Υπάρχει στο Φέισμπουκ μια ομάδα, όπου είμαι μέλος, που λέγεται Μεταφραστές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Μέλη της βέβαια δεν είναι μονάχα μεταφραστές, και οι περισσότερες αναρτήσεις της αλιεύουν (ή ανακυκλώνουν) αστεία μεταφραστικά λάθη σε επιγραφές, υποτίτλους, ιστοσελίδες, κυρίως από μεταφραστήρια. Συχνά αντλώ υλικό για τα σαββατιάτικα μεζεδάκια από την ομάδα αυτή.
Περιστασιακά, στην ομάδα συζητιούνται και μεταφραστικά προβλήματα, αναζητιούνται λύσεις για αποδόσεις όρων (από τα αγγλικά συνήθως) ή επισημαίνονται μεταφραστικά λάθη σε λογοτεχνικές μεταφράσεις. Μια τέτοια ανάρτηση που έγινε τις προάλλες μου δίνει το θέμα του σημερινού άρθρου. Σε αυτήν, ο κ. Γιώργος Πολυχρόνης επισημαίνει τέσσερα χοντρά μεταφραστικά λάθη σε παλιότερες (αλλά όχι πολύ παλιές) μεταφράσεις έργων του Μπαλζάκ. Πέρα όμως από την επισήμανση των κωμικοτραγικών λαθών, έγινε και μια ευρύτερη συζήτηση, με το ερώτημα που βλέπετε στον τίτλο του άρθρου.
Το ένα μυθιστόρημα του Μπαλζάκ είναι οι Χαμένες ψευδαισθήσεις (Illusions perdues), που ήρθε τα τελευταία χρόνια στην επικαιρότητα επειδή γυρίστηκε η σχετική ταινία. Δεν βλέπω πολύ κινηματογράφο, αλλά επιδίωξα να τη δω, μια και το μυθιστόρημα αυτό είναι από τα αγαπημένα μου του Μπαλζάκ -και τη βρήκα πολύ πειστική, με τους ηθοποιούς να ταιριάζουν, νομίζω, πολύ καλά στους χαρακτήρες των ηρώων του Μπαλζάκ. Κατά σύμπτωση, στο ιστολόγιο έχω αφιερώσει ένα άρθρο στο μυθιστόρημα αυτό, όπου αναφέρομαι στη μετάφραση του Μπάμπη Λυκούδη (εκδ. Εξάντας) και λέω: «Η μετάφραση του Λυκούδη δεν είναι κακή -είναι καλή, αλλά τα έχει τα χρονάκια της και φαίνεται πως δεν την έχει δει δεύτερο μάτι. Βρήκα κάμποσα σημεία που ήθελα να τα κοιτάξω να δω πώς είναι στο πρωτότυπο, και μερικά που τα κοίταξα και βρήκα πως ο μεταφραστής έχει αστοχήσει. Ήθελα να γράψω ένα σημείωμα, μετά βαρέθηκα. Στο κάτω κάτω, σε 770 σελίδες από κείμενο που κοντεύει να κλείσει 200 χρόνια όλο και κάποια λάθη θα βρεθούν, μακάρι να τόχει μεταφράσει κι ο Θεός ο ίδιος. Από κάτι δείγματα που είδα, ίσως είναι καλύτερη η μετάφραση του Κώστα Σφήκα, που είναι σε δύο τόμους και που την απέρριψα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ο Σφήκας δεν ήταν μεταφραστής, σκηνοθέτης ήταν κυρίως, και τη μετάφραση αυτή (που της έχει δώσει τον τίτλο Χαμένα όνειρα) τη δούλευε, λένε, δέκα χρόνια».
Τα λάθη που επισημαίνει ο κ. Πολυχρόνης δεν αφορούν τη μετάφραση του Λυκούδη, ούτε του Σφήκα, αλλά μιαν άλλη, των εκδόσεων Κάκτος, του 1989. Δεν την έχω στα χέρια μου, αλλά ο κ. Π. φρόντισε να παραθέσει φωτογραφίες με τα δύο επίμαχα αποσπάσματα:
Στο πρώτο, ο Balzac χαρακτηρίζει Silène, Σειληνό, δύσμορφο ή άχαρο, τον τυπογράφο φίλο του Λυσιέν. Ο μεταφραστής χαμπάρι δεν παίρνει, μπερδεύει το Silène με το silence και μεταφράζει… σιωπή!