Χτες ήταν η επέτειος. Ίσως έχετε κορεστεί και κουραστεί αλλά και στο σημερινό άρθρο συνεχίζουμε αμείλικτα στο ίδιο πνεύμα. Το χειρότερο είναι που σήμερα ευλογάω τα γένια μου. Χτες είδαμε μια συνέντευξη του φίλου Παντελή Μπουκάλα στον ιστότοπο news247 και στον Γιάννη Φιλέρη. Σήμερα θα αναδημοσιεύσω μια δική μου συνέντευξη στον ίδιο ιστότοπο news247 και πάλι στον Γιάννη Φιλέρη. Η αρχική δημοσίευση βρίσκεται εδώ.
Ως επίμετρο, ας πούμε, αναδημοσιεύω επίσης μια πιο σύντομη συνέντευξη που έδωσα στον ιστότοπο oneman.gr
Θα ζητήσω συγγνώμη για την περιαυτομπλογκία που χαρακτγρίζει το σημερινό άρθρο, καθώς και μια δεύτερη συγγνώμη από τους ταχτικούς αναγνώστες του ιστολογίου διοτι θα διαβάσουν πράγματα που σε μεγάλο βαθμό τα έχουμε ξανασυζητήσει.
H εισαγωγή του Γιάννη Φιλέρη:
Μιλούσαν την ίδια γλώσσα οι επαναστατημένοι Έλληνες το 1821 ή με δυσκολία καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον; Πόσες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν πέρασαν διαχρονικά την ιστορία και έφτασαν, έστω και με διαφορετική σημασία, μέχρι τις μέρες μας; Με αφορμή το βιβλίο του «το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» που παρουσιάζει 300 λήμματα της γλώσσας του αγώνα, ζητήσαμε από τον συγγραφέα (και μανιώδη μελετητή της ελληνικής), Νίκο Σαραντάκο, να δώσει τις απαντήσεις.
Τα όπλα τα ξέρουμε. Κουμπούρες και καριοφίλια, που σκόρπιζαν το μολύβι στα ασκέρια των Οθωμανών, μαζί και σπάθες και γιαταγάνια για τις σώμα με σώμα μονομαχίες. Τις φορεσιές με τα γελέκα, τους ντουλαμάδες και τα τσαρούχια, επίσης.
Λίγο πολύ οι μορφές των αγωνιστών του ᾽21, έμειναν ανεξίτηλες έστω κι αν χρειάστηκε η βοήθεια του Καρλ Κρατσάιζεν, ενός Βαυαρού φιλέλληνα αξιωματικού, που πολεμώντας στο πλευρό των επαναστατημένων, απαθανάτισε τους περισσότερους από τους ήρωες της επανάστασης. Όσοι, τουλάχιστον, ζούσαν γιατί άλλοι, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ή ο Παπαφλέσσας κι ο Αθανάσιος Διάκος, αποτυπώθηκαν στον καμβά βάσει διηγήσεων όσων τους είχαν δει.
Και η γλώσσα; Ποια ακριβώς μιλούσαν οι επαναστατημένοι Ρωμιοί; Πέραν των τοπικών ιδιωμάτων, ή τις επιρροές από τους άλλους λαούς, σύνοικους και μη, υπήρχε μια κοινή οδός όπου ο Ρουμελιώτης καταλάβαινε τον πελοποννήσιο κι ο επτανήσιος τους Ηπειρώτες; Πόσες από τις λέξεις έμειναν και έζησαν διακόσια χρόνια μετά. Και πόσοι από μας ξέρουμε τι ήταν ο πασάς, ο αγάς, ο κλέφτης, ο αρματολός, τα καπάκια και ένα σωρό λέξεις που πολλές φορές διαβάζουμε, κάπου τις έχουμε δει, αλλά δεν γνωρίζουμε επακριβώς την σημασία τους.
Τι έκαναν οι λόγιοι της εποχής για να τους καταλαβαίνουν όσοι από τους ξεσηκωμένους ήξεραν να διαβάζουν;
Ο Νίκος Σαραντάκος αγαπάει πολύ τα βιβλία και σίγουρα τις λέξεις. Σε αυτές αφιερώθηκε, με αυτές συμβιώνει, μέσα από τα γραφτά του, αλλά και το πολύ επιτυχημένο ιστολόγιο του («οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία») που διατηρεί από το 2008. Η προσπάθεια του να καταρρίπτει γλωσσικούς (και όχι μόνο) μύθους δημιούργησε ένα φανατικό κοινό (όπως και φανατικούς αντιπάλους) και γέννησε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία και ακόμη πιο ωραίες ομιλίες εντός και εκτός Ελλάδας.
Μπορεί να πήρε πτυχίο χημικού μηχανικού και αγγλικής φιλολογίας, με τις λέξεις βιοπορίστηκε ωστόσο, καθώς μια αγγελία η οποία του κίνησε το ενδιαφέρον τον έστειλε στο μεταφραστικό τμήμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Συγγραφέας και λογοτέχνης, λεξιλογεί ακατάπαυστα και το τελευταίο του βιβλίο «το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» έρχεται να μας λύσει πολλές από τις απορίες για τη γλώσσα του 21. Τριακόσιες λέξεις άλλες γνωστές σε όλους μας, άλλες παντελώς άγνωστες παρουσιάζονται σε ένα σίγουρα πρωτοποριακό λημματολόγιο, για την συγγραφή του οποίου χρειάστηκε πολλή μελέτη και σίγουρα αστείρευτο μεράκι για τη γλώσσα. Κι απ’ αυτό όπως και το βιτριολικό χιούμορ που χαρακτηρίζει τα κείμενά του, ο Ν.Σαραντάκος, έχει… περίσσευμα.
Και η συνέντευξη:
Αν πούμε «ήρθε το μπουγιουρντί από την εφορία», ή «σήκωσε μπαϊράκι ο βουλευτής τάδε» ή και «έπαιξε άμυνα ταμπούρι για να κρατήσει το 1-0», δανειζόμαστε τη γλώσσα του 21; Τι μαθαίνουμε και τι όχι, από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα αλλά και από εκείνες που ξεχάσαμε στη διαδρομή;
Δανειζόμαστε λέξεις· αλλά δεν συνειδητοποιούμε, νομίζω, την ειδική σημασία που είχαν στα συμφραζόμενα του ξεσηκωμού. Όπως δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την ετυμολογία μιας λέξης για να τη χρησιμοποιήσουμε (κι ας λένε κάποιοι ότι αν γνωρίζουμε την ετυμολογία πλησιάζουμε τάχα στη βαθύτερη σημασία της λέξης· δεν συμφωνώ) έτσι και όταν χρησιμοποιούμε σήμερα το μπουγιουρντί με τη σημερινή σημασία του εγγράφου από δημόσια υπηρεσία που συνήθως έχει δυσάρεστο περιεχόμενο, δεν είναι ανάγκη να ξέρουμε ποια σημασία είχε πριν από 200 χρόνια.
Ωστόσο, όταν μάθουμε αυτή τη μετεξέλιξη της σημασίας του, αισθανόμαστε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Αυτό το ευχάριστο ξάφνιασμα που αποκομίζει κανείς από την μελέτη της ιστορίας των λέξεων και της ετυμολογίας κάνει την ενασχόληση αυτή σαγηνευτική.
Υπάρχουν λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούμε σήμερα και τότε είχαν διαφορετική σημασία;
Πολλές, διότι οι λέξεις διαρκώς αλλάζουν σημασία -ακόμα και στη διάρκεια της ζωής μας, πόσο μάλλον μέσα σε δυο αιώνες.
Να αναφέρω μερικά παραδείγματα: Σήμερα ο λουφές είναι τα έσοδα ή το όφελος από μια επιλήψιμη δραστηριότητα -το 1821 ήταν ο μισθός των άτακτων στρατιωτών, χωρίς καμιά απολύτως μειωτική χροιά. Το μαγαζί τότε ήταν η αποθήκη, όχι το κατάστημα. Το τερτίπι σήμερα είναι το κόλπο, το τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον· τότε ήταν η μέθοδος, το σχέδιο -χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά το στοιχείο του δόλου. Και ενώ σήμερα καταπατητής είναι αυτός που καταλαμβάνει και χρησιμοποιεί αυθαιρέτως ξένη ιδιοκτησία (συνήθως κτήματα του Δημοσίου), το Εικοσιένα και νωρίτερα η λέξη σήμαινε τον κατάσκοπο. Θυμάται ο Κολοκοτρώνης: «Τότε έστειλεν ο Μπραΐμης καταπατητάδες, να ιδεί πού είμαι και τι ασκέρι έχω.
Κάποιες από τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε, έχουν γίνει επίθετα; Ξέρω δυο Σεΐζηδες και έναν Δουατζή.
Πολύ σωστά. Είναι άλλωστε και λογικό, αφού μια βασική πηγή από την οποία προέρχονται τα οικογενειακά μας ονόματα, τα επώνυμα δηλαδή, είναι τα επαγγελματικά ουσιαστικά. Ο σεΐζης ήταν ο ιπποκόμος. Ο δουατζής ήταν ο ευχέτης, αυτός που εύχεται για τη μακροημέρευση ενός ισχυρού.
Και άλλα πολλά παραδείγματα υπάρχουν, ας πούμε: Βεκίλης (ήταν κάποτε ο πληρεξούσιος, και ειδικότερα ο αντιπρόσωπος του Μοριά στην Υψηλή Πύλη· σήμερα επώνυμο) ή Σεϊμένης (ο ένοπλος φρουρός τότε) ή Παντίδος (ο κακοποιός) ή Ταξιτάρης ή Χαρατσάρης (και τα δύο σήμαιναν τον φοροεισπράκτορα).
Και βέβαια ο Μπαϊρακτάρης από τον μπαϊρακτάρη (τον σημαιοφόρο). Όσο για τον Δουατζή, πρέπει να ξέρουμε τον ίδιο, τον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή. Μου έγραψε και με πληροφορεί ότι είναι ο μοναδικός με αυτό το επώνυμο στην Ελλάδα.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »