Δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει αν απετράπη ή όχι θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, ούτε αν αληθεύει η αποκάλυψη γερμανικής εφημερίδας για τον ρόλο που έπαιξε η Άγκελα Μέρκελ, πάντως φαίνεται ότι η κρίση που ξεκίνησε με την τουρκική NAVTEX βαίνει προς εκτόνωση. (Στο τσακ γλιτώσαμε τον πόλεμο. Άνγκελα είχαμε! έγραψε στο Φέισμπουκ ένας πνευματώδης τύπος).
Θα αναδημοσιεύσω σήμερα εκτενή αποσπάσματα από μια μελέτη που γράφτηκε πέρυσι, άρα «σε ανύποπτο χρόνο», και που παρουσιάζει, αρκετά αναλυτικά και, πιστεύω, διαφωτιστικά τα όσα ισχύουν σε σχέση με τα χωρικά ύδατα, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Έτσι αποτελεί μιας πρώτης τάξεως βάση για συζήτηση, μια και παρουσιάζει τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου χωρίς να δέχεται ούτε τις ελληνικές ούτε τις τουρκικές θέσεις. Αν βέβαια υπάρχει κάποιο λάθος στα δεδομένα που παρουσιάζονται, θα το επισημάνετε, είμαι βεβαιος, στα σχόλια.
Η μελέτη υπογράφεται απο ομάδα εργασίας μιας πολιτικής οργάνωσης -του Νέου Αριστερού Ρεύματος για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, σε συντομία ΝΑΡ, που είναι η μετεξέλιξη της συλλογικότητας μελών και στελεχών του ΚΚΕ και κυρίως της ΚΝΕ που αποχώρησαν το 1989 διαφωνώντας με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και που σήμερα συμμετέχουν στην Ανταρσύα.
Και επειδή η μελέτη είναι αρκετά μεγάλη και για να μην εκτραπεί η συζήτηση σε κριτική της κομμουνιστικής αριστεράς και των θέσεών της, εδώ θα παρουσιάσω ένα απόσπασμα μόνο, που εκθέτει ξερά τα δεδομένα -αδικώ έτσι την οργάνωση, μια και παραλείπω τις θέσεις της και τις προτάσεις της, αλλά σας προτρέπω να ανατρέξετε στο σύνολο της μελέτης, που βρίσκεται εδώ.
Δεν λέω περισσότερα, παραθέτω τη μελέτη. Σημειώνω ότι στο τέλος βάζω τις παραπομπές και υποσημειώσεις, αλλά αν κλικάρετε πάνω τους ενώ διαβάζετε το κείμενο θα σας παραπέμψουν στον ιστότοπο του ΝΑΡ.
Για το Δίκαιο των Θαλασσών γενικά
Σε ότι αφορά το «Δίκαιο των Θαλασσών», πλευρές του οποίου θα αναπτυχθούν στη συνέχεια, τονίζεται ότι -ειδικά στη σύγχρονη εξέλιξή του- όλο και περισσότερο αυτό μετατρέπεται σε ένα «άδικο» δίκαιο, κομμένο και ραμμένο στο πλαίσιο των συμφερόντων των ηγετικών καπιταλιστικών κρατών. Μέσω των κτήσεων που διατηρούν από την εποχή των αυτοκρατοριών, ιδιοποιούνται ήδη τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις, πολλές φορές αποστερώντας τες από παράκτια κράτη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα νησιά ABC έξω από τις ακτές τις Βενεζουέλας, βάσει των οποίων η Ολλανδία διεκδικεί -και ασκεί- κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Καραϊβικής. Η όλο και αυξανόμενη ασάφεια των συνθηκών και η προτροπή για «δίκαιη» συμφωνία, περισσότερο κλείνουν το μάτι στην λεγόμενη «πολιτική λύση», δηλαδή εν τέλει με το δίκαιο των ισχυρών.
Ταυτόχρονα, στο κείμενο επισημαίνεται η «κατά το δοκούν» ερμηνεία των σχετικών προβλέψεων των Διεθνών Συνθηκών, από μεριάς των ελληνικών κυβερνήσεων (και της Τουρκίας αντίστοιχα), ώστε να υπερασπίζουν τις θέσεις τους σύμφωνα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Για τις θαλάσσιες ζώνες γενικά
Μέχρι σχεδόν το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η βασική αντίληψη για τη θάλασσα αφορούσε πρωτίστως στη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο ή/και τον πόλεμο. Κατά βάση δηλαδή η θάλασσα ήταν δρόμος. Δευτερευόντως η θάλασσα ήταν και παραγωγικός χώρος μέσω της αλιείας και οριακά (στα λιμάνια) της ναυπηγικής βιομηχανίας. Ως εκεί.
Ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, αρχής γενομένης από ΗΠΑ και Γαλλία, άρχισαν προοδευτικά να κάνουν λόγο για τα Χωρικά Ύδατα, δηλαδή μια θαλάσσια ζώνη γύρω από τις ακτές των κρατών, με κάποιο πλάτος. Η πλήρης κυριαρχία του κράτους επί της στεριάς επεκτεινόταν έτσι σε ένα τμήμα της παρακείμενης θάλασσας. Η δικαιολόγηση για αυτό ήταν κατά βάση πολιτική και αφορούσε τη δυνατότητα άμυνας. Άλλωστε αρχικά, το πλάτος αυτής της ζώνης ορίστηκε από διάφορα κράτη στα 3 ναυτικά μίλια, όσο ήταν τότε περίπου το μήκος βολής ενός κανονιού. Η άσκηση της κρατικής κυριαρχίας πάνω στα Χωρικά Ύδατα έχει ωστόσο κάποιες ιδιαιτερότητες, καθώς δεν απαγορεύεται η διέλευση των πλοίων άλλων χωρών από εκεί, στο βαθμό που αυτή είναι «αβλαβής» (innocent passage), δηλαδή εφόσον «δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους». Με λίγα λόγια, η διέλευση είναι υπό έλεγχο[1], ενώ ρητά απαγορεύεται οτιδήποτε άλλο εκτός από απλό πέρασμα (πχ αλιεία, μεταφορτώσεις, στρατιωτικές ασκήσεις κλπ.). Όσον αφορά τα υποβρύχια οφείλουν να πλέουν στην επιφάνεια. Πέραν της ζώνης των Χωρικών Υδάτων, ορίζεται μια Συνορεύουσα Ζώνη (contiguous zone), όπου το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία, έχει όμως δικαιώματα ελέγχου πρόληψης εγκλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών με ακτές, όρισαν σταδιακά τα Χωρικά Ύδατά τους στα 3 ναυτικά μίλια. Αυτό έκαναν αρχικά Ελλάδα και Τουρκία.
H αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας για το πλάτος των Χωρικών Υδάτων, δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και ένταση. Μεταξύ των δύο αυτών χωρών, είναι η Ελλάδα εκείνη που διαφοροποίησε μονομερώς το πλάτος των Χωρικών Υδάτων με δύο σημαντικές κινήσεις (πριν ακόμη από τη διαμόρφωση οποιασδήποτε Διεθνούς Συνθήκης).
Το 1931 επέκτεινε[2] το πλάτος του εναέριου χώρου από 3 στα 10 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο και τις μετέπειτα συνθήκες, το πλάτος του εναέριου χώρου, πρέπει να συμπίπτει με το πλάτος των Χωρικών Υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι εκείνη η «παράδοξη» και μοναδική στη διεθνή πρακτική επιλογή της Ελλάδας, έθετε ζήτημα επέκτασης των Χωρικών Υδάτων της.
Πράγματι, το 1936[3] η Ελλάδα ανακοίνωσε -και πάλι μονομερώς- ότι επεκτείνει τα Χωρικά Ύδατά της στα 6 ναυτικά μίλια. Έτσι έμεινε και το παράδοξο του διαφορετικού πλάτους στο θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο κυριαρχίας. Ας σημειωθεί ότι συνήθως εκεί είναι όπου γίνονται σχεδόν καθημερινά οι αεροπορικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, με τη δεύτερη να μη δέχεται ότι πρόκειται για παραβιάσεις, μιας και θεωρεί παράνομη αυτή τη διαφορά των 4 μιλίων μεταξύ θαλάσσιας και εναέριας κυριαρχίας της Ελλάδας.
Η Τουρκία απάντησε το 1964[4] με επέκταση των Χωρικών της Υδάτων επίσης στα 6 μίλια. Σε ότι αφορά την Μαύρη Θάλασσα, μετά και διαπραγματεύσεις με ΕΣΣΔ, Βουλγαρία κλπ., τα επέκτεινε στα 12 μίλια.
Αμέσως μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χ. Τρούμαν, για πρώτη φορά, ανακοίνωσε την δικαιοδοσία έρευνας και οικονομικής εκμετάλλευσης στο βυθό και στο υπέδαφος μιας θαλάσσιας ζώνης ευρύτερης και πέραν των Χωρικών Υδάτων μέχρι και εκεί όπου η θάλασσα έχει βάθος έως και 200 μέτρα. Η ζώνη αυτή ονομάστηκε Υφαλοκρηπίδα και στην ουσία η πρώτη αυτή περιγραφή της, με όλη της την ασάφεια, είχε ισχυρή συνάφεια με το γεωλογικό ορισμό της Υφαλοκρηπίδας ως προέκτασης της στεριάς στην (αβαθή) θάλασσα και συνδεόταν με την τεχνολογική δυνατότητα εκμετάλλευσης (έως και 200 μέτρα βάθος θάλασσας), ενώ δεν γινόταν καμία άλλη αναφορά στο πλάτος αυτής της ζώνης.
Η αυξανόμενη σημασία αυτής της στροφής αποκρυσταλλώθηκε στην Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε αυτή η Συνθήκη, η Υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτείνεται έως το τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέραν από τα Χωρικά Ύδατα μέχρι βάθους 200 μέτρων, εκτός αν είναι εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτείνεται ως εκείνο το πλάτος.
Με λίγα λόγια ο νέος ορισμός επέκτεινε, μέσω της τελευταίας δικλείδας τα όρια (πλάτος) της Υφαλοκρηπίδας, αποσυνδέοντας σημαντικά το νομικό ορισμό από την γεωλογική έννοια της Υφαλοκρηπίδας (συνέχεια της στεριάς στη θάλασσα). Δεν έθετε μάλιστα κανένα όριο για αυτό το πλάτος. Στην ουσία το μόνο κριτήριο που έμπαινε ήταν αυτό της «δυνατότητας εκμετάλλευσης».
Στην ουσία, ο κινητήριος μοχλός αυτής της επέκτασης, ήταν η εξερεύνηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας ζώνης της Υφαλοκρηπίδας.
Ο ορισμός αυτός άλλαξε ριζικά –και πάλι προς την κατεύθυνση της επέκτασης- μέσω της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας[5] (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ), που υπογράφηκε το 1982, μετά από πολλούς αποτυχημένους κύκλους διακρατικών διαπραγματεύσεων[6].
Σύμφωνα με το νέο ορισμό που δίνεται στο άρθρο 76 της Σύμβασης:
«Η Υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της Χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του Υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της Χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του Υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Έτσι για πρώτη φορά τίθεται το πλάτος των 200 ναυτικών μιλίων, ανεξάρτητα από τη «φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους», ενώ ταυτόχρονα η αναφορά «καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης» δίνει την δυνατότητα και για επέκταση πέραν των 200 μιλίων. Πράγματι, σε άλλο άρθρο τίθεται η δυνατότητα επέκτασης έως και σε 350 ναυτικά μίλια.

Η ίδια συνθήκη του 1982 στο Άρθρο 3 σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα ορίζει ότι:
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »