Μερικές μέρες μετά το Πάσχα, ένας φίλος του ιστολογίου ήρθε με αναστάσιμες ευχές και πέντε απορίες. Τις τέσσερις από τις πέντε τις έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, την πέμπτη όχι. Του υποσχέθηκα πως θα γράψω κάτι -και επειδή στις μέρες μας δεν είναι για να κάνεις καινούργια χρέη την ώρα που κυνηγάμε τον εθνικό στόχο της επενδυτικής βαθμίδας, σπεύδω να εξοφλήσω αμέσως το χρέος μου.
Γράφει λοιπόν ο φίλος Γρηγόρης:
Χριστός Ανέστη!
Έχω 5 λέξεις που άλλαξαν στην πορεία του χρόνου….
Απορία 1η Πώς έγινε ο Άρτος Ψωμί;
Απορία 2η Πώς έγινε ο Ιχθύς Ψάρι;
Απορία 3η Πώς έγινε το Ήπαρ Συκώτι;
Απορία 4η Πώς έγινε το Ύδωρ Νερό;
Απορία 5η Πώς έγινε η Όρνιθα Κότα;…. (αντιδάνειο; )
Όπως είπα, στα τέσσερα πρώτα έχουμε δώσει απαντήσεις στο ιστολόγιο, είτε σε ειδικά άρθρα είτε παρεμπιπτόντως, αλλά δεν βλάφτει να επαναλάβουμε εδώ σύντομα την απάντηση, για όσους δεν τη θυμούνται.
Το ψωμί είναι το ελληνιστικό ψωμίον. Στα αρχαία ψωμός είναι η μπουκιά, το κομμάτι, πιθανώς και κρέατος, αλλά στην ελληνιστική εποχή η σημασία εξειδικεύτηκε, και σήμαινε κυρίως τη μπουκιά ψωμί. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, χρησιμοποιείται πάντοτε για το ψωμί η λέξη άρτος (πέντε άρτοι κρίθινοι, στο θαύμα του πολλαπλασιασμού) όταν όμως στον μυστικό δείπνο ο Ιησούς θέλει να υποδείξει τον μαθητή που θα τον παραδώσει, παίρνει μια μπουκιά ψωμί και λέει «εγώ βάψω το ψωμίον και δώσω αυτώ» και βουτάει το ψωμί στο κρασί και το δίνει στον Ιούδα (διότι το βάπτω σήμαινε εμβαπτίζω). Με τον καιρό, το ψωμίον δεν σήμαινε πια τη μπουκιά ψωμί αλλά το ψωμί γενικώς· αλλά ο άρτος, σαν λέξη, επέζησε βέβαια· «αυτό δεν είναι ψωμί, είναι άρτος» μας έλεγε η γιαγιά όποτε έφερνε αντίδωρο από την εκκλησία.
Το ψάρι ετυμολογείται από το οψάριον, που είναι υποκοριστικό της λέξης όψον. Όψον ήταν στα αρχαία ελληνικά το προσφάι που συνοδεύει το ψωμί ή ο μεζές που συνοδεύει το κρασί. Λοιπόν, ο φτωχόκοσμος στην αρχαιότητα έτρωγε ψωμί με κάποιο συνοδευτικό για να νοστιμίσει, ή ελιές ή κρεμμύδι ή κάποιο λαχανικό ή ψαράκι (μαρίδα ή γόπα βέβαια, όχι σφυρίδα αθηναϊκή). Ήδη από τον Όμηρο συναντάμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για όψον ή όψα, ας πούμε στο Λ της Ιλιάδας ο Νέστορας κερνάει τον Πάτροκλο κρόμυον ποτῷ ὄψον, δηλαδή «κρεμμύδι, μεζέ για το ποτό»
Σε κάποιο απόσπασμα κωμωδίας του Αριστοφάνη διαβάζουμε ότι ο καλύτερος μεζές είναι η φακή (φακῆν ἥδιστον ὄψων) αλλά δεν είχαν όλοι αυτή τη γνώμη. Φαίνεται πως οι Αθηναίοι ειδικά προτιμούσαν ψαράκι για προσφάι και είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που γράφει ο Πλούταρχος στα Συμποσιακά του, την τερπνότατη αυτή συλλογή «προβλημάτων» που συζητιούνται μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. Λοιπόν, ενώ εξετάζουν αν η θάλασσα ή η ξηρά βγάζει τις πιο νόστιμες λιχουδιές (ποια από τις δυο είναι «ευοψωτέρα»), λέει κάποιος από τους συμποσιαστές ότι «πολλῶν ὄντων ὄψων ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γ’ ὄψον καλεῖσθαι διὰ τὸ πολὺ πάντων ἀρετῇ κρατεῖν», δηλαδή ενώ τα όψα είναι πολλά, τα ψάρια, επειδή είναι πολύ ανώτερα, κατάκτησαν το δικαίωμα να αποκαλούνται αυτά μονάχα «όψα». Παναπεί, το προσφάι που σέβεται τον εαυτό του είναι ψαράκι.
Όψον λοιπόν ήταν το προσφάι, ο μεζές, και οψάριον το υποκοριστικό του, το μεζεδάκι ας πούμε. Αρχικά η λέξη χρησιμοποιείται ακριβώς ως υποκοριστικό του προσφαγιού, αλλά σιγά σιγά, καθώς ο ιχθύς είναι το κατεξοχήν όψον, το οψάριον παίρνει τη σημασία «ψάρι» και έτσι βρίσκουμε τη λέξη πχ στα Ευαγγέλια, όπου στο γνωστό θαύμα του Ιησού, που το αναφέραμε και πιο πάνω, το παιδάριον είχε «πέντε άρτους κριθίνους και δυο οψάρια». Κι έτσι, σιγά σιγά το ψάρι εκτόπισε τον ιχθύ στην καθομιλουμένη γλώσσα, ενώ ο ιχθύς έμεινε στα ζώδια και στις σύνθετες λέξεις (ιχθυάλευρα, ιχθυόσκαλα κτλ.)
Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, είδαμε τον ρόλο που έπαιξε ο υποκορισμός στη δημιουργία νέων λέξεων, που δεν είναι πια υποκοριστικά. Στις επόμενες δύο, έχουμε ένα άλλο γλωσσικό φαινόμενο.