν συνέβαινε συχνά. Μετακομίζοντας πάντως από τα Μεσοδυτικά στα Ανατολικά το 1988 παρέλαβα βετεράνο του στρατού των ΗΠΑ που ζούσε μόνιμα στην Κορέα και τον πήγα σε στρατιωτική βάση για δωρεάν πτήση εκεί 🙂 Στον αντίποδα το πιο σύντομο ωτο-στοπ: φεύγοντας από το γραφείο μου με ρώτησε στο πάρκινγκ άγνωστη μου φοιτήτρια αν μπορώ να την μεταφέρω φεύγοντας σε παρακείμενο στενό όπου ζούσε ο φίλος της! Ως επιβάτης ωτο-στοπ τώρα, θυμάμαι ότι με μετέφερε (1986) από middle of nowhere … στον Όμηρο (Homer, Alaska) κάποιος ψαράς, και στην διάρκεια της τρίωρης διαδρομής είπαμε πολλά^ ανάμεσα στα άλλα του είπα ότι για να επιβιώσω στις ΗΠΑ έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε γάμο, αυτοκίνητο και μαγείρεμα … επιλέγοντας το τελευταίο (δηλαδή το φθηνότερο, όπως παρατήρησε αργότερα φίλη) … οπότε αυτός παρατήρησε ότι δεν είναι αλληλοαποκλειόμενα («I am married, I drive, I cook») 🙂 🙂 [Λίγους μήνες αργότερα έβγαλα άδεια οδήγησης και πήρα αυτοκίνητο, για 6 χρόνια το διασκέδασα, μετά ήταν ανάγκη και αγγαρεία…]
Γιάννης Μαλλιαρός said
Χαίρετε,
Μιας κι αναφέρθηκαν οι προηγούμενο στο οτοστόπ που έκαναν ή πήραν, ένα περιπετειώδες έχω περιγράψει κι εγώ: Πώς πήγα απ’ τη Μυτιλήνη μέχρι τα Γιάννενα! https://gevseis.blogspot.com/2022/06/otostop.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κατ
Τσίπρας στην Κοσιώνη στον Σκάει
Α. Σέρτη said
ΜΗ ΚΛΟΤΣΟΣΚΟΥΦΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Όσοι δεν έχουν δει την «τριλογία» του αρχαίου φίλου και σπουδαίου σκηνοθέτη Σταύρου Ψυλλάκη μπορούν να επισκεφθούν την Ταινιοθήκη της Ελλάδας (28-29-30 Οκτωβρίου):
https://0147pnanmf.preview-postedstuff.com/V2-ZUJmA-yMIR-RhJS-vP83/
sarant said
39 Ωραίος!
42 Το είχε κρατήσει η μαρμάγκα μάλλον εξαιτίας του λαθεμένου χρηστώνυμου.
gbaloglou said
43 Ωραίος και ο πατήρ, με εξέπληξε το διήγημα του και με έφερε σε διάθεση να γράψω αυτά που έγραψα, νομίζω (άσχετα αν είναι 100% πραγματικά) 🙂
Alexis said
Στο κεφάλαιο αυτό ο Δήμος βγάζει έναν χαρακτήρα και μια νοοτροπία πέρα για πέρα αρνητική (κατά τη γνώμη μου πάντα)
Διεκπεραιώνει την υπόθεση της Μίνας με έναν τρόπο μεθοδικό, εγωιστικό και πατερναλιστικό, λες και είναι μία ακόμα εκκρεμότητα της δουλειάς του που πρέπει να την τακτοποιήσει.
Αφήνω στην άκρη το γεγονός ότι η όλη διεκπεραίωση, έτσι όπως περιγράφεται, φαντάζει τελείως απλοϊκή.
Θέλω να πω, στην πραγματική ζωή τι πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί όλο αυτό; Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο, αν καταλαβαίνω καλά από τα γραφόμενα, γιατί ο ΔΣ δεν μας δίνει κάποιο χρονικό «στίγμα» για το πόσο διάρκεσαν όλα αυτά…
Πέπε said
Κατά τη γνώμη μου, όποιος συνάπτει δεσμό με άτομο το οποίο ο ίδιος σνομπάρει ή, πόσο μάλλον, λυπάται, είναι σαβουρογάμης.
(Πλάι στο συναινετικό σεξ, το συγκαταβατικό σεξ. Και εδώ όχι σκέτο σεξ αλλά ολόκληρη σχέση, στηριγμένη στη συγκατάβαση…)
> …ο Στάθης είχε βρει έναν ανεκτό τρόπο αξιοπρεπούς επιβίωσης του ως αστέγου…
Τι ανεκτό, μας δουλεύεις ρε Στάθη; Σύμφωνα με την περιγραφή, αυτός ο άστεγος (όπως, υποθέτω, κάθε άστεγος) ασχολούνταν όλο το 24ωρο με το γεγονός ότι είναι άστεγος. Και πού πας άμα βρέχει, και πού πας άμα κουραστείς να περιφέρεσαι, και τι τρως όταν έχεις ψάξει όλες τις εκδηλώσεις της πόλης και δεν παίζει τίποτε με τζάμπα μάσα, ή όταν έχεις πάει κάπου και η μάσα ήταν υποτυπώδης, και πού τη στρώνεις όταν θα τύχει κάποια φορά να μην έχει κρεβάτι στα νοσοκομεία… Και πού πλένεσαι, πού μπουγαδιάζεσαι, πού σιδερώνεσαι, πού ράβεσαι (που σε προηγούμενη συνέχεια είχε γίνει τόσο θέμα, αν θυμάστε, για κουμπιά και μπαλώματα)…
Alexis said
#46: Δεν θα ‘λεγα σαβουρογάμης. Ερωτικά μπορεί να περνάς καλά αλλά κρατάς μια σχέση μόνο και μόνο γι’ αυτό. Χωρίς να υπάρχει τίποτα άλλο που να σε δένει.
Συγκαταβατική σχέση, ναι.
Αξιολύπητος σίγουρα…
Εριφ said
«Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Δήμος, ακούγοντας την ιστορία του Στάθη, ήταν πως ο περίπλοκος, σκληρός και άγριος, για τους αδύνατους και απροστάτευτους, κόσμος του καπιταλισμού, μπορεί εντούτοις να τους προσφέρει δυνατότητες επιβίωσης, όπως ακριβώς στον άγριο κόσμο της ζούγκλας, μπορεί να επιβιώσει ένα αδύνατο αγρίμι.»
Αυτό για εμένα είναι το πιο σημαντικό στο σημερινό απόσπασμα, ένας κριτικός συλλογισμός που διαβάζοντάς τον σκέφτηκα συνειρμικά φίλες μου μετανάστριες και μετανάστες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στον άγριο κόσμο της εργασιακης επισφάλειας και του ρατσισμού.