Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Βυζάντιο’ Category

Το πάρσιμο της Πόλης

Posted by sarant στο 28 Μαΐου, 2023

Καθώς έχουμε  αύριο  την  αποφράδα επέτειο της Άλωσης, σκέφτηκα να βάλω αποσπάσματα από τρία χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, στα οποία παρατίθενται αποσπάσματα από ένα κείμενο του 1515, ανώνυμου χρονογράφου, που ιστορεί την Άλωση. Το κείμενο από το οποίο παραθέτει αποσπάσματα ο Βάρναλης βρίσκεται στο «Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111)» και πρώτος τα είχε αναδείξει ο Γ. Βαλέτας στην  Ανθολογία της δημοτικής πεζογραφίας. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα έχω συμπεριλάβει  στον τόμο Ιστορικά, που κυκλοφόρησε πέρυσι, και εκεί επέλεξα να μονοτονίσω τα αποσπάσματα (ενώ τα αρχαία που παραθέτει σε άλλα σημεία ο Βάρναλης τα έχω σε πολυτονικό) αφού πρόκειται για δημώδη γλώσσα.

Τα  χρονογραφήματα του  Βάρναλη δημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1953 στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος,  όταν πλησίαζε η επέτειος των 500 ετών από την  Άλωση. Οι πλαγιογραφές και οι επεξηγήσεις σε παρένθεση είναι επίσης του Βάρναλη. 

…..Τα χρονογραφικά κείμενα της «αλώσεως» δεν έχουνε και μεγάλ’ ιστορική αξία. Άλλα είναι γραμμένα από φραγκόφιλους κι άλλ’ από τουρκόφιλους (υπαλλήλους των Φράγκων ή των Τούρκων). Έχουνε βέβαια ενδιαφέρον, αλλά μένουν έξω από την ουσία του θέματος.

Υπάρχει όμως κι ένα λαϊκό κείμενο κάποιου άγνωστου χρονογράφου του 1515, γραμμένο με πολλή ζωντάνια ύφους και γλώσσας, που αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε απ’ αυτό μερικά κομμάτια, γιατί ’ναι όχι μονάχα ωραίο παρά κι αποκαλυπτικό. Μας αποκαλύπτει ποια παράδοση επικρατούσε στο σκλαβωμένον ελληνισμό λίγα χρόνια μετά την άλωση:

«Και ακαρτερούσανε την ημέρα του πολέμου με φόβο πολύ. Και κάπου εκοιτάξανε να φύγουνε να πάνε όξω εις τα χωρία, να κρυφτούνε αλλού, να γλιτώσουνε. Και ευρίσκανε αφορμή και ελέγανε, ότι εμείς ειμάστενε πτωχοί ανθρώποι και πα να δουλέψουμε να ζήσομε. Και οι καπεταναίοι τούς εκρατούσανε σαν περί στανέο (= με το στανιό) απάνω εις τα τείχια…

Και πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι, οι ανδρειωμένοι, εκείνοι οι θαυμαστοί, οπού ορίζανε τον κόσμο με το σπαθί τους;

Τότε έκαμε ο βασιλεύ Παλαιολόγος και εμάζωξε το ψωμί και το εμέραζε εισέ όλη τη χώρα εις τις φαμιλίες, διά να μη ευρίσκουνε πρόφαση να λέγουνε, ότι ψωμί δεν έχουμε σπίτια μας και πάμε να δουλέψουμε. Και κάποιοι άρχοντες, αβάροι (= φιλοχρήματοι) αδιάκριτοι, εκρύβανε τα στάρια διά να τα πουλήσουνε ακριβά, να μαζώξουνε φλωριά και δεν εβάλανε στο νου τους, πως θέλουν τα πάρει οι εχθροί μαζί με τη ζωή τους. Και άλλοι τα εκρύβανε…

Τότε οι πολεμιστάδες δεν ακούανε μηδέ υποτασσοντήσανε των καπεταναίων τους μηδέ με βρισίες μηδέ με παρακάλεσες μηδέ με ραβδίες μηδέ με άλλο. Μόνε έκαμνε καθείς ό,τι ήθελε. Αλλά μηδέ διά τον βασιλέα δεν εκάμασι και τον υβρίζανε ομπρός του και αυτός εκαμανέτονε, πως δεν τα ακούει.

Και ο πρώτος καπετάνιος των πολεμιστάδων, οπού ήτανε, ως είπαμε, ο Ιωάννης ο Γιουστουνιάς, ακαρτέρειε ανδρείως την ημέρα του πολέμου, οπού έμελλε να κάμει ο σουλτάν Μεχεμέτης και έκαμε και εφτιάσανε τον τοίχο, οπού ήτανε μισοχαλασμένος από τις λουμπαρδές της μεγάλης λουμπάρδας, όπου είχανε οι Τούρκοι.

Τότε εζήτησε ο ρηθείς Γιουστουνιάς τον κυρ Λούκα (σημ. το Νοταρά) οπού εκράτει τα άρματα της βασιλείας, ότι να του δώσει τις λουμπάρδες να τις εβάλει απάνω εις τα τειχία να πολεμά τους εχθρούς. Κι ο κυρ Λούκας τις αρνήθη κι ο Γιουστουνιάς του είπε: «Ω τραδιτόρο και επίβουλε, εδά σε σκοτώνω με το σπαθί οπού βαστώ…»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Βυζάντιο, Επετειακά, Ιστορία, Κωνσταντινούπολη, Πρώιμα νέα ελληνικά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 57 Σχόλια »

Ισίδωρος Ζουργός: Περί της εαυτού ψυχής, τρία αποσπάσματα

Posted by sarant στο 13 Φεβρουαρίου, 2022

Άλλη μια φορά έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο αποσπάσματα από μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού -από το Λίγες και μία νύχτες.

Τότε, είχαμε παρουσιάσει ένα κεφάλαιο, που είχε κάποιαν αυτοτέλεια. Σήμερα, θα δούμε όχι ένα κεφάλαιο αλλά τρία μικρότερα αποσπάσματα, από το τελευταίο βιβλίο του Ζουργού, Περί της εαυτού ψυχής (Πατάκης, 2021).

Θέμα του μυθιστορήματος, το Βυζάντιο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών, τον 11ο-12ο αιώνα.

Ήρωάς του ο Σταυράκιος Κλαδάς, γεννημένος το 1064, τρίτος γιος μιας αρχοντικής οικογένειας του Δορυλαίου, που ξεκληρίζεται από επιδρομές Σελτζούκων. Τα τρία ορφανά αγόρια καταφεύγουν στην Πόλη, όπου ο Σταυράκιος θα μπει στη μονή Στουδίου για να σπουδάσει αντιγραφέας. Θα του δοθεί η ευκαιρία να μαθητεύσει για λίγο κοντά στον Μιχαήλ Ψελλό, κι όταν ο Ψελλός πεθάνει θα φύγει από το μοναστήρι και θα περιπλανηθεί στη Μακεδονία, θα καταταγεί στον στρατό και θα καταλήξει στην Καστοριά, όπου, επειδή είναι καλός γραφέας, θα αναλάβει βοηθός και ευνοούμενος του πολιτικού διοικητή της πόλης. Εκεί γνωρίζει την αγαπημένη του, οπότε εγκαταλείπει τη θέση του και ξεκινάει μια ακόμα περιπλάνηση που τον φέρνει για λίγο στα Σέρβια και μετά στο Κίτρος, στις αλυκές, όπου θα περάσει μερικά χρόνια. Τελικά θα φύγει και από εκεί για τη Θεσσαλονίκη και μετά για την Πόλη, όπου ο παλιός του προστάτης έχει αναλάβει πρωτοασικρήτης, ανώτερο αξίωμα. Για μερικά χρόνια ζει την άνετη ζωη του παλατιανού, ώσπου πέφτει θύμα μιας σκευωρίας, φυλακίζεται για λίγο και εγκαταλείπει το παλάτι. Βιοπορίζεται ανοίγοντας αντιγραφείο, μέχρι που τον καλούν και πάλι να αναλάβει βοηθός ανώτερου αξιωματούχου, κάτι που το αποδέχεται κυρίως επειδή τον πιέζουν τα παιδιά του, που έχουν πια φτιάξει δική τους οικογένεια -ο ίδιος είναι εντελώς αφιλόδοξος. Τελειώνει τις μέρες του σε ένα ξεροχώραφο στη Σήλυβρία, όπου ξαναβρίσκει τα δυο του αδέρφια -και τότε, σε ηλικία 80 χρονών, γράφει τα όσα διαβάζουμε στο μυθιστόρημα.

Η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του Ζουργού βρισκεται στο ότι παρακολουθούμε τη ζωή όχι ενός στρατιωτικού ή πολιτικού αλλά ενός ανθρώπου των γραμμάτων, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον, κι έτσι διάλεξα να παρουσιάσω τρία αποσπάσματα σχετικά με την τέχνη και την τεχνολογία της γραφής και τη ζωή των γραφιάδων. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύω, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας περνάει τις διάφορες πραγματολογικές πληροφορίες στο μυθιστόρημά του.

Στο πρώτο απόσπασμα, ο μεγαλύτερος αδελφός του Σταυράκιου, ο Θεοφύλακτος, 21 χρονών και δέκαρχος στον στρατό, επισκέπτεται τη μονή Στουδίου όπου είναι μαθητής ο 13χρονος Σταυράκιος.

Σταμάτησαν έξω από ένα επιβλητικό διώροφο κτίριο, φτιαγ­μένο όλο από πέτρα. Αν είχε τρούλο και κωδωνοστάσιο, θα ’λεγες πως ήταν ένας άλλος μεγάλος ναός και θα σου έμπαιναν ιδέες πως το μοναστήρι έχει τελικά δύο καθολικά, δύο μεγά­λες εκκλησίες.

«Αγαπάτε, όπως βλέπω, την πέτρα, αδελφέ Ιγνάτιε», σχο­λίασε ο Θεοφύλακτος θαυμάζοντας τους ψηλούς καλοβαλμέ­νους τοίχους και τα μαρμάρινα περβάζια των παραθύρων.

«Είναι γιατί την πέτρα δεν την αγαπάει η φωτιά, δέκαρχε. Οι πατέρες της μονής, πριν από έτη πολλά, έχτισαν το αντιγραφείο χωρίς να χρησιμοποιήσουν ξύλα ή άλλη καύσιμη ύλη, όσο ήταν βέβαια δυνατόν. Ξύλα υπάρχουν μόνο στα μαδέρια της οροφής και στα μεσοπατώματα. Οι πόρτες είναι κατά ένα μέρος σιδερένιες, πυρεστίες και μαγκάλια απαγορεύονται. Μο­ναδική μας παραχώρηση στον κίνδυνο είναι οι λύχνοι που κρέ­μονται απ’ την οροφή κι ανάβουν μόνο τις συννεφιασμένες μέ­ρες. Όλα λειτουργούν με τάξη, αυστηρούς κανονισμούς και πει­θαρχία. Η φωτιά είναι πιο ύπουλος εχθρός ακόμη κι απ’ αυτούς που πολεμάτε στον Βορρά, τους Κουμάνους, τους Πετσενέγγους, αυτούς τέλος πάντων…»

Ο Θεοφύλακτος ετοιμάστηκε να του πει πως τους τελευ­ταίους μήνες ζώντας σε εμφύλιο σπαραγμό πολεμούσαν με τα στρατεύματα του Νικηφόρου Βρυέννιου, που είχε στασιάσει, αλλά σιώπησε κι αυτήν τη φορά.

«Είναι πραγματικά θαυμαστά όλα αυτά που μου λέτε, πα­τέρα Ιγνάτιε».

«Τα πραγματικά θαυμαστά είναι αυτά που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μας. Βρίσκεται στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο του κτιρίου που είναι μπροστά σου, όπου μπαίνεις από αυτήν την μπρούτζινη πόρτα, που την έχουμε κλειδωμένη. Ένα κλει­δί κρατάει ο ηγούμενος κι ένα άλλο είναι κρεμασμένο στον λαι­μό μου, μαζί με τον σταυρό, που τον φοράω διαρκώς απ’ τη στιγμή που έγινα μοναχός. Το κλειδί για μια τέτοια πόρτα εί­ναι μεγάλο και ιδιαίτερα πολύπλοκο, παίδεψε πολύ τον κλειθροποιό. Έχοντας το καθημερινά στο στήθος, καταλαβαίνεις πόσο κυριολεκτικά βαρύ είναι το καθήκον του βιβλιοφύλακα».

Ο αδελφός Ιγνάτιος χαμογέλασε για πρώτη φορά. 0 Θεο­φύλακτος σκάφτηκε πως δεν του ταίριαζε και πολύ. Ήταν βέ­βαιος πια ότι το χάρισμα του Ιγνάτιου θα ’πρεπε να το αναζη­τήσει κανείς ανάμεσα στην αυστηρότητα και στην ικανότητα να χειρίζεται τον συνομιλητή του.

«Αυτή η χαμηλή πόρτα μπροστά μας που οδηγεί;» ρώτησε τον βιβλιοφύλακα.

«Εδώ είναι το μεμβρανάριο, το υπόγειο όπου κατεργαζό­μαστε τις περγαμηνές. Βλέπεις, δέκαρχε, τα χρόνια που το ξυλοχάρτιο* έφτανε με αφθονία στην πόλη έχουν περάσει, η Αίγυπτος δεν είναι πια επαρχία του βασιλείου των Ρωμαίων. Οι περγαμηνές κοστίζουν ακριβά και τις έχουμε για τα έγ­γραφα μεγάλης αξίας. Εδώ κάτω συντηρούμε κι αυτό το υλι­κό που έχει αλλάξει τη γραφή τα τελευταία χρόνια. Μιλάω, φυσικά, για τον βαμβύκινο.** Αν κάποια στιγμή βρούμε τον χρόνο, θα ήθελα να σε ξεναγήσω στα μυστικά του. Όμως μι­λούσαμε για τη βιβλιοθήκη. Οι πατέρες αυτού του μοναστη­ριού, κυρίως από την εποχή του άλλου μας αγίου, του Θεοδώ­ρου της μονής μας, του Στουδίτη, έδωσαν βάση στην αντιγρα­φή. Δε σου κρύβω πως ένας λόγος που το μοναστήρι μας πλούτισε ήταν κι αυτός. Στο κτίριο που βλέπεις έχουν γίνει παραγγελίες από δούκες, δυνατούς, κατεπάνω, μάγιστρους, κι από αυτοκράτορες, αν το πιστεύεις. Είχαμε παραγγελίες ακόμα και από πρίγκιπες των Φράγκων και των Ρως. Κατα­λαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να κρατάμε την παράδοση, το καλό μας όνομα δηλαδή. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν σε τι χώ­ρο εισέρχεται ο Σταυράκιος. Ακολούθησέ με και θα καταλά­βεις περισσότερα».

Ο Ζουργός χρησιμοποιεί και ορολογία της εποχής, που την επεξηγεί με υποσημειώσεις. Εδώ, ξυλοχάρτιο είναι ονομασία του παπύρου ενώ βαμβύκινος είναι μια από τις πρώτες ονομασίες του χαρτιού, που ήταν κάτι καινούργιο.

Στο δεύτερο απόσπασμα, βρισκόμαστε στην Καστορία, τη σημερινη Καστοριά, όπου ο Σταυράκιος Κλαδάς έχει αναλάβει νοτάριος, βοηθός του μεσάζοντος Λεοντίου, του πολιτικού διοικητή της πολης -την οποία μόλις ανακατέλαβε ο Αλέξιος Κομνηνός από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου. (Παρένθεση: ο Λεόντιος, αν δεν σφάλλω, δεν είναι ιστορικό πρόσωπο. Στο τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας παραθέτει πίνακα με τα ιστορικά πρόσωπα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα, όπως π.χ. ο Ψελλός).

Καστορία, έτος 1084 από Χριστού, βασιλεύοντος κυρ Αλέξιου Κομνηνού

Τι είναι αυτό στο χέρι σας, εξοχότατε;»

Ο μεσάζων Λεόντιος κοίταξε το κληροδότημα μιας χή­νας, που έσφιγγε στα δάχτυλά του.

«Για το φτερό λες, νοτάριε;»

«Μάλιστα, γι’ αυτό».

«Πρώτη φορά βλέπεις να γράφουν με φτερό;»

«Ομολογώ πως ναι».

«Στη Στουδίου δεν το συνηθίζατε;»

«Καθόλου, πιστέψτε με».

«Το χρησιμοποίησα πρώτη φορά στη μονή της Κρυπτοφέρρης κι από τότε το ’χω πάντα στο γραφείο».

«Μείνατε και εκεί, εξοχότατε;»

«Τρία χρόνια, όσο να τελειώσει η αποστολή μου και να μάθω τη γλώσσα των Λατίνων. Όταν μιλάω για λατινικά, δεν εννοώ τις πέντε φράσεις που χρησιμοποιούν ο αχθοφόροι στις αποβάθρες του Κεράτιου. Μιλάω για τον Κικέρωνα, τον Σενέκα, τον Κοϊντιλιανό, για τέτοια λατινικά μιλάω. Έκπληξη λοιπόν το φτερό;»

«Όσο δε φαντάζεστε…»

«Μία σου και μία μου, Σταυράκιε. Ξέρεις τι ξάφνιασμα πή­ρα χθες το βράδυ εδώ στο πραιτόριο, όταν παραμέρισα το βήλο του γραφείου σου και σε βρήκα σε κείνο το σκαμνί να δια­βάζεις από μέσα σου».

«Το συνηθίζω κάπου κάπου, το έκαναν κάποιοι αδερφοί στο μοναστήρι».

«Αν και δε θα ’πρεπε να εκπλαγώ, γιατί υπάρχει η παλιά μαρτυρία του Αγίου Αυγουστίνου, που είδε κάποτε τον Άγιο Αμβρόσιο να διαβάζει ένα βιβλίο σιωπηλός».

«Να το δοκιμάσετε κι εσείς, εξοχότατε. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι πολύ εξυπηρετικό, άλλωστε κερδίζεις χρόνο».

«Σύμφωνοι! Θα δοκιμάσω, αφού πρώτα όμως δεχτείς εσύ αυτό».

Ο μεσάζων Λεόντιος σκάλισε λίγο το μικρό κουτί με τα μολυβδόβουλα και τις σφραγίδες, που είχε αφημένο επάνω στο τραπέζι, και τράβηξε από εκεί ένα εντυπωσιακό λευκό φτερό.

«Η κυκλοφορία της μελάνης σ’ αυτό γίνεται πιο εύκολα από οποιοδήποτε άλλο καλάμι. Το χέρι σου θα το αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο. Πάρ’ το, είναι δικό σου, δώρο, πώς το λένε…»

Ο Σταυράκιος το κράτησε στο χέρι με μεγάλη προσοχή κι ύστερα έγειρε με σεβασμό το κεφάλι του στον αξιωματούχο.

«Τιμή μου, εξοχότατε, ευχαριστώ!»

«Μη με ευχαριστείς, το συμφέρον μου κοιτάζω. Μ’ ένα κα­λύτερο εργαλείο το χέρι σου θα αποδώσει περισσότερο. Τρεις εβδομάδες που είμαστε εδώ στο πραιτόριο, νοτάριε, και ομο­λογώ ότι μου έχεις λύσει τα χέρια. Να μην αναφέρω βέβαια την εξαίρετη έκθεση που συνέταξες για την κατάληψη της πόλης. Ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε και την ενέταξε αμέσως στα στρατιωτικά αρχεία. Σαφήνεια, λιτότητα και ύφος συγκρατημένο, όπως ταιριάζει σε κρατικά έγγραφα που αρχειοθετού­νται στο παλάτι. Φεύγοντας ο Αλέξιος για την Κωνσταντινού­πολη το πήρε μαζί του. Εύγε, νοτάριε! Η γραφή είναι ο δρόμος σου, αυτό να το θυμάσαι».

Στο τρίτο απόσπασμα, ο Σταυράκιος είναι πια μεσόκοπος, πενηντάρης. Έχει χηρέψει νωρίς, έχει εκδιωχθεί από το παλάτι και έχει ανοίξει το αντιγραφείο του, δέχτηκε όμως την πρόσκληση του Ιωάννη Αξούχ να επιστρέψει και να αναλάβει βοηθός του Γρηγόριου Καματηρού, του λογοθέτη των σεκρέτων, με υπόσχεση μάλιστα να πάρει αργότερα τη θέση του. Ο Σταυράκιος διστάζει, αλλά τον πιέζουν τα παιδιά του που σκέφτονται ότι έτσι θα προχωρήσει η καριέρα τους. Εδώ συζητάει με τον ανιψιό του τον Σέργιο, εξώγαμο παιδί του μεγάλου του αδελφού με μια παλλακίδα από τη βόρεια Ευρώπη, που τον έχει πάρει σαν ψυχοπαίδι του όταν ο αδελφός του έκανε το λάθος να πάρει μέρος σε μια αυλική συνωμοσία που απέτυχε, και κατέληξε στη φυλακή.

Τις επόμενες μέρες ήταν σχεδόν αμίλητος. Πήγαινε στο εργαστήρι πριν ακόμη ξημερώσει και δούλευε με το κερί όσες πα­ραγγελίες είχαν μείνει σε εκκρεμότητα. Ζούσε μια εσωτερική διαπάλη με την απόφασή του να γέρνει πότε στη μια πλευρά της ζυγαριάς και πότε στην άλλη. Μέσα στα πολλά που είχε ακούσει εκείνο το απόγευμα από τον Ιωάννη Αξούχο, είχε συ­νειδητοποιήσει και μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Δεν μπορού­σε να συνεχίζει για πολύ ακόμη τη δουλειά του αντιγραφέα με τους ρυθμούς που εργαζόταν τα τελευταία χρόνια. Η μέση του τον ενοχλούσε καθημερινά και τα μάτια του κουράζονταν γρή­γορα. Η εμμονή του να είναι κάθε αντίγραφο άψογο σε πιστό­τητα και εμφάνιση τον εξαντλούσε. 0 δομέστικος είχε δίκιο, αυτό θα έπρεπε κάποτε να σταματήσει. Στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει τις τελευταίες ημέρες όλες τις παραγγελίες, αυτή η αλήθεια είχε ορθωθεί αμείλικτη μπροστά του. Η συστη­ματική αντιγραφή αφορούσε περισσότερο τη νεότητα, η οποία ήταν φανερό πως τον είχε από καιρό αποχαιρετήσει.

Κάποιο απόγευμα ζήτησε από τον Σέργιο να μιλήσουν. Ήταν πια δική του η απόφαση, αν θα κρατούσε μόνος του το αντιγραφείο ή θα επιζητούσε μια μισθωτή υπηρεσία σε κάποια γραμ­ματεία συντεχνίας ή ό,τι άλλο θα έβρισκε στην πρωτεύουσα.

«Θα φύγεις, δηλαδή, το αποφάσισες;» τον ρώτησε ο Σέρ­γιος ύστερα από λίγο.

«Ναι, θα φύγω, και μάρτυς μου ο Θεός, το κάνω δίχως να ξέρω αν είναι το σωστό».

«Θα κρατήσω, θείε, το μαγαζί, να ξέρεις. Δεν τρέφω καμιά ψευδαίσθηση ότι θα καταφέρω κάποτε να αντιγράφω βιβλία όπως εσύ, θέλω όμως, αν κάτι πάει στραβά εκεί στο παλάτι, να υπάρχει αυτή η γωνιά εδώ και να σε περιμένει».

«Καλέ μου, με νοιάζεσαι περισσότερο κι απ’ τα ίδια μου τα παιδιά, αυτό το έχω καταλάβει από καιρό. Μιας και αποφά­σισες να κρατήσεις το αντιγραφείο, θέλω να έχεις στον νου σου πως οι εποχές αλλάζουν. Σήμερα συντάσσονται και αντιγρά­φονται πολύ περισσότερα έγγραφα και βιβλία απ’ την εποχή που ξεκινήσαμε εμείς. Ο κόσμος δίνει λιγότερη σημασία στη φιλοκαλία των σελίδων, ο μόχθος των αντιγραφέων δεν έχει πια το ίδιο αντίκρισμα. Η ζήτηση σήμερα επιβάλλει πιο φτηνά βι­βλία και φτιαγμένα σε συντομότερο χρόνο. Αυτοί που νοιάζο­νται για την ακριβή στοίχιση, τα περίτεχνα αρχιγράμματα και όλα τα πλουμίδια, με τα οποία στολίζουμε τις σελίδες, αυτοί οι πελάτες ολοένα και λιγοστεύουν, αυτό βλέπω εγώ. Αν υπήρ­χε μια μηχανή να γράφει γρήγορα και φτηνά, ο μονότονος και άψυχος χαρακτήρας των γραμμάτων θα μας είχε νικήσει αμετάκλητα και θα αλλάζαμε δουλειά. Μη σκας, λοιπόν, τόσο πο­λύ για την ομορφιά. Αυτήν κράτα τη μέσα σου ή σε λίγες μό­νο εκλεκτές σελίδες, δικές σου. Με λίγα λόγια, κράτα την πι­στότητα, εφάρμοζε λιτότητα στον τρόπο που αντιγράφεις και ρίξε τις τιμές. Αυτή είναι η επαγγελματική συμβουλή που έχω να σου δώσω αποχωρώντας».

«Το εργαστήρι μας νομίζω πως μπορεί να με ζήσει. Αν πάλι κάτι πάει στραβά, θα κρατήσω το δίπλωμα που πήρα απ’ τη σχολή, χάρη σε σένα και αυτό, και θα αρχίσω να χτυπάω πόρτες. Έχει ο Θεός… Εσύ όμως πρέπει να νιώθεις ικανοποιημένος. Αν δε σε ήξερα τόσο καλά, θα σου έλεγα να αισθάνεσαι υπερήφανος. Σε καλούν εκεί που χτυπάει η καρδιά της αυτοκρατορίας, μην το παραβλέπεις αυτό».

Ο Σταυράκιος σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κι έκανε μερικά βήματα για να ανακουφίσει κάπως τη μέση του, που πάλι τον ενοχλούσε.

«Σημασία έχει να πηγαίνεις εκεί που σου λέει η ψυχή σου, πρόσθεσε μετά από λίγο.

«Η δική σου τι σου λέει;»

«Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Η κατοικία της ψυχής ου τόπος, Σέργιε, αυτό να το θυμάσαι».

«Η φωνή της όμως έρχεται από κάποια κατεύθυνση. Δεν μπορώ να τη φανταστώ αλλιώς».

«Έχω καταλάβει ότι όλος ο αγώνας της ζωής μας είναι πώς θα βρούμε ένα κόσκινο που θα διαχωρίζει τα πρόσκαιρα και τα ευτελή από εκείνα που έχουν πραγματική αξία. Εκεί που νομίζεις πως έχεις βρει το σωστό κόσκινο κι ενώ βλέπεις όλος χαρά το αλεύρι να πέφτει κάτω από τη σήτα πλούσιο στη σκά­φη, όταν έρθει η ώρα να φας το ψωμί, νιώθεις στα δόντια σου πετραδάκια. Πού πήγε λοιπόν το ξεδιάλεγμα;»

«Όλα αυτά που μου λες είναι φιλοσοφία ή απλώς θλίψη;»

«Απλή άγνοια, γιατί φοβάμαι πως τα αιώνια αιωνίως θα μας διαφεύγουν».

Ο Σέργιος τον πλησίασε και τον αιφνιδίασε αγκαλιάζοντάς τον.

«Θέλω να πας εκεί δυνατός και αισιόδοξος, με ακούς; Πά­ντα έλεγες πως, όταν η ζωή διαλέγει αυτή αντί για μας, εμείς θα πρέπει να την υπακούμε. Πήγαινε λοιπόν και σταμάτα να μεμψιμοιρείς».

Ο Σταυράκιος ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται. Χάιδεψε τα μαλλιά του Σέργιου, το ροδαλό πρόσωπο και το μαλα­κό γένι. Το δέρμα του μοσχοβολούσε σαπούνι, γιατί ο ανιψιός του πήγαινε στα λουτρά δυο φορές την εβδομάδα, μάλλον πλη­σίαζε ο καιρός που θα παντρευόταν.

Το τελευταίο χαρτί που συμπλήρωσε ο Σταυράκιος στην τά­βλα του εργαστηρίου ήταν ένα σημείωμα υπογεγραμμένο από τον ίδιο και κλεισμένο με κερί για τον μέγα δομέστικο. Εκεί ανέφερε ότι αποδεχόταν την τιμητική πρόσκληση της πολιτι­κής διοίκησης και ανέμενε τη στιγμή που θα τον καλούσαν να αναλάβει καθήκοντα.

Posted in Βυζάντιο, Ιστορία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , , | 122 Σχόλια »

Ένας παππούς γράφει στο εγγονάκι του

Posted by sarant στο 9 Αυγούστου, 2020

Στο σημερινό μας λογοτεχνικό κυριακάτικο άρθρο θα δούμε το συγκινητικό γράμμα ενός παππού προς τον εγγονό του, που είναι ακόμα βρέφος.

Και παρόλο που τα αισθήματα που εκφράζει ο παππούς θα τα έχουν αισθανθεί αμέτρητοι παππούδες, το κείμενο που θα διαβάσετε δεν είναι πρόσφατο, είναι παλιό -σχεδόν χιλιόχρονο, αφού το έγραψε ο Μιχαήλ Ψελλός στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο Ψελλός, σημαντικότατος βυζαντινός λόγιος, που η δράση του ως πολιτικού δεν ήταν δυστυχώς το ίδιο γόνιμη, γεννήθηκε πριν από χίλια χρόνια -το 1017 ή το 1018 και είναι κάπως περίεργο που η επέτειος αυτή πέρασε απαρατήρητη.

Το κείμενο το παρουσίασε στο ιστολόγιο τις προάλλες ο φίλος μας ο Μπλογκ, με αφορμή το άρθρο του φίλου μας του Άρη για τις μωρουδίστικες λέξεις. (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, δείχνει την ανεκτίμητη αξία που προσθέτουν τα σχόλια και γενικά η παρουσία σας).

Άρεσε σε πολλούς, οπότε το πέρασα από OCR και το παρουσιάζω σήμερα, μαζί με το αρχαίο κείμενο. Η μετάφραση είναι του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Σε σχέση με τη μεταφραση, έχω μια παρατήρηση -και άλλη μία ο φίλος μας ο Κώστας, αλλά αυτά θα τα δούμε μετά το κείμενο, που είναι εδώ:

Λόγος του Μιχαήλ Ψελλού στον μικρό εγγονό του

Ίσως να μη σε ξαναδώ, μικρούλη μου, παιδί της ψυχής μου, ούτε στα εφηβικά σου χρόνια —είθε να δώσει ο Θεός να ζήσω τουλάχιστον ως τότε!— ούτε όταν θα ωριμά­σεις και θα γίνεις άνδρας· γιατί η ζωή μου κοντεύει να τελειώσει και πλησιάζει η στιγμή που θα κοπεί το νήμα του πεπρωμένου. Θα σου απευθύνω λοιπόν από τώρα το λόγο και θα ανταποδώσω την έμφυτη χάρη σου με μια κάποια χάρη των λόγων, Θα έπρεπε να είμαι άγνωμων και άμυαλος, αν σε μια στιγμή που oι αισθήσεις και οι σκέ­ψεις σου είναι ακόμα τόσο απλές και μόνο για μένα αντιπροσωπεύουν κάτι το τέλειο, σε μια στιγμή που ακούς τη φωνή μου και νιώθεις την αγάπη μου, που γαντζώνεσαι από το λαιμό μου και ρίχνεσαι στην αγκαλιά μου και με αφήνεις να σε σκεπάσω με φιλιά —θα ήμουν αγνώμων, λέω αν σε μια τέτοια στιγμή δεν ανταποκρινόμουν και εγώ με ένα δώρο από αυτά που μπορώ να δώσω πλουσιοπάροχα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Μεταφραστικά, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , | 154 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στον Μανώλη (ή τον Μανόλη)!

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2018

Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σήμερα, γιορτάζουν οι Μανώληδες, ευκαιρία να τους αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο και να προσθέσουμε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των ονοματολογικών μας άρθρων, το τελευταίο από τα οποία το ανεβάσαμε πριν από δυο ακριβώς εβδομάδες, όταν γιόρταζε ο Σπύρος.

Να θυμίσω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιέψει κι άλλα τέτοια άρθρα, αφιερωμένα σε ονόματα, τη μέρα της γιορτής τους, και έχουμε καλύψει τα περισσότερα πολύ διαδεδομένα αντρικά και γυναικεία ονόματα -τη Μαρία και την Άννα, τον Δημήτρη και τη Δήμητρα, τον Γιάννη, τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Κώστα και την Ελένη, τον Στέλιο και τη Στέλλα, τον Χρίστο (ή Χρήστο) και την Κατερίνα. Από τα λιγότερο συχνά έχουμε αφιερώσει άρθρο στον Σπύρο πρόσφατα και παλιότερα στον Θωμά και στον Στέφανο.

Όπως και ο Σπύρος, έτσι και ο Μανώλης δεν είναι από τα πολύ συχνά αντρικά ονόματα. Σύμφωνα με μια έρευνα, ο Μανώλης έχει τη 17η θέση ανάμεσα στα αντρικά ελληνικά ονόματα, ενώ το θηλυκό, η Εμμανουέλα, είναι αισθητά σπανιότερο, αφού βρίσκεται στην 134η θέση των γυναικείων.

Όμως, αυτή είναι η γενική εικόνα, που ισχύει για το σύνολο της χώρας. Τοπικά, υπάρχουν παραλλαγές -και θα το ξέρετε ότι ο Μανόλης (ή Μανώλης) είναι όνομα πολύ συχνό στην Κρήτη, το συχνότερο μάλιστα, σύμφωνα με διάφορες έρευνες.

Γιατί τους Κρητικούς τούς λένε Μανώληδες; Ακριβώς αυτό το ερώτημα το είχαμε θέσει στο ιστολόγιο σε ένα άρθρο πριν από οχτώ χρόνια. Κι ενώ από τη σχετική συζήτηση είχε επιβεβαιωθεί η θέση για τη συχνότητα του ονόματος στη Μεγαλόνησο, δεν καταλήξαμε ως προς την αιτία της συχνότητας. Πάντως δυο επισημάνσεις που φαίνεται να έχουν βάση είναι οι εξής: α) Η Κρήτη ήταν πεδίο μαζικών εξισλαμισμών-εκτουρκισμών με προσφορά προνομίων. Οπότε, οι Κρητικοί που έμεναν πιστοί στη χριστιανική πίστη ήταν εύλογο να επιλέγουν ένα όνομα εμφανώς δηλωτικό όπως το Εμμανουήλ. β) Ωστόσο, όχι μονο το Εμμανουήλ, αλλά και άλλα δύο ονόματα συχνά στην Κρήτη, Μιχαήλ και Ιωσήφ, είναι εβραϊκά, προέρχονται από το ιερό βιβλίο που είναι κοινό στις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, την Παλαιά Διαθήκη.

Όμως το πιάσαμε κάπως «ιν μέντιας ρες» το θέμα. Ποια η ετυμολογία του ονόματος; Ο Μανώλης έχει την επίσημη μορφή Εμμανουήλ, που όπως είπαμε πιο πάνω είναι εβραϊκής προέλευσης και σημαίνει «ο Θεός μαζί μας». Η πρόταση δεν έχει ρήμα, οπότε μπορεί κανείς να το θεωρήσει είτε ως ευχή είτε ως διαπίστωση. Στα εβραϊκά είναι Ιμμανουέλ, όπου το «Ελ» αντιστοιχεί στον Θεό.

Το όνομα εμφανίζεται σε προφητεία του Ησαΐα (7.14) στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτολεξεί (με μόνη διαφορά το «καλέσεις» που γίνεται «καλέσουσιν») στο Κατά Ματθαίον (1.23):

ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἔξει καὶ τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσουσιν τὸ ὅνομα αὐτοῦ Ἐμμανουηλ, ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ θεός.

Οπότε, το Εμμανουήλ («ο Θεός μαζί μας») είναι όνομα που προφητεύτηκε πως θα δώσει ο λαός του Ισραήλ στον Ιησού αναγνωρίζοντας πως είναι υιός Θεού.

Καθώς ήταν όνομα του Ιησού, οι πατέρες της Εκκλησίας το συζήτησαν και το ανέλυσαν, αλλά το όνομα δεν δινόταν σε ανθρώπους κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και, όταν δόθηκε στους ώριμους αιώνες του Βυζάντιου, δόθηκε με τη μορφή Μανουήλ. Ήταν ταμπού να δίνεται σε θνητούς όνομα Θεού. (Ωστόσο, στη γαλλική μόνο Βικιπαίδεια βρισκω έναν Εμμανουήλ που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού -θα είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα).

Στη βάση δεδομένων των συγγραφέων του TLG, ο αρχαιότερος Μανουήλ είναι ο Μανουήλ Στραβορωμανός, που έζησε τον 11ο αιώνα, και ακολουθούν, τον 12ο αιώνα, ο Μανουήλ Καραντηνός και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός (1118-1180). Σε κάποιο σημείο των Πτωχοπροδρομικών, ο Πρόδρομος για να κολακέψει τον αυτοκράτορα Μανουήλ τον αποκαλεί «Εμμανουήλ παρά σαρανταπέντε», εννοώντας την αξία των γραμμάτων ΕΜ (ή μάλλον ΜΕ) κατά τα οποία διαφέρουν τα δυο ονόματα.

Αλλά αυτά τα έχει πει καλύτερα από μένα ο Καβάφης (ναι, ο Καβάφης!) οπότε μεταφέρω:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Ετυμολογικά, Καβαφικά, Ονόματα, Ρεμπέτικα, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 191 Σχόλια »

Οι εικονοκλάστες (μια «απόκρυφη ιστορία» του Κάρελ Τσάπεκ)

Posted by sarant στο 25 Φεβρουαρίου, 2018

Θα σας παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα του Τσέχου συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ (1890-1938), που το πήρα από το βιβλίο του «Απόκρυφες ιστορίες», ένα βιβλίο που το αγόρασα τότε που κυκλοφόρησε, πριν από 30 χρόνια περίπου, και που μου αρέσει να το φυλλομετράω ξανά και ξανά και να διαβάζω ένα-δυο διηγήματα, και που βλέπω ότι βρίσκεται ακόμα σε κυκλοφορία.

Περιέργως, δεν έχω παρουσιάσει τόσα χρονια κανένα απο τα διηγήματα αυτά του Τσάπεκ στο ιστολόγιο -που είναι «απόκρυφες ιστορίες», δηλαδή φανταστικά στιγμιότυπα από την παγκόσμια ιστορία που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, αλλά χωρίς αξιώσεις ιστοριογραφίας ή εναλλακτικής ιστορίας, παρά σατιρικές βινιέτες πάνω σ’ έναν γνωστό από την ιστορία καμβά.

Ήρωες των ιστοριών είναι πρόσωπα πασίγνωστα από την ιστορία και τη λογοτεχνία: ο Θερσίτης, ο Μεγαλέξανδρος, ο Πιλάτος, ο Λάζαρος, ο Αττίλας, ο Ναπολέων, ο Άμλετ, αλλά και άγνωστοι όπως ένας φούρναρης τον καιρό που ο Ιησούς έμπαινε στα Ιεροσόλυμα (να θυμηθώ να παρουσιάσω την έξοχη αυτή βινιέτα την Κυριακή των Βαΐων!) ή όπως οι πρωταγωνιστές της σημερινής «απόκρυφης ιστορίας» που διαδραματίζεται στο Βυζάντιο την εποχή της εικονομαχίας.

Δεν πρόκειται για ιστορικό διήγημα και δεν έχει ιστορική ακρίβεια -για παράδειγμα, δεν υπήρχε «κρητική σχολή» στη βυζαντινή ζωγραφική τον 8ο αιώνα, όμως είναι εύστοχη η επιλογή του Τσάπεκ να κάνει κρητικό, δηλαδή κάπως εξωτικό, τον νεωτεριστή αγιογραφο Παπαναστασίου.

Να θυμισω ότι στον Τσάπεκ, συγγραφέα επιπέδου Νόμπελ, χρωστάει η ανθρωπότητα τη λέξη «ρομπότ». Συστήνω να διαβάσετε, αν τη βρείτε, τη σατιρική δυστοπία του «Ο πόλεμος με τις σαλαμάνδρες».

Η μετάφραση είναι του Κώστα Κουντούρη.

ΟΙ ΕΙΚΟΝΟΚΛΑΣΤΕΣ

Κάποιος Προκόπιος, πασίγνωστος ως ικανός τεχνοκριτικός και μανιώδης συλλέκτης βυζαντινών έργων τέχνης, είχε πάει να επισκεφθεί τον Νικηφόρο, ηγού­μενο του μοναστηριού του Αγίου Συμεών. Ο Προκό­πιος ήταν φανερά ταραγμένος καθώς περίμενε να δει τον γέροντα και έκοβε βόλτες στο προαύλιο του μονα­στηριού. Όμορφες κολόνες έχουν εδώ πέρα, σκεφτό­ταν, πρέπει να είναι αναμφισβήτητα του 5ου αιώνα. Ο Νικηφόρος είναι ο μόνος που μπορεί να μάς βοηθήσει. Έχει μεγάλη επιρροή στην Αυλή και ήταν κάποτε αγιογράφος κι ο ίδιος. Και ο γέρος δεν ήταν κακός ως αγιογράφος. Θυμάμαι πως παλιά έφτιαχνε σχέδια για τα κεντήματα της Αυτοκράτειρας κι επίσης τής ζω­γράφιζε εικόνες. Γι’ αυτό και τον κάνανε ηγούμενο όταν τα χέρια του παραμορφώθηκαν απ’ τους ρευματι­σμούς και δεν μπορούσε να κρατήσει το πινέλο. Και λένε πως ο λόγος του εξακολουθεί να έχει βάρος στην Αυλή. Αχ, Θεέ μου, τι όμορφο κιονόκρανο! Ναι, ο Νι­κηφόρος θα μας βοηθήσει. Ευτυχώς που τον σκεφτήκαμε.

«Καλώς ήρθες, Προκόπιε», ακούστηκε μια σιγανή φωνή πίσω του.

Ο Προκόπιος γύρισε απότομα. Πίσω του στεκόταν ένας ρυτιδωμένος ευγενικός γεράκος με τα χέρια του χωμένα στα μανίκια του. «Όμορφο κιονόκρανο, ε;» είπε. «Αρχαίο, απ’ τη Νάξο.»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Διηγήματα, Ιστορία, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , | 381 Σχόλια »

Στο σχολείο με το σκουλαρίκι, ξανά

Posted by sarant στο 11 Σεπτεμβρίου, 2017

Αύριο αρχίζουν τα σχολεία, οπότε σκέφτομαι ότι ταιριάζει να βάλουμε κάτι σχολικό -κι έτσι θα επαναλάβω, αλλά με αλλαγές και προσθήκες, ένα παλιότερο άρθρο του ιστολογίου που είχε δημοσιευτεί εδώ πριν από πέντε χρόνια τέτοιες μέρες και έχει θέμα κάποια ετυμολογικά του σχολείου -βασίζεται άλλωστε σε ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει στη στήλη μου στην Αυγή π.Ι. (προ Ιστολογίου).

Ανοίγουν αύριο τα σχολεία σε όλη τη χώρα, μια και στη χώρα μας, τουλάχιστον τα τελευταία (κάμποσα) χρόνια η ημερομηνία έναρξης της σχολικής χρονιάς δεν είναι κυμαινόμενη όπως αλλού (π.χ. η πρώτη Τρίτη του Σεπτεμβρίου) αλλά σταθερή, εκτός βέβαια αν πέφτει Σαββατοκύριακο -ακόμα κι όταν τυχαίνει η 11 Σεπτεμβρίου να πέφτει Παρασκευή.

Στον τοίχο μιας φίλης στο Φέισμπουκ, που νομίζω πως είναι εκπαιδευτικός, είδα το διάγραμμα της φωτογραφίας και γέλασα πολύ. Γέλασα, αλλά θυμάμαι τις κόρες μου όταν πλησίαζε η αποφράδα μέρα, που αρκετές φορές αδημονούσαν να ανοίξουν τα σχολεία, να βρουν τους φίλους και τις φίλες τους -αυτό βέβαια ισχύει κυρίως για τα μικρότερα παιδιά που ζουν στη μεγαλούπολη, όχι για τα πιο τυχερά παιδιά που ζουν σε επαρχία.

Κάποια παιδιά, πρωτάκια, θα πάνε για πρώτη φορά σχολείο αύριο, είτε στο δημοτικό είτε στο γυμνάσιο, τα δικά μου τα κορίτσια έχουν εδώ και δυο-τρία χρόνια ξεσκολίσει πια, οπότε το παρακολουθώ το θέμα πιο ψύχραιμα. Διότι, όσο και να πεις, με το που ξεκινάει κάθε σχολική χρονιά, κι ας μην είναι η πρώτη, μερικοί χαζογονείς βουρκώνουν.

Εμείς εδώ όμως δεν βουρκώνουμε, λεξιλογούμε -κι έτσι σήμερα θα δούμε ακριβώς τη λέξη «σχολείο» και τις παραφυάδες της.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαίοι, Βυζάντιο, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Εκπαίδευση, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , | 264 Σχόλια »

Γιατί κάνουμε την πάπια;

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2016

Ξέρετε βέβαια τι σημαίνει η έκφραση «κάνω την πάπια». Σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το κορόιδο».

Το ερώτημα του τίτλου είναι παραπλανητικό -δεν θα διερευνήσουμε για ποιο λόγο προσποιούμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, άλλωστε υπάρχουν πολλοί λόγοι ανάλογα με την περίσταση. Στο άρθρο μας θα εξετάσουμε, απλούστατα, την προέλευση της φράσης «κάνει την πάπια». Θα απαντήσουμε στο… φλέγον ερώτημα «Γιατί το λέμε έτσι;»

Δεν θυμάμαι αν το έχουμε αναφέρει ξανά στο ιστολόγιο, αλλά για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη αλλά εντελώς αστήρικτη εξήγηση που οφείλεται, όπως και οι περισσότερες ευφάνταστες αλλ’ εντελώς αστήρικτες ανάλογες εξηγήσεις, στον Τάκη Νατσούλη. Ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης είχε εκδώσει το ογκώδες βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις», στο οποίο έχει συγκεντρώσει άφθονο υλικό αλλά έχει το κακό ελάττωμα να προτείνει διάφορες αστήρικτες θεωρίες για να εξηγήσει πώς γεννήθηκαν διάφορες γνωστές φράσεις, θεωρίες που τις έβγαλε από τη γόνιμη φαντασία του. Κι όπως είναι πιο εντυπωσιακό να ισχυρίζεσαι ότι η οικογένειά σου έχει τις ρίζες της σε βυζαντινούς άρχοντες, παρόμοια κάνει περισσότερο εφέ να λες ότι η τάδε φράση έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα ή στη φραγκοκρατία, αντί να πεις ότι πρόκειται π.χ. για κοινή παρατήρηση ή (θου κύριε!) ότι δεν είναι σαφές το πώς γεννήθηκε η φράση.

Αυτή την αναζήτηση εντυπωσιακών αλλ’ αστήρικτων ιστοριών για να εξηγηθεί η προέλευση μιας έκφρασης, τη λέμε «νατσουλισμό» στο ιστολόγιο. Και για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια νατσουλική εξήγηση.

Τη θυμήθηκα πριν από κάμποσες μέρες, όταν διάβασα ένα άρθρο του thetoc.gr, με τίτλο «Δεν κάνει την πάπια, είναι αθώα», το οποίο, με πλούσια εικονογράφηση και ανάλαφρο στιλ, προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευση εννιά γνωστών εκφράσεων -και νατσουλίζει ασύστολα στις περισσότερες. Δεν θα ασχοληθώ όμως με τις άλλες εκφράσεις, διότι η κάθε μία θέλει χωριστό άρθρο. Αρκεί να επισημάνω ότι για την τρελοκαμπέρω έχουμε αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον αεροπόρο Νότη Καμπέρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 322 Σχόλια »

Ο κοντόσταβλος δεν είναι κοντός

Posted by sarant στο 5 Δεκεμβρίου, 2014

Την Κυριακή που μας πέρασε έγιναν επαναληπτικές εκλογές σε τρεις δήμους της χώρας, στους οποίους το εκλογοδικείο είχε ακυρώσει τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου. Στον δήμο Καισαριανής το εκλογοδικείο δικαίωσε τον συνδυασμό του κ. Σταμέλου, που είχε έρθει τρίτος την πρώτη Κυριακή του Μαΐου με διαφορά 2 ψηφοδελτίων από τον δεύτερο, ανέτρεψε το αποτέλεσμα εκείνο, και διέταξε να επαναληφθεί ο δεύτερος κύκλος των εκλογών, ανάμεσα στον κ. Κοντόσταυλο, που υποστηριζόταν από τον ΣΥΡΙΖΑ και στον κ. Σταμέλο που είχε την υποστήριξη του ΚΚΕ. Και ενώ τον Μάιο ο κ. Κοντόσταυλος είχε επικρατήσει εύκολα με αντίπαλο τον τότε απερχόμενο δήμαρχο που στηριζόταν από το ΠΑΣΟΚ, προχτές νικητής αναδείχτηκε, με σχετικά μικρή διαφορά, ο υποψήφιος του ΚΚΕ.

Η ήττα του προηγούμενου νικητή οπωσδήποτε δεν οφείλεται στα όσα πρόλαβε ή δεν πρόλαβε να κάνει στους ούτε τρεις μήνες της θητείας του ο κ. Κοντόσταυλος (ανέλαβε καθήκοντα την 1η Σεπτεμβρίου). Η αποχή ήταν βεβαίως πολύ μεγάλη (67%) και αυτό αποτελεί μια πιθανή εξήγηση, ότι δηλαδή οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο επιρρεπείς σε χαλαρή ψήφο, αλλά αυτό από μόνο του δεν εξηγεί πολλά πράγματα -άλλωστε και τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου είχε φτάσει στο 43%.

Παρόλο που το ιστολόγιο αρέσκεται στην ανάλυση εκλογικών αποτελεσμάτων, αυτό δεν έχει νόημα να γίνει από μακριά, μόνο με βάση τους αριθμούς και χωρίς να ξέρει κανείς την επιτόπου κατάσταση κι έτσι δεν θα το επιχειρήσω. Εξάλλου, εμείς εδώ λεξιλογούμε και το ενδιαφέρον μου λεξιλογικό είναι, είχα μάλιστα σκοπό να γράψω το άρθρο ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης.

Το θέμα μου, δηλαδή, είναι ο κοντόσταβλος. Όχι ο Γιώργος Κοντόσταυλος, ο επί τρεις μήνες δήμαρχος Καισαριανής, και επικεφαλής πλέον της αντιπολίτευσης στον δήμο, αλλά ο κοντόσταβλος σαν λέξη -θα προσέξατε άλλωστε ότι γράφω τη λέξη με β, όχι με αυ.

Αν ετυμολογούσαμε πρόχειρα τη λέξη, θα συμπεραίναμε μάλλον ότι ο κοντόσταβλος είναι ένας κοντός στάβλος, όπως το κοντογούνι είναι ένα κοντό πανωφόρι με γούνινη επένδυση ή το κοντόξυλο ένα κοντό ρόπαλο. Όμως κάτι τέτοιο είναι παράλογο, και ούτε θα βγάλουμε νόημα αν σκεφτούμε άλλες πιθανές σημασίες του πρώτου συνθετικού -ο κοντοχωριανός είναι ο κοντινός μας χωριανός, αλλά ο κοντόσταβλος δεν είναι ο διπλανός στάβλος. Γενικά, ο κοντόσταβλος δεν είναι κοντός, ούτε κοντινός, ούτε έχει κάποια ετυμολογική ή άλλη σχέση με αυτή την οικογένεια λέξεων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Επώνυμα, Επαγγελματικά θηλυκά, Ετυμολογικά, Εκλογές, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 93 Σχόλια »

Πριν από 50 χρόνια: Γεώργιος Παπανδρέου και Ηλίας Ηλιού μέσα από το πενάκι του Μποστ

Posted by sarant στο 4 Απριλίου, 2014

Ο Μποστ αρέσει στο ιστολόγιο και, ελπίζω, σε αρκετούς αναγνώστες και φίλους. Εδώ και λίγο καιρό ανεβάζω, πότε-πότε, σκίτσα του Μποστ που σχολιάζουν σημαντικά γεγονότα που συνέβηκαν πριν από 50 χρόνια. Το προηγούμενο σκίτσο αυτής της σειράς, που σχολίαζε τον θάνατο του βασιλιά Παύλου το είχαμε δημοσιεύσει εδώ πριν από ένα μήνα περίπου, οπότε καιρός είναι να προχωρήσουμε στην επόμενη συνέχεια σε αυτό το μάθημα πρόσφατης ιστορίας.

Βρισκόμαστε στις αρχές Απριλίου 1964. Το πολιτικό γεγονός των ημερών ήταν η παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης Παπανδρέου στη Βουλή, που είχε μόλις ολοκληρωθεί. Μια και η κυβέρνηση διέθετε άνετη πλειοψηφία, δεν δυσκολεύτηκε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Η αξιωματική αντιπολίτευση, η ΕΡΕ, αποχώρησε λίγο πριν από την ψηφοφορία «με ασήμαντον πρόσχημα», όπως έγραψε ο φιλοκυβερνητικός τύπος της εποχής -επειδή ο Λουκής Ακρίτας, αγορεύοντας στη Βουλή, δεν δέχτηκε διακοπή από τον αρχηγό της ΕΡΕ, τον Π. Κανελλόπουλο. Μαζί με την ΕΡΕ αποχώρησαν και οι σύμμαχοί της, το μικρό Κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη.

Η αριστερή ΕΔΑ όχι μόνο δεν αποχώρησε, αλλά ούτε καν καταψήφισε τις προγραμματικές δηλώσεις, επιλέγοντας να ψηφίσει λευκό, πάντοτε στη γραμμή της κριτικής στήριξης που ακολουθούσε απέναντι στην κυβέρνηση Παπανδρέου. (Να θυμίσουμε άλλωστε ότι στις εκλογές της 16.2.64 η ΕΔΑ δεν παρουσίασε υποψήφιους σε αρκετές ‘άγονες’ περιφέρειες, δηλ. εκεί που δεν είχε ελπίδα να εκλέξει βουλευτή, διευρύνοντας έτσι την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου). Αυτή την ιδιότυπη στάση απέναντι στη νέα κυβέρνηση απηχεί και το σκίτσο του Μποστ, που έχει βυζαντινό ύφος για λόγους που θα γίνουν αμέσως κατανοητοί:

mpostbyzant

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γελοιογραφίες, Δικτατορία 1967-74, Μποστ, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | 44 Σχόλια »

Πανδιδακτήριον, αυτό το ανύπαρκτο

Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2013

Όπως όλοι ξέρουμε, Πανδιδακτήριο ονομαζόταν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ στην Κωνσταντινούπολη και το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχο με τα σημερινά πανεπιστήμια. Έτσι περίπου αρχίζει το σχετικό λήμμα της Βικιπαίδειας, αλλά περίπου ίδιον ορισμό βρίσκουμε και σε συμβατικές εγκυκλοπαίδειες -ας πούμε, στην εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, με την καθαρεύουσα που ήταν επιβεβλημένη στη δεκαετία του 1950, διαβάζουμε ότι το Πανδιδακτήριον ήταν «Ανώτατον εκπαιδευτήριον, είδος Πανεπιστημίου, ιδρυθέν εν Βυζαντίω τω 435 μ.Χ. υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ του Μικρού. Είχεν εν όλω τριάκοντα καθηγητάς, διοριζομένους κατόπιν εξετάσεων ενώπιον της Συγκλήτου». Και τα δυο άρθρα συνεχίζουν λέγοντας ότι τον 9ο αιώνα το εκπαιδευτήριο μετεγκαταστάθηκε στη Μαγναύρα, γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.

Αυτά είναι γνωστά πράγματα, τα έχουμε διδαχτεί, τουλάχιστον οι παλιότεροι, στο σχολείο, είναι γνώσεις εδραιωμένες. Γι’ αυτό και αισθάνθηκα μεγάλην έκπληξη όταν πριν από λίγο καιρό, γράφοντας ένα άρθρο για την ανώτατη εκπαίδευση, διαπίστωσα, με πολύ μεγάλη έκπληξη, ότι η λέξη «πανδιδακτήριον» δεν υπάρχει σε καμιά πρωτογενή πηγή, δηλαδή σε κανένα κείμενο της βυζαντινής γραμματείας -αλλά, αν δεν υπάρχει η λέξη «Πανδιδακτήριον» στις πηγές, από πού το βρήκαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι και επιστήμονες και αποκαλούν, όλοι τους, «Πανδιδακτήριον» το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης; Αυτό θα προσπαθήσω να διερευνήσω στο σημερινό άρθρο, το οποίο, πρέπει να το τονίσω, αντλεί το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τα εξαιρετικά σχόλια που διατύπωσαν πολλοί φίλοι σχολιαστές στο προηγούμενο άρθρο του ιστολογίου, και που θα ήταν κρίμα να μείνουν σε σχετική αφάνεια.

Πριν ξεκινήσω, να το ξεκαθαρίσω. Το άρθρο δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε στην Κωνσταντινούπολη ένα εκπαιδευτήριο, που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ και το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και έγινε θεσμός αντίστοιχος με τα σημερινά πανεπιστήμια. Τέτοιο ίδρυμα ασφαλώς και υπήρξε -το ερώτημα, στο οποίο εγώ απαντώ αρνητικά, είναι αν το ίδρυμα αυτό είχε, κάποια στιγμή ενόσω λειτουργούσε, την ονομασία «Πανδιδακτήριον».

Για να ξεκινήσουμε από την αρχή, το νομοθετικό κείμενο με το οποίο ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης δεν συντάχθηκε στα ελληνικά, αλλά στα λατινικά, που ήταν ακόμα η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Περιλαμβάνεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, στο 14ο βιβλίο, στο 9ο κεφάλαιο και στην 3η ενότητα (14.9.3) και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Απ’ όσο καταλαβαίνω, χρησιμοποιείται ο όρος auditorium για τη σχολή που ιδρύεται.

Στη συνέχεια, στο Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, εικονόφιλου χρονογράφου, διαβάζουμε ότι κοντά στη Βασιλική κινστέρνα «παλάτιον ην σεμνόν, εν ω υπήρχε κατά τύπον αρχαίον οικουμενικός διδάσκαλος έχων μεθ’ εαυτού ετέρους μαθητάς αυτού» και ότι ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ’ (το θηρίο το ανήμερο, όπως τον αποκαλεί) έκαψε το κτίριο του ιδρύματος, που δεν το ονομάζει, καθώς και τα βιβλία, και γι’ αυτό έμειναν πίσω τα γράμματα στην Κωνσταντινούπολη για μερικά χρόνια. Σε ένα άλλο κείμενο, στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ψευδο-Κωδινού, έργο του Ι’ αι. κατά την εκτίμηση του εκδότη τους Th. Preger, βρίσκουμε πιθανώς και την ονομασία της σχολής, «οικουμενικόν διδασκαλείον»: «Το δε τετραδήσιον το οκτάγωνον, εις ο ήσαν στοαί οκτώ ήγουν καμαροειδείς τόποι, διδασκαλείον εκείσε ετύγχανεν οικουμενικόν, και οι βασιλεύοντες αυτούς εβουλεύοντο και ουδέν έπραττον χωρίς αυτών”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι η μοναδική αναφορά στη βυζαντινή γραμματεία που δίνει το όνομα της σχολής, οικουμενικόν διδασκαλείον, υπάρχουν όμως πολλές αναφορές σε οικουμενικούς διδασκάλους, π.χ. «Γεωργίου του Χοιροβοσκού Βυζαντίου γραμματικού και οικουμενικού διδασκάλου».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Εκπαίδευση, Ιστορία, Ιστορίες λέξεων, Μύθοι | Με ετικέτα: , , , , , , | 32 Σχόλια »

Το κόστος του Κώστα

Posted by sarant στο 21 Μαΐου, 2013

Κωνσταντίνου και Ελένης σήμερα, μεγάλη και διπλή γιορτή, δυο άγιοι που πάνε μαζί, μάνα και γιος γαρ, αλλά και στερεότυπη έκφραση που έδωσε και τον τίτλο ίσως της πιο ανθεκτικής στο χρόνο κωμικής τηλεοπτικής σειράς, που πρωτοπροβλήθηκε στο έβγα του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται να προβάλλεται και να βλέπεται ακόμα και σήμερα, παρόλο που τόσα πολλά έχουν αλλάξει από το 1998, πέρα από τα 15 χρόνια που έχουν περάσει.

Η Ελένη είναι βέβαια η ακαταμάχητη ωραία ή το αδειανό πουκάμισο, και σαν όνομα είναι αρκετά δημοφιλές όχι μόνο στα μέρη τα δικά μας αλλά και διεθνώς, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και με πολλές παραλλαγές. Με τα ετυμολογικά όμως και τα φρασεολογικά της Ελένης θα ασχοληθώ μιαν άλλη φορά, του χρόνου ίσως, γιατί αλλιώς το άρθρο θα παραμακρύνει, κι έτσι, παρόλο που εμείς στην οικογένεια έχουμε Ελένη κι όχι Κώστα, σήμερα στον Κώστα θα αναφερθούμε, διότι εμείς, ως γνωστόν, λεξιλογούμε και δεν εορτολογούμε.

Σε αντίθεση με την Ελένη, που όπως είπαμε είναι όνομα δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη, ο Κωσταντίνος, ως όνομα, είναι σχεδόν ανύπαρκτο στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, αλλά πολύ διαδεδομένο στις ορθόδοξες χώρες, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, και φυσικά σε Ελλάδα και Κύπρο. Έχω ακούσει ότι οι μετανάστες στην Αμερική άλλαζαν το Κώστας σε Gus. Το ειρωνικό είναι ότι, σε αντίθεση με το όνομα της Ελένης, που αν και αρχαιοελληνικό, κατάκτησε τη Δύση και το Βορρά, ο Κωνσταντίνος, που δεν κατάφερε να ριζώσει στην Εσπερία αλλά θέριεψε στην καθημάς Ανατολή, έχει λατινική προέλευση, ετυμολογία εννοώ. Το λατινικό όνομα Constantinus είναι υποκοριστικό του Constans και του Constantius, που και τα δυο σημαίνουν «σταθερός», αλλά αφού πήγε και έχτισε την Κωνσταντίνου πόλη, τη νέα Ρώμη και πρώτη μεγαλούπολη της Ευρώπης, επόμενο είναι να μην έχει και πολλές συμπάθειες στη Δύση ο Constantinus, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας που έγινε Μέγας Κωνσταντίνος (έσφαξε και τη γυναίκα και τον γιο του στην πορεία, αλλιώς μεγάλος δεν γίνεσαι). Στα δικά μας τα μέρη, βέβαια, έντεκα αυτοκράτορες είχε με το όνομα αυτό η ανατολική Ρωμαική αυτοκρατορία, το Βυζάντιο που το είπαμε, ενώ μπορούμε να συνυπολογίσουμε και δυο αυτοκράτορες με το όνομα Κώνστας (ο ένας ήταν γιος του Μεγακωσταντίνου), καθώς και έναν Κωνστάντιο, άλλο γιο του Μεγακωσταντίνου (που και ο πατέρας του έτσι λεγόταν, Κωνστάντιος Χλωρός).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Ετυμολογικά, Ονόματα, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 260 Σχόλια »

Ο λουλάς προστέθηκε αργότερα

Posted by sarant στο 13 Φεβρουαρίου, 2013

Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να σας παραξενέψει, είναι όμως απάντηση σε ερώτηση που μου έστειλε ένας φίλος με ηλεμήνυμα. Μου γράφει ο φίλος: –– Έχω απορία για την έκφραση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς», που δεν καταλαβαίνω πώς γεννήθηκε. Διάβασα σε ένα λεξικό κάτι μπερδεμένο για την αρμένικη απόκρια, αλλά δεν φωτίστηκα. Και ο λουλάς; Τι σχέση έχει ο λουλάς;

Δικαιολογημένη η απορία του φίλου μου, αλλά θα ήταν κρίμα να δοθεί η απάντηση ιδιωτικά, μια και το θέμα έχει κάποιο ενδιαφέρον. Η έκφραση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που δεν έχει τάξη ή λογική συνοχή, ή μια κατάσταση απόλυτης οχλαγωγίας και ασυνεννοησίας. Από την άποψη της έλλειψης λογικής συνοχής, η φράση δεν διαφέρει και πολύ από την «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», που έτυχε να δούμε πρόσφατα, αλλά η «άρτζι μπούρτζι» έχει επιπλέον τη διάσταση της αταξίας. Πώς όμως γεννήθηκε η έκφραση; Και τι σχέση έχει ο λουλάς;

Η έκφραση ανάγεται στη βυζαντινή εποχή. Οι λέξεις «άρτζι μπούρτζι» δεν έχουν ελληνική ετυμολογία, είναι μετεξέλιξη των παλαιότερων (βυζαντινών) λέξεων Αρτζιβούριος ή Αρτζιβούριν ή αρτζιβούρτζια (και άλλες παραλλαγές) που αποτυπώνουν το πώς κατάλαβαν οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι της βυζαντινής εποχής την αρμένικη λέξη arajaworac, που θα πει «προηγούμενο διάστημα» και απλώς δηλώνει τηντελευταία εβδομάδα πριν από τις Απόκριες. Οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία εκείνη την εβδομάδα, μόνο με ψωμί και νερό, ενώ οι Ορθόδοξοι δεν νήστευαν (και αντίστροφα οι Αρμένιοι έτρωγαν αυγά και τυρί ορισμένες μέρες της Σαρακοστής, που οι Ορθόδοξοι νήστευαν). Μη μπορώντας να κατανοήσουν αυτή την ανατροπή των συνηθειών, οι Ορθόδοξοι θεώρησαν το αρμενικό έθιμο ως εκδήλωση παραλογισμού και αταξίας, κι έτσι προέκυψε η σημερινή σημασία, λέει το Ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Ποίηση, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 192 Σχόλια »

Μια λέξη που θα θέλαμε ν’ ακούμε συχνότερα

Posted by sarant στο 4 Φεβρουαρίου, 2013

Tο σημερινό άρθρο δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στην κυριακάτικη Αυγή, στην ταχτική μηνιαία στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Η εικόνα που συνοδεύει το άρθρο είναι της εφημερίδας. Εδώ έχω προσθέσει κάποια πράγματα. Επίσης, να πω ότι αρκετά ιστορικά και νομικά του άρθρου τα άντλησα από μια συζήτηση που έκανα με τον Spyzer, εκλεκτό φίλο του ιστολογίου, που τον ευχαριστώ. Για τον Ηρακλή Αναστασίου, τα πήρα από τον Βραχόκηπο.

sarrrant

Αφίσα του Ουώλτερ Κρέιν, τέλη του 19ου αιώνα

Το προηγούμενο άρθρο, που ήταν ανασκόπηση των λέξεων του 2012, τελείωνε με την ευχή να ακουστούν ακόμα περισσότερο μέσα στο 2013 μερικές λέξεις που ήδη ακούστηκαν αρκετά τη χρονιά που μας πέρασε· μια απ’ αυτές ήταν και η λέξη αλληλεγγύη, που θ’ αποτελέσει και το θέμα του σημερινού μας σημειώματος.

Σύμφωνα με τα λεξικά, αλληλεγγύη είναι η σχέση αμοιβαίας (ηθικής και υλικής) στήριξης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας ή τάξης, ή, πιο χαλαρά, η συμπαράσταση σε κάποιους που δοκιμάζονται ή αγωνίζονται. (Σε κείμενα του κινηματικού χώρου βλέπω κάποτε το αλληλέγγυος να χρησιμοποιείται σαν ουσιαστικό, όχι μόνο σε χρήσεις όπως «δήλωσε αλληλέγγυος» αλλά και σε φράσεις όπως «επίθεση της αστυνομίας στους αλληλέγγυους στην Ευελπίδων»).

Για να αρχίσουμε από την αρχή, η αλληλεγγύη δεν είναι λέξη της κλασικής αρχαιότητας, αλλά μεταγενέστερη· προέρχεται από την αντωνυμία αλλήλων και το ουσιαστικό εγγύη, που σήμαινε την εγγύηση· άρα η αμοιβαία εγγύηση. Η εγγύη είναι ομηρική λέξη και ετυμολογείται από την πρόθεση εν και το αμάρτυρο πανάρχαιο ουσιαστικό *γύα, που είναι το χέρι και ειδικότερα η κοιλότητα του χεριού: πρόκειται δηλαδή για το τίμημα που δίνουμε στο χέρι του άλλου.

Η ίδια η λέξη αλληλεγγύη χρησιμοποιείται μια φορά όλη κι όλη στη μεταγενέστερη γραμματεία, σε έναν ιταλιώτη βυζαντινό ποιητή του 13ου αιώνα, τον Ιωάννη Γράσσο, αλλά το ουσιαστικό το αλληλέγγυον εμφανίζεται στη βυζαντινή νομοθεσία: ήταν ένα φορολογικό μέτρο που θέσπισε ο Βασίλειος ο Β΄ το 1002, που όριζε ότι οι πλούσιοι (οι δυνατοί, όπως τους έλεγαν) οφείλουν να πληρώνουν τον φόρο των μικροϊδιοκτητών (των ταπεινών) που είχαν εγκαταλείψει τα χωράφια τους και αδυνατούσαν να πληρώσουν, χωρίς όμως να μπορούν να τα καρπωθούν. Φυσικά, πατριάρχης και αριστοκράτες έπεσαν πάνω του για να καταργήσει το «παράλογον άχθος» αλλά ο Βασίλειος έμεινε αμετάπειστος: και μάζεψε τόσα πολλά έσοδα από αυτόν το φόρο, που ξεχείλισαν τα κρατικά θησαυροφυλάκια, τόσο που, όπως λέει ο Ζωναράς, αναγκάστηκαν να σκάψουν λαγούμια (έλικας λαβυρινθώδεις) για να χωρέσουν τα χρυσά νομίσματα. Ήταν δηλαδή μέτρο περίπου αντίθετο με τη σημερινή εισφορά αλληλεγγύης, που την πληρώνουν οι πολλοί για να πίνουν εις υγείαν των κορόιδων οι λίγοι, και γι’ αυτό δεν κράτησε πολύ, ο Ρωμανός Αργυρός το 1028 κατάργησε το αλληλέγγυον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Εργατικό κίνημα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , , | 121 Σχόλια »

Ταξίδι στα 64 τετράγωνα

Posted by sarant στο 17 Σεπτεμβρίου, 2012

 

Σκάκι έμαθα μικρός, από τον παππού μου, που ήταν γερός ερασιτέχνης σκακιστής. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, στα ξενοδοχεία που παραθερίζαμε, να στήνει τ’ απογέματα τη σκακιέρα του σ’ ένα τραπέζι του εστιατορίου και να ξαναπαίζει παρτίδες που έβρισκε σ’ εφημερίδες, με τον κρυφό σκοπό να ψαρέψει συμπαίκτη. Συνήθως δεν αργούσε κάποιος να εκδηλώσει ενδιαφέρον, οπότε όλο το υπόλοιπο απόγευμα έπαιζαν μαζί, κι αν ταίριαζαν τα χνώτα τους και τις επόμενες μέρες. Το σκάκι μού άρεσε κι εμένα, γράφτηκα λοιπόν στον Σκακιστικό Όμιλο Καλλιθέας, μαθητής γυμνασίου, και για πέντε-έξι χρόνια είχα μια ευπρόσωπη αλλά όχι λαμπρή παρουσία· πέντε χρονιές αγωνίστηκα στο πανελλήνιο πρωτάθλημα Νέων (δεν ήταν και τόσο δύσκολο αυτό) και έπιασα μια θέση λίγο πιο πάνω ή (συνήθως) λίγο πιο κάτω από τη μέση. Φοιτητής, άρχισα να βαριέμαι το σκάκι που τότε ήταν αργόσυρτο, τα τουρνουά βαστούσαν μήνες. Με τράβηξε το μπριτζ, όπου το τουρνουά τελειώνει μέσα σε ένα απόγευμα και το σκάκι το εγκατέλειψα -επίσημη παρτίδα έχω να παίξω από το 1979, αν και, όπως με είχαν πληροφορήσει, το αγωνιστικό δελτίο μου εξακολουθεί να είναι σε ισχύ. Πριν από ένα μήνα, πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα να δω τον γιο ενός φίλου που έπαιζε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων, και ομολογώ ότι ένιωσα να με γαργαλάνε τα δάχτυλά μου. Όχι τόσο ώστε να ξαναρχίσω να παίζω, αρκετά όμως για να σκεφτώ ότι τόσον καιρό δεν έχω ανεβάσει στο ιστολόγιο ένα παλιότερο άρθρο μου για το σκάκι. Τότε ήταν καλοκαίρι και το ανέβαλα· τώρα είναι θαρρώ κατάλληλη εποχή. Μια προειδοποίηση όμως: το άρθρο ΔΕΝ είναι πλήρες, ούτε κατά διάνοια μάλιστα. Το θέμα είναι τόσο γοητευτικό και αχανές, που μπορούν να γραφτούν (κι έχουν γραφτεί) βιβλία γι’ αυτό.

Εικόνα κλεμμένη από το http://www.skakistiko.com, από παρτίδα του 2004. Τα λευκά παίζουν και κερδίζουν -απλός συνδυασμός, μέχρι κι εγώ το βρήκα.

Και ας ξεκινήσουμε από την ίδια τη λέξη σκάκι, που δεν είναι ελληνικής αρχής. Είχαν ασφαλώς και οι αρχαίοι επιτραπέζια παιχνίδια, είτε με ζάρια (κύβους) είτε παρόμοια με τη σημερινή ντάμα· τα πούλια αυτά ονομάζονταν πεσσοί και πεσσεία ήταν το γενικό όνομα αυτών των παιχνιδιών, για τα οποία οι αρχαίοι θεωρούσαν εφευρέτη τον Παλαμήδη· γι’ αυτό και στη νεότερη εποχή θεωρήθηκε ο Παλαμήδης εφευρέτης και του σκακιού, και μάλιστα το πρώτο στην ιστορία σκακιστικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1836, είχε τον τίτλο Palamède. Όμως, ξαναλέω, το σκάκι σαν λέξη αλλά και σαν παιχνίδι έχουν πιο ανατολικά την αρχή τους.

Εμείς βέβαια πήραμε τη λέξη από τα δυτικά, από τους Ιταλούς· στα ιταλικά, το σκάκι είναι scacco αλλά συχνά χρησιμοποιούν τον πληθυντικό, scacchi, π.χ. gioco di scacchi, και αυτό το scacchi πέρασε και στα ελληνικά ως σκάκι, που εμείς το θεωρήσαμε ενικό αριθμό, αν και στα Επτάνησα, όπου υπήρχε μεγάλη επαφή με Ιταλία, ο Ξενόπουλος γράφει κάπου «παίξαμε τους σκάκους». Η ιταλική λέξη είναι εξέλιξη του μεσαιωνικού λατινικού scaccus, και η λατινική λέξη έχει την αρχή της στον… σάχη. Θέλω να πω, Shah στα περσικά, και τα τωρινά και τα τότε, ήταν ο βασιλιάς· θα θυμόμαστε –έστω, οι κάπως παλιότεροι- τον Σάχη της Περσίας.

Στο σκάκι, κάθε φορά που ένας παίκτης απειλεί τον βασιλιά του αντιπάλου του οφείλει να τον προειδοποιήσει λέγοντας «σαχ!» (στα νεότερα ελληνικά λέμε και «ρουά»). Σε μια παρτίδα σκάκι το επιφώνημα «σαχ!» ακούγεται πολύ συχνά, οπότε δεν είναι περίεργο ότι στην Ευρώπη το παιχνίδι ονομάστηκε shah ή μάλλον scac όπως αποδόθηκε το παχύ σίγμα, και από εκεί έχουμε το μεσαιωνικό λατινικό scacus, που στα αρχαία γαλλικά γίνεται eschec, και esches και από εκεί περνάει και στα αγγλικά ως chess. Στα γαλλικά το eschec σήμαινε όπως είπαμε δύο πράγματα, αφενός το σκάκι και αφετέρου το σαχ, την απειλή δηλαδή προς τον βασιλιά. Η σημασία αυτή επεκτάθηκε και σε εκτός σκακιέρας καταστάσεις, έτσι eschec έφτασε να σημαίνει «εμπόδιο, δύσκολη θέση, αποτυχία» -και, όπως θα μαντέψατε, η σημερινή γαλλική λέξη échec, αποτυχία, από εκεί προέρχεται. Αλλά και στα αγγλικά το προειδοποιητικό επιφώνημα («σαχ!») μεταφέρθηκε ως check! Κι εδώ η σημασία διευρύνθηκε, και η λέξη έφτασε να δηλώνει το δυσάρεστο γεγονός που σε κάνει να κοντοστέκεσαι, και στη συνέχεια την απότομη παύση, το σημάδι με το οποίο έλεγχαν αν κάτι είχε χαθεί ή κλαπεί, και από εκεί ξεπήδησαν όλες οι σημερινές σημασίες του ρήματος check, ο έλεγχος, το τσεκάρισμα, το τσεκάπ, ακόμα και το τραπεζικό τσεκ, όλα από τον σάχη κι από το σκάκι προέρχονται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθλήματα, Βυζάντιο, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Παιχνίδια, Σκάκι | Με ετικέτα: , , , , | 185 Σχόλια »