Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Διηγήματα’ Category

Μήτσος Παπανικολάου, 80 χρόνια από τον θάνατό του

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2023

Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Μήτσου Παπανικολάου (Ύδρα 1900 – Αθήνα 1943). Για τον ποιητή αυτόν, που ήταν επίσης γερός κριτικός και καλός μεταφραστής, αλλά και επιστήθιος φίλος του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, όπως επίσης και συντάκτης στο λαϊκό περιοδικό Μπουκέτο, έχουμε αφιερώσει παλιότερα στο ιστολόγιο ένα φιλολογικό πορτρέτο του καμωμένο από τον Γιώργο Κοτζιούλα.

Πριν από μερικούς μήνες, ο κ. Βαγγέλης Κορωνάκης από τις εκδόσεις Όγδοο επικοινώνησε μαζί μου, για να μου ζητήσει την άδεια να αναδημοσιευτεί το άρθρο του Κοτζιούλα «σε ένα βιβλίο που θα έβγαινε για τον Παπανικολάου». Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, παρόλο που αυστηρά κοιτάζοντάς το κανένα δικαίωμα δεν είχα εγώ να δώσω ή να αρνηθώ την άδεια δημοσίευσης. Ωστόσο, η φιλοφρόνηση αυτή μου έδωσε τη δυνατότητα να ρωτήσω περισσότερα για το βιβλίο που ετοιμαζόταν.

Έμαθα πως ο φιλόλογος Μιχάλης Ρέμπας ετοίμαζε μιαν έκδοση των «απάντων των ευρεθέντων» του Μ. Παπανικολάου. Το όνομα το ήξερα, διότι ο ίδιος είχε πριν από πολλά χρόνια επιμεληθεί μια πρώτη καταγραφή των ποιημάτων του Παπανικολάου (κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο) και μάλιστα όταν το 2014 είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα αθησαύριστο ποίημά του (σε αυτό το άρθρο) είχα γράψει ότι δεν υπάρχει στην πολύ καλή διπλωματική εργασία του Ρέμπα.

Είπα στον κ. Κορωνάκη ότι έχω και κάτι άλλα του Παπανικολάου κι εκείνος με έφερε σε επαφή με τον Μιχάλη Ρέμπα. Διαπίστωσα ότι είχε σκοπό να βάλει ένα διήγημα του Παπανικολάου στον τόμο και του είπα ότι εκτός από το αθησαύριστο ποίημα και κάμποσες μεταφράσεις (που, τελικά, τις είχε όλες σχεδόν υπόψη του) έχω βρει και καμιά δεκαριά πεζά του από το Μπουκέτο του 1943. Δεν τα ήξερε και χάρηκε πολύ. Του τα έστειλα και μπόρεσε να τα εντάξει κι αυτά στον τόμο, ο οποίος κυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είπαμε από τις εκδόσεις Όγδοο.

Ειχα μάλιστα τη χαρά να παρευρεθώ σε μια πρώτη παρουσίαση του βιβλίου στις 21 του μηνός, στον Ιανό, όπου ο Γιώργος Μαρκόπουλος και ο Γιώργος Βέης μίλησαν για το βιβλίο και για τον ποιητή του σκιόφωτος, τον Παπανικολάου.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα από τα δέκα πεζά που εισέφερα στον τόμο του Παπανικολάου. Είναι το τελευταίο που δημοσίευσε το Μπουκέτο όσο ζούσε ο Παπανικολάου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έναν μήνα πριν από τον θάνατο του ποιητή -ο οποίος πέθανε τον Οκτώβριο του 43 στο Δημόσιο Ψυχιατρείο όπου τον είχαν βάλει φίλοι του για ν’ αποτοξινωθεί.

ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό γεμάτο προμηνύματα μπόρας. Ο ουρα­νός κατάμαυρος, βαρύς, χαμηλός, πλάκωνε σαν βραχνάς τη μικρή πολιτεία που κούρνιαζε στην πλαγιά του βουνού, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό κάτω και στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Η ώρα δεν ήταν ακόμα ούτε τέσσερις και μισή κι όμως μερικά φώτα είχαν ανάψει εδώ κι εκεί. Μα στους δρόμους δεν έβλεπες ψυχή και τα σπίτια ήταν κατάκλειστα. Μόνο τα καφενεία είχαν τις συνηθισμένες τους συντροφιές, γιατί στην επαρχία το καφενείο αποτελεί συνήθεια ιερή κι απαραβίαστη.

Ο επαρχιώτης θ’ αψηφήσει την κακοκαιρία, θα παρατήσει τη δουλειά που τυ­χόν έχει για να πάει στο καφενείο στην τακτική του ώρα. Μήπως έχει κι αλλού πουθενά να πάει; Στο καφενείο θα βρει τους φίλους του, θα παίξει μαζί τους τάβλι γιά πρέφα, θα σχολιάσει τα νέα της ημέρας κι έπειτα, κατά τις εφτά-εφτάμιση, θα τραβήξει για το σπίτι του για φαΐ κι έπειτα για ύπνο.

Απόψε, όμως, ο καιρός είχε φοβίσει κάπως τους πελάτες της «Συναντήσεως», του πιο κεντρικού, του πιο αριστοκρατικού καφενείου της κωμοπόλεως. Δυο-τρεις συντροφιές μόνο και άλλοι τόσοι μοναχικοί πελάτες που του κάκου περίμεναν την ταχτική τους παρέα. Στη «Συνάντηση» πήγαινε τριάντα και περισσότερα, ίσως, χρόνια τώρα κι ο γιατρός του τόπου, ο Λουκάς Σκούρος. Ήταν, ίσως, ο πιο παλιός και ο πιο τακτικός πελάτης. Τα τελευταία μάλιστα δέκα χρόνια δεν θυμόταν να πέρασε βραδιά που να μην επήγε στο καφενείο. Μόλις τελείωνε τις απογευματινές του επισκέψεις, κατά τις έξι τον χειμώνα, κατά τις εφτά το καλοκαίρι τραβούσε κατευθείαν γι’ αυτό. Η συντροφιά που έβρισκε εκεί ήταν η ίδια πάντοτε: ο πάρεδρος, ο αστυνόμος, ο φαρμακοποιός κι ο Ανδρέας ο Βέγης, ο πιο πλούσιος κτηματίας του τόπου. Μαζί τους παίζοντας κανένα τάβλι και φλυαρώντας περνούσε δυο και τρεις συχνά ώρες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 49 Σχόλια »

Το αριστερό χέρι, (αθησαύριστο;) διήγημα του Μ. Καραγάτση

Posted by sarant στο 19 Μαρτίου, 2023

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα του Μ. Καραγάτση, «Το αριστερό χέρι». Το βρήκα στο περιοδικό Μπουκέτο της κατοχικής περιόδου, όπου δημοσιεύτηκε το 1943. Το Μπουκέτο εκείνης της περιόδου δεν έχει προσεχτεί όσο αξίζει -κανείς δεν το έχει αποδελτιώσει- και κρύβει αρκετά διαμάντια. Εκεί είχε (ανα)δημοσιευτεί και το αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η νοσταλγία του Γιάννη», που ανακάλυψα και δημοσίευσα παλιότερα, όπως και άλλα αθησαύριστα έργα για τα οποία μπορεί να μιλήσουμε στο μέλλον.

Υποθέτω ότι και το σημερινό διήγημα είναι αθησαύριστο, αλλά δεν έχω απόλυτη βεβαιότητα. Μπορεί να μην έψαξα καλά τον κατάλογο των έργων του ή, μια και δεν έχω διαβάσει όλα τα διηγήματα του Καραγάτση, μπορεί να είναι δημοσιευμένο σε κάποιο βιβλίο, αλλά με άλλο τίτλό. Γι’ αυτό και βάζω ερωτηματικό στον τίτλο.

Αν δεχτούμε πως είναι αθησαύριστο, μπορεί ο Καραγάτσης να μην το θεώρησε άξιο για μονιμότερη δημοσίευση, αλλά ούτως ή άλλως είναι μια ψηφίδα που συμπληρώνει την εικόνα.

Ευχαριστώ τον φίλο μας τον Γιάννη Μαλλιαρό που είχε την καλοσύνη να πληκτρολογήσει το κείμενο. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΧΕΡΙ

Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε μια γυναίκα που κάποτε ήταν όμορφη. Μια ξένη σεβάσμια δέσποινα που οι σοροκάδες της ζωής την έριξαν – συντρίμμι ερημικό – στην Ελλάδα.

***

Ναι μου είπε, αγάπησα κι εγώ όπως όλος ο κόσμος. Αγάπησα τον άντρα μου. Μα πριν απ’ αυτόν… Πάνε κάπου 35 χρόνια τώρα. Ήμουν κοριτσάκι γεμάτο απορίες και όνειρα. Αυτός πολύ πιο μεγάλος από μένα. Ένας από κείνους τους άντρες που χωρίς να είναι ούτε όμορφοι, ούτε πλούσιοι, ούτ’ εξαιρετικά έξυπνοι σκορπάν κάποιο ανεξήγητο κύμα γοητείας ολόγυρά τους. Τον περιτριγύριζε η χειρότερη φήμη: Γυναικάς μπεκρής, χαρτοπαίκτης, τεμπέλης, ασυνείδητος, χωρίς πόρους φανερούς κατάφερνε να είναι το χαϊδεμένο παιδί της καλύτερης, της αυστηρότερης κοινωνίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Περιοδικά | Με ετικέτα: , | 76 Σχόλια »

Η νυχτερίδα πέταξε (διήγημα του Λάκη Παπαστάθη)

Posted by sarant στο 12 Μαρτίου, 2023

Στις 8 Μαρτίου έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Λάκης Παπαστάθης. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1943, αλλά μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στο Κέντρο Σπουδών Κινηματογράφου και το 1972 σκηνοθέτησε την πρώτη μικρού μήκους ταινία «Γράμματα από την Αμερική», η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κατά την περίοδο 1968-1971 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μια εμπειρία την οποία ο ίδιος αποκαλούσε από τα σημαντικότερα σχολεία της ζωής του. Από το 1975 ξεκινάει μια μακρά πορεία στην τηλεόραση, όπου ως σκηνοθέτης-παραγωγός, δημιουργεί με τον Τάκη Χατζόπουλο τις σειρές Παρασκήνιο και Ιστορικό Αρχείο. Σκηνοθέτησε τις μεγάλου μήκους ταινίες: Τον καιρό των Ελλήνων (1981), Θεόφιλος (1987), Το μόνον της ζωής του ταξείδιον (2001), Ταξίδι στη Μυτιλήνη (2010).

Έχει γράψει το χρονικό «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία» και τις συλλογές διηγημάτων Η νυχτερίδα πέταξε, Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά, Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα, Η ήσυχη και άλλα διηγήματα.

Επίσης, ο Παπαστάθης ήταν μανιώδης συλλέκτης περιοδικών -είχε μια από τις μεγαλύτερες συλλογές στην Ελλάδα.

Για να τιμήσουμε τη μνήμη αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου, διάλεξα να παρουσιάσω ένα διήγημά του, που έδωσε και τον τίτλο σε ένα βιβλίο του. Στο τέλος του διηγήματος, βάζω και το λινκ προς μια εκπομπή αφιερωμένη σε αυτόν.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Μυτιλήνη, όπου μεγάλωσε ο Λάκης Παπαστάθης

Η ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ ΠΕΤΑΞΕ

Τ΄ όνομά του ήταν Γιάννης, όλοι όμως τον φώναζαν Νυχτερίδα γιατί έβαζε το κεφάλι του μέσα στο σκοτεινό θάλαμο της σαραβαλιασμένης φωτογραφικής μηχανής του, που ήταν στημένη στο προαύλιο της Μητρόπολης. Ο ίδιος πίστευε πως έβλεπε καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους στα σκοτάδια, γιατί το μάτι του είχε ασκηθεί με τα φωτογραφικά χαρτιά και τις πλάκες στο κουβούκλιο της προπολεμικής μηχανής του.

Την υπεροχή του την επιβεβαίωνε ταχτικά κάνοντας νυχτερινό τεστ με τους γείτονες. «Μωρέλι μου, το βλέπεις εκείνο το μπαλκόνι εκεί δανά; Πόσες γλάστρες έχει κρεμασμένες στο κάγκελο;… τρεις και η μια έχει βασιλικό! Πάαινε κοντά να το δεις!» ή «τι λέει εκείνη η ταμπέλα, όχι τα μεγάλα γράμματα, τα μικρά! Στέργιος Σφετούδης… Τ΄ όνομα πατρός όμως; Σίγμα είναι ή νι; Σίγμα από το Σπυρίδων!»

Στα χρόνια της κατοχής, η Νυχτερίδα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Αχιλλέα Μυτιλήνης. Είχε το δικό του δυναμωτικό, ένα μπουκαλάκι λάδι στην κωλότσεπη του άσπρου σώβρακου. Όταν παραέτρεχε, στεκόταν, έπινε δυο γουλιές μυτιληνιό λαδάκι και συνέχιζε. Παρόλο που έπαιζε αριστερό εξτρέμ, σπάνια σκοράριζε, εκτός κι αν έπεφτε σκοτάδι. Τότε ο άτολμος ποδοσφαιριστής, που συνήθως περιοριζόταν να κάνει σέντρες για τους άλλους, μεταμορφωνότανε σε δυναμικό γκολτζή: η Νυχτερίδα στο στοιχείο της. Το σκοτάδι λες και τον ντοπάριζε.

Ζούσε με το γιο του και τη μάνα του, η οποία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στο νησί που τον φώναζε με τ’ όνομά του το πραγματικό, «Γιάννη… μην ξεχάσεις το ψωμί…», γιατί ο Γιάννης ξεχνούσε τις παραγγελίες της μάνας του εκτός από το λάδι που φρόντιζε να το φέρνει –τρεις γκαζοντενεκέδες κάθε χρόνο– από έναν παραγωγό στον κόλπο της Γέρας. «Άμα έχεις λαδέλι, τάχεις όλα», έλεγε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εις μνήμην, Κινηματογράφος, Μυτιλήνη, Πολεογραφία | Με ετικέτα: , , | 72 Σχόλια »

Το φαράγγι του Βουραϊκού (διήγημα του Μιχάλη Τζιώτη)

Posted by sarant στο 5 Μαρτίου, 2023

Ο φίλος μας ο Μιχάλης Τζιώτης μού έστειλε ένα διήγημά του που κινείται στο κλίμα των ημερών, για ένα ταξίδι με τρένο, που μπορούμε να το δούμε και σαν διαφυγή. 

Πολλοί θα έχετε κάνει το ταξίδι με τον οδοντωτό. Κι εγώ το έχω κάνει, αλλά όχι τη σχετική πεζοπορία -ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Ίσως κάποτε ν’ αξιωθώ. 

Ο λόγος στον Μιχάλη:

 

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΒΟΥΡΑΪΚΟΥ

Ναι! Θα το έκανε κι αυτός το ταξίδι αυτό όταν θα μεγάλωνε, σίγουρα θα το έκανε! Όχι! Δεν ήταν στην Έκτη δημοτικού που είχαν διαβάσει στο σχολικό βιβλίο αυτό το κείμενο, στην Έκτη τούς είχαν στις πάνω αίθουσες, που ήταν ηλιόλουστες, θυμάται που έψαχνε τον ήλιο που διάβαζε στο κείμενο και η ματιά του σκόνταφτε όλο σε ντουβάρια. Ούτε στην Πρώτη και τη Δευτέρα τάξη μπορούσε να είναι, η γλώσσα του κειμένου ήταν υπερβολικά πλούσια για να είναι στα βιβλία των πρώτων τάξεων. Για τον ίδιο λόγο δε μπορούσε να είναι ούτε στο βιβλίο της Τρίτης. Ή στην Τετάρτη, ή στην Πέμπτη δημοτικού θα ήταν, δεν θυμόταν ακριβώς… Πάντως ήταν μετά που είχε διαβάσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κρέμονταν στην παράγκα-ψιλικατζίδικο του Μπαρμπα-Τζίμη την είδηση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ήταν χαμογελαστός ο εκτελεσμένος σε κάποια φωτογραφία στο περίπτερο, και ο νους του είχε απορήσει: Να τον σκοτώνουν κι αυτός να χαμογελάει!

Ούτε το όνομα του συγγραφέα θυμόταν. Ο δάσκαλος τούς είχε πει πως το κείμενο ήταν παλιό. Τότε που πήγαινε αυτός στο Δημοτικό, παλιό σήμαινε προπολεμικό. Ποιοι γράφανε τόσο ωραία κείμενα σε τόσο ωραία σπαρταριστή δημοτική στις αρχές του 20ου αιώνα; Τρέχα γύρευε! Το ενδιαφέρον του για το όνομα των συγγραφέων των κειμένων ξύπνησε αργότερα, πολύ αργότερα, τότε, με την έμφυτη κλίση του προς τη γλώσσα, ήταν τα ίδια τα κείμενα που τον συνέπαιρναν και τον ταξίδευαν. Όπως αυτό, που δεν μπορούσε να φύγει από τη μνήμη του ούτε πριν, που έτρεχε γι’ άλλα, ούτε τώρα, που πάσχιζε να το ξεχάσει γιατί η θύμησή του τον πονούσε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Συνεργασίες, Σιδηρόδρομος | Με ετικέτα: , , | 80 Σχόλια »

Θα περάσουμε! (αφήγημα του Έλσον Ζγκούρη)

Posted by sarant στο 19 Φεβρουαρίου, 2023

Ο Έλσον Ζγκούρη γεννήθηκε στην Αλβανία. Γύρω στα 9 του χρόνια ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, όπου σπούδασε Αρχιτεκτονική, ενώ σήμερα νομίζω ότι ζει στη Δυτική Ευρώπη. Αυτά τα έχω συμπεράνει διαβάζοντας τα κείμενά του, διότι στο βιβλίο που εξέδωσε δεν έχει βιογραφικά στοιχεία. Ούτε ξέρω για ποιο λόγο επέλεξε να γράφει το όνομά του με τελικό η. Οι συνεπώνυμοί του στην Ελλάδα το γράφουν συνήθως με ι, αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία.

Ο Ζγκούρη εξέδωσε, από τον ρεθεμνιώτικο εκδοτικό οίκο Παράξενες μέρες, τη συλλογή αφηγημάτων (ή διηγημάτων) «Όλες οι γάτες είναι όμορφες» η οποία βρίσκεται στη δεύτερη έκδοση. Από αυτή τη συλλογή διάλεξα να παρουσιάσω  σήμερα το πρώτο αφήγημα, στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται, ακριβώς, τον ερχομό του στην Ελλάδα. Προτίμησα όμως να παραθέσω επίσης τον πρόλογο του συγγραφέα, όπως και το δεύτερο αφήγημα, για την πρώτη μέρα στο σχολείο.

Μπορείτε επίσης να δείτε μια συνέντευξη του συγγραφέα στη Lifo, όπου μεταξύ άλλων λέει ότι γλωσσικά η πατρίδα του είναι η Ελλάδα, αφού συνήθως σκέφτεται, ονειρεύεται και γράφει στα ελληνικά. Από εκεί πήρα και τη φωτογραφία που έχω βάλει πιο κάτω.

Πριν προχωρήσω, μια αγγελία. Ζητάω εθελοντή ή εθελόντρια για να πληκτρολογήσει ένα διήγημα για την άλλη Κυριακή, τέσσερις μεγάλες στήλες (όχι εφημερίδας, περιοδικού). Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Από την ηλικία των δώδεκα έγραφα τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου, μα κυρίως τους φόβους μου. Είχα πολλούς φόβους μεγαλώνοντας καθώς πίστευα πως όλα είχαν γίνει λάθος με μένα. Ένιωθα αρχικά πως γεννήθηκα σε λάθος χώρα. Γεννήθηκα στην Αλβανία, η οποία έχτιζε τον «σοσιαλιστικό παράδεισό» της απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και αφημένη στη μοίρα της σε μια γωνιά της Ευρώπης. Στη συνέχεια είχα την εντύπωση πως μεγαλώνω σε λάθος χώρα με λάθος όνομα και λάθος θρησκεία, γι’ αυτό και με κυρίευε ένας διαρκής φόβος. Μεγάλωσα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1990. Στα Δελτία Ειδήσεων υπήρχε πάντα ένα θέμα που αφορούσε τους Αλβανούς, στις περισσότερες των περιπτώσεων κάτι αρνητικό. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν αναφέρονταν σε κανέναν Αλβανό με το όνομά του, αλλά τους αρκούσε η λέξη «Αλβανός». Δεν καταλάβαινα επίσης κι όλα εκείνα τα ανέκδοτα που λέγονταν, από δήθεν κωμικούς, για τους Αλβανούς σε κάθε ευκαιρία στην τηλεόραση.

Εκείνος ο φόβος που ήδη ένιωθα μεγάλωνε. Είναι από κείνους τους φόβους που θαρρείς πως θα σε σκοτώσει ή θα σε κάνει δυνατότερο, όπως είπε ο Νίτσε. Έτσι προσπαθούσα να βρω απαντήσεις μέσα από τις σκέψεις μου, μόνος μου, καθώς το κεφάλι μου γέμιζε από απορίες. Παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου σε καθημερινή βάση. Τους είχα χωρίσει σε τυχερούς και άτυχους αυτού του κόσμου. Αναπόφευκτα το κεφάλι μου γέμιζε με όλο και περισσότερες εικόνες. Mε τα χρόνια αυτό εντάθηκε καθώς οι αντιληπτικές μου ικανότητες αυξάνονταν. Έχω την εντύπωση πως αν δεν κατέφευγα στο γράψιμο το κεφάλι μου θα είχε εκραγεί. Δεν μπορούσα να κρατήσω τις παιδικές μου απορίες και τους φόβους μου μέσα στο κεφάλι μου και γι’ αυτό έγραφα όπου μπορούσα. Αρχικά δεν ήθελα να πω όλα όσα έζησα και όσα σκεφτόμουν σε άνθρωπο, δεν ήθελα κανείς να τα διαβάσει, να μη διαβάσει κανένας τις σκέψεις μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να τα βγάλω από μέσα μου. Έγραφα πάντα στις κενές σελίδες των σχολικών μου βιβλίων. Έγραφα όπου μπορούσα να γράψω μόνο για μένα. Ερωτήσεις δίχως απάντηση. Όμως ήταν ένα βάρος που έπρεπε οπωσδήποτε να ξεφορτωθώ.

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μου είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί και άγνωστοι στο ευρύτερο κοινό. Είναι όμως οι δικοί μου πρωταγωνιστές, στη δική μου παράσταση. Όταν η πλειοψηφία κινείται προς μία κατεύθυνση θα συναντήσεις και μια μειοψηφία ανθρώπων που κινούνται στην αντίθετη. Συνάντησα ανθρώπους που κινούνταν και στις δύο κατευθύνσεις μα επέλεξα να γαντζωθώ απάνω σ’αυτούς από τους οποίους μπορούσα πάρω όλα τους τα καλά χαρακτηριστικά και να τα κάνω και δικά μου. θαρρώ πως και στις δύο περιπτώσεις κατάφερα να πάρω μαθήματα ζωής και να τα αποθηκεύσω βαθιά στη μνήμη μου.

Αυτά τα μαθήματα ζωής, οι δικές μου εμπειρίες αλλά και οι εμπειρίες ζωής των φίλων μου, των κοντινών μου ανθρώπων, ο κόσμος μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που αρνείται να δει αυτόν τον κόσμο με άλλα μάτια, είναι η δική μου περιουσία.

Ο σκοπός των ιστοριών αυτών είναι να αφήσω ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα πως σε αυτές τις παράξενες μέρες που ζούμε, οφείλουμε να μαθαίνουμε από το παρελθόν ώστε να κάνουμε λίγο καλύτερο το μέλλον μας.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα στη ζωή μου πως θα ήταν τα πράγματα αν ήμουν άλλος, κάποιος άλλος και όχι αυτός που είμαι. Όμως είναι κάποια πράγματα και «ιδιότητες» που δεν τις επιλέγεις, σε επιλέγουν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αλβανία και Αλβανοί, Διηγήματα | Με ετικέτα: , | 77 Σχόλια »

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (διήγημα του Γ. Βιζυηνού)

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2023

Προχτές, στο άρθρο του Άρη Μπερλή για τις μεταγλωττίσεις παλαιότερων κειμένων, έγινε λόγος και για τον Γεώργιο Βιζυηνό, που έγραψε διηγήματα στην καθαρεύουσα τα οποία ίσως είναι δυσπρόσιτα σε πολλούς αναγνώστες σήμερα. Μάλιστα, ο φίλος μας ο Πέπε, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιό του, μας αφηγήθηκε πώς δίδαξε στο γυμνάσιο της Καρπάθου το διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, του Βιζυηνού ακριβώς.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι ταιριάζει να βάλουμε σήμερα ένα διήγημα του Βιζυηνού με θέμα, ακριβώς, το γλωσσικό ζήτημα. Και εδώ ο Βιζυηνός συναντά τον Ροΐδη, ας πούμε, διότι και αυτός συνηγορεί υπέρ της δημοτικής και εναντίον της καθαρεύουσας, γράφοντας όμως σε καθαρεύουσα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο φύλλο 48 του περιοδικού Εβδομάς (28.1.1885), ενός περιοδικού με αξιόλογη λογοτεχνική ύλη, φυσικά στην καθαρεύουσα εκτός από τα ποιήματα -«εκδίδοται κατά Κυριακήν» έγραφε η προμετωπίδα του. Στην Απολογία της δημοτικής, που εκδόθηκε το 1914 από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ανθολογούνται μικρά αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του διηγήματος του Βιζυηνού.

Ο Βιζυηνός ύστερα από μια πρώτη προλογική παράγραφο αφηγείται ένα επεισόδιο της σχολικής του ζωής, όταν ο νέος δάσκαλος προσπαθούσε να βαφτίσει πρόσωπα και πράγματα σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Ο Βιζυηνός δείχνει οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο και γνώσεις γλωσσολογίας, ενώ αξίζει να προσεχτεί η παρατήρησή του για την αποφυγή της χασμωδίας στο ιδίωμα του χωριού του, που είναι βέβαια φαινόμενο πολύ ευρυτερα διαδεδομένο. (Και επίσης μου κάνει εντύπωση ότι απευθύνεται σε «αναγνώστες και αναγνώστριες», κάτι πολύ μοντέρνο για το 1885).

Το κείμενο το πήρα από τον παλιό μου ιστότοπο, δηλαδή μονοτονισμένο και με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία από την έκδοση της Εστίας. Το μειονέκτημα του μονοτονισμού φαίνεται στις δοτικές, ιδίως στο «Αγαθή τύχη», με το οποίο αρχίζει το διήγημα, που είναι δοτική. Επίσης, ο πληκτρολογητής έχει κάνει μερικά λαθάκια. Σύγκρινα τώρα με την πρώτη δημοσίευση και μερικά τα διόρθωσα.

Μετά το διήγημα δημοσιεύω το κείμενο μεταγλωττισμένο στο θρακικό ιδίωμα, όπως δημοσιεύτηκε πέρυσι στο περιοδικό Χάρτης.

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ

          Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν· οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή διά των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του ποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

          Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι έν τινι απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσο και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

          Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

   ― Πώς σε λέγουν εσένα;

   ― Θόδωρο Μπεράτογλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πώς σε λέν;

   ― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

          Και ούτω καθ’ εξής εν μιά ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!

          Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδίαν: το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

          Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

   ― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.

   ― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.

   ― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

          Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

   ― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.

   ― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

   ― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!

   ― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

          Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!

          Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

          Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

   ― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.

   ― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

          Αλλά δεν επρόφθασα να καθίσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:

          Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

          Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

          Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα – έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

   ― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

          Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακός κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!

          Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον διά πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Στο ηλεπεριοδικό Χάρτης δημοσιεύτηκε πρόπερσι ένα ενδιαφέρον πείραμα. Ο Τάσος Ζαφειριάδης και ο Χρήστος Φωτακίδης μεταγράψανε το διήγημα του Βιζυηνού όχι στη δημοτική αλλά στο θρακιώτικο ιδίωμα που (υπέθεσαν ότι θα) μιλιόταν το 1885 στη Βιζύη, στο χωριό όπου γεννήθηκε ο Γεώργιος Μιχαηλίδης και μετέπειτα Βιζυηνός. Είχαν ως εφόδιο τις γλωσσικές τους γνώσεις για το θρακιώτικο ιδίωμα και την καταγωγή από κοντινό με τη Βιζύη χωριό. Ιδού το κείμενο:

Γεωργής Βιζυηνός: Γιατί η μηλιά δε γέν’κε μηλέγα

Πε κισμέτ καλό, γέν’κε γκιουρουλτί τελευταία σχετικά με τη νεοελληνική γλώσσα, το πιο ουσιαστικό ζήτημα, για μένα, απ’ όσα έπρεπε να απασχολούν το έθνος μας, ίσως πιο ουσιαστικό ακόμα και πε τ’ ανατολικό ζήτημα το ίδιο. Όμως, αναγνώστες και αναγνώστριες, όσοι δεν είστε ακόμα θαυμαστές της Μεγάλης μας Ιδέγας, μην κατσιρντίστε για τ’ν άμεση αυτή σχέση του πιο σοβαρού πε τα ζητήματα με τη γραμματική των δασκάλων της Ελλάδας. Το ξέρω: Οι καλογέροι πιστεύ’να ότι θα πάμ’ όλοι στον διάβολο, όσοι δεν αποκληρών’με τους γιούς και τις κόρες μας, για ν’ αφιερώσ’με τα χωράφια μας στα μοναστήρια, για να σώσ’με την ψυχή μας. Οι συγγραφείς πιστεύ’να, σαν να ’ν’ αληθινό άρθρο πίστης, ότι δεν μπορεί να γένει εθνική πρόοδος, όσο κάθε Έλληνας δεν τρέχει να γραφτεί συνδρομητής στα βιβλία τους, δίνοντας σερμεγέ, εννοείται, για τη συνδρομή του. Κι εγώ λοιπόν μπορώ να φανώ ότι πιστεύω πως η Ελλάδα δεν θα λύσει τ’ ανατολικό ζήτημα με δικιά της νίκη, παρά μόν’ με τις απόλυτες γενικές και τα απαρέμφατα. Κι άρα έρχομαι δω να παριστάνω πως το σύνθημα του αυριανού μεγαλείου της πατρίδας δεν φτιάχν’ται πε τίποτ’ άλλο, παρά πε λόγια, λόγια, λόγια! «Όχι! Ο λόγος, που συνδέω το γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας με τ’ άλλο, αυτό π’ από μόνο του αφορά τ’ν ύπαρξή της έν’… Αλλά καλύτερα να τον μαντέψτε μόνοι σας όσο διαβάζ’τε. Τ’ ανάγνωσμα όμως, που σας προσφέρω, δεν έν’ παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσο απλή και συνηθισμένη, π’ απορώ πώς δεν τ’ν έχει καμιά πε τις μεγάλες επιφυλλίδες, κανένα πε τα χοντρά κιτάπια, όσα γράφ’καν τελευταία γύρω πε το ποια πρέπει να είν’ η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ορίστε η ιστορία.

Όταν ήμαν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολειού της πατρίδας μου, είχα μεγάλη αδυναμία στη μηλιά. Δεν εννοώ τη Μηλιά την κόρη του γείτονά μου, αλλά τη γλυκομηλιά, το δέντρο, που στόλ’ζε τον αγάτς μπαξέ μας. Ήταν πολύ περίεργο δέντρο αυτή η μηλιά: Έκανε λουλούδια και καρπούς, όπως κάθε ξαδέρφη της, κατά το καλοκαίρι και πάλι λουλούδια και καρπούς κατά το φθινόπωρο. Κι επειδή ήταν η πρώτη μηλιά, που γνώρ’σα στη ζωή μου, και η μόνη, που μ’ άρεσε πιο πολύ πε τις άλλες, έμαθα να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχανε το ίδιο σουλούπ’ κι έκαναν μήλα σαν αυτά της δικής μας, αν και δεν βγάζανε καρπούς εκείνες, σαν αυτή, δύο φορές τον χρόνο. Όμως, μ’ όλη την παλιά φιλία και συμπάθεια ανάμεσα στη μηλιά κι εμένα, δε μπορώ να πω ότι ήξερε καλά-καλά ο ένας τον άλλον. Δε ξέρω αν και η μηλιά προσπάθ’σε ποτέ να καταλάβει τι πράγμα ήμουν εγώ, που έπαιζα τόσο συχνά κάτ’ απ’ τη σκιά της ή καθόμαν καβάλα επάν’ στα ντάλια της. Θυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προπάντων τον καιρό που άνθιζε, συνήθιζα να στέκομαι σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν, με τα χέρια στηριγμένα στη μέση μου, τα ματόπλα στραμμένα στα θαυμάσια, τ’ ασπροκόκκινά της τέλια, κι απορούσα μόνος μου πολλή ώρα τι πράμα να έν’ άραγε αυτό το δέντρο! Τι πράμα να έν’. Αλλ’ όσο κι αν απορούσα, όσο κι αν ρωτούσα τους γύρω μου, η απάντηση πάντοτε η ίδια, ότι δηλαδή το δέντρο εκείνο ήταν μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα έν’;…

Όταν έφεραν στο χωριό μας νέο δάσκαλο πίστεψα κρυφά πως θα μάθαινα επιτέλους τι πράγμα έν’ η μηλιά, γιατί πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος στο χωριό μας γένηκι μπουγιουρντί μιταξύ των πιδιών πως ήταν πολύ καλύτερος πε τον παλιό και τα ‘ξερε όλα «περιγραμμάτου». Η φήμη έλιγιν αλήθεια. Γιατί, σαν ήρτε κείνος ο χτικιάρης νέγος, διάβασε τα ονόματά μας πε το τεφτέρι κι αμέσως βρήκε πως ήταν όλα λάθος και πως ο τελευταίος δάσκαλός μας ήταν μπουνάκης. Και πήρε λοιπόν το κοντύλι και αρχίνησε να μας σουλουπών’ τα ονόματά μας.

― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λεν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Κι έτσι σε μια μέρα άλλαξε, ο αθεόφοβος, όλα τα βαφτιστικά μας ονόματα, αντρικά και γυναικεία, με τέτοιον τρόπο που, αν γίνονταν να έρτ’ εκείνη τ’ν εποχή στο χωριό μας κανένας ξένος πε τους ζεβζέκηδες φιλέλληνες, θα νόμ’ζε σίγουρα πως ανακάλυψε ξαφνικά τ’ν αρχαία Ελλάδα ολοζώντανη, με όλους της τους θεγούς, τις θεγές, τους ημίθεγους και τους ήρωγες, τους ποιητές και τους σοφούς της να πα’αίνουν στο αλληλοδιδακτικό σχολειό, ξυπόλητοι και χωρίς σάπκα, όπως παλιά, αλλά φορώντας βρακιά και γελέκα κι αντεριά!

Οπωσδήποτε, όταν κείνος ο σερσέμης, έπεισι τον κόσμο πως εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωριού μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μ’ άγγιξι τόσο δα την καρδιά μου. Το πήρα γι’ αστείο. Άλλωστ’ εγώ δεν ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου και η αλλαγή ήταν για όσους θα με φώναζαν με το νέο μου όνομα στο μέλλον.

Αλλά τα «περιγραμμάτου» του δασκάλου μας δεν σταμάτησαν μόνο στα ονόματά μας. Δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα αγγάρευε μερικούς πε μας για να ξεχορταριάζ’με τον μπαξέ της μητρόπολης. Εγώ δεν έβλεπα τ’ν ώρα να έρτ’ η σειρά μου. Στον μπαξέ είχ’ ένα δέντρο λουλουδισμένο σαν το δικό μας. Χωρίς άλλο θα μάθαινα τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο. Όταν, τέλος, αγγαρεύτ’κα κι εγώ, βρέθηκα μαζί με τον δάσκαλο μπροστά στη μηλιά:

― Τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο, δάσκαλε, τον ρώτησα, κι έδειξα με το παρμάκ’.
― Μηλέα, απάντησ’ εκείνος.
― Όχι! απάντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό έν’ μηλιά!

