Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Γλωσσικό ζήτημα’ Category

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (διήγημα του Γ. Βιζυηνού)

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2023

Προχτές, στο άρθρο του Άρη Μπερλή για τις μεταγλωττίσεις παλαιότερων κειμένων, έγινε λόγος και για τον Γεώργιο Βιζυηνό, που έγραψε διηγήματα στην καθαρεύουσα τα οποία ίσως είναι δυσπρόσιτα σε πολλούς αναγνώστες σήμερα. Μάλιστα, ο φίλος μας ο Πέπε, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιό του, μας αφηγήθηκε πώς δίδαξε στο γυμνάσιο της Καρπάθου το διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, του Βιζυηνού ακριβώς.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι ταιριάζει να βάλουμε σήμερα ένα διήγημα του Βιζυηνού με θέμα, ακριβώς, το γλωσσικό ζήτημα. Και εδώ ο Βιζυηνός συναντά τον Ροΐδη, ας πούμε, διότι και αυτός συνηγορεί υπέρ της δημοτικής και εναντίον της καθαρεύουσας, γράφοντας όμως σε καθαρεύουσα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο φύλλο 48 του περιοδικού Εβδομάς (28.1.1885), ενός περιοδικού με αξιόλογη λογοτεχνική ύλη, φυσικά στην καθαρεύουσα εκτός από τα ποιήματα -«εκδίδοται κατά Κυριακήν» έγραφε η προμετωπίδα του. Στην Απολογία της δημοτικής, που εκδόθηκε το 1914 από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ανθολογούνται μικρά αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του διηγήματος του Βιζυηνού.

Ο Βιζυηνός ύστερα από μια πρώτη προλογική παράγραφο αφηγείται ένα επεισόδιο της σχολικής του ζωής, όταν ο νέος δάσκαλος προσπαθούσε να βαφτίσει πρόσωπα και πράγματα σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Ο Βιζυηνός δείχνει οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο και γνώσεις γλωσσολογίας, ενώ αξίζει να προσεχτεί η παρατήρησή του για την αποφυγή της χασμωδίας στο ιδίωμα του χωριού του, που είναι βέβαια φαινόμενο πολύ ευρυτερα διαδεδομένο. (Και επίσης μου κάνει εντύπωση ότι απευθύνεται σε «αναγνώστες και αναγνώστριες», κάτι πολύ μοντέρνο για το 1885).

Το κείμενο το πήρα από τον παλιό μου ιστότοπο, δηλαδή μονοτονισμένο και με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία από την έκδοση της Εστίας. Το μειονέκτημα του μονοτονισμού φαίνεται στις δοτικές, ιδίως στο «Αγαθή τύχη», με το οποίο αρχίζει το διήγημα, που είναι δοτική. Επίσης, ο πληκτρολογητής έχει κάνει μερικά λαθάκια. Σύγκρινα τώρα με την πρώτη δημοσίευση και μερικά τα διόρθωσα.

Μετά το διήγημα δημοσιεύω το κείμενο μεταγλωττισμένο στο θρακικό ιδίωμα, όπως δημοσιεύτηκε πέρυσι στο περιοδικό Χάρτης.

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ

          Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν· οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή διά των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του ποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

          Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι έν τινι απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσο και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

          Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

   ― Πώς σε λέγουν εσένα;

   ― Θόδωρο Μπεράτογλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πώς σε λέν;

   ― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

          Και ούτω καθ’ εξής εν μιά ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!

          Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδίαν: το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

          Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

   ― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.

   ― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.

   ― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

          Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

   ― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.

   ― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

   ― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!

   ― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

          Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!

          Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

          Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

   ― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.

   ― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

          Αλλά δεν επρόφθασα να καθίσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:

          Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

          Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

          Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα – έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

   ― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

          Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακός κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!

          Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον διά πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Στο ηλεπεριοδικό Χάρτης δημοσιεύτηκε πρόπερσι ένα ενδιαφέρον πείραμα. Ο Τάσος Ζαφειριάδης και ο Χρήστος Φωτακίδης μεταγράψανε το διήγημα του Βιζυηνού όχι στη δημοτική αλλά στο θρακιώτικο ιδίωμα που (υπέθεσαν ότι θα) μιλιόταν το 1885 στη Βιζύη, στο χωριό όπου γεννήθηκε ο Γεώργιος Μιχαηλίδης και μετέπειτα Βιζυηνός. Είχαν ως εφόδιο τις γλωσσικές τους γνώσεις για το θρακιώτικο ιδίωμα και την καταγωγή από κοντινό με τη Βιζύη χωριό. Ιδού το κείμενο:

Γεωργής Βιζυηνός: Γιατί η μηλιά δε γέν’κε μηλέγα

Πε κισμέτ καλό, γέν’κε γκιουρουλτί τελευταία σχετικά με τη νεοελληνική γλώσσα, το πιο ουσιαστικό ζήτημα, για μένα, απ’ όσα έπρεπε να απασχολούν το έθνος μας, ίσως πιο ουσιαστικό ακόμα και πε τ’ ανατολικό ζήτημα το ίδιο. Όμως, αναγνώστες και αναγνώστριες, όσοι δεν είστε ακόμα θαυμαστές της Μεγάλης μας Ιδέγας, μην κατσιρντίστε για τ’ν άμεση αυτή σχέση του πιο σοβαρού πε τα ζητήματα με τη γραμματική των δασκάλων της Ελλάδας. Το ξέρω: Οι καλογέροι πιστεύ’να ότι θα πάμ’ όλοι στον διάβολο, όσοι δεν αποκληρών’με τους γιούς και τις κόρες μας, για ν’ αφιερώσ’με τα χωράφια μας στα μοναστήρια, για να σώσ’με την ψυχή μας. Οι συγγραφείς πιστεύ’να, σαν να ’ν’ αληθινό άρθρο πίστης, ότι δεν μπορεί να γένει εθνική πρόοδος, όσο κάθε Έλληνας δεν τρέχει να γραφτεί συνδρομητής στα βιβλία τους, δίνοντας σερμεγέ, εννοείται, για τη συνδρομή του. Κι εγώ λοιπόν μπορώ να φανώ ότι πιστεύω πως η Ελλάδα δεν θα λύσει τ’ ανατολικό ζήτημα με δικιά της νίκη, παρά μόν’ με τις απόλυτες γενικές και τα απαρέμφατα. Κι άρα έρχομαι δω να παριστάνω πως το σύνθημα του αυριανού μεγαλείου της πατρίδας δεν φτιάχν’ται πε τίποτ’ άλλο, παρά πε λόγια, λόγια, λόγια! «Όχι! Ο λόγος, που συνδέω το γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας με τ’ άλλο, αυτό π’ από μόνο του αφορά τ’ν ύπαρξή της έν’… Αλλά καλύτερα να τον μαντέψτε μόνοι σας όσο διαβάζ’τε. Τ’ ανάγνωσμα όμως, που σας προσφέρω, δεν έν’ παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσο απλή και συνηθισμένη, π’ απορώ πώς δεν τ’ν έχει καμιά πε τις μεγάλες επιφυλλίδες, κανένα πε τα χοντρά κιτάπια, όσα γράφ’καν τελευταία γύρω πε το ποια πρέπει να είν’ η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ορίστε η ιστορία.

Όταν ήμαν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολειού της πατρίδας μου, είχα μεγάλη αδυναμία στη μηλιά. Δεν εννοώ τη Μηλιά την κόρη του γείτονά μου, αλλά τη γλυκομηλιά, το δέντρο, που στόλ’ζε τον αγάτς μπαξέ μας. Ήταν πολύ περίεργο δέντρο αυτή η μηλιά: Έκανε λουλούδια και καρπούς, όπως κάθε ξαδέρφη της, κατά το καλοκαίρι και πάλι λουλούδια και καρπούς κατά το φθινόπωρο. Κι επειδή ήταν η πρώτη μηλιά, που γνώρ’σα στη ζωή μου, και η μόνη, που μ’ άρεσε πιο πολύ πε τις άλλες, έμαθα να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχανε το ίδιο σουλούπ’ κι έκαναν μήλα σαν αυτά της δικής μας, αν και δεν βγάζανε καρπούς εκείνες, σαν αυτή, δύο φορές τον χρόνο. Όμως, μ’ όλη την παλιά φιλία και συμπάθεια ανάμεσα στη μηλιά κι εμένα, δε μπορώ να πω ότι ήξερε καλά-καλά ο ένας τον άλλον. Δε ξέρω αν και η μηλιά προσπάθ’σε ποτέ να καταλάβει τι πράγμα ήμουν εγώ, που έπαιζα τόσο συχνά κάτ’ απ’ τη σκιά της ή καθόμαν καβάλα επάν’ στα ντάλια της. Θυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προπάντων τον καιρό που άνθιζε, συνήθιζα να στέκομαι σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν, με τα χέρια στηριγμένα στη μέση μου, τα ματόπλα στραμμένα στα θαυμάσια, τ’ ασπροκόκκινά της τέλια, κι απορούσα μόνος μου πολλή ώρα τι πράμα να έν’ άραγε αυτό το δέντρο! Τι πράμα να έν’. Αλλ’ όσο κι αν απορούσα, όσο κι αν ρωτούσα τους γύρω μου, η απάντηση πάντοτε η ίδια, ότι δηλαδή το δέντρο εκείνο ήταν μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα έν’;…

Όταν έφεραν στο χωριό μας νέο δάσκαλο πίστεψα κρυφά πως θα μάθαινα επιτέλους τι πράγμα έν’ η μηλιά, γιατί πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος στο χωριό μας γένηκι μπουγιουρντί μιταξύ των πιδιών πως ήταν πολύ καλύτερος πε τον παλιό και τα ‘ξερε όλα «περιγραμμάτου». Η φήμη έλιγιν αλήθεια. Γιατί, σαν ήρτε κείνος ο χτικιάρης νέγος, διάβασε τα ονόματά μας πε το τεφτέρι κι αμέσως βρήκε πως ήταν όλα λάθος και πως ο τελευταίος δάσκαλός μας ήταν μπουνάκης. Και πήρε λοιπόν το κοντύλι και αρχίνησε να μας σουλουπών’ τα ονόματά μας.

― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λεν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Κι έτσι σε μια μέρα άλλαξε, ο αθεόφοβος, όλα τα βαφτιστικά μας ονόματα, αντρικά και γυναικεία, με τέτοιον τρόπο που, αν γίνονταν να έρτ’ εκείνη τ’ν εποχή στο χωριό μας κανένας ξένος πε τους ζεβζέκηδες φιλέλληνες, θα νόμ’ζε σίγουρα πως ανακάλυψε ξαφνικά τ’ν αρχαία Ελλάδα ολοζώντανη, με όλους της τους θεγούς, τις θεγές, τους ημίθεγους και τους ήρωγες, τους ποιητές και τους σοφούς της να πα’αίνουν στο αλληλοδιδακτικό σχολειό, ξυπόλητοι και χωρίς σάπκα, όπως παλιά, αλλά φορώντας βρακιά και γελέκα κι αντεριά!

Οπωσδήποτε, όταν κείνος ο σερσέμης, έπεισι τον κόσμο πως εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωριού μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μ’ άγγιξι τόσο δα την καρδιά μου. Το πήρα γι’ αστείο. Άλλωστ’ εγώ δεν ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου και η αλλαγή ήταν για όσους θα με φώναζαν με το νέο μου όνομα στο μέλλον.

Αλλά τα «περιγραμμάτου» του δασκάλου μας δεν σταμάτησαν μόνο στα ονόματά μας. Δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα αγγάρευε μερικούς πε μας για να ξεχορταριάζ’με τον μπαξέ της μητρόπολης. Εγώ δεν έβλεπα τ’ν ώρα να έρτ’ η σειρά μου. Στον μπαξέ είχ’ ένα δέντρο λουλουδισμένο σαν το δικό μας. Χωρίς άλλο θα μάθαινα τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο. Όταν, τέλος, αγγαρεύτ’κα κι εγώ, βρέθηκα μαζί με τον δάσκαλο μπροστά στη μηλιά:

― Τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο, δάσκαλε, τον ρώτησα, κι έδειξα με το παρμάκ’.
― Μηλέα, απάντησ’ εκείνος.
― Όχι! απάντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό έν’ μηλιά!

Ήταν η κακή ώρα που το ‘πα, γιατί πε τότε αρχίνησαν τα βάσανά μου μ’ αυτόν τον δάσκαλο. Τ’ ορκίζομαι σε θεγούς και ανθρώπους, ότι εγώ ρώτησα όχι για το όνομα ―το όνομα το ήξερα― αλλά για το πράγμα: τι πράγμα έν’ το δέντρο ήθελα να μάθω, τίποτες άλλο. Ο δάσκαλός μου όμως, δεν ξέρω τι έπαθε, απεφάσισε πε κείνη τη στιγμή να με μάθει ντε και καλά ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

― Πες πως το λένε μηλέα! φώναζε γανιασμένος ο χτικιάρης και κιτρινιάρης νιος, τσακώνοντάς με πε τ’ αυτί και δείχνοντας το δέντρο.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! Σκεφτόμ’να εγώ αγανακτισμένος, πώς μπορεί αυτό ποτέ, να γένει η μηλιά μηλέγα! Αυτό έν’ το ίδιο δέντρο που έχουμε στον μπαξέ μας, κάνει τα ίδια λουλούδια, τα ίδια φύλλα, τους ίδιους καρπούς, δεν μπορεί παρά να έν’ κι αυτό μηλιά, όπως η δ’κή μας. Το ξέρω πε πιδί, μου το ‘μαθε η νινέ μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποιον να πιστέψω περισσότερο, τη νινέ μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένο, που ήρτε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! Απαντούσα όσες φορές με ρώταγε, αυτό έν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

Και –αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί– με δώκε ο αθεόφοβος σαράντα παρά μία, φωνάζοντας δυνατά στο μεταξύ να πω ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

Τώρα πρέπει να ξέρετε ότι στο χωριό μου επικρατεί ένα φυσικό μίσος για τη χασμωδία, ιτσ’ ώστε οι περ’σσότερες πε τις λέξεις μας παθαίνουν πολλές εκθλίψεις και συνιζήσεις, ενώ κάποιες άλλες παίρνουν το γ ανάμεσα στα φωνήεντα, όπως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχα λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω τη μηλιά στη μηλέαν, αλλά και να ξεπεράσω αυτό το μίσος, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, για το οποίο δεν με βοηθούσαν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεστε λοιπόν τι υπέφερα πε το δάσκαλο κείνο τον ουρσούζη, ώσπου να κατορθώσω και το ‘να και τ’ άλλο, και να πω επιτέλους πως η μηλιά έν’ μηλέα!
Όμως, όταν μετά πε λίγο, πα’αίνοντας στο σπίτι μας, είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του, αισθάνθηκα τόση ντροπή, τόση ντροπή! Νόμιζα κάθε πράσινο ματόπλο του μ’ έβλεπε καϊκιασμένου· κάθε λουλούδι τ’ άνοιγε τα χείλη να με πει ότι τα πρόδωσα… Και μου φάν’κε ότι όλο κείνο το βούισμα κορόιδευε πικρά τ’ν ανοησία μου! Και πώς να μη με πουν ανόητο και πώς να μη με κρίνουν, αφού το δέντρο, που έγλεπα ομπρός μου, ήταν ολόιδιο με το δέντρο της μητρόπολης και όμως εγώ το αρνήθ’κα και είπα ότι δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέα!
Θυμούμαι πως όλη κείνη τη νύχτα λόγιαζα στον ύπνο μου τα λουλούδια της μηλιάς σαν τσούρμο ατέλειωτο πε μικρούτσικα ωραίγα ασπροντυμένα κορίτσια, που βούιζαν γύρω μου όλο παράπονο, μαλώνοντάς με, κρίνοντάς με για τ’ν ανοησία μου.
Όταν τ’ν επόμενη μπήκα στο σχολειό, έριξα στον δάσκαλο μια περιφρονητική, προκλητική ματιά.

― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ρώτησ’ εκείνος χαιρέκακα.
― Μηλιά, δάσκαλε, γινατσέφ’κα εγώ και πήγα στη θέση μου.

Αλλά δεν πρόφτασα να καθίσω και με τσάκωσ’ ο σκληρός πε τ’ αφτί και αρχίνησε πάλι να με βασανίζει. Δεν έν’ πολύ τιμητικό για τη φάρα των δασκάλων να σας διηγηθώ πόσες φορές τιμωρήθ’κα για να πω ντε και καλά ότι η μηλιά έν’ μηλέγα· γιατί εννοείται πως έπρεπε επιτέλους να υποχωρήσω και να το πω, αλλιώς κιντύνευε η ζωή μου. Εντούτοις –το λέγω προς ικανοποίηση της δικής μας της μηλιάς– αυτήν δεν την πρόδωσα. Και να πώς:

Αφού είδα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο πια στη σκληρότητα εκείνου του παλιανθρώπου, έκαμα τον εξής λογαριασμό με τ’ ακίλ μου κι είπα: αυτή η μηλιά, που έν΄ μες στον μπαξέ της μητρόπολης, μπορεί να έν’ μηλέγα· κι έν’ μηλέγα όχι γι’ άλλον λόγο, παρά γιατί ο δάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου έν’ μες στον μπαξέ μας, έν’ μηλιά, γιατί έν’ μηλιά! Ιτσά τα βρήκαμε με τον δάσκαλο.

Αλλά έλα τώρα π’ αρχίνησ’ ένας τρομερός καβγάς μεταξύ της μηλιάς και της μηλέγας μες στο κεφάλι μου! Το πράμα μπορεί να φαίν’ται παράξενο, να φαίν’ται αστείο, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

Η μηλιά –δηλαδή, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, το σουλούπ’ της λέξης μηλιά– ρουκώθ’κε στην ψυχή μου συγχρόνως με το σουλούπ’ του δέντρου και σε μια εποχή, κατά την οποία όλες οι αισθήσεις μου είχαν ανοιχτές τ’ς πόρτες και δέχονταν ευχαρίστως κάθε τι, που ερχόταν συστημένο ή πε τη νινέ μου ή πε τους γνωστούς μου να μέν’ μες στο κεφάλι μου. Κι επειδή τότες υπήρχε πολύ ορταλίκι λέφτερο, κάθε σουλούπ’ που ‘μπαινε, έστηνε τον θρόνο του και γυρλιστούσε όσο και όπως τ’ άρεσε καλύτερα και ήταν σαν νοικοκυρά μες στο κονάκι της. Ιτσά το έκαμαν τόσα άλλα, ιτσά το έκαμε κι η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί που κάθονταν τόσα χρόνια στην ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικό της και τους φίλους της -σουλούπια, με τα οποία έζησε μαζί τόσο καιρό στην ψυχή μου και τ’ν ένωσαν τόσες σχέσεις προς αυτά και συγγένειες- λογιάζει μία μέρα την κυρά τη μηλέγα, που ρουκώθ’κε μέσα στο κεφάλι μου ξαφνικά-ξαφνικά, τόσο μονάχη κι όμως τόσο ξιπασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπε η μηλιά, και πώς γίν’ται αυτό! Εγώ ‘μαι εδώ τόσα χρόνια, τ’ ορταλίκ’ που βαστώ το βρήκα αδέσποτο και το ζάπωσα πρώτη-πρώτη. Και ποια είσαι συ, που ήρτες να μου το πάρεις; Και φώναξε την παρέα της και τη ρώτησε: Ποιά είν’, παρακαλώ, του λόγου της; Την ξέρετε; Όχι, όχι! Απάντ’σαν όλες με μια φωνή και συμμάχησαν με τη μηλιά και αρχίνησαν να διώχνουν τη μηλέγα κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε ξέρουμε! Δεν σε θέλουμε! Τότε το σουλούπ’ της μηλέγας πήρε τη βοήθεια της πε το σουλούπ’ του δασκάλου, τα σουλούπια των τιμωριών και ξαναμπαίνει πάλε στ’ ακίλ μου, ως άνθρωπος, που θέλει να νεκατωθεί στο κονάκι των άλλων με τ’ν άδικη βοήθεια τσιανταρμάδων. Αλλά καταλαβαίν’τε πως ο δάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και το σουλούπ’ του· πως οι ξυλιές προκαλούν πόνο, όχι όμως και οι θύμησες των ξυλιών. Και λοιπόν διαμαρτυρήθ’κε άφοβα πλέον εναντίον αυτής της παρέμβασης ολάκερη η ψυχή μου και:

― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς στο διάβολο.

Μόνο όσες φορές με ρωτούσι ο αληθινός δάσκαλος πώς το λεν το δέντρο απαντούσα ότι το λένε μηλέαν, αφού δα δεν ήταν για το δέντρο του μπαξέ μας. Μα κι αυτό έπαψε μετά πε λίγο· επειδή και ο αληθινός δάσκαλος σικτιρντίστ’κε κακήν κακώς όχι μόνον πε την ψυχή μου, αλλά και πε το χωριό μας. Πως μαζί του έφυγαν και όλοι εκείνοι οι ονομαστικοί θεγοί και ήρωγες, που είχαν πλημμυρίσει το χωριό μας, δεν χρειάζεται να σας το πω. Εκείνο, που μας ενδιέφερε εδώ, έν’ ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέγα και ότι εγώ, με όλο κείνο το δάρσιμο και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω στο σχολειό τι πράγμα έν’ η μηλιά!

Όσοι πε τους αναγνώστες της Εβδομάδος ανήκουν σ’ αυτούς που διαβάζ’νε πάντα οποιοδήποτε άρθρο πε τ’ν αρχή ως το τέλος μπορούν να σταματήσ’ν’ εδώ το διάβασμα, γιατί η ιστορία μου τέλειωσε. Όσοι όμως έχουν την κακιά συνήθεια να διαβάζ’νε μόνον τους επιλόγους, ας μάθουν τουλάχιστον πε δω πως η μανία αυτών που θέλουν να διδάσκουν όχι τη φύση των πραγμάτων, νταγιαντώντας τα με τα γνωστά τους ονόματα, αλλά άγνωστα λόγια, με τα οποία απαιτούν να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, κάνει τ’ν ελληνική μόρφωση κούραση χωρίς τελειωμό και καταδικάζει το έθνος πε πνευματική πείνα στον χειρότερο θάνατο! Γι’ αυτό, το ζήτημα σχετικά με τ’ν ελληνική γλώσσα έν’, για μένα, όπως είπα, πιο ουσιώδες πε τ’ ανατολικό.

Advertisement

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Διηγήματα, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , | 144 Σχόλια »

Αρνί και λιοντάρι. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ (αποσπάσματα από το Ταξιδι του Ψυχάρη)

Posted by sarant στο 17 Μαΐου, 2020

Xτες είχαμε την επέτειο της γέννησης του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929), οπότε ταιριάζει το σημερινό μας λογοτεχνικό άρθρο να το αφιερώσουμε σε αυτόν.

Θα παραθέσω αποσπάσματα από το Ταξίδι μου, ένα πεζογράφημα που κατέχει μιαν εντελώς ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα πεζό έργο που την ύπαρξή του την ξέρουν πάρα πολλοί, αφού και στα σχολικά βιβλία και στις ιστορίες της λογοτεχνίας μας μνημονεύεται, αλλά που ελάχιστοι θα το έχουν διαβάσει. Και ενώ σε μια ψηφοφορία νεοελληνιστών για τα σημαντικότερα νεοελληνικά έργα θα περίμενα το Ταξίδι μου να πάρει αρκετές ψήφους, η σημαντικότητα αυτή δεν απορρέει από τη λογοτεχνική του αξία, αλλά διότι ήταν το πρώτο πεζό νεοελληνικό έργο που γράφτηκε στη δημοτική -και μάλιστα, σε ανόθευτη δημοτική, αυτή που αργότερα ονομάστηκε μαλλιαρή ή ψυχαρική. Αυτά, το 1888.

Επιπλέον, η επιρροή που άσκησε το Ταξίδι ήταν τεράστια, σαν ένας μεγάλος βράχος που έπεσε -από μακριά, από τη Γαλλία- στη μικρή λιμνούλα της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Όταν κατακάθισαν τα κύματα, είχαμε πεζογραφία στη δημοτική, μια γλωσσική ποικιλία που ως τότε ήταν ανεκτή μόνο στην ποίηση διότι ήταν κι εκείνος ο ανοικονόμητος Κόντες, και γενικά οι Επτανήσιοι, που δεν μπορούσε κανείς ν’ αγνοήσει.

Φυσικά, πολλοί χλεύασαν τον Ψυχάρη και το Ταξίδι του, ιδίως στις εφημερίδες, ενώ κάποιοι παραδέχτηκαν ότι «είναι κρίμα να γράφει τόσο ωραία πράγματα στη γλώσσα της ταβέρνας». Λίγοι το χαιρέτισαν αμέσως. Ένας από αυτούς, ο Ροΐδης, που έσπευσε να δημοσιεύσει και ευμενή κριτική, γραμμένη φυσικά σε άπταιστη περίτεχνη καθαρεύουσα -ξεσηκώνω ένα κομμάτι από την αρχή του έργου, όπου επαινεί τον Ψυχάρη για το θάρρος του να πάει κόντρα στο ρεύμα:

Η τοιαύτη περιφρόνησις της πλειονοψηφίας φαίνεται ουσα απαραίτητον εφόδιον παντός όρεγομένου. τελείας ειρήνης προς την συνείδησίν του ή επιθυμούντος ν’ αφήση μικρόν τι ή μέγα καλόν ως ίχνος της διαβάσεως αυτού διά του κόσμου τούτου. Όσα τω όντι επράχθησαν πράγματι ευεργετικά οφείλονται ουχί εις τους κυνηγούς δημοτικότητος, αλλ’ εις τους μη θεωρούντας μέγα δυστύχημα το να θεωρηθώσιν, επί τινα τουλάχιστον καιρόν, άφρονες παρά των μωρών, μύωπες παρά των τυφλών, απειρόκαλοι παρά των αγροίκων και αμαθείς παρά των αγραμμάτων. Τοιούτου τινός αφιλοκερδούς αισθήματος προϊόν είναι βεβαίως το εις χείρας ημών τελευταίον έργον του κ. Ψυχάρη. Όπως εν τω προλόγω και πολλαχού του έργου του ρητώς και σαφώς εξηγείται, υπ’ ουδεμιάς εβόσκετο ελπίδος ότι δύναται η γλώσσα του ‘Ταξιδιού’ ν’ αρέση εις τους σήμερον Αθηναίους ή να εύρη παρ’ αυτοίς υπερμάχους. Απεναντίας ήτο εξίσου πεπεισμένος ότι θέλει αποδοκιμασθή και χλευασθή παρά των ημετέρων δημοσιογράφων, όσον είναι βέβαιοι και οι ιεραπόστολοι, οι πρώτοι αποβαίνοντες εις απάτητόν τινα νήσον του Ωκεανού, ότι αντί να χριστιανίσωσι τους ιθαγενείς θέλουσιν αφεύκτως φαγωθή υπ’ αυτών. Ελατήριον της αυτοθυσίας των είναι ουχί η ελπίς αμέσου επιτυχίας, αλλά μόνη η πεποίθησις εις το σωτήριον του κηρύγματος και τον βέβαιον τελικόν θρίαμβον της αληθείας.

Παρόλο που δεν έχουμε άγνωστες λέξεις, είναι κάπως κουραστική η ανάγνωση, κι ας είναι άριστος στιλίστας ο Ροΐδης.

Ο Ψυχάρης, βέβαια, μεγάλος λογοτέχνης δεν ήταν. Γλωσσολόγος ήταν, όσο κι αν δεν στερούνται χάρη τα γραφτά του -έγραψε πολλά αμιγώς λογοτεχνικά, στα επόμενα χρόνια.

Με τον φίλο Γιάννη Π. είχαμε ανεβάσει (βασικά η δουλειά ήταν δική του) στον παλιό μου ιστότοπο και στη συνέχεια στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο κάμποσα έργα του Ψυχάρη, ανάμεσά τους και ολόκληρο το «Ταξίδι μου«.

Διαλέγω για σήμερα δυο κεφάλαια που αναφέρονται στο ταξίδι στην Πόλη, το μέρος όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο Ψυχάρης και όπου ζούσε η οικογένειά του (είχε γεννηθεί στην Οδησσό, με καταγωγή από τη Χίο). Στο πρώτο, περιγράφει τον αδερφό του τον Γιάννη, αρνί και λιοντάρι μαζί, με ύφος θαρρώ επηρεασμένο από τον Γαργαντούα. Στο δεύτερο, ένα στιγμιότυπο από ταξίδι με το πλοίο στον Βόσπορο, με γλωσσικό ενδιαφέρον αλλά και που αφήνει να φανεί μίσος του Ψυχάρη για τους Τούρκους -όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του, πίστευε στον εθνικισμό και στη Μεγάλη Ιδέα και δεν ήταν επαναστάτης στα πολιτικά, το αντίθετο μάλιστα.

Λένε για τη γλώσσα του Ψυχάρη πως δεν είναι κατανοητή σήμερα. Νομίζω πως κάθε άλλο παρά ισχύει αυτό. Θα έχουμε κάποιες άγνωστες λέξεις, ιδίως εκεί όπου αναφέρεται ο κατάλογος των φαγητών, ή κάποια τούρκικα δάνεια, αλλά θαρρώ πως πολύ πιο εύκολα γίνεται κατανοητό αυτό το κείμενο στον σημερινό αναγνώστη παρά το προηγούμενο απόσπασμα του Ροΐδη ή όποιο άλλο καθαρευουσιάνικο της εποχής του.

 

Ι. Αρνί και λιοντάρι

Είχα χρόνια να διω τον αδερφό μου το Γιάννη. Τόσο καιρό που έλειπα από την Πόλη, δεν ήξερα καλά καλά τι είχε γίνει. Ήτανε πάντοτες ο ίδιος! Τέτοιο γίγαντα δε θα διείτε στη ζωή σας· τουλάχιστο τρεις πήχες αψηλός και χοντρός σαν τον Κουλά. Όταν ανέβαινε τη σκάλα, έτρεμε το σπίτι. Κοντέβανε τα ντουβάρια να γκρεμίσουνε. Έπρεπε να σκύψει, ώσπου να γίνει μισός, για να περάσει από κάτω από την πόρτα. Στο δρόμο, όταν έβγαινε, έλεγες πύργος που περπατεί. Τον κοί­ταζες και θυμόσουνε τους στίχους του Ακρίτα·

Εκ τόπου δε κινούμενος βροντής ήχον ετέλει,
Ώστε δοκείν σαλεύεσθαι γην τε και πάντα δέντρα.

Το χέρι του ήτανε βράχος, κι άμα σου έπιανε το χέρι να το σφίξει, κόντεβε να σου το κάμει κομμάτια· ήτανε για να σου δείξει φιλία. Ποιος δε φοβότανε τη φωνή του; Τόσο δυ­νατή δεν ήτανε άλλη φωνή· ήξερε ο κόσμος πως μπορούσε ν’ ακουστεί από το Ταξίμι, ίσα με το Κατάστενο, ίσα με τη Μάβρη θάλασσα, ίσα με τη Ρουσσία — ίσα με την Εβρώπη! Άμα θύμωνε, ήτανε άξιος μοναχός του να ρίξει κάτω δέκα νομάτους. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε άλλος Ακρί­τας, τρομερός σαν τον Ακρίτα, το λαμπρό μας το παλληκάρι. Ο Ακρίτας κουβέντιαζε μια μέρα με την αγαπητικιά του· ήτανε κι ο αφτοκράτορας μπροστά. Άξαφνα πετιέται μέσα από τα δάσητα ένας δράκος μεγάλος σαν το βουνό. Τρέχει ο δύστυχος ο αφτοκράτορας, τα χρειάζεται, πα να φύγει· κι ο Ακρίτας αμέσως πιάνει με τα δύο δάχτυλα το δράκο, τόνε σηκώνει, τον τινάζει ψόφιο κατά γης και λέει με γλυκό χαμογέλιο· «Δεν άξιζε τόσο φόβο, βασιλιά μου!»

Τέτοιος ήτανε κι ο αδερφός μου ο Γιάννης. Έφτανε να θυμώσει και τον έβλεπες θεριό. Όταν τον έπιανε ο θυμός— προτού ξεσπάσει — στεκότανε ήσυχος μια στιγμή, σαν καρ­φωμένος στο χώμα· λέξη δεν έλεγε, κούνημα δεν έκανε· στρα­βοκοίταζε μόνο, άγρια και λοξά σαν τον τάβρο. Με μιας αρχινούσε. Δεν ήτανε άθρωπος, διάβολος δεν ήτανε που να μπορέσει τότες να βαστάξει την ορμή του. Ο θυμός είναι πράμα δικό μας· είναι το μπαρούτι του Ρωμιού.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης δε θύμωνε συχνά. Ήτανε αρνί και λιοντάρι. Ποτές δε σου έλεγε λόγο να σε πειράξει. Κάποτες τον πείραζες εσύ και δε μιλούσε. Ο Ρωμιός, λέει, είναι περή­φανος και σωπαίνει. Τα βαστούσε μέσα του, ώσπου καμιά μέρα να ξεχειλίσει, το ποτάμι. Μόνο, χωρατάδες πολλούς δεν αγαπούσε, γιατί είχε το φιλότιμό του, κι ό,τι του έλεγες, νό­μιζε πως ήτανε τάχα για να τον περιπαίξεις, ή πως τα ’λεγες όλα με τα σωστά σου. Όλα τα ψιλολογούσε. Δεν έπρεπε άξαφνα να του πεις· — «Ο κόσμος είναι μπόσικος.» Αμέσως θαρρούσε πως απελπιζόσουνε κι ήθελες να πνιγείς — ή πως το ’λεγες για να του δώσεις να καταλάβει.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε καρδιά καλοσύνη γεμάτη. Και να τον πείραζες, ήτανε καλός να το ξεχάσει. Είχε και κάτι τρυφερότητες παιδιακήσιες, γιατί μικρός ήτανε τα χαδεμένο παιδί του σπιτιού. Τα βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεβάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν η γριά μας η παραμάνα δεν καθότανε πλάγι του στην καρέγλα, να του λέει, και κείνος να μισοσφαλνά τα μάτια. Για τούτο τον είχανε οι φίλοι του για φοβιτσιάρη, και το λέγανε πού και πού, να γελάσουνε. Εγώ όμως που τον ήξερα, καταλάβαινα τι έτρεχε. Ο αδερ­φός μου ο Γιάννης ήτανε αρνί και λιοντάρι. Είχε ψυχή τρυ­φερή και μαλακή σαν μπαμπάκι· τις παιδιακήσιες του τις συνήθειες, δεν ήθελε να τις αφήσει. Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε σωστός Ρωμιός — βέρος Πολίτης. Μπορούσε να σηκώσει τον κόσμο στα ποδάρι, άνω κάτω να τον κάμει, μπορούσε πύργους να γκρεμίσει, και κάστρα να πάρει μοναχός του. Ωστόσο στρωνότανε ήσυχα ήσυχα στο ζεστό του το κρεβατάκι — ν’ ακούει παραμύθια.

Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Άμα του έδινες αφορμή, άμα ένοιωθε πως ήσουνε μαζί του και πως κάποιος τόνε βαστούσε από το χέρι, μπορούσε να γίνει φωτιά, να ξεχάσει και τον ύπνο. Τότες τον έβλεπες λιοντάρι· δεν ήτανε πια αρνί. Είχε μάλιστα μαζί μου αγάπη ξεχωριστή. Δάχτυλο δεν ήθελε να μ’ αγγίξει, δεν έπρεπε κανείς να μου πει λέξη· στρα­βοκοίταζε, ανάφτανε τα μάτια του — κι αμέσως γροθιά. Μαλώναμε κάπου κάπου — (για τη γλώσσα πάντοτες δε συφωνούσαμε) — μα ήξερε την αγάπη που του είχα, κατα­λάβαινε πως γύρεβα την προκοπή του, κι έτσι όταν τα είχαμε καλά, οι δυο μας μαζί μπορούσαμε κάτι να κάμουμε. Άμα τον είχα σύντροφο, τίποτις δε φοβόμουνε, όλα μου φαινόνταν έφκολα, μεγάλα πράματα μπορούσα να καταφέρω. Φτάνει να στεκότανε πλάγι μου· ασκέρια δεν έτρεμα τότες· μπορούσα και στον πόλεμο να βγω. Ο αδερφός μου ο Γιάννης πετούσε μια φωνή κι αφανιζόντανε τ’ ασκέρια, ορμούσε σαν το θεριό κι έκοφτε κεφάλια. Δεν άφηνε ζωή. Ήτανε το δεξί μου το χέρι. Έφτανε να του δώσω την αφορμή, να του πω πού έπρεπε να πάει· τη δουλειά την τέλειωνε τότες εκείνος.

Περάσαμε λαμπρά στην Πόλη οι δυο μας μαζί, σαν αδέρ­φια αγαπημένα. Τι γέλια που τα πετούσαμε, τι κουβέντες που τις κάναμε κάθε βράδυ! Τι φαγί που τρώγαμε, τι κρασί που το ρουφούσαμε μέρα και νύχτα. Ο αδερφός μου ο Γιάν­νης έπρεπε να φάει το πρωί δυο ψωμιά, το μεσημέρι τέσσερα, οχτώ το βράδυ. Κάθε μέρα γύρεβε να του φέρουν ένα βόδι, τρία αρνάκια, δυο πρόβατα, πέντε όρνιθες, δέκα κουτόπουλα, δεκατέσσερις λαγούς, πενήντα πέρδικες, ογδόντα μπεκάτσες· πεντακόσιες συναγρίδες, παλαμίδες άλλες τόσες, καρίδες δυο χιλιάδες· πέντε πιάτα πιλάφι, μακαρόνια, μπεφ γαρνίτο, δαμαλάκι, χερομέρι, γλώσσες πρόβιες, κιοφτέδες, κεμπάπι, ροζμπίφ, κοτλέτες πανέ κι αλά μιλανέζα, μπιφτέκια, αβγά μάτια, ομελέτες, στιφάτο αλά βενετσιάνα, μπρεζέ βόδινο, γιουβαρλάκια αβγολέμονο, ψητά της κατσαρόλας, μυαλά με σάλτσα, νεφριά σωτέ, γιαχνί πατάτες, ρόστο πρόβιο με φακή, γκιουβέτσι, ρόστο τυλιχτό, φιλέτο γαρνίτο, κεφαλάκι μόσκου σος πικάντ, ατζέμ πιλάφι, ντολμάδες, μπούτι ρόστο, σκεμπέ, πουρέ, αμερικάνικο ραγού, κουνουπίδι γρατέν, μοσκάρι, συκώ­τια, λαδερά κι εντράδες ένα σωρό· ορεχτικά, χαβιάρι, ραδί­κια, σαρδελίτσες, καβουρμά, σουτζουκάκια, κάπαρη· λακέρ­δα, μπαρμπούνια, σκουμπριά, κέφαλο βραστό, σκυλόψαρο, τσαγανούς, αστακούς, λουφάρια, λαβράκι, λάγκες σαλμί, χταποδάκια· στρίδια και μύδια κοσιπέντε ντουζίνες· χόρτα, μπιζέλια, μπάμιες, μελτζάνες, παντζάρια, μαρούλια, φασού­λια, σέλινα, πατάτες, λάχανα, κολοκυθάκια, αμπελήσκια σαλάτα, φασούλια πλακί, πατάτες αλά δουκέσσα, σπανάκια· φρούτα και γλυκίσματα, χαλβά, κομπόστες, πάστες, καταΐφι, κομπόστα κυδώνι, απίδια, σταφύλια κάθε είδος, πεπό­νια, καρπούζια, γαλατομπούρεκο, φρυγανιές με σιρόπι, χαλβά σεμιγδάλι, τυριά με ρόκα· έντεκα οκάδες αλάτι και πιπέρι, μια λίμνη ξύδι και λάδι, ένα πηγάδι νερό, κρασιά τη θά­λασσα με τον άμμο. Στο τέλος ρουφούσε οχτακόσιους καφέ­δες και ρακιά δυόμισυ μιλλιούνια. Χόρταινες μόνο με την όρεξή του. Τέτοιο θεριό είχε ανάγκη να τρώει σα δράκος. Τα κατέ­βαζε όλα σαν ποτήρι νερό.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης έτρωγε και μιλούσε και γελούσε. Μα τι γέλιο! Βροντή! Οι δούλοι που μας σερβιρίζανε — ήτανε καμιά κατοσταριά — πέφτανε κατά γης. Και δεν του χρειάζόντανε πολλά να γελάσει. Έφτανε μια λέξη να του πεις με κάποιο ύφος κι αρχινούσε. Μόνο να τη λέει ξεκαρδιζότανε. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε κάτι φράσες δικές του και τις έλεγε κάπου κάπου, να χωρατέψει. Για κάθε πράμα που έκανε και ρωτούσες γιατί το ’κανε έτσι κι όχι αλλιώς — ή για κανένα τσιγάρο που άναφτε, ή για κανένα ρούχο που φορούσε, ή για τον τρόπο που έβαζε το καπέλο του — σου αποκρινότανε πάντοτες· — «Συνήθεια γάρ επεκράτησε παρ’ ημίν.» Άμα μ’ έβλεπε στο δρόμο με κανένα φίλο· — «Χαίρετον», μας φώναζε από δυο μίλια μακριά και γελούσε. Μ’ έκαμε να γνω­ρίσω όλους του τους συντρόφους, μαραγκούς, ράφτηδες, μπακάληδες, παπουτσήδες, καπνάδες, μπαρμπέρηδες, κρασάδες, χαμάληδες, μαστόρους, βαρκάρηδες, σομπατζήδες, λουστρατζήδες, μπαξεβάνηδες και καϊξήδες. Όσο μιλούσανε, τσίτωνα εγώ τ’ αφτιά μου, για να μη μου φύγει καμιά λέξη, γιατί η αλήθεια κάθεται στο στόμα του λαού κι η καλή γλώσσα στα χείλια του βασιλέβει. Δεν τα νοιώσανε ακόμα οι δασκάλοι, μα δε φταίω γω. Έτσι είναι και δεν μπορώ να τ’ αλλάξω.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης δεν ήτανε περήφανος· με τους μικρούς μικρός και με τους μεγάλους μεγάλος. Άμα έβλεπε κανέναν πρόστυχο, κανέναν ψωριάρη με τα κουρέλια, αμέ­σως του πετούσε κι ένα— «Δούλος σας ταπεινότατος», που δεν ήξερε ο άλλος σε ποια τρύπα να χωθεί. Πρόσταζε καφέδες, γλυκό, ρακί, ελιές κι ό,τι θέλεις, κάθε φορά που κανένας φτωχός ερχότανε κάτι να του ζητήσει· ο φτωχός πια έτρεμε μπροστά του. Έκανε το σπίτι άνω κάτω, να τον καλοδεχτεί, να μη δείξει άξαφνα πως τον καταφρονεί για τη φτώχεια. Και τεμενάδες, ένα σωρό! Καλό μάθημα για πολλούς από μας και μπορούμε να το σημειώσουμε.

