Μήτσος Παπανικολάου, 80 χρόνια από τον θάνατό του
Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2023
Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943). Για τον ποιητή αυτόν, που ήταν επίσης γερός κριτικός και καλός μεταφραστής, αλλά και επιστήθιος φίλος του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως επίσης και συντάκτης στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο, έχουμε αφιερώσει παλιότερα στο ιστολόγιο ένα φιλολογικό πορτρέτο του καμωμένο από τον Γιώργο Κοτζιούλα.
Πριν από μερικούς μήνες, ο κ. Βαγγέλης Κορωνάκης από τις εκδόσεις Όγδοο επικοινώνησε μαζί μου, για να μου ζητήσει την άδεια να αναδημοσιευτεί το άρθρο του Κοτζιούλα «σε ένα βιβλίο που θα έβγαινε για τον Παπανικολάου». Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, παρόλο που αυστηρά κοιτάζοντάς το κανένα δικαίωμα δεν είχα εγώ να δώσω ή να αρνηθώ την άδεια δημοσίευσης. Ωστόσο, η φιλοφρόνηση αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να ρωτήσω περισσότερα για το βιβλίο που ετοιμαζόταν.
Έμαθα πως ο φιλόλογος Μιχάλης Ρέμπας ετοίμαζε μιαν έκδοση των «απάντων των ευρεθέντων» του Μ. Παπανικολάου. Το όνομα το ήξερα, διότι ο ίδιος είχε πριν από πολλά χρόνια επιμεληθεί μια πρώτη καταγραφή των ποιημάτων του Παπανικολάου (κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο) και μάλιστα όταν το 2014 είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα αθησαύριστο ποίημά του (σε αυτό το άρθρο) είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα.
Είπα στον κ. Κορωνάκη ότι έχω και κάτι άλλα του Παπανικολάου κι εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Μιχάλη Ρέμπα. Διαπίστωσα ότι είχε σκοπό να βάλει ένα διήγημα του Παπανικολάου στον τόμο και του είπα ότι εκτός από το αθησαύριστο ποίημα και κάμποσες μεταφράσεις (που, τελικά, τις είχε όλες σχεδόν υπόψη του) έχω βρει και καμιά δεκαριά πεζά του από το Μπουκέτο του 1943. Δεν τα ήξερε και χάρηκε πολύ. Του τα έστειλα και μπόρεσε να τα εντάξει κι αυτά στον τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είπαμε από τις εκδόσεις Όγδοο.
Ειχα μάλιστα τη χαρά να παρευρεθώ σε μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στις 21 του μηνός, στον Ιανό, όπου ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Βέης μίλησαν για το βιβλίο και για τον ποιητή του σκιόφωτος, τον Παπανικολάου.
Θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δέκα πεζά που εισέφερα στον τόμο του Παπανικολάου. Είναι το τελευταίο που δημοσίευσε το Μπουκέτο όσο ζούσε ο Παπανικολάου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έναν μήνα πριν από τον θάνατο του ποιητή -ο οποίος πέθανε τον Οκτώβριο του 43 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου τον είχαν βάλει φίλοι του για ν’ αποτοξινωθεί.
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό γεμάτο προμηνύματα μπόρας. Ο ουρανός κατάμαυρος, βαρύς, χαμηλός, πλάκωνε σαν βραχνάς τη μικρή πολιτεία που κούρνιαζε στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό κάτω και στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Η ώρα δεν ήταν ακόμα ούτε τέσσερις και μισή κι όμως μερικά φώτα είχαν ανάψει εδώ κι εκεί. Μα στους δρόμους δεν έβλεπες ψυχή και τα σπίτια ήταν κατάκλειστα. Μόνο τα καφενεία είχαν τις συνηθισμένες τους συντροφιές, γιατί στην επαρχία το καφενείο αποτελεί συνήθεια ιερή κι απαραβίαστη.
Ο επαρχιώτης θ’ αψηφήσει την κακοκαιρία, θα παρατήσει τη δουλειά που τυχόν έχει για να πάει στο καφενείο στην τακτική του ώρα. Μήπως έχει κι αλλού πουθενά να πάει; Στο καφενείο θα βρει τους φίλους του, θα παίξει μαζί τους τάβλι γιά πρέφα, θα σχολιάσει τα νέα της ημέρας κι έπειτα, κατά τις εφτά-εφτάμιση, θα τραβήξει για το σπίτι του για φαΐ κι έπειτα για ύπνο.
Απόψε, όμως, ο καιρός είχε φοβίσει κάπως τους πελάτες της «Συναντήσεως», του πιο κεντρικού, του πιο αριστοκρατικού καφενείου της κωμοπόλεως. Δυο-τρεις συντροφιές μόνο και άλλοι τόσοι μοναχικοί πελάτες που του κάκου περίμεναν την ταχτική τους παρέα. Στη «Συνάντηση» πήγαινε τριάντα και περισσότερα, ίσως, χρόνια τώρα κι ο γιατρός του τόπου, ο Λουκάς Σκούρος. Ήταν, ίσως, ο πιο παλιός και ο πιο τακτικός πελάτης. Τα τελευταία μάλιστα δέκα χρόνια δεν θυμόταν να πέρασε βραδιά που να μην επήγε στο καφενείο. Μόλις τελείωνε τις απογευματινές του επισκέψεις, κατά τις έξι τον χειμώνα, κατά τις εφτά το καλοκαίρι τραβούσε κατευθείαν γι’ αυτό. Η συντροφιά που έβρισκε εκεί ήταν η ίδια πάντοτε: ο πάρεδρος, ο αστυνόμος, ο φαρμακοποιός κι ο Ανδρέας ο Βέγης, ο πιο πλούσιος κτηματίας του τόπου. Μαζί τους παίζοντας κανένα τάβλι και φλυαρώντας περνούσε δυο και τρεις συχνά ώρες.
Μα απόψε ο Σκούρος ήταν μόνος στο γωνιακό τραπέζι του, γιατί δεν αλλάζει ποτέ θέση. Τι είχαν γίνει οι σύντροφοι του; Τους είχε φοβίσει, φαίνεται, η μπόρα και είχαν προτιμήσει τη ζεστασιά του σπιτιού τους από τον κίνδυνο να γίνουν μούσκεμα.
Ο Σκούρος έκανε έναν περιφρονητικό μορφασμό εις βάρος των φίλων του που φοβόντουσαν τόσο και πήρε κάποια επαρχιακή εφημερίδα να διαβάσει. Μα αφού έριξε μία ματιά στους τίτλους την παράτησε βαριεστημένος.
Κοίταξε αφηρημένα έξω απ’ τη μεγάλη τζαμόπορτα του καφενείου και είδε ότι η μπόρα είχε αρχίσει να πέφτει δυνατή, μανιασμένη. Ευτυχώς που είχε φορέσει και τις γαλότσες του. Έτσι, δεν θα έμπαιναν τα νερά στα πόδια του. Τα φώτα πέρα του σιδηροδρομικού σταθμού, από την άλλη μεριά της πλατείας, τρεμόφεγγαν μέσα στη μπόρα. Κι έξαφνα, ένα διαπεραστικό πρόσταγμα ακούστηκε που ξέσκισε τα σκοτάδια σαν απελπισμένο κάλεσμα. Η βραδινή αμαξοστοιχία είχε φτάσει από την Αθήνα. Να, σκιές άρχισαν να πηγαινοέρχονται στην είσοδο του σταθμού κι ένα-δυο αμάξια ξεκίνησαν από κει.
Στην αρχή ο Σκούρος κοίταζε αφηρημένος χωρίς να σκέφτεται. Μα ξαφνικά, χωρίς να θέλει, ανατρίχιασε. Κάποια θύμηση είχε περάσει απ’ το μυαλό του, κάποια θύμηση που την έφερε ο ερχομός του τρένου κι η βαριά, θυελλώδικη βραδιά.
Ναι, ήταν ένα τέτοιο βράδυ κατάμαυρο, άγριο, γεμάτο μπόρα, ένα βράδυ πριν από τριανταπέντε χρόνια, όταν έφτασε κι αυτός για πρώτη φορά στην κωμόπολη.
Τι ερχόταν να κάνει σ’ αυτή; Ω! τίποτε απολύτως. Ή καλύτερα, ερχόταν να βρει καταφύγιο για μία νύχτα, γιατί η γέφυρα του Σταυρού που ήταν τρία χιλιόμετρα πιο πέρα είχε πάθει μερικές ζημιές από τη μπόρα και το τρένο, ωσότου να τις επισκευάσουν, θα καθυστερούσε τουλάχιστον δεκαπέντε-είκοσι ώρες. Κι ο Σκούρος δεν μπορούσε να περάσει τη νύχτα του σε ένα άθλιο βαγόνι -βαγκονλί δεν υπήρχαν τότε- που έσταζε από πάνω και που τα περισσότερα τζάμια του ήταν σπασμένα. Τι διάβολο! δεν θα βρισκόταν και γι’ αυτόν κανένα κρεβάτι μέσα σε μία πολιτεία με 4.000 κατοίκους; Θα περνούσε, λοιπόν σ’΄αυτό τη νύχτα του και την άλλη μέρα θα συνέχιζε το ταξίδι του για την Ευρώπη, για το Παρίσι.
Ναι, για το Παρίσι! Ω! αυτή η λέξη πώς θάμπωνε, πώς γοήτευε τον Σκούρο. Εδώ και τέσσερις μήνες από τότε που είχε πάρει στο Πανεπιστήμιο το δίπλωμά του, διαρκώς στριφογύριζε μες στο μυαλό του κι απασχολούσε τη φαντασία του. Ο πατέρας του το είχε πάρει απόφαση: θα τον έστελνε στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές, για να γίνει ένας μεγάλος, ένας περίφημος επιστήμονας.
Τι όνειρο! Και νά που τώρα τ’ όνειρο αυτό γινόταν πραγματικότης. Ο Σκούρος ταξίδευε για το Παρίσι! Η μικρή αυτή διακοπή του ταξιδιού στην κωμόπολη δεν είχε καμία σημασία, αφού αύριο η γέφυρα θα έχει επισκευαστεί και θα συνέχιζε το ταξίδι του προς τα σύνορα, όπου θα άλλαζε τρένο.
Τώρα, όμως, έπρεπε να βρει ένα καταφύγιο. Απευθύνθηκε στον σταθμάρχη. Ξενοδοχείο στην κωμόπολη δεν υπήρχε. Φαίνεται, όμως, πως ο Σκούρος άρεσε στον σταθμάρχη -ήταν τότε ένα πολύ συμπαθητικό παλικάρι είκοσιτριών χρόνων- γιατί του είπε:
– Ελάτε να σας φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Θα σας δώσω την κάμαρα του γιου μου που λείπει για λίγες μέρες στην Αθήνα.
Ο Σκούρος δέχτηκε με χαρά και σε λίγο ο σταθμάρχης τον οδηγούσε στο σπίτι του, ένα από τα καλύτερα σπίτια της πολιτείας. Κι απ’ έξω και από μέσα ήταν νοικοκυρεμένο, περιποιημένο, πεντακάθαρο.
Τον εσύστησε στη γυναίκα του που τους άνοιξε κι ανέβηκαν επάνω στη μικρή και χαριτωμένη τραπεζαρία όπου έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Ο Λουκάς κοντά στη φωτιά μαζί με τον σταθμάρχη για να στεγνώσουν, ενώ η γυναίκα του τελευταίου ετοίμαζε το τραπέζι.
– Για πού πηγαίνετε; τον ρώτησε σε κάποια στιγμή ο σταθμάρχης.
– Για το Παρίσι, απάντησε με κάποιο στόμφο εκείνος. Πάω για ανώτερες ιατρικές σπουδές.
– Σας μακαρίζω! Όπως έχω ακούσει, η ζωή στο Παρίσι είναι κάτι που ούτε να το φανταστούν δεν μπορούν όσοι δεν την έζησαν.
Κι οι δύο άντρες άρχισαν να μιλούν για το Παρίσι, για τις χίλιες δυο ομορφιές του και τα θέλγητρά του, να το παριστάνουν σαν μία φανταστική πολιτεία όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν και χαιρόντουσαν πραγματικά τη ζωή.
Ο Σκούρος προπάντων, ελαφρά ζαλισμένος κι από δύο ποτηράκια μαστίχα που τους είχε κεράσει η γυναίκα του σταθμάρχη, έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε…
Τη συζήτησή τους τη διέκοψε η σταθμαρχίνα λέγοντας:
– Περάστε στο τραπέζι!
Και γυρίζοντας κατόπιν προς μια πόρτα φώναξε:
– Μαρία, έλα να φάμε.
Καθώς ο Σκούρος καθόταν στη θέση του στο τραπέζι έξαφνα η πόρτα αυτή άνοιξε. Ω! απόμεινε αμέσως καρφωμένος στη θέση του μόλις αντίκρισε το θαύμα που πρόβαλε.
Τι όνειρο ομορφιάς ήταν εκείνο!
Μία νέα κοπέλα δεκαοχτώ χρόνων φάνηκε στο άνοιγμα! Μία νέα κοπέλα με κορμοστασιά σαν της Αρτέμιδας, με πρόσωπο σαν της Αφροδίτης.
Ο Σκούρος ζαλίστηκε. Χωρίς να θέλει, έφερε το χέρι του στο μέτωπό του. Η νέα κοπέλα προχώρησε προς το τραπέζι και χαιρέτησε με χάρη κι άνεση.
– Η κόρη μου, η Μαρία, είπε με κάποια περηφάνια ο σταθμάρχης.
Κάθισαν για να φάνε, μα σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Σκούρος δεν έπαυε να κοιτάζει την κοπέλα. Τη νύχτα ούτε κοιμήθηκε. Οι σκέψεις του πήγαιναν σ’ αυτήν κι ούτε τον άφηναν να κοιμηθεί Κι αν κάθε τόσο τον έπαιρνε ένας ελαφρός ύπνος, η εικόνα της Μαρίας παρουσιαζόταν στα όνειρά του και τον τάραζε ακόμη περισσότερο.
Το χάραμα τον βρήκε ξύπνιο. Σκέφτηκε ότι το ίδιο απόγευμα θα ‘φευγε και αυτό τον αναστάτωσε. Ω! δεν μπορούσε να φύγει αφήνοντας πίσω αυτό το θαύμα της ομορφιάς, που η μοίρα είχε βάλει στον δρόμο του.
Ένιωθε καλά πως αγαπούσε. Η καρδιά του ήταν παρθενική κι είχε πλημμυρίσει μεμιάς από τον έρωτα. Ούτε το ταξίδι του στο Παρίσι τον ενδιέφερε πια, ούτε οι ανώτερες σπουδές, ούτε τίποτα. Μόνο η Μαρία, η Μαρία…
Προφασίστηκε πώς ήταν αδιάθετος κι έμεινε. Έμεινε μία μέρα, τρεις, πέντε…
Κι έπειτα από μία εβδομάδα ζητούσε απ’ τον σταθμάρχη το χέρι της κόρης του.
– Να σας τη δώσω, με χαρά μου, του απάντησε, αλλά ξέρετε, δεν έχω άλλη κόρη και δεν θέλω να την χωριστώ. Γι’ αυτό, μόνο αν αποφασίσετε να μείνετε εδώ θα…
Ο Σκούρος δεν τον άφησε να συνεχίσει:
– Θα μείνω, είπε αποφασιστικά.
Κι έμεινε. Και το ταξίδι στο Παρίσι ματαιώθηκε. Κι ο λαμπρός επιστήμονας, ο περίφημος παθολόγος του μέλλοντος, παντρεύτηκε τη Μαρία και γίνηκε ένας ασήμαντος γιατρός σε μια επαρχιακή κωμόπολη. Όλα τα νεανικά του όνειρα τα είχε διαλύσει μεμιάς η ομορφιά της Μαρίας. Το λαμπρό μέλλον είχε χαθεί…
Τώρα, καθισμένος μόνος του στο καφενείο ο Σκούρος τ’ αναλογίζεται όλ’ αυτά ακούγοντας τα σφυρίγματα του τρένου στον σταθμό.
Ναι, ένα τέτοιο βράδυ είχε αποβιβαστεί κι εκείνος εκεί, ταξιδεύοντας για το Παρίσι. Για το Παρίσι το μαγικό. Μα αντί το Παρίσι μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη αντικατέστησε το Παρίσι… Και τι έμεινε τώρα απ’ όλ’ αυτά;
Ο Σκούρος έχωσε το χέρι του στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα ένα πράσινο βιβλιάριο. Ήταν ένα διαβατήριο για το Παρίσι. Αυτό είχε απομείνει απ’ όλη αυτή την ιστορία.
Συμπληρώνω την παρουσίαση με μια μετάφραση του Παπανικολάου, από ποίημα του Απολινέρ, που δεν την ήξερα και μου άρεσε.
ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ
Καλέ μου ομορφονιέ, Τσιγγάνε,
άκου οι καμπάνες πως χτυπάνε.
Κάθε φορά που αγαπιόμαστε
νομίζοντας πως δε φαινόμαστε.
Μα δεν κρυφτήκαμε καλά,
μας είδαν όλες οι καμπάνες
απ’ τα καμπαναριά ψηλά
και στο ντουνιά το διαλαλάνε.
Αύριο ο Γιάννης κι ο Θωμάς,
η Μάρω, η Μάρθα κι η Μαρίνα,
η φουρναρίνα κι ο ψωμάς,
και η εξαδέρφη μου η Κατίνα
θα γελούν όταν θα περνώ.
Πια δε θα ξέρω τι να κάνω.
Μακριά μου θα’σαι, θα πονώ
κι ίσως, ακόμα, να πεθάνω.
Οι γαλλομαθείς (και εμμέσως οι αγγλομαθείς) μπορούν να συγκρίνουν με το πρωτότυπο, που βρίσκεται εδώ. Εγώ λέω πως έκανε πολύ καλή δουλειά ο Μήτσος Παπανικολάου.
Και επειδή ο Παπανικολάου πρώτιστα ποιητής ήταν, να κλείσουμε με το Μέσα στη βουή του δρόμου, μελοποιημένο από τους Ντομένικα:
Ανδρέας Τ said
Καλημέρα. Υπάρχουν θησαυροί στη λογοτεχνία μας που δεν τους γνωρίζουμε, εμείς οι περί άλλα τυρβάζοντες. Ευχαριστώ για το συγκινητικό κείμενο.
Δύτης των νιπτήρων said
Καλημέρα με τη γνωστή καθυστέρηση της αλλαγής της ώρας.
Ωραία, πολύ ωραία το πήγαινε αλλά στο τέλος το έχασα. Τελικά δεν άξιζε τη θυσία η Μαρία; Τη βαρέθηκε; Πέθανε; Πολλά κενά.
Κοιτώντας το ποίημα του Απολινέρ και τον tzigane, βλέπω ότι gitans είναι υποκατηγορία, οι ισπανοτσιγγάνοι, και η ετυμολογία είναι παρόμοια με των «γύφτων» (<αιγύπτιων). https://www.lalibre.be/lifestyle/magazine/2015/04/15/rom-tzigane-gitan-quelles-differences-CSA732JG7RAPLO6JIE6FKQM7JU/ Ενώ το romanichel που ήξερα από τον Τεν-Τεν αναφέρεται στους Ρομά της ανατολικής Ευρώπης και μάλιστα προέρχεται από τη γλώσσα τους: https://en.wiktionary.org/wiki/romanichel
gpointofview said
Καλημέρα
συμπαθητικό διήγημα, στρωτή γλώσσα και φυσικά όταν κάθε απόγευμα περνάει δυο-τρεις ώρες στο καφενείο επαληθεύει το γνωστό «ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα» γιατί αν είχε συμβεί κάτι άλλο (διαζύγιο, θάνατος) θα μας το κοινωνούσε ο συγγραφεύς.
Δεν ξέρω, παρά από κοινωνικές συναναστροφές, αν ισχύει- ο Αθεόφοβος μπορεί να μας διαφωτίσει- πως τα παλιά χρόνια οι γιατροί τελειώνοντας τις σπουδές τους έπεφταν στην δουλειά τους γαμήλια θύματα των αδελφών νοσοκόμων, προφανώς γιατί οι σπουδές τους δεν τους άφηναν χρόνο για άλλες γνώσεις και εμπειρίες. Μ’ αυτό το σκεπτικό, δεν κακόπεσε ο γιατρός του διηγήματος
sarant said
Καλημέρα! Ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και συγγνώμη για το καθιερωμένο μπέρδεμα με την αλλαγή της ώρας.
Περισσότερα αργότερα.
ΓΤ said
https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/diavasame-poiitika-erga-kai-athisayrista-peza-tou-mitsou-pananikolaou-ogdoo
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα! Ωραία η παρουσίαση, παρότι είχε κακές λέξεις όπως “σταθμάρχης” και “λαμπρό μέλλον”— που ισορροπούν αναγκαστικά, ως ένα είδος αδόκητου στασιμοπληθωρισμού, εντός αιωνίου Καθαρτηρίου, κάπως έτσι:
ΤΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Τα ονείρατα τ’ αφτέρωτα/ γκρεμίζει βέλος του Έρωτα
αν γίνει η Σκέψη δούλα/ για ωραία σταθμαρχοπούλα
του ανώνυμου Κενού/ καρδιάς ψυχής και νου
Ωραία και τα γαλλικά του Μήτσου Παπανικολάου.
Χαρούλα said
Καρυωτάκης σε πεζό. Η «μιζέρια» της επαρχίας και ο μεγάλος έρωτας που στο τέλος άφησε το απραγματοποίητο όνειρο μόνο. Εύκολο στην ανάγνωση. Καλό.
κι αλλες μελοποιήσεις
kalantzianastasia said
Reblogged στις anastasiakalantzi59.
atheofobos said
Το τόσο τρυφερό αυτό διήγημα αντί για τίτλο ΠΑΡΙΣΙ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τον τίτλο coup de foudre !
3
Προφανώς και μερικοί γιατροί παντρεύονταν αδελφές ή μαίες που είχαν γνωρίσει στα νοσοκομεία. Άλλοι όμως, ιδίως αν είχαν σπουδάσει με μεγάλες στερήσεις, εξαργύρωναν το πτυχίο τους με μια καλή προίκα.
Όμως όταν ο γιατρός πατέρας μου παντρεύτηκε από έρωτα την μητέρα μου την μόνη προίκα που είχε τότε αυτή, ήταν το πτυχίο της ιατρικής.
Το ίδιο και η γυναίκα μου όταν από έρωτα παντρευτήκαμε!
Την ένδοξη εποχή που τα μπλογκ είχαν αποκτήσει έντονη δημοφιλία και αναγνωσιμότητα, μου είχε ζητηθεί από το Φιλοξενείο, ένα μπλογκ που δημοσίευε κείμενα από τους τότε μπλογκερς που παρακολουθούσε, ένα δικό μου πρωτότυπο κείμενο.
Τους έστειλα το Ένα ζευγάρι.. που είναι η ιστορία του έρωτα των γονιών μου.
http://filoxeneio.blogspot.com/2007/03/blog-post_12.html
gpointofview said
# 9
Εμένα η καλύτερη μου φίλη (αλλοδαπή) είναι γιατρός…το έμαθα μετά από δυο χρόνια γνωριμίας όταν τραυματίστηκε κάποιος μπροστά μας. Τέτοια σοφία είχε !!. Τώρα πια με καθοδηγεί στην αρρώστεια μου.
Ωραίο το εκείνο κι εκείνη
sarant said
Eυχαριστώ για τα νεότερα!
5 Και το λινκ από τον Ιανό.
https://www.ogdoo.gr/epikairotita/eimastan-ekei/mia-magiki-vradia-gemati-poiisi-kai-notes
9 Ευχαριστούμε!
Costas Papathanasiou said
Ωραία (και σχετική) κι η ακόλουθη εικονοπλασία του Σαραντάρη, την ποιητική αξία του οποίου πρώτος ανέδειξε ο Μήτσος Παπανικολάου:
“ΣΑΝ ΧΑΜΟΥ ΠΕΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Σαν χάμου πέσει ο ουρανός
ελάτε φίλοι αθόρυβα να δούμε
την ευτυχία μας από κοντά
κανείς να μη μιλήσει να μην ανοίξει στόμα,
να κοιτάξουμε όλοι μήπως βρούμε
μήπως καίγονται ακόμα
τα πεθαμένα όνειρα, στα πλάγια…”
…Συμπληρωματικά, για απότομη προσγείωση ονειροπόλων και αιθεροβαμόνων, το κυνικό σχόλιο του Αργύρη Χιόνη:
-«Κάτω απ’ το ουράνιο τόξο της ουράς του παγωνιού, χάσκει αμείλικτη η κωλοτρυπίδα του»
( «ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ- ΙΗ’»/ συλλογή: ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, 1986)
Πουλ-πουλ said
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/mitsos-papanikolaoy-enas-kataramenos-poiitis-tis-genias-toy-20
sarant said
13 Φωτογραφίες πάντως του Παπανικολάου δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές, εκτός από αυτήν του εξωφύλλου.
Λεύκιππος said
Συμπαθέστατη περιγραφή. Διαβάζεται ευχάριστα και αφήνει γλυκά συναισθήματα. Σαν παλιό σιρόπι.
ΓΤ said
Βούλιαξ’ το ιστολόι απ’ των σχολίων την πληθύ για τούτο το βενθογράφι.
Πήρε ο Βαγγέλης τηλέφωνο, κολακεύτηκα, αντιχάρισα τη μνεία, όλα ισόρροπα, τας ταμάμ.
Μαγική Κυριακή με κείμενο πιπιτοπαπί.
Ονειρεύτηκε ο άλλος το Procope
κι έζησε βλαχιά σινεμασκόπ…
Costas Papathanasiou said
Προφανώς, άπαντες με καρηβαρία απ’ το αθάνατο κρασί του ’21, εκ του κτήματος Σκούρα ( https://www.athensvoice.gr/life/geusi/wine-spirits/707266/ktima-skoyra-methyste-me-t-athanato-krasi-toy-21/
και https://www.skouras.gr/el/blog-skouras/o-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1%CF%82/με )
Κυριάκος said
Καλησπέρα κι από εμάς. Ως γνωστόν, μετά την αδόκητο κοίμηση του μακράν κορυφαίου σχολιαστού Γιάννη Ιατρού και την απερίγραπτη κατρακύλα του παρόντος Ιστολογίου, αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι να το επισκεπτόμαστε, για να μή ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε. Σήμερα μπήκαμε κατά τύχη και φρίξαμε με όσα διαβάσαμε. Προφανώς, ο αγαπητός σε όλους μας κύριος Σαραντάκος μάς εκλαμβάνει για εντελώς κάφρους, δεν εξηγείται αλλιώς…
1) Στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου, ο κύριος Νίκος μάς ενημερώνει («είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα») ότι γνώριζε από παλιά την διπλωματική εργασία του κ. Μιχαήλ Ρέμπα στο ΑΠΘ (1η έκδοσις 2008, κατεβάστε ΕΔΩ ). Προς το τέλος του άρθρου ο κ. Νίκος δηλώνει πως αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια την μετάφραση του Παπανικολάου στο ποίημα «Καμπάνες» του Απόλλιναίρ. Αλλά οι «Καμπάνες» υπάρχουν φόρα – παρτίδα στην διπλωματική του κ. Ρέμπα (σελ. 132 του pdf) που υποτίθεται ότι διάβασε ο κύριος Νίκος!
2) Είναι προφανές ότι ο κ. Σαραντάκος δεν έχει κάν ξεφυλλίσει και το νέο βιβλίο του κ. Ρέμπα στο οποίο αναφέρεται το παρόν άρθρο. Ειδάλλως θα γνώριζε ότι δεν πρόκειται για πρωτότυπο έργο. Είναι η διπλωματική του στο ΑΠΘ σύν 4 ή 5 αθησαύριστα κείμενα του Παπανικολάου. Μάλιστα ο κ. Ρέμπας στο νέο του βιβλίο δεν κάνει κάν τον κόπο να αναφέρει το όνομα του κ. Σαραντάκου που του προσέφερε τόσο γενναιόδωρα ένα ή δύο από τα αθησαύριστα.
Αντίθετα, αναφέρει 34 φορές το όνομα του μακαριστού Τάσου Κόρφη (κατά κόσμον ναυάρχου Αναστασίου Ρομποτή, πρώην Αρχηγού του Ρωμέικου Στόλου) ότι και καλά από αυτόν προέρχονται όλα τα αθησαύριστα του τόμου.
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ, ο κύριος Νίκος απαξιοί να αναφέρει το όνομα του Τάσου Κόρφη, που πρώτος αυτός έκανε γνωστό στο Ρωμέικο τον Παπανικολάου με τα δύο βιβλία που εξέδωσε το 1966 και το 1968 στην «Διαγώνιο» του Ντινάκου Χριστιανόπουλου.
3) ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ: Κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο κ. Σαραντάκος απαξιοί να ενημερώσει τους αδαείς και μακαρίως κοιμώμενους αναγνώστες του για την σημαντικότερη πτυχή της ζωής του Μήτσου Παπανικολάου, προκειμένου να κατανοήσουμε την ποίησή του: Ότι εκτός από τελειωμένος πρεζάκιας, ήτο και καραμπινάτος κίναιδος κι ότι μαζί με τον φιλαράκο του τον Ναπολέοντα (με τον οποίον έκαμναν αλλαξοκωλιές κατά την ατράνταχτη μαρτυρία του Γιώργη Κοτζιούλα…) κατέβαιναν στα χαμαιτυπεία των Αθηνών για να αλιεύσουν τεκνά επί πληρωμή!..
Για να μή νομίζετε ότι τα βγάζουμε από το μυαλό μας, μεταφέρουμε επί λέξει τί λέει (μεταξύ άλλων…) ο κ. Μιχαήλ Ρέμπας στην συνέντευξή του στο «Lifo» (21 Μάρτη 2023) που μάς υπέδειξε στο σχόλιο 13 ο κ. Πούλ-Πούλ…
ΜΙΧΑΗΛ ΡΕΜΠΑΣ: «Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, με τον οποίο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιώργου Κοτζιούλα, η σχέση είναι βαθύτατα προσωπική, μέχρι το 1939 που, όπως είπαμε προηγουμένως, ψυχραίνονται.
Ζει μια ζωή πραγματικά διχασμένη: τα πρωινά εργάζεται με μόχθο στα γραφεία του «Μπουκέτου», μεταφράζει Γάλλους ποιητές. Τα βράδια συχνάζει σε ύποπτα στέκια και σε τεκέδες, παρέα με τον αγαπημένο του Ναπολέοντα, εθίζεται στα ναρκωτικά, χαρτζιλικώνει διάφορους παρίες της νύχτας για λίγες στιγμές συντροφιάς και ηδονής. Οι μαρτυρίες είναι αρκετές και εξίσου αντιφατικές: ο διευθυντής του «Μπουκέτου» τον περιγράφει ως «σεμνό και ντροπαλό», ο Δικταίος από την άλλη ως «δυσειδή και χολερικό»…»
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ: Γιατί στα 14 χρόνια λειτουργίας του παρόντος Ιστολογίου ο λαλίστατος κύριος Σαραντάκος δεν μάς έχει πεί ποτέ τον λόγο που «τα τσουγκρίσανε» ο Μήτσος με τον Ναπολέοντα; Και γιατί αποφεύγει όπως ο Διάβολος το Λιβάνι να μάς παρουσιάσει το αποκαλυπτικό ποίημα «DOMESTICA» που έγραψε ο Μήτσος για τον φιλαράκο του τον Ναπολέοντα και υπάρχει φόρα – παρτίδα στην Διπλωματική του κ. Ρέμπα;
Εδώ σε θέλω κάβουρα που περπατάς στα κάρβουνα.
Σταματάμε εδώ γιατί αγαπάμε ειλικρινά τον κύριο Νίκο και δεν θέλουμε να τον στεναχωρέσουμε άλλο. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε γιατί αποκαλεί «Μιχάλη» τον κ. Ρέμπα, ενώ ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως «Μιχαήλ» + γιατί αφαίρεσε την οξεία από το «πώς» στον δεύτερο στίχο της μεταφράσεως των «Καμπανών» του Απολλιναίρ, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται βάναυσα το νόημα:
«Καλέ μου ομορφονιέ, Τσιγγάνε,
άκου οι καμπάνες πως χτυπάνε.»
gpointofview said
Φρουρά !, φρουρά !
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Α γαμήσου ρε μαλάκα.
sarant said
Ούτε να διαβάζει ξέρει. Μπαν.
ΓΤ said
Σήμερα έμαθα, απ’ τον κυρ Τάκη, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας από τους «ηγέτες της Μεταπολίτευσης».
Φταίω τώρα να συνδέσω τη βρύση μου με άμβυκες των Ανατολικών Χάιλαντ;
https://www.kathimerini.gr/opinion/562338022/apo-ton-kapodistria-sto-vathy-kratos/
ΓΤ said
https://www.kylix.gr/p/samaroli-macallan-28-year-old-1994-single-cask
ΓΤ said
Αυτός ο Σαραντάκος είναι για να φάει τρελή κάρτα.
Του ξέφυγε ότι ο Θεοδόσης Τάσιος έγραψε βιβλίο για την Εθνεγερσία.
(https://www.politeianet.gr/books/9786185337155-tasios-p-theodosios-aton-ethnegersia-328535)
Περιμένουμε με ανυπομονησία τον Γιώργο Μαυρογορδάτο να μιλήσει για το ωπλισμένο σκυρόδεμα…
Γιάννης Μαλλιαρός said
Σαν κάτι ν’ άλλαξε στο ιστολόι (για όποιον το πήρε χαμπάρι) 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Στον πολυαγαπημένο μου Ναπολέοντα
Του πόθου πηγές,
μια νιότη γυμνή,
του δρόμου θέλγητρο
προς τ’ άγνωστο πάντα,
μαδημένα τριαντάφυλλα
στης αγάπης το διάβα
κι αγάπες βρεγμένες
σε δάκρυα, πάντα…
Είμαστε, Ναπολέων,
ταξιδιώτες κυνηγημένοι;
Ω, τίποτ’ άλλο δεν είμαστε
παρ’ άνθρωποι μόνο,
που προσπάθειά τους υπερτάτη
ο έρωτας είναι ή ο θάνατος.
Ελληνική απόδοση από τον Γ.Ι.Φουσάρα του στα γαλλικά γραμμένου ποιήματος του Μ. Παπανικολάου Sonnet.
Μ. Παπανικολάου : Τα ποιήματα (Πρόσπερος)
dryhammer said
25. Εγυρίσαν το ρολόι / οι Πορσέοι στ’ ιστολόι;
sarant said
24 Α, όχι μόνο για τη γλώσσα;
25 Η ώρα ή κάτι άλλο; Είπαμε, έβαλα Athens. Παλιότερα δεν θυμάμαι να είχε επιλογή πόλης
ΓΤ said
@26 Έφη Γορτυνάκη
http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/papanicolaou_sonnet.html
sarant said
26 Και το Sonnet στα γαλλικά
Sonnet
Fontaines du Désir,
une jeunesse nue,
le charme de courir
toujours vers l’inconnu,
des roses effeuillées
sur le chemin d’amour,
et des amours mouillées
dans nos larmes, toujours.
Des voyageurs traqués,
Napoléon, nous sommes ?
Oh, nous ne sommes que –
tout simplement– des hommes
dont le suprême effort
c’est l’amour ou la mort.
Mitso Papanicolaou
(*) Σταλμένο από τον Μήτσο Παπανικολάου στον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μαζί με το βιβλίο τού Henry de Montherlant “Les Fontaines du Désir”
Περιοδικό «Αλεξανδρινή Τέχνη», Τόμ. 2, αριθ. 7 (1928)
Μετάφραση του σονέτου από τον Τάσο Κόρφη
ΣΟΝΕΤΟ
Του πόθου πηγές,
μια νιότη γυμνή,
του δρόμου το θέλγητρο
προς τ’ άγνωστο πάντα,
μαδημένα τριαντάφυλλα
στης αγάπης το διάβα
κι αγάπες βρεγμένες
με δάκρυα, πάντα.
Ταξιδιώτες καταδιωγμένοι,
Ναπολέων, είμαστε τάχα;
Ω, άλλο δεν είμαστε μονάχα
άνθρωποι, απλούστατα, που δεν τους μένει
παρά ύστατη προσπάθεια, εδώ κάτου,
του έρωτα η επιδίωξη ή του θανάτου.
sarant said
29 Συμπέσαμε
Theo said
Άχρουν, άοσμον, άγευστον.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παπα-
νικολάου:
[…] ήταν εποχή, όχι και πολύ μακρινή, που ο κ. Λαπαθιώτης ήταν, όχι μόνο ένας από τους πιο
αντιπροσωπευτικούς της νέους (η νεότητα αυτή βάσταξε ένα τέταρτο του αιώνα περίπου), αλλά και βρισκόταν επικεφαλής στην ποιητική της πρωτοπορία […] αντίμαχος στην παράδοση, ευαίσθητος δέχτης όλων των νέων ρευμάτων της τέχνης, είχε αποχτήσει ένα «prestige» που ελάχιστοι άνθρωποι των γραμμάτων το γνώρισαν ποτέ στον τόπο μας κι είχε ενθουσιάσει τους νέους, ενώ οι παλαιότεροι,παρ’ όλες τις επιθέσεις του, εναντίον τους, τον ξεχώριζαν σαν την πιο λαμπρή ελπίδα για την ποίησή μας […].
Μα τα πράγματα άλλαξαν από τότε. Οι αντιλήψεις για την ποίηση δεν είναι πια οι ίδιες, και από το χάος που επακολούθησε ύστερ’ από τον προηγούμενο πόλεμο, νέα ρεύματα σχηματίστηκαν, νέοι δρόμοι άνοιξαν. Ο πρωτοπόρος όμως Λαπαθιώτης, όχι μόνο έμεινε στους δρόμους που είχε πάρει απ’ την αρχή, αλλά κι εκδηλώνει τελευταία με κάθε τρόπο την αντιπάθεια που φτάνει συχνά ως το μίσος. Ήταν φυσικό, έπειτ’ απ’ αυτό, να μη μπορέσει η δικιά του ποίηση να προσανατολιστεί προς
την εποχή μας.
Συμπερασματικά: η πεζογραφία του Λαπαθιώτη κυριαρχείται, όπως και το υπόλοιπο έργο του σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από ένα κλίμα απαισιοδοξίας ή μια διάχυτη αίσθηση ματαιότητας και παρακμής. Με χαρακτηριστικά τον διάχυτο λυρισμό, την περιπάθεια και τη νοσταλγία, τις (νεο)ρομαντικές αποχρώσεις, τη (μετα)συμβολιστική διάθεση και την πραγμάτωση των διδαγμάτων του αισθητισμού σε συνδυασμό με τις συχνές (και κάποτε κουραστικές) επαναλήψεις, τις πολλές περιγραφές και τη μουσικότητα που υποβάλλει47, άλ-
λοτε καταλήγει σε αρκούντως γοητευτικά αποτελέσματα ενώ συχνότερα δίνει την εντύπωση
ενός ανεξέλικτου έργου, ανεπηρέαστου από τις καλλιτεχνικές εξελίξεις
Μήτσος Παπανικολάου, «Ναπολέοντος Λαπαθιώτη: ‘‘Τα ποιήματα’’», Νέα Εστία, τχ. 327, 1 Αυγ. 1940,
σσ. 968-970. Η κριτική αυτή, παρότι αρκούντως εγκωμιαστική, του στοίχισε, μάλλον όχι για πάντα κατά πώς φαίνεται, τη φιλία του με τον Λαπαθιώτη, ο οποίος κακοκαρδίστηκε ιδιαίτερα.
Click to access tra.pdf
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αποσπάσματα από στιχουργήματα του Λαπαθιώτη περί της αγγελίας του θανάτου του και της κηδείας του
όπου Μήτσος, ο Παπανικολάου:
Το φέρετρό μου, σανιδένιο,
δεν θα ΄χει καμιάν ομορφιά.
Θα το καρφώσουν μάνι μάνι
με τα κοινότερα καρφιά
Κι ύστερα βίρα και στον ώμο
(λίγο μακρύ, λίγο φαρδύ),
κι αυθημερόν θα πάρει δρόμο
για το στερνό μου το τσαρδί…
Θα ΄ναι κι ο Μήτσος με τον Χάρη,
και πέντε δέκα συγγενείς,
– κι ο Γιώργος ο Μυλωνογιάννης:
κι άλλος κανείς, κανείς, κανείς…
…………………………………………
Όταν το πράμα μαθευτεί
μες στα γραφεία του Μπουκέτου,
κρουνοί δακρύων (φανταστικών!)
θα πλημμυρίσουν το παρκέ του.
Κι ο Μήτσος, μʼ άξαφνη σπουδή,
θα ψάξει να βρει το κλισέ μου,
– κι ίσως την ώρα που το δει,
να ψιθυρίσει ένα: – Χρυσέ μου…
(γιατί παρʼ όλο που θαρρεί
πως ο λουλάς τον έχει οπλίσει,
θα ΄χει ασφαλώς, το βράδυ αυτό,
κάποιο μαντήλι για την πλύση…)
Μα ο Χάρης, μελαγχολικός,
μη συμφωνώντας με τον Μήτσο,
θα προτιμήσει, φυσικά,
να γίνει ένα καινούργιο σκίτσο
https://sarantakos.wordpress.com/2011/01/08/lapa8jan2011/
sarant said
33 Ακριβώς, γι αυτή την κριτική ψυχράνθηκαν, ο Λαπαθιώτης θεώρησε πως ήταν προδοσία, περίπου -και υπάρχει μπιλιέτο του προς τον Μυλωνογιάννη «Δεν φαντάζομαι να παπανικολαϊζεις κι εσύ;»
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
…ποιος λίγο, ποιος περισσότερο οι ποιητές που φάνηκαν στην Ελλάδα από τον Παλαμά κι έπειτα, και ιδίως από τα 1910 ως τα 1930, μαζί με τον Σεφέρη ακόμα, πήραν κάτι από το συμβολισμό. Καλοί και κακοί ποιητές, είχαν μυστική διάθεση να δώσουν στους στίχους των αυτή τη μουσική γοητεία, αυτή την υποβολή, τη λεκτική γλυκύτητα, την απαλοσύνη και το τρεμοσάλεμα, την εσωτερική προέκταση και την απευθείας ψυχική δόνηση, που μας δίνουν ο Βερλαίν, ο Μαλαρμέ και οι άλλοι συμβολιστές. Ο νεοελληνικός λυρισμός διαμορφώθηκε μέσα στο γενικότερο κλίμα του ποιητικού συμβολισμού. Κι όλα τα ποιητικά κινήματα των νεωτέρων που εκδηλώθηκαν κατά καιρούς από τα 1910 κι έπειτα, αφετηρία τους έχουν τα ποιητικά ιδανικά του συμβολισμού. Σ΄αυτόν και στις παραλλαγές του, ανήκουν ποιητές όπως ο Φιλύρας,ο Μελαχρινός, ο Ουράνης, ο Παπατσώνης ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης ο Άγρας, ο Μήτσος Παπανικολάου, κι ένα πλήθος άλλων χωρίς σημασία. Μια γενική παρατήρηση θα κάνουμε΄ο συμβολισμός των ποιητών του δημοτικισμού παραμένει βαθύτερα ελληνικός, ενώ των νεώτερων προσπαθεί να χειραφετηθεί από τα ελληνικά ενδιαφέροντα ‘ φιλοδοξεί να μοιάσει απευθείας με τα πρότυπά του. Χάνοντας όμως την επαφή με την ελληνική πραγματικότητα, πέφτει συχνότατα σε μιαν αναφομοίωτη μίμηση.
Ανδρέας Καραντώνης,
Εισαγωγή στη νεώτερη ποίηση του 1958.
Η ταπεινότης μου δεν ξέρει και πολλά, μα ποιητές που μελοποιούνται, που τραγουδιούνται, που μπαίνουν στα αναγνωστικά και που γράφονται βιβλία γι΄αυτούς κοντά 100 χρόνια μετά, δε μου φαίνονται και πολύ «αναφομοίωτοι μιμητές».
leonicos said
Πολύ ενδιαφέρον. Συνταρακτικά ενδιαφέρον ως άρθρο.
Ως κείμενο, λίγο απλοϊκό.
Πάντως, πολλοί που ξεκίνησαν για ‘σπουδαίοι γιατροι’ δεν έφτασαν εκεί, και δεν τους έφταιξε καμιά γυναίκα
Costas Papathanasiou said
Καλημέρα!
36: Παρ’ όλα αυτά και ο Α.Καραντώνης ξεχωρίζει (ως σημαντικό και) τον Μητσο Παπανικολάου μέσα σε “ένα πλήθος άλλων χωρίς σημασία”. Μία ειδικότερη κρίση-σύγκριση των δύο φίλων η εξής:
“…Ο Λαπαθιώτης, που συγγένευε μαζί του όχι μόνο στην ποίηση και στις αντιλήψεις για την ποίηση, μα και στο διπλό βίτσιο, είχε ανοίξει νωρίτερα το δρόμο σ’ αυτού του είδους τη «νέα ευαισθησία», αλλά παραμένει περισσότερο συναισθηματικός και θεματογραφικός. Ο Παπανικολάου είναι πιο δωρικός και πιο αδρός, χωρίς τα πολλά «λιγώματα», όπως τα χαρακτήρισε ο ίδιος, του προγενέστερου συνοδοιπόρου του. Πυκνότερος μέσα στο στενό του χώρο, πιο πλαστικός και πιο ζωγραφικός απ’ τον Λαπαθιώτη και χωρίς το ρομαντισμό εκείνου, τον διαφοροποιεί τον προεκτείνει και προχωρεί ως τα ακρότατα όρια της «σχολής». Απομένει, βέβαια, πάντα πολύ λίγος κι όσο περνάει ο καιρός ακόμα λιγότερος. Άφησε, ωστόσο μερικά λαμπρά στο είδος τους ποιήματα, έστω και μετρημένα στα δάχτυλα του ενός ή των δύο χεριών, και μερικές θαυμάσιες ποιητικές μεταφράσεις.”( Στεργιόπουλος Κώστας, «Μήτσος Παπανικολάου»: http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?Id=3039&lan=1 )
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Η ποίηση του Παπανικολάου είναι το πουλί που μας χτύπησε το τζάμι και δεν του ανοίξαμε», λέει ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος
https://www.kathimerini.gr/culture/562282993/mesa-sti-voyi-toy-mitsoy-papanikolaoy/
Costas Papathanasiou said
Αν άλλοτε μ’ αγάπησες κι αν πια δε μ’ αγαπάς,
μες στην καρδιά μου η αγάπη σου πάντοτε η ίδια μένει.
Μ’ αρκεί στη θλίψη ν’ αγαπάς της βαρυχειμωνιάς
μι’ άνοιξη περασμένη.
Και τώρα μάταια αν ποθώ τα θεία σου φιλιά,
την αγκαλιά σου αν έχασα κι αν νοσταλγός σου μένω,
σ’ αυτό τον κόσμο πάντοτε – πικρή παρηγοριά –
μας μένει το χαμένο.
(“Χαμένη Αγάπη”, Μήτσος Παπανικολάου)
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
27 – 28 Ναι, χτες τα σχόλια φαίνονταν με την ώρα που έμπαιναν (κι όχι προχρονολογημένα) και σήμερα βλέπω το άρθρο στις 9:40 ανέβηκε, 9:40 λέει. Πάει κι αυτή η παράδοση. Δεν θα μπορούμε να χαβαλεδιάζουμε στο μέλλον για τις ώρες που πάνε πέρα δώθε τις πρώτες μέρες μετά την αλλαγή της ώρας 🙂
(Για το Αθήνα, όποιος το κατάλαβε).
sarant said
Καλημέρα από εδώ!
39 Αυτό το είπε και στην παρουσίαση στον Ιανό.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
42
Ναι,
«και οι στίχοι του, φιλιά κλεφτά που δεν δόθηκαν και αστραπές μιας βροχής η οποία εν τέλει αλλού, αλλού ήταν ταγμένη να πέσει. «
gpointofview said
# 39
το πουλί πρέπει να είναι αρπακτικό (γεράκι) και με σπασμένη φτερούγα !
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ο ποιητής ως κριτικός, ο κριτικός ως ποιητής.O Ελύτης και ο Σεφέρης του Μήτσου Παπανικολάου
σελ. 637, 638 κ.ε
https://www.academia.edu/35196111/%CE%9F_%CE%95%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BF_%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9C%CE%AE%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%AC%CE%BF%CF%85_%CE%9F_%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82_%CF%89%CF%82_%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_pdf
GeoKar said
👍
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
44, Τζη
η παρατήρηση είναι πραγματολογική ή ποιητική; 🙂
gpointofview said
# 47
(έλειπα)
έτσι το φαντάζομαι, αλλιώς γιατί να κτυπήσει το τζάμι ;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
48, Σκέφτομαι ότι χτυπάνε τα πουλιά στο τζάμι όταν είναι χιονιάς έξω (εκτός από ατύχημα πχ τα τραβάει απ΄το σκοτάδι, το φως μέσα).
Μαρία said
Ο Μ. Ρέμπας στην εκπομπή του Βάκη (εδώδιμα …). Αναφέρεται και στην προσφορά του Νικοκύρη.
https://www.avgi.gr/sto-kokkino#archive
Νέο Kid said
Κοίτα τώρα τη κουβέντα θα πιάσουμε σαββατόβραδο!… Αλλά έτσι είναι αυτό το ιστολόι ,ειδικά για μας που δουλεύουμε Κυριακές…
Λοιπόν ,τα πουλιά που χτυπάνε τα τζάμια (ειδικά την άνοιξη) το κάνουν απ’ το κακό τους! Βλέπουν «ανταγωνιστή» στις εδαφικές και σεξουαλικές διεκδικήσεις τους, και τού ορμάνε… Χωρίς πλάκα! Δισεκατομμύρια πουλιά πεθαίνουν κάθε χρόνο απ’ το κοπανητό σε τζάμια!
sarant said
50 Να είναι καλά