Θα περάσουμε! (αφήγημα του Έλσον Ζγκούρη)
Posted by sarant στο 19 Φεβρουαρίου, 2023
Ο Έλσον Ζγκούρη γεννήθηκε στην Αλβανία. Γύρω στα 9 του χρόνια ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου σπούδασε Αρχιτεκτονική, ενώ σήμερα νομίζω ότι ζει στη Δυτική Ευρώπη. Αυτά τα έχω συμπεράνει διαβάζοντας τα κείμενά του, διότι στο βιβλίο που εξέδωσε δεν έχει βιογραφικά στοιχεία. Ούτε ξέρω για ποιο λόγο επέλεξε να γράφει το όνομά του με τελικό η. Οι συνεπώνυμοί του στην Ελλάδα το γράφουν συνήθως με ι, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ο Ζγκούρη εξέδωσε, από τον ρεθεμνιώτικο εκδοτικό οίκο Παράξενες μέρες, τη συλλογή αφηγημάτων (ή διηγημάτων) «Όλες οι γάτες είναι όμορφες» η οποία βρίσκεται στη δεύτερη έκδοση. Από αυτή τη συλλογή διάλεξα να παρουσιάσω σήμερα το πρώτο αφήγημα, στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται, ακριβώς, τον ερχομό του στην Ελλάδα. Προτίμησα όμως να παραθέσω επίσης τον πρόλογο του συγγραφέα, όπως και το δεύτερο αφήγημα, για την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Μπορείτε επίσης να δείτε μια συνέντευξη του συγγραφέα στη Lifo, όπου μεταξύ άλλων λέει ότι γλωσσικά η πατρίδα του είναι η Ελλάδα, αφού συνήθως σκέφτεται, ονειρεύεται και γράφει στα ελληνικά. Από εκεί πήρα και τη φωτογραφία που έχω βάλει πιο κάτω.
Πριν προχωρήσω, μια αγγελία. Ζητάω εθελοντή ή εθελόντρια για να πληκτρολογήσει ένα διήγημα για την άλλη Κυριακή, τέσσερις μεγάλες στήλες (όχι εφημερίδας, περιοδικού). Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Από την ηλικία των δώδεκα έγραφα τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, μα κυρίως τους φόβους μου. Είχα πολλούς φόβους μεγαλώνοντας καθώς πίστευα πως όλα είχαν γίνει λάθος με μένα. Ένιωθα αρχικά πως γεννήθηκα σε λάθος χώρα. Γεννήθηκα στην Αλβανία, η οποία έχτιζε τον «σοσιαλιστικό παράδεισό» της απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και αφημένη στη μοίρα της σε μια γωνιά της Ευρώπης. Στη συνέχεια είχα την εντύπωση πως μεγαλώνω σε λάθος χώρα με λάθος όνομα και λάθος θρησκεία, γι’ αυτό και με κυρίευε ένας διαρκής φόβος. Μεγάλωσα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990. Στα Δελτία Ειδήσεων υπήρχε πάντα ένα θέμα που αφορούσε τους Αλβανούς, στις περισσότερες των περιπτώσεων κάτι αρνητικό. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν αναφέρονταν σε κανέναν Αλβανό με το όνομά του, αλλά τους αρκούσε η λέξη «Αλβανός». Δεν καταλάβαινα επίσης κι όλα εκείνα τα ανέκδοτα που λέγονταν, από δήθεν κωμικούς, για τους Αλβανούς σε κάθε ευκαιρία στην τηλεόραση.
Εκείνος ο φόβος που ήδη ένιωθα μεγάλωνε. Είναι από κείνους τους φόβους που θαρρείς πως θα σε σκοτώσει ή θα σε κάνει δυνατότερο, όπως είπε ο Νίτσε. Έτσι προσπαθούσα να βρω απαντήσεις μέσα από τις σκέψεις μου, μόνος μου, καθώς το κεφάλι μου γέμιζε από απορίες. Παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου σε καθημερινή βάση. Τους είχα χωρίσει σε τυχερούς και άτυχους αυτού του κόσμου. Αναπόφευκτα το κεφάλι μου γέμιζε με όλο και περισσότερες εικόνες. Mε τα χρόνια αυτό εντάθηκε καθώς οι αντιληπτικές μου ικανότητες αυξάνονταν. Έχω την εντύπωση πως αν δεν κατέφευγα στο γράψιμο το κεφάλι μου θα είχε εκραγεί. Δεν μπορούσα να κρατήσω τις παιδικές μου απορίες και τους φόβους μου μέσα στο κεφάλι μου και γι’ αυτό έγραφα όπου μπορούσα. Αρχικά δεν ήθελα να πω όλα όσα έζησα και όσα σκεφτόμουν σε άνθρωπο, δεν ήθελα κανείς να τα διαβάσει, να μη διαβάσει κανένας τις σκέψεις μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να τα βγάλω από μέσα μου. Έγραφα πάντα στις κενές σελίδες των σχολικών μου βιβλίων. Έγραφα όπου μπορούσα να γράψω μόνο για μένα. Ερωτήσεις δίχως απάντηση. Όμως ήταν ένα βάρος που έπρεπε οπωσδήποτε να ξεφορτωθώ.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μου είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό. Είναι όμως οι δικοί μου πρωταγωνιστές, στη δική μου παράσταση. Όταν η πλειοψηφία κινείται προς μία κατεύθυνση θα συναντήσεις και μια μειοψηφία ανθρώπων που κινούνται στην αντίθετη. Συνάντησα ανθρώπους που κινούνταν και στις δύο κατευθύνσεις μα επέλεξα να γαντζωθώ απάνω σ’αυτούς από τους οποίους μπορούσα πάρω όλα τους τα καλά χαρακτηριστικά και να τα κάνω και δικά μου. θαρρώ πως και στις δύο περιπτώσεις κατάφερα να πάρω μαθήματα ζωής και να τα αποθηκεύσω βαθιά στη μνήμη μου.
Αυτά τα μαθήματα ζωής, οι δικές μου εμπειρίες αλλά και οι εμπειρίες ζωής των φίλων μου, των κοντινών μου ανθρώπων, ο κόσμος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που αρνείται να δει αυτόν τον κόσμο με άλλα μάτια, είναι η δική μου περιουσία.
Ο σκοπός των ιστοριών αυτών είναι να αφήσω ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα πως σε αυτές τις παράξενες μέρες που ζούμε, οφείλουμε να μαθαίνουμε από το παρελθόν ώστε να κάνουμε λίγο καλύτερο το μέλλον μας.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα στη ζωή μου πως θα ήταν τα πράγματα αν ήμουν άλλος, κάποιος άλλος και όχι αυτός που είμαι. Όμως είναι κάποια πράγματα και «ιδιότητες» που δεν τις επιλέγεις, σε επιλέγουν.
Στην Ελλάδα ήμουν πάντα «ο Αλβανός». Όταν επισκεπτόμουν την Αλβανία γινόμουν αυτόματα «ο Έλληνας». Σε τσακωμούς, και στις δύο χώρες, κολλούσαν στην αντίστοιχη λέξη το «βρωμο». Όταν πήγα να σπουδάσω για έναν χρόνο στο Βέλγιο, στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ήμουν «ο τεμπέλης Έλληνας». Μαχόμουν με σθένος να αποδείξω πως αυτό το, καλλιεργημένο τελευταία, στερεότυπο για τον «τεμπέλη Έλληνα που δεν πληρώνει ποτέ φόρους στο Κράτος» δεν ισχύει και είναι πέρα για πέρα άδικο. Όταν πηγαίνω στην Κύπρο είμαι «ο Καλαμαράς ή ο Ελλαδίτης». Γιατί αρέσει τόσο πολύ στον κόσμο να βάζει ταμπέλες; Στην Ελλάδα συνήθιζα να ακούω, φαντάζομαι και πολλοί άλλοι, το «μα δε μοιάζεις με Αλβανό».
Στη Γερμανία, όπου ήρθα ως κάτοχος ελληνικής υπηκοότητας, ως Έλληνας, άκουσα κάποιες φορές το «μα δε μοιάζεις με Έλληνα». Όσο αστεία κι αν ακούγονται όλα αυτά, που σίγουρα έχουν και την αστεία τους πλευρά, έχουν και μια πολύ άσχημη πλευρά. Κάθε ένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς προκαλεί κάτι διαφορετικό στον κάθε άνθρωπο, αδιαφορία, θυμό, πόνο. Κάποιοι διαχειρίζονται αυτόν τον πόνο με σχετική ευκολία και κάποιους άλλους τους ταλαιπωρεί μια ολόκληρη ζωή. Η ευχή μου είναι να εξαλειφθεί εντελώς αυτός ο πόνος, αν και όπου υπάρχει. Να βλέπουμε περισσότερο τον καθένα ατομικά χωρίς τις ταμπέλες που κουβαλά. Διότι αν βγάλεις την ταμπέλα του μετανάστη, του πρόσφυγα, του «άλλου», του «δικού μας» από τους ανθρώπους, τι είναι αυτό που μένει; Δεν μένει τίποτα άλλο παρά μονάχα ο άνθρωπος. Να δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο, έτσι όπως τον βλέπουν τα μάτια ενός παιδιού, δίχως καμία απολύτως ταμπέλα.