Του άρεζε όμως και να παίζει. Έσερνε πάντοτες κατόπι του έναν καραγκιόζη δικό του, ένα χατζή με συμπάθειο, και τον είχε για παιχνίδι. Του έδινε τσάι, κρασί, ρούχα, παπού­τσια, κάπου κάπου και κλωτσιές. «Μιαρέ!», φώναζε μ’ ένα έ σαράντα πήχες μακρύ· «μιαρέ-έ-έ-έ» και κρυβότανε ο χατζής. Παράσιτους έχουμε ακόμη και σήμερα· νταλκαβούκης, που λένε στην Πόλη, ήτανε κι ο χατζής. Ο χατζής άρπαζε τα ρούχα, άρπαζε και τις κλωτσιές. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, όταν είχε κέφι, του έλεγε· «Πρόσταξον, αυθέντα», με μια φωνή που βούλιαζε ο χατζής. Και μ’ αφτά γλέντιζε.

Ο αδερφός μου ο Γιάννης ήτανε σοβαρός στη δουλειά και κανείς δεν τον περνούσε σ’ εμπόριο, αριθμητική, λογαριασμούς και λογάριθμους. Μα ήθελε κάπου κάπου και λίγη διασκέ­δαση. Πολύ προκομμένος δεν ήτανε και γράμματα πολλά δεν είχε μάθει· ήτανε από τους παλιούς, είχε όμως νου και κρίση, και δίχως να ξέρει πολλά, έκοφτε το κεφάλι του· πάντοτες έβρισκε το σωστό. Τους δασκάλους δεν τους αγαπούσε· τους βαριότανε και χολόσκανε· ήτανε του λαού. Κάποτες ερχόταν ένας δάσκαλος να του μιλήσει, και το κάτω κάτω να του χτυπήσει παράδες για καμιά συντρομή. Αράδιαζε ο δάσκαλος τα ελληνικά του· — «Του μπαμπά σου τη γλώσσα να μιλείς και μη με σκοτίζεις· εγώ τα τέτοια δεν τα θέλω.» Κι ο δά­σκαλος τον άκουγε αμέσως. Τι να κάμει;

Ο αδερφός μου ο Γιάννης τίποτα ψέφτικο δεν είχε· όλα του φυσικά, ήτανε όπως τον έκαμε ο Θεός κι απ’ όξω τίποτα δεν είχε· δεν είχε τίποτα φτιαστό, τεχνητό. Ήτανε σαν το φρούτο, προτού γίνει ακόμη και το τσιμπήσουνε τα πουλιά· έχει όλο του το ζουμί και μια ξεχωριστή νοστιμάδα. Στην Εβρώπη κακομάθαμε. Όλος ο κόσμος είναι ένα· ο Πέτρος μοιάζει τον Πάβλο. Κλάδεψε ο ίδιος μπαξεβάνης τα κλα­διά, κι έρχουνται όλα ίσια ίσια. Δε βλέπεις το μέσα του κα­θενός. Εκεινού, η ψυχή του γυάλιζε σαν καθρέφτης, σαν κρύα βρύση. Πολλές φιλοσοφίες δε γύρεβε. Και δε φτάνει άραγες να ’χει κανείς καλό στομάχι και κρίση ορθή; Τι θέλουμε και τι ζητούμε παραπάνω;

Ο αδερφός μου ο Γιάννης τα ήθελε όλα μπόλικα και σφανταχτερά. Είχε τις παραξενιές του. Του άρεζε ή να τα ’χει όλα μεγάλα και καλά—ή κάλλια τίποτα να μην έχει. Μισά πράματα δεν τα χωρούσε ο νους του. Για να πάρει με καλό μάτι κανέναν ξένο, έπρεπε να του πούνε πως ήτανε ο πρώτος στον τόπο του· τους άλλους τους είχε για σκουπίδια. Για να σε πει πλούσιο, έπρεπε να ’χεις μιλλιούνια· αν είχες ένα και μισό, δε σε κοίταζε. Χοντρά τα πράματα και παστρικά. Ή τόντις να φανούμε κατιτίς ή να μην κάνουμε μισοδουλειές. Τώρα κατάλαβες γιατί δεν κατορθώνουμε τίποτα. Τι σωστός Ρωμιός που ήτανε, αλήθεια, ο αδερφός μου ο Γιάννης!

Ο αδερφός μου ο Γιάννης με πήγε σ’ όλους του τους φί­λους. Γνώρισα και τον πρωτοψάλτη που του έδινε μαθήματα μουσική, γιατί ο αδερφός μου ο Γιάννης ήξερε να ψέλνει περίφημα, κι όταν καθότανε στην κάμερή του, αρχινούσε μοναχός του κι έψελνε ώρες. Έτσι είναι στην Πόλη. Με τα θρησκεφτικά περνά τουλάχιστο ο καιρός. Κάτι πρέπει να κάμει κανείς, κι άλλο από εκκλησιαστικά και θρησκεφτικά δεν έχουνε άδεια να συλλογιστούνε οι Πολίτες. Εκεί πάει όλη τους η ενέργεια.

Γνώρισα, εκείνο τον καιρό, και το δυστυχισμένο τον «Τελαμών.» Τον είχανε οι γονιοί του βαφτισμένο Κωστή· για να το ξεβγενίσει, έβγαλε μοναχός του όνομα Τελαμών. Ο δύστυχος! Ένα μόνο κατόρθωσε, που όλος ο κόσμος τον έκλινε· «τον Τελαμών, του Τελαμών.» Έκλαιγε ο Κωστής για την αμάθεια. Ίσαμε κει το πήγανε οι δασκάλοι· δεν ξέρουνε τους νόμους της γλώσσας μας και με τους ψεφτοκανόνες τους, με τις ελληνικούρες, μας φορτώσανε στη γλώσσα και μια κλίση που δεν κλίνεται. Μόνο που δε φταίει ο λαός· φταίνε κείνοι. Βαριόμουνε και γω τ’ όνομά του, γιατί και γω είμαι του λαού· δεν ήξερα πως να τον πω, Τέλαμον, Τελα­μών ή τουλούμι. Σώπαινα λοιπόν κι απόφεβγα τη συντρο­φιά του.

Έμενα μου άρεζε ο Πλατανίσσης μέσα σ’ όλους τους φίλους του αδερφού μου του Γιάννη. Φάγαμε μια μέρα μαζί στα Ψωμμαθιά και ποτές στη ζωή μου δε γέλασα τόσο. Ο Πλατανίσσης ήτανε άλλο βουνό. Πώς να σας τον παραστή­σω; Με τι να συγκρίνω τον Πλατανίσση, που να του μοιάζει; Με τι παλάτι, με τι κάστρο, με τι νησί; Βρείτε μου καμιά κατάλληλη σύγκριση για τον Πλατανίσση· πρέπει να τον πούμε νησί! Το νησί ταιριάζει καλά και βρήκαμε την εικόνα που θέλαμε. Ο Πλατανίσσης, ίσια ίσια, ήτανε όλο φάρδος και πάχος· ανάστημα πολύ δεν είχε, μα τι πλάτες, μα τι μέση, μα τι κεφάλι! Μυλόπετρα! Κι ο ίδιος πια καμάρωνε· Πλούσιος δεν ήτανε ο κακόμοιρος, μα τον έβλεπες πάντοτες χαρούμενο· δεν παραπονιότανε ποτές· του άρεζε η ζωή και του άρεζε μάλιστα ο τρόπος που ζούσε. Το κέφι του κοίταζε και τίποτις άλλο! Ό,τι είχε δικό του ο Πλατανίσσης, αμέσως έπρεπε να σου πει πως κανένας άλλος δεν το είχε. Κάθε ώρα, έβγαζε κατιτίς από τη φαρδιά του την τζέπη — η τσέπη του ήτανε πια μαγαζί! — ή κουτί σπίρτα ή σουγιά ή μο­λύβι ή κουμπί και μας το ’δειχνε· — «Διέστε το, δεν έχει τέτοιο κανένας!» Στα Ψωμμαθιά όπου κάτσαμε να φάμε, μας έβαλε δυο σκαμνιά, ένα πιάτο και λίγη μουστάρδα· — «Τέτοια μουστάρδα, παιδιά, μας λέει, κι η βασίλισσα της Ιγγιλτέρας δεν την τρώει.»

Δε σου αρέσει να καφκιέσαι, καλέ μου φίλε που με δια­βάζεις; Όχι; Τότες δεν είσαι Ρωμιός και να πετάξεις το βιβλίο μου. Ποιος από μας δε διψά για έναν έπαινο; Εγώ πεθαίνω! Πεθαίνεις και συ άλλο τόσο, μα δεν το λες. Όσα έχει ο Ρωμιός — κι ας μην έχει τίποτις — είναι καλά, και μόνο εκείνα καλά· τ’ άλλα δεν αξίζουνε. Ο Πλατανίσσης όμως έβρι­σκε κάπου να σου πει κι έναν έπαινο για τους άλλους. Έπιανε μάλιστα γλήγορα φιλία· το φίλο του σου τον ανέβαζε ίσα με τον ουρανό· — «Δεν ξέρεις τι παιδί! Διαμάντι!» Μα… ερχότανε και το μα. Το διαμάντι ξαναγινότανε κάρβουνο. Μαζί τα πηγαίναμε λαμπρά. Την πρώτη φορά που τον είδα, βαστούσε στο χέρι ένα μπαστούνι που μου φάνηκε πλάτανος. Πρι να μου πει τίποτα, του λέω· — «Τέτοιο ραβδί δεν είδα στη ζωή μου!» Δε φαντάζεσαι τη χαρά του. Πήγε να με φιλήσει κι από τότες αδερφωθήκαμε πια. Είπε όμως και κείνος μερικά για το μπαστούνι, γιατί όσο κι αν παινέσεις το Ρωμιό, ποτέ σου δεν τον παίνεσες όσο θέλει.

Τους έκανα χάζι και τους δυο μαζί. Όταν πιάνανε τις κουβέντες, τελειωμό δεν είχανε. Ο Πλατανίσσης έφτιανε κάτι φράσες δικές του· τα λόγια του ήτανε γεμάτα νοστιμάδες. Κάθε τόσο, σου έβγαζε κι ένα·— «Μας γίνεται λόγος!» Αφτό το «μας γίνεται λόγος» έπαιρνε κι έδινε όσο τον άκουγες. Άμα σου έλεγε τίποτα για κανένα μεγάλο ή σημαν­τικό πρόσωπο, συνήθιζε να λέει και το «κάποιος.» Όταν του ρωτούσανε τ’ όνομά του ή όταν ο ίδιος σου μιλούσε για λόγου του, αμέσως σου πετούσε κι ένα· — «Κάποιος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος». Μάλιστα, γιατί του άρεζε να φαίνεται πως είναι κάτι, το ’κανε κιόλας· — «κάποιος τρομερότατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος.» Αφτός όμως ο «κάποιος τρομερότατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος», παίζοντας μια μέρα με τα μπαστούνι του, μοναχός του και δίχως βοήθεια, σκόρπισε σα μύγες δεκάξη ζαφτιέδες. Χαρά στο παλληκάρι!

Δεν έπρεπε να πέσεις στα χέρια του. Δεν έπρεπε να πέσεις στα χέρια του αδερφού μου του Γιάννη, γιατί και τον Πλα­τανίσση τον έβαζε κάτω. Τους γίγαντες τους σέβουνται και τα νησιά. Κατάλαβα μάλιστα πως δεν έπρεπε να πολυμιλώ για τον Πλατανίσση, δεν έπρεπε να τον πολυδοξάζω, μήτε να του κάνω χάδια· ο αδερφός μου ο Γιάννης το ’παιρνε ανά­ποδα· — «Γιατί τάχα τον Πλατανίσση, κι όχι εμένα;»

Για την ώρα, ήτανε όλο γαλήνη ο αδερφός μου ο Γιάννης. Διασκεδάζαμε με τους συντρόφους και κάναμε ένα γλέντι που δεν ήτανε άλλο. Με τα λόγια, με τους χωρατάδες, με τα γέλια περνούσε περίφημα ο καιρός — ήσυχα και πολίτικα. Με τον αδερφό μου το Γιάννη έφκολα καλοπερνούσες, αν ήξε­ρες να τον πιάσεις· θύμωνε μόνο όταν έπρεπε να θυμώσει. Κι αφτό μπορεί κατόπι να το διούμε. Ο αδερφός μου ο Γιάν­νης ήτανε αρνί· ήτανε όμως και λιοντάρι.

 

ΙΒ’. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ

Αφότου ήμουνε στην Πόλη, δεν είχα πάει ακόμη στο Μπογάζι. Οι δασκάλοι το λένε Βόσπορο κι έχουνε άδικο οι δασκάλοι. Ο λαός Κατάστενο το ξέρει· κάπου κάπου μπορεί και Βόσφορο να σου το πει. Οι δασκάλοι θαρρούνε πως τα μάθανε όλα· δε μάθανε όμως ακόμη πως πρέπει κανείς να σέβεται τις δημοτικές ονομασίες κάθε τόπου. Η μάθησή τους δε φτάνει ίσα με την επιστήμη. Επιστήμη νομίζουνε όσα χωρεί το στενούτσικό τους το κεφαλάκι. Φωνάζουνε όλοι οι σοφοί του κόσμου, γράφουνε, πολεμούνε, παρακαλούνε να τους δώσουμε τους τύπους που συνηθίζει ο λαός. Τίποτις! Οι δασκάλοι μήτε τ’ ακούσανε. Οι σοφοί κι οι γλωσσολόγοι θυμώνουνε που δεν είμαστε άξιοι να καταλάβουμε τι γυρέβουνε από μας, κι οι δασκάλοι τι κάνουνε; Ίσια ίσια για να μην έχουνε οι Εβρωπαίοι κακή ιδέα για την Ελλάδα, κόφτουνε, κλαδέβουνε, ξεπαστρέβουνε, καθαρίζουνε τα γεωγραφικά ονό­ματα, τα συγυρίζουνε, τα φέρνουνε στο ελληνικό — και προσμένουνε ήσυχα να τους καμαρώσουμε στην Εβρώπη! Πως καταστρέφουνε την ιστορία με την ψεφτογραμματική τους, μήτε τους πέρασε από το νου. Τι θα κάμεις λοιπό με τέτοια… κεφάλια;

Εγώ λέω να μην κάμεις τίποτα και να σύρουμε το δρόμο μας, γιατί βαρέθηκα τους δασκάλους. Τους βαρέθηκες βέβαια και συ που με διαβάζεις. Όσο για το Βόσφορο, μ’ αρέσει Κατάστενο να το λέω· έτσι το συνήθιζε η γιανούλα και τούτο μου φτάνει. Μ’ αρέσει και Μπογάζι να τ’ ακούω· όσο είναι οι Τούρκοι στην Πόλη, μου φαίνεται καλό να ’χουμε κι αφτό τ’ όνομα — για να μην ξεχνούμε.

Ένα πρωί θέλησα λοιπό να σεργιανίσω το Μπογάζι και να διω κάτι φίλους στην εξοχή. Κατέβηκα στο γεφύρι, το βαπόρι σφύριζε, πήρα μπιλλιέττο, και μπήκα μέσα να πάω στο Μπουγιούγντερε. Μ’ αφτό τ’ όνομα οι καημένοι μας οι δασκάλοι τα μπερδέβουνε. Τις δοτικές τις σκορπίζουνε όπου μπορούνε· εν Ταταούλοις θα σου πούνε, εν Βλαχέρναις κι άλ­λες τέτοιες νοστιμάδες. Με το Μπουγιούγντερε αδύνατο να χώσουνε και μια κατάληξη αρχαία· τ’ όνομα τούτο δεν κλί­νεται. Το Μπουγιούγντερε τους το κάνει πείσμα. Το Μπου­γιούγντερε μοναχό του ρίχνει κάτω όλα τους τα σοφά τα συστήματα, τη γραμματική τους και τη γλώσσα τους. Ας κατεβάσουνε πενήντα χιλιάδες απαρεφάτους, μιλλιούνια πλη­θυντικές δοτικές· φτάνει το Μπουγιούγντερε να δείξει τη μυτίτσα του, να ξετρυπώσει ξαφνικά και να βγει στη μέση. Βλέπουμε αμέσως τι τρέχει, καταλαβαίνουμε πως ζούμε στα χίλια οχτακόσια τόσα κι όχι στης πρώτης ολυμπιάδας τον καιρό. Το λαμπρό τους το παλάτι γκρεμνά και πέφτει, και φαίνεται με μιας, από κάτω από τις πέτρες του παλατιού, το σημερνό μας, τ’ αληθινό μας το ρωμαίικο χώμα.

Πόσο τ’ αγαπώ αφτό το Μπουγιούγντερε! Δαιμονίζει τους δασκάλους. Να το κάμουνε άξαφνα Βαθυρρύαξ, κι οι ίδιοι δε θα καταλάβουνε τι λένε. Πρέπει να το πούνε Μπουγιούγ­ντερε, έχει δεν έχει. Έπειτα, ας μας κόψουνε όσες ελληνικούρες έχουνε όρεξη. Δε μας μέλει πια! Για να χάσει το γάλα την κάτασπρη θωριά του, φτάνει να πέσει μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα· άμα βάλεις μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία· τίποτα δεν είναι. Του κάκου πολεμούνε οι δασκάλοι, του κάκου πασκίζουνε! Η γλώσσα τους μοιάζει με λίμνη· τη γεμίζουνε καθαρό νερό και την καμαρώνουνε οι ίδιοι. Για να θολώσει το νερό, άλλο δε χρειάζεται παρά να ρίξεις μέσα ένα μικρούτσικο Μπουγιούγντερε, ας είναι κι ένα άφαντο να. Με μιας χάνεται όλη η ψέφτικη ομορφιά της λίμνης κι η καθαρέβουσα λασπώνεται.

Οι δασκάλοι δε βλέπουνε και ποτές δε θα διούνε, πως για όποιονε τόντις ξέρει, αγαπά και σέβεται την αρχαία, φτάνει ένας μόνος τύπος να μην είναι αρχαίος και καταστρέφει όλους τους άλλους. Ένα εμπόδισε κάπου να βάλουνε, ένα έγινε να τους ξεφύγει, ένα ηξεύρω να πούνε, ένα τίποτε να γράψουνε, πάνε όλα! Μεγαλύτερο το κακό παρά αν ήτανε όλα βάρ­βαρα, σαν που τα λένε· αν ήτανε όλα βάρβαρα, θα φαινό­τανε τουλάχιστο μια σειρά, μια αλήθεια. Με τον τρόπο το δικό τους, φαίνεται η αρχαία τόντις βάρβαρη κι ανώμαλη. Ένα όνομα καινούριο, ένας δημοτικός τύπος, μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία — κι αφανίζει όλες τις δοτικές.

