Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα)

Posted by sarant στο 28 Νοεμβρίου, 2022


Στις αρχές του μήνα είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με λέξεις από τον Κάλαμο (το νησί του Ιονίου), και σας είχα προτρέψει να γράψετε κι εσείς άρθρα λεξιλογικής περιήγησης για την ιδιαίτερη πατρίδα σας. Πρώτος ανταποκρίθηκε ο φίλος μας ο Spiridione, με άρθρο για κερκυραϊκές λέξεις στο έργο του Ιωαν. Καρτάνου, και σήμερα με πολλή χαρά παρουσιάζω μια συνεργασία του φίλου μας του Λάμπα, ο οποίος μας φέρνει σε στεριανό περιβάλλον, αφού διάλεξε 45 λέξεις από τη Γορτυνία. 

Η Γορτυνία ήταν επαρχία του νομού Αρκαδίας, όταν υπήρχαν επαρχίες. Ταυτίζεται περίπου με τον σημερινό καλλικρατικό δήμο Γορτυνίας, που έχει πρωτεύουσα τη Δημητσάνα. Είναι η πιο δυτική από τις τέσσερις επαρχίες του νομού. 

Λένε ότι το μοραΐτικο ιδίωμα αποτέλεσε τη βάση για την τυποποιημένη ελληνική μετά τη συγκρότηση του κράτους, αλλά αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη τοπικών ιδιωματισμών που δεν ανήκουν στην κοινή.

Δεν χρειάζονται περισσότερα για εισαγωγή, παραθέτω όσα έγραψε ο φίλος μας ο Λάμπας και περιστασιακά σχολιάζω [μέσα σε αγκύλες]

45 λέξεις από τη Γορτυνία

Τις παρακάτω λέξεις τις έχω συναντήσει όλες στον καθημερινό λόγο. Επειδή όμως το ιδίωμα υποχωρεί και ορισμένες είχα χρόνια να τις ακούσω, χρειάστηκε να συμβουλευτώ, για να επιβεβαιώσω κάποιες σημασίες, το «Τοπικό λεξικό της Γορτυνίας» του Ηλία Καραμάνη και διάφορα τοπικά γλωσσάρια που υπάρχουν στο διαδίκτυο – βρίσκεις, ευτυχώς,  πολλά πλέον.

αναζουπάω = ξαναζωντανεύω, συνέρχομαι από λιποθυμία ή αρρώστια, ανακτώ τις δυνάμεις μου   

Εκεί που την είχαμε για θάνατο, η γριά αναζούπησε!

ανάκαρο (το) = δυνάμεις, αντοχή

Κάποτε τα έκανα όλα μόνος μου, αλλά τώρα πια δεν έχω ανάκαρο.

[Τη βρίσκουμε συχνά και ως νάκαρο, νάκαρα μάλιστα, στον πληθυντικό: δεν έχω νάκαρα]

 ανατσουτσουρώνομαι = αντιδρώ σε έναν κίνδυνο ή μια πρόκληση, παίρνοντας απειλητική στάση.

Έχεις δει τη γάτα πώς ανατσουτσουρώνεται, μόλις δει το φίδι;

Μη μου ανατσουτσουρώνεσαι εμένα!  Δε σε φοβάμαι! 

 βοϊδογλειψιά = η φράντζα. Ο Καραμάνης σημειώνει, εύστοχα νομίζω, ότι η λέξη προέρχεται από το σχήμα που παίρνει το τρίχωμα των νεογέννητων μοσχαριών, όταν τα γλείφει η μάνα τους.

─Ποιος υπουργός είναι ο Τσοβόλας; 

─Αυτός με τη  βοϊδογλειψιά.

γλιστριά  (η)  =  το σκουλήκι της γης. Τις γλιστριές τις χρησιμοποιούσαμε ως δολώματα στο ψάρεμα.

δραπέτσι = κάτι πολύ ξινό. Η ετυμολογία που κυκλοφορεί για το «δραπέτη οίνο» μου φαίνεται εξωφρενική.  

Δραπέτσι την έκανες τη σαλάτα! Πόσο ξίδι έριξες;

[Κι όμως, αυτή είναι η επικρατέστερη ετυμολογία. Παραθέτω από το βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται: Δραπέτι ή δραπέτσι ή τραπέτσι λέγεται το πολύ δυνατό ξίδι και γενικότερα καθετί που έχει δυνατή, δριμεία γεύση, π.χ. το πολύ αλμυρό φαγητό, η δυνατή σκορδαλιά, το ξινισμένο κρασί ή το στυφό άγουρο φρούτο. Η λέξη ετυμολογείται από τη φράση «δραπέτης οίνος», όπως λεγόταν το κρασί που έχει ξινίσει, έχει χάσει τον χαρακτήρα του (ετυμολογία που πρότεινε ο Φ. Κουκουλες· και οι αρχαίοι έλεγαν εκτροπίαν οίνον το ξινισμένο κρασί).]

Είναι τος;  =Ζει; Είναι στη ζωή;

Είναι τος ο παππούλης σου;

 εμπατή =η είσοδος

Σου ’χω πει να μη βάνεις ευτού (ή εφτού;)  τ’ αμάξι σου. Μου κλεις την εμπατή!

 ζιούμπα (η) =  η καμπούρα

 καβούλα (η) =η  χιονόμπαλα (για χιονοπόλεμο)

 καρούλα (η) =  δερματικός ερεθισμός ή εξάνθημα που οφείλεται σε χτύπημα, τσίμπημα εντόμου ή αλλεργική αντίδραση

Γιόμισα καρούλες!  

 κατακιάζω = καταστέλλω, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω

Ήρθαν τα αεροπλάνα και την κατάκιασαν τη φωτιά. Ίσια που φαίνεται.

Το χέρι μου ήταν ταβούλι, αλλά η αλοιφή που μου ’δωσε ο γιατρός το κατάκιασε το πρήξιμο. 

 κατσιμπούλα (η) = η πεταλούδα

κατσ(ι)ούλα  (η)  =  η προσαρτημένη σε πανωφόρι κουκούλα για την προστασία του κεφαλιού

κεψέ (η) =  η τρυπητή κουτάλα

[Tη λέξη την ήξερα, αλλά στη Βόρεια Ελλάδα. Προφανές τουρκικό δάνειο]

κιώνω = τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι

Παιδευτήκαμε, αλλά την κιώσαμε τη δουλειά.

 

κουμπλάω = κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα. Στα Γιάννενα συνάντησα και επίθετο Κουμπλομάτης.

Την πρώτη ώρα οι περισσότεροι μαθητές κουμπλάνε!

κουπώνω =σκεπάζω , κούπωμα= το καπάκι

 

λουμώνω = λουφάζω, κρύβομαι να μη με δουν, υποχωρώ, «μαζεύομαι»

Λούμω τώρα και μη μιλάς. Θες να σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί;

 

λουπουνιάζομαι = πέφτω σε βαθύ ύπνο, λήθαργο

 

μαμούρι (το) = το μικρό παιδί (ανεξαρτήτως φύλου),  μαμούρα (η) =το κοριτσάκι

μαρτίνια (τα) = λίγα σε αριθμό οικόσιτα γιδοπρόβατα που κυρίως εξυπηρετούν τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας

 

μερελός = τρελός

 

μουτσουτσούνια (τα) =  νάζια, καμώματα

Μας παρακάλαγε τόσον καιρό να τον βάλουμε στο συνδυασμό και τώρα που του είπαμε να μπει, τάχα δε θέλει. Κάνει τα μουτσουτσούνια του!   

 

μπαρμπατσιόλα· στην έκφραση κουρεύτηκε μπαρμπατσιόλα =  κουρεύτηκε σύρριζα, εν χρω, με την ψιλή. Λέγεται και κουρεμπέτσα ή μυτζήθρα (προφανώς από το σχήμα).

 

μπαχαλός = διανοητικά καθυστερημένος, ξεκούτης, βλάκας  μπαχαλιαίνω =  ξεκουτιαίνω

Με είδε στο δρόμο και δε με γνώρισε. Έχει μπαχαλιάνει τελείως !

 

μπερλεκάτσι = ολόγυμνος, τσιτσίδι

Όταν ήμασταν μικρά, πέφταμε στο ποτάμι μπερλεκάτσι.

 

μπούλα (η) = μεταμφιεσμένος τις απόκριες, μασκαράς

 

μπρούκλης (ο)  =  πατριώτης που επέστρεψε ύστερα από χρόνια παραμονής στις ΗΠΑ

[Αυτό είναι της κοινής, αλλά βέβαια στη Γορτυνία είχε πολλούς που έφυγαν στην Αμερική]

ντεντελάω = δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, τρεκλίζω, είμαι έτοιμος να καταρρεύσω

─Τόσο καιρό έχει βγει απ’ το νοσοκομείο και ακόμα ντεντελάει!

Long Covid το λένε.

 

ντώνω=  χαλαρώνω

Ντώσ’ το λίγο, για να το λύσεις μετά πιο εύκολα. 

Μ’ αυτό που μου ’δωσε ο γιατρός, μ’ έντωσε λίγο ο πόνος.    

 

ξαναφαίνω = εμφανίζομαι , αρχίζω να φαίνομαι, διακρίνομαι από μακριά

Σήκω!  Ξανάφανε το λεφορείο στη στροφή.  

 

πιτουρήθρες  = οι νιφάδες του χιονιού· αλλού σκαμαγκίδες (οι μικρές) και απλάδες (οι μεγάλες).

 

ρουτζώνω = σκυθρωπιάζω, μουτρώνω

Μόλις είδε το βαθμό της, ρούτζωσε.

σβερκώνω = ρίχνω κάποιον κάτω σε καβγά, τον καταβάλλω·  σβερκώνομαι = χάνω την ισορροπία μου και πέφτω.

Πρόσεχε, γιατί θα σε σβερκώσω!   

Γλίστρησα στον πάγο και σβερκώθηκα!

 

σγαρλάω = ξύνω με τα νύχια,  ανακατεύω, σκαλίζω, ερευνώ

Μην το σγαρλάς συνέχεια! Θα ματώσει. 

Σγάρλα λίγο τη φωτιά να πάρουν τα ξύλα. 

Όσο το σγαρλάς, τόσο βρομάει!

 [Αλλού: σγαρλίζω, ιδίως για τις κότες]

 σιάζω (πέρα από τις γνωστές σημασίες «φτιάχνω» και «διορθώνομαι») =κατευθύνομαι, τραβάω ίσια για κάπου.

 Έσιαξε κατά το βουνό.

σκασίλες  = το ποπκόρν!  Φτιάχνανε και τέτοιο.

σκατολέβατος (υβριστικό) = αφορεσμένος, καταραμένος, παλιάνθρωπος. Ο Καραμάνης παραθέτει ετυμολογία από το λεύω =λιθοβολώ· αν είναι έτσι, αρχική σημασία «αυτός που τον έχουν περιλούσει με σκατά  ή  είναι μέσα στα σκατά».

στασιό = σταματημός, ησυχία, ανάπαυση, συνήθως  στην έκφραση δεν έχει στασιό.  Λέγεται για άνθρωπο πολύ εργατικό,  αεικίνητο, υπερδραστήριο.

 

σιρίνα =ξύλο επίμηκες και κυλινδρικό που προορίζεται για καυσόξυλο αλλά κάποιες φορές χρησιμοποιείται… διαφορετικά.

Άρπαξε μια σιρίνα και τον πήρε στο κυνήγι.

 

της καλόγριας το ζωνάρι =το ουράνιο τόξο

τριδόνες: μόνο στην έκφραση  Τριδόνες έχεις; Λέγεται σε άνθρωπο που δεν μπορεί να κάτσει αλλά πηγαινοέρχεται, βηματίζει νευρικά κ.λπ. (μήπως οι αιμορροΐδες;)

[Πράγματι, είναι οι αιμορροΐδες. Και «τριδόνες έχει ο κώλος σου!»

τσ(ι)αλαφός = ελαφρόμυαλος, χαζούλης, τρελούτσικος

Τσιαλαφό είναι το κοριτσάκι. Νομίζει ότι με το που θα πάει στην Αθήνα, θα την πάρουν να δουλέψει στην τηλεόραση!  

 

φούλης/φούλα (και δεύτερος υποκορισμός: φουλάκος/φουλίτσα) = αδερφός/αδερφή (προφανώς από το αδερφούλης/αδερφούλα). Χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση που δεν περιορίζεται μόνο στον αδερφό αλλά επεκτείνεται στον ξάδερφο και σε όποιον νιώθουμε σαν αδερφό.

Ευχαριστώ πολύ τον Λάμπα για την πολύ καλή συνεργασία.

Κλείνω το άρθρο με μιαν αναφορά όλων των προηγούμενων άρθρων του ιστολογίου με ανάλογο περιεχόμενο, δηλ. με λέξεις από έναν τόπο -λεξιλογικές περιηγήσεις που είπα στην αρχή. Σε χρονολογική σειρά, λοιπόν:

Παλιές λιμνιώτικες λέξεις και φράσεις, 3/2012

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό (συνεργασία του Αρκεσινέα), 4/2012

Λέξεις από το Ρουμλούκι, 5/2012

Από τον αγκίνιο στο κούσουλο, και άλλες αμοργιανές λέξεις (συνεργασία του Αρκεσινέα), 5/2012

Αμοργιανές λέξεις, μέρος δεύτερο (συνεργασία του Αρκεσινέα), 3/2013

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα (το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού), 11/2014

Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται κι αλλού, 1/2015

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα, 2/2015

Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου), 7/2017

Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι), 8/2017

30 λέξεις που τις λένε στο Ξηρόμερο (μια συνεργασία του Αλέξη), 10/2017

Πλωμαρίτικα (μια συνεργασία του Γιάννη Μαλλιαρού), 10/2017

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά), 10/2017

Λέξεις από το ιδίωμα των Κυθήρων (και το βιβλίο της Γεωργίας Κατσούδα), 11/2017

21 πατινιώτικες λέξεις (μια συνεργασία του Raf), 5/2018

Λέξεις του Τυρνάβου από το Μαράν Αθά του Θωμά Ψύρρα, 9/2018

Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα (μια συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 2/2019

20 λέξεις της Κυπριακής, 07/2019

Το γλωσσικό ιδίωμα της Αίγινας (συνεργασία του Νίκου Παντελίδη), 12/2019

Δυο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (συνεργασία του Γιάννη Ρέντζου για τα βόρεια ιδιώματα), 10/2020

Γαλαξιδιώτικες λέξεις και μια ιστορία (μια συνεργασία του gpointofview), 1/2021

Η Λευκάδα και το Εικοσιένα μέσα από τις λέξεις (μια συνεργασία του Βασίλη Φίλιππα), 4/2021

Λοζετσινές λέξεις (μια συνεργασία του Λοζετσινού), 10/2021

Λέξεις από τον Κάλαμο, 11/2022

Λέξεις του κερκυραϊκού ιδιώματος από τον Ιω. Καρτάνο (Μια συνεργασία του Spiridione), 11/2022

Ο καταλογος περιλαμβάνει αφενός άρθρα που έχω γράψει εγώ, συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, και αφετέρου δικές σας συνεργασίες, που οι περισσότερες ήταν δική σας πρωτοβουλία, αν και κάποιες αποτέλεσαν απάντηση σε κάποιο άρθρο του ιστολογίου ή βιβλίο δικό μου.

Βλέπουμε ότι τα νησιά υπεραντιπροσωπεύονται στον κατάλογο, αν και κάθε άλλο παρά τα έχουμε εξαντλήσει -δεν έχουμε τίποτε από Κεφαλονιά, ας πούμε, ούτε από Χίο (ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα) ενώ βέβαια απουσιάζουν και πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι Σέρρες ας πούμε ή η Θράκη. Η Κρήτη και η Κύπρος, επίσης, δεν εξαντλούνται με τα άρθρα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.

Πολύ θα χαρώ, αν ο κατάλογος σάς παρακινήσει να γράψετε κι εσείς για τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας σας!

Advertisement

86 Σχόλια προς “45 λέξεις από τη Γορτυνία (μια συνεργασία του Λάμπα)”

  1. Ωραίο. Καλημέρες.

  2. aristea k said

    Πωπω, είχα ελάχιστες άγνωστες. Κάποιες τις χρησιμοποιώ και μάλιστα συχνά (το ανάκαρο, το κιώνω, το ντώνω, το σγαρλάω, το σιάζω , τις τριδόνες… για να μην πω για κείνο το μπρούκλης, που το λέει συχνά ο μπαμπάς μου, που έχει κάνει χρόνια Αμερική, όπως κι όλο του το σόι στην Αρκαδία. Δεν είναι Γορτύνιος, αλλά έχει καταγωγή από ένα χωριό έξω από την Τρίπολη).
    «Πέσε και σβερκώσου» είναι αγαπημένη έκφραση της μαμάς. Τώρα έμαθα και την καταγωγή των λέξεων αυτών.
    Μάλιστα!

  3. LandS said

    Τις γλιστριές τις χρησιμοποιούσαμε ως δολώματα στο ψάρεμα.
    Και που ψαρεύουν εκεί πάνου;

  4. Reblogged στις "Δημόσιος Χώρος Γ. Ρέντζος" και σχολίασε
    ΑΝΑΚΑΡΑ ΝΑ ΜΗΝ Ε’ΕΙΣ (που λέμε κι εμείς)
    Μια ενδιαφέρουσα συνεργασία για το ιδίωμα της Γορτυνίας στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου με παραπομπές και στις άλλες παρόμοιες συνεργασίες του ιστολογίου.

  5. atheofobos said

    Ο Μπρούκλης, σγαρλάω και σιάζω είναι νομίζω πανελλήνια, η εμπατή γνωστή από το ομώνυμο κέντρο, το δε φούλης/φούλα τουλάχιστον το ξέρω, όπως και οι φίλοι μου σαν κοροϊδευτικό.
    Συχνά το λέω στην γυναίκα μου -τηλεφώνησε η φούλα σου!
    Όλα τα άλλα μου είναι άγνωστα.

  6. Παναγιώτης Κ. said

    ανατσουτσουρώνομαι, βοϊδογλειψιά,γλιστριά (παρ΄ημίν αγλίστρα),είναι τος (για τος),εμπατή,ζιούμπα (παρ΄ημίν ζιούγκα (μητρική)), κατσιούλα(μητρική), κουπώνω, κούπωμα (μητρ.), λουμώνω,σβερκώνω, σιάζω,σιάξη (Πραγματικος διάλογος: -Που πήγε ο Γιάννης θεία;
    – Ο Γιάννης έφυγε. Πάει για να φέρει τη σιάξη.
    (Ο Γιάννης βγήκε στο αντάρτικο το ΄47 και δεν έπεστρεψε. Κάτι είχε πει ο Ζδράβος ότι δεν ήταν καλό παιδί …)
    μπαχαλός (μπανταλός), μπούλα (μπουλώνω),μπρούκλης, τσαλαφός (έχει διαφορά από το μπαχαλός. Ο μπαχαλός είναι για λύπηση ενώ ΤΟ τσαλαφό δεν σε ενοχλεί), φούλης.
    18/45.

  7. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Καλημέρα, ευχαριστούμε Λάμπα και Νίκο.
    Ήξερα μερικές. Την καταπληκτική βοϊδογλειψιά τη χρησιμοποιώ σε κάθε ευκαιρία. Αλλά νομίζω πως δεν είναι η φράντζα που πέφτει στο μέτωπο αλλά η τέλεια μονόμπαντη χωρίστρα. Κι άμα έχει και βοϊδόφτυσμα, μπριγιαντίνη, ακόμα καλύτερα.

  8. Παναγιώτης Κ. said

    3. 1) Στα ποτάμια
    2) Δολώνουμε αγκίστρια, τα στερεώνουμε με μπετονιά και πασαλάκι σε υγρό μέρος και πιάνουμε κοτσύφια.

  9. Αντώνης said

    Καλημέρα.
    Είναι εντυπωσιακό πόσο συγγενεύει το νόημα της «βοϊδογλειψιάς» με το “cowlick” (https://en.wikipedia.org/wiki/Cowlick). Μήπως είναι έννοια που την έφεραν οι μπρούκληδες;

  10. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Εμβληματική βοϊδογλειψιά αυτή του Κλαρκ Κεντ/Σούπερμαν των 70ζ.

  11. Artemissia Papaserafeim said

    Θυμάμαι και ένα συγκρότημα Ανάκαρα, ροκ με επιρροές από δημοτικά, που συνεργάζονταν με την Κωχ, τον Γκαϊφύλια και άλλους. Επίσης, λέξη που άκουγα στη Θήβα από τη γιαγιά μου και τη μάνα μου, τελείως ξεχασμένη, η μαμούρα, που σήμαινε γυναίκα ψιλοϊδιότροπη, κάπως δειλή και φοβισμένη, μίζερη και «μαμούρικο», χαρακτηριστικό της μαμούρας, μίζερο, τσιγκούνικο, άτολμο.

  12. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  13. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχολια και βέβαια ευχαριστώ τον Λάμπα για τη συνεργασία!

    Μια απορία μου, που παρέλειψα να τη γράψω στο άρθρο είναι η ετυμολογία του «κιώνω».

  14. LandS said

    7
    Εγώ τη ξέρω παρόμοια με τη τελευταία έννοια. Κοκκαλωμένο, ίσιο και γυαλιστερό τσουλούφι, σα να το ‘γλειψε η αγελάδα.

  15. Spiridione said

    Ωραίο.
    σγούμπα η καμπούρα στην Κέρκυρα και στα Επτάνησα φαντάζομαι. Από ιταλ. gobba.
    ανατσουτσουρώνομαι, ανατσουτσουριάζω στον Χυτήρη.
    κατσουλώνομαι = κρύβω κάτω από την κουκούλα μου, Χυτ.
    μπαχαλιά = χτύπημα στον αυχένα με την παλάμη, Χυτ.
    τριδόνι = το τριζόνι, Χυτ.

  16. Ανδρέας Κ. said

    Καλημέρα
    Με γονείς από νότια Μεσσηνία και μακρινή καταγωγή από Γορτυνία, νόμιζα ότι θα έβρισκα πολύ περισσότερες γνωστές λέξεις. Κάποιες από αυτές μου θυμίζουν κάτι υποσυνείδητα. Οι γονείς μου παλιότερα χρησιμοποιούσαν τέτοιες λέξεις πολύ συχνότερα και είμαι σίγουρος ότι αρκετές από αυτές εδώ θα τους είναι γνωστές.

    Τη λέξη «ανάκαρο» την ξέρω σας επίθετο. Κάποιος που κάνει ανάκαρα πράγματα, κάνει πράγματα χωρίς λογική και χωρίς σκοπό.
    Ο «παππούλης» ήταν στάνταρντ λέξη. Για τον παππού μου, η λέξη «παππούς» δεν υπήρχε. Μόνο «παππούλης».
    Τα «ντώνω», «σγαρλάω» και «τσαλαφός», μου φαίνονται τόσο οικεία που τις είχα για πανελλήνιες λέξεις.

    Τέλος, με την ίδια έννοια που έχουν εδώ οι «τριδόνες» εγώ ξέρω τις «τρουλίδες».

  17. LandS said

    Το σώνω δεν το λένε εκεί; Τα εφόδια δεν σώνονται ποτέ;
    Το κιώνω το έχω ακούσει και αμετάβατο. Έκιωσα στην ανηφόρα.

  18. Pedis said

    Ωραίο, Λάμπα.

    # 7 – Βοϊδογλειψά είναι η λίγο πολύ φυσική χωρίστρα με τη φύτρα στην αρχή της.

    [Ο Τσοβόλας των 35-40+ δεν είχε τέτοια.]

    – ντώνω – το ξέρω για τ’ αντίθετο.

    – ρουτζώνω -> ιταλικό (ruga = ρυτίδα)

  19. LandS said

    18
    (τε)ντώνω;

  20. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  21. Haris Rigas said

    Καλημέρα.
    Πολύ ωραίο το σημερινό. Μπράβο και στο συντάκτη και στο νοικοκύρη.
    Μου θύμισε το λατρευτό μου παππού από τη Βυτίνα Γορτυνίας. Ως παιδάκι Αθηνέζικο θυμάμαι να μου κάνει μεγάλη αίσθηση στη μιλιά του αυτό το το «ι» στην παρένθεση, που δάσυνε τα σύμφωνα: κατσιούλα=καchyoύλα, μασιά=μαshyά, πατσιαβούρα=παchyαβούρα. Απίστευτο πως συμβίωναν αυτοί οι παχιοί ήχοι με τα αντίστοιχα λεπτά τς, τζ, σ. Νομίζω ότι στα διάφορα μωραΐτικα ιδώματα η δάσυνση αυτή είναι μάλλον προαιρετική και χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση, όχι; H μήπως έχει να κάνει με τουρκογενείς λέξεις;
    «Κατς(ι)αμπούλα» δεν πρέπει να είναι η πεταλούδα γενικά, αλλά συγκεκριμένα η νυχτοπεταλούδα/ο σκόρος (μήπως ετυμολογικά συνδέεται με την «αμπούλα» (Tουρ. ampül=γλόμπος;). Εξού και το γνωμικό «(πρόσεξε μην πιαστείς) σαν την κατσαμπούλα στο λιχνάρι», που σήμαινε κάτι σαν το «όποιος παίζει με τη φωτιά καίγεται».
    Θυμάμαι και μορφολογικές διαφορές «θα δώκω» αντι για «θα δώσω», «αηκώ» αντί για «ακούω», «γιορτιάζω» αντί για «γιορτάζω».
    «Τα κατσιούλια» είχαν και τη μεταφορική σημασία των άτακτων παιδιών.
    Eπίσης θυμάμαι και τις εξής εκφράσεις του παππού μου (χωρίς να γνωρίζω αν απαντώνται αποκλειστικά στη Γορτυνία):
    -«μη μου λες αγιοβασίληδες», κάτι σαν «αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός»
    -«κατούρα τα πόδια σου» (όταν κάποιος παρουσίαζε κάτι το αυτονόητο και εύκολο ως κάτι σπουδαίο)
    -«καστριγκάρι»=τόπος ταλαιπωρίας ή μαρτυρίου (μάλλον πανελλήνιο). Προφανώς κληρονομιά των μπρούκληδων.

  22. Βασίλης Φίλιππας said

    Καλημέρα.
    Ευχαριστίες πολλές.
    Στη Λευκάδα συναντούμε τις 13 από τις 45 λέξεις που παρατίθενται. Αυτές είναι
    ανατσουτσουρώνομαι
    δραπέτσι: στη Λευκάδα τραπέτσι
    εμπατή
    καρούλα
    κατσούλα
    κεψέ
    μαρτίνι
    μαμούρι: δουλικό, υπηρέτης, σκλάβος, μτφ. άθλιος
    μουτσουτσούνι
    ντώνω
    σκαμαγκίδα: η μεγάλη νιφάδα χιονιού
    σγαρλάω
    τσαλαφός

    Μόλις είδα και το άρθρο για το γλωσσάρι των Καλαμισάνων και χάρις σε αυτό θα ψάξω σήμερα για να αγοράσω και το βιβλιαράκι.
    Να σημειώσω ότι στη Λευκάδα συναντούμε σχεδόν όλες τις καλαμισάνικες λέξεις που επιλέχτηκαν από το παραπάνω.
    Μόνο δύο από αυτές δεν έχουμε κοινές: «παρουσιασμός» και «ρομποβίλα».
    Μία από τις λέξεις, τον «γόμπιρα», τη συναντούμε με άλλη ερμηνεία: καμπούρης, μικρόσωμος, ατροφικός, κοντός και άθλιος, κακομοίρης. Τη λ. «πιδολόα» τη συναντούμε ως «ποδολό(γ)α και τη λ. «φιλτιστόκα» ως «φελτεστόκα» και «φετεστόκα»: α) δικαστική κλίση, έγγραφο δικαστικής κλίσης, β) σφραγισμένος φάκελος.

  23. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μπράβο σας!Πολύ ωραίες αυτές οι συλλογές τοπικών λέξεων. Όσα κι αν γράφουν τα λεξικά, πάλι απόξω μένουν
    Εξ ευρωπαϊκής Γορτυνίας ορμώμενος Λάμπας; 🙂 (έτσι άκουσα να πειράζουν καταγόμενους από την περιοχή-κι αν είναι βαρύ, ζητώ συγγνώμη)

    δραπέτσι = κάτι πολύ ξινό.
    -δραπέτι, θεόξινο, συνώνυμο: δράκος

    εμπατή,
    -εμπασά

    της καλόγριας το ζωνάρι =το ουράνιο τόξο
    -Κεραζόζα

    -Τριδόνες έχεις; Λέγεται σε άνθρωπο που δεν μπορεί να κάτσει αλλά πηγαινοέρχεται,
    -Αρμήγκους* έχεις; (σκουλίκια στον πισινό), ίσως, λέω τώρα, από μερμήγκους;

    *ούτε εγώ δεν πιστεύω ότι το θυμήθηκα! Ευχαριστώ για την ανάκληση από τα βάθη!

  24. Haris Rigas said

    # Εγώ τη βοϊδογλειψά την ξέρω ως βοϊδόγλειμμα. Και όπως λέει ο Pedis είναι φυσική. Κάτι σαν την αρχαία «αναστολή» που υποτίθεται ότι είχε φυσική ο Μέγας Αλέξανδρος (φαίνεται στα αγάλματα του Λύσιππου) και μιμούνταν επίδοξοι ρωμαίοι στρατηλάτες σαν τον Πομπήιο.

  25. Αντώνης said

    Το δραπέτσι=πολύ ξινό το έλεγαν και οι μικρασιάτες γονείς μου.

  26. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    (Πριν, πήδηξα κατα λάθος προς το τέλος)

    κατακιάζω = καταστέλλω, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω
    -Καπακιάζω » » » , κυριαρχώ.

    κατσιμπούλα (η) = η πεταλούδα
    -Κατσιμούλης-α, η σιγανοπαπαδιά, ο,η προσποιητά αγαθός -ή

    κουμπλάω = κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα.
    -κουτουλιώ »

    κουπώνω =σκεπάζω , κούπωμα= το καπάκι
    -στουμπώνω σκεπάζω (το τσικάλι, το μπουκάλι κλπ) , στούμπωμα, το καπάκι του τσικαλιού, του μπουκαλιού

  27. Να ευχαριστήσουμε τον Λάμπα για την πολλή και καλή δουλειά του και τον Νικοκύρη για την δημοσίευση.
    Λίγες λέξεις ήταν γνωστές σε μένα και το κατσούλα το ξέρω για τον κεφαλόσακο του χταποδιού αλλά και για την γάτα !!

  28. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    λουμώνω = λουφάζω, κρύβομαι να μη με δουν, υποχωρώ, «μαζεύομαι»
    -Χλούφτω, ο (ένας) παππούς μου ήχλουψε βαθιά σ΄ένα σκίνο, περάσανε στα δυο μέτρα οι Γερμανοί και δεν τον είδανε.
    και χλούφτης ένα ημινυχτόβιο πουλί (κοντινό είδος στην κουκουβάγια-σ΄εμάς, όχι ο κορυδαλλός που βλέπω να γράφουν)

    μαμούρι (το) = το μικρό παιδί (ανεξαρτήτως φύλου), μαμούρα (η) =το κοριτσάκι\- -μαμουρίδα (μπιτ άσχετο) το ζωάκι-σκουλήκι που βρίσκουμε συχνά στο στόμα φρέσκων ψαριών.