Με κείνα και τούτα πέρασαν τρεις δεκαετίες, 30 χρόνια μέσα στα οποία η αφομοίωση έγινε συνώνυμο της συμμόρφωσης με τα τοπικά ιδεώδη, μια αγωνιώδης και βιαστική πρόσδεση στα τοπικά ήθη και έθιμα καθότι έτσι μόνο αυξάνονταν οι ελπίδες για αποδοχή. Κοιτάζω πίσω μου και πείθω τον εαυτό μου ότι τα πράγματα άλλαξαν, η κοινωνία, ο κόσμος, η χώρα στην οποία μεγάλωσα και έχτισα την προσωπικότητά μου, έχει αλλάξει, προόδευσε με τη ζύμωση των ανθρώπων, με την καθημερινή τριβή Ελλήνων και Αλβανών σε σχολεία, χώρους εργασίας, σε Πανεπιστήμια, σε χώρους διασκέδασης. Δίπλα στη λέξη «Αλβανός», λέω στον εαυτό μου, δυνατά και με πυγμή, ώστε να μην με αμφισβητήσει, δεν μπαίνουν πια μονάχα αρνητικά πρόσημα, έχει διάολε και κάποια, έστω λίγα, θετικά. Ο εαυτός μου κουνάει το κεφάλι καταφατικά, διατακτικά στην αρχή, αλλά τείνει να συμφωνήσει. Ακούω και ανθρώπους που στέκουν πάντα δίπλα στον ξένο, στον μετανάστη, είτε Αλβανό είτε κάποιον άλλον, να λένε, καλοπροαίρετα, ότι με τα χρόνια όλα μοιάζουν καλύτερα από πριν, δεν μας ξεχωρίζουν πια, μιλάμε καλά τη γλώσσα τους, πιο καλά και από τους ίδιους κάποιες φορές, μάθαμε τις συνήθειές τους, ασπαστήκαμε τη θρησκεία τους, φωνάζουμε, μαλώνουμε για τα κόμματά τους, τις ομάδες τους. Και σκέφτομαι πόσο τραγικά έχει παρεξηγήσει ακόμα κι εκείνο το προοδευτικό και αλληλέγγυο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας την αποδοχή του ξένου που κατέφθασε στον τόπο τους από ανάγκη, πρωτίστως, βιοποριστική. Με πόση ευκολία βάζουν στην ίδια πρόταση το «εσείς» και το «εμείς». Έχουν ταυτίσει την αποδοχή με την αφομοίωση. Μας λένε στα μούτρα μας, δίχως να το συνειδητοποιούν, και αυτό το κάνει χειρότερο, ότι περνώντας τα χρόνια, με τη δεύτερη γενιά να ετοιμάζεται να δώσει τα σκήπτρα στην τρίτη, τα πράγματα είναι πλέον καλύτερα. Αποδοχή όμως σημαίνει να δέχεσαι κάποια ή κάποιον όπως είναι, όπως έτυχε να είναι, με το όνομα, το επώνυμο, την καταγωγή, το χρώμα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό που είχε πριν συναντηθείτε, πριν βρεθεί στο διάβα σου, στον τόπο σου. Έτσι, με έναν μικρό αχταρμά, όπου οι άνθρωποι δίνουν και παίρνουν στοιχεία της κουλτούρας τους ο ένας στον άλλον, μπορούμε να μιλάμε για αφομοίωση, για συνύπαρξη, για υπάρξεις. Όλες οι ελπίδες και ευχές μετατρέπονται σε παραίσθηση αρκεί να συμβεί ένα τραγικό συμβάν στην Ελλάδα, ένα έγκλημα, μια αρνητική είδηση, κάτι που να σοκάρει την κοινωνία και κάπως, με κάποιον τρόπο, να συνδέεται με όλο αυτό ή ένα κομμάτι του συμβάντος, κάποιος με καταγωγή από την Αλβανία. Τότε οι ίδιοι άνθρωποι, εκείνους που έβλεπα στα δελτία ειδήσεων από παιδί μικρό, από εκείνα τα δελτία που οι γονείς μου παρακολουθούσαν με αγωνία, ζητώντας μου να κάνω τον μεταφραστή στα δύσκολα μη και δεν κατανόησαν κάτι, μη και ειπώθηκε κάτι που θα βάλει την άδεια παραμονής μας, την παραμονή μας στην Ελλάδα σε κίνδυνο, σε εκείνα τα δελτία ειδήσεων θα ακουστεί εν έτει 2022 ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο σύνηθες από την εικόνα ενός Αλβανού με όπλο. Στην επόμενη είδηση, τραγικότατη είδηση, η λέξη «Αλβανός» φιγουράρει πρώτη σχεδόν σε κάθε άρθρο, σε κάθε ποστάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν υπάρχει μια τέτοια είδηση αρκεί η αναζήτηση στο διαδίκτυο της λέξης για να γίνει αντιληπτό αυτό που προσπαθώ για χρόνια να περιγράφω σε φίλες και φίλους που θέλησαν να συζητήσουμε για συστημικό ρατσισμό και στοχοποίηση, στοχοποίηση μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας. Έτσι γίνεται όμως και αυτός είναι ένας καλός τρόπος, ένα καλά δουλεμένο κόλπο, μια παλιά πετυχημένη συνταγή για να τη βγάλουν λάδι οι καθαυτού υπεύθυνοι για τις τεράστιες ευθύνες ή ανευθυνότητές τους. Δεν έχει σημασία τι θα αποδειχθεί στη συνέχεια, αυτό που μένει είναι ένα δηλητήριο που χύνεται με τόση ευκολία, σε σημείο συνήθειας, ένα δηλητήριο με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις το οποίο για ακόμη μια φορά θα κάνει τη δουλειά του. Πώς γίνεται να έχουν δημόσιο βήμα ακόμα οι ίδιοι δημοσιογράφοι, χύνοντας το ίδιο δηλητήριο; με ρωτάει ο εαυτός μου, τώρα πια που τα βλέπω όλα από μια απόσταση. Δεν του απαντώ! Δεν γίνεται να αναφωνούμε ακόμα, στο άκουσμα ότι ο φερόμένος ως δράστης είναι αλλοδαπός, εμείς τα παιδιά της δεύτερης γενιάς, την ίδια φράση που ψέλλιζαν οι γονείς μας από τη δεκαετία του ‘90, να παρακαλάμε φωναχτά πλέον να μην είναι Αλβανός εκείνος ο δράστης, ή έστω ένας εκ των δραστών.
Με τους ανθρώπους εκείνους που κινούνται προς την άλλη κατεύθυνση λοιπόν, με εκείνους από τους οποίους γαντζώθηκα, με την κάθε κυρία Σοφία και τον κάθε Τσαγκάρη αυτού του ντουνιά, με εκείνους θα πορευτούμε, με εκείνες τις δασκάλες που αγκαλιάζουν όλα τα παιδιά στο σχολείο τους σαν να ήταν δικά τους παιδιά, με εκείνες τις δασκάλες συμπορευόμαστε και χτίζουμε μια δική μας, εντελώς καινούργια, ταυτότητα, όπου το να μιλάς μια επιπλέον γλώσσα, μια ξένη γλώσσα, τη μητρική σου γλώσσα -όπως και όσο τη μιλάς- είναι ευλογία ή τουλάχιστον δεν είναι κάτι κακό. Κι ένα ξενικό όνομα, μη συνηθισμένο, όχι παράξενο μιας και στις παράξενες τούτες μέρες που ζούμε, δεν υπάρχουν περίεργα ονόματα, απλά διαφορετικά από αυτά που συνήθισαν τα αφτιά μας να ακούνε, με αυτές τις δασκάλες που προφέρουν με γλύκα τα ονόματά μας, με αυτές θα κινήσουμε για το μέλλον. Διότι έχει δοθεί η υπόσχεση, ο σπόρος φυτεύεται και βγαίνει από το χώμα σιγά σιγά, και εκείνη λοιπόν η υπόσχεση στη Μαρία, θα υλοποιηθεί, γιατί στο είχα πει Μαρία, θα τον αλλάξουμε τον κόσμο!
Έλσον Ζγκούρη
ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ!
Ο πατέρας μου είχε διασχίσει μέσα από τα βουνά τα ελληνοαλβανικά σύνορα δύο φορές από το 1992 όταν τα αλβανικά, πλέον, δεν φυλάσσονταν από τον στρατό της χώρας. Ξεκινούσαν πάντα το χειμώνα, μέσα Φλεβάρη, για να προλάβουν να βρουν αφεντικό και στέγη για τη σαιζόν με τα σπαράγγια και τα καπνά, με όσο το δυνατόν περισσότερα μεροκάματα, στον κάμπο της Ημαθίας. Δίχως κανένα ρεπό, αν μπορούσαν. Επέστρεφε στην Αλβανία το φθινόπωρο και, εκτός από δραχμές, έφερνε μαζί του ρούχα κι ό,τι άλλο μπορούσε να μεταφέρει. Η επιστροφή στην Αλβανία γινόταν δίχως πρόβλημα, συνήθως με ένα ελληνικό ταξί μέχρι τα σύνορα, κι από εκεί με ό,τι μεταφορικό μέσο υπήρχε διαθέσιμο.
Τον θυμάμαι να μου εξιστορεί πως περπατούσαν μέσα από τα χιονισμένα βουνά μερόνυχτα ολόκληρα, πως έφτιαχναν αυτοσχέδια κρεβάτια και καλύβες για να προστατευτούν από το κρύο και από τους Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι «χτένιζαν» τα σύνορα κυνηγώντας όσους έμπαιναν στη χώρα τους από την Αλβανία. Ο πατέρας μου έστρωνε κάτω ξύλα και γέμιζε τα κενά ανάμεσά τους με χώμα, για να είναι όσο το δυνατόν ζεστά και μαλακά ώστε να μην ακουμπάει το κορμί του στο χιόνι. Μου έλεγε πόσο ωραία χώρα είναι η Ελλάδα. Πόσο εντυπωσιακά αυτοκίνητα έχει και πως ο ήλιος λάμπει διαφορετικά, ζεστός, μα δε σε καίει. Πόσο ωραία πάρκα έχει σε κάθε μικρό χωριό, με κούνιες και τσουλήθρες. Με πράσινα γήπεδα ποδοσφαίρου και με καφετέριες γεμάτες ηλεκτρονικά παιχνίδια αποκλειστικά για παιδιά. Πως στην Ελλάδα έχει εκατό διαφορετικές γεύσεις παγωτού και θα είναι δύσκολο να καταφέρω να τις δοκιμάσω όλες. Τον ενθουσιασμό και την περιέργειά μου όμως υπερκάλυπτε ένας φόβος. Ο φόβος πως θα μας «τσακώσουνε» οι Έλληνες στρατιώτες στα χιονισμένα βουνά. Πως δεν θα ξεφύγουμε από τα περιπολικά της αστυνομίας. Πως θα έχει χιονίσει πολύ και η αδερφή μου κι εγώ δεν θα μπορέσουμε να τρέξουμε για να ξεφύγουμε επειδή ήμαστε μικρά παιδιά.
Μετά τη δεύτερη φορά ο πατέρας μου το είχε πάρει απόφαση. Έφυγε στη μέση της σαιζόν. Είχε ενημερώσει το αφεντικό του πως θα επιστρέφει μέσα στο καλοκαίρι με ολόκληρη την οικογένεια. Μαζέψαμε τα απολύτως απαραίτητα ώστε να ταξιδέψουμε προς τη γη της επαγγελίας. Τα υπόλοιπα τα αφήσαμε στο σπίτι ενός θείου μου. Αποχαιρετήσαμε τη γιαγιά και τον παππού με πολύ κλάμα. Εκείνοι έκλαιγαν, προσπαθώντας να πουν καμιά κουβέντα, ενώ η αδερφή μου κι εγώ ξεσπάγαμε συνέχεια σε λυγμούς. Μετά από δύο μέρες παραμονής στην Κορυτσά ο πατέρας μας κατάφερε να μας εξασφαλίσει βίζα για να περάσουμε τα σύνορα οδικώς με κάποιο ταξί. Ήταν μες στο κόλπο ο συγκεκριμένος ταξιτζής, κάτι είχε κάνει με τα διαβατήρια το οποίο ήμουν μικρός για να κατανοήσω.
Θυμάμαι μόνο που μας άλλαξε τα ονόματα. Προσωρινά, μόνο για να μπορέσουμε να εισέλθουμε στην Ελλάδα. Όλοι είχαμε κάποιο ελληνόφωνο όνομα. Ήτοι «καλοπιάναμε» τους Έλληνες αστυνομικούς, με οικεία γι’ αυτούς ονόματα. Εμένα ο ταξιτζής μου είπε πως με λένε Γιάννη. Δε θυμάμαι τα ονόματα που «δόθηκαν» στην αδερφή μου και τους γονείς μου. Μού έμαθε να το προφέρω λίγο διαφορετικά και μας υπαγόρευσε και κάποιες προτάσεις στα ελληνικά. Μας σύστησε, εμάς τα παιδιά κυρίως, να είμαστε χαμογελαστά και άνετα. Ο λόγος ήταν ότι αρκετοί είχαν την τύχη να εξασφαλίσουν βίζα, με το αζημίωτο φυσικά, αλλά για κάποιον λόγο που μόνο εκείνοι ήξεραν, οι αστυνομικοί δεν τους επέτρεπαν την είσοδο στην Ελλάδα. Τέτοιες ιστορίες ακούγαμε όλο και συχνότερα. Ένιωθα και πάλι φόβο αλλά έκανα υπέρτατη προσπάθεια να το κρύψω και νομίζω το κατάφερα στο τέλος. Η μητέρα μου είπε στον ταξιτζή «θα περάσουμε».
Δεν είχα ξαναδεί σύνορα. Μου βγήκε πιο έντονα αυτός ο φόβος καθώς πλησιάζαμε την αλβανική πλευρά. Εκεί δεν καθυστερήσαμε, αν και υπήρχε ουρά από κόσμο που περίμενε να πάρει μια σφραγίδα για έναν άλλον κόσμο. Είχε κι άλλες οικογένειες εκτός από τη δική μας. Ο ταξιτζής μας είπε ότι αυτό είναι καλό σημάδι. Έδωσε ένα χαρτζιλίκι στους Αλβανούς αστυνομικούς και μας ζήτησε να περπατήσουμε μέχρι την άλλη πλευρά των συνόρων όσο αυτός θα έφερνε το ταξί του, το οποίο θα περνούσε από ειδικό έλεγχο. Περπατήσαμε μέχρι τον σκοπό, εκεί που χωρίζονται οι δύο χώρες, η Αλβανία με την Ελλάδα. Υπήρχαν δύο οπλισμένοι φαντάροι, ένας από κάθε χώρα. Ο Έλληνας φαντάρος μας έκανε νόημα με το χέρι να περιμένουμε στην αλβανική πλευρά. Ο Αλβανός φαντάρος μας εξήγησε πως έτσι γίνεται, περιμένουμε μέχρι να ειδοποιήσουν οι αστυνομικοί και να προχωρήσουμε. Αυτό γίνεται για να μην συνωστίζεται κόσμος μέσα στο κτήριο όπου γινόταν ο έλεγχος διαβατηρίων. Ο μπαμπάς μου ψέλλισε «καλοκαίρι είναι, δεν πειράζει», μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο. Παρατηρούσα τον Έλληνα φαντάρο. Ήταν ψηλός και πολύ σοβαρός, σε αντίθεση με τον Αλβανό φαντάρο. Δεν μας κοιτούσε καθόλου, ήταν γυρισμένος στο πλάι και στεκόταν όρθιος. Σου έδινε την εντύπωση πως δεν ήθελε να μας κοιτάξει. Δεν καταλάβαινα τον λόγο και σκέφτηκα πως μάλλον το κάνει επειδή δεν μιλάμε τη γλώσσα του. Σε λιγότερο από μία ώρα ο Έλληνας φαντάρος μας επέτρεψε να περάσουμε στην ελληνική πλευρά όπου μας περίμενε ήδη ο ταξιτζής για να πάμε όλοι μαζί στον έλεγχο διαβατηρίων. Δεν είχε πολύ κόσμο, όμως κανένας δεν κινούνταν. Κάποιος κύριος εξηγούσε στους γονείς μου ότι θα περιμένουμε κάνα μισάωρο. Το έλεγε με παράπονο. Είχαν διάλειμμα οι αστυνομικοί και μερικοί βγήκαν προς τα έξω δίχως να μας ρίξουν ματιά. Κάποιος είπε κάτι και μάλλον εννοούσε να μην ακουμπάμε στον τοίχο όσο στεκόμαστε όρθιοι στην ουρά διότι είδα κάποιους να μαζεύονται. Μόνο η αδερφή μου δεν το έκανε. Είχε ακουμπήσει στον τοίχο με την πλάτη και προσπαθούσε να μην γλιστρήσει προς τα κάτω επειδή το πάτωμα ήταν αρκετά σκονισμένο.
Η αδερφή μου, μικρότερή μου, ήταν απλά περίεργη για όλα. Ανέκαθεν ήταν ένα παράξενο παιδί και πάντα έκανε αμέτρητες ερωτήσεις. Περπατούσε δεξιά κι αριστερά και προσπαθούσε να αγγίξει τις αφίσες στον τοίχο. Παράξενη με μια φυσικότητα που πιστεύω έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο «καλόπιασμα» των Ελλήνων αστυνομικών. Διότι ο ίδιος αστυνομικός που είχε κάνει νωρίτερα την παρατήρηση για τον τοίχο, όταν ξαναγύρισε έριξε μια ματιά στον κόσμο που είχε στηθεί στην ουρά για να βεβαιωθεί πως η εντολή του εισακούστηκε. Κοίταξε και την αδερφή μου, η μόνη που παραβίασε την εντολή του, και ξεφύσησε ελαφρά. Δεν είπε τίποτα. Εκείνα τα χρόνια, οι Έλληνες αστυνομικοί μπορούσαν να μη σου επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα δίχως να συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Αν κάποιος δεν τους άρεσε, στην καλύτερη περίπτωση του απαγόρευαν την είσοδο. Άλλους τους έσκιζαν τα διαβατήρια και τους έβαζαν στη «μαύρη λίστα» ως persona non grata. Μια μικρή παρεξήγηση αρκούσε για όλα αυτά. Στην χειρότερη των περιπτώσεων κατέληγες ξυλοδαρμένος στο κρατητήριο του μεθοριακού σταθμού. Αυτά τα έλεγε με απόλυτη σοβαρότητα ο ταξιτζής στους γονείς μου. Τα ακούγαμε κι εμείς τα παιδιά όμως. Συζητώντας με την αδερφή μου, θυμάμαι, να της λέω πως μου φαίνεται τόσο δύσκολο όλο αυτό που αποκλείεται να περάσουμε στην άλλη πλευρά, στον παράδεισο των εκατό παγωτών. Η αδερφή μου είχε αντίθετη άποψη από μένα. Ήταν σίγουρη πως θα δοκιμάσει πρώτη και τις εκατό γεύσεις. «Θα περάσουμε», ακουγόταν κάθε τόσο η φωνή της μητέρας μας.
Τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα. Οι αστυνομικοί εξυπηρετούσαν τον κόσμο και κάποιοι άλλοι ήλεγχαν αποσκευές και αυτοκίνητα. Που και που ακούγαμε κάποιους αστυνομικούς να φωνάζουν δυνατά όταν δεν γίνονταν απόλυτα κατανοητοί. Τότε, όσοι γνώριζαν λίγα ελληνικά έσπευδαν να βοηθήσουν στη μετάφραση και τα πνεύματα ηρεμούσαν. Με κάποια άλλα παιδάκια η αδερφή μου συζητούσε για τις εκατό γεύσεις παγωτών και τα είχε βάλει να μετράνε τις γεύσεις που ξέρανε ήδη. Το μέτρημα δεν τους έβγαινε και απευθύνθηκαν σε μένα ως μεγαλύτερο. Τους είπα, πως στην Ελλάδα έχει φρούτα που εμείς δεν τα γνωρίζουμε. Επειδή εκεί ο ήλιος είναι διαφορετικός. Όλα τα παιδάκια πείστηκαν και συνέχισαν να συζητάνε για τις αγαπημένες τους γεύσεις. Τη συζήτησή τους και όλους τους υπόλοιπους ψιθύρους διέκοψαν οι φωνές ενός αστυνομικού ο οποίος άρχισε να ουρλιάζει σ’ έναν νεαρό, ο οποίος δεν καταλάβαινε και πολλά. Δύο άλλοι αστυνομικοί βγήκαν από ένα γραφείο κι έτρεξαν κατά πάνω του σπρώχνοντας τον με δύναμη στον τοίχο. Όλα τα παιδιά τρέξαμε στους γονείς μας. Η μητέρα μας, μας ζήτησε να μην κοιτάμε αλλά εμείς το κάναμε, όπως όλοι οι παρευρισκόμενοι σ’ εκείνη την αίθουσα. Οι αστυνομικοί χτύπησαν το νεαρό στο πρόσωπο κι ένας έσκισε το διαβατήριό του φωνάζοντάς του. Το είχα δει μόνο στην τηλεόραση μέχρι εκείνη τη στιγμή κι ένιωσα εκείνος ο φόβος να γιγαντώνεται μέσα μου. Η μητέρα μου ενστικτωδώς μας έσφιγγε πάνω της, όπως η κότα με τα κοτοπουλάκια όταν βρέχει. Η αδερφή μου ψιθυρίζοντας με ρώτησε γιατί του φέρονται έτσι κι εγώ, που έπρεπε πάντα να έχω μια απάντηση σε κάθε της ερώτηση, της είπα πως μάλλον έβρισε την αδερφή ενός αστυνομικού. Στην Αλβανία η χειρότερη βρισιά δεν είναι το να σου βρίσουν τη μάνα ή το Θεό, αλλά την αδερφή. Αφού τον έβγαλαν έξω ήρθαν προς το πλήθος και κάτι έλεγαν εκνευρισμένοι. Δεν καταλάβαινα ούτε λέξη αλλά ήταν παραπάνω από εμφανές πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ξαφνικά το πλήθος, κυρίως οικογένειες, άρχισε να βγαίνει από την αίθουσα βιαστικά. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Μας έστειλαν και πάλι στο σημείο όπου βρίσκονταν οι δύο σκοποί. Περάσαμε στην αλβανική πλευρά. Μετά από ώρα είχαμε στηθεί και πάλι στην ουρά η οποία είχε τριπλασιαστεί. Πολλοί άρχισαν να τρώνε, όπως κι εμείς. Εμείς είχαμε αγοράσει ψωμί, τυρί και κάποια λαχανικά στην Κορυτσά. Η μητέρα μου έδωσε φαγητό στον ταξιτζή, σε δύο παιδάκια που έπαιζαν με την αδερφή μου και στους γονείς τους. Πολλοί άλλοι έδωσαν ή αντάλλαζαν φαγητά μεταξύ τους. Υπήρχε ένα κλίμα αλληλεγγύης αλλά και φόβου. Όλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ίσως για να μην εκνευρίσουν τον Έλληνα φαντάρο Εγώ συνέχισα να τον παρατηρώ. Είχε διαρκώς αυτό το πολύ σοβαρό ύφος.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν επιτέλους κάποιοι άρχισαν να πηγαίνουν για έλεγχο στην ελληνική πλευρά. Όταν ήρθε η σειρά μας οι αστυνομικοί δεν μας καθυστέρησαν ιδιαίτερα, κι αφού, εκτός από τα διαβατήρια, έλεγξαν καλά και όλες τις αποσκευές μας, μας άφησαν να περάσουμε. Μόλις δύο χιλιόμετρα από τον συνοριακό σταθμό της Κρυσταλλοπηγής μας περίμενε ένας τελευταίος, μα εξίσου κρίσιμος, έλεγχος. Τον αποκαλούσαν «ο έλεγχος της γέφυρας», καθώς σταματούσαν τα αυτοκίνητα πάνω σε μια πολύ μικρή γέφυρα. Τα μαθήματα καλής συμπεριφοράς από τον ταξιτζή συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των δύο, σε ελληνικό έδαφος πλέον, χιλιομέτρων. «Αν δεν περάσουμε τη γέφυρα, είναι σα να μην ήρθαμε ποτέ Ελλάδα», είπε ο ταξιτζής από την Κορυτσά μόλις του έκαναν σήμα οι αστυνομικοί με τις στρατιωτικές στολές, καθώς είχαμε φτάσει ήδη στον τελευταίο μας έλεγχο. Η μητέρα μας έλεγε πως θα περάσουμε στα σίγουρα. Τότε δεν προσευχόταν σε κάποιον Θεό, μας ήταν κάπως άγνωστο όλο αυτό. «Θα περάσουμε επειδή είστε καλά παιδιά», μας έλεγε γυρνώντας το κεφάλι της στα πίσω καθίσματα. Έδειχνε τόσο σίγουρη που σχεδόν μου έφυγε ο φόβος κι έσφιξα τη γροθιά μου «σοσιαλιστικά», όπως μου είχε μάθει ο παππούς μου. «Οι παρτιζάνοι πάντα τα καταφέρνουν», μου έλεγε.
Οι αστυνομικοί με τα στρατιωτικά παντελόνια έλεγξαν ακόμα μια φορά τις αποσκευές μας αφού πρώτα μας κατέβασαν όλους από το αυτοκίνητο.
Η μητέρα μας έδωσε να φορέσουμε ζακέτες. Είχα μια κίτρινη την οποία μου την είχε φέρει ο πατέρας μου από την Ελλάδα. Όταν τη φόρεσα είπα στην αδερφή μου ότι η ζακέτα θέλει να επιστρέφει στο χωριό της στην Ελλάδα και, γι’ αυτό, είμαι πλέον σίγουρος πως θα περάσουμε. Θα περάσουμε. Εκείνη απάντησε πως το σκέφτηκε και το είπε πρώτη όλο αυτό. Πράγματι. Πάντα είχαμε μια κόντρα για το ποιος θα πει πρώτος κάτι που θα συμβεί. Εντάξει, εκείνη τη φορά δε μ’ ένοιαζε να χάσω είναι η αλήθεια. Περάσαμε επιτυχώς και τον «έλεγχο της γέφυρας». Το ταξί κίνησε για τις μεγάλες στροφές της Φλώρινας. Οι εκατό γεύσεις παγωτού έγιναν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στην αδερφή μου κι εμένα με τους γονείς μας να παρεμβαίνουν στη συζήτηση μη μπορώντας να κρύψουν τη χαρά τους. Η αδερφή μου κοιμήθηκε κι εγώ, θυμάμαι, να λέω στον πατέρα μου πόσο μεγάλοι μου φαίνονται οι δρόμοι της Ελλάδας. Επίσης μεγάλη εντύπωση μου έκανε κι ένας μεγάλος σταυρός που ήταν στην κορυφή ενός βουνού. Απ’ όποια πλευρά του βουνού και να βρισκόσουν έβλεπες πάντα τον φωτισμένο σταυρό. «Είναι ο φάρος των οδηγών, για να μη χάνουν το δρόμο τους», σχολίασε ο πατέρας μου με τον ταξιτζή από την Κορυτσά να συμφωνεί γελώντας ελαφρά. Εκείνος ο φόβος των προηγούμενων ημερών είχε κατευνάσει πλέον. Είχα μια λαχτάρα, μια μεγάλη επιθυμία να περάσει εκείνη η νύχτα και να δω επιτέλους την Ελλάδα στο φως της μέρας. Να δω ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με πράσινο χορτάρι. Να δω τα πολύχρωμα αυτοκίνητα να περνάνε σ’ αυτούς τους φαρδιούς δρόμους και να αγοράσω πολλές γεύσεις παγωτού. Αυτό όμως που έδιωξε εντελώς το φόβο μου και μ’ έκανε να αφεθώ στην αγκαλιά του Μορφέα, ήταν ο τόνος στη φωνή της μητέρας μου, η οποία συζητούσε με τον πατέρα μου και τον ταξιτζή και κάθε τόσο επαναλάμβανε το ρήμα «ΠΕΡΑΣΑΜΕ». Γυρνούσε πίσω, μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας και σε κάθε παύση των διάφορων συζητήσεων μονολογούσε, πότε χαμηλόφωνα και πότε δυνατά, σα να το φώναζε σε ολόκληρη την υφήλιο: «Περάσαμε»!
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Δεν έβλεπα για πολλά χρόνια τις Ειδήσεις στην τηλεόραση ώσπου ένα βράδυ, όπως γύρισα κουρασμένος από τη δουλειά σε πολυτελές ξενοδοχείο, ο συγκάτοικος την είχε αφήσει ανοικτή. Ούτε που είχα καταλάβει πως ήταν η πρώτη μέρα των σχολείων. Ανάμεσα στα ρεπορτάζ με τους αγιασμούς και τις ευχές των πολιτικών αρχηγών έπαιξε μια είδηση ότι σ’ ένα σχολείο ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων απειλούσε να προχωρήσει σε κατάληψη του σχολείου τους αν σε αυτό θα πήγαιναν να φοιτήσουν και παιδιά προσφύγων, όπως προβλεπόταν. Αυτά τα γεγονότα μου θύμισαν τη δική μου πρώτη ημέρα σε ελληνικό σχολείο. Ήταν μια παράξενη μέρα που σε καμία περίπτωση δεν περίμενα το παραπάνω γεγονός.
Ήρθαμε οικογενειακώς από την Αλβανία όταν εγώ ήμουν εννέα ετών στα μέσα του καλοκαιριού. Εγκατασταθήκαμε σε ένα μικρό χωριό στον κάμπο των Γιαννιτσών. Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες καθημερινώς σε αγροτικές δουλειές. Τότε δεν ήξερα ούτε λέξη από ελληνικά. Έμαθα μερικές μέσα στο ταξί, όπως μας συμβούλεψε ο ταξιτζής που μας έφερε στην Ελλάδα, για να απαντήσω σε τυχόν ερώτηση Ελλήνων αστυνομικών στα σύνορα κι έτσι να τον «καλοπιάσουμε», μη μας κάνει καμιά «στραβή». Τις πρώτες εβδομάδες έπαιζα όλη μέρα στο σπίτι με την αδερφή μου. Δειλά δειλά άρχισα να βγαίνω και να πηγαίνω στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου όπου σύχναζαν οι συνομήλικοί μου. Εκεί έκανα και τις πρώτες μου γνωριμίες παίζοντας ποδόσφαιρο, και μιας και ήμουν καλός, τα υπόλοιπα αγόρια με έπαιζαν όλο και περισσότερο, βοηθώντας με να εγκλιματιστώ και παράλληλα μάθαινα και τις πρώτες μου ολοκληρωμένες προτάσεις στα ελληνικά.
Την πρώτη μέρα των σχολείων οι γονείς μου είχαν φύγει προτού ακόμα ξημερώσει για δουλειά κι εγώ πήγα στο δημοτικό σχολείο του χωριού εντελώς μόνος και παρακολούθησα από απόσταση τον καθιερωμένο αγιασμό. Αργότερα όταν χωρίστηκαν οι τάξεις κάποια από τα παιδιά αντιλήφθηκαν την παρουσία μου χαιρετώντας με εγκάρδια και εκείνη ακριβώς τη στιγμή των χαιρετισμών με εντόπισε το βλέμμα της κυρίας Σοφίας, της δασκάλας της τρίτης δημοτικού. Με πλησίασε αμέσως και με ρώτησε όνομα, ηλικία και γιατί κάθομαι κρυμμένος εκεί πίσω. Στο τελευταίο δεν ήξερα τι να απαντήσω. Με ρώτησε αν έχω αδέλφια και της απάντησα πως η αδερφή μου ντρεπόταν πιο πολύ από μένα κι έτσι έκατσε στο σπίτι να δει τηλεόραση. Μου ζήτησε να την ακολουθήσω στο γραφείο της διευθύντριας, της κυρίας Μαρίας με το μεγάλο χαμόγελο. Στη συνέχεια με πήγε σε μια αίθουσα όπου μου έδωσε όλα τα βιβλία της πρώτης τάξης και βοηθώντας με να τα κουβαλήσω, πήγαμε στην αίθουσα με τα υπόλοιπα παιδιά της τρίτης τάξης. Με έβαλε να καθίσω με ένα κορίτσι, την Άννα, επίσης από την Αλβανία, η οποία ήταν εκεί από την προηγούμενη χρονιά κι έτσι έκανε και τη μεταφράστριά μου. Στο τέλος του μαθήματος η κυρία Σοφία μου έδεσε με ένα σκοινί τα βιβλία μου λέγοντας μου πως πρέπει να φέρω στο σχολείο και την αδερφή μου, όπως κι έκανα. Θυμάμαι που ήμουν πολύ χαρούμενος. Προχωρούσα προς το σπίτι μας και κάθε τόσο κοίταζα τα βιβλία. Επίσης πολύ χαρούμενοι ήταν κι ο γονείς μου όταν τους τα διηγήθηκα όλα αυτά μ’ ενθουσιασμό. Μέσα σε δυο μήνες είχα τελειώσει τα βιβλία της πρώτης και της δευτέρας δημοτικού και πλέον παρακολουθούσα κανονικά τα μαθήματα της τρίτης. Όλο αυτό το διάστημα η δασκάλα μου αφιέρωνε επιπλέον χρόνο σε μένα. Αργότερα έμαθα ότι ένας από τους συμμαθητές μου ήταν γιος της. Η κόρη της κυρίας Σοφίας φοιτούσε στη δευτέρα και ο γιος της διευθύντριας, στην πέμπτη δημοτικού. Η δασκάλα μου και η διευθύντρια δεν με ρώτησαν ποτέ αν έχω κάνει εμβόλια, αν έχω βιβλιάριο υγείας, αν οι γονείς μου έχουν όλα τα νόμιμα έγγραφα παραμονής στην Ελλάδα. Με είδαν στον χώρο του σχολείου τους και δεν σκέφτηκαν τίποτε άλλο παρά μόνο να με πάρουν, κυριολεκτικά από το χέρι, και να με βάλουν στην τάξη με τα άλλα παιδιά. Εκεί που είναι η θέση ενός παιδιού. Οποιουδήποτε παιδιού. Οι δύο αυτές γυναίκες ήταν και δασκάλες και κηδεμόνες. Δεν απείλησαν όμως με καταλήψεις αν η αδερφή μου κι εγώ φοιτούσαμε στο σχολείο του χωριού. Ούτε κάποιος άλλος κηδεμόνας το έκανε. Σε μια εποχή που το να είσαι Αλβανός στην Ελλάδα δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, καθώς ήταν οι πρώτοι μετανάστες που ήρθαν μαζικά στη χώρα. Δε φοβήθηκαν ούτε στιγμή για τα παιδιά τους τα οποία θα φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο με δυο άγνωστα εντελώς, ξένα παιδιά. Η κυρία Σοφία δεν είχε στα χέρια της καμιά κυβερνητική διαβεβαίωση ούτε κάποια εντολή να με βάλει σε εκείνη την τάξη, εκείνη την πρώτη μέρα των σχολείων. Έπραξε πρώτα ως άνθρωπος, μετά ως δασκάλα και τέλος ως μητέρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου εκείνη τη μέρα. Είναι από τις πιο χαρούμενες και γεμάτες στη ζωή μου, από αυτές που με σημάδεψαν για πάντα. Χρωστάω πολλά σ’ αυτές τις δύο Δασκάλες. Χρωστάω τα ελληνικά που έμαθα τόσο γρήγορα και τόσο σωστά δομημένα στο μυαλό μου, τα μαθηματικά και τα υπόλοιπα μαθήματα, τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και γέλιου με τους συμμαθητές μου και φυσικά κάποιους φίλους που έμειναν στη ζωή μου μέχρι σήμερα! Η δασκάλα μου έκανε το αυτονόητο. Βρήκε ένα παιδί στην αυλή του σχολείου της και το πήρε μαζί της, μαζί με ια υπόλοιπα παιδιά. Τελικά κανένα παιδί δεν κόλλησε κάποια αρρώστια, ούτε ο γιος ή η κόρη της κυρίας Σοφίας ούτε και ο γιος της κυρίας Μαρίας. Εγώ κόλλησα κάτι από αυτές τις δύο Κυρίες. Κόλλησα λίγη ανθρωπιά! Κυρία Σοφία, Δασκάλα μου, μητέρα, Άνθρωπε σ’ ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Κι αν υπάρχει κάτι για το οποίο θα σου θύμωνα είναι που δεν μπορώ να σου χαρίσω το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου. Έφυγες από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω σου ένα σπουδαίο έργο ως η δασκάλα που δεν διαχώρισε ποτέ τους μαθητές της, είτε πρόκειται για τα ίδια της παιδιά, είτε για παιδιά μεταναστών, με ή χωρίς χαρτιά!
dimosioshoros said
Πολύ καλό(ς). Καλημέρα.
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi59.
dryhammer said
Ωραίος!
[Μου θύμισε -καλά και κακά- που έμαθα από πρώτο χέρι]
atheofobos said
Ότι καλύτερο μπορούσα να διαβάσω σήμερα το πρωί για να μου φτιάξει την διάθεση!
Costas X said
Υπέροχος ο Ζγκούρης, τα λέει όλα, αμερόληπτα και καλογραμμένα !
voulagx said
Πολύ ωραίο!
Μια γλωσσική παρατήρηση: «Εκείνος ο φόβος των προηγούμενων ημερών είχε κατευνάσει πλέον.»
Το «κατευνάζω» δεν είναι μεταβατικό;
ΚΩΣΤΑΣ said
Εξαιρετικό! Με άγγιξε κυρίως συναισθηματικά, για λόγους βιωματικής εμπειρίας. Δεν θέλω όμως να γίνω αυτοαναφορικός.
Ευχαριστούμε πολύ, Νικοκύρη.
sarant said
Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και χαίρομαι που σας άρεσε το σημερινό.
6 Σωστά λες. Να είχε καταλαγιάσει.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ωραίος. Μου θύμισε το Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων, του Γκαζμέντ Καπλάνι.
ΣΠ said
Καλημέρα.
Μου άρεσαν και τα δύο. Με συγκίνησε το δεύτερο.
ΣΠ said
σε εκείνα τα δελτία ειδήσεων θα ακουστεί εν έτει 2022 ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο σύνηθες από την εικόνα ενός Αλβανού με όπλο
Μαγδαληνή said
Καλημέρα
Πολύ ωραία και τα δύο. Και πόσο ανθρώπινη η δασκάλα του σχολείου, τι πρώτο μάθημα αλληλεγγύης και αποδοχής! (Μέσα μου καμάρωνα που υπάρχουν και τέτοιοι συνάδελφοι…)
sarant said
11 A τον αλήτη!
12 Έτσι είναι.
Θα λείψω για μερικές ώρες.
stratosbg said
Reblogged στις a hairless ape.
gpointofview said
Καλημέρα
Μου θύμισε πολλά από την εποχή που δούλευα στο νυχτερινό και μερικές φορές είχα αμιγή τμήματα αλβανών καθώς και τον αλβανικής καταγωγής συμπρωταγωνιστή στα θεατρικά μου που τον θεωρώ έναν από τους καλύτερους φίλους μου. Καλογραμμένο, σαν θέμα πολυχρησιμοποιημένο μεν, αλλά η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης και σαν λαός, την χρειαζόμαστε.
Τώρα από λογοτεχνικής πλευράς θα γράψω την προσωπική μου εμπειρία που διαμόρφωσε και το γούστο μου: πρωτοέγραψα στα 16, συναισθηματικά φορτισμένος από μια ερωτική απογοήτευση. Μου βγήκε σε καλό από δυο μεριές, δεν ξαναείχα ερωτική απογοήτευση, έμαθα να το διαχειρίζομαι κατανοώντας πως ο έρωτας είναι πάντοτε αμοιβαίος αλλιώς καψούρα λέγεται και ξανάρχισα να γράφω στα 55 μου, όταν πια αυτά που ήθελα να γράψω ήταν υλικό που είχε περάσει από πολλά φίλτρα. Οι νέοι γράφουν αυτά που θέλουν να γράψουν, αργότερα μερικοί προτιμούν να γράφουν αυτά που οι ίδιοι θέλουν να τα διαβάσουν αυτοί και άλλοι, μερικές φορές βρίσκονται οι άλλοι, μερικές, όχι
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
11#Τι πιο σύνηθες από την εικόνα μιας Νικολάου με απευθείας ανάθεση.
https://www.efsyn.gr/politiki/kybernisi/379145_sdoe-2-ekat-zimia-ap-tis-dekades-apeytheias-anatheseis-tis-nikolaoy
(Αλλά τώρα που θα πάει φυλακή 😆 😅 😂 🤣 όλα θα στρώσουν αδέρφια, θα το δείτε. Γι αυτό έβαζε τους φίλους της τους αμορτισεράδες να τις απολυμάνουν).
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα!
Και συμφωνώντας με όλα τα παιδάκια που είχανε δασκάλα την κυρία Σοφία η οποία “έπραξε πρώτα πρώτα ως άνθρωπος, μετά ως δασκάλα και τέλος ως μητέρα” και τους κόλλησε “λίγη ανθρωπιά”, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εν ολίγοις:
“Γεια σου Έλσον. Περάστε να σάς φιλέψουμε. Κάθισε να τα πούμε. Κάθε χώρα, κάθε τόπος “έχει φρούτα που δεν τα γνωρίζουμε”. Τα σάπια και δίποδα σαφώς δεν τρώγονται. Η Ελλάδα, σε καιρό γεωργικό που ήθελε χέρια μετανάστη, είχε και δραχμοβόρα φρουτάκια ως παραπροϊόν των αγροτικών επιδοτήσεων. Έχει κι αυτή έναν ήλιο- λάμπα σκοτεινή που καίει ζουζούνια φτερωτά, έχει και σπίτια και αυτοκίνητα ωραία για κατανάλωση αλόγιστη σε οδούς ασυδοσίας.