Εγώ που δεν ξέρω δοτικές, δεν ντράπηκα να μπω στο βαπόρι και να πάω στο Μπουγιούγντερε. Ο καμαρότος, άμα μ’ είδε, μυρίστηκε ξένο. Αμέσως ήρθε να με χαιρετήσει, να μου δώσει την καλύτερη θέση του βαποριού. Ο καμαρότος ήτανε Αρμένης. Πού να μιλήσει ρωμαίικα, αφού οι Αρμένηδες (1) και τη γλώσσα τους δε θέλουνε πια να μάθουνε, και λένε πως είναι Τούρκοι; Κατάλαβα όμως τι μ’ ήθελε. Δεν είχε και πολλά να μου πει. Μου έδειξε μόνο σε τι θέση έπρεπε να κάτσω. Με πήγε απάνω στο γεφυράκι με τα σίδερα όπου συνηθίζει ο καπετάνιος και στέκεται. Εκείνη την ώρα ο καπε­τάνιος — ένας Τούρκος — είχε δουλειά από τ’ άλλο το μέρος. Κάθησα το λοιπό με την ησυχία μου από την άλλη μεριά. Η καρέγλα μου βρισκότανε από πάνω από τα ταμπούρλα κι άκουα τις ρόδες που γυρίζανε. Έβλεπα δεξιά τον καπε­τάνιο που κοίταζε μπροστά του και πρόσταζε. Ο καμαρότος μου έφερε ένα σκαμνί για το πανωφόρι μου, ένα σκαμνί να ξαπλώσω τα ποδάρια μου, ένα σκαμνί να μου βάλει καφέ και λουκούμι. Του έδωσα μερικούς παράδες, και με γελαστό πρό­σωπο, με ζαχαρένιο χαμογέλιο, στάθηκε μια στιγμή κι ά­πλωσε το χέρι, τάχα για να μου δώσει να καταλάβω πως θα βλέπω λαμπρά στη θέση όπου καθόμουνε και να μου δείξει τη θέα. Έκαμε δυο τρεις τεμενάδες κι έφυγε.

Ήτανε η θέα τόντις μοναδική. Όσο προχωρούσαμε, ξεσκέ­παζε το Μπογάζι τις ομορφιές του. Όλο μου έδειχνε καινού­ρια μεγαλεία. Πιότερο από καθετίς άλλο μου αρέζανε τα νερά του· στα νερά πρόσεχα, στα νερά είχα το νου μου. Τη θάλασσα δεν μπορούσα να τη χορτάσω. Απορούσα με τ’ άπειρο το νερό. Νερό έχει το Μπογάζι όσο θέλεις. Τι καλό μέρος για να πνίξει κανείς όλα τα σκυλιά που κυλιούνται στα σοκάκια! Τα σκυλιά να τα φοβάστε· μην τα βλέπετε τώρα που σέρνουνται μισοκοιμισμένα στους δρόμους. Μάθαμε πως μπορούνε καμιά μέρα να λυσσιάξουνε, και τότες αλλοίμονο! Ο Παστέρ όσο άξιος κι αν είναι, ίσως δεν μπορέσει να μας γιατρέψει. Πάλε πιο ήσυχοι θα είμαστε, όταν τα ρίξουμε στο νερό. Εκείνο το νερό του Κατάστενου, δεν ξέρετε τι θάματα που τα κάνει. Έχει κάτι μέσα του εκείνο το νερό. Όλη αφτή η θάλασσα που λούζει την Πόλη έχει κρυμμένη βαθιά κάτω στον πάτο της μια μυστική δύναμη. Όποιος περάσει αφτή τη θάλασσα για να ’ρθει στην Πόλη, είναι χαμένος άθρωπος. Για να μη χαθεί κανείς, πρέπει να βρεθεί στην Πόλη, δίχως να ’χει περασμένη τη θάλασσα. Διέστε τόντις τι παρά­ξενο πράμα!

Ο Βόσπορος, καθώς μπορεί ο καθένας να το μάθει από τη γεωγραφία του σκολειού, χωρίζει Ασία κι Εβρώπη, πάει να πει πως βρίσκεται ανάμεσα στην Ασία και στην Εβρώπη. Ωστόσο στην Πόλη κάθουνται Ασία κι Εβρώπη μαζί, η μια πλάγι στην άλλη· αφτό το περιστατικό οι χάρτες δεν το γράφουνε, μάλιστα οι χάρτες που δημοσιεύονται αδεία του Υπουργείου της Παιδείας. Ανεβαίνοντας δεξιά μεριά έβλεπα την Ανατολή, και να πω την αλήθεια, μ’ όσα είχα μάθει στο σκολειό, δεν μπορούσα καλά να διακρίνω πού ήτανε Ασία, και πού ήταν Εβρώπη. Δεξιά και ζερβιά έβλεπα τα ίδια. Είδα πολλά, μα ένα μ’ έκαμε ν’ απορήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί στεκόντανε τόσα τζαμιά, τόσα παλάτια μισογκρεμισμένα, παραιτημένα, ολόρημα. Ο Τούρκος, άμα χτίσει σπίτι — κι άμα κάμει τίποτα — το βαριέται· είναι μαθημένος με τέντες κι άλλο δεν ξέρει. Οι Αγαρηνοί είναι νομάδες, ή σαν που λέμε, κατσιβέλοι. Ο Τούρκος ένα ένα σιχαίνεται τα σπίτια που κάνει, νοιώθει πως είναι περαστικά τ’ αγαθά του, κι άμα σιχαθεί ένα πράμα αμέσως τ’ αφήνει. Τ’ α­φήνει και δε γυρίζει πια να το διει — σα να μην ήτανε ποτές δικό του. Δάχτυλο δε θα κουνήσει ή τοίχο να σιάξει, ή ταβάνι να διορθώσει, ή πέτρες να ξαναβάλει, όπου πέσουνε. Το χτίριο που κάμει δεν έμαθε να το διατηρεί· δεν το φροντίζει. Τι είναι τέτοια φροντίδα, μήτε το ξέρει. Κι από κει μπορείς να καταλάβεις τι θα πει βάρβαρος και τι θα πει πολιτισμένος.

Ο πασάς, εκεί που δεν πρέπει να μετρήσει τα χρήματα, έφκολα τα ξοδέβει. Μικρά έξοδα δεν μπορεί να κάμει· αγαπά μόνο τα μεγάλα. Ή θα βγάλει να δώσει πολλά, ή τίποτα δε θα δώσει. Ο πλούσιος που δεν έδωσε δυο γρόσια του ράφτη του για να του ράψει ένα κουμπί, δε θα μείνει πλούσιος όλη του τη ζωή. Μαζί του φτωχαίνει και το έθνος. Ο πασάς τέ­τοια φιλοσοφία δεν έμαθε. Φτάνει τέτοιο να ’ναι το κέφι του, κι αν έχει λίρες, αμέσως τις πετά. Άμα γίνει ανάγκη να λογαριάσει πόσοι παράδες χρειάζουνται για να ξαναβάλει μια πέτρα, να σιάξει ένα κανάτι, βαριέται τους λογαριασμούς. Δεν αξίζει, λέει. Το κεφάλι του δε ζαλίζεται με τέτοιες μικρολογίες. Όταν είναι να χαρεί τίποτα, πρέπει να το χαρεί αμέ­σως, αμέσως να γίνει το πράμα και με μιας. Δε βλέπει άλλο παρά το κέφι του, κι ό,τι του αρέσει, του αρέσει την ώρα που το θέλει· παρέκει δεν πάει ο νους του. Στην Αθήνα πάλε, κι ο μπακάλης που θα κάμει σπίτι, κάθε μέρα θα φροντίσει για το σπιτάκι του, θα το νοικοκερέψει, θα το ’χει έννοια, θα προσπαθήσει μάλιστα με κάθε τρόπο να βάλει δυο σκαλοπά­τια μαρμαρένια, παντού να ρίξει σίδερα και πέτρα, για να γίνει, λέει, το σπίτι πιο γερό. Ο Ρωμιός όλα αιώνια τα θέλει.

Χαμογελώντας αντανακλούσε το Μπογάζι τα τούρκικα παλάτια, τα μισογκρεμισμένα τα τζαμιά. Γλήγορα γλήγορα πήγαινε το βαποράκι, σα να ’τρεχε στα κύματα μέσα. Η θά­λασσα έχει κάτι που σε μαγέβει. Όταν κοιτάζει κανείς την πλώρη που με τόλμη σκίζει τα νερά για να περάσει, νομίζει τότες πως μπορεί άξαφνα κι ο ίδιος να κόψει δρόμο μεγάλο. Η φαντασία πετιέται και τρέχει με το βαπόρι· ο νους φουσκώνει τα πανιά του. Έτσι το ’παθα και γω. Θα πάμε και μεις ομ­πρός, έλεγα μέσα μου, ανοιχτά θα πάρουμε τη θάλασσα, θα τραβήξουμε μακριά μακριά, και καμιά μέρα σαν τον Κο­λόμπο θ’ ανακαλύψουμε μια νέα, μια περίφημη, ηλιοφώτιστη Αμερική. Αιώνια θα μείνουνε τα έργα και τ’ όνομά μας.

Στη στιγμή που μελετούσα τέτοια μεγαλεία, ξαναφάνηκε ο καμαρότος. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε να καταλάβω πως έπρεπε ν’ αλλάξω θέση. Ο καπετάνιος είχε τώρα δουλειά στο μέρος όπου καθόμουνε· έπρεπε να περάσει ζερβιά. Ο τό­πος ήτανε στενός και δεν μπορούσαμε να μείνουμε κι οι δυο μαζί· ανάγκη ή ο ένας ή ο άλλος να φύγει. Ο καμαρότος, για να τον καταλάβω καλύτερα, μου το είπε μάλιστα τούρ­κικα· — «Να σηκωθείς, γιατί ο καπετάνιος έρχεται», λέει, «καπιτάν μπουρντά γκελίορ»

Με πολλή εβγένεια, πρέπει να το μολογήσω, και με τρόπο καλό μου είπε ο άθρωπος αφτά τα λόγια. Δεν ξέρω γιατί αφτές οι τρεις τούρκικες λέξες μου χτυπήσανε τόσο παράξενα στ’ αφτί. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ τον άκουγα και μου φώναζε. Ο καπετάνιος έρχεται. Τι παράδοξη φράση! Ο καπετάνιος ήτανε Τούρκος, ομορφάθρωπος, αψηλός· έμοιαζε σα να ήτανε όλο μαζί αφέντης σκληρός κι αντρειωμένο παλληκάρι. Μου φάνηκε πως στα μάτια του μέσα, στο πρόσωπό του έβλεπα με μιας όλη την Τουρκιά. Τέτοιος θα ήτανε, έλεγα μέσα μου, κι ο πρώτος ο Τούρκος που πάτησε αφτό το χώμα, ο πρώτος ο καταχτητής. Τέτοια λόγια θα είπε, όταν μπήκε στην Πόλη, όταν καταστράφηκε ο στρατός μας στον πόλεμο τον τρομερό, κι όταν έπεσε ο βασιλιάς μας. — «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ! Όξω, όξω, ραγιάδες, γκιαού­ρηδες, σκυλιά. Να φύγετε από μπροστά μου. Να τος που έρχεται, ο καπετάνιος! Ο καπετάνιος φτάνει!» Με το σπαθί στο χέρι, στ’ άλογό του καβαλάρης, ερχότανε ο Τούρκος, ερ­χότανε ο καπετάνιος — κι έπρεπε ο καθένας από το δρόμο του να φύγει.

Σα να καταλάβαινα πρώτη φορά όλη μας την ιστορία, σα να ζωντάνεβε μπροστά μου πρώτη φορά. Μου φάνηκε πως βλέπανε τα μάτια μου τώρα κανένα άγριο, φοβερό, ολέθριο πράμα, γεμάτο αίματα και σφαγές. «Σήκω, σήκω, χριστιανέ από κει που καθόσουνε ήσυχος και θάμαζες τη φύση με τις ομορφιές της, και φιλοσοφούσες, και κοίταζες το νερό κι έ­παιρνε η φαντασία σου δρόμο. Σήκω· η Πόλη είναι δική μου. Όπου σε διω, όπου σε βρω, όπου φανείς, εσύ, η γυναίκα σου, τα παιδιά σου, όπου διω, όπου βρω, όπου φανεί τίποτα δικό σου — σπίτι, χρήματα, χωράφι ή παλάτι — όλα όλα πρέπει να μου τ’ αφήσεις. Το αίμα σου θέλω να πιω, και τη ζωή σου να ρουφήξω. Άμα σου ζητήσω αίμα και ζωή, θα μου δώσεις τη ζωή σου, και το αίμα σου θα μου το φέρεις. Από το στόμα σου λέξη να μη βγει. Δε χωρατέβω. Ξέρεις ποιος είμαι; Να το μάθεις. Ο αφέντης σου είμαι γω, ο βασιλιάς σου, η τρο­μάρα σου και το βάσανό σου. Σήκω, φύγε, γιατί έρχουμαι· σήκω, φύγε, γιατί φτάνω. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

Τι δυσάρεστη, τι λυπητερή φαντασία που την έχω! Πάντα θέλει τα πράματα να τα μεγαλώνει· τον ποντικό τον κάνει γιανίτσαρο. Η φαντασία μου μου χάλασε όλο μου το κέφι. Μόλις έκατσα δυο ώρες στο Μπουγιούγντερε. Μόλις πρόφτασα να διω τους φίλους μου, να πάω στο σκολειό, ν’ ακούσω το δάσκαλο που γύρεβε να μάθει στα χωριατόπουλα τις εβγένειες της γλώσσας μας. Ήμουνε όλο συλλογισμένος, βαρεμέ­νος· είχα μια τρομερή σταναχώρια. Αχ! που είσαι, Γιάννη μου, αδερφέ μου; Να σ’ είχα βοηθό! Να μπορούσαμε κι οι δυο μας μαζί να ξεφορτωθούμε τον Τούρκο, να τον κάμουμε να φύγει πια, να τον πετάξουμε στο νερό, να βγάλουμε από το λαιμό μας και καταχτητή και καπετάνιο. Ή τουλάχιστο με τις κουβέντες, με τα γέλια να ξεχάσω ο δύστυχος εκείνα τα λόγια! Και πάλε τ’ απόγεμα, στις τέσσερεις, ξαναπήρα τα βαπόρι. Μα δεν κοίταζα, δεν πρόσεχα τίποτα, μήτε Μπο­γάζι, μήτε θάλασσα, μήτε ουρανό. Πήγα να κλειδωθώ κάτω σε μια καμπίνα, όπου δεν ήτανε κανείς. Η ίδια φράση όλο μου έδερνε το νου, όλο μου έτρωγε το κεφάλι. Όλο έλεγα μέσα μου σιγά σιγά· «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

(1) Σημείωση του Ψυχάρη στη 2η έκδοση: Ντρέπουμαι που το ’γραψα τότες και παρα­καλώ, ύστερις από κείνα που είδαμε, να με συχωρέσουνε τ’ αδέρφια μας οι Αρμένηδες για τ’ άνοστο χωρατό.

 

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Κωνσταντινούπολη, Πεζογραφία, Ταξιδιωτικά, Τουρκία | Με ετικέτα: , , , | 76 Σχόλια »

Μεζεδάκια στο σιντριβάνι

Posted by sarant στο 16 Μαΐου, 2020

Ποιο σιντριβάνι; Mα φυσικά το καινούργιο σιντριβάνι της Ομόνοιας.

Το σιντριβάνι, που εγκαινιάστηκε προχτές από τον δήμαρχο Αθηναίων -με αποτέλεσμα να συντριβεί (pun intended) κάθε οδηγία για τήρηση αποστάσεων αφού, όπως εύκολα θα μπορούσε -και θα έπρεπε- να προβλεφθεί, πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, μια και τούτες τις περίεργες μέρες, που ακόμα δεν έχουν χαλαρώσει όλα τα μέτρα και δεν έχουν ανοίξει καφετέριες, ζαχαροπλαστεία και ταβέρνες (να μην πούμε για θερινα σινεμά) ώστε να ισοκατανεμηθούν όσοι αναζητούν έξοδο και διέξοδο, με το παραμικρό συνωστίζεται ο κόσμος στις πλατείες.

Στα σόσιαλ επικρίθηκε έντονα η υποκριτική στάση των καναλιών, που ήταν αμείλικτα όταν καυτηρίαζαν προηγούμενα συμβάντα συγκέντρωσης πλήθους σε πλατείες, ενώ τώρα μόνο επαίνους είχαν -στην αρχή. Αντέγραψα ένα πολύ πετυχημένο της φίλης Έλενας Μηλιώτη:

Νισάφι πια με αυτά τα παλιόπαιδα, που μαζεύονται στις πλατείες, αυτούς τους αναρχικ…, α καλέ ο Δήμαρχος είναι, μπραβο κ. Δήμαρχε, καταπληκτικό το σιντριβανι κ. Δήμαρχε, τέλεια εκδήλωση κ. Δήμαρχε.

Τέλος πάντων, χάρη στην αντίδραση αυτή, αναγκάστηκε τελικά και ο κ. Δήμαρχος ν’ αναγνωρίσει πως έκανε λάθος.

* Και ξεκινάμε με τα μεζεδάκια μας.

Ο ληξίαρχος Νομανσλάνδης θα ενδιαφερθεί για ένα άρθρο της iefimerida, αφιερωμένο στις τελευταίες ώρες του Χίτλερ.

Eκει διαβάζουμε ότι την 29η Απριλίου 1945, μια μέρα πριν από την αυτοκτονία του, «Ο Βάλετ Λιζν χορηγεί σταγόνες κοκαΐνης στο πονεμένο δεξί μάτι του Χίτλερ και του δίνει ένα κουτί χάπια για τον τυμπανισμό του».

Πιο πέρα, μετά την αυτοκτονία, διαβάζουμε ότι ο Μπόρμαν «και ο Λινζ» μπήκαν στο δωμάτιο ακούγοντας τον πυροβολισμό και βρήκαν τα δυο πτώματα -ο Χίτλερ είχε αυτοπυροβοληθεί ενώ η Εύα Μπράουν πήρε δηλητήριο.

Ο Βάλετ Λιζν (ή Λινζ μήπως; ) είναι υποψήφιος για κατάταξη τόσο στα μητρώα της Νομανσλάνδης όσο και στη Στρατιά των Αγνώριστων. Πρόκειται για τον υπηρέτη του Χίτλερ, που λεγόταν Heinz Linge, Χάιντς Λίνγκε. Ούτε Λιζν, ούτε Λινζ.

Ούτε βεβαίως Βάλετ! Απλώς, στο αγγλικό πρωτότυπο απ’ όπου αντλήθηκαν οι πληροφορίες, έλεγε Valet Linge, o βαλές, σα να λέμε, κι αυτό θεωρήθηκε το μικρό όνομά του.

Το πιο περίεργο είναι ότι, στην αρχή του άρθρου, γράφεται σωστά: Ο Μάρτιν Μπόρμαν μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του Χάιντς Λίγκε….

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γραμματική, Γλωσσικό ζήτημα, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια, Νομανσλάνδη, Ορθογραφικά, Πανδημικά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , , , , | 438 Σχόλια »

Ο δεκάλογος του Θ. Π. Τάσιου

Posted by sarant στο 12 Μαρτίου, 2020

Να ξεφύγουμε λίγο από τη ζοφερήν επικαιρότητα, με ένα μάλλον ανεπίκαιρο γλωσσικό άρθρο. Ανεπίκαιρο, επειδή γράφτηκε πριν απο 30 τουλάχιστον χρόνια, και πολύ περισσότερο επειδή δεν αφορά επιδημίες, πανδημίες και ιούς. Αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα ντοκουμέντο για τις γλωσσικές συζητήσεις και το περιεχόμενό του διατηρεί το ενδιαφέρον του σε αρκετό βαθμό. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και πόσες από τις θέσεις του συντάκτη του, του Θ.Π.Τάσιου, διατηρούν και σήμερα την αξία τους.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή με τίτλο «Τα γλωσσικά λάθη των οψιγενών δημοτικιστών» («Καθημερινή», 22-23.5.83) ενώ στη συνέχεια ο κ. Τάσιος το δημοσίευσε, ως επιστολή, στο δελτίο του Τεχνικού Επιμελητηρίου (ΤΕΕ) στο τχ. 1571, 19.6.1989. Το είχα διαβάσει τότε, φωτοτυπημένο από έναν συνάδελφο, αλλά δεν φρόντισα να το φωτοτυπήσω ή να το κρατήσω και επιπλέον είχα τη λαθεμένη εντύπωση πως ήταν δημοσιευμένο στον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Όταν για ένα φεγγάρι ο ΔΟΛ έδινε πρόσβαση στο αρχείο του με προσιτή τιμή, είχα κάνει αναζήτηση στα τεύχη του Οικ.Ταχ. και είχα πολύ δυσαρεστηθεί που δεν το είχα βρει.

Πάντως, το άρθρο αυτό μου έδωσε το έναυσμα για να γράψω έναν δικό μου αντίλογο -όπως ο Τάσιος καυτηρίαζε τις υπερβολές των «οψιγενών δημοτικιστών», έτσι κι εγώ στον Δωδεκάλογο της νεοκαθαρεύουσας (αρχική δημοσίευση στον παλιό μου ιστότοπο, μετά στο βιβλίο μου «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και μετά στο ιστολόγιο) επισήμανα τις ακρότητες των νεοκαθαρευουσιάνων.

Όπως είπα, το άρθρο δημοσιευτηκε ως επιστολή. Προτάσσεται η εξής εισαγωγή από τους συντάκτες του Ενημ. Δελτίου:

Από τον καθηγητή του ΕΜ Πολυτεχνείου Θ. Τάσσιο, λάβαμε και δημο­σιεύουμε άρθρο για «τα γλωσσικά λάθη όψιμων δημοτικιστών», όπως χαρα­κτηριστικά αναφέρει. Το άρθρο, είχε δημοσιευθεί παλιότερα στην εφημερίδα «Καθημερινή». Αφορμή για την επιστολή του κ. Τάσσιου ηταν μια λεζαντα σε τεύχος του Ε.Δ., στην οποία αναφερόταν «Αποψη από την αίθουσα της Αντιπροσωπείας που έγινε το διήμερο», αντί του σωστού «όπου». Ευχαρι­στούμε θερμά τον κ. Τάσσιο για την παρατήρηση και το άρθρο. Με την ίδια χαρά θα δεχτούμε τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις των συναδέλφων, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση του Ε.Δ.

Δημοσιεύω λοιπόν το άρθρο, παρεμβάλλοντας σε αγκύλες κάποια δικά μου σχόλια. Κρατάω την ιδιότυπη ορθογραφία του συγγραφέα -π.χ. το η στην υποτακτική.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός | Με ετικέτα: , , | 200 Σχόλια »

Ο Κονδυλάκης και οι μαλλιαροί (Μια επιστολή του 1905)

Posted by sarant στο 16 Ιανουαρίου, 2020

Ανεπίκαιρο θεμα για σήμερα, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμενοι να ακολουθούμε διαρκώς κατά πόδας την επικαιρότητα -αλλιώς, θα γράφαμε μονάχα ατάκες στο Τουίτερ.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Ιωάννη Κονδυλάκη, μόλις στα 59 του χρόνια. Μένει στην ιστορία των γραμμάτων μας με τον Πατούχα, τη συλλογή διηγημάτων «Όταν ήμουν δάσκαλος» και το στερνό του έργο «Πρώτη αγάπη» αλλά και με τους Αθλίους των Αθηνών. Όμως ο Κονδυλάκης ήταν και δημοσιογράφος, μάστορας του χρονογραφήματος, με το ψευδώνυμο Διαβάτης, και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Από πολλούς θεωρείται ο πατέρας του όρου «μαλλιαροί» για τους δημοτικιστές. Λέγεται ότι τους χαρακτήρισε έτσι επειδή οι αδελφοί Πασαγιάννη, που έγραφαν στο πρωτοποριακό περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου, το 1898, έτρεφαν πλούσια κόμη. Ο Τ. Μωραϊτίνης, σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του, διεκδικεί για τον εαυτό του την πατρότητα, πιστώνοντας στον Κονδυλάκη τη διάδοση και καθιέρωση του όρου -ίσως βάλω κάποτε το κειμενάκι αυτό. Από την άλλη, ο Ευάγγ. Πετρούνιας θεωρεί ότι πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό κίνημα της scapigliatura (της μαλλούρας, ας πούμε).

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα -άλλωστε νομίζω πως έχουμε συζητήσει ξανά στο ιστολόγιο για τη γέννηση του όρου.

Ο Κονδυλάκης λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός που έπλασε ή που διέδωσε έναν καταρχήν (αν και όχι πάντοτε) μειωτικό όρο για τους δημοτικιστές (και γενικά για τους νεωτεριστές στην τέχνη και τα γράμματα), ενώ στα χρονογραφήματά του έγραφε σε απλή καθαρεύουσα. Θα περίμενε κανείς να είναι αντίπαλος της δημοτικής -όχι όμως.

Ο Κονδυλάκης είναι περίπτωση Ροΐδη, κατά κάποιο τρόπο. Παρόλο που και στα λογοτεχνικά του έργα χρησιμοποίησε γλώσσα από απλή καθαρεύουσα έως μικτή, με εξαίρεση βέβαια τους διαλόγους, ο ίδιος υποστήριζε τη δημοτική και θεωρούσε τεχνητή γλώσσα την καθαρεύουσα. Όταν παράτησε την Αθήνα, τσακισμένος από το δημοσιογραφικό μαγκανοπήγαδο (και τις νυχτερινές χαρτοπαιξίες) και γύρισε στην Κρήτη, πρόλαβε να δώσει ένα αριστούργημα, την Πρώτη αγάπη, σε υποδειγματική κρουστή δημοτική με πολλά διαλεκτικά στοιχεία. Δυστυχώς, λίγο μετά πέθανε.

Θα δημοσιεύσω σήμερα μια επιστολή του, υπέρ της δημοτικής, αλλά γραμμένη σε καθαρεύουσα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθήναι του Γ. Πωπ, στις 14 Φεβρουαρίου 1905 -πριν από 115 χρόνια. Ο Πωπ είχε ξεκινήσει εκείνον τον καιρό συνεντεύξεις με λογίους για το γλωσσικό ζήτημα, και ως τότε είχε φιλοξενήσει τις γνώμες διάφορων αντιπάλων της δημοτικής. Στο φύλλο της 10ης  Φεβρουαρίου είχε συνέντευξη του Καλαποθάκη, διευθυντή του Εμπρός, και στο τέλος ανάγγελλε ότι στο επόμενο φύλλο θα ακολουθούσε συνέντευξη του Κονδυλάκη. Όμως ο Κονδυλάκης αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη και έστειλε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο φ. της 14.2.1905.

Προηγήθηκε σύντομη εισαγωγή, στην οποία ο Γ. Πωπ ειρωνεύεται φιλικά τον Κονδυλάκη ότι μοιάζει με εκείνους τους γιατρούς που γράφουν συνταγές για άλλους αλλά δεν τις παίρνουν ποτέ οι ίδιοι. Βλέπετε σε εικόνα αριστερά τι έγραψε.

Ο Κονδυλάκης στην επιστολή του επίσης χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την ειρωνεία -εγκωμιάζει την καθαρεύουσα παρουσιάζοντας τα μειονεκτήματά της για πλεονεκτήματα, κυριολεκτικά σφάζει με το μπαμπάκι.

Ακολουθεί η επιστολή του Κονδυλάκη. Κρατάω την ορθογραφία πλην μονοτονικού. Στο τέλος λέω δυο λόγια.

Φίλτατε,

Ό,τι έχω να είπω διά το ζήτημα της γλώσσης δεν μου φαίνεται να είνε απαραίτητον να το είπω ανακρινόμενος. Προτιμώ να το γράψω εις μίαν επιστολήν δια να είμεθα συντομώτεροι και σαφέστεροι.

Λοιπόν θέλετε την γνώμην μου; Η ωραία μας καθαρεύουσα είνε θαύμα θαυμάτων, το οποίον δυνάμεθα να επιδεικνύωμεν με υπερηφάνειαν, αφʼ ου μάλιστα δεν έχομεν τίποτε άλλο να επιδείξωμεν οι νεώτεροι Έλληνες. Είνε νεκρός, όστις αν δεν ζη, φαίνεται τουλάχιστον ότι ζη, αφʼ ου πιστεύομεν ότι ζη. Τον κρατεί εις αυτήν την ζωήν η πίστις μας, και η πίστις, ως γνωστόν, θαυματουργεί. Είνε ζωντανός νεκρός. Είδε ποτέ ο κόσμος τοιούτον τέρας από τον καιρόν του τριημέρου Λαζάρου; Λέγουν ότι και οι Άραβες και δεν ενθυμούμαι τίνες άλλοι λαοί της Ασίας, επίσης πολιτισμένοι, έχουν κατορθώσει ανάλογον γλωσσικόν θαύμα. Αμφιβάλλω όμως αν ο γλωσσικός βρυκόλαξ εκείνων έχει τας θαυμασίας αρετάς του ημετέρου. Να είνε η αρχαία και συγχρόνως η νέα γλώσσα, και πάλιν ούτε το εν ούτε το άλλο να είνε. Να μη είνε μάλιστα καθόλου γλώσσα, και όμως να έχη όλας τας αξιώσεις γλώσσης και την υπερηφάνειαν ευγενούς γλώσσης.

Διότι επί τέλους τι είνε αυτή η γλώσσα; Αν είνε η αρχαία, διατί δεν γράφομεν και δεν ομιλούμεν ως έγραφε και δεν ωμίλει ο Φίλιππος Ιωάννου; Αν είνε νέα, τότε διατί δεν έχει αυτοτέλειαν και αυθυπαρξίαν; Πού είνε το λεξικόν, πού η γραμματική και το συντακτικόν της; Πού υπάρχει τέλος πάντων; Ή υπάρχει παντού και δεν υπάρχει πουθενά, όπως το άμορφον χάος;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εφημεριδογραφικά, Κρήτη | Με ετικέτα: , , , , , , | 82 Σχόλια »

Ως – σαν και δημοτική γλώσσα (μια συνεργασία του Πέτρου Π.)

Posted by sarant στο 10 Ιανουαρίου, 2020

Ο φίλος του ιστολογίου Πέτρος Π. μού έστειλε μια μελέτη του για τη γλώσσα, από την οποία διάλεξε ένα απόσπασμα με αρκετή αυτοτέλεια που μπορεί να δημοσιευτεί ως άρθρο στο ιστολόγιο. Το θέμα είναι η δημοτικη και η (νεο)καθαρεύουσα, με ειδική αναφορά στο δίλημμα «ως» ή «σαν».

Παρόμοια επιχειρήματα έχω κι εγώ αναπτύξει στο ιστολόγιο, τα έχει γράψει και ο φίλος Γιάννης Χάρης στη στήλη του, αλλά ασφαλώς είναι χρήσιμο να επαναλαμβάνονται κάποια πράγματα τονισμένα από διαφορετική οπτική γωνία.

Δίνω τον λόγο στον Πέτρο Π. και στο τέλος λέω κι εγώ δυο πράγματα.

Ως – σαν και δημοτική γλώσσα

Αν και η καθαρεύουσα υπήρξε αντίπαλος της δημοτικής γλώσσας για περίπου ενάμιση αιώνα από την ίδρυση του (νεο)ελληνικού κράτους, ο σύγχρονος καθαρευουσιανισμός είναι πιο επικίνδυνος γιατί σε διάκριση με την καθαρεύουσα που ήταν μια γλώσσα απέναντι στην δημοτική, αυτός, η νέα καθαρεύουσα, τουλάχιστον μέχρι το σημερινό στάδιο εξέλιξής της, είναι ένα εχθρικό γλωσσικό ρεύμα που δρα μέσα στους κόλπους της δημοτικής, με τυπικά αναγνωρισμένη επίσημη γλώσσα την δημοτική.

Και γιατί ακόμη δρα σε διαφορετικό έδαφος. Παλιά πολλοί δημοτικιστές και κυρίως η αριστερά έλεγαν πως η καθαρεύουσα επιβάλλεται για να μείνει αμόρφωτος ο λαός. Ο λαός πράγματι όσο λιγότερο μορφωμένος ήτανε τόσο πιο ξένη αισθανόταν την καθαρεύουσα. Ταυτόχρονα όμως αυτή δεν μπορούσε να διεισδύσει και να επιδράσει στην λαϊκή γλώσσα. Σήμερα που η γενική παιδεία έχει διαδοθεί και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ κυριαρχούν, το τι διδάσκεται στα  σχολεία και το πώς μιλάει η τηλεόραση παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην διαμόρφωση του γλωσσικού αισθήματος και αν αυτή η διδασκαλία και τα τηλεοπτικά ακούσματα περιέχουν στοιχεία ξένα προς την δημοτική και ακόμη ξένα προς την ελληνική γλώσσα γενικά, και πολύ περισσότερο όταν τα στοιχεία αυτά πληθαίνουν, συντελούν στην παραφθορά της λαϊκής γλώσσας, στην αποξένωση του λαού από την ίδια του την γλώσσα. Σήμερα που η τηλεόραση κυριαρχεί σαν το βασικό μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, έχει γίνει ο κύριος μαζικός προπαγανδιστής του συμφέροντος, των επιδιώξεων και των γούστων της κυρίαρχης τάξης όχι μόνον ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τον τρόπο έκφρασης γενικά και της γλωσσικής έκφρασης ειδικά.

Εδώ θα εξεταστεί η χρήση ενός μονάχα διττού λεκτικού όρου, του ως/σαν, στο πεδίο που και οι δυο μορφές του διεκδικούν την ίδια χρήση. Ποσοτικά, στο σύνολο των λέξεων, η βαρύτητα του όρου φαίνεται απειροελάχιστη. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Από ποσοτική άποψη σημασία έχει η μέση συχνότητα χρήσης του και θα ήταν χρήσιμο να γινόταν μια εκτίμηση αυτής. Από ποιοτική άποψη σημασία έχουν άλλα στοιχεία που ξεκινούν από την γλώσσα και πηγαίνουν πέρα απ’ αυτήν. Και αυτά τα στοιχεία εδώ υπάρχουν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Νεοκαθαρεύουσα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , , | 186 Σχόλια »

Ο Σεφέρης, η καθαρεύουσα και ο κ. Θεοδωρόπουλος

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2019

Θα σχολιάσω σήμερα στο ιστολόγιο μια πρόσφατη επιφυλλίδα του  συγγραφέα κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου στην Καθημερινή. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που το ιστολόγιο σχολιάζει τις συντηρητικότατες γλωσσικές απόψεις του κ. Τ.Θ. ή που επισημαίνει τα γλωσσικά του μαργαριτάρια («που σοβατίζει ρωγμές στους τοίχους των κειμένων» κατά την ορολογία του κυρίου Τάκη).

Εννοώ την επιφυλλίδα με τίτλο «Η ταπείνωση των ελληνικών» που δημοσιεύτηκε στο πασχαλινό φύλλο της Καθημερινής.

Ήδη από τον τίτλο ο αρθρογράφος δίνει τον τόνο -και το δηλώνει και απερίφραστα στο άρθρο του, ότι «Τα ελληνικά που μιλάμε, και αυτά στα οποία γράφουμε, δεν είναι παρά μια ταπεινωμένη εκδοχή της πανάρχαιας γλώσσας». Θεωρεί δηλαδή ο αρθρογράφος ότι η μητρική του γλωσσική ποικιλία είναι κάτι το υποδεέστερο, ότι δεν φτάνει στο μεγαλείο των (εξιδανικευμένων βέβαια) αρχαίων ελληνικών.

Δεν είναι, δυστυχώς, πρωτότυπη αυτή η άποψη. Θα έλεγα μάλιστα πως κοινός τόπος της παραγλωσσολογικής συζήτησης για τα ελληνικά είναι η συνεχής σύγκριση της νέας ελληνικής με την αρχαία ελληνική, η οποία προβάλλεται ως ένα ανέφικτο ιδεώδες. Όχι μόνο επιφυλλιδογράφοι, αλλά δυστυχώς και πολλοί εκπαιδευτικοί, αλλά και πολλά σχολικά βιβλία καλλιεργούν εμμέσως την άποψη ότι η σημερινή νεοελληνική δεν είναι παρά ωχρό είδωλο της αρχαίας, πράγμα που βέβαια αφενός δεν βοηθά τους μαθητές να εκτιμήσουν και να αγαπήσουν τη μητρική τους γλώσσα και αφετέρου αποτελεί εύφορο έδαφος όπου θάλλουν κάθε λογής απόψεις για γλωσσική παρακμή, ιδίως όταν αντιδιαστέλλεται η κυρίαρχη θέση της αρχαίας ελληνικής με τη θέση της σημερινής νεοελληνικής. Όπως εύστοχα είχε σημειώσει η Άννα Φραγκουδάκη, «η προφητεία για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας, με όποιο επιχείρημα κι αν εμφανίζεται, ανάμεσα στις γραμμές το ίδιο πάντα εννοεί: φανταστείτε το εθνικό μεγαλείο που… “θα” είχαμε, αν μιλούσαμε αρχαία ελληνικά».

Δεν είναι λοιπόν πρωτότυπος ο κ. Τ.Θ. αλλά θαρρώ πως είναι από τους λίγους που χρησιμοποιούν τον όρο «ταπεινωμένη» για να περιγράψουν τη μητρική τους γλώσσα.

Βέβαια, ο ίδιος ο Τ.Θ. ίσως δεν αισθάνεται τόσο μεγάλη ταπείνωση αφού μπορεί να νιώσει τη δύναμη της πανάρχαιης γλώσσας. Όπως γράφει: «… τη Μεγάλη Εβδομάδα μπορείς να πάρεις μια γεύση από τη δύναμη της γλώσσας σου. … Δεν έχεις πολλές ευκαιρίες να τη νιώσεις αυτήν τη δύναμη, εκτός πια κι αν ανήκεις στη μειονότητα των σοβαρών αναγνωστών» (τα πλάγια δικά μου).

Ο συντάκτης ολοφάνερα θεωρεί πως ο ίδιος ανήκει σε αυτούς τους λίγους και εκλεκτούς «σοβαρούς αναγνώστες», σε αυτή τη «μειονότητα» των αρίστων -και προσκαλεί τον αναγνώστη να ενστερνιστεί τις απόψεις του ώστε να ελπίζει πως στο μέλλον θα γίνει κι αυτός δεκτός σε τούτο το κλειστό κλαμπ. (Αναρωτιέμαι αν οι «σοβαροί αναγνώστες» του κ. Τάκη ταυτίζονται με τους «προσεκτικούς ομιλητές» του κ. Μπαμπινιώτη -αλλά γι’ αυτό το θέμα θα πω παρακάτω).

Δεν θα σχολιάσω όλα τα σημεία του άρθρου του κ. ΤΘ διότι θέλω να σταθώ σε ένα σημείο όπου θαρρώ πως χρειάζεται αναλυτική απάντηση. Ωστόσο, κρίνοντάς το γενικά, παρατηρώ ότι ο θρηνητικός τόνος του αρθρογράφου για τα δεινά της γλώσσας μας έχει ανέβει μιαν οκτάβα -ίσως τώρα που πέθανε ο Σαράντος Καργάκος, ένας από τους μεγαλύτερους γλωσσογκρινιάρηδες που είχαμε, ο κ. Τάκης φιλοδοξεί να καλύψει το κενό.

Και πράγματι, προσέξτε τι γράφει: Πόσες από τις λέξεις που ακούς στον δρόμο είναι απλώς βρισιές, και πόσες δεν θυμίζουν περισσότερο άναρθρη κραυγή; Αλλά αυτή την ανοησία για την ομιλία (των νέων) που θυμίζει άναρθρες κραυγές και γρυλλισμούς πρώτος την έχει γράψει ακριβώς ο μακαρίτης κ. Καργάκος. Σταχυολογώ από την περίφημη «Αλαλία» του, γραμμένη πριν από καμιά τριανταριά χρόνια:

«οι νέοι μας […] έχουν φτάσει στο σημείο να συνεννοούνται με γρυλισμούς και παντομίμες», «κάποιοι νέοι χρησιμοποιούν την ελληνική σαν να κλωτσούν καρφιά», «τον γλωσσικό χουλιγκανισμό που φέρνει τη γλώσσα μας στην εποχή των σπηλαίων […] οι νέοι μας ακρωτηριάζουν και βεβηλώνουν τη γλώσσα μας»

Σαν να έπαθε Καργάκο ο κύριος Τάκης.

Και προχωρώ στο σημείο που με ενδιαφέρει. Θρηνεί ο κ. Τάκης σε ύφος Γιανναρά:

Ο Γ. Ράλλης νομοθέτησε την κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρευούσης στην εκπαίδευση και το πρωτοπασόκ έσβησε την περισπωμένη και τα πνεύματα από τη γραφή. Η γλώσσα ακρωτηριάσθηκε από τη μνήμη της με τη λοβοτομή. Παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης γραμματείας μας είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, ότι η δημοτική του Σεφέρη, ή του Ελύτη είναι γεμάτη από καθαρεύουσα και ότι οποιοδήποτε επιστημονικό ή θεωρητικό κείμενο χρειάζεται την καθαρεύουσα.

Θέλω λοιπόν να εστιαστώ στην εξής θέση: «η δημοτική του Σεφέρη … είναι γεμάτη από καθαρεύουσα»

Θεωρώ ότι ο ατεκμηρίωτος αυτός ισχυρισμός είναι αβάσιμος και λαθεμένος. Ωστόσο, είναι και θέμα ορισμού: τι θα πει «δημοτική γεμάτη από καθαρεύουσα»; Να έχει λόγιες λέξεις; Αλλά δεν κάνουν οι λέξεις τη γλωσσική ποικιλία -χρειάζεται και η σύνταξη.

Ας δούμε ένα πεζό του Σεφέρη, την πολύ γνωστή δήλωσή του κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Το παραθέτω ολόκληρο πιο κάτω. Προσωπικά θεωρώ ότι πρόκειται για καθαρή καλλιεργημένη δημοτική, δηλαδή για καθαρή κοινή νεοελληνική (ΚΝΕ που λέμε) και δεν βρίσκω να είναι «γεμάτο από καθαρεύουσα». Πιστεύω ότι η χρήση λέξεων όπως «ελώδη» ή «αναπότρεπτη» δεν είναι στοιχείο καθαρεύουσας -αν μη τι άλλο, στην καθαρεύουσα θα ήταν «η αναπότρεπτος».

Αξίζει να ξαναδιαβάσουμε το κείμενο αυτό, του 1969, και να χαρούμε την κρουστή γλώσσα του και το περιεχόμενό του.

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Όταν συζητήσαμε στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ το άρθρο του κ. Τάκη σε συνάρτηση με το κείμενο του Σεφέρη, ο γλωσσολόγος Θανάσης Μιχάλης έκανε ένα πολύ εύστοχο σχόλιο που το μεταφέρω εδώ:

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, στις περισσότερες περιπτώσεις εσωτερικής διγλωσσίας δεν υπάρχουν δίπολα αλλά continua. Δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο η δημοτική ως χαμηλή ποικιλία και η καθαρεύουσα ως υψηλή, αλλά πλήθος ενδιάμεσων καταστάσεων (από τα άκρα του αρχαϊσμού και του μαλλιαρισμού, στην αστική δημοτική, την καθαρή διαλεκτική δημοτική, υπερτοπικές δημοτικές, απλή καθαρεύουσα, πλήθος ιδιολέκτων κλπ). Το πρόβλημα δεν το έχει ποτέ η μητρική γλώσσα, δηλαδή η χαμηλή ποικιλία, η οποία κατακτάται κιαι περιγράφεται εύκολα, το πρόβλημα το έχουν οι τεχνητής φύσης υψηλές ποικιλίες: τι σημαίνει καθαρεύουσα; π.χ. έχει δοτική; είναι δίδω τινί ή δίδω εις τινα, λέγω τινί ή εις τινα κλπ. Το κείμενο του Σεφέρη κατά τη γνώμη μου, είναι δείγμα αστικής δημοτικής με κατεύθυνση προς τον πόλο της δημοτικής (δημοσίεψαν). … Είναι άτοπο και παράλογο να λαμβάνει κανείς ως δεδομένο ότι τύποι του διαλεκτικού ή του ποιητικού λόγου (π.χ. πέλαγο) αποτελούν την καθαρή δημοτική και, θεωρώντας το πέλαγος καθαρεύουσα, να λέει ότι η τάδε ομιλία είναι γεμάτη καθαρεύουσα. Το κείμενο του Σεφέρη και μορφολογικά (δεν υπάρχει κανένα -ις, κανένα -ιν, κανένα -ον, κανένα -χθην ή -χθησαν) και συντακτικά είναι δημοτική.

Είναι ιδιαίτερα εύστοχη η τελευταία παρατήρηση. Κάτι ανάλογο έκαναν οι καθαρευουσιάνοι του 1900 που έλεγαν: αν είστε συνεπείς δημοτικιστές, δεν μπορείτε να λέτε Τέχνη, πρέπει να λέτε Μαστοροσύνη. Αλλά και ο ανώνυμος συντάκτης του χουντικού πονήματος «Εθνική γλώσσα» με τα ίδια σοφίσματα προσπαθεί να κατατροπώσει τους δημοτικιστές.

Όπως σχολίασε στην ίδια συζήτηση ο φίλος μας ο Άγγελος: Στο συγκεκριμένο δείγμα δεν βλέπω κανένα στοιχείο που να μπορούσα να το χαρακτηρίσω «καθαρεύουσα» — ίσως το «καταποντισΘούν», που εξισορροπείται όμως με το παραπάνω από τα «δημοσίεΨα», τα «στεκάμενα νερά», το αμετάβατο «λογαριάζουν», γλωσσικούς τύπους που εγώ τουλάχιστον, μιλώντας αυθόρμητα, δεν θα χρησιμοποιούσα (θα έλεγα «δημοσίευσα», «στάσιμα», «υπολογίζονται» ή «μετρούν».) Το να λέμε ότι ο λόγος του Σεφέρη είναι «γεμάτος καθαρεύουσα» είναι εξωφρενικό — εκτός αν εννοούμε ότι δεν είναι ψυχαρική δημοτική, πράγμα που… δεν είναι και μεγάλη ανακάλυψη!

Πράγματι, όποιος διαβάσει τις Δοκιμές του Σεφέρη θα συναντήσει τύπους που σήμερα δεν τολμάμε και πολύ να τους γράψουμε, π.χ. τρομαΧΤικός ή τη χρήση του «σαν» εκεί όπου οι μπαμπινιωτιστές θεωρούν σωστό μόνο το «ως», ας πούμε: Η εργασία μου –βιάζομαι να το τονίσω– δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν εργασία οριστική. Θα ευχόμουν να κοιταχτεί σαν αφορμή για σοβαρή σκέψη πάνω σ’ ένα σπουδαίο θέμα, για φωτισμένη κρίση και καλοπροαίρετη επίκριση.

Εννοώ ότι το κείμενο που διάλεξα, η αντιδικτατορική δήλωση του Σεφέρη εννοώ, με κανέναν τρόπο δεν αποτελεί εξαίρεση, δεν είναι δηλαδή «δημοτικότερο» από τα πεζά που περιλαμβάνονται στις Δοκιμές του Σεφέρη. Διάλεξα το κείμενο αυτό επειδή υπήρχε στο Διαδίκτυο, αλλά είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό της γλωσσικής ποικιλίας του Σεφέρη.

Και θα κλείσω με ένα άλλο κείμενο από τις Δοκιμές του Σεφέρη, γραμμένο το 1946 όταν πέθανε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, μια τοποθέτηση του Σεφέρη που αποτελεί δριμύ κατηγορώ για τη γλωσσική πολιτική του ελληνικού κράτους τον καιρό που βασίλευε η καθαρεύουσα, που τόσο τη νοσταλγεί ο κ. Θεοδωρόπουλος, που τολμά να επικαλείται τον Σεφέρη για να στηρίξει τις συντηρητικότατες γλωσσικές του θέσεις:

ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Δεν είμαι ειδικός για να αναλύσω τεχνικά την εργασία του Αχιλλέα Τζάρτζανου. Αλλά πως εχάσαμε έναν από τους λίγους εκλεκτούς φιλολόγους που πρόσφεραν μια μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα τους, αυτό μπορώ να το βεβαιώσω.

Θα έλεγα ακόμη ότι ο Τζάρτζανος έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τη λογοτεχνική γενιά που ωρίμασε και άρχισε να γράφει στα χρόνια του μεσοπολέμου. Η επιστημονική του εργασία συγγενεύει, καθώς νομίζω, χαρακτηριστικά με τις γλωσσικές αναζητήσεις ορισμένων λογοτεχνών της γενιάς εκείνης.

Από την αρχή του γλωσσικού αγώνα ως τα χρόνια του μεσοπολέμου η καλλιέργεια της κοινής δημοτικής στρέφεται, κατά πρώτο λόγο, προς τη γραμματική και το τυπικό. Το πρώτο ζήτημα ήταν ποιες λέξεις θα γράφουμε και με ποια φθογγολογική μορφή θα παρουσιάζουμε αυτές τις λέξεις. Η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τόσο μεγάλη, που τα ζητήματα του μηχανισμού της ελληνικής φράσης (χρησιμοποιώ σκόπιμα έναν όρο γενικό) δε μοιάζουν να απασχολούν πάρα πολύ τους λογίους. Στην ηρωική περίοδο του δημοτικισμού (ως τα τελευταία χρόνια του Ψυχάρη περίπου) οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ελληνική έκφραση, μοιάζουν μαγνητισμένοι από το χρώμα και τη ζωηράδα της λαϊκής γλώσσας. Ήτανε φυσικό, αφού μόλις είχαν αφήσει τα άχρωμα δωμάτια της καθαρεύουσας. Σαν τον άρρωστο, που ύστερα από χρόνια βγαίνει για πρώτη φορά στο ύπαιθρο, έβλεπαν παντού τη γραφικότητα. Στα χρόνια του μεσοπολέμου αρχίζουν να γίνουνται αισθητές άλλες ανάγκες. Πολύ συνειδητά κάποτε, και κάποτε μισοσυνείδητα, παρουσιάζεται η ανάγκη της ακρίβειας. Σ’ αυτή την ανάγκη ήρθε νομίζω να ανταποκριθεί, με τον τρόπο του, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος. Μολονότι άλλης ηλικίας, ήταν, αισθάνομαι, ένας από τους δικούς μας ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο Συντακτικό της δημοτικής. Και συλλογίζομαι με αρκετή πίκρα πως αν δεν είχε την τύχη να γίνει φθισικός από υπερκόπωση και πως αν δε βρίσκονταν οι συγγενείς που τον έστειλαν να περάσει τις υποχρεωτικές διακοπές της θεραπείας του στην Ελβετία, ίσως να μην είχε πραγματοποιηθεί κι αυτή η ανεκτίμητη εργασία.

Έχω κάπου διαβάσει πως οι κάτοικοι, δε θυμούμαι ποιας χώρας, μισούν τόσο πολύ τη βλάστηση, που μόλις ξεμυτίσει το παραμικρό πράσινο φύλλο, τρέχουν αμέσως να το ξολοθρέψουν. Θυμούμαι πάντα αυτή την εικόνα όταν συλλογίζομαι τη σημερινή γλωσσική μας κατάσταση ή την αφοσίωση ανθρώπων σαν τον Αχιλλέα Τζάρτζανο. Γιατί όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ίσως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά· αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο· σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας.

Ποια είναι η γλώσσα ενός τόπου; Η ζωντανή γλώσσα που μιλά ο λαός, όπως τη διαμορφώνουν οι καλύτεροι συγγραφείς του. Από την εποχή του Αγίου Παύλου ως το Διονύσιο Σολωμό, ο ελληνικός λαός, μέσα από συνθήκες, που εύκολα θα καταντούσαν άγλωσσο οποιονδήποτε άλλο λαό, έσωσε τη γλώσσα του για να την παραδώσει στους μορφωμένους της απελευθερωμένης Ελλάδας. Μια γλώσσα ανόθευτη, που συνεχίζει πιστά και χωρίς διακοπές τη χιλιόχρονη ελληνική παράδοση, με πρωτοφανή ευλυγισία, με άπειρες δυνατότητες να αναπτυχθεί. Από το Σολωμό ως τις μέρες μας, τα καλύτερα πνεύματα που μπόρεσε ν’ αναδείξει η Ελλάδα, είναι μια πλειάδα συγγραφέων που μπορούν να αντιπαραβληθούν αδίσταχτα με τους καλύτερους ξένους της ίδιας εποχής. Κι’ όμως αυτή τη γλώσσα, σήμερα ακόμη, στα 1946, τη μαθαίνουμε όχι από διδασκαλία, αλλά μπορεί να πει κανείς από μύηση. Την έχουμε αφήσει χωρίς πυξίδα και χωρίς χάρτη. Ο νέος που θέλει να τη μάθει πρέπει να καταφύγει σε φιλολογικές έρευνες που μόνο ειδικοί θα έκαναν σε τόπους πολύ πιο προοδευτικούς από το δικό μας. Δεν έχει λεξικό· το λεξικό της Ακαδημίας βρίσκεται ακόμη στο Α –εννοώ: το στοιχείο Α. Τα πνευματικά μας ιδρύματα την καταφρονούν. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς –για να μην απαριθμεί ατέλειωτα θλιβερά δείγματα της νοοτροπίας μας– πως η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να αποκλείει μοιραία έναν επιστήμονα της ολκής και του ήθους του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας αφέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις καθημερινές εφημερίδες. Ύστερα από τόσα χρόνια ελεύθερης ζωής, και σε καιρούς που στις πολιτισμένες χώρες οι πνευματικοί διδάσκαλοι κοιτάζουν πώς να ανυψώσουν την παράδοσή τους, αυτό μονάχα βρήκε η παιδεία μας για να ανταμείψει το έθνος που έσωσε τη γλώσσα του Σολωμού και του Παλαμά μέσα από τα σκοτάδια αιώνων. Το αποτέλεσμα είναι το εσπεράντο. Ηχεί σαν τα ακόλουθα παραδείγματα που έτυχε να προσέξω αυτές τις μέρες. Στο δρόμο ένας μικροαστός λέει στο φίλο του: «Ολιγουδί να μη σε βρω». Μια υπηρεσιακή πινακίδα στην ακτή του Παλιού Φαλήρου (την αντιγράφω κατά λέξη) ειδοποιεί: «Όστις ευρεθή αναμιγνυόμενος με ιδιοκτησίαν επί της ακτής ταύτης θέλει διωχθεί αυστηρώς». Το «ολίγου δειν» μπόρεσα να το καταλάβω, αλλά το «αναμιγνυόμενος»;

Αυτή είναι η κατάστασή μας, και δε μας μένει καιρός. Χωρίς μια φούχτα ανθρώπους σαν τον Αχιλλέα Τζάρτζανο, θα μιλούσαμε και θα γράφαμε όλοι μας έτσι.

Αύγουστος 1946

Posted in Αιωνίως θνήσκουσα γλώσσα, Γλωσσικό ζήτημα, Γλωσσοδιορθωτές, Καθαρεύουσα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 227 Σχόλια »

Σύρος και Ερμούπολη (Μια συνεργασία του Νίκου Νικολάου)

Posted by sarant στο 13 Φεβρουαρίου, 2019

Πριν από είκοσι περίπου μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια πρώτη συνεργασία του φίλου γλωσσολόγου Νίκου Νικολάου. Δημοσιεύω σήμερα ένα δεύτερο δικό του άρθρο, τούτη τη φορά με αναφορά σε έναν τόπο, σε ένα νησί, τη Σύρο.

Η αρχική δημοσίευση του άρθρου βρίσκεται εδώ. Όπως θα δείτε, ο Νικολάου κάνει στην αρχή λόγο για τον ιστότοπο Quora.com, στον οποίο συνήθιζε να γράφει παλιότερα, δίνοντας απαντήσεις σε γλωσσικά θέματα.

Τον καιρό που ήμουνα στην Κβόρα, ο αξιόλογος θαμώνας εκεί Δημήτρης Αλμυράντης είχε θέσει το ερώτημα: «Τι θα ’πρεπε να γνωρίζουμε για τον πολιτισμό των Κυκλάδων γενικά, και της Σύρου συγκεκριμένα, που να μην το γνωρίζουμε ήδη;»

Για την Κβόρα, ισχύει αυτό που λέμε, «κάθε πέρσι και καλύτερα». (Γι’ αυτό και έχω ξεκόψει πια από κει πέρα.) Όταν έθεσε ο Αλμυράντης το ερώτημα, επιτρεπόταν να προστίθενται και σχόλια επεξηγηματικά για τα ερωτήματα. Και το σχόλιο που προσέθεσε ο Αλμυράντης ήταν: «που να μην το βρίσκουμε στην Ελληνική Βικιπαίδεια.»

Αυτό ζορίζει πολύ την απάντηση. Έξω και η παρουσία καθολικών στη Σύρο, έξω και η καταγωγή του Βαμβακάρη από κει ως φραγκοσυριανάκι, αλλά και το ότι το τραγούδι «Φραγκοσυριανή» είναι ένας κάπως ξέκρεμος κατάλογος αξιοθεάτων του νησιού.

Έξω και το ότι η μεγαλύτερη πόλη του νησιού, η Ερμούπολη, είναι ορθόδοξη σε αντίθεση με την καθολική Άνω Σύρο, γιατί ιδρύθηκε από πρόσφυγες από την υπόλοιπη Ελλάδα τα χρόνια της Επανάστασης, επειδή ακριβώς η Σύρος ως καθολικιά ήταν υπό την προστασία των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Συνεργασίες, νησιά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 202 Σχόλια »

Γιατί λέμε «εφημερίδα» και όχι «επημερίδα»;

Posted by sarant στο 9 Αυγούστου, 2018

Το ερώτημα τέθηκε πριν από μερικές μέρες στη γλωσσική ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ. Εφόσον, λέει, έχουν καταργηθεί τα πνεύματα, ποια απάντηση πρέπει να δοθεί σε έναν μαθητή που θα ρωτήσει «Γιατί λέμε «εφημερίδα» και όχι «επημερίδα»;»

Το ίδιο ερώτημα έχει κατά καιρούς τεθεί και από άλλους -ένας γνωστός συγγραφέας, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, είχε διερωτηθεί:

«Πώς θα διδάξω στο παιδί μου να λέει «καθόλου» αντί «κατόλου», αν δεν μπορώ να του εξηγήσω την τροπή του τ σε θ λόγω της δασείας;». Το ίδιο επιχείρημα έχουν φέρει και άλλοι, που αναρωτήθηκαν αν τώρα θα πρέπει να λέμε κάτοδος και μέτοδος, αφού η οδός έπαψε να δασύνεται.

Το επιχείρημα του γνωστού λογοτέχνη είναι έωλο. Το παιδί μαθαίνει τη λέξη «καθόλου» πολύ πριν μάθει να γράφει και να διαβάζει και βέβαια δεν την ετυμολογεί, διότι, εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη σχέση ανάμεσα στο «όλος» και στο «καθόλου» που δηλώνει την απόλυτη άρνηση ή την απόλυτη έλλειψη, που αυτή είναι η πρώτη έννοια που θα μάθει το μικρό παιδί, πχ. δεν περίσσεψε καθόλου τυρί, δεν περάσαμε καθόλου καλά. (Μάλιστα, επειδή η λέξη άλλαξε σημασία, κι εμάς μάς δυσκολεύει όταν βρούμε σε καθαρευουσιάνικα κείμενα να διατηρείται η αρχική σημασία της, που είναι «εν γένει, συνολικά», και είναι αντίθετη από την τρέχουσα, π.χ. «διεφώνησε με τον καθόλου χειρισμό του θέματος από την κυβέρνηση»).

Αλλά παρασύρθηκα με το καθόλου. Το θέμα είναι ότι το παιδί θα μάθει τη λέξη ως ενιαία και καθόλου δεν θα δυσκολευτεί να τη χρησιμοποιήσει, όπως και τη λέξη «εφημερίδα», τουλάχιστον όσο συνεχίσουν να εκδίδονται και να κυκλοφορούν. Όταν το παιδί μαθαίνει την εφημερίδα, δεν του είναι σαφές ότι η λέξη ετυμολογείται από την ημέρα. Όταν του γίνει σαφές, και θέσει την ερώτηση γιατί λέμε «εφημερίδα» και όχι «επημερίδα», η απάντηση είναι σαφής:

Λέμε εφημερίδα επειδή παλιότερα η λέξη «ημέρα» έπαιρνε δασεία και προφερόταν διαφορετικά. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι «παλιότερα».

Κατά πάσα πιθανότητα, η συζήτηση αυτή θα γίνει όταν ο μαθητής έχει μάθει για τα πνεύματα, που τα μαθαίνει στην πρώτη Γυμνασίου και θα συνεχίσει να τα μαθαίνει στην ίδια τάξη ακόμη κι αν (μακάρι!) καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο.

Αλλά ακόμα κι αν ο μαθητής είχε διδαχτεί τα πνεύματα εξ απαλών ονύχων, από την πρώτη δημοτικού δηλαδή, και πάλι θα μάθαινε την εφημερίδα ως ενιαία λέξη χωρίς να τη συνδέει με την ημέρα, και το φαινόμενο της δάσυνσης των συνθέτων θα το μάθαινε πολύ αργότερα, στο γυμνάσιο, διότι τότε είναι παιδαγωγικά αποδοτικό να διδαχτούν σύνθετες έννοιες της ετυμολογίας.

