Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Δημοτικισμός’ Category

Θωμαδογεωργιανά μεζεδάκια

Posted by sarant στο 22 Απριλίου, 2023

Αύριο είναι Κυριακή του Θωμά, κινητή γιορτή, μια Κυριακή μετά το Πάσχα. Eίναι όμως και 23 Απριλίου, άρα είναι του Αγίου Γεωργίου, που φέτος δεν είναι κινητή γιορτή αφού πέφτει μετά το Πάσχα. Οπότε, συμπίπτουν οι δυο γιορτές, του Θωμά και του Γεωργίου, εξού και ο τίτλος του πολυσυλλεκτικού μας άρθρου. Το ιστολόγιο εύχεται χρόνια πολλά και κάθε ευτυχία σε όσες και όσους γιορτάζουν, πρώτα στον φίλο μας τον Τζι, στον Γιώργο Μ. και στους άλλους.

* Αν αύριο είναι του Θωμά και του Γεωργίου, χτες ήταν η αποφράς επέτειος της 21ης Απριλίου. Στο επετειακό του μήνυμα στο Φέισμπουκ ο λογογράφος του πρωθυπουργού θέλησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την επέτειο γι’ αυτό έβαλε τις σάλτσες για τον λαϊκισμό, έκανε όμως τη γκάφα να γράψει ότι «οι Έλληνες τιμούν την επέτειο» ενώ το πολύ πολύ να την τιμούν μερικοί πρωτοκλασάτοι υπουργοί του κυβερνώντος κόμματος, που τους χάριζε τα βιβλία του ο Παττακός και το δαχτυλίδι του ο Παπαδόπουλος.

Ύστερα από αντιδράσεις, το ρήμα άλλαξε σε «Υποδέχονται τη σημερινή επέτειο» αλλά βέβαια μόνο στο Φέισμπουκ, που επιδέχεται διορθώσεις, ενώ στο Τουίτερ, όπου είχε αναρτηθεί σε οθονιά το μήνυμα από το Φέισμπουκ, η παλιά διατύπωση παρέμεινε.

* Μαργαριτάρι πρώτου μεγέθους στο λήμμα της Βικιπαίδειας για το Λιβόρνο, το λιμάνι της Ιταλίας.

Διαβάζουμε: Το Λιβόρνο είναι παραθαλάσσια πόλη στο Δυτικό άκρο της Τοσκάνης. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και το τρίτο μεγαλύτερο λιμάνι της Δυτικής Ιταλίας. Πήρε το όνομα της από ένα είδος κοτόπουλου που ζει στην περιοχή.

«Εκκρεμεί παραπομπή» σημειώνεται μετά την τελευταία πρόταση -και δικαίως, και θα εκκρεμεί για πάντα διότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Όχι, το Λιβόρνο δεν πήρε το όνομά του από ένα είδος κοτόπουλου. Απλώς, το Λιβόρνο στα αγγλικά λεγόταν Leghorn, ένα όνομα που αποτελεί εξαγγλισμό του γενοβέζικου ονόματος της πόλης, που είναι Ligorna. Τον 19ο αιώνα άρχισαν να εξάγονται στη Βόρεια Αμερική τα κοτόπουλα μιας ράτσας της Τοσκάνης, που παρουσίαζαν πολλά πλεονεκτήματα. Τα ονόμασαν στην αρχή Ιtalians και μετά Leghorn, επειδή το λιμάνι από το οποίο εξάγονταν ήταν το Λιβόρνο, αγγλιστί Leghorn.

Παναπεί, το κοτόπουλο πήρε το όνομά του από την πόλη και όχι το αντίστροφο.

Ξέρω ότι μας διαβάζουν βικιπαιδιστές και αργά ή γρήγορα το λήμμα θα διορθωθεί. Οπότε, αν διορθωθεί, ας διορθώσουν και στο τέλος, εκεί που λέει για τους διάσημους που γεννήθηκαν στο Λιβόρνο, τις πληροφορίες για τον τέως Πρόεδρο της Ιταλίας, τον Κάρλο Τσιάμπι. Γεννήθηκε μεν το 1920 αλλά εδώ και μερικά χρόνια, το 2016 συγκεκριμένα, έχει αφήσει, πλήρης ημερών βέβαια, τον μάταιο τούτο κόσμο.

* Μεζεδάκι σε ρεπορτάζ σχετικό με την καταγγελία κατά του ευρωβουλευτή Αλέξη Γεωργούλη. Δημοσιεύτηκε στο Πρόταγκον, όπου διαβάζουμε:

Πληροφορίες που ακόμη δεν έχει καταστεί δυνατό να διασταυρωθούν, αναφέρουν ότι η Ελένη Χρονοπούλου έφερε  -μετά τον καταγγελλόμενο ξυλοδαρμό της από τον ηθοποιό και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-  κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και  σε άλλα σημεία του σώματός της.

Πώς είχε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις «και σε άλλα σημεία του σώματός της»; Έχουμε βεβαίως τετρακέφαλο και τρικέφαλο μυ στο σώμα μας, αλλά όχι τετραεγκέφαλο. Αν προσέξετε καλά την οθονιά, θα μαντέψετε τι συνέβη:

Μετά το «κακώσεις και» υπάρχει ένα παραπανίσιο κενό. Όπως σωστά μάντεψε μια ομάδα φίλων στο Τουίτερ, φαίνεται πως η αρχική διατύπωση ήταν «κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κακώσεις σε άλλα σημεία του σώματός της».

Θα το είδε κάποιος φωστήρας, «κακώσεις και κακώσεις», θα το θεώρησε λάθος, έσβησε το δεύτερο «κακώσεις» και να το αποτέλεσμα!

(Μου είχαν στείλει και άλλο ένα για την ίδια υπόθεση, από την ΕφΣυν, με μια εντελώς μπερδεμένη πρόταση, αλλά στο μεταξύ διορθώθηκε, οπότε το παραλείπω).

* Ξέρετε τι είναι το ριμίδι; Εγώ δεν ήξερα, αλλά το έμαθα την περασμένη βδομάδα, όταν η Δημοτική Κοινότητα Μεσαριάς στη Σαντορίνη ανακοίνωσε ότι ένα αυτοκίνητο σφήνωσε στο «στενό-ριμίδι του Αγίου Κωνσταντίνου»

Ριμίδι λοιπόν είναι το στενό δρομάκι, από μια εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα.

Με ρώτησε φίλος από πού προέρχεται η λέξη και του είπα ότι λογικά θα είναι υποκοριστικό της ρύμης, ρυμίδιον. Δίκιο είχα, και αν γκουγκλίσετε θα δείτε πως οι περισσότεροι το γράφουν «ρυμίδι».

Βέβαια, η φωτογραφία που βλέπετε είναι φωτοσοπημένη, σχόλιο για την πολιτική κατάσταση. Στην πρωτότυπη φωτογραφία, δεν υπάρχουν συνθήματα στους τοίχους ούτε έχει σημαίες το αυτοκίνητο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Δημοτικισμός, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , , , | 114 Σχόλια »

Ο Σεφέρης και η Κρήτη – Ο Σεφέρης για τη γλώσσα

Posted by sarant στο 6 Απριλίου, 2023

Την περασμένη Παρασκευή παρουσίασα εδώ ένα μέρος της ομιλίας που έδωσα στο Ηράκλειο την Τετάρτη 29 Μαρτίου στην εσπερίδα για τον Γιώργο Σεφέρη που διοργανώθηκε από τη Βικέλειο Μορφωτική Εταιρεία. Το κομμάτι που ήδη παρουσίασα είχε θέμα τη γλώσσα του Σεφέρη. Σήμερα θα δημοσιεύσω το υπόλοιπο άρθρο, δηλαδή τη σχέση του Σεφέρη με την κρητική λογοτεχνία (με αυτό άρχισα την εισήγησή μου) και τις θέσεις του Σεφέρη για τη γλώσσα. 

Επίσης, ο φίλος μας ο Μικιός είχε την καλοσύνη να βιντεοσκοπήσει την ομιλία, ολόκληρη βέβαια. Μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ:

Η ομιλία:

Καλησπέρα σας

Θέλω να σας ευχαριστήσω για τη συμμετοχή σας σ’ αυτή την εσπερίδα και βέβαια να ευχαριστήσω την Βικέλειο Μορφωτική Εταιρεία για την τιμή που μου έκανε να με προσκαλέσει ως ομιλητή σε αυτή την εσπερίδα και ιδίως την κ. Σοφία Κανάκη για όλα τα διαδικαστικά που έφερε σε πέρας με τόση αξιοσύνη. Είναι άλλωστε η Βικελαία χώρος ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τον Σεφέρη αφού φιλοξενεί τη βιβλιοθήκη του και έχει εκδώσει τον πρώτο τόμο της αλληλογραφίας του.

Δεν το λέω για να σας κολακέψω, αλλά ταιριάζει ασφαλώς να τιμά η Κρήτη τον Σεφέρη, αφού ο Σεφέρης έχει επηρεαστεί έντονα από τη μεσαιωνική κρητική λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τον Ερωτόκριτο, στον οποίο άλλωστε έχει αφιερώσει ένα εξαιρετικό δοκίμιο, το 1946.

Στο δοκίμιο αυτό αποκαλύπτει ότι γαλουχήθηκε με τον Ερωτόκριτο· παιδί στη Σμύρνη, άκουγε τους γυρολόγους στο δρόμο να διαλαλούν «τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα» σε ευτελείς λαϊκές εκδόσεις· σημειώνει ότι η γλώσσα του λαού στη Σμύρνη ήταν «ένα είδος κοινής των νησιών, πολύ συγγενική στο λεξιλόγιο με τη γλώσσα της Κρήτης»,  ενώ όταν αργότερα βρέθηκε, 14χρονος, στην Αθήνα «από τα ξαφνισμένα ή σκωπτικά πρόσωπα των συμμαθητών» του συνειδητοποίησε ότι η γλώσσα που μιλούσε, πολύ συγγενική με τη γλώσσα του Ερωτόκριτου, «δεν ήταν καλή».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Δημοτικισμός, Εκδηλώσεις, Ορθογραφικά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 55 Σχόλια »

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (διήγημα του Γ. Βιζυηνού)

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2023

Προχτές, στο άρθρο του Άρη Μπερλή για τις μεταγλωττίσεις παλαιότερων κειμένων, έγινε λόγος και για τον Γεώργιο Βιζυηνό, που έγραψε διηγήματα στην καθαρεύουσα τα οποία ίσως είναι δυσπρόσιτα σε πολλούς αναγνώστες σήμερα. Μάλιστα, ο φίλος μας ο Πέπε, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιό του, μας αφηγήθηκε πώς δίδαξε στο γυμνάσιο της Καρπάθου το διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, του Βιζυηνού ακριβώς.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι ταιριάζει να βάλουμε σήμερα ένα διήγημα του Βιζυηνού με θέμα, ακριβώς, το γλωσσικό ζήτημα. Και εδώ ο Βιζυηνός συναντά τον Ροΐδη, ας πούμε, διότι και αυτός συνηγορεί υπέρ της δημοτικής και εναντίον της καθαρεύουσας, γράφοντας όμως σε καθαρεύουσα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο φύλλο 48 του περιοδικού Εβδομάς (28.1.1885), ενός περιοδικού με αξιόλογη λογοτεχνική ύλη, φυσικά στην καθαρεύουσα εκτός από τα ποιήματα -«εκδίδοται κατά Κυριακήν» έγραφε η προμετωπίδα του. Στην Απολογία της δημοτικής, που εκδόθηκε το 1914 από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ανθολογούνται μικρά αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του διηγήματος του Βιζυηνού.

Ο Βιζυηνός ύστερα από μια πρώτη προλογική παράγραφο αφηγείται ένα επεισόδιο της σχολικής του ζωής, όταν ο νέος δάσκαλος προσπαθούσε να βαφτίσει πρόσωπα και πράγματα σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Ο Βιζυηνός δείχνει οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο και γνώσεις γλωσσολογίας, ενώ αξίζει να προσεχτεί η παρατήρησή του για την αποφυγή της χασμωδίας στο ιδίωμα του χωριού του, που είναι βέβαια φαινόμενο πολύ ευρυτερα διαδεδομένο. (Και επίσης μου κάνει εντύπωση ότι απευθύνεται σε «αναγνώστες και αναγνώστριες», κάτι πολύ μοντέρνο για το 1885).

Το κείμενο το πήρα από τον παλιό μου ιστότοπο, δηλαδή μονοτονισμένο και με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία από την έκδοση της Εστίας. Το μειονέκτημα του μονοτονισμού φαίνεται στις δοτικές, ιδίως στο «Αγαθή τύχη», με το οποίο αρχίζει το διήγημα, που είναι δοτική. Επίσης, ο πληκτρολογητής έχει κάνει μερικά λαθάκια. Σύγκρινα τώρα με την πρώτη δημοσίευση και μερικά τα διόρθωσα.

Μετά το διήγημα δημοσιεύω το κείμενο μεταγλωττισμένο στο θρακικό ιδίωμα, όπως δημοσιεύτηκε πέρυσι στο περιοδικό Χάρτης.

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ

          Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν· οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή διά των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του ποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

          Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι έν τινι απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσο και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

          Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

   ― Πώς σε λέγουν εσένα;

   ― Θόδωρο Μπεράτογλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πώς σε λέν;

   ― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

          Και ούτω καθ’ εξής εν μιά ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!

          Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδίαν: το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

          Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

   ― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.

   ― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.

   ― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

          Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

   ― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.

   ― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

   ― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!

   ― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

          Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!

          Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

          Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

   ― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.

   ― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

          Αλλά δεν επρόφθασα να καθίσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:

          Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

          Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

          Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα – έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

   ― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

          Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακός κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!

          Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον διά πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Στο ηλεπεριοδικό Χάρτης δημοσιεύτηκε πρόπερσι ένα ενδιαφέρον πείραμα. Ο Τάσος Ζαφειριάδης και ο Χρήστος Φωτακίδης μεταγράψανε το διήγημα του Βιζυηνού όχι στη δημοτική αλλά στο θρακιώτικο ιδίωμα που (υπέθεσαν ότι θα) μιλιόταν το 1885 στη Βιζύη, στο χωριό όπου γεννήθηκε ο Γεώργιος Μιχαηλίδης και μετέπειτα Βιζυηνός. Είχαν ως εφόδιο τις γλωσσικές τους γνώσεις για το θρακιώτικο ιδίωμα και την καταγωγή από κοντινό με τη Βιζύη χωριό. Ιδού το κείμενο:

Γεωργής Βιζυηνός: Γιατί η μηλιά δε γέν’κε μηλέγα

Πε κισμέτ καλό, γέν’κε γκιουρουλτί τελευταία σχετικά με τη νεοελληνική γλώσσα, το πιο ουσιαστικό ζήτημα, για μένα, απ’ όσα έπρεπε να απασχολούν το έθνος μας, ίσως πιο ουσιαστικό ακόμα και πε τ’ ανατολικό ζήτημα το ίδιο. Όμως, αναγνώστες και αναγνώστριες, όσοι δεν είστε ακόμα θαυμαστές της Μεγάλης μας Ιδέγας, μην κατσιρντίστε για τ’ν άμεση αυτή σχέση του πιο σοβαρού πε τα ζητήματα με τη γραμματική των δασκάλων της Ελλάδας. Το ξέρω: Οι καλογέροι πιστεύ’να ότι θα πάμ’ όλοι στον διάβολο, όσοι δεν αποκληρών’με τους γιούς και τις κόρες μας, για ν’ αφιερώσ’με τα χωράφια μας στα μοναστήρια, για να σώσ’με την ψυχή μας. Οι συγγραφείς πιστεύ’να, σαν να ’ν’ αληθινό άρθρο πίστης, ότι δεν μπορεί να γένει εθνική πρόοδος, όσο κάθε Έλληνας δεν τρέχει να γραφτεί συνδρομητής στα βιβλία τους, δίνοντας σερμεγέ, εννοείται, για τη συνδρομή του. Κι εγώ λοιπόν μπορώ να φανώ ότι πιστεύω πως η Ελλάδα δεν θα λύσει τ’ ανατολικό ζήτημα με δικιά της νίκη, παρά μόν’ με τις απόλυτες γενικές και τα απαρέμφατα. Κι άρα έρχομαι δω να παριστάνω πως το σύνθημα του αυριανού μεγαλείου της πατρίδας δεν φτιάχν’ται πε τίποτ’ άλλο, παρά πε λόγια, λόγια, λόγια! «Όχι! Ο λόγος, που συνδέω το γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας με τ’ άλλο, αυτό π’ από μόνο του αφορά τ’ν ύπαρξή της έν’… Αλλά καλύτερα να τον μαντέψτε μόνοι σας όσο διαβάζ’τε. Τ’ ανάγνωσμα όμως, που σας προσφέρω, δεν έν’ παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσο απλή και συνηθισμένη, π’ απορώ πώς δεν τ’ν έχει καμιά πε τις μεγάλες επιφυλλίδες, κανένα πε τα χοντρά κιτάπια, όσα γράφ’καν τελευταία γύρω πε το ποια πρέπει να είν’ η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ορίστε η ιστορία.

Όταν ήμαν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολειού της πατρίδας μου, είχα μεγάλη αδυναμία στη μηλιά. Δεν εννοώ τη Μηλιά την κόρη του γείτονά μου, αλλά τη γλυκομηλιά, το δέντρο, που στόλ’ζε τον αγάτς μπαξέ μας. Ήταν πολύ περίεργο δέντρο αυτή η μηλιά: Έκανε λουλούδια και καρπούς, όπως κάθε ξαδέρφη της, κατά το καλοκαίρι και πάλι λουλούδια και καρπούς κατά το φθινόπωρο. Κι επειδή ήταν η πρώτη μηλιά, που γνώρ’σα στη ζωή μου, και η μόνη, που μ’ άρεσε πιο πολύ πε τις άλλες, έμαθα να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχανε το ίδιο σουλούπ’ κι έκαναν μήλα σαν αυτά της δικής μας, αν και δεν βγάζανε καρπούς εκείνες, σαν αυτή, δύο φορές τον χρόνο. Όμως, μ’ όλη την παλιά φιλία και συμπάθεια ανάμεσα στη μηλιά κι εμένα, δε μπορώ να πω ότι ήξερε καλά-καλά ο ένας τον άλλον. Δε ξέρω αν και η μηλιά προσπάθ’σε ποτέ να καταλάβει τι πράγμα ήμουν εγώ, που έπαιζα τόσο συχνά κάτ’ απ’ τη σκιά της ή καθόμαν καβάλα επάν’ στα ντάλια της. Θυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προπάντων τον καιρό που άνθιζε, συνήθιζα να στέκομαι σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν, με τα χέρια στηριγμένα στη μέση μου, τα ματόπλα στραμμένα στα θαυμάσια, τ’ ασπροκόκκινά της τέλια, κι απορούσα μόνος μου πολλή ώρα τι πράμα να έν’ άραγε αυτό το δέντρο! Τι πράμα να έν’. Αλλ’ όσο κι αν απορούσα, όσο κι αν ρωτούσα τους γύρω μου, η απάντηση πάντοτε η ίδια, ότι δηλαδή το δέντρο εκείνο ήταν μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα έν’;…

Όταν έφεραν στο χωριό μας νέο δάσκαλο πίστεψα κρυφά πως θα μάθαινα επιτέλους τι πράγμα έν’ η μηλιά, γιατί πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος στο χωριό μας γένηκι μπουγιουρντί μιταξύ των πιδιών πως ήταν πολύ καλύτερος πε τον παλιό και τα ‘ξερε όλα «περιγραμμάτου». Η φήμη έλιγιν αλήθεια. Γιατί, σαν ήρτε κείνος ο χτικιάρης νέγος, διάβασε τα ονόματά μας πε το τεφτέρι κι αμέσως βρήκε πως ήταν όλα λάθος και πως ο τελευταίος δάσκαλός μας ήταν μπουνάκης. Και πήρε λοιπόν το κοντύλι και αρχίνησε να μας σουλουπών’ τα ονόματά μας.

― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λεν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Κι έτσι σε μια μέρα άλλαξε, ο αθεόφοβος, όλα τα βαφτιστικά μας ονόματα, αντρικά και γυναικεία, με τέτοιον τρόπο που, αν γίνονταν να έρτ’ εκείνη τ’ν εποχή στο χωριό μας κανένας ξένος πε τους ζεβζέκηδες φιλέλληνες, θα νόμ’ζε σίγουρα πως ανακάλυψε ξαφνικά τ’ν αρχαία Ελλάδα ολοζώντανη, με όλους της τους θεγούς, τις θεγές, τους ημίθεγους και τους ήρωγες, τους ποιητές και τους σοφούς της να πα’αίνουν στο αλληλοδιδακτικό σχολειό, ξυπόλητοι και χωρίς σάπκα, όπως παλιά, αλλά φορώντας βρακιά και γελέκα κι αντεριά!

Οπωσδήποτε, όταν κείνος ο σερσέμης, έπεισι τον κόσμο πως εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωριού μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μ’ άγγιξι τόσο δα την καρδιά μου. Το πήρα γι’ αστείο. Άλλωστ’ εγώ δεν ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου και η αλλαγή ήταν για όσους θα με φώναζαν με το νέο μου όνομα στο μέλλον.

Αλλά τα «περιγραμμάτου» του δασκάλου μας δεν σταμάτησαν μόνο στα ονόματά μας. Δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα αγγάρευε μερικούς πε μας για να ξεχορταριάζ’με τον μπαξέ της μητρόπολης. Εγώ δεν έβλεπα τ’ν ώρα να έρτ’ η σειρά μου. Στον μπαξέ είχ’ ένα δέντρο λουλουδισμένο σαν το δικό μας. Χωρίς άλλο θα μάθαινα τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο. Όταν, τέλος, αγγαρεύτ’κα κι εγώ, βρέθηκα μαζί με τον δάσκαλο μπροστά στη μηλιά:

― Τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο, δάσκαλε, τον ρώτησα, κι έδειξα με το παρμάκ’.
― Μηλέα, απάντησ’ εκείνος.
― Όχι! απάντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό έν’ μηλιά!

