Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Στο Φορτηγό με τον Δύτη

Posted by sarant στο 20 Μαρτίου, 2023


 

 

Θα αναδημοσιεύσω σήμερα, με λιγοστά δικά μου σχόλια στην αρχή, ένα άρθρο που έγραψε ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων για το Φορτηγό, τον πρώτο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άρθρο αυτό ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον εγγενή περιορισμό που έχει στην έκταση των αναρτήσεων (μόλις 280 χαρακτήρες για κάθε τουίτ) είναι το πλέον ακατάλληλο για εκτενή άρθρα. Όμως ο Δύτης παρουσίαζε τραγούδι προς τραγούδι το Φορτηγό, αφιερώνοντας σε κάθε τραγούδι πεντέξι αλλεπάλληλα τουίτ, πεντέξι τιτιβίσματα. Και πριν ακόμα ολοκληρωθεί ο δίσκος, πολλοί τον ενθαρρύναμε να δημοσιεύσει το ολοκληρωμένο άρθρο στο ιστολόγιό του, απ’ όπου το δανείστηκα με την άδειά του και το αναδημοσιεύω εδώ, μιας και δεν είστε όλοι θαμώνες στο Δυτικό ιστολόγιο. 

Σημειώνω ότι ο Δύτης έχει σκοπό να συνεχίσει την τιτιβιστική Σαββοπουλιάδα του, και ήδη έχει ολοκληρώσει και δημοσιεύσει την παρουσίαση-κριτική του δεύτερου δίσκου, που ειναι βέβαια το Περιβόλι του Τρελού, και θα συνεχίσει -αν και όχι μέχρι το τέλος, μάλλον δεν θα πάει πιο πέρα από τα Τραπεζάκια έξω, αν φτάσει και ως εκεί. 

Το Φορτηγό εγώ το πρωτάκουσα όταν μας το έκανε δώρο ο θείος μου ο Κώστας, ο ποιητής Κώστας Μίσσιος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, που επειδή είναι νεότερος από τα άλλα ξαδέρφια όλοι στην οικογένεια τον λένε Κωστάκη. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα έγινε στην πρώτη επέτειο της δικτατορίας, στις 21.4.1968 -κάνουν δώρα στην επέτειο της Χούντας, φαντάσου πόσο χουντικοί θα είναι, θα σκέφτεστε, αλλά πράγματι είχαν βρεθεί εκείνη τη μέρα σπίτι μας, να ξορκίσουν την επέτειο, και θυμάμαι πως πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου, στην πίσω μεριά, υπήρχε η αφιέρωση που θύμιζε την περίσταση. 

Θυμάμαι πως ακούγαμε συχνά τον δίσκο, και η γιαγιά μου η Αιγινήτισσα, όταν ερχόταν επίσκεψη, σκιαζόταν όταν άκουγε τον Διονύση να φωνάζει στα Πουλιά της Δυστυχίας ή στους Παλιούς μας φίλους -πάρ’το από δω αυτό το σκιάχτρο, κλείσ’ το, μου έλεγε, και βέβαια όλο και περισσότερο εγώ το έβαζα για να την πικάρω. Να σημειώσω πως η γιαγιά μου τότε, όπως προκύπτει από πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, ήταν αρκετά πιο νέα απ’ όσο εγώ σήμερα. 

Αλλά μάλλον σας κούρασα με τις αναμνήσεις, οπότε δίνω τον λόγο στον Δύτη. 

Όσοι παρακολουθείτε το άλλο μαγαζί του Δύτη, το τιτιβιστήρι ντε, θα έχετε πάρει χαμπάρι ότι επέβαλα στον εαυτό μου έναν διαφωτιστικό ρόλο και ξεκίνησα μια Σαββοπουλιάδα, παρουσιάζοντας ένα τραγούδι κάθε μέρα με τη σειρά. Όπως πρότειναν διάφοροι φίλοι, θα τα μαζεύω και εδώ δίσκο με δίσκο, έτσι να υπάρχουν. Για το Σαββόπουλο εν γένει, μην τα ξαναλέμε, έχω γράψει τις σοφίες μου παλιότερα εδώ, πάνε δώδεκα χρόνια.

Ξεκινάμε με μια εισαγωγή στο Φορτηγό. Ο Σαββόπουλος είναι ήδη δυο-τρία χρόνια στην Αθήνα. Αλητεύει με τον Λοΐζο, έχει παίξει στις μπουάτ, έχει βγάλει ήδη ένα 45άρι. Είμαστε στο ’66, το σινεμά παίζει Τρελό Πιερό και το Νακ του Λέστερ (του σκηνοθέτη των Μπιτλς). Τι είναι το Φορτηγό; Δεν είναι πια Νέο Κύμα, εκτός από δυο-τρία τραγούδια, τη Συννεφούλα ή το Μη μιλάς άλλο για αγάπη. Ο ίδιος είχε πει κάπου τότε ότι το γιε-γιε ήταν καλό αλλά ξένο (θα άλλαζε γνώμη σύντομα) και ότι το «πολιτικό τραγούδι» ήταν το τραγούδι της γενιάς του. Πολιτικό τραγούδι λοιπόν. Άκουγε τότε Μπρασένς, και φαίνεται, αλλά αυτό που παίζει φέρνει πιο πολύ σε Λατινική Αμερική, χιλιανούς τροβαδούρους κλπ. Μόνο κιθάρα: δεν είναι κανένας τεχνίτης, αλλά είναι ακριβώς αυτό το άτεχνο που εντυπωσιάζει: χτυπά την κιθάρα, τσιμπάει τις χορδές, ουρλιάζει. Και στίχοι; πολιτικά ναι, αλλά με τουΐστ (θα το δούμε), κάποια ερωτικά (κι αυτά ιδιόρρυθμα), αλλά κυρίως μια πολύ προσωπική μυθολογία με περιπλανώμενους, περιθωριακούς, αόρατους. Βλέπω μια μακρινή συγγένεια με την Οδό Ονείρων (του ’62). Είναι όμως και κάτι που δεν έχει ξανακουστεί!

Οι μάγοι

Η προσωπική μυθολογία που λέγαμε. Το πρώτο LP μπαίνει ορμητικά, σα να το κάνει επίτηδες: με ένα ωραίο και χαρακτηριστικό ριφάκι, το χτύπημα του ηχείου τόσο χαρακτηριστικό για όλο τον δίσκο, ο Σαββόπουλος φωνάζει τους στίχους (είμαι σίγουρος ότι θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό στα λάιβ). Λες και θέλει να δείξει αυτό ακριβώς το άτεχνο του μπουλουκιού. Τον φαντάζεσαι να παρουσιάζει τον εαυτό του ή μάλλον μια περσόνα του εαυτού του (ένα χρόνο πριν από το Sergeant Pepper), που τον φαντασιώνεται σαν πλανόδιο (θα το κάνει κι αυτό στ’ αλήθεια, τον επόμενο χρόνο) ή ίσως σα θιασάρχη (κι αυτό θα το κάνει, κατά κάποιο τρόπο, το ’72). Και το τσίρκο! Πάντα παρόν. Σαν ασπρόμαυρη ταινία είναι αυτός ο δίσκος, σαν Φελίνι ξερωγώ.

Η Ζωζώ

Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια του δίσκου. Τι είναι αυτό; Δεν έχει ρεφρέν, δεν έχει ακριβώς δομή, περίπου στα δύο τρίτα σα να γίνεται άλλο τραγούδι. Γιατί ο Σαββόπουλος λέει εδώ μια ιστορία, κάτι σπάνιο μέχρι τότε στο ελληνικό τραγούδι (ξαναθυμίζω την Οδό Ονείρων). Και μάλιστα, κάτι σπανιότατο για έναν τραγουδοποιό και μάλιστα στο ξεκίνημά του, λέει μια ιστορία που δεν τον αφορά (την ίδια χρονιά με το Eleanor Rigby – βέβαια, έχουν προηγηθεί οι Γάλλοι, Μπρελ, Μπρασένς, ακόμα και η Πιαφ). Η ιστορία είναι φοβερή, από την ταπείνωση στο θρίαμβο, και κατά κάποιο τρόπο την ακούμε από το στόμα όχι της πρωταγωνίστριας, ούτε του τραγουδοποιού, αλλά των χωριανών. Παρεμπιπτόντως, όπως έχει ειπωθεί, λέξεις όπως νταρντάνα ή νταβατζής μπαίνουν μάλλον για πρώτη φορά στο μη περιθωριακό ελληνικό τραγούδι.

