
Καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος, διαλέγω σήμερα να παρουσιάσω αποσπάσματα από την εξάτομη αυτοβιογραφία «Άνθρωποι, χρόνια, ζωή» του Ηλία Έρενμπουργκ (1891-1967), ενός αγαπημένου συγγραφέα που συχνά έχω παρουσιάσει κείμενά του στο ιστολόγιο.
Ο Έρενμπουργκ γεννήθηκε στο Κίεβο από εβραϊκή οικογένεια. Όταν ήταν πέντε χρονών, ο πατέρας του ανέλαβε διευθυντής εργοστασίου στη Μόσχα και η οικογένεια μετακόμισε εκεί. Ως μαθητής ο Έρενμπουργκ ανέπτυξε δράση στο κόμμα των Μπολσεβίκων, το 1907 φυλακίστηκε και εξορίστηκε και τελικά το τσαρικό καθεστώς του επέτρεψε να φύγει για το Παρίσι. Εκεί έζησε ως το 1917, όταν επέστρεψε στη Ρωσία μετά την επανάσταση του Κερένσκι.
Θα παρουσιάσω μερικά αποσπάσματα από τον 1ο τόμο των απομνημονευμάτων, 2ο και 3ο κεφάλαιο, και μετά από τον 2ο τόμο, 8ο κεφάλαιο, όπου έχουμε φτάσει στα 1918 και ο 27χρονος Έρενμπουργκ επιστρέφει για έναν χρόνο στο Κίεβο, τη γενέθλια πόλη του. Διευκρινίζω πως ο Έρενμπουργκ γράφει το βιβλίο του περί το 1960.
Το βιβλίο του Έρενμπουργκ βρίθει από αναφορές άγνωστες για τον Έλληνα σημερινό αναγνώστη οπότε θα χρειαζόταν πάμπολλες διευκρινίσεις. Ο μεταφραστής, ο έξοχος Άρης Αλεξάνδρου, ήταν φειδωλός στις επεξηγηματικές σημειώσεις, που μάλιστα τις έβαζε όλες στο τέλος και χωρίς να το επισημαίνει στο κείμενο του βιβλίου. Αυτές μεταφέρω εδώ καθώς και καναδυό ακόμα. Επισημαίνω τα σημεία με αστερίσκο και επεξηγώ στο τέλος.
Ο τίτλος είναι, φυσικά, δικός μου.
Γεννήθηκα στο Κίεβο στις 14 Ιανουαρίου του 1891. Το 1891 έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη των Ρώσων γενικά και επιπλέον των Γάλλων αμπελουργών. Στη Ρωσία είχαμε λιμό· εικοσιεννιά κυβερνεία υποφέρανε από σιτοδεία. Ο Λέων Τολστόι, ο Τσέχοβ, ο Κορολένκο, προσπάθησαν να βοηθήσουν τούς λιμοκτονούντες, κάνανε εράνους, οργανώσανε συσσίτια· όλ’ αυτά ήταν σταγόνα στον ωκεανό και για πολύν καιρό τη χρονιά του ενενήντα ένα τη λέγανε «χρονιά της πείνας». Οι αμπελουργοί της Γαλλίας πλουτίσανε με τα κρασιά εκείνης της χρονιάς: η ξηρασία καίει τα σιτηρά, καλυτερεύει όμως την ποιότητα των σταφυλιών. Οι μαύρες μέρες για τούς χωρικούς της περιοχής του Βόλγα συμπίπτουν πάντοτε με τις χαρούμενες μέρες για τους αμπελουργούς της Βουργουνδίας και της Γασκώνης· ακόμα και στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, όσοι ξέρανε να πιουν κρασί, ψάχνανε τα μπουκάλια με τη χρονολογία «1891». Το 1943, μεταφέρανε απ’ το Λένινγκραντ στη Μόσχα ένα βαγόνι με παλιό «Σαίντ – Εμιλιόν» του 1891. Η μεταφορά έγινε απ’ τον «παγωμένο δρόμο»*. Το Σαμτρέστ*, παρακάλεσε τον A. Ν. Τολστόι και μένα να δοκιμάσουμε το κρασί πού κατόρθωσαν να σώσουν με τόσους κόπους. Αποδείχτηκε πώς τα μπουκάλια ήταν γεμάτα μ’ ένα υπόξυνο υγρό — το κρασί είχε πεθάνει (αντίθετα απ’ τον τόσο διαδεδομένο θρύλο, το κρασί, ακόμα και το καλύτερο, πεθαίνει σε ηλικία σαράντα ως πενήντα ετών).
[…]
3
Λένε πως το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Συμβαίνει κι αυτό, συμβαίνει και το αντίθετο. Έζησα σε μια εποχή, όταν τον άνθρωπο τον κρίνανε συχνά επί τη βάσει των στοιχείων της ταυτότητάς του· οι εφημερίδες γράφανε πως «ο υιός δεν είναι υπεύθυνος διά τας πράξεις του πατρός» ήταν όμως φορές που βρισκόσουν αναγκασμένος να πληρώσεις και για τον παππού σου.