Αυτό δεν το λέω απλώς υποθετικά, αλλά ομιλώ εκ πείρας. Διδάχτηκα πολυτονικό σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και μπορώ να βεβαιώσω ότι η μαθησιακή σειρά ήταν και τότε η ίδια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Ετυμολογικά, Μονοτονικό, Νεολογισμοί | Με ετικέτα: , , | 212 Σχόλια »

Το ελληνικό λεξιλόγιο από τον Όμηρο μέχρι σήμερα (άρθρο του Γ. Παπαναστασίου)

Posted by sarant στο 23 Μαΐου, 2018

Στη Θεσσαλονίκη όπου είχα πάει τις προάλλες, ειχα τη χαρά να κάνω τη γνωριμια του καθηγητή Γιώργου Παπαναστασίου, Αναπληρωτή Καθηγητή Ιστορικής Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ. και Διευθυντή του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη). Χάρηκα όταν μου είπε ότι μας διαβάζει και ακομα περισσότερο χάρηκα όταν, μερικές μέρες αργότερα, μου έστειλε δυο άρθρα που έχουν θεμα που ενδιαφέρει πολύ το ιστολόγιο: τον γλωσσικό δανεισμό και τη συγκρότηση του λεξιλογιου της ελληνικής. Δημοσιευω σήμερα το πρώτο από αυτά και στο κοντινο μέλλον θα δημοσιεύσω και το άλλο, που εξετάζει «την άλλη όψη του νομίσματος» δηλαδή τα ελληνικά δάνεια σε ξένες γλώσσες. Και τα δυο άρθρα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ελιμειακά» του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης.

Προειδοποιώ πως το άρθρο είναι μεγάλο, αλλά δεν θα βόλευε τη συζήτηση να το κόψω σε δύο μέρη. Νομίζω άλλωστε πως αξίζει ο κόπος που θα κάνετε να το διαβάσετε. Κάποιες παράγραφοι του άρθρου θα μπορούσαν να δώσουν έναυσμα για χωριστά άρθρα του ιστολογίου -κάτι που μπορεί να γινει στο μέλλον.

«ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ»

Γιώργος Κ. Παπαναστασίου

A΄. Προϊστορική, πρωτοϊστορική και αρχαϊκή εποχή. Είναι η περίοδος που ξεκινάει από την ινδοευρωπαϊκή προϊστορία και φτάνει ως τον 6ο αιώνα, συμπεριλαμβάνοντας τον Όμηρο, το πρώτο εκτενές αρχαιοελληνικό κείμενο, που ανάγεται στον 8ο αιώνα π.Χ. και μας παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του πρώιμου ελληνικού λεξιλογίου. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Όμηρος δεν είναι το αρχαιότερο ελληνικό κείμενο. Παλαιότερα κατά αρκετούς αιώνες, αφού χρονολογούνται περίπου από το 1500 έως το 1200 π.Χ., είναι μικρά, επιγραφικά κείμενα που βρέθηκαν γραμμένα σε πήλινες πινακίδες στα ανάκτορα της Πύλου, της Κνωσού, των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Θήβας και άλλων πόλεων της μυκηναϊκής εποχής. Η μικρή έκταση, όμως, των κειμένων αυτών και η φύση τους, καθώς είναι σε μεγάλο βαθμό καταγραφές λογιστικού τύπου, δεν μας παρέχουν τη λεξιλογική ποικιλία που βρίσκουμε αργότερα στα ομηρικά έπη.) Ένα τμήμα του αρχαϊκού λεξιλογίου είναι κληρονομημένο από μια προϊστορική γλώσσα, που την ονομάζουμε ινδοευρωπαϊκή, από την οποία προέρχονται η ελληνική, η λατινική, η ινδική, η περσική, η αρμενική, οι σλαβικές γλώσσες, αλλά και η αγγλική, η γερμανική, η ολλανδική. Εδώ ανήκουν λέξεις όπως πατήρ, μήτηρ, φράτηρ ‘αδελφός’, θυγάτηρ, υἱός, ἀνήρ ‘άντρας’, γυνή ‘γυναίκα’, οἶκος, δόμος ‘σπίτι’, πόλις, θύρα, ἔδομαι ‘τρώω’, πίνω, ἅλς ‘αλάτι’, μέλι, ἀγρός, βοῦς ‘βόδι’, αἴξ ‘κατσίκα’, ὄϊς ‘πρόβατο’, ὗς ‘γουρούνι’, ἵππος, δρῦς ‘βαλανιδιά’, φύομαι ‘φυτρώνω’, ἀρόω ‘οργώνω’, σπείρω ‘σπέρνω’, ἀμέλγω ‘αρμέγω’, ὑφαίνω κτλ.

Ακόμη και μικρές φράσεις, όπως κλέος ἄφθιτον ‘αθάνατη δόξα’, δωτῆρες ἐάων ‘δωρητές αγαθών’, οι οποίες μαρτυρούνται στον Όμηρο, υπήρχαν ήδη στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. (Ίσως είναι χρήσιμη μια μικρή παρένθεση για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, αυτή τη μητέρα-γλώσσα από την οποία προέρχονται τα ελληνικά, τα λατινικά και οι λατινογενείς γλώσσες [ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά κτλ.], τα ινδικά, αλλά και τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ολλανδικά κτλ. Ας δούμε αυτές τις ομοιότητες: αρχαίο ελληνικό πατήρ, λατινικό pater [> γαλλικό père, ιταλικό padre], ινδικό pitar-, αγγλικό father, γερμανικό Vater· αρχαίο ελληνικό μήτηρ, λατινικό mater [> γαλλικό mère, ιταλικό madre], ινδικό matar-, αγγλικό mather, γερμανικό Mutter· αρχαίο ελληνικό δύο, λατινικό duo [> γαλλικό deux, ιταλικό duo], ινδικό dva-, αγγλικό two, γερμανικό zwei· αρχαίο ελληνικό τρεῖς, λατινικό tres [> γαλλικό trois, ιταλικό tre], ινδικό trayas, αγγλικό three, γερμανικό drei· αρχαίο ελληνικό ἕξ, λατινικό sex [> γαλλικό six, ιταλικό sei], ινδικό saks-, αγγλικό six, γερμανικό sechs, κτλ. Αυτές οι λέξεις μοιάζουν η μία με την άλλη, επειδή έχουν κοινή προέλευση. Καθεμιά τους προέρχεται από την ίδια λέξη αυτής της παλαιάς γλώσσας που την έχουμε ονομάσει πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, συγκεκριμένα από τις μορφές *ph1ter, *mater, *duo, *treies, *sex. Θα μείνουμε απλώς στη διαπίστωση των ομοιοτήτων ανάμεσα στις λέξεις αυτών των γλωσσών και στην κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή τους, γιατί κάθε απόπειρα να αναλύσουμε περισσότερο αυτή την κατάσταση απλώς θα μας έβγαζε από τον στόχο αυτού του κειμένου.)

Εκτός όμως από τις κληρονομημένες λέξεις ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, τόσο στον Όμηρο όσο και στα παλαιότερα κείμενα των μυκηναϊκών πινακίδων, υπάρχουν δάνεια από άλλες γλώσσες. Λέξεις όπως χρυσός, λαβύρινθος, σέλινον, σῖτος ‘σιτάρι’, σήσαμον ‘σουσάμι’, κέρασος ‘κεράσι’ κτλ. ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, των πολύ πρώιμων δανείων. Είναι δηλαδή λέξεις που η αρχαία ελληνική δεν τις κληρονόμησε από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, αλλά τις γνώρισε από άλλες γλώσσες με τις οποίες ήρθε σε επαφή και τις ενσωμάτωσε στο ελληνικό λεξιλόγιο. Την προέλευση ορισμένων από αυτές την αναγνωρίζουμε με μεγαλύτερη ή μικρότερη βεβαιότητα, π.χ. οι μυκηναϊκές και στη συνέχεια ομηρικές λέξεις χρυσός και χιτών γνωρίζουμε ότι είναι σημιτικής προέλευσης, προέρχονται δηλαδή από κάποια σημιτική γλώσσα (σημιτικές γλώσσες είναι μεταξύ άλλων η αρχαία αιγυπτιακή, η εβραϊκή, η φοινικική, αλλά και η σύγχρονη αραβική), αν και δεν έχουμε προσδιορίσει ποια ακριβώς είναι η πηγή τους. Αντίθετα, τα περισσότερα γράμματα του αλφαβήτου, π.χ. ἄλφα, βῆτα, γάμμα, γνωρίζουμε ότι έχουν φοινικική προέλευση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Γλωσσικά δάνεια, Καθαρεύουσα | Με ετικέτα: , , | 194 Σχόλια »

Όταν η χούντα γλωσσολογούσε

Posted by sarant στο 20 Απριλίου, 2018

Συμπληρώνονται αύριο 51 χρόνια από την κήρυξη της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, οπότε σκέφτομαι να αναδημοσιεύσω ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει πριν από 9 χρόνια, σε σχέση με το διαβόητο βιβλίο «Εθνική Γλώσσα», που αποτέλεσε ένα γλωσσικό μανιφέστο του καθεστώτος. Σε αυτή τη δεύτερη δημοσίευση έχω αναδιατάξει το υλικό και έχω αλλάξει κάποια πράγματα.

Το βιβλίο «Εθνική Γλώσσα» κυκλοφόρησε αρχικά το 1972 ως έκδοση του «Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων» σε μεγαλο τιράζ. Διανεμήθηκε ευρέως από τους μηχανισμούς του κράτους και στις αρχές του 1973 πραγματοποιήθηκε «Δευτέρα έκδοσις, επηυξημένη και βελτιωμένη» με το εξώφυλλο που βλέπετε αριστερά (παρόμοιο πρέπει να ήταν και το εξώφυλλο της πρωτης έκδοσης).

Η δεύτερη έκδοση είναι πράγματι επαυξημένη, με αρκετές επιπλέον σελίδες και υποσημειώσεις, ενώ μια από τις υποσημειώσεις που προστέθηκαν επιτρεπει χρονολόγηση αφού αναφέρεται σε γεγονός που εγινε στις 22.11.1972.

Φαίνεται ότι οι εμπνευστές του εγχειρήματος εμειναν ευχαριστημένοι, διότι μέσα στο 1973 προχώρησαν σε τρίτη έκδοση και μάλιστα όχι πλέον «στρατιωτική».

Το βιβλίο τώρα κυκλοφόρησε βεβαίως υπό την αιγίδα και με την ενίσχυση του αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά εκδότης ήταν η «Εταιρεία των Φίλων του Λαού».

Η εταιρεία αυτή, που ιδρύθηκε το 1865 (!), απέκτησε χάρη στη χούντα τα ιδιόκτητα γραφεία που και σήμερα διατηρεί στην οδό Ευριπίδου 12. Οι ιδρυτές της εταιρείας είχαν θεωρήσει «συμπλήρωμα και κορωνίδα του όλου έργου της Εταιρείας» την έκδοση βιβλίων, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν 108 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιήσει η εταιρεία την πρώτη της έκδοση, κι αυτή έμελλε να είναι, με χουντική επιχορήγηση, η «Εθνική Γλώσσα». Ωραία κορωνίδα, δεν βρίσκετε; Άργησαν αλλά το πέτυχαν.

Η τρίτη έκδοση εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1973. Πέρα από το σύντομο πρόλογο εκ μέρους της Εταιρείας των Φίλων του Λαού, δεν έχει πολλά νέα στοιχεία σε σύγκριση με τη δεύτερη, μόνο υποσημειώσεις -που μία από αυτές σχολιάζει χρονογράφημα της 18.1.1973. Και η τρίτη εκδοση μοιράστηκε πλατιά -δωρεάν βέβαια.

Συγγραφέας του βιβλίου δεν δηλώνεται, υπάρχει μονο η αναφορά σε «Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων». Ωστόσο, τον καιρό εκείνο ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η φήμη ότι το βιβλίο το έχει γράψει ο Οδυσσέας Αγγελής, ένας από τους πρωτεργάτες της χούντας, «αρχηγός» του στρατεύματος και αργοτερα «αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας», που αυτοκτόνησε στο κελί του στον Κορυδαλλό το 1987 σε ηλικία 75 ετών. Όπως μάλιστα δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα μετά τη χούντα, οι άλλοι χουντικοί, που θεωρούσαν ψώνιο τον Αγγελή, έλεγαν μεταξύ τους: «Το διάβασες το βιβλίο του ακαδημαϊκού;» (αυτό το παρατσούκλι του είχαν βγάλει).

Στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας, το 1975, ο μάρτυρας κατηγορίας Ευάγγελος Παπανούτσος αναφέρθηκε στο βιβλίο αυτό, θεωρώντας το αντεθνικό για όσα λέει κατά της γλώσσας του λαού. Σε ερώτηση του προέδρου, πρόσθεσε ότι «είναι απρόσωπον το βιβλίον». «Ξέρω ότι είναι απρόσωπον», απαντάει ο πρόεδρος Ιω. Ντεγιάννης, «αλλά υπάρχει ένας κάποιος θρύλος, ο οποίος…», οπότε ο Παπανούτσος απαντάει ότι «υπεστηρίχθη ότι ο ίδιος ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων τότε, ο Στρατηγός Αγγελής [ήταν] ο συγγραφεύς, δεν ξέρω σε συνεργασίαν με ποίους άλλους λογίους του». Σε μεταγενέστερο άρθρο του, ο Εμμανουήλ Κριαράς,  αναφέρθηκε στο ανόητο τεύχος «Εθνική γλώσσα» που δημοσίευσαν το 1973 ορισμένα «πνευματικά» ενεργούμενα των συνταγματαρχών.

Στο βιβλίο του «Γλώσσα και εθνικη ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976» ο Πίτερ Μάκριτζ σχολιάζει το βιβλίο. Απορρίπτει την εικασία οτι το έγραψε ο Αγγελής και επισημαινει (σελ. 392, υποσημ. 1061) ότι «ενας από τους συμβούλους της εταιρείας ήταν ο Γεώργιος Κουρμούλης (1907-77), καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1949 μέχρι το 1977 και πρώην υπουργός Παιδείας, ο οποίος, αν όχι ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου, ήταν αναμφίβολα ένας από τους εμπνευστές του». Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί προφορικά αλλά και γραπτά (π.χ. Στ. Κασιμάτης, Καθημερινη, 24.7.2009) υπαινιγμοί ότι συγγραφέας του βιβλίου ήταν ο Γ. Μπαμπινιώτης, που τότε ήταν βοηθός στην έδρα του Γ. Κουρμούλη.

Θα παρουσιάσω σύντομα το βιβλίο και στο τέλος θα αναφέρω μια δική μου εικασία για τον συγγραφέα του.

Ο άγνωστος χουντικός συγγραφέας στην αρχή ορίζει τι είναι λαός: «επί του γλωσσικού πεδίου, όταν λέγωμεν λαός, δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν, αλλά μόνον τους αγραμμάτους». (Η έμφαση του συγγραφέα. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από πνεύματα, περισπωμένη και υπογεγραμμένη). Στη συνέχεια, αποφαίνεται ότι στην Ελλάδα του 1973 υπάρχουν εν χρήσει τρεις γλώσσες: η λαϊκή, η λογία (καθαρεύουσα) και η δημοτική, η οποία έχει ως πυρήνα της τα ιδιώματα της Πελοποννήσου και τείνει να καταστεί σχεδόν μητρική γλώσσα των μεγάλων αστικών κέντρων. Επομένως, λέει, δεν έχουν δίκιο οι δημοτικιστές όταν ζητούν να διδάσκεται το παιδί στο σχολείο τη γλώσσα που μαθαίνει από τη μάνα του, αφενός «διότι καμμία μάννα δεν λέγει, φέρ’ ειπείν, ‘της κυβέρνησης’» (η δική μου η μάνα πάντως έτσι έλεγε το 1973) και αφετέρου διότι «το παιδί του λαού της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας μαθαίνει από την μητέρα του να λέγη: Ψόφσι του μσκαρ. Του σκλι τ’ Γιώρ’ τ’ κφου πήδσι του φραχτ κι δάκους του γρουν τς θειας τς Λιενς. Πιρίμινι ναρθ η πατέρας ναν του που να σι δειρ. Τς έεις τς ασς; Πραζ π’ τράου; κλπ.»

Τη γλωσσική εξέλιξη ο χουντικός γλωσσολόγος τη θεωρεί τυχαία και ανώμαλη, αποτέλεσμα αγραμματοσύνης. Αρνείται ότι υπάρχουν νόμοι της γλωσσολογίας, π.χ. ότι «όταν εις την αυτήν λέξην υπάρχουν δύο ρ γίνεται ανομοίωσις», π.χ. άροτρο > αλέτρι, πρώρα > πλώρη. Τότε, λέει, γιατί το κριάρι δεν έπαθε ανομοίωση, ή το τριάρι ή το κριθάρι; Δεν πρόκειται για νόμο, πρόκειται για παραποίηση, αυτό δεν είναι εξέλιξις είναι διαφθορά.

Μιμούμενος τον Μπέρναρντ Σω που για να ειρωνευτεί την προφορά της αγγλικής είχε γράψει ότι η λέξη fish θα μπορούσε κάλλιστα να γράφεται ghoti (το γιατί το βλέπετε εδώ, αν και βλέπω ότι κακώς αποδίδεται στον Μπ. Σω), λέει ότι «βάσει των νόμων της γλωσσολογίας» η λέξη αγελάδα προέρχεται από τη λέξη κόρη ως εξής: κόρη > γόρη (κατά το κωβιός > γωβιός), γόρη > αγόρη (κατά το α-μασκάλη), αγόρη > αγέρη (κατά το αποθνήσκω > πεθαίνω), αγέρη > αγέλη (κατά το πρώρα > πλώρη) και αγέλη > αγελάδα (κατά το ζάλη > ζαλάδα), όπερ έδει δείξαι (σελ. 26 της 3ης έκδοσης).

Και όλο το βιβλίο συνεχίζεται έτσι, με απύθμενη περιφρόνηση για τον «αγράμματο» λαό, με κλεφτοπόλεμο στις θέσεις των δημοτικιστών και με εξυπνάδες. Ποίος όμως ημπορεί να κάμη την διάκρισιν αυτήν; Ο λαός, βεβαίως, δεν είναι εις θέσιν, λέει σε ένα σημείο. Και αλλού: Πάντως το μεγαλόπρεπος αποκλείεται να το έπλασεν ο λαός, διότι δεν γνωρίζει τι σημαίνει. (σελ. 100). Ή χαρακτηρίζει παιδαριώδεις τους στίχους πολλών δημοτικών τραγουδιών (σελ. 143) επισημαινοντας όμως ότι δεν τολμά κανείς να επικρίνει διότι θα κατηγορηθεί ότι «βρίζει το λαό».

Ένα ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου ειναι εκεί όπου ο συγγραφέας αποδελτιώνει 100 αρκετά έως πολύ σπάνιες και κυρίως ιδιωματικές λέξεις από το Ετυμολογικό λεξικό του Ανδριώτη, τις οποίες λέει ότι έβαλε για άσκηση σε 120 νέους, αποφοίτους γυμνασίου τουλάχιστον, οι περισσότεροι από τους οποίους τις αγνοούσαν σχεδόν όλες,  και από αυτό συμπεραίνει ότι «η λαϊκή γλώσσα δεν ειναι κατανοητή από τον λαό». Το πρωτο μισό του καταλόγου το βλέπετε εδώ και ίσως αξιζει σχολιασμό σε χωριστό άρθρο. Πολλές από αυτές τις λεξεις τις έχω σχολιάσει στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται».

Πάντως ο χουντικός συγγραφέας αποδεικνύεται πιο προσγειωμένος από κάποιους σημερινούς που μιλάνε για 5 ή 100 εκατομμύρια λέξεις της αρχαίας ελληνικής, διότι λέει: «Όταν μία γλώσσα, η οποία είχε περισσοτέρας των 100 χιλιάδων λέξεις, και εις την οποίαν διετυπώθησαν τα υψηλότερα νοήματα του ανθρώπου, καταντά εις μίαν γλώσσαν 2-3 χιλιάδων λέξεων, με τας οποίας δεν ημπορείτε να εκφράσετε παρά μόνον ‘συγκεκριμένας εννοίας’ του καθημερινού πρακτικού βίου, αυτό δεν είναι εξέλιξις, υπό την ποιοτικήν σημασίαν του όρου».

Και ο συγγραφέας τελειώνει απαριθμώντας τις αιτίες του «αγώνος κατά της εθνικής γλώσσης», που είναι: οι ακρότητες του λογιωτατισμού, η μίμησις των δημοτικών τραγουδιών, η εκμετάλλευσις του κινήματος από τους κομμουνιστάς, η αγλωσσία και η αγραμματωσύνη, η μανία της λεξιθηρίας και της γλωσσοπλαστίας, η ξενομανία και το πνεύμα επαναστάσεως κατά του κατεστημένου.

Και καταλήγει: Απαραίτητος όμως προϋπόθεσις διά την πραγματοποίησιν οιασδήποτε των ανωτέρω ελπίδων, είναι ότι η γλώσσα των δημοτικιστών δεν θα εισαχθή εις την παιδείαν, αλλά θα εξακολουθήση να διδάσκεται εκεί μία γλώσσα την οποίαν, οι μεγαλοφυέστεροι άνδρες της αισθητικής του λόγου, ανήγαγον εις βαθμόν τελειότητος και η οποία εξακολουθεί ν’ αποτελή την ακένωτον πηγήν από την οποίαν η παγκόσμιος επιστήμη αντλεί τας λέξεις διά την απόδοσιν των εννοιών της. (Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου, χωρίς καμιά αλλαγή από μέρους μου).

Όταν διαβάζω την «Εθνική Γλώσσα», μου δημιουργείται η εντύπωση ότι το έχουν γράψει δύο ή περισσότεροι άνθρωποι. Αλλού είναι εμφανές το χοντροκομμένο στρατιωτικό ύφος, αλλού υπάρχουν επιχειρήματα λογικά. Σε μερικά σημεία ο συγγραφέας δείχνει αβυσσαλέα αμάθεια, π.χ. όταν στη σελ. 72 μέμφεται τη γραμματική Τριανταφυλλίδη γιατί περιλαμβάνει κάπου τον τύπο «χαλασοχώρης», λέγοντας ότι έτσι θα μπορούσε κανείς χάριν αστεϊσμού να πλάσει χιλιάδες λέξεις όπως χαλασοσπίτης, χαλασοπαρέας, χαλασοσυντροφιάς, χαλασογλέντης, χαλασοτραπέζης, χαλασογειτονιάς, προφανώς αγνοώντας ότι τους Χαλασοχώρηδες τους έχει απαθανατίσει ο άγιος Παπαδιαμάντης. Οι μύδροι του κατά της μοντέρνας τέχνης (έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής αντάξια του σπηλαιανθρώπου, γράφει) δείχνουν καραβανάδικη στενοκεφαλιά.

Αλλού όμως παρουσιάζεται ενημερωμένος για τα βασικά κείμενα των δημοτικιστών (Ψυχάρης, Ροΐδης) και κερδίζει κάποιους πόντους με εύστοχες επισημάνσεις για ασυνέπειες και κενά της γραμματικής Τριανταφυλλίδη (που βέβαια εντοπίζονται σε προβληματικές περιοχές όπως ο μέσος παρατατικός των ρημάτων όπως το αποτελούμαι), ή δείχνει εξοικειωμένος με την ορολογία της γλωσσολογίας (π.χ. μιλάει για «τέρματα»), αλλά και με την εσωτερική ζωή της φιλοσοφικής Αθηνών.

Λογουχάρη, στις σελίδες 76-77 επικρίνει «σημερινή (22.11.72)» ανακοίνωση φοιτητριών υποψηφίων για το ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών Φιλοσοφικής Αθηνών, επειδή χρησιμοποίησαν τον τύπο «πληρώνεται η προϋπόθεση». Όχι μόνο έχει δίκιο σε όσα γράφει επί του γλωσσικού (δηλ. ότι το οργανούται μπορεί να αντικατασταθεί από το οργανώνεται, όχι όμως το πληρούται από το πληρώνεται διότι αυτό έχει άλλη σημασία στη γλώσσα του λαού), αλλά και το όλο στιλ μου φαίνεται δύσκολο να μην έχει γραφτεί από άνθρωπο που ζει μέσα στο πανεπιστήμιο. Επειδή είναι πολύ μεγάλο παραθέτω μόνο το τέλος: Και ο μεν λαός πιθανόν ν’ αγανακτήση διά τον δύστροπον εργοδότην ο οποίος κατακρατεί τους μισθούς της «προϋπόθεσης» και δεν την πληρώνει, αλλ’ οι γραμματισμένοι γονείς θ’ αγανακτήσουν διά τας αυριανάς καθηγητρίας εις τας οποίας θα παραδώσουν τα τέκνα των διά να μάθουν γράμματα. Διότι, όπως φαίνεται από την ανακοίνωσίν των, «δεν πληρώνουν τα προσόντα».

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν αποκλείεται κάποιος στρατιωτικός με φιλολογική έφεση να έχει στη βιβλιοθήκη του τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, δύσκολα θα πιστεύαμε ότι αποδελτιώνει και τις ομιλίες των δημοτικιστών καθηγητών πανεπιστημίου, όπως κάνει ο συγγραφέας του βιβλίου (και παραθέτει αποσπάσματα των οποίων στη συνέχεια καταδεικνύει τις υποτιθέμενες αδυναμίες ή τις όποιες αντιφάσεις).

Οπότε, το συμπέρασμά μου είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα το έργο έχει γραφτεί από περισσότερους του ενός συγγραφείς, ένας από τους οποίους πρέπει να ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εναλλακτικά, ότι το έγραψε ένας συγγραφέας (της Φιλοσοφικής) και μετά το πήρε ένας φιλολογών καραβανάς και πρόσθεσε τα δικά του (τα σημεία εξαιρετικής βλακείας και φτηνού χιούμορ, που ξεχωρίζουν). Οι υποσημειώσεις πάντως, όσες προστέθηκαν στη δεύτερη και την τρίτη έκδοση, πρέπει να είναι του πανεπιστημιακού.

Σήμερα, το γλωσσικό ζήτημα, έτσι όπως το έθετε το χουντικό βιβλιαράκι, εχει λυθεί. Μπορεί να έχουμε οξείες αντιπαραθέσεις περί το γλωσσικό (αν και σε καμιά περίπτωση δεν φτάνουν την οξύτητα των συγκρούσεων του 20ού αιώνα) όμως και οι δυο πλευρές χρησιμοποιούν στην αντιπαράθεσή τους την ίδια γλωσσική μορφή, την κοινή νεοελληνική, που ειναι ουσιαστικά η δημοτική του Τριανταφυλλίδη που τόσο λοιδόρησε ο ανώνυμος χουντικός συγγραφέας (ή οι ανωνυμοι….). Σε αυτή την επικράτηση της δημοτικής συνέβαλε ουσιαστικά αν και άθελά της και η χούντα, η οποία με τη γλωσσική πολιτική της και με την ταύτιση του δημόσιου λόγου της με την πιο κωμική καθαρεύουσα, έδωσε τη χαριστική βολή σε αυτό τον γλωσσικό τύπο. Να αναγνωρίσουμε τάχα ενα μικρό μερίδιο και στον χουντικό συγγραφέα της Εθνικής Γλώσσας;

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Δικτατορία 1967-74, Επαναλήψεις, Πρόσφατη ιστορία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , | 137 Σχόλια »

Η κόρη του περιβολάρου έπεσε εις τας λάσπας

Posted by sarant στο 28 Φεβρουαρίου, 2018

Επειδή έχει πέσει πολλή δουλειά, αλλά κι επειδή δεν το έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο, αναδημοσιεύω σήμερα ένα άρθρο που είχα ανεβάσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά πολλά χρόνια, που είναι στην πραγματικότητα ένα απόσπασμα από το κλασικό έργο Γλώσσα και ζωή του πρωτοπόρου δημοτικιστή (και μαθηματικού) Ελισαίου Γιανίδη (1865 -1942).

Να πούμε δυο λόγια για τον συγγραφέα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Σταμάτης Σταματιάδης. Γεννήθηκε στο Νιχώρι του Βοσπόρου το 1865, σπούδασε γεωπονία, χημεία και μαθηματικά (όπου έκανε και διδακτορικό), εργάστηκε στην εκπαίδευση (απολύθηκε από το Βαρβάκειο επειδή έλεγε στα παιδιά να μην κλίνουν «η Κίνα της Κίνης»), και είχε σημαντικό έργο σε δυο τομείς που δεν τους είχε σπουδάσει, τη γλώσσα και τη βυζαντινή μουσική. Το βιβλίο του «Γλώσσα και ζωή» (1908 και 2η έκδοση 1915) γαλούχησε γενεές δημοτικιστών και αξίζει να διαβαστει και σήμερα, έστω κι αν το σημερινό γλωσσικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό μετά την οριστική επικράτηση της δημοτικής. Ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί να χαρεί τον λόγο ενός μάστορα και τα επιχειρήματα ενός καθαρού μυαλού και να πάρει μια ιδέα της γλωσσικής πολεμικής στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Όπως θα δείτε, ο Γιανίδης στο απόσπασμα αυτό κάνει ένα πείραμα: παίρνει λέξεις λόγιες και τις προσαρμόζει στο τυπικό της δημοτικής, κι αυτό γίνεται σχεδόν ή τελείως αβίαστα, κι έπειτα παίρνει λέξεις λαϊκές και επιχειρεί να τις προσαρμόσει στο τυπικό της καθαρεύουσας οπότε το αποτέλεσμα είναι κωμικό, όπως στον τίτλο μας όπου η καθαρευουσιάνικη γενική των αρσενικών (του μαθητού, του εφέτου) εφαρμόζεται σε μια καθαρά λαϊκή λέξη.

Να σημειωθεί ότι αυτό το πείραμα ήταν πολύ πιο επίκαιρο πριν από 100 χρόνια, τότε που έγινε δηλαδή, όταν η καθαρεύουσα ήταν η μορφή γλώσσας που κυριαρχούσε στην εκπαίδευση και στις εφημερίδες. Σήμερα, μόνο σε δυο-τρεις περιπτώσεις ακούγονται ακόμη οι καθαρευουσιάνικοι τύποι, και μία από αυτές είναι τα γυναικεία κύρια ονόματα σε -ώ, όπου η ξιπασιά έφερε αναβίωση του αρχαίου τυπικού σε τύπους όπως «της Κλειούς» και μάλιστα επέκτασή του και σε λαϊκά ονόματα, αφού έστω και μειοψηφικά ακούγονται τύποι όπως «της Αργυρούς», που ήταν αδιανόητοι παλιότερα.

Η γλώσσα του Γιανίδη είναι θαρρώ ίδια με τη σημερινή δημοτική, με μια εξαίρεση -οι παλιοί δημοτικιστές δεν δικαιώθηκαν στον πληθυντικό των παλιών τριτοκλίτων, όπου ο τύπος π.χ. «οι λέξες», που τον χρησιμοποιεί εδώ ο Γιανίδης και που τον χρησιμοποιούσε και ο Σολωμός -είναι λαϊκός τύπος, όχι κατασκευασμένος, εννοώ- όχι μόνο δεν επικράτησε αλλά έχει πια περιπέσει σε απόλυτη αχρηστία.

Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο.

Γλώσσα και ζωή (απόσπασμα) 

Εξετάσαμε ποιες σφαλερές αρχές πρωτοστατήσανε στο σχηματισμό του λεξικού. Όμοιο σύστημα ιδεών ακολούθησε η γραφτή μας γλώσσα και στο τυπικό. Εδώ η θεμελιακή πλάνη είναι, πως οι τύποι της φυσικής γλώσσας είναι λαθεμένοι και πως αυτό το έφερε η σκλαβιά και η αμάθεια: ο λαός δεν είχε σκολεία για να μαθαίνει τους ορθούς τύπους, γι’ αυτό τους εστρέβλωσε.

[…]

Η αλλαγή του τυπικού είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που το φέρνουν λόγοι ψυχολογικοί, φωνητικοί, ακουστικοί. Σε καμιά γλώσσα δεν έλειψε. Το βλέπουμε και στην αρχαία ελληνική, όταν την πάρουμε σε δυο διάφορες εποχές. Κι εκείνοι που μελέτησαν την αρχαία και τη νέα ελληνική, με το φακό της επιστήμης και όχι του πατριωτισμού, οι γλωσσολόγοι δηλαδή, με μια γνώμη όλοι (και οι οπαδοί της καθαρεύουσας μαζί), μάς λένε πως διαφθορά δεν υπάρχει, και πως η μεταβολή του τυπικού που γέννησε τη σημερινή γλώσσα δεν είναι άλλο παρά συνέχεια των μεταβολών που παρατηρούμε στην ίδια την αρχαία από μιαν εποχή σ’ άλλη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναδημοσιεύσεις, Γλωσσικό ζήτημα, Καθαρεύουσα | Με ετικέτα: , | 133 Σχόλια »

Ιστορική ορθογραφία: άταφος νεκρός ή αναγκαίο κακό;

Posted by sarant στο 29 Ιανουαρίου, 2018

Το ερώτημα στον τίτλο του άρθρου δεν είναι δικό μου, είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Δημήτρη Καλαμπούκα, που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες και που το διάβασα στις γιορτές και θέλω να το παρουσιάσω μια και αφορά θέματα που ενδιαφέρουν πολύ το ιστολόγιό μας.

Είναι ένα περίεργο βιβλίο, με την έννοια ότι δεν κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, ούτε διατίθεται (απ’ όσο ξέρω) σε έντυπη και βιβλιοδετημένη μορφή. Έχει εκδοθεί αποκλειστικά σε ηλεκτρονική έκδοση, παναπεί είναι ηλεβιβλίο, και μπορείτε να το διαβάσετε επιγραμμικά ή να το κατεβάσετε από εδώ, δωρεάν -με δύο έννοιες αυτής της λέξης. Δηλαδή μπορείτε να το διαβάσετε/κατεβάσετε χωρίς να πληρώσετε, μπορείτε όμως και να στείλετε μια μικρή δωρεά στον συγγραφέα, σαν επιβράβευση της πρωτοβουλίας του. Εγώ μόλις έστειλα.

Είναι μια ενδιαφέρουσα μέθοδος αυτοέκδοσης αυτή, αδάπανη και ευκίνητη, πρόσφορη πιστεύω για τέτοια βιβλία, που δύσκολα θα έβρισκαν συμβατικόν εκδότη -αν και το συγκεκριμένο δεν απευθύνεται σε πολύ ειδικό κοινό. Να σημειώσω ότι πριν από 2-3 χρόνια, ο Βασίλης Αργυρόπουλος είχε κι αυτός εκδώσει ένα γλωσσικό βιβλίο, κατά σύμπτωση πάλι περί ορθογραφίας, με τη μέθοδο της ηλέκδοσης και δωρεάν διάθεσης (το είχαμε παρουσιάσει).

Ο Δημήτρης Καλαμπούκας είναι από τους νέους γλωσσολόγους μας και ασχολείται με θέματα που μπορει να ενδιαφέρουν και ένα ευρύτερο κοινό -είχαμε αναφερθεί παλιότερα σε μια εργασία του για τα σύνθετα του «άγω». Το βιβλίο που θα σας παρουσιάσω σήμερα το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και χάρηκα την ανάγνωση, αν και διαφωνώ απόλυτα με τις προτάσεις του συγγραφέα. Δεν υπάρχει αντίφαση εδώ, όπως θα δούμε.

Στην εισαγωγή,  ο συγγραφέας εκθέτει τη σχέση γλωσσας και γραφής, μιλάει για τα συστήματα γραφής και διακρίνει τρία είδη ορθογραφίας: τη φωνητική ορθογραφία, τη φωνημική ή φωνολογική ορθογραφία και την ιστορική ορθογραφία. Αυτό που συνήθως λέμε «φωνητική» ορθογραφία είναι στην πραγματικότητα η φωνολογική, όταν πχ κάποιος γράφει «ι κακί μαθίτρια έκανε εμφανί κε ασινχόριτα λάθι» -η φωνητική ορθογραφία θα έβρισκε διαφορές (αλλόφωνα) στο μ του εμφανή, στο ν του ασυγχώρητα, στο κή κτλ. (Ο Καλαμπούκας ακολουθεί ακόμα πιο στενό ορισμό της φωνολογικής ορθογραφίας, αλλά έτσι γίνεται εμφανέστερη η διαφορά). Η φωνητική ορθογραφία χρησιμοποιείται μόνο στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο από τους γλωσσολόγους, ενώ γλώσσες που έχουν ορθογραφία που προσεγγίζει τη φωνολογική είναι πχ τα ισπανικά, τα λατινικά, τα αρχαία ελληνικά της προκλασικής και κλασικής εποχής, τα ρουμάνικα, τα τούρκικα κτλ. Σε αυτές υπάρχει (κατά προσέγγιση) αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ φθόγγων και γραφημάτων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Ορθογραφικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 223 Σχόλια »

Αξίζουμε καλύτερα άρθρα για τη γλώσσα

Posted by sarant στο 16 Νοεμβρίου, 2017

Πριν από μερικές μέρες ο ποιητής Γιάννης Υφαντής δημοσίευσε στο tvxs.gr ένα άρθρο για την ελληνική γλώσσα με τον τίτλο «Οι Έλληνες αξίζουν καλύτερα ελληνικά«. Δυο-τρεις φίλοι μού το προώθησαν και μου ζήτησαν να το σχολιάσω. Ομολογώ πως αν δεν ήταν οι δικές τους παραινέσεις, μάλλον θα το προσπερνούσα, διότι είναι άχαρο να προσπαθείς να σχολιάσεις και να αντικρούσεις ένα άρθρο σαν κι αυτό του Υφαντή, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς κάποιον ειρμό στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων, που διαρκώς δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι παράγραφοι του κειμένου έχουν τοποθετηθεί με τυχαία σειρά. Αλλά οι φίλοι επέμεναν, οπότε έγραψα το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα. Θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα από το άρθρο του Υφαντή, που άλλωστε μπορείτε να το βρείτε στον παραπάνω σύνδεσμο.

Ο Υφαντής ξεκινάει επισημαίνοντας έναν κατά τη γνώμη του μεγάλο κίνδυνο που απειλεί την ελληνική γλώσσα: η χωρίς καμιάν ανάγκη επιρρηματοποίηση των επιθέτων στη γλώσσα μας, έχοντας κρατήσει για πολύ κι έχοντας μια τάση διαρκώς αυξητική, κατάντησε να είναι μήτρα βαρβαρισμών και σολοικισμών…. Διαφορετικά, δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορούμε, άνετοι μες στην γλωσσική αναισθησία μας, να λέμε και να ξαναλέμε διαρκώς: «Είπαμε προηγούμενα» αντί του σωστού «είπαμε προηγουμένως», «τον πήραν βίαια», αντί του σωστού «τον πήραν βιαίως ή με τη βία». 

Από τα παραδείγματα που δίνει, βλέπουμε ότι με τον καινοφανή όρο «επιρρηματοποίηση των επιθέτων», ο Υφαντής φαίνεται να εννοεί την τάση, που έχει ξεκινήσει από τα μεσαιωνικά χρόνια, τα επιρρήματα σε -ώς να τρέπονται και να παίρνουν κατάληξη σε -ά, μια τάση που είναι μεν δεσπόζουσα αλλά με κανένα τρόπο γενικευμένη, αφού υπάρχουν επιρρήματα σε -ώς που κανείς δεν θα τα τρέψει σε -ά εκτός αν θέλει να αστειευτεί (σαφώς, αμιγώς, προφανώς), υπάρχουν άλλα που έχουν αναπτύξει διτυπίες (εκτάκτως/έκτακτα κτλ.), άλλα όπου επικρατεί ο τύπος σε -ως αλλά ακούγεται και ο τύπος σε -ά (όπως το προηγουμένως), και άλλα, τα περισσότερα θα έλεγα, όπου είναι συχνότερος ο τύπος σε -ά (καλά έκανες, υπερβολικά μεγάλο νούμερο, μίλα καθαρά).

Θα μπορούσαμε να γράψουμε άρθρο για τα επιρρήματα, αλλά δεν θα το κάνω τώρα, μεταξύ άλλων επειδή ο Υφαντής δεν ξεκαθαρίζει αν τάσσεται εναντίον όλων των επιρρημάτων σε -ά ή αν απλώς τον ενοχλεί η κατάχρησή τους. Υποθέτω το δεύτερο, αλλά ακόμα και τότε, δεν μπορώ με τίποτα (ή με τίποτε, διότι φαίνεται πως η διαφορά των δύο τύπων έχει διαστάσεις κοσμοϊστορικές!) να δεχτώ ότι ο τύπος «βιαίως» είναι «ο σωστός» (και άρα ο τύπος «βίαια» λανθασμένος).

Αρκεί να σημειώσω ότι ο Σεφέρης, τον οποίο δίκαια (ή δικαίως) εκθειάζει παρακάτω ο Υφαντής, χρησιμοποιεί αβίαστα (να πούμε «αβιάστως»;) στα κείμενά του, πεζά και ποιητικά, τα επιρρήματα σε -ά/α, τα «επιρρηματοποιημένα επίθετα» που τόσο ενοχλούν τον Υφαντή. Κατά σύμπτωση μάλιστα, σε μια μετάφρασή του, που υπάρχει στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’, ο Σεφέρης χρησιμοποιεί το… αφορεσμένο επίρρημα «βίαια»: ανέβηκες βίαια στο καράβι μας. Αν με ρωτάτε, θα έβρισκα κωμικό το «βιαίως» εδώ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσαμύντορες, Γλωσσικό ζήτημα, Ποίηση | Με ετικέτα: , | 151 Σχόλια »