Η μαϊμού

Η παρέλαση των πλανόδιων συνεχίζεται. Σήμερα πρόσεξα πως το χαρούμενο ακομπανιαμέντο της κιθάρας είναι σχεδόν το ίδιο με του «Μη μιλάς άλλο για αγάπη» – «μουσική σκωπτική, πεταχτή, λαχανιασμένη». Η αντίθεση με τον μελαγχολικό, ασπρόμαυρο στίχο εξαφανίζεται στο ρεφρέν, όπου ο Σαββόπουλος φωνάζει μέχρι παραμορφώσεως (φαντάζομαι μια πιο μοντέρνα ηχοληψία ίσως έπιανε καλύτερα αυτό που διηγείται, ότι έτρεξαν οι τεχνικοί της Λύρας να δουν τι συνέβη). Δεν είναι τόσο δυνατό όσο οι Μάγοι ή η Ζωζώ, αλλά πρέπει να τα έσπαγε στις ζωντανές εκτελέσεις (και ήθελε και κότσια να το πει, φωνητικά εννοώ) – και άλλωστε όλο το σετ των Πλανόδιων παίζει το ρόλο του. Τελικά μήπως είναι κόνσεπτ ο δίσκος;

Το μπουλούκι

Στην πραγματικότητα, και τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του δίσκου αποτελούν ένα, άλλωστε και στο εξώφυλλο παρουσιάζονται σαν μια ενότητα: «Οι πλανόδιοι». Μάγοι, παλιάτσοι, σαλτιμπάγκοι, μαϊμούδες – η Ζωζώ είναι κάτι διαφορετικό, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος αν συμπεριλήφθηκε επειδή κι αυτή, όπως και να το κάνεις, μια πλανόδια είναι, ή επειδή κινείται στο ίδιο κλίμα, λίγο Λα Στράντα, λίγο Τσίρκο του Τσάπλιν. Παίζω με την ιδέα του κόνσεπτ: στην αρχή του δίσκου παρουσιάζει τον εαυτό του (το γράφει και στο εξώφυλλο: «θα ξεπεράσω κάθε όριο ανθρωπιάς σε σαλτιμπαγκισμούς»), σα να είναι ο μουζικάντης που συνοδεύει το μπουλούκι, ακόμα και σα να είναι η ίδια η Ζωζώ (είχε πει λέει στον Πατσιφά: «ήρθα για να με εκμεταλλευτείτε καταλλήλως»). Τα θεάματα των πλανόδιων άνοιξαν την παράσταση, και τώρα έρχεται η ώρα του τραγουδιστή. Ξέρω γω; Μπορεί και όχι. Πάντως η εισαγωγή βάζει το ασπρόμαυρο τρόπον τινά κλίμα του δίσκου, που δεν το διαταράσσουν τα δύο (ή τρία, ή ίσως τέσσερα) πιο χαρούμενα και αισιόδοξα τραγούδια. (Θα μας το θυμίσουν άλλωστε, στη μέση της δεύτερης πλευράς, τα «Πουλιά της δυστυχίας».) Το μπουλούκι φεύγει, λοιπόν, και θα ακολουθήσει ένα πιο χαρωπό νούμερο. Ή όχι;

Η Συννεφούλα

Έχει πει ότι το έγραψε έφηβος, πριν ακόμα φύγει από τη Σαλονίκη, όταν τα κορίτσια τον αγνοούσαν στα πάρτι, και ότι επηρεάστηκε από το «Ζυλ και Τζιμ» του Τριφώ (’61) και το Tourbillon που τραγουδάει η Ζαν Μορό. Ταιριάζει: ils sont retrouvés, ils sont séparés κλπ. Είναι στ’ αλήθεια ένα χαρούμενο τραγούδι αυτό που διαδέχεται το σετ των Πλανόδιων; Είναι στ’ αλήθεια Νέο Κύμα; Αυτή η Συννεφούλα, γραμμένη τόσο νωρίς, είναι τόσο σίξτις: φεύγει, ξαναγυρνάει, τριγυρνάει μ’ όσους θέλει κάθε βράδυ. Και βέβαια ο αφηγητής, να πούμε, είναι τόσο έφηβος: δεν τον πειράζει, δεν θέλει καν στ’ αλήθεια τη Συννεφούλα, να, δίχως αγάπη και φιλί δεν περνάει η άνοιξη. Νομίζω ότι πριν το μετατρέψει σε καταληκτήριο ύμνο των συναυλιών του, ο Σαββόπουλος πρέπει να μίσησε την εφηβικότητα του τραγουδιού – γι’ αυτό και το μετέτρεψε σ’ αυτό το φοβερό εμβατήριο δυο χρόνια μετά (στο οποίο θα επανέλθω με τη σειρά του).

Το δέντρο

Σε πρώτη ανάγνωση, ένα πολιτικό τραγούδι, πιθανότατα για τον Λαμπράκη. Η νύχτα είναι η νύχτα που σκοτώνεται, είναι μια νύχτα φωτιάς, καταστροφής, οργής – αλλά και δέντρο, γιατί θα φέρει καρπούς σαν το σπόρο του Χριστιανόπουλου. Υπάρχει όμως και κάτι προσωπικό μέσα: στην άμμο στ’ ακρογυάλι καθίσαμε όλοι – διάβαζα ένα σχετικά πρόσφατο κείμενο του Σαββόπουλου, και λέει ότι συνέλαβε το τραγούδι μια φορά που είχαν πάει εκδρομή μια παρέα από το ειρηνιστικό κίνημα, στρώσαν κάτι κουβέρτες στην παραλία, ανάψανε μια φωτιά (να η φωτιά-δέντρο, από μια άλλη οπτική), αγόρια-κορίτσια όπως-όπως, γύρω στο ’63 υπολογίζω, και η ατμόσφαιρα είχε αυτή τη φορτισμένη ατμόσφαιρα που έχουν αυτές οι νύχτες, γεμάτη υποσχέσεις όχι για κάτι συγκεκριμένο, αλλά για κάτι ελπιδοφόρο, για μια νιότη που θα ανθίσει και θα κρατήσει, ας πούμε. Κάπως μέσα από αυτή την ατμόσφαιρα μπορώ να καταλάβω τον χριστιανικό σχεδόν στίχο «τον αγαπούσα κι από τον ήλιο πιο πολύ, κι απ’ τους εχθρούς μας πιο πολύ». Ένας νέος που αγαπά όλο τον κόσμο, που φουσκώνει από ελπίδα, που ένα είδωλό του, ο οδηγητής, θερίζεται από το παρακράτος αλλά να, είναι νέος, ο κόσμος δεν τελειώνει και θα ανθίσει. Παρόλη τη σκοτεινιά του, το Φορτηγό είναι ένας αισιόδοξος δίσκος.

Βιετνάμ γιε-γιε

Έτσι αρχίζει η δεύτερη πλευρά του δίσκου. Η πρώτη τελείωνε με ένα πολιτικό τραγούδι, που όμως έχει μια αδιόρατη ερωτική ας πούμε πλευρά. Έτσι κι αυτό, που ξεκίνησε από κάποιους δανεικούς στίχους (του αδερφού του Φώντα Λάδη) και μιμείται το «τραγούδι διαμαρτυρίας», το φολκ περισσότερο παρά το ροκ, το γιε-γιε όπως λεγόταν τότε και για το οποίο ο Σαββόπουλος εμφανιζόταν εκείνη την εποχή αρκετά δύσπιστος (με την έννοια ότι δεν έλεγε όχι, αλλά δεν το θεωρούσε ταιριαστό για την Ελλάδα). (Παρεμπιπτόντως, δεν είναι το μοναδικό τραγούδι για το Βιετνάμ που γράφτηκε στην Ελλάδα – υπάρχουν μια ή δύο αναφορές στα Νέγρικα του Λοΐζου, που γράφτηκαν και παίζονταν ’66-67 αν και βέβαια ηχογραφήθηκαν μετά τη χούντα.) Παρατηρεί κανείς (και δεν είμαι εγώ ο πρώτος που το λέει) τη χαρακτηριστική έκκεντρη για την τότε ελληνική αριστερά στροφή στο τέλος του τραγουδιού: αν δεν ήταν οι Αμερικάνοι, ο Φο Μι Τσιν θα έκανε βόλτα με το κορίτσι του, δεν θα ασχολιόταν με το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας κλπ. Είναι ακόμα αυτή η ανεμελιά του εικοσιενάχρονου που εξαφανίζεται από τον επόμενο δίσκο κι ας έχουν περάσει μόνο δύο χρόνια.

Ήλιε-ήλιε αρχηγέ

Στο ίδιο περίπου κλίμα με το Βιετνάμ. Πάνω σε ένα ποίημα του Πρεβέρ, που είχε δημοσιευτεί στα ελληνικά εκείνο τον καιρό, ξανά μπλέκεται το πολιτικό με το πιο σίξτις στοιχείο της σχόλης, της ανεμελιάς – πάμε για βόλτα, άσε το εργοστάσιο. (Ο ήλιος, γενικά, φαίνεται να έχει πρωτεύοντα συμβολικό ρόλο σε όλη τη στιχουργική της εποχής, και όχι μόνο την ελληνική). Με το τραγούδι αυτό κλείνει ο κύκλος των πολιτικών τραγουδιών του δίσκου (άλλα τόσα, περίπου, της ίδιας εποχής δεν κυκλοφόρησαν σε LP παρά το ’75: η Συγκέντρωση, η Παράγκα, οι Δεκαπέντε). Και έτσι η δεύτερη πλευρά του δίσκου έχει μπει δυνατά, με τραγούδια κάπως συλλογικού χαρακτήρα να πούμε («Ήλιε κόκκινε αρχηγέ» έλεγε λέει η πρώτη εκτέλεση, πριν τη λογοκρισία). Όποιος βιάστηκε να νιώσει αισιόδοξος θα προσγειωνόταν ξανά στα επόμενα. Μ’ αρέσει πώς ακούγεται που φωνάζει στο ρεφρέν! Πρόσεξα επίσης το γεγονός ότι, επιμένοντας να είναι ένας απόλυτα ολοκληρωμένος τροβαδούρος που αρνείται να συμπράξει με άλλο όργανο πέρα από την κιθάρα του, χρησιμοποιεί το σφύριγμα σαν φυσαρμόνικα ξερωγώ (το κάνει και σε άλλα τραγούδια) – συνειδητοποίησα ότι αυτό το κόλπο πρέπει να ήταν κάτι μάλλον πολύ σπάνιο.

Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο

Μαζί με τη Ζωζώ και τους «Παλιούς μας φίλους», τα αγαπημένα μου από το Φορτηγό. Η αρχική ιδέα ήταν ένα κόμικ του Κυριτσόπουλου (υπάρχει στην έκδοση με τις παρτιτούρες): το κορίτσι μεγαλώνει, γίνεται της παντρειάς, του παίρνουν ραπτομηχανή, παντρεύεται, η κόρη της μεγαλώνει, της παίρνουν γραφομηχανή. Αποτέλεσμα: ένα τραγούδι σπάνιας ευαισθησίας, μια ματιά ταυτόχρονα απ’ έξω μα κι από μέσα (φράση που μου ήρθε από μελλοντικό στίχο…) σε έναν κόσμο αδιάβατο (ξανά), σα να βλέπεις ένα μικροσκοπικό κομψοτέχνημα που πρόκειται να ραγίσει και να λιώσει. «Κι ούτε λέξη πια γι αυτά» – τι σπαραχτικός στίχος.

