Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Γιατί (δεν) το λέμε έτσι’ Category

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 17 ακόμα εκφράσεις

Posted by sarant στο 7 Μαρτίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα μήνα περίπου. Αφορμή για εκείνο το πρώτο άρθρο είχε σταθεί ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται, που μου είχε κοινοποιήσει ένας φίλος.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι έγραψα το προηγούμενο άρθρο, που έπιασε τις 15 πρώτες από τις (περίπου) 30 εκφράσεις. Σήμερα θα βάλω το δεύτερο μέρος, με τις υπόλοιπες εκφράσεις.

Ο τίτλος που βάζω, «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι», μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Παραθέτω λοιπόν το δεύτερο μέρος του άρθρου του dinfo.gr, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

1. Μάλλιασε η γλώσσα μου

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, οπως είναι τα μαλλια.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]

2. Μου έφυγε το καφάσι

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά -και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]

3. Τουμπεκί

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».

Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.

Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

[Η εξήγηση της δεύτερης παραγράφου στέκει περισσότερο. Όσο για το «ψιλοκομμένο» λειτουργεί επιτατικά -πρβλ. «δεν μου έμεινε δεκάρα τσακιστή»]

[Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τη φράση για το ξύλο της χρονιάς, που την ανέφερε ήδη στο πρώτο μισό του άρθρου, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]

4. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

[Δεν είναι εξήγηση αυτό! Δεν μας λέει γιατί η φράση σημαίνει «κάτι ύποπτο συμβαίνει». Θα θυμάστε ίσως ότι πέρυσι συζητήσαμε την έκφραση αυτή, χωρίς όμως να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τον σχηματισμό της].

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 95 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 15 εκφράσεις

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2023

Φίλος του ιστολογίου μού έστειλε λινκ προς ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται. Είναι περισσότερες από 30, δεν είναι μόνο εκφράσεις διότι περιλαμβάνονται και λέξεις, δεν χάνονται όλες -όμως δεν είναι εδώ το θέμα, αλλά στις εξηγήσεις που προτείνει το άρθρο σχετικά με την προέλευση των εκφράσεων.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο. Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.

Επειδή όμως το άρθρο με τις 30 εκφράσεις είναι σχετικά μεγάλο, σήμερα θα σχολιάσω μόνο το πρώτο μισό και θα αφήσω το υπόλοιπο για άλλη φορά. Παραθέτω λοιπόν το άρθρο, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση θα βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

  1. Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!

Εδώ έχουμε μια λέξη που προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.

Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».

[Η ελκυστική αυτή εκδοχή ήταν ευρέως διαδεδομένη και μοιάζει πειστική. Καταρρίπτεται ωστόσο διότι, όπως βρήκαμε εδώ στο ιστολόγιο, η λέξη «ζουρλοκαμπέρω» υπήρχε από πιο παλιά. Την χρησιμοποιεί το 1899 ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν ο Καμπέρος ήταν ακόμα 16 χρονών και δεν είχε αρχίσει τις πτήσεις, και προφανώς υπάρχει από ακόμα παλιότερα. Περισσότερα στο άρθρο του ιστολογίου.]

1α. Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.

[Ισχύει]

2. Η ιστορία μιας χυλόπιτας

Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλόπιτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστοσο το θαύμα της στη γλωσσά ειχε συντελεσθει.

[Νατσουλισμός μου φαίνεται. Η φράση υπάρχει σε τοπικές παραλλαγές με διάφορα πικρά ή ξινά εδέσματα -μούσμουλα, σταχτοζούμι- οπότε είναι πιο γόνιμο να σκεφτούμε απλώς την απόρριψη σαν ένα πικρό ποτήρι]

3 και 3α. Η μπέμπελη και η μαρμάγκα

Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.

Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι…

[Γενικά ισχύουν οι δυο εξηγήσεις. Η μαρμάγκα ετυμολογείται από τα αλβανικά, merimangë]

4. Καράβια βγήκαν στη στεριά…

Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου. Για να μη χρειαστεί να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις βιτρίνες στο Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…

[Εντελώς αστήρικτη εξήγηση, που δεν μαρτυρείται πουθενά, λες και χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να εξηγήσουμε μια ανθρωπολογική παρατήρηση]

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 116 Σχόλια »

Ασθενής και οδοιπόρος, ούτε ωδιπόρος, ούτε διπόρος!

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2022

Παρασκευή σήμερα, πολλοί νηστεύουν, ακόμα κι αν δεν κρατάνε τη Σαρακοστή. Οπότε, ταιριάζει να επαναλάβω ένα παλιό μου άρθρο, που όμως έχω κάμποσα χρόνια να το βάλω στο ιστολόγιο (τελευταία φορά ήταν το 2015).

Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος που αποφάσισα την επαναδημοσίευση και όχι μόνο επειδή έχουμε Σαρακοστή. Την περασμένη Παρασκευή, ο Άδωνης Γεωργιάδης, που είχε πάει στη Θεσσαλονίκη για το προσυνέδριο του κόμματος, στάθηκε να φάει ένα πιτόγυρο και θεώρησε καλό να το ανεβάσει στο Φέισμπουκ.

Οπότε, σχολίασα κι εγώ χαριτολογώντας, ότι για κάποιον που πλασάρει ευσέβεια, είναι αμάρτημα να τρώει κρέα μέσα στη Σαρακοστή. Και πρόσθεσα: «Και μη μου πείτε «ασθενής και οδοιπόρος», διότι τώρα με τα αεροπλάνα σε μια ώρα είσαι στο σπίτι σου».

Τι ήταν να το γράψω; Μέσα στο πρώτο τρίωρο είχα ίσαμε δέκα απαντήσεις ότι «το σωστό είναι ωδιπόρος και σημαίνει την έγκυο» ή ότι «είναι μύθος το οδοιπόρος, κανονικά είναι ωδειπόρος» ή (σπανιότερα αυτό) «το σωστό είναι διπόρος και σημαίνει την έγκυο γυναίκα».

Σημειώστε ότι τα αντιρρητικά αυτά σχόλια προέρχονταν εξίσου από φίλους του Άδωνη και από αντιπάλους του -κάποιοι δηλ. μου έγραψαν «ρε αγράμματε συριζαίε, ωδειπόρος είναι το σωστό» ενώ κάποιοι άλλοι «όλα καλά και συμφωνώ μαζί σου, αλλά εγώ ξέρω ότι είναι ωδιπόρος και εννοεί την έγκυο».

Οπότε, βλέποντας πόσο μεγάλη απήχηση έχει ο μύθος, σκέφτομαι ότι δεν είναι άσκοπο να επαναλάβω αυτό το παλιό μου άρθρο. Όχι ότι τρέφω την αυταπάτη πως εγώ μόνος μου θα πάω κόντρα στο ποτάμι, αλλά κι ενας να πειστεί κακό δεν είναι.

Την παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» την ξέρουμε όλοι μας. Εδώ και μερικά χρόνια κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο η άποψη ότι η φράση αυτή είναι παρεφθαρμένη ή χαλκευμένη, και ότι το σωστό είναι «ασθενής και διπόρος». Άλλοι έχουν προτείνει άλλες λέξεις αντί για τον οδοιπόρο: ωδιπόρος, ωδειπόρος, ωδυπόρος. Υποτίθεται πως όλες αυτές οι λέξεις (διπόρος, ωδιπόρος, ωδειπόρος κτλ.) σημαίνουν την εγκυμονούσα ή τη θηλάζουσα γυναίκα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι όλες αυτές οι λέξεις είναι ανύπαρκτες και ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ακόμα μύθο.

Η φήμη για την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος» προϋπήρχε, αλλά εμφανίστηκε στις στήλες των εφημερίδων πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2006, η τότε υπουργός εξωτερικών κ. Μπακογιάννη βρισκόταν σε επίσκεψη στην Ουάσινγκτον· σε παραπολιτική στήλη εφημερίδας δημοσιεύτηκε ότι έφαγε φιλέτο σε κάποιο επίσημο γεύμα, αν και ήταν Σαρακοστή· ο σχολιογράφος πρόσθεσε τη γνωστή παροιμιώδη φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».

Σε επόμενο φύλλο, ο σχολιογράφος της εφημερίδας πληροφόρησε τους αναγνώστες του ότι:

Η κυρία Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, δημοτική σύμβουλος Αθηναίων και επίκουρη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής με πληροφορεί ότι η πραγματική φράση είναι “ασθενής και διπόρος αμαρτίαν ουκ έχει”, όπου “διπόρος” είναι η θηλάζουσα γυνή. Η παραφθορά, γράφει, έχει γίνει από τους παλιούς αγωγιάτες, εμπόρους και ταξιδιώτες που ταξίδευαν ημέρες πολλές με τα καραβάνια και έψαχναν για δικαιολογίες.

Η κυρία Ιωαννίδου-Μουζάκα, αν και καθηγήτρια Ιατρικής, δεν έκρινε αναγκαίο να παραθέσει πηγές που θα τεκμηρίωναν την άποψή της. Βέβαια, η άποψη δεν είναι δική της, κυκλοφορεί εδώ και πολλά χρόνια σε καφενειακό επίπεδο. Κάποιος τη θυμάται από έναν καθηγητή του στο γυμνάσιο, άλλος την έχει ακούσει από τον λοχαγό του στο στρατό, παράλλος από το κατηχητικό. Τώρα με το Διαδίκτυο, την έχω δει σε μερικά ιστολόγια, ενώ πριν από πέντε χρόνια που είχε πρωτοδημοσιευτεό αυτό το άρθρο, ο μακαρίτης πια Γιάννης Καλαμίτσης στον Real FΜ είχε επαναλάβει, με το έμπα της Σαρακοστής, ότι, τάχαμου, το σωστό είναι διπόρος.

Εγώ έχω πολύ σοβαρές αντιρρήσεις και πιστεύω πως πρόκειται για μύθο.

Καταρχήν (ή καταρχάς αν επιμένετε πολύ), λέξη «διπόρος» δεν υπάρχει. Όταν λέμε δεν υπάρχει, εννοούμε βέβαια ότι δεν τη βρίσκουμε στα λεξικά και στα σώματα της ελληνικής γραμματείας. Λέξη «διπόρος» λοιπόν δεν υπάρχει ούτε στα σύγχρονα λεξικά (Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη), ούτε στου Δημητράκου που περιλαμβάνει και τις αρχαίες λέξεις, ούτε στο Λίντελ Σκοτ που είναι το λεξικό της αρχαίας, ούτε στο λεξικό του Λάμπε που έχει αποδελτιώσει πατερικά κείμενα, ούτε στο TLG που έχει όλα τα σωζόμενα κείμενα της αρχαίας γραμματείας. Δεν υπάρχει, τελεία και παύλα. Διότι, αν μια λόγια λέξη δεν βρίσκεται στα λεξικά, ούτε στο σώμα της αρχαίας γραμματείας, ούτε μαρτυρείται έμμεσα από μεταγενέστερους τύπους, πώς μάθαμε την ύπαρξή της; Μας πήρε τηλέφωνο ο Ιωάννης Χρυσόστομος και μας την είπε;

Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει λέξη διπόρος, διότι στην ελληνική τα σύνθετα με το δι- ανεβάζουν τον τόνο. Αυτός που έχει δύο πτυχές είναι δίπτυχος, αυτός που έχει δύο πόδια είναι δίποδος, αυτός που έχει δύο χώρους είναι δίχωρος και ούτω καθεξής. Αυτός λοιπόν που έχει δύο πόρους είναι δίπορος, όχι διπόρος. Λέξη «δίπορος» μπορεί να υπάρξει, και υπάρχει.

Μα καλά, δεν θα μπορούσε να κατεβεί ο τόνος χάριν του μέτρου; θα ρωτήσετε. Δεν το βρίσκω τόσο πιθανό, αλλά, έτσι για χάρη της συζήτησης ας υποθέσουμε ότι ο τόνος κατέβηκε για κάποιο λόγο. Όμως, τι σημαίνει δίπορος; Η λέξη «δίπορος» εμφανίζεται μία και μοναδική φορά στο σύνολο της αρχαίας γραμματείας, στις Τρωάδες του Ευριπίδη: δίπορον κορυφάν ίσθμιον (στίχος 1097) και σημαίνει, προφανέστατα, την περιοχή που έχει δυο περάσματα. Πουθενά δεν βρήκα, παρ’ όλο που έψαξα με μεγάλη επιμέλεια, κάποιο χωρίο που να συνδέει τη λέξη δίπορος με τις θηλάζουσες γυναίκες!

Επομένως, η δήθεν σωστή φράση «ασθενής και διπόρος» είναι κατασκευασμένη εκ των υστέρων και έγινε από την επιθυμία να διορθωθεί η γνωστή σε όλους μας παροιμιώδης φράση. Και αφού η φράση είναι παροιμιώδης, ας δούμε τι λέει γι’ αυτήν ο Νικόλαος Πολίτης στο μνημειώδες έργο του. Είμαστε τυχεροί, γιατί τη φράση την έχει καταλογογραφήσει στο λήμμα ‘αμαρτία’ κι έτσι υπάρχει στο εκδομένο τμήμα του έργου του, που φτάνει έως την αρχή του γράμματος Ε, ενώ το υπόλοιπο μένει να σκονίζεται σε κάποια υπόγεια προς δόξαν του ελληνικού κράτους που δεν μπορούσε να διαθέσει για ένα έργο εθνικής σημασίας το ένα εκατοστό απ’ όσα φάγανε οι… επιχειρηματίες της ηλεκτρικής ενέργειας. Λοιπόν, ο Πολίτης (τον μεταφράζω σε νεότερα ελληνικά), αφού χαρακτηρίσει «κοινότατη» τη φράση, λέει:

Η παροιμία σημαίνει ότι επιτρέπεται να καταλύουν τη νηστεία, χωρίς να αμαρτήσουν, ο ασθενής, για θεραπεία της νόσου, και ο οδοιπόρος, λόγω της δυσχέρειας να προμηθευτεί τα αναγκαία.
Και συνεχίζει: Από την αρχαΐζουσα γλώσσα φαίνεται να είναι εκκλησιαστικό ρητό, αγνοώ όμως πόθεν ελήφθη.
Και προσθέτει: Η ορθόδοξη εκκλησία συγχωρεί την κατάλυση της νηστείας στους ασθενείς και στις λεχώνες: «Η νηστεία επενοήθη δια το σώμα ταπεινώσαι. Ει ουν το σώμα εν ταπεινώσει εστί και ασθενεία, οφείλει μεταλαβείν, καθώς βούλεται και δύναται βαστάσαι, τροφής και ποτού (Τιμόθεος Αλεξανδρείας).
Τέλος, παραθέτει μια ρώσικη παροιμία: Τον οδοιπόρο ο Θεός συγχωρεί.

Πράγματι, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» δεν είναι αυθεντικά εκκλησιαστική, δεν υπάρχει σε πατερικό ή άλλο κείμενο. Πρόκειται για μεταγενέστερη παροιμιώδη φράση, απόσταγμα λαϊκής σοφίας παρόμοιο με τη ρώσικη παροιμία που δίνει ο Πολίτης. Άλλη παροιμιώδης φράση με «διπόρο» δεν υπήρξε ποτέ. Η εξαίρεση του οδοιπόρου από την υποχρέωση της νηστείας μπορεί να μην κατοχυρώνεται από την εκκλησία, βρήκε όμως ισχυρότατη απήχηση στη ζωή, αφού μέχρι αρκετά πρόσφατα τα χερσαία ταξίδια ήταν μακρόχρονες και δύσκολες υποθέσεις. Παρεμπιπτόντως, στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας.

Πάντως, τα εκκλησιαστικά κείμενα που βρήκα για το θέμα της νηστείας εξαιρούν μόνο τους ασθενείς (εκτός ει μη δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο, λέει ο 69ος αποστολικός κανόνας) και δεν κάνουν λόγο για άλλες εξαιρέσιμες κατηγορίες. Μάλιστα, στην πρώτη ομιλία «Περί νηστείας», ο Μέγας Βασίλειος ούτε τους ασθενείς εξαιρεί από την υποχρέωση της νηστείας, την οποία θεωρεί ευεργετική για την υγεία, αφού, όπως λέει, τη διατάζουν και οι γιατροί:  Καὶ μὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν οὐχὶ βρωμάτων ποικιλίαν, ἀλλ’ ἀσιτίαν καὶ ἔνδειαν οἶδα τοὺς ἰατροὺς ἐπιτάσσοντας. Αλλά αυτό είναι, ας πούμε, προσωπική του άποψη. Την ίδια εποχή ο Ιωάννης Χρυσόστομος έγραφε λέει ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα κατηγορήσει κάποιον που εξαιτίας σωματικής ασθένειας δεν μπορεί να νηστέψει. Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω αναδιφήσει το σύνολο των εκκλησιαστικών κειμένων, κάθε άλλο. Ωστόσο, δεν μπόρεσα να βρω κανένα χωρίο που να εξαιρεί ρητά τις θηλάζουσες από την υποχρέωση της νηστείας. Φαντάζομαι πως το θέμα θα ήταν ελαφρώς ταμπού για την εκκλησία και θα περνούσε στο ντούκου. Και το απόσπασμα που δίνει ο Νικόλαος Πολίτης δεν μου φαίνεται να κατονομάζει ρητά τις λεχώνες, εκτός κι αν η λοχεία θεωρείται ταπείνωση.

Αυτά για τον «διπόρο».

Επίσης, πρόσφατα (ξανα)κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο μια άλλη θεωρία, που δεν δέχεται τον «οδοιπόρο» αλλά υποστηρίζει ότι η τάχαμου σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Η εκδοχή αυτή αναπτύσσεται σε άρθρο του αρχιμανδρίτη Γεωργίου Χρυσοστόμου, και πρόσφατα αναδημοσιεύτηκε σε αρκετούς θρησκευτικούς ιστότοπους και ιστολόγια (π.χ. εδώ). [Στο μεταξύ, ο αρχιμανδρίτης Χρυσοστόμου έχει πλέον γίνει μητροπολίτης Κίτρους και Κατερίνης].

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, όσοι λένε «ασθενής και οδοιπόρος» παρανοούν την έννοια της φράσης από άγνοια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ο κ. αρχιμανδρίτης, που ξέρει αρχαία, μας λέει ότι η σωστή λέξη είναι «ωδιπόρος». Το δεύτερο συνθετικό είναι το πράγματι πολύ κοινό -πόρος, ενώ για το α’ συνθετικό μας λέει:

H λέξη όμως «ωδι» προέρχεται από το ρήμα «ωδίνω», που έχει αρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και (μεταφορικά) επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα (βλ. Aντιλεξικόν ή Oνομαστικόν της Nεοελληνικής Γλώσσης, εκδ. β’, Aθήναι 1990). Πόσες φορές λοιπόν έχουμε ακούσει ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην «ρίξει» το παιδί, να μην αποβάλλει;

Η ανύπαρκτη λέξη «ωδιπόρος» έχει τα ίδια προβλήματα με την ανύπαρκτη λέξη «διπόρος». Πρώτον, δεν υπάρχει, δεν καταγράφεται πουθενά. Σε κανένα λεξικό, σε κανένα σύγγραμμα, σε καμιά επιγραφή. Δεύτερον, δεν θα μπορούσε να υπάρξει τέτοια λέξη. Ακόμα κι αν συνθέταν οι αρχαίοι μια λέξη από το «ωδίνω» και το «πόρος», η λέξη αυτή θα ήταν «ωδινοπόρος» (προσέξτε ότι υπάρχει στα αρχαία λέξη «ωδινολύτης»).

Τα τελευταία χρόνια έχω δει επίσης να «διορθώνουν» το «ασθενής και οδοιπόρος» υποστηρίζοντας ότι το «σωστό» είναι «ωδειπόρος». Και αυτή όμως η λέξη, ο ωδειπόρος, που δεν μας εξηγούν γιατί να σημαίνει την έγκυο γυναίκα και πώς ετυμολογείται, είναι εξίσου ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει πουθενά, και κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί να υπάρξει, αφού δεν βλέπω να είναι κανονικά σχηματισμένη.