Ήταν η κακή ώρα που το ‘πα, γιατί πε τότε αρχίνησαν τα βάσανά μου μ’ αυτόν τον δάσκαλο. Τ’ ορκίζομαι σε θεγούς και ανθρώπους, ότι εγώ ρώτησα όχι για το όνομα ―το όνομα το ήξερα― αλλά για το πράγμα: τι πράγμα έν’ το δέντρο ήθελα να μάθω, τίποτες άλλο. Ο δάσκαλός μου όμως, δεν ξέρω τι έπαθε, απεφάσισε πε κείνη τη στιγμή να με μάθει ντε και καλά ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

― Πες πως το λένε μηλέα! φώναζε γανιασμένος ο χτικιάρης και κιτρινιάρης νιος, τσακώνοντάς με πε τ’ αυτί και δείχνοντας το δέντρο.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! Σκεφτόμ’να εγώ αγανακτισμένος, πώς μπορεί αυτό ποτέ, να γένει η μηλιά μηλέγα! Αυτό έν’ το ίδιο δέντρο που έχουμε στον μπαξέ μας, κάνει τα ίδια λουλούδια, τα ίδια φύλλα, τους ίδιους καρπούς, δεν μπορεί παρά να έν’ κι αυτό μηλιά, όπως η δ’κή μας. Το ξέρω πε πιδί, μου το ‘μαθε η νινέ μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποιον να πιστέψω περισσότερο, τη νινέ μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένο, που ήρτε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! Απαντούσα όσες φορές με ρώταγε, αυτό έν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

Και –αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί– με δώκε ο αθεόφοβος σαράντα παρά μία, φωνάζοντας δυνατά στο μεταξύ να πω ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

Τώρα πρέπει να ξέρετε ότι στο χωριό μου επικρατεί ένα φυσικό μίσος για τη χασμωδία, ιτσ’ ώστε οι περ’σσότερες πε τις λέξεις μας παθαίνουν πολλές εκθλίψεις και συνιζήσεις, ενώ κάποιες άλλες παίρνουν το γ ανάμεσα στα φωνήεντα, όπως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχα λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω τη μηλιά στη μηλέαν, αλλά και να ξεπεράσω αυτό το μίσος, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, για το οποίο δεν με βοηθούσαν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεστε λοιπόν τι υπέφερα πε το δάσκαλο κείνο τον ουρσούζη, ώσπου να κατορθώσω και το ‘να και τ’ άλλο, και να πω επιτέλους πως η μηλιά έν’ μηλέα!
Όμως, όταν μετά πε λίγο, πα’αίνοντας στο σπίτι μας, είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του, αισθάνθηκα τόση ντροπή, τόση ντροπή! Νόμιζα κάθε πράσινο ματόπλο του μ’ έβλεπε καϊκιασμένου· κάθε λουλούδι τ’ άνοιγε τα χείλη να με πει ότι τα πρόδωσα… Και μου φάν’κε ότι όλο κείνο το βούισμα κορόιδευε πικρά τ’ν ανοησία μου! Και πώς να μη με πουν ανόητο και πώς να μη με κρίνουν, αφού το δέντρο, που έγλεπα ομπρός μου, ήταν ολόιδιο με το δέντρο της μητρόπολης και όμως εγώ το αρνήθ’κα και είπα ότι δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέα!
Θυμούμαι πως όλη κείνη τη νύχτα λόγιαζα στον ύπνο μου τα λουλούδια της μηλιάς σαν τσούρμο ατέλειωτο πε μικρούτσικα ωραίγα ασπροντυμένα κορίτσια, που βούιζαν γύρω μου όλο παράπονο, μαλώνοντάς με, κρίνοντάς με για τ’ν ανοησία μου.
Όταν τ’ν επόμενη μπήκα στο σχολειό, έριξα στον δάσκαλο μια περιφρονητική, προκλητική ματιά.

― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ρώτησ’ εκείνος χαιρέκακα.
― Μηλιά, δάσκαλε, γινατσέφ’κα εγώ και πήγα στη θέση μου.

Αλλά δεν πρόφτασα να καθίσω και με τσάκωσ’ ο σκληρός πε τ’ αφτί και αρχίνησε πάλι να με βασανίζει. Δεν έν’ πολύ τιμητικό για τη φάρα των δασκάλων να σας διηγηθώ πόσες φορές τιμωρήθ’κα για να πω ντε και καλά ότι η μηλιά έν’ μηλέγα· γιατί εννοείται πως έπρεπε επιτέλους να υποχωρήσω και να το πω, αλλιώς κιντύνευε η ζωή μου. Εντούτοις –το λέγω προς ικανοποίηση της δικής μας της μηλιάς– αυτήν δεν την πρόδωσα. Και να πώς:

Αφού είδα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο πια στη σκληρότητα εκείνου του παλιανθρώπου, έκαμα τον εξής λογαριασμό με τ’ ακίλ μου κι είπα: αυτή η μηλιά, που έν΄ μες στον μπαξέ της μητρόπολης, μπορεί να έν’ μηλέγα· κι έν’ μηλέγα όχι γι’ άλλον λόγο, παρά γιατί ο δάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου έν’ μες στον μπαξέ μας, έν’ μηλιά, γιατί έν’ μηλιά! Ιτσά τα βρήκαμε με τον δάσκαλο.

Αλλά έλα τώρα π’ αρχίνησ’ ένας τρομερός καβγάς μεταξύ της μηλιάς και της μηλέγας μες στο κεφάλι μου! Το πράμα μπορεί να φαίν’ται παράξενο, να φαίν’ται αστείο, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

Η μηλιά –δηλαδή, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, το σουλούπ’ της λέξης μηλιά– ρουκώθ’κε στην ψυχή μου συγχρόνως με το σουλούπ’ του δέντρου και σε μια εποχή, κατά την οποία όλες οι αισθήσεις μου είχαν ανοιχτές τ’ς πόρτες και δέχονταν ευχαρίστως κάθε τι, που ερχόταν συστημένο ή πε τη νινέ μου ή πε τους γνωστούς μου να μέν’ μες στο κεφάλι μου. Κι επειδή τότες υπήρχε πολύ ορταλίκι λέφτερο, κάθε σουλούπ’ που ‘μπαινε, έστηνε τον θρόνο του και γυρλιστούσε όσο και όπως τ’ άρεσε καλύτερα και ήταν σαν νοικοκυρά μες στο κονάκι της. Ιτσά το έκαμαν τόσα άλλα, ιτσά το έκαμε κι η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί που κάθονταν τόσα χρόνια στην ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικό της και τους φίλους της -σουλούπια, με τα οποία έζησε μαζί τόσο καιρό στην ψυχή μου και τ’ν ένωσαν τόσες σχέσεις προς αυτά και συγγένειες- λογιάζει μία μέρα την κυρά τη μηλέγα, που ρουκώθ’κε μέσα στο κεφάλι μου ξαφνικά-ξαφνικά, τόσο μονάχη κι όμως τόσο ξιπασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπε η μηλιά, και πώς γίν’ται αυτό! Εγώ ‘μαι εδώ τόσα χρόνια, τ’ ορταλίκ’ που βαστώ το βρήκα αδέσποτο και το ζάπωσα πρώτη-πρώτη. Και ποια είσαι συ, που ήρτες να μου το πάρεις; Και φώναξε την παρέα της και τη ρώτησε: Ποιά είν’, παρακαλώ, του λόγου της; Την ξέρετε; Όχι, όχι! Απάντ’σαν όλες με μια φωνή και συμμάχησαν με τη μηλιά και αρχίνησαν να διώχνουν τη μηλέγα κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε ξέρουμε! Δεν σε θέλουμε! Τότε το σουλούπ’ της μηλέγας πήρε τη βοήθεια της πε το σουλούπ’ του δασκάλου, τα σουλούπια των τιμωριών και ξαναμπαίνει πάλε στ’ ακίλ μου, ως άνθρωπος, που θέλει να νεκατωθεί στο κονάκι των άλλων με τ’ν άδικη βοήθεια τσιανταρμάδων. Αλλά καταλαβαίν’τε πως ο δάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και το σουλούπ’ του· πως οι ξυλιές προκαλούν πόνο, όχι όμως και οι θύμησες των ξυλιών. Και λοιπόν διαμαρτυρήθ’κε άφοβα πλέον εναντίον αυτής της παρέμβασης ολάκερη η ψυχή μου και:

― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς στο διάβολο.

Μόνο όσες φορές με ρωτούσι ο αληθινός δάσκαλος πώς το λεν το δέντρο απαντούσα ότι το λένε μηλέαν, αφού δα δεν ήταν για το δέντρο του μπαξέ μας. Μα κι αυτό έπαψε μετά πε λίγο· επειδή και ο αληθινός δάσκαλος σικτιρντίστ’κε κακήν κακώς όχι μόνον πε την ψυχή μου, αλλά και πε το χωριό μας. Πως μαζί του έφυγαν και όλοι εκείνοι οι ονομαστικοί θεγοί και ήρωγες, που είχαν πλημμυρίσει το χωριό μας, δεν χρειάζεται να σας το πω. Εκείνο, που μας ενδιέφερε εδώ, έν’ ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέγα και ότι εγώ, με όλο κείνο το δάρσιμο και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω στο σχολειό τι πράγμα έν’ η μηλιά!

Όσοι πε τους αναγνώστες της Εβδομάδος ανήκουν σ’ αυτούς που διαβάζ’νε πάντα οποιοδήποτε άρθρο πε τ’ν αρχή ως το τέλος μπορούν να σταματήσ’ν’ εδώ το διάβασμα, γιατί η ιστορία μου τέλειωσε. Όσοι όμως έχουν την κακιά συνήθεια να διαβάζ’νε μόνον τους επιλόγους, ας μάθουν τουλάχιστον πε δω πως η μανία αυτών που θέλουν να διδάσκουν όχι τη φύση των πραγμάτων, νταγιαντώντας τα με τα γνωστά τους ονόματα, αλλά άγνωστα λόγια, με τα οποία απαιτούν να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, κάνει τ’ν ελληνική μόρφωση κούραση χωρίς τελειωμό και καταδικάζει το έθνος πε πνευματική πείνα στον χειρότερο θάνατο! Γι’ αυτό, το ζήτημα σχετικά με τ’ν ελληνική γλώσσα έν’, για μένα, όπως είπα, πιο ουσιώδες πε τ’ ανατολικό.

Posted in Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Διηγήματα, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , | 144 Σχόλια »

Πριν, τότε, μετά (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 29 Ιανουαρίου, 2023

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρυσι τον Ιούλιο κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Tο σημερινό είναι μια τριλογία με διαφορετικά θέματα που δείχνουν την θεώρηση των πραγμάτων και των ενδιαφερόντων πριν, κατά ή μετά από ένα γεγονός που αλλάζει την φιλοσοφία της ζωής μας, όπως λέει ο Τζι, που μου έστειλε και τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τη δημοσίευση.

 

Πριν

Η φωτογραφία

Η φωτογραφία έμεινε πολύ καιρό αποθηκευμένη στην μνήμη του υπολογιστή αλλά και του μυαλού του. Δεν ήταν πως την είχε ξεχάσει, κάθε άλλο, ήταν…να, που δεν έβρισκε μια ευκαιρία, ένα λόγο για να την ξαναδεί, να την σχολιάσει, να την βάλει στο ράφι που της πρέπει. Ηξερε πως δεν είναι πλέον τυπωμένη στο χαρτί να μπει στο άλμπουμ με τις όμοιες κι ένα τίτλο χαραγμένο στο εξώφυλλο ή στο μυαλό του, η ψηφιακή μορφή, βολική κι απρόσωπη, έκανε πιο δύσκολη την ταξινόμηση.

Ηταν ένα θέμα που εμφανίσθηκε για λίγες μόνο μέρες με την κατεδάφιση κάποιου διώροφου. Από την ταράτσα του κάποιος κάποτε ζωγράφισε έναν ήλιο στον τοίχο του διπλανού σπιτιού που δεν φαινότανε παρά μονάχα απ’ την ταράτσα και κάποια μπαλκόνια ψηλότερα και σε σωστή θέση. Ηταν ένας ήλιος σχεδόν ιδιωτικός, με την δική του ομορφιά να μην είναι σε κοινή θέα, αλλά να χαρίζεται σ’ αυτόν που ήρθε στην ταράτσα ή την είχε εντοπίσει απο τα λίγα μπαλκόνια που είχαν το προνόμιο. Ηταν το ίδιο όμορφος με την εικόνα μιας γυμνής ερωτευμένης γυναίκας, κάτι γνωστό σ’ ελάχιστους και για ελάχιστες στιγμές.

Ο ίδιος ο ήλιος, σχεδιασμένος και χρωματισμένος σε πλήρη αρμονία με τον τοίχο που τον φιλοξενούσε, δεν προκαλούσε, δεν τραβούσε το μάτι, δεν κοίταζε να εκμεταλλευθεί την πρόσκαιρη δημοσιοποίησή του. Είχε αποτυπωμένη την ημερήσια κίνησή του σαν να κολύμπαγε στον ουρανό με σταθερή πορεία. Ο άγνωστος καλλιτέχνης  εκτός από την κίνηση είχε καταφέρει να αποτυπώσει με το χρώμα του και την θερμότητα που μας έστελνε, μετρημένη στην σωστή ποσότητα. Σε λίγες μέρες θα ξεκίναγε η ανέγερση της πολυκατοικίας και θα σκεπαζότανε από ένα στρώμα σοβά μετά από την εφήμερη λάμψη του.

Μπορεί να υπήρξαν κι άλλα λιγότερο ή περισσότερο αριστουργήματα που χάθηκαν στον βωμό του γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης σε εποχές που οι φωτογραφίες δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα και μόνο διορατικοί ζωγράφοι αποτύπωναν τέτοιες λεπτομέρειες στον καμβά τους. Σήμερα, μαζί με κάθε κινητό υπάρχει και μια κάμερα κι όλοι μας έχουμε γίνει φωτογράφοι και ρεπόρτερ που καταγράφουμε ό,τι κι αν συμβαίνει, καθένας μας κατά το γούστο του και σύμφωνα με όσα η ζωή του φανερώνει. Και όλα πιά αποθηκεύονται στην παγκόσμια μνήμη που λόγω του όγκου της ταυτίζεται με την παγκόσμια λησμονιά.

 

Τότε

Η πρώτη γνωριμία

Ηταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Κοινός, του μέσου όρου. Κι’ όσο σκεπτόταν έτσι σε τίποτε δεν ξεχώριζε από το στατιστικό δείγμα. Αυτό το δείγμα που νιώθει τα εφτά από τα είκοσι πράγματα που συμβαίνουν και είναι απολύτως σίγουρο πως τα υπόλοιπα δεκατρία δεν υπάρχουν. Το λέει η θρησκεία, το λέει κι’ η κοινωνία … άρα έτσι θάναι !

Οπως η κοινωνία λέει και επιμένει ότι οι αρχιεπίσκοποι δεν πεθαίνουν αλλά κοιμούνται, ενώ οι πρωθυπουργοί απλά αναπαύονται, μόνο η πλέμπα πεθαίνει, έρχεται δηλαδή σε επαφή με την απαγορευμένη στην σκέψη και ενίοτε στην προφορά λέξη, τον θάνατο.

Καθόλου περίεργο που δεν θυμότανε ποιός του εξήγησε για πρώτη φορά πως η επάρατη ασθένεια ήταν ο καρκίνος, αλλά εδώ υπήρχε μια διαφορά, ο καρκίνος δεν υπήρχε σαν λέξη όταν μιλούσε ενώ ο θάνατος δεν υπήρχε και σαν ιδέα, σαν έννοια όταν σκεφτότανε. Η κυριότερη αιτία, μα και δικαιολογία, ήταν πως έχουμε καιρό για τα γεράματα, τότε που – ίσως – δεν θα σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, παρά τον χάρο.

Οταν τον ένιωσε πρώτη φορά δεν φόραγε μακριά μπέρτα με κουκούλα, ούτε βάσταγε δρεπάνι. Δεν είχε σχέση με το μυαλό του, μόνο με τις αισθήσεις του. Μια έντονη απορία υπήρχε στο κεφάλι του, απόρροια του αποσυντονισμού των αισθήσεων, η ακοή προηγείτο της όρασης και η γεύση της οσμής. Η αφή  ήταν καλά ριζωμένη μέσα του, δεν παραμορφώθηκε αλλά τα ερεθίσματά της είχαν λάθος συντονισμό με την χρονική αίσθηση των στιγμών εξ αιτίας της διαταραχής της όρασης, άλλα έβλεπε και άλλα αισθανόταν. Θύμιζε κάπως το μεθύσι, το πέρασμα της λογικής σε άλλες διαδικασίες. Θυμήθηκε τους στίχους από τις Βέδες :
(σε μετάφραση Ν. Τσιφόρου)

– Κι’ ο Ηλιος είναι αλλοιώτικος από τον ήλιο
– Και το άσπρο αλλοιώτικο από το άσπρο
– Κι’ όλα όσα βλέπουμε, το ομαλό και το λείο
– Το όμορφο και το ωραίο, διαφέρουνε πάντα μεταξύ τους
– Και μονάχα δυό πράματα είναι τα ίδια
– Και θα μείνουνε πάντα τα ίδια
– Οσοι αιώνες κι’ αν περάσουνε
– Η «λογική» κι η «τρέλλα»

Εδώ βέβαια δεν έβλεπε την λογική των ανθρώπων σαν ωφελιμότητα και την τρέλλα σαν τις μυστηριακές θεωρίες που είναι ίδιες σε όλες τις χώρες, σε όλες τις θρησκείες και σε όλους τους αιώνες, όπως έκανε στο ποίημα ο μεταφραστής, αλλά σαν την αλλαγή των βάσεων δεδομένων : να ακούς πρώτα και να βλέπεις μετά, να γεύεσαι πρώτα και να μυρίζεις μετά, να ακουμπάς κάπου και να νοιώθεις την προηγούμενη επαφή…

Ηταν κάτι το πρωτόγνωρο, άρα και τρομακτικό, μια που ο φόβος στηρίζεται στην άγνοια. Και τότε, μέσα στην ομίχλη του άγνωστου, η αίσθηση που εγκαταλείπει τελευταία του έδωσε ένα γνωστό σημάδι της, τον πόνο, σαν μια κλωστή να τον κρατήσει στην ζωή. Ναι, ο πόνος, αυτή η διαταραγμένη αίσθηση αφής, ήταν η πρώτη που συντονίσθηκε με αυτόν τον χρόνο που αποκαλούσε πραγματικότητα. Κι’ αυτή η αίσθηση του πόνου του φάνηκε τόσο οικεία και τόσο ανακουφιστικά γνωστή ώστε να σηματοδοτήσει την επιστροφή του στα τετριμένα πεδία των αισθήσεων της μοναξιάς.

Είχε την πρώτη επαφή του με την αθέατη πλευρά της Σελήνης και τώρα γύριζε πίσω στο γνωστό από χρόνια πρόσωπό της, άλλοτε σκοτεινό κι’ άλλοτε φωτισμένο, μα πάντοτε το ίδιο στραμμένο προς την γη των ζωντανών…

 

Μετά

Ένα πρωινό στην πλατεία του χωριού

Την κοιτούσε αλλά μάλλον ήταν τόσο πολύ αφηρημένος που δεν την έβλεπε, του γεννούσε εξ άλλου τόσους συνειρμούς που θα ήταν αδύνατον σε μια από τις αισθήσεις του- στην όραση εκείνη τη στιγμή-  να επικρατήσει στο μυαλό του.

Ηταν τα νιάτα της που τον χτύπαγαν στο υπογάστριο, το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της που αναδείκνυε έναν υπέροχο λαιμό και τα χοντρά άγαρμπα ποδοδάκτυλα που σηκώνονταν σαν περπατούσε με τις σαγιονάρες που τράβαγαν το βλέμμα του. Είχαν γι αυτόν κάτι το έντονα σεξουαλικό αυτού του είδους τα δάκτυλα και η κίνησή τους. Είχε παρκάρει- μάλλον παρατήσει – το θηριώδες τζιπ της στην πλατεία του χωριού και πήγαινε χαμογελαστή και φουριόζα στο μανάβικο καλημερίζοντας τους θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ολοι την έτρωγαν με τα μάτια, άλλος για το πλούσιο στήθος της, άλλος για τη μέση της κι άλλος για τα καλοσχηματισμένα από τον πολύ χορό ημισφαίρια. Η κοπελιά δεχόταν τα βλέμματα των συγχωριανών της με κατανόηση, η σαρκική υπεροχή της ερχόταν να προστεθεί στην οικονομική αλλά και στην εθνική – όπως πίστευε- υπεροχή της.

Η οικονομική υπεροχή ήταν αναμφισβήτητη. Τα παραλιακά κατσάβραχα όπου έβοσκε τα ζα ο παπούς της είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία όταν έφτασε -επί χούντας- ο δρόμος κι ο τουρισμός στο χωριό της. Ολοι οι κάτοικοι ευγνωμονούσαν το στρατιωτικό καθεστώς αγνοώντας πως ο δρόμος είχε αποφασισθεί να γίνει  πριν έλθει αυτό στην εξουσία. » Οι άχρηστοι πολιτικοί όλο υποσχέσεις ήτανε και μεις πηγαίναμε με το καΐκι στ’ άλλα χωριά» ήταν η μόνιμη επωδός τους όταν κάποιος επιχειρούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο παπούς της κοπελιάς δεν παρασύρθηκε από την γρήγορη άνοδο των τιμών. Μαθημένος στη φτώχεια του ζήταγε με γαϊδουρινή υπομονή ένα αστρονομικό ποσό για μια λουρίδα βραχώδους γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Δεν το πίστευε κανείς αλλά βρέθηκε ένας βαρεμένος αμερικάνος που ήθελε να κτίσει «σπίτι στη θάλασσα» και πλήρωσε πέντε φορές επάνω την τρέχουσα τιμή του οικοπέδου. Ξεκίνησε να κτίζει το «σπίτι στη θάλασσα» κι όταν το τέλειωσε εξαφανίσθηκε, μάλλον πέθανε. Ποτέ κανένας κληρονόμος δεν άνοιξε το σπίτι στη θάλασσα που έμεινε ακατοίκητο να σαπίζει στα κτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα.

Τα παιδιά του παπού, ανάμεσά τους κι ο πατέρας της κοπελιάς, κεφαλαιούχοι του χωριού πλέον, τόριξαν στις τουριστικές μπίζνες, «ρούμς του λετ» και καφετέριες που εξελίχθηκαν σε πιο πολιτισμένες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και βενζινάδικα. Τα παιδιά τους, ανάμεσά τους κι η κοπελιά, δεν χρειάσθηκε να δουλέψουν, πήραν μόνο ένα σεμινάριο από τους γονείς τους πως να κλέβουν την εφορία και το φι-πι-α, δεν τους χρειάζονταν περισσότερα.

Η κοπελιά βγήκε από το μανάβικο με τα ψώνια της. Χαμογελούσε συνεχώς, είχε όλα τα προβλήματά της λυμένα, όπως ο ήλιος στη καθημερινή του διαδρομή. Τα βλέμματα όλων την ακολουθούσαν αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή της. Ηταν περήφανη για το ολοφάνερα μακρύ, σλάβικο σώμα της που αναπτύχθηκε όταν μετά την κατοχή η διατροφή των παιδιών έπαψε να είναι τραγική καθώς και για το αρβανίτικο αγύριστο κεφάλι της που κανένα σχολείο δεν ήταν σε θέση να της το διορθώσει. Εξ άλλου δεν το είχε ανάγκη, μπορούσε να περάσει ζωή χαρισάμενη και με τα λίγα και στραβά πράγματα που ήξερε. Ετσι υπερηφανευότανε για την ελληνική καταγωγή της -κατευθείαν από τον Σωκράτη και την Ξανθίππη- και σιχαινότανε τους αλβανούς και βούλγαρους που ξεζούμιζε στις επιχειρήσεις της. Τα προσόντα της επεκτείνονταν και στην μαγειρική όπου η προτίμησή της συνέπιπτε με τα εθνικά της ιδεώδη. Ετσι όταν είχε χρόνο έφιαχνε περίτεχνο ιμάμ μπαϊλντί ή μουσακά αλλά και το ατζέμ πιλάφι ήταν στο ρεπερτόριό της ενώ όταν βαριότανε να μαγειρέψει δοκίμαζε τις συνθετικές της ικανότητες στην πίτσα, παίζοντας με τα υλικά που άπλωνε στην έτοιμη πίττα. Οι φίλες της κι οι συγγενείς της που είχαν την τύχη να δοκιμάσουν την μαγειρική της είχαν να το λένε πως ήταν πολύ προχωρημένη στην ελληνική κουζίνα.

Η κουλτούρα της περιοριζότανε σε καψουροτράγουδα και δημοτικά που τα χόρευε μανιωδώς. Εξ άλλου ήταν ιδρυτικό μέλος και χορηγός της γυναικείας ομάδας χορού του χωριού της στην οποίαν συμμετείχε και ένας νέος, ολοφάνερα αδερφή. Η επιτυχία των χορευτικών εκδηλώσεων μεγάλωνε το κύρος της και τα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να ανέβει ο πρίγκηπας που θα την κατακτούσε. Η λεσβιακή οδός φάνταζε πιο εύκολη και οι κακές γλώσσες είχαν ήδη αρχίσει να ψιθυρίζουν.

Το βλέμμα του είχε μαγνητισθεί από το γαλάζιο του μπλουτζίν της. Περιέργως δεν πήγαινε στο περιεχόμενο του παντελονιού αλλά προσπαθούσε να καταλάβει αν πλησίαζε περισσότερο το γαλάζιο της ακίνητης θάλασσας ή το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού, λίγο πριν φέξει. Το χρώμα έσπαζε στα γόνατα όπου το ξεφτισμένο ύφασμα άφηνε να φανεί το χρώμα της επιδερμίδας της. Το παντελόνι τελείωνε σε μια λυγερή μέση που δεν είχε ανάγκη από ζώνη να το συγκρατήσει, τόσο εφαρμοστό ήτανε. Πιο πάνω, το άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο γυμνό στομάχι της θύμιζε άγραφο χαρτί, ίδιο με το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Η κοπελιά τον κοίταξε κι αμέσως σκόνταψε, το μάτι του «έπιανε».

Ο θεός της Ελλάδας να σε έχει καλά» της είπε κι αμέσως ανέβηκε πρώτος στη λίστα των υποψηφίων εραστών της, όταν και αν αποφάσιζε να δοκιμάσει τις ετεροφυλικές σχέσεις. Τον ήξερε από το τοπικό κουτσομπολιό, τον θεωρούσανε απόμακρο. Σκέφθηκε πως ήταν ώριμος, εχέμυθος και συμπαθητικός.

Του γέλασε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο τζιπ της όπου η φίλη της την περίμενε υπομονετικά και τώρα πια, ζηλότυπα…

 

 

Posted in Διηγήματα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , | 76 Σχόλια »

Ο πολιτισμός εις το χωρίον (χριστουγεννιάτικο διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2022

Μέρα που είναι, το ιστολόγιο σάς εύχεται καλά Χριστούγεννα, με υγεία και αγάπη και μακριά από κορόνες!

Έχει γίνει σχεδόν παράδοση του ιστολογίου να βάζουμε κάτι παπαδιαμαντικό τα Χριστούγεννα, και θα την τηρήσω και φέτος. Βλέπετε, την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ήμουν μικρός, ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του παππού, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε. Οι αναμνήσεις οι παιδικές είναι βέβαια επηρεασμένες από μεταγενέστερες διηγήσεις, αλλά δυο-τρία πράγματα που θυμάμαι με θαλπωρή από τα παιδικά μου Χριστούγεννα είναι τον παππού να διαβάζει από τον μεγάλο μαυροντυμένο τόμο και τα μανταρίνια να χρυσίζουν πάνω στο τραπέζι καθώς κάναμε καντηλάκι τις φλούδες τους.

Διάλεξα να ανεβάσω σήμερα ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα από τα σκιαθίτικα, που όμως, σε αντίθεση με άλλα, διαδραματίζεται ολόκληρο μακριά από την τελετουργία των εορτών. Είναι ένα από τα πικρά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και ταυτόχρονα ένα τσουχτερό αλλά υποδόριο σχόλιο για τις βλαβερές συνέπειες της προόδου, ας πούμε.

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 25 Δεκεμβρίου 1891 με τον υπότιτλο «Χριστουγεννιάτικον διήγημα». Επέλεξα να παραθέσω το πολυτονισμένο κείμενο, από τον ιστότοπο papadiamantis.net. Στο τέλος παραθέτω (από το Γλωσσάριο των Απάντων) εξηγήσεις για τις λέξεις που σημειώνονται με αστερίσκο. 

Και πριν κλείσω θυμίζω ότι έχετε ακόμα πέντε μέρες και σήμερα για να ψηφίσετε τη Λέξη της χρονιάς. Δίνω τη σκυτάλη στον Παπαδιαμάντη.

Ὁ Πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον (1891)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ὡς πρὸς τὴν δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχῶς δὲν ἠλήθευσε τὸ ρητόν, «ἡ πρώτη δούλα, ἡ δεύτερη κυρά». Ἡ Θοδωριά, ἡ πτωχή, ὑπέφερεν ὅλας τὰς ἀγγαρείας, ὅσας τῆς ἐπέβαλλεν ὁ σύζυγός της. Ἀσβεστὰς ἐκεῖνος, φουρνάρισσα αὐτή. Τὸ πτωχὸν νήπιον, ὁ Ἐλευθέρης, δὲν εἶχε χορτάσει τὸ γάλα τῆς μητρός του. Ἐφαίνετο γηράσασα ἤδη, ἂν καὶ μόλις εἶχεν ὑπερβῆ τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος. Ὁ μπαρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε ἔτη μεγαλύτερός της, τὴν εἶχε πάρει εἰς δεύτερον γάμον, καὶ μάλιστα μὲ τὸ σπαθί του· τὴν ἔκλεψε. Ὁ μικρὸς Ἐλευθέριος, τετραέτης ἤδη, ἦτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος* καὶ ἡ μήτηρ του οὔτε νὰ τὸν θρέψῃ ἦτο ἱκανὴ οὔτε νὰ τὸν «ἀποκόψη» ἠδύνατο. Οἱ μαζοί της, ὡς νὰ εἶχαν παραψηθῆ ἀπὸ τὴν ἀντιλαμπὴν τοῦ φούρνου, ἐκρέμαντο μαραμμένοι ὑπὸ τὴν τραχηλιάν, καὶ ὁ μικρὸς δυσκόλως εὕρισκεν ἐκεῖ σταγόνα γάλακτος.

Τῆς εἶχαν πεθάνει τὰ δύο πρῶτα παιδιά της, τὸ ἓν θῆλυ, τὸ ἄλλο μικρὸν ἀγόρι, καὶ τώρα ὅλαι αἱ ἐλπίδες της ἐκρέμαντο εἰς τὸν Λευθέρην. Ἀλλὰ μέγας φόβος τὴν εἶχε κυριεύσει, διότι καὶ αὐτό της τὸ παιδὶ ἦτον ἄρρωστον. Ἄ! ἡ καρδούλα της ἦτον καμένη! Καλύτερα νὰ μὴ ᾽μβαίνῃ στὸν κόσμο ἄνθρωπος. Ἐνθυμεῖτο μετὰ σπαραγμοῦ τὴν στιγμήν, ὅταν «ἀγγελιάστηκε» τὸ μικρὸν κοράσιόν της. Πηγαίνει καὶ τὸ βρίσκει στὴν κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μιὰ φωνή. Τρέχουν δυὸ γειτόνισσες. «Τί ἔχεις; Τί εἶναι;» «Τὸ παιδί μου! Τὸ παιδί μου!» Φωνάζουν τὸ γιατρό. Ὅσο νὰ ᾽ρθῇ ὁ γιατρός, τὸ κορίτσι «ἔσωσε». Σὲ μιὰ ὥρα, μιὰ ὡρίτσα! Ἦρθεν ἡ γειτόνισσα ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινή, τὸ σαβάνωσε· ἡ Θοδωριὰ ἔψαξε καὶ ηὗρε τὰ ρουχάκια του· ἔσκυφτε μὲς στὴν κασσέλα νὰ τὰ εὕρῃ, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε σιγανά! Ἡ Κατερίνα τὴν ἐμάλωνε, λέγουσα ὅτι δὲν μοιρολογοῦν τὸν νεκρόν, πρὶν τὸν ἐνδύσουν. Τὸ στόλισαν ὄμορφα-ὄμορφα, τὸ ξάπλωσαν στὸ κιλίμι, καὶ τὸ σκέπασαν νὰ μὴν τὸ βλέπῃ ὁ μικρὸς καὶ κλαίῃ. Ὁ Χαραλαμπάκης ἦτον δυὸ χρόνια μεγαλύτερος, κ᾽ ἔνοιωθε, τὸν ἐπῆραν οἱ γειτόνισσες καὶ τὸν ἀπεμάκρυναν, ἕως νὰ γίνῃ ἡ ἐκφορά. Ὕστερα τὸ βράδυ, ὅταν ὁ Χαραλαμπάκης ἐρωτοῦσε: «Ποῦ ᾽ναι τὸ Χρυσώ, μάννα, ποῦ πάει τὸ Χρυσώ;», τοῦ ἀπήντησαν ὅτι ἐπῆγε νὰ κοιμηθῇ «στὰ λουλούδια». Κ᾽ ἡ Κατερίνα ἡ Μπροστινὴ τοῦ εἶπε ὅτι πάει «Στοῦ παπᾶ τ᾽ ἁλώνι – κὶ στὸ περιβόλι». Καὶ ὁ μικρὸς ἐξηκολούθει νὰ ἐρωτᾷ: «Πότε θὰ ᾽ρθῇ, μάννα, πίσω τὸ Χρυσώ μας;», ἑωσότου ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέραι καὶ τὸ ἐξέχασε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα, Χαρτοπαίγνιο | Με ετικέτα: , , | 88 Σχόλια »

Ο Δεκατρίας (διήγημα του Κωστή Ανετάκη)

Posted by sarant στο 11 Δεκεμβρίου, 2022

Με πολλή χαρά παρουσιάζω σήμερα ένα ακόμα διήγημα του φίλου Κωστή Ανετάκη. Η χαρά οφείλεται στο ότι το διήγημα αυτό το πήρα από ένα βιβλίο του Ανετάκη που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο Ο Ευριπίδης της ταφής και υπότιτλο Δέκα ιστορίες γυρεύουν δολοφόνο, από τις εκδόσεις Ανάτυπο.

Ο τίτλος του βιβλίου θα είναι γνώριμος σε πολλούς αναγνώστες του ιστολογίου. Πράγματι, το (έξοχο) διήγημα που χάρισε τον τίτλο του στο βιβλίο το είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο το 2017., ενώ στη συνέχεια παρουσιάσαμε κι άλλες δουλειές του Ανετάκη.

Το βιβλίο ήδη παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (ο Κωστής είναι Θεσσαλονικιός) και θα παρουσιαστεί και στην Αθήνα την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου. Πολύ θα ήθελα να παρευρεθώ, αλλά δεν θα είμαι στην Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα. Οπότε, αναπληρώνω την απουσία μου με το να παρουσιάσω σήμερα ένα άλλο διήγημα από το βιβλίο του Ανετάκη.

Μια και το ιστολόγιο έχει επιβάλει εμπάργκο σχολίων στο Καταραμένο Μουντιάλ και όσο να’ναι κάποιοι θα νιώθουν στέρηση, διάλεξα ένα διήγημα με θέμα ποδοσφαιρικό, διασκεδαστικό και καλογραμμένο. Ο Ανετάκης είχε κέφια και δεν τσιγκουνεύτηκε τις διακειμενικές αναφορές, που τις εξηγεί σε υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου, οπότε δεν τις μαρτυράω για να μην σποϊλάρω. Γούστο έχουν και τα ονόματα διάφορων πρωταγωνιστών, όπου Καβάσης σημαίνει κλητήρας, τσιράκι, ο Τζελάτης (ο επιλεγόμενος καιο Χασάπης) σημαίνει «δήμιος», ο ένας πρόεδρος λέγεται Αγοραστάκης, ενώ ο διαιτητής Μουστερής (πελάτης). Όλα αυτά τα επώνυμα είναι υπαρκτά, βέβαια.

Ο Σέρβος ποδοσφαιριστής λέγεται Πιάσιτς, που δεν ξέρω αν υπάρχει, σιγουρα υπάρχει Πιάνιτς, ενώ ο τερματοφύλακας Κερβεράκης  είναι φόρος τιμής στον Κερβέρογλου του Χάρρυ Κλυνν. Για να γκρινιάξω με μια παρωνυχίδα, η ομάδα της Χίου θα έπρεπε να λέγεται Πανχωραϊκός ή Παγχωραϊκός -αλλά είναι λεπτομέρεια.

Το εξώφυλλο του βιβλίου και η πρόσκληση στην παρουσίαση:

Ο Δεκατρίας

“Όλα όσα ξέρω για την ηθική
μου τα έμαθε το ποδόσφαιρο” Αλμπέρ Καμί

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Διηγήματα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 90 Σχόλια »

Ο αντίκτυπος του νου, του Παπαδιαμάντη, και το πογκρόμ της Κέρκυρας το 1891

Posted by sarant στο 13 Νοεμβρίου, 2022

Είχα σκοπό να ετοιμάσω κάτι για σήμερα, αλλά δεν προλάβαινα. Κι έτσι καταφεύγω σε μιαν επαναληψη παλιότερου άρθρου, που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο πριν από 13 χρόνια παρά κάτι μέρες. Νομίζω πως αξίζει την αναδημοσίευση.

Το διήγημα «Ο αντίκτυπος του νου» θεωρείται το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το μισό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χαραυγή» της Μυτιλήνης (που ακόμα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) στις 15 Δεκεμβρίου 1910. Ο Παπαδιαμάντης αρρώστησε και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911 χωρίς να έχει στείλει στο περιοδικό το άλλο μισό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κ. Φαλτάιτς επισκέφθηκε τη Σκιάθο, βρήκε τις αδελφές του Παπαδιαμάντη και μαζί με άλλα χαρτιά που του έδωσαν ήταν και το χειρόγραφο με τη συνέχεια του διηγήματος, που όμως μένει ανολοκλήρωτο, λείπει το τέλος. Το διήγημα έτσι συμπληρωμένο ολοκληρωμένο δημοσιεύτηκε το 1929 στο Ημερολόγιο του Μπουκέτου. Δεν θα παραθέσω ολόκληρο το διήγημα, που έτσι κι αλλιώς έχει περίπλοκη ιστορία, διότι φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης έκανε τροποποιήσεις στο χειρόγραφό του μετά την αποστολή του πρώτου μέρους στη Χαραυγή. Μπορείτε όμως να το διαβάσετε στον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών. Εδώ θα παραθέσω εκτενή αποσπάσματα.

 Στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει μια παρέα φτωχογλεντζέδων που κάνουν «σπονδάς εις τον Βάκχον» «εις του Καρμάνη το μπακάλικον». Οι πιο αχώριστοι της παρέας είναι τρεις, ο σιτσιλιάνος Αντώνιος Αλμπέργος από την Κατάνια, ο Σαββατίνος Λευί ή Σάλβος, εβραίος από την Κέρκυρα, και ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, «ένας από τους δικούς μας» και ολοφάνερο άλτερ έγκο του Παπαδιαμάντη. «Τρεις άνθρωποι, τρεις φυλαί, τρία θρησκεύματα, ως κοινόν γνώρισμα είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον, με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ηξεύρω διατί, σέλινα». Στην παρέα προστίθεται κι ένας γέρος ιταλοκερκυραίος, ο μπαρμπα-Νιόνιος ο Πούπης, ο οποίος σιγά-σιγά πιάνει μεγάλες φιλίες με τον Σάλβο τον εβραίο.

Μαζύ έτρωγαν, μαζύ έπιναν, μέ τον Σάλβον. Ποτέ δεν τα είχαν τόσον καλά… Αίφνης ένα πρωί, κατά Μάρτιον μήνα, ενώ επλησίαζε το Πάσχα, έρχεται από την Κέρκυραν είδησις, και την ανέγραφον όλ’ αι εφημερίδες, ότι οι εκεί Εβραίοι ήρπασαν μικράν κορασίδα χριστιανήν, και τήν έσφαξαν· της έπιαν το αίμα!…

Άμα ήκουσεν ο μπάρμπα Πούπης την εΐδησιν, ότι εις την πατρίδα του (όπου είχε τριάντα χρόνους να πατήση) συνέβη αυτό το πράγμα, έγεινεν αμέσως πυρ και μανία εναντίον των Εβραίων. Ω! να είχεν ένα Εβραίον νά τον πνίξη!…

Κατά συγκυρίαν, εκείνην την στιγμήν, εισήρχετο εις το καπηλείον ο Σάλβος… Ιδού είς Εβραίος! Και Εβραίος μάλιστα εκ Κερκύρας, εκεί­θεν όπου οι ομόθρησκοί του έπραξαν το ανοσιούργημα…

Ο μπαρμπα-Πούπης εγείρεται, σφίγγει τας πυγμάς απειλητικώς, πάλ­λει ταύτας άνω και κάτω κυκλοτερώς, ως προς πυγμαχίαν, και εφορμά κατά του Σάλβου.

— Μωρέ σκυλί!

Και μπούπ! η μία πυγμή κατέπεσεν εις τον ώμον του Εβραίου. Ο Σάλβος δεν επρόλαβε να είπει: «Τι έχεις; τι έπαθες;» μόνον είπεν ώχ! και ωπισθοχώρησεν. Η δευτέρα πυγμή του Πούπη θα εύρισκε παρ’ ολίγον το στέρνον, αλλά κατέπεσεν εις το κενόν. Ο Καρμάνης, ο κάπηλος, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, όστις έτυχε να είν’ εκεί, και δύο άλλοι, πα­ρενέβησαν, και απεμάκρυναν τον Σάλβον, έξω του καπηλείου. Ο μπάρμπα Πούπης ήθελε να τον κυνηγήση εις τον δρόμον, αλλά μετά κόπου τον εκράτησαν.  Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επαναλήψεις, Εβραϊσμός, Λογοτεχνία, Πρόσφατη ιστορία, Παπαδιαμάντης, Σουρής | Με ετικέτα: , , , , , , | 111 Σχόλια »

Ήτον φονιάς; (διήγημα του Χρήστου Αγγελομάτη)

Posted by sarant στο 6 Νοεμβρίου, 2022

Δημοσιεύσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες λογοτεχνικά κείμενα εμπνευσμένα από τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ύστερα περάσαμε σε άλλη θεματολογία. Όμως ο φίλος μας ο Γιάννης Π., που έχει φτιάξει το καταπληκτικό Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, με ενημέρωσε ότι έχει ανεβάσει στο Λ.Ιστ. δύο σχετικά διηγήματα, από τα οποία διαλέγω να παρουσιάσω σήμερα το πρώτο (αρχική δημοσίευση εδώ), ένα διήγημα γύρω από ένα τραγικό περιστατικό από την υποχώρηση, τον Αύγουστο του 1922. 

Ο συγγραφέας του διηγήματος είναι ο δημοσιογράφος Χρήστος Εμμ. Αγγελομάτης (1899-1979) γεννημένος στη Σμύρνη με καταγωγή από τη Χίο. Μετά την Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες -ανάμεσά τους με την Πρωία την ίδια εποχή με τον Βάρναλη. Έγραψε το βιβλίο Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή καθώς και άλλα ιστορικά και αθηναιογραφικά κείμενα. 

Εδώ πρέπει να ανοίξω παρένθεση. Το 1934-36 ο Ριζοσπάστης δημοσίευε σε συνέχειες τον Καλό στρατιώτη Σβέικ, του Γιάροσλαβ Χάσεκ. Στην οικογένειά μας λατρεύαμε τον Σβέικ και ο παππούς μου με τον πατέρα μου πάντοτε έλεγαν ότι η καλύτερη μετάφραση, δυστυχώς χαμένη, ήταν «του Αγγελομάτη στον Ριζοσπάστη». Και στο ιστολόγιο το έχω αναφέρει. Ωστόσο, δεν έχω βρει κανένα άλλο στοιχείο που ν’ αποδίδει τη μετάφραση του Σβέικ στον Χρήστο Αγγελομάτη. Στην εφημερίδα όνομα μεταφραστή δεν αναφέρεται. Κυκλοφόρησε και σε βιβλίο αυτή η μετάφραση αλλά δεν ξέρω αν εκεί μνημονευεται μεταφραστής. Επίσης, δεν βρίσκω πουθενά κανένα στοιχείο για συνεργασία του Χρ. Αγγελομάτη με τον Ριζοσπάστη ή με αριστερά έντυπα, οπότε αν δεν βρεθεί κάποιο άλλο στοιχείο η μαρτυρία του πατέρα μου πρέπει να θεωρηθεί αμφίβολη. Κλείνω την παρένθεση. 

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα δημοσιεύτηκε αρχικά στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, που εκδόθηκε από τον οίκο Μ. Σαλίβερου γύρω στο 1926 (διαθέσιμο στην Ανέμη, εδώ). (Παρά τον τίτλο του δεν είχε μόνο νεους σε ηλικία συγγραφείς, αφού έχει και διηγήματα του Βουτυρά, του Στέφ. Δάφνη ή του Ξενόπουλου). Δημοσιεύτηκε με αφιέρωση στον Δ. Κόκκινο, τον μετέπειτα ιστορικό και ακαδημαϊκό. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

Ήτον φονιάς;

[Του διαλεχτού τεχνίτη Δ. Κόκκινου].

Στην ταβέρνα του μπαρμπ’-Αυγουστή σχηματιζόταν η παρέα το βραδάκι. Πέντε παλιοί συντρόφοι, αδελφωμένοι στις μπόρες, που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, μαζευόμαστε και κουτσοπίνοντας λέγαμε τα δικά μας. Ε! τι τα θέλετε, άνθρωποι που έζησαν χρόνια στον ίδιο λόχο, που βοηθήθηκαν στη μάχη και που ίσως ο ένας να χρώσταγε τη ζωή του στον άλλο, είχαν πολλά να πουν. Πολλά, μα πάρα πολλά, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος και στους πέντε είχε χαρίσει κάτι, μιαν αγάπη, ένα αισθηματάκι και, ο πόλεμος πάλι τους το πήρε!
― Καλησπέρα μπαρμπ’-Αυγουστή.
― Καλώς τα, τα παιδιά.
Ο καλός αυτός ανθρωπάκος, από τη Νιο, με τα εβδομήντα σπαρταριστά του χρόνια, με την αιώνια νέα καρδιά, μας δεχόταν με το χαμόγελο και με την καλή λέξη στο στόμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μικρασιατική καταστροφή | Με ετικέτα: , , , , , | 117 Σχόλια »

Ο γείτονας με το λαγούτο (αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2022

Τις προηγούμενες Κυριακές είχαμε θέματα από τη μικρασιατική καταστροφή με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων. Το σημερινό διήγημα έχει απλώς ήρωα Μικρασιάτη, ή, όπως τον λέει ο Παπαδιαμάντης, Τουρκομερίτη.

Είναι ένα από τα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με σκηνές από τη ζωή της φτωχολογιάς της Αθήνας στο γύρισμα του 20ού αιώνα (γράφτηκε το 1900). Παρόλο που δεν έχει θέμα χριστουγεννιάτικο, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της, στις 25 Δεκεμβρίου 1900. Μάλιστα, είναι ένα από τα λίγα παπαδιαμαντικά διηγήματα του οποίου η πρώτη δημοσίευση ήταν ανεύρετη όταν ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος έκανε την κριτική του έκδοση -δεν ξέρω αν έχει βρεθεί στη συνέχεια, πάντως στην Εθνική Βιβλιοθήκη το φύλλο της 25/12 δεν υπάρχει, ενώ στο φύλλο της προηγούμενης μέρας βλέπουμε την αναγγελία του διηγήματος.

Πέρα από τον «γείτονα με το λαγούτο», τον τουρκομερίτη Βαγγέλη, οι άλλοι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι όλες γυναίκες, που νοικιάζουν ετοιμόρροπα δωματιάκια σε μια κοινή αυλή. Ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει τους μικροκαβγάδες τους με οξυμένο αυτί -θυμίζει, από την άποψη αυτή τις Κουκλοπαντρειές, ένα άλλο αθηναϊκό διήγημα.

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πολλά χρόνια στου Ψυρρή, στην οδό Αριστοφάνους. Η μάντρα με τις κάμαρες του σημερινού διηγήματος βρίσκεται, σύμφωνα με το διήγημα, σε μια μικρή πάροδο ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση. Εδώ εννοείται η βρύση του Τάτση (δηλαδή του Τάκη, αν σκεφτούμε τον παλαιοαθηναϊκό τσιτακισμό) που βρίσκεται στη σημερινή οδό Τάκη, εκεί κοντά. Η Βλασαρού, όπου μετακόμισε ο Βαγγέλης, είναι εκκλησία και γειτονιά που απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε στη δεκ 1930 με τις ανασκαφές της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς.

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Βαγγέλης τραγουδάει «κουτσαβάκικα» τραγούδια. Οι φίλοι του ρεμπέτικου θα αναγνωρίσουν στίχους αδέσποτων και παραδοσιακών τραγουδιών. Επίσης, χρησιμοποιεί και μερικές τουρκικές παροιμίες, αλλά τις εξηγεί αμέσως πριν ή μετά.

Σημειώνω ότι την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι (και γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι) δεν ήταν μόνιμοι, κι έτσι ήταν χρήσιμο ή και απαραίτητο για τον διορισμό το λάδωμα κάποιου, οπως αναφέρεται και στην κατακλείδα του διηγήματος.

Εξηγώ μερικές λέξεις στο τέλος. Το κείμενο το έχω πάρει από τον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.

Μπορείτε επίσης να ακούσετε το διήγημα, εδώ.

 

Ὁ Γείτονας μὲ τὸ λαγοῦτο (1900)

Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.

Ποτὲ δὲν ἤρχετο ὡρισμένην ὥραν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πότε πολὺ ἐνωρίς, πότε πολὺ ἀργά, ἄλλοτε ἔλειπεν ὅλην τὴν νύκτα κ᾽ ἐκοιμᾶτο τὴν ἡμέραν. Πότε ἦτον νηστικός, πότε ἐφαίνετο νὰ εἶναι «ἀποκαής»*. Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν ἔπινε χασίς, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔπινε πολὺ ρακί. Ἦτον Τουρκομερίτης. Ὠνομάζετο Βαγγέλης.

Τὰ ἄλλα οἰκήματα, ἓξ-ἑπτὰ δωμάτια χαμόγεια, εἰς γραμμήν, ὅλα παμπάλαια, τρῶγλαι, ἄλλα χωρὶς παράθυρα, ὅλα σχεδὸν μὲ σαθροὺς τοὺς τοίχους, κατείχοντο ἀπὸ διαφόρους. Ὑπῆρχον δύο ἢ τρεῖς μπεκιάρηδες, μία οἰκογένεια μὲ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζῶσα κατὰ τὸ φαινόμενον ὁλομόναχη· καὶ τὸ μέσα δωμάτιον εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς κατεῖχεν ἡ σπιτονοικοκυρὰ κυρα-Γιάνναινα, χήρα μὲ τὴν κόρην της, τὴν Δημητρούλαν. Ἡ μάνδρα μὲ τὰ πενιχρὰ οἰκήματα ἔκειτο εἴς τινα πάροδον, ἀνάμεσα στοῦ Ψυρρῆ καὶ στοῦ Τάτση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 98 Σχόλια »

Το Λιος (διήγημα του Ηλία Βενέζη)

Posted by sarant στο 9 Οκτωβρίου, 2022

Μετά τη διακοπή της προηγούμενης Κυριακής, ξαναπιάνουμε σήμερα τη λογοτεχνική μας ύλη και συνεχίζουμε με θέματα σχετικά με τη Μικρασία και την Καταστροφή. 

To σημερινό μας ανάγνωσμα είναι μια προσφορά του φίλου μας του Spiridione, ο οποίος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που είχα κάνει για λογοτεχνικό υλικό σχετικό με τη Μικρασία και μου έστειλε τη σημερινή δημοσίευση έτοιμη, πληκτρολογημένη και με συντομη εισαγωγή. Πολύ χαίρομαι διότι δεν έχω πολλή δουλειά για σήμερα, μονο να συμπληρωσω την εισαγωγή. 

Ο Ηλίας Βενέζης (γενν. Ηλίας Μέλλος, 1904-1973) γεννήθηκε στο Αϊβαλί, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Μυτιλήνη. Το 1914, με τους πρώτους διωγμούς, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη. Επέστρεψαν στο Αϊβαλί το 1919. Τα επόμενα δυο χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, πολύ νέος, σε λογοτεχνικά περιοδικά της Σμύρνης ως Ηλίας Μέλλος ακόμα. Τον Σεπτέμβριο του 1922 πιάστηκε από τους Τούρκους και στάλθηκε, μαζί με πολλούς άλλους Αϊβαλιώτες, στα Τάγματα εργασίας. Ήταν από τους ελάχιστους που επέζησαν -τις περιπέτειές του τις περιγράφει στο μυθιστόρημα Νούμερο 31328. Στα τελη του 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη όπου συμμετείχε στο λογοτεχνικό κίνημα της Λεσβιακής Άνοιξης, έχοντας ως μέντορα τον Στρ. Μυριβήλη, στην εφημερίδα του οποίου (την Καμπάνα) δημοσίευσε και το Νούμερο 31328, με το ψευδώνυμο Ηλίας Βενέζης (το επώνυμο του εκ μητρός παππού του). 

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα εκδόθηκε το 1928 και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα». Επανεκδόθηκε το 1941 (στη συλλογή διηγημάτων «Αιγαίο») με σημαντικές αλλαγές. Η Αγγέλα Καστρινάκη σημειώνει ότι στην έκδοση του 1941 θα απαλειφθούν οι πολύ σημαντικές για το αρχικό κείμενο αντιθέσεις ανάμεσα σε πλούσιους παραθεριστές στη Λέσβο και φτωχούς βιοπαλαιστές, με αποτέλεσμα το κείμενο να χρωματίζεται διαφορετικά: η αρχική αλληλεγγύη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων (των φτωχών Τούρκων ψαράδων προς τον φτωχό Έλληνα) μετατρέπεται σε εν γένει αγάπη μεταξύ των λαών. 

Επί του πιεστηρίου, που λέμε, ο φίλος μας ο Spiridione κατάφερε να βρει και την αρχική μορφή του διηγήματος, του 1928, και έβαλε αντικριστά τις δυο εκδοχές στο pdf που ανέβασα εδώ. Όπως λεει, η πρώτη εκδοχή είναι πιο λιτή (και με άλλη γλώσσα βέβαια), αλλά το κομμάτι με τις κοινωνικές αντιθέσεις ήθελε περισσότερο δούλεμα.

Το κείμενο του διηγήματος που ακολουθεί προέρχεται από δημοσίευσή του στο περιοδικό Νέα Εστία το 1961 (σε μια σειρά στην οποία διάφοροι συγγραφείς δημοσίευαν αγαπημένα τους έργα). Ο ίδιος ο Ηλ. Βενέζης σε σημείωμά του προς το περιοδικό γράφει:

«Το Λιος» είναι απ’ τις πρώτες ‑ πρώτες σελίδες που έγραψα, νεώτατος, μόλις γύρισα απ’ τα τουρκικά τάγματα της σκλαβιάς στα 1923. Είναι στον τόμο «Ο Μανώλης Λέκας». Ξαναδιάβασα αυτές τις σελίδες τις προάλλες στη Θερμή της Λέσβου, ένα ψαρολίμανο, κάτω απ’ τον αιωνόβιο πλάτανο όπου τις έγραψα, πλάι στους ψαράδες που «λάντιζαν» τα παραγάδια τους όπως τότε, πλάι στον κουλό ήρωά τους, περασμένον πια στα χρόνια. Κοιτάζαμε και οι δυο μας το Γυμνό, το ρημονήσι της αντικρινής Ανατολής, το «Τραπέζι του Δαιμόνου», τα βουνά της Μικρασιατικής πατρίδας μας, εκεί που είχε σημαδευτεί η ζωή μας – και των δύο. Και δε μιλούσαμε. Ύστερα από τόσα χρόνια ξαναβλέπω πόσο αυτές οι σελίδες δεν έχουν διόλου μίσος, κι ας γράφτηκαν όταν η πληγή ήταν ανοιχτή. Αισθάνομαι γι’ αυτό ησυχία πολλή».

Το Λιος

Ήταν τρεις ψαράδες, νέα παιδιά, κι ένας γέρος. Κάθονταν κάτου από έναν πλάτανο στη Θερμή, στο ακρογιάλι της Λέσβου, και «λάντιζαν» τα παραγάδια. Τούτη είναι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει να γίνεται μόλις τελειώσει το ψάρεμα και τραβηχτούν τα παραγάδια απ’ τη θάλασσα. Πάνου στα αφάγωτα δολώματα έχουν κολλήσει κάτι μακρουλά σκουλήκια σα σαρανταποδαρούσες μ’ ένα αδύνατο κόκκινο χρώμα. Αν τ’ αγγίξεις, τα δάχτυλα τσούζουν σα νάπιασες τσουκνίδες. Κάνουν και άλλη ζημιά, γιατί μπαταλεύουν το δόλωμα με το να κολνούν απάνω του και να μη δίνουν τόπο στο ψάρι να το φάει. Οι ψαράδες παίρνουν ένα ‑ ένα τ’ αγκίστρια απ’ τη βρεμένη κουβάρα, όπως είναι μες στα πανέρια, καθαρίζουν τους σπάγγους ‒ τα παράμαλα – και τ’ αγκίστρια, και τ’ αραδιάζουν ύστερα στο φελλό του πανεριού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μυτιλήνη, Μικρασιατική καταστροφή | Με ετικέτα: , | 71 Σχόλια »

Δεκαπενταύγουστος (διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2022

Τριημερο της ραστώνης, συνεχίζουμε με κάτι λογοτεχνικό. Διάλεξα ένα διήγημα για όσους έμειναν στο άδειο (αν και ποτέ δεν αδειάζει) κλεινόν άστυ, ένα διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη.

Πέρα από τη συνεπωνυμία του με τον πρωθυπουργό (απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει συγγένεια, αν και στο Φέισμπουκ λέει χαριτολογώντας για τον «ξάδερφο») ο Δ. Μητσοτάκης (γενν. 1967) είναι περισσότερο γνωστός ως τραγουδοποιός, παλιότερα με το συγκρότημα Ενδελέχεια και τώρα με σόλο καριέρα. Ωστόσο, έχει επίσης σημαντική λογοτεχνική παρουσία αφού εχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.

Το διήγημα που θα διαβασουμε σήμερα, νεανικό και ανάλαφρο, περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα σκισμένα ημερολόγια (εκδ. Τόπος, 2019).

Δεκαπενταύγουστος

Έναν Δεκαπενταύγουστο, πρέπει να ήταν το ’82 ή το ’83, είχα ξεμείνει, μόνος, στην Αθήνα. Κι ενώ λίγο απείχα από το να σκαρφιστώ τρόπους για να βάλω τέρμα στη μονότονη ζωή μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Τελικά υπήρχε Θεός. Ήταν η Μαρία, η όμορφη, με την μπάσα φωνή –με την οποία κάτι παιζόταν όλη τη χρονιά αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί– που με καλούσε να πάω να την επισκεφτώ στη Σαλαμίνα. Άλλο που δεν ήθελα.

Κατέβηκα με τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα στον Πειραιά, πήρα λεωφορείο για το Πέραμα, πέρασα στα Παλούκια και μετά περίμενα το λεωφορείο που θα με πήγαινε στην Κακή Βίγλα. Κάποια στιγμή, τρεις ώρες μετά την έξοδό μου από το σπίτι, έφτασα στο εξοχικό της Μαρίας, ψυχολογικά έτοιμος για μια αξέχαστη μέρα, γεμάτη έρωτα και πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Με υποδέχτηκε η μικρή αδερφή της Μαρίας μαζί με ένα τσούρμο αδερφάκια, ξαδερφάκια, ανιψάκια, και διάφορα άλλα παιδάκια της γειτονιάς. Πριν προλάβω να κάνω μεταβολή και να γυρίσω τρέχοντας στην Αθήνα, με έπιασε από το χέρι η μαμά της Μαρίας.

– Καλώς τον Δημητράκη!

– Καλώς σας βρήκα, είπα, μην τολμώντας να αλλάξω το «λ» με «κ».

– Η Μαρία έχει πάει για ψωμί, έρχεται όπου να ’ναι, έλα να σου βάλω μια πορτοκαλάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Καλοκαιρινά, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , | 133 Σχόλια »