Ακούγοντάς το πάλι, σκέφτηκα ότι και αυτός ο κοφτός, λαχανιασμένος τρόπος που λέει τις συλλαβές έχει τη θέση του, σα να θέλει να αποδώσει αυτό το λαχανιαστό τρόπο που έχει η εφηβεία, το να βλέπεις να μεγαλώνεις με ένα φόβο στην καρδιά.

Τα πουλιά της δυστυχίας

Ποτέ δεν με ενθουσίαζε αυτό το τραγούδι, το έβρισκα υπερβολικό. Μαύρα πουλιά της δυστυχίας – εντάξει, καταλαβαίνω το θέμα, απ’ την αρχή τον τράβαγαν όχι οι χαρούμενοι αλλά οι προβληματικοί άνθρωποι, από τον Κοεμτζή μέχρι τους χουλιγκάνους, τον Τζίμη τον Τίγρη και όσους τρώνε βρώμικο ψωμί. Είχε πει (αργότερα) ότι του αρέσουν οι κομπλεξικοί, ότι δεν θεωρεί προσόν να είναι κάποιος ακομπλεξάριστος, ότι τον ενδιαφέρει το κενό που νιώθει ο γείτονάς σου το βράδυ, όταν κλείνει την τηλεόραση στο σκοτάδι. Και δικαίως έχει γράψει ένα σωρό μεγάλα τραγούδια για όλους αυτούς, και ωραίο είναι κι αυτό εδώ άλλωστε, με το λαχάνιασμά του όταν χτυπά με το χέρι το ηχείο της κιθάρας στο ρεφρέν. Αλλά μου φαίνονταν κάπως κραυγαλέοι οι στίχοι, κάπως υπερβολικοί – παρότι οπωσδήποτε βγάζουν ένα παραμυθένιο κλίμα, θυμίζει λίγο «Τα παιδιά που χάθηκαν».

Τώρα σκέφτηκα όμως, ότι επίτηδες προσπαθεί να κάνει αντίστιξη σε όλα τα χαρούμενα, ερωτευμένα, ελπιδοφόρα πουλιά του Νέου Κύματος, ή και του Χατζιδάκι ακόμα. Άλλωστε εκείνης της εποχής είναι και τα «Χατζιδάκιαμ’, Θοδωράκιαμ’». Όχι, λοιπόν, λέει, εγώ δεν θα σας πω για πολύχρωμα πετούμενα και φτερούγες, όσα κι αν μου χαρίσετε, για μαύρα θα σας λέω, της δυστυχίας, μέχρι να καταλάβετε ότι είναι εδώ, γύρω σας, δίπλα σας, μέσα σας.

Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη

Σα να είπε, εντάξει, αρκετά σας μαύρισα την ψυχή με τα κορίτσια και τα πουλιά της δυστυχίας. Είμαι κι εγώ νέος, πάρτε ένα ερωτικό να μη με παρεξηγήσετε. Και δείτε ότι μπορώ να γράφω και φυσιολογικά, σαν τους άλλους που ακούτε. Άραγε αυτό να σκέφτηκε; (Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς ότι διάλεξε αυτό για το δίσκο αντί για το «Μια θάλασσα μικρή» που είναι θαρρώ της ίδιας εποχής, εκτός αν του άρεσε που θα ήταν δημοφιλές – να τα λέμε αυτά). Τέλος πάντων, ωραίο τραγούδι, δε λέω – απλά θα μπορούσε να το είχε γράψει οποιοσδήποτε.

Να προσθέσω όμως και κάτι: δεν είναι ακριβώς το συνηθισμένο ερωτικό τραγούδι. Δεν υπάρχει αντικείμενο του έρωτα, αλλά όχι μόνο αυτό (στιλ «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», τέσσερα χρόνια πριν): δεν έχει σημασία. Δεν ψάχνει μια αγάπη, θα ξανααγαπήσει, κι όλο πάλι απ’ την αρχή. Δεν είναι τόσο έκκεντρο όσο η Συννεφούλα, αλλά να, αν ψάχνεις κι εδώ το έκκεντρο, αυτό είναι.

Οι παλιοί μας φίλοι

Έπρεπε ο πρώτος δίσκος να τελειώσει με ένα αριστούργημα. Εδώ δεν έχει άτεχνες κιθάρες, κοπανήματα, ουρλιαχτά. Έχει ριφάκι δυνατό, που επαναλαμβάνεται στο ακομπανιαμέντο, μετατροπίες, φωνή ασθμαίνουσα και παθιασμένη. Παρατηρήστε πώς αλλάζει η συνοδεία της κιθάρας στο τελευταίο κουπλέ – προοιωνίζει τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» λίγο. Έχει στίχο δεμένο, ποιος δεν έχει πει στη ζωή του τη στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις/με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις; Και ποιος δεν έχει ζήσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την ερημιά που συγχρόνως αποφάσισες και όμως υπέστης, αυτό το κόψιμο των γιοφυριών που καίγονται – εσύ τις έκαψες, αλλά εσύ είσαι και εκεί να τους θυμίζεις τις μέρες τις παλιές. Αποχωρισμοί συναισθηματικοί, πολιτικοί, καλλιτεχνικοί: αναπόφευκτοι οι συνειρμοί με το μέλλον του ίδιου του Σαββόπουλου – το ένιωθε άραγε και κείνος; Όπως και να έχει, ο δίσκος κλείνει έτσι και μας λέει: ήρθα για να μείνω.

Advertisement

80 Σχόλια προς “Στο Φορτηγό με τον Δύτη”

  1. Παναγιώτης K. said

    Πιο πολύ παρακολουθούσα τον Σαββόπουλο ως φιλόσοφο και γνώστη γενικώς των μουσικών πραγμάτων παρά ως μουσικό.
    Φίλοι μου τότε, πριν σαράντα και πλέον χρόνια , εκδήλωναν θαυμασμό και λατρεία για τον Δ.Σ. Στην πορεία άλλαξαν και ακούνε μόνο ρεμπέτικο!

  2. Συναρπαστικό.

  3. Καλήμέρα

    Καλή ιδέα η εδώ αναδημοσίευση, αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή η δουλειά του Δύτη. Ηδη έχει φτάσει στον τρίτο (και καλύτερο) δίσκο του Σαββόπουλου

  4. loukretia50 said

    Εξαιρετική βουτιά Δύτη!
    Ευχαριστούμε!

  5. Αγγελος said

    Καλημέρα. Νιώθω πόσο άσχετος ήμουν (και είμαι) από μουσική: ποτέ δεν είχα, ούτε καν είδα με τα μάτια τον δίσκο· τα περισσότερα τραγούδια τα είχα ακούσει βέβαια (έπρεπε να είσαι κουφός ή να μη ζεις στην Ελλάδα για να μην έχεις ακούσει τη Συννεφούλα), αλλά π.χ. το τελευταίο, που ο Δύτης το χαρακτηρίζει αριστούργημα, μου είναι τελείως άγνωστο, ενώ άλλα, όπως το Δέντρο, τα είχα ακούσει μόνον αποσπασματικά και αναρωτιόμουν, με εφηβική απορία, τι κρυφό νόημα να έχουν 🙂

  6. atheofobos said

    Δεν χρειάζεται να πω ότι όχι απλά διάβασα το σημερινό κείμενο αλλά το ρούφηξα, γιατί ο Δύτης των Νιπτήρων με καταπληκτική ευστοχία περιγράφει τα συναισθήματα που είχαμε οι περισσότεροι όταν πρωτακούσαμε το Φορτηγό όταν κυκλοφόρησε. Το είχα λιώσει στο πικάπ μου όταν το είχα αγοράσει λίγο μετά από την πρώτη και συγκλονιστική για μένα γνωριμία με τον Σαββόπουλο που περιγράφω εδώ.
    ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1967 -ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
    http://atheofobos2.blogspot.com/2009/04/1967.html
    Ύστερα από 2 μέρες ,στις 19-4-1967 γίνεται μια τελείως διαφορετική, αλλά εξίσου σημαντική συναυλία, που την παρακολουθώ όρθιος σε ένα φίσκα από φοιτητές ΚΕΝΤΡΙΚΟ ,όπου η Φαραντούρη τραγουδά τα ακυκλοφόρητα μέχρι τότε Νέγρικα του Λοϊζου, και για πρώτη φορά ακούω κατάπληκτος ένα άγνωστο μου μέχρι εκείνη την μέρα Σαββόπουλο, να τραγουδά μεταξύ των άλλων, την θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, τραγούδι ποταμό, έξω τελείως από τα μέχρι τότε συνήθη ακούσματα μας και αισθάνομαι ότι αυτός ο τραγουδοποιός θα με συνοδεύει για πάντα στην υπόλοιπη ζωή μου, όπως και έγινε .
    Έτσι από τότε ανήκω και εγώ στους φανατικούς του και μπορώ να καταλάβω τι εννοεί όταν τραγουδάει για μας: :
    εμείς του 60 οι εκδρομείς απόμακροι εξαρχής
    εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
    ανήλικοι διαρκώς, μα κι απ’ το καθεστώς
    αμόλυντοι ευτυχώς.
    Ήδη το 2007 έχω γράψει ένα ποστ που αναφέρεται σε στίχο από την Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη.
    .. ..οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία.1
    http://atheofobos2.blogspot.com/2007/05/1.html
    Το 2009 μετά την εξαιρετική συναυλία του στο ΠΑΛΛΑΣ έγραψα το
    ΕΜΕΙΣ, ΤΟΥ 60 ΕΚΔΡΟΜΕΙΣ…
    http://atheofobos2.blogspot.com/2009/12/60.html
    Το 2016 το ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΑΖΙ ΤΟΥ!
    http://atheofobos2.blogspot.com/2016/10/blog-post_30.html
    και μετά την φετινή του συναυλία το
    ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ
    http://atheofobos2.blogspot.com/2023/01/blog-post_22.html

    Το καταπληκτικό δε είναι πως ακόμα και αυτοί που ήθελαν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους προς τον Σαββόπουλο γιατί θεωρούσαν ότι είχε εγκαταλείψει τις αριστερές του ρίζες, που ήταν αρκετά σαφείς στα μέχρι τότε τραγούδια του, και θεωρούσαν πως έχει προσχωρήσει πλέον στην καθεστηκυία τάξη κατάφεραν να γράψουν μια ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΗ-ΠΩΣ Η ΑΠΑΡΕΣΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΕΝΑ ΕΥΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ !
    http://atheofobos2.blogspot.com/2014/08/blog-post_17.html

  7. Πάνος με πεζά said

    Ειλκρινά, πάρα πολύ καλή παρουσίαση… Ενός δίσκου, που είχαμε από παιδιά, ο αδερφός μου λάτρευε (κιθαρίστας γαρ) κι εγώ δεν ήθελα να τον ακούω (πιανίστας γαρ !). Μου πήρε χρόνια -μικρό παιδί, κιόλας- να καταλάβω τα σουρεάλ «Στη Σαϊγκόν δε μπόραες να ζήσεις», «θα γίνει στην πόλη ΝΤΑΒΑΤΖΗΣ» κλπ., αλλά μερικά μελωδικά κομμάτια τα ξεχώριζα από τότε, μέσα στο (δικό μου)ακαταλαβίστικό τους. Όπως το «Ήλιε ήλιε αρχηγέ», με το αισιόδοξο απήχημά του, τη «Συννεφούλα», το «Μη μιλάς άλλο γι αγάπη»…
    Για το τελευταίο τραγούδι, «Οι παλιοί μας φίλοι», ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έχει κάνει μια διασκευή πραγματικού σεβασμού, την οποία και παραθέτω :

  8. ndmushroom said

    Τελείως άσχετο, αλλά αντιμετωπίζετε κι εσείς σήμερα πρόβλημα στην ανάγνωση της σελίδας από κινητό; Εμένα μου την εμφανίζει σε κάτι-σαν-desktop-mode, όποιον browser κι αν χρησιμοποιήσω.

  9. Pedis said

    Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόΣουν άλλος!

    Μερικά τραγουδάκια του είναι όμορφα, κάποια ψαγμένα στον στίχο. Μέχρι εκεί. Η σκηνική του δε παρουσία, από βίντεα που έχω δει – φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα τον έβλεπα λάιβ για δεύτερη φορά αν συνέβαινε κατά λάθος η πρώτη- καταφάνερα ψεύτικη. Λυπάμαι Δύτα. Όπως και να ‘χει, εύγε για τον κόπο σου.

  10. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ εσάς για τα πρώτα σχόλια και τον φίλο μας τον Δύτη για την άδεια της αναδημοσίευσης και για την εκπληκτική του παρουσίαση. Πειρασμός να δανειστώ και τις επόμενες, θα δω.

    4 Μπράβο, συμπληρώνουν την εικόνα

    7 Μου αρέσει να ακούω τέτοιες διασκευές όσο κι αν το πρωτότυπο έχει γραφτεί ανεξίτηλα μέσα μας.

  11. Kostas Pitsonis said

    Ο Μπρελ δεν ήταν Γάλλος. Ήταν Βέλγος.

  12. @ 7 Πάνος Με Πεζά

    «[Θ]α γίνει στην πόλη ΝΤΑΒΑΤΖΗΣ» κλπ., από πού είναι; Ευχαριστώ σε.

  13. sarant said

    12 Eίναι από τη Ζωζώ, το τραγούδι του Φορτηγού

  14. 39
    [Ευχαριστώ στα ιαπωνικά, σαν κιου] 🙂

  15. nikiplos said

    Καλημέρα… Εξαιρετική ανασκόπηση. Κι εμένα ανέκαθεν το φορτηγό μου θύμιζε μια παράσταση, ένα χωριάτικο πανηγύρι, από εκείνα τα μακρινά που πήγαινε η «Γ’ Εθνική» των μπουλουκιών. Ο ΔΣ, είναι σαφώς επηρεασμένος από το κίνημα των Χίπις που μπορεί σήμερα να δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα, αλλά εκείνη την εποχή ήταν πρωτοπορία, ήταν ελπίδα για τον ψυχροπολεμικό αμείλικτο κόσμο. Σωστά ο ΔΣ αισθάνεται ότι δεν του βγαίνει στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν είναι Δύση, είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε θα πει αργότερα. Ο Θίασος λοιπόν ταιριάζει καλύτερα. Ένα πανηγύρι με τους μπουλουκτσήδες, τη Ζωζώ που έρχεται να κονομήσει, τους μάγους, τη μαϊμού. Την φουκαριάρα μαϊμού γερασμένη… Την μαϊμού που εκτελεί τόσο «ενοχλητικά» γκαρίζοντας βέβαια…

    Το πανηγύρι που ακόμη κι αν είναι άθλιο, κάποτε τελειώνει. Το μπουλούκι φεύγει κι η βροχή αρχίζει να πέφτει, συμβολική η ερημιά και η μελαγχολία της άνευρης επαρχίας. κι ο δικός μας πόνος, σαν σκυλί έρημος και μόνος… Εγώ (ως unpopular opinion) αυτό θεωρώ το καλύτερο τραγούδι του δίσκου…

    Η Συννεφούλα αλλάζει το κλίμα του δίσκου τελείως. Θα έλεγα ότι ανήκει σε άλλον δίσκο, και πως ο δίσκος έπρεπε πάσι θυσία να γεμίσει και μπήκε… Ωστόσο είναι κι αυτή πρωτοποριακή: Ο άντρας των 60ς θέλει την Συννεφούλα ακόμη κι αν αυτή πηγαίνει και με άλλους… πράγματα ανεπίτρεπτα στα ήθη… Ίσως να δίνει και το μήνυμα: Πρέπει να αλλάξουμε οι ίδιοι για να αλλάξει ο κόσμος. Η Συννεφούλα γυρίζει λοιπόν το κλίμα… Από τη λασπωμένη ελληνική άνευρη περιφέρεια, έρχεται η λύση: η επανάσταση, οι παρέες, η οργάνωση, η πολιτική, εδώ με το πολιτικό τραγούδι. που απαιτεί τη Θυσία. Την υπέρτατη θυσία. «τον είδα μες στο πλήθος, το αίμα του έτρεχε στο στήθος… ο θάνατος νωρίς νωρίς».

    Να σταθώ στα κορίτσια. Είναι τα κορίτσια της εποχής βέβαια. Που δεν μπορούν να επιλέξουν ποιόν θα παντρευτούν. Που είναι «βάρος» στις οικογένειές τους. Που βλέπουν τον πατέρα τους κάθε μέρα να γυρίζει κατάκοπος από τη δουλειά, γεμάτα ενοχές. Δεν θα παντρευτούν τον συμμαθητή τους που μοιάζει με τον σταρ του σινεμά. Θα παντρευτούν εκείνον που θα αποφασίσουν οι γονείς, με άλλα μέτρα και σταθμά. Πόσο όμορφα αλλά και άτυχα εκείνα τα κορίτσια… Κι εν τέλη όλα τα παιδιά: Την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε σκληρά…

    (βγήκε σεντόνι, οπότε σταματάω εδώ…)

  16. Άγγελος Αρόρα said

    Εξαιρετικό το άρθρο. Με ανυπομονησία περιμένουμε και τα επόμενα.

    Μια δική μου, όχι τόσο βαθειά, απόπειρα για το Φορτηγό:

    https://mikresdiafyges.wordpress.com/2021/04/25/%CF%86%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%8D%CF%83%CE%B7%CF%82%CF%83%CE%B1%CE%B2%CE%B2%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-1966/

    Γράφω, όπως λέει και ο Δύτης:

    Ο Σαββόπουλος, με το Φορτηγό, ξεκινά την αξιόλογη πορεία του σαν ένας παλιάτσος, ένας γελωτοποιός του Μεσαίωνα, ο οποίος με την καρναβαλική προσωπίδα του φέρνει στην αυλή μας τις τρελές του προφητείες.

    α) υποστηρίζω πως στους πρώτους δίσκους είναι ξεκάθαρα μια μορφή αμερικανικής μπήτνικ κι εννοώ στα όρια των προ Ντύλαν ποιητών
    β) περνάει από μουσική, στίχο και ερμηνεία που αποτέλεσε παράδειγμα για το τι θα ακολουθήσει στην ελληνική σκηνή
    γ) ίσως είναι ο πρώτος frontman στα καθ΄ημάς.

  17. ΣΠ said

    Εξαιρετική ανάλυση. Μπράβο Δύτη!

  18. Μανιατολεσβιος said

    Μπράβο στο Δύτη και σε σένα Κύριε Νίκο που τον φιλοξενείς.

  19. ΓΤ said

    Πέθανε ο Σπύρος Σημίτης.

  20. Χαρούλα said

    Μπράβο Δύτη!
    Με έβαλες να προσέξω και να σκεφτώ στοιχεία που ούτε πήγαινε το μυαλό μου. Αγαπώ αυτά τα τραγούδια απλά, με το τι λένε στην καρδιά μου και στις μνήμες μου. Τώρα πια μπορώ να δω και κάτι από την πίσω πλευρά.
    Σ´ευχαριστώ.

    Επειδή χθες μου διεέφυγε από την ένταση, ευχαριστώ Γιάννη Μαλλιαρέ για τα …χτυπήματα!
    Και φυσικά τον Νικοκύρη για τις επιλογές του στις δημοσιευσεις.

  21. GeoKar said

    Υπέροχη κατάδυση! Μπράβο κι ευχαριστούμε 🙏

  22. ΣΠ said

    Την μουσική από την Συννεφούλα την χρησιμοποίησε κάποιος Gino Peguri για την ταινία Il corsaro nero παρουσιάζοντάς την ως δική του.

  23. […]     Θα αναδημοσιεύσω σήμερα, με λιγοστά δικά μου σχόλια στην αρχή, ένα άρθρο που έγραψε ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων για το Φορτηγό, τον πρώτο δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου. Το άρθρο αυτό ο Δύτης (και εδώ είναι η πρωτοτυπία) το έγραψε στο Τουίτερ. Θα έλεγε κανείς πως το μέσο αυτό, με τον… — Weiterlesen sarantakos.wordpress.com/2023/03/20/savvopoulos-3/ […]

  24. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    16 Ευχαριστούμε!

    22 Κάπου το είχα ακούσει αυτό

  25. sxoliastis2020 said

    Ευχαριστούμε για τη σημερινή δημοσίευση τόσο τον Δύτη όσο και τον οικοδεσπότη.

    Παλιός Σαββοπουλικός κι εγώ ξαναθυμήθηκα κάποια από τα τραγούδια του τα οποία με καθόρισαν.

    Αλλά ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο το Σαββόπουλο (αποσπάσματα από παλιότερες συνεντεύξεις του):

    …Αλλά τότε , τι είναι ο Σαββόπουλος; Σε τι θεό πιστεύει τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος και κάνει το κορόιδο – μαύρη κοροϊδία δηλαδή με το κεφάλι πάνω στον πάγκο του χασάπη – ναι, σε τι πιστεύει; Δεν ξέρω… Αλλά ας μας πει ο ίδιος ο Διονύσης: (1)

    -«Εμένα μ’ έφερε εδώ ένα φορτηγό από ένα μέρος τόσο μακρινό που μερικές φορές αμφιβάλλω αν υπάρχει καν. Το μέρος αυτό λέγεται Θεσσαλονίκη κι εδώ λέγεται Αθήνα και είναι αίσχος!».
    -«Δεν αντιπροσωπεύω παρά μόνο τον εαυτό μου. Προσπαθώ να εξηγώ τα εξελισσόμενα στοιχεία που τον αποτελούν». -«Ναι, τώρα γράφω «έτσι», αύριο θα γράφω «αλλιώς». Δεν είμαι βέβαιος, ίσως ν’ αλλάξω ιδέες, να γίνω καλύτερος ή χειρότερος. Ότι λέω και κάνω δεν είναι για πάντα».

    ΕΡ: Πώς αποφάσισες να γίνεις καλλιτέχνης;
    ΑΠ: «Μα έγινα άραγε καλλιτέχνης ή μήπως κάτι άλλο;».

    ΕΡ: Και τι θα βγει απ’ όλα αυτά;
    ΑΠ: «Το τι θα βγει δεν εξαρτάται ούτε από εμένα ούτε από κανένα. Ξεκινάς μια εκδρομή που το τέλος της δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που φαντάστηκες. Ξεκινάς μια επανάσταση κι αυτή σου βγαίνει όπως θέλει. Ξεκινάς μια ερωτική σχέση κι αυτή εξελίσσεται ανεξάρτητα από τις θελήσεις των δυο ερωτευμένων. Δεν γνωρίζω πιο βάναυσο πράγμα από την πραγματικότητα.»

    ΕΡ: Τι αλλαγές παρατηρείς ο ίδιος στον εαυτό σου τα τελευταία χρόνια, από τότε που έγινες γνωστός μέχρι σήμερα: ΑΠ: Παρατηρώ βέβαια αρκετές αλλαγές, μάλιστα βλέπω καμιά φορά στον δρόμο τον παλιό μου εαυτό και δεν τον χαιρετάω. Όμως, όσο κι αν αλλάξει ο άνθρωπος, κάτι μέσα του παραμένει ίδιο και αναλλοίωτο…».
    -«Το ρεμπέτικο, το ροκ, αυτές είναι μουσικές. Δεν έχει σημασία αν παρακμάζουν τελικά και ξεφτίζουν. Έστω και μια φορά να ήρθαμε σ’ επαφή μαζί τους σ’ όλη μας τη ζωή, μπορεί να σωθούμε».

    ΕΡ: Τελικά τι είσαι ρε Διονύση: Πού ανήκεις;
    ΑΠ: «Είμαι ότι είμαι κι ότι τραγουδώ για σε. Είμαι η ζωή μου και το έργο μου. Και προς το παρόν, όχι μόνο μου αρέσει πολύ, αλλά πηδάω κι απ’ τη χαρά μου».
    -«Η παράδοση, η πίστη, η εκκλησία είναι ακριβώς ένα σχολείο που μαθαίνει στους ανθρώπους τι συμβαίνει μέσα τους ή έξω τους».
    -«…Κι όλοι μου οι φίλοι απορούν τι κάνει ετούτος ο μαλάκας…»
    -«Η εργασία πρέπει να συνεχιστεί, το ζεύγος πρέπει να σωθεί πάση θυσία, οι ανήλικοι πρέπει να προστατευτούν. Αυτά δεν είναι τα πιο βασικά πράγματα;».

    …Αλλά ο Διονύσης δεν μας ακούει, ετοιμάζεται για τη γιορτή. Εκεί που οι Άνθρωποι δεν καθορίζονται από τα συμφέροντα δηλαδή απ’ την ανάγκη, και καταφτάνουν γενναιόδωροι, και ξεχειλίζουν τα κρασιά, κι αρχίζει το έργο. Βαράτε τα όργανα. Βάλτε φωτιά στα τόπια. Ο Διονύσης «μαγειρεύει». Παίρνει «το ματωμένο κρέας» και το κάνει «τροφή» για τη γιορτή. Αυθεντικός, να μην τον φθείρει η Ιστορία. Ηθοποιός, να μην τον παρασύρει το κοινό και οι ατζέντηδες. Και είρωνας, είρωνας, με το ματάκι παιχνιδιάρικο και με το κεφαλάκι πάνω στον πάγκο του χα-σά-πη! (2)

    Τα (1) και (2) είναι από το δίσκο του Σαββόπουλου «Αχαρνής / Ο Αριστοφάνης Που Γύρισε Από Τα Θυμαράκια».

  26. aerosol said

    Αυτή η σειρά αναρτήσεων του Δύτη είναι ωραία και ενδιαφέρουσα. Τα επί της (μουσικής) ουσίας σχόλια τα κάνω εκεί -ας κάνει σεφτέ και άλλο μαγαζί ρε παιδιά! 🙂
    Μπράβο και στον Νίκο που τη γνωστοποιεί σε ευρύτερο κοινό.

    #16
    Ενδιαφέρον αυτό περί frontman. Είναι και ασαφής ο όρος. Ο Σαββόπουλος δεν παρουσιάζεται σαν μέλος μπάντας, και τα επόμενα, καθοριστικά, άλμπουμ δεν υπογράφονται ούτε Μπουρμπούλια, ούτε Δ.Σαββόπουλος & Τα Μπουρμπούλια. Παρά την καθοριστική τους συμβολή στον ήχο του, παρουσιάζονται ως απλά οι μουσικοί που συνοδεύουν τον δημιουργό. Νομίζω πως το frontman ταιριάζει σε γκρουπ που κινείται ενωμένο, έχοντας κάποιον μπροστάρη με ιδιαίτερη ταυτότητα, που παίζει χαρακτηριστικό ρόλο στον ήχο και την εικόνα τους ως ομάδα. Μήπως αυτό τον ρόλο να έπαιζε ο Πουλικάκος ήδη από την εποχή των MGC ή θα μπορούσε να είναι ο Μπονάτσος των Πελόμα Μποκιού; Δεν ξέρω πώς δούλευαν και παρουσιάζονταν στη σκηνή, εικασίες κάνω. Σίγουρα ήταν ο Π. Σιδηρόπουλος με τους Σπυριδούλα.

  27. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Συγχαρητήρια, Δύτα! Εμπεριστατωμένη και συμπυκνωμένη αναδίφηση αυτού του – αναμφισβήτητα- εμβληματικού δίσκου. Και ενδιαφέρουσα αφού είναι εμποτισμένη – και εμπλουτισμένη- με δόσεις ωριμότητας…

    Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτές από την πλειοψηφία της «νεολέρας» των ‘60ς οι τολμηρότητες και στη μουσική και –κυρίως- στον στίχο του ΔΣ: Η νταρντάνα η Ζωζώ (που προφανώς ήταν και …..άνα), ο νταβατζής (γιός του παπά, παρακαλώ!), αλλά και που «την τρώει τ’ αφεντικό»… 🙂 κ.ά.

    Για τα μετέπειτα Σαββοπουλικά, αναμένομεν!

  28. atheofobos said

    22
    Η ταινία προβλήθηκε στη χώρα μας, το 1971 με τον τίτλο «Ο Μαύρος Κουρσάρος» στην Α’ προβολή. Στη συνέχεια, επαναπροβλήθηκε με δύο διαφορετικούς τίτλους! «Δυο Τρελοί Τρελοί Κουρσάροι» και «Κατ’ Εντολήν του Βασιλέως»
    Ο Σαββόπουλος δεν κινήθηκε νομικά εναντίον του Ιταλού (γιατί δεν είχε κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα της «Συννεφούλας» ή για κάποιο άλλο λόγο που δεν γνωρίζουμε).

  29. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα!
    Άνοιξε το στρείδι ο Δύτης/ φάνηκε άρθρο-μαργαρίτης.
    Να σημειώσουμε και τις δύο εικονοπλασίες από τη συλλογή “Ποιήματα για ένα καλοκαίρι”(1963) του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, φίλου και συντοπίτη του Σαββόπουλου, που σοφιλιάζονται στη “μικρή θάλασσα”: “Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι”(“Κι αν είσαι άνθρωπος”) και “χορδές του αέρα μέσα στα μαλλιά μου”[“ Θέλω λυπητερά τραγούδια (καλοκαίρι μου)” ] .
    Και να θυμίσουμε και το “Modus vivendi” του κατά Διονύσην Αλέξη Ασλάνη (βλ. και σχ.6)
    “Ν’ αφήνεσαι ράθυμα στο ρεύμα της θάλασσας, να λιμνάζεις/ σε τόπους που πρόσκαιρα αγάπησες ή ν’ αναλώνεσαι/ διαγνώνοντας άσκοπα αθεράπευτες περιπτώσεις/ Να προσμένεις μιαν άνοιξη πως τάχα πλησιάζει/ με τη νωχέλεια ηλιόλουστης μέρας που ξάφνου ναυάγησε/ μες στις κατάφωτες παραθαλάσσιες κωμοπόλεις/ Να ’σαι κατάμονος κι όμως κρυμμένος σε χίλιες καρδιές/ να περάσεις στο αίμα αυτών που σ’ αγκάλιασαν πρόσκαιρα/ να πληθαίνεις”
    [“Ο δύσκολος θάνατος” Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985/ Ενότητα “Νοσοκομείο εκστρατείας, 1964-1968]- Ελαφρώς παραλλαγμένο από “Ωχρά Σπειροχαίτη”: https://www.youtube.com/watch?v=owl3rPXMqNA , το 2010.

  30. Ξωμαχος said

    γεννηθηκα το ’53 και το ’68 μαθητης στο γυμνασιο δεν ξοδευα το καθημερινο χαρτζηλικι -βδομαδες ισως- κι αγορασα το φορτηγο, πιστεψτε με τον πρωτο μου δισκο…. 70 χρονω σημερα μου’ρχεται στο μυαλο ο γνωστος στιχος. που’σαι νειοτη που’δειχνες … κριμα Νιονιο

  31. sarant said

    28 O ίδιος ο Σαββόπουλος είχε μηνυθεί για τα δικαιώματα του Ντιρλαντά

    29 Ωραίος!

  32. Νίκος Κ. said

    Εξαιρετικό.

    Πάντως έχω την εντύπωση ότι τα «πουλιά της δυστυχίας» είναι ένα έντονα πολιτικό τραγούδι με σαφή αναφορά στους εξόριστους και ότι εύκολα μπορεί να αντικατασταθεί το «δυστυχίας» με το «εξορίας».
    Άλλωστε, για μια μόνο φορά, το λέει:

    Τελειώνει όμως η βραδιά
    σκούζουν και κλαίνε τα πουλιά
    γυρνούν στην εξορία

  33. # 22, 28

    Η ταινία μπορεί να παίχτηκε στην Ελλάδα το 71, μπορεί όμως το τραγούδι (την ιταλική βερσιόν εννοώ) να είναι πιο παλιό από την συννεφούλα και ηπραγματική ιδιοκτησία ιδιοκτησία αντίστροφη. Στην ελληνική βερσιόν δεν πούλησε η μελωδία όσο ο στίχος, στην Ιταλία δεν πούλησε γενικώς. Αρα δεν υπήρχε κίνητρο σε κανένα να ξεκινήσει αγώνα για δικαιώματα και δεν θα έχουμε έγκυρη νομική ετυμηγορία.
    Στους παιδικούς μου φίλους ήταν κο ένας γιός παπά που έγινε νταβατζής ( αρχικά Ν.Χ.) της μοναδικής σπιτωμένης στην Κυψέλη , οδός Σπετσών, όταν την επισκέφθηκε. Είχε γίνει ένα κάποιο θέμα, έκανε φυλακή, την παντρεύτηκε για να βγει και άλλα. Δεν ξέρω αν είχε φτάσει στ΄αυτιά του Σ. δεν θυμάμαι πότε έγιναν τα σκηνικά σίγουρα μετά το 63 και πριν το 67

  34. ΣΠ said

    28, 33
    Εδώ λέει κάτι λίγα.
    https://oloutoukosmouoidiaskeyes.wordpress.com/2014/08/31/gino-peguri-orza-qui-poggia-li-%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BD%CF%85%CF%83%CE%B7%CF%83-%CF%83%CE%B1%CE%B2%CE%B2%CE%BF%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%83-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BD%CE%B5%CF%86%CE%BF%CF%85/

  35. sarant said

    34
    A, ενδιαφέρον σάιτ αν και για το συγκεκριμένο δεν λέει πολλά.

    Να βάλω και μια αναγνωρισμένη διασκευή/μετάφραση, που πολύ μου αρέσει

  36. # 35

    εξαιρετικό !

  37. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Είμαστε στη μεγάλη εκδρομή . Στο πλοίο είναι κι άλλα σχολεία. Και αρρένων! Ξεχυμένο σε μια πτέρυγα ανάκατο όλο το μαθητομάνι. Επιτήρηση, σιγά, ούτε καν, εξάλλου οι πιο μάγκες καθηγητές αναλάμβαναν.
    Στην καμπίνα ούτε ξέρω πόσες/πόσοι είχαμε στιβαχτεί. Στην κάτω κουκέτα καμπουριαστό πάνω στην κιθάρα του, ένα αγόρι παίζει το «Μη μιλάς άλλο γι΄αγάπη». Το πιο όμορφο αγόρι, το πιο όμορφο τραγούδι.

    Δυτικός άνεμος με πήρε και με σήκωσε! 🙂
    Ευχαριστίες.

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    26 >>Σίγουρα ήταν ο Π. Σιδηρόπουλος με τους Σπυριδούλα.

    Ναι! Μάλιστα κάτι που (δεν) ενώνει τον Σιδ. με τον Σαββό. είναι ότι, μέσα στην επικράτηση του βαλκανικού ροκ που πρότεινε ο κυρίαρχος της εποχής, Σαββόπουλος, ο Σιδηρόπουλος, που δεν είχε δικό του συγκρότημα έκανε μια απόπειρα και πήγε μια δουλειά του με τα Μπουρμπούλια, στον Πατσιφά ο οποίος και την απέρριψε.
    Σε άλλο χρόνο έγινε το συνοικέσιο με τους Σπυριδούλα που κατέληξε στον απέθαντο «Φλου», τη μόνη συνεργασία -υπεραρκετή! λέει ο Γιώργος Αλλαμανής, που έγραψε το σχετικό βιβλίο
    «Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα – Φλου».

  39. Ωραία παρουσίαση Δύτη! Επίμονος νοσταλγός του Σ., μας θύμισες κουβεντιαστά, απλά κι απλόχερα, με θέρμη και τρυφερότητα, αυτό που μας είχε συγκινήσει στο άκουσμα του ήχου και του στίχου του- κι ας έκανε ό,τι μπορούσε η φλύαρη μανιέρα του για να το ξεχάσουμε…
    (Εγώ αγάπησα το τραγούδι Οι παλιοί μας φίλοι σε μια πιο ωραία ροκ εκδοχή του, που τώρα μου διαφεύγει)

  40. Χαρούλα said

    #35 Νικοκύρη θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Τζη
    εξαιρετικό !

  41. sarant said

    39 Επίμονος νοσταλγός, καλό.

  42. 9# Βρε μη γκρινιάζεις βρε 🙂
    Ο Δύτης έκανε μια πολύ αισθαντικη βουτιά σε μερικά τραγούδια του (είναι κι άλλα, κι άλλα) που θες δε θες μας σημάδεψαν, όπως τα νιώθαμε τότε που τ’ ακούγαμε. Θα μπορούσε να είναι η ματιά του Δύτη στα άρλεκιν ή στους τυροτρίφτες ξερωγώ. Η ματιά είναι που μετράει περισσότερο από το θέμα. Και για τον ΔΣ μιλάμε, και για την άποψη του Δύτη γι αυτόν.
    Κι αν έχω καταλάβει σωστά τον δικό μας από κάποιες παλιότερες νύξεις του, όχι, δεν αγαπάει ακριβώς τον σημερινό ΔΣ.
    Πιό πολύ για μας και για τη νιότη μας μιλάμε σχολιάζοντάς τον.
    Αυτά τα ασυνάρτητα ένεκα η εσχάτως μόνιμη κούραση.

  43. ΓΤ said

    Νοσταλγός επίμονος
    και καημός αδήμονος
    για του Δύτη το αναδίφι
    το κουκί και το ρεβίθι
    για του Νιόνιου τη «μαϊμού»
    αλλά και για το «μπουλούκι»
    μπαίνουμε όλοι στο λούκι
    και με στίχους Φώντα Λάδη
    -χρόνια που έλειπε το λάδι-
    να ανατάμεις «Βιετνάμ»,
    και μην εκπλαγείς, ρε φίλε,
    αν συγγένεια κάποιος εύρει
    στου Σαββόπουλου τους στίχους
    με Μπαρατανατιάμ…

  44. sarant said

    42 Καλά λες, πιο πολύ για μας και τη νιότη μας μιλάμε.

  45. Λεύκιππος said

    η γιαγιά μου τότε, όπως προκύπτει από πολύπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, ήταν αρκετά πιο νέα απ’ όσο εγώ σήμερα. …….

    Βράσε ρύζι 😂😂😂

  46. Πέπε said

    Δύτη καλησπέρα.

    Σ’ ευχαριστούμε για το ωραίο κείμενο. Σωστή ραδιοφωνική εκπομπή! Λυπάμαι που δεν είχα τον χρόνο να το πάω σε πραγματικούς ρυθμούς, δηλαδή να σταματάω για ν’ ακούσω το κάθε τραγούδι. Όσο ωραία κι αν τα λέει κανείς, άμα δε βοηθήσει κι ο ακροατής… Όμως κι έτσι ακομα κάτι με άγγιξε από τη θέρμη της και την αλήθεια της, τη βιωματική, υποκειμενική φυσικά αλήθεια.

    Μ’ αρέσει πολύ που ενώ ο παραγωγός έχει αρκετή εποπτεία των πολιτιστικών και λοιπών γεγονότων της εποχής ώστε να πετάει με άνεση συσχετισμούς όπως «ένα χρόνο πριν το τάδε των Μπιτλς», «ίδια χρονιά με το δείνα στον ιταλικό κινηματογράφο», παράλληλα δεν κολώνει να πει και «ή ίσως και όχι, ξέρω γω;», όταν αυτό ακριβώς είναι που έχει να πει και όχι τίποτε πομπωδέστερο.

    Και βέβαια, συμφωνώ με άλλους προλαλήσαντες ότι ο Σαββόπουλος είναι η αφορμή. Το θέμα είναι η εποχή. Το Φορτηγό απλώς έδωσε την οπτική.

    _______________________

    Απ’ όσο ξέρω, ούτε ο Σαββόπουλος υπήρξε ποτέ μέλος των Μπουρμπουλιών ούτε ο Σιδηρόπουλος της Σπυριδούλας. Συνεργασίες ήταν.

  47. Εξαιρετικό το άρθρο, το είχα διαβάσει στο κονάκι του Δύτη, όπως και το επόμενο.
    Ναι τη νιότη μας θυμόμαστε, τότε που η αγορά ενός δίσκου ήταν το χαρτζιλίκι εβδομάδων και που μετά τον λιώναμε σε ένα πικάπ που το ηχείο ήταν το καπάκι του. Και μετά οι εκδρομές στο γυμνάσιο με λεωφορείο γεμάτο κορίτσια, που τραγουδάγαμε στο μικρόφωνο (εκεί πρωτοείδαμε) σε συνδυασμούς τέτοια τραγούδια. Με την τότε κολλητή λέγαμε διφωνία το «μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη». Όλα τα διαλείμματα το είχαμε κάνει πρόβες και μετά έγινε το κατατεθέν μας. Πάντα το λέγαμε μέχρι που τελειώσαμε.
    Με τα χρόνια και βλέποντας και τις δικές μου αλλαγές και τους συμβιβασμούς μου, τον άφησα τον Σαββόπουλο εκεί στο κάδρο του. Έχω τόσα ωραία να θυμάμαι, που ξεχνάω τα λάθη του, αδιαφορώ πια. Μεγάλωσε και αυτός…

  48. sarant said

    46 Ωραίο αυτό με τους πραγματικούς ρυθμούς

  49. ΓΤ said

    Πέθανε ο Τάκης Μαρινάκης, ο ντράμερ των «Πελόμα Μποκιού».

  50. Μαρία said

    39
    Τον γέρασες τον Δύτη.
    47
    Τι μου θύμισες! Όταν μας συνόδευε η φιλόλογός μας, θρήσκα οργανωσιακή, δύο τραγούδια μας επέτρεπε: το «Μικρό παιδί» του Κόκοτου με Ζωγράφο και το «Ήλιε αρχηγέ». Πρέπει να της θύμιζε «τον Ήλιον της δικαιοσύνης».
    Πικάπ δεν είχαμε αλλά τα λόγια κυκλοφορούσαν απο στόμα σε στόμα.

  51. Πέπε said

    50
    Για άτομο που επιτρέπει/απαγορεύει τραγούδια, τέτοια απουσία κατανόησης πρέπει να είναι ο κανόνας.

    Μια φορά είχαμε μια κουβέντα στη Β Λυκείου για τη Χούντα και τη λογοκρισία. Τους είπα μια ιστορία που δεν την έχω διαβάσει πουθενά αλλά εικάζω βάσιμα ότι έτσι περίπου πρέπει να συνέβη: πώς ο Μαρκόπουλος-Ξυλούρης πέρασαν κάτω από τη μύτη της λογοκρισίας τα Ριζίτικα, με κύριο αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει η Ξαστεριά (που το επίσημο νόημά της ήταν ανεπίληπτο: δυο σόγια πάνε να σφαχτούν λόγω βεντέτας, κάτι τρέχει στα γύφτικα – και το «πότε θα κάνει ξαστεριά» τυπικά δε σημαίνει παρά ό,τι λένε οι λέξεις, πότε θα κάνει μια φωτεινή νύχτα να βλέπω να πάω), υπό το πρόσχημα της δημοτικής παράδοσης και της ελληνικής λεβεντιάς που τόσο αγαπούσε η χούντα.

    Και μου είπαν: Μα καλά κύριε, χαζοί ήταν στη λογοκρισία;
    -Ναι.

    Έτσι λοιπόν, με την αγιαστούρα στο χέρι, σύντροφέ μου αχ τι κακό, τέτοια μέρα σαν κι αυτή να την τρώει τ’ αφεντικό, του κυρίου δεηθώμεν.

  52. aerosol said

    #33
    Μπορεί να το έγραψε και η γιαγιά μου το 1937. Αλλά επειδή οι εικασίες δεν στοιχειοθετούν επιχείρημα, ΔΕΝ έχει ανακαλύψη κανείς ιταλικό ή άλλο τραγούδι με τη μουσική της Συννεφούλας πριν από την Συννεφούλα. Ένα συν ένα κάνουν δύο, οπότε δεν υπάρχει μέχρι τώρα η παραμικρή ένδειξη γι αυτό που εικάζεις, συνεπώς ισχύει πως αυθεντικός συνθέτης του τραγουδιού είναι ο Σαββόπουλος. Ή θα φέρει κάποιος στοιχείο που να αλλάζει το προφανές ή αυτή η εμμονή αρχίζει να γίνεται λίγο περίεργη.

    #46 (τέλος)
    Ίσως δεν έπιασες την αναφορά. Στο «Φλου» υπογράφουν Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα. Σε συναυλία της εποχής ο Σ. θα μπορούσε να θεωρηθεί frontman της μπάντας, καθώς αποτελούν και «επισήμως» μια δημιουργική ενότητα. Όπως και με τους Απροσάρμοστους αργότερα. Στα άλμπουμ του Σαββόπουλου δεν υφίσταται επώνυμο γκρουπ, δεν συνυπογράφει κανείς τους την δημιουργία. Σε συναυλία, ο Σαββόπουλος δεν θα ήταν ο frontman των Μπουρμπουλιών, θα ήταν σκέτο ο Σαββόπουλος. Το γκρουπ είναι σε τελείως δεύτερο ρόλο, θα μπορούσαν να είναι άλλοι μουσικοί -και ενίοτε ήταν.

    #49
    Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Περίεργο που τους θυμήθηκα λίγες ώρες νωρίτερα…

  53. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Πολύ καλό το σημερινό!
    Το ¨Φορτηγό» το έφερε ο αδερφός μου(7 χρόνια μεγαλύτερος και ψαγμένος μουσικά) όταν ήμουν στο Γυμνάσιο. Τη λιώσαμε την κασέτα (δίσκο δεν είχαμε δει από κοντά). Σε αντίθεση με την παρέα που προτιμούσε το «Μη μιλάς άλλο γι αγάπη» εγώ λάτρεψα το «Ήλιε ήλιε αρχηγέ» .

  54. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  55. Μαρία said

    53
    Κασετόφωνο! Το ’66 κυκλοφορούσαν μόνο μαγνητόφωνα με μπομπίνες.

  56. # 52

    Περίεργο είναι πως δεν κατοχύρωσε ο Σ. το τραγούδι. Εκείνες τις εποχές πολλά γινότουσαν τάχουμε πει και στο ιστολόγιο με το Αει γαρύφαλλό μου του Κουνάδη και τι gallo rοcho του ισπανικού εμφυλίου για να μην πιάσουμε τα ινδικά κι ο Σ. δεν είναι από αυτούς που δεν διεκδικεί, το είδαμε και με το ντιρλαντά.
    Το «συνεπώς ισχύει πως αυθεντικός συνθέτης του τραγουδιού είναι ο Σαββόπουλος» εκφράζει την θέση σου μεν αλλά δεν έχει σχέση με λογικές συνέπειες, είναι μια υπόθεση φλου που φυσικά δεν ενδιαφέρει κανένα και οι «βεβαιότητες» είναι απλά οπαδικές.

  57. Καλημέρα! Θα με συγχωρήσετε για την αγενή απουσία μου (όντα μικρά χρωματιστά, μες στον καθρέφτη κλειδωμένα…), χτες έλειπα όλη μέρα. Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!

  58. 57# Όχι, δε σε συγχωρούμε. Το σημειώνουμε και περιμένουμε το επόμενο ολίσθημά σου.
    Και το κείμενο χάλια, να το ξέρεις 🙂

  59. 57, … όντα μικρά χρωματιστά …

    Ανάδυση στα κύματα των πολυμέσων

  60. Όπως και να ‘χει με την Συννεφούλα,
    παραμένω
    Συννεφίλ

  61. ΓΤ said

    Ημέρα της Ποίησης σήμερα, και η «Εστία» είπε να την τιμήσει, παραθέτοντας στο πρωτοσέλιδό της στίχους ποιητών. Σερβίρει λοιπόν μια δωδεκάδα: Ελύτης, Σεφέρης, Δημουλά, Πατρίκιος, Αναγνωστάκης κ.λπ.
    Λεπτομέρεια: πάνω πάνω έχει κάποιον Αναστάσιο Γερμενή.

  62. Πέπε said

    @22, 28 και όλα τα σχετικά μέχρι και τα πρόσφατα (…56) – ιταλική Συννεφούλα:

    Πάντως η ενορχήστρωση του ιταλικού είναι σχεδόν η ίδια με της διασκευής που έκανε ο ίδιος ο Σαββόπουλος στη δική του Συννεφούλα αργότερα. Εδώ ποια είναι η χρονική σειρά; Πάντως όποιος ήρθε δεύτερος είμαι σίγουρος ότι είχε τον δίσκο του πρώτου και τον έβαζε στους μουσικούς του όταν τους εξηγούσε «εδώ στο φλάουτο κάνε αυτό το ένρινο τρρρρρτ, εκεί στο κουπλέ η κιθάρα αυτούς τους χρόνους να μετράει».