    μαρτίνια (τα) = λίγα σε αριθμό οικόσιτα γιδοπρόβατα που κυρίως εξυπηρετούν τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας
    -μαρταρές, οι οικόσιτες κατσίκες

    μερελός = τρελός
    -πελελός και κουζουλος βεβαίως 🙂

    -μουτσουτσούνια (τα) = νάζια, καμώματα
    Ακριβώς το ίδιο! Λέγεται κατα κόρον ακόμη.

  29. Πουλ-πουλ said

    Από το ντώνω και το ντωτό. Το βοϊδόγλειμμα το ξέρω ως μια τοπική αναστροφή της φυσικής κατεύθυνσης των μαλλιών ψηλά στο μέτωπο, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν εκείνο το σημείο το έγλειφε το βόδι.

  30. Καλημέρα!
    Πολύ ωραίο και το σημερινό (και εγώ που περίμενα κάτι με πόρτες….). Συγχαρητήρια στον Λάμπα και ευχαριστίες στον Νικοκύρη για τη φιλοξενία.
    Λοιπόν τις τριδόνες, πρώτη φορά τις ακούω έτσι. Εμείς λέγαμε (είμαι σίγουρη, το λέω κι εγώ, και στο σχολείο το έλεγα στα παιδιά) στρειδώνες ή στριδώνες (το βρήκα και με ι τώρα που γκούγκλισα). Ίδια η χρήση, για κάποιον που δεν κάθεται στη θέση του.
    Και αντιγράφω (σίγουρα τα ξέρει καλύτερα ο Τζη):

    Στρειδώνα ονομάζεται στην γλώσσα των θαλασσινών η ομάδα των εδραίων καρικονειδών που σχηματίζουν αποικίες σε σταθερό υπόστρωμα (βράχος, κρηπιδότοιχοι, ύφαλα σκάφων). Η απομάκρυνση της στρειδώνας από τη γάστρα έχει σαν αποτέλεσμα τη σκλήρυνση της επιφάνειας και την εξάπλωση γύρω από το κύτος ενός βιολογικά ελκυστικού «αρώματος». Ως αποτέλεσμα, σχηματίζονται νέες αποικίες στρειδώνας.
    https://www.antzoulis.gr/index.php/el-gr/blog-news-dw/703-marine-fouling-antzoulis

    Μια χαρά το είχα και εικόνα, όπως η στρειδώνα στη βάρκα ενοχλεί και θέλει καθάρισμα…
    Βρε τι μαθαίνει κανείς εδώ μέσα!

  31. Georgios Bartzoudis said

    Αντιπαραθέτω (με # καγκελάκι) Μακεδονικά τινα vs Γορτυνιώτικα:

    – τώρα πια δεν έχω ανάκαρο.
    # …δεν έχω γκαϊρέτ(ι)

    – Δραπέτσι την έκανες τη σαλάτα! Πόσο ξίδι έριξες;
    # ζουμπρίτ(ι) την έκανις τη σαλάτα!…

    – κατσ(ι)ούλα (η) = …. κουκούλα για την προστασία του κεφαλιού
    # ….τσιουτσιούλα (ή κουκούλα) ….

    – Την πρώτη ώρα οι περισσότεροι μαθητές κουμπλάνε!
    # ….κουντλάν

    – Λούμω τώρα και μη μιλάς.
    # Μούλουνε τώρα και μη μιλάς

    – μερελός = τρελός
    # μουρλός = ….

    – Μας παρακάλαγε … και τώρα ….Κάνει τα μουτσουτσούνια του!
    # Μας παρακάλαγε … και τώρα .…μουρτσίνιασε

    – πέφταμε στο ποτάμι μπερλεκάτσι.
    # ….γκουλιόμπαρ(οι)

    – ντώνω= χαλαρώνω
    # «Ποιος τη ντάν’σι ποιος την έχ(ει)»; =ποιος την τιμάρεψε(= φρόντισε) τη μάπα (πάνινη μπαλίτσα) ποιος την έχει; [Λέγεται στο παιδικό ομαδικό παιχνίδι ονόματι «μάπα-ντάνσι». Ένα άλλο παρόμοιο παιχνίδι το λέγαμε «μάπα-αλών(ι)]

    – σγαρλάω = ξύνω με τα νύχια, ανακατεύω, σκαλίζω, ερευνώ
    # …ξινισκιρνώ= ….

    – σκασίλες = το ποπκόρν!
    # παπαλιόφκις=….

    – Τριδόνες έχεις;
    # Τζουχάδις έχ’ς;

    – τσ(ι)αλαφός = ελαφρόμυαλος, χαζούλης, τρελούτσικος
    # αλαφρύς= ….

  32. ΚΑΒ said

    Ευχαριστούμε θερμά για το νέο γλωσσάρι.

    Πολύ λίγες λέξεις γνωρίζω:ανάκαρο, δραπέτ(σ)ι, εμπατή, μαρτίνια, σβερκώνω. Κατάλαβα το κουπώνω (από το αρχ. κυπόω-ῶ;) και το  ανατσουτσουρώνομαι.

    Τελικά, ποια είναι η ετυμολογία του κιώνω;

  33. ΚΑΒ said

    >>σκασίλες = το ποπκόρν!
    πολύ ωραἰο

    Το μπρούκλης νομίζω ότι είναι πανελλήνιο.

     

  34. Λάμπας said

    Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τα καλά λόγια!

    3. Στο Λάδωνα. Εκεί μέσα κολυμπούσαμε μικρά, μπερλεκάτσι.
    6. Ο Χαρίσης ο Σδράβος;
    17. Κυρίως ως κατάρα. (Μη σώσεις!). Και το σώνομαι φυσικά, με τη σημασία «τελειώνω», «εξαντλούμαι».
    18. Ως παιδί, τη λέξη την είχα συνδέσει και με τον Τσοβόλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοια σωματικά ή φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνταν συχνά σε απαξιωτικά σχόλια, με την πρόταξη του «σιγά» ( ή χωρίς).
    – Ο Τσοβόλας έκανε κόμμα.
    – Σιγά η βοϊδογλειψιά του! (Δηλαδή, σιγά τον πολιτικό που θέλει να γίνει και αρχηγός κόμματος, πρωθυπουργός κ.λπ.)
    23. Εξ ευρωπαϊκής, ναι. Όπου ευρωπαϊκή, η κάτω Γορτυνία, προς την Ηλεία.
    24. Η αρχική σημασία αφορά φυσική κλίση των μαλλιών. Όμως τη δεκαετία του 1980, που εγώ μεγαλώνω στη Γορτυνία, οι φράντζες δίνουν και παίρνουν. Οπότε…

  35. Μουτσουτσούνια και εδώ.

    Η μητέρα μου το έλεγε θραπέτι.

  36. ΣΠ said

    Νικοκύρη, οι τελευταίες παράγραφοι χρειάζονται ανανέωση. Ξέμειναν από το κοπιπάστε κάποια που δεν ισχύουν:
    «συνήθως αντλώντας υλικό από κάποιο βιβλίο, όπως είναι και το σημερινό άρθρο δηλαδή»
    «δεν έχουμε τίποτε από Κέρκυρα».

  37. ΣΠ said

    Στην κοινή το «σβερκώνω» σημαίνει αρπάζω κάποιον από τον σβέρκο.

  38. Αγγελος said

    Το κούμπωμα και το ντώνω τα ήξερα ιεγω, και μάλιστα δεν είχα ποτέ υποπτευθεί πως είναι ιδιωματική. Τα περισσότερα αλλά,όχι. Και την Κατσούλα, μόνο ως γάτα!

  39. Αγγελος said

    Το «κούπωμα», βεβαίως. Και γιατί άραγε ο ορθογραφικος διορθωτής έβαλε κεφάλαιο στην κατσούλα;

  40. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας.

    Πολὺ ενδιαφέρον καὶ τὸ σημερινό.
    Ὑπάρχουν κάποιες λέξεις τῆς θερμιώτικης ντοπιολαλιᾶς σὲ ἴδια ἢ παραπλήσια μορφή:

    ἀνάκαρα ἢ άνκαρα (μὲ τὴν ἴδια σημασία)

    δραμπέτης (μὲ τὴν ἴδια σημασία)

    αμπατὴ (μὲ τὴν ἴδια σημασία)

    σβερκώνω: (κυριολεκτικὰ) κάνω λαβὴ στὸν τράχηλο, (μεταφορικὰ) καθηλώνω

    σιάζω: φτιάχνω

    σκιάζω = χάνομαι ἀπό τὸ ὀπτικό πεδίο, π.χ. στρίβω στὴ γωνιά του δρόμου.

    Εὐχαριστοῦμε τὸν Λάμπα γιὰ τὸ σημερινὸ ἄρθρο καὶ τὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ δημοσίευση.

  41. Παναγιώτης Κ. said

    34. Ναι, ο Χαρίσης ο Ζδράβος.

    Και μία συμπλήρωση:
    σγαρλάω ή γκαρλάω.

  42. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    34 Και Λάμπας από τα Λάμπεια όρη ίσως;
    Υπέροχα μέρη!Εχω μείνει στα Τρόπαια και στο Σταυροδρόμι πριν πολλά χρόνια.

    Ξανακοίταγμα
    μπερλεκάτσι = ολόγυμνος, τσιτσίδι
    -ολόγδυμνος , γδυμνοκώλης, γδυμνοχοχλιός.

    ντεντελάω = δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, τρεκλίζω, είμαι έτοιμος να καταρρεύσω
    -νταντουλώ, είμαι ασταθής (όπως νταντουλά ένα υγρό μέσα σ΄ενα μπιτόνι πχ, που το κουνούμε κι ακούγεται να νταντουλά. Ο μεθυσμένος αλλά και ο ασταθής στις απόψεις, νταντουλά. Πάει από δω κι από κει, πέρα-δώθε.

    ντώνω= χαλαρώνω
    Ξεντώνω το αντίστοιχο «Μή βγάνεις άτσαλα τη μπλούζα σου, γιατί θα τηνε ξεντώσεις»

  43. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα!
    Ωραίος ο Λάμπας και οι λαμπρές του λέξεις
    13,22:Το κιώνω, ενοιολογικά/μορφολογικά θα μπορούσε να προκύπτει από ρήμα (ξι)κιώνω<ξίκι, [<τουρκ. eksik (= ελλιπής, λιποβαρής), καλύπτοντας έτσι τη ζητούμενη σημασία «αποσώνω, λιγοστεύω, μπιτίζω/ απισχναίνω»
    [ Για το δραπέτσι/τραπέτσι/στραπέτσι έχει προταθεί και ιταλογενής ετυμολόγηση από το (ex)tra-/stra- peggio= “χείριστο” (ίσως και με παρετυμολογική; επίδραση του τρέπω/τράπω, δοθέντος και του «εκτροπία» βλ. https://lexikolefkadas.gr/trepetsi-to/ ,
    https://documen.site/download/nomi-in-stra-in-italiano-intensificazione-tra-semantica-e_pdf ]

  44. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Τα λεξιλογικά των ιδιωμάτων πάντα έχουν ενδιαφέρον. Ευχαριστούμε!

    Πολλές λέξεις άγνωστες, αρκετές λίγο-πολύ πανελλήνιες, μερικές υπάρχουν (και επιβιώνουν) στο κρητικό ιδίωμα, ίδιες ή κάπως διαφορετικές.

    Συμπληρώνοντας τα της ΕΦΗΣ (#23 κε!) να αναφέρω μόνο ότι τα «μαρτίνια» γίνονται σε μας «μαρτάρικα, με ίδια ακριβώς σημασία. Και «μαρτής ή μαρτί» (αρνί οικόσιτο), αλλά και ρήμα «μαρταρίζω», περιποιούμαι ιδιαίτερα.
    Κατά τον Αντ. Ξανθινάκη: από ομαρτάρια <αρχ. ρήμα ομαρτώ = συνοδεύω, βαδίζω παράλληλα, ακολουθώ.

  45. leonicos said

    τσ(ι)αλαφός

    υποθέτω ότι το ‘τσια’ σημαίνει τσα με παχυ σίγμα

  46. Λάμπας said

    42. Όχι, καμία σχέση, από αλλού είναι το «Λάμπας».

  47. Μυλοπετρος said

    δραπέτσι. Στη Χίο το πολύ ξινό το λέμε δρασπί. Δεν ξέρω ποια και αν έχουν σχέση μεταξύ τους αλλά οι λέξεις μοιάζουνε.
    Τριδόνες. Στο χωριό μου στα Μαστιχόχωρα λέμε με την ίδια ακριβώς έννοια ατριόνες. Με το γεγονός ότι μεταξύ δύο φωνηέντων το οδοντικό σύμφωνο χάνεται (σπίτι, σπι και φίδι,φι) είναι σαφές ότι πρόκειται για την ίδια λέξη.

  48. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>μερελός = τρελός
    μερέλω, λέει μια φίλη πολλών πολλών χρόνων, από την Κυνουρία. Μ΄άρεσε κ το έλεγα/λέω κι εγώ (όπως κι άλλα αρκαδιανά) σαν έτοιμη από καιρό να πάω νύφη εκεί 🙂

  49. Δώρα Γ. said

    Αρκετές από αυτές χρησιμοποιούνται και στην Ηλεία. Με την ευκαιρία, θα παρακαλούσα για τη βοήθειά σας όσον αφορά την ετυμολογία της λέξης Φλιοράς ή Φλιωράς (δεν ξέρω καν τη σωστή γραφή). Έτσι ήταν γνωστός ο παππούς μου, επίθετο Καραπαναγιώτης από Μίνθη Ηλείας, επειδή, λέει, ήταν πυρόξανθος με ανοιχτογάλανα μάτια. Οι γιοι του ήταν Φλιο(ω)ράδες και οι κόρες του Φλιο(ω)ροπούλες. Ακόμα εμάς τα εγγόνια έτσι μας φωνάζουν στο χωριό… Ψάχνω χρόνια να βρω πώς προκύπτει, αλλά δεν έχω καταφέρει τίποτα.

  50. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    44 Μικ, για τις μαρταρές, άκου τώρα, νόμιζα ότι βγαίνουν από τον Μάρτη! και γιατί; επειδή όποια σπιτικά κατσίκια τα έβρισκε ο Μάρτης ζωντανά έμεναν «μαρταρές»/ζωντάρια δηλαδή, δεδομένου ότι τα κατσικάκια(γάλακτος εννοούμε, της χρονιάς) του σπιτιού σφάζονταν, άντε ως την αποκριά (Φλεβάρη). Χαχα παραμύθια του μυαλού μου. Παιδιόθεν όμως!

  51. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα και χαίρομαι που σχολιάζουν και νέοι φίλοι

    21 Καταλαβαίνω πόθεν το καστριγκάρι αλλά δεν το ήξερα

    22 Ευχαριστούμε και για τις καλαμισάνικες συμπληρώσεις

    30 Αύριο 🙂

    23-34 Πώς εξηγείται η «ευρωπαϊκή» Γορτυνία;

    36 Ωχ ναι! Τεμπελιά, βλέπεις

  52. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    49. Δώρα, μήπως από το φλουρί/φλωρί -όπως και τα κίτρινα πουλάκια, κίτρινο// ξανθό; Αλλά πολύ εμφανές νομίζω για να μην το έχετε εξετάσει.
    Ας πουν οι ειδικοί 🙂

  53. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    50 Συμπληρώνω την …έρευνά μου (τσιτώθηκα, κυρίως μ΄αυτά που γίνονται στη Βουλή, αηδιαστικά, και επιδόθηκα στο σκάλισμα με τη γούγλη ) , συμπαθάτε με, υφαρπαγή αρμοδιότητος! 🙂

    φλώρος ο [flóros] Ο18 : 1. μικρό ωδικό πουλί των αγρών. (…)
    [μσν. φλώρος < αρχ. χλωρίων, ίσως με επίδρ. του μσνλατ. *florus (πρβ. ιταλ. fiorino `τρυποκάρυδο΄)]
    https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CE%BB%CF%8E%CF%81%CE%BF%CF%82

    και

    Χλωρίων: χλωρίων
    -ωνος, ο, ΝΑ
    νεοελλ.
    (λόγιος τ.) παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων
    αρχ.
    κιτρινόχρωμο πουλί που μοιάζει με τον φλώρο.
    [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + επίθημα -ίων (πρβλ. στρουθ-ίων). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chlorion].
    https://greek_greek.en-academic.com/195863/%CF%87%CE%BB%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%89%CE%BD

  54. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    51 >>23-34 Πώς εξηγείται η «ευρωπαϊκή» Γορτυνία;
    http://kalimera-arkadia.blogspot.com/2012/01/blog-post_2950.html

  55. Λάμπας said

    51. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ιδέα. Δε ρώτησα ποτέ και δε νομίζω ότι μπορούσε κανείς να μου πει. Το «ευρωπαϊκή Γορτυνία» λεγόταν πάντως σε αντιδιαστολή με την πάνω Γορτυνία, την πιο ορεινή. Η ειρωνεία είναι ότι η πάνω Γορτυνία είναι σήμερα πασίγνωστος τουριστικός προορισμός (Βυτίνα, Δημητσάνα κ.λπ) , ενώ η «ευρωπαϊκή» εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της.

    54. Την εκδοχή αυτή δεν την ήξερα, και δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει. Πάντως είναι γεγονός ότι πολλοί από τους πασίγνωστους εμπόρους του κέντρου της Αθήνας, είχαν καταγωγή από την Κοντοβάζαινα και τα γύρω χωριά. Δε γράφω ονόματα, γιατί δεν μπορώ να τα επιβεβαιώσω τώρα.

  56. nwjsj said

    Γειά και χαρά σας!

    Η μάνα μου γεννήθηκε στο Βιδιάκι Γορτυνίας. Τις περισσότερες λέξεις δεν τις ξέρω καν, ενώ κάποιες άλλες την ακούω να τις αναφέρει πολύ συχνά, όπως το «σγαρλάω», όταν τα γατιά επισκέπτονται την αμμολεκάνη για τις ανάγκες τους, σκάβοντας μετά μανίας λες και ψάχνουν για υδρογονάνθρακες ή όταν «κάνουν μουτσουτσούνια», επειδή βαριούνται τις κροκέτες τους.

    Επίσης, σ’ ένα χριστουγεννιάτικο τραπέζι θυμάμαι έναν θείο μου να βάζει στο στόμα του ένα μεγάλο κομμάτι φαγητού και τη γιαγιά μου να τον μαλώνει λέγοντας: «Πώς θε να το σκαπετίκεις όλο τούτο;». Για την ορθογραφία του «σκαπετίκω» δεν είμαι βέβαιη, διότι δεν την έχω δει πουθενά γραμμένη αυτή τη λέξη, όμως σημαίνει «καταπίνω», όπως ίσως θα μαντέψατε. Την έχετε ξανακούσει;

    Αν μου ‘ρθει κάποια άλλη λέξη, θα επανέλθω.

  57. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    55. εδώ σχολιάζει άλλος με άλλη εκδοχή. Σα δεν έχουμε κάτι πιο χειροπιαστό,με «αποδείξεις και ονόματα», ας ακούσουμε τις ιστορίες των ανθρώπων των τόπων. Ωραία είν΄αυτά.
    Και ο σκηνοθέτης /ντοκιμαντερίστας είναι ο Αλέξανδρος Παπαηλιού. Αρκάς την καταγωγή.
    https://www.kalimera-arkadia.gr/gortynia/item/19783-apo-poy-vgike-o-xaraktirismos-evropaiki-gortynia-vd.html

  58. Λάμπας said

    56. Τέτοιο ρήμα δεν ξέρω. Το πιο κοντινό ακουστικά είναι το ρ. σκαπετάω, που δεν το συμπεριέλαβα στον κατάλογο, γιατί δυσκολεύτηκα να το ορίσω. Θα προσπαθήσω τώρα: «σκαπετάω» σημαίνει χάνομαι από το οπτικό πεδίο κάποιου περνώντας ένα βουνό, γίνομαι άφαντος, το σκάω. Σύμφωνα με την ετυμολογία που έχω βρει, προέρχεται από το ιταλικό scappare = δραπετεύω. Επειδή όμως ο τόπος μας είναι γεμάτος βουνά, για να σε χάσουν οι άλλοι απ’ τα μάτια τους και να δραπετεύσεις, πρέπει οπωσδήποτε να περάσεις ένα βουνό ή έστω ένα ύψωμα και να πέσεις στην πίσω πλευρά, που είναι αθέατη.

  59. Χαρούλα said

    Αν και στην άλλη άκρη της χώρας, πολλές λέξεις θα τις καταλάβαινα. Δεν θα γινόταν Βαβυλωνία!☺️

    Εσείς σκασίλες; Εμείς πατλάκες! Τώρα όλοι ποπκόρν😽!

    Στην οικογένεια δυο ξαδέλφια(και δικά μου) που μεγάλωσαν σε κοινό σπίτι μεταναστών γονιών, έφεραν στην ευρύτερη οικογένεια το «φούλης». Το θεωρούσαμε μια δική τους τρυφερή προσφώνηση. Τώρα μαθαίνω πως εκεί κάτω στην Γορτυνία, θεωρείται φυσική προσφώνηση. Εντυπωσιακό

    Φχαριστούμε για τον κόπο σου Λάμπα. Όπως και όλους τους προηγούμενους για τις ντοπιογνωριμίες που μας προσφέρουν.

  60. Costas X said

    «Μουτσουτσούνια» τα νάζια, τα καμώματα, και στην Κέρκυρα.
    «Σγούμπα» η καμπούρα, και «σγούμπος» ο καμπούρης.

  61. xar said

    @11
    Ναι οι ΑΝΑΚΑΡΑ, με πιο γνωστό τους το Πού Πας Αφέντη Μέρμηγκα

  62. xar said

    @61
    και η ιστορία τους εδώ: https://www.rockap.gr/%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1-%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82/

  63. Βλέπω αρκετές λέξεις (αναζούπησε, Είναι τος; εμπατή, κούπωμα, μερελός, μπούλα, ντώνω, πιτουρήθρ[α] (ως πιτυρίδα των μαλλιών), σβερκώνω,…) που (ευλόγως) άκουγα συχνά στην διπλανή Αχαΐα.

    Προσθέτω
    – τα (λαχταριστά) τουτουμάκια = χυλοπίτες
    – στο παχύ σ (σχ. 21): Μαμουshά το χωριό του συνονόματου παππού μου
    – Κρεοπωλείον «Το Καστιγκάρ» (σχ. 21) του Σκαπετοράχη (δεν θυμάμαι το μικρό του), με πιθανή προέλευση από το Coast Guard που γνώριζαν οι μετανάστες στην Νέα Υόρκη.

  64. Λάμπας said

    63. «Στο βουνό της Μαμουσιάς, ροβολάει ένας πασιάς» μας τραγουδούσε η γιαγιά μου, όταν ήμασταν μικροί.

  65. sarant said

    56-58 Κι εγώ το σκαπετάω ξέρω, αλλά μπορεί η θεία να το χρησιμοποίησε μεταφορικά -όπως αυτός που σκαπετάει περνάει πίσω από την κορφή, έτσι και η μεγάλη μπουκιά θα περνούσε τον καταπιώνα.

  66. ΓΤ said

    escapeτησε 😛

  67. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Σκαπετώ και σκαπετίζω, γνωστό από το ηπειρωτικό ιδίωμα…ιδίως 🙂 , αλλά κι απ΄το θεσσαλικό.
    Φεύγω, απομακρύνομαι και χάνομαι στο βουνό, στον ορίζοντα κλπ την κοπανάω. Μου είναι πλέον πολύ γνωστό από σχετικά διαβάσματα(και παλιότερα ακούσματα από γονείς φίλων), μολονότι σκαπέτι στην Κρήτη είναι η σκαλίδα, σκάφτω το ρήμα και σκαπετίζω «παίζω»- ένα παιδί πχ, με το σκαπέτι κι ακούγονται οι σκαπετιές.
    Ρίξε μια σκαπετιά στη γης
    και σκύψε να ξανοίξεις
    τον πλούσιο ΄πο το φτωχό
    αν τονε ξεχωρίσεις
    (Παλιά μαντινάδα «του τάφου» που λέμε)

    σκαπετίζω, αόρ.: σκαπέτισα (χωρίς παθητική φωνή)
    (σπάνιο) άλλη μορφή του σκαπετάω
    https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%AF%CE%B6%CF%89

  68. @ 29 Πουλ-Πουλ

    >>Το βοϊδόγλειμμα το ξέρω ως μια τοπική αναστροφή της φυσικής κατεύθυνσης των μαλλιών ψηλά στο μέτωπο, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν εκείνο το σημείο το έγλειφε το βόδι.

    Ναι, ναι. Έτσι το ξέρω κι εγώ. Ως «βοϊδογλειμένο».

  69. sarant said

    66 🙂

  70. ΚΑΒ said

    >>λουμώνω = λουφάζω, κρύβομαι να μη με δουν, υποχωρώ, «μαζεύομαι»

    <μσν μουλώνω (κρύβομαι,λουφάζω) με αντιμετάθεση

  71. Pedis said

    # 19 – Ναι, μάλλον, ξέρωγω. Αλλά, με πληροφόρησαν από το κοντρόλ ότι ο Λάμπας το έχει σωστά.

  72. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    βοϊδογλειψιά

    https://www.slang.gr/lemma/15478-boidogleipsia

  73. 64,
    !!!

  74. Πέπε said

    Το «σαν να σ’ έχει γλείψει αγελάδα», έτσι περιφραστικά, το λέγαμε στο σχολείο κυρίως για το χτένισμα με τα μαλλιά κολλημένα προς τα πίσω με ζελέ. Κάποιος το πρωτοείπε ως πρωτοτυπία, σιγά σιγά έγινε μόδα, και όταν πλέον ήταν γνωστό σε όλους άρχισε να συντέμνεται σε «μαλλί αγελάδα».

    Δε γνωρίζω σε τι από τον υπόλοιπο κόσμο αντιστοιχούν αυτές οι εξελίξεις του σχολικού μου μικρόκοσμου.

  75. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Πολύ ενδιαφέρον. Λίγες λέξεις ξέρω (ρουμελιώτης γαρ).
    Η φράση «τα έκανε μπάχαλο» άραγε βγήκε από τον μπαχαλό ή το αντίστροφο;

  76. Παναγιώτης Κ. said

    56,58, 65. Η άλλη έννοια του σκαπετάω είναι , καταπίνω

  77. sarant said

    76 Α, ναι; Τότε ταιριάζει

  78. Καλημέρα,
    Προς το παρόν στα χτεσινά.
    Ανάκαρο. Γνωστή με την ίδια σημασία.
    Δρασπέτσι. Το ίδιο
    Τριδώνες – ατριδώνες αλλά σε συνδυασμό με το προηγούμενο: «δρασπέτς κι έκανις κ σαλάτα. Πέσαν γι’ ατριδώνις ιμ» (κι αν το πάμε σε πιο παλιά, του σαλάτου αντί για κ σαλάτα – το κι είναι ό,τι έμεινε απ’ το την)

    Αυτά απ’ το χωριό. Γιατί μιας και έκανα στα πέριξ της Γορτυνίας (Δάφνη Καλαβρύτων – Πύργο) έμαθα κι άλλα και κάποια τα χρησιμοποιώ. Π.χ. το κιώνω, το ντώνω (από Άργος μεριά τόχα πρωτακούσει, αλλά μάλλον με την ανάποδη σημασία ή εγώ το κατάλαβα ανάποδα γιατί ήταν πιο κοντά στο τεντώνω κι έτσι το κατάλαβα) τις σκασίλες αλλά και πατλάκες (είχαμε και βόρειους) τον μπαταλό απ’ τα Γιάννενα.
    Η εμπατή μάλλον πανελλήνια.

  79. nikiplos said

    Κι από το Ρουτζώνω, ενδεχομένως κι ο Ρουτζούνης ο σκυθρωπός άνθρωπος, που έγινε κι επώνυμο και μάλιστα διάσημο τέτοιο από τον Ρουτζούνη της ΚΑΠΑ RESEARCH, και το μέγαρο Υπατία.

  80. Νίκος Σ. said

    Το ποπκόρν το έλεγαν και μπαμπακούλες.

  81. Λάμπας said

    80. Σωστό.

  82. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    https://www.slang.gr/definition/27965-papadoules-papaloutses-patlakia

  83. Πέπε said

    82
    Πλάκα έχει! Να προσθέσω και το ποντιακό «τα τσακλία».

  84. Πέπε said

    Για να μην πω κιόλας ότι:

    Υπάρχουν πολλές διαφορετικές τοπικές ονομασίες, όπως: Παπαδούλες (στην Ημαθία), Πατλάκια (στη Δράμα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή)[1], Τσακλία (στην Ποντιακή διάλεκτο)[2], Κοκονέλες (στην Κέρκυρα), Κοκόσες (στην Πάργα), Τσατ πατ (στην Καβάλα), Σίταρους, Σιταροπούλλα και Σιταροπούλλες (στην Κυπριακή διάλεκτο), Βαμπουλίτσες (στον Τρανόβαλτο Κοζάνης), Παπαρδέλες (στο Νεοχώρι Υπάτης Φθιώτιδας), Κουκουφρίκες (στη Βοιωτία), Φακιόλες (στην Άρτα), Παπαδίτσες (στα Ιωάννινα), Παπαλούτσες (ευρύτερα στον νομό Σερρών), Σκαστερά (στην Μαυροθάλασσα Σερρών), Φούσκες (στο Αηδονοχώρι Σερρών), Πατλαντίκες ή Πατλάκια (στο Σκούταρι Σερρών), Παπαλιόσκες (στην Νικόκλεια Σερρών), Παρπαζόλες ή Παπαρούσκες (στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών),[3] Παπαλούτσκες (στην Βαμβακούσσα Σερρών), Παπόσκες (στο Χρυσό Σερρών), Γκαγκάσκες (στον Δρυμό Θεσσαλονίκης), Σκαζμούθρες (στους Στρόπωνες Εύβοιας), Φραγκοκύτταρα (στην Κάλυμνο), Παπούσκες (Κοζάνη και σε κάποια χωριά του νομού Έβρου), Πασπάτα, Παπαρδούλες, κ.α.

    Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Γαστρονομία χρειάζεται επέκταση.

    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CF%80_%CE%BA%CE%BF%CF%81%CE%BD

  85. sarant said

    84 Aυτόν τον κατάλογο τον έχω δει κι εγώ και με έχει γοητεύσει, αλλά δεν ξέρω αν επιβεβαιώνεται. Αν πάντως ισχύει, να θαυμάσουμε τους Σερραίους για την ποικιλία

    (ΥΓ Εσύ για Κάλυμνο, το επιβεβαιώνεις;)

  86. Πέπε said

    85
    Ο κατάλογος μερικώς συμπίπτει με του σλανγκ. Το σλανγκ δεν το ‘χει πάρει από τη Βίκη, αλλιώς θα το ‘παιρνε όλο. Η Βίκη να το ‘χει πάρει από το σλανγκ, θα με εξέπληττε. Άρα, ίσως αλληλοεπιβεβαιώνονται.

    Στην Κάλυμνο δεν έχει τύχει να συζητήσω για ποπκόρν κι έτσι δεν έχω γνώμη. Αυτό που σίγουρα μου φαίνεται περίεργο είναι η ορθογραφία που παραπέμπει σε κύτταρα – θα μπορούσε να είναι κάποιο ομόηχο. Πάντως το να ονομάζεται ένα καλαμποκοπροϊόν φραγκο-κάτι δε με ξενίζει καθόλου.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: