Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 25 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 20 Δεκεμβρίου, 2022


Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή πέμπτη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίστηκε στη μεταπολίτευση και στη δεκαετία του 1980. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Ύστερα από μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε, μένει μόνος αφού και άλλες σχέσεις του δεν οδήγησαν σε κάτι μονιμότερο. Πλησιάζουμε πια στο τέλος, έχουμε φτάσει στο 2007 και ο Δήμος είναι 78 χρονών, προ πολλού συνταξιούχος. Σήμερα ολοκληρώνουμε το προτελευταίο κεφάλαιο, το 13ο, που τιτλοφορείται Επί τας δυσμάς του βίου. 

Καθώς δεν οδηγούσε πια, πήγε με ταξί στην ταβέρνα της Καισαριανής, όπου είχαν δώσει ραντεβού και ξαφνιάστηκε από το πλήθος των παλιών φίλων που βρήκε μαζεμένους, αλλά και από την εγκάρδια υποδοχή που του κάνανε. Δεν την περίμενε και ευχαριστήθηκε πολύ. Όλοι του έσφιξαν το χέρι, κάποιοι τον αγκάλιασαν και οι πιο πολλές από τις γυναίκες τον φίλησαν. Βέβαια πολλούς τους αναγνώρισε δύσκολα. Τους τότε νεαρούς συντρόφους και συναγωνιστές, τους βρήκε όλους με γκρίζα μαλλιά, κάποιους με φαλάκρα και άλλους με κοιλίτσα. Κοπελίτσες, κνίτισσες και ρήγισσες τότε, ήταν τώρα ώριμες γυναίκες, με μεγάλα παιδιά και μία μάλιστα, η Ζωζώ, είχε και εγγόνια. Φυσικά φορούσανε όλες παντελόνια.

Τα τελευταία, τριάντα ίσως, χρόνια όλες οι γυναίκες φορούσανε πια παντελόνια. Φουστάνια θα φορούσανε μόνο σε επίσημες περιπτώσεις και όχι πάντα. Με φούστες επίσης θα έβλεπες μόνο κάποιες γριές ή τίποτα θεούσες, ενώ οι λίγες νεαρές που φορούσανε τολμηρά μίνι, τα συνδύαζαν με κάτι φοβερές μπότες, με λουριά και μεταλλικά εξαρτήματα, που μπροστά τους οι μπότες της Βέρμαχτ θα φάνταζαν σκαρπίνια. Τον ενοχλούσε αυτή τους η αμφίεση. Εύρισκε πως αφαιρούσε από τις γυναίκες τη θηλυκότητά τους, όταν όμως κάποτε το είπε αυτό της Κατερίνας, εκείνη γέλασε και του υπενθύμισε πως μπορεί τα παντελόνια να αφαιρούσανε τη θηλυκότητα, τους δίνανε όμως μεγάλη άνεση κινήσεων και  σκεπάζανε πολλά μειονεκτήματα στην εμφάνιση των ποδιών, ιδίως των πιο μεγάλων γυναικών.

Στη σύναξή τους, πάντως, ξαναθυμήθηκε τα παλιά και σε λίγο είχε γίνει το κέντρο και η ψυχή της παρέας, όπως τότε.

.Όπως έμαθε η ιδέα ήταν της Πόπης. Εκείνον τον καιρό, τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας ήταν η αναγνωρισμένη αρχηγός της παρέας και ομόφωνα εκλεγμένη πρόεδρος εκείνης της Δημοκρατικής Παράταξης των Εκπαιδευτικών, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όταν άρχισαν να οργανώνονται σε κόμματα, οι μισοί σχεδόν πήγαν στο κουκουέ, το ένα τρίτο στο εσωτερικό και οι υπόλοιποι στο Πασόκ. Αυτός, ο Σπύρος και φυσικά η Πόπη, είχαν τότε οργανωθεί στο κόμμα. Η Κατερίνα, ο Αλέκος, η Ζωζώ στο εσωτερικό.

Ανταμώνοντας τους παλιούς φίλους ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα, διαπιστώνοντας πως οι παλιές διαφορές, αντιπαραθέσεις και αντιδικίες, που πριν είκοσι χρόνια οδήγησαν αγαπημένους φίλους να κόψουν την καλημέρα μεταξύ τους, φαινόταν να  έχουν λησμονηθεί. Υπερίσχυε η ευχαρίστηση του ανταμώματος παλιών φίλων. Ακόμη και ο Κώστας, που έφτασε στην ταβέρνα μετά από αυτόν, έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα. Βέβαια από την αρχή φάνηκε πως ήταν πεσμένα τα φτερά του, αφού μετά την ήττα του Πασόκ στις τελευταίες εκλογές, έπαψε να είναι μεγάλος και τρανός,

Ο ίδιος συνέχισε να μένει ξεκρέμαστος, «ανένταχτο μέλος του κόμματος», όπως έλεγε αστειευόμενος και μολονότι έβλεπε με συμπάθεια τον Συνασπισμό και είχε ζωηρές επιφυλάξεις για την τακτική του κουκουέ, για συναισθηματικούς κυρίως λόγους δε σκέφθηκε να φύγει από αυτό.

……………………………………………………………………………………

Η Κατερίνα συνέχισε  για πολλήν ώρα να σχολιάζει το προχτεσινό τους γλέντι. Έκλεισε όμως κάπως μυστηριωδώς.

«Και κάτι άσχετο με τα προχτεσινά, αλλά που σε αφορά. Θέλω οπωσδήποτε να βρεις τον καιρό και να περάσεις αύριο το απόγεμα από το σπίτι μου. Θα έρθει μια κοπέλα που θέλει πολύ να σε δει».

«Ποια κοπέλα μπορεί να θέλει να δει ένα γέρο μαγκούφη;»

«Δε σου λέω, αλλιώς τι έκπληξη θα ήταν».

«Την ξέρω;»

«Και την ξέρεις και δεν την ξέρεις. Να έρθεις οπωσδήποτε. Και μάλιστα μην έρθεις απόγεμα. Έλα μεσημέρι για να φάμε μαζί. Άντε, γειά σου τώρα».

Για πολλήν ώρα έμεινε με το τηλέφωνο στο χέρι, συλλογισμένος. Για μια στιγμή η καρδιά του πετάρισε – λες να ήταν η Έζμπα; Αλλά η Κατερίνα δε θα έλεγε ποτέ κοπέλα μιαν εβδομηντάρα.

Εβδομηντάρα η Έζμπα! Απίστευτο του φαινόταν. Όσες φορές τη συλλογιζόταν τη θυμόταν όπως ήταν την τελευταία φορά το 1978, τότε που χώρισαν για πάντα, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού: μια όμορφη καλοβαλμένη γυναίκα, στην καλύτερη ηλικία της, πάνω στην ακμή της. Βέβαια από τότε πέρασαν, ούτε λίγα ούτε πολλά εικοσιεννέα χρόνια! Ακόμα πιο πολλές φορές τη θυμόταν, όπως ήταν, όταν τη γνώρισε, στα πρώτα της νιάτα, τότε που άστραφτε η ομορφιά της και συνάρπαζε η ζωντάνια της…

Όταν, νικημένος από την κούραση, έχοντας απαυδήσει να βλέπει τηλεόραση και νοιώθοντας ένα είδος κορεσμού από τις αναπολήσεις, αποφάσισε να πάει για ύπνο, ήταν σχεδόν τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε το πρόσωπό του, έβγαλε τη ζώνη που φορούσε λόγω της οσφυαλγίας, έβαλε τις πυτζάμες του και πήγε στον κοιτώνα του. Εκεί έβγαλε τα γυαλιά του, το ρολόι του και τα ακουστικά βαρηκοΐας και τα ακούμπησε στο κομοδίνο. Τη διαδικασία αυτή που την ακολουθούσε τα τελευταία χρόνια, την αντιμετώπιζε με χιούμορ. «Πριν πέσω για ύπνο αποσυντίθεμαι», σκεφτόταν και αυτό τον διασκέδαζε. Ευτυχώς που δεν είχε τεχνητά μέλη, κανένα ξύλινο πόδι ή κανένα βιονικό χέρι, που να χρειαζόταν να τα αποσυνδέσει πριν πέσει.

Το καλό ήταν πως αυτή τη νύχτα η πιστή σύνευνός του, η Αϋπνία, δεν τον επισκέφθηκε και έτσι βυθίστηκε σε βαθύ, λυτρωτικόν ύπνο.

Ξύπνησε αργά, περασμένες οχτώ, ξεκούραστος όμως και ακμαίος. «Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα», ήταν η πρώτη του σκέψη, καθώς θυμήθηκε το χτεσινό τηλεφώνημα της Κατερίνας. «Αν το καλοεξετάσεις» συμπλήρωσε τον συλλογισμό του «η συνάντηση με μια κοπέλα άγνωστη μεν, που εντούτοις ήθελε να τον δει, δεν ήταν κάτι συνηθισμένο».

Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ξυρίστηκε με προσοχή, έβαλε τα ακουστικά του, κατόπιν φόρεσε τη ζώνη για τη μέση του, και ύστερα σιγοσφυρίζοντας πήγε στο κουζινάκι να ετοιμάσει το πρωινό του. Σήμερα το τραγούδι με το οποίο ξύπνησε ήταν ένας εύθυμος σκοπός του Κηλαηδόνη, δείγμα πως ξεκινούσε τη μέρα του με κέφι.

Καταπιάστηκε να φτιάξει το πρωινό του με τη μεθοδικότητα, που του είχε γίνει δεύτερη φύση. Ζέστανε νερό στον ηλεκτρικό βραστήρα και ώσπου να βράσει, έβαλε σε ένα φλιτζάνι μια κουταλιά νεσκαφέ και μια γερή κουταλιά μέλι. Έριξε το βραστό νερό ως τα δύο τρίτα του φλιτζανιού και συμπλήρωσε το υπόλοιπο με γάλα εβαπορέ. Είχε από χρόνια καταργήσει τη ζάχαρη και είχε ανακαλύψει μια σύζευξη, αθέμιτη ίσως για πολλούς, του καφέ με το μέλι. Είχε επίσης αντικαταστήσει το βούτυρο ή τα διάφορα υδρογονωμένα λάδια, με το ταχίνι, που του άρεσε από τότε που ήταν παιδί.

Πίνοντας το πρωινό του, βουτώντας μέσα παξιμάδια, αλειμμένα με ταχίνι και μαρμελάδα, κατάστρωσε το πρόγραμμα της ημέρας. Τι πρόγραμμα δηλαδή, σαχλαμάρες, αφού ουσιαστικά δεν είχε τίποτα να κάνει, εκτός από μια βόλτα στα μαγαζιά της πλατείας, για να αγοράσει  τα χρειώδη του σπιτιού, αλλά από παλιά του είχε μείνει η συνήθεια (έξις, δευτέρα φύσις, είπαμε), να προγραμματίζει κάθε πρωί λεπτομερώς τις δουλειές, τις επαφές και τις κινήσεις της ημέρας. Σήμερα εκτός από τα λίγα ψώνια για το σπίτι και κάτι για την Κατερίνα, να μην πάει με άδεια χέρια, δεν είχε τίποτ΄ άλλο να κάνει έξω.

Βγήκε από το σπίτι και κατηφόρισε προς την πλατεία. Στο καφενείο κοντά στα σιντριβάνια αντιλήφθηκε τη γνωστή πληχτική ομάδα των συνομήλικων του συνταξιούχων και, κάνοντας πως δεν τους είδε, τάχυνε το βήμα του. Θα του χαλούσε τη μέρα και η απλή επαφή μαζί τους. Πήγε στο βιβλιοπωλείο του Ευριπίδη, που στην πράξη λειτουργούσε σαν χαρτοπωλείο, αφού πολύ λίγοι αγόραζαν πια βιβλία.

Η κόρη του ιδιοκτήτη τον χαιρέτισε γελαστή και  εγκάρδια. Όταν πριν τριάντα χρόνια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Σμύρνη, έγινε αμέσως ο ταχτικότερος πελάτης τους. Εκείνη τότε ήταν μικρό κοριτσάκι, αλλά με τον πατέρα της είχαν γίνει φίλοι. Δεν ήταν απλός βιβλιέμπορος. Ήταν ενημερωμένος για τις νέες εκδόσεις και πολλά από τα βιβλία που πουλούσε τα διάβαζε πρώτα ο ίδιος. Τώρα δυστυχώς, χτυπημένος από καρδιακό επεισόδιο, είχε αποσυρθεί, αλλά η κόρη του τον αντικαθιστούσε επαξίως.

Αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο, πράγμα που είχε μήνες να κάνει και για πολλήν ώρα έψαχνε στα ράφια, ώσπου βρήκε κάποιο που όταν το ξεφύλλισε το βρήκε ενδιαφέρον. Ήταν «η περί Θεού αυταπάτη» του Ρίτσαρντ Ντόουκινς.

Κατόπιν πέρασε από την κάβα της γωνίας και αγόρασε ένα μπουκάλι μαύρο κρασί Νεμέας, που παρακάλεσε να το τυλίξουν για δώρο. Γύρισε στο σπίτι και καθώς ήταν ακόμα έντεκα, καταπιάστηκε να ψάχνει στα χαρτιά του για να βρει τις κριτικές για το βιβλίο του και εκείνη που του είχε κάνει ο Αντρέας για να τις σκανάρει και να τις αποθηκεύσει το βράδυ στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή. Βρήκε αυτά που ζητούσε στο βάθος ενός ντουλαπιού, τα ξεσκόνισε, τα έφερε στο γραφείο του και βάλθηκε να τα ξεφυλλίζει.

Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχανε κάνει με τον Αντρέα, γυρνώντας από την πρώτη τους εκδρομή στην Αίγινα, για τα γερατειά και τη μοναξιά. Τότε δεν τον είχε τρομάξει η προοπτική αυτή. Σκεφτόταν βέβαια την επερχόμενη μοναξιά, είχε ζηλέψει βλέποντας πως η Έζμπα δεν την βίωνε, αλλά τότε τον παρηγορούσε η σκέψη πως βρισκόταν στη μέση ακόμα του δρόμου. Είχε πολύν καιρό για να σκεφτεί τη μοναξιά. Θυμήθηκε το γράμμα της Ντίνας, που δικαιολογούσε την απόφασή της να παντρευτεί γιατί φοβόταν τη μοναξιά στα γεράματα. Και τότε δεν είχε πάρει στα σοβαρά τον ερχομό της. Να όμως που ήρθε.

Τα χτυπήματα του ρολογιού της Αγίας Φωτεινής, τον έφεραν στο σήμερα.

«Έντεκα κι όλας» σκέφτηκε. Κι είχε να πάει στο Μαρούσι.

Σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα μούτρα του και έστρωσε το μουστάκι του. Η εικόνα του τον ικανοποίησε, δεν έδειχνε πάνω από εβδομήντα χρονών κι ας κόντευε τα ογδόντα. Έβαλε το σακάκι του, πήρε το δέμα με το κρασί, έριξε μιαν εξεταστική ματιά στον χώρο και βγήκε από το σπίτι.

Σταμάτησε το πρώτο ταξί που τον πήγε ως τη στάση του Μετρό, στου Φιξ και κατόπιν με το τραίνο πήγε στην Ομόνοια, όπου βγήκε και πήρε τον ηλεκτρικό. Κατέβηκε στο Μαρούσι και πήγε με τα πόδια ως το σπίτι της Κατερίνας.

Του άνοιξε ο Αλέκος, που τον υποδέχτηκε όπως πάντα εγκάρδια, αλλά με κάποιο μυστηριώδες έως συνωμοτικό, όπως του φάνηκε, χαμόγελο. Στο καθιστικό βρήκε την Κατερίνα και την κόρη της να κουβεντιάζουν  με μια νέα γυναίκα, στην ηλικία της Ανθούλας, υπολόγισε.

Την ώρα που χαιρετούσε την παλιά του φίλη και την κόρη της, παρατήρησε πως η άλλη κοπέλα τον κοιτούσε με μεγάλη προσοχή και μάλιστα έδειχνε συγκινημένη. Η φυσιογνωμία της του φάνηκε οικεία. Κάτι του θύμιζε, αλλά δε μπόρεσε να εντοπίσει με ποια γνωστή του έμοιαζε. Φορούσε φυσικά κι αυτή παντελόνια, όπως και η Κατερίνα και η κόρη της.

«Λοιπόν Δήμο μου, αυτή είναι η Δήμητρα, ήρθε από το Λονδίνο και ψάχνει μια βδομάδα τώρα να σε βρει» του λέει η Κατερίνα, μόλις αυτός κάθισε, δείχνοντάς του την άγνωστη. Γύρισε και την κοίταξε με περιέργεια

«Και γιατί ψάχνετε να με βρείτε» τη ρώτησε χαμογελώντας «Τι το ενδιαφέρον παρουσιάζω, γέρος άνθρωπος. Εκτός πια αν είστε αρχαιολόγος»

Γέλασαν όλοι με το αστείο του

«Αρχιτεκτόνισσα είναι» διευκρίνισε η Ανθούλα

«Από χρόνια τώρα, η μητέρα μου και ο πατέρας μου όλο για σας μιλούσαν, Σας θαύμαζαν και σας αγαπούσαν…»

«Για στάσου, αγαπητό μου κορίτσι, αλλά τα έχω λίγο χαμένα. Κατ΄ αρχήν σας ξέρω; Την οικογένειά σας εννοώ»

«Την ξέρετε πολύ καλά. Ήταν παράλειψή μου που δε σας συστήθηκα κανονικά. Να με συγχωρείτε. Δήμητρα Σμίθσον» του λέει σφίγγοντάς του ζεστά το χέρι και κοιτώντας τον στα μάτια.

Ο Δήμος, πιστός στους κανόνες της ευγένειας, με τη χειραψία σηκώθηκε. Παρά το ξενικό της επώνυμο και τη λονδρέζικη προέλευσή της, η κοπέλα μιλούσε σχεδόν άπταιστα τα ελληνικά. Ξαφνικά το μυαλό του πήρε στροφές και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. «Σμίθσον», «Λονδίνο»… Αστραπιαία θυμήθηκε την Ελένη που του είπε, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, πως η Έζμπα στο Λονδίνο παντρεύτηκε αυτόν τον Τζέφρυ Σμίθσον.  Θυμήθηκε τον πόνο, την απορία και την οργή που είχε νοιώσει. Όλα ταίριαζαν τα ονόματα, ο τόπος οι χρονολογίες. Κοίταξε πάλι το κορίτσι, που εξακολουθούσε να του κρατά το χέρι και μέσα του άρχισε να τρέμει

«Θες να πεις πως είσαι η κόρη του Τζέφρυ και της….»

Δε συμπλήρωσε . Πώς θα την έλεγε, Έζμπα ή Βασιλική;

«Ακριβώς» του είπε εκείνη και τον κοίταξε πάλι στα μάτια, ενώ μια κοκκινίλα απλώθηκε στο πρόσωπό της. Της έπιασε και τα δυο χέρια

«Τι κάνουν οι γονιοί σου;»

Το πρόσωπό της σοβάρεψε

«Μα δεν τα μάθατε;» απόρησε «Τον πατέρα τον χάσαμε πριν εφτά χρόνια και η μαμά μου…»

Σταμάτησε για λίγο, τον κοίταξε πάλι στα μάτια και συμπλήρωσε:

«… η μαμά μου πέθανε πριν έξι μήνες».

Ένοιωσε την ανάγκη να καθίσει κάπου. Πέθανε η Βασιλική! δε ζει πια η Έζμπα! Όλα σκοτείνιασαν γύρω του. Η κοπέλα τρόμαξε από τη χλωμάδα που απλώθηκε στο πρόσωπό του και τον οδήγησε στην κοντινότερη πολυθρόνα, όπου κυριολεκτικά σωριάστηκε.

Η Κατερίνα του έφερε το ποτηράκι με το ποτό που δεν είχε προφτάσει να τον κεράσει. Η κόρη της Έζμπας τον κοιτούσε με αληθινή στεναχώρια

«Δε το περίμενα να μην το ξέρατε. Η μητέρα μου διατηρούσε επαφή με πολλούς κοινούς γνωστούς σας στην Αίγινα».

Πού να της εξηγεί τώρα πως εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, μετά τον πόνο και την οργή που ένοιωσε μαθαίνοντας πως η αγάπη του παντρεύτηκε, είχε κόψει κάθε δεσμό με το νησί. Πως πούλησε το σπίτι του στα Πλακάκια, κλείνοντας το κεφάλαιο «Έζμπα – Αίγινα», πως ακόμα επέστρεφε όλα τα γράμματά της χωρίς να τα ανοίξει, σφραγίζοντας με τη σφραγίδα που έφτιαξε επί τούτου: «Επιστρέφεται – Παραλήπτης άγνωστος». Αυτή τη στιγμή, όχι εξηγήσεις, όχι κουβέντες, να πάει κάπου μόνος του και να κλάψει, ήθελε. Ο Αλέκος πήγε πίσω από την πολυθρόνα του κι ακούμπησε με κατανόηση τα χέρια του στους ώμους του, χωρίς να πει τίποτα.

Η Κατερίνα, που  με την κόρη της τους είχαν αφήσει να τα λένε, πρόβαλε στην πόρτα του σαλονιού γελαστή.

«Το τραπέζι είναι έτοιμο, ελάτε»

Με τη βοήθεια του Αλέκου σηκώθηκε και τον ακολούθησε στο τραπέζι. Τον έβαλαν να καθίσει στην μία πλευρά, τη στενότερη. Στις δυο φαρδύτερες πλευρές κάθισαν τα δυο κορίτσια στη μία κι ο Αλέκος με την Κατερίνα στην άλλη. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία άρχισε να τρώει και πιο πολύ να πίνει το ωραίο κόκκινο κρασί που γέμιζε τα ποτήρια τους. Στο τέλος άρχισε να μετέχει στην κουβέντα τους.

Έτσι έμαθε πως η Δήμητρα τέλειωσε αρχιτεκτονική στο Λονδίνο, έκανε μεταπτυχιακό (μάστερ το είπε), στην Αμερική και όταν πέθανε η μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα, με σκοπό να εγκατασταθεί εδώ μόνιμα. Ακούγοντάς την να μιλά, για μια στιγμή νόμισε πως έχει δίπλα του την Έζμπα, τόσο της έμοιαζε, και στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, στον ήχο της φωνής της και στους τρόπους της.

Σαν αποφάγανε, με προτροπή της Κατερίνας πέρασαν στο σαλόνι για καφέ. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσει πιο προσεχτικά την κόρη της αγαπημένης του, καθώς κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντί της. Δεν ήταν τόσο όμορφη σαν τη μητέρα της, ήταν όμως πιο φινετσάτη και είχε κληρονομήσει το αίσθημα του χιούμορ της Βασιλικής. Το γέλιο της πάντως ήταν παρόμοιο με το γέλιο της μητέρας της. Έπιασε τον εαυτό του να μη μπορεί α ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της.

Η κοπέλα είχε διάθεση να μάθει περισσότερα γι΄ αυτόν κι όλο ρωτούσε σχετικά.

«Η μητέρα μου αναφερόταν συχνά στην παρέα σας και έτσι σας ήξερα καλά και σας και την κυρία Κατερίνα και τον κύριο Αλέκο, πολύ πριν σας γνωρίσω από κοντά».

«Μα εδώ, σ΄ αυτό το σπίτι γνωρίστηκαν ο Δήμος κι η μαμά σου» της λέει η Κατερίνα.

«Θυμάσαι που δεν ήθελες να ρθείς;» τον ρώτησε ο Αλέκος.

Το θυμήθηκε αυτό το πάρτι σα να έγινε χτες. Πραγματικά όταν, την προηγουμένη, τον κάλεσε η Κατερίνα, της είχε πει πως είχε κάποιες δουλειές να τελειώσει και δε θα μπορούσε να πάει. Ήρθαν όμως από το σπίτι του και τον πήραν, σχεδόν με το ζόρι, ο Κώστας κι ο Αλέκος.

……………………………………………………………………………..

Τι σπουδαία παρέα είχαν τότε! Όλοι τους είχαν κρατήσει εκείνη τη φλόγα, το τρελό κέφι και την αισιόδοξη αποκοτιά, που είχανε από τότε που οργανώθηκαν, επί Κατοχής ακόμα, στην ΕΠΟΝ. Θυμόταν την καζούρα που κάνανε στους αντιδραστικούς καθηγητές τους στο Γυμνάσιο, με πρώτον εκείνο τον αμίμητο Χρήστο, που είχε ρωτήσει τον θεολόγο τους πώς λεγόταν ο τέταρτος γιος του Νώε ή τα ανώνυμα ερωτικά γράμματα που βάζανε κρυφά στην τσάντα της γεροντοκόρης καθηγήτριας των γαλλικών. Ύστερα θυμήθηκε τα πρώτα φλερτ με τα συνομήλικα κορίτσια του Γυμνασίου Θηλέων, τα οποία φλερτ είχε θέσει εκτός νόμου το πουριτανικό πνεύμα που επικρατούσε στην οργάνωση.

…………………………………………………………………………………

«Πού τρέχει ο νους σου:»

Η φωνή του Αλέκου τον έφερε στην πραγματικότητα.

«Συλλογιζόμουν  τα παλιά» απολογήθηκε «σε κείνο το πάρτι, αν θυμάστε δημιουργήθηκαν τρία ζευγάρια αλλά μόνο το δικό σας πρόκοψε, κατέληξε σε γάμο και ευλογήθηκε με παιδί».

«Μ΄άρεσε αυτό το «ευλογήθηκε», μου θύμισε τον παπά-Νικόλα» γέλασε η Κατερίνα. «Ο Κώστας τότε τα έφτιαξε με τη Λούλα ή με τη Δανάη;» αναρωτήθηκε.

«Με τη Λούλα βέβαια. Άρχισες να ξεχνάς; Η Λούλα ήταν στην παρέας σας, η Δανάη εμφανίστηκε πολύ αργότερα, λίγο πριν τη Χούντα» απάντησε ο Αλέκος.

Στράφηκε σ΄ αυτόν.

«Εσύ τότε δούλευες σ’ ένα φροντιστήριο της Πλατείας Κάνιγγος, εγώ είχα μόλις διοριστεί μηχανικός στον ΕΟΤ κι ο Κώστας ήταν ασκούμενος δικηγόρος, αλλά παράλληλα πουλούσε βιβλία, πόρτα-πόρτα».

«Σωστά. Εγώ τότε είχα μπει στο Πανεπιστήμιο και η Βασιλική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Θυμάστε βρε παιδιά την πορεία Ειρήνης το Μάη του ΄64;» είπε ξαναμμένη η Κατερίνα.

«Εσείς κορίτσια» στράφηκε στις κοπέλες που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τη συζήτηση, «δε μπορείτε να φανταστείτε την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Ήμασταν τότε έντονα πολιτικοποιημένοι…»

«Αφού, σκεφτείτε, πήραμε μέρος στην Πορεία από την αρχή της, από τον Τύμβο» τη διέκοψε ο Δήμος, που με τη συζήτηση ξαναβρήκε το κέφι του.

«Ξεποδαριαστήκαμε να περπατάμε κοντά δέκα ώρες, αλλά το ευχαριστηθήκαμε» γέλασε ο Αλέκος.

Ήταν περασμένες έξι, όταν ένοιωσε κουρασμένος.

«Λέω να πηγαίνω. Ειλικρινά χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, λέει της Δήμητρας. Και σας ευχαριστώ παιδιά για το τραπέζι και την παρέα», λέει στην Κατερίνα και τον Αλέκο.

«Πώς θα φύγεις;» τον ρώτησε αυτός «έχεις το αμάξι σου;»

«Έκλεισε χρόνος τώρα, που δεν οδηγώ. Θα πάρω τον ηλεκτρικό».

«Αν είν΄ έτσι, θα σας πάω εγώ με το αυτοκίνητό μου» του λέει η Δήμητρα.

«Να μη σε βάζω σε κόπο».

«Κανένας κόπος. Άλλωστε είναι στο δρόμο μου. Στη Νέα Σμύρνη δε μένετε; Εγώ μένω στο Παλιό Φάληρο».

Χαιρέτησαν τους φίλους τους και φύγανε. Την ακολούθησε ως το αυτοκίνητό της, που το είχε αράξει εκεί κοντά και παρακολουθούσε το ζωηρό και κομψό ταυτόχρονα βάδισμά της. Οι κινήσεις της όταν άνοιξε τις πόρτες του αμαξιού, κάθισε δίπλα του και έβαλε τη ζώνη ασφαλείας, είχαν τη σβελτάδα και την άνεση της Έζμπας. Αλλά και στο προφίλ έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της.

Δε χόρταινε να την παρατηρεί, όπως οδηγούσε με σιγουριά και επιδεξιότητα.

«Πώς σου φαίνεται να οδηγείς αυτοκίνητο με αριστερό τιμόνι. Εσείς εκεί οδηγείτε ανάποδα».

«Όχι. Εσείς οδηγείτε ανάποδα» γέλασε «η Αγγλία κράτησε τον τρόπο που κυκλοφορούσαν οι πεζοί κατά το Μεσαίωνα, δηλαδή από την αριστερή πλευρά του δρόμου, ώστε να έχουν το δεξί τους χέρι ελεύθερο για να αντιμετωπίσουν επιθέσεις κακοποιών. Αργότερα αυτός ο τρόπος επεκτάθηκε στην κυκλοφορία των οχημάτων. Ο Ναπολέοντας όταν κυριάρχησε στην Ευρώπη, επέβαλε την πορεία από τη δεξιά πλευρά του δρόμου, που την υιοθέτησαν και οι Αμερικανοί, καθώς τότε εχθρεύονταν τους Άγγλους. Αντίθετα οι Σουηδοί, που δεν τα είχαν καλά με τον Ναπολέοντα, διατήρησαν για πολύν καιρό την πορεία από την αριστερή πλευρά του δρόμου».

«Ε, λοιπόν αυτό δεν το ήξερα. Γηράσκω αεί διδασκόμενος».

«Περίεργο, που δεν το ξέρατε. Η μητέρα μιλώντας για σας, συχνά σας έλεγε παντογνώστη».

«Να όμως που αυτό δεν το ήξερα».

«Με τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα εξοικειώθηκα στην Αμερική, όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου εκεί. Έμεινα τρία χρόνια και είχα αγοράσει αυτοκίνητο. Τούτο δω το νοίκιασα όταν ήρθα».

«Πώς σου φαίνεται η Ελλάδα; Βέβαια η Αθήνα όπως κατάντησε τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν είναι το καλύτερο δείγμα της».

«Εξαρτάται από ποια σκοπιά τη βλέπεις. Αν τη δεις με το μάτι του Ευρωπαίου, του υποδουλωμένου στην τάξη και την ησυχία, μπορεί να μη σου αρέσει, αν τη δεις απελευθερωμένος από τον καθωσπρεπισμό, σου αρέσει. Ύστερα είναι αυτό το φως, αυτό το κλίμα που σε κατακτά αμέσως».

«Είναι τα μόνα πράγματα, που δεν κατόρθωσαν να χαλάσουν οι πολιτικοί μας».

«Ωραίο αυτό που είπατε» γέλασε.

«Δεν το είπα εγώ, αλλά ένας συγγραφέας του περασμένου αιώνα, ο Ροΐδης. Δεν θα τον ξέρεις».

«Και όμως τον ξέρω. Διάβασα μάλιστα, στα αγγλικά, ένα μυθιστόρημά του, που βρήκα στα βιβλία του Τζέφρυ, «Δη Πόπες Τζόαν» λεγόταν, που μου άρεσε πολύ».

«Δεν ξέρω αν ο μεταφραστής μπόρεσε να αποδώσει το χιούμορ και τη μοναδική σε γοητεία γλώσσα του Ροΐδη. Διαβάζεις ελληνικά;»

«Μα έχω πάει σε ελληνικό σχολείο τα πρώτα έξι χρόνια και στο σπίτι με τη μητέρα, μιλούσαμε πάντα ελληνικά και μούδινε να διαβάζω ελληνικά βιβλία για παιδιά και εφήβους».

«Τότε να σου δώσω να διαβάσεις στα ελληνικά την «Πάπισσα Ιωάννα», θα σου αρέσει πολύ».

Με την κουβέντα φτάσανε στη Νέα Σμύρνη.

«Εδώ κοντά μένω» της λέει σα φτάσανε στην πλατεία. Της έδειξε  πώς θα τον πήγαινε ως το σπίτι του και όταν σταμάτησε και βγήκαν, στάθηκε για λίγην ώρα κοιτάζοντάς την χωρίς να μιλά.

«Σ΄ ευχαριστώ για τον κόπο που έκανες να με φέρεις ως εδώ και περιττό να σου πω πόσο χάρηκα που σε γνώρισα. Θέλω να τα ξαναπούμε το συντομότερο».

«Μα κι εγώ, τώρα που σας βρήκα θέλω, αν δε σας πειράζει,  να έρχομαι να σας βλέπω, όσο πιο συχνά γίνεται».

«Είναι δυνατόν να με πειράξει μια τέτοια τύχη. Το σπίτι μου να το θεωρείς σαν δικό σου».

Στάθηκε γα λίγο κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο, χωρίς να μιλά. Κατόπιν, απροσδόκητα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο.

«Καληνύχτα» μουρμούρισε μόνο και τον άφησε.

Έμεινε στο πεζοδρόμιο, βλέποντας την να μπαίνει στο αμάξι της με σίγουρες, άνετες κινήσεις και να βάζει μπρος τη μηχανή. Στεκόταν ακόμα και όταν χάθηκε στη στροφή του δρόμου.

Advertisement

62 Σχόλια προς “Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 25 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)”

  1. Το μετρό υπήρχε εκείνη την εποχή;

  2. atheofobos said

    Μου έφτιαξε την διάθεση αυτό το τρυφερό κεφάλαιο, του μάστορη στην γραφή πατέρα σου!

  3. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    1 Σε μια υποσημείωση στο δακτυλόγραφο, που δεν μεταφέρθηκε εδώ, σημειώνει ο πατέρας μου: 2006.
    Αρα υπήρχε.

    2 Νάσαι καλά!

  4. ΣΠ said

    Καλημέρα. Γλυκόπικρο το σημερινό.

    Δεν νομίζω ότι η Δήμητρα θα μπορούσε να διαβάσει την Πάπισσα Ιωάννα στην καθαρεύουσα του Ροΐδη.

  5. 3α Ωραία, τότε όμως πρέπει να διορθωθεί και η εισαγωγική σημείωση ότι «έχουμε φτάσει στη δεκαετία του 1990».

  6. leonicos said

    Εγώ το βρίσκω υπέροχο.

  7. ΣΠ said


    Αυτό σημαίνει ότι ο Δήμος γεννήθηκε το 1928 και όταν ξεκινάει η δράση του μυθιστορήματος επί δικτατορίας είναι σαραντάρης.

  8. nikiplos said

    Καλημέρα. Κι εμένα μου έφτιαξε τη διάθεση το σημερινό. Πολύ όμορφο σε σχέση με το προηγούμενο που ήταν ολίγον στενάχωρο… Μια υποψία μου δημιουργήθηκε με το σημερινό, δεν θα την πω όμως.

  9. Πάντα χυμώδη τα κείμενα του Δημητρίου. Τα χαιρόμαστε.

  10. sarant said

    5 Nαι, σωστά

    7 Για την ακρίβεια, ο Δήμος γεννήθηκε το 1929 όπως και ο πατέρας μου. Και στο 2007 είναι πια η αφήγηση, αφού θυμάται την Έζμπα το 1978 «πριν από 29 χρόνια».

  11. michaeltz said

    Πολύ γλυκό το σημερινό, θα έλεγα εγώ. Η σκοπιά του τρίτης ηλικίας, πια, αφηγητή, με την προϊστορία τής σχέσης του με την μητέρα τής Δήμητρας, χαρακτηρίζεται από σπάνια ένταση συναισθημάτων, και η αφήγηση της συνάντησης γίνεται με μαστοριά. Το μόνο που με χαλάει είναι η παράξενη χρήση των κομμάτων, που ελάχιστα βοηθά στην ανεμπόδιστη ροή της.
    Επίσης, τι συμβαίνει τελικά με το νοιώθω/νιώθω; Το γράφουμε κατά το δοκούν; Ή έμεινε έτσι γιατί τότε που γράφτηκε το πρωτότυπο γραφόταν έτσι;

  12. aerosol said

    #8
    Κι εμένα. Αλλά πάλι… δε νομίζω.

  13. Alexis said

    Το καλύτερο από όλα τα μέχρι τώρα αποσπάσματα το σημερινό!

  14. Παναγιώτης K. said

    «Ανταμώνοντας τους παλιούς φίλους ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα, διαπιστώνοντας πως οι παλιές διαφορές, αντιπαραθέσεις και αντιδικίες, που πριν είκοσι χρόνια οδήγησαν αγαπημένους φίλους να κόψουν την καλημέρα μεταξύ τους, φαινόταν να έχουν λησμονηθεί.»

    Δυστυχώς αυτό ισχύει και στις μέρες μας. Δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό αλλά ισχύει και μου είναι ακατανόητο. Θέλω να πω ότι δεν μπορώ να το εξηγήσω.

    Χθες είχα μια συζήτηση με φίλο του οποίου οι παππούδες ήταν από την Μικρασία και βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Αναπαρήγαγε λοιπόν τα λόγια της γιαγιάς του η οποία του έλεγε ότι στο χωριό τους ήταν Ρωμιοί, Τούρκοι και Αρμένηδες. Οι τρεις κοινότητες συμβίωναν αρμονικά.
    Προφανώς πολιτικές επιλογές, δηλαδή πολιτικοί, προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο φόρτωσαν στις πλάτες των απλών ανθρώπων και τα πράγματα πήραν την γνωστή τροπή.

    Με το παράδειγμα αυτό θέλω να πω το εξής που αποτελεί και την δική μου θεώρηση των πραγμάτων.
    Έχουμε μια κοινωνία αρχόντων και αρχομένων με διαφορετικές αντιλήψεις. Οι άρχοντες για να διατηρήσουν τη θέση τους εκτός από την δημιουργικότητά τους προς το συμφέρον του συνόλου, καλλιεργούν και αντιπαλότητες οι οποίες αντιπαλότητες, μεταφέρονται στους αρχόμενους.
    Δέχομαι την έννοια του πολιτικού αγώνα και των πολιτικών αντιπαραθέσεων.
    Ακατανόητο μου είναι το μίσος που δημιουργείται σε ορισμένες περιπτώσεις μεταξύ ανθρώπων που κάποτε μάλιστα ήταν φίλοι και βρέθηκαν όχι σε διαμετρικά αντίθετες πολιτικές παρατάξεις αλλά σε ιδεολογικά συγγενείς.
    Δεν θέλω να γίνω πιο συγκεκριμένος διότι δεν θέλω να ξύνω παλιές πληγές.

  15. Καλημέρα,
    8 – 12 Πολλές ταινίες βλέπουμε 🙂

  16. Παναγιώτης K. said

    «Αποφάσισε να αγοράσει ένα βιβλίο, πράγμα που είχε μήνες να κάνει και για πολλήν ώρα έψαχνε στα ράφια, ώσπου βρήκε κάποιο που όταν το ξεφύλλισε το βρήκε ενδιαφέρον.»

    …είχε μήνες να αγοράσει βιβλίο…
    Όλα τα παραπάνω δεν είναι ευοίωνα για την πορεία του βιβλίου…
    Παίρνω όμως αφορμή για να πω ότι το Public στη Θεσσαλονίκη άνοιξε ένα νέο κατάστημα στο χώρο που ήταν το Media Markt.
    Το τμήμα λοιπόν των βιβλίων, με εντυπωσίασε με το μέγεθός του!

  17. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  18. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    16# Καμιά φορά το μέγεθος δε μετράει. Μια φορά, πριν χρόνια, που μπήκα στο Πάμπλικ Ν. Σμύρνης, τίγκα στα ευπώλητα και σουξεδιάρικα, ενώ οι πιτσιρικάδες που είχανε για πωλητές δεν είχαν καν ακουστά τον Σουρούνη. Βιβλία του βέβαια δεν υπήρχαν…

  19. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    14 – Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες, η συναισθηματική νοημοσύνη και το χρήμα. Όσο για τις ιδεολογικά συγγενείς παρατάξεις, μη ξεχνάς πως το μεγαλύτερο μίσος, είναι το συγγενικό.😊

    16 – Το έντυπο βιβλίο , καλώς ή κακώς, έχει σύντομη ημερομηνία λήξεως, πέραν του ότι οι νέοι δεν διαβάζουν βιβλία ούτε στην ηλεμορφή τους. Έχουν άλλα ενδιαφέροντα από το διάβασμα βιβλίων σε οποιαδήποτε μορφή 😊 και δεν ευθύνονται αυτά γι’αυτό.

  20. nikiplos said

    19@ Κι όμως βλέπω αρκετούς νέους με βιβλίο στο χέρι στα καφέ, και μου είναι αισθητικά πιο όμορφο από την πλειοψηφία που χειροκρατεί τα κινητά. Στην τελευταία μου ηλεπαραγγελία μου πρότεινε ο ιστότοπος και μια πρακτική τσάντα την οποία φέρω πάντοτε μαζί μου πλέον όταν βγαίνω για καφέ. Χωράει άνετα βιβλία και αν βάλει κανείς 2 κανονικού μεγέθους δεν επιβαρύνει πουθενά, ούτε στο περπάτημα, ούτε στην ευκολία. Και το προτιμώ από το να βλέπω τον εαυτό μου με ένα κινητό στο χέρι…

  21. Georgios Bartzoudis said

    Φαίνεται ότι θα τον κουράρει (παντοιοτρόπως) η Δήμητρα!

  22. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Στο ξεκίνημα λίγο με «κρύωσε» το σημερινό απόσπασμα, αλλά αποζημιώθηκα με την όμορφη και –κάπως αναπάντεχη- συνέχεια. Για να δούμε…
    ===+===
    Πάντως, το Πασόκ του Δημ. Σαραντάκου μού θύμισε την παλιά ατάκα: «Με το Πασόκ θα πάθεις σοκ!» αλλά και το λεγόμενο –τουλάχιστον σε ορισμένους κύκλους εδώ- «πασοκαρίστηκε», για κάποιον που προσχώρησε στο Πασόκ (για το μέλι…, τότε!)

  23. sarant said

    18 Ίδια εντύπωση έχω αποκομίσει κι εγώ από το κεντρικό Πάμπλικ

  24. Καλημέρα

    Πολύ ωραίο το σημερινό κομμάτι… πριν αρχίσω να το διαβάζω βγήκα εκτάκτως έξω και συνάντησα τυχαία μια παλιά μου φίλη. Δεν με κάλεσε για φαγητό αλλά θα ξαναβρεθούμε, λίγοι πια οι επιζώντες γαρ …

  25. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    20 – Φαίνεται πηγαίνεις για καφέ στα Παμπλικ ή μένεις σε γειτονιά διανοουμένων.😂
    Εγώ σε καφετέρια, νέο με ανοιχτό βιβλίο, έστω και σχολικό, δεν έχω δεί τα τελευταία 30 χρόνια. Αντιθέτως, αυτό που βλέπω να κυριαρχεί, είναι να κάθονται μαζί 2,3,4,5,6 παιδιά και να μη συζητούν μεταξύ τους, αλλά να ασχολούνται με το κινητό.
    Σημεία των καιρών.😊

  26. Theo said

    Καλημέρα,

    να μη μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του

    Αυτός, ο Σπύρος και φυσικά η Πόπη, είχαν τότε οργανωθεί στο κόμμα. Η Κατερίνα, ο Αλέκος, η Ζωζώ στο εσωτερικό.
    Ως γνωστόν, ένα είναι το κόμμα 🙂

    Δεν το είπα εγώ, αλλά ένας συγγραφέας του περασμένου αιώνα, ο Ροΐδης.
    Το 2006 ή 2007 που διαδραματίζεται ο διάλογος ο 19ος αιώνας ήταν ο προπερασμένος. Τα πρώτα χρόνια του 21ου δυσκολεύονταν κάποιοι, κάποιας ηλικίας, να συνηθίζουν στο ότι ο 20ός ήταν ο περασμένος αιώνας.

    @8, 12:
    Κι εγώ κάτι υποπτεύομαι, αλλά δεν θα μου φανεί αληθοφανές αν το έχει γράψει ο ΔΣ, και μάλλον δεν το έχει γράψει 🙂

  27. Theo said

    να συνηθίσουν

  28. sarant said

    26 Ομολογώ ότι κι εγώ δυσκολευόμουν κι έλεγα «ο περασμένος» για τον 19ο

  29. GeoKar said

    #2: κι εμενα! Συμφωνώ απολύτως μαζί σας 🙂
    #8: ούτ’ εγώ θα πω την -ίδια?- υποψία μου 😉

  30. sarant said

    29 Αν μέτρησα καλά, άλλες δύο συνέχειες μένουν για να τελειώσει το μυθιστόρημα

    Τα κλείνω, ταξιδεύω, τα λέμε αύριο πια.

  31. spyridos said

    Αποφάσισα να μη διαβάσω το υπόλοιπο προς το παρόν, ούτε και τα σχόλια.
    Αντιγράφω όλα τα κείμενα και θα φτιάξω ένα epub να το διαβάσω μια και καλή απερίσπαστος από την αρχή.

  32. 31, 30
    Λοιπόν, κι εγώ τα ‘χω αφήσει να τα διαβάσω όλα μαζί μονοκοπανιά όταν τελειώσουν τα επεισόδια, αλλά στο σημερινό δεν κρατήθηκα και το διάβασα μέχρι το τέλος!

  33. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα
    Και Ζήτω το όμορφο, Δημοκρατούμενο “Μπρέξιτ” της Δήμητρας διά του οποίου ο Δήμος βρίσκει την κόρη που στερήθηκε από δική του και μόνο κουταμάρα (δηλαδή από πείσμα μωρού και τυφλό εγωισμό).
    Είθε έτσι να ανοίξει-έστω και αργά- τα στραβά του και να αναγνώσει και τα επιστραφέντα βουλωμένα γράμματα για να καταλάβει πόσο βλάκας υπήρξε. Να λύσει την ανόητη χρόνϊα σιωπή προς την αγαπημένη του συζητών με την κόρη ώστε να απαλλαχθεί από το αβάσταγο βάρος “τον πόνο, την απορία και την οργή που είχε νοιώσει”(:Εζμπα=Έπαθα ζημιά μόλις παντρεύτηκες άλλον). Να πάψει να επαναλαμβάνει ως “χαυνωθείς Aσιανός παραιτηθείς εις μοίραν/ τυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός” την “βλασφημίαν”  “Aζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ” και να ακούσει και την καβαφική αντιστροφή “Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα/ Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία .”
    Με το φως του οποίου να αντιληφθεί επι-τέλους (-αισίου;) ότι “η δουλειά τον άντρα χτίζει, μα η οργή του τον γκρεμίζει” διότι “βαρὺ λίθος καὶ δυσβάστακτον ἄμμος, ὀργὴ δὲ ἄφρονος βαρυτέρα ἀμφοτέρων”.

  34. Πέπε said

    Λάμπρο:

    #19
    > οι νέοι δεν διαβάζουν βιβλία ούτε στην ηλεμορφή τους

    Για ηλεκτρονικό δεν ξέρω, αλλά το κανονικό έντυπο βιβλίο δεν είναι ξένο στους νέους. Ας μην ξεχνάμε ότι η καθημερινή συνήθεια του διαβάσματος έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν αφορούσε όλο τον πληθυσμό: κάποιοι κάνουν αυτή την επιλογή. Νομίζω λοιπόν ότι αυτοί δεν είναι λιγότεροι στις ηλικίες λίγο πάνω – λίγο κάτω από το τέλος του σχολείου απ’ ό,τι ήταν στις ίδιες ηλικίες πριν 10 ή 20 χρόνια.

    #25
    > Αντιθέτως, αυτό που βλέπω να κυριαρχεί, είναι να κάθονται μαζί 2,3,4,5,6 παιδιά και να μη συζητούν μεταξύ τους, αλλά να ασχολούνται με το κινητό. Σημεία των καιρών.😊

    Εδώ δυστυχώς δεν μπορώ να διαφωνήσω. Παρά ταύτα, δεν είμαι βέβαιος ότι το βλέπω μόνο σε παιδιά. Το κάνουν και οι γενιές που είδαν το κινητό να εμφανίζεται λίγο λίγο στη ζωή μας, πρώτα σαν μια σπάνια πολυτέλεια για… χρηματιστές («πούλα, πούλα!» σχολιάζαμε τα πρώτα χρόνια όταν βλέπαμε άνθρωπο να μιλάει στο κινητό), μετά σαν ένα αναγκαίο τηλέφωνο που το έχουμε παντού μαζί μας, και τέλος σαν παντομηχάνημα.

  35. Πέπε said

    συμπλ. #34

    Άσε και το άλλο: εμένα π.χ. πολύ σπάνια θα με δεις να διαβάζω, εκτός αν μείνουμε μαζί και μάλιστα στο ίδιο κρεβάτι! Αυτό δεν σημαίνει ότι δε διαβάζω αλλά απλώς ότι δε με βλέπεις. Το ίδιο είναι πιθανόν να συμβαίνει και με οποιονδήποτε, νέο ή όχι, εκτός αν είναι προσωπικοί σου γνωστοί οπότε ξέρεις και χωρίς να δεις.

  36. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Ωραίο και το σημερινό. Προσπαθώ και ‘γω να υποψιαστώ κάτι, αλλά μπα.

  37. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    34 α – Ως ποσοστό, κάπως έτσι είναι δεν αντιλέγω, απλώς τώρα έχουν περισσότερα να δούνε από εμάς, οπότε μοιραία το διάβασμα βιβλίων σε οποιαδήποτε μορφή, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, κι από τις επαφές με αρκετούς νέους που έχω, θα έλεγα σε τελευταία.
    Δεν λέω αν είναι καλό η κακό αυτό, απλή δική μου διαπίστωση είναι. Εξάλλου δεν έχει σημασία πόσα βιβλία θα διαβάσει κανείς, αλλά τι είδους θα είναι αυτά.😊

    β – Κι αυτό ως διαπίστωση το είπα, είμαι της άποψης πως όλα, είναι για καλό και για κακό, εξαρτάται από την χρήση.😊

  38. Πέπε said

    Μάλιστα, τώρα το διάβασα.

    Διάφοροι υποψιάζονται διάφορα. Ε, μάλλον όλοι το ίδιο υποψιαζόμαστε, αλλά ποιος συγκρατεί τους μήνες και τις μέρες;

    Πάντως εξακολουθώ να έχω ενστάσεις για τον τρόπο γραφής. Λέει κάπου: «έβγαλε τη ζώνη που φορούσε λόγω της οσφυαλγίας». Δε νομίζω να ξαναέχει αναφερθεί αυτή η ζώνη. Πόσο πιο απλό και άμεσο θα ήταν να έλεγε απλώς «έβγαλε τη ζώνη της οσφυαλγίας»! Αφενός, χωρίς να φρενάρουμε ιδιαίτερα σε κάποιαν από τις λεπτομέρειες της «αποσύνθεσης», αφηνόμαστε σ’ έναν καταιγισμό από τέτοιες λεπτομέρειες που όλες μαζί δημιουργούν μια εξαιρετικά εύγλωττη εντύπωση. Αφετέρου, ενεργοποιούμαστε να συμπληρώσουμε μόνοι μας το κενό (σιγά το κενό έτσι κι αλλιώς), ότι δεν είχαμε προηγουμένως ενημερωθεί για τη ζώνη. Αντ’ αυτού προκρίνεται μια κοιλιά αμηχανίας, γιατί; από τον φόβο μήπως παραβιαστεί η άπταιστη σύνταξη, ή από την ανάγκη, αφού εμφανίζεται μια νέα πληροφορία, να επισημανθεί οπωσδήποτε ότι είναι νέα; Ε, μα κι ο αναγνώστης μπορεί κι αυτός να κάνει κάτι!

    (Δεν ξεχνώ φυσικά ότι δε δόθηκε προς δημοσίευση σ’ αυτή τη μορφή, μπορεί να προοριζόταν για κάτι πολύ μακριά από το τελικό κείμενο.)

  39. Πέπε said

    #38
    > Δεν λέω αν είναι καλό η κακό αυτό… [ότι δε διαβάζουν]

    Χμ… Κι εγώ καμιά φορά διερωτώμαι: είναι στ’ αλήθεια «καλό» να διαβάζει κανείς, με την ίδια έννοια που είχαμε συνηθίσει να το θεωρούμε καλό από την προψηφιακή εποχή; Το βιβλίο, η αδιαμφισβήτητη βάση της οποιασδήποτε προσωπικής παιδείας, είναι προϊόν ενός κόσμου απέραντα διαφορετικού από τον σημερινό. Λειτουργεί μ’ έναν άλφα τρόπο, τη στιγμή που σχεδόν τα πάντα στη ζωή μας λειτουργούν μ’ έναν άλλο, κοινόν για όλα. Επιπλέον, κάποια από τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα του βιβλίου (μαθαίνεις πράγματα, εξασκεί τη φαντασία…) τίθενται υπό αμφισβήτηση, από τη στιγμή που ο συνολικός ενιαίος τρόπος που δουλεύουν όλα τ’ άλλα πράγματα εμποδίζουν αυτά τα πλεονεκτήματα του βιβλίου να λειτουργήσουν το ίδιο αποτελεσματικά όσο παλιότερα – θέλω να πω, όταν έχεις δει π.χ. τα πάντα σε εικόνα, πόσο να σου την ενεργοποιήσει τη φαντασία το έρμο το βιβλίο;

    Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ κάποιον της ηλικίας μου να ρωτάει κάποιον της ηλικίας των μαθητών μου «βιβλία διαβάζεις καθόλου;», και ο άλλος, με έκπληξη και ολίγη συγκατάβαση, να απαντήσει «βιβλία; όχι δα, δε ζούμε στον 20ό αιώνα!»

  40. Alexis said

    #39: Διάφοροι υποψιάζονται διάφορα. Ε, μάλλον όλοι το ίδιο υποψιαζόμαστε, αλλά ποιος συγκρατεί τους μήνες και τις μέρες;

    1. Την είδε για τελευταία φορά πριν από 29 χρόνια.
    2. Δεν ξέρουμε πόσο χρονών ακριβώς ήταν η Δήμητρα.
    3. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς παντρεύτηκε η Έζμπα τον Άγγλο.

    Άρα τι να συγκρατήσουμε, τα στοιχεία είναι ελλιπή… 🙂

  41. ΓΤ said

    Ακαδημία Αθηνών
    «Βραβείο της Ακαδημίας, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον καλαθοσφαιριστή Γιάννη Αντετοκούνμπο, για την εκτεταμένη φιλανθρωπική του δράση, η οποία αποτελεί υπόδειγμα κοινωνικής συνείδησης και ατομικής πρωτοβουλίας στον χώρο της κοινωνίας πολιτών με ιδιαίτερη έμφαση στις δράσεις που αναλαμβάνει για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των νέων στα Σεπόλια, την γειτονιά της Αθήνας όπου και ο ίδιος μεγάλωσε και ξεκίνησε την αθλητική του δραστηριότητα».

    Χρυσό Μετάλλιο στις Ένοπλες Δυνάμεις

    Πεντοχίλιαρο στον Τίτο Πατρίκιο

    Βαγενάς και Γκανάς μία σκέτη από διάκριση

    Και ανάμισι λιάρικο στην κυρα-Ρηνιώ της Κινάρου, να βάλει κάνα ελλενίτ για τα ξαέρια…

  42. ΓΤ said

    21.12.2022
    15:00 Λεβαδειακός-Άρης 5,00-3,50-1,74
    17:00 ΑΕΚ-Λαμία 1,20-6,25-14,50
    17:00 Αστέρας Τρίπολης-Βόλος 2,17-3,35-3,30
    20:00 ΠΑΣ-ΟΣΦΠ 8,00-4,35-1,41
    21:30 Ιωνικός-ΠΑΟ 7,75-4,25-1,44

    22.12.2022
    17:00 ΟΦΗ-Ατρόμητος 2,22-3,25-3,30
    19:30 Παναιτωλικός-ΠΑΟΚ 5,25-3,50-1,70

  43. ΓΤ said

    χήρα Γιώργου Φράγκα: ξεπάγωσε ο τραπεζικός λογαριασμός της ώστε να της καταβάλλεται η σύνταξη χηρείας. Άνοιξε ο δρόμος και για… FoodPass

  44. Λεύκιππος said

    Γιατί μου φέρνει στο μυαλό κάτι που έζησα, ενώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο; Ίσως ο τρόπος γραφής του πατρός Σαραντάκου.

  45. Alexis said

    #33: Εζμπα=Έπαθα ζημιά μόλις παντρεύτηκες άλλον)

    Κορυφαίο! Μπράβο κ. Παπαθανασίου!

  46. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    44# FoodPass

  47. leonicos said

    Μήπως η Δήμητρα βγει κόρη του Δήμου;

    Δεν θυμάμαι πότε είχαν συμπράξει με την Εζμπα τελευταία φορά.

    το ‘συμπράξει’ σας άρεσε;
    πλάκα δε έχει;

  48. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    48# Αν είναι κόρη του, τότε με την Έζμπα θα είχαν συμπαράξει.

  49. xar said

    @48
    Νομίζω ότι είπες αυτό που οι υπόλοιποι υπονοούσαν διακριτικά. Εγώ θα έλεγα ότι ίσως η Δήμητρα είναι 28,5 ετών.
    Μια και κανείς μας, υποθέτω, δεν έχει διαβάσει τη συνέχεια, δεν μπορεί να σε κατηγορήσει κανείς για σπόιλερ 🙂

  50. # 48 και αλλού

    τετριμμένο θα ήταν για ανατροπή, πιο πιθανό μου μοιάζει να έμεινε έγκυος από κανένα συνηθισμένο ξεπόρτισμα και το φόρτωσε στον πιο βολικό (όπως η<https://sarantakos.wordpress.com/2021/07/18/gpoint-15//a )

  51. Λάθος λινκ βγήκε … Η Λορεντάνα τοσωστό

  52. sarant said

    33 Φοβερό αυτό το ακρώνυμο!

  53. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Α! αυτή την εξέλιξη, η κουτσομπόλα σας, λιγάκι την προφήτεψε!
    Βέβαια είχα πει για πιθανό Δημοεζμπάκι που (θα) το πήρε μαζί της (πάνω στην ώρα που πήγαινε για έκθεση των έργων της στο Λονδίνο!) ως καρπόν των ωραίων τελευταίων σμιξιμάτων.
    Το ότι παντρεύτηκε μετά τον εγγλέζο αρτίστα, λέω θα του το εξηγούσε στα γράμματα που δεν άνοιξε ο πεισματάρης.
    Ακόμη και κόρη του να μην είναι, η τύχη τού χαμογέλασε. Σ΄αυτή την πιο δύσκολη καμπή της ζωής να έλθει ουρανόσταλτος αυτός ο δροσερός άγγελος!

    Σήμερα ακριβώς είχαμε μια συζήτηση για πραγματική παρόμοια περίπτωση φίλου μας. Από σχέση του στην Αμερική, πριν 40 χρόνια, όταν σπούδαζε εκεί, γεννήθηκε παιδί (και δεν το ήξερε).

  54. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    24 Τώρα σε διάβασα Τζη.
    Βεβαίως να ξαναβρεθείτε!

    Μαντινάδα (η μισή κλεμένη)
    Κάθ’ ευκαιρία της χαράς
    με την καρδιά σου ζήσε
    γιατί αν είσαι σημερνός
    αυριανός δεν είσαι.

    Άσε… Εχω πάθει ταράκουλο αυτές τις μέρες. Η γυναικολόγος μου και οικογενειακή φίλη, 58, που είχαμε το ετήσιο ραντεβού προχτές, έκλεισε ασμένως το ιατρείο (ο γυναικολογικός καρκίνος που πάλευε χρόνια, ξαναεπιτέθηκε ).

  55. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    41 >>Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς παντρεύτηκε η Έζμπα τον Άγγλο.

    Ξέρουμε όμως ότι Άγγλος γκαλερίστας (παρολίγον ζωγράφος) Τζέφρυ, ήτο ομοφυλόφυλος!

  56. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ομοφυλόφιλος, γμ τα μυαλά μου (κάνω ακριβώς τα λάθη που η μνήμη-υποτίθεται- λέει «γράψτο σωστά»)
    Εδώ η μαρτυρία περί Τζέφρυ
    https://sarantakos.wordpress.com/2022/05/10/kopeles-9/

  57. sarant said

    54 Εδώ που τα λέμε, αυτή η απόφαση να μην ανοίξει τα γράμματα με έχει θυμώσει πολύ 🙂

    55 Ωχ

  58. ΚΑΒ said

    55 μήπως εσπευσμένως;

  59. Alexis said

    #56: Έχεις δίκιο. Δεν είχα προσέξει το όνομα.
    Η Έζμπα λοιπόν παντρεύτηκε τον ομοφυλόφιλο Άγγλο γκαλερίστα Τζέφρυ που τον είχαμε συναντήσει παλιά στην «παρέα της Αίγινας».
    Άρα;

  60. loukretia50 said

    60. Win – win! *
    Καλά βρε ανυπόμονοι, δε νομίζετε ότι το παρακάνατε με τα σπόιλερ?

    *Συμφωνία μεταξύ φίλων που εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, επωφελής δι΄αμφοτέρους.

    Η κόρη μπορεί να είναι οποιουδήποτε, εύχομαι όχι του Δήμου, δεν του αξίζει.
    (καλή είμαι κι εγώ!!)

  61. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    59 ΚΑΒ, Πω! Έφτιαξα μαύρο ανέκδοτο. Η κοτσάνα της χρονιάς! Σ΄ευχαριστώ! Ομολογώ άγνοια, λάθος αντίληψη της έννοιας της λέξης.

    61τέλος Λου, χαχα!
    Μας νευρίαζε κατά διαστήματα, ναι. Πως λέγαμε προ ημερών, δεν φύτεψε ένα δέντρο (πούλησε και το σπίτι της Αίγινας, μην του πω), δεν μεγάλωσε ένα παιδί, αλλά, χμ, έγραψε μερικά βιβλία! Άξιος ο βίος του! 🙂

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: