Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 27 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)
Posted by sarant στο 17 Ιανουαρίου, 2023
Εδώ και κάμποσους μήνες άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.
Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή έβδομη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.
Η δράση ξεκίνησε επί δικτατορίας και συνεχίστηκε στη μεταπολίτευση και στη δεκαετία του 1980. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος. Ύστερα από μια μπερδεμένη σχέση με τη ζωγράφο Βασιλική ή Έζμπα που δεν ευοδώθηκε, μένει μόνος αφού και άλλες σχέσεις του δεν οδήγησαν σε κάτι μονιμότερο. Στο τέλος, συνταξιούχος 78 χρόνων, δέχεται την επίσκεψη της Δήμητρας, κόρης της Έζμπας που έχει πια πεθάνει, και μαθαίνει ότι είναι και δική του κόρη. Η σημερινή συνέχεια είναι και η τελευταία του μυθιστορήματος.
Όταν όλα ταχτοποιήθηκαν αποφάσισαν να καλέσουνε τους φίλους τους. Στη βδομάδα που πέρασε, από τότε που στο σπίτι τους γνώρισε τη Δήμητρα, δεν επικοινώνησαν ούτε τηλεφωνικώς. Ο Δήμος, με τη σύμφωνη γνώμη της κόρης του, δεν τους ενημέρωσε για τις συγκλονιστικές εξελίξεις. Ήθελαν να τους κάνουν έκπληξη. Έτσι όταν χτύπησαν την πόρτα του, τους άνοιξε ο Δήμος ενώ η Δήμητρα είχε κλειστεί στο δωμάτιό της.
Οδήγησε την Κατερίνα τον Αλέκο και την Ανθούλα στο καθιστικό, τους κέρασε σοκολατάκια κι ένα ποτό και πιάσανε κουβέντα.
«Αλήθεια ξανάδες τη Δήμητρα από τότε;» τον ρώτησε η Κατερίνα.
«Από την επομένη και καθημερινά τη βλέπω συνεχώς».
«Σοβαρά; Και που είναι τώρα;»
«Μέσα, στο δωμάτιό της. Μένει μαζί μου».
Διασκέδαζε με την καρδιά του βλέποντας την έκπληξη τους. Φώναξε δυνατά
«Δήμητρα, έλα να δεις τους φίλους μας».
Κι όταν εκείνη φάνηκε στην πόρτα, σηκώθηκε και με επίσημο ύφος τους λέει.
«Αγαπητοί μου φίλοι, αυτή είναι η κόρη μου, η δική μου και της Βασιλικής»
Και οι τρεις, μόλις συνήλθαν από το ξάφνιασμα, σηκώθηκαν, πήγανε κοντά της και την αγκάλιασαν.
«Παλιοκόριτσο, και δε μας είπες τίποτα» τη μάλωσε η Κατερίνα.
«Ήθελα πρώτα να γνωρίσω τον πατέρα μου χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές φορτίσεις. Και σ΄ αυτόν άλλωστε, την επομένη της γνωριμίας μας του είπα πως είμαι κόρη του».
«Μπαγάσα, απόχτησες τελείως άκοπα μια τέτοια κόρη» του λέει ο Αλέκος δίνοντάς του μια φιλική μπηχτή.
«Και τώρα τι σχεδιάζεις;» ρώτησε τη Δήμητρα η Ανθούλα.
«Πρώτα πρώτα θα ψάξω να βρω δουλειά, μια που θα μείνω οριστικά στην Ελλάδα».
«Κατόπιν θα βρεις γαμπρό και κατόπιν θα έχουμε γάμους και χαρές» της λέει γελώντας η Κατερίνα.
«Θα σε γνωρίσω με την παρέα μου, είναι πολύ καλά παιδιά» της λέει η Ανθούλα.
Όπως ήταν φυσικό, η είδηση πως ο Δήμος απόχτησε ουρανοκατέβατη κόρη, διαδόθηκε σε όλη την ευρύτερη παρέα, της οποίας τα μέλη είχαν ανανεώσει τους δεσμούς τους μετά το γλέντι στην Καισαριανή. Άρχισαν να έρχονται στο σπίτι τους παλιοί φίλοι, που είχαν δεκαετίες απομακρυνθεί. Ο Αντρέας του έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα, συγχαίροντάς τον και τους κάλεσε να τον επισκεφθούν. Η Ανθούλα γνώρισε την παρέα της στη Δήμητρα, που αμέσως ενσωματώθηκε σ΄αυτήν. Από την αρχή φάνηκε πως ταίριαζαν τα χνώτα τους. Όπως ήταν φυσικό άρχισαν να μαζεύονται και στο σπίτι τους και τα νέα παιδιά. Η ζωντάνια και το κέφι τους του θύμιζαν τη δικιά του παρέα, τότε που πήγαινε στο γυμνάσιο ή όταν σπούδαζε. Το σπίτι, ύστερα από εξήντα χρόνια σιωπής, ξαναζωντάνεψε. Σκεφτόταν πως και τα σπίτια έχουν κάποιο είδος ζωής, που την παίρνουν από τους ανθρώπους που έζησαν σ΄ αυτά.
Όπως οι γονείς του, πριν από μισόν και πάνω αιώνα, έτσι κι αυτός αντιμετώπιζε τους νέους με πραγματικό ενδιαφέρον, που ξεπερνούσε τη συγκαταβατικότητα των γέρων προς τα νιάτα και συχνά έπιανε κουβέντα μαζί τους. Βοήθησε σ΄ αυτό η θητεία του στην Εκπαίδευση και η μακρόχρονη επαφή του με νέα παιδιά. Βέβαια ο μέσος όρος ηλικίας της παρέας της Δήμητρας ήταν κατά πέντε ως δέκα χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία που είχαν αυτός και οι φίλοι του τότε. Εκείνοι ήταν μαθητές και αργότερα φοιτητές, τούτοι ήταν απόφοιτοι και είχαν βγει στη ζωή. Υπήρχαν και κάνα δύο παντρεμένα ζευγάρια ανάμεσά τους.
Εκείνο που τράβηξε την προσοχή του Δήμου, αλλά που τον δυσκόλεψε αρχικά να το εξακριβώσει, ήταν η πολιτική τοποθέτηση των παιδιών αυτών. Η δικιά του παρέα δεν ήταν απλώς πολιτικοποιημένη αλλά κομματικοποιημένη. Αναθρέμματα όλοι τους της Αντίστασης και της επονίτικης παράδοσης, είχαν αδιαπραγμάτευτες αρχές και απόψεις και δε δίσταζαν, όχι μόνο να απορρίπτουν αλλά και να καταδικάζουν κάθε διαφορετική αντίληψη. Θυμήθηκε πόσο αγωνίστηκε μέσα του για να απαλλαγεί από αυτόν τον στενόκαρδο εφησυχασμό σε βεβαιότητες που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση. Τον βοήθησε πολύ η εξοικείωσή που απέκτησε, όταν σπούδαζε, με την αρχαία ελληνική σκέψη και η μελέτη των προσωκρατικών.
Ακούγοντας τους φίλους της Δήμητρας να κουβεντιάζουν, στην αρχή σχημάτισε τη γνώμη πως ήταν απολιτικοί και αδιάφοροι. Με τον καιρό και από συζητήσεις που είχε μαζί τους, άλλαξε γνώμη. Ούτε απολιτικοί ήταν ούτε αδιάφοροι. Απλώς είχαν απορρίψει συλλήβδην τα αστικά κόμματα, που τα βλέπανε περίπου όπως τα έβλεπε ο Ροϊδης: σαν μηχανισμούς προώθησης των «δικών τους παιδιών, αλλά δυσπιστούσαν με τα κόμματα της Αριστεράς».
Εντύπωση του έκανε ένας Λάμπης, που τον έβλεπε πάντα δίπλα στη Δήμητρα και που του άρεσε και σαν εμφάνιση και από όσα τον άκουγε να λέει. Όπως έμαθε είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο, μεταλλειολόγος μηχανικός και δούλευε σε μια εταιρεία στο Λαύριο.
Στο μεταξύ η Δήμητρα ξενοίκιασε το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε και με τη βοήθεια του Δήμου και του φίλου της του Λάμπη, αγόρασε καινούργιο. Αποφάσισαν επίσης να την υιοθετήσει, για να γίνει και τυπικά κόρη του. Οι διαδικασίες κράτησαν κάπου ένα μήνα, για να γραφτεί στο δημοτολόγιο Νέας Σμύρνης, ως «Δήμητρα Παπανίκα, του Δήμου και της Βασιλικής». Όταν όλες αυτές οι διατυπώσεις τέλειωσαν, ένοιωσε πως ήταν πια σε κατάλληλη ψυχική κατάσταση για να διαβάσει τα γράμματα της Έζμπας. Μεθοδικός όπως ήταν τα έβαλε σε χρονολογική σειρά, που τη βρήκε από τις σφραγίδες που είχαν οι φάκελοι. Όταν τα άνοιξε, ξαναβλέποντας το στρωτό της γράψιμο και τον ωραίο γραφικό της χαρακτήρα συγκινήθηκε. Από το πρώτο της γράμμα κατάλαβε πως η αγαπημένη του δεν προσπαθούσε να δικαιολογήσει γιατί παντρεύτηκε με τον Τζέφρυ, αλλά έδειχνε κάτι σαν μεταμέλεια για την όλη στάση της απέναντι στη ζωή..
«Όταν χωρίσαμε δεν ήξερα πως είχα μέσα μου το παιδί σου. Αυτό το εξακρίβωσα όταν ήμουν πια στην Αγγλία. Είδα και την εικόνα του σε υπερηχογράφημα και σε βεβαιώνω πως συγκινήθηκα. Θα θυμάσαι, από τις συζητήσεις που κάναμε πως τότε δεν με απασχολούσαν τα παιδιά, αλλά η τελευταία συνάντησή μας με την Κατερίνα και το κοριτσάκι της με είχε κάνει να αναθεωρήσω τη στάση μου απέναντι στα μωρά. Κατάλαβα πως μπορεί να γίνουν πηγή απίστευτης χαράς για τους γονείς τους.»
Το επόμενο χρονολογικά γράμμα είχε ημερομηνία 25 Αυγούστου του ΄79, γράφτηκε λοιπόν αφού γέννησε και κυριαρχούσε σ΄ αυτό η έξαρση της μάνας, που πιάνει στα χέρια της ένα πλάσμα που βγήκε από μέσα της και η απόλαυσή της να το θηλάζει.
Στο τρίτο γράμμα κυριαρχούσε διάθεση αυτοκριτικής.
«Τελικά η στάση μου, τόσο απέναντι σε σένα, όσο γενικότερα απέναντι στη ζωή ήταν λανθασμένη. Κυρίως ήταν απόλυτα εγωιστική. Ούτε εγώ, ούτε οι πίνακες μου αποτελούν το κέντρο του κόσμου. Ενδεχομένως σε λίγα χρόνια θα έχουν ξεχαστεί. Γιατί λοιπόν να μην έχω χαρεί την κοινή μας συμβίωση;»
Το έκτο και τελευταίο γράμμα της ήταν ταυτόχρονα και αποχαιρετισμός
«Το έκτο γράμμα που σου έστειλα, μου το επέστρεψες με την ίδια σφραγίδα: «Επιστρέφεται – Παραλήπτης άγνωστος». Μόλις τώρα συνειδητοποίησα την οργή σου, με την απόφασή μου να παντρευτώ τον Τζέφρυ ενώ είχα αρνηθεί να ζήσουμε μαζί. Το πήρα απόφαση. Θα ζήσω με την ανάμνησή σου, μεγαλώνοντας το παιδί μας. Θα του δώσω το όνομά σου και όταν μεγαλώσει θα του μιλήσω για σένα».
Τελευταία εκκρεμότητα που απέμενε ήταν να γνωρίσει η Δήμητρα την Αίγινα και να πάει στο σπίτι της Έζμπας στην Παχειά Ράχη, που της ανήκε πια, αφού ήταν η μοναδική κληρονόμος της. Ο Δήμος είχε να πάει στην Αίγινα εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια, από τότε που έμαθε πως η Βασιλική παντρεύτηκε και δίσταζε να ξανακάνει αυτό το ταξίδι, που τόσες πικρές αναμνήσεις θα του ζωντάνευε. Τελικά, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και με ένα εσωτερικό τρέμολο, πήρε στο τηλέφωνο τον αριθμό της Ελένης. Και ναι μεν ο αριθμός δεν είχε αλλάξει, κι αυτό τον παραξένεψε, η φωνή όμως ήταν άλλη. Δεν ήταν της Ελένης, αλλά μια νεανική γυναικεία φωνή. Αποδείχτηκε πως ήταν της κόρης της Ελένης, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε, όπως άλλωστε αγνοούσε πως η φίλη του είχε παντρευτεί. Ήρθε στο τηλέφωνο και του μίλησε. Η συγκίνηση και των δύο ήταν μεγάλη, κυρίως δε της Ελένης, όταν έμαθε για την κόρη της φίλης της.
Μπήκαν στο οχηματαγωγό που θα τους πήγαινε στο νησί με το αυτοκίνητο της Δήμητρας, που ανέβηκε αμέσως στο κατάστρωμα και με τα μάτια της έτρωγε τη θάλασσα, τα νησάκια και τα πλοία που συναντούσαν στη διαδρομή. Φαινόταν πραγματικά συνεπαρμένη με την ομορφιά της θάλασσας και την ηλιόλουστης μέρας.
Η Ελένη τους περίμενε με την κόρη της στην αποβάθρα. Είχε γίνει μια καλοστεκούμενη εβδομηντάρα, αρκετά παχιά, αλλά με ζωηρό βλέμμα και σταθερό βηματισμό. Χάρηκε πολύ που τον ξαναείδε κι ακόμα περισσότερο που γνώρισε την κόρη της Βασιλικής. Θυμήθηκε μάλιστα και τον Αντρέα και φάνηκε να χάρηκε πολύ όταν έμαθε πως ζούσε.
Διατρέχοντας την πόλη με το αυτοκίνητο, ο Δήμος στεναχωρήθηκε βλέποντας πως στα χρόνια που πέρασαν η εικόνα της είχε χαλάσει. Χτίστηκαν πολυώροφα κτίρια, όχι στον παραλιακό δρόμο αλλά στο εσωτερικό, το εσωτερικό πεζοδρόμιο γέμισε με προεκτάσεις των καφενείων ή των εστιατορίων, που ουσιαστικά το αχρήστεψαν. Πολυώροφα σπίτια είχαν χτιστεί ακόμα και στην άλλοτε γραφική Πέρδικα, ευτυχώς όχι στο λιμανάκι της, που το βρήκε το ίδιο γραφικό, όπως το ήξερε. Στην Παχειά Ράχη είδε επίσης πολλά καινούργια σπίτια, ευτυχώς μονώροφα ή διώροφα και χτισμένα με κάποιο γούστο.
Σαν έφτασαν στο χωριό, η Ελένη τούς άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά που κρατούσε και μπήκαν μέσα. Σφίχτηκε και πάλι η καρδιά του, όπως τότε που πήγε στο σπίτι που είχανε στα Πλακάκια με τον Αντρέα, αυτή τη φορά όμως είχε δίπλα του τη Δήμητρα, η οποία είχε ενθουσιαστεί με την ομορφιά του νησιού, αλλά περισσότερο μπαίνοντας στο σπίτι της μητέρας της. Με την Ελένη ο Δήμος θυμήθηκαν τα ωραία γλέντια που είχαν κάνει εκεί και μίλησαν γι΄ αυτά στα κορίτσια. Η Δήμητρα πάντως το έδεσε σε ψιλό μαντήλι να ξαναζωντανέψει πάλι το σπίτι αυτό, που το βρήκε ιδεώδες για παραθερισμό.
Γύρισαν αργά στην πόλη και πήραν το τελευταίο φέρυ μπωτ για τον Πειραιά.
Παρακολουθώντας, όσο πιο διακριτικά γινόταν, τη Δήμητρα και την παρέα της, έπιασε τον εαυτό του να ονειροπολεί. Όχι όμως όπως τότε, όταν έμενε στης Ντίνας, που για να ξεπεράσει την οδύνη του χωρισμού του από την Έζμπα, δημιούργησε μια δεύτερη ονειρική προσωπικότητα. Δεν τα χρειάζονταν πια αυτά. Άρχισε να ονειρεύεται πάλι, αλλά το αντικείμενο των ονειροπολήσεών του δε βρισκόταν στο παρελθόν ή σε κάποιον ονειρικό τόπο, αλλά στο μέλλον, όχι φυσικά το δικό του, το άκρως βραχυπρόθεσμο, αλλά της κόρης του και της παρέας της και όσα ονειροπολούσε διαδραματίζονταν στον γύρω του χώρο.
Ονειρεύτηκε τη Δήμητρα να καταπιάνεται με την ανακαίνιση του σπιτιού της μητέρας της στην Παχιά Ράχη. Ονειροπόλησε θορυβώδεις και εύθυμες συνάξεις των φίλων της Δήμητρας στο σπίτι της Παχιά Ράχης, αλλά και στο δικό του στη Νέα Σμύρνη. Ιδιαίτερο μερίδιο των ονειροπολήσεών του αφορούσε τον Λάμπη, που όλα δείχνανε πως θα ήταν ο μέλλων γαμπρός του. Στις ονειροπολήσεις του σπουδαίο ρόλο παίζανε τα παιδιά, δηλαδή τα εγγόνια που προσδοκούσε να του χαρίσει η Δήμητρα. Αφού δεν είχε τη χαρά να δει τη Δήμητρα να μεγαλώνει και να γίνεται από μωρό κοπέλα, ονειρευόταν να ζήσει αυτή τη χαρά με τα εγγόνια που θα αποκτούσε.
ΤΕΛΟΣ
nikiplos said
Καλημέρα! Πολύ όμορφο τελικά και καθόλου δεν μετάνιωσα που το διάβασα όλο και ξαναγύρισα αρκετές φορές πίσω στα παλιά. Ευχαριστούμε πολύ τον Νικοκύρη για το μοίρασμα… Μεγάλη πένα ως φαίνεται ο Δ. Σαραντάκος, κάτι που είχε φανεί κι από τα προηγούμενα…
Παναγιώτης Κ. said
Ένα ρεαλιστικό happy end!
atheofobos said
Μέσα από την στρωτή αφήγηση της ιστορίας, που δημιουργεί θετικά συναισθήματα στον αναγνώστη, περνάει ταυτόχρονα και όλη η ιστορική εξέλιξη μιας σημαντικής και αξιόλογης μερίδας οπαδών της αριστεράς των χρόνων που εξελίσσεται το αφήγημα.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
Θα τα πούμε αργότερα.
(Και τώρα που τελείωσε και αυτό, το θέμα είναι αν και τι θα βάζω κάθε δεύτερη Τρίτη)
Λεύκιππος said
Πολύ ανθρώπινη εξέλιξη και φυσιολογικό τέλος σε μια τόσο γλυκιά ιστορία.
dimosioshoros said
Καλό αυτό που λέει ο Atheofobos και άλλοι φίλοι.
gpointofview said
Καλημέρα
ολα τα ωραία πράγματα κάποτε τελειώνουν, μας κράτησε καλή συντροφιά κάποιους μήνες, ευχαριστούμε
Mitsi Vrasi said
Καλημέρα
πολύ όμορφο, ωραίο το ρεαλιστικό χάπι-εντ.
Και τώρα, τι θα διαβάζουμε κάθε δεύτερη Τρίτη;
ΚΑΒ said
Σήμερα διάβασα και το προηγούμενο (η γρίπη δεν μου επέτρεψε τότε). Πολύ ωραία η κατάληξη, λίγο το παρελθόν, τα όνειρα για το μέλλον, χαρούμενη γεροντική ζωή.
Κάτι θα βρεθεί για τη συνέχεια.
leonicos said
Κρίμα που τελείωσε. Ήταν ένας υπέροχος κύκλος ζωής.
Και σταματάει εκεί που πρέπει.
Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί ‘γιατί αυτοί που συνέταξαν την Ιλιάδα σταμάτησαν στον θάνατο του Έκτορα’. Τώρα, μεταφράζοντας τα Μεθομηρικά του Κοιντου Σμυρναίου, το κατάλαβα. Μπορείς μια ιστορία να τη συνεχίζεις στο διηνεκές. Αλλά ο ακροατής – αναγνώστης πρέπει να μείνει με την εντύπωση πως οφείλει ο ίδιος να τη συνεχίσει ονειρικά.
Τί σημασία έχουν (για τα Τρωικά καθεαυτά) η Πενθεσίλια, ο Μέμνονας και ο Ευρύπυλος (του Τήλεφου), αφού δεν άλλαξαν την πορεία των πραγμάτων; ή ο θάνατος του Αχιλλέα και του Πάριδος; Η σημασία τους περιορίζεται στους επιμέρους ήρωες, που δεν είναι ασήμαντο, αλλά όχι για τα Τρωικά στο σύνολό τους. Ακόμα και το επεισόδιο με τον Δούρειο Ίππο καταντά αστειότητα.
Έπειτα, δεν θα το χαρακτήριζα ακριβώς χάπι-εντ. Το ότι ‘μια μεγάλη αγάπη τού δίνει αναπάντεχα μιαν άλλη αγάπη, σε μια διάσταση εντελώς διαφορετική εφόσον λεέιπει το ερωτικό στοιχείο, είναι εξαιρετικό εύρημα
leonicos said
7 Τζι
Δώσε κάτι κι εσύ!
Αφώτιστος Φιλέλλην said
Ωραίο, πρωτότυπο τέλος της ιστορίας. Προφητικό.
Theo said
Καλημέρα,
Ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, μ’ ένα σωρό παραγεμίσματα που ξεφεύγουν από το θέμα (εκτός αν το θέμα είναι αυτό που λέει ο Αθεόφοβος στο #3: «η ιστορική εξέλιξη μιας σημαντικής και αξιόλογης μερίδας οπαδών της αριστεράς των χρόνων που εξελίσσεται το αφήγημα», που και πάλι δεν την καλύπτει), κατά τις επιταγές των εκδοτικών οίκων που στοχεύουν σ’
ένα κοινό που διαβάζει βιβλία όπως βλέπει σίριαλ, αλλ’ αυτό δεν είναι λογοτεχνία, κατά την ταπεινή μου γνώμη. (Και πολλοί διάλογοι είναι κουραστικοί, τελείως μπανάλ, ενώ το στιλ των συνομιλητών δεν φαίνεται να εκπορεύεται από διαφορετικούς χαρακτήρες, με διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, προσλαμβάνουσες, κλπ.)
Ευχαριστώ πάντως, που μας κράτησε συντροφιά κάθε δεύτερη Τρίτη, για πάνω από ένα χρόνο, κι ενίοτε έδωσε αφορμές για ενδιαφέρουσες συζητήσεις 🙂
Παναγιώτης Κ. said
Η Έζμπα δηλαδή η μάνα της Δήμητρας, μιλώντας σε αυτή για τον πατέρα της, διαμόρφωσε στην κόρη το κατάλληλο κλίμα ώστε να βρεθεί με τον Δήμο και να συμβεί αυτό που διαβάσαμε.
Επισημαίνω στις γυναίκες με τις οποίες επικοινωνώ την ισχυρή διείσδυση που έχει ο λόγος της μάνας στο παιδί. Επομένως, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές ως προς το τι λένε (και τι πράττουν). Κυρίως, πρέπει να πειθαρχούν το αυθόρμητό τους!
Διαπιστώνω ότι είναι δύσκολο αυτό που ζητώ αλλά, δεν παύω να το επισημαίνω.
ΣΠ said
Καλημέρα. Χρόνια πολλά στον Antonislaw και σε όλους τους Αντώνηδες και τις Αντωνίες.
4
Νικοκύρη, τώρα κάθε δεύτερη Τρίτη μπορείς να βάζεις έργα του παππού Άχθου Αρούρη.
nikiplos said
13@ Εφόσον δεν εκδόθηκε ίσως ο συγγραφέας να μην είχε κατασταλάξει σε μια τελική μορφή.
Άσχετο με το σχόλιο 13@ του αγαπητού Theo, αλλά με αφορμή αυτό.
Προσωπικά σε μένα οι διάλογοι μου φάνηκαν αρκετά έξυπνοι κι όχι περιττοί. Κυρίως γιατί έμμεσα κόμιζαν και παράπλευρες πληροφορίες για το πως έβλεπε ο κόσμος τότε τα δρώμενα της ζωής. Όχι ας πούμε μόνο τα πολιτικά.
– πχ η ερώτηση του Αντρέα για τον Δήμο για την σεξουαλική του ζωή. (κάνουν άραγε οι σημερινοί ώριμοι φίλοι τέτοιες ερωτήσεις ή τις προσπερνούν ως αδιάκριτες?)
– Η έρευνα για τις πινακίδες. Το 80% της έρευνας αποκλείει «έξυπνους» δρόμους, είναι δλδ έρευνα αποκλεισμών. Αυτή δυστυχώς δεν έχει δόξα. Ωστόσο καμία από τις ανακαλύψεις που άλλαξαν άρδην τη ζωή μας δεν θα είχε επιτευχθεί εάν δεν είχε βάλει κυρίως πλάτη αυτή η έρευνα. (ακροθιγώς μέσω του διαλόγου με την Δήμητρα)
Σε ανθρώπους σαν και μένα με μικρό πολιτικό-κομματικό προφίλ, μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πλαίσιο που έμπαιναν οι παρέες κλπ. Κομματικές, πολιτικές, με κοινή δράση, με πίστη σε θέσφατα και βεβαιότητες, που τσακώνονταν προϊόντος του χρόνου κλπ.
Παναγιώτης Κ. said
4. Εμπιστευόμαστε τις επιλογές σου!
Μπορούν ωστόσο να γίνουν προτάσεις.
‘Eγραψε ο Theo πιο πάνω: «αυτό δεν είναι λογοτεχνία».
Επειδή λοιπόν το ιστολόγιο ασχολείται «με τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και όλα τα άλλα», η πρότασή μου είναι η δημοσίευση σε συνέχειες κάποιου βιβλίου που εμμέσως ή απευθείας να μας λέει τι είναι λογοτεχνία.
Ένα παράδειγμα έδωσα.
gpointofview said
# 10
Λεώνικε, στην Ιλιάδα τονίζεται η ανάγκη ο αρχηγός να είναι κάτι σαν τον Αγαμέμνονα, δηλαδή μέτριος σε όλα και ικανός να κρίνει με κανονικά σταθμά και όχι με βάση τις μεγάλες ικανότητες του Αχιλλέα, του Οδυσσέα, του Διομήδη, του Αίαντα κ.λ.π.
Από την άλλη ο αντίπαλος Εκτορας είναι πρότυπο σε όλα και … θανατώνεται, τι νόημα είχε να συνεχισθεί το έπος ;
Η ίδια λογική υπάρχει και σε άλλα έπη.
gpointofview said
Χρόνια πολλά στους Αντώνηδες και τις Αντωνίες του ιστολογίου και ειδικά στον Antonislaw
Theo said
@16:
Δεν είναι μόνο ότι πολλοί διάλογοι είναι περιττοί και δεν βλέπω πώς εξυπηρετούν το κυρίως θέμα αλλά είναι και κακογραμμένοι και ανέμπνευστοι, τελείως καφενειακού επιπέδου.
@17:
Επειδή δεν έχω γράψει μυθοπλασία, όταν μιλώ για λογοτεχνία σκέφτομαι την ποίηση. Και νομίζω πως οι αρχές και τα διδάγματα της ποίησης (όπως η επιγραμματικότητα και η οικονομία του λόγου) ισχύουν και στην πεζογραφία.
Το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο για την ποίηση είναι τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» του Ρίλκε.
Και τι είναι ποίηση (και λογοτεχνία, κατ’ επέκτασιν) το εκφράζουν κάποιοι στίχοι του αγαπημένου μου Μίλτου Σαχτούρη:
…που τόσο νέος ήξερες
φωτιά να βάζεις μες στις λέξεις
να τις πυροδοτείς
κι αυτές με κρότο και με Θεό μαζί
να εκρήγνυνται, στο αχανές.
Σήμερα γονατίζω στὸ πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στὶς πλάκες
τὰ γυμνὰ ποδάρια τῶν περαστικῶν
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κανεὶς δὲν τρομάζει
ὅλοι μείναν στὶς θέσεις ποὺ πρόφτασα
εἶναι ὅλοι τους δακρυσμένοι
ὅμως κοιτάζουν τὶς οὐράνιες ρεκλάμες
καὶ μιὰ ζητιάνα ποὺ πουλάει τσουρέκια
στὸν οὐρανό
Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής»
Επίσης, για τη λογοτεχνία γενικότερα θα πρότεινα κάποια βιβλία ή δοκίμια του Τζωρτζ Στάινερ.
Παναγιώτης Κ. said
Τζώρτζ Στάινερ!
Θυμήθηκα μια συνέντευξή του όπου έκανε αναφορά στη μάνα του για την περίοδο που ήταν μαθητής.
Όταν λοιπόν επέστρεφε από το σχολείο στο σπίτι η μάνα του τον ρωτούσε: «Πόσες ερωτήσεις έκανες σήμερα στο δάσκαλο»;
Ήταν…μάθημα για μένα αυτή κουβέντα και στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς όπου καθορίζονταν οι όροι του παιχνιδιού με τους μαθητές, μεταξύ των άλλων τους έλεγα ότι αξιολογούνται και οι ερωτήσεις εκτός από τις απαντήσεις.
«Επιτρέπεται να υποβάλλετε ακόμα και…σικέ ερωτήσεις» τους προέτρεπα!
Theo said
@20, 21:
Πιο γενικό περί λογοτεχνίας είναι το βιβλίο του Στάινερ Errata, που μάλλον έχει εξαντληθεί.
Πιο ειδικά, δηλαδή δοκίμια για συγκεκριμένους συγγραφείς ή έργα, είναι τα βιβλία των νομπελιστών:
Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές (3 τόμοι)
Τζ. Μ. Κουτσί, Ξένα ακρογιάλια.
Ορχάν Παμούκ, Άλλα χρώματα, ιδιαίτερα η ενότητα «Βιβλία και ανάγνωση.
Aghapi D said
Νοιώθω καλά που το διάβασα όλο Ίσως στο «καλά» να παίζει ρόλο και η αγαπημένη Αίγινα που μου δίνει ιδιαίτερα νοσταλγικό τόνο (έχω σχεδόν τρία χρόνια να πάω).
Μα τί ωραίο αφήγημα
Και φυσικά τί ωραίο νησί
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Των εορταζόντων κ εορταζουσών, ευχές!
Αντώνη, χρόνια πολλά!
Σε φώναζε Αντωνιό ο παππούς; 🙂
…
Από χθες θυμήθηκα ότι σήμερα τελειώνει και τώρα όλο ανέβαλα να το διαβάσω γι΄αυτό το λόγο. Η λύπη πως τελειώνει. Τέρμα η αναρώτηξη τί παρακάτω και οι εκπλήξεις. Όμορφη ιστορία με ψυχογραφίες ανθρώπων (τα ρεμάλια πολύ μ΄άρεσαν), εποχής και τόπου -της πολυαγαπημένης Αίγινας ιδίως. Το παθαίνω αυτό με μερικά βιβλία. Αντίθετα από τους πιο πολλούς που αδημονούν για το τέλος, αδημονώ κι εγώ αλλά καθυστερώ επίτηδες μερικές σελίδες πριν το τέλος για να έχω να περιμένω το φινάλε. Έχω πιο πολύ την περιέργεια για το δημιουργό, πώς το ξετέλεψε, τη δημιουργική πλευρά, τη φαντασία του συγγραφέα, παρά για καθεαυτή τη μοίρα των ηρώων ξερωγώ. Βγαίνω απέξω πολλές φορές. Ζηλεύω όσους γράφουν και περιεργάζομαι πώς το κάνουν, πώς κάνουν θελκτική την αφήγηση.
Αυτουιοθετήθηκα στο Σαραντακέικο. Αγάπησα και του παππού Νίκου και του μπαμπά Μίμη τα γραφτά. Για του Νικοκύρη δε λέω μην το πάρει πάνω του, 🙂 χαχα! Να είσαι καλά Νικοκύρη μας, να …μας γράφεις! Ωραία έχω περάσει εδώ, αξέχαστα και περιμένω κι άλλα 🙂 .
Το βιβλίο «Οι αρχαίοι είχαν την πλάκα τους», το διαβάσαμε όλο εδώ; Μου φαίνεται επιλεκτικά κάποια κομμάτια… λέω τώρα.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
20 Theo, πόσο καταλαβαίνω αυτό που λες.
Με πήγε στο «Μπονσάι» του Αλεχάντρο Σάμπρα.
Στα σύγχρονα ακούσματα αυτοί οι διαβόλοι ράπερ/τράπερ/χιπχοπάδες-δεν ξέρω πώς τους λένε, με αφήνουν με κάποιους στίχους σαν χάνο να χάνομαι στα σπιθίσματά τους.
https://www.politeianet.gr/books/9789601627663-zambra-alejandro-patakis-mponsai-187857
Costas Papathanasiou said
Καλησπέρα.
“Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη/ ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα/(…)/Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι∙”, λέει ο Σεφέρης (ως ναύτης-στρατοκόπος), “Διότι, Εγώ είναι ο Άλλος”, εξηγεί ο Ρεμπώ εαυτόν στο ποιητικό του όραμα («Car Je est un autre.», https://fr.wikisource.org/wiki/Lettre_de_Rimbaud_%C3%A0_Paul_Demeny_-_15_mai_1871 ), αλλά «Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα/που μιλώ δεν έχει αλφάβητο», ομολογεί ο Ελύτης ως προς τη δυσκολία να συζητήσεις το αθέατο.
Σε “δήμον ονείρων”, μέσω σκιών ολόμαυρων δικτατορίας, ελπίζοντας να σμίξει, για έρωτα καρπό, με αγάπανθο ονόματι Έζμπα (ρώσικη λέξη για τσαρδί ιθακήσιο/αιγινήτικο) ξυπνά και ο Δήμος Παπανίκας ή Φιλέας Φογκ. Ο οποίος αυταπατάται επί μακρόν (πάνω από μία δεκαετία!) ότι μπορεί χωρίς την εκλεκτή του, κάνοντας γύρους αρχικά ονειροπολήσεων για ανατροπή μαυρίλας όπου γης, συγγράφοντας μυθοπλασίες κατόπιν, ώσπου τη βλέπει να ‘ζωγραφίζει’ στα επίκαιρα και αντιλαμβάνεται πως πάντα αυτή ήταν μέσα του κρυφός καημός, μούσα στα βάθη των ματιών του γενεσιουργός.
Άρα ετούτη η Έζμπα δεν είναι το έχος Έκτορα, σπίτι που “περιμένει/ μ᾿ἕνα γαλάζιο καπνὸ”, φούστα αδειανή συγκοιμωμένη, ξέφραγο αμπέλι ή casus belli , παράπλευρη απώλεια ή μαχήτρια Νάρκισσου-παΐδι, αλλά ανάσα Γης που γίνεται και νήσος ηφαιστειογενής και σύννεφο με παντελόνια και —κατ’ ουσίαν— Εύα- ξυπνητήρι για αξεσκόνιστο, Δεσμώτη ρολογιού, Αδάμ που δεν μπορεί να εικάσει έναν κόσμο-ζωγραφιά όπου “Το άπειρο υπάρχει για μας/όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο” ούτε έχει καν ποτέ του γνώση “για το Δέντρο απ΄όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο”.
Και ο Δήμος μοιάζει πράγματι με βάρυπνο δεντρί που έχει μιλιά αρχαίου ξυλόφωνου, ζώο νησιού των παχυδέρμων(IP5) του Μπενέξ, πάνω στο οποίο μόνο μια Μαρία-Νεφέλη μπορεί να παίξει κελαηδώντας για πώς “φαγώνεσαι” απ’ το δάσος των ανθρώπων, πώς κοινωνείς ως πνεύμα όντως ελεύθερο, δίνοντας “λόγο/ σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου/ πάντοτε”, δηλώνοντας υπεύθυνα πως“Μια νομοθεσία/εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες/θα’τανε αληθινή σωτηρία” και βεβαιώνοντας συγχρόνως ότι “Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει”.
Και ο συγγραφέας, απλός συνταξιδιώτης των ηρώων του, βρίσκει ευκαιρία να επισημάνει συνοδές διακυμάνσεις “είναι-έχειν” , πλέοντας σε μίαν επ-οχή που ομοηχεί ως οχεία και ελπίζεται να γίνει ευωχία ερωτική (άρα με υπόκρουση το “Έχε τον νου σου στο παιδί. Γιατί αν γλυτώσει… υπάρχει ελπίδα”). Δείχνει και σχέσεων αποχρώσεις (Αγάπης-Μίσους, κομματικές, κοινωνικές, ποικίλες— δυσανεξίες, έξεις, ανοχές και επισχέσεις, σχετλιασμό και ενοχή, ισχύ ή ανέχεια σχολίων και οχυρά προσεκτικών για χρόνια δίσεχτα, Σχολές), ακολουθεί του αίματος γραμμή ως εκεί που το οικείο όνειρο (κι ας φέρει επώνυμο όχι Μύρη ή Παπανίκα, αλλά Σμίθσον), τού επιτρέπει τη συνέχεια, το εφεξής του περιπάτου προς τον Παράδεισο τον προπατορικό. Σχεδιάζει νέα αρχιμηνιά από τη ρίζα όπου -εν προκειμένω- η Αγιά Βασίλω, ακούμπησε ξερό ραβδί να πει την αλφαβήτα κι εκείνο ευθύς εβλάστησε “…κι απάνω στα βλαστάρια του πουλάκια κελαηδούσαν/ και κάτω απ’ τσοι ριζίτες του βρύσες εκυματούσαν/ που παν’ οι πέρδικες να πιούν με όλα τα πουλάκια/ με όλα τα πετούμενα και τα περιστεράκια”.
Και εμείς, οι αναγνώστες του, αντιπαραβάλλοντας την αμετανόητη αυταρέσκεια (”Η εικόνα του τον ικανοποίησε, δεν έδειχνε πάνω από εβδομήντα χρονών κι ας κόντευε τα ογδόντα”) και τη Βασιλικότατη συγγνώμη-υπέρβαση εαυτού δοσμένου στο έτερο εγώ (“Τελικά η στάση μου, τόσο απέναντι σε σένα, όσο γενικότερα απέναντι στη ζωή ήταν λανθασμένη. Κυρίως ήταν απόλυτα εγωιστική”), μπορούμε, πέρα από το “αίσιο τέλος κατά Δήμον” να δούμε ότι η ‘Εζμπα πέτυχε (εκεί που άντρες σπουδαίοι όπως ο Αντρέας φάγαν ήττα)— να νιώσει στην προϊστορική μας ξύλινη πινακίδα το κατά Εύαν Ευαγγέλιο: «Χαράξου κάπου με οποιοδήποτε τρόπο / και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία».
Μπορούμε εν συνεχεία να φανταστούμε ότι μετέχουμε σε αλληγορία της μακριάς δημοφιλούς κουτάλας, για να δούμε πώς η Κόλαση ή Παράδεισος είναι στο χέρι, μόνον, πάντα, του Άλλου, του Αντικρύ (βλ. πχ https://en.wikipedia.org/wiki/Allegory_of_the_long_spoons , https://sofoarchon.com/heaven-and-hell-the-parable-of-the-long-spoons/ κ.ά.) ή ότι παίζουμε “σ’ένα παλαιών καιρών αλώνι/που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία” (ή σ’ ένα ιστολόγιο) σαν να ΄μαστε “παιδιά και ότι αυτός που χάνει/Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους/άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια//Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι/τους ένα μικρό/
Δώρο ασημένιο ποίημα”.
Τότε, διαπιστώνουμε ότι αυτό, το ‘άσημο’, ωραίο δώρο έδωσε εδώ και η από κοινού ανάγνωση -όποια κι αν είναι αυτή για τον καθένα- του Σαραντάκειου ΄Καιρού των Φουστανιών”.
Χαρούλα said
Τώρα που τελείωσε, ας ρωτήσω.
(Μπορεί και να μου έχει διαφύγει στο κείμενο, ή να μην μπόρεσα να το συσχετίσω.)
Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια γιατί χαραχτηρίζει εποχή και ποιάν;
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
Το πρωί το ξέχασα, επανορθώνω τώρα: χρόνια πολλά στους Αντώνηδες και τις Αντωνίες, ειδικά στον AntonisLaw
15 To έχω σκεφτεί. Αλλά δεν είναι σε συνέχειες.
27 Ο τίτλος εμφανίζεται μία μόνο φορά στο βιβλίο, στην αρχή του 13ου κεφαλαίου. Τότε που φορούσανε φουστάνια οι κοπέλες είναι όταν ο αφηγητής ήταν έφηβος
Τελευταία συνήθισε να περιδιαβάζει άσκοπα και με αργό βήμα στους δρόμους της γειτονιάς του, όπου μεγάλωσε και όπου καταστάλαξε και ζει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ιδίως τον συγκινούσαν παλιά σπίτια, μονώροφα ή διώροφα που απόμεναν ακόμα και δεν είχαν δοθεί με αντιπαροχή για να γίνουν πολυκατοικίες. Τα περισσότερα ήταν ακατοίκητα και μερικά σχεδόν ερειπωμένα, γι΄ αυτόν όμως ήταν οι τελευταίοι μάρτυρες της εποχής που ήταν νέος, της εποχής που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια.
ORIO said
Ήταν μια θαυμάσια αφήγηση μιας πραγματικής εποχής. Ευχαριστούμε! Θέλουμε στο τέλος να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα, μάθημα, πού πολλές φορές το αναφέρει η ιστορία μας:
«Τελικά η στάση μου, τόσο απέναντι σε σένα, όσο γενικότερα απέναντι στη ζωή ήταν λανθασμένη. Κυρίως ήταν απόλυτα εγωιστική. Ούτε εγώ, ούτε οι πίνακες μου αποτελούν το κέντρο του κόσμου. Ενδεχομένως σε λίγα χρόνια θα έχουν ξεχαστεί. Γιατί λοιπόν να μην έχω χαρεί την κοινή μας συμβίωση;»
Χαρούλα said
#28 Νικοκύρη Ευχαριστώ.
Μου διέφυγε στο κείμενο και δεν μπορεσα να κάνω συνειρμό με τις μνήμες του από την εποχή.
Ευχές κι από μένα σε ΝομΑντώνη και όλους τους εορτάζεντες/ουσες.
gpointofview said
Το γυναικείο παντελόνι άλλαξε πολλά στην ψυχοσύνθεση της ελληνίδας, της έδωσε χρόνο να σκεφτεί. Δεν είναι τυχαίο που στο Αγιονόρος και σε πολλά μοναστήρια ακόμα απαγορεύονται. Δύσκολα γίνεται αντιληπτό από όσους δεν πρόλαβαν την εποχή.
sarant said
31 «Χρόνο να σκεφτεί»; Ανάλυσέ το.
gpointofview said
#32
Νίκο, είναι απλό, με την φούστα η νεαρή γυναίκα βρισκότανε πολλές φορές, είτε οπτικά είτε … χειρωνακτικά αιφνιδιασμένη στις ανδρικές εφορμήσεις, το παντελόνι ήταν ένα είδος άμυνας, μια χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με το σήκωμα της φούστας. Με φούστες τα μεικτά σχολεία θα είχαν θεάματα απείρου κάλλους όταν οι μαθήτριες ανέβαιναν τις σκάλες, ενώ στα θηλέων -αυτό ήταν «προνόμιο» των αρρένων καθηγητών- όταν επεβλήθη το παντελόνι είχαμε και μεικτά γυμνάσια-λύκεια.
geobartz said
Χρόνια Πολλά στους Αντώνηδες και στις Αντωνίες!
Έχω χρόνια που πήρα διαζύγιο από τη λογοτεχνία, που κάποτε αγαπούσα πολύ. Έτσι, ένα ανάγνωσμα κάθε δεύτερη Τρίτη, που θύμιζε κάτι από τα παλιά. Ελπίζω να υπάρχει συνέχεια.
sarant said
33 Oκ, δεκτό
eva matenoglou (@evamaten) said
Ήταν πολύ ωραία η ιδέα της δημοσίευσης σε συνέχειες: όλο αυτό το κουβεντολόι που ακολουθούσε, ο σχολιασμός των πρακτικών λεπτομερειών της καθημερινότητας, των πολιτικών ιδεών ή των ερωτικών (ή φιλικών) αισθημάτων ήταν ένα ωραίο μοίρασμα (πιο πολύ σαν σήριαλ που παρακολουθούμε όλοι μαζί, παρά σαν ανάγνωσμα)…
Από κει και πέρα, το διάβασα κι εγώ (κι ας μη σχολίασα) για την ειλικρίνεια της καταγραφής, για το ενδιαφέρον που έχει αυτή η κάπως «ημερολογιακή» γραφή (η, ας πούμε, «βιογραφική» μέθοδος) να ανοίγει «παράθυρα» με θέα στο παρελθόν (με τους τόπους, τις ιδέες του, τις συζητήσεις του, τις απλές συνήθειες μαζί με τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα του κ.ο.κ). Αυτά ήταν αρκετά για να με κάνουν να το διαβάσω κι εγώ, παρά το γεγονός ότι συχνά με αποθάρρυνε το κάπως αναλυτικό ύφος, το αυστηρά οργανωμένο γράψιμο με τις συντακτικές περιπλοκές του και τις αχρείαστες, ίσως, λεπτομέρειές του.
Αλλά μένει, εκτός από την ειλικρίνεια, και το ήθος του συγγραφέα (η στάση του απέναντι στην πολιτική, τις σχέσεις με το άλλο φύλο – βάζει να πρωταγωνιστεί μια χειραφετημένη και όχι «μοιραία» γυναίκα- τη δουλειά, τη φιλία) που διαφαίνεται σε κάθε βήμα.
Ευχαριστούμε!
Theo said
Χρόνια πολλά κι ευλογημένα στον Νομικαντώνη κι από μένα 🙂
@31:
Δηλαδή, στο Άγιο Όρος γυναίκες με φουστάνια επιτρέπονται;
Και υπάρχουν μοναστήρια που επιτρέπουν την είσοδο σε γυναίκες με παντελόνια;
@33:
Θυμάμαι και μια ηχηρή σφαλιάρα από ένα καθηγητή μας σ’ ένα μαθητή που είχε στηθεί κάτω από τις σκάλες ενώ η καθηγήτρια σύζυγος του πρώτου τις ανέβαινε.
Μιχάλης Νικολάου said
27, … Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια γιατί χαραχτηρίζει εποχή και ποιάν; …
Εποχή πριν περάσουν «λίγα χρόνια» μετά το 1950, οπότε η Βαλεντίνα αναμενόταν να φορέσει παντελόνια.
Η τάση ήδη, λέει, από το 1908:
‘Εγώ είμαι η νέα γυναίκα … δεν θέλω φούστες, κορσέδες, σούστες’ … γράφτηκε το 1908 (!) από τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη για την επιθεώρηση-οπερέτα «Παναθήναια»
[με την ίδρυση του Παναθηναϊκού, 1908?]
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Νομικαντώνη κλπ εορτάζοντα άτομα (άτσα!) πολύχρονοι, πολύχρωμοι και ευτυχείς!
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες, Aντωνίες Αντώνηδες, Θεοδοσίες Θεοδόσηδες και ιδιαίτερα στο τρελόπαιδο AntonisLaw.😂
Ρε φίλε τι υπέροχα τυχερός είσαι που είχες τέτοιο πατέρα.
Δέκα τόσα χρόνια τώρα με τα μοναδικά κείμενα του Δημήτρη Σαραντάκου, έγινε κτήμα μου αυτός ο άνθρωπος και ταυτίστηκα με πολλά δικά του, αλλά αυτό που εκτίμησα περισσότερο στα γραπτά του, είναι το μέτρο, κι αν τον έχω ψυχολογήσει σωστά, έτσι πρέπει να ήταν κι ο ίδιος στην ζωή του.
4 τέλος – Βάλε κάτι δικό σου νεανικό ανέκδοτο να γελάσουμε και λίγο.😂
Αν δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο αρχείο, ας δώσει κάποιος σχολιαστής κάτι δικό του, έχουμε καλά δείγματα γραφής από αρκετούς εδώ.
Αντώνη για σένα αυτό που ακούω τώρα και μου αρέσει πάρα πολύ.
Να περνάς καλά.😊
sarant said
36-40 Να είστε καλά!
Πέπε said
Καλησπέρα.
Πάει λοιπόν κι αυτό. Πράγματι, όπως είπαν πιο πάνω, καλή παρέα μάς κράτησε τόσον καιρό. Βέβαια για τέτοια δοσολογία, άπαξ του 15ημέρου, δεν είμαι ο ιδανικός αναγνώστης: ξεχνάω πού ήμασταν και ποιος είναι πάλι ετούτος, και δεν υπάρχει η ευκολία του έντυπου βιβλίου να γυρίσω πίσω να τα ξαναθυμηθώ. Προφανώς όμως αναγνωρίζω τις ιστολογικές ανάγκες που οδήγησαν σ’ αυτό τον ρυθμό, όπως και τη βοήθεια που μας δίνουν τα λινκ στο κάθε εισαγωγικό σημείωμα του Νίκου. (Πέρα από το ότι, όπως έχω πει τόσες φορές, δε διαβάζω εύκολα σε οθόνη, και μάλιστα με τέτοια διάταξη όπως της WP, και μάλιστα λογοτεχνία. Αλλά δε μου φταίει βέβαια κανείς γι’ αυτό.)
Τώρα, το θέμα είναι ότι συμφωνώ με τον Τεό. Ούτε εγώ το βρήκα τόσο καλογραμμένο. Βρήκα διαλόγους που περιττούς μεν δε θα τους έλεγα, όμως δεν ήταν φυσικοί, πειστικοί, και το ίδιο και σε αφηγημετικά κομμάτια. Το σκέλος της κυρίως αφήγησης (Δήμος και λοιποί ήρωες) συχνά απλώς έπρεπε να προχωρήσει και άρα κάποιος να μας ενημερώσει για το τι συνέβη, το δε άλλο με την ιστορία της πολιτικοποίησης ήταν εντελώς εξωλογοτεχνικό, με την παρουσία και τον ρόλο των ηρώων να φαντάζουν σαν απλό ξεκάρφωμα (αφού θέλω να πω κι αυτό, πώς θα το δέσω με το άλλο; α, το βρήκα, θα πω ότι ήταν ένας διάλογος μεταξύ των ηρώων…)
Πραγματικά, για άνθρωπο που αποδεδειγμένα και πένα διέθετε αλλά και απτιτητικός ήταν από τον εαυτό του, δεν το βρίσκω καθόλου τυχαίο ότι δεν το έδωσε για έκδοση. Ή ο ίδιος δεν ικανοποιήθηκε, ή ήταν απλώς το προσχέδιό του.
* * * * * * * * * * * * * * * *
Ένεκα της ημέρας, ένα βίντεο που συμπτωματικά ανακάλυψα χτες το βράδυ. Ένας αγαπημένος Αντώνης, μακαρίτης, σε στιγμές μεγαλείου πριν από πολλά χρόνια, πολύ πριν τον γνωρίσω, στην ηλικία που έστυβε την πέτρα. Ο δάσκαλός μου, ένας τεράστιος μουσικός, ένας σοφός.
Αντώνης Γ. Ζωγραφίδης, Όλυμπος 1942-2015.
Και η αφιέρωση που δεν πρόλαβα να του κάνω.
……………….
Αυτά και συγγνώμη για την κατάχρηση του χώρου.
ΓΤ said
Γερός και πολύχρονος, Αntonislaw!
ΓΤ said
18.01.2023 Προημιτελικά Κυπέλλου
14:00 Απόλλων Παραλιμνίου-Λαμία 10,25-4,85-1,30
17:30 ΑΕΚ-Πανσερραϊκός 1,14-7,85-17,00
19:00 ΟΣΦΠ-Άρης 1,58-3,80-6,00
20:30 ΠΑΟΚ-ΠΑΟ 2,10-3,25-3,85
ΓΤ said
Τότε που οι κοπέλες φορούσαν φουστάνια — 1: 18.01.2022
κρεμασμένα 2.447 σχόλια, max 211 στη 13η συνέχεια, min 42 στη 14η συνέχεια
sarant said
45 A γεια σου!
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Μου άρεσε –με σκαμπανεβάσματα- ολόκληρο. Και το τέλος…
Όπως μου άρεσε και το τέλος του σχ. 26 (Costas Papathanasiou) «Τότε, διαπιστώνουμε ότι αυτό, το ‘άσημο’, ωραίο δώρο έδωσε εδώ και η από κοινού ανάγνωση -όποια κι αν είναι αυτή για τον καθένα- του Σαραντάκειου ”Καιρού των Φουστανιών”». Που συνοψίζει την προσφορά του Νικοκύρη σε όλους μας.
>>Η Δήμητρα πάντως το έδεσε σε ψιλό μαντήλι.
‘Το έχει δέσει κόμπο’, ‘το δεσε κόμπο’ έχω ακούσει. Έκφραση που προέρχεται –πιθανότατα- από το γεγονός ότι παλιότερα (απουσία υπενθυμίσεων στο κινητό 🙂 ) όταν ήθελαν οπωσδήποτε να θυμηθούν κάτι σπουδαίο, έδεναν ένα κόμπο στο μαντήλι (που ήταν τότε υφασμάτινο και συχνάκις χρησιμοποιούμενο… 🙂 )
– Χρόνια πολλά, Νομικαντώνη! Και σ΄όλους τους Αντώνηδες και Αντωνίες που –θέλουν να- γιορτάζουν σήμερα.
– Νικοκύρη, τι θα έλεγες για αποσπάσματα από Τσιφόρο; Είναι ανεξάντλητος και νομίζω θα έχει ενδιαφέρον και για νέους αναγνώστες. Και λεξιλογικά, άπειρα!
eva matenoglou (@evamaten) said
39
Άτσα, Χτήνε! (αλλά μετά το γυρνάς πάλι😀)
Πέπε said
47
Ναι, αλλά ούτε εδώ ούτε στην τρέχουσα φράση εννοείται υπενθύμιση. (Η οποία, προ κινητών αλλά μετά από την εποχή των μαντηλιών, γινόταν με αυτοκόλλητα, κυρίως στο ψυγείο αλλά και στον καθρέφτη του μπάνιου και στην πόρτα του σπιτιού)
gpointofview said
# 49
Κι ο «πύργος» του πισί κάνει δουλειά…
Α. Σέρτης said
ΡΕΚΒΙΕΜ ΣΤΗΝ ΑΡΓΥΡΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ
Θέλω κι εγώ μα το Θεό
να συμφωνήσω με Τεό
κι ακόμα παραπέρα
Δεν έπρεπε με παρεό
να εκτεθεί εις το κοινό
με λόγια του αέρα
Έμεινε Βήτα Εθνική
αν και το πάλεψε πολύ
ν’ ανέβει παραπάνω
Δεν είχε τάλαντο εκεί
έχασε και το παρολί
στο ζόρι του απάνω
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
48# …άνθρωποι (βρε), αρσενικοί και θηλυκοί 😜
sarant said
47 Λέγεται και το «ψιλό μαντίλι», ο πατέρας μου το έλεγε συχνά, θυμάμαι.
Τσιφόρο μπορεί να βάλουμε, αλλά σε μόνιμη βάση;
antonislaw said
Καλημέρα σας! Το τέλος του πολύ ενδιαφέροντος μυθιστορήματος συνέπεσε με την ονομαστική γιορτή μου χθες, και δεν είχα την ευκαιρία να το απολαύσω όσο θα ήθελα, πραγματικά, πώς θα γεμίζουμε την κάθε δεύτερη Τρίτη μας τώρα;
Ευχαριστώ σας πολύ για τις ευχές σας για την γιορτή μου! Ευχαριστώ πολύ ιδιαιτέρως Νικοκύρη, ΣΠ, Έφη (ναι, Αντωνιό με έλεγε ο παππούς μου αλλά και μεταξύ μας οι πιο στενοί φίλοι έτσι αποκαλούμαστε, Αντωνιό, Γιαννιό, Μανολιό κλπ), Χαρούλα, Geobartz, Theo, Χτήνε, Λάμπρο (χαχα τι τρελό αγόρι, θεοκούζουλο 😀 ), ΓΤ και Μί_κιε
Δύτης των νιπτήρων said
Ε, ρεθυμνιωτάκι, καθυστερημένα χρόνια πολλά κι από μένα!
sarant said
Χρόνια πολλά και… από κοντά Αντώνη!
Δύτης των νιπτήρων said
51 Δεν είπε κανείς ότι το (ατέλειωτο και ανεπιμέλητο άλλωστε) μυθιστόρημα είναι κανένα αριστούργημα, και εγώ ο ίδιος συμμερίζομαι πολλές αν όχι όλες (αν όχι ακόμα περισσότερες) επιφυλάξεις για τη λογοτεχνική του αξία. Αλλά, διάβολε, λίγο τακτ δε βλάφτει! Είναι ένα γραφτό, σχεδόν ψυχαναλυτικού χαρακτήρα όπως υποψιάζομαι, ανθρώπου που έχει φύγει, που ήταν αξιολογότατη προσωπικότητα, που δεν διεκδίκησε δάφνες λογοτέχνη (παρόλο που κάποια άλλα, τελειωμένα, μυθιστορήματά του είναι πράγματι αξιοπρόσεχτα), που ήταν ο πατέρας του οικοδεσπότη μας. Τουλάχιστον άκομψο να χαρακτηρίζεται αργυρή μετριότητα, ούτε καν χρυσή δηλαδή.
antonislaw said
«Απλώς είχαν απορρίψει συλλήβδην τα αστικά κόμματα, που τα βλέπανε περίπου όπως τα έβλεπε ο Ροϊδης: σαν μηχανισμούς προώθησης των «δικών τους παιδιών»
Μου έκανε πολύ καλή εντύπωση για τη ροή του έργου ότι δεν ενσωμάτωσε στο μυθιστόρημα ο Δημήτρης Σαραντάκος το γνωστό απόφθεγμα του Ροΐδη αυτούσιο, δείχνει μαστοριά.
«Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν· αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του δημοσίου.
Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
«Πολιτικόν δελτίον», Ασμοδαίος, 8.6.1875. Άπαντα, Β΄. Ερμής, 1978. 138.
http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=284
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Καλημέρες!
49.
Προφανώς εδώ δεν μπήκε η έκφραση «ψιλό μαντήλι» για υπενθύμιση!
Πάντως, τον κόμπο στο μαντήλι να επέχει θέση … δούλου που λέει «μέμνησο», την έχω προφτάσει στα μικράτα μου -και από διαφορετικούς ανθρώπους (με πρώτον απ’ όλους τον πατέρα μου, που στην εποχή του ούτε αυτοκόλλητα υπήρχαν, ούτε χαρτομάντηλα 🙂 )
53.
Τσιφόρος εναλλάξ με Ψαθά! 🙂
antonislaw said
55-56
Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές Δύτα μου και Νικοκύρη!!!
Να αφιερώσουμε ένα μαντιναδάκι σε όσους έχουν αγάπες στα ξένα ή έχουν ξενιτευτεί οι ίδιοι και άλλος πια βαγιοκλαδίζει(περιποιείται κηπουρικά) την αγάπη τους…
«Ρεθεμνιανέ μου καντιφέ ποιος σε βαγιοκλαδίζει
να παίρνει από τα μάθια μου δάκρυα να σε ποτίζει»
sarant said
57 Πες τα εσύ…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αυτό το «ψιλό» μαντήλι, που βέβαια το λέμε, εμένα με πάει στο λεπτό/το επίσημο, το ακριβό, το μεταξωτό να πω, μαντήλι. Για μεγαλύτερη βαρύτητα/σημασία/επιμέλεια/ «προστασία’ στη μνήμη, από το σκέτο «το ΄δεσε», ή «το κομπόδεσε» που επίσης λέγεται
antonislaw said
«…σχημάτισε τη γνώμη πως ήταν απολιτικοί και αδιάφοροι…»
Λέμε επίσης και απολίτικος έχω την εντύπωση. Είναι λάθος ή είναι παράλληλος τύπος αλήθεια; Από ό,τι είδα το ΛΚΝ δίνει ως δεύτερο τύπο το «απολίτικος»
απολιτικός -ή -ό [apolitikós] Ε1 & απολίτικος -η -ο [apolítikos] Ε5 : που δεν έχει σχέση, που δεν ασχολείται με την πολιτική και ιδίως που δεν επηρεάζεται από αυτήν. ANT πολιτικοποιημένος: Aπολίτικα άτομα. Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι ακομμάτιστος όχι όμως και ~. απολιτικά & απολίτικα ΕΠIΡΡ.
λόγ. γαλλ. apolitique a- = α- 1 + politique = πολιτ(ική) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀπολιτικός `ακατάλληλος για πολιτική΄)· λόγ. απολιτ(ικός) -ικος
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
60 >>ένα μαντιναδάκι σε όσους έχουν αγάπες στα ξένα
και
Ρεθεμνιανά μου κύματα σβήσετε τη φωτιά μου
εσείς που την επήγετε την αγαπώ μακριά μου
(Μουντάκης πάλι, με Νίκο Μανιά στο λαούτο και β΄φωνή)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
57, η ιστορία του σκορπιού. Είναι στη φύση του.
nikiplos said
20@ Στους διαλόγους σε κείμενα ή θα χρησιμοποιήσει κανείς πλάγιο λόγο ώστε να έχει ενιαία την γραφή του ύφους στο κείμενο, ή θα παραθέσει τους διαλόγους προκειμένου να ενσταλάξει και την ατμόσφαιρα του δρώμενο.
Τον απείλησε με το στιλέτο. Αλλά σε διάλογο:
-την έβαψες μούλε (κραδαίνοντας το στιλέτο)
Οι περισσότεροι λαϊκοί διάλογοι είναι καφενείου, όπως και να το κάνουμε. Ειδάλλως δεν θα ήταν διάλογοι, θα ήταν στροφές-αντιστροφές δλδ μη ρεαλιστικοί τουτέστιν μη διάλογοι. Και ναι στους διαλόγους μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει φόρμες της καθομιλουμένης όπως λαϊκούς τύπους πχ «καλάνε» έχω ακούσει ακαδημαϊκό να λέει λαϊκά το καλούν(ε). Αλλά και την αθωώτητα του συνομιλητή, καθώς ενδεχομένως να είναι αδαής περί των μυστικών νημάτων που κινούν την ιστορία και που γνωρίζει πιθανώς ο αναγνώστης.
Ο Παπαδιαμάντης της καθαρευούσης, αραδιάζει μια χαρά στη δημοτική τους διαλόγους και χρησιμοποιώντας την προσήκουσα κάθε φορά διάλεκτο.
Δεν βλέπω εδώ κάτι μεμπτό. Αν ήταν κουραστικοί ή επαναλαμβανόμενοι, υπενθυμίζω πως μιλάμε για ανεπιμέλητο κείμενο που δεν ήταν σε μορφή εκδόσιμη. Σαφώς ενδεχομένως να ήθελε ένα ή δύο περάσματα για εύρεση πλεονασμών στην αφήγηση αλλά αυτό επαφίεται στον συγγραφέα. Άπαξ κι αποφάσισε να μην το εκδώσει θα είχε τους λόγους του.
Προσωπικά εμένα όπως προείπα με άγγιξε γιατί ήταν η θέαση ανθρώπων μιας εποχής άλλης. Ειλικρινής, γνήσια και με αίσθηση του μέτρου, αλλά το πιο σημαντικό για μένα: δεν κόμιζε τις βεβαιότητες και τα θέσφατα με τα οποία μας έπρηξε τα σκώτια (μετά συγχωρήσεως) εκείνη η γενιά αφέδρας. Καθόλου εδώ. Κι αυτό με κέρδισε εξαρχής.
Theo said
@47κε:
Τσιφόρο (όπως και Φρέντι Γερμανό και Ψαθά) διάβασα στην εφηβεία μου και τον απόλαυσα (όπως και τους άλλους, άσχετα αν από μια στιγμή και μετά με κούρασαν), αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Αν κρίνω όμως από κάποιον συσχολιαστή που τον χρησιμοποιεί ως ιστορική πηγή, φαίνεται ημιμαθής και πολύ προκατειλημμένος περί τα ιστορικά.
gpointofview said
Some babies never learn
(Bob Dylan)
Alexis said
Τώρα μόλις διάβασα κείμενο και σχόλια γιατί δεν πρόκανα να μπω καθόλου χθες.
Η άποψή μου είναι κοντά στου Theo (#13). Νομίζω ότι είναι ένα αφήγημα, ενδιαφέρον μεν για την αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής, που κινείται όμως στα όρια της λογοτεχνίας.
Προσωπικά, για τα δικά μου γούστα, αυτό που προσδίδει ρεαλισμό στο μυθιστόρημα είναι οι διάλογοι. Αλλά θέλει μεγάλη μαστοριά από τον συγγραφέα για να δοθούν όμορφα και χωρίς ακρότητες.
Το τέλος του μου φάνηκε ευχάριστο αλλά και κάπως απότομο.
Φυσικά συμφωνώ με τους προλαλήσαντες ότι οι όποιες κριτικές μας αφορούν τελικά ένα έργο ανέκδοτο και πιθανότατα αδούλευτο, αλλά δε νομίζω ότι θα άλλαζε πολύ η μορφή του με ένα πιθανό ξαναδούλεμα από τον Δ.Σ.
antonislaw said
51,57
Εις Δημήτρη Σαραντάκο
Ο Δημήτρης Σαραντάκος,
άγνοιας, ανίας άκος,
αμφιτρύων σε ταξίδι
σ’όσους δεν αρέσει; Ξίδι
Theo said
@66:
Κυκλοφορούν πολλά πεζογραφήματα με διαλόγους αυτού του επιπέδου, αρκετά είναι ευπώλητα, άρα αρέσουν σε πολλούς, σε μένα όχι.
Φυσικά και ένας μυθιστοριογράφος θα χρησιμοποιήσει φόρμες της καθομιλουμένης, αλλά, για μένα πάλι, ο λογοτέχνης δεν οφείλει απλώς να καταγράφει, αλλά και να υπερβαίνει, να ανατρέπει, να εκρήγνυνται οι λέξεις, που λέει και ο Σαχτούρης. Κι αυτό το βλέπω σε σχετικά λίγους πεζογράφους.
Ο λόγος που με συγκινεί ένας συγγραφέας, άσχετα με την ιδεολογία ή το ποιόν του, είναι όταν έχει μιαν εσωτερική δόνηση. Κι αυτή η δόνηση μπορεί να επιτευχθεί και με τη χρήση τύπων λαϊκών, αλλά θέλει μαστοριά που λίγοι την έχουν. Και θέλει και γνώσεις της προγενέστερης πεζογραφίας (των μεγάλων δασκάλων) που αρκετοί την περιφρονούν.
Ο Παπαδιαμάντης, από τη στιγμή που παράτησε τη μεγάλη φόρμα κι αρκέστηκε στη μικρή, δεν έχει σχεδόν τίποτα περιττό ή ακαλαίσθητο στον λόγο του. Με μεγάλη μαστοριά, εντάσσει και αρχαίες εκφράσεις και εκκλησιαστικές και λαϊκούς τύπους αρμονικά στη ροή του. Τίποτα δεν χαλά αυτή την εσωτερική δόνηση, και το όλον διέπεται από μιαν απαράμιλλη αρχιτεκτονική.
@69:
Συμφωνώ πως το αφήγημα αυτό είναι μια αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής, ελλιπώς όμως, που κι αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Πληροφορίες, ίσως πληρέστερες, για την εποχή δίνουν και κάποια κείμενα ιστορικών ή δημοσιογράφων. Αλλά ένας μάστορας της γραφής (κι έχουν αρκετοί προϋπάρξει του Δ.Σ. στα τελευταία 150 χρόνια) θα έδινε σε όλο αυτό το κείμενο ένα δυναμισμό, μια συνοχή, μια πνοή, μιαν απογείωση, που δεν τα έχει το εν λόγω.
Αυτά.
Χαρούλα said
Δύτη(#57) ρισπέκτ! Έτσι! μπορεί να συνυπάρχει η ειλικρίνια με την ευγένεια. Η αγωγή και η ανθρωπιά βοηθάει.