Οπότε, τόσο τον ωδειπόρο όσο και τον ωδιπόρο πρέπει να τον στείλουμε στον κάλαθο των αχρήστων, παρέα με τον διπόρο, καθώς και με τον οιδιπόρο, τον ωδυπόρο, τον ωδοιπόρο, τον διφόρο και όλες τις άλλες παραλλαγές που σκαρφίζονται διάφοροι προσπαθώντας να αμφισβητήσουν το ολοφάνερο «οδοιπόρος».

Θα μου πείτε, γιατί να καταφύγει κανείς σε τέτοιες γλωσσικές ακροβασίες για να αμφισβητήσει μια τόσο γνωστή παροιμία; Εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη, είναι αυτή που είχε εκθέσει ο φίλος Μπουκανιέρος σε σχόλιό του στο παλιότερο άρθρο. Δηλαδή, ότι οι λογιότατοι ενοχλούνται όταν υπάρχουν λόγιες εκφράσεις που τις χρησιμοποιεί ο πολύς λαός και τις καταλαβαίνει, διότι κάτι τέτοιο τούς δημιουργεί υπαρξιακό πρόβλημα. Οπότε, βάζουν τα δυνατά τους να ανακαλύψουν ή να κατασκευάσουν κάποιο λάθος στην κοινόχρηστη λόγια έκφραση, να την αποδείξουν σώνει και καλά λαθεμένη. Κάτι ανάλογο άλλωστε έχει γίνει πολλές φορές, π.χ. στο παν μέτρον άριστον, τους ασκούς του Αιόλου, τις καλένδες κτλ.

Πολύ οξυδερκής παρατήρηση αυτή -πιστεύω πως διατηρεί γενικά την αξία της, όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά. Ο αρχιμανδρίτης αρθρογράφος το λέει καθαρά, υπάρχει σοβαρός λόγος που η φράση «ασθενής και οδοιπόρος» ενοχλεί: Aκόμη και εάν το κείμενο εννοούσε «οδοιπόρο» και όχι «ωδιπόρο», θα δικαιολογούνταν η κατάλυση μόνον στην περίπτωση που αυτός ο (τέλος πάντων) «οδοιπόρος» ήταν κάποιος που περπάτησε επί πολλές ώρες, κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού. Φτάνουμε όμως στο σημείο να απαλλάσσονται από τη νηστεία και όσοι πηγαίνουν μία εκδρομή. Δεν νηστεύουν με τη δικαιολογία ότι ταξίδεψαν(η έμφαση δική του). Η εκκλησία δηλαδή δεν θέλει να επικαλούνται τη φράση κάποιοι και να «λουφάρουν», που θα λέγαμε στο στρατό, τη νηστεία. Βέβαια, η φράση «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει» είναι έκφραση λαϊκής σοφίας, όχι θρησκευτικός κανόνας.

Σπεύδω να διευκρινίσω πως το δικό μου ενδιαφέρον δεν είναι θρησκευτικό, είναι φιλολογικό. Και φιλολογικά κρίνοντας, ανακεφαλαιώνω: Λέξη διπόρος ή ωδιπόρος δεν υπάρχει, η μόνη μορφή της παροιμίας είναι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει».

Λίγα ακόμα για την πιθανή προέλευση της φράσης. Είπα πιο πάνω ότι στο Ισλάμ οι ταξιδιώτες εξαιρούνται από την υποχρέωση της νηστείας. Συγκεκριμένα, όπως μου υπέδειξε πρόσφατα φίλος του ιστολογίου, το Κοράνι, στη σούρα 2, εδάφιο 184 λέει: Όποιος από σας είναι άρρωστος ή ταξιδεύει, να νηστέψει ίσο αριθμό ημερών άλλη φορά. Αλλά αν δεν μπορείτε να υπομείνετε τη νηστεία, υπάρχει η αντιστάθμιση να δώσετε τροφή σ’ έναν φτωχό. Θα μπορούσε λοιπόν μέσα στην Τουρκοκρατία, να διαμορφώθηκε η φράση «ασθενής και οδοιπόρος…» υπό την επήρεια της ισλαμικής διδασκαλίας, αν και τίποτα δεν αποκλείει τον ανεξάρτητο σχηματισμό -υπάρχει άλλωστε και η ρώσικη παροιμία που είδαμε πιο πάνω.

Όσο για τη συγκεκριμένη διατύπωση της παροιμίας, η μεν κατάληξη «αμαρτίαν ουκ έχει» είναι συχνή σε εκκλησιαστικά συμφραζόμενα, αλλά και η συνύπαρξη ασθένειας και οδοιπορίας στην ίδια φράση απαντά σε αρκετούς βυζαντινούς. Ας πούμε, στον Ιωάννη Καντακουζηνό διαβάζουμε κάποιοι έκαναν μια επίσκεψη «και γῆρας καὶ σωματικὴν ἀσθένειαν καὶ τοὺς πρὸς τὴν ὁδοιπορίαν πόνους παριδόντες», ενώ σε επιστολή του Νικ. Μυστικού ότι «καὶ οὐ δειλιῶμεν τὸ γῆρας οὔτε τὴν ἀσθένειαν οὔτε τὴν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ταλαιπωρίαν».

Κλείνοντας, παρακαλώ θερμά: Αν κάποιος από τους αγαπητούς αναγνώστες μπορεί να τεκμηριώσει ότι υπάρχει λέξη «διπόρος» ή «ωδιπόρος» ή «ωδειπόρος» ή κάποια παρεμφερής λέξη με τη σημασία της εγκύου ή της θηλάζουσας γυναίκας, τον παρακαλώ θερμά να με βγάλει από την πλάνη. Έως τότε όμως δικαιούμαι να θεωρώ μύθο τον διπόρο, τον ωδιπόρο και τον οιδιπόρο -και επαναλαμβάνω ότι «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτία δεν έχει».

Aλλά θα επικαλεστώ και την αυθεντία. Την παροιμία «ασθενής και οδοιπόρος» στην πατροπαράδοτα γνωστή μορφή της την υποστηρίζει και ανώτατος εκκλησιαστικός, ο μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός, ο οποίος σε άρθρο του αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Μερικές φορές κάποιοι συνάνθρωποί μας, δια διαφόρους λόγους, δημιουργούν προβλήματα σε θέματα, που είναι σαφή και απλά, ώστε να προκαλείται σύγχυσις στην ζωή μας.

Έτσι τελευταίως εμφανίζονται κάποιοι θεολογικοφιλολογούντες, οι οποίοι ανεκάλυψαν τάχα ότι αυτό που λέει και κατανοεί ο λαός μας αιώνες τώρα δια την νηστείαν, ακολουθώντας την Κανονική παράδοσι των πατέρων μας, ότι δηλαδή «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει», είναι τάχα λανθασμένον και ότι το ορθόν είναι να λέμε και να γράφωμε «ασθενής και ωδει(ι) πόρος (η διπόρος) αμαρτίαν ουκ έχει».

Και συνεχίζοντας ο σεβασμιότατος εκθέτει αναλυτικά και τεκμηριωμένα για ποιο λόγο η λαϊκή παροιμία αναφέρεται όντως στους οδοιπόρους: αφενός ότι οι λέξεις ωδειπόρος, ωδιπόρος κτλ. δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό, οπότε πώς τις πληροφορήθηκε ο λαός; και αφετέρου διότι η έννοια του οδοιπόρου είναι σύμφωνη και με τους ιερούς κανόνες και με την παράδοση της εκκλησίας (διαβάστε τα εδώ).

Οπότε, αν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε τον μητροπολίτη κ. Γερμανό: το σωστό είναι «Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει»!

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικοί μύθοι, Επαναλήψεις, Θρησκεία, Λαογραφία, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 101 Σχόλια »

Γιατί έχει εννιά ο μήνας;

Posted by sarant στο 9 Σεπτεμβρίου, 2021

Προφανώς ο τίτλος είναι εσκεμμένα ανακριβής -ο μήνας έχει σήμερα εννιά επειδή χτες είχε οχτώ. Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει δεν είναι «γιατί έχει 9 ο μήνας;» αλλά «γιατί λέμε ότι ο μήνας έχει 9;»

Και μάλιστα, όχι γιατί το λέμε σήμερα, που είναι στο κάτω-κάτω μια απλή διαπίστωση, αλλά γιατί παροιμιωδώς λέμε «ο μήνας έχει εννιά»;

Το θέμα βέβαια το έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, και μάλιστα μιαν άλλη 9η Σεπτεμβρίου, που είχε επιπλέον το χαρακτηριστικό πως ήταν η 9/9/09, 9 Σεπτεμβρίου του 2009, μέρα με τρία εννιάρια. Όμως σε εκείνο το άρθρο, που είχε άλλωστε λιγοστά (αλλά καλά) σχόλια, αφού το ιστολόγιο τότε δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστό, δεν είχαμε καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα. Οπότε επιβάλλεται η αναδημοσίευση, δώδεκα χρόνια μετά, φυσικά με αρκετές προσθήκες και τροποποιήσεις, με την ελπίδα μήπως τώρα βγει κάτι πιο συγκεκριμένο.

Τι σημαίνει «ο μήνας έχει εννιά», το ξέρουμε όλοι. Πρόκειται για έκφραση απόλυτης αμεριμνησίας. Όπως λέω στο φρασεολογικό βιβλίο μου «Λόγια του αέρα», λέγεται για κάποιον τελείως ξένοιαστο που αδιαφορεί για τα πάντα και σκέπτεται μόνο τις διασκεδάσεις και την καλοπέραση. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε σύγκριση με άλλες εκφράσεις που δείχνουν απόλυτη αδιαφορία (αγρόν ηγόρασε, πέρα βρέχει, δεν δίνει πεντάρα), η έκφρ. ο μήνας έχει εννιά είναι η πιο απενοχοποιημένη, δηλ. δεν περιέχει μομφή όπως οι άλλες για τον αδιάφορο –αλλά εδώ μπορεί να μεταφέρω κάτι που είναι απλώς προσωπική μου εντύπωση.

Δηλαδή, η έκφραση ο μήνας έχει εννιά (ή: εννιά έχει ο μήνας) δεν δείχνει απλώς απόλυτη αμεριμνησία, αλλά έχει έντονο το στοιχείο του γλεντιού –αυτός που αδιαφορεί, το γλεντάει κιόλας.

— Οι κυρίες, αν θες να ξέρεις, δε σκοτίζονται για τίποτα. Κάθονται κι εννιά έχει ο μήνας! Γ. Χασάπογλου, Οι κουραμπιέδες, σ.71

Μ’ έχεις κάνει άλλο άνθρωπο… Μ’ είχανε οι δρόμοι και οι παρέες… εννιά είχ’ ο μήνας… Για γυναίκες πεντάρα δεν έδινα. Κάθε νύχτα ήμουνα με άλλη. Καμπανέλλης, Η αυλή των θαυμάτων, σ. 134

Βέβαια, δεν αποκλείεται η αίσθηση της γλεντζέδικης αμεριμνησίας να οφείλεται στο τραγούδι «Ο μήνας έχει εννιά», το πασίγνωστο αρχοντορεμπέτικο του Μιχ. Σουγιούλ σε στίχους του Γ. Τζαβέλλα.

Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν την γλεντήσουμε
τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε

Μες στον ψεύτικο ντουνιά
παίξτε μου διπλοπενιά
και ο μήνας έχει εννιά

Πόσο ζει ο άνθρωπος, κοίτα, παρατήρησε
μέχρι τα σαράντα του, κι ύστερα μπατίρισε

Στου διαβόλου τα ‘γραψα όλα το κατάστιχο
και γλεντώ τα νιάτα μου, πριν με πιάσει λάστιχο

Τη ζωή σου γλέντησε, πριν να ρθούν γεράματα
και σου λένε άδικα, μάθε γέρο γράμματα

Βέβαια, δεν δημιουργήθηκε η παροιμιώδης έκφραση από το τραγούδι. Η έκφραση προϋπήρχε. Από πού όμως προέκυψε;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αριθμοί, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 184 Σχόλια »

Υμηττός, το βουνό μας

Posted by sarant στο 5 Μαΐου, 2021

Ο Υμηττός δεν είναι ούτε το ψηλότερο βουνό της Αττικής ούτε το πιο δασωμένο, ούτε αυτό που προσφέρει μεγαλύτερη ποικιλία τοπίου. Είναι όμως το πιο προσιτό, το πιο κοντινό, καθώς τώρα πια εφάπτεται στον αστικό ιστό του Λεκανοπεδίου. Κι επειδή είναι πολύ μακρύ βουνό, που ξεκινάει από την Αγία Παρασκευή και φτάνει σχεδόν ως τη θάλασσα, στη Βούλα, είναι συνεχώς μπροστά στα μάτια μας και είναι εύκολο να το επισκεφτούμε από πολλές περιοχές. Μ’ άλλα λόγια, είναι το βουνό της Αθήνας, ενώ η Πάρνηθα και η Πεντέλη ακόμα, περισσότερο βουνά της Αττικής πρέπει να τα θεωρήσουμε.

Μπορεί βέβαια να είμαι προκατειλημμένος αφού, σαν κάτοικος των νοτίων προαστίων τον Υμηττό μπορώ να τον επισκεφτώ πολύ πιο εύκολα. Μάλιστα, τώρα με την καραντίνα, σε μια περίοδο που δεν επιτρεπόταν να πας με το αυτοκίνητο για σωματική άσκηση, αλλά μπορούσες να πας με τα πόδια όσο μακριά ήθελες ή άντεχες, είχα ανέβει από το Φάληρο στον Υμηττό πεζή, αν και μόλις που τον ακούμπησα κι έπειτα γύρισα πίσω.

Το Φάληρο βέβαια δεν συνορεύει με τον Υμηττό αλλά πολλοί δήμοι του Λεκανοπεδίου τον ακουμπάνε: Βούλα, Γλυφάδα, Αργυρούπολη, Ηλιούπολη, Βύρωνας, Καισαριανή, Ζωγράφου, Παπάγου, Χολαργός, Αγία Παρασκευή, Γέρακας, και στην πίσω πλευρά Παλλήνη, Παιανία, Σπάτα, Κορωπί και Βάρη για να κλείσει ο κύκλος. (Διορθώστε με αν έκανα κάποιο λάθος). Ένα παράδοξο είναι ότι η συνοικία του Υμηττού, κάποτε δήμος, σήμερα τμήμα του δήμου Δάφνης-Υμηττού, δεν φαίνεται να συνορεύει με το βουνό (και πάλι αν κάνω λάθος διορθώστε με).

Ο αξέχαστος φίλος μας ο Γς, που ήταν Βυρωνιώτης, είχε πει μια φορά πως όταν ήταν μικρά τα παιδιά του τα έπαιρνε πολύ συχνά και έκαναν βόλτες στον Υμηττό και είχε χαρτογραφήσει τα διάφορα μονοπάτια σε μακέτες του βουνού, που τις είχε φτιάξει ο ίδιος. Σήμερα η τεχνολογία κάνει πολύ πιο εύκολη την αποτύπωση των διαδρομών που κάνει κάποιος μόνος του, αλλά και των επίσημων «μονοπατιών» που διατρέχουν ή διασχίζουν το βουνό και που είναι πολλά.

Πράγματι, με το να είναι τόσο προσιτός, ο Υμηττός έχει πολλά σημαδεμένα μονοπάτια, αριθμημένα -το μεγαλύτερο είναι το μονοπάτι 10 που ξεκινάει από την Αγία Παρασκευή, το μοναστήρι του Αγιάννη του Κυνηγού, και αφού ανέβει στην κορυφή τελειώνει στην Τερψιθέα, στη Γλυφάδα. Φυσικά δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθεί κανείς συνεχώς το ίδιο μονοπάτι: Σε μια πρόσφατη πεζοπορία, από το πυροφυλάκιο της Καισαριανής ακολούθησα το 5, μετά το 10, κατηφορικά το 8, και τελικά το 3 νομίζω, και κατέληξα στα Γλυκά Νερά.

Το πυροφυλάκιο της Καισαριανής είναι μαλλον το πιο αγαπημένο και πολυσύχναστο σημείο εισόδου στον Υμηττό. Έχει εκεί κοντά και διάφορα αξιοθέατα, όπως το μοναστήρι της Καισαριανής, το αναψυκτήριο της Καλοπούλας, το Φραγκομονάστηρο, λίγο πιο πέρα τη Μονή Αστερίου και τον πύργο της Ανθούσας. Και, πολύ σημαντικό, εκεί το τοπίο είναι δασωμένο, πολύ περισσότερο από τον νοτιότερο Υμηττό.

Από την Καισαριανή είναι και ο πιο γρήγορος δρόμος προς την κορυφή, τον Εύζωνα, σε υψόμετρο λίγο πάνω από τα 1000 μέτρα. Πέρσι τον Οκτώβρη είχα ακολουθήσει πορεία σχεδόν συνεχώς ευθεία, ανεβαίνοντας αδιάκοπα και αδυσώπητα -το μονοπάτι στα τελευταία 400 μέτρα, με κλίσεις κοντά στο 36%, έχει την εύστοχη ονομασία «Γολγοθάς»- και έφτασα στην κορυφή διανύοντας περίπου 4 χιλιόμετρα. Η επιστροφή, από τον δρόμο, με κορδέλες, πήρε οχτώ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αττική, Αθηναιογραφία, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Ετυμολογικά, Τοπωνύμια | Με ετικέτα: , , , , , | 165 Σχόλια »

Μεζεδάκια λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες

Posted by sarant στο 25 Μαΐου, 2019

Κι άλλες φορές έχω βάλει παρεμφερείς τίτλους στο πολυσυλλεκτικό σαββατιάτικο άρθρο μας, όταν δημοσιεύεται την παραμονή εκλογικής αναμέτρησης -δεν διεκδικεί πρωτοτυπία ο τίτλος, μόνο ακρίβεια. Κάμποσα από τα μεζεδάκια της πιατέλας, άλλωστε, είναι (προ)εκλογικά, αν και όχι όλα.

* Και ξεκινάμε με ένα μη εκλογικό μεταφραστικό μαργαριτάρι, μεγαλούτσικο μάλιστα, μεγέθους… μαρμάρου. Σύμφωνα με άρθρο του Βήματος, κάμερα κατέγραψε την πτώση μετεωρίτη στην Αυστραλία. Κατά το άρθρο, «ο μετεωρίτης είχε μέγεθος μαρμάρου».

Πόσο μέγεθος έχει όμως γενικά το μάρμαρο; Υπάρχουν μαρμάρινοι όγκοι πολλών κυβικών μέτρων, υπάρχουν και λεπτά μαρμαράκια λίγων τετραγωνικών εκατοστών, και μικρότερα ακόμα.

Μπα, κάτι άλλο συμβαίνει. Αν ανατρέξετε στο πρωτότυπο θα δείτε ότι χρησιμοποιείται η λέξη marble. Το οποίο όμως marble είναι μεν το μάρμαρο ειναι όμως επίσης η μπίλια, η γκαζά, ο βώλος. Μέγεθος βώλου είχε ο μετεωριτάκος.

(Κι αν σας πει κανένας Άγγλος have you lost your marbles?, δεν αναρωτιέται αν χάσατε τις μπίλιες σας, αλλά αναρωτιέται, ιδιωματικά, αν είστε στα καλά σας).

* Φίλος στέλνει τη φωτογραφία αριστερά, από εκλογικό περίπτερο της Ρένας Δούρου με την ανορθογραφία να βγάζει μάτι. Πιο δυνατά, βέβαια.

Μου γράφει: «Δεν ξέρω πιος έφτιαξε τα περίπτερα, αλλά την άλλη φορά να διαλέξουν κάποιον που να είναι ποιο προσεκτικός».

Διότι βέβαια επισημαίνουμε μαργαριτάρια και των παρατάξεων που μας είναι συμπαθείς και θα τις ψηφίσουμε -όπως εγώ τη Ρένα Δούρου (στον νότιο τομέα).

* Η γενικομανία της εβδομάδας. Διαβάζω ότι:

Αυτοκίνητο στη Λαμία ξέφυγε της πορείας του και πήρε… σβάρνα τα μηχανάκια.