Ήταν η κακή ώρα που το ‘πα, γιατί πε τότε αρχίνησαν τα βάσανά μου μ’ αυτόν τον δάσκαλο. Τ’ ορκίζομαι σε θεγούς και ανθρώπους, ότι εγώ ρώτησα όχι για το όνομα ―το όνομα το ήξερα― αλλά για το πράγμα: τι πράγμα έν’ το δέντρο ήθελα να μάθω, τίποτες άλλο. Ο δάσκαλός μου όμως, δεν ξέρω τι έπαθε, απεφάσισε πε κείνη τη στιγμή να με μάθει ντε και καλά ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

― Πες πως το λένε μηλέα! φώναζε γανιασμένος ο χτικιάρης και κιτρινιάρης νιος, τσακώνοντάς με πε τ’ αυτί και δείχνοντας το δέντρο.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! Σκεφτόμ’να εγώ αγανακτισμένος, πώς μπορεί αυτό ποτέ, να γένει η μηλιά μηλέγα! Αυτό έν’ το ίδιο δέντρο που έχουμε στον μπαξέ μας, κάνει τα ίδια λουλούδια, τα ίδια φύλλα, τους ίδιους καρπούς, δεν μπορεί παρά να έν’ κι αυτό μηλιά, όπως η δ’κή μας. Το ξέρω πε πιδί, μου το ‘μαθε η νινέ μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποιον να πιστέψω περισσότερο, τη νινέ μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένο, που ήρτε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! Απαντούσα όσες φορές με ρώταγε, αυτό έν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

Και –αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί– με δώκε ο αθεόφοβος σαράντα παρά μία, φωνάζοντας δυνατά στο μεταξύ να πω ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

Τώρα πρέπει να ξέρετε ότι στο χωριό μου επικρατεί ένα φυσικό μίσος για τη χασμωδία, ιτσ’ ώστε οι περ’σσότερες πε τις λέξεις μας παθαίνουν πολλές εκθλίψεις και συνιζήσεις, ενώ κάποιες άλλες παίρνουν το γ ανάμεσα στα φωνήεντα, όπως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχα λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω τη μηλιά στη μηλέαν, αλλά και να ξεπεράσω αυτό το μίσος, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, για το οποίο δεν με βοηθούσαν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεστε λοιπόν τι υπέφερα πε το δάσκαλο κείνο τον ουρσούζη, ώσπου να κατορθώσω και το ‘να και τ’ άλλο, και να πω επιτέλους πως η μηλιά έν’ μηλέα!
Όμως, όταν μετά πε λίγο, πα’αίνοντας στο σπίτι μας, είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του, αισθάνθηκα τόση ντροπή, τόση ντροπή! Νόμιζα κάθε πράσινο ματόπλο του μ’ έβλεπε καϊκιασμένου· κάθε λουλούδι τ’ άνοιγε τα χείλη να με πει ότι τα πρόδωσα… Και μου φάν’κε ότι όλο κείνο το βούισμα κορόιδευε πικρά τ’ν ανοησία μου! Και πώς να μη με πουν ανόητο και πώς να μη με κρίνουν, αφού το δέντρο, που έγλεπα ομπρός μου, ήταν ολόιδιο με το δέντρο της μητρόπολης και όμως εγώ το αρνήθ’κα και είπα ότι δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέα!
Θυμούμαι πως όλη κείνη τη νύχτα λόγιαζα στον ύπνο μου τα λουλούδια της μηλιάς σαν τσούρμο ατέλειωτο πε μικρούτσικα ωραίγα ασπροντυμένα κορίτσια, που βούιζαν γύρω μου όλο παράπονο, μαλώνοντάς με, κρίνοντάς με για τ’ν ανοησία μου.
Όταν τ’ν επόμενη μπήκα στο σχολειό, έριξα στον δάσκαλο μια περιφρονητική, προκλητική ματιά.

― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ρώτησ’ εκείνος χαιρέκακα.
― Μηλιά, δάσκαλε, γινατσέφ’κα εγώ και πήγα στη θέση μου.

Αλλά δεν πρόφτασα να καθίσω και με τσάκωσ’ ο σκληρός πε τ’ αφτί και αρχίνησε πάλι να με βασανίζει. Δεν έν’ πολύ τιμητικό για τη φάρα των δασκάλων να σας διηγηθώ πόσες φορές τιμωρήθ’κα για να πω ντε και καλά ότι η μηλιά έν’ μηλέγα· γιατί εννοείται πως έπρεπε επιτέλους να υποχωρήσω και να το πω, αλλιώς κιντύνευε η ζωή μου. Εντούτοις –το λέγω προς ικανοποίηση της δικής μας της μηλιάς– αυτήν δεν την πρόδωσα. Και να πώς:

Αφού είδα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο πια στη σκληρότητα εκείνου του παλιανθρώπου, έκαμα τον εξής λογαριασμό με τ’ ακίλ μου κι είπα: αυτή η μηλιά, που έν΄ μες στον μπαξέ της μητρόπολης, μπορεί να έν’ μηλέγα· κι έν’ μηλέγα όχι γι’ άλλον λόγο, παρά γιατί ο δάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου έν’ μες στον μπαξέ μας, έν’ μηλιά, γιατί έν’ μηλιά! Ιτσά τα βρήκαμε με τον δάσκαλο.

Αλλά έλα τώρα π’ αρχίνησ’ ένας τρομερός καβγάς μεταξύ της μηλιάς και της μηλέγας μες στο κεφάλι μου! Το πράμα μπορεί να φαίν’ται παράξενο, να φαίν’ται αστείο, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

Η μηλιά –δηλαδή, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, το σουλούπ’ της λέξης μηλιά– ρουκώθ’κε στην ψυχή μου συγχρόνως με το σουλούπ’ του δέντρου και σε μια εποχή, κατά την οποία όλες οι αισθήσεις μου είχαν ανοιχτές τ’ς πόρτες και δέχονταν ευχαρίστως κάθε τι, που ερχόταν συστημένο ή πε τη νινέ μου ή πε τους γνωστούς μου να μέν’ μες στο κεφάλι μου. Κι επειδή τότες υπήρχε πολύ ορταλίκι λέφτερο, κάθε σουλούπ’ που ‘μπαινε, έστηνε τον θρόνο του και γυρλιστούσε όσο και όπως τ’ άρεσε καλύτερα και ήταν σαν νοικοκυρά μες στο κονάκι της. Ιτσά το έκαμαν τόσα άλλα, ιτσά το έκαμε κι η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί που κάθονταν τόσα χρόνια στην ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικό της και τους φίλους της -σουλούπια, με τα οποία έζησε μαζί τόσο καιρό στην ψυχή μου και τ’ν ένωσαν τόσες σχέσεις προς αυτά και συγγένειες- λογιάζει μία μέρα την κυρά τη μηλέγα, που ρουκώθ’κε μέσα στο κεφάλι μου ξαφνικά-ξαφνικά, τόσο μονάχη κι όμως τόσο ξιπασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπε η μηλιά, και πώς γίν’ται αυτό! Εγώ ‘μαι εδώ τόσα χρόνια, τ’ ορταλίκ’ που βαστώ το βρήκα αδέσποτο και το ζάπωσα πρώτη-πρώτη. Και ποια είσαι συ, που ήρτες να μου το πάρεις; Και φώναξε την παρέα της και τη ρώτησε: Ποιά είν’, παρακαλώ, του λόγου της; Την ξέρετε; Όχι, όχι! Απάντ’σαν όλες με μια φωνή και συμμάχησαν με τη μηλιά και αρχίνησαν να διώχνουν τη μηλέγα κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε ξέρουμε! Δεν σε θέλουμε! Τότε το σουλούπ’ της μηλέγας πήρε τη βοήθεια της πε το σουλούπ’ του δασκάλου, τα σουλούπια των τιμωριών και ξαναμπαίνει πάλε στ’ ακίλ μου, ως άνθρωπος, που θέλει να νεκατωθεί στο κονάκι των άλλων με τ’ν άδικη βοήθεια τσιανταρμάδων. Αλλά καταλαβαίν’τε πως ο δάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και το σουλούπ’ του· πως οι ξυλιές προκαλούν πόνο, όχι όμως και οι θύμησες των ξυλιών. Και λοιπόν διαμαρτυρήθ’κε άφοβα πλέον εναντίον αυτής της παρέμβασης ολάκερη η ψυχή μου και:

― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς στο διάβολο.

Μόνο όσες φορές με ρωτούσι ο αληθινός δάσκαλος πώς το λεν το δέντρο απαντούσα ότι το λένε μηλέαν, αφού δα δεν ήταν για το δέντρο του μπαξέ μας. Μα κι αυτό έπαψε μετά πε λίγο· επειδή και ο αληθινός δάσκαλος σικτιρντίστ’κε κακήν κακώς όχι μόνον πε την ψυχή μου, αλλά και πε το χωριό μας. Πως μαζί του έφυγαν και όλοι εκείνοι οι ονομαστικοί θεγοί και ήρωγες, που είχαν πλημμυρίσει το χωριό μας, δεν χρειάζεται να σας το πω. Εκείνο, που μας ενδιέφερε εδώ, έν’ ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέγα και ότι εγώ, με όλο κείνο το δάρσιμο και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω στο σχολειό τι πράγμα έν’ η μηλιά!

Όσοι πε τους αναγνώστες της Εβδομάδος ανήκουν σ’ αυτούς που διαβάζ’νε πάντα οποιοδήποτε άρθρο πε τ’ν αρχή ως το τέλος μπορούν να σταματήσ’ν’ εδώ το διάβασμα, γιατί η ιστορία μου τέλειωσε. Όσοι όμως έχουν την κακιά συνήθεια να διαβάζ’νε μόνον τους επιλόγους, ας μάθουν τουλάχιστον πε δω πως η μανία αυτών που θέλουν να διδάσκουν όχι τη φύση των πραγμάτων, νταγιαντώντας τα με τα γνωστά τους ονόματα, αλλά άγνωστα λόγια, με τα οποία απαιτούν να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, κάνει τ’ν ελληνική μόρφωση κούραση χωρίς τελειωμό και καταδικάζει το έθνος πε πνευματική πείνα στον χειρότερο θάνατο! Γι’ αυτό, το ζήτημα σχετικά με τ’ν ελληνική γλώσσα έν’, για μένα, όπως είπα, πιο ουσιώδες πε τ’ ανατολικό.

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Διηγήματα, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , | 144 Σχόλια »

Ο δεκάλογος του Θ. Π. Τάσιου

Posted by sarant στο 12 Μαρτίου, 2020

Να ξεφύγουμε λίγο από τη ζοφερήν επικαιρότητα, με ένα μάλλον ανεπίκαιρο γλωσσικό άρθρο. Ανεπίκαιρο, επειδή γράφτηκε πριν απο 30 τουλάχιστον χρόνια, και πολύ περισσότερο επειδή δεν αφορά επιδημίες, πανδημίες και ιούς. Αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα ντοκουμέντο για τις γλωσσικές συζητήσεις και το περιεχόμενό του διατηρεί το ενδιαφέρον του σε αρκετό βαθμό. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και πόσες από τις θέσεις του συντάκτη του, του Θ.Π.Τάσιου, διατηρούν και σήμερα την αξία τους.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή με τίτλο «Τα γλωσσικά λάθη των οψιγενών δημοτικιστών» («Καθημερινή», 22-23.5.83) ενώ στη συνέχεια ο κ. Τάσιος το δημοσίευσε, ως επιστολή, στο δελτίο του Τεχνικού Επιμελητηρίου (ΤΕΕ) στο τχ. 1571, 19.6.1989. Το είχα διαβάσει τότε, φωτοτυπημένο από έναν συνάδελφο, αλλά δεν φρόντισα να το φωτοτυπήσω ή να το κρατήσω και επιπλέον είχα τη λαθεμένη εντύπωση πως ήταν δημοσιευμένο στον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Όταν για ένα φεγγάρι ο ΔΟΛ έδινε πρόσβαση στο αρχείο του με προσιτή τιμή, είχα κάνει αναζήτηση στα τεύχη του Οικ.Ταχ. και είχα πολύ δυσαρεστηθεί που δεν το είχα βρει.

Πάντως, το άρθρο αυτό μου έδωσε το έναυσμα για να γράψω έναν δικό μου αντίλογο -όπως ο Τάσιος καυτηρίαζε τις υπερβολές των «οψιγενών δημοτικιστών», έτσι κι εγώ στον Δωδεκάλογο της νεοκαθαρεύουσας (αρχική δημοσίευση στον παλιό μου ιστότοπο, μετά στο βιβλίο μου «Γλώσσα μετ’ εμποδίων» και μετά στο ιστολόγιο) επισήμανα τις ακρότητες των νεοκαθαρευουσιάνων.

Όπως είπα, το άρθρο δημοσιευτηκε ως επιστολή. Προτάσσεται η εξής εισαγωγή από τους συντάκτες του Ενημ. Δελτίου:

Από τον καθηγητή του ΕΜ Πολυτεχνείου Θ. Τάσσιο, λάβαμε και δημο­σιεύουμε άρθρο για «τα γλωσσικά λάθη όψιμων δημοτικιστών», όπως χαρα­κτηριστικά αναφέρει. Το άρθρο, είχε δημοσιευθεί παλιότερα στην εφημερίδα «Καθημερινή». Αφορμή για την επιστολή του κ. Τάσσιου ηταν μια λεζαντα σε τεύχος του Ε.Δ., στην οποία αναφερόταν «Αποψη από την αίθουσα της Αντιπροσωπείας που έγινε το διήμερο», αντί του σωστού «όπου». Ευχαρι­στούμε θερμά τον κ. Τάσσιο για την παρατήρηση και το άρθρο. Με την ίδια χαρά θα δεχτούμε τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις των συναδέλφων, οι οποίες στοχεύουν στη βελτίωση του Ε.Δ.

Δημοσιεύω λοιπόν το άρθρο, παρεμβάλλοντας σε αγκύλες κάποια δικά μου σχόλια. Κρατάω την ιδιότυπη ορθογραφία του συγγραφέα -π.χ. το η στην υποτακτική.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός | Με ετικέτα: , , | 200 Σχόλια »

Ο Κονδυλάκης και οι μαλλιαροί (Μια επιστολή του 1905)

Posted by sarant στο 16 Ιανουαρίου, 2020

Ανεπίκαιρο θεμα για σήμερα, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμενοι να ακολουθούμε διαρκώς κατά πόδας την επικαιρότητα -αλλιώς, θα γράφαμε μονάχα ατάκες στο Τουίτερ.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Ιωάννη Κονδυλάκη, μόλις στα 59 του χρόνια. Μένει στην ιστορία των γραμμάτων μας με τον Πατούχα, τη συλλογή διηγημάτων «Όταν ήμουν δάσκαλος» και το στερνό του έργο «Πρώτη αγάπη» αλλά και με τους Αθλίους των Αθηνών. Όμως ο Κονδυλάκης ήταν και δημοσιογράφος, μάστορας του χρονογραφήματος, με το ψευδώνυμο Διαβάτης, και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Από πολλούς θεωρείται ο πατέρας του όρου «μαλλιαροί» για τους δημοτικιστές. Λέγεται ότι τους χαρακτήρισε έτσι επειδή οι αδελφοί Πασαγιάννη, που έγραφαν στο πρωτοποριακό περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου, το 1898, έτρεφαν πλούσια κόμη. Ο Τ. Μωραϊτίνης, σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του, διεκδικεί για τον εαυτό του την πατρότητα, πιστώνοντας στον Κονδυλάκη τη διάδοση και καθιέρωση του όρου -ίσως βάλω κάποτε το κειμενάκι αυτό. Από την άλλη, ο Ευάγγ. Πετρούνιας θεωρεί ότι πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό κίνημα της scapigliatura (της μαλλούρας, ας πούμε).

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα -άλλωστε νομίζω πως έχουμε συζητήσει ξανά στο ιστολόγιο για τη γέννηση του όρου.

Ο Κονδυλάκης λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός που έπλασε ή που διέδωσε έναν καταρχήν (αν και όχι πάντοτε) μειωτικό όρο για τους δημοτικιστές (και γενικά για τους νεωτεριστές στην τέχνη και τα γράμματα), ενώ στα χρονογραφήματά του έγραφε σε απλή καθαρεύουσα. Θα περίμενε κανείς να είναι αντίπαλος της δημοτικής -όχι όμως.

Ο Κονδυλάκης είναι περίπτωση Ροΐδη, κατά κάποιο τρόπο. Παρόλο που και στα λογοτεχνικά του έργα χρησιμοποίησε γλώσσα από απλή καθαρεύουσα έως μικτή, με εξαίρεση βέβαια τους διαλόγους, ο ίδιος υποστήριζε τη δημοτική και θεωρούσε τεχνητή γλώσσα την καθαρεύουσα. Όταν παράτησε την Αθήνα, τσακισμένος από το δημοσιογραφικό μαγκανοπήγαδο (και τις νυχτερινές χαρτοπαιξίες) και γύρισε στην Κρήτη, πρόλαβε να δώσει ένα αριστούργημα, την Πρώτη αγάπη, σε υποδειγματική κρουστή δημοτική με πολλά διαλεκτικά στοιχεία. Δυστυχώς, λίγο μετά πέθανε.

Θα δημοσιεύσω σήμερα μια επιστολή του, υπέρ της δημοτικής, αλλά γραμμένη σε καθαρεύουσα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθήναι του Γ. Πωπ, στις 14 Φεβρουαρίου 1905 -πριν από 115 χρόνια. Ο Πωπ είχε ξεκινήσει εκείνον τον καιρό συνεντεύξεις με λογίους για το γλωσσικό ζήτημα, και ως τότε είχε φιλοξενήσει τις γνώμες διάφορων αντιπάλων της δημοτικής. Στο φύλλο της 10ης  Φεβρουαρίου είχε συνέντευξη του Καλαποθάκη, διευθυντή του Εμπρός, και στο τέλος ανάγγελλε ότι στο επόμενο φύλλο θα ακολουθούσε συνέντευξη του Κονδυλάκη. Όμως ο Κονδυλάκης αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη και έστειλε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο φ. της 14.2.1905.

Προηγήθηκε σύντομη εισαγωγή, στην οποία ο Γ. Πωπ ειρωνεύεται φιλικά τον Κονδυλάκη ότι μοιάζει με εκείνους τους γιατρούς που γράφουν συνταγές για άλλους αλλά δεν τις παίρνουν ποτέ οι ίδιοι. Βλέπετε σε εικόνα αριστερά τι έγραψε.

Ο Κονδυλάκης στην επιστολή του επίσης χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την ειρωνεία -εγκωμιάζει την καθαρεύουσα παρουσιάζοντας τα μειονεκτήματά της για πλεονεκτήματα, κυριολεκτικά σφάζει με το μπαμπάκι.

Ακολουθεί η επιστολή του Κονδυλάκη. Κρατάω την ορθογραφία πλην μονοτονικού. Στο τέλος λέω δυο λόγια.

Φίλτατε,

Ό,τι έχω να είπω διά το ζήτημα της γλώσσης δεν μου φαίνεται να είνε απαραίτητον να το είπω ανακρινόμενος. Προτιμώ να το γράψω εις μίαν επιστολήν δια να είμεθα συντομώτεροι και σαφέστεροι.

Λοιπόν θέλετε την γνώμην μου; Η ωραία μας καθαρεύουσα είνε θαύμα θαυμάτων, το οποίον δυνάμεθα να επιδεικνύωμεν με υπερηφάνειαν, αφʼ ου μάλιστα δεν έχομεν τίποτε άλλο να επιδείξωμεν οι νεώτεροι Έλληνες. Είνε νεκρός, όστις αν δεν ζη, φαίνεται τουλάχιστον ότι ζη, αφʼ ου πιστεύομεν ότι ζη. Τον κρατεί εις αυτήν την ζωήν η πίστις μας, και η πίστις, ως γνωστόν, θαυματουργεί. Είνε ζωντανός νεκρός. Είδε ποτέ ο κόσμος τοιούτον τέρας από τον καιρόν του τριημέρου Λαζάρου; Λέγουν ότι και οι Άραβες και δεν ενθυμούμαι τίνες άλλοι λαοί της Ασίας, επίσης πολιτισμένοι, έχουν κατορθώσει ανάλογον γλωσσικόν θαύμα. Αμφιβάλλω όμως αν ο γλωσσικός βρυκόλαξ εκείνων έχει τας θαυμασίας αρετάς του ημετέρου. Να είνε η αρχαία και συγχρόνως η νέα γλώσσα, και πάλιν ούτε το εν ούτε το άλλο να είνε. Να μη είνε μάλιστα καθόλου γλώσσα, και όμως να έχη όλας τας αξιώσεις γλώσσης και την υπερηφάνειαν ευγενούς γλώσσης.

Διότι επί τέλους τι είνε αυτή η γλώσσα; Αν είνε η αρχαία, διατί δεν γράφομεν και δεν ομιλούμεν ως έγραφε και δεν ωμίλει ο Φίλιππος Ιωάννου; Αν είνε νέα, τότε διατί δεν έχει αυτοτέλειαν και αυθυπαρξίαν; Πού είνε το λεξικόν, πού η γραμματική και το συντακτικόν της; Πού υπάρχει τέλος πάντων; Ή υπάρχει παντού και δεν υπάρχει πουθενά, όπως το άμορφον χάος;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εφημεριδογραφικά, Κρήτη | Με ετικέτα: , , , , , , | 82 Σχόλια »

Ανήμποροι σαρκασμοί για την 4η Αυγούστου

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2019

Κυριακή σημερα, μέρα με λογοτεχνική ύλη. Μια και σήμερα είναι η επέτειος της ανακηρυξης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά το 1936, διάλεξα να βάλω σχετικό λογοτεχνικό υλικό -συγκεκριμένα, μια ομάδα σατιρικών ποιημάτων που τα έγραψε το 1938, λίγο πριν πεθάνει, ο καλός ποιητής Μάρκος Τσιριμώκος (1872-1939, γνωστός και με το ψευδώνυμο Στέφανος Ραμάς) χωρίς βέβαια να τα κυκλοφορήσει -έμεναν να διαβάζονται σε κύκλους φίλων και δημοσιεύτηκαν μετά την κατοχή, στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 7, 23.6.1945).

Αδελφός του πολιτικού Γιάννου Τσιριμώκου, που το όνομά του έχει συνδεθεί με τη γλωσσική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, ο Μ. Τσιριμώκος, αξιωματικός του ναυτικού, ήταν μαχόμενος δημοτικιστής από τα πρώτα χρόνια, με τη μερίδα των εθνικιστών και όχι των σοσιαλιστών. Τα χρόνια της κυριαρχίας των βενιζελικών ανέλαβε και νομάρχης. Από τα ποιήματά του υπάρχει τουλάχιστον ένα που το ξέρουν πολλοί χωρίς να ξέρουν πως είναι δικό του: Τ’όμορφο νησί, που το μελοποίησε ο Βασίλης Τενίδης και το τραγούδησε ο Γιώργος Ζωγράφος. Έψαξα λίγο να βρω φωτογραφία του, αλλά δεν βρήκα.

Πολλοί έχουν ασχοληθεί, και θ’ άξιζε κάποτε να αναφερθούμε στο ιστολόγιο, με την ανοχή που έδειξαν πολλοί λογοτέχνες στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με την έννοια ότι συνεργάστηκαν με έντυπα του καθεστώτος ή συμμετείχαν σε επίσημες εκδηλώσεις. Φυσικά, υπήρχε καταστολή και, ειδικά στον χώρο της τέχνης, λογοκρισία, που θύματά της ήταν κυρίως οι κομμουνιστές (ο Βάρναλης, ας πούμε, δεν δημοσίευσε τίποτα με το όνομά του) ή οι περιθωριακοί όπως ο Λαπαθιώτης. Αλλά οι πολλοί άνθρωποι του πνεύματος έδειξαν ευμενή ουδετερότητα, κι αυτό είναι που έκανε τον Τσιριμώκο να γράψει τους σαρκασμούς του, με ψυχικό σπαραγμό όπως λέει.

Δυστυχώς, ο ποιητής δίνει μία μόνο υποσημείωση για πρόσωπα και πράγματα της εποχής, οπότε κάποια σημεία είναι δύσκολο να τα κατανοήσουμε ολότελα, αν και είναι εύκολο να υποθέσουμε τι αφορούν. Βάζω κι εγώ κάποια σχόλια. Μονοτονίζω αλλά κρατάω την ιδιότυπη ορθογραφία του Τσιριμώκου, που αποφεύγει τα διπλά σύμφωνα.

Υστερογραφικά σημειώνω πως, παρόλο που η σημερινή μέρα είναι αποφράδα για τη χώρα, αφού είναι η επέτειος μιας δικτατορίας, για μένα προσωπικά είναι σημαντική, αφού μια τέτοια μέρα γνωρίστηκαν οι γονείς μου.

 ΣΑΡΚΑΣΜΟΙ

 Σημείωμα του ποιητή   Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από την ανάγκη να ξεθυμαίνω πού και πού. Γιατί τους έγραφα παρακολουθώντας με ψυχικό σπαραγμό από το Νοέμβρη του 1938 την πολιτική και κοινωνική κατάντια της Ελλάδας. Τέλος τους αντέγραψα προσεχτικά στο τετράδιο τούτο με την ελπίδα πως κάποτε θα δημοσιευθούν είτε από μένα τον ίδιο, είτε – αν εγώ δεν υπάρχω πια – από κάποιον φίλο μου. Όπου είναι απαραίτητες ιστορικές πληροφορίες, για να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα για την κατανόηση του στιχουργήματος, τις δίνω σε υποσημείωμα.

  

                   ΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ήμουνα με τον εαυτό μου αντάμα,
κι απ’ το παράθυρό μου τ’ ανοιχτό,
στα χίλια κ’ ενιακόσια τριάντα οχτώ,
είδα μεγάλο στην Αθήνα θάμα.

Με πράσινα πουκάμισα ντυμένοι
και παντελόνια κίτρινο χακί,
σαν παλικάρια πούφαγαν φακή,
στεκόντουσαν ορθοί και κορδωμένοι

νιοι και κοπέλες κάμποσες χιλιάδες,
κοιτάζοντας με βλέματ’ απαθή,
τη Λευθεριά, με ξύλινο σπαθί,
δεξά-ζερβά να κάνει τεμενάδες.

 

                 ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ

Εμπρός! για νέα εξόρμηση παιδιά,
πάμε στα πράσιν’ άλογα καβάλα,
πράσινα να φυτέψουμε κλαδιά
και δέντρα πράσινα μικρά-μεγάλα.

Το πράσινο! το πράσινο! παιδιά
του νέου μας Κράτους σύμβολο να γίνει.
Και πράσο-πράσο η πράσινη καρδιά
στον κόσμο θα χαρίσει τη γαλήνη.

Πρέπει ο καθείς ελιά ή κι απιδιά,
χαμόδεντρο ή και πεύκο να φυτέψει,
αλλ’ όχι και συκιά, γιατί παιδιά
το φύλο της στο νου φέρνει τη σκέψη

του ξεπεσμού και της ντροπής,
του πειρασμού θυμίζει τα τερτίπια,
κι άλλο πούναι αμαρτία να τα πεις
γιατί γεννούν στα στήθια καρδιοχτύπια…

Εμπρός! στη νέα εξόρμηση, παιδιά,
πάμε στα πράσιν’ άλογα καβάλα
τα πράσα-πράσα- πράσινα κλαδιά
θάναι απ’ τα έργα μου τα πιο μεγάλα.

Σχόλιο δικό μου: Στη ρητορική και στις εκδηλώσεις της ΕΟΝ κατείχαν εξέχουσα θέση οι εκστρατείες για το πράσινο και τα δάση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικισμός, Επετειακά, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , | 83 Σχόλια »

Μια φιλική γλωσσική παρατήρηση

Posted by sarant στο 18 Οκτωβρίου, 2015

Στο αρχείο Βάρναλη, που φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ανάμεσα στην αλληλογραφία του ποιητή υπάρχει και μια επιστολή που θα τη δούμε στο σημερινό μας σημείωμα. Πρόκειται για μια φιλολογική λεπτομέρεια, που έχει ενδιαφέρον από δυο απόψεις, μια γλωσσική και μια αρχειονομική, ας πούμε.

Ο Βάρναλης είναι ο παραλήπτης. Αποστολέας της επιστολής είναι ο Ελισαίος Γιανίδης, μια μεγάλη μορφή του δημοτικισμού. Αξίζει να πούμε δυο λόγια γι’ αυτόν. Το πραγματικό του όνομα ήταν Σταμάτης Σταματιάδης. Γεννήθηκε στο Νιχώρι του Βοσπόρου το 1865, σπούδασε γεωπονία, χημεία και μαθηματικά (όπου έκανε και διδακτορικό), εργάστηκε στην εκπαίδευση (απολύθηκε από το Βαρβάκειο επειδή έλεγε στα παιδιά να μην κλίνουν «η Κίνα της Κίνης»), και είχε σημαντικό έργο σε δυο τομείς που δεν τους είχε σπουδάσει, τη γλώσσα και τη βυζαντινή μουσική. Το βιβλίο του «Γλώσσα και ζωή» (1908 και 2η έκδοση 1915) γαλούχησε γενεές δημοτικιστών και αξίζει να διαβαστει και σήμερα, ανάμεσα στ’ άλλα και για να χαρεί ο αναγνώστης τον λόγο ενός μάστορα και τα επιχειρήματα ενός καθαρού μυαλού.

Στη δεκαετία του 1930, όταν δηλαδή γράφεται η επιστολή, ο Γιανίδης (εδώ φωτογραφία του) είναι πια ηλικιωμένος, αλλά εξακολουθεί να παρακολουθεί τα γλωσσικά και να τα σχολιάζει (στον παλιό μου ιστότοπο έχω βάλει ένα άρθρο του εκείνης της εποχής).

Ιδού λοιπόν η επιστολή (αριστερά βλέπετε φωτογραφία της πρώτης σελίδας)

elgian22Νέα Σμύρνη 40-5
11-10-3x

Φίλε κύριε Βάρναλη,

Σας διαβάζω με πολυ ενδιαφέρον.

Ασχέτως με την ουσία, ζητω τη φιλική-σας άδεια να σας κάμω μια παρατήρηση γλωσσική. Η αγάπη μου στη δημοτικη με αναγκάζει και ελπίζω ότι δε θα με παρεξηγήσετε.

Γράφετε:
δε γίνανε για όφελος ολίγων κηφήνων μα για όφελος δικό του            2 Οκτωβρίου

δεν μπορεί να ιδεί ό,τι θέλει μα ό,τι του δείξουν (9 Οκτ.)

Δεν κατάστρεψε πολιτισμό αιώνων μα δημιούργησε (11 Οκτ)

να μην είναι ο δούλος μα ο κύριος της μηχανής (11 Οκτ.)

Λίγα δείγματα στην τύχη. Συστηματικα και χωρις εξαίρεση γράφετε μα εκει που νομίζω πως χρειάζεται παρά. Ποτε στην ομιλία-μας δε λέμε «δεν είναι αυτος μα είναι ο άλλος» – Δεν είναι αυτος παρά είναι ο άλλος. Είναι το γερμανικό sondern.

Ίσως έχετε ενάντια γνώμη και το γράφετε απο πεποίθηση. Τότε σέβομαι τη γνώμη-σας. Αν όμως είναι απο συνήθεια (και το θεωρώ μια κακη μετάφραση του αλλά της καθαρέβουσας), τότε θα σας παρακαλέσω να το προσέξετε. Έλαβα αυτο το θάρρος απο αγάπη της δημοτικης. Αλλου βέβαια είναι στη θέση-του το μα, όταν σημαίνει όμως (aber). Π.χ. Μα εργοστάσια έχει και η Αγγλία … Μα αυτό γίνεται και στη Γερμανία!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Μικροφιλολογικά, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , | 73 Σχόλια »

Εμμανουήλ Κριαράς (1906-2014)

Posted by sarant στο 24 Αυγούστου, 2014

Αθάνατος θα μείνει σίγουρα, αλλά τελικά δεν ήταν απέθαντος, όπως είχαμε πιστέψει. Ο καθηγητής Εμμανουήλ Κριαράς έφυγε από τη ζωή προχτές το βράδυ, αφού πρόλαβε να δει τα δοκίμια του 19ου τόμου του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας, του έργου που ο ίδιος είχε ξεκινήσει και που μπορεί να θεωρηθεί το έργο ζωής του. Ο άγιος Κριαράς, συνήθιζα να τον αποκαλώ, επειδή πρωτοστάτησε στην καθιέρωση του μονοτονικού και βοήθησε να απαλλαγούν οι νεότερες γενιές από τον βραχνά των μακρών και των βραχέων σε μια γλώσσα που δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις. Όπως μου είχε πει ένας κοινός γνωστός, όταν είχε δει τον χαρακτηρισμό αυτό (στο βιβλίο μου Γλώσσα μετ’ εμποδίων) είχε σχολιάσει «Ακόμα δεν πέθανα και βιάζονται να με κάνουν άγιο», ή κάτι τέτοιο.

Οπότε, το σημερινό άρθρο θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Εμμανουήλ Κριαρά κι ελπίζω να τιμήσουμε τη μνήμη του περισσότερο απ’ ό,τι ο ημιμαθής πρωθυπουργός μας, που αποκάλεσε τον μεγάλο νεκρό «καθηγητή της φιλοσοφίας«, χωρίς απ’ όσο ξέρω κάποιος σύλλογος φιλολόγων να διαμαρτυρηθεί για την απρέπεια.

Διάλεξα να δημοσιεύσω εδώ αποσπάσματα από δυο νεανικά κείμενα του Κριαρά, που τα έγραψε πριν από 82 χρόνια, δηλαδή το 1932, τότε που υπέγραφε «Μανόλης Κριαράς». Πρόκειται για έναν διαξιφισμό που είχε, μέσα από τις στήλες της Νέας Εστίας, με τον αγαπημένο μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Λαπαθιώτης υποστήριζε ασαφώς τη «μουσικότητα στη γλώσσα» ενώ ο Κριαράς επέμενε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό του ατομικού ύφους και όχι της γλώσσας. Επίσης, ενδιαφέρουσες σκέψεις ανταλλάσσουν σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζουν λογοτέχνες και γλωσσολόγοι στη διαμόρφωση της γλώσσας.

Πρώτη επιστολή, Κριαράς στη Νέα Εστία, τχ. 137 (1.9.1932, σελ. 939)

¨Μουσική», «ευφωνία», κ.ά.

Τον κ. Λαπαθιώτη τον εχτιμώ ως διαλεχτό ποιητή και διανοούμενο. Αυτό βέβαια δε μ’ εμποδίζει ν’ ανασκευάσω μερικά σημεία απ’ όσα έγραψε στο προηγούμενο τεύχος (αρ. 135, σελ. 827κ.ε.) της «Νέας Εστίας», απαντώντας σ’ ένα σημείο της κριτικής του κ. Ν.Α.[νδριώτη] για το βιβλίο του κ. Γιαννίδη «Γλωσσικά Πάρεργα», που ατομικά τον αφορούσε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Δημοτικισμός, Εις μνήμην, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , | 130 Σχόλια »

Για τα «Μαρασλειακά» της Μ. Ρεπούση

Posted by sarant στο 18 Φεβρουαρίου, 2013

marasl b178962Το όνομα της Μαρίας Ρεπούση έχει συνδεθεί με το διάσημο βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού, που δέχτηκε ολομέτωπη την επίθεση της εθνικιστικής δεξιάς (και μερικών αριστερών, που ελπίζω να το έχουν μετανιώσει πικρά) και που τελικά αποσύρθηκε, πράγμα το οποίο θεωρώ ότι αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες ιδεολογικές νίκες της ακροδεξιάς τις τελευταίες δεκαετίες. Τότε που μαινόταν η ακροδεξιά επίθεση ήταν δύσκολο να κρίνει κανείς το βιβλίο νηφάλια, από φόβο μήπως ταυτιστεί με τους καρατζαφέρηδες και τους καραμπελιάδες.

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, κυκλοφορεί το νέο βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση, τα «Μαρασλειακά». Επειδή στο μεταξύ η Μαρία Ρεπούση είναι βουλευτίνα της ΔΗΜΑΡ, υπάρχει παρόμοιος φόβος: μήπως η κριτική στο βιβλίο της θεωρηθεί έμμεση κριτική προς το κόμμα της και την επιλογή του να συμμετάσχει στην τρικομματική συγκυβέρνηση. Βέβαια, μέχρι τώρα, οι κριτικές που έχω διαβάσει ήταν σχεδόν όλες ανεπιφύλακτα επαινετικές. Εγώ, παρόλο που δεν είμαι ιστορικός, έχω αρκετά ασχοληθεί με τον μεσοπόλεμο κυρίως από τη σκοπιά της ιστορίας της λογοτεχνίας· και επειδή στο αρχείο μου έχω αρκετές πρωτογενείς πηγές, δεν ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξω κάποια από τα γραφόμενα στο βιβλίο της Μ. Ρεπούση. Ομολογώ ότι δεν έχω μείνει ικανοποιημένος και σας διαβεβαιώνω ότι η αρνητική μου κριτική δεν υπαγορεύεται από την πολιτική τοποθέτηση της συγγραφέα. Πάντως, σας προειδοποιώ ότι το κείμενό μου είναι πολύ εκτενές. Επίσης, κατά το δυνατόν θα παρακαλούσα τα σχόλιά σας να μην εστιαστούν μόνο στο βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού.

Επειδή πιθανόν οι περισσότεροι να μην έχουν φρέσκα τα γεγονότα, θα κάνω μια τηλεγραφική ανασκόπηση. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917-20 που έβαλε τη δημοτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση (Το αλφαβητάρι με τον ήλιο, Τα ψηλά βουνά) σταμάτησε απότομα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, οπότε επανήλθε δριμύτερη η καθαρεύουσα και τα νέα διδακτικά βιβλία οδηγήθηκαν στην πυρά. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την εκδίωξη του βασιλιά, η επαναστατική κυβέρνηση επανέφερε τους διωγμένους δημοτικιστές στην ηγεσία της εκπαίδευσης. Πλάι στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, που το ανέλαβε ο Δελμούζος, και που εκπαίδευε δασκάλους για τα δημοτικά σχολεία, ιδρύθηκε, ως αντίπαλο δέος στη Φιλοσοφική σχολή που ήταν προπύργιο του γλωσσικού συντηρητισμού, η Παιδαγωγική Ακαδημία, με αποστολή να μετεκπαιδεύει καθηγητές για τη μέση εκπαίδευση. Διευθυντής της ο Δημ. Γληνός. Τα δυο ιδρύματα συστεγάζονταν και αλληλοσυμπληρώνονταν· στελεχώθηκαν με δημοτικιστές, αρκετούς από αυτούς αριστερούς (Ιορδανίδης, Βάρναλης, Ιμβριώτου). Με την όξυνση των αντιθέσεων η κοινωνικοπολιτική συγκυρία γίνεται ολοένα και πιο αρνητική για τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης· στα τέλη του 1924 μια μερίδα των Φιλελευθέρων συντάχθηκε με την αντίδραση και άρχισε να επιτίθεται στο Μαρασλειακό συγκρότημα. Πρώτο θύμα ήταν ο Βάρναλης που παύθηκε για αντιπατριωτικούς στίχους (στο δημοσιευμένο τρία χρόνια νωρίτερα Φως που καίει), δεύτερος δέχτηκε επίθεση ο Ιορδανίδης, που ήταν κομμουνιστής και επιπλέον η σύζυγός του ήταν υπάλληλος της σοβιετικής πρεσβείας (πρόκειται για τη Μαρία Ιορδανίδου, την αγαπημένη συγγραφέα της Λωξάντρας), και το κακό τρίτωσε όταν στη συνέχεια δέχεται επίθεση η Ρόζα Ιμβριώτου γιατί δίδασκε το μάθημα της ιστορίας σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό (είχε εκδοθεί πρόσφατα και το βιβλίο του Κορδάτου για την κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821). Τότε αρχίζουν και τα καθαυτό Μαρασλειακά. Με τη δικτατορία Πάγκαλου η συντηρητική επίθεση εξαπολύεται πλέον ολομέτωπη, οι δημοτικιστές χάνουν τα ερείσματά τους, και τελικά όλοι οι πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης απολύονται στις αρχές του 1926, η Παιδαγωγική Ακαδημία καταργείται και η μεταρρύθμιση ενταφιάζεται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εκπαίδευση, Κριτική βιβλίου, Λαθροχειρίες, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 221 Σχόλια »

Η Αγνή του Ψυχάρη

Posted by sarant στο 13 Ιανουαρίου, 2013

Πριν από πέντε και κάτι χρόνια, στα τέλη του 2007, που δεν είχα ακόμα ιστολόγιο αλλά μόνο τον παλιό μου ιστότοπο, δημοσίευσα στον ιστότοπό μου μιαν αγγελία στην οποία ζητούσα συνεργάτες, που θα πληκτρολογούσαν, σε εθελοντική βέβαια βάση, κείμενα που θα τους έστελνα και που θα δημοσιεύονταν στη συνέχεια σε ειδικήν ενότητα του ιστοτόπου. Ο ιστότοπος δεν είναι ιστολόγιο, δεν έχει άμεση αναπληροφόρηση, και δεν θυμάμαι αν την αγγελία μου αυτή την είχα βάλει πουθενά αλλού, πάντως ανταπόκριση υπήρξε άφθονη και εκλεκτή, κι έτσι με τον καιρό συγκεντρώθηκε αξιόλογο υλικό, ποιοτικά και ποσοτικά.

Πέρασε καιρός, άρχισα και το ιστολόγιο, δεν είχα πια καιρό να επιμελούμαι τα κείμενα που ανέβαζα στον ιστότοπο, γιατί θέλουν κι αυτά την επιμέλειά τους. Στο μεταξύ όμως κι από τους συνεργάτες είχαν μείνει λίγοι αλλά έμπειροι και άξιοι, που δεν ήθελαν οδηγίες, είχαν γίνει ξεφτέρια, διάλεγαν τα βιβλία μοναχοί τους, τα ετοίμαζαν όπως πρέπει, ούτε να τα κοιτάξω δεν χρειαζόταν. Ένας από αυτούς, ο Γιάννης Π., είχε βρει και μια μέθοδο ημιαυτόματη, ή ίσως την είχαμε βρει μαζί, περνούσε δηλαδή από οσιάρ το σκαναρισμένο κείμενο, ύστερα το περνούσε από κάτι αλλεπάλληλα μάκρο για να το καθαρίσει απ’ τα ρετάλια του πολυτονικού, και μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο ετοίμαζε μυθιστόρημα ολόκληρο. Φυσικά, όλα τα πράγματα κάποτε τελειώνουν, κι έτσι προς τα τέλη του 2009 τα «Κείμενα μαζί» σταμάτησαν, όχι μόνο επειδή κουράστηκαν οι συντελεστές του εγχειρήματος, αλλά και για έναν επιπρόσθετο, τεχνικό λόγο: κόντευε να εξαντληθεί η χωρητικότητα του ιστοτόπου. Από τις αρχές του 2010, ελάχιστο νέο υλικό προσθέτω στον παλιό μου ιστότοπο, με το σταγονόμετρο. (Πειραματικά, κάποια κείμενα μπαίνουν και στη σελίδα «Άλλα κείμενα» του ιστολογίου).

Πριν από λίγο καιρό, ο παλιός συνεργάτης, ο Γιάννης Π.,  μου έστειλε ένα ηλεμήνυμα ρωτώντας αν θα μ’ ενδιέφερε να ανεβάσω στον ιστότοπό μου την «Αγνή» του Ψυχάρη. Κατά σύμπτωση, λίγο νωρίτερα η εταιρεία που στεγάζει τον ιστότοπό μου είχε πάθει μια βλάβη κι έτσι αναγκάστηκα να ξανανεβάσω όλο το υλικό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί λίγος ελεύθερος χώρος, μάλλον επειδή διάφορα προσωρινά και άχρηστα αρχεία σβήστηκαν. Οπότε είπα του Γιάννη να προχωρήσει, κι έτσι πριν από μερικές μέρες μού έστειλε το μυθιστόρημα αυτό του Ψυχάρη, την Αγνή, που την ανέβασα χτες στον παλιό μου ιστότοπο. Όπως βλέπετε, είναι μερακλήδικη δουλειά, με χωρισμό σε κεφάλαια και με αναπαραγωγή των εικόνων του πρωτοτύπου -το οποίο πρωτότυπο υπάρχει κι αυτό ονλάιν, χάρη στην Ανέμη.

Δεν πρόκειται βέβαια να ανεβάσω εδώ στο ιστολόγιο το μυθιστόρημα του Ψυχάρη -όσο κι αν δεν είναι μεγάλο, ξεπερνάει τις 10ο σελίδες βιβλίου. Θα βάλω την αφιέρωση στον Μαρίνο Σιγούρο, τις πρώτες σελίδες, και θα πω δυο-τρία πράγματα για το λεξιλόγιο του Ψυχάρη. Το μυθιστόρημα, αν θέλετε να το διαβάσετε, βρίσκεται στον παλιό μου ιστότοπο. Η ορθογραφία του πρωτοτύπου έχει εκσυγχρονιστεί (μονοτονικό και σημερινή ορθογραφία) αλλά διατηρεί τις ιδιορρυθμίες του Ψυχάρη (π.χ. εβ και εφ αντί ευ).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικισμός, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , | 61 Σχόλια »

Όταν ο Βάρναλης συνάντησε τον Καβάφη

Posted by sarant στο 9 Δεκεμβρίου, 2012

Ο τίτλος του σημερινού φιλολογικού μας άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός, αφού δεν εννοεί κυριολεκτική συνάντηση αλλά ποιητική. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν οι δυο μεγάλοι ποιητές μας συναντήθηκαν ποτέ με σάρκα και οστά. Αν συναντήθηκαν, αυτό θα έγινε στην επίσκεψη του Καβάφη στην Αθήνα όταν ήταν άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, έναν χρόνο πριν πεθάνει, το 1932. Ποιητικά όμως συναντήθηκαν τουλάχιστον δύο φορές και μία από αυτές θα δούμε σήμερα. Επίσης, πολλές φορές συναντήθηκαν φιλολογικά, δηλαδή πολλές φορές έγραψε ο Βάρναλης για τον Καβάφη, ενώ μια φορά υπέγραψε ο Καβάφης για τον Βάρναλη, ίσως τη μοναδική φορά στη ζωή του που υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας.

Βοήθημα για το σημερινό μου άρθρο έχω ένα βιβλίο για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει, το βιβλίο του φίλου Ηρακλή Κακαβάνη “Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του”, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη από τις εκδόσεις “Εντός”. Το βιβλίο αυτό άλλωστε πρόκειται να παρουσιαστεί, την παραπάνω Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2012, στις 7 μ.μ. στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ (Σισίνη 18 & Ηριδανού, πίσω απ’ το Χίλτον). Θα μιλήσουν για το βιβλίο ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, ο Χρίστος Αλεξίου (καθηγητής νεοελλ. λογοτεχνίας στο Μπέρμινχαμ), η ποιήτρια και φίλη Σοφία Κολοτούρου και εγώ. Μελοποιημένα τραγούδια του Βάρναλη θα τραγουδήσει ο Γιώργος Σαρρής, ενώ θα παιχτεί και ένα σατιρικό σκετς που βασίζεται σε έναν διάλογο του Βάρναλη (που υπάρχει στο βιβλίο). Νομίζω πως θα είναι καλή ιδέα να ρθείτε. Αλλά ας προχωρήσω στις συναντήσεις Καβάφη και Βάρναλη.

Προπολεμικά, η Αίγυπτος, και ειδικά η Αλεξάνδρεια, ήταν μεγάλο πνευματικό κέντρο του ελληνισμού. Η ευμάρεια της ελληνικής παροικίας έδινε τη δυνατότητα να εκδίδονται λαμπρά περιοδικά, με τα οποία έσπευδαν να συνεργαστούν οι καλύτεροι ελλαδίτες λογοτέχνες -για κάποιους μάλιστα που βιοπορίζονταν από την πένα τους, όπως ο Δημ. Βουτυράς, τα αλεξαντριανά περιοδικά ήταν σημαντικό βοήθημα. Ο Βάρναλης συνεργαζόταν από παλιά με περιοδικά της Αλεξάνδρειας, και στην Αλεξάνδρεια εξέδωσε τα δυο πρώτα του βιβλία, την ποιητική σύνθεση «Το φως που καίει» (1922) και το πεζό «Ο λαός των μουνούχων» (1923), και τα δυο από τις εκδόσεις του Στέφανου Πάργα που έβγαζε και το περιοδικό «Γράμματα», και τα δυο με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, θελημένα προκλητικό. Ψευδώνυμο, επειδή σαν δημόσιος υπάλληλος που ήταν, χρειαζόταν αυτό το φύλλο συκής -βέβαια, οι παροικούντες τη φιλολογική Ιερουσαλήμ ήξεραν με σιγουριά ποιος είναι ο Τανάλιας, αν και όχι όλοι. Ο Καζαντζάκης, ας πούμε, που δεν του άρεσε καθόλου το Φως που καίει, δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι ο Τανάλιας ήταν ο Βάρναλης.

Το 1924, ο Βάρναλης που είχε σταλεί στο Παρίσι με υποτροφία, επιστρέφει στην Αθήνα για να διδάξει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τον ένα από τους δύο πυλώνες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε δρομολογήσει η επανάσταση του 1922. Με διευθυντή τον Δημ. Γληνό, η Ακαδημία, στην οποία μετεκπαιδεύονταν καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, ήταν το αντίπαλο δέος της συντηρητικότατης γλωσσικά και πολιτικά Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Δίδυμο ίδρυμα το Μαράσλειο Διδασκαλείο, με διευθυντή τον Αλέξ. Δελμούζο, εκπαίδευε δασκάλους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα δυο ιδρύματα συστεγάζονταν. Ο Βάρναλης προσκλήθηκε στην Παιδ. Ακαδημία για να διδάξει νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά λίγες μέρες μετά την έναρξη της λειτουργίας της, τον Νοέμβριο του 1924 (το Μαράσλειο είχε προηγηθεί), άρχισε από τις στηλες της Εστίας η πολεμική εναντίον της Ακαδημίας και του Γληνού, εστιασμένη στα «αντιπατριωτικά» γραφτά του Βάρναλη, δηλαδή σε επιλεγμένους στίχους από το Φως που καίει. Η επίθεση της Εστίας ήταν ένα σημείο καμπής, διότι ως τότε όλες οι επιθέσεις ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό προέρχονταν από τη βασιλόφρονα παράταξη, ενώ η Εστία ήταν φιλικά διακείμενη προς τους βενιζελικούς. (Αυτό δεν ήταν καινούργιο: και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917-20 χτυπήθηκε και από βενιζελικές εφημερίδες).

Η Εστία στη συνέχεια γενίκευσε την επίθεση, και άρχισε να επισείει τον κίνδυνο του κομμουνισμού που είχε εισχωρήσει στην εκπαίδευση γενικά και στο συγκρότημα του Μαρασλείου ειδικότερα. Τοιούτους καθηγητάς, με σαφώς αναρχικάς και κομμουνιστικάς ιδεολογίας, έχει σήμερον το Μαράσλειον Διδασκαλείον, όπως –φευ!– τους έχει όλος ο επίσημος εκπαιδευτικός κλοιός. Και οι καθηγηταί ούτοι δεν παύουν να εκφράζουν δημοσία, κατά τρόπον προκαλούντα κοινόν σκάνδαλον, τας ιδεολογίας των αυτάς. Τότε ήταν που στάλθηκε και στον πρωθυπουργό, τον Ανδρ. Μιχαλακόπουλο, το Φως που καίει του Βάρναλη, με την επισήμανση «Το κτήνος είναι και κωφόν» και την υπόδειξη ποιες σελίδες να διαβάσει για να δει πόσο αντιπατριωτικός είναι ο Βάρναλης. Έχω γράψει για το θέμα αυτό, αν και γράφω κάτι που μπορεί να είναι λάθος. Βασισμένος σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξη του Βάρναλη, λέω ότι ο εθνικόφρων ρουφιάνος ήταν ο Ευστρ. Κουλουμβάκης, αλλά αν δείτε το εξώφυλλο του βιβλίου φαίνεται αν και ορνιθοσκαλισμένη η υπογραφή Κ. Ζηλεμένος.

Η τιμωρία του Βάρναλη προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών και λογοτεχνών, όχι μόνο αριστερών. Τον Απρίλιο του 1925 κυκλοφόρησαν δυο κείμενα διαμαρτυρίας, ένα από πολιτικούς και λογίους της Αθήνας, που το έχω ανεβάσει εδώ (υπογράφει και ο Γεώργιος Παπανδρέου), και άλλο ένα από λογίους της Αλεξάνδρειας, που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ και που ο φίλος SpyrosZer είχε την καλοσύνη να το μεταγράψει και το παραθέτω στο τέλος (κι αν κάποιος φιλοτιμηθεί να τη μεταγράψει, ας το δηλώσει στα σχόλια κι ας μου στείλει το κείμενο να το ανεβάσω). Στο αλεξανδρινό κείμενο φιγουράρει και η υπογραφή του Κ.Π.Καβάφη -και είναι, απ’ όσο ξέρω, η μοναδική φορά που ο Καβάφης υπέγραψε συλλογικό κείμενο.

Διαβάζω στο βιβλίο του Κακαβάνη ένα απόσπασμα από άρθρο του Μαν. Γιαλουράκη, ο οποίος λέει ότι ο Καβάφης αρχικά δεν ήθελε να υπογράψει -πράγματι, τέτοια διαβήματα δεν ήταν στον χαρακτήρα του- αλλά οι φίλοι του τον μεταπείσανε όταν του θυμίσανε πόσο επαινετικά είχε εκφραστεί ο Βάρναλης για το έργο του. Ωστόσο, συνεχίζει ο Γιαλουράκης, ο Καβάφης έθεσε όρο να αμβλυνθεί το κείμενο, και μάλιστα το τροποποίησε ο ίδιος. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να βρίσκαμε την αρχική μορφή και να βλέπαμε ποιες τροποποιήσεις έκανε ο Καβάφης, αλλά μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ…

Ο Βάρναλης έδωσε πολύ μεγάλη σημασία στη στήριξη του Καβάφη. Έγραψε στον φίλο του τον Πάργα ευχαριστήρια επιστολή, οι δυο από τις τρεις παραγράφους της οποίας είναι αφιερωμένες στον Καβάφη: Κάμετέ μου τη χάριν να ευχαριστήσετε όλους από μέρους μου και ξεχωριστά το μοναδικό ποιητή Κ.Π.Καβάφη, για τον οποίον ο θαυμασμός μου είναι αδιάπτωτος από την πρώτη στιγμή που γνωρίσθηκα παιδί ακόμα με την τέχνη του.

Μέσα στην ομοιόμορφη νεοελληνική ποίησι, που κ’ εγώ είμαι ένας σαν τους άλλους, κανείς δεν μίλησε οικειότερον στην ψυχή μου από τον κ. Καβάφη…»

Δεν είναι και μικρό πράγμα τέτοιοι έπαινοι, και δεν οφείλονται στο αίσθημα ευγνωμοσύνης για τη στήριξη. Ο Βάρναλης και αργότερα δεν έπαψε να εκφράζεται πολύ επαινετικά για την ποίηση του Καβάφη -«Μοναδικός, ανόμοιαστος και ανεπανάληπτος» είναι ο τίτλος του άρθρου του στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1963. Και σε συνέντευξη του 1959 κάνει την εξής διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον ποιητή: Ο Καβάφης είναι πολύ βαθύς και πολύ ανθρώπινος ποιητής. Κατά βάθος βέβαια, πεσσιμιστής και αμοράλ, και όχι αγωνιστής.

Ο Βάρναλης έγραψε δυο ποιήματα που απαντούν άμεσα σε καβαφικά ποιήματα. Να πούμε εδώ ότι ο Καβάφης, το έχω ξαναγράψει, είναι με μεγάλη διαφορά, ο ποιητής μας εκείνος που τα ποιήματά του έχουν παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον. Άλλες παρωδίες ή μιμήσεις είναι χλευαστικές, όπως του Φώτου Πολίτη, άλλες είναι κολακευτικές, όπως του Λαπαθιώτη, ενώ άλλοι χρησιμοποίησαν το καβαφικό ύφος σαν όχημα για σάτιρα άλλων καταστάσεων, όπως ο Ξ. Κοκόλης, που τον χάσαμε πρόσφατα. Τα ποιήματα του Βάρναλη δεν είναι παρωδίες, ούτε μιμήσεις ύφους του Καβάφη, είναι ποιητικές απαντήσεις σε καβαφικά ποιήματα.

Το πρώτο ποίημα έχει τίτλο «Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906», που παραπέμπει απευθείας στον τίτλο του καβαφικού ποιήματος («27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.«) Δεν θα παραθέσω το βαρναλικό ποίημα, μπορείτε να το βρείτε εδώ. Να προσεχτεί ότι το καβαφικό ποίημα δεν ανήκει στα 154 αναγνωρισμένα, το έφερε στην επιφάνεια ο Στρ. Τσίρκας και το δημοσίευσε στο τεύχος Δεκεμβρίου 1963 της Επιθεώρησης Τέχνης (που ήταν αφιερωμένο στον Καβάφη). Αυτή η δημοσίευση έδωσε στον Βάρναλη το έναυσμα για να συνθέσει το δικό του ποίημα, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό δυο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1964, με υπότιτλο «ήγουν παντού τα πάντα κι όποιοι» και αφιέρωση στον Τσίρκα. Ο Βάρναλης αφηγείται το ίδιο γεγονός αλλά πολύ εκτενέστερα. Ο Καβάφης εστιάζεται στον θρήνο της μάνας και στο εφηβικό σώμα, ο Βάρναλης καταγγέλλει το έγκλημα των αποικιοκρατών.

Το δεύτερο ποίημα του Βάρναλη γράφτηκε ως απάντηση στο πασίγνωστο καβαφικό «Η πόλις» και χρησιμοποιεί σαν υπότιτλο τον γνωστότερο στίχο του, «δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό». Ο Βάρναλης το έγραψε τον Νοέμβριο του 1968 (ογδονταπέντε χρονών) και το χάρισε στον Γ. Σαββίδη. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Οργή λαού» που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του ποιητή σε επιμέλεια Σαββίδη, αλλά αποτελεί και οργανική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής «Ελεύθερος κόσμος», όπως επισημαίνει ο Σαββίδης σε ένα άρθρο του. Όπως μας πληροφορεί ο Κακαβάνης, μια δεύτερη μορφή, με κάποιες αλλαγές, γράφτηκε τον Φλεβάρη του 1969 και δημοσιεύτηκε το 1972 στο λογοτεχνικό κυπριακό περιοδικό «Νέα εποχή».

Ο Βάρναλης διαφωνεί συμφωνώντας με τον Καβάφη. Και να μπορέσει να φύγει από την Πόλιν, τα ίδια θα βρει και αλλού, εκτός αν αλλάξει δρόμο στη ζωή του και ακολουθήσει την οδό της κοινωνικής αλλαγής.

Ο τίτλος, Ελευθερίης φάος ιρόν, δεν πρέπει να υπάρχει στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον δεν τον βρήκα πουθενά. (Ο Σαββίδης δεν αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα). Θα πει, βέβαια, Ελευθερίας ιερό φως.

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΦΑΟΣ ΙΡΟΝ…»
           
                                    δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό
                                                                                    ΚΑΒΑΦΗΣ
 
 
            – Πια δεν μπορώ! Θα φύγω φτερωτός
            στον «ελεύθερον κόσμο του φωτός»!
            (Όχι Άφρικα κι Ασία! Καθημερνά
            φωτιά κι ατσάλι ο Αθάνατος κερνά.)
           
            Θα γεννηθώ ξανά, όπως θέλω, κι όσο
            μπορώ και θέλω εγώ να μεγαλώσω!
            (Ιδού στάδιον δόξης σου λαμπρόν,
            αθάνατη λεξούλα του Καμπρόν!)
           
            – Αν απ’ εδώ σ’ αφήσουν κι αν εκεί
            σε δεχτούνε, θ’ αλλάξεις φυλακή.
            Ανάσα πουθενά του δουλευτή
            που προσκυνά, ο φτωχός, να βολευτεί.
           
            Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω,
            φτηνά το κρέας πουλιέται τ’ ανθρωπίσο.
            Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
            δεν έχουνε πατρίδα, οχτροί και μούλοι!
           
            Όπου να πας, ξένος και δούλος, κι όπου
            σταθείς, θα χάνεις κάθε αξία τ’ ανθρώπου.
            Αλλού να γεννηθείς κι αλλού να πας,
            παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς!
           
            Πουθενά δε θα μείνεις. Κάθε λίγο
            θα παίρνεις το δισάκι σου: «Θα φύγω!»
            Οι αλυσίδες σου στο ’να το σακί,
            στ’ άλλο ο τάφος σου – κι ώρα σου κακή!
           
            Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
            Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ.
            Κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού!
            Όλα τα ’χεις, γιατί να πας αλλού;
           
            (ψιθυριστά)
           
            Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο,
            δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο!

Υ.Γ.

Το κείμενο διαμαρτυρίας των λογίων της Αλεξάνδρειας, που πληκτρολόγησε ο φίλος SpyrosZer, παρατίθεται εδώ (με διατήρηση της ορθογραφίας πλην πολυτονικού):

 

                                                   ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

                                                            ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ

   ΜΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Με κατάπληξη έμαθε μία μεγάλη μερίς των διανοουμένων Αλεξάνδρειας  ότι η Εκπαιδευτική Επιτροπή του Υπουργείου της  Παιδείας κατεδίκασε σε εξάμηνο παύση τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, καθηγητή στο Διδασκαλείον Αθηνών, για το λόγο ότι, πριν 2 ή 3 χρόνια,  εδημοσίευσε σ’ ένα βιβλίο του «Το φως που καίει»,  μερικούς στίχους που θίγουν, κατά την αντίληψη των κριτών του,  την ιδέα της πατρίδας.

Διερωτώμεθα αν η πειθαρχική αυτή τιμωρία του ποιητού,  που κατέφθασε με μια τέτοια παράξενη αργοπορία,  σημαίνει την απαρχή στην Ελλάδα, διωγμών κατά του πνεύματος και της ελευθερίας του λόγου,  εάν έπρεπε να εγκαθιδρυθή στον τόπο μας το πολίτευμα της  «Ελευθερίας» και της «Προόδου», η Δημοκρατία, για να καταδιωχθεί ένας ποιητής, γιατί διετύπωσε μιαν ιδέα που δεν αρέσει στους επισήμους, εάν το κράτος εννοεί να νομοθετήση επίσημη έκφραση ωρισμένων ιδεών…

Και από την άλλη μεριά, με περιέργεια και ανησυχία θέλομε να μάθωμε εάν οι κύριοι δικασταί της Εκπαιδευτικής Επιτροπής ανεκάλυψαν,  για την ιδέα της πατρίδος, τον απαρασάλευτο τύπο του ορθόδοξου ορισμού και απάνω εις αυτόν εμέτρησαν την ποιητική έκφραση που της έδωσε ο Βάρναλης  και την βρήκαν λανθασμένη, εγκληματική ….

Ελησμόνησαν άραγε οι κύριοι δικασταί  ότι ανέκαθεν οι καταδικασθέντες για τις ιδέες τους  ελατρεύτηκαν ως θεοί ή ήρωες του πνεύματος, μερικούς αιώνες ή και μερικές γενεές μόνο, κατόπιν;

Εάν η ποιητική έκφρασις του Βάρναλη είναι λανθασμένη, δεν θ’ αρκούσαν για να το αποδείξουν, εμπρός στα μάτια του λαού οι επίσημοι και μη διανοούμενοι, και να καταστρέψουν έτσι την αίρεση, με τα ίδια τους όπλα;

Έπρεπε να διαταχθή κατά του ποιητού η σκληρή, βάρβαρη ποινή της εξαμήνου πείνας;

Έπρεπε να τιμωρηθή το πνεύμα γιατί, στην έρευνά του, διετύπωσε μιαν έκφραση που επλήγωσε ορθές ή στραβές αντιλήψεις  μερικών ανώτερων υπαλλήλων του Υπουργείου της Παιδείας που ανέλαβαν να την κρίνουν;

Διαμαρτυρόμεθα και εκφράζομε στον Κώστα Βάρναλη  όλη τη συμπάθειά μας γιατί, εργάτης του πνεύματος, υπακούσας  στη σκέψη του και την συγκίνησή του, εξέφρασε μίαν αντίληψή του και χτυπήθηκε γι’ αυτό με ανάρμοστη τιμωρία.

Υψώνομε την διαμαρτυρία μας προς το Κράτος και τους υπευθύνους και τους ζητούμε, για τη τιμή τους, ν’ ανακαλέσουν και ν’ ακυρώσουν την απόφαση της Εκπαιδευτικής Επιτροπής.

Αλεξάνδρεια 13 Απριλίου 1925

Υπέγραψαν:

Β. Αθανασόπουλος, Γλαύκος Αλιθέρσης, Αγ. Αριστοκλής, Γ. Βρισιμιτζάκης, Σ. Γιαννακάκης, Δρ. Θ. Γεωργίου, Δ. Ευαγγέλου, Κ. Π. Καβάφης, Γ. Κιτρόπουλος, Απόστολος Λεοντής, Δ. Λίτσας,  Κ. Δ. Μακρής, Τίμος Μαλάνος,  Αθανάσιος Μαρσέλος, Πόλυς Μοδινός, Παύλος Μύρτης, Νικόλαος Νικολαίδης, Θ. Ξανθόπουλος, Στεφ. Πάργας, Β. Πασχαλίδης, Β. Παυλίδης, Μ. Περίδης, Γ. Πετρίδης, Γ. Πιερίδης, Αλεκ. Σκούφας, Δρ. Α. Σκουφόπουλος.

 

Posted in Βάρναλης, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εκπαίδευση, Εκδηλώσεις, Καβαφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 89 Σχόλια »

Η τιράντα της Μιράντας

Posted by sarant στο 26 Ιανουαρίου, 2012

Η Μιράντα και η καταιγίδα, πίνακας του Waterhouse (1916)

Πένθιμοι καιροί μας έχουν περικυκλώσει, ας βάλουμε ένα πιο ανάλαφρο θέμα σήμερα. Προτού ξεκινήσω, σπεύδω να διευκρινίσω ότι το άρθρο δεν αποτελεί υπαινιγμό για καμία συγκεκριμένη Μιράντα -μάλιστα, μόνο μία γυναίκα έχω γνωρίσει με το όνομα αυτό κι έχω χάσει εδώ και καιρό τα ίχνη της. Το όνομα είναι αφορμή για να αφηγηθώ μια παλιά ιστορία για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, που είναι άλλωστε και τα βασικά μας ενδιαφέροντα εδώ.

Το όνομα Μιράντα είναι μάλλον σπάνιο στα ελληνικά αλλά βέβαια μερικές γνωστές Μιράντες έχουμε, ας πούμε τις ηθοποιούς Μιράντα Κουνελάκη και Μιράντα Μυράτ. Το όνομα πάντως δεν είναι ντόπιο και στο eortologio.gr, που έχει όλες τις γιορτές, ακόμα και τις πιο σπάνιες, βρίσκουμε ότι «δεν γιορτάζει», δηλαδή ότι το όνομα δεν περιλαμβάνεται στο εορτολόγιο της εκκλησίας μας. Αν ξέρετε κάτι άλλο εσείς, πείτε μας. Για την προέλευσή της, βρίσκω ότι είναι το θηλυκό του λατινικού mirandus, από το mirare = θαυμάζω, δηλαδή Μιράντα είναι η θαυμαστή, η αξιοθαύμαστη.

Πότε άρχισαν ελληνίδες να ονομάζονται Μιράντες, δεν ξέρω. Πάντως, τον Γενάρη του 1899 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η τέχνη το ποίημα «Μιράντα» του Στέφανου Ραμά, κι εδώ θα σταθούμε. Αλλά πρώτα να κάνουμε τις συστάσεις.

Το περιοδικό «Η τέχνη», με εκδότη τον ποιητή Κώστα Χατζόπουλο, ήταν μάλλον βραχύβιο, αφού έκλεισε μόλις συμπλήρωσε έναν χρόνο ζωής, δώδεκα μηνιαία τεύχη από τον Νοέμβρη του 1898 έως τον Οκτώβριο του 1899. Ωστόσο, έγραψε ιστορία. Όπως είχε φιλοδοξήσει ο ιδρυτής της, η Τέχνη δεν έμοιαζε με κανένα από τα ως τότε περιοδικά. Ήταν το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που γραφόταν στη δημοτική, πριν ακόμα κι από τον Νουμά. Και ήταν καθαρά λογοτεχνικό περιοδικό, με συνεργάτες τα πιο λαμπρά ονόματα της πνευματικής ζωής. Οι συντελεστές του περιοδικού ονομάστηκαν «μαλλιαροί» και έγιναν στόχος του χλευασμού των καθαρευουσιάνων δημοσιογράφων –όμως τα δικά τους ονόματα θυμόμαστε σήμερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Γλωσσικά στιγμιότυπα, Δημοτικισμός, Ομοιοκαταληξία, Ονόματα, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 172 Σχόλια »