Και τέτοια φρούτα, τέτοιους δρόμους μάθε τα , απ’ το σχολειό, για να τα αποφεύγεις.
gpointofview said
# 16
Μένει να δούμε αν εμπλέκεται καμιά εταιρία με…παλέτες στις απ’ ευθείας αναθέσεις, γιατί ο Βαγγέλας κορόιδο δεν είναι …
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
Να δηλώσω πρόθυμος για πληκτρολόγηση (αυτές τις μέρες είμαι χαλαρός) αλλά αφού θα λείψει μερικές ώρες, να δούμε πότε θα μάθουμε τ’ αποτελέσματα της εκλογής (πληκτρολόγου 🙂 ).
Μιχάλης Ρουμελιώτης said
Πολύ μού άρεσε
Παναγιώτης Κ. said
Εδώ που τα λέμε, η σημερινή ανάρτηση μας έκανε «να αναστοχαστούμε εαυτούς και αλλήλους».
Georgios Bartzoudis said
Γράφει καλά ο Ζγκούρης, που γεννήθηκε «στην Αλβανία, η οποία έχτιζε τον ‘σοσιαλιστικό παράδεισό’ της απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο». Ένας άλλος το έγραψε πιο λακωνικά: «σύντροφοι, ευτυχώς που νικηθήκαμε»! Γράφει και «έξυπνα», ώστε να εξασφαλίζει αναγνωστικό (και αγοραστικό) κοινό. Άξιος του μισθού του. Δεν …με ακούει αλλά θα συμπληρώσω την αφήγησή του λέγοντας ότι ΟΛΟΙ οι (Μουσουλμανικής προέλευσης) Αλβανοί που ζουν στην Ελλάδα έχουν αλλάξει τα ονόματά τους. Από Μουσταφάς, Αχμέτ, Μεχμέτ κλπ, έχουν γίνει Πέτρος, Παύλος, Χρίστος. Καλά κάνουν! Όπως και οι δικοί μας που κάποτε είχαν αλισβερίσι με τη Ρωσία και τα έκανα Τσακάλωφ, Αβέρωφ κλπ, ενώ τώρα στο Αμέρικα τα κάνουν Παπς. Μαπς και …δε συμμαζεύεται! Τα βάζει και με τους δημοσιογράφους (που …δεν υπήρχαν στον «σοσιαλιστικό παράδεισο»). Καλά κάνει. Καλά έκανε κι ο Νοικοκύρης που αναφώνησε (σχόλιο 13) « A τον αλήτη»! Αχρείοι οι δημοσιογράφοι. Αν τέτοιοι ή …χειρότεροι είναι όλοι ή οι …μισοί, δεν ξέρω. Να! Προ ημερών ένας δημοσιογραφάρας (και ΕυρωβΟλευτάρας) έδινε μαθήματα φασισμού αναπτύσσοντας τις υστερίες του περί Αρίας φυλής! Είναι να μην ξεφωνίσεις « 11 A τον αγύρτη»?
spyridos said
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/elson-zgkoyri-den-thelo-pia-na-apologoymai-gia-albaniko-moy-onoma
Χαρούλα said
Ωραία, απλή γραφή! Καθόλου απλοϊκή βέβαια. Ευχάριστη ροή.
Οι δυό όψεις του νομίσματος. Γιά τους μετανάστες. Μπροστά στην νέα συνθήκη, οι ντόπιοι έπρεπε να διάλεξουν στο σταυροδρόμι τον δρόμο της Αρετής ή της Κακίας. Δεν ήταν και εύκολο. Η καρδιά και η παιδεία,καθοδήγησαν τον καθένα.
Δεν χρειάζεται να πω ποιό από τα δυό με συγκίνησε…
Απλά μου θύμησε το:
Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ό,τι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,
Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίσ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!
Κι αν λίγη δύναμη μές στο κορμί σου μένει,
Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη.
Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθιά,
Ο πόλεμος να μην μπορεί να τα γκρεμίσει.
Σκάψε βαθιά. Τι κι αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;
Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!
Κωστής Παλαμάς, «Στον Δάσκαλο»
ΣΠ said
23
Ελσόν ή Έλσον.
Theo said
Καλημέρα,
Ωραία και τα δύο. Και σε μένα θύμισαν το Μικρό Ημερολόγιο των Συνόρων του Καπλάνι.
Costas Papathanasiou said
Από άλλο τόπο, την Γερμανία, η αντίστοιχη ματιά μιας ‘αλβανίδας’, της Elona Beqiraj, μεταφρασμένη από Έλσον Ζγκούρη:
“Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ”
κάτι για τη μάχη του να είσαι μετανάστης –/ζώντας ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς,/
κυνηγημένος από δύο κόσμους,/που πάντα/ σε διώχνουν μακριά/ και οι δύο.//
δεν είναι το σπίτι σου εδώ/ ούτε κι εκεί ουσιαστικά/ ξένος εδώ/ξένος εκεί//
επιθυμώντας/με όλη σου την καρδιά/ να ικανοποιήσεις και τις δύο πλευρές’
χωρίς να αντιλαμβάνεσαι/ πως δεν μπορείς.//
δε νιώθεις πάντα/στη διασπορά/πως είσαι σπίτι σου./
προσμένοντας όλο τον χρόνο/να πας πίσω/ “στο σπίτι σου”/
μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις/ ότι μερικοί άνθρωποι/
σε αποκαλούν/ ακόμα/ ξένο.//
κι όμως/ περιμένεις/ ακόμα λαχταράς μια στέγη/
να καλύψεις/ τον πόθο για επιστροφή στο σπίτι σου.//
ένα χέρι/ το οποίο θα αρπάξει το δικό σου και/
θα σου πει ότι επιτέλους/ έφτασες.//
“Καλωσόρισες σπίτι ψυχούλα μου, δεν είσαι/
πια χαμένη./ Καλωσόρισες”
(Συλλογή “Und wir kamen jeden Sommer”, εκδόσεις re:sonar verlag, 2018, Αννόβερο, Γερμανία).
Σε μετάφραση Ε.Ζ. και αυτό:
https://poli-k.net/rudi-erebara-imastan-dynitikoi-echthroi-prooris/
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>για ποιο λόγο επέλεξε να γράφει το όνομά του με τελικό η.
Μου έτυχε περίπτωση μεταγραφής με η, αλβανικού επωνύμου, πριν από αρκετά χρόνια, πάνω από 15, ως εξής:
Ένα κορίτσι εμφανιζόταν σε κάποια παραστατικά της (στο ΑΜΚΑ τα ονόματα της οικογένειας και στο αλβανικό πιστοποιητικό γέννησης) ως Gjoni ενώ στο απολυτήριο του ελληνικού λυκείου όπου φοίτησε: Γκιώνη. Μετά το λύκειο σπούδασε με μια εποπτευόμενη από το κράτος σχολή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις εκεί (και στον απολυτήριο τίτλο) εμφανιζόταν το ελληνοποιημένο επώνυμο αλλά από δίπλα και το αλβανικό. Προφανώς για τους αλλοδαπούς φοιτητές ζητούσαν και το διαβατήριο ξερωγώ και προέκυψε η μικτή γραφή.
Το λύκειο, απ΄όπου πήρε το απολυτήριό της, ρωτήθηκαν και είπαν ότι το έγραψαν έτσι, γιατί έτσι ήταν στο απολυτήριο γυμνασίου της με το οποίο γράφτηκε στο λύκειο! Ήταν στα πρώτα χρόνια του ΄90, τρέχα γύρευε… να ήταν στην αρχή δίχως επίσημα παραστατικά αρχικά και κάποιος ήθελε να βοηθήσει κι έκανε εγγραφή στο σχολείο ελληνοποιώντας; Ποιος να ξέρει.
Νομίζω ότι,μέσω της σχετικής υπηρεσίας, αποδόθηκε Γκιόνι (δεν είμαι απόλυτα βέβαιη,δεν το θυμάμαι αν όντως ολοκληρώθηκε έτσι ή αν αυτό είπαν ότι ήταν βάσει του ΕΛΟΤ το «σωστό») .
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Δε θέλω να το πω, καθώς έχω καταλήξει κατρουλομάτα (ευσυγκίνητη), αλλά βούρκωσα για τα καλά. Επί πλέον, είδα φευγαλέα το βιβλίο προ ημερών στο παζάρι του βιβλίου, και γαμώτο, δεν ήξερα καθόλου και δεν το έπιασα καν στα χέρια. Λέω άλλο ένα βιβλίο για γάτες. Άσε. Ή μήπως δεν ήταν στο παζάρι ένα τόσο φρέσκο βιβλίο; Δεν ξέρω τώρα αλλά ο τίτλος και το εξώφυλλο μού ήταν έξω – έξω στα μάτια (καημένε συγγραφέα). Τώρα βλέπω και ρεθεμνιώτικου εκδ, οίκου, ετεροχρονισμένες τύψεις… Θα διορθώσω…
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
19 Αν και δεν υπήρξε συνωστισμός, ένας αρκεί -οπότε ανακηρύσσεσαι πληκτρολόγος και εν καιρώ θα λάβεις τα δέοντα.
29 Πολύ πιθανό να το πήρα από το Παζάρι του βιβλίου, όπου πήρα μια ντάνα βιβλία. Ίσως όμως κι από την Πολιτεία.
Γιάννης Μαλλιαρός said
30 Να μην είναι, όμως, μακρύς ο καιρός. Πρέπει να ολοκληρωθεί μέχριΤετάρτη βράδυ! Μετά έρχεται τριήμερο 5 – 6 ημερών 🙂
leonicos said
Εκείνος ο φόβος των προηγούμενων ημερών είχε κατευνάσει πλέον.
κατευνάσει ……
leonicos said
12 Μαγδαληνή
Είναι υπέροχο αυτό που έγραψες
leonicos said
15 Τζι
πρωτοέγραψα στα 16, συναισθηματικά φορτισμένος από μια ερωτική απογοήτευση
κάτι μας είπες! Ποια να σε κοιτάξει εσενα;
Γι’αυτό έγινες ΠΑΟΚ.
leonicos said
24 Χαρούλα είσαι γλύκα
alexisphotο said
καλησπέρα,
μέσα και εγώ για την πληκτρολογηση.
καλό υπόλοιπο Κυριακής
leonicos said
Ζήσαμε τις καταστάσεις από κοντά.
Συναντήσαμε και αμφιλεγόμενους κι εξαιρετικούς μετανάστες.
Προσωπικά πλένω το αμάξι μου στον Μουσταφά. Και το κάνω συνειδητά, μολονότι δεν μου είναι βολικό.
Έχουμε επιλέξει, διαβαζε η Φωτεινή, μια σειρά εξαιρετικών τεχνητών, οι οποίοι συμπτωματικά είναι αλβανικής καταγωγης.
Θα έλεγα εδώ και ότι ήμουν αρκετά χρόνια σε αλβανόφωνη συνάθροιση, έμαθα αλβανικά, έχω εξαιρετικούς φίλους οι οποίοι διατηρούν την γνώση της γλώσσας, διότι με επέστρεψαν(διάβαζε Φωτεινή) σε ελληνόφωνη. Αλλά αυτό είναι ειδικό περιβάλλον και επιλεγμένοι, κατά κάποιον τρόπο, άνθρωποι.
Και για να μην γράψω σεντόνι με άσχετα θέματα, στο επόμενο σχόλιο θα μιλήσω για τις δικές μου εμπειρίες ως εβραίου.
leonicos said
Ο εβραίος δεν θεωρείται μετανάστης. Ενώ κατ’ ουσίαν είναι. Αλλά ο κοινός κόσμος έχει συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν ανάμεσά τους ανέκαθεν, και δεν ξαφνιάζεται γενικά.
Παρά το γεγονός ότι κυκλοφόρησε κάποιο βιβλίο κάποιας ερευνήτρις που ανακάλυψε αντισημιτισμό την Ελλάδα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό ΔΕΝ ΕΥΣΤΑΘΕΙ.
Εντουτοις, σε προσωπικό επίπεδο, υπάρχει μια καποια στοχοποίηση, του τύπου: Είναι εβραίος αυτό το παιδάκι; Είναι καλό; Πώς είναι οι γονείς του;
Έχω ακούσει και επαινετικά να λένε: Μα αφού ειναι εβραίος, τί περιμένεις;;
Αλλά στις προσωπικές σχέσεις, και δεν εννοώ ερωτικές μόνο, το να είσαι εβραίος συνεπάγεται την ανάγκη καποιου χρόνου εξοικείωσης με την ιδέα, που παρέρχεται είτε σιωπηρά είτε και όχι. Είναι κάτι που δεν συμβαίνει αν ο άλλος είναι ευρωπαίος, και δεν μιλάει καν τη γλώσσα.
Και για να είμαι ειλικρινής. Μερικές φορές συνελαβα τον εαυτό μου να αυτοστοχεύομαι, να επιδιώκω τη στόχευση. Ναι, είμαι εβραίος…. μολονότι θρησκευτικά δεν είμαι.
leonicos said
Συζήτηση στη γυναικολογική κλινική του Γενικού Κρατικού Νικαίας
—‘Τί σου είπαν οι γιατροί για τη γυναίκα σου; Θα την πάρουνε μέσα να της βάλουνε ορό και περιοχική για να τη βοθησουνε να γεννήσει;
— Τί να μου πούνε; Τίποτα δεν μου λένε. Έχω βλέπεις δυο κακά. Είμαι αλβανός και τσιγγάνος.
— Έχασες! Είμαι εβραίος και Μάρτυρας του Ιεχωβά!
Έβαλε τα γέλια. Σε λίγο πήρεμε μέσα τη γυναίκα, και μέχρι το πρωί είχε γεννήσει μια χαρά.
Έψαχνε να με βρει να μ’ ευχαριστήσει, νομίζοντας ότι μεσολάβησα, επειδή κατάλαβε ότι με γνώριζαν όλοι.
Δυσκολεύτηκα να το πείσω ότι ΔΕΝ μεσολάβησα. Απλώς ΔΕΝ πρόλαβα να μεσολαβήσω. Έγιναν όλα όπως έπρεπε χωρίς να παίξει ρόλο ούτε η μια ούτε η άλλη ιδιότητά του.
leonicos said
Σιέστα τελος. Γράψτε κάτι!
ΓΤ said
O Ελσόν ζει στο Βερολίνο.
https://www.instagram.com/elson.zg/?hl=el
sarant said
31 Πήρες μέιλ
39 Καλό!
41 Και τον έχω και λάθος τονισμένο.
ΓΤ said
δυνατό σκιπτάρικο «Ça ira!»
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Ωραία και τα δύο, βαθιά ανθρώπινα.
Μια κι από το 92, λόγο οικοδομής, είμαι συνεχώς σε επαφή με μετανάστες κυρίως Αλβανούς, (ούτε κι εγώ ξέρω πόσους φίλους Αλβανούς έχω στην Αλβανία, εδώ τους ξέρω😊) μου είναι πολύ οικεία η αφήγηση, τα έχω ακούσει και βιώσει πολλές φορές.
Έχω να πώς όμως, πως και πολλοί Αλβανοί μετανάστες με την σειρά τους, 40,50 χρονών, είναι πολύ ρατσιστές με τους μετανάστες άλλων χωρών στην Ελλάδα, κυρίως με τους μαύρους αλλά και γενικώς, και τελευταία ειδικά με τους Γεωργιανούς που έχουν έρθει για να καλύψουν προφανώς τα εργασιακά κενά των Αλβανών στην οικοδομή, μιά και τα αλβανόπουλα που σπουδάζουν, δεν έρχονται στην οικοδομή αλλά ούτε οι γονείς τους το θέλουν.
Λεπτές αλλά άγριες κοινωνικές ισορροπίες στον παράλογο χρηματικό κόσμο που ζούμε.
Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι να είσαι μετανάστης, αλλά φτωχός, αν είσαι πλούσιος, είσαι αποδεκτός παντού.😊 Άλλωστε, οι πλούσιοι δεν έχουν πατρίδα, μεγαλώνουν μαθαίνοντας πως τους ανήκει ολόκληρη η Γή.😂
12 – «Μέσα μου καμάρωνα που υπάρχουν και τέτοιοι συνάδελφοι»
Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος, αν στην θέση του ΚΑΙ ήταν το ΜΟΝΟ!
39 – «Έχασες! Είμαι εβραίος και Μάρτυρας του Ιεχωβά»
Και πού να δείς, όταν δεν είσαι ΤΙΠΟΤΑ!
sarant said
44γ Ναι, έτσι
aerosol said
#41 & 42
Παράξενο… Πρωτάκουσα αυτό το όνομα πριν λίγες μέρες και μου έμεινε. Αλλά το άκουσα Έλσον.
loukretia50 said
Όμορφα και καλογραμμένα και τα δύο κείμενα, θυμίζουν όντως αφηγήσεις που έχουμε ακούσει από ανθρώπους που μετανάστευσαν στην Ελλάδα ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή .
Η αγωνία, η ταλαιπωρία και η ρατσιστική αντιμετώπιση στα σύνορα και όχι μόνο , είναι δυστυχώς ο κανόνας.
Πόσο εύκολα ξεχνάμε τη στοχοποίηση , ακόμα και τις διώξεις που αντιμετώπισαν οι δικοί μας μετανάστες…
«΄Οταν οι ΄Ελληνες ήταν ανεπιθύμητοι ξένοι…
Τέτοιες ημέρες πριν από ένα αιώνα γραφόταν για τον Ελληνισμό της διασποράς μια από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία του. Κάπου 2.000-3.000 Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ έπεφταν θύματα της ξενοφοβίας στη Νότιο Ομάχα της Νεμπράσκα…»
https://antikleidi.com/2012/10/01/west/
Το συγκεκριμένο γεγονός όπως περιγράφεται σε αμερικάνικη εφημερίδα
Mob in Omaha Demolishes Many Houses in Fatal Race Riots [ARTICLE]
Los Angeles Herald, Volume 36, Number 144, 22 February 1909
https://cdnc.ucr.edu/?a=d&d=LAH19090222.2.2&dliv=none&st=1&e=——-en–20–1–txt-txIN——–
Και σίγουρα δεν ήταν όλοι άγγελοι.
ΓΤ said
@46
Πλέει με θάρρος σαν τον Νέλσον
ο αφηγητής Ελσόν
κι οι εικόνες του θυμίζουν
κάποιες από Μιλσανή-Τρισόν
dimosioshoros said
@ 44 ΛΑΜΠΡΟΣ
«…Και πού να δεις, όταν δεν είσαι ΤΙΠΟΤΑ!»
Καλέ, το διάβασα «…Και πού να δεις, ότι δεν είσαι ΤΙΠΟΤΑ!» και περίμενα συνέχεια για το ποιοι είναι κάτι (ως προς τις διώξεις).
dimosioshoros said
@ 38 Leonicos said
«…αυτό ΔΕΝ ΕΥΣΤΑΘΕΙ».
Είχα σχηματίσει άλλη εντύπωση από τις εμπειρίες μου σε μια μικρή κοινότητα όπου είχαν ζήσει και Εβραίοι.
sarant said
48 Τα ονόματα στον 4ο στίχο τι είναι;
ΛΑΜΠΡΟΣ said
49 – 😂😂😂
ΝΕΣΤΑΝΑΙΟΣ said
44. Οι δικοί μου φίλοι Αλβανοί μου έχουν πει ότι το όλο πράγμα είναι για γέλια.
ΣΠ said
51
https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=2867
gbaloglou said
Πέρυσι το καλοκαίρι πήρα μια πολύ πολύ μικρή γεύση «αγωνίας συνόρων» επιστρέφοντας μαζί με καταφανώς ασιατικής καταγωγής πρώην συνάδελφο από ημερήσια εκδρομή στο Μπλαγκόεβγραντ (Γκόρνα Τζουμαγιά): πέρασα πρώτος από το Βουλγαρικό φυλάκιο χωρίς κανένα πρόβλημα, ο πρώην συνάδελφος όμως ‘κόλλησε’ προς στιγμήν, παρά το διαβατήριο ΗΠΑ, ειδικά επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της πόλης που επισκεφτήκαμε (όπως έμαθα εκ των υστέρων)^ έκανα να κινηθώ … πίσω προς την Βουλγαρία για να τον βοηθήσω, όμως ο Έλληνας συνοριακός με αποθάρρυνε (ρωτώντας με … αν μιλώ Βουλγάρικα) … και τελικά πήγε ο ίδιος στους Βούλγαρους και τους έπεισε να αφήσουν τον Κουμάρ να βγει από την χώρα τους 🙂 [Έμεινα τελικά με την απορία αν θα ήταν φρονιμότερο να είχα προηγηθεί του Κουμάρ στο Βουλγαρικό φυλάκιο ή όχι 🙂 ]
Λεύκιππος said
Ο, τι πιο ανθρώπινο έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.
sarant said
55 Ενδιαφέρον
54 Ω ναι, σωστά. Και είμαστε και συγκάτοικοι (στον εκδοτικό οίκο)
ΛΑΜΠΡΟΣ said
53 – Άλλοι κλαίνε κι άλλοι γελάνε σ’ αυτό τον κόσμο. Μεγάλο ρόλο παίζει κι από τι @@ θα γεννηθείς.
gpointofview said
Σόρρυ αλλά τέτοια φάση-ασίστ δεν νομίζω πως έχει ξαναγίνει, Κωνσταντέλιας εποίησεν και μετά έσκασε στα γέλια
gpointofview said
Ξέχασα το βίδδεο !!
https://www.novasports.gr/web-tv/sport/podosfairo/event/super-league-1/live-goals/video/12767098/paok-aek-1-0-magiko-konstantelia-gkol-o-narei-vid/
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>αρκετοί είχαν την τύχη να εξασφαλίσουν βίζα, με το αζημίωτο φυσικά,
Ένας φίλος από το Τεπελένι, που μας έκανε διάφορες δουλειές (σπουδαίος πετράς), φερμένος με όλη του την οικογένεια από τα πρώτα χρόνια, μας είπε τον τρόπο που πήρε βίζα στο Αργυρόκαστρο. Καθ΄υπόδειξιν προηγούμενων, έβαλε τη χρυσή λίρα κάτω από τη γλώσσα και μούρη μούρη-χωρίς μιλιά, την «έδειξε», απλώς ανασηκώνοντας τη γλώσσα, στον υπεύθυνο.
ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said
Πολύ ωραίο το σημερινό, να μαθαίνουμε και να νιώθουμε.
Και το λινκ που έβαλε η Λου στο 47 πολύ καλό.
gbaloglou said
61 «γλώσσα είχε και μιλιά δεν είχε» 🙂
sarant said
61-63 !!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
61# Η σιωπή είναι χρυσός.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
63, 65 🙂 🙂
χρυσόστομος!
(Μας έκανε κι επίδειξη του κόλπου, έβαλε ένα νόμισμα, δίπλωνε πίσω τη γλώσσα και αυτό πρόβαλε όλο, μες το στόμα, με «κορνίζα» τα δόντια , φοβερό!)
…
Έχουμε Ζγκούρηδες, βλέπω κι εδώ. Πχ, ένας Αντώνης Ζγκούρης, παίζει ατην Α.Ε Μυκόνου.
Κάτι θα σημαίνει ως λέξη.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Elona Beqiraj – Τρία ποιήματα (μετάφραση Έλσον Ζγκούρη)
μητέρα #
συγχώρα με
για όλες τις μέρες
που για την προφορά σου ντράπηκα.
δεν είχα ιδέα
ότι ήταν το μόνο
που σου έμεινε από την πατρίδα σου.
https://thraca.gr/2021/05/elona-beqiraj-%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%AD%CE%BB%CF%83%CE%BF%CE%BD-%CE%B6%CE%B3%CE%BA.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>Σπούδασε Αρχιτεκτονική
μήπως Πληροφορική;
https://www.protoporia.gr/suggrafeas-zgkoyrh-elson-1019527/
και μια συνέντευξη του ακόμη
https://www.kleidarotripa.gr/synentefxi-me-ton-syngrafea-tou-vivli/
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Καλημέρα.
Κι ἐμένα μ᾿ ἄρεσαν τὰ χθεσινά.
Ἂν καὶ ἔχουμε ἀκούσει παρόμοιες ἀφηγήσεις, δὲν παύουν νὰ μᾶς συγκινοῦν, ἰδιαίτερα ὅταν εἶναι καλογραμμένες.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Ζγκούρη, ἂς μᾶς ποῦν οἱ ἐπαΐοντες ἂν σχετίζεται μὲ τὸ ζυγούρι.
Τὸ βικιλεξικὸ τὸ ἐτυμολογεῖ ἔτσι: ζυγούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυγούριν < ζυγ(ός) (επίθετο) + -ούριν (-ούρι), ἀλλὰ ἔχουμε δεῖ κι ἄλλες λέξεις μὲ κοινὴ προέλευση, ἰδιαίτερα στὸν ἀγροτοκτηνοτροφικὸ χῶρο.
Spiridione said
69. Μπορεί να προέρχεται από εδώ
https://sq.wikipedia.org/wiki/Skurajt
Αγγελος said
Με τις βίζες έχει γίνει μεγάλο σκάνδαλο στο ελληνικό προξενείο του Αργυροκάστρου, το οποίο κουκουλώθηκε. Αν θυμάμαι καλά, συνέβη και μια αυτοκτονία, ίσως και δολοφονία. Και για να φοβάται τόσο η οικογένεια του αφηγητή παρόλο που περνούσε από νόμιμο σημείο διέλευσης και με νόμιμη βίζα, μάλλον κάποια κουτσουκέλα θα είχαν κάνει, αν όχι οι ίδιοι, πάντως ά
Αγγελος said
λλοι συνταξιδιώτες τους…
spyridos said
– Ο Στέλιος είσαι; Ετσι θυμόμουν από το καρτελάκι με το ΑΣΜ και τ όνομα στην άκρη του κρεβατιού.
– Ναι. Στέργιος λέμε εμείς.
– Ελα πάρε εργολάβους. Τους άφησε η μάνα μου στο επισκεπτήριο.
– Εργολάβοι, τι είναι αυτό;
Άυπνοι και κουρασμένοι είμαστε όλοι, αλλά εκείνος ξεχώριζε.
Το δίπλωμα έλεγε γεωπόνος. Η κοψιά και τα χέρια μαρτυρούσαν πραγματικό αγρότη συνηθισμένο στη δουλειά.
Η κούραση απλώς τον άγγιζε, δεν τον διαπερνούσε. Και το κέφι για αστεία μέσα στη μαυρίλα τον φώτιζε.
Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή. Αδελφός πραγματικός. Καλή πάστα.
Μετά την μετάθεση έκανα πάνω από χρόνο να τον δω.
Εγώ στη Μυτιλήνη, εκείνος στη Καστοριά.
Στέλναμε μηνύματα μέσα από τα κέντρα διαβιβάσεων μια στις τόσο, έτσι για πλάκα.
Η επόμενη μετάθεση μας έφερε 200 χλμ τον ένα από τον άλλο.
Μόλις έπιασαν τα πρώτα κρύα και έμαθα τα χούγια του στρατοπέδου, πήρα ένα Σαββατοκύριακο κι αντί να πάω να δω τη μάνα, πήγα στο Στέργιο.
Πρέπει να ήταν ο καιρός που ο συγγραφέας παραπάνω πήγαινε στο φιλόξενο δημοτικό κάπου εκεί κοντά, συνειδητοποιώ τώρα.
Έρημα τα Γιαννιτσά, Νοέμβρη μήνα.
Περάσαμε το Σαββάτο περπατώντας την πόλη τουλάχιστον δυό φορές και πήγαμε τουλάχιστον στις μισές καφετέριες και φαγάδικα στον πεζόδρομο.
Μιλήσαμε για όλη τη χρονιά. Τι μιλήσαμε δηλαδή. Μίλησα.
Εκείνος άκουγε.
– Πως ήταν στη Καστοριά
– Θα σου πω.
Το βράδυ πήγαμε σε εκείνη την παλιά αγροικία – ταβέρνα, έξω στο κάμπο.
Φάγαμε καλά και αδειάζαμε τα βαρέλια.
Τότε μου αφηγήθηκε τις υπηρεσίες ανθρωποφύλακα που τους έβαζαν να κάνουν.
Περιπολίες στα βουνά για να πιάσουν τα άγρια θηρία του Αλβανούς.
Ευτυχώς, μου εξήγησε, φρόντιζε να κάνουν τόση φασαρία και να περπατούν σε τόσο εμφανή μονοπάτια που εκείνος δεν έπιασε κανέναν.
Μια φορά άφησε τους στρατιώτες στο δρόμο και πήγε παραμέσα στα δέντρα προς νερού του.
Εκεί δίπλα από το δρόμο τους είδε. Ενα ζευγάρι. – Παιδιά ήταν Σπύρο.
Και είχαν ένα μπογαλάκι μικρό μαζί τους. Μωράκι. – Τόσο δα, τόσο δα.
Με ντροπή μου διηγήθηκε – απολογήθηκε.
– Έβαλα το δάχτυλο στο στόμα, να μη βγάλουν άχνα. Τους έδειξα προς τα που να πάνε. Πήρα την περίπολο και πήγαμε προς την άλλη μεριά.
loukretia50 said
Άγγελε, όταν ολόκληρη η ζωή σου και η ζωή των δικών σου εξαρτάται από μια σφραγίδα η οποία είναι στα χέρια κάποιου που σε περιφρονεί ή θέλει να ασκήσει εξουσία, ναι, φοβάσαι.
Πολύ περισσότερο γιατί ξέρεις ότι γίνονται κουτσουκέλες, ακριβώς γιατί το επιτρέπει ένα άδικο και διεφθαρμένο σύστημα (παράδειγμα χαρακτηριστικό στο σχ.66 της ΕΦΗΣ), και μπορεί να είσαι εσύ ο αδύναμος που θα την πληρώσει άδικα.
Γιατί σίγουρα κάποια στιγμή, έστω για τα μάτια, πρέπει να φανεί ότι υπάρχουν κυρώσεις.
sarant said
68 Στο βιβλίο λέει, σε ένα αφήγημα, ότι πέρασε Αρχιτεκτονική στο ΠανΘεσσαλίας, αλλά βέβαια τα αφηγήματα δεν είναι 100% ακριβή. Βιογραφικό δεν υπάρχει στο βιβλίο, άρα αυτό που βρήκες πρέπει να είναι έγκυρο.
aerosol said
#71
Δεν υπήρξαν στην ελληνική πλευρά των συνόρων απρόσεκτοι, περιφρονητικοί, εκβιαστές ή τομάρια. Αν ήσουν εντάξει δεν είχες να φοβηθείς τίποτα…
Αλήθεια, το πιστεύουμε αυτό; Εγώ πάντως εύχομαι να μη βρεθώ ποτέ στη λάθος πλευρά συνόρων.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
ΧΡΗΜΑ ΧΡΗΜΑ ΧΡΗΜΑ! Το απόλυτο μέτρο του κόσμου!