Γράφει ο φίλος που το έστειλε: Πώς μεταφράζουμε το «εξετράπη»; Ξέφυγε. Τα άλλα τα κρατάμε ίδια, και προκύπτει το αυτοκίνητο που ξέφυγε της πορείας του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Εκλογές, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Ορθογραφικά, Φέικ νιουζ | Με ετικέτα: , , , , , , , | 298 Σχόλια »

Τα σπουδαία λάχανα και άλλοι νατσουλισμοί

Posted by sarant στο 22 Νοεμβρίου, 2018

Θα κουβεντιάσουμε σήμερα ένα θέμα που επανειλημμένα έχουμε συζητήσει στο ιστολόγιο, τις ευφάνταστες αλλά εντελώς αβάσιμες θεωρίες για τη γέννηση παροιμιακών φράσεων.

Όπως έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο και θέλει να αναζητεί και να βρίσκει αιτίες και απαρχές -γι’ αυτό και η ετυμολογία γοητεύει τόσο πολύ τον μέσο άνθρωπο πολύ περισσότερο από τους άλλους κλάδους της γλωσσολογίας (αυστηρά μιλώντας, η ετυμολογία είναι τομέας της ιστορικής γλωσσολογίας, που είναι κλάδος της γλωσσολογίας).

Όπως με τις λέξεις, έτσι και με τις φράσεις. Πολλοί θέλουν να μάθουν «γιατί το λέμε έτσι» -γιατί, ας πούμε, λέμε «του έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» ή «τον χόρεψε στο ταψί».

Σε μερικές περιπτώσεις, είναι φανερό πως έχουμε μια παρομοίωση, αυτονόητη ή εύκολα εξηγήσιμη, πχ «κοκκίνισε σαν παντζάρι» ή «κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι». Άλλοτε, μπορούμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια την αιτία γέννησης της φράσης, και μαζί και τη χρονολογία της: για παράδειγμα, η φράση “έγινε Λούης”, για κάποιον που έφυγε γρήγορα, ολοφάνερα ανάγεται στη νίκη του Σπύρου Λούη στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896, που τόσο είχε ενθουσιάσει τους θεατές. Παρόμοια, η φράση “έγινε της Κορέας”, από τον πόλεμο στη δεκαετία του 1950, στον οποίο συμμετείχε και ελληνικό απόσπασμα.

Επίσης, κάποιες φορές έχουμε φράση κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται άκαιρα, όταν είναι πολύ αργά για να φέρει αποτέλεσμα, λέμε ότι έγινε “κατόπιν εορτής”. Η φράση είναι ήδη λόγϊα στη διατύπωση, οπότε δεν θα μας παραξενέψει ότι βρίσκεται σε αρχαίο κείμενο, και συγκεκριμένα διασώζεται στον Πλάτωνα (Γοργ. 447a): «Ἀλλ’ ἦ, τὸ λεγόμενον, κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν καὶ ὑστεροῦμεν;» που δείχνει ότι ήταν ήδη παροιμιακή.

Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές είναι σπάνιες. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουμε κάποια απτή ένδειξη για την αρχή μιας παγιωμένης φράσης. Όπως και με την ετυμολογία των λέξεων, όπου κάποιοι αρέσκονται να προτείνουν ευφάνταστες αλλά αστήρικτες εξηγήσεις, συνήθως ετυμολογώντας ελληνοπρεπώς ξένες ή δάνειες λέξεις, κατά το πρότυπο του Γκας Πορτοκάλος, έτσι και στην εξήγηση των φράσεων πολλοί αναζητούν εντυπωσιακές εκδοχές, που συνήθως συνδέονται με κάποιο ιστορικό πρόσωπο.

Πριν από μερικές δεκαετίες, ένας δημοσιογράφος με έφεση προς τις εντυπωσιακές ιστορίες, ο Τάκης Νατσούλης εξέδωσε ολόκληρο βιβλίο, το λεγόμενο Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αρκετές επανεκδόσεις και ανατυπώσεις. Ο Νατσούλης έχει κάνει πολλή δουλειά στην αποδελτίωση πηγών και στη συγκέντρωση υλικού και σε αρκετά σημεία παραθέτει σωστές εξηγήσεις παροιμιακών εκφράσεων, που μερικές έχουν δοθεί από άλλους μελετητές. Όμως είχε το ελάττωμα, στις φράσεις για τις οποίες δεν μπορούσε να βρει εξήγηση στη φρασεολογική βιβλιογραφία, να εφευρίσει μια δική του, συνήθως πολύ ευφάνταστη αλλά σχεδόν πάντοτε ατεκμηρίωτη.

Την τάση αυτή την έχω ονομάσει νατσουλισμό στο ιστολόγιο. Κάποιες φορές έχω μπορέσει να ανασκευάσω με ατράνταχτα επιχειρηματα τις νατσουλικές κατασκευές, ιδίως όταν η φράση υπάρχει και σε ξένες γλώσσες (άρα είναι κάπως δύσκολο να γεννήθηκε από ένα επεισόδιο πχ της επανάστασης του 1821) ή όταν ο Νατσούλης δίνει μια χρονολογία και είμαι τυχερός να βρω την έκφραση σε παλιότερο κείμενο. Αλλά αυτό είναι σπάνιο.

Όταν δεν ξέρουν την αιτία της γέννησης μιας φράσης οι σοβαροί μελετητές το λένε. Ωστόσο, το φιλοθεάμον κοινό θέλει δράση, θέλει ιστορίες, θέλει βεβαιότητα -θέλει εκδοχές διατυπωμένες με παρρησία και στόμφο, όχι κουλτουριάρικα «δεν ξέρω, μπορεί να είναι αυτό, δεν είμαστε βέβαιοι». Κι έτσι, οι νατσουλισμοί έχουν μεγάλη απήχηση -κυριαρχούν, πιο σωστά.

Σε μια γλωσσική ομάδα, τα Υπογλώσσια, συζητήθηκε πρόσφατα ένα άρθρο για την προέλευση διάφορων φρασεων, που είναι ένα μπουκέτο από νατσουλικές εκδοχές. Σκέφτηκα να το παραθέσω ολόκληρο και ύστερα από κάθε έκφραση να προσθέτω επιγραμματικά την άποψή μου για το αν στέκει ή όχι η προτεινόμενη εκδοχή, αλλά είναι πάρα πολύ μεγάλο, αφού εξετάζει πάνω από 20 φράσεις. Οπότε διαλέγω σήμερα τις 11 πρώτες και ίσως άλλη φορά βάλω τις υπόλοιπες. Το αρθρο το αναδημοσιεύω από εδώ, αλλά κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο απαράλλαχτο εδώ και πολλά χρόνια.

ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ

Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).

Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.

Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη, πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

Όπως και οι περισσότερες του άρθρου, η εξήγηση αυτή είναι παρμένη κοπυπαστηδόν από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη. Ο Νατσούλης δεν τεκμηριώνει πού παραδίδεται η ιστορία περί Μανώλη Μπατίνου και το στιχούργημά του. Δεν αποκλείω να συνέβη αυτό το επεισόδιο αλλά τούτο δεν σημαίνει πως η φράση γεννήθηκε απ’ αυτό. Πιθανότερο θεωρώ ο Μανώλης Μπατίνος, αν δεχτούμε ότι υπήρξε, να ήξερε τη φράση και να την χρησιμοποίησε θυμόσοφα στην περίπτωσή του.

Η φράση κατ’ εμέ είναι μία από τις πολλές παροιμιώδεις φράσεις που χρησιμοποιεί ένα όνομα για να κάνει ομοιοκαταληξία, όπως π.χ. Ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή, Με λένε Ρίζο κι όπως θέλω τα γυρίζω, Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι, Είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη κτλ. Εδώ το όνομα το διαλέγουμε έτσι που να κάνει ρίμα για να αυξηθεί το αισθητικό αποτέλεσμα, το ξάφνιασμα του ακροατή. Δεν υπήρχε κάποιος ονόματι Ρίζος που τα έλεγε πότε έτσι και πότε αλλιώς, το όνομα μπήκε για τη ρίμα.

Τη δυσπιστία μου την ενισχύει το γεγονός ότι η φράση «Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς» υπάρχει στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Πολίτη και καταγράφεται σε διάφορες συλλογές λαογραφικού υλικού από τις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας -κομμάτι δύσκολο να διαδόθηκε παντού από το επεισόδιο με τον Μανώλη Μπατίνο. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν και παραλλαγές με άλλα ονόματα όπως

* Άλλαξεν ο Καπαλιός κι έβαλε την κάπα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μιχαλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
* Άλλαξε ο Μαρουλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς
ακόμα και Άλλαξε η χήνα κι έβαλε πάλι κείνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 214 Σχόλια »

Αλαμπουρνέζικα, είπαμε

Posted by sarant στο 29 Νοεμβρίου, 2017

Επειδή χτες μου συνέβη ένα τυχαίο ατύχημα, που έλεγε και ο Ντάριο Φο, δεν πρόλαβα να γράψω φρέσκο άρθρο, οπότε θα επαναλάβω ένα παλιότερο, που είχε αρχικά δημοσιευτεί πριν από εφτά χρόνια  (και κάτι μέρες) στο ιστολόγιο, Νοέμβριο του 2010, εποχή πολύ μακρινή.

Διάλεξα για αναδημοσίευση το συγκεκριμένο άρθρο όχι μόνο επειδή είναι παλιό και άρα θα έχει ξεχαστει, αλλά και επειδή το ξαναγράφω σε μεγαλο βαθμό, καταλήγοντας σε εν μέρει διαφορετικά συμπεράσματα.

Το τι σημαίνει αλαμπουρνέζικα, το ξέρουμε. Η λέξη χρησιμοποιείται σκωπτικά για κάτι που λέγεται ή γράφεται σε ακαταλαβίστικη ή ασυνάρτητη γλώσσα, γενικότερα για κάτι ασυνάρτητο ή ακατανόητο. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ένα αρκετά γνωστό δοκίμιό του έχει χαρακτηρίσει «αλαμπουρνέζικα» τη «γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων«.

Η λέξη πήρε καινούργια ώθηση με τον ερχομό των υπολογιστών, αφού ένα από τα βασικά προβλήματα με τις ελληνικές γραμματοσειρές ήταν στο παρελθόν (και ίσως είναι ακόμα) ότι αν δεν είχες δώσει τη σωστή κωδικοσελίδα έβλεπες στην οθόνη αλαμπουρνέζικα (αν και αυτά εγώ τα έλεγα καραγκιοζάκια). Με την πάροδο του χρόνου τα προβλήματα γραμματοσειράς στους υπολογιστές έχουν μειωθεί πολύ αλλά «αλαμπουρνέζικα» εξακολουθούν να εμφανίζονται σε κινητές συσκευές, υποτίτλους κτλ.

Αν η σημασία της λέξης είναι καθαρή, για την ετυμολογία της δεν υπάρχει βεβαιότητα.

Το (γενικό) λεξικό Μπαμπινιώτη, τουλάχιστον στις τρεις πρώτες εκδόσεις του, αφού αναφέρει ότι είναι αβέβαιο ετύμου, παραθέτει τρεις εξηγήσεις που έχουν προταθεί, από τις οποίες τις δυο τις βρίσκω εντελώς απίθανες. (Πιθανόν στην 4η έκδοση που δεν την έχω να έχει αλλάξει εν μέρει άποψη).

Πρώτη θεωρία, ότι προέρχεται από την (ακατάληπτη) γλώσσα της φυλής Μπουρνού του Σουδάν (!), τα μπουρνέζικα (!!). Αλα + Μπουρνέζικα, ίσον αλαμπουρνέζικα. Αυτή η κατ’ εμε εξωφρενική ετυμολογία έχει προταθεί από τον Φαίδωνα Κουκουλέ. Η φυλή Μπορνού είναι υπαρκτή, είχε μαλιστα συγκροτήσει αυτοκρατορία στην κεντρική Αφρική, πριν από πολλούς αιώνες αλλά δεν υπάρχει καμιά απολύτως μαρτυρία για σχέσεις ή επαφές με τη χώρα μας που θα μπορούσαν να κάνουν παροιμιώδη τη γλώσσα τους.

Δεύτερη θεωρία, που είναι αρκετά διαδεδομένη, ότι προέρχεται από το αλιβορνέζικα, που σημαίνει, λέει, θαυμαστά πράγματα που εισάγονταν από το Λιβόρνο, την ιταλική πόλη. Κι αυτό το βρίσκω απίθανο, παρόλο που υπήρχε στο Λιβόρνο ακμαία ελληνική παροικία και υπήρχαν επαφές. Αλλά δεν θα έπρεπε να έχει αποτυπωθεί κάπου αυτή η μαζικη εισαγωγή «αλιβορνέζικων» αγαθών;

Τρίτη εξήγηση: από το ιταλ. alla burla, «στα αστεία, στην πλάκα», και την κατάληξη -έζικα που χρησιμοποιείται για γλώσσες.

Παρεμφερή εξήγηση δίνει το ΛΚΝ (ετυμολογική επιμέλεια Πετρούνια), που θεωρεί αρχή της λ. αλαμπουρνέζικα τη φράση alla burlesca, «με παιχνιδιάρικο ύφος». Την ίδια εξήγηση δέχεται και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας.

Το Ετυμολογικό Λεξικό του Μπαμπινιώτη, επίσης, θεωρεί πιθανή την προέλευση από το alla burla + -έζικα  και αναφέρει ότι «δεν είναι πιθανή» η πρόταση για προέλευση από το Λιβόρνο.

Πράγματι, είναι αρκετά πιθανό η αρχή της ελληνικής λέξης να βρίσκεται είτε στο alla burla είτε στο alla burlesca. Είτε από τη μια είτε από την άλλη αρχή καταλήγουμε σε ένα «αλαμπουρλέζικα», που εύκολα δίνει με ανομοίωση «αλαμπουρνέζικα». Η απόσταση από την πλάκα και το αστείο ως την ασυναρτησία και την ακαταληψία δεν είναι μεγάλη.

Για να κάνουμε βέβαια σωστή ετυμολογική διερεύνηση, πρέπει να ξερουμε πότε περίπου μπήκε η λέξη στη γλώσσα μας. Όπως έχω ξαναπεί, τα γλωσσικά ληξιαρχεία στη χώρα μας δεν λειτουργούν ικανοποιητικά, ιδίως για λαϊκές λέξεις. Ωστόσο βρίσκουμε τα «αλαμπουρνέζικα» σε ένα λεξικό των μέσων του 19ου αιώνα, το «Λεξικόν ελληνικόν και γαλλικόν» του Σκαρλάτου Βυζάντιου (1846), ο οποίος τη λέξη baragouinage την αποδίδει «διάλεκτος (ομιλία) σολοικοβάρβαρος και ακατανόητος, κοινώς αλαμπουρνέζικα».

Το δυστύχημα όμως είναι ότι πολύς κόσμος ελκύεται από τις εντυπωσιακές ιστορίες. Έτσι, η προέλευση από το εξωτικό Σουδάν ή έστω από το Λιβόρνο έχει γοητεύσει πολλούς κι έτσι θα τη βρείτε σε πολλές ιστοσελίδες όπως στο Βικιλεξικό, που αναφέρει με βεβαιότητα την προέλευση από το Σουδάν. Kοτζαμάν Σουδάν ακούγεται πιο μεγαλόπρεπο από μια μπερδεμένη ιταλική φράση.

Στην πρώτη έκδοση αυτού του άρθρου, είχα παρουσιάσει και μιαν ακόμα εξήγηση, που την έβρισκα πειστική -αλλά τώρα έχω αλλάξει γνώμη. Ας την αναφέρω όμως.

Ξεφυλλίζοντας παλιά περιοδικά, έπεσα τυχαία τις προάλλες σε μια σειρά από άρθρα του Νικ. Ποριώτη στο εξαιρετικό περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» του Φωτιάδη, που έβγαινε από το 1935 έως την Κατοχή. Ο Ποριώτης ήταν πολύ γερός λόγιος, δημοτικιστής, μεταφραστής αρχαίων αλλά και όπερας,  θεατρικός συγγραφέας. Έκανε και κάμποσα χρόνια στο ναυτικό και ήξερε καλά τη ναυτική γλώσσα. Τα σημειώματα αυτά που σας λέω τα γράφει πια στα 65 του και είναι πολλές φορές απολαυστικά, πάντα με γλωσσικό ενδιαφέρον. Λοιπόν, ο Ποριώτης λέει ότι υπήρχε στην Ιταλία τον 16ο αιώνα ένας σατιρικός ποιητής, ο Φραντσέσκο Μπέρνι, που πέθανε πριν κλείσει τα σαράντα του, στη Φλωρεντία, φαρμακωμένος από έναν καρδινάλιο επειδή αρνήθηκε να φαρμακώσει έναν άλλο καρδινάλιο (ή τουλάχιστο έτσι λένε).

Ο Μπέρνι έγραφε σάτιρες και ήταν ονομαστός για τα πνευματώδη λογοπαίγνιά του, λέει ο Ποριώτης, σε σημείο που το ύφος του να ονομαστεί bernesco, και πλάι στην έκφραση alla burlesca να φτιαχτεί, κατ΄ αναλογία, alla bernesca, με το ύφος του Μπέρνι δηλαδή. Η έκφραση αυτή υπάρχει και σήμερα στα ιταλικά, όπως μπορείτε να δείτε με ένα γκούγκλισμα. Περισσότερα για τον Μπέρνι έχει η Βικιπαίδεια.

Οπότε, λέει ο Ποριώτης, από το «αλά μπουρλέσκα» και από το «αλά μπερνέσκα», με συμφυρμό, προέκυψαν και τα δικά μας αλαμπουρνέζικα.

Την εξήγηση του Ποριώτη την είχα βρει πειστική διότι η φράση alla bernesca ήταν υπαρκτή και συχνή στα ιταλικά, ενώ υπήρχαν και πολλοί ποιητές που ακολουθούσαν τη μανιέρα του Μπέρνι.

Τώρα ομως που ξαναβλέπω όσα είχα γράψει, δεν πείθομαι τόσο πολύ -βρίσκω ότι πρόκειται για περιττή περιπλοκή. Η τροπή του λ σε ν (αλαμπουρλέσκα –> αλαμπουρνέζικα) δεν είναι δύσκολη. Κι έτσι, παρά την μεγάλη εκτίμηση που τρέφω στον Ν. Ποριώτη, πιστεύω πως μπορούμε να μείνουμε στο alla burla / alla burlesca σαν εξήγηση για τα αλαμπουρνέζικα.

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , | 111 Σχόλια »

Και πάλι για τον άμπακο, τον αγλέουρα, τον περίδρομο και το καταπέτασμα

Posted by sarant στο 22 Αυγούστου, 2017

Όπως έχω πει, το καλοκαίρι τούτο θα βάζουμε αρκετές επαναλήψεις παλιότερων άρθρων. Έχω ξεχωρίσει μερικά άρθρα υποψήφια προς επανάληψη (από τα 3000+ που έχει δημοσιεύσει το ιστολόγιο στα 8+ χρόνια που εκπέμπει) αλλά το σημερινό δεν είναι ένα από αυτά. Μου το θύμισε όμως η μητέρα μου, που μου έγραψε πως η φίλη της η Λούλη μου ζήτησε να γράψω από πού προέρχεται η λέξη «αγλέορας». Φυσικά, έχουμε παρουσιάσει σχετικό άρθρο, και καθώς το βρήκα διαπίστωσα ότι είναι αρκετά παλιό (κοντεύει να κλείσει επταετία από την πρωτη δημοσίευσή του) και δεν είχε σχολιαστεί και πολύ όταν πρωτομπήκε, άρα προσφέρεται για αναδημοσίευση.

Για να μην παραπονιούνται όσοι ισχυρομνήμονες θυμούνται το παλιότερο άρθρο, έχω συμπεριλάβει σε τούτη την αναδημοσίευση στοιχεία από άλλο ένα παλιό άρθρο, ενώ στην αρχή της σημερινής αναδημοσίευσης προτάσσω έναν καταλογο με εκφράσεις που τις λέμε όταν κάποιος τρώει πολύ και που καλείστε να τον συμπληρώσετε. Δηλαδή τούτη η αναδημοσίευση περιέχει υλικό από τρία παλιά άρθρα -ε, συμφέρει!

Το αρχικό άρθρο είχε γραφτεί το 2010, ως συνέχεια ενός άλλου άρθρου που είχε αφορμή τη διάσημη πλέον φράση του Θ. Πάγκαλου «Μαζί τα φάγαμε».

Εκείνο το άρθρο κατέληγε με τη διαπίστωση ότι κάποιοι όχι μόνο τρώνε αλλά και ξεπερνούν τη χόρταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά:

καταβροχθίζουν, χλαπακιάζουν, γουρουνιάζουν, σαβουρώνουν, γκουμουλώνουν, ντερλικώνουν, περιδρομιάζουν, τρώνε τον αγλέουρα, τον αβλέμονα, τον άμπακο, τον περίδρομο, το καταπέτασμα, την κάνουν ταράτσα, την τυλώνουν, τρώνε μέχρι σκασμού, μέχρι κορεσμού, μέχρι να γκώσουν, μέχρι να πρηστούν, μέχρι να σμπλουνιάσουν.

Θα συμπληρώσετε ίσως τον κατάλογο στα σχόλια, πάντως πολλές από τις παραπάνω λέξεις και εκφράσεις έχουν λεξιλογικό ενδιαφέρον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 116 Σχόλια »

Σύρμα!

Posted by sarant στο 15 Δεκεμβρίου, 2016

Το σημερινό άρθρο είναι απόρροια μιας συζήτησης που έγινε τις προάλλες, στα σχόλια του άρθρου που είχαμε βάλει για τα λεξιλογικά της περιπέτειας Ο Αστερίξ και το χρυσό δρεπάνι. Όπως θα δείτε, ουσιαστικά συνοψίζω όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση εκείνη, προσθέτοντας ελάχιστα δικά μου. Νομίζω όμως πως το άρθρο δεν είναι περιττό, επειδή έτσι δίνεται η ευκαιρία να ενημερωθούν για τη συζήτηση και να σχολιάσουν και όσοι δεν την είχαν πάρει είδηση -διότι δεν διαβάζουν όλοι ως το τέλος τα σχόλια, ιδίως αν το άρθρο δεν τους ενδιαφέρει.

xxiiΛοιπόν, στα σχόλια της περιπέτειας του Αστερίξ, ο φίλος μας ο Corto είδε στη μετάφραση (του Αργ. Χιόνη) τη φράση «Σύρμα! Οι Ρωμαίοι!» και έφερε τη συζήτηση για τη φράση αυτή. Πριν προχωρήσω, να θυμίσω ότι γίνεται ένας καβγάς σε νυχτερινό κέντρο, όπου ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ξυλοφορτώνουν τους μπράβους μιας συμμορίας λαθρεμπόρων και ξαφνικά ένας από τους δαρμένους μπράβους φωνάζει «XXII! Les Romains!!» και όλοι οι λαθρέμποροι το σκάνε.

Η φράση του Αστερίξ είναι αναχρονισμένη παραλλαγή μιας γνωστής γαλλικής φράσης της αργκό, της φράσης «Vingt-deux, voilà les flics», κατά λέξη «Εικοσιδύο, οι μπάτσοι!», που ολοφάνερα αντιστοιχεί ακριβώς στη δική μας «Σύρμα!» -για τις ανάγκες της ιστορίας ο αριθμός 22 γράφτηκε στο ρωμαϊκό σύστημα και οι μπάτσοι έγιναν Ρωμαίοι. Ο Χιόνης πολύ σωστά το μεταφράζει «Σύρμα, οι Ρωμαίοι!» ενώ η Μαραντέι (των εκδόσεων Μαμούθ που είναι αυτές που κυκλοφορούν τώρα) αστοχεί, αφού το αποδίδει «ΧΧΙΙ, οι Ρωμαίοι!» που δεν λέει τίποτα στον Έλληνα αναγνώστη.

Η αργκοτική φράση σε μας είναι συνήθως ένα σκέτο «Σύρμα!» και χρησιμοποιείται ως επιφώνημα προειδοποίησης, «για να ειδοποιήσουμε κάποιον ότι πρέπει να εγκαταλείψει κάποια παράνομη δραστηριότητά του, γιατί πλησιάζει ένα όργανο τάξεως ή ελέγχου» (ορισμός από το ΛΚΝ).

Ο φίλος μας ο Κόρτο αναρωτήθηκε αν το επιφώνημα «Σύρμα!» υπήρχε προπολεμικά ή αν γεννήθηκε μέσα στην Κατοχή ή στον πόλεμο, όπως δείχνουν κάποιες ενδείξεις. Αυτή η ερώτηση προκάλεσε τη συζήτηση που θα συνοψίσω στο σημερινό άρθρο. Εννοείται ότι  η προσπάθεια για χρονολόγηση της έκφρασης πηγαίνει χέρι-χέρι με την προσπάθεια για «ετυμολόγησή» της -να βρούμε δηλαδή από πού προήλθε, για ποιο λόγο κάποιοι πρόγονοί μας είπαν «Σύρμα!» θέλοντας να προειδοποιήσουν ότι πλησιάζει κάποιο όργανο της τάξης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 217 Σχόλια »

Ο φτωχός συγγενής των φρούτων

Posted by sarant στο 14 Νοεμβρίου, 2016

Γυρίζοντας από τη Μάλτα, βρήκα ένα βουνό να με περιμένει -τις επόμενες μέρες και γενικότερα μέχρι την ανάπαυλα των γιορτών έχω πάρα πολλά τρεχάματα, οπότε θα συνεχίσω να καταφεύγω σε επαναλήψεις άρθρων συχνότερα απ’ όσο θα το ήθελα. Το σημερινό μας άρθρο είναι επανάληψη, αν και με διαφορετικό τίτλο, ενός παλιότερου άρθρου που είχε δημοσιευτεί πριν από 6 χρόνια -ελπίζω πως δεν θα το έχετε διαβάσει όλοι. Εδώ δημοσιεύω μια ξανακοιταγμένη και αρκετά αλλαγμένη μορφή, που είχε δημοσιευτεί στη συνέχεια στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.

PearsΠριν από καναδυό μήνες είχα δημοσιεύσει εδώ ένα άρθρο για το μήλο, που το είχα χαρακτηρίσει, από γλωσσική άποψη, «βασιλιά των φρούτων». Μετά το μήλο έρχεται φυσιολογικά το αχλάδι· τα δυο φρούτα συχνά αναφέρονται μαζί, αλλά κατά τη γνώμη μου το δεύτερο είναι φτωχός συγγενής του πρώτου. Μπορεί το αχλάδι να αρέσει σε πολλούς, αλλά δύσκολα θα βρείτε άνθρωπο που να το αναφέρει σαν πρώτη του προτίμηση, νομίζω· ίσως πάλι να είμαι υποκειμενικός, διότι πρόκειται για ένα φρούτο που δεν μου πολυαρέσει.

Η αχλαδιά (Pyrus communis) βρίσκεται από την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο –στον Όμηρο είναι όγχνη (και το δέντρο και ο καρπός), ενώ τα επόμενα χρόνια το αχλάδι έλεγαν άπιον, αλλά ήδη από την ελληνιστική εποχή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται το υποκοριστικό του, απίδιον. Η λέξη απίδι ακούγεται και σήμερα, σαν συνώνυμο του αχλαδιού, σε πολλά μέρη· αλλού, π.χ. σε πολλά μέρη της Κρήτης, απίδια λέγονται τα ντόπια είδη ενώ αχλάδια τα εισαγόμενα.

Η λέξη αχλάδι προέρχεται από το αρχαίο αχράς, η αχράς της αχράδος δηλαδή, λέξη που αρχικά φαίνεται ότι σήμαινε την άγρια παραλλαγή, το αγριάπιδο. Μάλιστα, στη συλλογή παροιμιών του Βάρνερ, που δημοσιεύτηκε στην Πόλη περί το 1650, βρίσκουμε μια παροιμία που έχει και τις δυο λέξεις μαζί: τ’ απίδια με παρακαλούν, κι αχλάδες θε να φάγω; -δηλαδή, αφού μπορώ να γευτώ κάτι το εκλεκτό, δεν υπάρχει λόγος να προτιμήσω κάτι υποδεέστερο· εδώ, οι αχλάδες είναι τα αγριάπιδα και τα απίδια είναι το εκλεκτό, καλλιεργημένο φρούτο (που το λέμε σήμερα αχλάδι).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 128 Σχόλια »

Πώς τραβιούνται τα σαντεκλέρια λοιπόν;

Posted by sarant στο 27 Ιουλίου, 2016

Τον καιρό της νιότης μου, τα καλοκαιρινά σινεμά παίζανε επαναλήψεις, πρόβαλλαν δηλαδή παλιότερες ταινίες, οπότε ήταν μια ευκαιρία να συμπληρώσει κανείς τα κενά του ή να θυμηθεί παλιότερα έξοχα έργα. Σήμερα, αν δεν κάνω λάθος, τα περισσότερα θερινά παίζουν ταινίες πρώτης προβολής -αλλά σε αυτή την παλιά συνήθεια θα καταφύγει το ιστολόγιο, αφού το έχει βάλει αμέτι μουχαμέτι να δημοσιεύει καλοκαιριάτικα ένα άρθρο κάθε μέρα σε αδιάλειπτο σερί.

Το σημερινό άρθρο είχε αρχικά δημοσιευτεί πριν από πέντε χρόνια -παρά μία μέρα. Στη συνέχεια, τη λέξη «σαντεκλέρι» τη συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται. Εδώ αναδημοσιεύω το παλιό άρθρο με αρκετές επικαιροποιήσεις παίρνοντας επίσης υπόψη τα σχόλια που είχαν γίνει κατά την πρώτη δημοσίευση. 

Lucien-Guitry-1860-1925-In-Chantecler-By-Edmond-Rostand-1868-1918Το άρθρο αυτό γεννήθηκε από ένα δικό μου σχόλιο σε  ένα λήμμα του εξαιρετικού ιστότοπου slang.gr. Εδώ, αναπτύσσω περισσότερο την άποψή μου.

Λοιπόν, στο slang.gr τέθηκε η απορία για την προέλευση της φράσης «θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεκλέρια«, που είναι -κατά το εκεί άρθρο- μια παμπάλαιη μάγκικη έκφραση. Και βέβαια, ενώ η σημασία της έκφρασης είναι προφανής, σημαίνει «θα μαλώσουμε άσκημα», η λέξη «σιντεκλέρια» είναι εντελώς άγνωστη και μυστηριώδικη, πολύ περισσότερο που τη βρίσκουμε και με άλλες παραλλαγές: σαντεκλέρια, σεντεκλέρια, σιντεγκλέρια.

Ο φίλος Χότζας που έγραψε το αρχικό άρθρο στο slang.gr και οι υπόλοιποι στα σχόλια προσπάθησαν, με τα ελάχιστα δεδομένα που είχαν στη διάθεσή τους,  να βγάλουν νόημα, προτείνοντας με επιφυλάξεις την προέλευση από το ότι το «σαντικλέρι» είναι γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά, αλλά και φυλαχτό, διακοσμητικό -αλλά τελικά στα σχόλια νομίζω ότι συμφώνησαν με την εκδοχή που πρότεινα.

Πριν προχωρήσουμε, να πούμε ότι η έκφραση «θα τραβηχτούμε σαν τα σαντεκλέρια» (ή σαν τα σεντεκλέρια ή σιντεκλέρια) ακούγεται στην κλασική ελληνική κωμωδία «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», που προβλήθηκε το 1961 σε σενάριο Νίκου Τσιφόρου και σκηνοθεσία Πολύβιου Βασιλειάδη. Την ταινία θα την έχετε πιθανώς δει, αλλά αν δεν θυμάστε τη συγκεκριμένη ατάκα μπορείτε να τη δείτε εδώ, είναι στο 8′.17 της ταινίας. Ο Ρίζος είναι ο κοντός του τίτλου, σώγαμπρος με πεθερά τη Βασιλειάδου η οποία του ψήνει το ψάρι στα χείλη. Αυτός υπομένει, αλλά λέει κατ’ ιδίαν στη γυναίκα του: «Κάποια στιγμή θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεκλέρια».  Δεν ακούγεται ολοκάθαρα, άλλοι έγραψαν ότι ακούν «σιντεγκλέρια». Μπορεί βέβαια και ο ίδιος ο Ρίζος να μην είπε σωστά τη φράση, αν σκεφτούμε (βλ. πιο κάτω) ότι σε άλλο κείμενο του Τσιφόρου (του σεναριογράφου της ταινίας) υπάρχει η μορφή «σαντεκλέρια», που είναι και η αρχική κατά τη γνώμη μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 173 Σχόλια »

Γιατί κάνουμε την πάπια;

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2016

Ξέρετε βέβαια τι σημαίνει η έκφραση «κάνω την πάπια». Σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το κορόιδο».

Το ερώτημα του τίτλου είναι παραπλανητικό -δεν θα διερευνήσουμε για ποιο λόγο προσποιούμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, άλλωστε υπάρχουν πολλοί λόγοι ανάλογα με την περίσταση. Στο άρθρο μας θα εξετάσουμε, απλούστατα, την προέλευση της φράσης «κάνει την πάπια». Θα απαντήσουμε στο… φλέγον ερώτημα «Γιατί το λέμε έτσι;»

Δεν θυμάμαι αν το έχουμε αναφέρει ξανά στο ιστολόγιο, αλλά για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη αλλά εντελώς αστήρικτη εξήγηση που οφείλεται, όπως και οι περισσότερες ευφάνταστες αλλ’ εντελώς αστήρικτες ανάλογες εξηγήσεις, στον Τάκη Νατσούλη. Ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης είχε εκδώσει το ογκώδες βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις», στο οποίο έχει συγκεντρώσει άφθονο υλικό αλλά έχει το κακό ελάττωμα να προτείνει διάφορες αστήρικτες θεωρίες για να εξηγήσει πώς γεννήθηκαν διάφορες γνωστές φράσεις, θεωρίες που τις έβγαλε από τη γόνιμη φαντασία του. Κι όπως είναι πιο εντυπωσιακό να ισχυρίζεσαι ότι η οικογένειά σου έχει τις ρίζες της σε βυζαντινούς άρχοντες, παρόμοια κάνει περισσότερο εφέ να λες ότι η τάδε φράση έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα ή στη φραγκοκρατία, αντί να πεις ότι πρόκειται π.χ. για κοινή παρατήρηση ή (θου κύριε!) ότι δεν είναι σαφές το πώς γεννήθηκε η φράση.

Αυτή την αναζήτηση εντυπωσιακών αλλ’ αστήρικτων ιστοριών για να εξηγηθεί η προέλευση μιας έκφρασης, τη λέμε «νατσουλισμό» στο ιστολόγιο. Και για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια νατσουλική εξήγηση.

Τη θυμήθηκα πριν από κάμποσες μέρες, όταν διάβασα ένα άρθρο του thetoc.gr, με τίτλο «Δεν κάνει την πάπια, είναι αθώα», το οποίο, με πλούσια εικονογράφηση και ανάλαφρο στιλ, προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευση εννιά γνωστών εκφράσεων -και νατσουλίζει ασύστολα στις περισσότερες. Δεν θα ασχοληθώ όμως με τις άλλες εκφράσεις, διότι η κάθε μία θέλει χωριστό άρθρο. Αρκεί να επισημάνω ότι για την τρελοκαμπέρω έχουμε αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον αεροπόρο Νότη Καμπέρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 322 Σχόλια »

Πράσινα άλογα και όχι πράσσειν άλογα

Posted by sarant στο 10 Μαΐου, 2016

Το σημερινό άρθρο είναι επανάληψη. Το αρχικό άρθρο δημοσιεύτηκε πριν από εφτά χρόνια και τέσσερις μέρες, δηλαδή όταν το ιστολόγιο δεν είχε ακόμα κλείσει το πρώτο του τρίμηνο, και έχει αναδειχτεί σε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα άρθρα του ιστολογίου, επειδή διαρκώς συμβαίνει, σε κάποια διαδικτυακή συζήτηση, να χρησιμοποιεί κάποιος την έκφραση «και πράσινα άλογα» και να πετιέται κάποιος εξυπνάκιας και να τον επιπλήττει, ότι τάχα είναι λάθος το «πράσινα άλογα» και το σωστό είναι «πράσσειν άλογα», οπότε ή ο αρχικός σχολιαστής ή κάποιος τρίτος βάζει το λινκ από το άρθρο μου για να απαντήσει. Διότι, όπως θα δείτε στη συνέχεια, έκφραση «πράσσειν άλογα» δεν παραδίδεται πουθενά.

Εδώ και καιρό ήθελα να ξαναδημοσιεύσω το παλιό μου άρθρο, αν μη τι άλλο για να δώσω την ευκαιρία να σχολιαστεί από τους νεότερους φίλους, αλλά δίσταζα επειδή το αρχικό άρθρο ήταν ήδη πολύ μεγάλο. Τελικά χτες πήρα την απόφαση, χάρη σε μια πληροφορία που μου έδωσε ο φίλος Γιώργος Μπαλόγλου, που ενισχύει την επιχειρηματολογία του άρθρου. Οπότε, ζητώ συγνώμη για το διπλοσέντονο και ξεκινάω.

Πράσινα άλογα, στο εξώφυλλο του βιβλίου μου "Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων"

Πράσινα άλογα, στο εξώφυλλο του βιβλίου μου «Το αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων» (Τώρα έχει επανεκδοθεί επαυξημένο ως «Λόγια του αέρα»)

Η έκφραση …και πράσινα άλογα, όπως ας πούμε στη φράση «Τι ανώτατες σπουδές και πράσινα άλογα λέει πως έχει κάνει; Αφού δεν έχει τελειώσει ούτε το δημοτικό!» είναι πολύ συνηθισμένη.

Αν και κανείς δεν αμφιβάλλει για τη σημασία της, πολλοί αναρωτιούνται για την προέλευσή της, που δεν είναι φανερή στα μάτια τους. Καθώς δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς εμφανίστηκαν τα «πράσινα άλογα» προσπαθούν να βρουν μιαν άλλη, πιο ορθολογική κατά τη γνώμη τους εξήγηση.

Σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη «εξήγηση» για την προέλευση της έκφρασης …και πράσινα άλογα, πρόκειται για παραφθορά της αρχαίας έκφρασης «πράσσειν άλογα». (Υπάρχουν και άλλες θεωρίες για την προέλευση της φράσης, όπως η αναφορά σε ένα επεισόδιο που έγινε επί Όθωνα, αυτή όμως είναι η πιο διαδεδομένη.) Όπως μας πληροφορεί, για παράδειγμα, ο δικτυακός τόπος www.prasinaloga.gr, που ανήκει στην ομάδα εικαστικού θεάτρου κούκλας «Πράσσειν άλογα»: η έκφραση «Πράσσειν άλογα» είναι αρχαία (πράσσειν = πράττω, άλογο = μη λογικό).

Σε μια διαδικτυακή συζήτηση περί αστρολογίας, κάποιος σκεπτικιστής έγραψε άρθρο με τίτλο «Άστρα και πράσινα άλογα» και αμέσως κάποιος άλλος τον διόρθωσε σε «Άστρα και πράσσειν άλογα», επισημαίνοντας Έχεις δει πουθενά πράσινα άλογα; μήπως αυτό το πράσινα δεν είναι πράσινα αλλά πράσσειν ή πράττειν απαρέμφατο του ρήματος πράττω; Και το άλογα μήπως δεν εννοούνται τα άλογα αλλά το δίχως λογική πραττόμενο; Κάποιος άλλος, αλλού: Πράσινα άλογα και πράσσειν άλογα, που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.

Υπάρχουν λοιπόν αρκετοί που πιστεύουν ότι η αρχική μορφή της φράσης «και πράσινα άλογα» είναι η αρχαία «πράσσειν άλογα». Η λανθασμένη (όπως θα επιχειρήσω να αποδείξω) αυτή άποψη απέκτησε επιπρόσθετο κύρος όταν ένα συγκρότημα ελληνικής ροκ μουσικής πήρε την ονομασία Πράσσειν άλογα, με έμβλημά του ένα πράσινο αλογάκι του σκακιού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Γλωσσικοί μύθοι, Επαναλήψεις, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 321 Σχόλια »