    Να σχολιάσω και ότι η μελωδία δεν ταυτίζεται απόλυτα. Πλήρης και προφανής ταύτιση υπάρχει μόνο στο σημείο «κι ένα βράδυ κι ένα βράδυ», το υπόλοιπο ρεφρέν είναι ελαφρώς παραλλαγμένο αλλά αναγνωρίσιμο, και στο κουπλέ οι ιταλικοί στίχοι έχουν τόσο διαφορετική μετρική δομή από τους ελληνικούς που δεν καταλαβαίνω άμεσα αν η μελωδία είναι η ίδια, παντού ή μόνο κάπου, ή αν απλώς έχει μια γενική ομοιότητα.

  63. sarant said

    57 Εμεις ευχαριστούμε!

    61 Ο χορηγός;

    62 Συχνά οι μελωδίες δεν ταυτίζονται απόλυτα.

  64. Πέπε said

    Τι κακό είπα γύρω στις 9 το πρωί και εκκρεμεί το σχόλιό μου;

  65. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    54 Το 66 δεν είχα γεννηθεί Μαρία. 15 χρόνια μετά τον άκουσα τον δίσκο(κασέτα).
    Από πότε είχαμε κασετόφωνα; Θυμάμαι είχε ο πατέρας μου αρχές 70′.
    Καλημέρα

  66. sarant said

    64 Πιάστηκε, για λόγο που δεν ξέρω, αλλά το αποδέσμευσα αμέσως —> 62

    65 Ναι, είχαμε κασετόφωνο περί το 1973 σίγουρα.

  67. Πέπε said

    66
    Ναι, το είδα, βιάστηκα να γκρινιάξω 🙂

  68. ΓΤ said

    @63β

    Έχεις ξαναπετύχει πουθενά στίχους του, ρε μαν;
    Μην ξεκινήσω το ουίσκι πριν το μεσημέρι… 😛

  69. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα.
    56,60,63γ: Είναι βέβαιο ότι (και) εκείνη την εποχή ίσχυε το –θεμιτό ή αθέμιτο–«ο βλέψας του βλέψαντος». Ειδικά για το το «Ντιρλαντά» που κατακυρώθηκε στον Καλύμνιο Παντελή Γκίνη, ξέρουμε ότι συγκαταλέχθηκε ως «Σφουγγαράδικο τσιμάρισμα» μεταξύ άλλων πολλών παραδοσιακών που ηχογράφησε η Δ. Σαμίου, από 1959 έως 1969.
    Όσον αφορά τη «Συννεφούλα» ο ίδιος ο Σαββόπουλος (ξανα)είπε (βλ. άρθρο) ότι «μια ταινία του Τρυφώ στην οποία έπαιζε ένα βαλς, αλλά και «μια τσαπερδόνα που τον ταλαιπωρούσε εκείνη την περίοδο», υπήρξαν η αφορμή για να σκαρφιστεί για πρώτη φορά τα στιχάκια της “Συννεφούλας”:«Κράτησα την ιδέα, και αργότερα έβαλα άλλη μουσική πιο ταιριαστή σε αυτούς τους ευτυχο-δυστυχισμένους στίχουςι», είπε πριν αρχίσει να παίζει την αγαπημένη “Συννεφούλα”» (https://www.megatv.com/2020/11/21/o-dionysis-savvopoulos-perigrafei-tin-istoria-piso-apo-ti-synnefoula/ ). Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η κόντρα χαρωπού-εμβατηριακού ήχου και τραγικότητας εικόνας-στίχων, είναι επίσης μια θεμιτή υιοθέτηση(άρα όχι πρωτοτυπία) της μουσικής ιδέας που χρησιμοποιεί ο Ζωρζ Ντελερύ (του Τρυφώ) επηρεασμένος κι αυτός από τον Φελινικό Νίνο Ρότα ( https://musicaficionado.blog/2017/08/14/jules-and-jim-by-georges-delerue/

  70. sarant said

    68 Ανοσολόγος είναι, βλέπω

  71. Α. Σέρτης said

    Και ποιος δεν ξέρει τον ποιητή Τάσο Γερμενή;
    https://www.politeianet.gr/books/9789600233391-germenis-tasos-papazisis-mporei-kai-na-legotan-beagle-272910

  72. Theo said

    Καθυστερημένος κι εγώ υποκλίνομαι στη διεισδυτικότητα, πολυμάθεια και αισθαντικότητα του Δύτη για τον αγαπημένο μας Νιόνιο (είχα διαβάσει την παρουσίαση στο λημέρι του).

    @53, 55, κα:
    Το πρώτο μου κασετόφωνο (ένα Philips) μου το αγόρασε ο πατέρας μου το 1970 κι επέζησε καμιά δεκαπενταριά χρονάκια.

  73. sarant said

    72 Καλώστον!

  74. Καλημέρα! Σκέφτομαι ότι παραήμουν αγενής με το λακωνικό μου σχόλιο προχτές, αλλά πραγματικά δεν έχω πολλά να πω πέρα από τις ευχαριστίες μου (ούτε ένας να πει ότι λέω βλακείες! οι αντισαββοπουλικοί ευγενικά σιώπησαν, και ακόμα και οι κατ’ επάγγελμα ξινοί έδειξαν καλοσύνη!).
    Θέλω μόνο να διευκρινίσω, επειδή γράφτηκε ότι ουσιαστικά μιλάω για τα νιάτα μας και όχι για τον Σαββόπουλο, ότι αν και δεν είμαι πια νέος δεν πλησιάζω όμως και το μέσο όρο ηλικίας της παρέας 🙂 Το Φορτηγό δεν είναι τα νιάτα μου, ήμουν αγέννητος όταν βγήκε. Όταν άρχισα να τον ακούω συστηματικά, δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρονών, εκείνος είχε βγάλει το Κούρεμα και έκανε συναυλίες τυλιγμένος στη σημαία. Αγόρασα πειρατικές όλες τις κασέτες μέχρι τα Τραπεζάκια έξω, αντέγραψα και το Μην πετάξεις τίποτα που βγήκε λίγο μετά, το Κούρεμα ολόκληρο δεν το έχω ακούσει ακόμα ούτε τον Χρονοποιό παρόλο που μάζευα παρτιτούρες, συνεντεύξεις, ακόμα και κάτι τραγούδια που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ και που είχαν παιχτεί στο ραδιόφωνο κάπου γύρω στο ’80 (εικάζω). Οπότε, όσο και να υπάρχει ο εαυτός μου στο κείμενο, για τον Σαββόπουλο προσπαθώ να μιλήσω και όχι για τα νιάτα μου (παρόλο που κι αυτά σημαδεύτηκαν από τους δίσκους μιας άλλης νιότης).

  75. Μήπως σ’ αυτά που έχεις μαζέψει υπάρχει και η εκτέλεση (καταπληκτική) του»στην συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» από τον Βασίλη Π»κων/ου στην τιβι ;;

  76. 75 Όχι 😦
    Δεν έχω τόσο ηχητικό υλικό, πιο πολύ γραπτό/εικαστικό (τις παρτιτούρες και συνεντεύξεις ανά δίσκο στη σειρά του Νάκα) και διάφορα που έχω διαβάσει και συγκεντρώσει στη μνήμη μου, τότε που έξω από τη φοιτητική λέσχη του ΑΠΘ πουλούσαν και μεταχειρισμένα περιοδικά περασμένης δεκαετίας. Μετά βγήκε το ίντερνετ!
    Την κασέτα που λέω μου την είχε γράψει ένας φίλος που ασχολείται πολύ με μουσική και είχε και ένα ωραίο σάιτ για το ελληνικό τραγούδι: http://toaromatoutragoudiou.blogspot.com/

  77. sarant said

    74 Ωραίο σχόλιο! Τον Χρονοποιό ολόκληρο τον άκουσα τις προάλλες, σε ένα πεντάωρο ταξίδι που έβαζα συνεχώς Σαββόπουλο από το στικάκι. Και η κόρη μου δυσανασχέτησε στο τέλος.

  78. Theo said

    @73:
    Μάλλον δεν με είδες τρεις μέρες πριν από το #72 https://sarantakos.wordpress.com/2023/03/19/karagatsis-5/#comment-866769 🙂

    @74, 77:
    Τον Χρονοποιό τον αγόρασα μόλις βγήκε. Ήταν μέσα στο κλίμα της εποχής: ευημερία, αθλητικές επιτυχίες, αναμονή Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά κι αρκετά κομμάτια με ευαισθησία έναν καλώς νοούμενο ρομαντισμό (αντίθετα με το «Μην πετάξεις τίποτα» με τις ξενέρωτες ψευτορομαντικές αναπολήσεις της δεκαετίας του ’50 και μια ελαφρά μουσική στα χειρότερά της, που δυστυχώς την ενορχήστρωσή του την έκανε ένας φίλος) κι ένα μήνυμα που προσπαθούσε να αγκαλιάσει όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες. Τον ξανακούω κάθε ένα δυο χρόνια, για να πάρω λίγη από την αισιοδοξία εκείνης της εποχής.

  79. 74# Δικαίωμα Δύτα μου. Για εμάς τους σχολιαστές είπα πως μιλάμε για τη νιότη μας σχολιάζοντας τον ΔΣ, όχι για σένα που έγραψες το κομμάτι.

  80. […] Ήδη, πριν από δύο μήνες είχα αναδημοσιεύσει εδώ το πρώτο άρθρο της θαυμάσιας Σαββοπουλιάδας, που έχει ξεκινήσει ο φίλος μας ο Δύτης των Νιπτήρων […]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: