Θα παρουσιάσω σήμερα ένα εκτενές απόσπασμα από τον «Έπαινο των γυναικών», όπως λέγεται ένα από τα πρώιμα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ένα απόσπασμα που το χαρακτήρισα «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους» επειδή έχει ως θέμα του τις εξωσυζυγικές περιπέτειες των γυναικών, που τις περιγράφει χωρίς περιφράσεις και περιστροφές.
Από μια άποψη, το σημερινό άρθρο συναρτάται με το πρόσφατο άρθρο μας για τα συζυγικά κέρατα, ενώ έμμεσα σχετίζεται και με το άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει την προπερασμένη Κυριακή για την ανάγκη ή όχι μεταγλώττισης ή μετάφρασης του Παπαδιαμάντη.
Αλλ’ ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. «Ο έπαινος των γυναικών» είναι ένα ανώνυμο δημώδες στιχούργημα που υπολογίζεται ότι γράφτηκε στα τέλη του 15ου αιώνα (την περίοδο 1485-1500) στην Κρήτη, αλλά μας παραδίδεται από ένα και μοναδικό χειρόγραφο που βρέθηκε στην Κέρκυρα και πάντως περιέχει σχετικά λίγους κρητικούς ιδιωματισμούς. Αποτελείται από 735 οχτασύλλαβους στίχους, γενικά ομοιοκατάληκτους.
Ο ανώνυμος ποιητής στο προοίμιο δηλώνει ότι σκοπός του είναι να εξετάσει «τα κακά τα’χουν [που έχουν] εις τα φυσικά τους» οι γυναίκες, και για να τις εξετάσει τις χωρίζει σε τρεις κατηγορίες: ανύπαντρες κοπέλες, παντρεμένες γυναίκες, και χήρες. Ωστόσο η μερίδα του λέοντος, περίπου 450 στίχοι από τους συνολικούς 735, αφιερώνεται στις παντρεμένες γυναίκες. Ο ανώνυμος ποιητής ξεκινάει από το ελάττωμα της φιλαρέσκειας και προχωράει σε άλλα «τυπικά γυναικεία» ελαττώματα και χαρακτηριστικά, όπως η συζυγική απιστία, η φιληδονία ή η κακία και η πονηριά. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο τίτλος είναι ειρωνικός: πουθενά δεν επαινεί τις γυναίκες ο ανώνυμος ποιητής, μόνο τις κακολογεί.
«Αντιγυναικεία» έργα του τύπου αυτού υπάρχουν αρκετά στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά δεν έχει βρεθεί κάποιο που να αποτέλεσε το πρότυπο του «Επαίνου». Πάντως, όσο υπερβολικό κι αν είναι το κατηγορητήριο κατά των γυναικών, δείχνει ότι το έργο είναι γραμμένο σε μια εποχή όπου η γυναίκα είχε αρχίσει να αμφισβητεί την πατρική και συζυγική εξουσία -και ταυτόχρονα κινείται ολοφάνερα σε αστικό περιβάλλον, μάλλον στον Χάνδακα, στο σημερινό Ηράκλειο πρέπει να γράφτηκε.
Όπως θα δείτε, το στιχούργημα δεν διεκδικεί δάφνες για την τέχνη του, ούτε και για την τεχνική του. Είναι αξιόλογο επειδή υπάρχει, θα λέγαμε. Πάντως δίνει ενδιαφέροντα στοιχεία, όσο κι αν πρέπει να τα φιλτράρουμε, παίρνοντας υπόψη την υπερβολή και την προκατάληψη του ποιητή.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι η δημώδης γλώσσα των αρχών των Νεότερων χρόνων -μια γλώσσα μικτή, όπου στον καμβά της πρώιμης νεοελληνικής υπάρχουν λόγια στοιχεία καθώς και κάποιοι αρχαϊσμοί. Ιδιωματικοί τύποι όπως είπαμε υπάρχουν, αλλά είναι μάλλον λιγοστοί.
Ο Έπαινος των γυναικών κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια σε υποδειγματική έκδοση από το πρωτοπόρο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, σε πλουσιότατη επιμέλεια της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου. Η έκδοση είναι ενταγμένη στη σειρά «Παλιότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας», πέμπτος τόμος της σειράς. Εγώ ομολογώ ότι το έργο το πληροφορήθηκα από κάποια αποσπάσματα που δημοσίευσε πριν από κανένα χρόνο ο φίλος Τάσος Καπλάνης στην Αυγή, όταν για ένα μήνα είχε αναλάβει την εκ περιτροπής θέση του ανθολόγου. Ο Τάσος έχει κάνει και κάποια εργασία για τον Έπαινο, αλλά δεν την έχω δει.
Φυσικά υπάρχει εκτενής πρόλογος, πλούσια εικονογράφηση, επίμετρο με παράλληλα κείμενα, ενώ ανάμεσα στις ενότητες του ποιήματος η επιμελήτρια παρεμβάλλει μικρά, πολύ ενδιαφέροντα δοκίμια που φωτίζουν διάφορα θέματα που θίγονται στο ποίημα. Ξαναλέω, πρόκειται για έκδοση υποδειγματική, όπως όλες σχεδόν του ΙΝΣ -αν ήταν να επισημάνω μια έλλειψη, θα ανέφερα ότι δεν υπάρχει γλωσσάρι και ότι το γλωσσικό-λεξιλογικό τμήμα αναπτύσσεται πολύ λιγότερο από το πραγματολογικό. Η ετυμολογία απουσιάζει εντελώς.
Αλλά δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη για γλωσσάρι, για τον απλό λόγο ότι η επιμελήτρια έκανε μια ασυνήθιστη επιλογή: αντικριστά στο κείμενο παραθέτει μετάφρασή του στη σημερινή νεοελληνική -γι’ αυτό είπα ότι το σημερινό άρθρο συνδέεται με εκείνο για τη μεταγλώττιση του Παπαδιαμάντη. Αναδημοσιεύω κι εγώ τη μετάφραση πλάι στο πρωτότυπο (με τη βοήθεια του Στάζιμπου για τα τεχνικά) κι εσείς θα κρίνετε αν είναι περιττή, απαραίτητη ή απλώς χρήσιμη.
Σκόρπιους στίχους του Επαίνου μπορείτε να βρείτε στο Διαδίκτυο, κυρίως εδώ. Προτίμησα να μην κορφολογήσω στίχους και αποσπάσματα, αλλά να παραθέσω ένα ενιαίο εκτενές απόσπασμα, τους στίχους 208 έως 325, δηλαδή σχεδόν το ένα έκτο του συνόλου. Έτσι θα πάρετε μια αντικειμενική εικόνα -βέβαια, το ενιαίο απόσπασμα είναι πιο βαρετό από τα κορφολογήματα. Να σημειωθεί ότι δεν έκανα μετατροπή σε μονοτονικό, για τον απλό λόγο ότι το βιβλίο είναι ήδη τυπωμένο μονοτονικά, όπως άλλωστε πρέπει να τυπώνονται τα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα. Το φως σε ό,τι αφορά τη φιλολογία στην Ελλάδα έρχεται από τον Βορρά, εδώ και 90 χρόνια. Στο τέλος λέω μερικά λεξιλογικά.
Και άλλες όταν παντρευτούν,
θέλουν δια να ποπευτούν
δοκιμάζουν και άλλους θέλουν,
να σκολάσουν πλέο δε θέλουν.
Φαίνεται της σαν το μέλι
και γοργά πάει εις το μπουρδελι,
νέον, γέρον, δεν την μέλει,
βάνει και μικρόν κοπέλι
και τον άνδρα της ου θέλει,
επειδή τον έχει ως τρέλη.
Και όσες έναι οπού το κάμαν
τούτο το κακόν το πράμαν,
δύσκολα δια να το αφήσουν,
ειμή μόνο ν’ αστοχήσουν
ή να πάρουσιν ζουλιάρην
ή κακόν μαλωματάρην
ή κανένα παλληκάριν
να ’χει φρόνεσην και χάρην
και καλά να την φυλάσσει
ότι να μη τον γελάσει.
Αμή, όσα θέλει ας την φυλάει,
δεν μπορεί να το απαλλάγει
και τον κόπον μόνον χάνει,
αμή αυτήν δεν τηνε πιάνει,
ειμή μόνο αν εστεκέτο
πάντα να μη κοιμιζέτο
και να την αγκαλιαζέτο,
μετά κείνην να σφαλιέτο,
εις σετούκι να έμπει απέσω.
Και να πει ότι: «Θε να πέσω»,
ή ότι: «Κόπτει με να χέσω,
και να ράψω και να κλώσω»,
να την πει: «Κάμε το αυτού
ένα και άλλον, και ας κτυπούν.»
Και αν ειπεί: «Να κατουρήσω,
δεν πορώ δια να τουρήσω»,
να την λέει ώς και αυτό:
«Εδαυτού σε το κρατώ,
πάντα σου δια να το κάμνεις
και από την μοιχείαν να λείπεις.»
Και αν ειπεί: «Και αν πεινάσω
και καμπόσο να διψάσω,
πού να το εύρω να χορτάσω
εδώ μέσα οπό πλαντάσσω;»,
να την πει: «Εγώ, μά τ’ άγια,
και μά τα μυστήρια τα άγια,
δύνομαι να σε χορταίνω
και σφικτά να σε βασταίνω.»
Κι αν αυτή το στεργηθεί
εκεί μέσα να σταθεί,
πρέπει να μη κοιμηθεί
και ποσώς μη πλανεύει,
ώστα ζει να την θωρεί,
νύκτα ημέρα ως ημπορεί,
και έτοιμος με το σπαθί
να την κρατεί, μη γαμηθεί·
τότες έναι δυνατό
να μηδέν κερατωθεί.
Αμή αλλέως δεν έχει φύση
άνθρωπος να την κρατήσει
την γυνήν την πομπεμένην
και την μουτζοπαντρεμένην
και την άλλην την καμένην
οπού ευρέθη εγκαστρωμένη.
Αμή αν θέλεις να κοιμάσαι,
πάντοτες αυτή πλανά σε.
Μερικές εις το κρεβάτι
έχουν καύχους, και κτυπά τη,
και τον άνδρα ωσάν προβάτο
έχει τον και ωσάν κτημάτο.
Άτυχος, ουδέ γρικά τη
‘τι μαγεύει τον με κάτι,
και πίσω άλλος πελεκά τη.
Λέει το ότι δοικά τη,
αμή εκείνη λέει πάντα:
«Βάρει! Μόνον αν επλάντα!
Ο κρουσμένος σαν κοιμάται,
ως το ξύλον δεν γρικάται.»
Δεν σας λέγω όταν λείπει
ο άνδρας εις την μαύρην λύπη
τότε έχει τον καιρόν
να χορεύει τον χορόν·
βλέπει τον ωσάν ξερόν,
λέγει: «Θε να ’βρω να χαρώ
με άλλον, νέον τρυφερόν,
να με ποίσει ωσάν πτερό
‘λαφρικήν και γλυκασμένην
την καρδιά μου την καμένην.»
Την αλήθεια, τέτοιον πράγμα
δεν εφάνηκεν εις γράμμα,
οπού κάμνουν οι γυναίκες,
να ’ναι ξενοπηδημένες.
‘Δέτε μόνο αν έχει γνώση
η γυναίκα να μετρήσει
ένα, δύο και τα τρία
(ναι, μα την Οδηγητρία!),
ήγουν την ζωήν που ζούμεν
και το πλέον, οπού γρικούμεν,
και το τρίτον, την τιμήν τους,
πόναι πλέο από την ζωήν τους.
Αμή εκείνες ’δέ θυμούνται,
ουδέ τάσσου, ουδέ φοβούνται
να μηδέν τας εγρικήσουν
και τας κάρας τους τσακίσουν,
ήγου οι βαριομοιριασμένοι,
οι άνδρες των οι μαγεμένοι.
Μόνον λέγουν ας χορτάσουν,
κίνδυνον ποσώς δεν τάσσουν,
δεν φοβούνται να τας πιάσουν,
ουδέ καν να τας γρικήσουν,
και εντροπήν ουδέν ψηφούν
να ποπεύονται κρυφά.
Και όταν έλθει να την φτάσει,
θέλει διά να την πιάσει,
έναι νόμος δια να χάσει
το προικιόν της, αν πλαντάζει·
τότες απομένει γδούρια
και πηδούν τη τα γαδούρια. |
Και άλλες, όταν παντρευτούν,
το πάνε φιρί φιρί να ντροπιαστούν·
δοκιμάζουν και άλλους ποθούν,
δεν θέλουν πια να σταματήσουν.
Της φαίνεται σαν το μέλι
και γρήγορα καταλήγει στο μπουρδέλο,
νέο, γέρο, δεν τη νοιάζει,
παίρνει και μικρό αγόρι·
και ο άντρας της δεν της αρέσει,
επειδή τον θεωρεί τρελό.
Και όσες το έκαναν
τούτο το κακό το πράμα,
δύσκολο να το αφήσουν,
παρά μόνο αν κάνουν λάθος
και πάρουν άντρα ζηλιάρη
ή κακό καβγατζή
ή κανένα νεαρό
που να έχει σύνεση και δύναμη
και να τη φυλάει
καλά για να μην τον απατήσει.
Αλλά, όσο θέλει ας τη φυλάει,
δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό
και μόνο χάνει τον κόπο του,
αυτή δεν τη συγκρατεί,
παρά μόνο αν στεκόταν
πάντα ξύπνιος
και την αγκάλιαζε
και κλεινόταν μαζί της
κι έμπαινε μέσα σε σεντούκι.
Και αν του έλεγε «Θα ξαπλώσω»,
ή «Μου έρχεται να χέσω,
και να ράψω και να κλώσω»,
να της απαντούσε: «Κάνε το εδώ
και το ένα και το άλλο, κι ας χτυπούν απέξω.»
Και αν έλεγε «Να κατουρήσω,
δεν μπορώ να αντέξω»,
να της έλεγε ακόμη κι αυτό:
«Ορίστε, εδώ σου το κρατώ,
πάντα να το κάνεις
και να αποφεύγεις τη μοιχεία.»
Και αν έλεγε: «Κι άμα πεινάσω
και διψάσω πολύ,
πού θα βρω να χορτάσω
εδώ μέσα που πλαντάζω;»,
να της απαντούσε: «Εγώ, μά τα ιερά,
και μά τ’ άγια μυστήρια,
μπορώ να σε χορταίνω
και να σε βαστάω σφιχτά.»
Και αν εκείνη το δεχτεί
να μείνει εκεί μέσα,
πρέπει αυτός να μην κοιμάται
και καθόλου να μην ξεγελιέται,
να την προσέχει όσο ζει,
νύχτα μέρα, όπως μπορεί,
κι έτοιμος με το σπαθί
να την κρατάει, για να μη γαμηθεί·
τότε είναι δυνατό
να μη φορέσει κέρατα.
Μα, αλλιώς, δεν έχει φυσική δύναμη
ο άντρας να την κρατήσει
τη γυναίκα την ξευτελισμένη
και τη διαπομπευμένη σύζυγο
και την άλλη την καημένη
που βρέθηκε γκαστρωμένη.
Πάντως, αν θέλεις να κοιμάσαι,
αυτή πάντα θα σε εξαπατά.
Μερικές στο κρεβάτι
έχουν αγαπητικούς, και την πηδάνε,
και τον άντρα της σαν πρόβατο
τον έχει και σαν ζώο.
Ο κακότυχος, ούτε καν την ακούει,
γιατί τον μαγεύει με κάτι,
και ύστερα άλλος την κανονίζει.
Λέει ότι την εξουσιάζει,
αλλά εκείνη λέει συνέχεια:
«Απαύτωνέ με! Αχ, και μόνο να ψοφούσε!
Ο κερατάς όταν κοιμάται,
είναι αναίσθητος σαν το ξύλο.»
Δεν σας λέω τί γίνεται όταν λείπει
ο άντρας της· στη μαύρη λύπη μέσα
τότε έχει τον καιρό
να χορεύει τον ερωτικό χορό·
βλέπει τον άντρα της σαν ψοφίμι,
λέει: «Θα βρω για να χαρώ
άλλον, νέο τρυφερό,
να μου κάνει σαν φτερό
ελαφριά και γλυκαμένη
την καρδιά μου την καημένη.»
Αλήθεια, τέτοιο πράγμα
δεν έχει γραφτεί ακόμα,
αυτό που κάνουν οι γυναίκες,
που πηδιούνται με ξένους.
Δείτε μόνο αν έχει μυαλό
η γυναίκα να μετρήσει
το ένα, δύο και τρία
(ναι, μά την Παναγιά την Οδηγήτρια!),
δηλαδή πρώτον τη ζωή που ζούμε,
δεύτερον την αντίληψη που έχουμε,
και, τρίτον, την τιμή τους,
που είναι πιο πάνω κι από τη ζωή τους.
Αλλά εκείνες τίποτε δεν λογαριάζουν,
ούτε υπόσχονται, ούτε φοβούνται
μήπως τις πάρουν είδηση
και τσακίσουν τα κεφάλια τους,
εννοώ οι κακότυχοι
οι άντρες τους οι μαγεμένοι.
Το μόνο που λένε είναι οι ίδιες να χορτάσουν,
κίνδυνο καθόλου δεν σκέφτονται,
δεν φοβούνται μήπως τις τσακώσουν,
ούτε καν μήπως τις πάρουν χαμπάρι,
και καθόλου δεν θεωρούν ντροπή
το να ξευτελίζονται κρυφά.
Μα όταν συμβεί να τη βρει,
και να την πιάσει στα πράσα,
ο νόμος είναι να χάσει
την προίκα της, αν σκάσει από πόθο·
τότε απομένει φτωχή
και την πηδούν τα γαϊδούρια. |
208
210
220
230
240
250
260
270
280
290
300
310
320
325 |
Μερικά λεξιλογικά:
* Στον στίχο 324, στην απόδοση, παραλείπω την επεξηγηματική προσθήκη της επιμελήτριας: [και συνουσιαστεί με άλλον] επειδή μου χαλάει τη στοίχιση.
* Μια γενική παρατήρηση, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα μπ, ντ γράφονται π, τ (ποπευτούν αντί πομπευτούν, σετούκι αντί σεντούκι, πορώ αντί μπορώ και άλλα πολλά). Δεν είδα κάπου μια αναφορά σε αυτό το φαινόμενο ή μια εξήγησή του, αν είναι δηλαδή σύμβαση της γραφής ή αν έχει πραγματική βάση -ίσως όμως να υπήρχε αναφορά και να μην την πρόσεξα.
* Στίχος 217, «επειδή τον έχει ως τρέλη». Η επιμελήτρια μεταφράζει «επειδή τον θεωρεί τρελό». Δεν ξέρω αν ο τύπος «τρέλης» υπάρχει ή αν έγινε για χάρη της ομοιοκαταληξίας, αλλά αναρωτιέμαι γιατί απορρίφθηκε ο απλός παρατονισμός (που τέτοιους έχει πολλούς χάρη της ρίμας στο ποίημα) δηλαδή «επειδή τον έχει ως τρελή». Αλλά λέξη «τρέλλης» υπάρχει όπως με πληροφορεί το σχ. 21 οπότε εδώ μάλλον κακώς αναρωτήθηκα.
* Στίχος 243, «να τουρήσω». Πρόκειται πάλι για τη γραφή τ αντί για ντ. Ο τύπος είναι «να ντουρήσω», από το ρήμα «ντουρώ», αντέχω, και αλλού «διατηρούμαι», που είναι δάνειο από το βενετικό durar, ιταλικό durare. Να σημειώσουμε ότι και το κοινό «φτουράω» προέρχεται μάλλον από το λατ. obduro.
* 269 «μουτζοπαντρεμένη» Σύνθετο που μας θυμίζει την πρακτική της διαπόμπευσης των μοιχαλίδων -φυσικά για τη μούντζα αξίζει να γραφτεί άρθρο, να δούμε πότε θ’ αξιωθώ.
* 275 «καύχους». Καύκος και καύχος ο αγαπητικός, καύκα και καύχα η αγαπητικιά. Και για τη λέξη αυτή αξίζει άρθρο, μεταξύ άλλων επειδή η ετυμολογία της είναι σκληρό καρύδι που αντιστέκεται -μπορεί πάντως να έχει σχέση με το ποτήρι τον καύκο (του γνωστού βυζαντινού συνθήματος Πάλιν τον καύκον έπιες…) Στην Κύπρο οι λέξεις καύκος και καύκα είναι σε χρήση -ο αστικός μύθος λέει ότι το 1970 το τελωνείο απέρριψε βιβλίο του Κάφκα που ερχόταν από Ελλάδα επειδή το θεώρησαν άσεμνο αφού μιλούσε για ερωμένες (καύκα, νόμισε ο τελώνης).
* 275 «κτυπά τη» – μια από τις πολλές λέξεις για την ερωτική πράξη. Βλ. και «βαράει» ή «πελεκάει» αμέσως πιο κάτω, ενώ ο κερατωμένος σύζυγος λέγεται «κρουσμένος»
* 309 «ουδέ τάσσου» [τάσσουν] Η επιμελήτρια το μεταφράζει «υπόσχονται», και εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται λογικό, αφού τάσσω = τάζω, αλλά το νόημα δεν βγαίνει. Στον στίχο 315 πιο κάτω, το «κίνδυνον ποσώς δεν τάσσουν» αποδίδεται πειστικά «κίνδυνο καθόλου δεν σκέφτονται», οπότε εικάζω ότι αυτό είναι και εδώ το νόημα, οι γυναίκες «δεν σκέφτονται/νοιάζονται, δεν φοβούνται». Δυστυχώς η έκδοση του μεσαιωνικού λεξικού του Κριαρά δεν έχει φτάσει ως το Τ ακόμα (ο 19ος τόμος τελειώνει στο σιργ-) οπότε δεν μπορώ να ανατρέξω εκεί, βρίσκω όμως την ίδια σημασία, τάσσω= σκέφτομαι, νοιάζομαι και στον Πόλεμο της Τρωάδας:
Ἐξ ὅ, τι καὶ ἂν ἐχάσασιν οἱ Ἕλληνες ἀπάρτι,
ὅλον ἐλησμονῆσαν το, τίποτε δὲν τὸ τάσσουν
οπότε πείθομαι ότι το διαβάζω σωστά.
* 324 «απομένει γδούρια», αποδίδεται «φτωχή», αλλά είναι λιγάκι πιο έντονο. Γδούρης είναι ο πάμφτωχος, που δεν του έχει απομείνει τίποτα, που τον «έχουν γδάρει» μεταφορικά. Αυτή είναι άλλωστε και η ετυμολογία της λέξης, αφού προέρχεται από το εκδόριον, εκδούριν και το κδ τρέπεται σε γδ. Εδώ, η μοιχαλίδα που σκάει από τον πόθο και συνουσιάζεται με άλλον βάσει του νόμου χάνει την περιουσία της (και την προικώα, υποθέτω) οπότε μένει επί ξύλου κρεμάμενη, τσίτσιδη, όχι απλώς φτωχή. Στο Χρηστικό λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου, του Π. Κουσαθανά, βρίσκω ότι «γδούρι» σημαίνει α) κουρεμένος γουλί, β) γυμνός, ολότελα χαμένος σε τυχερό παιχνίδι.
Οπότε, το μοναδικό παράπονο από αυτή την έξοχη έκδοση είναι πως δεν είχε δέκα σελιδούλες παραπάνω με μερικά γλωσσικά σχόλια σαν κι αυτά που σημείωσα.